Englishman's Concordance/11

From Wikisource
Jump to navigation Jump to search
3481760Englishman's Concordance — κἀγώ - κωφόςGeorge Wigram

κἀγώ ((and)

[edit]

Matthew 2:8

KJV: And he sent them to Bethlehem and said Go and search diligently for the young child and when ye have found bring me word again that I may come and worship him also
GK: και πέμψας αυτούς εις Βηθλεέμ είπε πορευθέντες ακριβώς εξετάσατε περί του παιδίου επάν δε εύρητε απαγγείλατέ μοι όπως καγώ ελθών προσκυνήσω αυτώ

Matthew 10:32

KJV: Whosoever therefore shall confess me before men him will I confess also before my Father which is in heaven
GK: πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς

Matthew 10:33

KJV: But whosoever shall deny me before men him will I also deny before my Father which is in heaven
GK: όστις δ΄ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς

Matthew 11:28

KJV: Come unto me all that labour and are heavy laden and I will give you rest
GK: δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς

Matthew 16:18

KJV: And I say also unto thee That thou art Peter and upon this rock I will build my church and the gates of hell shall not prevail against it
GK: καγώ δε σοι λέγω οτι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής

Matthew 21:24

KJV: And Jesus answered and said unto them I also will ask you one thing which if ye tell me I in like wise will tell you by what authority I do these things
GK: αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς ερωτήσω υμάς καγώ λόγον ένα ον εάν είπητέ μοι καγώ υμίν ερώ εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ

Matthew 26:15

KJV: And said What will ye give me and I will deliver him unto you And they covenanted with him for thirty pieces of silver
GK: είπε τι θέλετέ μοι δούναι καγω υμίν παραδώσω αυτόν οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια

Mark 11:29

KJV: And Jesus answered and said unto them I will also ask of you one question and answer me and I will tell you by what authority I do these things
GK: ο δε Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς επερωτήσω υμάς και εγώ ένα λόγον και αποκρίθητέ μοι και ερώ υμίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ

Luke 1:3

KJV: It seemed good to me also having had perfect understanding of all things from the very first to write unto thee in order most excellent Theophilus
GK: έδοξε κάμοι παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς καθεξής σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε

καθά (as)

[edit]

Matthew 27:10

KJV: And gave them for the potter’s field as the Lord appointed me
GK: και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως καθά συνέταξέ μοι κύριος

καθαίρεσις (destruction)

[edit]

2 Corinthians 10:4

KJV: For the weapons of our warfare not carnal but mighty through God to the pulling down of strong holds
GK: τα γαρ όπλα της στρατείας ημών ου σαρκικά αλλά δυνατά τω θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων

2 Corinthians 10:8

KJV: For though I should boast somewhat more of our authority which the Lord hath given us for edification and not for your destruction I should not be ashamed
GK: εάν τε γαρ και περισσότερόν τι καυχήσωμαι περί της εξουσίας ημών ης έδωκεν ο κύριος ημίν εις οικοδομήν και ουκ εις καθαίρεσιν υμών ουκ αισχυνθήσομαι

2 Corinthians 13:10

KJV: Therefore I write these things being absent lest being present I should use sharpness according to the power which the Lord hath given me to edification and not to destruction
GK: διά τούτο ταύτα απών γράφω ίνα παρών μη αποτόμως χρήσωμαι κατά την εξουσίαν ην έδωκέ μοι ο κύριος εις οικοδομήν και ουκ εις καθαίρεσιν

καθαιρέω (cast (pull)

[edit]

Mark 15:36

KJV: And one ran and filled a spunge full of vinegar and put on a reed and gave him to drink saying Let alone let us see whether Elias will come to take him down
GK: δραμών δε εις και γεμίσας σπόγγον όξους και περιθείς τε καλάμω επότιζεν αυτόν λέγων άφετε ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας καθελείν αυτόν

Mark 15:46

KJV: And he bought fine linen and took him down and wrapped him in the linen and laid him in a sepulchre which was hewn out of a rock and rolled a stone unto the door of the sepulchre
GK: και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω ο ην λελατομημένον εκ πέτρας και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου

Luke 1:52

KJV: He hath put down the mighty from seats and exalted them of low degree
GK: καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς

Luke 12:18

KJV: And he said This will I do I will pull down my barns and build greater and there will I bestow all my fruits and my goods
GK: και είπεν τούτο ποιήσω καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου

Luke 23:53

KJV: And he took it down and wrapped it in linen and laid it in a sepulchre that was hewn in stone wherein never man before was laid
GK: και καθελών αυτό ενετύλιξεν αυτό σινδόνι και έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτώ ου ουκ ην ουδέπω ουδείς κείμενος

Acts 13:19

KJV: And when he had destroyed seven nations in the land of Chanaan he divided their land to them by lot
GK: και καθελών έθνη επτά εν γη Χαναάν κατεκληροδότησεν αυτοίς την γην αυτών

Acts 13:29

KJV: And when they had fulfilled all that was written of him they took down from the tree and laid in a sepulchre
GK: ως δε ετέλεσαν παντα τα περί αυτού γεγραμμένα καθελόντες από του ξύλου έθηκαν εις μνημείον

Acts 19:27

KJV: So that not only this our craft is in danger to be set at nought but also that the temple of the great goddess Diana should be despised and her magnificence should be destroyed whom all Asia and the world worshippeth
GK: ου μόνον δε τούτο κινδυνεύει ημίν το μέρος εις απελεγμόν ελθείν αλλά και το της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος ιερόν εις ουδέν λογισθήναι μέλλειν δε και καθαιρείσθαι την μεγαλειότητα αυτής ην όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται

2 Corinthians 10:5

KJV: Casting down imaginations and every high thing that exalteth itself against the knowledge of God and bringing into captivity every thought to the obedience of Christ
GK: λογισμούς καθαιρούντες και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του θεού και αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις την υπακοήν του χριστού

καθαίρω (purge)

[edit]

John 15:2

KJV: Every branch in me that beareth not fruit he taketh away and every that beareth fruit he purgeth it that it may bring forth more fruit
GK: παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό και παν το καρπόν φέρον καθαίρει αυτό ίνα πλείονα καρπόν φέρη

Hebrews 10:2

KJV: For then would they not have ceased to be offered because that the worshippers once purged should have had no more conscience of sins
GK: επεί ουκ αν επαύσαντο προσφερόμεναι διά το μηδεμίαν έχειν έτι συνείδησιν αμαρτιών τους λατρεύοντας άπαξ κεκαθαρμένους

καθάπερ ((even)

[edit]

Romans 4:6

KJV: Even as David also describeth the blessedness of the man unto whom God imputeth righteousness without works
GK: καθάπερ και Δαβίδ λέγει τον μακρισμόν του ανθρώπου ω ο θεός λογίζεται δικαιοσύνην χωρίς έργων

Romans 12:4

KJV: For as we have many members in one body and all members have not the same office
GK: καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν

1 Corinthians 12:12

KJV: For as the body is one and hath many members and all the members of that one body being many are one body so also Christ
GK: καθάπερ γαρ το σώμα εν εστι και μέλη έχει πολλά πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός πολλά όντα εν εστι σώμα ούτω και ο χριστός

2 Corinthians 1:14

KJV: As also ye have acknowledged us in part that we are your rejoicing even as ye also ours in the day of the Lord Jesus
GK: καθώς και επέγνωτε ημάς από μέρους ότι καύχημα υμών εσμέν καθάπερ και υμείς ημών εν τη ημέρα του κυρίου Ιησού

2 Corinthians 3:13

KJV: And not as Moses put a vail over his face that the children of Israel could not stedfastly look to the end of that which is abolished
GK: και ου καθάπερ Μωυσής ετίθει κάλυμμα επί το πρόσωπον εαυτού προς το μη ατενίσαι τους υιούς Ισραήλ εις το τέλος του καταργουμένου

2 Corinthians 3:18

KJV: But we all with open face beholding as in a glass the glory of the Lord are changed into the same image from glory to glory as by the Spirit of the Lord
GK: ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν καθάπερ από κυρίου πνεύματος

2 Corinthians 8:11

KJV: Now therefore perform the doing that as a readiness to will so a performance also out of that which ye have
GK: νυνί δε και το ποιήσαι επιτελέσατε όπως καθάπερ η προθυμία του θέλειν ούτω και το επιτελέσαι εκ του έχειν

1 Thessalonians 2:11

KJV: As ye know how we exhorted and comforted and charged every one of you as a father his children
GK: καθάπερ οίδατε ως ένα έκαστον υμών ως πατήρ τέκνα εαυτού παρακαλούντες υμάς και παραμυθούμενοι

1 Thessalonians 3:6

KJV: But now when Timotheus came from you unto us and brought us good tidings of your faith and charity and that ye have good remembrance of us always desiring greatly to see us as we also you
GK: άρτι δε ελθόντος Τιμοθέου προς ημάς αφ΄ υμών και ευαγγελισαμένου ημίν την πίστιν και την αγάπην υμών και ότι έχετε μνείαν ημών αγαθήν πάντοτε επιποθούντες ημάς ιδείν καθάπερ και ημείς υμάς

καθάπτω (fasten on)

[edit]

Acts 28:3

KJV: And when Paul had gathered a bundle of sticks and laid on the fire there came a viper out of the heat and fastened on his hand
GK: συστρέψαντος δε του Παύλου φρυγάνων πλήθος και επιθέντος επί την πυράν έχιδνα εκ της θέρμης διεξελθούσα καθήψε της χειρός αυτού

καθαρίζω ((make) clean(-se))

[edit]

Matthew 8:2

KJV: And behold there came a leper and worshipped him saying Lord if thou wilt thou canst make me clean
GK: και ιδού λεπρός ελθών προσεκύνει αυτώ λέγων κύριε εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι

Matthew 8:3

KJV: And Jesus put forth hand and touched him saying I will be thou clean And immediately his leprosy was cleansed
GK: και εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού ο Ιησούς λέγων θέλω καθαρίσθητι και ευθέως εκαθαρίσθη αυτού η λέπρα

Matthew 10:8

KJV: Heal the sick cleanse the lepers raise the dead cast out devils freely ye have received freely give
GK: ασθενούντας θεραπεύετε νεκρούς εγείρετε λεπρούς καθαρίζετε δαιμόνια εκβάλλετε δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε

Matthew 11:5

KJV: The blind receive their sight and the lame walk the lepers are cleansed and the deaf hear the dead are raised up and the poor have the gospel preached to them
GK: τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται

Matthew 23:25

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye make clean the outside of the cup and of the platter but within they are full of extortion and excess
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος έσωθεν δε γέμουσιν εξ αρπαγής και ακρασίας

Matthew 23:26

KJV: blind Pharisee cleanse first that within the cup and platter that the outside of them may be clean also
GK: Φαρισαίε τυφλέ καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν

Mark 1:40

KJV: And there came a leper to him beseeching him and kneeling down to him and saying unto him If thou wilt thou canst make me clean
GK: και έρχεται προς αυτόν λεπρός παρακαλών αυτόν και γονυπετών αυτόν και λέγων αυτώ ότι εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι

Mark 1:41

KJV: And Jesus moved with compassion put forth hand and touched him and saith unto him I will be thou clean
GK: ο δε Ιησούς σπλαγχνισθείς εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού και λέγει αυτώ θέλω καθαρίσθητι

Mark 1:42

KJV: And as soon as he had spoken immediately the leprosy departed from him and he was cleansed
GK: και ειπόντος αυτού ευθέως απήλθεν απ΄ αυτού η λέπρα και εκαθαρίσθη

καθαρισμός (cleansing)

[edit]

Mark 1:44

KJV: And saith unto him See thou say nothing to any man but go thy way shew thyself to the priest and offer for thy cleansing those things which Moses commanded for a testimony unto them
GK: και λέγει αυτώ όρα μηδενί μηδέν είπης αλλ΄ ύπαγε σεαυτόν δείξον τω ιερεί και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου α προσέταξε Μωσής εις μαρτύριον αυτοίς

Luke 2:22

KJV: And when the days of her purification according to the law of Moses were accomplished they brought him to Jerusalem to present to the Lord
GK: και ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτής κατά τον νόμον Μωσέως ανήγαγον αυτόν εις Ιεροσόλυμα παραστήσαι τω κυρίω

Luke 5:14

KJV: And he charged him to tell no man but go and shew thyself to the priest and offer for thy cleansing according as Moses commanded for a testimony unto them
GK: και αυτός παρήγγειλεν αυτώ μηδενί ειπείν αλλά απελθών δείξον σεαυτόν τω ιερεί και προσένεγκε περί του καθαρισμού σου καθώς προσέταξε Μωσής εις μαρτύριον αυτοίς

John 2:6

KJV: And there were set there six waterpots of stone after the manner of the purifying of the Jews containing two or three firkins apiece
GK: ήσαν δε εκεί υδρίαι λίθιναι εξ κείμεναι κατά τον καθαρισμόν των Ιουδαίων χωρούσαι ανά μετρητάς δύο η τρείς

John 3:25

KJV: Then there arose a question between of John’s disciples and the Jews about purifying
GK: εγένετο ουν ζήτησις εκ των μαθητών Ιωάννου μετά Ιουδαίων περί καθαρισμού

Hebrews 1:3

KJV: Who being the brightness of glory and the express image of his person and upholding all things by the word of his power when he had by himself purged our sins sat down on the right hand of the Majesty on high
GK: ος ων απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού δι΄ εαυτού καθαρισμόν ποιησάμενος των αμαρτιών ημών εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς

2 Peter 1:9

KJV: But he that lacketh these things is blind and cannot see afar off and hath forgotten that he was purged from his old sins
GK: ω γαρ μη πάρεστι ταύτα τυφλός εστι μυωπάζων λήθην λαβών του καθαρισμού των πάλαι αυτού αμαρτιών

καθαρός (clean)

[edit]

Matthew 5:8

KJV: Blessed the pure in heart for they shall see God
GK: μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον θεόν όψονται

Matthew 23:26

KJV: blind Pharisee cleanse first that within the cup and platter that the outside of them may be clean also
GK: Φαρισαίε τυφλέ καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν

Matthew 27:59

KJV: And when Joseph had taken the body he wrapped it in a clean linen cloth
GK: και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά

Luke 11:41

KJV: But rather give alms of such things as ye have and behold all things are clean unto you
GK: πλην τα ενόντα δότε ελεημοσύνη και ιδού πάντα καθαρά υμίν εστιν

John 13:10

KJV: Jesus saith to him He that is washed needeth not save to wash feet but is clean every whit and ye are clean but not all
GK: λέγει αυτώ ο Ιησούς ο λελουμένος ου χρείαν έχει η τους πόδας νίψασθαι αλλ΄ εστι καθαρός όλος και υμείς καθαροί εστε αλλ΄ ουχί πάντες

John 13:11

KJV: For he knew who should betray him therefore said he Ye are not all clean
GK: ήδει γαρ τον παραδιδόντα αυτόν διά τούτο είπεν ουχί πάντες καθαροί εστε

John 15:3

KJV: Now ye are clean through the word which I have spoken unto you
GK: ήδη υμείς καθαροί εστε διά τον λόγον ον λελάληκα υμίν

Acts 18:6

KJV: And when they opposed themselves and blasphemed he shook raiment and said unto them Your blood upon your own heads I clean from henceforth I will go unto the Gentiles
GK: αντιτασσομένων δε αυτών και βλασφημούντων εκτιναξάμενος τα ιμάτια είπε προς αυτούς το αίμα υμών επί την κεφαλήν υμών καθαρός εγώ από του νυν εις τα έθνη πορεύσομαι

Acts 20:26

KJV: Wherefore I take you to record this day that I pure from the blood of all
GK: διό μαρτύρομαι υμίν εν τη σήμερον ημέρα ότι καθαρός εγώ από του αίματος πάντων

καθαρότης (purification)

[edit]

Hebrews 9:13

KJV: For if the blood of bulls and of goats and the ashes of an heifer sprinkling the unclean sanctifieth to the purifying of the flesh
GK: ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δάμαλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα

καθέδρα (seat)

[edit]

Matthew 21:12

KJV: And Jesus went into the temple of God and cast out all them that sold and bought in the temple and overthrew the tables of the moneychangers and the seats of them that sold doves
GK: και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς

Matthew 23:2

KJV: Saying The scribes and the Pharisees sit in Moses’ seat
GK: λέγων επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι

Mark 11:15

KJV: And they come to Jerusalem and Jesus went into the temple and began to cast out them that sold and bought in the temple and overthrew the tables of the moneychangers and the seats of them that sold doves
GK: και έρχονται εις Ιεροσόλυμα και εισελθών ο Ιησούς εις το ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ και τας τραπέζας των κολλυβιστών και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς κατέστρεψε

καθέζομαι (sit)

[edit]

Matthew 26:55

KJV: In that same hour said Jesus to the multitudes Are ye come out as against a thief with swords and staves for to take me I sat daily with you teaching in the temple and ye laid no hold on me
GK: εν εκείνη τη ώρα είπεν ο Ιησούς τοις όχλοις ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών και ξύλων συλλαβείν με καθ΄ ημέραν προς υμάς εκαθέζομην διδάσκων εν τω ιερώ και ουκ εκρατήσατέ με

Luke 2:46

KJV: And it came to pass that after three days they found him in the temple sitting in the midst of the doctors both hearing them and asking them questions
GK: και εγένετο μεθ΄ ημέρας τρείς εύρον αυτόν εν τω ιερώ καθεζόμενον εν μέσω των διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς

John 4:6

KJV: Now Jacob’s well was there Jesus therefore being wearied with journey sat thus on the well it was about the sixth hour
GK: ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ ο ούν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή ώρα ην ωσεί έκτη

John 11:20

KJV: Then Martha as soon as she heard that Jesus was coming went and met him but Mary sat in the house
GK: η ούν Μάρθα ως ήκουσεν ότι ο Ιησούς έρχεται υπήντησεν αυτώ Μαρία δε εν τω οίκω εκαθέζετο

John 20:12

KJV: And seeth two angels in white sitting the one at the head and the other at the feet where the body of Jesus had lain
GK: και θεωρεί δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους ένα προς τη κεφαλή και ένα προς τοις ποσίν όπου έκειτο το σώμα του Ιησού

Acts 6:15

KJV: And all that sat in the council looking stedfastly on him saw his face as it had been the face of an angel
GK: και ατενίσαντες εις αυτόν άπαντες οι καθεζόμενοι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου

καθεξῆσ (after(-ward))

[edit]

Luke 1:3

KJV: It seemed good to me also having had perfect understanding of all things from the very first to write unto thee in order most excellent Theophilus
GK: έδοξε κάμοι παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς καθεξής σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε

Luke 8:1

KJV: And it came to pass afterward that he went throughout every city and village preaching and shewing the glad tidings of the kingdom of God and the twelve with him
GK: και εγένετο εν τω καθεξής και αυτός διώδευε κατά πόλιν και κώμην κηρύσσων και ευαγγελιζόμενος την βασιλείαν του θεού και οι δώδεκα συν αυτώ

Acts 3:24

KJV: Yea and all the prophets from Samuel and those that follow after as many as have spoken have likewise foretold of these days
GK: και πάντες δε οι προφήται από Σαμουήλ και των καθεξής όσοι ελάλησαν και κατήγγειλαν τας ημέρας ταύτας

Acts 11:4

KJV: But Peter rehearsed from the beginning and expounded by order unto them saying
GK: αρξάμενος δε ο Πέτρος εξετίθετο αυτοίς καθεξής λέγων

Acts 18:23

KJV: And after he had spent some time he departed and went over the country of Galatia and Phrygia in order strengthening all the disciples
GK: και ποιήσας χρόνον τινά εξήλθε διερχόμενος καθεξής την Γαλατικήν χώραν και Φρυγίαν επιστηρίζων πάντας τους μαθητάς

καθεύδω ((be a-)sleep)

[edit]

Matthew 8:24

KJV: And behold there arose a great tempest in the sea insomuch that the ship was covered with the waves but he was asleep
GK: και ιδού σεισμός μέγας εγένετο εν τη θαλάσση ώστε το πλοίον καλύπτεσθαι υπό των κυμάτων αυτός δε εκάθευδε

Matthew 9:24

KJV: He said unto them Give place for the maid is not dead but sleepeth And they laughed him to scorn
GK: λέγει αυτοίς αναχωρείτε ου γαρ απέθανε το κοράσιον αλλά καθεύδει και κατεγέλων αυτού

Matthew 13:25

KJV: But while men slept his enemy came and sowed tares among the wheat and went his way
GK: εν δε τω καθεύδειν τους ανθρώπους ήλθεν αυτού ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια αναμέσον του σίτου και απήλθεν

Matthew 25:5

KJV: While the bridegroom tarried they all slumbered and slept
GK: χρονίζοντος δε του νυμφίου ενύσταξαν πάσαι και εκάθευδον

Matthew 26:40

KJV: And he cometh unto the disciples and findeth them asleep and saith unto Peter What could ye not watch with me one hour
GK: και έρχεται προς τους μαθητάς και ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας και λέγει τω Πέτρω ούτως ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι μετ΄ εμού

Matthew 26:43

KJV: And he came and found them asleep again for their eyes were heavy
GK: και ελθών ευρίσκει αυτούς πάλιν καθεύδοντας ήσαν γαρ αυτών οι οφθαλμοί βεβαρημένοι

Matthew 26:45

KJV: Then cometh he to his disciples and saith unto them Sleep on now and take your rest behold the hour is at hand and the Son of man is betrayed into the hands of sinners
GK: τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και λέγει αυτοίς καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε ιδού ήγγικεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις χείρας αμαρτωλών

Mark 4:27

KJV: And should sleep and rise night and day and the seed should spring and grow up he knoweth not how
GK: και καθεύδη και εγείρηται νύκτα και ημέραν και ο σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός

Mark 4:38

KJV: And he was in the hinder part of the ship asleep on a pillow and they awake him and say unto him Master carest thou not that we perish
GK: και ην αυτός επί τη πρύμνη επί το προσκεφάλαιον καθεύδων και διεγείρουσιν αυτόν και λέγουσιν αυτώ διδάσκαλε ου μέλει σοι ότι απολλύμεθα

καθηγητής (master)

[edit]

Matthew 23:8

KJV: But be not ye called Rabbi for one is your Master Christ and all ye are brethren
GK: υμείς δε μη κληθήτε ραββί εις γαρ εστιν υμών ο καθηγητής ο Χριστός πάντες δε υμείς αδελφοί εστε

Matthew 23:10

KJV: Neither be ye called masters for one is your Master Christ
GK: μηδέ κληθήτε καθηγηταί εις γαρ υμών εστιν ο καθηγητής ο Χριστός

καθήκω (convenient)

[edit]

Acts 22:22

KJV: And they gave him audience unto this word and lifted up their voices and said Away with such a from the earth for it is not fit that he should live
GK: ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες αίρε από της γης τον τοιούτον ου γαρ καθήκεν αυτόν ζην

Romans 1:28

KJV: And even as they did not like to retain God in knowledge God gave them over to a reprobate mind to do those things which are not convenient
GK: και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον θεόν έχειν εν επιγνώσει παρέδωκεν αυτούς ο θεός εις αδόκιμον νουν ποιείν τα μη καθήκοντα

κάθημαι (dwell)

[edit]

Matthew 4:16

KJV: The people which sat in darkness saw great light and to them which sat in the region and shadow of death light is sprung up
GK: ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς

Matthew 9:9

KJV: And as Jesus passed forth from thence he saw a man named Matthew sitting at the receipt of custom and he saith unto him Follow me And he arose, and followed him
GK: και παράγων ο εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον Ματθαίον λεγόμενον και λεγεί αυτώ ακολούθει μοι και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ

Matthew 11:16

KJV: But whereunto shall I liken this generation It is like unto children sitting in the markets and calling unto their fellows
GK: τίνι δε ομοιώσω την γενεάν ταύτην ομοία εστί παιδίοις εν αγορά καθημένοις και προσφωνούσι τοις εταίροις αυτών

Matthew 13:1

KJV: The same day went Jesus out of the house and sat by the sea side
GK: εν δε τη ημέρα εκείνη εξελθών ο Ιησούς από της οικίας εκάθητο παρά την θάλασσαν

Matthew 13:2

KJV: And great multitudes were gathered together unto him so that he went into a ship and sat and the whole multitude stood on the shore
GK: και συνήχθησαν προς αυτόν όχλοι πολλοί ώστε αυτόν εις το πλοίον εμβάντα καθήσθαι και πας ο όχλος επί τον αιγιαλόν ειστήκει

Matthew 15:29

KJV: And Jesus departed from thence and came nigh unto the sea of Galilee and went up into a mountain and sat down there
GK: και μεταβάς εκείθεν ο Ιησούς ήλθε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας και αναβάς εις το όρος εκάθητο εκεί

Matthew 20:30

KJV: And behold two blind men sitting by the way side when they heard that Jesus passed by cried out saying Have mercy on us O Lord Son of David
GK: και ιδού δύο τυφλοί καθήμενοι παρά την οδόν ακούσαντες ότι Ιησούς παράγει έκραξαν λέγοντες ελέησον ημάς κύριε υιός Δαβίδ

Matthew 22:44

KJV: LORD said unto my Lord Sit thou on my right hand till I make thine enemies thy footstool
GK: είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου

Matthew 23:22

KJV: And he that shall swear by heaven sweareth by the throne of God and by him that sitteth thereon
GK: και ο ομόσας εν τω ουρανώ ομνύει εν τω θρόνω του θεού και εν τω καθημένω επάνω αυτού

καθημερινός (daily)

[edit]

Acts 6:1

KJV: And in those days when the number of the disciples was multiplied there arose a murmuring of the Grecians against the Hebrews because their widows were neglected in the daily ministration
GK: εν δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών

καθίζω (continue)

[edit]

Matthew 5:1

KJV: And seeing the multitudes he went up into a mountain and when he was set his disciples came unto him
GK: ιδών δε τους όχλους ανέβη εις το όρος και καθίσαντος αυτού προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού

Matthew 13:48

KJV: Which when it was full they drew to shore and sat down and gathered the good into vessels but cast the bad away
GK: ην ότε επληρώθη αναβιβάσαντες επί τον αιγιαλόν και καθίσαντες συνέλεξαν τα καλά εις αγγεία τα δε σαπρά έξω έβαλον

Matthew 19:28

KJV: And Jesus said unto them Verily I say unto you That ye which have followed me in the regeneration when the Son of man shall sit in the throne of his glory ye also shall sit upon twelve thrones judging the twelve tribes of Israel
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι εν τη παλιγγενεσία όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ

Matthew 20:21

KJV: And he said unto her What wilt thou She saith unto him Grant that these my two sons may sit the one on thy right hand and the other on the left in thy kingdom
GK: ο δε είπεν αυτή τι θέλεις λέγει αυτώ ειπέ ίνα καθίσωσιν ούτοι οι δύο υιοί μου εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου εν τη βασιλεία σου

Matthew 20:23

KJV: And he saith unto them Ye shall drink indeed of my cup and be baptized with the baptism that I am baptized with but to sit on my right hand and on my left is not mine to give but for whom it is prepared of my Father
GK: και λέγει αυτοίς το μεν ποτήριόν μου πίεσθε και το βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων μου ουκ έστιν εμόν δούναι αλλ΄ οις ητοίμασται υπο του πατρός μου

Matthew 23:2

KJV: Saying The scribes and the Pharisees sit in Moses’ seat
GK: λέγων επί της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι

Matthew 25:31

KJV: When the Son of man shall come in his glory and all the holy angels with him then shall he sit upon the throne of his glory
GK: όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ΄ αυτού τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού

Matthew 26:36

KJV: Then cometh Jesus with them unto a place called Gethsemane and saith unto the disciples Sit ye here while I go and pray yonder
GK: τότε έρχεται μετ΄ αυτών ο Ιησούς εις χωρίον λεγόμενον Γεθσημανή και λέγει τοις μαθηταίς καθίσατε αυτού έως ου απελθών προσεύξωμαι εκεί

Mark 9:35

KJV: And he sat down and called the twelve and saith unto them If any man desire to be first shall be last of all and servant of all
GK: και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς ει θέλει πρώτος είναι έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος

καθίημι (let down)

[edit]

Luke 5:19

KJV: And when they could not find by what they might bring him in because of the multitude they went upon the housetop and let him down through the tiling with couch into the midst before Jesus
GK: και μη ευρόντες διά ποίας εισενέγκωσιν αυτόν διά τον όχλον αναβάντες επί το δώμα διά των κεράμων καθήκαν αυτόν συν τω κλινιδίω εις το μέσον έμπροσθεν του Ιησού

Acts 9:25

KJV: Then the disciples took him by night and let down by the wall in a basket
GK: λαβόντες δε αυτόν οι μαθηταί νυκτός καθήκαν διά του τείχους χαλάσαντες εν σπυρίδι

Acts 10:11

KJV: And saw heaven opened and a certain vessel descending unto him as it had been a great sheet knit at the four corners and let down to the earth
GK: και θεωρεί τον ουρανόν ανεωγμένον και καταβαίνον επ΄ αυτόν σκεύός τι ως οθόνην μεγάλην τέσσαρσιν αρχαίς δεδεμένον και καθιέμενον επί της γης

Acts 11:5

KJV: I was in the city of Joppa praying and in a trance I saw a vision A certain vessel descend as it had been a great sheet let down from heaven by four corners and it came even to me
GK: εγώ ήμην εν πόλει Ιόππη προσευχόμενος και είδον εν εκστάσει όραμα καταβαίνον σκεύός τι ως οθόνην μεγάλην τέσσαρσιν αρχαίς καθιεμένην εκ του ουρανού και ήλθεν άχρις εμού

καθίστημι (appoint)

[edit]

Matthew 24:45

KJV: Who then is a faithful and wise servant whom his lord hath made ruler over his household to give them meat in due season
GK: τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρώ

Matthew 24:47

KJV: Verily I say unto you That he shall make him ruler over all his goods
GK: αμήν λέγω υμίν ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν

Matthew 25:21

KJV: His lord said unto him Well done good and faithful servant thou hast been faithful over a few things I will make thee ruler over many things enter thou into the joy of thy lord
GK: έφη δε αυτώ ο κύριος αυτού ευ δούλε αγαθέ και πιστέ επί ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου

Matthew 25:23

KJV: His lord said unto him Well done good and faithful servant thou hast been faithful over a few things I will make thee ruler over many things enter thou into the joy of thy lord
GK: έφη αυτώ ο κύριος αυτού ευ δούλε αγαθέ και πιστέ επί ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου

Luke 12:14

KJV: And he said unto him Man who made me a judge or a divider over you
GK: ο δε είπεν αυτώ άνθρωπε τις με κατέστησε δικαστήν η μεριστήν εφ΄ υμάς

Luke 12:42

KJV: And the Lord said Who then is that faithful and wise steward whom lord shall make ruler over his household to give portion of meat in due season
GK: είπε δε ο κύριος τις άρα εστίν ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος ον καταστήσει ο κύριος επί της θεραπείας αυτού του διδόναι εν καιρώ το σιτομέτριον

Luke 12:44

KJV: Of a truth I say unto you that he will make him ruler over all that he hath
GK: αληθώς λέγω υμίν ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν

Acts 6:3

KJV: Wherefore brethren look ye out among you seven men of honest report full of the Holy Ghost and wisdom whom we may appoint over this business
GK: επισκέψασθε ούν αδελφοί άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας ους καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης

Acts 7:10

KJV: And delivered him out of all his afflictions and gave him favour and wisdom in the sight of Pharaoh king of Egypt and he made him governor over Egypt and all his house
GK: και εξείλετο αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού και έδωκεν αυτώ χάριν και σοφίαν εναντίον Φαράω βασιλέως Αιγύπτου και κατέστησεν αυτόν ηγούμενον επ΄ Αίγυπτον και όλον τον οίκον αυτού

καθό (according to that)

[edit]

Romans 8:26

KJV: Likewise the Spirit also helpeth our infirmities for we know not what we should pray for as we ought but the Spirit itself maketh intercession for us with groanings which cannot be uttered
GK: ωσαύτως δε και το πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών το γαρ τι προσευξώμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν αλλ΄ αυτό το πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις

2 Corinthians 8:12

KJV: For if there be first a willing mind accepted according to that a man hath not according to that he hath not
GK: ει γαρ η προθυμία πρόκειται καθό εάν έχη τις ευπρόσδεκτος ου καθό ουκ έχει

1 Peter 4:13

KJV: But rejoice inasmuch as ye are partakers of Christ’s sufferings that when his glory shall be revealed ye may be glad also with exceeding joy
GK: αλλά καθό κοινωνείτε τοις του χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι

καθόλου (at all)

[edit]

Acts 4:18

KJV: And they called them and commanded them not to speak at all nor teach in the name of Jesus
GK: και καλέσαντες αυτούς παρήγγειλαν αυτοίς το καθόλου μη φθέγγεσθαι μηδέ διδάσκειν επί τω ονόματι του Ιησού

καθοπλίζω (arm)

[edit]

Luke 11:21

KJV: When a strong man armed keepeth his palace his goods are in peace
GK: όταν ο ισχυρός καθωπλισμένος φυλάσση την εαυτού αυλήν εν ειρήνη εστί τα υπάρχοντα αυτού

καθοράω (clearly see)

[edit]

Romans 1:20

KJV: For the invisible things of him from the creation of the world are clearly seen being understood by the things that are made his eternal power and Godhead so that they are without excuse
GK: τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασιν νοούμενα καθοράται η τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης εις το είναι αυτούς αναπολογήτους

καθότι ((according)

[edit]

Luke 1:7

KJV: And they had no child because that Elisabeth was barren and they both were well stricken in years
GK: και ουκ ην αυτοίς τέκνον καθότι η Ελισάβετ ην στείρα και αμφότεροι προβεβηκότες εν ταις ημέραις αυτών ήσαν

Luke 19:9

KJV: And Jesus said unto him This day is salvation come to this house forsomuch as he also is a son of Abraham
GK: είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν

Acts 2:24

KJV: Whom God hath raised up having loosed the pains of death because it was not possible that he should be holden of it
GK: ον ο θεός ανέστησε λύσας τας ωδίνας του θανάτου καθότι ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι αυτόν υπ΄ αυτού

Acts 2:45

KJV: And sold their possessions and goods and parted them to all as every man had need
GK: και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε

Acts 4:35

KJV: And laid down at the apostles’ feet and distribution was made unto every man according as he had need
GK: και ετίθουν παρά τους πόδας των αποστόλων διεδίδοτο δε εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν

καθώς (according to)

[edit]

Matthew 21:6

KJV: And the disciples went and did as Jesus commanded them
GK: πορευθέντες δε οι μαθηταί και ποιήσαντες καθώς προσέταξεν αυτοίς ο Ιησούς

Matthew 26:24

KJV: The Son of man goeth as it is written of him but woe unto that man by whom the Son of man is betrayed it had been good for that man if he had not been born
GK: ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι΄ ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος

Matthew 28:6

KJV: He is not here for he is risen as he said Come see the place where the Lord lay
GK: ουκ έστιν ώδε ηγέρθη γαρ καθώς είπε δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο κύριος

Mark 4:33

KJV: And with many such parables spake he the word unto them as they were able to hear
GK: και τοιαύταις παραβολαίς πολλαίς ελάλει αυτοίς τον λόγον καθώς ηδύναντο ακούειν

Mark 9:13

KJV: But I say unto you That Elias is indeed come and they have done unto him whatsoever they listed as it is written of him
GK: αλλά λέγω υμίν ότι και Ηλίας ελήλυθε και εποίησαν αυτώ όσα ηθέλησαν καθώς γέγραπται επ΄ αυτόν

Mark 11:6

KJV: And they said unto them even as Jesus had commanded and they let them go
GK: οι δε είπον αυτοίς καθώς ενετείλατο ο Ιησούς και αφήκαν αυτούς

Mark 14:16

KJV: And his disciples went forth and came into the city and found as he had said unto them and they made ready the passover
GK: και εξήλθον οι μαθηταί αυτού και ήλθον εις την πόλιν και εύρον καθώς είπεν αυτοίς και ητοίμασαν το πάσχα

Mark 14:21

KJV: The Son of man indeed goeth as it is written of him but woe to that man by whom the Son of man is betrayed good were it for that man if he had never been born
GK: ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι΄ ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος

Mark 15:8

KJV: And the multitude crying aloud began to desire as he had ever done unto them
GK: και αναβοήσας ο όχλος ήρξατο αιτείσθαι καθώς αεί εποίει αυτοίς

καί (and)

[edit]

Matthew 1:2

KJV: Abraham begat Isaac and Isaac begat Jacob and Jacob begat Judas and his brethren
GK: Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού

Matthew 1:3

KJV: And Judas begat Phares and Zara of Thamar and Phares begat Esrom and Esrom begat Aram
GK: Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ

Matthew 1:11

KJV: And Josias begat Jechonias and his brethren about the time they were carried away to Babylon
GK: Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος

Matthew 1:17

KJV: So all the generations from Abraham to David fourteen generations and from David until the carrying away into Babylon fourteen generations and from the carrying away into Babylon unto Christ fourteen generations
GK: πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαβίδ γενεαί δεκατέσσαρες και από Δαβίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες

Matthew 1:19

KJV: Then Joseph her husband being a just and not willing to make her a publick example was minded to put her away privily
GK: Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν

Matthew 1:21

KJV: And she shall bring forth a son and thou shalt call his name JESUS for he shall save his people from their sins
GK: τέξεται δε υίον και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών

Matthew 1:23

KJV: Behold a virgin shall be with child and shall bring forth a son and they shall call his name Emmanuel which being interpreted is God with us
GK: ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ ημών ο θεός

Matthew 1:24

KJV: Then Joseph being raised from sleep did as the angel of the Lord had bidden him and took unto him his wife
GK: διεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησεν ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα

Matthew 1:25

KJV: And knew her not till she had brought forth her firstborn son and he called his name JESUS
GK: και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν

Καϊάφας (Caiaphas)

[edit]

Matthew 26:3

KJV: Then assembled together the chief priests and the scribes and the elders of the people unto the palace of the high priest who was called Caiaphas
GK: τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα

Matthew 26:57

KJV: And they that had laid hold on Jesus led away to Caiaphas the high priest where the scribes and the elders were assembled
GK: οι δε κρατήσαντες τον Ιησούν απήγαγον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνήχθησαν

Luke 3:2

KJV: Annas and Caiaphas being the high priests the word of God came unto John the son of Zacharias in the wilderness
GK: επ΄ αρχιερέων Άννα και Καϊάφα εγένετο ρήμα θεού επί Ιωάννην τον του Ζαχαρίου υιόν εν τη ερήμω

John 11:49

KJV: And one of them Caiaphas being the high priest that same year said unto them Ye know nothing at all
GK: εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας αρχιερεύς ων του ενιαυτό εκείνου είπεν αυτοίς υμείς ουκ οίδατε ουδέν

John 18:13

KJV: And led him away to Annas first for he was father in law to Caiaphas which was the high priest that same year
GK: και απήγαγον αυτόν προς Άνναν πρώτον ην γαρ πενθερός του Καϊάφα ος ην αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου

John 18:14

KJV: Now Caiaphas was he, which gave counsel to the Jews that it was expedient that one man should die for the people
GK: ην δε Καϊάφας ο συμβουλεύσας τοις Ιουδαίοις ότι συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού

John 18:24

KJV: Now Annas had sent him bound unto Caiaphas the high priest
GK: απέστειλεν αυτόν ο Άννας δεδεμένον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα

John 18:28

KJV: Then led they Jesus from Caiaphas unto the hall of judgment and it was early and they themselves went not into the judgment hall lest they should be defiled but that they might eat the passover
GK: άγουσιν ουν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον ην δε πρωϊα και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον ίνα μη μιανθώσιν αλλ΄ ίνα φάγωσι το πάσχα

Acts 4:6

KJV: And Annas the high priest and Caiaphas and John and Alexander and as many as were of the kindred of the high priest at Jerusalem
GK: και Άνναν τον αρχιερέα και Καϊάφαν και Ιωάννην και Αλέξανδρον και όσοι ήσαν εκ γένους αρχιερατικού

καίγε (and)

[edit]

Luke 19:42

KJV: Saying If thou hadst known even thou at least in this thy day the things unto thy peace but now they are hid from thine eyes
GK: λέγων ότι ει έγνως και συ και γε εν τη ημέρα σου ταύτη τα προς ειρήνην σου νυν δε εκρύβη από οφθαλμών σου

Acts 11:18

KJV: When they heard these things they held their peace and glorified God saying Then hath God also to the Gentiles granted repentance unto life
GK: ακούσαντες δε ταύτα ησύχασαν και εδόξαζον τον θεόν λέγοντες άρα γε και τοις έθνεσιν ο θεός την μετάνοιαν έδωκεν εις ζωήν

Κάϊν (Cain)

[edit]

Hebrews 11:4

KJV: By faith Abel offered unto God a more excellent sacrifice than Cain by which he obtained witness that he was righteous God testifying of his gifts and by it he being dead yet speaketh
GK: πίστει πλείονα θυσίαν Άβελ παρά Καϊν προσήνεγκε τω θεώ δι΄ ης εμαρτυρήθη είναι δίκαιος μαρτυρούντος επί τοις δώροις αυτού του θεού και δι΄ αυτής αποθανών έτι λαλείται

1 John 3:12

KJV: Not as Cain was of that wicked one and slew his brother And wherefore slew he him Because his own works were evil and his brother’s righteous
GK: ου καθώς Καϊν εκ του πονηρού ην και έσφαξε τον αδελφόν αυτού και χάριν τίνος έσφαξεν αυτόν ότι τα έργα αυτού πονηρά ην τα δε του αδελφού αυτού δίκαια

Jude 1:11

KJV: Woe unto them for they have gone in the way of Cain and ran greedily after the error of Balaam for reward and perished in the gainsaying of Core
GK: ουαί αυτοίς ότι τη οδώ του Καϊν επορεύθησαν και τη πλάνη του Βαλαάμ μισθού εξεχύθησαν και τη αντιλογία του Κορέ απώλοντο

Καϊνάν (Cainan)

[edit]

Luke 3:36

KJV: Which was of Cainan which was of Arphaxad which was of Sem which was of Noe which was of Lamech
GK: του Καϊνάν του Αρφαξάδ του Σημ του Νώε του Λάμεχ

Luke 3:37

KJV: Which was of Mathusala which was of Enoch which was of Jared which was of Maleleel which was of Cainan
GK: του Μαθουσάλα του Ενώχ του Ιαρέδ του Μαλελεήλ του Καϊνάν

καινός (new)

[edit]

Matthew 9:17

KJV: Neither do men put new wine into old bottles else the bottles break and the wine runneth out and the bottles perish but they put new wine into new bottles and both are preserved
GK: ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς ει ρήγνυνται οι ασκοί και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται αλλά βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς καινούς και αμφότερα συντηρούνται

Matthew 13:52

KJV: Then said he unto them Therefore every scribe instructed unto the kingdom of heaven is like unto a man an householder which bringeth forth out of his treasure new and old
GK: ο δε είπεν αυτοίς διά τούτο πας γραμματεύς μαθητευθείς εις την βασιλείαν των ουρανών όμοιός εστιν ανθρώπω οικοδεσπότη όστις εκβάλλει εκ του θησαυρού αυτού καινά και παλαιά

Matthew 26:28

KJV: For this is my blood of the new testament which is shed for many for the remission of sins
GK: τούτο γαρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών

Matthew 26:29

KJV: But I say unto you I will not drink henceforth of this fruit of the vine until that day when I drink it new with you in my Father’s kingdom
GK: λέγω δε υμίν ότι ου πίω απ΄ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως την ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω μεθ΄ υμών καινόν εν τη βασιλεία του πατρός μου

Matthew 27:60

KJV: And laid it in his own new tomb which he had hewn out in the rock and he rolled a great stone to the door of the sepulchre and departed
GK: και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν

Mark 1:27

KJV: And they were all amazed insomuch that they questioned among themselves saying What thing is this what new doctrine this for with authority commandeth he even the unclean spirits and they do obey him
GK: και εθαμβήθησαν πάντες ώστε συζητείν προς εαυτούς λέγοντας τι εστι τούτο τις η διδαχή η καινή αύτη ότι κατ΄ εξουσίαν και τοις πνεύμασι τοις ακαθάρτοις επιτάσσει και υπακούουσιν αυτώ

Mark 2:21

KJV: No man also seweth a piece of new cloth on an old garment else the new piece that filled it up taketh away from the old and the rent is made worse
GK: και ουδείς επίβλημα ράκους αγνάφου επιρράπτει επί ιματίω παλαιώ ει αίρει το πλήρωμα αυτού το καινόν του παλαιού και χείρον σχίσμα γίνεται

Mark 2:22

KJV: And no man putteth new wine into old bottles else the new wine doth burst the bottles and the wine is spilled and the bottles will be marred but new wine must be put into new bottles
GK: και ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς ει ρήσσει ο οίνος ο νέος τους ασκούς και ο οίνος εκχείται και οι ασκοί απολούνται αλλά οίνον νέον εις ασκούς καινούς βλητέον

Mark 14:24

KJV: And he said unto them This is my blood of the new testament which is shed for many
GK: και είπεν αυτοίς τούτό εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον

καινότης (newness)

[edit]

Romans 6:4

KJV: Therefore we are buried with him by baptism into death that like as Christ was raised up from the dead by the glory of the Father even so we also should walk in newness of life
GK: συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ώσπερ ηγέρθη χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός ούτως και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν

Romans 7:6

KJV: But now we are delivered from the law that being dead wherein we were held that we should serve in newness of spirit and not the oldness of the letter
GK: νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος

καίπερ (and yet)

[edit]

Philippians 3:4

KJV: Though I might also have confidence in the flesh If any other man thinketh that he hath whereof he might trust in the flesh I more
GK: καίπερ εγώ έχων πεποίθησιν και εν σαρκί ει δοκεί άλλος πεποιθέναι εν σαρκί εγώ μάλλον

Hebrews 5:8

KJV: Though he were a Son yet learned he obedience by the things which he suffered
GK: καίπερ ων υιός έμαθεν αφ΄ ων έπαθε την υπακοήν

Hebrews 7:5

KJV: And verily they that are of the sons of Levi who receive the office of the priesthood have a commandment to take tithes of the people according to the law that is of their brethren though they come out of the loins of Abraham
GK: και οι μεν εκ των υιών Λευϊ την ιερατείαν λαμβάνοντες εντολήν έχουσιν αποδεκατούν τον λαόν κατά τον νόμον τουτ΄ τους αδελφούς αυτών καίπερ εξεληλυθότας εκ της οσφύος Αβραάμ

Hebrews 12:17

KJV: For ye know how that afterward when he would have inherited the blessing he was rejected for he found no place of repentance though he sought it carefully with tears
GK: ίστε γαρ ότι και μετέπειτα θέλων κληρονομήσαι την ευλογίαν απεδοκιμάσθη μετανοίας γαρ τόπον ουχ εύρε καίπερ μετά δακρύων εκζητήσας αυτήν

2 Peter 1:12

KJV: Wherefore I will not be negligent to put you always in remembrance of these things though ye know and be established in the present truth
GK: διό ουκ αμελήσω υμάς αεί υπομιμνήσκειν περί τούτων καίπερ ειδότας και εστηριγμένους εν τη παρούση αληθεία

Revelation 17:8

KJV: The beast that thou sawest was and is not and shall ascend out of the bottomless pit and go into perdition and they that dwell on the earth shall wonder whose names were not written in the book of life from the foundation of the world when they behold the beast that was and is not and yet is
GK: το θηρίον ο είδες ην και ουκ έστι και μέλλει αναβαίνειν εκ της αβύσσου και εις απώλειαν υπάγειν και θαυμάσονται οι κατοικούντες επί της γης ων ου γέγραπται τα ονόματα επί το βιβλίον της ζωης από καταβολής κόσμου βλέποντων το θηρίον ότι ην και ουκ έστι και παρεσται

καιρός (X always)

[edit]

Matthew 8:29

KJV: And behold they cried out saying What have we to do with thee Jesus thou Son of God art thou come hither to torment us before the time
GK: και ιδού έκραξαν λέγοντες τι ημίν και σοι Ιησού υιέ του θεού ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς

Matthew 11:25

KJV: At that time Jesus answered and said I thank thee O Father Lord of heaven and earth because thou hast hid these things from the wise and prudent and hast revealed them unto babes
GK: εν εκείνω τω καιρώ αποκριθείς ο Ιησούς είπεν εξομολούγούμαι σοι πάτερ κύριε του ουρανού και της γης ότι απέκρυψας τάυτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά νηπίοις

Matthew 12:1

KJV: At that time Jesus went on the sabbath day through the corn and his disciples were an hungred and began to pluck the ears of corn and to eat
GK: εν εκείνω τω καιρώ επορεύθη ο Ιησούς τοις σάββασι διά των σπορίμων οι δε μαθηταί αυτού επείνασαν και ήρξαντο τίλλειν στάχυας και εσθίειν

Matthew 13:30

KJV: Let both grow together until the harvest and in the time of harvest I will say to the reapers Gather ye together first the tares and bind them in bundles to burn them but gather the wheat into my barn
GK: άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού και εν τω καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου

Matthew 14:1

KJV: At that time Herod the tetrarch heard of the fame of Jesus
GK: εν εκείνω τω καιρώ ήκουσεν Ηρώδης ο τετράρχης την ακοήν Ιησού

Matthew 16:3

KJV: And in the morning foul weather to day for the sky is red and lowring hypocrites ye can discern the face of the sky but can ye not the signs of the times
GK: και πρωϊ σήμερον χειμών πυρράζει γαρ στυγνάζων ο ουρανός υποκριταί το μεν πρόσωπον του ουρανού γινώσκετε διακρίνειν τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε

Matthew 21:34

KJV: And when the time of the fruit drew near he sent his servants to the husbandmen that they might receive the fruits of it
GK: ότε δε ήγγισεν ο καιρός των καρπών απέστειλεν τους δούλους αυτού προς τους γεωργούς λαβείν τους καρπούς αυτού

Matthew 21:41

KJV: They say unto him He will miserably destroy those wicked men and will let out vineyard unto other husbandmen which shall render him the fruits in their seasons
GK: λέγουσιν αυτώ κακούς κακώς απολέσει αυτούς και τον αμπελώνα εκδόσεται άλλοις γεωργοίς οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών

Matthew 24:45

KJV: Who then is a faithful and wise servant whom his lord hath made ruler over his household to give them meat in due season
GK: τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρώ

Καῖσαρ (Cæsar)

[edit]

Matthew 22:17

KJV: Tell us therefore What thinkest thou Is it lawful to give tribute unto Caesar or not
GK: ειπέ ουν ημίν τι σοι δοκεί έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι η ου

Matthew 22:21

KJV: They say unto him Cæsar’s Then saith he unto them Render therefore unto Cæsar the things which are Cæsar’s and unto God the things that are God’s
GK: λέγουσιν αυτώ Καίσαρος τότε λέγει αυτοίς απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ

Mark 12:14

KJV: And when they were come they say unto him Master we know that thou art true and carest for no man for thou regardest not the person of men but teachest the way of God in truth Is it lawful to give tribute to Cæsar or not
GK: οι δε ελθόντες λέγουσιν αυτώ διδάσκαλε οίδαμεν ότι αληθής ει και ου μέλει σοι περί ουδενός ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων αλλ΄ επ΄ αληθείας την οδόν του θεού διδάσκεις έξεστι κήνσον Καίσαρι δούναι η ου

Mark 12:16

KJV: And they brought And he saith unto them Whose this image and superscription And they said unto him Cæsar’s
GK: οι δε ήνεγκαν και λέγει αυτοίς τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή οι δε είπον αυτώ Καίσαρος

Mark 12:17

KJV: And Jesus answering said unto them Render to Cæsar the things that are Cæsar’s and to God the things that are God’s And they marvelled at him
GK: και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ και εθαύμασαν επ΄ αυτώ

Luke 2:1

KJV: And it came to pass in those days that there went out a decree from Cæsar Augustus that all the world should be taxed
GK: εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην

Luke 3:1

KJV: Now in the fifteenth year of the reign of Tiberius Cæsar Pontius Pilate being governor of Judæa and Herod being tetrarch of Galilee and his brother Philip tetrarch of Ituraea and of the region of Trachonitis and Lysanias the tetrarch of Abilene
GK: εν έτει δε πεντεκαιδεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος χώρας και Λυσανίου της Αβιληνής τετραρχούντος

Luke 20:22

KJV: Is it lawful for us to give tribute unto Cæsar or no
GK: έξεστιν ημίν Καίσαρι φόρον δούναι η ου

Luke 20:24

KJV: Shew me a penny Whose image and superscription hath it They answered and said Cæsar’s
GK: επιδείξατέ μοι δηνάριον τίνος έχει εικόνα και επιγραφήν αποκριθέντες δε είπον Καίσαρος

Καισάρεια (Cæsarea)

[edit]

Matthew 16:13

KJV: When Jesus came into the coasts of Caesarea Philippi he asked his disciples saying Whom do men say that I the Son of man am
GK: ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου

Mark 8:27

KJV: And Jesus went out and his disciples into the towns of Cæsarea Philippi and by the way he asked his disciples saying unto them Whom do men say that I am
GK: και εξήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τας κώμας Καισαρείας της Φιλίππου και εν τη οδώ επηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων αυτοίς τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι

Acts 8:40

KJV: But Philip was found at Azotus and passing through he preached in all the cities till he came to Cæsarea
GK: Φίλιππος δε ευρέθη εις Αζωτον και διερχόμενος ευηγγελίζετο τας πόλεις πάσας έως του ελθείν αυτόν εις Καισάρειαν

Acts 9:30

KJV: when the brethren knew they brought him down to Cæsarea and sent him forth to Tarsus
GK: επιγνόντες δε οι αδελφοί κατήγαγον αυτόν εις Καισάρειαν και εξαπέστειλαν αυτόν εις Ταρσόν

Acts 10:1

KJV: There was a certain man in Cæsarea called Cornelius a centurion of the band called the Italian
GK: ανήρ δε τις ην εν Καισαρεία ονόματι Κορνήλιος εκατοντάρχης εκ σπείρης της καλουμένης Ιταλικής

Acts 10:24

KJV: And the morrow after they entered into Cæsarea And Cornelius waited for them and had called together his kinsmen and near friends
GK: και τη επαύριον εισήλθον εις την Καισάρειαν ο δε Κορνήλιος ην προσδοκών αυτούς συγκαλεσάμενος τους συγγενείς αυτού και τους αναγκαίους φίλους

Acts 11:11

KJV: And behold immediately there were three men already come unto the house where I was sent from Cæsarea unto me
GK: και ιδού εξαυτής τρεις άνδρες επέστησαν επί την οικίαν εν η ήμην απεσταλμένοι από Καισαρείας προς με

Acts 12:19

KJV: And when Herod had sought for him and found him not he examined the keepers and commanded that should be put to death And he went down from Judæa to Cæsarea and abode
GK: Ηρώδης επιζητήσας αυτόν και μη ευρών ανακρίνας τους φύλακας εκέλευσεν απαχθήναι και κατελθών από της Ιουδαίας εις την Καισάρειαν διέτριβεν

Acts 18:22

KJV: And when he had landed at Cæsarea and gone up and saluted the church he went down to Antioch
GK: και κατελθών εις Καισάρειαν αναβάς και ασπασάμενος την εκκλησίαν κατέβη εις Αντιόχειαν

καίτοι (although)

[edit]

Hebrews 4:3

KJV: For we which have believed do enter into rest as he said As I have sworn in my wrath if they shall enter into my rest although the works were finished from the foundation of the world
GK: εισερχόμεθα γαρ εις την κατάπαυσιν οι πιστεύσαντες καθώς είρηκεν ως ώμοσα εν τη οργή μου ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου καίτοι των έργων από καταβολής κόσμου γενηθέντων

καίτοιγε (nevertheless)

[edit]

John 4:2

KJV: Though Jesus himself baptized not but his disciples
GK: καίτοιγε Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν αλλ΄ οι μαθηταί αυτού

Acts 14:17

KJV: Nevertheless he left not himself without witness in that he did good and gave us rain from heaven and fruitful filling our hearts with food and gladness
GK: καίτοιγε ουκ αμάρτυρον αφήκεν αγαθοποιών ουρανόθεν υμίν υετούς δίδους και καιρούς καρποφόρους εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας ημών

Acts 17:27

KJV: That they should seek the Lord if haply they might feel after him and find him though he be not far from every one of us
GK: ζητείν τον κύριον ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν καίτοιγε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα

καίω (burn)

[edit]

Matthew 5:15

KJV: Neither light a candle and put it under a bushel but on a candlestick and it giveth light unto all that are in the house
GK: ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία

Luke 12:35

KJV: Let your loins be girded about and lights burning
GK: έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι

Luke 24:32

KJV: And they said one to another Did not our heart burn within us while he talked with us by the way and while he opened to us the scriptures
GK: και είπον προς αλλήλους ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας γραφάς

John 5:35

KJV: He was a burning and a shining light and ye were willing for a season to rejoice in his light
GK: εκείνος ην ο λύχνος ο καιόμενος και φαίνων υμείς δε ηθελήσατε αγαλλιασθήναι προς ώραν εν τω φωτί αυτού

John 15:6

KJV: If a man abide not in me he is cast forth as a branch and is withered and men gather them and cast into the fire and they are burned
GK: εαν μη τις μείνη εν εμοί εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι και καίεται

1 Corinthians 13:3

KJV: And though I bestow all my goods to feed and though I give my body to be burned and have not charity it profiteth me nothing
GK: και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου και εάν παραδώ το σώμά μου ίνα καυθήσωμαι αγάπην δε μη έχω ουδέν ωφελούμαι

Hebrews 12:18

KJV: For ye are not come unto the mount that might be touched and that burned with fire nor unto blackness and darkness and tempest
GK: ου γαρ προσεληλύθατε ψηλαφωμένω όρει και κεκαυμένω πυρί και γνόφω και σκότω και θυέλλη

Revelation 4:5

KJV: And out of the throne proceeded lightnings and thunderings and voices and seven lamps of fire burning before the throne which are the seven Spirits of God
GK: και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί και επτά λαμπάδες πυρός καιόμεναι ενώπιον του θρόνου αυτού αι εισιν επτά πνεύματα του θεού

Revelation 8:8

KJV: And the second angel sounded and as it were a great mountain burning with fire was cast into the sea and the third part of the sea became blood
GK: και ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε και ως όρος μέγα καιόμενον εβλήθη εις την θάλασσαν και εγένετο το τρίτον της θαλάσσης αίμα

κἀκεῖ (and there)

[edit]

Matthew 5:23

KJV: Therefore if thou bring thy gift to the altar and there rememberest that thy brother hath ought against thee
GK: εάν ουν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον και εκεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου

Matthew 10:11

KJV: And into whatsoever city or town ye shall enter enquire who in it is worthy and there abide till ye go thence
GK: εις ην δ΄ αν πόλιν η κώμην εισέλθητε εξετάσατε τις εν αυτή άξιός εστι κακεί μείνατε έως αν εξέλθητε

Matthew 28:10

KJV: Then said Jesus unto them Be not afraid go tell my brethren that they go into Galilee and there shall they see me
GK: τότε λέγει αυταίς ο Ιησούς μη φοβείσθε υπάγετε απαγγείλατε τοις αδελφοίς μου ίνα απέλθωσιν εις την Γαλιλαίαν κακεί με όψονται

Mark 1:35

KJV: And in the morning rising up a great while before day he went out and departed into a solitary place and there prayed
GK: και πρωϊ έννυχον λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο

Mark 1:38

KJV: And he said unto them Let us go into the next towns that I may preach there also for therefore came I forth
GK: και λέγει αυτοίς άγωμεν εις τας εχομένας κωμοπόλεις ίνα και εκεί κηρύξω εις τούτο γαρ εξελήλυθα

John 11:54

KJV: Jesus therefore walked no more openly among the Jews but went thence unto a country near to the wilderness into a city called Ephraim and there continued with his disciples
GK: Ιησούς ούν ουκέτι παρρησία περιεπάτει εν τοις Ιουδαίοις αλλά απήλθεν εκείθεν εις την χώραν εγγύς της ερήμου εις Εφραϊμ λεγομένην πόλιν κακεί διέτριβε μετά των μαθηών αυτού

Acts 14:7

KJV: And there they preached the gospel
GK: κακεί ήσαν ευαγγελιζόμενοι

Acts 17:13

KJV: But when the Jews of Thessalonica had knowledge that the word of God was preached of Paul at Berea they came thither also and stirred up the people
GK: ως δε έγνωσαν οι από της Θεσσαλονίκης Ιουδαίοι ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλη υπό του Παύλου ο λόγος του θεού ήλθον κακεί σαλεύοντες τους όχλους

Acts 22:10

KJV: And I said What shall I do Lord And the Lord said unto me Arise and go into Damascus and there it shall be told thee of all things which are appointed for thee to do
GK: είπον δε τι ποιήσω κύριε ο δε κύριος είπε προς με αναστάς πορεύου εις Δαμασκόν κακεί σοι λαληθήσεται περί πάντων ων τέτακταί σοι ποιήσαι

κἀκεῖθεν (and afterward (from) (thence))

[edit]

Mark 10:1

KJV: And he arose from thence and cometh into the coasts of Judæa by the farther side of Jordan and the people resort unto him again and as he was wont he taught them again
GK: κακείθεν αναστάς έρχεται εις τα όρια της Ιουδαίας διά του πέραν του Ιορδάνου και συμπορεύονται πάλιν όχλοι προς αυτόν και ως ειώθει πάλιν εδίδασκεν αυτούς

Acts 7:4

KJV: Then came he out of the land of the Chaldæans and dwelt in Charran and from thence when his father was dead he removed him into this land wherein ye now dwell
GK: τότε εξελθών εκ γης Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν κακείθεν μετά το αποθανείν τον πατέρα αυτού μετώκησεν αυτόν εις την γην ταύτην εις ην υμείς νυν κατοικείτε

Acts 13:21

KJV: And afterward they desired a king and God gave unto them Saul the son of Cis a man of the tribe of Benjamin by the space of forty years
GK: κακείθεν ητήσαντο βασιλέα και έδωκεν αυτοίς ο θεός τον Σαούλ υιόν Κις άνδρα εκ φυλής Βενιαμίν έτη τεσσαράκοντα

Acts 14:26

KJV: And thence sailed to Antioch from whence they had been recommended to the grace of God for the work which they fulfilled
GK: κακείθεν απέπλευσαν εις Αντιόχειαν όθεν ήσαν παραδεδομένοι τη χάριτι του θεού εις το έργον ο επλήρωσαν

Acts 20:15

KJV: And we sailed thence and came the next over against Chios and the next we arrived at Samos and tarried at Trogyllium and the next we came to Miletus
GK: κακείθεν αποπλεύσαντες τη επιούση κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου τη δε ετέρα παρεβάλομεν εις Σάμον και μείναντες εν Τρωγυλλίω τη εχομένη ήλθομεν εις Μίλητον

Acts 21:1

KJV: And it came to pass that after we were gotten from them and had launched we came with a straight course unto Coos and the following unto Rhodes and from thence unto Patara
GK: ως δε εγένετο αναχθήναι ημάς αποσπασθέντας απ΄ αυτών ευθυδρομήσαντες ήλθομεν εις την Κων τη δε εξής εις την Ρόδον κακείθεν εις Πάταρα

Acts 27:4

KJV: And when we had launched from thence we sailed under Cyprus because the winds were contrary
GK: κακείθεν αναχθέντες υπεπλεύσαμεν την Κύπρον διά το τους ανέμους είναι εναντίους

Acts 27:12

KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον

Acts 28:15

KJV: And from thence when the brethren heard of us they came to meet us as far as Appii forum and The three taverns whom when Paul saw he thanked God and took courage
GK: κακείθεν οι αδελφοί ακούσαντες τα περί ημών εξήλθον εις απάντησιν ημίν άχρις Αππίου και Τριών Ταβερνών ους ιδών ο Παύλος ευχαριστήσας τω θεώ έλαβε θάρσος

κἀκεῖνος (and him (other)

[edit]

Matthew 15:18

KJV: But those things which proceed out of the mouth come forth from the heart and they defile the man
GK: τα δε εκπορευόμενα εκ του στόματος εκ της καρδίας εξέρχεται κακείνα κοινοί τον άνθρωπον

Matthew 20:4

KJV: And said unto them Go ye also into the vineyard and whatsoever is right I will give you And they went their way
GK: κακείνοις είπεν υπάγετε και υμείς εις τον αμπελώνα και ο εάν η δίκαιον δώσω υμίν

Matthew 23:23

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye pay tithe of mint and anise and cummin and have omitted the weightier of the law judgment mercy and faith these ought ye to have done and not to leave the other undone
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφίεναι

Mark 12:4

KJV: And again he sent unto them another servant and at him they cast stones and wounded in the head and sent away shamefully handled
GK: και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον κακείνον λιθοβολήσαντες εκεφαλαίωσαν και απέστειλαν ητιμωμένον

Mark 12:5

KJV: And again he sent another and him they killed and many others beating some and killing some
GK: και πάλιν άλλον απέστειλεν κακείνον απέκτειναν και πολλούς άλλους τους μεν δέροντες τους δε αποκτείνοντες

Mark 16:11

KJV: And they when they had heard that he was alive and had been seen of her believed not
GK: κακείνοι ακούσαντες ότι ζη και εθεάθη υπ΄ αυτής ηπίστησαν

Mark 16:13

KJV: And they went and told unto the residue neither believed they them
GK: κακείνοι απελθόντες απήγγειλαν τοις λοιποίς ουδέ εκείνοις επίστευσαν

Luke 11:7

KJV: And he from within shall answer and say Trouble me not the door is now shut and my children are with me in bed I can not rise and give thee
GK: κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη μη μοι κόπους πάρεχε ήδη η θύρα κέκλεισται και τα παιδία μου μετ΄ εμού εις την κοίτην εισίν ου δύναμαι αναστάς δούναί σοι

Luke 11:42

KJV: But woe unto you Pharisees for ye tithe mint and rue and all manner of herbs and pass over judgment and the love of God these ought ye to have done and not to leave the other undone
GK: αλλ΄ ουαί υμίν τοις Φαρισαίος ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το πήγανον και παν λάχανον και παρέρχεσθε την κρίσιν και την αγάπην του θεού ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι

κακία (evil)

[edit]

Matthew 6:34

KJV: Take therefore no thought for the morrow for the morrow shall take thought for the things of itself Sufficient unto the day the evil thereof
GK: μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής

Acts 8:22

KJV: Repent therefore of this thy wickedness and pray God if perhaps the thought of thine heart may be forgiven thee
GK: μετανόησον ούν από της κακίας σου ταύτης και δεήθητι του θεού ει άρα αφεθήσεταί σοι η επίνοια της καρδίας σου

Romans 1:29

KJV: Being filled with all unrighteousness fornication wickedness covetousness maliciousness full of envy murder debate deceit malignity whisperers
GK: πεπληρωμένους πάση αδικία πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας ψιθυριστάς

1 Corinthians 5:8

KJV: Therefore let us keep the feast not with old leaven neither with the leaven of malice and wickedness but with the unleavened of sincerity and truth
GK: ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας αλλ΄ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας

1 Corinthians 14:20

KJV: Brethren be not children in understanding howbeit in malice be ye children but in understanding be men
GK: αδελφοί μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν αλλά τη κακία νηπιάζετε ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε

Ephesians 4:31

KJV: Let all bitterness and wrath and anger and clamour and evil speaking be put away from you with all malice
GK: πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία αρθήτω αφ΄ υμών συν πάση κακία

Colossians 3:8

KJV: But now ye also put off all these anger wrath malice blasphemy filthy communication out of your mouth
GK: νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα οργήν θυμόν κακίαν βλασφημίαν αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών

Titus 3:3

KJV: For we ourselves also were sometimes foolish disobedient deceived serving divers lusts and pleasures living in malice and envy hateful hating one another
GK: ήμεν γαρ ποτε και ημείς ανόητοι απειθείς πλανώμενοι δουλεύοντες επιθυμίαις και ηδοναίς ποικίλαις εν κακία και φθόνω διάγοντες στυγητοί μισούντες αλλήλους

James 1:21

KJV: Wherefore lay apart all filthiness and superfluity of naughtiness and receive with meekness the engrafted word which is able to save your souls
GK: διό αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας εν πραϋτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών

κακοήθεια (malignity)

[edit]

Romans 1:29

KJV: Being filled with all unrighteousness fornication wickedness covetousness maliciousness full of envy murder debate deceit malignity whisperers
GK: πεπληρωμένους πάση αδικία πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας ψιθυριστάς

κακολογέω (curse)

[edit]

Matthew 15:4

KJV: For God commanded saying Honour thy father and mother and He that curseth father or mother let him die the death
GK: ο γαρ θεός ενετείλατο λέγων τίμα τον πατέρα και την μητέρα και ο κακολογών πατέρα η μητέρα θανάτω τελευτάτω

Mark 7:10

KJV: For Moses said Honour thy father and thy mother and Whoso curseth father or mother let him die the death
GK: Μωσής γαρ είπε τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου και ο κακολογών πατέρα η μητέρα θανάτω τελευτάτω

Mark 9:39

KJV: But Jesus said Forbid him not for there is no man which shall do a miracle in my name that can lightly speak evil of me
GK: ο δε Ιησούς είπεν μη κωλύετε αυτόν ουδείς γαρ εστιν ος ποιήσει δύναμιν επί τω ονόματί μου και δυνήσεται ταχύ κακολογήσαί με

Acts 19:9

KJV: But when divers were hardened and believed not but spake evil of that way before the multitude he departed from them and separated the disciples disputing daily in the school of one Tyrannus
GK: ως δε τινες εσκληρύνοντο και ηπείθουν κακολογούντες την οδόν ενώπιον του πλήθους αποστάς απ΄ αυτών αφώρισε τους μαθητάς καθ΄ ημέραν διαλεγόμενος εν τη σχολή Τυράννου τινός

κακοπάθεια (suffering affliction)

[edit]

James 5:10

KJV: Take my brethren the prophets who have spoken in the name of the Lord for an example of suffering affliction and of patience
GK: υπόδειγμα λάβετε της κακοπαθείας αδελφοί μου και της μακροθυμίας τους προφήτας οι ελάλησαν τω ονόματι κυρίου

κακοπαθέω (be afflicted)

[edit]

2 Timothy 2:3

KJV: Thou therefore endure hardness as a good soldier of Jesus Christ
GK: συ ούν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού χριστού

2 Timothy 2:9

KJV: Where in I suffer trouble as an evil doer unto bonds but the word of God is not bound
GK: εν ω κακοπαθώ μέχρι δεσμών ως κακούργος αλλ΄ ο λόγος του θεού ου δέδεται

2 Timothy 4:5

KJV: But watch thou in all things endure afflictions do the work of an evangelist make full proof of thy ministry
GK: συ δε νήφε εν πάσι κακοπάθησον έργον ποίησον ευαγγελιστού την διακονίαν σου πληροφόρησον

James 5:13

KJV: Is any among you afflicted let him pray Is any merry let him sing psalms
GK: κακοπαθεί τις εν υμίν προσευχέσθω ευθυμεί τις ψαλλέτω

κακοποιέω (do(ing) evil)

[edit]

Mark 3:4

KJV: And he saith unto them Is it lawful to do good on the sabbath days or to do evil to save life or to kill But they held their peace
GK: και λέγει αυτοίς έξεστι τοις σάββασιν αγαθοποιήσαι η κακοποιήσαι ψυχήν σώσαι η αποκτείναι οι δε εσιώπων

Luke 6:9

KJV: Then said Jesus unto them I will ask you one thing Is it lawful on the sabbath days to do good or to do evil to save life or to destroy
GK: είπεν ουν ο Ιησούς προς αυτούς επερωτήσω υμάς τι έξεστι τοις σάββασιν αγαθοποιήσαι η κακοποιήσαι ψυχήν σώσαι η απολέσαι

1 Peter 3:17

KJV: For better if the will of God be so that ye suffer for well doing than for evil doing
GK: κρείττον γαρ αγαθοποιούντας ει θέλοι το θέλημα του θεού πάσχειν η κακοποιούντας

3 John 1:11

KJV: Beloved follow not that which is evil but that which is good He that doeth good is of God but he that doeth evil hath not seen God
GK: αγαπητέ μη μιμού το κακόν αλλά το αγαθόν ο αγαθοποιών εκ του θεού εστίν ο δε κακοποιών ουχ εώρακε τον θεόν

κακοποιός (evil-doer)

[edit]

John 18:30

KJV: They answered and said unto him If he were not a malefactor we would not have delivered him up unto thee
GK: απεκρίθησαν και είπον αυτώ ει ην ούτος κακοποιός ουκ αν σοι παρεδώκαμεν αυτόν

1 Peter 2:12

KJV: Having your conversation honest among the Gentiles that whereas they speak against you as evildoers they may by good works which they shall behold glorify God in the day of visitation
GK: την αναστροφήν υμών έχοντες καλήν εν τοις έθνεσιν ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών εκ των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον θεόν εν ημέρα επισκοπής

1 Peter 2:14

KJV: Or unto governors as unto them that are sent by him for the punishment of evildoers and for the praise of them that do well
GK: είτε ηγεμόσιν ως δι΄ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών έπαινον δε αγαθοποιών

1 Peter 3:16

KJV: Having a good conscience that whereas they speak evil of you as of evildoers they may be ashamed that falsely accuse your good conversation in Christ
GK: συνείδησιν έχοντες αγαθήν ίνα εν ω καταλαλώσιν υμών ως κακοποιών καταισχυνθώσιν οι επηρεάζοντες υμών την αγαθήν εν χριστώ αναστροφήν

1 Peter 4:15

KJV: But let none of you suffer as a murderer or a thief or an evildoer or as a busybody in other men’s matters
GK: μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς η κλέπτης η κακοποιός η ως αλλοτριοεπίσκοπος

κακός (bad)

[edit]

Matthew 21:41

KJV: They say unto him He will miserably destroy those wicked men and will let out vineyard unto other husbandmen which shall render him the fruits in their seasons
GK: λέγουσιν αυτώ κακούς κακώς απολέσει αυτούς και τον αμπελώνα εκδόσεται άλλοις γεωργοίς οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών

Matthew 24:48

KJV: But and if that evil servant shall say in his heart My lord delayeth his coming
GK: εάν δε είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού χρονίζει ο κύριός μου ελθείν

Matthew 27:23

KJV: And the governor said Why what evil hath he done But they cried out the more saying Let him be crucified
GK: ο δε ηγεμών έφη τι γαρ κακόν εποίησεν οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες σταυρωθήτω

Mark 7:21

KJV: For from within out of the heart of men proceed evil thoughts adulteries fornications murders
GK: έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται μοιχείαι πορνείαι φόνοι

Mark 15:14

KJV: Then Pilate said unto them Why what evil hath he done And they cried out the more exceedingly Crucify him
GK: ο δε Πιλάτος έλεγεν αυτοίς τι γαρ κακόν εποίησεν οι δε περισσοτέρως έκραξαν σταύρωσον αυτόν

Luke 16:25

KJV: But Abraham said Son remember that thou in thy lifetime receivedst thy good things and likewise Lazarus evil things but now he is comforted and thou art tormented
GK: είπεν δε Αβραάμ τέκνον μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά νυν δε οδε παρακαλείται συ δε οδυνάσαι

Luke 23:22

KJV: And he said unto them the third time Why what evil hath he done I have found no cause of death in him I will therefore chastise him and let go
GK: ο δε τρίτον είπε προς αυτούς τι γαρ κακόν εποίησεν ούτος ουδέν αίτιον θανάτου εύρον εν αυτώ παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω

John 18:23

KJV: Jesus answered him If I have spoken evil bear witness of the evil but if well why smitest thou me
GK: απεκρίθη αυτώ ο Ιησούς ει κακώς ελάλησα μαρτύρησον περί του κακού ει δε καλώς τι με δέρεις

Acts 9:13

KJV: Then Ananias answered Lord I have heard by many of this man how much evil he hath done to thy saints at Jerusalem
GK: απεκρίθη δε Ανανίας κύριε ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου όσα κακά εποίησε τοις αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ

κακοῦργος (evil-doer)

[edit]

Luke 23:32

KJV: And there were also two other malefactors with him to be put to death
GK: ήγοντο δε και έτεροι δύο κακούργοι συν αυτώ αναιρεθήναι

Luke 23:33

KJV: And when they were come to the place which is called Calvary there they crucified him and the malefactors one on the right hand and the other on the left
GK: και ότε απήλθον επί τον τόπον τον καλούμενον κρανίον εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους ον μεν εκ δεξιών ον δε εξ αριστερών

Luke 23:39

KJV: And one of the malefactors which were hanged railed on him saying If thou be Christ save thyself and us
GK: εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων ει συ ει ο Χριστός σώσον σεαυτόν και ημάς

2 Timothy 2:9

KJV: Where in I suffer trouble as an evil doer unto bonds but the word of God is not bound
GK: εν ω κακοπαθώ μέχρι δεσμών ως κακούργος αλλ΄ ο λόγος του θεού ου δέδεται

κακουχέω (which suffer adversity)

[edit]

Hebrews 11:37

KJV: They were stoned they were sawn asunder were tempted were slain with the sword they wandered about in sheepskins and goat skins being destitute afflicted tormented
GK: ελιθάσθησαν επρίσθησαν επειράσθησαν εν φόνω μαχαίρας απέθανον περιήλθον εν μηλωταίς εν αιγείοις δέρμασιν υστερούμενοι θλιβόμενοι κακουχούμενοι

Hebrews 13:3

KJV: Remember them that are in bonds as bound with them them which suffer adversity as being yourselves also in the body
GK: μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι των κακουχουμένων ως και αυτοί όντες εν σώματι

κακόω (make evil affected)

[edit]

Acts 7:6

KJV: And God spake on this wise That his seed should sojourn in a strange land and that they should bring them into bondage and entreat evil four hundred years
GK: ελάλησε δε ούτως ο θεός ότι έσται το σπέρμα αυτού πάροικον εν γη αλλοτρία και δουλώσουσιν αυτό και κακώσουσιν έτη τετρακόσια

Acts 7:19

KJV: The same dealt subtilly with our kindred evil entreated our fathers so that they cast out their young children to the end they might not live
GK: ούτος κατασοφισάμενος το γένος ημών εκάκωσε τους πατέρας ημών του ποιείν έκθετα τα βρέφη αυτών εις το μη ζωογονείσθαι

Acts 12:1

KJV: Now about that time Herod the king stretched forth hands to vex certain of the church
GK: κατ΄ εκείνον δε τον καιρόν επέβαλεν Ηρώδης ο βασιλεύς τας χείρας κακώσαί τινας των από της εκκλησίας

Acts 14:2

KJV: But the unbelieving Jews stirred up the Gentiles and made their minds evil affected against the brethren
GK: οι δε απειθούντες Ιουδαίοι επήγειραν και εκάκωσαν τας ψυχάς των εθνών κατά των αδελφών

Acts 18:10

KJV: For I am with thee and no man shall set on thee to hurt thee for I have much people in this city
GK: διότι εγώ ειμι μετά σου και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί σε διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη

1 Peter 3:13

KJV: And who he that will harm you if ye be followers of that which is good
GK: και τις ο κακώσων υμάς εάν του αγαθού μιμηταί γένησθε

κακῶσ (amiss)

[edit]

Matthew 4:24

KJV: And his fame went throughout all Syria and they brought unto him all sick people that were taken with divers diseases and torments and those which were possessed with devils and those which were lunatick and those that had the palsy and he healed them
GK: και απήλθεν η ακοή αυτού εις όλην την Συρίαν και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και βασάνοις συνεχομένους και δαιμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς και εθεράπευσεν αυτούς

Matthew 8:16

KJV: When the even was come they brought unto him many that were possessed with devils and he cast out the spirits with word and healed all that were sick
GK: οψίας δε γενομένης προσήνεγκαν αυτώ δαιμονιζομένους πολλούς και εξέβαλε τα πνεύματα λόγω και πάντας του κακώς έχοντας εθεράπευσεν

Matthew 9:12

KJV: But when Jesus heard he said unto them They that be whole need not a physician but they that are sick
GK: ο δε Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ΄ οι κακώς έχοντες

Matthew 14:35

KJV: And when the men of that place had knowledge of him they sent out into all that country round about and brought unto him all that were diseased
GK: και επιγνόντες αυτόν οι άνδρες του τόπου εκείνου απέστειλαν εις όλην την περίχωρον εκείνην και προσήνεγκαν αυτώ πάντας τους κακώς έχοντας

Matthew 15:22

KJV: And behold a woman of Canaan came out of the same coasts and cried unto him saying Have mercy on me O Lord Son of David my daughter is grievously vexed with a devil
GK: και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγασεν αυτώ λέγουσα ελέησόν με κύριε υιέ Δαβίδ η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται

Matthew 17:15

KJV: Lord have mercy on my son for he is lunatick and sore vexed for ofttimes he falleth into the fire and oft into the water
GK: κύριε ελέησόν μου τον υιόν ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ

Matthew 21:41

KJV: They say unto him He will miserably destroy those wicked men and will let out vineyard unto other husbandmen which shall render him the fruits in their seasons
GK: λέγουσιν αυτώ κακούς κακώς απολέσει αυτούς και τον αμπελώνα εκδόσεται άλλοις γεωργοίς οίτινες αποδώσουσιν αυτώ τους καρπούς εν τοις καιροίς αυτών

Mark 1:32

KJV: And at even when the sun did set they brought unto him all that were diseased and them that were possessed with devils
GK: οψίας δε γενομένης ότε έδυ ο ήλιος έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας και τους δαιμονιζομένους

Mark 1:34

KJV: And he healed many that were sick of divers diseases and cast out many devils and suffered not the devils to speak because they knew him
GK: και εθεράπευσε πολλούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις και δαιμόνια πολλά εξέβαλε και ουκ ήφιε λαλείν τα δαιμόνια ότι ήδεισαν αυτόν

κάκωσις (affliction)

[edit]

Acts 7:34

KJV: I have seen I have seen the affliction of my people which is in Egypt and I have heard their groaning and am come down to deliver them And now come I will send thee into Egypt
GK: ιδών είδον την κάκωσιν του λαού μου του εν Αιγύπτω και του στεναγμού αυτών ήκουσα και κατέβην εξελέσθαι αυτούς και νυν δεύρο αποστελώ σε εις Αίγυπτον

καλάμη (stubble)

[edit]

1 Corinthians 3:12

KJV: Now if any man build upon this foundation gold silver precious stones wood hay stubble
GK: ει δε τις εποικοδομεί επί τον θεμέλιον τούτον χρυσόν άργυρον λίθους τιμίους ξύλα χόρτον καλάμην

κάλαμος (pen)

[edit]

Matthew 11:7

KJV: And as they departed Jesus began to say unto the multitudes concerning John What went ye out into the wilderness to see A reed shaken with the wind
GK: τούτων δε πορευομένων ήρξατο ο Ιησούς λέγειν τοις όχλοις περί Ιωάννου τι εξήλθετε εις την έρημον θεάσασθαι κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον

Matthew 12:20

KJV: A bruised reed shall he not break and smoking flax shall he not quench till he send forth judgment unto victory
GK: κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει και λίνον τυφόμενον ου σβέσει έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν

Matthew 27:29

KJV: And when they had platted a crown of thorns they put upon his head and a reed in his right hand and they bowed the knee before him and mocked him saying Hail King of the Jews
GK: και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν επί την κεφαλήν αυτού και κάλαμον επί την δεξιάν αυτού και γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού ενέπαιζον αυτώ λέγοντες χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων

Matthew 27:30

KJV: And they spit upon him and took the reed and smote him on the head
GK: και εμπτύσαντες εις αυτόν έλαβον τον κάλαμον και έτυπτον εις την κεφαλήν αυτού

Matthew 27:48

KJV: And straightway one of them ran and took a spunge and filled with vinegar and put on a reed and gave him to drink
GK: και ευθέως δραμών εις εξ αυτών και λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους και περιθείς καλάμω επότιζεν αυτόν

Mark 15:19

KJV: And they smote him on the head with a reed and did spit upon him and bowing knees worshipped him
GK: και έτυπτον αυτού την κεφαλήν καλάμω και ενέπτυον αυτώ και τιθέντες τα γόνατα προσεκύνουν αυτώ

Mark 15:36

KJV: And one ran and filled a spunge full of vinegar and put on a reed and gave him to drink saying Let alone let us see whether Elias will come to take him down
GK: δραμών δε εις και γεμίσας σπόγγον όξους και περιθείς τε καλάμω επότιζεν αυτόν λέγων άφετε ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας καθελείν αυτόν

Luke 7:24

KJV: And when the messengers of John were departed he began to speak unto the people concerning John What went ye out into the wilderness for to see A reed shaken with the wind
GK: απελθόντων δε των αγγέλων Ιωάννου ήρξατο λεγείν τοις όχλοις περί Ιωάννου τι εξεληλύθατε εις την έρημον θεάσασθαι κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον

3 John 1:13

KJV: I had many things to write but I will not with ink and pen write unto thee
GK: πολλά είχον γράφειν αλλ΄ ου θέλω διά μέλανος και καλάμου σοι γράψαι

καλέω (bid)

[edit]

Matthew 1:21

KJV: And she shall bring forth a son and thou shalt call his name JESUS for he shall save his people from their sins
GK: τέξεται δε υίον και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών

Matthew 1:23

KJV: Behold a virgin shall be with child and shall bring forth a son and they shall call his name Emmanuel which being interpreted is God with us
GK: ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ ημών ο θεός

Matthew 1:25

KJV: And knew her not till she had brought forth her firstborn son and he called his name JESUS
GK: και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν

Matthew 2:7

KJV: Then Herod when he had privily called the wise men enquired of them diligently what time the star appeared
GK: τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους μάγους ηκρίβωσε παρ΄ αυτών τον χρόνον του φαινομένου αστέρος

Matthew 2:15

KJV: And was there until the death of Herod that it might be fulfilled which was spoken of the Lord by the prophet saying Out of Egypt have I called my son
GK: και ην εκεί έως της τελευτής Ηρώδου ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του κυρίου διά του προφήτου λέγοντος εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου

Matthew 2:23

KJV: And he came and dwelt in a city called Nazareth that it might be fulfilled which was spoken by the prophets He shall be called a Nazarene
GK: και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέθ όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται

Matthew 4:21

KJV: And going on from thence he saw other two brethren James of Zebedee and John his brother in a ship with Zebedee their father mending their nets and he called them
GK: και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών και εκάλεσεν αυτούς

Matthew 5:9

KJV: Blessed the peacemakers for they shall be called the children of God
GK: μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί θεού κληθήσονται

Matthew 5:19

KJV: Whosoever therefore shall break one of these least commandments and shall teach men so shall be called the least in the kingdom of heaven but whosoever shall do and teach the same shall be called great in the kingdom of heaven
GK: ος εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτως τους ανθρώπους ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών

καλλιέλαιος (good olive tree)

[edit]

Romans 11:24

KJV: For if thou wert cut out of the olive tree which is wild by nature and wert graffed contrary to nature into a good olive tree how much more shall these which be the natural be graffed into their own olive tree
GK: ει γαρ συ εκ της κατά φύσιν εξεκόπης αγριελαίου και παρά φύσιν ενεκεντρίσθης εις καλλιέλαιον πόσω μάλλον ούτοι οι κατά φύσιν εγκεντρισθήσονται τη ιδία ελαία

κάλλιον (very well)

[edit]

Acts 25:10

KJV: Then said Paul I stand at Cæsar’s judgment seat where I ought to be judged to the Jews have I done no wrong as thou very well knowest
GK: είπε δε ο Παύλος επί του βήματος Καίσαρος εστώς ειμι ου με δει κρίνεσθαι Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα ως και συ κάλλιον επιγινώσκεις

καλοδιδάσκαλος (teacher of good things)

[edit]

Titus 2:3

KJV: The aged women likewise that in behaviour as becometh holiness not false accusers not given to much wine teachers of good things
GK: πρεσβύτιδας ωσαύτως εν καταστήματι ιεροπρεπείς μη διαβόλους μη οίνω πολλώ δεδουλωμένας καλοδιδασκάλους

Καλοὶ Λιμένες (fair havens)

[edit]

Acts 27:8

KJV: And hardly passing it came unto a place which is called The fair havens nigh whereunto was the city Lasea
GK: μόλις τε παραλεγόμενοι αυτήν ήλθομεν εις τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας ω εγγύς ην πόλις Λασαία

καλοποιέω (well doing)

[edit]

2 Thessalonians 3:13

KJV: But ye brethren be not weary in well doing
GK: υμείς δε αδελφοί μη εκκακήσητε καλοποιούντες

καλός (X better)

[edit]

Matthew 3:10

KJV: And now also the axe is laid unto the root of the trees therefore every tree which bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 5:16

KJV: your light so shine before men that they may see your good works and glorify your Father which is in heaven
GK: ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς

Matthew 7:17

KJV: Even so every good tree bringeth forth good fruit but a corrupt tree bringeth forth evil fruit
GK: ούτω παν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί

Matthew 7:18

KJV: A good tree cannot bring forth evil fruit neither a corrupt tree bring forth good fruit
GK: ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν

Matthew 7:19

KJV: Every tree that bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: παν δένδρων μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 12:33

KJV: Either make the tree good and his fruit good or else make the tree corrupt and his fruit corrupt for the tree is known by fruit
GK: η ποιήσατε το δένδρον καλόν και τον καρπόν αυτού καλόν η ποιήσατε το δένδρον σαπρόν και τον καρπόν αυτού σαπρόν εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται

Matthew 13:8

KJV: But other fell into good ground and brought forth fruit some an hundredfold some sixtyfold some thirtyfold
GK: αλλά δε έπεσεν επί την γην την καλήν και εδίδου καρπόν ο μεν εκατόν ο δε εξήκοντα ο δε τριάκοντα

Matthew 13:23

KJV: But he that received seed into the good ground is he that heareth the word and understandeth which also beareth fruit and bringeth forth some an hundredfold some sixty some thirty
GK: ο δε επί την γην την καλήν σπαρείς ούτός εστιν ο τον λόγον ακούων και συνιών ος δη καρποφορεί και ποιεί ο μεν εκατόν ο δε εξήκοντα ο δε τριάκοντα

Matthew 13:24

KJV: Another parable put he forth unto them saying The kingdom of heaven is likened unto a man which sowed good seed in his field
GK: άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω σπείροντι καλόν σπέρμα εν τω αγρώ αυτού

κάλυμμα (vail)

[edit]

2 Corinthians 3:13

KJV: And not as Moses put a vail over his face that the children of Israel could not stedfastly look to the end of that which is abolished
GK: και ου καθάπερ Μωυσής ετίθει κάλυμμα επί το πρόσωπον εαυτού προς το μη ατενίσαι τους υιούς Ισραήλ εις το τέλος του καταργουμένου

2 Corinthians 3:14

KJV: But their minds were blinded for until this day remaineth the same vail untaken away in the reading of the old testament which is done away in Christ
GK: αλλ΄ επωρώθη τα νοήματα αυτών άχρι γαρ της σήμερον το αυτό κάλυμμα επί τη αναγνώσει της παλαιάς διαθήκης μένει μη ανακαλυπτόμενον ότι εν χριστώ καταργείται

2 Corinthians 3:15

KJV: But even unto this day when Moses is read the vail is upon their heart
GK: αλλ΄ έως σήμερον ηνίκα αναγινώσκεται Μωυσής κάλυμμα επί την καρδίαν αυτών κείται

2 Corinthians 3:16

KJV: Nevertheless when it shall turn to the Lord the vail shall be taken away
GK: ηνίκα δ΄ αν επιστρέψη προς κύριον περιαιρείται το κάλυμμα

καλύπτω (cover)

[edit]

Matthew 8:24

KJV: And behold there arose a great tempest in the sea insomuch that the ship was covered with the waves but he was asleep
GK: και ιδού σεισμός μέγας εγένετο εν τη θαλάσση ώστε το πλοίον καλύπτεσθαι υπό των κυμάτων αυτός δε εκάθευδε

Matthew 10:26

KJV: Fear them not therefore for there is nothing covered that shall not be revealed and hid that shall not be known
GK: μη ουν φοβηθήτε αυτούς ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ο ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται

Luke 8:16

KJV: No man when he hath lighted a candle covereth it with a vessel or putteth under a bed but setteth on a candlestick that they which enter in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει η υποκάτω κλίνης τίθησιν αλλ΄ επί λυχνίας επιτίθησιν ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως

Luke 23:30

KJV: Then shall they begin to say to the mountains Fall on us and to the hills Cover us
GK: τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι πέσετε εφ΄ ημάς και τοις βουνοίς καλύψατε ημάς

2 Corinthians 4:3

KJV: But if our gospel be hid it is hid to them that are lost
GK: ει δε και έστι κεκαλυμμένον το ευαγγέλιον ημών εν τοις απολλυμένοις εστί κεκαλυμμένον

James 5:20

KJV: Let him know that he which converteth the sinner from the error of his way save a soul from death and shall hide a multitude of sins
GK: γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών

1 Peter 4:8

KJV: And above all things have fervent charity among yourselves for charity shall cover the multitude of sins
GK: προ πάντων δε την εις εαυτούς αγάπην εκτενή έχοντες ότι η αγάπη καλύψει πλήθος αμαρτιών

καλῶσ ((in a) good (place))

[edit]

Matthew 5:44

KJV: But I say unto you Love your enemies bless them that curse you do good to them that hate you and pray for them which despitefully use you and persecute you
GK: εγώ δε λέγω υμίν αγαπάτε τους εχθρούς υμών ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς καλώς ποιέιτε τους μισούντας υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς

Matthew 12:12

KJV: How much then is a man better than a sheep Wherefore it is lawful to do well on the sabbath days
GK: πόσω ουν διαφέρει άνθρωπος προβάτου ώστε έξεστι τοις σάββασι καλώς ποιείν

Matthew 15:7

KJV: hypocrites well did Esaias prophesy of you saying
GK: υποκριταί καλώς προεφήτευσε περί υμών Ησαϊας λέγων

Mark 7:6

KJV: He answered and said unto them Well hath Esaias prophesied of you hypocrites as it is written This people honoureth me with lips but their heart is far from me
GK: ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς ότι καλώς προεφήτευσεν Ησαϊας περί υμών των υποκριτών ως γέγραπται ούτος ο λαός τοις χείλεσί με τιμά η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ΄ εμού

Mark 7:9

KJV: And he said unto them Full well ye reject the commandment of God that ye may keep your own tradition
GK: και έλεγεν αυτοίς καλώς αθετείτε την εντολήν του θεού ίνα την παράδοσιν υμών τηρήσητε

Mark 7:37

KJV: And were beyond measure astonished saying He hath done all things well he maketh both the deaf to hear and the dumb to speak
GK: και υπερπερισσώς εξεπλήσσοντο λέγοντες καλώς πάντα πεποίηκε και τους κωφούς ποιεί ακούειν και τους αλάλους λαλείν

Mark 12:28

KJV: And one of the scribes came and having heard them reasoning together and perceiving that he had answered them well asked him Which is the first commandment of all
GK: και προσελθών εις των γραμματέων ακούσας αυτών συζητούντων ειδώς ότι καλώς αυτοίς απεκρίθη επηρώτησεν αυτόν ποία εστί πρώτη πασών εντολή

Mark 12:32

KJV: And the scribe said unto him Well Master thou hast said the truth for there is one God and there is none other but he
GK: και είπεν αυτώ ο γραμματεύς καλώς διδάσκαλε επ΄ αληθείας είπας ότι εις εστι θεός και ουκ έστιν άλλος πλην αυτού

Mark 16:18

KJV: They shall take up serpents and if they drink any deadly thing it shall not hurt them they shall lay hands on the sick and they shall recover
GK: όφεις αρούσι καν θανάσιμόν τι πίωσιν ου αυτούς βλάψει επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν

κάμηλος (camel)

[edit]

Matthew 3:4

KJV: And the same John had his raiment of camel’s hair and a leathern girdle about his loins and his meat was locusts and wild honey
GK: αυτός δε ο Ιωάννης είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον

Matthew 19:24

KJV: And again I say unto you It is easier for a camel to go through the eye of a needle than for a rich man to enter into the kingdom of God
GK: πάλιν δε λέγω υμίν ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν η πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν

Matthew 23:24

KJV: blind guides which strain at a gnat and swallow a camel
GK: οδηγοί τυφλοί οι διϋλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες

Mark 1:6

KJV: And John was clothed with camel’s hair and with a girdle of a skin about his loins and he did eat locusts and wild honey
GK: ην δε Ιωάννης ενδεδυμένος τρίχας καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού και εσθίων ακρίδας και μέλι άγριον

Mark 10:25

KJV: It is easier for a camel to go through the eye of a needle than for a rich man to enter into the kingdom of God
GK: ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά της τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν η πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν

Luke 18:25

KJV: For it is easier for a camel to go through a needle’s eye than for a rich man to enter into the kingdom of God
GK: ευκοπώτερον γαρ εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν η πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν

κάμινος (furnace)

[edit]

Matthew 13:42

KJV: And shall cast them into a furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 13:50

KJV: And shall cast them into the furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Revelation 1:15

KJV: And his feet like unto fine brass as if they burned in a furnace and his voice as the sound of many waters
GK: και οι πόδες αυτού όμοιοι χαλκολιβάνω ως εν καμίνω πεπυρωμένοι και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών

Revelation 9:2

KJV: And he opened the bottomless pit and there arose a smoke out of the pit as the smoke of a great furnace and the sun and the air were darkened by reason the smoke of the pit
GK: και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου και ανέβη καπνός εκ του φρέατος ως καπνός καμίνου καιομένης και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος

καμμύω (close)

[edit]

Matthew 13:15

KJV: For this people’s heart is waxed gross and ears are dull of hearing and their eyes they have closed lest at any time they should see with eyes and hear with ears and should understand with heart and should be converted and I should heal them
GK: επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσιν και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς

Acts 28:27

KJV: For the heart of this people is waxed gross and their ears are dull of hearing and their eyes have they closed lest they should see with eyes and hear with ears and understand with heart and should be converted and I should heal them
GK: επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ιάσωμαι αυτούς

κάμνω (faint)

[edit]

Hebrews 12:3

KJV: For consider him that endured such contradiction of sinners against himself lest ye be wearied and faint in your minds
GK: αναλογίσασθε γαρ τον τοιαύτην υπομεμενηκότα υπό των αμαρτωλών εις αυτόν αντιλογίαν ίνα μη κάμητε ταις ψυχαίς υμών εκλυόμενοι

James 5:15

KJV: And the prayer of faith shall save the sick and the Lord shall raise him up and if he have committed sins they shall be forgiven him
GK: και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα και εγερεί αυτόν ο κύριος καν αμαρτίας η πεποιηκώς αφεθήσεται αυτώ

Revelation 2:3

KJV: And hast borne and hast patience and for my name’s sake hast laboured and hast not fainted
GK: και εβάστασας και υπομονήν έχεις διά το όνομά μου και ουκ εκοπιασας

κάμπτω (bow)

[edit]

Romans 11:4

KJV: But what saith the answer of God unto him I have reserved to myself seven thousand men who have not bowed the knee to Baal
GK: αλλά τι λέγει αυτώ ο χρηματισμός κατέλιπον εμαυτώ επτακισχιλίους άνδρας οίτινες ουκ έκαμψαν γόνυ τη Βάαλ

Romans 14:11

KJV: For it is written I live saith the Lord every knee shall bow to me and every tongue shall confess to God
GK: γέγραπται γαρ ζω εγώ λέγει κύριος ότι εμοί κάμψει παν γόνυ και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τω θεώ

Ephesians 3:14

KJV: For this cause I bow my knees unto the Father of our Lord Jesus Christ
GK: τούτου χάριν κάμπτω τα γόνατά μου προς τον πατέρα του κυρίου ημών Ιησού χριστού

Philippians 2:10

KJV: That at the name of Jesus every knee should bow of in heaven and in earth and under the earth
GK: ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων

κἄν (and (also) if (so much as))

[edit]

Matthew 21:21

KJV: Jesus answered and said unto them Verily I say unto you If ye have faith and doubt not ye shall not only do this to the fig tree but also if ye shall say unto this mountain Be thou removed and be thou cast into the sea it shall be done
GK: αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε ου μόνον το της συκής ποιήσετε αλλά καν τω όρει τούτω είπητε άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν γενήσεται

Matthew 26:35

KJV: Peter said unto him Though I should die with thee yet will I not deny thee Likewise also said all the disciples
GK: λέγει αυτώ ο Πέτρος καν δέη με συν σοι αποθανείν ου σε απαρνήσομαι ομοίως και πάντες οι μαθηταί είπον

Mark 5:28

KJV: For she said If I may touch but his clothes I shall be whole
GK: έλεγε γαρ ότι καν των ιματίων αυτού άψωμαι σωθήσομαι

Mark 6:56

KJV: And whithersoever he entered into villages or cities or country they laid the sick in the streets and besought him that they might touch if it were but the border of his garment and as many as touched him were made whole
GK: και όπου αν εισεπορεύετο εις κώμας η πόλεις η αγρούς εν ταις αγοραίς ετίθουν τους ασθενούντας και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν του κρασπέδου του ιματίου αυτού άψωνται και όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο

Mark 16:18

KJV: They shall take up serpents and if they drink any deadly thing it shall not hurt them they shall lay hands on the sick and they shall recover
GK: όφεις αρούσι καν θανάσιμόν τι πίωσιν ου αυτούς βλάψει επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν

Luke 13:9

KJV: And if it bear fruit and if not after that thou shalt cut it down
GK: καν μεν ποιήση καρπόν ει εις το μέλλον εκκόψεις αυτήν

John 8:14

KJV: Jesus answered and said unto them Though I bear record of myself my record is true for I know whence I came and whither I go but ye cannot tell whence I come and whither I go
GK: απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτοίς καν εγώ μαρτυρώ περί εμαυτού αληθής εστιν η μαρτυρία μου ότι οίδα πόθεν ήλθον και που υπάγω υμείς δε ουκ οίδατε πόθεν έρχομαι και που υπάγω

John 10:38

KJV: But if I do though ye believe not me believe the works that ye may know and believe that the Father in me and I in him
GK: ει δε ποιώ καν εμοί μη πιστεύητε τοις έργοις πιστεύσατε ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο πατήρ καγώ εν αυτώ

John 11:25

KJV: Jesus said unto her I am the resurrection and the life he that believeth in me though he were dead yet shall he live
GK: είπεν αυτή ο Ιησούς εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται

Κανᾶ (Cana)

[edit]

John 2:1

KJV: And the third day there was a marriage in Cana of Galilee and the mother of Jesus was there
GK: και τη ημέρα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά της Γαλιλαίας και ην η μήτηρ του Ιησού εκεί

John 2:11

KJV: This beginning of miracles did Jesus in Cana of Galilee and manifested forth his glory and his disciples believed on him
GK: ταύτην εποίησεν την αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού

John 4:46

KJV: So Jesus came again into Cana of Galilee where he made the water wine And there was a certain nobleman whose son was sick at Capernaum
GK: ήλθεν ουν ο Ιησούς πάλιν εις την Κανά της Γαλιλαίας όπου εποίησε το ύδωρ οίνον και ην τις βασιλικός ου ο υιός ησθένει εν Καπερναούμ

John 21:2

KJV: There were together Simon Peter and Thomas called Didymus and Nathanael of Cana in Galilee and the of Zebedee and two other of his disciples
GK: ήσαν όμου Σίμων Πέτρος και Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος και Ναθαναήλ ο από Κανά της Γαλιλαίας και οι του Ζεβεδαίου και άλλοι εκ των μαθητών αυτού δύο

Κανανίτης (Canaanite (by mistake for a derivative from )

[edit]

Matthew 10:4

KJV: Simon the Canaanite and Judas Iscariot who also betrayed him
GK: Σίμων ο Κανανίτης και Ιούδας Ισκαριώτης ο και παραδούς αυτόν

Mark 3:18

KJV: And Andrew and Philip and Bartholomew and Matthew and Thomas and James the of Alphaeus and Thaddaeus and Simon the Canaanite
GK: και Ανδρέαν και Φίλιππον και Βαρθολομαίον και Ματθαίον και Θωμάν και Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Θαδδαίον και Σίμωνα τον Κανανίτην

Κανδάκη (Candace)

[edit]

Acts 8:27

KJV: And he arose and went and behold a man of Ethiopia an eunuch of great authority under Candace queen of the Ethiopians who had of all her treasure and had come to Jerusalem for to worship
GK: και αναστάς επορεύθη και ιδού ανήρ Αιθίοψ ευνούχος δυνάστης Κανδάκης της βασιλίσσης Αιθιόπων ος ην επί πάσης της γάζης αυτής ος εληλύθει προσκυνήσων εις Ιερουσαλήμ

κανών (line)

[edit]

2 Corinthians 10:13

KJV: But we will not boast of things without measure but according to the measure of the rule which God hath distributed to us a measure to reach even unto you
GK: ημείς δε ουχί εις τα άμετρα καυχησόμεθα αλλά κατά το μέτρον του κανόνος ου εμέρισεν ο θεός ημίν μέτρου εφικέσθαι άχρι και υμών

2 Corinthians 10:15

KJV: Not boasting of things without measure of other men’s labours but having hope your faith is increased that we shall be enlarged by you according to our rule abundantly
GK: ουκ εις τα άμετρα καυχώμενοι εν αλλοτρίοις κόποις ελπίδα δε έχοντες αυξανομένης της πίστεως υμών εν υμίν μεγαλυνθήναι κατά τον κανόνα ημών εις περισσείαν

2 Corinthians 10:16

KJV: To preach the gospel in the beyond you not to boast in another man’s line of things made ready to our hand
GK: εις τα υπερέκεινα υμών ευαγγελίσασθαι ουκ εν αλλοτρίω κανόνι εις τα έτοιμα καυχήσασθαι

Galatians 6:16

KJV: And as many as walk according to this rule peace on them and mercy and upon the Israel of God
GK: και όσοι τω κανόνι τούτω στοιχήσουσιν ειρήνη επ΄ αυτούς και έλεος και επί τον Ισραήλ του θεού

Philippians 3:16

KJV: Nevertheless where to we have already attained let us walk by the same rule let us mind the same thing
GK: πλην εις ο εφθάσαμεν τω αυτώ στοιχείν κανόνι το αυτό φρονείν

Καπερναούμ (Capernaum)

[edit]

Matthew 4:13

KJV: And leaving Nazareth he came and dwelt in Capernaum which is upon the sea coast in the borders of Zabulon and Nephthalim
GK: και καταλιπών την Ναζαρέθ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ

Matthew 8:5

KJV: And when Jesus was entered into Capernaum there came unto him a centurion beseeching him
GK: εισελθόντι δε τω Ιησού εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν

Matthew 11:23

KJV: And thou Capernaum which art exalted unto heaven shalt be brought down to hell for if the mighty works which have been done in thee had been done in Sodom it would have remained until this day
GK: και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα έως άδου καταβιβασθήση ότι ει εν Σοδόμοις εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι έμειναν αν μέχρι της σήμερον

Matthew 17:24

KJV: And when they were come to Capernaum they that received tribute came to Peter and said Doth not your master pay tribute
GK: ελθόντων δε αυτών εις Καπερναούμ προσήλθον οι τα δίδραχμα λαμβάνοντες τω Πέτρω και είπον ο διδάσκαλος υμών ου τελεί τα δίδραχμα

Mark 1:21

KJV: And they went into Capernaum and straightway on the sabbath day he entered into the synagogue and taught
GK: και εισπορεύονται εις Καπερναούμ και ευθέως τοις σάββασιν εισελθών εις την συναγωγήν εδίδασκεν

Mark 2:1

KJV: And again he entered into Capernaum after days and it was noised that he was in the house
GK: και πάλιν εισήλθεν εις Καπερναούμ δι΄ ημερών και ηκούσθη ότι εις οίκόν εστι

Mark 9:33

KJV: And he came to Capernaum and being in the house he asked them What was it that ye disputed among yourselves by the way
GK: και ήλθεν εις Καπερναούμ και εν τη οικία γενόμενος επηρώτα αυτούς τι εν τη οδώ προς εαυτούς διελογίζεσθε

Luke 4:23

KJV: And he said unto them Ye will surely say unto me this proverb Physician heal thyself whatsoever we have heard done in Capernaum do also here in thy country
GK: και είπε προς αυτούς πάντως ερείτέ μοι την παραβολήν ταύτην ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν όσα ηκούσαμεν γενόμενα εν τη Καπερναούμ ποίησον και ώδε εν τη πατρίδι σου

Luke 4:31

KJV: And came down to Capernaum a city of Galilee and taught them on the sabbath days
GK: και κατήλθεν εις Καπερναούμ πόλιν της Γαλιλαίας και ην διδάσκων αυτούς εν τοις σάββασι

καπηλεύω (corrupt)

[edit]

2 Corinthians 2:17

KJV: For we are not as many which corrupt the word of God but as of sincerity but as of God in the sight of God speak we in Christ
GK: ου γαρ εσμεν ως οι λοιποί καπηλεύοντες τον λόγον του θεού αλλ΄ ως εξ ειλικρινείας αλλ΄ ως εκ θεού κατενώπιον του θεού εν χριστώ λαλούμεν

καπνός (smoke)

[edit]

Acts 2:19

KJV: And I will shew wonders in heaven above and signs in the earth beneath blood and fire and vapour of smoke
GK: και δώσω τέρατα εν τω ούρανώ άνω και σημεία επί της γης κάτω αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού

Revelation 8:4

KJV: And the smoke of the incense with the prayers of the saints ascended up before God out of the angel’s hand
GK: και ανέβη ο καπνός των θυμιαμάτων ταις προσευχαίς των αγίων εκ χειρός του αγγέλου ενώπιον του θεού

Revelation 9:2

KJV: And he opened the bottomless pit and there arose a smoke out of the pit as the smoke of a great furnace and the sun and the air were darkened by reason the smoke of the pit
GK: και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου και ανέβη καπνός εκ του φρέατος ως καπνός καμίνου καιομένης και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος

Revelation 9:3

KJV: And there came out of the smoke locusts upon the earth and unto them was given power as the scorpions of the earth have power
GK: και εκ του καπνού εξήλθον ακρίδες εις την γην και εδόθη αυταίς εξουσιά ως έχουσιν εξουσίαν οι σκορπίοι της γης

Revelation 9:17

KJV: And thus I saw the horses in the vision and them that sat on them having breastplates of fire and of jacinth and brimstone and the heads of the horses as the heads of lions and out of their mouths issued fire and smoke and brimstone
GK: και ούτως είδον τους ίππους εν τη οράσει και τους καθημένους επ΄ αυτών έχοντας θώρακας πυρίνους και υακινθίνους και θειώδεις και αι κεφαλαί των ίππων ως κεφαλαί λεόντων και εκ των στομάτων αυτών εκπορεύεται πυρ και καπνός και θείον

Revelation 9:18

KJV: By these three the third part of men killed by the fire and by the smoke and by the brimstone which issued out of their mouths
GK: από των τριών πληγών τούτων απεκτάνθησαν το τρίτον των ανθρώπων εκ του πυρός και εκ του καπνού και του θείου του εκπορευομένου εκ των στομάτων αυτών

Revelation 14:11

KJV: And the smoke of their torment ascendeth up for ever and ever and they have no rest day night who worship the beast and his image and whosoever receiveth the mark of his name
GK: και ο καπνός του βασανισμού αυτών εις αιώνας αιώνων αναβαίνει και ουκ έχουσιν ανάπαυσιν ημέρας και νυκτός οι προσκυνούντες το θηρίον και την εικόνα αυτού και είτις λαμβάνει το χάραγμα του ονόματος αυτού

Revelation 15:8

KJV: And the temple was filled with smoke from the glory of God and from his power and no man was able to enter into the temple till the seven plagues of the seven angels were fulfilled
GK: και εγεμίσθη ο ναός καπνού εκ της δόξης του θεού και εκ της δυνάμεως αυτού και ουδείς εδύνατο εισελθείν εις τον ναόν άχρι τελεσθώσιν αι επτά πληγαί των επτά αγγέλων

Revelation 18:9

KJV: And the kings of the earth who have committed fornication and lived deliciously with her shall bewail her and lament for her when they shall see the smoke of her burning
GK: και κλαύσουσι αυτήν και κόψονται επ΄ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ΄ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής

Καππαδοκία (Cappadocia)

[edit]

Acts 2:9

KJV: Parthians and Medes and Elamites and the dwellers in Mesopotamia and in Judæa and Cappadocia in Pontus and Asia
GK: Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν Πόντον και την Ασίαν

1 Peter 1:1

KJV: Peter an apostle of Jesus Christ to the strangers scattered throughout Pontus Galatia Cappadocia Asia and Bithynia
GK: Πέτρος απόστολος Ιησού χριστού εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου Γαλατίας Καππαδοκίας Ασίας και Βιθυνίας

καρδία ((+ broken-)heart(-ed))

[edit]

Matthew 5:8

KJV: Blessed the pure in heart for they shall see God
GK: μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον θεόν όψονται

Matthew 5:28

KJV: But I say unto you That whosoever looketh on a woman to lust after her hath committed adultery with her already in his heart
GK: εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού

Matthew 6:21

KJV: For where your treasure is there will your heart be also
GK: όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών εκεί έσται και η καρδία υμών

Matthew 9:4

KJV: And Jesus knowing their thoughts said Wherefore think ye evil in your hearts
GK: και ιδών ο Ιησούς τας ενθυμήσεις αυτών είπεν ίνατι υμείς ενθυμείσθε πονηρά εν ταις καρδίαις υμών

Matthew 11:29

KJV: Take my yoke upon you and learn of me for I am meek and lowly in heart and ye shall find rest unto your souls
GK: άρατε τον ζυγόν μου εφ΄ υμάς και μάθετε απ΄ εμού ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών

Matthew 12:34

KJV: O generation of vipers how can ye being evil speak good things for out of the abundance of the heart the mouth speaketh
GK: γεννήματα εχιδνών πως δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί

Matthew 12:35

KJV: A good man out of the good treasure of the heart bringeth forth good things and an evil man out of the evil treasure bringeth forth evil things
GK: ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας εκβάλλει τα αγαθά και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει τα πονηρά

Matthew 12:40

KJV: For as Jonas was three days and three nights in the whale’s belly so shall the Son of man be three days and three nights in the heart of the earth
GK: ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας

Matthew 13:15

KJV: For this people’s heart is waxed gross and ears are dull of hearing and their eyes they have closed lest at any time they should see with eyes and hear with ears and should understand with heart and should be converted and I should heal them
GK: επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσιν και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς

καρδιογνώστης (which knowest the hearts)

[edit]

Acts 1:24

KJV: And they prayed and said Thou Lord which knowest the hearts of all shew whether of these two thou hast chosen
GK: και προσευξάμενοι είπον συ κύριε καρδιογνώστα πάντων ανάδειξον ον εξελέξω εκ τούτων των δυό ένα

Acts 15:8

KJV: And God which knoweth the hearts bare them witness giving them the Holy Ghost even as unto us
GK: και ο καρδιογνώστης θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δους αυτοίς το πνεύμα το άγιον καθώς και ημίν

καρπός (fruit)

[edit]

Matthew 3:8

KJV: Bring forth therefore fruits meet for repentance
GK: ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας

Matthew 3:10

KJV: And now also the axe is laid unto the root of the trees therefore every tree which bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 7:16

KJV: Ye shall know them by their fruits Do men gather grapes of thorns or figs of thistles
GK: από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν η από τριβόλων σύκα

Matthew 7:17

KJV: Even so every good tree bringeth forth good fruit but a corrupt tree bringeth forth evil fruit
GK: ούτω παν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί

Matthew 7:18

KJV: A good tree cannot bring forth evil fruit neither a corrupt tree bring forth good fruit
GK: ου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν ουδέ δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν

Matthew 7:19

KJV: Every tree that bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: παν δένδρων μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 7:20

KJV: Wherefore by their fruits ye shall know them
GK: άρα γε από των καρπών επιγνώσεσθε αυτούς

Matthew 12:33

KJV: Either make the tree good and his fruit good or else make the tree corrupt and his fruit corrupt for the tree is known by fruit
GK: η ποιήσατε το δένδρον καλόν και τον καρπόν αυτού καλόν η ποιήσατε το δένδρον σαπρόν και τον καρπόν αυτού σαπρόν εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται

Matthew 13:8

KJV: But other fell into good ground and brought forth fruit some an hundredfold some sixtyfold some thirtyfold
GK: αλλά δε έπεσεν επί την γην την καλήν και εδίδου καρπόν ο μεν εκατόν ο δε εξήκοντα ο δε τριάκοντα

Κάρπος (Carpus)

[edit]

2 Timothy 4:13

KJV: The cloke that I left at Troas with Carpus when thou comest bring and the books especially the parchments
GK: τον φελόνην ον απέλιπον εν Τρωάδι παρά Κάρπω ερχόμενος φέρε και τα βιβλία μάλιστα τας μεμβράνας

καρποφορέω (be (bear)

[edit]

Matthew 13:23

KJV: But he that received seed into the good ground is he that heareth the word and understandeth which also beareth fruit and bringeth forth some an hundredfold some sixty some thirty
GK: ο δε επί την γην την καλήν σπαρείς ούτός εστιν ο τον λόγον ακούων και συνιών ος δη καρποφορεί και ποιεί ο μεν εκατόν ο δε εξήκοντα ο δε τριάκοντα

Mark 4:20

KJV: And these are they which are sown on good ground such as hear the word and receive and bring forth fruit some thirtyfold some sixty and some an hundred
GK: και ούτοί εισιν οι επί την γην την καλήν σπαρέντες οίτινες ακούουσι τον λόγον και παραδέχονται και καρποφορούσιν εν τριάκοντα και εν εξήκοντα και εν εκατόν

Mark 4:28

KJV: For the earth bringeth forth fruit of herself first the blade then the ear after that the full corn in the ear
GK: αυτομάτη γαρ η γη καρποφορεί πρώτον χόρτον είτα στάχυν είτα πλήρη σίτον εν τω στάχυϊ

Luke 8:15

KJV: But that on the good ground are they which in an honest and good heart having heard the word keep and bring forth fruit with patience
GK: το εν τη καλή γη ούτοί εισιν οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή

Romans 7:4

KJV: Wherefore my brethren ye also are become dead to the law by the body of Christ that ye should be married to another to him who is raised from the dead that we should bring forth fruit unto God
GK: ώστε αδελφοί μου και υμείς εθανατώθητε τω νόμω διά του σώματος του χριστού εις το γενέσθαι υμάς ετέρω τω εκ νεκρών εγερθέντι ίνα καρποφορήσωμεν τω θεώ

Romans 7:5

KJV: For when we were in the flesh the motions of sins which were by the law did work in our members to bring forth fruit unto death
GK: ότε γαρ ήμεν εν τη σαρκί τα παθήματα των αμαρτιών τα διά του νόμου ενηργείτο εν τοις μέλεσιν ημών εις το καρποφορήσαι τω θανάτω

Colossians 1:6

KJV: Which is come unto you as in all the world and bringeth forth fruit as also in you since the day ye heard and knew the grace of God in truth
GK: του παρόντος εις υμάς καθώς και εν παντί τω κόσμω και εστι καρποφορούμενον καθώς και εν υμίν αφ΄ ης ημέρας ηκούσατε και επέγνωτε την χάριν του θεού εν αληθεία

Colossians 1:10

KJV: That ye might walk worthy of the Lord unto all pleasing being fruitful in every good work and increasing in the knowledge of God
GK: περιπατήσαι υμάς αξίως του κυρίου εις πάσαν αρέσκειαν εν παντί έργω αγαθώ καρποφορούντες και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του θεού

καρποφόρος (fruitful)

[edit]

Acts 14:17

KJV: Nevertheless he left not himself without witness in that he did good and gave us rain from heaven and fruitful filling our hearts with food and gladness
GK: καίτοιγε ουκ αμάρτυρον αφήκεν αγαθοποιών ουρανόθεν υμίν υετούς δίδους και καιρούς καρποφόρους εμπιπλών τροφής και ευφροσύνης τας καρδίας ημών

καρτερέω (endure)

[edit]

Hebrews 11:27

KJV: By faith he forsook Egypt not fearing the wrath of the king for he endured as seeing him who is invisible
GK: πίστει κατέλιπεν Αίγυπτου μη φοβηθείς τον θυμόν του βασιλέως τον γαρ αόρατον ως ορών εκαρτέρησε

κάρφος (mote)

[edit]

Matthew 7:3

KJV: And why beholdest thou the mote that is in thy brother’s eye but considerest not the beam in thine own eye
GK: τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς

Matthew 7:4

KJV: Or how wilt thou say to thy brother Let me pull out the mote out of thine eye and behold a beam in thine own eye
GK: η πως ερείς τω αδελφώ σου άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου

Matthew 7:5

KJV: Thou hypocrite first cast out the beam out of thine own eye and then shalt thou see clearly to cast out the mote out of thy brother’s eye
GK: υποκριτά έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου

Luke 6:41

KJV:
GK: τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε δοκόν την εν τω ιδίω οφθαλμώ ου κατανοείς

Luke 6:42

KJV: Either how canst thou say to thy brother Brother let me pull out the mote that is in thine eye when thou thyself beholdest not the beam that is in thine own eye Thou hypocrite cast out first the beam out of thine own eye and then shalt thou see clearly to pull out the mote that is in thy brother’s eye
GK: η πως δύνασαι λέγειν τω αδελφώ σου αδελφέ άφες εκβάλω το κάρφος το εν τω οφθαλμώ σου αυτός την εν τω οφθαλμώ σου δοκόν ου βλέπων υποκριτά έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου

κατά (about)

[edit]

Matthew 1:20

KJV: But while he thought on these things behold the angel of the Lord appeared unto him in a dream saying Joseph thou son of David fear not to take unto thee Mary thy wife for that which is conceived in her is of the Holy Ghost
GK: ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων Ιωσήφ υιός Δαβίδ μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου

Matthew 2:12

KJV: And being warned of God in a dream that they should not return to Herod they departed into their own country another way
GK: και χρηματισθέντες κατ΄ όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην δι΄ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών

Matthew 2:13

KJV: And when they were departed behold the angel of the Lord appeareth to Joseph in a dream saying Arise and take the young child and his mother and flee into Egypt and be thou there until I bring thee word for Herod will seek the young child to destroy him
GK: αναχωρησάντων δε αυτών ιδού άγγελος κυρίου φαίνεται κατ΄ όναρ τω Ιωσήφ λέγων εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον και ίσθι εκεί έως αν είπω σοι μέλλει γαρ Ηρώδης ζητείν το παιδίον του απολέσαι αυτό

Matthew 2:16

KJV: Then Herod when he saw that he was mocked of the wise men was exceeding wroth and sent forth and slew all the children that were in Bethlehem and in all the coasts thereof from two years old and under according to the time which he had diligently enquired of the wise men
GK: τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων εθυμώθη λίαν και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων

Matthew 2:19

KJV: But when Herod was dead behold an angel of the Lord appeareth in a dream to Joseph in Egypt
GK: τελευτήσαντος δε του Ηρώδου ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω

Matthew 2:22

KJV: But when he heard that Archelaus did reign in Judaea in the room of his father Herod he was afraid to go thither notwithstanding being warned of God in a dream he turned aside into the parts of Galilee
GK: ακούσας δε ότι Αρχέλαος βασιλεύει επί της Ιουδαίας αντί Ηρώδου του πατρός αυτου εφοβήθη εκεί απελθείν χρηματισθείς δε κατ΄ όναρ ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας

Matthew 5:11

KJV: Blessed are ye when shall revile you and persecute and shall say all manner of evil against you falsely for my sake
GK: μακάριοί εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ΄ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού

Matthew 5:23

KJV: Therefore if thou bring thy gift to the altar and there rememberest that thy brother hath ought against thee
GK: εάν ουν προσφέρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον και εκεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου

Matthew 8:32

KJV: And he said unto them Go And when they were come out they went into the herd of swine and behold the whole herd of swine ran violently down a steep place into the sea and perished in the waters
GK: και είπεν αυτοίς υπάγετε οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν

καταβαίνω (come (get)

[edit]

Matthew 3:16

KJV: And Jesus when he was baptized went up straightway out of the water and lo the heavens were opened unto him and he saw the Spirit of God descending like a dove and lighting upon him
GK: και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί και είδε το πνεύμα του θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν και ερχόμενον επ΄ αυτόν

Matthew 7:25

KJV: And the rain descended and the floods came and the winds blew and beat upon that house and it fell not for it was founded upon a rock
GK: και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέπεσον τη οικία εκείνη και ουκ έπεσε τεθεμελίωτο γαρ επί την πέτραν

Matthew 7:27

KJV: And the rain descended and the floods came and the winds blew and beat upon that house and it fell and great was the fall of it
GK: και κατέβη η βροχή και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και προσέκοψαν τη οικία εκείνη και έπεσε και ην η πτώσις αυτής μεγάλη

Matthew 8:1

KJV: When he was come down from the mountain great multitudes followed him
GK: καταβάντι δε αυτώ από του όρους ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί

Matthew 14:29

KJV: And he said Come And when Peter was come down out of the ship he walked on the water to go to Jesus
GK: ο δε είπεν ελθέ και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν

Matthew 17:9

KJV: And as they came down from the mountain Jesus charged them saying Tell the vision to no man until the Son of man be risen again from the dead
GK: και καταβαινόντων αυτών από του όρους ενετείλατο αυτοίς ο Ιησούς λέγων μηδενί είπητε το όραμα εώς ου ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή

Matthew 24:17

KJV: Let him which is on the housetop not come down to take any thing out of his house
GK: ο επί του δώματος μη καταβαινέτω άραί τι εκ της οικίας αυτού

Matthew 27:40

KJV: And saying Thou that destroyest the temple and buildest in three days save thyself If thou be the Son of God come down from the cross
GK: και λέγοντες ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών σώσον σεαυτόν ει υιός ει του θεού κατάβηθι από του σταυρού

Matthew 27:42

KJV: He saved others himself he cannot save If he be the King of Israel let him now come down from the cross and we will believe him
GK: άλλους έσωσεν εαυτόν ου δύναται σώσαι ει βασιλεύς Ισραήλ εστι καταβάτω νυν από του σταυρού και πιστεύσομεν επ΄ αυτώ

καταβάλλω (cast down)

[edit]

2 Corinthians 4:9

KJV: Persecuted but not forsaken cast down but not destroyed
GK: διωκόμενοι αλλ΄ ουκ εγκαταλειπόμενοι καταβαλλόμενοι αλλ΄ ουκ απολλύμενοι

Hebrews 6:1

KJV: Therefore leaving the principles of the doctrine of Christ let us go on unto perfection not laying again the foundation of repentance from dead works and of faith toward God
GK: διό αφέντες τον της αρχής του χριστού λόγον επί την τελειότητα φερώμεθα μη πάλιν θεμέλιον καταβαλλόμενοι μετανοίας από νεκρών έργων και πίστεως επί θεόν

Revelation 12:10

KJV: And I heard a loud voice saying in heaven Now is come salvation and strength and the kingdom of our God and the power of his Christ for the accuser of our brethren is cast down which accused them before our God day and night
GK: και ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τω ουρανώ λέγουσαν άρτι εγένετο η σωτηρία και η δύναμις και η βασιλεία του θεού ημών και η εξουσία του χριστού αυτού ότι κατεβλήθη ο κατήγορος των αδελφών ημών ο κατηγορών αυτων ενώπιον του θεού ημών ημέρας και νυκτός

καταβαρέω (burden)

[edit]

2 Corinthians 12:16

KJV: But be it so I did not burden you nevertheless being crafty I caught you with guile
GK: έστω δε εγώ ου κατεβάρησα υμάς αλλ΄ υπάρχων πανούργος δόλω υμάς έλαβον

κατάβασις (descent)

[edit]

Luke 19:37

KJV: And when he was come nigh even now at the descent of the mount of Olives the whole multitude of the disciples began to rejoice and praise God with a loud voice for all the mighty works that they had seen
GK: εγγίζοντος δε αυτού ήδη προς τη καταβάσει του όρους των ελαιών ήρξαντο άπαν το πλήθος των μαθητών χαίροντες αίνειν τον θεόν φωνή μεγάλη περί πασών ων είδον δυνάμεων

καταβιβάζω (bring (thrust) down)

[edit]

Matthew 11:23

KJV: And thou Capernaum which art exalted unto heaven shalt be brought down to hell for if the mighty works which have been done in thee had been done in Sodom it would have remained until this day
GK: και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα έως άδου καταβιβασθήση ότι ει εν Σοδόμοις εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι έμειναν αν μέχρι της σήμερον

Luke 10:15

KJV: And thou Capernaum which art exalted to heaven shalt be thrust down to hell
GK: και συ Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα έως άδου καταβιβασθήση

καταβολή (conceive)

[edit]

Matthew 13:35

KJV: That it might be fulfilled which was spoken by the prophet saying I will open my mouth in parables I will utter things which have been kept secret from the foundation of the world
GK: όπως πληρωθή το ρηθέν διά του προφήτου λέγοντος ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου

Matthew 25:34

KJV: Then shall the King say unto them on his right hand Come, ye blessed of my Father inherit the kingdom prepared for you from the foundation of the world
GK: τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου

Luke 11:50

KJV: That the blood of all the prophets which was shed from the foundation of the world may be required of this generation
GK: ίνα εκζητηθή το αίμα πάντων των προφητών το εκχυνόμενον από καταβολής κόσμου από της γενεάς ταύτης

John 17:24

KJV: Father I will that they also whom thou hast given me be with me where I am that they may behold my glory which thou hast given me for thou lovedst me before the foundation of the world
GK: πάτερ ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ΄ εμού ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην έδωκάς μοι ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου

Ephesians 1:4

KJV: According as he hath chosen us in him before the foundation of the world that we should be holy and without blame before him in love
GK: καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού εν αγάπη

Hebrews 4:3

KJV: For we which have believed do enter into rest as he said As I have sworn in my wrath if they shall enter into my rest although the works were finished from the foundation of the world
GK: εισερχόμεθα γαρ εις την κατάπαυσιν οι πιστεύσαντες καθώς είρηκεν ως ώμοσα εν τη οργή μου ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου καίτοι των έργων από καταβολής κόσμου γενηθέντων

Hebrews 9:26

KJV: For then must he often have suffered since the foundation of the world but now once in the end of the world hath he appeared to put away sin by the sacrifice of himself
GK: επεί έδει αυτόν πολλάκις παθείν από καταβολής κόσμου νυν δε άπαξ επί συντελεία των αιώνων εις αθέτησιν αμαρτίας διά της θυσίας αυτού πεφανέρωται

Hebrews 11:11

KJV: Through faith also Sara herself received strength to conceive seed and was delivered of a child when she was past age because she judged him faithful who had promised
GK: πίστει και αυτή Σάρρα δύναμιν εις καταβολήν σπέρματος έλαβε και παρά καιρόν ηλικίας έτεκεν επεί πιστόν ηγήσατο τον επαγγειλάμενον

1 Peter 1:20

KJV: Who verily was foreordained before the foundation of the world but was manifest in these last times for you
GK: προεγνωσμένου μεν προ καταβολής κόσμου φανερωθέντος δε επ΄ εσχάτων των χρόνων δι΄ υμάς

καταβραβεύω (beguile of reward)

[edit]

Colossians 2:18

KJV: no man beguile you of your reward in a voluntary humility and worshipping of angels intruding into those things which he hath not seen vainly puffed up by his fleshly mind
GK: μηδείς υμάς καταβραβεύετω θέλων εν ταπεινοφροσύνη και θρησκεία των αγγέλων α μη εώρακεν εμβατεύων εική φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού

καταγγελεύς (setter forth)

[edit]

Acts 17:18

KJV: Then certain philosophers of the Epicureans and of the Stoicks encountered him And some said What will this babbler say other some He seemeth to be a setter forth of strange gods because he preached unto them Jesus and the resurrection
GK: τινές δε των Επικουρείων και των Στωϊκων φιλοσόφων συνέβαλλον αυτώ και τινες έλεγον τι αν θέλοι ο σπερμολόγος ούτος λέγειν οι δε ξένων δαιμονίων δοκεί καταγγελεύς είναι ότι τον Ιησούν και την ανάστασιν αυτοίς ευηγγελίζετο

καταγγέλλω (declare)

[edit]

Acts 4:2

KJV: Being grieved that they taught the people and preached through Jesus the resurrection from the dead
GK: διαπονούμενοι διά το διδάσκειν αυτούς τον λαόν και καταγγέλλειν εν τω Ιησού την ανάστασιν των νεκρών

Acts 13:5

KJV: And when they were at Salamis they preached the word of God in the synagogues of the Jews and they had also John to minister
GK: και γενόμενοι εν Σαλαμίνι κατήγγελλον τον λόγον του θεού εν ταις συναγωγαίς των Ιουδαίων είχον δε και Ιωάννην υπηρέτην

Acts 13:38

KJV: Be it known unto you therefore men brethren that through this man is preached unto you the forgiveness of sins
GK: γνωστόν ούν έστω υμίν άνδρες αδελφοί ότι διά τούτου υμίν άφεσις αμαρτιών καταγγέλλεται

Acts 15:36

KJV: And some days after Paul said unto Barnabas Let us go again and visit our brethren in every city where we have preached the word of the Lord how they do
GK: μετά δε τινας ημέρας είπε Παύλος προς Βαρνάβαν επιστρέψαντες δη επισκεψώμεθα τους αδελφούς ημών κατά πάσαν πόλιν εν αις κατηγγείλαμεν τον λόγον του κυρίου πως έχουσι

Acts 16:17

KJV: The same followed Paul and us and cried saying These men are the servants of the most high God which shew unto us the way of salvation
GK: αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και ημίν έκραζε λέγουσα ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του θεού του υψίστου εισίν οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας

Acts 16:21

KJV: And teach customs which are not lawful for us to receive neither to observe being Romans
GK: και καταγγέλλουσιν έθη α ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι

Acts 17:3

KJV: Opening and alleging that Christ must needs have suffered and risen again from the dead and that this Jesus whom I preach unto you is Christ
GK: διανοίγων και παρατιθέμενος ότι τον χριστόν έδει παθείν και αναστήναι εκ νεκρών και ότι ούτός εστιν ο χριστός Ιησούς ον εγώ καταγγέλλω υμίν

Acts 17:13

KJV: But when the Jews of Thessalonica had knowledge that the word of God was preached of Paul at Berea they came thither also and stirred up the people
GK: ως δε έγνωσαν οι από της Θεσσαλονίκης Ιουδαίοι ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλη υπό του Παύλου ο λόγος του θεού ήλθον κακεί σαλεύοντες τους όχλους

Acts 17:23

KJV: For as I passed by and beheld your devotions I found an altar with this inscription TO THE UNKNOWN GOD Whom therefore ye ignorantly worship him declare I unto you
GK: διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο αγνώστω θεώ ον ούν αγνοούντες ευσεβείτε τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν

καταγελάω (laugh to scorn)

[edit]

Matthew 9:24

KJV: He said unto them Give place for the maid is not dead but sleepeth And they laughed him to scorn
GK: λέγει αυτοίς αναχωρείτε ου γαρ απέθανε το κοράσιον αλλά καθεύδει και κατεγέλων αυτού

Mark 5:40

KJV: And they laughed him to scorn But when he had put them all out he taketh the father and the mother of the damsel and them that were with him and entereth in where the damsel was lying
GK: και κατεγέλων αυτού ο δε εκβαλών άπαντας παραλαμβάνει τον πατέρα του παιδίου και την μητέρα και τους μετ΄ αυτού και εισπορεύεται όπου ην το παιδίον ανακείμενον

Luke 8:53

KJV: And they laughed him to scorn knowing that she was dead
GK: και κατεγέλων αυτού ειδότες ότι απέθανεν

καταγινώσκω (blame)

[edit]

Galatians 2:11

KJV: But when Peter was come to Antioch I withstood him to the face because he was to be blamed
GK: ότε δε ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην ότι κατεγνωσμένος ην

1 John 3:20

KJV: For if our heart condemn us God is greater than our heart and knoweth all things
GK: ότι εάν καταγινώσκη ημών η καρδία ότι μείζων εστίν ο θεός της καρδίας ημών και γινώσκει πάντα

1 John 3:21

KJV: Beloved if our heart condemn us not have we confidence toward God
GK: αγαπητοί εάν η καρδία ημών μη καταγινώσκη ημών παρρησίαν έχομεν προς τον θεόν

κατάγνυμι (break)

[edit]

Matthew 12:20

KJV: A bruised reed shall he not break and smoking flax shall he not quench till he send forth judgment unto victory
GK: κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει και λίνον τυφόμενον ου σβέσει έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν

John 19:31

KJV: The Jews therefore because it was the preparation that the bodies should not remain upon the cross on the sabbath day for that sabbath day was an high day besought Pilate that their legs might be broken and they might be taken away
GK: οι ουν Ιουδαίοι ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω επεί παρασκευή ην ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνου του σαββάτου ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη και αρθώσιν

John 19:32

KJV: Then came the soldiers and brake the legs of the first and of the other which was crucified with him
GK: ήλθον ουν οι στρατιώται και του μεν πρώτου κατέαξαν τα σκέλη και του άλλου του συσταυρωθέντος αυτώ

John 19:33

KJV: But when they came to Jesus and saw that he was dead already they brake not his legs
GK: επί δε τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη

κατάγω (bring (down)

[edit]

Luke 5:11

KJV: And when they had brought their ships to land they forsook all and followed him
GK: και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ

Acts 9:30

KJV: when the brethren knew they brought him down to Cæsarea and sent him forth to Tarsus
GK: επιγνόντες δε οι αδελφοί κατήγαγον αυτόν εις Καισάρειαν και εξαπέστειλαν αυτόν εις Ταρσόν

Acts 21:3

KJV: Now when we had discovered Cyprus we left it on the left hand and sailed into Syria and landed at Tyre for there the ship was to unlade her burden
GK: αναφανέντες δε την Κύπρον και καταλιπόντες αυτήν ευώνυμον επλέομεν εις Συρίαν και κατήχθημεν εις Τύρον εκείσε γαρ ην το πλοίον αποφορτιζόμενον τον γόμον

Acts 22:30

KJV: On the morrow because he would have known the certainty wherefore he was accused of the Jews he loosed him from bands and commanded the chief priests and all their council to appear and brought Paul down and set him before them
GK: τη δε επαύριον βουλόμενος γνώναι το ασφαλές το τι κατηγορείται παρά των Ιουδαίων έλυσεν αυτόν από των δεσμών και εκέλευσεν ελθείν τους αρχιερείς και όλον το συνέδριον αυτών και καταγαγών τον Παύλον έστησεν εις αυτούς

Acts 23:15

KJV: Now therefore ye with the council signify to the chief captain that he bring him down unto you to morrow as though ye would enquire something more perfectly concerning him and we or ever he come near are ready to kill him
GK: νυν ούν υμείς εμφανίσατε τω χιλιάρχω συν τω συνεδρίω όπως αύριον αυτόν καταγάγη προς υμάς ως μέλλοντας διαγινώσκειν ακριβέστερον τα περί αυτού ημείς δε προ του εγγίσαι αυτόν έτοιμοί εσμεν του ανελείν αυτόν

Acts 23:20

KJV: And he said The Jews have agreed to desire thee that thou wouldest bring down Paul to morrow into the council as though they would enquire somewhat of him more perfectly
GK: είπε δε ότι οι Ιουδαίοι συνέθεντο του ερωτήσαί σε όπως αύριον εις το συνέδριον καταγάγης τον Παύλον ως μέλλοντες τι ακριβέστερον πυνθάνεσθαι περί αυτού

Acts 23:28

KJV: And when I would have known the cause wherefore they accused him I brought him forth into their council
GK: βουλόμενος δε γνώναι την αιτίαν δι΄ ην ενέκαλουν αυτώ κατήγαγον αυτόν εις το συνέδριον αυτών

Acts 27:3

KJV: And the next we touched at Sidon And Julius courteously entreated Paul and gave liberty to go unto his friends to refresh himself
GK: τη τε ετέρα κατήχθημεν εις Σιδώνα φιλανθρώπως τε ο Ιούλιος τω Παύλω χρησάμενος επετρέψε προς τους φίλους πορευθέντα επιμελείας τυχείν

Acts 28:12

KJV: And landing at Syracuse we tarried three days
GK: και καταχθέντες εις Συρακούσας επεμείναμεν ημέρας τρεις

καταγωνίζομαι (subdue)

[edit]

Hebrews 11:33

KJV: Who through faith subdued kingdoms wrought righteousness obtained promises stopped the mouths of lions
GK: οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας ειργάσαντο δικαιοσύνην επέτυχον επαγγελιών έφραξαν στόματα λεόντων

καταδέω (bind up)

[edit]

Luke 10:34

KJV: And went to and bound up his wounds pouring in oil and wine and set him on his own beast and brought him to an inn and took care of him
GK: και προσελθών κετέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού

κατάδηλος (far more evident)

[edit]

Hebrews 7:15

KJV: And it is yet far more evident for that after the similitude of Melchisedec there ariseth another priest
GK: και περισσότερον έτι κατάδηλόν εστιν ει κατά την ομοιότητα Μελχισεδέκ ανίσταται ιερεύς έτερος

καταδικάζω (condemn)

[edit]

Matthew 12:7

KJV: But if ye had known what meaneth I will have mercy and not sacrifice ye would not have condemned the guiltless
GK: ει δε εγνώκειτε τι εστιν έλεον θέλω και ου θυσίαν ουκ αν κατεδικάσατε τους αναιτίους

Matthew 12:37

KJV: For by thy words thou shalt be justified and by thy words thou shalt be condemned
GK: εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση

Luke 6:37

KJV: Judge not and ye shall not be judged condemn not and ye shall not be condemned forgive and ye shall be forgiven
GK: και μη κρίνετε και ου κριθήτε μη καταδικάζετε και ου καταδικασθήτε απολύετε και απολυθήσεσθε

James 5:6

KJV: Ye have condemned killed the just he doth not resist you
GK: κατεδικάσατε εφονεύσατε τον δίκαιον ουκ αντιτάσσεται υμίν

καταδιώκω (follow after)

[edit]

Mark 1:36

KJV: And Simon and they that were with him followed after him
GK: και κατεδίωξαν αυτόν ο Σίμων και οι μετ΄ αυτού

καταδουλόω (bring into bondage)

[edit]

2 Corinthians 11:20

KJV: For ye suffer if a man bring you into bondage if a man devour if a man take if a man exalt himself if a man smite you on the face
GK: ανέχεσθε γαρ ει υμάς καταδουλοί ει κατεσθίει ει λαμβάνει ει επαίρεται ει υμάς εις πρόσωπον δέρει

Galatians 2:4

KJV: And that because of false brethren unawares brought in who came in privily to spy out our liberty which we have in Christ Jesus that they might bring us into bondage
GK: διά δε τους παρεισάκτους ψευδαδελφούς οίτινες παρεισήλθον κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών ην έχομεν εν χριστώ Ιησού ίνα ημάς καταδουλώσωνται

καταδυναστεύω (oppress)

[edit]

Acts 10:38

KJV: How God anointed Jesus of Nazareth with the Holy Ghost and with power who went about doing good and healing all that were oppressed of the devil for God was with him
GK: Ιησούν τον από Ναζαρέτ ως έχρισεν αυτόν ο θεός πνεύματι αγίω και δυνάμει ος διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου ότι ο θεός ην μετ΄ αυτού

James 2:6

KJV: But ye have despised the poor Do not rich men oppress you and draw you before the judgment seats
GK: υμείς δε ητιμάσατε τον πτωχόν ουχ οι πλούσιοι καταδυναστεύουσιν υμών και αυτοί έλκουσιν υμάς εις κριτήρια

καταισχύνω (confound)

[edit]

Luke 13:17

KJV: And when he had said these things all his adversaries were ashamed and all the people rejoiced for all the glorious things that were done by him
GK: και ταύτα λέγοντας αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ και πας ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ΄ αυτού

Romans 5:5

KJV: And hope maketh not ashamed because the love of God is shed abroad in our hearts by the Holy Ghost which is given unto us
GK: η δε ελπίς ου καταισχύνει ότι η αγάπη του θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών διά πνεύματος αγίου του δοθέντος ημίν

Romans 9:33

KJV: As it is written Behold I lay in Sion a stumblingstone and rock of offence and whosoever believeth on him shall not be ashamed
GK: καθώς γέγραπται ιδού τίθημι εν Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου και πας ο πιστεύων επ΄ αυτώ ου καταισχυνθήσεται

Romans 10:11

KJV: For the scripture saith Whosoever believeth on him shall not be ashamed
GK: λέγει γαρ η γραφή πας ο πιστεύων επ΄ αυτώ ου καταισχυνθήσεται

1 Corinthians 1:27

KJV: But God hath chosen the foolish things of the world to confound the wise and God hath chosen the weak things of the world to confound the things which are mighty
GK: αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο θεος ίνα τους σοφούς καταισχύνη και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο θεος ίνα καταισχύνη τα ισχυρά

1 Corinthians 11:4

KJV: Every man praying or prophesying having head covered dishonoureth his head
GK: πας ανήρ προσευχόμενος η προφητεύων κατά κεφαλής έχων καταισχύνει την εαυτού κεφαλήν

1 Corinthians 11:5

KJV: But every woman that prayeth or prophesieth with head uncovered dishonoureth her head for that is even all one as if she were shaven
GK: πάσα δε γυνή προσευχομένη η προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής εν γαρ εστι και το αυτό τη εξυρημένη

1 Corinthians 11:22

KJV: What have ye not houses to eat and to drink in or despise ye the church of God and shame them that have not What shall I say to you shall I praise you in this I praise not
GK: μη γαρ οικίας ουκ έχετε εις το εσθίειν και πίνειν η της εκκλησίας του θεού καταφρονείτε και καταισχύνετε τους μη έχοντας τι υμίν είπω επαινέσω υμάς εν τούτω ουκ επαινώ

2 Corinthians 7:14

KJV: For if I have boasted any thing to him of you I am not ashamed but as we spake all things to you in truth even so our boasting which before Titus is found a truth
GK: ότι ει αυτώ υπέρ υμών κεκαύχημαι ου κατησχύνθην αλλ΄ ως πάντα εν αληθεία ελαλήσαμεν υμίν ούτω και η καύχησις ημών η επί Τίτου αλήθεια εγενήθη

κατακαίω (burn (up)

[edit]

Matthew 3:12

KJV: Whose fan in his hand and he will throughly purge his floor and gather his wheat into the garner but he will burn up the chaff with unquenchable fire
GK: ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω

Matthew 13:30

KJV: Let both grow together until the harvest and in the time of harvest I will say to the reapers Gather ye together first the tares and bind them in bundles to burn them but gather the wheat into my barn
GK: άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού και εν τω καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δήσατε αυτά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου

Matthew 13:40

KJV: As therefore the tares are gathered and burned in the fire so shall it be in the end of this world
GK: ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί κατακαίεται ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου

Luke 3:17

KJV: Whose fan in his hand and he will throughly purge his floor and will gather the wheat into his garner but the chaff he will burn with fire unquenchable
GK: ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού και συνάξει τον σίτον εις την αποθήκην αυτού το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω

Acts 19:19

KJV: Many of them also which used curious arts brought their books together and burned them before all and they counted the price of them and found fifty thousand of silver
GK: ικανοί δε των τα περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τας βίβλους κατέκαιον ενώπιον πάντων και συνεψήφισαν τας τιμάς αυτών και εύρον αργυρίου μυριάδας πέντε

1 Corinthians 3:15

KJV: If any man’s work shall be burned he shall suffer loss but he himself shall be saved yet so as by fire
GK: ει το έργον κατακαήσεται ζημιωθήσεται αυτός δε σωθήσεται ούτως δε ως διά πυρός

Hebrews 13:11

KJV: For the bodies of those beasts whose blood is brought into the sanctuary by the high priest for sin are burned without the camp
GK: ων γαρ εισφέρεται ζώων το αίμα περί αμαρτίας εις τα άγια διά του αρχιερέως τούτών τα σώματα κατακαίεται έξω της παρεμβολής

2 Peter 3:10

KJV: But the day of the Lord will come as a thief in the night in the which the heavens shall pass away with a great noise and the elements shall melt with fervent heat the earth also and the works that are therein shall be burned up
GK: ήξει δε η ημέρα κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί εν η οι ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται

Revelation 8:7

KJV: The first angel sounded and there followed hail and fire mingled with blood and they were cast upon the earth and the third part of trees was burnt up and all green grass was burnt up
GK: και ο πρώτος εσάλπισε και εγένετο χάλαζα και πυρ μεμιγμένα εν αιματι και εβλήθη εις την γην και το τρίτον της γης κατεκάη και πας χόρτος χλωρός κατεκάη

κατακαλύπτω (cover)

[edit]

1 Corinthians 11:6

KJV: For if the woman be not covered let her also be shorn but if it be a shame for a woman to be shorn or shaven let her be covered
GK: ει γαρ ου κατακαλύπτεται γυνή και κειράσθω ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι η ξυράσθαι κατακαλυπτέσθω

1 Corinthians 11:7

KJV: For a man indeed ought not to cover head forasmuch as he is the image and glory of God but the woman is the glory of the man
GK: ανήρ μεν γαρ ουκ οφείλει κατακαλύπτεσθαι την κεφαλήν εικών και δόξα θεού υπάρχων γυνή δε δόξα ανδρός εστιν

κατακαυχάομαι (boast (against))

[edit]

Romans 11:18

KJV: Boast not against the branches But if thou boast thou bearest not the root but the root thee
GK: μη κατακαυχώ των κλάδων ει δε κατακαυχάσαι ου συ την ρίζαν βαστάζεις αλλά η ρίζα σε

James 2:13

KJV: For he shall have judgment without mercy that hath shewed no mercy and mercy rejoiceth against judgment
GK: η γαρ κρίσις ανίλεως τω μη ποιήσαντι έλεος και κατακαυχάται έλεον κρίσεως

James 3:14

KJV: But if ye have bitter envying and strife in your hearts glory not and lie not against the truth
GK: ει δε ζήλον πικρόν έχετε και ερίθειαν εν τη καρδία μη κατακαυχάσθε και ψεύδεσθε κατά της αληθείας

κατάκειμαι (keep)

[edit]

Mark 1:30

KJV: But Simon’s wife’s mother lay sick of a fever and anon they tell him of her
GK: η δε πενθερά Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα και ευθέως λέγουσιν αυτώ περί αυτής

Mark 2:4

KJV: And when they could not come nigh unto him for the press they uncovered the roof where he was and when they had broken up they let down the bed wherein the sick of the palsy lay
GK: και μη δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτώ διά τον όχλον απεστέγασαν την στέγην όπου ην και εξορύξαντες χαλώσι τον κράββατον εφ΄ ω ο παραλυτικός κατέκειτο

Mark 2:15

KJV: And it came to pass that, as Jesus sat at meat in his house many publicans and sinners sat also together with Jesus and his disciples for there were many and they followed him
GK: και εγένετο εν τω κατακείσθαι αυτόν εν τη οικία αυτού και πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού ήσαν γαρ πολλοί και ηκολούθησαν αυτώ

Mark 14:3

KJV: And being in Bethany in the house of Simon the leper as he sat at meat there came a woman having an alabaster box of ointment of spikenard very precious and she brake the box and poured on his head
GK: και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής

Luke 5:25

KJV: And immediately he rose up before them and took up that whereon he lay and departed to his own house glorifying God
GK: και παραχρήμα αναστάς ενώπιον αυτών άρας εφ΄ ω κατέκειτο απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον θεόν

Luke 5:29

KJV: And Levi made him a great feast in his own house and there was a great company of publicans and of others that sat down with them
GK: και εποίησε δοχήν μεγάλην Λευϊς αυτώ εν τη οικία αυτού και ην όχλος τελωνών πολύς και άλλων οι ήσαν μετ΄ αυτών κατακείμενοι

John 5:3

KJV: In these lay a great multitude of impotent folk of blind halt withered waiting for the moving of the water
GK: εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων τυφλών χωλών ξηρών εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν

John 5:6

KJV: When Jesus saw him lie and knew that he had been now a long time he saith unto him Wilt thou be made whole
GK: τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει λέγει αυτώ θέλεις υγιής γενέσθαι

Acts 9:33

KJV: And there he found a certain man named Æneas which had kept his bed eight years and was sick of the palsy
GK: εύρε δε εκεί άνθρωπόν τινα Αινέαν ονόματι εξ ετών οκτώ κατακείμενον επί κραββάτω ος ην παραλελυμένος

κατακλάω (break)

[edit]

Mark 6:41

KJV: And when he had taken the five loaves and the two fishes he looked up to heaven and blessed and brake the loaves and gave to his disciples to set before them and the two fishes divided he among them all
GK: και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε και κατέκλασεν τους άρτους και εδίδου τοις μαθηταίς αυτού ίνα παραθώσιν αυτοίς και τους δύο ιχθύας εμέρισε πάσι

Luke 9:16

KJV: Then he took the five loaves and the two fishes and looking up to heaven he blessed them and brake and gave to the disciples to set before the multitude
GK: λαβών δε τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησεν αυτούς και κατέκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς παρατιθέναι τω όχλω

κατακλείω (shut up)

[edit]

Luke 3:20

KJV: Added yet this above all that he shut up John in prison
GK: προσέθηκε και τούτο επί πάσι και κατέκλεισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή

Acts 26:10

KJV: Which thing I also did in Jerusalem and many of the saints did I shut up in prison having received authority from the chief priests and when they were put to death I gave my voice against
GK: ο και εποίησα εν Ιεροσολύμοις και πολλούς των αγίων εγώ φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον

κατακληροδοτέω (divide by lot)

[edit]

Acts 13:19

KJV: And when he had destroyed seven nations in the land of Chanaan he divided their land to them by lot
GK: και καθελών έθνη επτά εν γη Χαναάν κατεκληροδότησεν αυτοίς την γην αυτών

κατακλίνω ((make) sit down (at meat))

[edit]

Luke 9:14

KJV: For they were about five thousand men And he said to his disciples Make them sit down by fifties in a company
GK: ήσαν γαρ ωσεί άνδρες πεντακισχίλιοι είπε δε προς τους μαθητάς αυτού κατακλίνατε αυτούς κλισίας ανά πεντήκοντα

Luke 14:8

KJV: When thou art bidden of any to a wedding sit not down in the highest room lest a more honourable man than thou be bidden of him
GK: όταν κληθής υπό τινος εις γάμους μη κατακλιθής εις την πρωτοκλισίαν μήποτε εντιμότερός σου η κεκλημένος υπ΄ αυτού

Luke 24:30

KJV: And it came to pass as he sat at meat with them he took bread and blessed and brake and gave to them
GK: και εγένετο εν τω κατακλιθήναι αυτόν μετ΄ αυτών λαβών τον άρτον ευλόγησε και κλάσας επεδίδου αυτοίς

κατακλύζω (overflow)

[edit]

2 Peter 3:6

KJV: Whereby the world that then was being overflowed with water perished
GK: δι΄ ων ο τότε κόσμος ύδατι κατακλυσθείς απώλετο

κατακλυσμός (flood)

[edit]

Matthew 24:38

KJV: For as in the days that were before the flood they were eating and drinking marrying and giving in marriage until the day that Noe entered into the ark
GK: ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες γαμούντες και εκγαμίζοντες άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν

Matthew 24:39

KJV: And knew not until the flood came and took them all away so shall also the coming of the Son of man be
GK: και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου

Luke 17:27

KJV: They did eat they drank they married wives they were given in marriage until the day that Noe entered into the ark and the flood came and destroyed them all
GK: ήσθιον έπινον εγάμουν εξεγαμίζοντο άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας

2 Peter 2:5

KJV: And spared not the old world but saved Noah the eighth a preacher of righteousness bringing in the flood upon the world of the ungodly
GK: και αρχαίου κόσμου ουκ εφείσατο αλλά όγδοον Νώε δικαιοσύνης κήρυκα εφύλαξε κατακλυσμόν κόσμω ασεβών επάξας

κατακολουθέω (follow (after))

[edit]

Luke 23:55

KJV: And the women also which came with him from Galilee followed after and beheld the sepulchre and how his body was laid
GK: κατακολουθήσασαι δε και γυναίκες αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ της Γαλιλαίας εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού

Acts 16:17

KJV: The same followed Paul and us and cried saying These men are the servants of the most high God which shew unto us the way of salvation
GK: αύτη κατακολουθήσασα τω Παύλω και ημίν έκραζε λέγουσα ούτοι οι άνθρωποι δούλοι του θεού του υψίστου εισίν οίτινες καταγγέλλουσιν ημίν οδόν σωτηρίας

κατακόπτω (cut)

[edit]

Mark 5:5

KJV: And always night and day he was in the mountains and in the tombs crying and cutting himself with stones
GK: και διαπαντός νυκτός και ημέρας εν τοις όρεσι και εν τοις μνήμασιν ην κράζων και κατακόπτων εαυτόν λίθοις

κατακρημνίζω (cast down headlong)

[edit]

Luke 4:29

KJV: And rose up and thrust him out of the city and led him unto the brow of the hill whereon their city was built that they might cast him down headlong
GK: και αναστάντες εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του όρους εφ΄ ου η πόλις αυτών ωκοδόμητο εις το κατακρημνίσαι αυτόν

κατάκριμα (condemnation)

[edit]

Romans 5:16

KJV: And not as by one that sinned the gift for the judgment by one to condemnation but the free gift of many offences unto justification
GK: και ουχ ως δι΄ ενός αμαρτήσαντος το δώρημα το μεν γαρ κρίμα εξ ενός εις κατάκριμα το δε χάρισμα εκ πολλών παραπτωμάτων εις δικαίωμα

Romans 5:18

KJV: Therefore as by the offence of one upon all men to condemnation even so by the righteousness of one upon all men unto justification of life
GK: άρα ούν ως δι΄ ενός παραπτώματος εις πάντας ανθρώπους εις κατάκριμα ούτως και δι΄ ενός δικαιώματος εις πάντας ανθρώπους εις δικαίωσιν ζωής

Romans 8:1

KJV: therefore now no condemnation to them which are in Christ Jesus who walk not after the flesh but after the Spirit
GK: ουδέν άρα νυν κατάκριμα τοις εν χριστώ Ιησού μη κατά σάρκα περιπατούσιν αλλά κατά πνεύμα

κατακρίνω (condemn)

[edit]

Matthew 12:41

KJV: The men of Nineveh shall rise in judgment with this generation and shall condemn it because they repented at the preaching of Jonas and behold a greater than Jonas here
GK: άνδρες Νινευϊται αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά και ιδού πλείον Ιωνά ώδε

Matthew 12:42

KJV: The queen of the south shall rise up in the judgment with this generation and shall condemn it for she came from the uttermost parts of the earth to hear the wisdom of Solomon and behold a greater than Solomon here
GK: βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτήν ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώντος και ιδού πλείον Σολομώντος ώδε

Matthew 20:18

KJV: Behold we go up to Jerusalem and the Son of man shall be betrayed unto the chief priests and unto the scribes and they shall condemn him to death
GK: ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω

Matthew 27:3

KJV: Then Judas which had betrayed him when he saw that he was condemned repented himself and brought again the thirty pieces of silver to the chief priests and elders
GK: τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις

Mark 10:33

KJV: Behold we go up to Jerusalem and the Son of man shall be delivered unto the chief priests and unto the scribes and they shall condemn him to death and shall deliver him to the Gentiles
GK: ότι ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι

Mark 14:64

KJV: Ye have heard the blasphemy what think ye And they all condemned him to be guilty of death
GK: ηκούσατε της βλασφημίας τι υμίν φαίνεται οι δε πάντες κατέκριναν αυτόν είναι ένοχον θανάτου

Mark 16:16

KJV: He that believeth and is baptized shall be saved but he that believeth not shall be damned
GK: ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται ο δε απιστήσας κατακριθήσεται

Luke 11:31

KJV: The queen of the south shall rise up in the judgment with the men of this generation and condemn them for she came from the utmost parts of the earth to hear the wisdom of Solomon and behold a greater than Solomon here
GK: βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά των ανδρών της γενεάς ταύτης και κατακρινεί αυτούς ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώντος και ιδού πλείον Σολομώντος ώδε

Luke 11:32

KJV: The men of Nineve shall rise up in the judgment with this generation and shall condemn it for they repented at the preaching of Jonas and behold a greater than Jonas here
GK: άνδρες Νινευϊ αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά και ιδού πλείον Ιωνά ώδε

κατάκρισις (condemn(-ation))

[edit]

2 Corinthians 3:9

KJV: For if the ministration of condemnation glory much more doth the ministration of righteousness exceed in glory
GK: ει γαρ η διακονία της κατακρίσεως δόξα πολλώ μάλλον περισσεύει η διακονία της δικαιοσύνης εν δόξη

2 Corinthians 7:3

KJV: I speak not to condemn for I have said before that ye are in our hearts to die and live with
GK: ου προς κατάκρισιν λέγω προείρηκα γαρ ότι εν ταις καρδίαις ημών εστέ εις το συναποθανείν και συζήν

κατακυριεύω (exercise dominion over (lordship))

[edit]

Matthew 20:25

KJV: But Jesus called them and said Ye know that the princes of the Gentiles exercise dominion over them and they that are great exercise authority upon them
GK: ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών

Mark 10:42

KJV: But Jesus called them and saith unto them Ye know that they which are accounted to rule over the Gentiles exercise lordship over them and their great ones exercise authority upon them
GK: ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσίαζουσιν αυτών

Acts 19:16

KJV: And the man in whom the evil spirit was leaped on them and overcame them and prevailed against them so that they fled out of that house naked and wounded
GK: και εφαλλόμενος επ΄ αυτούς ο άνθρωπος εν ω ην το πνεύμα το πονηρόν και κατακυριεύσας αυτών ίσχυσε κατ΄ αυτών ώστε γυμνούς και τετραυματισμένους εκφυγείν εκ του οίκου εκείνου

1 Peter 5:3

KJV: Neither as being lords over heritage but being ensamples to the flock
GK: μηδέ ως κατακυριεύοντες των κλήρων αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου

καταλαλέω (speak against (evil of))

[edit]

James 4:11

KJV: Speak not evil one of another brethren He that speaketh evil of brother and judgeth his brother speaketh evil of the law and judgeth the law but if thou judge the law thou art not a doer of the law but a judge
GK: μη καταλαλείτε αλλήλων αδελφοί ο καταλαλών αδελφού και κρίνων τον αδελφόν αυτού καταλαλεί νόμου και κρίνει νόμον ει δε νόμον κρίνεις ουκ ει ποιητής νόμου αλλά κριτής

1 Peter 2:12

KJV: Having your conversation honest among the Gentiles that whereas they speak against you as evildoers they may by good works which they shall behold glorify God in the day of visitation
GK: την αναστροφήν υμών έχοντες καλήν εν τοις έθνεσιν ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών εκ των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον θεόν εν ημέρα επισκοπής

1 Peter 3:16

KJV: Having a good conscience that whereas they speak evil of you as of evildoers they may be ashamed that falsely accuse your good conversation in Christ
GK: συνείδησιν έχοντες αγαθήν ίνα εν ω καταλαλώσιν υμών ως κακοποιών καταισχυνθώσιν οι επηρεάζοντες υμών την αγαθήν εν χριστώ αναστροφήν

καταλαλιά (backbiting)

[edit]

2 Corinthians 12:20

KJV: For I fear lest when I come I shall not find you such as I would and I shall be found unto you such as ye would not lest debates envyings wraths strifes backbitings whisperings swellings tumults
GK: φοβούμαι γαρ μήπως ελθών ουχ οίους θέλω εύρω υμάς καγώ ευρεθώ υμίν οίον ου θέλετε μήπως έρις ζήλοι θυμοί ερίθειαι καταλαλιαί ψιθυρισμοί φυσιώσεις ακαταστασίαι

1 Peter 2:1

KJV: Wherefore laying aside all malice and all guile and hypocrisies and envies and all evil speakings
GK: αποθέμενοι ούν πάσαν κακίαν και πάντα δόλον και υποκρίσεις και φθόνους και πάσας καταλαλιάς

κατάλαλος (backbiter)

[edit]

Romans 1:30

KJV: Backbiters haters of God despiteful proud boasters inventors of evil things disobedient to parents
GK: καταλάλους θεοστυγείς υβριστάς υπερηφάνους αλαζόνας εφευρετάς κακών γονεύσιν απειθείς

καταλαμβάνω (apprehend)

[edit]

Mark 9:18

KJV: And wheresoever he taketh him he teareth him and he foameth and gnasheth with his teeth and pineth away and I spake to thy disciples that they should cast him out and they could not
GK: και όπου αν αυτόν καταλάβη ρήσσει αυτόν και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού και ξηραίνεται και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι και ουκ ίσχυσαν

John 1:5

KJV: And the light shineth in darkness and the darkness comprehended it not
GK: και το φως εν τη σκοτία φαίνει και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν

John 8:3

KJV: And the scribes and Pharisees brought unto him a woman taken in adultery and when they had set her in the midst
GK: άγουσι δε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι προς αυτόν γυναίκα εν μοιχεία κατειλημμένην και στήσαντες αυτήν εν μέσω

John 8:4

KJV: They say unto him Master this woman was taken in adultery in the very act
GK: λέγουσιν αυτώ διδάσκαλε ταύτην εύρομεν επαυτοφώρω μοιχευομένην

John 12:35

KJV: Then Jesus said unto them Yet a little while is the light with you Walk while ye have the light lest darkness come upon you for he that walketh in darkness knoweth not whither he goeth
GK: είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς έτι μικρόν χρόνον το φως μεθ΄ υμών εστι περιπατείτε έως το φως έχετε ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδε που υπάγει

Acts 4:13

KJV: Now when they saw the boldness of Peter and John and perceived that they were unlearned and ignorant men they marvelled and they took knowledge of them that they had been with Jesus
GK: θεωρούντες δε την του Πέτρου παρρησίαν και Ιωάννου και καταλαβόμενοι ότι άνθρωποι αγράμματοί εισι και ιδιώται εθαύμαζον επεγίνωσκόν τε αυτούς ότι συν τω Ιησού ήσαν

Acts 10:34

KJV: Then Peter opened mouth and said Of a truth I perceive that God is no respecter of persons
GK: ανοίξας δε Πέτρος το στόμα αυτού είπεν επ΄ αληθείας καταλαμβάνομαι ότι ουκ έστι προσωπολήπτης ο θεός

Acts 25:25

KJV: But when I found that he had committed nothing worthy of death and that he himself hath appealed to Augustus I have determined to send him
GK: εγώ δε καταλαβόμενος μηδέν άξιον θανάτου αυτόν πεπραχέναι και αυτού δε τούτου επικαλεσαμένου τον Σεβαστόν έκρινα πέμπειν αυτόν

Romans 9:30

KJV: What shall we say then That the Gentiles which followed not after righteousness have attained to righteousness even the righteousness which is of faith
GK: τι ούν ερούμεν ότι έθνη τα μη διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην δικαιοσύνην δε την εκ πίστεως

καταλέγω (take into the number)

[edit]

1 Timothy 5:9

KJV: Let not a widow be taken into the number under threescore years old having been the wife of one man
GK: χήρα καταλεγέσθω μη έλαττον ετών εξήκοντα γεγονυία ενός ανδρός γυνή

κατάλειμμα (remnant)

[edit]

Romans 9:27

KJV: Esaias also crieth concerning Israel Though the number of the children of Israel be as the sand of the sea a remnant shall be saved
GK: Ησαϊας δε κράζει υπέρ του Ισραήλ εάν η ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης το κατάλειμμα σωθήσεται

καταλείπω (forsake)

[edit]

Matthew 4:13

KJV: And leaving Nazareth he came and dwelt in Capernaum which is upon the sea coast in the borders of Zabulon and Nephthalim
GK: και καταλιπών την Ναζαρέθ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ

Matthew 16:4

KJV: A wicked and adulterous generation seeketh after a sign and there shall no sign be given unto it but the sign of the prophet Jonas And he left them and departed
GK: γενεά πονηρά μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή ει το σημείον Ιωνά του προφήτου και καταλιπών αυτούς απήλθε

Matthew 19:5

KJV: And said For this cause shall a man leave father and mother and shall cleave to his wife and they twain shall be one flesh
GK: και είπεν ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και προσκολληθήσεται τη γυναικί αυτού και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν

Matthew 21:17

KJV: And he left them and went out of the city into Bethany and he lodged there
GK: και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως εις Βηθανίαν και ηυλίσθη εκεί

Mark 10:7

KJV: For this cause shall a man leave his father and mother and cleave to his wife
GK: ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού

Mark 12:19

KJV: Master Moses wrote unto us If a man’s brother die and leave wife and leave no children that his brother should take his wife and raise up seed unto his brother
GK: διδάσκαλε Μωσής έγραψεν ημίν ότι εάν τινος αδελφός αποθάνη και καταλίπη γυναίκα και τέκνα μη αφή ίνα λάβη ο αδελφός αυτού την γυναίκα αυτού και εξαναστήση σπέρμα τω αδελφώ αυτού

Mark 14:52

KJV: And he left the linen cloth and fled from them naked
GK: ο δε καταλιπών την σινδόνα γυμνός έφυγεν απ΄ αυτών

Luke 5:28

KJV: And he left all rose up and followed him
GK: και καταλιπών άπαντα άναστας ηκολούθησεν αυτώ

Luke 10:40

KJV: But Martha was cumbered about much serving and came to him and said Lord dost thou not care that my sister hath left me to serve alone bid her therefore that she help me
GK: η δε Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν επιστάσα δε είπε κύριε ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν είπε ούν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται

καταλιθάζω (stone)

[edit]

Luke 20:6

KJV: But and if we say Of men all the people will stone us for they be persuaded that John was a prophet
GK: εαν δε είπωμεν εξ ανθρώπων πας ο λαός καταλιθάσει ημάς πεπεισμένος γαρ εστιν Ιωάννην προφήτην είναι

καταλλαγή (atonement)

[edit]

Romans 5:11

KJV: And not only but we also joy in God through our Lord Jesus Christ by whom we have now received the atonement
GK: ου μόνον δε αλλά και καυχώμενοι εν τω θεώ διά του κυρίου ημών Ιησού χριστού δι΄ ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν

Romans 11:15

KJV: For if the casting away of them the reconciling of the world what the receiving but life from the dead
GK: ει γαρ η αποβολή αυτών καταλλαγή κόσμου τις η πρόσληψις ει ζωη εκ νεκρών

2 Corinthians 5:18

KJV: And all things of God who hath reconciled us to himself by Jesus Christ and hath given to us the ministry of reconciliation
GK: τα δε πάντα εκ του θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά Ιησού χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής

2 Corinthians 5:19

KJV: To wit that God was in reconciling the world unto himself not imputing their trespasses unto them and hath committed unto us the word of reconciliation
GK: ως ότι θεός ην εν χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής

καταλλάσσω (reconcile)

[edit]

Romans 5:10

KJV: For if when we were enemies we were reconciled to God by the death of his Son much more being reconciled we shall be saved by his life
GK: ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού

1 Corinthians 7:11

KJV: But and if she depart let her remain unmarried or be reconciled to husband and let not the husband put away wife
GK: εάν δε και χωρισθή μενέτω άγαμος η τω ανδρί καταλλαγήτω και άνδρα γυναίκα μη αφιέναι

2 Corinthians 5:18

KJV: And all things of God who hath reconciled us to himself by Jesus Christ and hath given to us the ministry of reconciliation
GK: τα δε πάντα εκ του θεού του καταλλάξαντος ημάς εαυτώ διά Ιησού χριστού και δόντος ημίν την διακονίαν της καταλλαγής

2 Corinthians 5:19

KJV: To wit that God was in reconciling the world unto himself not imputing their trespasses unto them and hath committed unto us the word of reconciliation
GK: ως ότι θεός ην εν χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ μη λογιζόμενος αυτοίς τα παραπτώματα αυτών και θέμενος εν ημίν τον λόγον της καταλλαγής

2 Corinthians 5:20

KJV: Now then we are ambassadors for Christ as though God did beseech by us we pray in Christ’s stead be ye reconciled to God
GK: υπέρ χριστού ούν πρεσβεύομεν ως θεού παρακαλούντος δι΄ ημών δεόμεθα υπέρ χριστού καταλλάγητε τω θεώ

κατάλοιπος (residue)

[edit]

Acts 15:17

KJV: That the residue of men might seek after the Lord and all the Gentiles upon whom my name is called saith the Lord who doeth all these things
GK: όπως αν εκζητήσωσιν οι κατάλοιποι των ανθρώπων τον κύριον και πάντα τα έθνη εφ΄ ους επικέκληται το όνομά μου επ΄ αυτούς λέγει κύριος ο ποιών ταύτα πάντα

κατάλυμα (guestchamber)

[edit]

Mark 14:14

KJV: And wheresoever he shall go in say ye to the goodman of the house The Master saith Where is the guestchamber where I shall eat the passover with my disciples
GK: και όπου εάν εισέλθη είπατε τω οικοδεσπότη ότι ο διδάσκαλος λέγει που εστι το κατάλυμα όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω

Luke 2:7

KJV: And she brought forth her firstborn son and wrapped him in swaddling clothes and laid him in a manger because there was no room for them in the inn
GK: και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι

Luke 22:11

KJV: And ye shall say unto the goodman of the house The Master saith unto thee Where is the guestchamber where I shall eat the passover with my disciples
GK: και ερείτε τω οικοδεσπότη της οικίας λέγει σοι ο διδάσκαλος που εστι το κατάλυμα όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω

καταλύω (destroy)

[edit]

Matthew 5:17

KJV: Think not that I am come to destroy the law or the prophets I am not come to destroy but to fulfil
GK: μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον η τους προφήτας ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι

Matthew 24:2

KJV: And Jesus said unto them See ye not all these things verily I say unto you There shall not be left here one stone upon another that shall not be thrown down
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς ου βλέπετε πάντα ταύτα αμήν λέγω υμίν ου αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ος ου καταλυθήσεται

Matthew 26:61

KJV: And said This said I am able to destroy the temple of God and to build it in three days
GK: είπον ούτος έφη δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του θεού και διά τριών ημερών οικοδομήσαι αυτόν

Matthew 27:40

KJV: And saying Thou that destroyest the temple and buildest in three days save thyself If thou be the Son of God come down from the cross
GK: και λέγοντες ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών σώσον σεαυτόν ει υιός ει του θεού κατάβηθι από του σταυρού

Mark 13:2

KJV: And Jesus answering said unto him Seest thou these great buildings there shall not be left one stone upon another that shall not be thrown down
GK: και ο Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτώ βλέπεις ταύτας τας μεγάλας οικοδομάς ου αφεθή λίθος επί λίθω ος ου καταλυθή

Mark 14:58

KJV: We heard him say I will destroy this temple that is made with hands and within three days I will build another made without hands
GK: ημείς ηκούσαμεν αυτού λέγοντος ότι εγώ καταλύσω τον ναόν τούτον χειροποίητον και διά τριών ημερών άλλον αχειροποίητον οικοδομήσω

Mark 15:29

KJV: And they that passed by railed on him wagging their heads and saying Ah thou that destroyest the temple and buildest in three days
GK: και οι παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών και λέγοντες ουά ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών

Luke 9:12

KJV: And when the day began to wear away then came the twelve and said unto him Send the multitude away that they may go into the towns and country round about and lodge and get victuals for we are here in a desert place
GK: η δε ημέρα ήρξατο κλίνειν προσελθόντες δε οι δώδεκα είπον αυτώ απόλυσον τον όχλον ίνα απελθόντες εις τας κύκλω κώμας και τους αγρούς καταλύσωσι και εύρωσιν επισιτισμόν ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν

Luke 19:7

KJV: And when they saw they all murmured saying That he was gone to be guest with a man a sinner
GK: και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι

καταμανθάνω (consider)

[edit]

Matthew 6:28

KJV: And why take ye thought for raiment Consider the lilies of the field how they grow they toil not neither do they spin
GK: και περί ενδύματος τι μεριμνάτε καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει

καταμαρτυρέω (witness against)

[edit]

Matthew 26:62

KJV: And the high priest arose and said unto him Answerest thou nothing what these witness against thee
GK: και αναστάς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ ουδέν αποκρίνη τι ούτοί σου καταμαρτυρούσιν

Matthew 27:13

KJV: Then said Pilate unto him Hearest thou not how many things they witness against thee
GK: τότε λέγει αυτώ ο Πιλάτος ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσιν

Mark 14:60

KJV: And the high priest stood up in the midst and asked Jesus saying Answerest thou nothing what these witness against thee
GK: και αναστάς ο αρχιερεύς εις το μέσον επηρώτησε τον Ιησούν λέγων ουκ αποκρίνη ουδέν τι ούτοί σου καταμαρτυρούσιν

Mark 15:4

KJV: And Pilate asked him again saying Answerest thou nothing behold how many things they witness against thee
GK: ο δε Πιλάτος πάλιν επηρώτησεν αυτόν λέγων ουκ αποκρίνη ουδέν ίδε πόσα σου καταμαρτυρούσιν

καταμένω (abide)

[edit]

Acts 1:13

KJV: And when they were come in they went up into an upper room where abode both Peter and James and John and Andrew Philip and Thomas Bartholomew and Matthew James of Alphaeus and Simon Zelotes and Judas of James
GK: και ότε εισήλθον ανέβησαν εις το υπερώον ου ήσαν καταμένοντες ο τε Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας Φίλιππος και Θωμάς Βαρθολομαίος και Ματθαίος Ιάκωβος Αλφαίου και Σίμων ο Ζηλωτής και Ιούδας Ιακώβου

καταμόνασ (alone)

[edit]

Mark 4:10

KJV: And when he was alone they that were about him with the twelve asked of him the parable
GK: ότε δε εγένετο καταμόνας ηρώτησαν αυτόν οι περί αυτόν συν τοις δώδεκα την παραβολήν

Luke 9:18

KJV: And it came to pass as he was alone praying his disciples were with him and he asked them saying Whom say the people that I am
GK: και εγένετο εν τω είναι αυτόν προσευχόμενον καταμόνας συνήσαν αυτώ οι μαθηταί και επηρώτησεν αυτούς λέγων τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι

κατανάθεμα (curse)

[edit]

Revelation 22:3

KJV: And there shall be no more curse but the throne of God and of the Lamb shall be in it and his servants shall serve him
GK: και παν κατάθεμα ουκ έσται έτι και ο θρόνος του θεού και του αρνίου εν αυτή έσται και οι δούλοι αυτού λατρεύσουσιν αυτώ

καταναθεματίζω (curse)

[edit]

Matthew 26:74

KJV: Then began he to curse and to swear I know not the man And immediately the cock crew
GK: τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε

καταναλίσκω (consume)

[edit]

Hebrews 12:29

KJV: For our God a consuming fire
GK: και γαρ ο θεός ημών πυρ καταναλίσκον

καταναρκάω (be burdensome (chargeable))

[edit]

2 Corinthians 11:9

KJV: And when I was present with you and wanted I was chargeable to no man for that which was lacking to me the brethren which came from Macedonia supplied and in all I have kept myself from being burdensome unto you and will I keep
GK: και παρών προς υμάς και υστερηθείς ου κατενάρκησα ουδενός το γαρ υστέρημά μου προσανεπλήρωσαν οι αδελφοί ελθόντες από Μακεδονίας και εν παντί αβαρή υμίν εμαυτόν ετήρησα και τηρήσω

2 Corinthians 12:13

KJV: For what is it wherein ye were inferior to other churches except that I myself was not burdensome to you forgive me this wrong
GK: τι γαρ εστιν ο ηττήθητε υπέρ τας λοιπάς εκκλησίας ει ότι αυτός εγώ ου κατενάρκησα υμών χαρίσασθέ μοι την αδικίαν ταύτην

2 Corinthians 12:14

KJV: Behold the third time I am ready to come to you and I will not be burdensome to you for I seek not yours but you for the children ought not to lay up for the parents but the parents for the children
GK: ιδού τρίτον ετοίμως έχω ελθείν προς υμάς και ου κατανάρκησω υμών ου γαρ ζητώ τα υμών αλλ΄ υμάς ου γαρ οφείλει τα τέκνα τοις γονεύσι θησαυρίζειν αλλ΄ οι γονείς τοις τέκνοις

κατανεύω (beckon)

[edit]

Luke 5:7

KJV: And they beckoned unto partners which were in the other ship that they should come and help them And they came and filled both the ships so that they began to sink
GK: και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία ώστε βυθίζεσθαι αυτά

κατανοέω (behold)

[edit]

Matthew 7:3

KJV: And why beholdest thou the mote that is in thy brother’s eye but considerest not the beam in thine own eye
GK: τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς

Luke 6:41

KJV:
GK: τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε δοκόν την εν τω ιδίω οφθαλμώ ου κατανοείς

Luke 12:24

KJV: Consider the ravens for they neither sow nor reap which neither have storehouse nor barn and God feedeth them how much more are ye better than the fowls
GK: κατανοήσατε τους κόρακας ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν οις ουκ έστι ταμείον ουδέ αποθήκη και ο θεός τρέφει αυτούς πόσω μάλλον υμείς διαφέρετε των πετεινών

Luke 12:27

KJV: Consider the lilies how they grow they toil not they spin not and yet I say unto you that Solomon in all his glory was not arrayed like one of these
GK: κατανοήσατε τα κρίνα πως αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων

Luke 20:23

KJV: But he perceived their craftiness and said unto them Why tempt ye me
GK: κατανοήσας δε αυτών την πανουργίαν είπε προς αυτούς τι με πειράζετε

Acts 7:31

KJV: When Moses saw he wondered at the sight and as he drew near to behold the voice of the Lord came unto him
GK: ο δε Μωυσής ιδών εθαύμαζε το όραμα προσερχομένου δε αυτού κατανοήσαι εγένετο φωνή κυρίου προς αυτόν

Acts 7:32

KJV: I the God of thy fathers the God of Abraham and the God of Isaac and the God of Jacob Then Moses trembled durst not behold
GK: εγώ ο θεός των πατέρων σου ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ έντρομος δε γενόμενος Μωυσής ουκ ετόλμα κατανοήσαι

Acts 11:6

KJV: Upon the which when I had fastened mine eyes I considered and saw fourfooted beasts of the earth and wild beasts and creeping things and fowls of the air
GK: εις ην ατενίσας κατενόουν και είδον τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού

Acts 27:39

KJV: And when it was day they knew not the land but they discovered a certain creek with a shore into the which they were minded if it were possible to thrust in the ship
GK: ότε δε ημέρα εγένετο την γην ουκ επεγίνωσκον κόλπον δε τινα κατενόουν έχοντα αιγιαλόν εις ον εβουλεύσαντο ει δυνατόν εξώσαι το πλοίον

καταντάω (attain)

[edit]

Acts 16:1

KJV: Then came he to Derbe and Lystra and behold a certain disciple was there named Timotheus the son of a certain woman which was a Jewess and believed but his father a Greek
GK: κατήντησε δε εις Δέρβην και Λύστραν και ιδού μαθητής τις ην εκεί ονόματι Τιμόθεος υιός γυναικός τινος Ιουδαίας πιστής πατρός δε Έλληνος

Acts 18:19

KJV: And he came to Ephesus and left them there but he himself entered into the synagogue and reasoned with the Jews
GK: κατήντησε δε εις Έφεσον κακείνους κατέλιπεν αυτού αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν διελέχθη τοις Ιουδαίοις

Acts 18:24

KJV: And a certain Jew named Apollos born at Alexandria an eloquent man mighty in the scriptures came to Ephesus
GK: Ιουδαίος δε τις Απολλώς ονόματι Αλεξανδρεύς τω γένει ανήρ λόγοις κατήντησεν εις Έφεσον δυνατός ων εν ταις γραφαίς

Acts 20:15

KJV: And we sailed thence and came the next over against Chios and the next we arrived at Samos and tarried at Trogyllium and the next we came to Miletus
GK: κακείθεν αποπλεύσαντες τη επιούση κατηντήσαμεν αντικρύ Χίου τη δε ετέρα παρεβάλομεν εις Σάμον και μείναντες εν Τρωγυλλίω τη εχομένη ήλθομεν εις Μίλητον

Acts 21:7

KJV: And when we had finished course from Tyre we came to Ptolemais and saluted the brethren and abode with them one day
GK: ημείς δε τον πλουν διανύσαντες από Τύρον κατηντήσαμεν εις Πτολεμαϊδα και ασπασάμενοι τους αδελφούς εμείναμεν ημέραν μίαν παρ΄ αυτοίς

Acts 25:13

KJV: And after certain days king Agrippa and Bernice came unto Cæsarea to salute Festus
GK: ημερών δε διαγενομένων τινών Αγρίππας ο βασιλεύς και Βερνίκη κατήντησαν εις Καισάρειαν ασπασόμενοι τον Φήστον

Acts 26:7

KJV: Unto which our twelve tribes instantly serving day and night hope to come For which hope’s sake king Agrippa I am accused of the Jews
GK: εις ην το δωδεκάφυλον ημών εν εκτενεία νύκτα και ημέραν λατρεύον ελπίζει καταντήσαι περί ης ελπίδος εγκαλούμαι βασιλεύ Αγρίππα υπό των Ιουδαίων

Acts 27:12

KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον

Acts 28:13

KJV: And from thence we fetched a compass and came to Rhegium and after one day the south wind blew and we came the next day to Puteoli
GK: όθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εις Ρήγιον και μετά μίαν ημέραν επιγενομένου νότου δευτεραίοι ήλθομεν εις Ποτιόλους

κατάνυξις (slumber)

[edit]

Romans 11:8

KJV: According as it is written God hath given them the spirit of slumber eyes that they should not see and ears that they should not hear unto this day
GK: καθώς γέγραπται έδωκεν αυτοίς ο θεός πνεύμα κατανύξεως οφθαλμούς του μη βλέπειν και ώτα του μη ακούειν έως της σήμερον ημέρας

κατανύσσομαι (prick)

[edit]

Acts 2:37

KJV: Now when they heard they were pricked in their heart and said unto Peter and to the rest of the apostles Men brethren what shall we do
GK: ακούσαντες δε κατενύγησαν τη καρδία είπόν τε προς τον Πέτρον και τους λοιπούς αποστόλους τι ποιήσομεν άνδρες αδελφοί

καταξιόω ((ac-)count worthy)

[edit]

Luke 20:35

KJV: But they which shall be accounted worthy to obtain that world and the resurrection from the dead neither marry nor are given in marriage
GK: οι δε καταξιωθέντες του αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται

Luke 21:36

KJV: Watch ye therefore and pray always that ye may be accounted worthy to escape all these things that shall come to pass and to stand before the Son of man
GK: αγρυπνείτε ούν εν παντί καιρώ δεόμενοι ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν του υιού του ανθρώπου

Acts 5:41

KJV: And they departed from the presence of the council rejoicing that they were counted worthy to suffer shame for his name
GK: οι μεν ούν επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου ότι κατηξιώθησαν υπέρ του ονόματος του Ιησού ατιμασθήναι

2 Thessalonians 1:5

KJV: a manifest token of the righteous judgment of God that ye may be counted worthy of the kingdom of God for which ye also suffer
GK: ένδειγμα της δικαίας κρίσεως του θεού εις το καταξιωθήναι υμάς της βασιλείας του θεού υπέρ ης και πάσχετε

καταπατέω (trample)

[edit]

Matthew 5:13

KJV: Ye are the salt of the earth but if the salt have lost his savour wherewith shall it be salted it is thenceforth good for nothing but to be cast out and to be trodden under foot of men
GK: υμείς εστέ το άλας της γης εάν δε το άλας μωρανθή εν τίνι αλισθήσεται εις ουδέν ισχύει έτι ει βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων

Matthew 7:6

KJV: Give not that which is holy unto the dogs neither cast ye your pearls before swine lest they trample them under their feet and turn again and rend you
GK: μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμων έμπροσθεν των χοίρων μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς

Luke 8:5

KJV: A sower went out to sow his seed and as he sowed some fell by the way side and it was trodden down and the fowls of the air devoured it
GK: εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον εαυτού και εν τω σπείρειν αυτόν ο μεν έπεσε παρά την οδόν και κατεπατήθη και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγεν αυτό

Luke 12:1

KJV: In the mean time when there were gathered together an innumerable multitude of people insomuch that they trode one upon another he began to say unto his disciples first of all Beware ye of the leaven of the Pharisees which is hypocrisy
GK: εν οις επισυναχθεισών των μυριάδων του όχλου ώστε καταπατείν αλλήλους ήρξατο λέγειν προς τους μαθητάς αυτού πρώτον προσέχετε εαυτοίς από της ζύμης των Φαρισαίων ήτις εστίν υπόκρισις

Hebrews 10:29

KJV: Of how much sorer punishment suppose ye shall he be thought worthy who hath trodden under foot the Son of God and hath counted the blood of the covenant where with he was sanctified an unholy thing and hath done despite unto the Spirit of grace
GK: πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος εν ω ηγιάσθη και το πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας

κατάπαυσις (rest)

[edit]

Acts 7:49

KJV: Heaven my throne and earth my foot stool what house will ye build me saith the Lord or what the place of my rest
GK: ο ουρανός μοι θρόνος η δε γη υποπόδιον των ποδών μου ποίον οίκον οικοδομήσετέ μοι λέγει κύριος η τις τόπος της καταπαύσεώς μου

Hebrews 3:11

KJV: So I sware in my wrath They shall not enter into my rest
GK: ως ώμοσα εν τη οργή μου ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου

Hebrews 3:18

KJV: And to whom sware he that they should not enter into his rest but to them that believed not
GK: τίσι δε ώμοσε μη εισελεύσεσθαι εις την κατάπαυσιν αυτού ει τοις απειθήσασι

Hebrews 4:1

KJV: Let us therefore fear lest a promise being left of entering into his rest any of you should seem to come short of it
GK: φοβηθώμεν ούν μήποτε καταλειπομένης επαγγελίας εισελθείν εις την κατάπαυσιν αυτού δοκή τις εξ υμών υστερηκέναι

Hebrews 4:3

KJV: For we which have believed do enter into rest as he said As I have sworn in my wrath if they shall enter into my rest although the works were finished from the foundation of the world
GK: εισερχόμεθα γαρ εις την κατάπαυσιν οι πιστεύσαντες καθώς είρηκεν ως ώμοσα εν τη οργή μου ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου καίτοι των έργων από καταβολής κόσμου γενηθέντων

Hebrews 4:5

KJV: And in this again If they shall enter into my rest
GK: και εν τούτω πάλιν ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου

Hebrews 4:10

KJV: For he that is entered into his rest he also hath ceased from his own works as God from his
GK: ο γαρ εισελθών εις την κατάπαυσιν αυτού και αυτός κατέπαυσεν από των έργων αυτού ώσπερ από των ιδίων ο θεός

Hebrews 4:11

KJV: Let us labour therefore to enter into that rest lest any man fall after the same example of unbelief
GK: σπουδάσωμεν ούν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν ίνα μη εν τω αυτώ τις υποδείγματι πέση της απειθείας

καταπαύω (cease)

[edit]

Acts 14:18

KJV: And with these sayings scarce restrained they the people that they had not done sacrifice unto them
GK: και ταύτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τους όχλους του μη θύειν αυτοίς

Hebrews 4:4

KJV: For he spake in a certain place of the seventh on this wise And God did rest the seventh day from all his works
GK: είρηκε γαρ που περί της εβδόμης ούτως και κατέπαυσεν ο θεος εν τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού

Hebrews 4:8

KJV: For if Jesus had given them rest then would he not afterward have spoken of another day
GK: ει γαρ αυτούς Ιησούς κατέπαυσεν ουκ αν περί άλλης ελάλει μετά ταύτα ημέρας

Hebrews 4:10

KJV: For he that is entered into his rest he also hath ceased from his own works as God from his
GK: ο γαρ εισελθών εις την κατάπαυσιν αυτού και αυτός κατέπαυσεν από των έργων αυτού ώσπερ από των ιδίων ο θεός

καταπέτασμα (vail)

[edit]

Matthew 27:51

KJV: And behold the veil of the temple was rent in twain from the top to the bottom and the earth did quake and the rocks rent
GK: και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν

Mark 15:38

KJV: And the veil of the temple was rent in twain from the top to the bottom
GK: και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω

Luke 23:45

KJV: And the sun was darkened and the veil of the temple was rent in the midst
GK: και εσκοτίσθη ο ήλιος και εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού μέσον

Hebrews 6:19

KJV: Which we have as an anchor of the soul both sure and stedfast and which entereth into that within the veil
GK: ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν και εισερχομένην εις το εσώτερον του καταπετάσματος

Hebrews 9:3

KJV: And after the second veil the tabernacle which is called the Holiest of all
GK: μετά δε το δεύτερον καταπέτασμα σκηνή η λεγομένη άγια αγίων

Hebrews 10:20

KJV: By a new and living way which he hath consecrated for us through the veil that is to say his flesh
GK: ην ενεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον και ζώσαν διά του καταπετάσματος τουτ΄ της σαρκός αυτού

καταπίνω (devour)

[edit]

Matthew 23:24

KJV: blind guides which strain at a gnat and swallow a camel
GK: οδηγοί τυφλοί οι διϋλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες

1 Corinthians 15:54

KJV: So when this corruptible shall have put on incorruption and this mortal shall have put on immortality then shall be brought to pass the saying that is written Death is swallowed up in victory
GK: όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος

2 Corinthians 2:7

KJV: So that contrariwise ye rather to forgive and comfort lest perhaps such a one should be swallowed up with overmuch sorrow
GK: ώστε τουναντίον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι μήπως τη περισσοτέρα λύπη καταποθή ο τοιούτος

2 Corinthians 5:4

KJV: For we that are in tabernacle do groan being burdened not for that we would be unclothed but clothed that mortality might be swallowed up life
GK: και γαρ οι όντες εν τω σκήνει στενάζομεν βαρούμενοι επειδή ου θέλομεν εκδύσασθαι αλλ΄ επενδύσασθαι ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής

Hebrews 11:29

KJV: By faith they passed through the Red sea as by dry which the Egyptians assaying to do were drowned
GK: πίστει διέβησαν την ερυθράν θάλασσαν ως διά ξηράς ης πείραν λαβόντες οι Αιγύπτιοι κατεπόθησαν

1 Peter 5:8

KJV: Be sober be vigilant because your adversary the devil as a roaring lion walketh about seeking whom he may devour
GK: νήψατε γρηγορήσατε ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη

Revelation 12:16

KJV: And the earth helped the woman and the earth opened her mouth and swallowed up the flood which the dragon cast out of his mouth
GK: και εβοήθησεν η γη τη γυναικί και ήνοιξεν η γη το στόμα αυτής και κατέπιε τον ποταμόν ον έβαλεν ο δράκων εκ του στόματος αυτού

καταπίπτω (fall (down))

[edit]

Acts 26:14

KJV: And when we were all fallen to the earth I heard a voice speaking unto me and saying in the Hebrew tongue Saul Saul why persecutest thou me hard for thee to kick against the pricks
GK: πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη Εβραϊδι διαλέκτω Σαούλ Σαούλ τι με διώκεις σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν

Acts 28:6

KJV: Howbeit they looked when he should have swollen or fallen down dead suddenly but after they had looked a great while and saw no harm come to him they changed their minds and said that he was a god
GK: οι δε προσεδόκων αυτόν μέλλειν πίμπρασθαι η καταπίπτειν άφνω νεκρόν επί πολύ δε αυτών προσδοκώντων και θεωρούντων μηδέν άτοπον εις αυτόν γινόμενον μεταβαλλόμενοι έλεγον θεόν αυτόν είναι

καταπλέω (arrive)

[edit]

Luke 8:26

KJV: And they arrived at the country of the Gadarenes which is over against Galilee
GK: και κατέπλευσαν εις την χώραν των Γαδαρηνών ήτις εστίν αντιπέραν της Γαλιλαίας

καταπονέω (oppress)

[edit]

Acts 7:24

KJV: And seeing one suffer wrong he defended and avenged him that was oppressed and smote the Egyptian
GK: και ιδών τινα αδικούμενον ημύνατο και εποίησεν εκδίκησιν τω καταπονουμένω πατάξας τον Αιγύπτιον

2 Peter 2:7

KJV: And delivered just Lot vexed with the filthy conversation of the wicked
GK: και δίκαιον Λωτ καταπονούμενον υπό της των αθέσμων εν ασελγεία αναστροφής ερρύσατο

καταποντίζω (drown)

[edit]

Matthew 14:30

KJV: But when he saw the wind boisterous he was afraid and beginning to sink he cried saying Lord save me
GK: βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων κύριε σώσόν με

Matthew 18:6

KJV: But whoso shall offend one of these little ones which believe in me it were better for him that a millstone were hanged about his neck and he were drowned in the depth of the sea
GK: ος δ΄ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός επί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης

κατάρα (curse(-d)

[edit]

Galatians 3:10

KJV: For as many as are of the works of the law are under the curse for it is written Cursed every one that continueth not in all things which are written in the book of the law to do them
GK: όσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν υπό κατάραν εισί γέγραπται γαρ επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νομου του ποιήσαι αυτά

Galatians 3:13

KJV: Christ hath redeemed us from the curse of the law being made a curse for us for it is written Cursed every one that hangeth on a tree
GK: χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα γέγραπται γαρ επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου

Hebrews 6:8

KJV: But that which beareth thorns and briers rejected and nigh unto cursing whose end to be burned
GK: εκφέρουσα δε ακάνθας και τριβόλους αδόκιμος και κατάρας εγγύς ης το τέλος εις καύσιν

James 3:10

KJV: Out of the same mouth proceedeth blessing and cursing My brethren these things ought not so to be
GK: εκ του αυτού στόματος εξέρχεται ευλογία και κατάρα ου χρή αδελφοί μου ταύτα ούτως γίνεσθαι

2 Peter 2:14

KJV: Having eyes full of adultery and that cannot cease from sin beguiling unstable souls an heart they have exercised with covetous practices cursed children
GK: οφθαλμούς έχοντες μεστούς μοιχαλίδος και ακαταπαύστους αμαρτίας δελεάζοντες ψυχάς αστηρίκτους καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας έχοντες κατάρας τέκνα

καταράομαι (curse)

[edit]

Matthew 5:44

KJV: But I say unto you Love your enemies bless them that curse you do good to them that hate you and pray for them which despitefully use you and persecute you
GK: εγώ δε λέγω υμίν αγαπάτε τους εχθρούς υμών ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς καλώς ποιέιτε τους μισούντας υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς

Matthew 25:41

KJV: Then shall he say also unto them on the left hand Depart from me ye cursed into everlasting fire prepared for the devil and his angels
GK: τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων πορεύεσθε απ΄ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού

Mark 11:21

KJV: And Peter calling to remembrance saith unto him Master behold the fig tree which thou cursedst is withered away
GK: και αναμνησθείς ο Πέτρος λέγει αυτώ ραββί ίδε η συκή ην κατηράσω εξήρανται

Luke 6:28

KJV: Bless them that curse you and pray for them which despitefully use you
GK: ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς

Romans 12:14

KJV: Bless them which persecute you bless and curse not
GK: ευλογείτε τους διώκοντας υμάς ευλογείτε και μη καταράσθε

James 3:9

KJV: Therewith bless we God even the Father and therewith curse we men which are made after the similitude of God
GK: εν αυτή ευλογούμεν τον θεόν και πατέρα και εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ΄ ομοίωσιν θεού γεγονότας

καταργέω (abolish)

[edit]

Luke 13:7

KJV: Then said he unto the dresser of his vineyard Behold these three years I come seeking fruit on this fig tree and find none cut it down why cumbereth it the ground
GK: είπε δε προς τον αμπελουργόν ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τη συκή ταύτη και ουχ ευρίσκω έκκοψον αυτήν ινατί και την γην καταργεί

Romans 3:3

KJV: For what if some did not believe shall their unbelief make the faith of God without effect
GK: τι γαρ ει ηπίστησάν τινες μη η απιστία αυτών την πίστιν του θεού καταργήσει

Romans 3:31

KJV: Do we then make void the law through faith God forbid yea we establish the law
GK: νόμον ούν καταργούμεν διά της πίστεως μη γένοιτο αλλά νόμον ιστώμεν

Romans 4:14

KJV: For if they which are of the law heirs faith is made void and the promise made of none effect
GK: ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία

Romans 6:6

KJV: Knowing this that our old man is crucified with that the body of sin might be destroyed that henceforth we should not serve sin
GK: τούτο γινώσκοντες ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία

Romans 7:2

KJV: For the woman which hath an husband is bound by the law to husband so long as he liveth but if the husband be dead she is loosed from the law of husband
GK: η γαρ ύπανδρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω εάν δε αποθάνη ο ανήρ κατήργηται από του νόμου του ανδρός

Romans 7:6

KJV: But now we are delivered from the law that being dead wherein we were held that we should serve in newness of spirit and not the oldness of the letter
GK: νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος

1 Corinthians 1:28

KJV: And base things of the world and things which are despised hath God chosen and things which are not to bring to nought things that are
GK: και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο θεος και τα μη όντα ίνα τα όντα καταργήση

1 Corinthians 2:6

KJV: Howbeit we speak wisdom among them that are perfect yet not the wisdom of this world nor of the princes of this world that come to nought
GK: σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων

καταριθμέω (number with)

[edit]

Acts 1:17

KJV: For he was numbered with us and had obtained part of this ministry
GK: ότι κατηριθμημένος ην συν ημίν και έλαχεν τον κλήρον της διακονίας ταύτης

καταρτίζω (fit)

[edit]

Matthew 4:21

KJV: And going on from thence he saw other two brethren James of Zebedee and John his brother in a ship with Zebedee their father mending their nets and he called them
GK: και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών και εκάλεσεν αυτούς

Matthew 21:16

KJV: And said unto him Hearest thou what these say And Jesus saith unto them Yea have ye never read Out of the mouth of babes and sucklings thou hast perfected praise
GK: και είπον αυτώ ακούεις τι ούτοι λέγουσιν ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς ναι ουδέποτε ανέγνωτε οτι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον

Mark 1:19

KJV: And when he had gone a little further thence he saw James of Zebedee and John his brother who also were in the ship mending nets
GK: και προβάς εκείθεν ολίγον είδεν Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αυτούς εν τω πλοίω καταρτίζοντας τα δίκτυα

Luke 6:40

KJV: The disciple is not above his master but every one that is perfect shall be as his master
GK: ουκ έστι μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον αυτού κατηρτισμένος δε πας έσται ως ο διδάσκαλος αυτού

Romans 9:22

KJV: if God willing to shew wrath and to make his power known endured with much longsuffering the vessels of wrath fitted to destruction
GK: ει δε θέλων ο θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν

1 Corinthians 1:10

KJV: Now I beseech you brethren by the name of our Lord Jesus Christ that ye all speak the same thing and there be no divisions among you but ye be perfectly joined together in the same mind and in the same judgment
GK: παρακαλώ δε υμάς αδελφοί διά του ονόματος του κυρίου ημών Ιησού χριστού ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτή γνώμη

2 Corinthians 13:11

KJV: Finally brethren farewell Be perfect be of good comfort be of one mind live in peace and the God of love and peace shall be with you
GK: λοιπόν αδελφοί χαίρετε καταρτίζεσθε παρακαλείσθε το αυτό φρονείτε ειρηνεύετε και ο θεός της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ΄ υμών

Galatians 6:1

KJV: Brethren if a man be overtaken in a fault ye which are spiritual restore such an one in the spirit of meekness considering thyself lest thou also be tempted
GK: αδελφοί εάν και προληφθή άνθρωπος εν τινι παραπτώματι υμείς οι πνευματικοί καταρτίζετε τον τοιούτον εν πνεύματι πραότητος σκοπών σεαυτόν μη και συ πειρασθής

1 Thessalonians 3:10

KJV: Night and day praying exceedingly that we might see your face and might perfect that which is lacking in your faith
GK: νυκτός και ημέρας υπερεκπερισσού δεόμενοι εις το ιδείν υμών το πρόσωπον και καταρτίσαι τα υστερήματα της πίστεως υμών

κατάρτισις (perfection)

[edit]

2 Corinthians 13:9

KJV: For we are glad when we are weak and ye are strong and this also we wish your perfection
GK: χαίρομεν γαρ όταν ημείς ασθενώμεν υμείς δε δυνατοί ήτε τούτο δε και ευχόμεθα την υμών κατάρτισιν

καταρτισμός (perfecting)

[edit]

Ephesians 4:12

KJV: For the perfecting of the saints for the work of the ministry for the edifying of the body of Christ
GK: προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας εις οικοδομήν του σώματος του χριστού

κατασείω (beckon)

[edit]

Acts 12:17

KJV: But he, beckoning unto them with the hand to hold their peace declared unto them how the Lord had brought him out of the prison And he said Go shew these things unto James and to the brethren And he departed and went into another place
GK: κατασείσας δε αυτοίς τη χειρί σιγάν διηγήσατο αυτοίς πως ο κύριος αυτόν εξήγαγεν εκ της φυλακής είπε δε απαγγείλατε Ιακώβω και τοις αδελφοίς ταύτα και εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον

Acts 13:16

KJV: Then Paul stood up and beckoning with hand said Men of Israel and ye that fear God give audience
GK: αναστάς δε Παύλος και κατασείσας τη χειρί είπεν άνδρες Ισραηλίται και οι φοβούμενοι τον θεόν ακούσατε

Acts 19:33

KJV: And they drew Alexander out of the multitude the Jews putting him forward And Alexander beckoned with the hand and would have made his defence unto the people
GK: εκ δε του όχλου προεβίβασαν Αλέξανδρον προβαλλόντων αυτόν των Ιουδαίων ο δε Αλέξανδρος κατασείσας την χείρα ήθελεν απολογείσθαι τω δήμω

Acts 21:40

KJV: And when he had given him licence Paul stood on the stairs and beckoned with the hand unto the people And when there was made a great silence he spake unto in the Hebrew tongue saying
GK: επιτρέψαντος δε αυτού ο Παύλος εστώς επί των αναβάθμων κατέσεισε τη χειρί τω λαώ πολλής δε σιγής γενομένης προσεφώνησε τη Εβραϊδι διαλέκτω λέγων

κατασκάπτω (dig down)

[edit]

Acts 15:16

KJV: After this I will return and will build again the tabernacle of David which is fallen down and I will build again the ruins thereof and I will set it up
GK: μετά ταύτα αναστρέψω και ανοικοδομήσω την σκηνήν Δαβίδ την πεπτωκυίαν και τα κατεσκαμμένα αυτής ανοικοδομήσω και ανορθώσω αυτήν

Romans 11:3

KJV: Lord they have killed thy prophets and digged down thine altars and I am left alone and they seek my life
GK: κύριε τους προφήτας σου απέκτειναν και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν καγώ υπελείφθην μόνος και ζητούσι την ψυχήν μου

κατασκευάζω (build)

[edit]

Matthew 11:10

KJV: For this is of whom it is written Behold I send my messenger before thy face which shall prepare thy way before thee
GK: ούτος γαρ εστι περί ου γέγραπται ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου

Mark 1:2

KJV: As it is written in the prophets Behold I send my messenger before thy face which shall prepare thy way before thee
GK: ως γέγραπται εν τοις προφήταις ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου

Luke 1:17

KJV: And he shall go before him in the spirit and power of Elias to turn the hearts of the fathers to the children and the disobedient to the wisdom of the just to make ready a people prepared for the Lord
GK: και αυτός προελεύσεται ενώπιον αυτού εν πνεύματι και δυνάμει Ηλίου επιστρέψαι καρδίας πατέρων επί τέκνα και απειθείς εν φρονήσει δικαίων ετοιμάσαι κυρίω λαόν κατεσκευασμένον

Luke 7:27

KJV: This is of whom it is written Behold I send my messenger before thy face which shall prepare thy way before thee
GK: ούτός εστι περί ου γέγραπται ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου

Hebrews 3:3

KJV: For this was counted worthy of more glory than Moses in asmuch as he who hath builded the house hath more honour than the house
GK: πλείονος γαρ δόξης ούτος παρά Μωϋσην ηξίωται καθ΄ όσον πλείονα τιμήν έχει του οίκου ο κατασκευάσας αυτόν

Hebrews 3:4

KJV: For every house is builded by some but he that built all things God
GK: πας γαρ οίκος κατασκευάζεται υπό τινος ο δε τα πάντα κατασκευάσας θεός

Hebrews 9:2

KJV: For there was a tabernacle made the first where in the candlestick and the table and the shewbread which is called the sanctuary
GK: σκηνή γαρ κατεσκευάσθη η πρώτη εν η η τε λυχνία και η τράπεζα και η πρόθεσις των άρτων ήτις λέγεται άγια

Hebrews 9:6

KJV: Now when these things were thus ordained the priests went always into the first tabernacle accomplishing the service
GK: τούτων δε ούτω κατεσκευασμένων εις μεν την πρώτην σκηνήν διά πάντος εισίασιν οι ιερείς τας λατρείας επιτελούντες

Hebrews 11:7

KJV: By faith Noah being warned of God of things not seen as yet moved with fear prepared an ark to the saving of his house by the which he condemned the world and became heir of the righteousness which is by faith
GK: πίστει χρηματισθείς Νώε περί των μηδέπω βλεπομένων ευλαβηθείς κατεσκεύασε κιβωτόν εις σωτηρίαν του οίκου αυτού δι΄ ης κατέκρινε τον κόσμον και της κατά πίστιν δικαιοσύνης εγένετο κληρονόμος

κατασκηνόω (lodge)

[edit]

Matthew 13:32

KJV: Which indeed is the least of all seeds but when it is grown it is the greatest among herbs and becometh a tree so that the birds of the air come and lodge in the branches thereof
GK: ο μικρότερον μεν εστι πάντων των σπερμάτων όταν δε αυξηθή μείζον των λαχάνων εστί και γίνεται δένδρον ώστε ελθείν τα πετεινά του ουρανού και κατασκηνούν εν τοις κλάδοις αυτού

Mark 4:32

KJV: But when it is sown it groweth up and becometh greater than all herbs and shooteth out great branches so that the fowls of the air may lodge under the shadow of it
GK: και όταν σπαρή αναβαίνει και γίνεται πάντων των λαχάνων μείζων και ποιεί κλάδους μεγάλους ώστε δύνασθαι υπό την σκιάν αυτού τα πετεινά του ουρανού κατασκηνούν

Luke 13:19

KJV: It is like a grain of mustard seed which a man took and cast into his garden and it grew and waxed a great tree and the fowls of the air lodged in the branches of it
GK: ομοία εστί κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού και ηύξησε και εγένετο εις δένδρον μέγα και τα πετεινά του ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοις κλάδοις αυτού

Acts 2:26

KJV: Therefore did my heart rejoice and my tongue was glad moreover also my flesh shall rest in hope
GK: διά τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ΄ ελπίδι

κατασκήνωσις (nest)

[edit]

Matthew 8:20

KJV: And Jesus saith unto him The foxes have holes and the birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
GK: και λέγει αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη

Luke 9:58

KJV: And Jesus said unto him Foxes have holes and birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
GK: και είπεν αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη

κατασκιάζω (shadow)

[edit]

Hebrews 9:5

KJV: And over it the cherubims of glory shadowing the mercyseat of which we can not now speak particularly
GK: υπεράνω δε αυτής χερουβίμ δόξης κατασκιάζοντα το ιλαστήριον περί ων ουκ έστι νυν λέγειν κατά μέρος

κατασκοπέω (spy out)

[edit]

Galatians 2:4

KJV: And that because of false brethren unawares brought in who came in privily to spy out our liberty which we have in Christ Jesus that they might bring us into bondage
GK: διά δε τους παρεισάκτους ψευδαδελφούς οίτινες παρεισήλθον κατασκοπήσαι την ελευθερίαν ημών ην έχομεν εν χριστώ Ιησού ίνα ημάς καταδουλώσωνται

κατάσκοπος (spy)

[edit]

Hebrews 11:31

KJV: By faith the harlot Rahab perished not with them that believed not when she had received the spies with peace
GK: πίστει Ραάβ η πόρνη ου συναπώλετο τοις απειθήσασι δεξαμένη τους κατασκόπους μετ΄ ειρήνης

κατασοφίζομαι (deal subtilly with)

[edit]

Acts 7:19

KJV: The same dealt subtilly with our kindred evil entreated our fathers so that they cast out their young children to the end they might not live
GK: ούτος κατασοφισάμενος το γένος ημών εκάκωσε τους πατέρας ημών του ποιείν έκθετα τα βρέφη αυτών εις το μη ζωογονείσθαι

καταστέλλω (appease)

[edit]

Acts 19:35

KJV: And when the townclerk had appeased the people he said men of Ephesus what man is there that knoweth not the city of the Ephesians is a worshipper of the great goddess Diana and of the which fell down from Jupiter
GK: καταστείλας δε ο γραμματεύς τον όχλον φησίν άνδρες Εφέσιοι τις γαρ εστιν άνθρωπος ος ου γινώσκει την Εφεσίων πόλιν νεωκόρον ούσαν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και του Διοπετούς

Acts 19:36

KJV: Seeing then that these things cannot be spoken against ye ought to be quiet and to do nothing rashly
GK: αναντιρρήτων ούν όντων τούτων δέον εστίν υμάς κατεσταλμένους υπάρχειν και μηδέν προπετές πράσσειν

κατάστημα (behaviour)

[edit]

Titus 2:3

KJV: The aged women likewise that in behaviour as becometh holiness not false accusers not given to much wine teachers of good things
GK: πρεσβύτιδας ωσαύτως εν καταστήματι ιεροπρεπείς μη διαβόλους μη οίνω πολλώ δεδουλωμένας καλοδιδασκάλους

καταστολή (apparel)

[edit]

1 Timothy 2:9

KJV: In like manner also that women adorn themselves in modest apparel with shamefacedness and sobriety not with broided hair or gold or pearls or costly array
GK: ωσαύτως και τας γυναίκας εν καταστολή κοσμίω μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν η χρυσώ η μαργαρίταις η ιματισμώ πολυτελεί

καταστρέφω (overthrow)

[edit]

Matthew 21:12

KJV: And Jesus went into the temple of God and cast out all them that sold and bought in the temple and overthrew the tables of the moneychangers and the seats of them that sold doves
GK: και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς

Mark 11:15

KJV: And they come to Jerusalem and Jesus went into the temple and began to cast out them that sold and bought in the temple and overthrew the tables of the moneychangers and the seats of them that sold doves
GK: και έρχονται εις Ιεροσόλυμα και εισελθών ο Ιησούς εις το ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ και τας τραπέζας των κολλυβιστών και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς κατέστρεψε

καταστρηνιάω (begin to wax wanton against)

[edit]

1 Timothy 5:11

KJV: But the younger widows refuse for when they have begun to wax wanton against Christ they will marry
GK: νεωτέρας δε χήρας παραιτού όταν γαρ καταστρηνιάσωσι του χριστού γαμείν θέλουσιν

καταστροφή (overthrow)

[edit]

2 Timothy 2:14

KJV: Of these things put in remembrance charging before the Lord that they strive not about words to no profit to the subverting of the hearers
GK: ταύτα υπομίμνησκε διαμαρτυρόμενος ενώπιον του κυρίου μη λογομαχείν εις ουδέν χρήσιμον επί καταστροφή των ακουόντων

2 Peter 2:6

KJV: And turning the cities of Sodom and Gomorrha into ashes condemned with an overthrow making an ensample unto those that after should live ungodly
GK: και πόλεις Σοδόμων και Γομόρρας τεφρώσας καταστροφή κατέκρινεν υπόδειγμα μελλόντων ασεβείν τεθεικώς

καταστρώννυμι (overthrow)

[edit]

1 Corinthians 10:5

KJV: But with many of them God was not well pleased for they were overthrown in the wilderness
GK: αλλ΄ ουκ εν τοις πλείοσιν αυτών ευδόκησεν ο θεός κατεστρώθησαν γαρ εν τη ερήμω

κατασύρω (hale)

[edit]

Luke 12:58

KJV: When thou goest with thine adversary to the magistrate in the way give diligence that thou mayest be delivered from him lest he hale thee to the judge and the judge deliver thee to the officer and the officer cast thee into prison
GK: ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ΄ άρχοντα εν τη οδώ δος εργασίαν απηλλάχθαι απ΄ αυτού μήποτε κατασύρη σε προς τον κριτήν και ο κριτής σε παραδώ τω πράκτορι και ο πράκτωρ σε βάλλη εις φυλακήν

κατασφάζω (slay)

[edit]

Luke 19:27

KJV: But those mine enemies which would not that I should reign over them bring hither and slay before me
GK: πλην τους εχθρούς μου εκείνους τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ΄ αυτούς αγάγετε ώδε και κατασφάξατε έμπροσθέν μου

κατασφραγίζω (seal)

[edit]

Revelation 5:1

KJV: And I saw in the right hand of him that sat on the throne a book written within and on the backside sealed with seven seals
GK: και είδον επί την δεξιάν του καθημένου επί του θρόνου βιβλίον γεγραμμένον έσωθεν και έξωθεν κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά

κατάσχεσις (possession)

[edit]

Acts 7:5

KJV: And he gave him none inheritance in it no, not to set his foot on yet he promised that he would give it to him for a possession and to his seed after him when he had no child
GK: και ουκ έδωκεν αυτώ κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός και επηγγείλατο δούναι αυτώ εις κατάσχεσιν αυτήν και τω σπέρματι αυτού μετ΄ αυτόν ουκ όντος αυτώ τέκνου

Acts 7:45

KJV: Which also our fathers that came after brought in with Jesus into the possession of the Gentiles whom God drave out before the face of our fathers unto the days of David
GK: ην και εισήγαγον διαδεξάμενοι οι πατέρες ημών μετά Ιησού εν τη κατασχέσει των εθνών ων εξώσεν ο θεός από προσώπου των πατέρων ημών έως των ημερών Δαβίδ

κατατίθημι (do)

[edit]

Mark 15:46

KJV: And he bought fine linen and took him down and wrapped him in the linen and laid him in a sepulchre which was hewn out of a rock and rolled a stone unto the door of the sepulchre
GK: και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω ο ην λελατομημένον εκ πέτρας και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου

Acts 24:27

KJV: But after two years Porcius Festus came into Felix’ room and Felix willing to shew the Jews a pleasure left Paul bound
GK: διετίας δε πληρωθείσης έλαβε διάδοχον ο Φήλιξ Πόρκιον Φήστον θέλων τε χάριτας καταθέσθαι τοις Ιουδαίοις ο Φήλιξ κατέλιπε τον Παύλον δεδεμένον

Acts 25:9

KJV: But Festus willing to do the Jews a pleasure answered Paul and said Wilt thou go up to Jerusalem and there be judged of these things before me
GK: ο Φήστος δε τοις Ιουδαίοις θέλων χάριν καταθέσθαι αποκριθείς τω Παύλω είπε θέλεις εις Ιεροσόλυμα αναβάς εκεί περί τούτων κρίνεσθαι επ΄ εμού

κατατομή (concision)

[edit]

Philippians 3:2

KJV: Beware of dogs beware of evil workers beware of the concision
GK: βλέπετε τους κύνας βλέπετε τους κακούς εργάτας βλέπετε την κατατομήν

κατατοξεύω (thrust through)

[edit]

Hebrews 12:20

KJV: For they could not endure that which was commanded And if so much as a beast touch the mountain it shall be stoned or thrust through with a dart
GK: ουκ έφερον γαρ το διαστελλόμενον καν θηρίον θίγη του όρους λιθοβοληθήσεται η βολίδι κατατοξευθήσεται

κατατρέχω (run down)

[edit]

Acts 21:32

KJV: Who immediately took soldiers and centurions and ran down unto them and when they saw the chief captain and the soldiers they left beating of Paul
GK: ος εξαυτής παραλαβών στρατιώτας και εκατοντάρχους κατέδραμεν επ΄ αυτούς οι δε ιδόντες τον χιλίαρχον και τους στρατιώτας επαύσαντο τύπτοντες τον Παύλον

καταφέρω (fall)

[edit]

Acts 20:9

KJV: And there sat in a window a certain young man named Eutychus being fallen into a deep sleep and as Paul was long preaching he sunk down with sleep and fell down from the third loft and was taken up dead
GK: καθήμενος δε τις νεανίας ονόματι Εύτυχος επί της θυρίδος καταφερόμενος ύπνω βαθεί διαλεγομένου του Παύλου επί πλείον κατενεχθείς από του ύπνου έπεσεν από του τριστέγου κάτω και ήρθη νεκρός

Acts 26:10

KJV: Which thing I also did in Jerusalem and many of the saints did I shut up in prison having received authority from the chief priests and when they were put to death I gave my voice against
GK: ο και εποίησα εν Ιεροσολύμοις και πολλούς των αγίων εγώ φυλακαίς κατέκλεισα την παρά των αρχιερέων εξουσίαν λαβών αναιρουμένων τε αυτών κατήνεγκα ψήφον

καταφεύγω (flee)

[edit]

Acts 14:6

KJV: They were ware of and fled unto Lystra and Derbe cities of Lycaonia and unto the region that lieth round about
GK: συνιδόντες κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας Λύστραν και Δέρβην και την περίχωρον

Hebrews 6:18

KJV: That by two immutable things in which impossible for God to lie we might have a strong consolation who have fled for refuge to lay hold upon the hope set before us
GK: ίνα διά δύο πραγμάτων αμεταθέτων εν οις αδύνατον ψεύσασθαι θεόν ισχυράν παράκλησιν έχωμεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος

καταφθείρω (corrupt)

[edit]

2 Timothy 3:8

KJV: Now as Jannes and Jambres withstood Moses so do these also resist the truth men of corrupt minds reprobate concerning the faith
GK: ον τρόπον δε Ιαννής και Ιαμβρής αντέστησαν Μωϋσει ούτω και ούτοι ανθίστανται τη αληθεία άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν αδόκιμοι περί την πίστιν

2 Peter 2:12

KJV: But these as natural brute beasts made to be taken and destroyed speak evil of the things that they understand not and shall utterly perish in their own corruption
GK: ούτοι δε ως άλογα ζώα φυσικά γεγεννημένα εις άλωσιν και φθοράν εν οις αγνοούσι βλασφημούντες εν τη φθορά αυτών καταφθαρήσονται

καταφιλέω (kiss)

[edit]

Matthew 26:49

KJV: And forthwith he came to Jesus and said Hail master and kissed him
GK: και ευθέως προσελθών τω Ιησού είπε χαίρε ραββί και κατεφίλησεν αυτόν

Mark 14:45

KJV: And as soon as he was come he goeth straightway to him and saith Master master and kissed him
GK: και ελθών ευθέως προσελθών αυτώ λέγει αυτώ ραββί ραββί και κατεφίλησεν αυτόν

Luke 7:38

KJV: And stood at his feet behind weeping and began to wash his feet with tears and did wipe with the hairs of her head and kissed his feet and anointed with the ointment
GK: και στάσα παρά τους πόδας αυτού οπίσω κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω

Luke 7:45

KJV: Thou gavest me no kiss but this woman since the time I came in hath not ceased to kiss my feet
GK: φίλημά μοι ουκ έδωκας αύτη δε αφ΄ ης εισήλθον ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας

Luke 15:20

KJV: And he arose and came to his father But when he was yet a great way off his father saw him and had compassion and ran and fell on his neck and kissed him
GK: και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν

Acts 20:37

KJV: And they all wept sore and fell on Paul’s neck and kissed him
GK: ικανός δε εγένετο κλαυθμός πάντων και επιπεσόντες επί τον τράχηλον του Παύλου κατεφίλουν αυτόν

καταφρονέω (despise)

[edit]

Matthew 6:24

KJV: No man can serve two masters for either he will hate the one and love the other or else he will hold to the one and despise the other Ye cannot serve God and mammon
GK: ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν η γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει η ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει ου δύνασθε θεώ δουλεύειν και μαμμωνά

Matthew 18:10

KJV: Take heed that ye despise not one of these little ones for I say unto you That in heaven their angels do always behold the face of my Father which is in heaven
GK: οράτε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς διά βλέπουσιν το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανοίς

Luke 16:13

KJV: No servant can serve two masters for either he will hate the one and love the other or else he will hold to the one and despise the other Ye cannot serve God and mammon
GK: ουδείς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν η γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει η ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει ου δύνασθε θεώ δουλεύειν και μαμωνά

Romans 2:4

KJV: Or despisest thou the riches of his goodness and forbearance and longsuffering not knowing that the goodness of God leadeth thee to repentance
GK: η του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς αγνοών ότι το χρηστόν του θεού εις μετάνοιάν σε άγει

1 Corinthians 11:22

KJV: What have ye not houses to eat and to drink in or despise ye the church of God and shame them that have not What shall I say to you shall I praise you in this I praise not
GK: μη γαρ οικίας ουκ έχετε εις το εσθίειν και πίνειν η της εκκλησίας του θεού καταφρονείτε και καταισχύνετε τους μη έχοντας τι υμίν είπω επαινέσω υμάς εν τούτω ουκ επαινώ

1 Timothy 4:12

KJV: Let no man despise thy youth but be thou an example of the believers in word in conversation in charity in spirit in faith in purity
GK: μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω αλλά τύπος γίνου των πιστών εν λόγω εν αναστροφή εν αγάπη εν πνεύματι εν πίστει εν αγνεία

1 Timothy 6:2

KJV: And they that have believing masters let them not despise because they are brethren but rather do service because they are faithful and beloved partakers of the benefit These things teach and exhort
GK: οι δε πιστούς έχοντες δεσπότας μη καταφρονείτωσαν ότι αδελφοί εισιν αλλά μάλλον δουλευέτωσαν ότι πιστοί εισι και αγαπητοί οι της ευεργεσίας αντιλαμβανόμενοι ταύτα δίδασκε και παρακάλει

Hebrews 12:2

KJV: Looking unto Jesus the author and finisher of faith who for the joy that was set before him endured the cross despising the shame and is set down at the right hand of the throne of God
GK: αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν ος αντί της προκειμένης αυτώ χαράς υπέμεινε σταυρόν αισχύνης καταφρονήσας εν δεξιά τε του θρόνου του θεού κεκάθικεν

2 Peter 2:10

KJV: But chiefly them that walk after the flesh in the lust of uncleanness and despise government Presumptuous selfwilled they are not afraid to speak evil of dignities
GK: μάλιστα δε τους οπίσω σαρκός εν επιθυμία μιασμού πορευομένους και κυριότητος καταφρονούντας τολμηταί αυθάδεις δόξας ου τρέμουσι βλασφημούντες

καταφρονητής (despiser)

[edit]

Acts 13:41

KJV: Behold ye despisers and wonder and perish for I work a work in your days a work which ye shall in no wise believe though a man declare it unto you
GK: ίδετε οι καταφρονηταί και θαυμάσατε και αφανίσθητε ότι έργον εγώ εργάζομαι εν ταις ημέραις υμών ο ου πιστεύσητε εάν τις εκδιηγήται υμίν

καταχέω (pour)

[edit]

Matthew 26:7

KJV: There came unto him a woman having an alabaster box of very precious ointment and poured it on his head as he sat
GK: προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου

Mark 14:3

KJV: And being in Bethany in the house of Simon the leper as he sat at meat there came a woman having an alabaster box of ointment of spikenard very precious and she brake the box and poured on his head
GK: και όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού κατακειμένου αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς και συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής

καταχθόνιος (under the earth)

[edit]

Philippians 2:10

KJV: That at the name of Jesus every knee should bow of in heaven and in earth and under the earth
GK: ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων

καταχράομαι (abuse)

[edit]

1 Corinthians 7:31

KJV: And they that use this world as not abusing for the fashion of this world passeth away
GK: και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου

1 Corinthians 9:18

KJV: What is my reward then that when I preach the gospel I may make the gospel of Christ without charge that I abuse not my power in the gospel
GK: τις ούν μοι εστιν ο μισθός ίνα ευαγγελιζόμενος αδάπανον θήσω το ευαγγέλιον του χριστού εις το μη καταχρήσασθαι τη εξουσία μου εν τω ευαγγελίω

καταψύχω (cool)

[edit]

Luke 16:24

KJV: And he cried and said Father Abraham have mercy on me and send Lazarus that he may dip the tip of his finger in water and cool my tongue for I am tormented in this flame
GK: και αυτός φωνήσας είπε πάτερ Αβραάμ ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύχη την γλώσσάν μου ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη

κατείδωλος (wholly given to idolatry)

[edit]

Acts 17:16

KJV: Now while Paul waited for them at Athens his spirit was stirred in him when he saw the city wholly given to idolatry
GK: εν δε ταις Αθήναις εκδεχομένου αυτούς του Παύλου παρωξύνετο το πνεύμα αυτού εν αυτώ θεωρούντι κατείδωλον ούσαν την πόλιν

κατέναντι (before)

[edit]

Mark 11:2

KJV: And saith unto them Go your way into the village over against you and as soon as ye be entered into it ye shall find a colt tied whereon never man sat loose him and bring
GK: και λέγει αυτοίς υπάγετε εις την κώμην κατέναντι υμών και ευθέως εισπορευόμενοι εις αυτή ευρήσετε πώλον δεδεμένον εφ΄ ον ουδείς ανθρώπων κεκάθικε λύσαντες αυτόν αγάγετε

Mark 12:41

KJV: And Jesus sat over against the treasury and beheld how the people cast money into the treasury and many that were rich cast in much
GK: και καθίσας ο Ιησούς κατέναντι του γαζοφυλακίου εθεώρει πως ο όχλος βάλλει χαλκόν εις το γαζοφυλάκιον και πολλοί πλούσιοι έβαλλον πολλά

Mark 13:3

KJV: And as he sat upon the mount of Olives over against the temple Peter and James and John and Andrew asked him privately
GK: και καθημένου αυτού εις το όρος των ελαιών κατέναντι του ιερού επηρώτων αυτόν κατ΄ ιδίαν Πέτρος και Ιάκωβος και Ιωάννης και Ανδρέας

Luke 19:30

KJV: Saying Go ye into the village over against in the which at your entering ye shall find a colt tied whereon yet never man sat loose him and bring
GK: ειπών υπάγετε εις την κατέναντι κώμην εν η εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον εφ΄ ον ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισε λύσαντες αυτόν αγάγετε

Romans 4:17

KJV: As it is written I have made thee a father of many nations before him whom he believed God who quickeneth the dead and calleth those things which be not as though they were
GK: καθώς γέγραπται ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε κατέναντι ου επίστευσε θεού του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως όντα

κατενώπιον (before (the presence of))

[edit]

2 Corinthians 2:17

KJV: For we are not as many which corrupt the word of God but as of sincerity but as of God in the sight of God speak we in Christ
GK: ου γαρ εσμεν ως οι λοιποί καπηλεύοντες τον λόγον του θεού αλλ΄ ως εξ ειλικρινείας αλλ΄ ως εκ θεού κατενώπιον του θεού εν χριστώ λαλούμεν

2 Corinthians 12:19

KJV: Again think ye that we excuse ourselves unto you we speak before God in Christ but all things dearly beloved for your edifying
GK: πάλιν δοκείτε ότι υμίν απολογούμεθα κατενώπιον του θεού εν χριστώ λαλούμεν τα δε πάντα αγαπητοί υπέρ της υμών οικοδομής

Ephesians 1:4

KJV: According as he hath chosen us in him before the foundation of the world that we should be holy and without blame before him in love
GK: καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού εν αγάπη

Colossians 1:22

KJV: In the body of his flesh through death to present you holy and unblameable and unreproveable in his sight
GK: εν τω σώματι της σαρκός αυτού διά του θανάτου παραστήσαι υμάς αγίους και αμώμους και ανεγκλήτους κατενώπιον αυτού

Jude 1:24

KJV: Now unto him that is able to keep you from falling and to present faultless before the presence of his glory with exceeding joy
GK: τω δε δυναμένω φυλάξαι αυτούς απταίστους και στήσαι κατενώπιον της δόξης αυτού αμώμους εν αγαλλιάσει

κατεξουσιάζω (exercise authority)

[edit]

Matthew 20:25

KJV: But Jesus called them and said Ye know that the princes of the Gentiles exercise dominion over them and they that are great exercise authority upon them
GK: ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς είπεν οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών

Mark 10:42

KJV: But Jesus called them and saith unto them Ye know that they which are accounted to rule over the Gentiles exercise lordship over them and their great ones exercise authority upon them
GK: ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσίαζουσιν αυτών

κατεργάζομαι (cause)

[edit]

Romans 1:27

KJV: And likewise also the men leaving the natural use of the woman burned in their lust one toward another men with men working that which is unseemly and receiving in themselves that recompence of their error which was meet
GK: ομοίως τε και οι άρρενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες

Romans 2:9

KJV: Tribulation and anguish upon every soul of man that doeth evil of the Jew first and also of the Gentile
GK: θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν Ιουδαίου τε πρώτον και Έλληνος

Romans 4:15

KJV: Because the law worketh wrath for where no law is no transgression
GK: ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται ου γαρ ουκ έστι νόμος ουδέ παράβασις

Romans 5:3

KJV: And not only but we glory in tribulations also knowing that tribulation worketh patience
GK: ου μόνον δε αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται

Romans 7:8

KJV: But sin taking occasion by the commandment wrought in me all manner of concupiscence For without the law sin dead
GK: αφορμήν δε λαβούσα η αμαρτία διά της εντολής κατειργάσατο εν εμοί πάσαν επιθυμίαν χωρίς γαρ νόμου αμαρτία νεκρά

Romans 7:13

KJV: Was then that which is good made death unto me God forbid But sin that it might appear sin working death in me by that which is good that sin by the commandment might become exceeding sinful
GK: το ούν αγαθόν εμοί γέγονε θάνατος μη γένοιτο αλλά η αμαρτία ίνα φανή αμαρτία διά του αγαθού μοι κατεργαζομένη θάνατον ίνα γένηται καθ΄ υπερβολήν αμαρτωλός η αμαρτία διά της εντολής

Romans 7:15

KJV: For that which I do I allow not for what I would that do I not but what I hate that do I
GK: ο γαρ κατεργάζομαι ου γινώσκω ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω αλλ΄ ο μισώ τούτο ποιώ

Romans 7:17

KJV: Now then it is no more I that do it but sin that dwelleth in me
GK: νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό αλλ΄ οικούσα εν εμοί αμαρτία

Romans 7:18

KJV: For I know that in me that is in my flesh dwelleth no good thing for to will is present with me but to perform that which is good I find not
GK: οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί τουτ΄ εν τη σαρκί μου αγαθόν το γαρ θέλειν παράκειταί μοι το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω

κατέρχομαι (come (down))

[edit]

Luke 4:31

KJV: And came down to Capernaum a city of Galilee and taught them on the sabbath days
GK: και κατήλθεν εις Καπερναούμ πόλιν της Γαλιλαίας και ην διδάσκων αυτούς εν τοις σάββασι

Luke 9:37

KJV: And it came to pass, that on the next day when they were come down from the hill much people met him
GK: εγένετο δε εν τη εξής ημέρα κατελθόντων αυτών από του όρους συνήντησεν αυτώ όχλος πολύς

Acts 8:5

KJV: Then Philip went down to the city of Samaria and preached Christ unto them
GK: Φίλιππος δε κατελθών εις πόλιν της Σαμαρείας εκήρυσσεν αυτοίς τον χριστόν

Acts 9:32

KJV: And it came to pass as Peter passed throughout all he came down also to the saints which dwelt at Lydda
GK: εγένετο δε Πέτρον διερχόμενον διά πάντων κατελθείν και προς τους αγίους τους κατοικούντας Λύδδαν

Acts 11:27

KJV: And in these days came prophets from Jerusalem unto Antioch
GK: εν ταύταις δε ταις ημέραις κατήλθον από Ιεροσολύμων προφήται εις Αντιόχειαν

Acts 12:19

KJV: And when Herod had sought for him and found him not he examined the keepers and commanded that should be put to death And he went down from Judæa to Cæsarea and abode
GK: Ηρώδης επιζητήσας αυτόν και μη ευρών ανακρίνας τους φύλακας εκέλευσεν απαχθήναι και κατελθών από της Ιουδαίας εις την Καισάρειαν διέτριβεν

Acts 13:4

KJV: So they being sent forth by the Holy Ghost departed unto Seleucia and from thence they sailed to Cyprus
GK: ούτοι μεν ούν εκπεμφθέντες υπό του πνεύματος του αγίου κατήλθον εις την Σελεύκειαν εκείθέν τε απέπλευσαν εις την Κύπρον

Acts 15:1

KJV: And certain men which came down from Judæa taught the brethren Except ye be circumcised after the manner of Moses ye cannot be saved
GK: και τινες κατελθόντες από της Ιουδαίας εδίδασκον τους αδελφούς ότι εάν μη περιτέμνησθε τω έθει Μωϋσέως ου δύνασθε σωθήναι

Acts 18:5

KJV: And when Silas and Timotheus were come from Macedonia Paul was pressed in the spirit and testified to the Jews Jesus Christ
GK: ως δε κατήλθον από της Μακεδονίας ο τε Σίλας και οι Τιμόθεος συνείχετο τω πνεύματι ο Παύλος διαμαρτυρόμενος τοις Ιουδαίοις τον χριστόν Ιησούν

κατεσθίω (devour)

[edit]

Matthew 13:4

KJV: And when he sowed some fell by the way side and the fowls came and devoured them up
GK: και εν τω σπείρειν αυτόν α μεν έπεσε παρά την οδόν και ήλθε τα πετεινά και κατέφαγεν αυτά

Matthew 23:14

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye devour widows’ houses and for a pretence make long prayer therefore ye shall receive the greater damnation
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν

Mark 4:4

KJV: And it came to pass as he sowed some fell by the way side and the fowls of the air came and it up
GK: και εγένετο εν τω σπείρειν ο μεν έπεσε παρά την οδόν και ήλθε τα πετεινά του ουρανού και κατέφαγεν αυτό

Mark 12:40

KJV: Which devour widows’ houses and for a pretence make long prayers these shall receive greater damnation
GK: οι κατεσθίοντες τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα

Luke 8:5

KJV: A sower went out to sow his seed and as he sowed some fell by the way side and it was trodden down and the fowls of the air devoured it
GK: εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον εαυτού και εν τω σπείρειν αυτόν ο μεν έπεσε παρά την οδόν και κατεπατήθη και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγεν αυτό

Luke 15:30

KJV: But as soon as this thy son was come which hath devoured thy living with harlots thou hast killed for him the fatted calf
GK: ότε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών ήλθεν έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν

Luke 20:47

KJV: Which devour widows’ houses and for a shew make long prayers the same shall receive greater damnation
GK: οι κατεσθίουσι τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσεύχονται ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα

John 2:17

KJV: And his disciples remembered that it was written The zeal of thine house hath eaten me up
GK: εμνήσθησαν δε οι μαθηταί αυτού ότι γεγραμμένον εστίν ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγε με

2 Corinthians 11:20

KJV: For ye suffer if a man bring you into bondage if a man devour if a man take if a man exalt himself if a man smite you on the face
GK: ανέχεσθε γαρ ει υμάς καταδουλοί ει κατεσθίει ει λαμβάνει ει επαίρεται ει υμάς εις πρόσωπον δέρει

κατευθύνω (guide)

[edit]

Luke 1:79

KJV: To give light to them that sit in darkness and the shadow of death to guide our feet into the way of peace
GK: επιφάναι τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις του κατευθύναι τους πόδας ημών εις οδόν ειρήνης

1 Thessalonians 3:11

KJV: Now God himself and our Father and our Lord Jesus Christ direct our way unto you
GK: αυτός δε ο θεός και πατήρ ημών και ο κύριος ημών Ιησούς χριστός κατευθύναι την οδόν ημών προς υμάς

2 Thessalonians 3:5

KJV: And the Lord direct your hearts into the love of God and into the patient waiting for Christ
GK: ο δε κύριος κατεύθυναι υμών τας καρδίας εις την αγάπην του θεού και εις την υπομονήν του χριστού

κατεφίστημι (make insurrection against)

[edit]

Acts 18:12

KJV: And when Gallio was the deputy of Achaia the Jews made insurrection with one accord against Paul and brought him to the judgment seat
GK: Γαλλίωνος δε ανθυπατεύοντος της Αχαϊας κατεπέστησαν ομοθυμαδόν οι Ιουδαίοι τω Παύλω και ήγαγον αυτόν επί το βήμα

κατέχω (have)

[edit]

Matthew 21:38

KJV: But when the husbandmen saw the son they said among themselves This is the heir come let us kill him and let us seize on his inheritance
GK: οι δε γεωργοί ιδόντες τον υιόν είπον εν εαυτοίς ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και κατάσχωμεν την κληρονομίαν αυτού

Luke 4:42

KJV: And when it was day he departed and went into a desert place and the people sought him and came unto him and stayed him that he should not depart from them
GK: γενομένης δε ημέρας εξελθών επορεύθη εις έρημον τόπον και οι όχλοι εζήτουν αυτόν και ήλθον έως αυτού και κατείχον αυτόν του μη πορεύεσθαι απ΄ αυτών

Luke 8:15

KJV: But that on the good ground are they which in an honest and good heart having heard the word keep and bring forth fruit with patience
GK: το εν τη καλή γη ούτοί εισιν οίτινες εν καρδία καλή και αγαθή ακούσαντες τον λόγον κατέχουσι και καρποφορούσιν εν υπομονή

Luke 14:9

KJV: And he that bade thee and him come say to thee Give this man place and thou begin with shame to take the lowest room
GK: και ελθών ο σε και αυτόν καλέσας ερεί σοι δος τούτω τόπον και τότε άρξη μετ΄ αισχύνης τον έσχατον τόπον κατέχειν

John 5:4

KJV: For an angel went down at a certain season into the pool and troubled the water whosoever then first after the troubling of the water stepped in was made whole of whatsoever disease he had
GK: άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και ετάρασσε το ύδωρ ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι

Acts 27:40

KJV: And when they had taken up the anchors they committed unto the sea and loosed the rudder bands and hoised up the mainsail to the wind and made toward shore
GK: και τας αγκύρας περιελόντες είων εις την θάλασσαν άμα ανέντες τας ζευκτηρίας των πηδαλίων και επάραντες τον αρτεμώνα τη πνεούση κατείχον εις τον αιγιαλόν

Romans 1:18

KJV: For the wrath of God is revealed from heaven against all ungodliness and unrighteousness of men who hold the truth in unrighteousness
GK: αποκαλύπτεται γαρ οργή θεού απ΄ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων

Romans 7:6

KJV: But now we are delivered from the law that being dead wherein we were held that we should serve in newness of spirit and not the oldness of the letter
GK: νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος

1 Corinthians 7:30

KJV: And they that weep as though they wept not and they that rejoice as though they rejoiced not and they that buy as though they possessed not
GK: και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες και οι χαίροντες ως μη χαίροντες και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες

κατηγορέω (accuse)

[edit]

Matthew 12:10

KJV: And behold there was a man which had hand withered And they asked him saying Is it lawful to heal on the sabbath days that they might accuse him
GK: και ιδού άνθρωπος ην την χείρα έχων ξηράν και επηρώτησαν αυτόν λέγοντες ει έξεστι τοις σάββασι θεραπεύειν ίνα κατηγορήσωσιν αυτού

Matthew 27:12

KJV: And when he was accused of the chief priests and elders he answered nothing
GK: και εν τω κατηγορείσθαι αυτόν υπό των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων ουδέν απεκρίνατο

Mark 3:2

KJV: And they watched him whether he would heal him on the sabbath day that they might accuse him
GK: και παρετήρουν αυτόν ει τοις σάββασι θεραπεύσει αυτόν ίνα κατηγορήσωσιν αυτού

Mark 15:3

KJV: And the chief priests accused him of many things
GK: και κατηγόρουν αυτού οι αρχιερείς πολλά αυτός δε ουδέν απεκρίνατο

Luke 11:54

KJV: Laying wait for him and seeking to catch something out of his mouth that they might accuse him
GK: ενεδρεύοντες αυτόν ζητούντες θηρεύσαί τι εκ του στόματος αυτού ίνα κατηγορήσωσιν αυτού

Luke 23:2

KJV: And they began to accuse him saying We found this perverting the nation and forbidding to give tribute to Cæsar saying that he himself is Christ a King
GK: ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι

Luke 23:10

KJV: And the chief priests and scribes stood and vehemently accused him
GK: ειστήκεισαν δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς ευτόνως κατηγορούντες αυτού

Luke 23:14

KJV: Said unto them Ye have brought this man unto me as one that perverteth the people and behold I having examined before you have found no fault in this man touching those things whereof ye accuse him
GK: είπεν προς αυτούς προσηνέγκατέ μοι τον άνθρωπον τούτον ως αποστρέφοντα τον λαόν και ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ΄ αυτού

John 5:45

KJV: Do not think that I will accuse you to the Father there is that accuseth you Moses in whom ye trust
GK: μη δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών προς τον πάτερα έστιν ο κατηγορών υμών Μωσής εις ον υμείς ηλπίκατε

κατηγορία (accusation (X -ed))

[edit]

Luke 6:7

KJV: And the scribes and Pharisees watched him whether he would heal on the sabbath day that they might find an accusation against him
GK: παρετήρουν δε αυτόν οι γραμματείς και οι Φαραισαίοι ει εν τω σαββάτω θεραπεύσει αυτόν ίνα εύρωσι κατηγορίαν αυτού

John 18:29

KJV: Pilate then went out unto them and said What accusation bring ye against this man
GK: εξήλθεν ουν ο Πιλάτος προς αυτούς και είπε τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου

1 Timothy 5:19

KJV: Against an elder receive not an accusation but before two or three witnesses
GK: κατά πρεσβυτέρου κατηγορίαν μη παραδέχου εκτός ει επί δύο η τριών μαρτύρων

Titus 1:6

KJV: If any be blameless the husband of one wife having faithful children not accused of riot or unruly
GK: ει εστιν ανέγκλητος μιάς γυναικός ανήρ τέκνα έχων πιστά μη εν κατηγορία ασωτίας η ανυπότακτα

κατήγορος (accuser)

[edit]

John 8:10

KJV: When Jesus had lifted up himself and saw none but the woman he said unto her Woman where are those thine accusers hath no man condemned thee
GK: ανακύψας δε ο Ιησούς και μηδένα θεασάμενος πλην της γυναικός είπεν αυτή γυνη που εισιν εκείνοι οι κατήγοροί σου ουδείς σε κατέκρινεν

Acts 23:30

KJV: And when it was told me how that the Jews laid wait for the man I sent straightway to thee and gave commandment to his accusers also to say before thee what against him Farewell
GK: μηνυθείσης δε μοι επιβουλής εις τον άνδρα μέλλειν έσεσθαι υπό των Ιουδαίων εξαυτής έπεμψα προς σε παραγγείλας και τοις κατηγόροις λέγειν τα προς αυτόν επί σου έρρωσο

Acts 23:35

KJV: I will hear thee said he when thine accusers are also come And he commanded him to be kept in Herod’s judgment hall
GK: διακούσομαί σου έφη όταν και οι κατήγοροί σου παραγένωνται εκέλευσέ τε αυτόν εν τω πραιτωρίω Ηρώδου φυλάσσεσθαι

Acts 24:8

KJV: Commanding his accusers to come unto thee by examining of whom thyself mayest take knowledge of all these things whereof we accuse him
GK: κελεύσας τους κατηγόρους αυτού έρχεσθαι παρ΄ ου δυνήση αυτός ανακρίνας περί πάντων τούτων επιγνώναι ων ημείς κατηγορούμεν αυτού

Acts 25:16

KJV: To whom I answered It is not the manner of the Romans to deliver any man to die before that he which is accused have the accusers face to face and have licence to answer for himself concerning the crime laid against him
GK: προς ους απεκρίθην ότι ουκ έστιν έθος Ρωμαίοις χαρίζεσθαί τινα άνθρωπον εις απώλειαν πριν η ο κατηγορούμενος κατά πρόσωπον έχοι τους κατηγόρους τόπον τε απολογίας λάβοι περί του εγκλήματος

Acts 25:18

KJV: Against whom when the accusers stood up they brought none accusation of such things as I supposed
GK: περί ου σταθέντες οι κατήγοροι ουδεμίαν αιτίαν επέφερον ον υπενόουν εγώ

Revelation 12:10

KJV: And I heard a loud voice saying in heaven Now is come salvation and strength and the kingdom of our God and the power of his Christ for the accuser of our brethren is cast down which accused them before our God day and night
GK: και ήκουσα φωνήν μεγάλην εν τω ουρανώ λέγουσαν άρτι εγένετο η σωτηρία και η δύναμις και η βασιλεία του θεού ημών και η εξουσία του χριστού αυτού ότι κατεβλήθη ο κατήγορος των αδελφών ημών ο κατηγορών αυτων ενώπιον του θεού ημών ημέρας και νυκτός

κατήφεια (heaviness)

[edit]

James 4:9

KJV: Be afflicted and mourn and weep let your laughter be turned to mourning and joy to heaviness
GK: ταλαιπωρήσατε και πενθήσατε και κλαύσατε ο γέλως υμών εις πένθος μεταστραφήτω και η χαρά εις κατήφειαν

κατηχέω (inform)

[edit]

Luke 1:4

KJV: That thou mightest know the certainty of those things wherein thou hast been instructed
GK: ίνα επιγνώς περί ων κατηχήθης λόγων την ασφάλειαν

Acts 18:25

KJV: This man was instructed in the way of the Lord and being fervent in the spirit he spake and taught diligently the things of the Lord knowing only the baptism of John
GK: ούτος ην κατηχημένος την οδόν του κυρίου και ζέων τω πνεύματι ελάλει και εδίδασκεν ακριβώς τα περί του κυρίου επιστάμενος μόνον το βάπτισμα Ιωάννου

Acts 21:21

KJV: And they are informed of thee that thou teachest all the Jews which are among the Gentiles to forsake Moses saying that they ought not to circumcise children neither to walk after the customs
GK: κατηχήθησαν δε περί σου ότι αποστασίαν διδάσκεις από Μωυσέως τους κατά τα έθνη πάντας Ιουδαίους λέγων μη περιτέμνειν αυτούς τα τέκνα μηδέ τοις έθεσι περιπατείν

Acts 21:24

KJV: Them take and purify thyself with them and be at charges with them that they may shave heads and all may know that those things whereof they were informed concerning thee are nothing but thou thyself also walkest orderly and keepest the law
GK: τούτους παραλαβών αγνίσθητι συν αυτοίς και δαπάνησον επ΄ αυτοίς ίνα ξυρήσωνται την κεφαλήν και γνώσι πάντες ότι ων κατήχηνται περί σου ουδέν εστιν αλλά στοιχείς και αυτός τον νόμον φυλάσσων

Romans 2:18

KJV: And knowest will and approvest the things that are more excellent being instructed out of the law
GK: και γινώσκεις το θέλημα και δοκιμάζεις τα διαφέροντα κατηχούμενος εκ του νόμου

1 Corinthians 14:19

KJV: Yet in the church I had rather speak five words with my understanding that I might teach others also than ten thousand words in an tongue
GK: αλλ΄ εν εκκλησία θέλω πέντε λογούς διά του νοός μου λαλήσαι ίνα και άλλους κατηχήσω η μυρίους λόγους εν γλώσση

Galatians 6:6

KJV: Let him that is taught in the word communicate unto him that teacheth in all good things
GK: κοινωνείτω δε ο κατηχούμενος τον λόγον τω κατηχούντι εν πάσιν αγαθοίς

κατιόω (canker)

[edit]

James 5:3

KJV: Your gold and silver is cankered and the rust of them shall be a witness against you and shall eat your flesh as it were fire Ye have heaped treasure together for the last days
GK: ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τας σάρκας υμών ως πυρ εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις

κατισχύω (prevail (against))

[edit]

Matthew 16:18

KJV: And I say also unto thee That thou art Peter and upon this rock I will build my church and the gates of hell shall not prevail against it
GK: καγώ δε σοι λέγω οτι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής

Luke 23:23

KJV: And they were instant with loud voices requiring that he might be crucified And the voices of them and of the chief priests prevailed
GK: οι δε επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι και κατίσχυον αι φωναί αυτών και των αρχιερέων

κατοικέω (dwell(-er))

[edit]

Matthew 2:23

KJV: And he came and dwelt in a city called Nazareth that it might be fulfilled which was spoken by the prophets He shall be called a Nazarene
GK: και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγομένην Ναζαρέθ όπως πληρωθή το ρηθέν διά των προφητών ότι Ναζωραίος κληθήσεται

Matthew 4:13

KJV: And leaving Nazareth he came and dwelt in Capernaum which is upon the sea coast in the borders of Zabulon and Nephthalim
GK: και καταλιπών την Ναζαρέθ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ την παραθαλασσίαν εν ορίοις Ζαβουλών και Νεφθαλείμ

Matthew 12:45

KJV: Then goeth he and taketh with himself seven other spirits more wicked than himself and they enter in and dwell there and the last of that man is worse than the first Even so shall it be also unto this wicked generation
GK: τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ΄ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων ούτως έσται και τη γενεά ταύτη τη πονηρά

Matthew 23:21

KJV: And whoso shall swear by the temple sweareth by it and by him that dwelleth therein
GK: και ο ομόσας εν τω ναώ ομνύει εν αυτώ και εν τω κατοικήσαντι αυτόν

Luke 11:26

KJV: Then goeth he and taketh seven other spirits more wicked than himself and they enter in and dwell there and the last of that man is worse than the first
GK: τότε πορεύεται και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων

Luke 13:4

KJV: Or those eighteen upon whom the tower in Siloam fell and slew them think ye that they were sinners above all men that dwelt in Jerusalem
GK: η εκείνοι οι δέκα και οκτώ εφ΄ ους έπεσεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ και απέκτεινεν αυτούς δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο παρά πάντας ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ

Acts 1:19

KJV: And it was known unto all the dwellers at Jerusalem insomuch as that field is called their proper tongue Aceldama that is to say The field of blood
GK: και γνωστόν εγένετο πάσι τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ ώστε κληθήναι το χωρίον εκείνο τη ιδία διαλέκτω αυτών Ακελδαμά τουτ΄ χωρίον αίματος

Acts 1:20

KJV: For it is written in the book of Psalms Let his habitation be desolate and let no man dwell therein and his bishoprick let another take
GK: γέγραπται γαρ εν βίβλω ψαλμών γενηθήτω η έπαυλις αυτού έρημος και μη έστω ο κατοικών εν αυτή και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος

Acts 2:5

KJV: And there were dwelling at Jerusalem Jews devout men out of every nation under heaven
GK: ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν

κατοίκησις (dwelling)

[edit]

Mark 5:3

KJV: Who had dwelling among the tombs and no man could bind him no, not with chains
GK: ος την κατοίκησιν είχεν εν τοις μνημείοις και ούτε αλύσεσιν ουδείς ηδύνατο αυτόν δήσαι

κατοικητήριον (habitation)

[edit]

Ephesians 2:22

KJV: In whom ye also are builded together for an habitation of God through the Spirit
GK: εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του θεού εν πνεύματι

Revelation 18:2

KJV: And he cried mightily with a strong voice saying Babylon the great is fallen is fallen and is become the habitation of devils and the hold of every foul spirit and a cage of every unclean and hateful bird
GK: και έκραξεν εν ισχυρά φωνή λέγων έπεσεν έπεσε Βαβυλών η μεγάλη και εγένετο κατοικητήριον δαιμόνων και φυλακή παντός πνεύματος ακαθάρτου και φυλακή παντός ορνέου ακαθάρτου και μεμισημένου

κατοικία (habitation)

[edit]

Acts 17:26

KJV: And hath made of one blood all nations of men for to dwell on all the face of the earth and hath determined the times before appointed and the bounds of their habitation
GK: εποίησέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας

κατοπτρίζομαι (behold as in a glass)

[edit]

2 Corinthians 3:18

KJV: But we all with open face beholding as in a glass the glory of the Lord are changed into the same image from glory to glory as by the Spirit of the Lord
GK: ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν καθάπερ από κυρίου πνεύματος

κατόρθωμα (very worthy deed)

[edit]

Acts 24:2

KJV: And when he was called forth Tertullus began to accuse saying Seeing that by thee we enjoy great quietness and that very worthy deeds are done unto this nation by thy providence
GK: κληθέντος δε αυτού ήρξατο κατηγορείν ο Τέρτυλλος λέγων πολλής ειρήνης τυγχάνοντες διά σου και κατορθωμάτων γινομένων τω έθνει τούτω διά της σης προνοίας

κάτω (beneath)

[edit]

Matthew 2:16

KJV: Then Herod when he saw that he was mocked of the wise men was exceeding wroth and sent forth and slew all the children that were in Bethlehem and in all the coasts thereof from two years old and under according to the time which he had diligently enquired of the wise men
GK: τότε Ηρώδης ιδών ότι ενεπαίχθη υπό των μάγων εθυμώθη λίαν και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας τους εν Βηθλεέμ και εν πάσι τοις ορίοις αυτής από διετούς και κατωτέρω κατά τον χρόνον ον ηκρίβωσε παρά των μάγων

Matthew 4:6

KJV: And saith unto him If thou be the Son of God cast thyself down for it is written He shall give his angels charge concerning thee and in hands they shall bear thee up lest at any time thou dash thy foot against a stone
GK: και λέγει αυτώ ει υιός ει του θεού βάλε σεαυτόν κάτω γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου

Matthew 27:51

KJV: And behold the veil of the temple was rent in twain from the top to the bottom and the earth did quake and the rocks rent
GK: και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν

Mark 14:66

KJV: And as Peter was beneath in the palace there cometh one of the maids of the high priest
GK: και όντος του Πέτρου εν τη αυλή κάτω έρχεται μία των παιδισκών του αρχιερέως

Mark 15:38

KJV: And the veil of the temple was rent in twain from the top to the bottom
GK: και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω

Luke 4:9

KJV: And he brought him to Jerusalem and set him on a pinnacle of the temple and said unto him If thou be the Son of God cast thyself down from hence
GK: και ήγαγεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ και έστησεν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού και είπεν αυτώ ει ο υιός ει του θεού βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω

John 8:6

KJV: This they said tempting him that they might have to accuse him But Jesus stooped down and with finger wrote on the ground as though not
GK: τούτο δε έλεγον πειράζοντες αυτόν ίνα έχωσι κατηγορίαν κατ΄ αυτού ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην

John 8:8

KJV: And again he stooped down and wrote on the ground
GK: και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γην

John 8:23

KJV: And he said unto them Ye are from beneath I am from above ye are of this world I am not of this world
GK: και είπεν αυτοίς υμείς εκ των κάτω εστέ εγώ εκ των άνω ειμί υμείς εκ του κόσμου τούτου εστέ εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου

κατώτερος (lower)

[edit]

Ephesians 4:9

KJV: Now that he ascended what is it but that he also descended first into the lower parts of the earth
GK: το δε ανέβη τι εστιν ει ότι και κατέβη πρώτον εις το κατώτερα μέρη της γης

καῦμα (heat)

[edit]

Revelation 7:16

KJV: They shall hunger no more neither thirst any more neither sun light on them nor any heat
GK: ου πεινάσουσιν έτι ουδέ διψήσουσιν ετι ουδ΄ ου πέση επ΄ αυτούς ο ήλιος ουδέ παν καύμα

Revelation 16:9

KJV: And men were scorched with great heat and blasphemed the name of God which hath power over these plagues and they repented not to give him glory
GK: και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του θεού του έχοντος την εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν

καυματίζω (scorch)

[edit]

Matthew 13:6

KJV: And when the sun was up they were scorched and because they had no root they withered away
GK: ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη και διά το μη εχείν ρίζαν εξηράνθη

Mark 4:6

KJV: But when the sun was up it was scorched and because it had no root it withered away
GK: ηλίου δε ανατείλαντος εκαυματίσθη και διά το μη έχειν ρίζαν εξηράνθη

Revelation 16:8

KJV: And the fourth angel poured out his vial upon the sun and power was given unto him to scorch men with fire
GK: και ο τέταρτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον και εδόθη αυτώ καυματίσαι τους ανθρώπους εν πυρί

Revelation 16:9

KJV: And men were scorched with great heat and blasphemed the name of God which hath power over these plagues and they repented not to give him glory
GK: και εκαυματίσθησαν οι άνθρωποι καύμα μέγα και εβλασφήμησαν οι άνθρωποι το όνομα του θεού του έχοντος την εξουσίαν επί τας πληγάς ταύτας και ου μετενόησαν δούναι αυτώ δόξαν

καῦσις (be burned)

[edit]

Hebrews 6:8

KJV: But that which beareth thorns and briers rejected and nigh unto cursing whose end to be burned
GK: εκφέρουσα δε ακάνθας και τριβόλους αδόκιμος και κατάρας εγγύς ης το τέλος εις καύσιν

καυσόω (fervent heat)

[edit]

2 Peter 3:10

KJV: But the day of the Lord will come as a thief in the night in the which the heavens shall pass away with a great noise and the elements shall melt with fervent heat the earth also and the works that are therein shall be burned up
GK: ήξει δε η ημέρα κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί εν η οι ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται

2 Peter 3:12

KJV: Looking for and hasting unto the coming of the day of God wherein the heavens being on fire shall be dissolved and the elements shall melt with fervent heat
GK: προσδοκώντας και σπεύδοντας την παρουσίαν της του θεού ημέρας δι΄ ην ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τακήσεται

καύσων ((burning) heat)

[edit]

Matthew 20:12

KJV: Saying These last have wrought one hour and thou hast made them equal unto us which have borne the burden and heat of the day
GK: λέγοντες ότι ούτοι οι έσχατοι μίαν ώραν εποίησαν και ίσους ημίν αυτούς εποίησας τοις βαστάσασι το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα

Luke 12:55

KJV: And when the south wind blow ye say There will be heat and it cometh to pass
GK: και όταν νότον πνέοντα λέγετε ότι καύσων έσται και γίνεται

James 1:11

KJV: For the sun is no sooner risen with a burning heat but it withereth the grass and the flower thereof falleth and the grace of the fashion of it perisheth so also shall the rich man fade away in his ways
GK: ανέτειλε γαρ ο ήλιος συν τω καύσωνι και εξήρανε τον χόρτον και το άνθος αυτού εξέπεσε και η ευπρέπεια του προσώπου αυτού απώλετο ούτω και ο πλούσιος εν ταις πορείαις αυτού μαρανθήσεται

καυτηριάζω (sear with a hot iron)

[edit]

1 Timothy 4:2

KJV: Speaking lies in hypocrisy having their conscience seared with a hot iron
GK: εν υποκρίσει ψευδολόγων κεκαυτηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν

καυχάομαι ((make) boast)

[edit]

Romans 2:17

KJV: Behold thou art called a Jew and restest in the law and makest thy boast of God
GK: ίδε συ Ιουδαίος επονομάζη και επαναπαύη τω νόμω και καυχάσαι εν θεώ

Romans 2:23

KJV: Thou that makest thy boast of the law through breaking the law dishonourest thou God
GK: ος εν νόμω καυχάσαι διά της παραβάσεως του νόμου τον θεόν ατιμάζεις

Romans 5:2

KJV: By whom also we have access by faith into this grace wherein we stand and rejoice in hope of the glory of God
GK: δι΄ ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην εν η εστήκαμεν και καυχώμεθα επ΄ ελπίδι της δόξης του θεού

Romans 5:3

KJV: And not only but we glory in tribulations also knowing that tribulation worketh patience
GK: ου μόνον δε αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται

Romans 5:11

KJV: And not only but we also joy in God through our Lord Jesus Christ by whom we have now received the atonement
GK: ου μόνον δε αλλά και καυχώμενοι εν τω θεώ διά του κυρίου ημών Ιησού χριστού δι΄ ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν

1 Corinthians 1:29

KJV: That no flesh should glory in his presence
GK: όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον αυτού

1 Corinthians 1:31

KJV: That according as it is written He that glorieth let him glory in the Lord
GK: ίνα καθώς γέγραπται ο καυχώμενος εν κυρίω καυχάσθω

1 Corinthians 3:21

KJV: Therefore let no man glory in men For all things are yours
GK: ώστε μηδείς καυχάσθω εν ανθρώποις πάντα γαρ υμών εστιν

1 Corinthians 4:7

KJV: For who maketh thee to differ and what hast thou that thou didst not receive now if thou didst receive why dost thou glory as if thou hadst not received
GK: τις γαρ σε διακρίνει τι δε έχεις ο ουκ έλαβες ει δε και έλαβες τι καυχάσαι ως μη λαβών

καύχημα (boasting)

[edit]

Romans 4:2

KJV: For if Abraham were justified by works he hath to glory but not before God
GK: ει γαρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη έχει καύχημα αλλ΄ ου προς τον θεόν

1 Corinthians 5:6

KJV: Your glorying not good Know ye not that a little leaven leaveneth the whole lump
GK: ου καλόν το καύχημα υμών ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί

1 Corinthians 9:15

KJV: But I have used none of these things neither have I written these things that it should be so done unto me for better for me to die than that any man should make my glorying void
GK: εγώ δε ουδενί εχρησάμην τούτων ουκ έγραψα δε ταύτα ίνα ούτω γένηται εν εμοί καλόν γαρ μοι μάλλον αποθανείν η το καύχημά μου ίνα τις κενώση

1 Corinthians 9:16

KJV: For though I preach the gospel I have nothing to glory of for necessity is laid upon me yea woe is unto me if I preach not the gospel
GK: εάν γαρ ευαγγελίζωμαι ουκ έστι μοι καύχημα ανάγκη γαρ μοι επίκειται ουαί δε μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι

2 Corinthians 1:14

KJV: As also ye have acknowledged us in part that we are your rejoicing even as ye also ours in the day of the Lord Jesus
GK: καθώς και επέγνωτε ημάς από μέρους ότι καύχημα υμών εσμέν καθάπερ και υμείς ημών εν τη ημέρα του κυρίου Ιησού

2 Corinthians 5:12

KJV: For we commend not ourselves again unto you but give you occasion to glory on our behalf that ye may have somewhat to them which glory in appearance and not in heart
GK: ου γαρ πάλιν εαυτούς συνιστάνομεν υμίν αλλά αφορμήν διδόντες υμίν καυχήματος υπέρ ημών ίνα έχητε προς τους εν προσώπω καυχωμένους και ου καρδία

2 Corinthians 9:3

KJV: Yet have I sent the brethren lest our boasting of you should be in vain in this behalf that as I said ye may be ready
GK: έπεμψα δε τους αδελφούς ίνα μη το καύχημα ημών το υπέρ υμών κενωθή εν τω μέρει τούτω ίνα καθώς έλεγον παρεσκευασμένοι ήτε

Galatians 6:4

KJV: But let every man prove his own work and then shall he have rejoicing in himself alone and not in another
GK: το δε έργον εαυτού δοκιμαζέτω έκαστος και τότε εις εαυτόν μόνον το καύχημα έξει και ουκ εις τον έτερον

Philippians 1:26

KJV: That your rejoicing may be more abundant in Jesus Christ for me by my coming to you again
GK: ίνα το καύχημα υμών περισσεύη εν χριστώ Ιησού εν εμοί διά της εμής παρουσίας πάλιν προς υμάς

καύχησις (boasting)

[edit]

Romans 3:27

KJV: Where boasting then It is excluded By what law of works Nay but by the law of faith
GK: που ούν η καύχησις εξεκλείσθη διά ποίου νόμου των έργων ουχί αλλά διά νόμου πίστεως

Romans 15:17

KJV: I have therefore whereof I may glory through Jesus Christ in those things which pertain to God
GK: έχω ούν καύχησιν εν χριστώ Ιησού τα προς τον θεόν

1 Corinthians 15:31

KJV: I protest by your rejoicing which I have in Christ Jesus our Lord I die daily
GK: καθ΄ ημέραν αποθνήσκω νη την υμετέραν καύχησιν ην έχω εν χριστώ Ιησού τω κυρίω ημών

2 Corinthians 1:12

KJV: For our rejoicing is this the testimony of our conscience that in simplicity and godly sincerity not with fleshly wisdom but by the grace of God we have had our conversation in the world and more abundantly to you-ward
GK: η γαρ καύχησις ημών αύτη εστί το μαρτύριον της συνειδήσεως ημών ότι εν απλότητι και ειλικρινεία θεού ουκ εν σοφία σαρκική αλλ΄ εν χάριτι θεού ανεστράφημεν εν τω κόσμω περισσοτέρως δε προς υμάς

2 Corinthians 7:4

KJV: Great my boldness of speech toward you great my glorying of you I am filled with comfort I am exceeding joyful in all our tribulation
GK: πολλή μοι παρρησία προς υμάς πολλή μοι καύχησις υπέρ υμών πεπλήρωμαι τη παρακλήσει υπερπερισσεύομαι τη χαρά επί πάση τη θλίψει ημών

2 Corinthians 7:14

KJV: For if I have boasted any thing to him of you I am not ashamed but as we spake all things to you in truth even so our boasting which before Titus is found a truth
GK: ότι ει αυτώ υπέρ υμών κεκαύχημαι ου κατησχύνθην αλλ΄ ως πάντα εν αληθεία ελαλήσαμεν υμίν ούτω και η καύχησις ημών η επί Τίτου αλήθεια εγενήθη

2 Corinthians 8:24

KJV: Wherefore shew ye to them and before the churches the proof of your love and of our boasting on your behalf
GK: την ουν ένδειξιν της αγάπης υμών και ημών καυχήσεως υπέρ υμών εις αυτούς ενδείξασθε και εις πρόσωπον των εκκλησιών

2 Corinthians 9:4

KJV: Lest haply if they of Macedonia come with me and find you unprepared we that we say not ye should be ashamed in this same confident boasting
GK: μήπως εάν έλθωσι συν εμοί Μακεδόνες και εύρωσιν υμάς απαρασκευάστους καταισχυνθώμεν ημείς ίνα μη λέγωμεν υμείς εν τη υποστάσει ταύτη της καυχήσεως

2 Corinthians 11:10

KJV: As the truth of Christ is in me no man shall stop me of this boasting in the regions of Achaia
GK: έστιν αλήθεια χριστού εν εμοί ότι η καύχησις αύτη ου φραγήσεται εις εμέ εν τοις κλίμασι της Αχαϊας

Κεγχρεαί (Cencrea)

[edit]

Acts 18:18

KJV: And Paul tarried yet a good while and then took his leave of the brethren and sailed thence into Syria and with him Priscilla and Aquila having shorn head in Cenchrea for he had a vow
GK: ο δε Παύλος έτι προσμείνας ημέρας ικανάς τοις αδελφοίς αποταξάμενος εξέπλει εις την Συρίαν και συν αυτώ Πρίσκιλλα και Ακύλας κειράμενος την κεφαλήν εν Κεγχρεαίς είχε γαρ ευχήν

Romans 16:1

KJV: I commend unto you Phebe our sister which is a servant of the church which is at Cenchrea
GK: συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών ούσαν διάκονον της εκκλησίας της εν Κεγχρεαίς

Κεδρών (Cedron)

[edit]

John 18:1

KJV: When Jesus had spoken these words he went forth with his disciples over the brook Cedron where was a garden into the which he entered and his disciples
GK: ταύτα ειπών ο Ιησούς εξήλθε συν τοις μαθηταίς αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων όπου ην κήπος εις ον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί αυτού

κεῖμαι (be (appointed)

[edit]

Matthew 3:10

KJV: And now also the axe is laid unto the root of the trees therefore every tree which bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Matthew 5:14

KJV: Ye are the light of the world A city that is set on an hill cannot be hid
GK: υμείς εστέ το φως του κόσμου ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη

Matthew 28:6

KJV: He is not here for he is risen as he said Come see the place where the Lord lay
GK: ουκ έστιν ώδε ηγέρθη γαρ καθώς είπε δεύτε ίδετε τον τόπον όπου έκειτο ο κύριος

Luke 2:12

KJV: And this a sign unto you Ye shall find the babe wrapped in swaddling clothes lying in a manger
GK: και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον κείμενον εν φάτνη

Luke 2:16

KJV: And they came with haste and found Mary and Joseph and the babe lying in a manger
GK: και ήλθον σπεύσαντες και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη

Luke 2:34

KJV: And Simeon blessed them and said unto Mary his mother Behold this is set for the fall and rising again of many in Israel and for a sign which shall be spoken against
GK: και ευλόγησεν αυτούς Συμεών και είπε προς Μαριάμ την μητέρα αυτού ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον

Luke 3:9

KJV: And now also the axe is laid unto the root of the trees every tree therefore which bringeth not forth good fruit is hewn down and cast into the fire
GK: ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται

Luke 12:19

KJV: And I will say to my soul Soul thou hast much goods laid up for many years take thine ease eat drink be merry
GK: και ερώ τη ψυχή μου ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά αναπαύου φάγε πίε ευφραίνου

Luke 23:53

KJV: And he took it down and wrapped it in linen and laid it in a sepulchre that was hewn in stone wherein never man before was laid
GK: και καθελών αυτό ενετύλιξεν αυτό σινδόνι και έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτώ ου ουκ ην ουδέπω ουδείς κείμενος

κειρία (graveclothes)

[edit]

John 11:44

KJV: And he that was dead came forth bound hand and foot with graveclothes and his face was bound about with a napkin Jesus saith unto them Loose him and let him go
GK: και εξήλθεν ο τεθνηκώς δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις και η όψις σουδαρίω περιεδέδετο λέγει αυτοίς ο Ιησούς λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν

κείρω (shear(-er))

[edit]

Acts 8:32

KJV: The place of the scripture which he read was this He was led as a sheep to the slaughter and like a lamb dumb before his shearer so opened he not his mouth
GK: η δε περιοχή της γραφής ην ανεγίνωσκεν ην αύτη ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού

Acts 18:18

KJV: And Paul tarried yet a good while and then took his leave of the brethren and sailed thence into Syria and with him Priscilla and Aquila having shorn head in Cenchrea for he had a vow
GK: ο δε Παύλος έτι προσμείνας ημέρας ικανάς τοις αδελφοίς αποταξάμενος εξέπλει εις την Συρίαν και συν αυτώ Πρίσκιλλα και Ακύλας κειράμενος την κεφαλήν εν Κεγχρεαίς είχε γαρ ευχήν

1 Corinthians 11:6

KJV: For if the woman be not covered let her also be shorn but if it be a shame for a woman to be shorn or shaven let her be covered
GK: ει γαρ ου κατακαλύπτεται γυνή και κειράσθω ει δε αισχρόν γυναικί το κείρασθαι η ξυράσθαι κατακαλυπτέσθω

κέλευσμα (shout)

[edit]

1 Thessalonians 4:16

KJV: For the Lord himself shall descend from heaven with a shout with the voice of the archangel and with the trump of God and the dead in Christ shall rise first
GK: ότι αυτός ο κύριος εν κελεύσματι εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι θεού καταβήσεται απ΄ ουρανού και οι νεκροί εν χριστώ αναστήσονται πρώτον

κελεύω (bid)

[edit]

Matthew 8:18

KJV: Now when Jesus saw great multitudes about him he gave commandment to depart unto the other side
GK: ιδών δε ο Ιησούς πολλούς όχλους περί αυτόν εκέλευσεν απελθείν εις το πέραν

Matthew 14:9

KJV: And the king was sorry nevertheless for the oath’s sake and them which sat with him at meat he commanded to be given
GK: και ελυπήθη ο βασιλεύς διά δε τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσεν δοθήναι

Matthew 14:19

KJV: And he commanded the multitude to sit down on the grass and took the five loaves and the two fishes and looking up to heaven he blessed and brake and gave the loaves to disciples and the disciples to the multitude
GK: και κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί τους χόρτους και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους ο δε μαθηταί τοις όχλοις

Matthew 14:28

KJV: And Peter answered him and said Lord if it be thou bid me come unto thee on the water
GK: αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε κύριε ει συ ει κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα

Matthew 15:35

KJV: And he commanded the multitude to sit down on the ground
GK: και εκέλευσε τοις όχλοις αναπεσείν επί την γην

Matthew 18:25

KJV: But forasmuch as he had not to pay his lord commanded him to be sold and his wife and children and all that he had and payment to be made
GK: μη έχοντος δε αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι και την γυναίκα αυτού και τα τέκνα και πάντα όσα είχε και αποδοθήναι

Matthew 27:58

KJV: He went to Pilate and begged the body of Jesus Then Pilate commanded the body to be delivered
GK: ούτος προσελθών τω Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα

Matthew 27:64

KJV: Command therefore that the sepulchre be made sure until the third day lest his disciples come by night and steal him away and say unto the people He is risen from the dead so the last error shall be worse than the first
GK: κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαώ ηγέρθη από των νεκρών και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης

Luke 18:40

KJV: And Jesus stood and commanded him to be brought unto him and when he was come near he asked him
GK: σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν

κενοδοξία (vain-glory)

[edit]

Philippians 2:3

KJV: nothing through strife or vainglory but in lowliness of mind let each esteem other better than themselves
GK: μηδέν κατά ερίθειαν η κενοδοξίαν αλλά τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών

κενόδοξας (desirous of vain-glory)

[edit]

Galatians 5:26

KJV: Let us not be desirous of vain glory provoking one another envying one another
GK: μη γινώμεθα κενόδοξοι αλλήλους προκαλούμενοι αλλήλοις φθονούντες

κενός (empty)

[edit]

Mark 12:3

KJV: And they caught and beat him and sent away empty
GK: οι δε λαβόντες αυτόν έδειραν και απέστειλαν κενόν

Luke 1:53

KJV: He hath filled the hungry with good things and the rich he hath sent empty away
GK: πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλεν κενούς

Luke 20:10

KJV: And at the season he sent a servant to the husbandmen that they should give him of the fruit of the vineyard but the husbandmen beat him and sent away empty
GK: και εν καιρώ απέστειλεν προς τους γεωργούς δούλον ίνα από του καρπού του αμπελώνος δώσιν αυτώ οι δε γεωργοί δείραντες αυτόν εξαπέστειλαν κενόν

Luke 20:11

KJV: And again he sent another servant and they beat him also and entreated shamefully and sent away empty
GK: και προσέθετο πέμψαι έτερον δούλον οι δε κακείνον δείραντες και ατιμάσαντες εξαπέστειλαν κενόν

Acts 4:25

KJV: Who by the mouth of thy servant David hast said Why did the heathen rage and the people imagine vain things
GK: ο διά στόματος Δαβίδ του παιδός σου ειπών ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά

1 Corinthians 15:10

KJV: But by the grace of God I am what I am and his grace upon me was not in vain but I laboured more abundantly than they all yet not I but the grace of God which was with me
GK: χάριτι δε θεού ειμί ο ειμι και η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα ουκ εγώ δε αλλ΄ χάρις του θεού η συν εμοί

1 Corinthians 15:14

KJV: And if Christ be not risen then our preaching vain and your faith also vain
GK: ει δε χριστός ουκ εγήγερται κενόν άρα το κήρυγμα ημών κενή δε και η πίστις υμών

1 Corinthians 15:58

KJV: Therefore my beloved brethren be ye stedfast unmoveable always abounding in the work of the Lord forasmuch as ye know that your labour is not in vain in the Lord
GK: ώστε αδελφοί μου αγαπητοί εδραίοι γίνεσθε αμετακίνητοι περισσεύοντες εν τω έργω του κυρίου πάντοτε ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν κυρίω

2 Corinthians 6:1

KJV: We then workers together beseech also that ye receive not the grace of God in vain
GK: συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του θεού δέξασθαι υμάς

κενοφωνία (vain)

[edit]

1 Timothy 6:20

KJV: O Timothy keep that which is committed to thy trust avoiding profane vain babblings and oppositions of science falsely so called
GK: ω Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον εκτρεπόμενος τας βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως

2 Timothy 2:16

KJV: But shun profane vain babblings for they will increase unto more ungodliness
GK: τας δε βεβήλους κενοφωνίας περιϊστασο επί πλείον γαρ προκόψουσιν ασεβείας

κενόω (make (of none effect)

[edit]

Romans 4:14

KJV: For if they which are of the law heirs faith is made void and the promise made of none effect
GK: ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία

1 Corinthians 1:17

KJV: For Christ sent me not to baptize but to preach the gospel not with wisdom of words lest the cross of Christ should be made of none effect
GK: ου γαρ απέστειλέ με χριστός βαπτίζειν αλλ΄ ευαγγελίζεσθαι ουκ εν σοφία λόγου ίνα μη κενωθή ο σταυρός του χριστού

1 Corinthians 9:15

KJV: But I have used none of these things neither have I written these things that it should be so done unto me for better for me to die than that any man should make my glorying void
GK: εγώ δε ουδενί εχρησάμην τούτων ουκ έγραψα δε ταύτα ίνα ούτω γένηται εν εμοί καλόν γαρ μοι μάλλον αποθανείν η το καύχημά μου ίνα τις κενώση

2 Corinthians 9:3

KJV: Yet have I sent the brethren lest our boasting of you should be in vain in this behalf that as I said ye may be ready
GK: έπεμψα δε τους αδελφούς ίνα μη το καύχημα ημών το υπέρ υμών κενωθή εν τω μέρει τούτω ίνα καθώς έλεγον παρεσκευασμένοι ήτε

Philippians 2:7

KJV: But made himself of no reputation and took upon him the form of a servant and was made in the likeness of men
GK: αλλ΄ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος

κέντρον (prick)

[edit]

Acts 9:5

KJV: And he said Who art thou Lord And the Lord said I am Jesus whom thou persecutest hard for thee to kick against the pricks
GK: είπε δε τις ει κύριε ο δε κύριος είπεν εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν

Acts 26:14

KJV: And when we were all fallen to the earth I heard a voice speaking unto me and saying in the Hebrew tongue Saul Saul why persecutest thou me hard for thee to kick against the pricks
GK: πάντων δε καταπεσόντων ημών εις την γην ήκουσα φωνήν λαλούσαν προς με και λέγουσαν τη Εβραϊδι διαλέκτω Σαούλ Σαούλ τι με διώκεις σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν

1 Corinthians 15:55

KJV: O death where thy sting O grave where thy victory
GK: που σου θάνατε το κέντρον που σου άδη το νίκος

1 Corinthians 15:56

KJV: The sting of death sin and the strength of sin the law
GK: το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία η δε δύναμις της αμαρτίας ο νόμος

Revelation 9:10

KJV: And they had tails like unto scorpions and there were stings in their tails and their power was to hurt men five months
GK: και έχουσιν ουράς ομοίας σκορπίοις και κέντρα και εν ταις ουραίς αυτών εξουσίαν έχουσι του αδικήσαι τους ανθρώπους μήνας πέντε

κεντυρίων (centurion)

[edit]

Mark 15:39

KJV: And when the centurion which stood over against him saw that he so cried out and gave up the ghost he said Truly this man was the Son of God
GK: ιδών δε ο κεντυρίων ο παρεστηκώς εξ εναντίας αυτού ότι ούτω κράξας εξέπνευσεν είπεν αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ην θεού

Mark 15:44

KJV: And Pilate marvelled if he were already dead and calling the centurion he asked him whether he had been any while dead
GK: ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανεν

Mark 15:45

KJV: And when he knew of the centurion he gave the body to Joseph
GK: και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ

κενῶσ (in vain)

[edit]

James 4:5

KJV: Do ye think that the scripture saith in vain The spirit that dwelleth in us lusteth to envy
GK: η δοκείτε ότι κενώς η γραφή λέγει προς φθόνον επιποθεί το πνεύμα ο κατώκησεν εν ημίν

κεραία (tittle)

[edit]

Matthew 5:18

KJV: For verily I say unto you Till heaven and earth pass one jot or one tittle shall in no wise pass from the law till all be fulfilled
GK: αμήν γαρ λέγω υμίν έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη ιώτα εν η μία κεραία ου παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται

Luke 16:17

KJV: And it is easier for heaven and earth to pass than one tittle of the law to fail
GK: ευκοπώτερον δε εστι τον ουρανόν και την γην παρελθείν η του νόμου μίαν κεραίαν πεσείν

κεραμεύς (potter)

[edit]

Matthew 27:7

KJV: And they took counsel and bought with them the potter’s field to bury strangers in
GK: συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταφήν τοις ξένοις

Matthew 27:10

KJV: And gave them for the potter’s field as the Lord appointed me
GK: και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του κεραμέως καθά συνέταξέ μοι κύριος

Romans 9:21

KJV: Hath not the potter power over the clay of the same lump to make one vessel unto honour and another unto dishonour
GK: η ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ο μεν εις τιμήν σκεύος ο δε εις ατιμίαν

κεραμικός (of a potter)

[edit]

Revelation 2:27

KJV: And he shall rule them with a rod of iron as the vessels of a potter shall they be broken to shivers even as I received of my Father
GK: και ποιμανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά ως τα σκεύη τα κεραμικά συντριβήσεται ως καγώ είληφα παρά του πατρός μου

κεράμιον (pitcher)

[edit]

Mark 14:13

KJV: And he sendeth forth two of his disciples and saith unto them Go ye into the city and there shall meet you a man bearing a pitcher of water follow him
GK: και αποστέλλει δύο των μαθητών αυτού και λέγει αυτοίς υπάγετε εις την πόλιν και απαντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ

Luke 22:10

KJV: And he said unto them Behold when ye are entered into the city there shall a man meet you bearing a pitcher of water follow him into the house where he entereth in
GK: ο δε είπεν αυτοίς ιδού εισελθόντων υμών εις την πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ου εισπορεύεται

κέραμος (tiling)

[edit]

Luke 5:19

KJV: And when they could not find by what they might bring him in because of the multitude they went upon the housetop and let him down through the tiling with couch into the midst before Jesus
GK: και μη ευρόντες διά ποίας εισενέγκωσιν αυτόν διά τον όχλον αναβάντες επί το δώμα διά των κεράμων καθήκαν αυτόν συν τω κλινιδίω εις το μέσον έμπροσθεν του Ιησού

κεράννυμι (fill)

[edit]

Revelation 14:10

KJV: The same shall drink of the wine of the wrath of God which is poured out without mixture into the cup of his indignation and he shall be tormented with fire and brimstone in the presence of the holy angels and in the presence of the Lamb
GK: και αυτός πίεται εκ του οίνου του θυμού του θεού του κεκερασμένου ακράτου εν τω ποτηρίω της οργής αυτού και βασανισθήσεται εν πυρί και θείω ενώπιον των αγίων αγγέλων και ενώπιον του αρνίου

Revelation 18:6

KJV: Reward her even as she rewarded you and double unto her double according to her works in the cup which she hath filled fill to her double
GK: απόδοτε αυτή ως και αυτή απέδωκεν υμίν και διπλώσατε αυτή διπλά κατά τα εργα αυτής εν τω ποτηρίω ω εκέρασε κεράσατε αυτή διπλούν

κέρας (horn)

[edit]

Luke 1:69

KJV: And hath raised up an horn of salvation for us in the house of his servant David
GK: και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν τω οίκω Δαβίδ του παιδός αυτού

Revelation 5:6

KJV: And I beheld and lo in the midst of the throne and of the four beasts and in the midst of the elders stood a Lamb as it had been slain having seven horns and seven eyes which are the seven Spirits of God sent forth into all the earth
GK: και είδον και ιδού εν μέσω του θρόνου και των τεσσάρων ζώων και εν μέσω των πρεσβυτέρων αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον έχον κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά οι εισι τα επτά πνεύματα του θεού αποστελλόμενα εις πάσαν την γην

Revelation 9:13

KJV: And the sixth angel sounded and I heard a voice from the four horns of the golden altar before God
GK: και ο έκτος άγγελος εσάλπισε και ήκουσα φωνήν μίαν εκ των τεσσάρων κεράτων του θυσιαστηρίου του χρυσού του ενώπιον του θεού

Revelation 12:3

KJV: And there appeared another wonder in heaven and behold a great red dragon having seven heads and ten horns and seven crowns upon his heads
GK: και ώφθη αλλό σημείον εν τω ουρανώ και ιδού δράκων μέγας πυρρός έχων κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα και επί τας κεφαλάς αυτού επτα διαδηματα

Revelation 13:1

KJV: And I stood upon the sand of the sea and saw a beast rise up out of the sea having seven heads and ten horns and upon his horns ten crowns and upon his heads the name of blasphemy
GK: και εστάθη επί την άμμον της θαλάσσης και είδον εκ της θαλάσσης θηρίον αναβαίνον έχον κέρατα δέκα και κεφαλάς επτά και επί των κεράτων αυτού δέκα διαδήματα και επί τας κεφαλάς αυτού ονόμα βλασφημίας

Revelation 13:11

KJV: And I beheld another beast coming up out of the earth and he had two horns like a lamb and he spake as a dragon
GK: και είδον άλλο θηρίον αναβαίνον εκ της γης και είχε κέρατα δύο όμοια αρνίω και ελάλει ως δράκων

Revelation 17:3

KJV: So he carried me in the spirit into the wilderness and I saw a woman sit upon a scarlet coloured beast full of names of blasphemy having seven heads and ten horns
GK: και απήνεγκέ με εις έρημον εν πνεύματι και είδον γυναίκα καθημένην επί θηρίον κόκκινον γέμον ονομάτων βλασφημίας έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα

Revelation 17:7

KJV: And the angel said unto me Wherefore didst thou marvel I will tell thee the mystery of the woman and of the beast that carrieth her which hath the seven heads and ten horns
GK: και είπέ μοι ο άγγελος διατί εθαύμασας εγώ σοι ερώ το μυστήριον της γυναικός και του θηρίου του βαστάζοντος αυτήν του έχοντος τας επτά κεφαλάς και τα δέκα κέρατα

Revelation 17:12

KJV: And the ten horns which thou sawest are ten kings which have received no kingdom as yet but receive power as kings one hour with the beast
GK: και τα δέκα κέρατα α είδες δέκα βασιλείς εισίν οίτινες βασιλείαν ούπω έλαβον αλλ΄ εξουσίαν ως βασιλείς μίαν ώραν λαμβάνουσι μετά του θηρίου

κεράτιον (husk)

[edit]

Luke 15:16

KJV: And he would fain have filled his belly with the husks that the swine did eat and no man gave unto him
GK: και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι και ουδείς εδίδου αυτώ

κερδαίνω ((get) gain)

[edit]

Matthew 16:26

KJV: For what is a man profited if he shall gain the whole world and lose his own soul or what shall a man give in exchange for his soul
GK: τι ωφεληείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού

Matthew 18:15

KJV: Moreover if thy brother shall trespass against thee go and tell him his fault between thee and him alone if he shall hear thee thou hast gained thy brother
GK: εάν δε αμάρτηση εις σε ο αδελφός σου υπαγέ και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου εάν σου ακούση εκέρδησας τον αδελφόν σου

Matthew 25:17

KJV: And likewise he that two he also gained other two
GK: ωσαύτως και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο

Matthew 25:20

KJV: And so he that had received five talents came and brought other five talents saying Lord thou deliveredst unto me five talents behold I have gained beside them five talents more
GK: και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ΄ αυτοίς

Matthew 25:22

KJV: He also that had received two talents came and said Lord thou deliveredst unto me two talents behold I have gained two other talents beside them
GK: προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε κύριε δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ΄ αυτοίς

Mark 8:36

KJV: For what shall it profit a man if he shall gain the whole world and lose his own soul
GK: τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού

Luke 9:25

KJV: For what is a man advantaged if he gain the whole world and lose himself or be cast away
GK: τι γαρ ωφελείται άνθρωπος κερδήσας τον κόσμον όλον εαυτόν δε απολέσας η ζημιωθείς

Acts 27:21

KJV: But after long abstinence Paul stood forth in the midst of them and said Sirs ye should have hearkened unto me and not have loosed from Crete and to have gained this harm and loss
GK: πολλής δε ασιτίας υπαρχούσης τότε σταθείς ο Παύλος εν μέσω αυτών είπεν έδει μεν ω άνδρες πειθαρχήσαντάς μοι μη ανάγεσθαι από της Κρήτης κερδήσαί τε την ύβριν ταύτην και την ζημίαν

1 Corinthians 9:19

KJV: For though I be free from all yet have I made myself servant unto all that I might gain the more
GK: ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων πάσιν εμαυτόν εδούλωσα ίνα τους πλείονας κερδήσω

κέρδος (gain)

[edit]

Philippians 1:21

KJV: For to me to live Christ and to die gain
GK: εμοί γαρ το ζην χριστός και το αποθανείν κέρδος

Philippians 3:7

KJV: But what things were gain to me those I counted loss for Christ
GK: αλλ΄ άτινα ην μοι κέρδη ταύτα ήγημαι διά τον χριστόν ζημίαν

Titus 1:11

KJV: Whose mouths must be stopped who subvert whole houses teaching things which they ought not for filthy lucre’s sake
GK: ους δει επιστομίζειν οίτινες όλους οίκους ανατρέπουσι διδάσκοντες α μη δει αισχρού κέρδους χάριν

κέρμα (money)

[edit]

John 2:15

KJV: And when he had made a scourge of small cords he drove them all out of the temple and the sheep and the oxen and poured out the changers’ money and overthrew the tables
GK: και ποιήσας φραγέλλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του ιερού τα τε πρόβατα και τους βόας και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε

κερματιστής (changer of money)

[edit]

John 2:14

KJV: And found in the temple those that sold oxen and sheep and doves and the changers of money sitting
GK: και εύρεν εν τω ιερώ τους πωλούντας βόας και πρόβατα και περιστεράς και τους κερματιστάς καθημένους

κεφάλαιον (sum)

[edit]

Acts 22:28

KJV: And the chief captain answered With a great sum obtained I this freedom And Paul said But I was born
GK: απεκρίθη τε ο χιλίαρχος εγώ πολλού κεφαλαίου την πολιτείαν ταύτην εκτησάμην ο δε Παύλος έφη εγώ δε και γεγέννημαι

Hebrews 8:1

KJV: Now of the things which we have spoken the sum We have such an high priest who is set on the right hand of the throne of the Majesty in the heavens
GK: κεφάλαιον δε επί τοις λεγομένοις τοιούτον έχομεν αρχιερέα ος εκάθισεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς

κεφαλαιόω (wound in the head)

[edit]

Mark 12:4

KJV: And again he sent unto them another servant and at him they cast stones and wounded in the head and sent away shamefully handled
GK: και πάλιν απέστειλε προς αυτούς άλλον δούλον κακείνον λιθοβολήσαντες εκεφαλαίωσαν και απέστειλαν ητιμωμένον

κεφαλή (head)

[edit]

Matthew 5:36

KJV: Neither shalt thou swear by thy head because thou canst not make one hair white or black
GK: μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν η μέλαιναν ποιήσαι

Matthew 6:17

KJV: But thou when thou fastest anoint thine head and wash thy face
GK: συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι

Matthew 8:20

KJV: And Jesus saith unto him The foxes have holes and the birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
GK: και λέγει αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη

Matthew 10:30

KJV: But the very hairs of your head are all numbered
GK: υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί

Matthew 14:8

KJV: And she, being before instructed of her mother said Give me here John Baptist’s head in a charger
GK: η δε προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής δος μοι φησίν ώδε επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού

Matthew 14:11

KJV: And his head was brought in a charger and given to the damsel and she brought to her mother
GK: και η κεφαλή ηνέχθη επί πίνακι και εδόθη τω κορασίω και ήνεγκε τη μητρί αυτής

Matthew 21:42

KJV: Jesus saith unto them Did ye never read in the scriptures The stone which the builders rejected the same is become the head of the corner this is the Lord’s doing and it is marvellous in our eyes
GK: λέγει αυτοίς ο Ιησούς ουδέποτε ανέγνωτε εν ταις γραφαίς λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες ούτος εγένηθη εις κεφαλήν γωνίας παρά κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών

Matthew 26:7

KJV: There came unto him a woman having an alabaster box of very precious ointment and poured it on his head as he sat
GK: προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου

Matthew 27:29

KJV: And when they had platted a crown of thorns they put upon his head and a reed in his right hand and they bowed the knee before him and mocked him saying Hail King of the Jews
GK: και πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν επί την κεφαλήν αυτού και κάλαμον επί την δεξιάν αυτού και γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού ενέπαιζον αυτώ λέγοντες χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων

κεφαλίς (volume)

[edit]

Hebrews 10:7

KJV: Then said I Lo I come in the volume of the book it is written of me to do thy will O God
GK: τότε είπον ιδού ήκω εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού του ποιήσαι ο θεός το θέλημά σου

κῆνσος (tribute)

[edit]

Matthew 17:25

KJV: He saith Yes And when he was come into the house Jesus prevented him saying What thinkest thou Simon of whom do the kings of the earth take custom or tribute of their own children or of strangers
GK: λέγει ναι και ότε εισήλθεν εις την οικίαν προέφθασεν αυτόν ο Ιησούς λέγων τι σοι δοκεί Σίμων οι βασιλείς της γης από τίνων λαμβάνουσι τέλη η κήνσον από των υιών αυτών η από των αλλοτρίων

Matthew 22:17

KJV: Tell us therefore What thinkest thou Is it lawful to give tribute unto Caesar or not
GK: ειπέ ουν ημίν τι σοι δοκεί έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι η ου

Matthew 22:19

KJV: Shew me the tribute money And they brought unto him a penny
GK: επιδείξατέ μοι το νόμισμα του κήνσου οι δε προσήνεγκαν αυτώ δηνάριον

Mark 12:14

KJV: And when they were come they say unto him Master we know that thou art true and carest for no man for thou regardest not the person of men but teachest the way of God in truth Is it lawful to give tribute to Cæsar or not
GK: οι δε ελθόντες λέγουσιν αυτώ διδάσκαλε οίδαμεν ότι αληθής ει και ου μέλει σοι περί ουδενός ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων αλλ΄ επ΄ αληθείας την οδόν του θεού διδάσκεις έξεστι κήνσον Καίσαρι δούναι η ου

κῆπος (garden)

[edit]

Luke 13:19

KJV: It is like a grain of mustard seed which a man took and cast into his garden and it grew and waxed a great tree and the fowls of the air lodged in the branches of it
GK: ομοία εστί κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού και ηύξησε και εγένετο εις δένδρον μέγα και τα πετεινά του ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοις κλάδοις αυτού

John 18:1

KJV: When Jesus had spoken these words he went forth with his disciples over the brook Cedron where was a garden into the which he entered and his disciples
GK: ταύτα ειπών ο Ιησούς εξήλθε συν τοις μαθηταίς αυτού πέραν του χειμάρρου των Κέδρων όπου ην κήπος εις ον εισήλθεν αυτός και οι μαθηταί αυτού

John 18:26

KJV: One of the servants of the high priest being kinsman whose ear Peter cut off saith Did not I see thee in the garden with him
GK: λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ΄ αυτού

John 19:41

KJV: Now in the place where he was crucified there was a garden and in the garden a new sepulchre wherein was never man yet laid
GK: ην δε εν τω τόπω όπου εσταυρώθη κήπος και εν τω κήπω μνημείον καινόν εν ω ουδέπω ουδείς ετέθη

κηπουρός (gardener)

[edit]

John 20:15

KJV: Jesus saith unto her Woman why weepest thou whom seekest thou She supposing him to be the gardener saith unto him Sir if thou have borne him hence tell me where thou hast laid him and I will take him away
GK: λέγει αυτή ο Ιησούς γύναι τι κλαίεις τίνα ζητείς εκείνη δοκούσα ότι ο κηπουρός εστι λέγει αυτώ κύριε ει συ εβάστασας αυτόν ειπέ μοι που έθηκας αυτόν καγώ αυτόν αρώ

κηρίον ((honey-)comb)

[edit]

Luke 24:42

KJV: And they gave him a piece of a broiled fish and of an honeycomb
GK: οι δε επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου

κήρυγμα (preaching)

[edit]

Matthew 12:41

KJV: The men of Nineveh shall rise in judgment with this generation and shall condemn it because they repented at the preaching of Jonas and behold a greater than Jonas here
GK: άνδρες Νινευϊται αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά και ιδού πλείον Ιωνά ώδε

Luke 11:32

KJV: The men of Nineve shall rise up in the judgment with this generation and shall condemn it for they repented at the preaching of Jonas and behold a greater than Jonas here
GK: άνδρες Νινευϊ αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά και ιδού πλείον Ιωνά ώδε

Romans 16:25

KJV: Now to him that is of power to stablish you according to my gospel and the preaching of Jesus Christ according to the revelation of the mystery which was kept secret since the world began
GK: τω δε δυναμένω υμάς στηρίξαι κατά το ευαγγέλιόν μου και το κήρυγμα Ιησού χριστού κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου

1 Corinthians 1:21

KJV: For after that in the wisdom of God the world by wisdom knew not God it pleased God by the foolishness of preaching to save them that believe
GK: επειδή γαρ εν τη σοφία του θεού ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον θεόν ευδόκησεν ο θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας

1 Corinthians 2:4

KJV: And my speech and my preaching not with enticing words of man’s wisdom but in demonstration of the Spirit and of power
GK: και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις αλλ΄ εν αποδείξει πνεύματος και δυνάμεως

1 Corinthians 15:14

KJV: And if Christ be not risen then our preaching vain and your faith also vain
GK: ει δε χριστός ουκ εγήγερται κενόν άρα το κήρυγμα ημών κενή δε και η πίστις υμών

2 Timothy 4:17

KJV: Notwithstanding the Lord stood with me and strengthened me that by me the preaching might be fully known and all the Gentiles might hear and I was delivered out of the mouth of the lion
GK: ο δε κύριός μοι παρέστη και ενεδυνάμωσέ με ίνα δι΄ εμού το κήρυγμα πληροφορηθή και ακούση πάντα τα έθνη και ερρύσθην εκ στόματος λέοντος

Titus 1:3

KJV: But hath in due times manifested his word through preaching which is committed unto me according to the commandment of God our Saviour
GK: εφανέρωσε δε καιροίς ιδίοις τον λόγον αυτού εν κηρύγματι ο επιστεύθην εγώ κατ΄ επιταγήν του σωτήρος ημών θεού

κῆρυξ (preacher)

[edit]

1 Timothy 2:7

KJV: Where unto I am ordained a preacher and an apostle I speak the truth in Christ lie not a teacher of the Gentiles in faith and verity
GK: εις ο ετέθην εγώ κήρυξ και απόστολος αλήθειαν λέγω εν χριστώ ου ψεύδομαι διδάσκαλος εθνών εν πίστει και αληθεία

2 Timothy 1:11

KJV: Where unto I am appointed a preacher and an apostle and a teacher of the Gentiles
GK: εις ο ετέθην εγώ κήρυξ και απόστολος και διδάσκαλος εθνών

2 Peter 2:5

KJV: And spared not the old world but saved Noah the eighth a preacher of righteousness bringing in the flood upon the world of the ungodly
GK: και αρχαίου κόσμου ουκ εφείσατο αλλά όγδοον Νώε δικαιοσύνης κήρυκα εφύλαξε κατακλυσμόν κόσμω ασεβών επάξας

κηρύσσω (preacher(-er))

[edit]

Matthew 3:1

KJV: In those days came John the Baptist preaching in the wilderness of Judaea
GK: εν δε ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσων εν τη ερήμω της Ιουδαίας

Matthew 4:17

KJV: From that time Jesus began to preach and to say Repent for the kingdom of heaven is at hand
GK: από τότε ήρξατο ο Ιησούς κηρύσσειν και λέγειν μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών

Matthew 4:23

KJV: And Jesus went about all Galilee teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing all manner of sickness and all manner of disease among the people
GK: και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ

Matthew 9:35

KJV: And Jesus went about all the cities and villages teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing every sickness and every disease among the people
GK: και περιήγεν ο Ισηούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν

Matthew 10:7

KJV: And as ye go preach saying The kingdom of heaven is at hand
GK: πορευόμενοι κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών

Matthew 10:27

KJV: What I tell you in darkness speak ye in light and what ye hear in the ear preach ye upon the housetops
GK: ο λέγω υμίν εν τη σκοτία είπατε εν τω φωτί και ο εις το ους ακούετε κηρύξατε επί των δωμάτων

Matthew 11:1

KJV: And it came to pass when Jesus had made an end of commanding his twelve disciples he departed thence to teach and to preach in their cities
GK: και εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς διατάσσων τοις δώδεκα μαθηταίς αυτού μετέβη εκείθεν του διδάσκειν και κηρύσσειν εν ταις πόλεσιν αυτών

Matthew 24:14

KJV: And this gospel of the kingdom shall be preached in all the world for a witness unto all nations and then shall the end come
GK: και κηρυχθήσεται τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις έθνεσι και τότε ήξει το τέλος

Matthew 26:13

KJV: Verily I say unto you Wheresoever this gospel shall be preached in the whole world shall also this, that this woman hath done be told for a memorial of her
GK: αμήν λέγω υμίν όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής

κῆτος (whale)

[edit]

Matthew 12:40

KJV: For as Jonas was three days and three nights in the whale’s belly so shall the Son of man be three days and three nights in the heart of the earth
GK: ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας

Κηφᾶς (Cephas)

[edit]

John 1:42

KJV: And he brought him to Jesus And when Jesus beheld him he said Thou art Simon the son of Jona thou shalt be called Cephas which is by interpretation A stone
GK: και ήγαγεν αυτόν προς τον Ισηούν εμβλέψας δε αυτώ ο Ιησούς είπε συ ει Σίμων ο υιός Ιωνά συ κληθήση Κηφάς ο ερμηνεύεται πέτρος

1 Corinthians 1:12

KJV: Now this I say that every one of you saith I am of Paul and I of Apollos and I of Cephas and I of Christ
GK: λέγω δε τούτο ότι έκαστος υμών λέγει εγώ μεν ειμι Παύλου εγώ δε Απολλώ εγώ δε Κηφά εγω δε χριστού

1 Corinthians 3:22

KJV: Whether Paul or Apollos or Cephas or the world or life or death or things present or things to come all are yours
GK: είτε Παύλος είτε Απολλώς είτε Κηφάς είτε κόσμος είτε ζωή είτε θάνατος είτε ενεστώτα είτε μέλλοντα πάντα υμών εστιν

1 Corinthians 9:5

KJV: Have we not power to lead about a sister a wife as well as other apostles and the brethren of the Lord and Cephas
GK: μη έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του κυρίου και Κηφάς

1 Corinthians 15:5

KJV: And that he was seen of Cephas then of the twelve
GK: και ότι ώφθη Κηφά είτα τοις δώδεκα

Galatians 2:9

KJV: And James Cephas and John who seemed to be pillars perceived the grace that was given unto me they gave to me and Barnabas the right hands of fellowship that we unto the heathen and they unto the circumcision
GK: και γνόντες την χάριν την δοθείσάν μοι Ιάκωβος και Κήφας και Ιωάννης οι δοκούντες στύλοι είναι δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας ίνα ημείς εις τα έθνη αυτοί δε εις την περιτομήν

κιβωτός (ark)

[edit]

Matthew 24:38

KJV: For as in the days that were before the flood they were eating and drinking marrying and giving in marriage until the day that Noe entered into the ark
GK: ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες γαμούντες και εκγαμίζοντες άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν

Luke 17:27

KJV: They did eat they drank they married wives they were given in marriage until the day that Noe entered into the ark and the flood came and destroyed them all
GK: ήσθιον έπινον εγάμουν εξεγαμίζοντο άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας

Hebrews 9:4

KJV: Which had the golden censer and the ark of the covenant overlaid round about with gold where in the golden pot that had manna and Aaron’s rod that budded and the tables of the covenant
GK: χρυσούν έχουσα θυμιατήριον και την κιβωτόν της διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίω εν η στάμνος χρυσή έχουσα το μάννα και η ράβδος Ααρών η βλαστήσασα και αι πλάκες της διαθήκης

Hebrews 11:7

KJV: By faith Noah being warned of God of things not seen as yet moved with fear prepared an ark to the saving of his house by the which he condemned the world and became heir of the righteousness which is by faith
GK: πίστει χρηματισθείς Νώε περί των μηδέπω βλεπομένων ευλαβηθείς κατεσκεύασε κιβωτόν εις σωτηρίαν του οίκου αυτού δι΄ ης κατέκρινε τον κόσμον και της κατά πίστιν δικαιοσύνης εγένετο κληρονόμος

1 Peter 3:20

KJV: Which sometime were disobedient when once the longsuffering of God waited in the days of Noah while the ark was a preparing wherein few that is eight souls were saved by water
GK: απειθήσασί ποτε ότε άπαξ εδέχετο η του θεού μακροθυμία εν ημέραις Νώε κατασκευαζομένης κιβωτού εις ην ολίγαι τουτ΄ οκτώ ψυχαί διεσώθησαν δι΄ ύδατος

Revelation 11:19

KJV: And the temple of God was opened in heaven and there was seen in his temple the ark of his testament and there were lightnings and voices and thunderings and an earthquake and great hail
GK: και ηνοίγη ο ναός του θεού εν τω ουρανώ και ώφθη η κιβωτός της διαθήκης του κυρίου εν τω ναώ αυτού και εγένοντο αστραπαί και φωναί και βρονταί και χάλαζα μεγάλη

κιθάρα (harp)

[edit]

1 Corinthians 14:7

KJV: And even things without life giving sound whether pipe or harp except they give a distinction in the sounds how shall it be known what is piped or harped
GK: όμως τα άψυχα φωνήν διδόντα είτε αυλός είτε κιθάρα εάν διαστολήν τοις φθόγγοις μη δω πως γνωσθήσεται το αυλούμενον η το κιθαριζόμενον

Revelation 5:8

KJV: And when he had taken the book the four beasts and four twenty elders fell down before the Lamb having every harps and golden vials full of odours which are the prayers of saints
GK: και ότε έλαβε το βιβλίον τα τέσσαρα ζώα και εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του αρνίου έχοντες έκαστος κιθάρας και φιάλας χρυσάς γεμούσας θυμιαμάτων αι εισιν αι προσευχαί των αγίων

Revelation 14:2

KJV: And I heard a voice from heaven as the voice of many waters and as the voice of a great thunder and I heard the voice of harpers harping with their harps
GK: και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντής μεγάλης και η φωνή ην ήκουσα ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταις κιθάραις αυτών

Revelation 15:2

KJV: And I saw as it were a sea of glass mingled with fire and them that had gotten the victory over the beast and over his image and over his mark over the number of his name stand on the sea of glass having the harps of God
GK: και είδον ως θάλασσαν υαλίνην πυρί μεμιγμένην και τους νικώντας εκ του θηρίου και εκ της εικόνος αυτού και εκ του αριθμού του ονόματος αυτού εστώτας επί την θάλασσαν την υαλίνην έχοντας κιθάρας του θεού

κιθαρίζω (harp)

[edit]

1 Corinthians 14:7

KJV: And even things without life giving sound whether pipe or harp except they give a distinction in the sounds how shall it be known what is piped or harped
GK: όμως τα άψυχα φωνήν διδόντα είτε αυλός είτε κιθάρα εάν διαστολήν τοις φθόγγοις μη δω πως γνωσθήσεται το αυλούμενον η το κιθαριζόμενον

Revelation 14:2

KJV: And I heard a voice from heaven as the voice of many waters and as the voice of a great thunder and I heard the voice of harpers harping with their harps
GK: και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντής μεγάλης και η φωνή ην ήκουσα ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταις κιθάραις αυτών

κιθαρῳδός (harper)

[edit]

Revelation 14:2

KJV: And I heard a voice from heaven as the voice of many waters and as the voice of a great thunder and I heard the voice of harpers harping with their harps
GK: και ήκουσα φωνήν εκ του ουρανού ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντής μεγάλης και η φωνή ην ήκουσα ως κιθαρωδών κιθαριζόντων εν ταις κιθάραις αυτών

Revelation 18:22

KJV: And the voice of harpers and musicians and of pipers and trumpeters shall be heard no more at all in thee and no craftsman of whatsoever craft shall be found any more in thee and the sound of a millstone shall be heard no more at all in thee
GK: και φωνή κιθαρωδών και μουσικών και αυλητών και σαλπιστών ου ακουσθή εν σοι έτι και πας τεχνίτης πάσης τέχνης ου ευρεθή εν σοι έτι και φωνή μύλου ου ακουσθή εν σοι έτι

Κιλικία (Cilicia)

[edit]

Acts 6:9

KJV: Then there arose certain of the synagogue which is called of the Libertines and Cyrenians and Alexandrians and of them of Cilicia and of Asia disputing with Stephen
GK: ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγής της λεγομένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητούντες τω Στεφάνω

Acts 15:23

KJV: And they wrote by them after this manner The apostles and elders and brethren greeting unto the brethren which are of the Gentiles in Antioch and Syria and Cilicia
GK: γράψαντες διά χειρός αυτών τάδε οι αποστόλοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοις κατά την Αντιόχειαν και Συρίαν και Κιλικίαν αδελφοίς τοις εξ εθνών χαίρειν

Acts 15:41

KJV: And he went through Syria and Cilicia confirming the churches
GK: διήρχετο δε την Συρίαν και Κιλικίαν επιστηρίζων τας εκκλησίας

Acts 21:39

KJV: But Paul said I am a man a Jew of Tarsus in Cilicia a citizen of no mean city and I beseech thee suffer me to speak unto the people
GK: είπε δε ο Παύλος εγώ άνθρωπος μεν ειμι Ιουδαίος Ταρσεύς της Κιλικίας ουκ ασήμου πόλεως πολίτης δέομαι δε σου επίτρεψόν μοι λαλήσαι προς τον λαόν

Acts 22:3

KJV: I am verily a man a Jew born in Tarsus in Cilicia yet brought up in this city at the feet of Gamaliel taught according to the perfect manner of the law of the fathers and was zealous toward God as ye all are this day
GK: και φησίν εγώ μεν ειμι ανήρ Ιουδαίος γεγεννημένος εν Ταρσώ της Κιλικίας ανατεθραμμένος δε εν τη πόλει ταύτη παρά τους πόδας Γαμαλιήλ πεπαιδευμένος κατά ακρίβειαν του πατρώου νόμου ζηλωτής υπάρχων του θεού καθώς πάντες υμείς εστε σήμερον

Acts 23:34

KJV: And when the governor had read he asked of what province he was And when he understood that of Cilicia
GK: αναγνούς δε ο ηγεμών και επερωτήσας εκ ποίας επαρχίας εστί και πυθόμενος ότι από Κιλικίας

Acts 27:5

KJV: And when we had sailed over the sea of Cilicia and Pamphylia we came to Myra of Lycia
GK: το τε πέλαγος το κατά την Κιλικίαν και Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εις Μύρα της Λυκίας

Galatians 1:21

KJV: Afterwards I came into the regions of Syria and Cilicia
GK: έπειτα ήλθον εις τα κλίματα της Συρίας και της Κιλικίας

κινάμωμον (cinnamon)

[edit]

Revelation 18:13

KJV: And cinnamon and odours and ointments and frankincense and wine and oil and fine flour and wheat and beasts and sheep and horses and chariots and slaves and souls of men
GK: και κινάμωμον και θυμιάματα και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα και ίππων και ραιδών και σωμάτων και ψυχάς ανθρώπων

κινδυνεύω (be in danger)

[edit]

Luke 8:23

KJV: But as they sailed he fell asleep and there came down a storm of wind on the lake and they were filled and were in jeopardy
GK: πλεόντων δε αυτών αφύπνωσε και κατέβη λαίλαψ ανέμου εις την λίμνην και συνεπληρούντο και εκινδύνευον

Acts 19:27

KJV: So that not only this our craft is in danger to be set at nought but also that the temple of the great goddess Diana should be despised and her magnificence should be destroyed whom all Asia and the world worshippeth
GK: ου μόνον δε τούτο κινδυνεύει ημίν το μέρος εις απελεγμόν ελθείν αλλά και το της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος ιερόν εις ουδέν λογισθήναι μέλλειν δε και καθαιρείσθαι την μεγαλειότητα αυτής ην όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται

Acts 19:40

KJV: For we are in danger to be called in question for this day’s uproar there being no cause whereby we may give an account of this concourse
GK: και γαρ κινδυνεύομεν εγκαλείσθαι στάσεως περί της σήμερον μηδενός αιτίου υπάρχοντας περί ου δυνησόμεθα δούναι λόγον της συστροφής ταύτης

1 Corinthians 15:30

KJV: And why stand we in jeopardy every hour
GK: τι και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν

κίνδυνος (peril)

[edit]

Romans 8:35

KJV: Who shall separate us from the love of Christ tribulation or distress or persecution or famine or nakedness or peril or sword
GK: τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του χριστού θλίψις η στενοχωρία η διωγμός η λιμός η γυμνότης η κίνδυνος η μάχαιρα

2 Corinthians 11:26

KJV: journeyings often perils of waters perils of robbers perils by countrymen perils by the heathen perils in the city perils in the wilderness perils in the sea perils among false brethren
GK: οδοιπορίας πολλάκις κινδύνοις ποταμών κινδύνοις ληστών κινδύνοις εκ γένους κινδύνοις εξ εθνών κινδύνοις εν πόλει κινδύνοις εν ερημία κινδύνοις εν θαλάσση κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις

κινέω ((re-)move(-r))

[edit]

Matthew 23:4

KJV: For they bind heavy burdens and grievous to be borne and lay on men’s shoulders but they themselves will not move them with one of their fingers
GK: δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά

Matthew 27:39

KJV: And they that passed by reviled him wagging their heads
GK: οι δε παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών

Mark 15:29

KJV: And they that passed by railed on him wagging their heads and saying Ah thou that destroyest the temple and buildest in three days
GK: και οι παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τας κεφαλάς αυτών και λέγοντες ουά ο καταλύων τον ναόν και εν τρισίν ημέραις οικοδομών

Acts 17:28

KJV: For in him we live and move and have our being as certain also of your own poets have said For we are also his offspring
GK: εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμεν ως και τινες των καθ΄ υμάς ποιητών ειρήκασι του γαρ και γένος εσμέν

Acts 21:30

KJV: And all the city was moved and the people ran together and they took Paul and drew him out of the temple and forthwith the doors were shut
GK: εκινήθη τε η πόλις όλη και εγένετο συνδρομή του λαού και επιλαβόμενοι του Παύλου είλκον αυτόν έξω του ιερού και ευθέως εκλείσθησαν αι θύραι

Acts 24:5

KJV: For we have found this man pestilent and a mover of sedition among all the Jews throughout the world and a ringleader of the sect of the Nazarenes
GK: ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην πρωτοστάτην τε της των Ναζωραίων αιρέσεως

Revelation 2:5

KJV: Remember therefore from whence thou art fallen and repent and do the first works or else I will come unto thee quickly and will remove thy candlestick out of his place except thou repent
GK: μνημόνευε ούν πόθεν εκπέπτωκας και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον ει έρχομαί σοι ταχύ και κινήσω την λυχνίαν σου εκ του τόπου αυτής εάν μη μετανοήσης

Revelation 6:14

KJV: And the heaven departed as a scroll when it is rolled together and every mountain and island were moved out of their places
GK: και ο ουρανός απεχωρίσθη ως βιβλίον ελισσόμενον και παν όρος και νήσος εκ των τόπων αυτών εκινήθησαν

κίνησις (moving)

[edit]

John 5:3

KJV: In these lay a great multitude of impotent folk of blind halt withered waiting for the moving of the water
GK: εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων τυφλών χωλών ξηρών εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν

Κίς (Cis)

[edit]

Acts 13:21

KJV: And afterward they desired a king and God gave unto them Saul the son of Cis a man of the tribe of Benjamin by the space of forty years
GK: κακείθεν ητήσαντο βασιλέα και έδωκεν αυτοίς ο θεός τον Σαούλ υιόν Κις άνδρα εκ φυλής Βενιαμίν έτη τεσσαράκοντα

κλάδος (branch)

[edit]

Matthew 13:32

KJV: Which indeed is the least of all seeds but when it is grown it is the greatest among herbs and becometh a tree so that the birds of the air come and lodge in the branches thereof
GK: ο μικρότερον μεν εστι πάντων των σπερμάτων όταν δε αυξηθή μείζον των λαχάνων εστί και γίνεται δένδρον ώστε ελθείν τα πετεινά του ουρανού και κατασκηνούν εν τοις κλάδοις αυτού

Matthew 21:8

KJV: And a very great multitude spread their garments in the way others cut down branches from the trees and strawed in the way
GK: ο δε πλείστος όχλος έστρωσαν εαυτών τα ιμάτια εν τη οδώ άλλοι δε έκοπτον κλάδους από των δένδρων και εστρώννυον εν τη οδώ

Matthew 24:32

KJV: Now learn a parable of the fig tree When his branch is yet tender and putteth forth leaves ye know that summer nigh
GK: από δε της συκής μάθετε την παραβολήν όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος

Mark 4:32

KJV: But when it is sown it groweth up and becometh greater than all herbs and shooteth out great branches so that the fowls of the air may lodge under the shadow of it
GK: και όταν σπαρή αναβαίνει και γίνεται πάντων των λαχάνων μείζων και ποιεί κλάδους μεγάλους ώστε δύνασθαι υπό την σκιάν αυτού τα πετεινά του ουρανού κατασκηνούν

Mark 13:28

KJV: Now learn a parable of the fig tree When her branch is yet tender and putteth forth leaves ye know that summer is near
GK: απο δε της συκής μάθετε την παραβολήν όταν αυτής ήδη ο κλάδος απαλός γένηται και εκφύη τα φύλλα γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος εστίν

Luke 13:19

KJV: It is like a grain of mustard seed which a man took and cast into his garden and it grew and waxed a great tree and the fowls of the air lodged in the branches of it
GK: ομοία εστί κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού και ηύξησε και εγένετο εις δένδρον μέγα και τα πετεινά του ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοις κλάδοις αυτού

Romans 11:16

KJV: For if the firstfruit holy the lump also and if the root holy so the branches
GK: ει δε η απαρχή αγία και το φύραμα και ει η ρίζα αγία και οι κλάδοι

Romans 11:17

KJV: And if some of the branches be broken off and thou being a wild olive tree wert graffed in among them and with them partakest of the root and fatness of the olive tree
GK: ει δε τινες των κλάδων εξεκλάσθησαν συ δε αγριέλαιος ων ενεκεντρίσθης εν αυτοίς και συγκοινωνός της ρίζης και της πιότητος της ελαίας εγένου

Romans 11:18

KJV: Boast not against the branches But if thou boast thou bearest not the root but the root thee
GK: μη κατακαυχώ των κλάδων ει δε κατακαυχάσαι ου συ την ρίζαν βαστάζεις αλλά η ρίζα σε

κλαίω (bewail)

[edit]

Matthew 2:18

KJV: In Rama was there a voice heard lamentation and weeping and great mourning Rachel weeping her children and would not be comforted because they are not
GK: φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισί

Matthew 26:75

KJV: And Peter remembered the word of Jesus which said unto him Before the cock crow thou shalt deny me thrice And he went out and wept bitterly
GK: και εμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος Ιησού ειρηκότος αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις απαρνήση με και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς

Mark 5:38

KJV: And he cometh to the house of the ruler of the synagogue and seeth the tumult and them that wept and wailed greatly
GK: και έρχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου και θεωρεί θόρυβον και κλαίοντας και αλαλάζοντας πολλά

Mark 5:39

KJV: And when he was come in he saith unto them Why make ye this ado and weep the damsel is not dead but sleepeth
GK: και εισελθών λέγει αυτοίς τι θορυβείσθε και κλαίετε το παίδιον ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει

Mark 14:72

KJV: And the second time the cock crew And Peter called to mind the word that Jesus said unto him Before the cock crow twice thou shalt deny me thrice And when he thought thereon he wept
GK: και εκ δευτέρου αλέκτωρ εφώνησε και ανεμνήσθη ο Πέτρος του ρήματος ου είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι δις απαρνήση με τρίς και επιβαλών έκλαιε

Mark 16:10

KJV: she went and told them that had been with him as they mourned and wept
GK: εκείνη πορευθείσα απήγγειλε τοις μετ΄ αυτού γενομένοις πενθούσι και κλαίουσι

Luke 6:21

KJV: Blessed that hunger now for ye shall be filled Blessed that weep now for ye shall laugh
GK: μακάριοι οι πεινώντες νυν ότι χορτασθήσεσθε μακάριοι οι κλαίοντες νυν ότι γελάσετε

Luke 6:25

KJV: Woe unto you that are full for ye shall hunger Woe unto you that laugh now for ye shall mourn and weep
GK: ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι ότι πεινάσετε ουαί υμίν οι γελώντες νυν ότι πενθήσετε και κλαύσετε

Luke 7:13

KJV: And when the Lord saw her he had compassion on her and said unto her Weep not
GK: και ιδών αυτήν ο κύριος εσπλαγχνίσθη επ΄ αυτή και είπεν αυτή μη κλαίε

κλάσις (breaking)

[edit]

Luke 24:35

KJV: And they told what things in the way and how he was known of them in breaking of bread
GK: και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου

Acts 2:42

KJV: And they continued stedfastly in the apostles’ doctrine and fellowship and in breaking of bread and in prayers
GK: ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς

κλάσμα (broken)

[edit]

Matthew 14:20

KJV: And they did all eat and were filled and they took up of the fragments that remained twelve baskets full
GK: και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις

Matthew 15:37

KJV: And they did all eat and were filled and they took up of the broken that was left seven baskets full
GK: και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων επτά σπυρίδας πλήρεις

Mark 6:43

KJV: And they took up twelve baskets full of the fragments and of the fishes
GK: και ήραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις και από των ιχθύων

Mark 8:8

KJV: So they did eat and were filled and they took up of the broken that was left seven baskets
GK: έφαγον δε και εχορτάσθησαν και ήραν περισσεύματα κλασμάτων επτά σπυρίδας

Mark 8:19

KJV: When I brake the five loaves among five thousand how many baskets full of fragments took ye up They say unto him Twelve
GK: ότε τους πέντε άρτους έκλασα εις τους πεντακισχιλίους πόσους κοφίνους πλήρεις κλασμάτων ήρατε λέγουσιν αυτώ δώδεκα

Mark 8:20

KJV: And when the seven among four thousand how many baskets full of fragments took ye up And they said Seven
GK: ότε δε τους επτά εις τους τετρακισχιλίους πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ήρατε οι δε είπον επτά

Luke 9:17

KJV: And they did eat and were all filled and there was taken up of fragments that remained to them twelve baskets
GK: και έφαγον και εχορτάσθησαν πάντες και ήρθη το περισσεύσαν αυτοίς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα

John 6:12

KJV: When they were filled he said unto his disciples Gather up the fragments that remain that nothing be lost
GK: ως δε ενεπλήσθησαν λέγει τοις μαθηταίς αυτού συναγάγετε τα περισσεύσαντα κλάσματα ίνα μη τι απόληται

John 6:13

KJV: Therefore they gathered together and filled twelve baskets with the fragments of the five barley loaves which remained over and above unto them that had eaten
GK: συνήγαγον ούν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων α επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν

Κλαῦδη (Clauda)

[edit]

Acts 27:16

KJV: And running under a certain island which is called Clauda we had much work to come by the boat
GK: νησίον δε τι υποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι της σκάφης

Κλαυδία (Claudia)

[edit]

2 Timothy 4:21

KJV: Do thy diligence to come before winter Eubulus greeteth thee and Pudens and Linus and Claudia and all the brethren
GK: σπούδασον προ χειμώνος ελθείν ασπάζεταί σε Εύβουλος και Πούδης και Λίνος και Κλαυδία και οι αδελφοί πάντες

Κλαύδιος (Claudius)

[edit]

Acts 11:28

KJV: And there stood up one of them named Agabus and signified by the Spirit that there should be great dearth throughout all the world which came to pass in the days of Claudius Cæsar
GK: αναστάς δε εις εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του πνεύματος λιμόν μέγαν μέλλειν έσεσθαι εφ΄ όλην την οικουμένην όστις και εγένετο επί Κλαυδίου Καίσαρος

Acts 18:2

KJV: And found a certain Jew named Aquila born in Pontus lately come from Italy with his wife Priscilla because that Claudius had commanded all Jews to depart from Rome and came unto them
GK: και ευρών τινα Ιουδαίον ονόματι Ακύλαν Ποντικόν τω γένει προσφάτως εληλυθότα από της Ιταλίας και Πρίσκιλλαν γυναίκα αυτού διά το διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τους Ιουδαίους εκ της Ρώμης προσήλθεν αυτοίς

Acts 23:26

KJV: Claudius Lysias unto the most excellent governor Felix greeting
GK: Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν

κλαυθμός (wailing)

[edit]

Matthew 2:18

KJV: In Rama was there a voice heard lamentation and weeping and great mourning Rachel weeping her children and would not be comforted because they are not
GK: φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισί

Matthew 8:12

KJV: But the children of the kingdom shall be cast out into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 13:42

KJV: And shall cast them into a furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 13:50

KJV: And shall cast them into the furnace of fire there shall be wailing and gnashing of teeth
GK: και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 22:13

KJV: Then said the king to the servants Bind him hand and foot and take him away and cast into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: τότε είπεν ο βασιλεύς τοις διακόνοις δήσαντες αυτού πόδας και χείρας άρατε αυτόν και εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 24:51

KJV: And shall cut him asunder and appoint his portion with the hypocrites there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: και διχοτομήσει αυτόν και το μέρος αυτού μετά των υποκριτών θήσει εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Matthew 25:30

KJV: And cast ye the unprofitable servant into outer darkness there shall be weeping and gnashing of teeth
GK: και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων

Luke 13:28

KJV: There shall be weeping and gnashing of teeth when ye shall see Abraham and Isaac and Jacob and all the prophets in the kingdom of God and you thrust out
GK: εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων όταν όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του θεού υμάς δε εκβαλλομένους έξω

Acts 20:37

KJV: And they all wept sore and fell on Paul’s neck and kissed him
GK: ικανός δε εγένετο κλαυθμός πάντων και επιπεσόντες επί τον τράχηλον του Παύλου κατεφίλουν αυτόν

κλάω (break)

[edit]

Matthew 14:19

KJV: And he commanded the multitude to sit down on the grass and took the five loaves and the two fishes and looking up to heaven he blessed and brake and gave the loaves to disciples and the disciples to the multitude
GK: και κελεύσας τους όχλους ανακλιθήναι επί τους χόρτους και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους ο δε μαθηταί τοις όχλοις

Matthew 15:36

KJV: And he took the seven loaves and the fishes and gave thanks and brake and gave to his disciples and the disciples to the multitude
GK: και λαβών τους επτά άρτους και τους ιχθύας ευχαριστήσας έκλασε και έδωκε τοις μαθηταίς αυτού οι δε μαθηταί τω όχλω

Matthew 26:26

KJV: And as they were eating Jesus took bread and blessed and brake and gave to the disciples and said Take eat this is my body
GK: εσθιόντων δε αυτών λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευλογήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε λάβετε φάγετε τούτό εστι το σώμά μου

Mark 8:6

KJV: And he commanded the people to sit down on the ground and he took the seven loaves and gave thanks and brake and gave to his disciples to set before and they did set before the people
GK: και παρήγγειλεν τω όχλω αναπεσείν επί της γης και λαβών τους επτά άρτους ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς αυτού ίνα παραθώσι και παρέθηκαν τω όχλω

Mark 8:19

KJV: When I brake the five loaves among five thousand how many baskets full of fragments took ye up They say unto him Twelve
GK: ότε τους πέντε άρτους έκλασα εις τους πεντακισχιλίους πόσους κοφίνους πλήρεις κλασμάτων ήρατε λέγουσιν αυτώ δώδεκα

Mark 14:22

KJV: And as they did eat Jesus took bread and blessed and brake and gave to them and said Take eat this is my body
GK: και εσθιόντων αυτών λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε και έδωκεν αυτοίς και είπε λάβετε φάγετε τούτό εστι το σώμά μου

Luke 22:19

KJV: And he took bread and gave thanks and brake and gave unto them saying This is my body which is given for you this do in remembrance of me
GK: και λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε και έδωκεν αυτοίς λέγων τούτό εστι το σώμά μου το υπέρ υμών διδόμενον τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν

Luke 24:30

KJV: And it came to pass as he sat at meat with them he took bread and blessed and brake and gave to them
GK: και εγένετο εν τω κατακλιθήναι αυτόν μετ΄ αυτών λαβών τον άρτον ευλόγησε και κλάσας επεδίδου αυτοίς

Acts 2:46

KJV: And they, continuing daily with one accord in the temple and breaking bread from house to house did eat their meat with gladness and singleness of heart
GK: καθ΄ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ιερώ κλώντές τε κατ΄ οίκον άρτον μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας

κλείς (key)

[edit]

Matthew 16:19

KJV: And I will give unto thee the keys of the kingdom of heaven and whatsoever thou shalt bind on earth shall be bound in heaven and whatsoever thou shalt loose on earth shall be loosed in heaven
GK: και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών και ο εάν δήσης επί της γης έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς και ο εάν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς

Luke 11:52

KJV: Woe unto you lawyers for ye have taken away the key of knowledge ye entered not in yourselves and them that were entering in ye hindered
GK: ουαί υμίν τοις νομικοίς ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως αυτοί ουκ εισήλθετε και τους εισερχομένους εκωλύσατε

Revelation 1:18

KJV: he that liveth and was dead and behold I am alive for evermore Amen and have the keys of hell and of death
GK: και ο ζων και εγενόμην νεκρός και ιδού ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων αμήν και έχω τας κλείς του θανάτου και του άδου

Revelation 3:7

KJV: And to the angel of the church in Philadelphia write These things saith he that is holy he that is true he that hath the key of David he that openeth and no man shutteth and shutteth and no man openeth
GK: και τω αγγέλω της εν Φιλαδελφεία εκκλησίας γράψον τάδε λέγει ο άγιος ο αληθινός ο έχων την κλειν του Δαβίδ ο ανοίγων και ουδεις κλείει και κλειει και ουδεις ανοιγει

Revelation 9:1

KJV: And the fifth angel sounded and I saw a star fall from heaven unto the earth and to him was given the key of the bottomless pit
GK: και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε και είδον αστέρα εκ του ουρανού πεπτωκότα εις την γην και εδόθη αυτώ η κλείς του φρέατος της αβύσσου

Revelation 20:1

KJV: And I saw an angel come down from heaven having the key of the bottomless pit and a great chain in his hand
GK: και είδον άγγελον καταβαίνοντα εκ του ουρανού έχοντα την κλείν της αβύσσου και άλυσιν μεγάλην επί την χείρα αυτού

κλείω (shut (up))

[edit]

Matthew 6:6

KJV: But thou when thou prayest enter into thy closet and when thou hast shut thy door pray to thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
GK: συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 23:13

KJV: But woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye shut up the kingdom of heaven against men for ye neither go in neither suffer ye them that are entering to go in
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι διά τούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα

Matthew 25:10

KJV: And while they went to buy the bridegroom came and they that were ready went in with him to the marriage and the door was shut
GK: απερχομένων δε αυτών αγοράσαι ήλθεν ο νυμφίος και αι έτοιμοι εισήλθον μετ΄ αυτού εις τους γάμους και εκλείσθη η θύρα

Luke 4:25

KJV: But I tell you of a truth many widows were in Israel in the days of Elias when the heaven was shut up three years and six months when great famine was throughout all the land
GK: επ΄ αληθείας δε λέγω υμίν πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλίου εν τω Ισραήλ ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην

Luke 11:7

KJV: And he from within shall answer and say Trouble me not the door is now shut and my children are with me in bed I can not rise and give thee
GK: κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη μη μοι κόπους πάρεχε ήδη η θύρα κέκλεισται και τα παιδία μου μετ΄ εμού εις την κοίτην εισίν ου δύναμαι αναστάς δούναί σοι

John 20:19

KJV: Then the same day at evening being the first of the week when the doors were shut where the disciples were assembled for fear of the Jews came Jesus and stood in the midst and saith unto them Peace unto you
GK: ούσης ούν οψίας τη ημέρα εκείνη τη μιά των σαββάτων και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τον φόβον των Ιουδαίων ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον και λέγει αυτοίς ειρήνη υμίν

John 20:26

KJV: And after eight days again his disciples were within and Thomas with them came Jesus the doors being shut and stood in the midst and said Peace unto you
GK: και μεθ΄ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ΄ αυτών έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων και έστη εις το μέσον και είπεν ειρήνη υμίν

Acts 5:23

KJV: Saying The prison truly found we shut with all safety and the keepers standing without before the doors but when we had opened we found no man within
GK: λέγοντες ότι το μεν δεσμωτήριον εύρομεν κεκλεισμένον εν πάση ασφαλεία και τους φύλακας εστώτας προ των θυρών ανοίξαντες δε έσω ουδένα εύρομεν

Acts 21:30

KJV: And all the city was moved and the people ran together and they took Paul and drew him out of the temple and forthwith the doors were shut
GK: εκινήθη τε η πόλις όλη και εγένετο συνδρομή του λαού και επιλαβόμενοι του Παύλου είλκον αυτόν έξω του ιερού και ευθέως εκλείσθησαν αι θύραι

κλέμμα (theft)

[edit]

Revelation 9:21

KJV: Neither repented they of their murders nor of their sorceries nor of their fornication nor of their thefts
GK: και ου μετενόησαν εκ των φόνων αυτών ούτε εκ των φαρμακειων αυτών ούτε εκ της πορνείας αυτών ούτε εκ των κλεμμάτων αυτών

Κλεοπᾶς (Cleopas)

[edit]

Luke 24:18

KJV: And the one of them whose name was Cleopas answering said unto him Art thou only a stranger in Jerusalem and hast not known the things which are come to pass there in these days
GK: αποκριθείς δε ο εις ω όνομα Κλεοπάς είπεν προς αυτόν συ μόνος παροικείς Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις

κλέος (glory)

[edit]

1 Peter 2:20

KJV: For what glory if when ye be buffeted for your faults ye shall take it patiently but if when ye do well and suffer ye take it patiently this acceptable with God
GK: ποίον γαρ κλέος ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε αλλ΄ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε τούτο χάρις παρά θεώ

κλέπτης (thief)

[edit]

Matthew 6:19

KJV: Lay not up for yourselves treasures upon earth where moth and rust doth corrupt and where thieves break through and steal
GK: μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι

Matthew 6:20

KJV: But lay up for yourselves treasures in heaven where neither moth nor rust doth corrupt and where thieves do not break through nor steal
GK: θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν

Matthew 24:43

KJV: But know this that if the goodman of the house had known in what watch the thief would come he would have watched and would not have suffered his house to be broken up
GK: εκείνο δε γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται εγρηγόρησεν αν και ουκ αν είασε διορυγήναι την οικίαν αυτού

Luke 12:33

KJV: Sell that ye have and give alms provide yourselves bags which wax not old a treasure in the heavens that faileth not where no thief approacheth neither moth corrupteth
GK: πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς όπου κλέπτης ουκ εγγίζει ουδέ σης διαφθείρει

Luke 12:39

KJV: And this know that if the goodman of the house had known what hour the thief would come he would have watched and not have suffered his house to be broken through
GK: τούτο δε γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία ώρα ο κλέπτης έρχεται εγρηγόρησεν αν και ουκ αν αφήκε διορυγήναι τον οίκον αυτού

John 10:1

KJV: Verily verily I say unto you He that entereth not by the door into the sheepfold but climbeth up some other way the same is a thief and a robber
GK: αμήν αμήν λέγω υμίν ο μη εισερχόμενος διά της θύρας εις την αυλήν των προβάτων αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν εκείνος κλέπτης εστί και ληστής

John 10:8

KJV: All that ever came before me are thieves and robbers but the sheep did not hear them
GK: πάντες όσοι ήλθον κλέπται εισί και λησταί αλλ΄ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα

John 10:10

KJV: The thief cometh not but for to steal and to kill and to destroy I am come that they might have life and that they might have more abundantly
GK: ο κλέπτης ουκ έρχεται ει ίνα κλέψη και θύση και απολέση εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν

John 12:6

KJV: This he said not that he cared for the poor but because he was a thief and had the bag and bare what was put therein
GK: είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελλεν αυτώ αλλ΄ ότι κλέπτης ην και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν

κλέπτω (steal)

[edit]

Matthew 6:19

KJV: Lay not up for yourselves treasures upon earth where moth and rust doth corrupt and where thieves break through and steal
GK: μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι

Matthew 6:20

KJV: But lay up for yourselves treasures in heaven where neither moth nor rust doth corrupt and where thieves do not break through nor steal
GK: θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν

Matthew 19:18

KJV: He saith unto him Which Jesus said Thou shalt do no murder Thou shalt not commit adultery Thou shalt not steal Thou shalt not bear false witness
GK: λέγει αυτώ ποίας ο δε Ιησούς είπε το ου φονεύσεις ου μοιχεύσεις ου κλέψεις ου ψευδομαρτυρήσεις

Matthew 27:64

KJV: Command therefore that the sepulchre be made sure until the third day lest his disciples come by night and steal him away and say unto the people He is risen from the dead so the last error shall be worse than the first
GK: κέλευσον ουν ασφαλισθήναι τον τάφον έως της τρίτης ημέρας μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαώ ηγέρθη από των νεκρών και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης

Matthew 28:13

KJV: Saying Say ye His disciples came by night and stole him while we slept
GK: λέγοντες είπατε ότι οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων

Mark 10:19

KJV: Thou knowest the commandments Do not commit adultery Do not kill Do not steal Do not bear false witness Defraud not Honour thy father and mother
GK: τας εντολάς οίδας μη μοιχεύσης μη φονεύσης μη κλέψης μη ψευδομαρτυρήσης μη αποστερήσης τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα

Luke 18:20

KJV: Thou knowest the commandments Do not commit adultery Do not kill Do not steal Do not bear false witness Honour thy father and thy mother
GK: τας εντολάς οίδας μη μοιχεύσης μη φονεύσης μη κλέψης μη ψευδομαρτυρήσης τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου

John 10:10

KJV: The thief cometh not but for to steal and to kill and to destroy I am come that they might have life and that they might have more abundantly
GK: ο κλέπτης ουκ έρχεται ει ίνα κλέψη και θύση και απολέση εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν

Romans 2:21

KJV: Thou therefore which teachest another teachest thou not thyself thou that preachest a man should not steal dost thou steal
GK: ο ούν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις ο κηρύσσων μη κλέπτειν κλέπτεις

κλῆμα (branch)

[edit]

John 15:2

KJV: Every branch in me that beareth not fruit he taketh away and every that beareth fruit he purgeth it that it may bring forth more fruit
GK: παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό και παν το καρπόν φέρον καθαίρει αυτό ίνα πλείονα καρπόν φέρη

John 15:4

KJV: Abide in me and I in you As the branch cannot bear fruit of itself except it abide in the vine no more can ye except ye abide in me
GK: μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ΄ εαυτού εάν μη μείνη εν τη αμπέλω ούτως ουδέ υμείς εάν μη εν εμοί μείνητε

John 15:5

KJV: I am the vine ye the branches abideth in me and I in him the same bringeth forth much fruit for without me ye can do nothing
GK: εγώ ειμι η άμπελος υμείς τα κλήματα ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ ούτος φέρει καρπόν πολύν ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν

John 15:6

KJV: If a man abide not in me he is cast forth as a branch and is withered and men gather them and cast into the fire and they are burned
GK: εαν μη τις μείνη εν εμοί εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι και καίεται

Κλήμης (Clement)

[edit]

Philippians 4:3

KJV: And I intreat thee also true yokefellow help those women which laboured with me in the gospel with Clement also and other my fellowlabourers whose names in the book of life
GK: ναι ερωτώ και σε σύζυγε γνήσιε συλλαμβάνου αυταίς αίτινες εν τω ευαγγελίω συνήθλησάν μοι μετά και Κλήμεντος και των λοιπών συνεργών μου ων τα ονόματα εν βίβλω ζωης

κληρονομέω (be heir)

[edit]

Matthew 5:5

KJV: Blessed the meek for they shall inherit the earth
GK: μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην

Matthew 19:29

KJV: And every one that hath forsaken houses or brethren or sisters or father or mother or wife or children or lands for my name’s sake shall receive an hundredfold and shall inherit everlasting life
GK: και πας ος αφήκεν οικίαν η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς ένεκεν του ονόματός μου εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει

Matthew 25:34

KJV: Then shall the King say unto them on his right hand Come, ye blessed of my Father inherit the kingdom prepared for you from the foundation of the world
GK: τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου

Mark 10:17

KJV: And when he was gone forth into the way there came one running and kneeled to him and asked him Good Master what shall I do that I may inherit eternal life
GK: και εκπορευομένου αυτού εις οδόν προσδραμών εις και γονυπετήσας αυτόν επηρώτα αυτόν διδάσκαλε αγαθέ τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω

Luke 10:25

KJV: And behold a certain lawyer stood up and tempted him saying Master what shall I do to inherit eternal life
GK: και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν και λέγων διδάσκαλε τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω

Luke 18:18

KJV: And a certain ruler asked him saying Good Master what shall I do to inherit eternal life
GK: και επηρώτησέ τις αυτόν άρχων λέγων διδάσκαλε αγαθέ τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω

1 Corinthians 6:9

KJV: Know ye not that the unrighteous shall not inherit the kingdom of God Be not deceived neither fornicators nor idolaters nor adulterers nor effeminate nor abusers of themselves with mankind
GK: η ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσι μη πλανάσθε ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται

1 Corinthians 6:10

KJV: Nor thieves nor covetous nor drunkards nor revilers nor extortioners shall inherit the kingdom of God
GK: ούτε κλέπται ούτε πλεονέκται ούτε μέθυσοι ου λοίδοροι ουχ άρπαγες βασιλείαν θεού κληρονομήσουσιν

1 Corinthians 15:50

KJV: Now this I say brethren that flesh and blood cannot inherit the kingdom of God neither doth corruption inherit incorruption
GK: τούτο δε φημι αδελφοί ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν θεού κληρονομήσαι ου δύνανται ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί

κληρονομία (inheritance)

[edit]

Matthew 21:38

KJV: But when the husbandmen saw the son they said among themselves This is the heir come let us kill him and let us seize on his inheritance
GK: οι δε γεωργοί ιδόντες τον υιόν είπον εν εαυτοίς ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και κατάσχωμεν την κληρονομίαν αυτού

Mark 12:7

KJV: But those husbandmen said among themselves This is the heir come let us kill him and the inheritance shall be ours
GK: εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς εαυτούς ότι ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και ημών έσται η κληρονομία

Luke 12:13

KJV: one of the company said him Master speak to my brother that he divide the inheritance with me
GK: είπε δε τις αυτώ εκ του όχλου διδάσκαλε είπε τω αδελφώ μου μερίσασθαι μετ΄ εμού την κληρονομίαν

Luke 20:14

KJV: But when the husbandmen saw him they reasoned among themselves saying This is the heir come let us kill him that the inheritance may be ours
GK: ιδόντες δε αυτόν οι γεωργοί διελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν ίνα ημών γένηται η κληρονομία

Acts 7:5

KJV: And he gave him none inheritance in it no, not to set his foot on yet he promised that he would give it to him for a possession and to his seed after him when he had no child
GK: και ουκ έδωκεν αυτώ κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός και επηγγείλατο δούναι αυτώ εις κατάσχεσιν αυτήν και τω σπέρματι αυτού μετ΄ αυτόν ουκ όντος αυτώ τέκνου

Acts 20:32

KJV: And now brethren I commend you to God and to the word of his grace which is able to build you up and to give you an inheritance among all them which are sanctified
GK: και τα παρατίθεμαι υμάς αδελφοί τω θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν εν τοις ηγιασμένοις πάσιν

Galatians 3:18

KJV: For if the inheritance of the law no more of promise but God gave to Abraham by promise
GK: ει γαρ εκ νόμου η κληρονομία ουκέτι εξ επαγγελίας τω δε Αβραάμ δι΄ επαγγελίας κεχάρισται ο θεός

Ephesians 1:14

KJV: Which is the earnest of our inheritance until the redemption of the purchased possession unto the praise of his glory
GK: ος εστιν αρραβών της κληρονομίας ημών εις απολύτρωσιν της περιποιήσεως εις έπαινον της δόξης αυτού

Ephesians 1:18

KJV: The eyes of your understanding being enlightened that ye may know what is the hope of his calling and what the riches of the glory of his inheritance in the saints
GK: πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της διανοίας υμών εις το ειδέναι υμάς τις εστιν η ελπίς της κλήσεως αυτού και τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις

κληρονόμος (heir)

[edit]

Matthew 21:38

KJV: But when the husbandmen saw the son they said among themselves This is the heir come let us kill him and let us seize on his inheritance
GK: οι δε γεωργοί ιδόντες τον υιόν είπον εν εαυτοίς ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και κατάσχωμεν την κληρονομίαν αυτού

Mark 12:7

KJV: But those husbandmen said among themselves This is the heir come let us kill him and the inheritance shall be ours
GK: εκείνοι δε οι γεωργοί είπον προς εαυτούς ότι ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και ημών έσται η κληρονομία

Luke 20:14

KJV: But when the husbandmen saw him they reasoned among themselves saying This is the heir come let us kill him that the inheritance may be ours
GK: ιδόντες δε αυτόν οι γεωργοί διελογίζοντο προς εαυτούς λέγοντες ούτός εστιν ο κληρονόμος δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν ίνα ημών γένηται η κληρονομία

Romans 4:13

KJV: For the promise that he should be the heir of the world not to Abraham or to his seed through the law but through the righteousness of faith
GK: ου γαρ διά νόμου η επαγγελία τω Αβραάμ η τω σπέρματι αυτού το κληρονόμον αυτόν είναι του κόσμου αλλ΄ διά δικαιοσύνης πίστεως

Romans 4:14

KJV: For if they which are of the law heirs faith is made void and the promise made of none effect
GK: ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία

Romans 8:17

KJV: And if children then heirs heirs of God and joint-heirs with Christ if so be that we suffer with that we may be also glorified together
GK: ει δε τέκνα και κληρονόμοι κληρονόμοι μεν θεού συγκληρονόμοι δε χριστού είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν

Galatians 3:29

KJV: And if ye Christ’s then are ye Abraham’s seed and heirs according to the promise
GK: ει δε υμείς χριστού άρα του Αβραάμ σπέρμα εστέ και κατ΄ επαγγελίαν κληρονόμοι

Galatians 4:1

KJV: Now I say the heir as long as he is a child differeth nothing from a servant though he be lord of all
GK: λέγω δε εφ΄ όσον χρόνον ο κληρονόμος νήπιός εστιν ουδέν διαφέρει δούλου κύριος πάντων ων

Galatians 4:7

KJV: Wherefore thou art no more a servant but a son and if a son then an heir of God through Christ
GK: ώστε ουκέτι ει δούλος αλλ΄ υιός ει δε υιός και κληρονόμος θεού διά χριστού

κλῆρος (heritage)

[edit]

Matthew 27:35

KJV: And they crucified him and parted his garments casting lots that it might be fulfilled which was spoken by the prophet They parted my garments among them and upon my vesture did they cast lots
GK: σταυρώσαντες δε αυτόν διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού βάλλοντες κλήρον ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του προφήτου διεμερίσαντο τα ιμάτία μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον

Mark 15:24

KJV: And when they had crucified him they parted his garments casting lots upon them what every man should take
GK: και σταυρώσαντες αυτόν διεμερίζονται τα ιμάτια αυτού βάλλοντες κλήρον επ΄ αυτά τις τι άρη

Luke 23:34

KJV: Then said Jesus Father forgive them for they know not what they do And they parted his raiment and cast lots
GK: ο δε Ιησούς έλεγε πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι διαμεριζόμενοι δε τα ιμάτια αυτού έβαλον κλήρον

John 19:24

KJV: They said therefore among themselves Let us not rend it but cast lots for it whose it shall be that the scripture might be fulfilled which saith They parted my raiment among them and for my vesture they did cast lots These things therefore the soldiers did
GK: είπον ούν προς αλλήλους μη σχίσωμεν αυτού αλλά λάχωμεν περί αυτού τίνος έσται ίνα η γραφή πληρωθή η λέγουσα διεμερίσαντο τα ίματιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον οι μεν ουν στρατιώται ταύτα εποίησαν

Acts 1:17

KJV: For he was numbered with us and had obtained part of this ministry
GK: ότι κατηριθμημένος ην συν ημίν και έλαχεν τον κλήρον της διακονίας ταύτης

Acts 1:25

KJV: That he may take part of this ministry and apostleship from which Judas by transgression fell, that he might go to his own place
GK: λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής εξ ης παρέβη Ιούδας πορευθήναι εις τον τόπον τον ίδιον

Acts 1:26

KJV: And they gave forth their lots and the lot fell upon Matthias and he was numbered with the eleven apostles
GK: και έδωκαν κλήρους αυτών και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων

Acts 8:21

KJV: Thou hast neither part nor lot in this matter for thy heart is not right in the sight of God
GK: ουκ έστι σοι μερίς ουδέ κλήρος εν τω λόγω τούτω η γαρ καρδία σου ουκ έστιν ευθεία ενώπιον του θεού

Acts 26:18

KJV: To open their eyes and to turn from darkness to light and the power of Satan unto God they may receive forgiveness of sins and inheritance among them which are sanctified by faith that is in me
GK: ανοίξαι οφθαλμούς αυτών του επιστρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον θεόν του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον εν τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ

κληρόω (obtain an inheritance)

[edit]

Ephesians 1:11

KJV: In whom also we have obtained an inheritance being predestinated according to the purpose of him who worketh all things after the counsel of his own will
GK: εν ω και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού

κλῆσις (calling)

[edit]

Romans 11:29

KJV: For the gifts and calling of God without repentance
GK: αμεταμέλητα γαρ τα χαρίσματα και η κλήσις του θεού

1 Corinthians 1:26

KJV: For ye see your calling brethren how that not many wise men after the flesh not many mighty not many noble
GK: βλέπετε γαρ την κλήσιν υμών αδελφοί ότι ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα ου πολλοί δυνατοί ου πολλοί ευγενείς

1 Corinthians 7:20

KJV: Let every man abide in the same calling wherein he was called
GK: έκαστος εν τη κλήσει η εκλήθη εν ταύτη μενέτω

Ephesians 1:18

KJV: The eyes of your understanding being enlightened that ye may know what is the hope of his calling and what the riches of the glory of his inheritance in the saints
GK: πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της διανοίας υμών εις το ειδέναι υμάς τις εστιν η ελπίς της κλήσεως αυτού και τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις

Ephesians 4:1

KJV: I therefore the prisoner of the Lord beseech you that ye walk worthy of the vocation wherewith ye are called
GK: παρακαλώ ούν υμάς εγώ ο δέσμιος εν κυρίω αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ης εκλήθητε

Ephesians 4:4

KJV: one body and one Spirit even as ye are called in one hope of your calling
GK: εν σώμα και εν πνεύμα καθώς και εκλήθητε εν μιά ελπίδι της κλήσεως υμών

Philippians 3:14

KJV: I press toward the mark for the prize of the high calling of God in Christ Jesus
GK: κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του θεού εν χριστώ Ιησού

2 Thessalonians 1:11

KJV: Wherefore also we pray always for you that our God would count you worthy of calling and fulfil all the good pleasure of goodness and the work of faith with power
GK: εις ο και προσευχόμεθα πάντοτε περί υμών ίνα υμάς αξιώση της κλήσεως ο θεός ημών και πληρώση πάσαν ευδοκίαν αγαθωσύνης και έργον πίστεως εν δυνάμει

2 Timothy 1:9

KJV: Who hath saved us and called with an holy calling not according to our works but according to his own purpose and grace which was given us in Christ Jesus before the world began
GK: του σώσαντος ημάς και καλέσαντος κλήσει αγία ου κατά τα έργα ημών αλλά κατ΄ ιδίαν πρόθεσιν και χάριν την δοθείσαν ημίν εν χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων

κλητός (called)

[edit]

Matthew 20:16

KJV: So the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
GK: ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι πολλοί γαρ εισι κηλτοί ολίγοι δε εκλεκτοί

Matthew 22:14

KJV: For many are called but few chosen
GK: πολλοί γαρ εισι κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί

Romans 1:1

KJV: Paul a servant of Jesus Christ called an apostle separated unto the gospel of God
GK: Παύλος δούλος Ιησού χριστού κλητός απόστολος αφωρισμένος εις ευαγγέλιον θεού

Romans 1:6

KJV: Among whom are ye also the called of Jesus Christ
GK: εν οις εστέ και υμείς κλητοί Ιησού χριστού

Romans 1:7

KJV: To all that be in Rome beloved of God called saints Grace to you and peace from God our Father and the Lord Jesus Christ
GK: πάσι τοις ούσιν εν Ρώμη αγαπητοίς θεού κλητοίς αγίοις χάρις υμίν και ειρήνη από θεού πατρός ημών και κυρίου Ιησού χριστού

Romans 8:28

KJV: And we know that all things work together for good to them that love God to them who are the called according to purpose
GK: οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν

1 Corinthians 1:1

KJV: Paul called an apostle of Jesus Christ through the will of God and Sosthenes brother
GK: Παύλος κλητός απόστολος Ιησού χριστού διά θελήματος θεού και Σωσθένης ο αδελφός

1 Corinthians 1:2

KJV: Unto the church of God which is at Corinth to them that are sanctified in Christ Jesus called saints with all in every place call upon the name of Jesus Christ our Lord both theirs and ours
GK: τη εκκλησία του θεού τη όυση εν Κορίνθω ηγιασμένοις εν χριστώ Ιησού κλητοίς αγίοις συν πάσι τοις επικαλουμένοις το όνομα του κυρίου ημών Ιησού χριστού εν παντί τόπω αυτών τε και ημών

1 Corinthians 1:24

KJV: But unto them which are called both Jews and Greeks Christ the power of God and the wisdom of God
GK: αυτοίς δε τοις κλητοίς Ιουδαίοις τε και Έλλησιν χριστόν θεού δύναμιν και θεού σοφίαν

κλίβανος (oven)

[edit]

Matthew 6:30

KJV: Wherefore if God so clothe the grass of the field which to day is and to morrow is cast into the oven not much more you O ye of little faith
GK: ει δε τον χόρτον του αγρού σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο θεός ούτως αμφιέννυσιν ου πολλώ μάλλον υμάς ολιγόπιστοι

Luke 12:28

KJV: If then God so clothe the grass which is to day in the field and to morrow is cast into the oven how much more you O ye of little faith
GK: ει δε τον χόρτον εν τω αγρώ σήμερον όντα και αύριον εις κλίβανον βαλλόμενον ο θεός ούτως αμφιέννυσι πόσω μάλλον υμάς ολιγόπιστοι

κλίμα (part)

[edit]

Romans 15:23

KJV: But now having no more place in these parts and having a great desire these many years to come unto you
GK: νυνί δε μηκέτι τόπον έχων εν τοις κλίμασι τούτοις επιποθίαν δε έχων του ελθείν προς υμάς από πολλών ετών

2 Corinthians 11:10

KJV: As the truth of Christ is in me no man shall stop me of this boasting in the regions of Achaia
GK: έστιν αλήθεια χριστού εν εμοί ότι η καύχησις αύτη ου φραγήσεται εις εμέ εν τοις κλίμασι της Αχαϊας

Galatians 1:21

KJV: Afterwards I came into the regions of Syria and Cilicia
GK: έπειτα ήλθον εις τα κλίματα της Συρίας και της Κιλικίας

κλίνη (bed)

[edit]

Matthew 9:2

KJV: And behold they brought to him a man sick of the palsy lying on a bed and Jesus seeing their faith said unto the sick of the palsy Son be of good cheer thy sins be forgiven thee
GK: και ιδού προσέφερον αυτώ παραλυτικόν επί κλίνης βεβλημένον και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών είπε τω παραλυτικώ θάρσει τέκνον αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου

Matthew 9:6

KJV: But that ye may know that the Son of man hath power on earth to forgive sins then saith he to the sick of the palsy Arise take up thy bed and go unto thine house
GK: ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας τότε λέγει τω παραλυτικώ εγερθείς άρόν σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκόν σου

Mark 4:21

KJV: And he said unto them Is a candle brought to be put under bushel or under a bed and not to be set on a candlestick
GK: και έλεγεν αυτοίς μήτι ο λύχνος έρχεται ίνα υπό τον μόδιον τεθή η υπό την κλίνην ουχ ίνα επί την λυχνίαν επιτεθή

Mark 7:4

KJV: And from the market except they wash they eat not And many other things there be which they have received to hold the washing of cups and pots brasen vessels and of tables
GK: και από αγοράς εάν μη βαπτίσωνται ουκ εσθίουσι και άλλα πολλά εστιν α παρέλαβον κρατείν βαπτισμούς ποτηρίων και ξεστών και χαλκίων και κλινών

Mark 7:30

KJV: And when she was come to her house she found the devil gone out and her daughter laid upon the bed
GK: και απελθούσα εις τον οίκον αυτής εύρε το δαιμόνιον εξεληλυθός και την θυγατέρα βεβλημένην επί της κλίνης

Luke 5:18

KJV: And behold men brought in a bed a man which was taken with a palsy and they sought to bring him in and to lay before him
GK: και ιδού άνδρες φέροντες επί κλίνης άνθρωπον ος ην παραλελυμένος και εζήτουν αυτόν εισενεγκείν και θείναι ενώπιον αυτού

Luke 8:16

KJV: No man when he hath lighted a candle covereth it with a vessel or putteth under a bed but setteth on a candlestick that they which enter in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας καλύπτει αυτόν σκεύει η υποκάτω κλίνης τίθησιν αλλ΄ επί λυχνίας επιτίθησιν ίνα οι εισπορευόμενοι βλέπωσι το φως

Luke 17:34

KJV: I tell you in that night there shall be two in one bed the one shall be taken and the other shall be left
GK: λέγω υμίν ταύτη τη νυκτί έσονται δύο επί κλίνης μιάς ο εις παραληφθήσεται και ο έτερος αφεθήσεται

Acts 5:15

KJV: Insomuch that they brought forth the sick into the streets and laid on beds and couches that at the least the shadow of Peter passing by might overshadow some of them
GK: ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς και τιθέναι επί κλινών και κραββάτων ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση τινί αυτών

κλινίδιον (bed)

[edit]

Luke 5:19

KJV: And when they could not find by what they might bring him in because of the multitude they went upon the housetop and let him down through the tiling with couch into the midst before Jesus
GK: και μη ευρόντες διά ποίας εισενέγκωσιν αυτόν διά τον όχλον αναβάντες επί το δώμα διά των κεράμων καθήκαν αυτόν συν τω κλινιδίω εις το μέσον έμπροσθεν του Ιησού

Luke 5:24

KJV: But that ye may know that the Son of man hath power upon earth to forgive sins he said unto the sick of the palsy I say unto thee Arise and take up thy couch and go into thine house
GK: ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας είπε τω παραλελυμένω σοι λέγω έγειραι και άρας το κλινίδιόν σου πορεύου εις τον οίκόν σου

κλίνω (bow (down))

[edit]

Matthew 8:20

KJV: And Jesus saith unto him The foxes have holes and the birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
GK: και λέγει αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη

Luke 9:12

KJV: And when the day began to wear away then came the twelve and said unto him Send the multitude away that they may go into the towns and country round about and lodge and get victuals for we are here in a desert place
GK: η δε ημέρα ήρξατο κλίνειν προσελθόντες δε οι δώδεκα είπον αυτώ απόλυσον τον όχλον ίνα απελθόντες εις τας κύκλω κώμας και τους αγρούς καταλύσωσι και εύρωσιν επισιτισμόν ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν

Luke 9:58

KJV: And Jesus said unto him Foxes have holes and birds of the air nests but the Son of man hath not where to lay head
GK: και είπεν αυτώ ο Ιησούς αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις ο δε υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη

Luke 24:5

KJV: And as they were afraid and bowed down faces to the earth they said unto them Why seek ye the living among the dead
GK: εμφόβων δε γενομένων αυτών και κλινουσών το πρόσωπον εις την γην είπον προς αυτάς τι ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών

Luke 24:29

KJV: But they constrained him saying Abide with us for it is toward evening and the day is far spent And he went in to tarry with them
GK: και παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες μείνον μεθ΄ ημών ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα και εισήλθε του μείναι συν αυτοίς

John 19:30

KJV: When Jesus therefore had received the vinegar he said It is finished and he bowed his head and gave up the ghost
GK: ότε ούν έλαβεν το όξος ο Ιησούς είπε τετέλεσται και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκεν το πνεύμα

Hebrews 11:34

KJV: Quenched the violence of fire escaped the edge of the sword out of weakness were made strong waxed valiant in fight turned to flight the armies of the aliens
GK: έσβεσαν δύναμιν πυρός έφυγον στόματα μαχαίρας ενεδυναμώθησαν από ασθενείας εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων

κλισία (company)

[edit]

Luke 9:14

KJV: For they were about five thousand men And he said to his disciples Make them sit down by fifties in a company
GK: ήσαν γαρ ωσεί άνδρες πεντακισχίλιοι είπε δε προς τους μαθητάς αυτού κατακλίνατε αυτούς κλισίας ανά πεντήκοντα

κλοπή (theft)

[edit]

Matthew 15:19

KJV: For out of the heart proceed evil thoughts murders adulteries fornications thefts false witness blasphemies
GK: εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί φόνοι μοιχείαι πορνείαι κλοπαί ψευδομαρτυρίαι βλασφημίαι

Mark 7:22

KJV: Thefts covetousness wickedness deceit lasciviousness an evil eye blasphemy pride foolishness
GK: κλοπαί πλεονεξίαι πονηρίαι δόλος ασέλγεια οφθαλμός πονηρός βλασφημία υπερηφανία αφροσύνη

κλύδων (raging)

[edit]

Luke 8:24

KJV: And they came to him and awoke him saying Master master we perish Then he arose and rebuked the wind and the raging of the water and they ceased and there was a calm
GK: προσελθόντες δε διήγειραν αυτόν λέγοντες επιστάτα επιστάτα απολλύμεθα ο δε εγερθείς επετίμησε τω ανέμω και τω κλύδωνι του ύδατος και επαύσαντο και εγένετο γαλήνη

James 1:6

KJV: But let him ask in faith nothing wavering For he that wavereth is like a wave of the sea driven with the wind and tossed
GK: αιτείτω δε εν πίστει μηδέν διακρινόμενος ο γαρ διακρινόμενος έοικε κλύδωνι θαλάσσης ανεμιζομένω και ριπιζομένω

κλυδωνίζομαι (toss to and fro)

[edit]

Ephesians 4:14

KJV: That we be no more children tossed to and fro and carried about with every wind of doctrine by the sleight of men cunning craftiness whereby they lie in wait to deceive
GK: ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας εν τη κυβεία των ανθρώπων εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης

Κλωπᾶς (Cleophas)

[edit]

John 19:25

KJV: Now there stood by the cross of Jesus his mother and his mother’s sister Mary of Cleophas and Mary Magdalene
GK: ειστήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή

κνήθω (X itching)

[edit]

2 Timothy 4:3

KJV: For the time will come when they will not endure sound doctrine but after their own lusts shall they heap to themselves teachers having itching ears
GK: έσται γαρ καιρός ότε της υγιαινούσης διδασκαλίας ουκ ανέξονται αλλά κατά τας επιθυμίας τας ιδίας εαυτοίς επισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι την ακοήν

Κνίδος (Cnidus)

[edit]

Acts 27:7

KJV: And when we had sailed slowly many days and scarce were come over against Cnidus the wind not suffering us we sailed under Crete over against Salmone
GK: εν ικαναίς δε ημέραις βραδυπλοούντες και μόλις γενόμενοι κατά την Κνίδον μη προσεώντος ημάς του ανέμου υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην

κοδράντης (farthing)

[edit]

Matthew 5:26

KJV: Verily I say unto thee by no means come out thence till thou hast paid the uttermost farthing
GK: αμήν λέγω σοι ου εξέλθης εκείθεν έως αν αποδώς τον έσχατον κοδράντην

Mark 12:42

KJV: And there came a certain poor widow and she threw in two mites which make a farthing
GK: και ελθούσα μία χήρα πτωχή έβαλε λεπτά δύο ο εστι κοδράντης

κοιλία (belly)

[edit]

Matthew 12:40

KJV: For as Jonas was three days and three nights in the whale’s belly so shall the Son of man be three days and three nights in the heart of the earth
GK: ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας ούτως έσται ο υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας

Matthew 15:17

KJV: Do not ye yet understand that whatsoever entereth in at the mouth goeth into the belly and is cast out into the draught
GK: ούπω νοείτε ότι παν το εισπορευόμενον εις το στόμα εις την κοιλίαν χωρεί και εις αφεδρώνα εκβάλλεται

Matthew 19:12

KJV: For there are some eunuchs which were so born from mother’s womb and there are some eunuchs which were made eunuchs of men and there be eunuchs which have made themselves eunuchs for the kingdom of heaven’s sake He that is able to receive let him receive
GK: εισί γαρ ευνούχοι οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτως και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων και εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των ουρανών ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω

Mark 7:19

KJV: Because it entereth not into his heart but into the belly and goeth out into the draught purging all meats
GK: ότι ουκ εισπορεύεται αυτού εις την καρδίαν αλλ΄ εις την κοιλίαν και εις τον αφεδρώνα εκπορεύεται καθαρίζον πάντα τα βρώματα

Luke 1:15

KJV: For he shall be great in the sight of the Lord and shall drink neither wine nor strong drink and he shall be filled with the Holy Ghost even from his mother’s womb
GK: έσται γαρ μέγας ενώπιον του κυρίου και οίνον και σίκερα ου πίη και πνεύματος αγίου πλησθήσεται έτι εκ κοιλίας μητρός αυτού

Luke 1:41

KJV: And it came to pass that, when Elisabeth heard the salutation of Mary the babe leaped in her womb and Elisabeth was filled with the Holy Ghost
GK: και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής και επλήσθη πνεύματος αγίου η Ελισάβετ

Luke 1:42

KJV: And she spake out with a loud voice and said Blessed thou among women and blessed the fruit of thy womb
GK: και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου

Luke 1:44

KJV: For lo as soon as the voice of thy salutation sounded in mine ears the babe leaped in my womb for joy
GK: ιδου γαρ ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτά μου εσκίρτησε εν αγαλλιάσει το βρέφος εν τη κοιλία μου

Luke 2:21

KJV: And when eight days were accomplished for the circumcising of the child his name was called JESUS which was so named of the angel before he was conceived in the womb
GK: και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν το παιδίον και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι εν τη κοιλία

κοιμάω ((be a-)

[edit]

Matthew 27:52

KJV: And the graves were opened and many bodies of the saints which slept arose
GK: και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη

Matthew 28:13

KJV: Saying Say ye His disciples came by night and stole him while we slept
GK: λέγοντες είπατε ότι οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων

Luke 22:45

KJV: And when he rose up from prayer and was come to his disciples he found them sleeping for sorrow
GK: και αναστάς από της προσευχής ελθών προς τους μαθητάς αυτού εύρεν αυτούς κοιμωμένους από της λύπης

John 11:11

KJV: These things said he and after that he saith unto them Our friend Lazarus sleepeth but I go that I may awake him out of sleep
GK: ταύτα είπε και μετά τούτο λέγει αυτοίς Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν

John 11:12

KJV: Then said his disciples Lord if he sleep he shall do well
GK: είπον ούν οι μαθηταί αυτού κύριε ει κεκοίμηται σωθήσεται

Acts 7:60

KJV: And he kneeled down and cried with a loud voice Lord lay not this sin to their charge And when he had said this he fell asleep
GK: θεις δε τα γόνατα έκραξε φωνή μεγάλη κύριε μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην και τούτο ειπών εκοιμήθη

Acts 12:6

KJV: And when Herod would have brought him forth the same night Peter was sleeping between two soldiers bound with two chains and the keepers before the door kept the prison
GK: οτε δε έμελλε αυτόν προαγείν ο Ηρώδης τη νυκτί εκείνη ην ο Πέτρος κοιμώμενος μεταξύ δύο στρατιωτών δεδεμένος αλύσεσι δυσί φύλακές τε προ της θύρας ετήρουν την φυλακήν

Acts 13:36

KJV: For David after he had served his own generation by the will of God fell on sleep and was laid unto his fathers and saw corruption
GK: Δαβίδ μεν γαρ ιδία γενεά υπηρετήσας τη του θεού βουλή εκοιμήθη και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού και είδε διαφθοράν

1 Corinthians 7:39

KJV: The wife is bound by the law as long as her husband liveth but if her husband be dead she is at liberty to be married to whom she will only in the Lord
GK: γυνή δέδεται νόμω εφ όσον χρόνον ζη ο ανήρ αυτής εάν δε κοιμηθή ο ανήρ αυτής ελευθέρα εστίν ω θέλει γαμηθήναι μόνον εν κυρίω

κοίμησις (taking of rest)

[edit]

John 11:13

KJV: Howbeit Jesus spake of his death but they thought that he had spoken of taking of rest in sleep
GK: ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού εκείνοι δε έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει

κοινός (common)

[edit]

Mark 7:2

KJV: And when they saw some of his disciples eat bread with defiled that is to say with unwashen hands they found fault
GK: και ιδόντες τινάς των μαθητών αυτού κοιναίς χερσί τουτ΄ ανίπτοις εσθίοντας άρτους εμέμψαντο

Acts 2:44

KJV: And all that believed were together and had all things common
GK: πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά

Acts 4:32

KJV: And the multitude of them that believed were of one heart and of one soul neither said any that ought of the things which he possessed was his own but they had all things common
GK: του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι αλλ΄ ην αυτοίς άπαντα κοινά

Acts 10:14

KJV: But Peter said Not so Lord for I have never eaten any thing that is common or unclean
GK: ο δε Πέτρος είπε μηδαμώς κύριε ότι ουδέποτε έφαγον παν κοινόν η ακάθαρτον

Acts 10:28

KJV: And he said unto them Ye know how that it is an unlawful thing for a man that is a Jew to keep company or come unto one of another nation but God hath shewed me that I should not call any man common or unclean
GK: έφη τε προς αυτούς υμείς επίστασθε ως αθέμιτόν εστιν ανδρί Ιουδαίω κολλάσθαι η προσέρχεσθαι αλλοφύλω και εμοί ο θεός έδειξε μηδένα κοινόν η ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον

Acts 11:8

KJV: But I said Not so Lord for nothing common or unclean hath at any time entered into my mouth
GK: είπον δε μηδαμώς κύριε ότι παν κοινόν η ακάθαρτον ουδέποτε εισήλθεν εις το στόμα μου

Romans 14:14

KJV: I know and am persuaded by the Lord Jesus that nothing unclean of itself but to him that esteemeth any thing to be unclean to him unclean
GK: οίδα και πέπεισμαι εν κυρίω Ιησού ότι ουδέν κοινόν δι΄ αυτού ει τω λογιζομένω τι κοινόν είναι εκείνω κοινόν

Titus 1:4

KJV: To Titus own son after the common faith Grace mercy peace from God the Father and the Lord Jesus Christ our Saviour
GK: Τίτω γνησίω τέκνω κατά κοινήν πίστιν χάρις έλεος ειρήνη από θεού πατρός και κυρίου Ιησού χριστού του σωτήρος ημών

Hebrews 10:29

KJV: Of how much sorer punishment suppose ye shall he be thought worthy who hath trodden under foot the Son of God and hath counted the blood of the covenant where with he was sanctified an unholy thing and hath done despite unto the Spirit of grace
GK: πόσω δοκείτε χείρονος αξιωθήσεται τιμωρίας ο τον υιόν του θεού καταπατήσας και το αίμα της διαθήκης κοινόν ηγησάμενος εν ω ηγιάσθη και το πνεύμα της χάριτος ενυβρίσας

κοινόω (call common)

[edit]

Matthew 15:11

KJV: Not that which goeth into the mouth defileth a man but that which cometh out of the mouth this defileth a man
GK: ου το εισερχόμενον εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον αλλά το εκπορευόμενον εκ του στόματος τούτο κοινοί τον άνθρωπον

Matthew 15:18

KJV: But those things which proceed out of the mouth come forth from the heart and they defile the man
GK: τα δε εκπορευόμενα εκ του στόματος εκ της καρδίας εξέρχεται κακείνα κοινοί τον άνθρωπον

Matthew 15:20

KJV: These are which defile a man but to eat with unwashen hands defileth not a man
GK: ταύτά εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον το δε ανίπτοις χερσί φαγείν ου κοινοί τον άνθρωπον

Mark 7:15

KJV: There is nothing from without a man that entering into him can defile him but the things which come out of him those are they that defile the man
GK: ουδέν εστιν έξωθεν του ανθρώπου εισπορευόμενον εις αυτόν ο δύναται αυτόν κοινώσαι αλλά τα εκπορευόμενα απ΄ αυτού εκείνά εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον

Mark 7:18

KJV: And he saith unto them Are ye so without understanding also Do ye not perceive that whatsoever thing from without entereth into the man can not defile him
GK: και λέγει αυτοίς ούτω και υμείς ασύνετοί εστε ου νοείτε ότι παν το έξωθεν εισπορευόμενον εις τον άνθρωπον ου δύναται αυτόν κοινώσαι

Mark 7:20

KJV: And he said That which cometh out of the man that defileth the man
GK: έλεγε δε ότι το εκ του ανθρώπου εκπορευόμενον εκείνο κοινοί τον άνθρωπον

Mark 7:23

KJV: All these evil things come from within and defile the man
GK: πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπον

Acts 10:15

KJV: And the voice unto him again the second time What God hath cleansed call not thou common
GK: και φωνή πάλιν εκ δευτέρου προς αυτόν α ο θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου

Acts 11:9

KJV: But the voice answered me again from heaven What God hath cleansed call not thou common
GK: απεκρίθη δε μοι φωνή εκ δευτέρου εκ του ουρανού α ο θεός εκαθάρισε συ μη κοίνου

κοινωνέω (communicate)

[edit]

Romans 12:13

KJV: Distributing to the necessity of saints given to hospitality
GK: ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες την φιλοξενίαν διώκοντες

Romans 15:27

KJV: It hath pleased them verily and their debtors they are For if the Gentiles have been made partakers of their spiritual things their duty is also to minister unto them in carnal things
GK: ευδόκησαν γαρ και οφειλέται αυτών εισιν ει γαρ τοις πνευματικοίς αυτών εκοινώνησαν τα έθνη οφείλουσιν και εν τοις σαρκικοίς λειτουργήσαι αυτοίς

Galatians 6:6

KJV: Let him that is taught in the word communicate unto him that teacheth in all good things
GK: κοινωνείτω δε ο κατηχούμενος τον λόγον τω κατηχούντι εν πάσιν αγαθοίς

Philippians 4:15

KJV: Now ye Philippians know also that in the beginning of the gospel when I departed from Macedonia no church communicated with me as concerning giving and receiving but ye only
GK: οίδατε δε και υμείς Φιλιππήσιοι ότι εν αρχή του ευαγγελίου ότε εξήλθον από Μακεδονίας ουδεμία μοι εκκλησία εκοινώνησεν εις λόγον δόσεως και λήψεως ει υμείς μόνοι

1 Timothy 5:22

KJV: Lay hands suddenly on no man neither be partaker of other men’s sins keep thyself pure
GK: χείρας ταχέως μηδενί επιτίθει μηδέ κοινώνει αμαρτίαις αλλοτρίαις σεαυτόν αγνόν τήρει

Hebrews 2:14

KJV: Forasmuch then as the children are partakers of flesh and blood he also himself likewise took part of the same that through death he might destroy him that had the power of death that is the devil
GK: επεί ούν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών ίνα διά του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου τουτ΄ τον διάβολον

1 Peter 4:13

KJV: But rejoice inasmuch as ye are partakers of Christ’s sufferings that when his glory shall be revealed ye may be glad also with exceeding joy
GK: αλλά καθό κοινωνείτε τοις του χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι

2 John 1:11

KJV: For he that biddeth him God speed is partaker of his evil deeds
GK: ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς

κοινωνία ((to) communicate(-ation))

[edit]

Acts 2:42

KJV: And they continued stedfastly in the apostles’ doctrine and fellowship and in breaking of bread and in prayers
GK: ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς

Romans 15:26

KJV: For it hath pleased them of Macedonia and Achaia to make a certain contribution for the poor saints which are at Jerusalem
GK: ευδόκησαν γαρ Μακεδονία και Αχαϊα κοινωνίαν τινά ποιήσασθαι εις τους πτωχούς των αγίων των εν Ιερουσαλήμ

1 Corinthians 1:9

KJV: God faithful by whom ye were called unto the fellowship of his Son Jesus Christ our Lord
GK: πιστός ο θεός δι΄ ου εκλήθητε εις κοινωνίαν του υιού αυτού Ιησού χριστού του κυρίου ημών

1 Corinthians 10:16

KJV: The cup of blessing which we bless is it not the communion of the blood of Christ The bread which we break is it not the communion of the body of Christ
GK: το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν ουχί κοινωνία του αίματος του χριστού εστι τον άρτον ον κλώμεν ουχί κοινωνία του σώματος του χριστού εστιν

2 Corinthians 6:14

KJV: Be ye not unequally yoked together with unbelievers for what fellowship hath righteousness with unrighteousness and what communion hath light with darkness
GK: μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος

2 Corinthians 8:4

KJV: Praying us with much intreaty that we would receive the gift and the fellowship of the ministering to the saints
GK: μετά πολλής παρακλήσεως δεόμενοι ημών την χάριν και την κοινωνίαν της διακονίας της εις τους αγίους δέξασθαι ημάς

2 Corinthians 9:13

KJV: Whiles by the experiment of this ministration they glorify God for your professed subjection unto the gospel of Christ and liberal distribution unto them and unto all
GK: διά της δοκιμής της διακονίας ταύτης δοξάζοντες τον θεόν επί τη υποταγή της ομολογίας υμών εις το ευαγγέλιον του χριστού και απλότητι της κοινωνίας εις αυτούς και εις πάντας

2 Corinthians 13:14

KJV: The grace of the Lord Jesus Christ and the love of God and the communion of the Holy Ghost with you all Amen
GK: η χάρις του κυρίου Ιησού χριστού και η αγάπη του θεού και η κοινωνία του αγίου πνεύματος μετά πάντων υμών αμήν

Galatians 2:9

KJV: And James Cephas and John who seemed to be pillars perceived the grace that was given unto me they gave to me and Barnabas the right hands of fellowship that we unto the heathen and they unto the circumcision
GK: και γνόντες την χάριν την δοθείσάν μοι Ιάκωβος και Κήφας και Ιωάννης οι δοκούντες στύλοι είναι δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας ίνα ημείς εις τα έθνη αυτοί δε εις την περιτομήν

κοινωνικός (willing to communicate)

[edit]

1 Timothy 6:18

KJV: That they do good that they be rich in good works ready to distribute willing to communicate
GK: αγαθοεργείν πλουτείν εν έργοις καλοίς ευμεταδότους είναι κοινωνικούς

κοινωνός (companion)

[edit]

Matthew 23:30

KJV: And say If we had been in the days of our fathers we would not have been partakers with them in the blood of the prophets
GK: και λέγετε ει ήμεθα εν ταις ημέραις των πατέρων ημών ουκ αν ήμεν κοινωνοί αυτών εν τω αίματι των προφητών

Luke 5:10

KJV: And so also James and John the sons of Zebedee which were partners with Simon And Jesus said unto Simon Fear not from henceforth thou shalt catch men
GK: ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην υιούς Ζεβεδαίου οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς μη φοβού από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών

1 Corinthians 10:18

KJV: Behold Israel after the flesh are not they which eat of the sacrifices partakers of the altar
GK: βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα ουχί οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισί

1 Corinthians 10:20

KJV: But that the things which the Gentiles sacrifice they sacrifice to devils and not to God and I would not that ye should have fellowship with devils
GK: αλλ΄ ότι α θύει τα έθνη δαιμονίοις θύει και ου θεώ ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι

2 Corinthians 1:7

KJV: knowing that as ye are partakers of the sufferings so also of the consolation
GK: και η ελπίς ημών βεβαία υπέρ υμών είτε παρακαλούμεθα υπέρ της υμών παρακλήσεως και σωτηρίας ειδότες ότι ώσπερ κοινωνοί εστε των παθημάτων ούτω και της παρακλήσεως

2 Corinthians 8:23

KJV: Whether of Titus my partner and fellowhelper concerning you or our brethren the messengers of the churches the glory of Christ
GK: είτε υπέρ Τίτου κοινωνός εμός και εις υμάς συνεργός είτε αδελφοί ημών αποστολοί εκκλησιών δόξα χριστού

Philemon 1:17

KJV: If thou count me therefore a partner receive him as myself
GK: ει ούν εμε έχεις κοινωνόν προσλαβού αυτόν ως εμέ

Hebrews 10:33

KJV: Partly whilst ye were made a gazingstock both by reproaches and afflictions and partly whilst ye became companions of them that were so used
GK: τούτο μεν ονειδισμοίς τε και θλίψεσι θεατριζόμενοι τούτο δε κοινωνοί των ούτως αναστρεφομένων γενηθέντες

1 Peter 5:1

KJV: The elders which are among you I exhort who am also an elder and a witness of the sufferings of Christ and also a partaker of the glory that shall be revealed
GK: πρεσβυτέρους τους εν υμίν παρακαλώ ο συμπρεσβύτερος και μάρτυς των του χριστού παθημάτων ο και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός

κοίτη (bed)

[edit]

Luke 11:7

KJV: And he from within shall answer and say Trouble me not the door is now shut and my children are with me in bed I can not rise and give thee
GK: κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη μη μοι κόπους πάρεχε ήδη η θύρα κέκλεισται και τα παιδία μου μετ΄ εμού εις την κοίτην εισίν ου δύναμαι αναστάς δούναί σοι

Romans 9:10

KJV: And not only but when Rebecca also had conceived by one by our father Isaac
GK: ου μόνον δε αλλά και Ρεβέκκα εξ ενός κοίτην έχουσα Ισαάκ του πατρός ημών

Romans 13:13

KJV: Let us walk honestly as in the day not in rioting and drunkenness not in chambering and wantonness not in strife and envying
GK: ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν μη κώμοις και μέθαις μη κοίταις και ασελγείαις μη έριδι και ζήλω

Hebrews 13:4

KJV: Marriage honourable in all and the bed undefiled but whoremongers and adulterers God will judge
GK: τίμιος ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο θεός

κοιτών (+ chamberlain)

[edit]

Acts 12:20

KJV: And Herod was highly displeased with them of Tyre and Sidon but they came with one accord to him and having made Blastus the king’s chamberlain their friend desired peace because their country was nourished by the king’s
GK: ην δε Ηρώδης θυμομαχών Τυρίοις και Σιδωνίοις ομοθυμαδόν δε παρήσαν προς αυτόν και πείσαντες Βλάστον τον επί του κοιτώνος του βασιλεώς ητούντο ειρήνην διά το τρέφεσθαι αυτών την χώραν από της βασιλικής

κόκκινος (scarlet (colour)

[edit]

Matthew 27:28

KJV: And they stripped him and put on him a scarlet robe
GK: και εκδύσαντες αυτόν περιέθηκαν αυτώ χλαμύδα κοκκίνην

Hebrews 9:19

KJV: For when Moses had spoken every precept to all the people according to the law he took the blood of calves and of goats with water and scarlet wool and hyssop sprinkled both the book and all the people
GK: λαληθείσης γαρ πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου αυτό τε το βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε

Revelation 17:3

KJV: So he carried me in the spirit into the wilderness and I saw a woman sit upon a scarlet coloured beast full of names of blasphemy having seven heads and ten horns
GK: και απήνεγκέ με εις έρημον εν πνεύματι και είδον γυναίκα καθημένην επί θηρίον κόκκινον γέμον ονομάτων βλασφημίας έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα

Revelation 17:4

KJV: And the woman was arrayed in purple and scarlet colour and decked with gold and precious stones and pearls having a golden cup in her hand full of abominations and filthiness of her fornication
GK: και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφύρα και κόκκινον κεχρυσωμένη χρυσώ και λίθω τιμίω και μαργαρίταις έχουσα χρυσούν ποτήριον εν τη χειρί αυτής γέμον βδελυγμάτων και τα ακάθαρτα της πορνείας αυτής

Revelation 18:12

KJV: The merchandise of gold and silver and precious stones and of pearls and fine linen and purple and silk and scarlet and all thyine wood and all manner vessels of ivory and all manner vessels of most precious wood and of brass and iron and marble
GK: γόμον χρυσού και αργύρου και λίθου τιμίου και μαργαρίτου και βύσσου και πορφυρού και σηρικού και κοκκίνου και παν ξύλον θυϊνον και παν σκεύος ελεφάντινον και παν σκεύος εκ ξύλου τιμιωτάτου και χαλκού και σιδήρου και μαρμάρου

Revelation 18:16

KJV: And saying Alas alas that great city that was clothed in fine linen and purple and scarlet and decked with gold and precious stones and pearls
GK: και λέγοντες ουαί ουαί η πόλις η μεγάλη η περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυρούν και κόκκινον και κεχρυσωμένη εν χρυσώ και λίθω τιμίω και μαργαρίταις

κόκκος (corn)

[edit]

Matthew 13:31

KJV: Another parable put he forth unto them saying The kingdom of heaven is like to a grain of mustard seed which a man took and sowed in his field
GK: άλλην παραβολήν παρέθηκεν αυτοίς λέγων ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έσπειρεν εν τω αγρώ αυτού

Matthew 17:20

KJV: And Jesus said unto them Because of your unbelief for verily I say unto you If ye have faith as a grain of mustard seed ye shall say unto this mountain Remove hence to yonder place and it shall remove and nothing shall be impossible unto you
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς διά την απιστίαν υμών αμήν γαρ λέγω υμίν εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται και ουδέν αδυνατήσει υμίν

Mark 4:31

KJV: like a grain of mustard seed which when it is sown in the earth is less than all the seeds that be in the earth
GK: ως κόκκω σινάπεως ος όταν σπαρή επί της γης μικρότερος πάντων των σπερμάτων εστί των επί της γης

Luke 13:19

KJV: It is like a grain of mustard seed which a man took and cast into his garden and it grew and waxed a great tree and the fowls of the air lodged in the branches of it
GK: ομοία εστί κόκκω σινάπεως ον λαβών άνθρωπος έβαλεν εις κήπον εαυτού και ηύξησε και εγένετο εις δένδρον μέγα και τα πετεινά του ουρανού κατεσκήνωσεν εν τοις κλάδοις αυτού

Luke 17:6

KJV: And the Lord said If ye had faith as a grain of mustard seed ye might say unto this sycamine tree Be thou plucked up by the root and be thou planted in the sea and it should obey you
GK: είπε δε ο κύριος ει έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως ελέγετε αν τη συκαμίνω ταύτη εκριζώθητι και φυτεύθητι εν τη θαλάσση και υπήκουσεν αν υμίν

John 12:24

KJV: Verily verily I say unto you Except a corn of wheat fall into the ground die it abideth alone but if it die it bringeth forth much fruit
GK: αμήν αμήν λέγω υμίν εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη αυτός μόνος μένει εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει

1 Corinthians 15:37

KJV: And that which thou sowest thou sowest not that body that shall be but bare grain it may chance of wheat or of some other
GK: και ο σπείρεις ου το σώμα το γενησόμενον σπείρεις αλλά γυμνόν κόκκον ει τύχοι σίτου η τινος των λοιπών

κολάζω (punish)

[edit]

Acts 4:21

KJV: So had further threatened them let them go finding nothing how they might punish them because of the people for all glorified God for that which was done
GK: οι δε προσαπειλησάμενοι απέλυσαν αυτούς μηδέν ευρίσκοντες το πως κολάσονται αυτούς διά τον λαόν ότι πάντες εδόξαζον τον θεόν επί τω γεγονότι

2 Peter 2:9

KJV: The Lord knoweth how to deliver the godly out of temptations and to reserve the unjust unto the day of judgment to be punished
GK: οίδε κύριος ευσεβείς εκ πειρασμών ρύεσθαι αδίκους δε εις ημέραν κρίσεως κολαζομένους τηρείν

κολακεία (X flattering)

[edit]

1 Thessalonians 2:5

KJV: For neither at any time used we flattering words as ye know nor a cloke of covetousness God witness
GK: ούτε γαρ ποτε εν λόγω κολακείας εγενήθημεν καθώς οίδατε ούτε εν προφάσει πλεονεξίας θεός μάρτυς

κόλασις (punishment)

[edit]

Matthew 25:46

KJV: And these shall go away into everlasting punishment but the righteous into life eternal
GK: και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον

1 John 4:18

KJV: There is no fear in love but perfect love casteth out fear because fear hath torment He that feareth is not made perfect in love
GK: φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλ΄ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον ότι ο φόβος κόλασιν έχει ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν αγάπη

κολαφίζω (buffet)

[edit]

Matthew 26:67

KJV: Then did they spit in his face and buffeted him and others smote him with the palms of their hands
GK: τότε ενέπτυσαν εις το πρόσωπον αυτού και εκολάφισαν αυτόν οι δε ερράπισαν

Mark 14:65

KJV: And some began to spit on him and to cover his face and to buffet him and to say unto him Prophesy and the servants did strike him with the palms of their hands
GK: και ήρξαντό τινες εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλλον

1 Corinthians 4:11

KJV: Even unto this present hour we both hunger and thirst and are naked and are buffeted and have no certain dwellingplace
GK: άχρι της άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν

2 Corinthians 12:7

KJV: And lest I should be exalted above measure through the abundance of the revelations there was given to me a thorn in the flesh the messenger of Satan to buffet me lest I should be exalted above measure
GK: και τη υπερβολή των αποκαλύψεων ίνα μη υπεραίρωμαι εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί άγγελος σατάν ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι

1 Peter 2:20

KJV: For what glory if when ye be buffeted for your faults ye shall take it patiently but if when ye do well and suffer ye take it patiently this acceptable with God
GK: ποίον γαρ κλέος ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε αλλ΄ ει αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε τούτο χάρις παρά θεώ

κολλάω (cleave)

[edit]

Luke 10:11

KJV: Even the very dust of your city which cleaveth on us we do wipe off against you notwithstanding be ye sure of this that the kingdom of God come nigh unto you
GK: και τον κονιορτόν τον κολληθέντα ημίν από της πόλεως υμών απομασσόμεθα υμίν πλήν τούτο γινώσκετε ότι ήγγικεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του θεού

Luke 15:15

KJV: And he went and joined himself to a citizen of that country and he sent him into his fields to feed swine
GK: και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους

Acts 5:13

KJV: And of the rest durst no man join himself to them but the people magnified them
GK: των δε λοιπών ούδείς ετόλμα κολλάσθαι αυτοίς αλλ΄ εμεγάλυνεν αυτούς ο λαός

Acts 8:29

KJV: Then the Spirit said unto Philip Go near and join thyself to this chariot
GK: είπε δε το πνεύμα τω Φιλίππω πρόσελθε και κολλήθητι τω άρματι τούτω

Acts 9:26

KJV: And when Saul was come to Jerusalem he assayed to join himself to the disciples but they were all afraid of him and believed not that he was a disciple
GK: παραγενόμενος δε ο Σαύλος εν Ιερουσαλήμ επειράτο κολλάσθαι τοις μαθηταίς και πάντες εφοβούντο αυτόν μη πιστεύοντες ότι εστί μαθητής

Acts 10:28

KJV: And he said unto them Ye know how that it is an unlawful thing for a man that is a Jew to keep company or come unto one of another nation but God hath shewed me that I should not call any man common or unclean
GK: έφη τε προς αυτούς υμείς επίστασθε ως αθέμιτόν εστιν ανδρί Ιουδαίω κολλάσθαι η προσέρχεσθαι αλλοφύλω και εμοί ο θεός έδειξε μηδένα κοινόν η ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον

Acts 17:34

KJV: Howbeit certain men clave unto him and believed among the which Dionysius the Areopagite and a woman named Damaris and others with them
GK: τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς

Romans 12:9

KJV: love be without dissimulation Abhor that which is evil cleave to that which is good
GK: η αγάπη ανυπόκριτος αποστυγούντες το πονηρόν κολλώμενοι τω αγαθώ

1 Corinthians 6:16

KJV: What know ye not that he which is joined to an harlot is one body for two saith he shall be one flesh
GK: η ουκ οίδατε ότι ο κολλώμενος τη πόρνη εν σώμά εστιν έσονται γαρ φησίν οι δύο εις σάρκα μίαν

κολλούριον (eyesalve)

[edit]

Revelation 3:18

KJV: I counsel thee to buy of me gold tried in the fire that thou mayest be rich and white raiment that thou mayest be clothed and the shame of thy nakedness do not appear and anoint thine eyes with eyesalve that thou mayest see
GK: συμβουλεύω σοι αγοράσαι χρυσίον παρ΄ εμού πεπυρωμένον εκ πυρός ίνα πλουτήσης και ιμάτια λευκά ίνα περιβάλη και μη φανερωθή η αισχύνη της γυμνότητός σου και κουλλυριον εγχρισον επι τους οφθαλμούς σου ίνα βλέπης

κολλυβιστής ((money-)changer)

[edit]

Matthew 21:12

KJV: And Jesus went into the temple of God and cast out all them that sold and bought in the temple and overthrew the tables of the moneychangers and the seats of them that sold doves
GK: και εισήλθεν ο Ιησούς εις το ιερόν του θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς

Mark 11:15

KJV: And they come to Jerusalem and Jesus went into the temple and began to cast out them that sold and bought in the temple and overthrew the tables of the moneychangers and the seats of them that sold doves
GK: και έρχονται εις Ιεροσόλυμα και εισελθών ο Ιησούς εις το ιερόν ήρξατο εκβάλλειν τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω ιερώ και τας τραπέζας των κολλυβιστών και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς κατέστρεψε

John 2:15

KJV: And when he had made a scourge of small cords he drove them all out of the temple and the sheep and the oxen and poured out the changers’ money and overthrew the tables
GK: και ποιήσας φραγέλλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του ιερού τα τε πρόβατα και τους βόας και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε

κολοβόω (shorten)

[edit]

Matthew 24:22

KJV: And except those days should be shortened there should no flesh be saved but for the elect’s sake those days shall be shortened
GK: και ει εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ διά δε τους εκλεκτούς κολοβωθήσονται αι ημέραι εκείναι

Mark 13:20

KJV: And except that the Lord had shortened those days no flesh should be saved but for the elect’s sake whom he hath chosen he hath shortened the days
GK: και ει κύριος εκολόβωσε τας ημέρας ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ αλλά διά τους εκλεκτούς ους εξελέξατο εκολόβωσε τας ημέρας

Κολοσσαί (Colosse)

[edit]

Colossians 1:2

KJV: To the saints and faithful brethren in Christ at Colosse Grace unto you and peace from God our Father and the Lord Jesus Christ
GK: τοις εν Κολοσσαίς αγίοις και πιστοίς αδελφοίς εν χριστώ χάρις υμίν και ειρήνη από θεού πατρός ημών και κυρίου Ιησού χριστού

κόλπος (bosom)

[edit]

Luke 6:38

KJV: Give and it shall be given unto you good measure pressed down and shaken together and running over shall men give into your bosom For with the same measure that ye mete withal it shall be measured to you again
GK: δίδοτε και δοθήσεται υμίν μέτρον καλόν πεπιεσμένον και σεσαλευμένον και υπερεκχυνόμενον δώσουσιν εις τον κόλπον υμών τω γαρ αυτώ μέτρω ω μετρείτε αντιμετρηθήσεται υμίν

Luke 16:22

KJV: And it came to pass that the beggar died and was carried by the angels into Abraham’s bosom the rich man also died and was buried
GK: εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη

Luke 16:23

KJV: And in hell he lift up his eyes being in torments and seeth Abraham afar off and Lazarus in his bosom
GK: και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού υπάρχων εν βασάνοις ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού

John 1:18

KJV: No man hath seen God at any time the only begotten Son which is in the bosom of the Father he hath declared
GK: θεόν ουδείς εώρακε πώποτε ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός εκείνος εξηγήσατο

John 13:23

KJV: Now there was leaning on Jesus’ bosom one of his disciples whom Jesus loved
GK: ην δε ανακείμενος εις των μαθητών αυτού εν τω κόλπω του Ιησού ον ηγάπα ο Ιησούς

Acts 27:39

KJV: And when it was day they knew not the land but they discovered a certain creek with a shore into the which they were minded if it were possible to thrust in the ship
GK: ότε δε ημέρα εγένετο την γην ουκ επεγίνωσκον κόλπον δε τινα κατενόουν έχοντα αιγιαλόν εις ον εβουλεύσαντο ει δυνατόν εξώσαι το πλοίον

κολυμβάω (swim)

[edit]

Acts 27:43

KJV: But the centurion willing to save Paul kept them from purpose and commanded that they which could swim should cast first and get to land
GK: ο δε εκατόνταρχος βουλόμενος διασώσαι τον Παύλον εκώλυσεν αυτούς του βουλήματος εκέλευσέ τε τους δυναμένους κολυμβάν απορρίψαντας πρώτους επί την γην εξιέναι

κολυμβήθρα (pool)

[edit]

John 5:2

KJV: Now there is at Jerusalem by the sheep a pool which is called in the Hebrew tongue Bethesda having five porches
GK: έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα η επιλεγομένη Εβραϊστί Βηθεσδά πέντε στοάς έχουσα

John 5:4

KJV: For an angel went down at a certain season into the pool and troubled the water whosoever then first after the troubling of the water stepped in was made whole of whatsoever disease he had
GK: άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα και ετάρασσε το ύδωρ ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι

John 5:7

KJV: The impotent man answered him Sir I have no man when the water is troubled to put me into the pool but while I am coming another steppeth down before me
GK: απεκρίθη αυτώ ο ασθενών κύριε άνθρωπον ουκ έχω ίνα όταν ταραχθή του ύδωρ βάλη με εις την κολυμβήθραν εν ω δε έρχομαι εγώ άλλος προ εμού καταβαίνει

John 9:7

KJV: And said unto him Go wash in the pool of Siloam which is by interpretation Sent He went his way therefore and washed and came seeing
GK: και είπεν αυτώ ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ ο ερμηνεύεται απεσταλμένος απήλθεν ούν και ενίψατο και ήλθεν βλέπων

John 9:11

KJV: He answered and said A man that is called Jesus made clay and anointed mine eyes and said unto me Go to the pool of Siloam and wash and I went and washed and I received sight
GK: απεκρίθη εκείνος και είπεν άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα

κολωνία (colony)

[edit]

Acts 16:12

KJV: And from thence to Philippi which is the chief city of that part of Macedonia a colony and we were in that city abiding certain days
GK: εκείθέν τε εις Φιλίππους ήτις εστί πρώτη της μερίδος της Μακεδονίας πόλις κολώνια ήμεν δε εν αυτή τη πόλει διατρίβοντες ημέρας τινάς

κομάω (have long hair)

[edit]

1 Corinthians 11:14

KJV: Doth not even nature itself teach you that if a man have long hair it is a shame unto him
GK: η ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά ατιμία αυτώ εστί

1 Corinthians 11:15

KJV: But if a woman have long hair it is a glory to her for hair is given her for a covering
GK: γυνή δε εάν κομά δόξα αυτή εστίν ότι η κόμη αντί περιβολαίου δέδοται αυτή

κόμη (hair)

[edit]

1 Corinthians 11:15

KJV: But if a woman have long hair it is a glory to her for hair is given her for a covering
GK: γυνή δε εάν κομά δόξα αυτή εστίν ότι η κόμη αντί περιβολαίου δέδοται αυτή

κομίζω (bring)

[edit]

Matthew 25:27

KJV: Thou oughtest therefore to have put my money to the exchangers and at my coming I should have received mine own with usury
GK: έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις και ελθών εγω εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω

Luke 7:37

KJV: And behold a woman in the city which was a sinner when she knew that sat at meat in the Pharisee’s house brought an alabaster box of ointment
GK: και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου κομίσασα αλάβαστρον μύρου

2 Corinthians 5:10

KJV: For we must all appear before the judgment seat of Christ that every one may receive the things in body according to that he hath done whether good or bad
GK: τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του χριστού ίνα κομίσηται έκαστος τα διά του σώματος προς α έπραξεν είτε αγαθόν είτε κακόν

Ephesians 6:8

KJV: Knowing that whatsoever good thing any man doeth the same shall he receive of the Lord whether bond or free
GK: ειδότες ότι ο εάν τι έκαστος ποιήση αγαθόν τούτο κομιείται παρά του κυρίου είτε δούλος είτε ελεύθερος

Colossians 3:25

KJV: But he that doeth wrong shall receive for the wrong which he hath done and there is no respect of persons
GK: ο δε αδικών κομιείται ο ηδίκησε και ουκ έστι προσωποληψία

Hebrews 10:36

KJV: For ye have need of patience that after ye have done the will of God ye might receive the promise
GK: υπομονής γαρ έχετε χρείαν ίνα το θέλημα του θεού ποιήσαντες κομίσησθε την επαγγελίαν

Hebrews 11:19

KJV: Accounting that God able to raise up even from the dead from whence also he received him in a figure
GK: λογισάμενος ότι και εκ νεκρών εγείρειν δυνατός ο θεός όθεν αυτόν και εν παραβολή εκομίσατο

Hebrews 11:39

KJV: these all having obtained a good report through faith received not the promise
GK: και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν

1 Peter 1:9

KJV: Receiving the end of your faith the salvation of souls
GK: κομιζόμενοι το τέλος της πίστεως υμών σωτηρίαν ψυχών

κομψότερον (+ began to amend)

[edit]

John 4:52

KJV: Then enquired he of them the hour when he began to amend And they said unto him Yesterday at the seventh hour the fever left him
GK: επύθετο ούν παρ΄ αυτών την ώραν εν η κομψότερον έσχε και είπον αυτώ ότι χθές ώραν εβδόμην αφήκεν αυτόν ο πυρετός

κονιάω (whiten)

[edit]

Matthew 23:27

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye are like unto whited sepulchres which indeed appear beautiful outward but are within full of dead bones and of all uncleanness
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας

Acts 23:3

KJV: Then said Paul unto him God shall smite thee whited wall for sittest thou to judge me after the law and commandest me to be smitten contrary to the law
GK: τότε ο Παύλος προς αυτόν είπε τύπτειν σε μέλλει ο θεός τοίχε κεκονιαμένε και συ κάθη κρίνων με κατά τον νόμον και παρανομών κελεύεις με τύπτεσθαι

κονιορτός (dust)

[edit]

Matthew 10:14

KJV: And whosoever shall not receive you nor hear your words when ye depart out of that house or city shake off the dust of your feet
GK: και ος εάν μη δέξηται υμάς μηδέ ακούση τους λόγους υμών εξερχόμενοι της οικίας η της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών

Luke 9:5

KJV: And whosoever will not receive you when ye go out of that city shake off the very dust from your feet for a testimony against them
GK: και όσοι εάν μη δέξωνται υμάς εξερχόμενοι από της πόλεως εκείνης και τον κονιορτόν από των ποδών υμών αποτινάξατε εις μαρτύριον επ΄ αυτούς

Luke 10:11

KJV: Even the very dust of your city which cleaveth on us we do wipe off against you notwithstanding be ye sure of this that the kingdom of God come nigh unto you
GK: και τον κονιορτόν τον κολληθέντα ημίν από της πόλεως υμών απομασσόμεθα υμίν πλήν τούτο γινώσκετε ότι ήγγικεν εφ΄ υμάς η βασιλεία του θεού

Acts 13:51

KJV: But they shook off the dust of their feet against them and came unto Iconium
GK: οι δε εκτιναξάμενοι τον κονιορτόν των ποδών αυτών επ΄ αυτούς ήλθον εις Ικόνιον

Acts 22:23

KJV: And as they cried out and cast off clothes and threw dust into the air
GK: κραζόντων δε αυτών και ριπτούντων τα ιμάτια και κονιορτόν βαλλόντων εις τον αέρα

κοπάζω (cease)

[edit]

Matthew 14:32

KJV: And when they were come into the ship the wind ceased
GK: και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος

Mark 4:39

KJV: And he arose and rebuked the wind and said unto the sea Peace be still And the wind ceased and there was a great calm
GK: και διεγερθείς επετίμησεν τω ανέμω και είπε τη θαλάσση σιώπα πεφίμωσο και εκόπασεν ο άνεμος και εγένετο γαλήνη μεγάλη

Mark 6:51

KJV: And he went up unto them into the ship and the wind ceased and they were sore amazed in themselves beyond measure and wondered
GK: και ανέβη προς αυτούς εις το πλοίον και εκόπασεν ο άνεμος και λίαν εκ περισσού εν εαυτοίς εξίσταντο και εθαύμαζον

κοπετός (lamentation)

[edit]

Acts 8:2

KJV: And devout men carried Stephen and made great lamentation over him
GK: συνεκόμισαν δε τον Στέφανον άνδρες ευλαβείς και εποιήσαντο κοπετόν μέγαν επ΄ αυτώ

κοπή (slaughter)

[edit]

Hebrews 7:1

KJV: For this Melchisedec king of Salem priest of the most high God who met Abraham returning from the slaughter of the kings and blessed him
GK: ούτος γαρ ο Μελχισεδέκ βασιλεύς Σαλήμ ιερεύς του θεού του υψίστου ο συναντήσας Αβραάμ υποστρέφοντι από της κοπής των βασιλέων και ευλογήσας αυτόν

κοπιάω ((bestow) labour)

[edit]

Matthew 6:28

KJV: And why take ye thought for raiment Consider the lilies of the field how they grow they toil not neither do they spin
GK: και περί ενδύματος τι μεριμνάτε καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει

Matthew 11:28

KJV: Come unto me all that labour and are heavy laden and I will give you rest
GK: δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς

Luke 5:5

KJV: And Simon answering said unto him Master we have toiled all the night and have taken nothing nevertheless at thy word I will let down the net
GK: και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ επιστάτα δι΄ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον

Luke 12:27

KJV: Consider the lilies how they grow they toil not they spin not and yet I say unto you that Solomon in all his glory was not arrayed like one of these
GK: κατανοήσατε τα κρίνα πως αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων

John 4:6

KJV: Now Jacob’s well was there Jesus therefore being wearied with journey sat thus on the well it was about the sixth hour
GK: ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ ο ούν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή ώρα ην ωσεί έκτη

John 4:38

KJV: I sent you to reap that whereon ye bestowed no labour other men laboured and ye are entered into their labours
GK: εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε άλλοι κεκοπιάκασι και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε

Acts 20:35

KJV: I have shewed you all things how that so labouring ye ought to support the weak and to remember the words of the Lord Jesus how he said It is more blessed to give than to receive
GK: πάντα υπέδειξα υμίν ότι ούτω κοπιώντας δει αντιλαμβάνεσθαι των ασθενούντων μνημονεύειν τε των λόγων του κυρίου Ιησού ότι αυτός είπε μακάριόν εστι διδόναι μάλλον η λαμβάνειν

Romans 16:6

KJV: Greet Mary who bestowed much labour on us
GK: ασπάσασθε Μαριάμ ήτις πολλά εκοπίασεν εις ημάς

Romans 16:12

KJV: Salute Tryphena and Tryphosa who labour in the Lord Salute the beloved Persis which laboured much in the Lord
GK: ασπάσασθε Τρύφαιναν και Τρυφώσαν τας κοπιώσας εν κυρίω ασπάσασθε Περσίδα την αγαπητήν ήτις πολλά εκοπίασεν εν κυρίω

κόπος (labour)

[edit]

Matthew 26:10

KJV: When Jesus understood he said unto them Why trouble ye the woman for she hath wrought a good work upon me
GK: γνους δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς τι κόπους παρέχετε τη γυναικί έργον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ

Mark 14:6

KJV: And Jesus said Let her alone why trouble ye her she hath wrought a good work on me
GK: ο δε Ιησούς είπεν άφετε αυτήν τι αυτή κόπους παρέχετε καλόν έργον ειργάσατο εις εμέ

Luke 11:7

KJV: And he from within shall answer and say Trouble me not the door is now shut and my children are with me in bed I can not rise and give thee
GK: κακείνος έσωθεν αποκριθείς είπη μη μοι κόπους πάρεχε ήδη η θύρα κέκλεισται και τα παιδία μου μετ΄ εμού εις την κοίτην εισίν ου δύναμαι αναστάς δούναί σοι

Luke 18:5

KJV: Yet because this widow troubleth me I will avenge her lest by her continual coming she weary me
GK: διά γε το παρέχειν μοι κόπον την χήραν ταύτην εκδικήσω αυτήν ίνα μη εις τέλος ερχομένη υποπιάζη με

John 4:38

KJV: I sent you to reap that whereon ye bestowed no labour other men laboured and ye are entered into their labours
GK: εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε άλλοι κεκοπιάκασι και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε

1 Corinthians 3:8

KJV: Now he that planteth and he that watereth are one and every man shall receive his own reward according to his own labour
GK: ο φυτεύων δε και ο ποτίζων εν εισιν έκαστος δε τον ίδιον μισθόν λήψεται κατά τον ίδιον κόπον

1 Corinthians 15:58

KJV: Therefore my beloved brethren be ye stedfast unmoveable always abounding in the work of the Lord forasmuch as ye know that your labour is not in vain in the Lord
GK: ώστε αδελφοί μου αγαπητοί εδραίοι γίνεσθε αμετακίνητοι περισσεύοντες εν τω έργω του κυρίου πάντοτε ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν κυρίω

2 Corinthians 6:5

KJV: In stripes in imprisonments in tumults in labours in watchings in fastings
GK: εν πληγαίς εν φυλακαίς εν ακαταστασίαις εν κόποις εν αγρυπνίαις εν νηστείαις

2 Corinthians 10:15

KJV: Not boasting of things without measure of other men’s labours but having hope your faith is increased that we shall be enlarged by you according to our rule abundantly
GK: ουκ εις τα άμετρα καυχώμενοι εν αλλοτρίοις κόποις ελπίδα δε έχοντες αυξανομένης της πίστεως υμών εν υμίν μεγαλυνθήναι κατά τον κανόνα ημών εις περισσείαν

κοπρία (dung(-hill))

[edit]

Luke 13:8

KJV: And he answering said unto him Lord let it alone this year also till I shall dig about it and dung
GK: ο δε αποκριθείς λέγει αυτώ κύριε άφες αυτήν και τούτο το έτος έως ότου σκάψω περί αυτήν και βάλω κοπρία

Luke 14:35

KJV: It is neither fit for the land nor yet for the dunghill men cast it out He that hath ears to hear let him hear
GK: ούτε εις γην ούτε εις κοπρίαν εύθετόν εστιν έξω βάλλουσιν αυτό ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω

κόπτω (cut down)

[edit]

Matthew 11:17

KJV: And saying We have piped unto you and ye have not danced we have mourned unto you and ye have not lamented
GK: και λέγουσιν ηυλήσαμεν υμίν και ουκ ωρχήσασθε εθρηνήσαμεν υμίν και ουκ εκόψασθε

Matthew 21:8

KJV: And a very great multitude spread their garments in the way others cut down branches from the trees and strawed in the way
GK: ο δε πλείστος όχλος έστρωσαν εαυτών τα ιμάτια εν τη οδώ άλλοι δε έκοπτον κλάδους από των δένδρων και εστρώννυον εν τη οδώ

Matthew 24:30

KJV: And then shall appear the sign of the Son of man in heaven and then shall all the tribes of the earth mourn and they shall see the Son of man coming in the clouds of heaven with power and great glory
GK: και τότε φανήσεται το σημείον του υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής

Mark 11:8

KJV: And many spread their garments in the way and others cut down branches off the trees and strawed in the way
GK: πολλοί δε τα ιμάτια αυτών έστρωσαν εις την οδόν άλλοι δε στοιβάδας έκοπτον εκ των δένδρων και εστρώννυον εις την οδόν

Luke 8:52

KJV: And all wept and bewailed her but he said Weep not she is not dead but sleepeth
GK: έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν ο δε είπε μη κλαίετε ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει

Luke 23:27

KJV: And there followed him a great company of people and of women which also bewailed and lamented him
GK: ηκολούθει δε αυτώ πολύ πλήθος του λαού και γυναικών αι και εκόπτοντο και εθρήνουν αυτόν

Revelation 1:7

KJV: Behold he cometh with clouds and every eye shall see him and they which pierced him and all kindreds of the earth shall wail because of him Even so Amen
GK: ιδού έρχεται μετά των νεφελών και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν και κόψονται επ΄ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης ναι αμήν

Revelation 18:9

KJV: And the kings of the earth who have committed fornication and lived deliciously with her shall bewail her and lament for her when they shall see the smoke of her burning
GK: και κλαύσουσι αυτήν και κόψονται επ΄ αυτή οι βασιλείς της γης οι μετ΄ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες όταν βλέπωσι τον καπνόν της πυρώσεως αυτής

κόραξ (raven)

[edit]

Luke 12:24

KJV: Consider the ravens for they neither sow nor reap which neither have storehouse nor barn and God feedeth them how much more are ye better than the fowls
GK: κατανοήσατε τους κόρακας ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν οις ουκ έστι ταμείον ουδέ αποθήκη και ο θεός τρέφει αυτούς πόσω μάλλον υμείς διαφέρετε των πετεινών

κοράσιον (damsel)

[edit]

Matthew 9:24

KJV: He said unto them Give place for the maid is not dead but sleepeth And they laughed him to scorn
GK: λέγει αυτοίς αναχωρείτε ου γαρ απέθανε το κοράσιον αλλά καθεύδει και κατεγέλων αυτού

Matthew 9:25

KJV: But when the people were put forth he went in, and took her by the hand and the maid arose
GK: ότε δε εξεβλήθη ο όχλος εισελθών εκράτησε της χειρός αυτής και ηγέρθη το κοράσιον

Matthew 14:11

KJV: And his head was brought in a charger and given to the damsel and she brought to her mother
GK: και η κεφαλή ηνέχθη επί πίνακι και εδόθη τω κορασίω και ήνεγκε τη μητρί αυτής

Mark 5:41

KJV: And he took the damsel by the hand and said unto her Talitha cumi which is being interpreted Damsel I say unto thee arise
GK: και κρατήσας της χειρός του παιδίου λέγει αυτή ταλιθά κούμι ο εστι μεθερμηνευόμενον το κοράσιον σοι λέγω έγειραι

Mark 5:42

KJV: And straightway the damsel arose and walked for she was of twelve years And they were astonished with a great astonishment
GK: και ευθέως ανέστη το κοράσιον και περιεπάτει ην γαρ ετών δώδεκα και εξέστησαν εκστάσει μεγάλη

Mark 6:22

KJV: And when the daughter of the said Herodias came in and danced and pleased Herod and them that sat with him the king said unto the damsel Ask of me whatsoever thou wilt and I will give thee
GK: και εισελθούσης της θυγατρός αυτής της Ηρωδιάδος και ορχησαμένης και αρεσάσης τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις είπεν ο βασιλεύς τω κορασίω αίτησόν με ο εάν θέλης και δώσω σοι

Mark 6:28

KJV: And brought his head in a charger and gave it to the damsel and the damsel gave it to her mother
GK: και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής

κορβᾶν (Corban)

[edit]

Matthew 27:6

KJV: And the chief priests took the silver pieces and said It is not lawful for to put them into the treasury because it is the price of blood
GK: οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν επεί τιμή αίματός εστι

Mark 7:11

KJV: But ye say If a man shall say to his father or mother Corban that is to say a gift by whatsoever thou mightest be profited by me
GK: υμείς δε λέγετε εάν είπη άνθρωπος τω πατρί η τη μητρί κορβάν ο εστι δώρον ο εάν εξ εμού ωφεληθής

Κορέ (Core)

[edit]

Jude 1:11

KJV: Woe unto them for they have gone in the way of Cain and ran greedily after the error of Balaam for reward and perished in the gainsaying of Core
GK: ουαί αυτοίς ότι τη οδώ του Καϊν επορεύθησαν και τη πλάνη του Βαλαάμ μισθού εξεχύθησαν και τη αντιλογία του Κορέ απώλοντο

κορέννυμι (eat enough)

[edit]

Acts 27:38

KJV: And when they had eaten enough they lightened the ship and cast out the wheat into the sea
GK: κορεσθέντες δε τροφής εκούφιζον το πλοίον εκβαλλόμενοι τον σίτον εις την θάλασσαν

1 Corinthians 4:8

KJV: Now ye are full now ye are rich ye have reigned as kings without us and I would to God ye did reign that we also might reign with you
GK: ήδη κεκορεσμένοι εστέ ήδη επλουτήσατε χωρίς ημών εβασιλεύσατε και όφελον γε εβασιλεύσατε ίνα και ημείς υμίν συμβασιλεύσωμεν

Κορίνθιος (Corinthian)

[edit]

Acts 18:8

KJV: And Crispus the chief ruler of the synagogue believed on the Lord with all his house and many of the Corinthians hearing believed and were baptized
GK: Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε τω κυρίω συν όλω τω οίκω αυτού και πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευον και εβαπτίζοντο

2 Corinthians 6:11

KJV: Corinthians our mouth is open unto you our heart is enlarged
GK: το στόμα ημών ανέωγε προς υμάς Κορίνθιοι η καρδία ημών πεπλάτυνται

Κόρινθος (Corinth)

[edit]

Acts 18:1

KJV: After these things Paul departed from Athens and came to Corinth
GK: μετά δε ταύτα χωρισθείς ο Παύλος εκ των Αθηνών ήλθεν εις Κόρινθον

Acts 19:1

KJV: And it came to pass that while Apollos was at Corinth Paul having passed through the upper coasts came to Ephesus and finding certain disciples
GK: εγένετο δε εν τω τον Απολλώ είναι εν Κορίνθω Παύλον διελθόντα τα ανωτερικά μέρη ελθείν εις Έφεσον και ευρών τινας μαθητάς

1 Corinthians 1:2

KJV: Unto the church of God which is at Corinth to them that are sanctified in Christ Jesus called saints with all in every place call upon the name of Jesus Christ our Lord both theirs and ours
GK: τη εκκλησία του θεού τη όυση εν Κορίνθω ηγιασμένοις εν χριστώ Ιησού κλητοίς αγίοις συν πάσι τοις επικαλουμένοις το όνομα του κυρίου ημών Ιησού χριστού εν παντί τόπω αυτών τε και ημών

2 Corinthians 1:1

KJV: Paul an apostle of Jesus Christ by the will of God and Timothy brother unto the church of God which is at Corinth with all the saints which are in all Achaia
GK: Παύλος απόστολος Ιησού χριστού διά θελήματος θεού και Τιμόθεος ο αδελφός τη εκκλησία του θεού τη ούση εν Κορίνθω συν τοις αγίοις πάσι τοις ούσιν εν όλη τη Αχαϊα

2 Corinthians 1:23

KJV: Moreover I call God for a record upon my soul that to spare you I came not as yet unto Corinth
GK: εγώ δε μάρτυρα τον θεόν επικαλούμαι επί την εμήν ψυήν ότι φειδόμενος υμών ουκέτι ήλθον εις Κόρινθον

2 Timothy 4:20

KJV: Erastus abode at Corinth but Trophimus have I left at Miletum sick
GK: Εραστος έμεινεν εν Κορίνθω Τρόφιμον δε απέλιπον εν Μιλήτω ασθενούντα

Κορνήλιος (Cornelius)

[edit]

Acts 10:1

KJV: There was a certain man in Cæsarea called Cornelius a centurion of the band called the Italian
GK: ανήρ δε τις ην εν Καισαρεία ονόματι Κορνήλιος εκατοντάρχης εκ σπείρης της καλουμένης Ιταλικής

Acts 10:3

KJV: He saw in a vision evidently about the ninth hour of the day an angel of God coming in to him and saying unto him Cornelius
GK: είδεν εν οράματι φανερώς ωσεί ώραν εννάτην της ημέρας άγγελον του θεού εισελθόντα προς αυτόν και ειπόντα αυτώ Κορνήλιε

Acts 10:7

KJV: And when the angel which spake unto Cornelius was departed he called two of his household servants and a devout soldier of them that waited on him continually
GK: ως δε απήλθεν ο άγγελος ο λαλών τω Κορνηλίω φωνήσας δύο των οικετών αυτού και στρατιώτην ευσεβή των προσκαρτερούντων αυτώ

Acts 10:17

KJV: Now while Peter doubted in himself what this vision which he had seen should mean behold the men which were sent from Cornelius had made enquiry for Simon’s house and stood before the gate
GK: ως δε εν εαυτώ διηπόρει ο Πέτρος τι αν είη το όραμα ο είδε και ιδού οι άνδρες οι απεσταλμένοι από του Κορνηλίου διερωτήσαντες την οικίαν Σίμωνος επέστησαν επί τον πυλώνα

Acts 10:21

KJV: Then Peter went down to the men which were sent unto him from Cornelius and said Behold I am he whom ye seek what the cause wherefore ye are come
GK: καταβάς δε Πέτρος προς τους άνδρας είπεν ιδού εγώ ειμι ον ζητείτε τις η αιτία δι΄ ην πάρεστε

Acts 10:22

KJV: And they said Cornelius the centurion a just man and one that feareth God and of good report among all the nation of the Jews was warned from God by an holy angel to send for thee into his house and to hear words of thee
GK: οι δε είπον Κορνήλιος εκατοντάρχης ανήρ δίκαιος και φοβούμενος τον θεόν μαρτυρούμενός τε υπό όλου του έθνους των Ιουδαίων εχρηματίσθη υπό αγγέλου αγίου μεταπέμψασθαί σε εις τον οίκον αυτού και ακούσαι ρήματα παρά σου

Acts 10:24

KJV: And the morrow after they entered into Cæsarea And Cornelius waited for them and had called together his kinsmen and near friends
GK: και τη επαύριον εισήλθον εις την Καισάρειαν ο δε Κορνήλιος ην προσδοκών αυτούς συγκαλεσάμενος τους συγγενείς αυτού και τους αναγκαίους φίλους

Acts 10:25

KJV: And as Peter was coming in Cornelius met him and fell down at his feet and worshipped
GK: ως δε εγένετο εισελθείν τον Πέτρον συναντήσας αυτώ ο Κορνήλιος πεσών επί τους πόδας προσεκύνησεν

Acts 10:30

KJV: And Cornelius said Four days ago I was fasting until this hour and at the ninth hour I prayed in my house and behold a man stood before me in bright clothing
GK: και ο Κορνήλιος έφη από τετάρτης ημέρας μέχρι ταύτης της ώρας ήμην νηστεύων και την ενάτην ώραν προσευχόμενος εν τω οίκω μου και ιδού ανήρ έστη ενώπίον μου εν εσθήτι λαμπρά

κόρος (measure)

[edit]

Luke 16:7

KJV: Then said he to another And how much owest thou And he said An hundred measures of wheat And he said unto him Take thy bill and write fourscore
GK: έπειτα ετέρω είπεν συ δε πόσον οφείλεις ο δε είπεν εκατόν κόρους σίτου και λέγει αυτώ δέξαι σου το γράμμα και γράψον ογδοήκοντα

κοσμέω (adorn)

[edit]

Matthew 12:44

KJV: Then he saith I will return into my house from whence I came out and when he is come he findeth empty swept and garnished
GK: τότε λέγει επιστρέψω εις τον οίκόν μου όθεν εξήλθον και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα σεσαρωμένον και κεκοσμημένον

Matthew 23:29

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites because ye build the tombs of the prophets and garnish the sepulchres of the righteous
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι οικοδομείτε τους τάφους των προφητών και κοσμείτε τα μνημεία των δικαίων

Matthew 25:7

KJV: Then all those virgins arose and trimmed their lamps
GK: τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών

Luke 11:25

KJV: And when he cometh he findeth swept and garnished
GK: και ελθόν ευρίσκει σεσαρωμένον και κεκοσμημένον

Luke 21:5

KJV: And as some spake of the temple how it was adorned with goodly stones and gifts he said
GK: και τινων λεγόντων περί του ιερού ότι λίθοις καλοίς και αναθήμασι κεκόσμηται είπε

1 Timothy 2:9

KJV: In like manner also that women adorn themselves in modest apparel with shamefacedness and sobriety not with broided hair or gold or pearls or costly array
GK: ωσαύτως και τας γυναίκας εν καταστολή κοσμίω μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν η χρυσώ η μαργαρίταις η ιματισμώ πολυτελεί

Titus 2:10

KJV: Not purloining but shewing all good fidelity that they may adorn the doctrine of God our Saviour in all things
GK: μη νοσφιζομένους αλλά πίστιν πάσαν ενδεικνυμένους αγαθήν ίνα την διδασκαλίαν του σωτήρος ημών θεού κοσμώσιν εν πάσιν

1 Peter 3:5

KJV: For after this manner in the old time the holy women also who trusted in God adorned themselves being in subjection unto their own husbands
GK: ούτω γαρ ποτε και αι άγιαι γυναίκες αι ελπίζουσαι επί τον θεόν εκόσμουν εαυτάς υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν

Revelation 21:2

KJV: And I John saw the holy city new Jerusalem coming down from God out of heaven prepared as a bride adorned for her husband
GK: και την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ καινήν ειδον καταβαίνουσαν από του θεού εκ του ουρανού ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής

κοσμικός (worldly)

[edit]

Titus 2:12

KJV: Teaching us that denying ungodliness and worldly lusts we should live soberly righteously and godly in this present world
GK: παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι

Hebrews 9:1

KJV: Then verily the first had also ordinances of divine service and a worldly sanctuary
GK: είχε μεν ούν και η πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας το τε άγιον κοσμικόν

κόσμιος (of good behaviour)

[edit]

1 Timothy 2:9

KJV: In like manner also that women adorn themselves in modest apparel with shamefacedness and sobriety not with broided hair or gold or pearls or costly array
GK: ωσαύτως και τας γυναίκας εν καταστολή κοσμίω μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν η χρυσώ η μαργαρίταις η ιματισμώ πολυτελεί

1 Timothy 3:2

KJV: A bishop then must be blameless the husband of one wife vigilant sober of good behaviour given to hospitality apt to teach
GK: δει ούν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι μιάς γυναικός άνδρα νηφάλιον σώφρονα κόσμιον φιλόξενον διδακτικόν

κοσμοκράτωρ (ruler)

[edit]

Ephesians 6:12

KJV: For we wrestle not against flesh and blood but against principalities against powers agains the rulers of the darkness of this world against spiritual wickedness in high
GK: ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα αλλά προς τας αρχάς προς τας εξουσίας προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις

κόσμος (adorning)

[edit]

Matthew 4:8

KJV: Again the devil taketh him up into an exceeding high mountain and sheweth him all the kingdoms of the world and the glory of them
GK: πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν και δείκνυσιν αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών

Matthew 5:14

KJV: Ye are the light of the world A city that is set on an hill cannot be hid
GK: υμείς εστέ το φως του κόσμου ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη

Matthew 13:35

KJV: That it might be fulfilled which was spoken by the prophet saying I will open my mouth in parables I will utter things which have been kept secret from the foundation of the world
GK: όπως πληρωθή το ρηθέν διά του προφήτου λέγοντος ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου

Matthew 13:38

KJV: The field is the world the good seed are the children of the kingdom but the tares are the children of the wicked
GK: ο δε αγρός εστιν ο κόσμος το δε καλόν σπέρμα ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας τα δε ζιζάνιά εισιν οι υιοί του πονηρού

Matthew 16:26

KJV: For what is a man profited if he shall gain the whole world and lose his own soul or what shall a man give in exchange for his soul
GK: τι ωφεληείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού

Matthew 18:7

KJV: Woe unto the world because of offences for it must needs be that offences come but woe to that man by whom the offence cometh
GK: ουαί τω κόσμω από των σκανδάλων ανάγκη γαρ εστιν ελθείν τα σκάνδαλα πλήν ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι΄ ου το σκάνδαλον έρχεται

Matthew 24:21

KJV: For then shall be great tribulation such as was not since the beginning of the world to this time no nor ever shall be
GK: έσται γαρ τότε θλίψις μεγάλη οία ου γέγονεν απ΄ αρχής κόσμου έως του νυν ουδ΄ ου γένηται

Matthew 25:34

KJV: Then shall the King say unto them on his right hand Come, ye blessed of my Father inherit the kingdom prepared for you from the foundation of the world
GK: τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου

Matthew 26:13

KJV: Verily I say unto you Wheresoever this gospel shall be preached in the whole world shall also this, that this woman hath done be told for a memorial of her
GK: αμήν λέγω υμίν όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής

Κούαρτος (Quartus)

[edit]

Romans 16:23

KJV: Gaius mine host and of the whole church saluteth you Erastus the chamberlain of the city saluteth you and Quartus a brother
GK: ασπάζεται υμάς Γαϊος ο ξένος μου και της εκκλησίας όλης ασπάζεται υμάς Εραστος ο οικονόμος της πόλεως και Κούαρτος ο αδελφός

κοῦμι (cumi)

[edit]

Mark 5:41

KJV: And he took the damsel by the hand and said unto her Talitha cumi which is being interpreted Damsel I say unto thee arise
GK: και κρατήσας της χειρός του παιδίου λέγει αυτή ταλιθά κούμι ο εστι μεθερμηνευόμενον το κοράσιον σοι λέγω έγειραι

κουστωδία (watch)

[edit]

Matthew 27:65

KJV: Pilate said unto them Ye have a watch go your way make as sure as ye can
GK: έφη δε αυτοίς ο Πιλάτος έχετε κουστωδίαν υπάγετε ασφαλίσασθε ως οίδατε

Matthew 27:66

KJV: So they went and made the sepulchre sure sealing the stone and setting a watch
GK: οι πορευθέντες ησφαλίσαντο τον τάφον σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας

Matthew 28:11

KJV: Now when they were going behold some of the watch came into the city and shewed unto the chief priests all the things that were done
GK: πορευομένων δε αυτών ιδού τινές της κουστωδίας ελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν τοις αρχιερεύσιν άπαντα τα γενόμενα

κουφίζω (lighten)

[edit]

Acts 27:38

KJV: And when they had eaten enough they lightened the ship and cast out the wheat into the sea
GK: κορεσθέντες δε τροφής εκούφιζον το πλοίον εκβαλλόμενοι τον σίτον εις την θάλασσαν

κόφινος (basket)

[edit]

Matthew 14:20

KJV: And they did all eat and were filled and they took up of the fragments that remained twelve baskets full
GK: και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις

Matthew 16:9

KJV: Do ye not yet understand neither remember the five loaves of the five thousand and how many baskets ye took up
GK: ούπω νοείτε ουδέ μνημονεύετε τους πέντε άρτους των πεντακισχιλίων και πόσους κοφίνους ελάβετε

Mark 6:43

KJV: And they took up twelve baskets full of the fragments and of the fishes
GK: και ήραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις και από των ιχθύων

Mark 8:19

KJV: When I brake the five loaves among five thousand how many baskets full of fragments took ye up They say unto him Twelve
GK: ότε τους πέντε άρτους έκλασα εις τους πεντακισχιλίους πόσους κοφίνους πλήρεις κλασμάτων ήρατε λέγουσιν αυτώ δώδεκα

Luke 9:17

KJV: And they did eat and were all filled and there was taken up of fragments that remained to them twelve baskets
GK: και έφαγον και εχορτάσθησαν πάντες και ήρθη το περισσεύσαν αυτοίς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα

John 6:13

KJV: Therefore they gathered together and filled twelve baskets with the fragments of the five barley loaves which remained over and above unto them that had eaten
GK: συνήγαγον ούν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων α επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν

κράββατος (bed)

[edit]

Mark 2:4

KJV: And when they could not come nigh unto him for the press they uncovered the roof where he was and when they had broken up they let down the bed wherein the sick of the palsy lay
GK: και μη δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτώ διά τον όχλον απεστέγασαν την στέγην όπου ην και εξορύξαντες χαλώσι τον κράββατον εφ΄ ω ο παραλυτικός κατέκειτο

Mark 2:9

KJV: Whether is it easier to say to the sick of the palsy sins be forgiven thee or to say Arise and take up thy bed and walk
GK: τι εστιν ευκοπώτερον ειπείν τω παραλυτικώ αφέωνταί σου αι αμαρτίαι η ειπείν έγειραι και άρόν σου τον κράββατον και περιπάτει

Mark 2:11

KJV: I say unto thee Arise and take up thy bed and go thy way into thine house
GK: σοι λέγω έγειραι και άρον τον κράββατόν σου και ύπαγε εις τον οίκόν σου

Mark 2:12

KJV: And immediately he arose took up the bed and went forth before them all insomuch that they were all amazed and glorified God saying We never saw it on this fashion
GK: και ηγέρθη ευθέως και άρας τον κράββατον εξήλθεν εναντίον πάντων ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον θεόν λέγοντας ότι ουδέποτε ούτως είδομεν

Mark 6:55

KJV: And ran through that whole region round about and began to carry about in beds those that were sick where they heard he was
GK: περιδραμόντες όλην την περίχωρον εκείνην ήρξαντο επί τοις κραββάτοις τους κακώς έχοντας περιφέρειν όπου ήκουον ότι εκεί εστι

John 5:8

KJV: Jesus saith unto him Rise take up thy bed and walk
GK: λέγει αυτώ ο Ιησούς έγειραι άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει

John 5:9

KJV: And immediately the man was made whole and took up his bed and walked and on the same day was the sabbath
GK: και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος και ήρε τον κράββατον αυτού και περιεπάτει ην δε σάββατον εν εκείνη τη ημέρα

John 5:10

KJV: The Jews therefore said unto him that was cured is the sabbath day it is not lawful for thee to carry bed
GK: έλεγον ουν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω σάββατόν εστιν ουκ έξεστί σοι άραι τον κράββατον

John 5:11

KJV: He answered them He that made me whole the same said unto me Take up thy bed and walk
GK: απεκρίθη αυτοίς ο ποιήσας με υγιή εκείνός μοι είπεν άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει

κράζω (cry (out))

[edit]

Matthew 8:29

KJV: And behold they cried out saying What have we to do with thee Jesus thou Son of God art thou come hither to torment us before the time
GK: και ιδού έκραξαν λέγοντες τι ημίν και σοι Ιησού υιέ του θεού ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς

Matthew 9:27

KJV: And when Jesus departed thence two blind men followed him crying and saying Son of David have mercy on us
GK: και παράγοντι εκείθεν τω Ιησού ηκολούθησαν αυτώ δύο τυφλοί κράζοντες και λέγοντες ελέησον ημάς υιέ Δαβίδ

Matthew 14:26

KJV: And when the disciples saw him walking on the sea they were troubled saying It is a spirit and they cried out for fear
GK: και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι και από του φόβου έκραξαν

Matthew 14:30

KJV: But when he saw the wind boisterous he was afraid and beginning to sink he cried saying Lord save me
GK: βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων κύριε σώσόν με

Matthew 15:23

KJV: But he answered her not a word And his disciples came and besought him saying Send her away for she crieth after us
GK: ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες απόλυσον αυτήν ότι κράζει όπισθεν ημών

Matthew 20:30

KJV: And behold two blind men sitting by the way side when they heard that Jesus passed by cried out saying Have mercy on us O Lord Son of David
GK: και ιδού δύο τυφλοί καθήμενοι παρά την οδόν ακούσαντες ότι Ιησούς παράγει έκραξαν λέγοντες ελέησον ημάς κύριε υιός Δαβίδ

Matthew 20:31

KJV: And the multitude rebuked them because they should hold their peace but they cried the more saying Have mercy on us O Lord Son of David
GK: ο δε όχλος επετίμησεν αυτοίς ίνα σιωπήσωσιν οι δε μείζον έκραζον λέγοντες ελέησον ημάς κύριε υιός Δαβίδ

Matthew 21:9

KJV: And the multitudes that went before and that followed cried saying Hosanna to the Son of David Blessed he that cometh in the name of the Lord Hosanna in the highest
GK: οι δε όχλοι οι προάγοντες και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες ωσαννά τω υιώ Δαβίδ ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου ωσαννά εν τοις υψίστοις

Matthew 21:15

KJV: And when the chief priests and scribes saw the wonderful things that he did and the children crying in the temple and saying Hosanna to the Son of David they were sore displeased
GK: ιδόντες δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς τα θαυμάσια α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας ωσαννά τω υιώ Δαβίδ ηγανάκτησαν

κραιπάλη (surfeiting)

[edit]

Luke 21:34

KJV: And take heed to yourselves lest at any time your hearts be overcharged with surfeiting and drunkenness and cares of this life and that day come upon you unawares
GK: προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς και αιφνίδιος εφ΄ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη

κρανίον (Calvary)

[edit]

Matthew 27:33

KJV: And when they were come unto a place called Golgotha that is to say a place of a skull
GK: και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά ο εστι λεγόμενος κρανίου τόπος

Mark 15:22

KJV: And they bring him unto the place Golgotha which is being interpreted The place of a skull
GK: και φέρουσιν αυτόν επί Γολγοθά τόπον ο εστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος

Luke 23:33

KJV: And when they were come to the place which is called Calvary there they crucified him and the malefactors one on the right hand and the other on the left
GK: και ότε απήλθον επί τον τόπον τον καλούμενον κρανίον εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους ον μεν εκ δεξιών ον δε εξ αριστερών

John 19:17

KJV: And he bearing his cross went forth into a place called of a skull which is called in the Hebrew Golgotha
GK: και βαστάζων τον σταυρόν αυτού εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον ος λέγεται Εβραϊστί Γολγοθά

κράσπεδον (border)

[edit]

Matthew 9:20

KJV: And behold a woman which was diseased with an issue of blood twelve years came behind and touched the hem of his garment
GK: και ιδού γυνή αιμορροούσα δώδεκα έτη προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού

Matthew 14:36

KJV: And besought him that they might only touch the hem of his garment and as many as touched were made perfectly whole
GK: και παρεκάλουν αυτόν ίνα μόνον άψωνται του κρασπέδου του ιματίου αυτού και όσοι ήψαντο διεσώθησαν

Matthew 23:5

KJV: But all their works they do for to be seen of men they make broad their phylacteries and enlarge the borders of their garments
GK: πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις πλατύνουσι δε τα φυλακτήρια αυτών και μεγαλύνουσιν τα κράσπεδα των ιματίων αυτών

Mark 6:56

KJV: And whithersoever he entered into villages or cities or country they laid the sick in the streets and besought him that they might touch if it were but the border of his garment and as many as touched him were made whole
GK: και όπου αν εισεπορεύετο εις κώμας η πόλεις η αγρούς εν ταις αγοραίς ετίθουν τους ασθενούντας και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν του κρασπέδου του ιματίου αυτού άψωνται και όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο

Luke 8:44

KJV: Came behind and touched the border of his garment and immediately her issue of blood stanched
GK: προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής

κραταιός (mighty)

[edit]

1 Peter 5:6

KJV: Humble yourselves therefore under the mighty hand of God that he may exalt you in due time
GK: ταπεινώθητε ούν υπό την κραταιάν χείρα του θεού ίνα υμάς υψώση εν καιρώ

κραταιόω (be strengthened)

[edit]

Luke 1:80

KJV: And the child grew and waxed strong in spirit and was in the deserts till the day of his shewing unto Israel
GK: το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι και ην εν ταις ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ

Luke 2:40

KJV: And the child grew and waxed strong in spirit filled with wisdom and the grace of God was upon him
GK: το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας και χάρις θεού ην επ΄ αυτό

1 Corinthians 16:13

KJV: Watch ye stand fast in the faith quit you like men be strong
GK: γρηγορείτε στήκετε εν τη πίστει ανδρίζεσθε κραταιούσθε

Ephesians 3:16

KJV: That he would grant you according to the riches of his glory to be strengthened with might by his Spirit in the inner man
GK: ίνα δώη υμίν κατά τον πλούτον της δόξης αυτού δυνάμει κραταιωθήναι διά του πνεύματος αυτού εις τον έσω άνθρωπον

κρατέω (hold (by)

[edit]

Matthew 9:25

KJV: But when the people were put forth he went in, and took her by the hand and the maid arose
GK: ότε δε εξεβλήθη ο όχλος εισελθών εκράτησε της χειρός αυτής και ηγέρθη το κοράσιον

Matthew 12:11

KJV: And he said unto them What man shall there be among you that shall have one sheep and if it fall into a pit on the sabbath day will he not lay hold on it and lift out
GK: ο δε είπεν αυτοίς τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει πρόβατον εν και εάν εμπέση τούτο τοις σάββασιν εις βόθυνον ουχί κρατήσει αυτό και εγερεί

Matthew 14:3

KJV: For Herod had laid hold on John and bound him and put in prison for Herodias’ sake his brother Philip’s wife
GK: ο γαρ Ηρώδης κρατήσας τον Ιωάννην έδησεν αυτόν και έθετο εν φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού

Matthew 18:28

KJV: But the same servant went out and found one of his fellowservants which owed him an hundred pence and he laid hands on him and took him by the throat saying Pay me that thou owest
GK: εξελθών δε ο δούλος εκείνος εύρεν ένα των συνδούλων αυτού ος ωφείλεν αυτώ εκατόν δηνάρια και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων απόδος μοι ει οφείλεις

Matthew 21:46

KJV: But when they sought to lay hands on him they feared the multitude because they took him for a prophet
GK: και ζητούντες αυτόν κρατήσαι εφοβήθησαν τους όχλους επειδή ως προφήτην αυτόν είχον

Matthew 22:6

KJV: And the remnant took his servants and entreated them spitefully and slew
GK: οι δε λοιποί κρατήσαντες τους δούλους αυτού ύβρισαν και απέκτειναν

Matthew 26:4

KJV: And consulted that they might take Jesus by subtilty and kill
GK: και συνεβουλεύσαντο ίνα τον Ιησούν κρατήσωσι δόλω και αποκτείνωσιν

Matthew 26:48

KJV: Now he that betrayed him gave them a sign saying Whomsoever I shall kiss that same is he hold him fast
GK: ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων ον αν φιλήσω αυτός εστι κρατήσατε αυτόν

Matthew 26:50

KJV: And Jesus said unto him Friend wherefore art thou come Then and laid hands on Jesus and took him
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτώ εταίρε εφ΄ ω πάρει τότε προσελθόντες επέβαλον τας χείρας επί τον Ιησούν και εκράτησαν αυτόν

κράτιστος (most excellent (noble))

[edit]

Luke 1:3

KJV: It seemed good to me also having had perfect understanding of all things from the very first to write unto thee in order most excellent Theophilus
GK: έδοξε κάμοι παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς καθεξής σοι γράψαι κράτιστε Θεόφιλε

Acts 23:26

KJV: Claudius Lysias unto the most excellent governor Felix greeting
GK: Κλαύδιος Λυσίας τω κρατίστω ηγεμόνι Φήλικι χαίρειν

Acts 24:3

KJV: We accept always and in all places most noble Felix with all thankfulness
GK: πάντη τε και πανταχού αποδεχόμεθα κράτιστε Φήλιξ μετά πασης ευχαριστίας

Acts 26:25

KJV: But he said I am not mad most noble Festus but speak forth the words of truth and soberness
GK: ο δε ου μαίνομαι φησί κράτιστε Φήστε αλλά αληθείας και σωφροσύνης ρήματα αποφθέγγομαι

κράτος (dominion)

[edit]

Luke 1:51

KJV: He hath shewed strength with his arm he hath scattered the proud in the imagination of their hearts
GK: εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών

Acts 19:20

KJV: So mightily grew the word of God and prevailed
GK: ούτω κατά κράτος ο λόγος του κυρίου ηύξανε και ίσχυεν

Ephesians 1:19

KJV: And what the exceeding greatness of his power to us-ward who believe according to the working of his mighty power
GK: και τι το υπερβάλλον μέγεθος της δυνάμεως αυτού εις ημάς τους πιστεύοντας κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος

Ephesians 6:10

KJV: Finally my brethren be strong in the Lord and in the power of his might
GK: το λοιπόν αδελφοί μου ενδυναμούσθε εν κυρίω και εν τω κράτει της ισχύος αυτού

Colossians 1:11

KJV: Strengthened with all might according to his glorious power unto all patience and longsuffering with joyfulness
GK: εν πάση δυνάμει δυναμούμενοι κατά το κράτος της δόξης αυτού εις πάσαν υπομονήν και μακροθυμίαν μετά χαράς

1 Timothy 6:16

KJV: Who only hath immortality dwelling in the light which no man can approach unto whom no man hath seen nor can see to whom honour and power everlasting Amen
GK: ο μόνος έχων αθανασίαν φως οικών απρόσιτον ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται ω τιμή και κράτος αιώνιον αμήν

Hebrews 2:14

KJV: Forasmuch then as the children are partakers of flesh and blood he also himself likewise took part of the same that through death he might destroy him that had the power of death that is the devil
GK: επεί ούν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών ίνα διά του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου τουτ΄ τον διάβολον

1 Peter 4:11

KJV: If any man speak as the oracles of God if any man minister as of the ability which God giveth that God in all things may be glorified through Jesus Christ to whom be praise and dominion for ever and ever Amen
GK: ει λαλεί ως λόγια θεού ει διακονεί ως εξ ισχύος ης χορηγεί ο θεός ίνα εν πάσι δοξάζηται ο θεός διά Ιησού χριστού ω εστίν η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν

1 Peter 5:11

KJV: To him glory and dominion for ever and ever Amen
GK: αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν

κραυγάζω (cry out)

[edit]

Matthew 12:19

KJV: He shall not strive nor cry neither shall any man hear his voice in the streets
GK: ουκ ερίσει ουδέ κραυγάσει ουδέ ακούσει τις εν ταις πλατείαις την φωνήν αυτού

Matthew 15:22

KJV: And behold a woman of Canaan came out of the same coasts and cried unto him saying Have mercy on me O Lord Son of David my daughter is grievously vexed with a devil
GK: και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγασεν αυτώ λέγουσα ελέησόν με κύριε υιέ Δαβίδ η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται

John 11:43

KJV: And when he thus had spoken he cried with a loud voice Lazarus come forth
GK: και ταύτα είπων φωνή μεγάλη εκραύγασε Λάζαρε δεύρο έξω

John 18:40

KJV: Then cried they all again saying Not this man but Barabbas Now Barabbas was a robber
GK: εκραύγασαν ούν πάλιν πάντες λέγοντες μη τούτον αλλά τον Βαραββάν ην δε ο Βαραββάς ληστής

John 19:6

KJV: When the chief priests therefore and officers saw him they cried out saying Crucify crucify Pilate saith unto them Take ye him and crucify for I find no fault in him
GK: ότε ούν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται εκραύγασαν λέγοντες σταύρωσον σταύρωσον αυτόν λέγει αυτοίς ο Πιλάτος λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν

John 19:15

KJV: But they cried out Away with away with crucify him Pilate saith unto them Shall I crucify your King The chief priests answered We have no king but Cæsar
GK: οι δε εκραύγασαν άρον άρον σταύρωσον αυτόν λέγει αυτοίς ο Πιλάτος τον βασιλέα υμών σταυρώσω απεκρίθησαν οι αρχιερείς ουκ έχομεν βασιλέα ει Καίσαρα

Acts 22:23

KJV: And as they cried out and cast off clothes and threw dust into the air
GK: κραζόντων δε αυτών και ριπτούντων τα ιμάτια και κονιορτόν βαλλόντων εις τον αέρα

κραυγή (clamour)

[edit]

Matthew 25:6

KJV: And mid night there was a cry made Behold the bridegroom cometh go ye out to meet him
GK: μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν ιδού ο νυμφίος έρχεται εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού

Acts 23:9

KJV: And there arose a great cry and the scribes of the Pharisees’ part arose and strove saying We find no evil in this man but if a spirit or an angel hath spoken to him let us not fight against God
GK: εγένετο δε κραυγή μεγάλη και αναστάντες οι γραμματείς του μέρους των Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες ουδέν κακόν ευρίσκομεν εν τω ανθρώπω τούτω ει δε και πνεύμα ελάλησεν αυτώ η άγγελος μη θεομαχώμεν

Ephesians 4:31

KJV: Let all bitterness and wrath and anger and clamour and evil speaking be put away from you with all malice
GK: πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία αρθήτω αφ΄ υμών συν πάση κακία

Hebrews 5:7

KJV: Who in the days of his flesh when he had offered up prayers and supplications with strong crying and tears unto him that was able to save him from death and was heard in that he feared
GK: ος εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού δεήσεις τε και ικετηρίας προς τον δυνάμενον σωζείν αυτόν εκ θανάτου μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων προσενέγκας και εισακουσθείς από της ευλαβείας

Revelation 14:18

KJV: And another angel came out from the altar which had power over fire and cried with a loud cry to him that had the sharp sickle saying Thrust in thy sharp sickle and gather the clusters of the vine for her grapes are fully ripe
GK: και άλλος άγγελος εξήλθεν εκ του θυσιαστηρίου έχων εξουσίαν επί του πυρός και εφώνησε κραυγή μεγάλη τω έχοντι το δρέπανον το οξύ λέγων πέμψον σου το δρέπανον το οξύ και τρύγησον τους βότρυας της αμπέλου της γης ότι ήκμασαν αι σταφυλαί αυτής

Revelation 21:4

KJV: And God shall wipe away all tears from their eyes and there shall be no more death neither sorrow nor crying neither shall there be any more pain for the former things are passed away
GK: και εξαλείψει παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών και ο θάνατος ουκ έσται έτι ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος ουκ έσται έτι ότι τα πρώτα απήλθον

κρέας (flesh)

[edit]

Romans 14:21

KJV: good neither to eat flesh nor to drink wine nor whereby thy brother stumbleth or is offended or is made weak
GK: καλόν το μη φαγείν κρέα μηδέ πιείν οίνον μηδέ εν ω ο αδελφός σου προσκόπτει η σκανδαλίζεται η ασθενεί

1 Corinthians 8:13

KJV: Wherefore if meat make my brother to offend I will eat no flesh while the world standeth lest I make my brother to offend
GK: διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου ου φάγω κρέα εις τον αιώνα ίνα μη τον αδελφόν μου σκανδαλίσω

κρείσσων (better)

[edit]

1 Corinthians 7:38

KJV: So then he that giveth in marriage doeth well but he that giveth not in marriage doeth better
GK: ώστε και ο εκγαμίζων καλώς ποιεί ο δε μη εκγαμίζων κρείσσον ποιεί

Philippians 1:23

KJV: For I am in a strait betwixt two having a desire to depart and to be with Christ which is far better
GK: συνέχομαι δε εκ των δύο την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν χριστώ είναι πολλώ μάλλον κρείσσον

κρείττων (best)

[edit]

1 Corinthians 7:9

KJV: But if they cannot contain let them marry for it is better to marry than to burn
GK: ει δε ουκ εγκρατεύονται γαμησάτωσαν κρείσσον γαρ εστι γαμήσαι η πυρούσθαι

1 Corinthians 11:17

KJV: Now in this that I declare I praise not that ye come together not for the better but for the worse
GK: τούτο δε παραγγέλλων ουκ επαινώ ότι ουκ εις το κρείττον αλλ΄ εις το ήττον συνέρχεσθε

1 Corinthians 12:31

KJV: But covet earnestly the best gifts and yet shew I unto you a more excellent way
GK: ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα και έτι καθ΄ υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι

Hebrews 1:4

KJV: Being made so much better than the angels as he hath by inheritance obtained a more excellent name than they
GK: τοσούτω κρείττων γενόμενος των αγγέλων όσω διαφορώτερον παρ΄ αυτούς κεκληρονόμηκεν όνομα

Hebrews 6:9

KJV: But beloved we are persuaded better things of you and things that accompany salvation though we thus speak
GK: πεπείσμεθα δε περί υμών αγαπητοί τα κρείττονα και εχόμενα σωτηρίας ει ούτω λαλούμεν

Hebrews 7:7

KJV: And without all contradiction the less is blessed of the better
GK: χωρίς δε πάσης αντιλογίας το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται

Hebrews 7:19

KJV: For the law made nothing perfect but the bringing in of a better hope by the which we draw nigh unto God
GK: ουδέν γαρ ετελείωσεν ο νόμος επεισαγωγή δε κρείττονος ελπίδος δι΄ ης εγγίζομεν τω θεώ

Hebrews 7:22

KJV: By so much was Jesus made a surety of a better testament
GK: κατά τοσούτον κρείττονος διαθήκης γέγονεν έγγυος Ιησούς

Hebrews 8:6

KJV: But now hath he obtained a more excellent ministry by how much also he is the mediator of a better covenant which was established upon better promises
GK: νυνί δε διαφορωτέρας τέτευχε λειτουργίας όσω και κρείττονός εστι διαθήκης μεσίτης ήτις επί κρείττοσιν επαγγελίαις νενομοθέτηται

κρεμάννυμι (hang)

[edit]

Matthew 18:6

KJV: But whoso shall offend one of these little ones which believe in me it were better for him that a millstone were hanged about his neck and he were drowned in the depth of the sea
GK: ος δ΄ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός επί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης

Matthew 22:40

KJV: On these two commandments hang all the law and the prophets
GK: εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται

Luke 23:39

KJV: And one of the malefactors which were hanged railed on him saying If thou be Christ save thyself and us
GK: εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων ει συ ει ο Χριστός σώσον σεαυτόν και ημάς

Acts 5:30

KJV: The God of our fathers raised up Jesus whom ye slew hanged on a tree
GK: ο θεός των πατέρων ημών ήγειρεν Ιησούν ον υμείς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες επί ξύλου

Acts 10:39

KJV: And we are witnesses of all things which he did both in the land of the Jews and in Jerusalem whom they slew and hanged on a tree
GK: και ημείς εσμεν μάρτυρες πάντων ων εποίησεν εν τε τη χώρα των Ιουδαίων και εν Ιερουσαλήμ ον ανείλον κρεμάσαντες επί ξύλου

Acts 28:4

KJV: And when the barbarians saw the beast hang on his hand they said among themselves No doubt this man is a murderer whom though he hath escaped the sea yet vengeance suffereth not to live
GK: ως δε είδον οι βάρβαροι κρεμάμενον το θηρίον εκ της χειρός αυτού έλεγον προς αλλήλους πάντως φονεύς εστιν ο άνθρωπος ούτος ον διασωθέντα εκ της θαλάσσης η δίκη ζην ουκ είασεν

Galatians 3:13

KJV: Christ hath redeemed us from the curse of the law being made a curse for us for it is written Cursed every one that hangeth on a tree
GK: χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα γέγραπται γαρ επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου

κρημνός (steep place)

[edit]

Matthew 8:32

KJV: And he said unto them Go And when they were come out they went into the herd of swine and behold the whole herd of swine ran violently down a steep place into the sea and perished in the waters
GK: και είπεν αυτοίς υπάγετε οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν

Mark 5:13

KJV: And forthwith Jesus gave them leave And the unclean spirits went out and entered into the swine and the herd ran violently down a steep place into the sea they were about two thousand and were choked in the sea
GK: και επέτρεψεν αυτοίς ευθέως ο Ιησούς και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα εισήλθον εις τους χοίρους και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την θάλασσαν ήσαν δε ως δισχίλιοι και επνίγοντο εν τη θαλάσση

Luke 8:33

KJV: Then went the devils out of the man and entered into the swine and the herd ran violently down a steep place into the lake and were choked
GK: εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθεν εις τους χοίρους και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη

Κρής (Crete)

[edit]

Acts 2:11

KJV: Cretes and Arabians we do hear them speak in our tongues the wonderful works of God
GK: Κρήτες και Αραβες ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του θεού

Titus 1:12

KJV: One of themselves a prophet of their own said The Cretians alway liars evil beasts slow bellies
GK: είπέ τις εξ αυτών ίδιος αυτών προφήτης Κρήτες αεί ψεύσται κακά θηρία γαστέρες αργαί

Κρήσκης (Crescens)

[edit]

2 Timothy 4:10

KJV: For Demas hath forsaken me having loved this present world and is departed unto Thessalonica Crescens to Galatia Titus unto Dalmatia
GK: Δημάς γαρ με εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα και επορεύθη εις Θεσσαλονίκην Κρήσκης εις Γαλατίαν Τίτος εις Δαλματίαν

Κρήτη (Crete)

[edit]

Acts 27:7

KJV: And when we had sailed slowly many days and scarce were come over against Cnidus the wind not suffering us we sailed under Crete over against Salmone
GK: εν ικαναίς δε ημέραις βραδυπλοούντες και μόλις γενόμενοι κατά την Κνίδον μη προσεώντος ημάς του ανέμου υπεπλεύσαμεν την Κρήτην κατά Σαλμώνην

Acts 27:12

KJV: And because the haven was not commodious to winter in the more part advised to depart thence also if by any means they might attain to Phenice to winter an haven of Crete and lieth toward the south west and north west
GK: ανευθέτου δε του λιμένος υπάρχοντος προς παραχειμασίαν οι πλείους έθεντο βουλήν αναχθήναι κακείθεν ει δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον

Acts 27:13

KJV: And when the south wind blew softly supposing that they had obtained purpose loosing they sailed close by Crete
GK: υποπνεύσαντος δε νότου δόξαντες της προθέσεως κεκρατηκέναι άραντες άσσον παρελέγοντο την Κρήτην

Acts 27:21

KJV: But after long abstinence Paul stood forth in the midst of them and said Sirs ye should have hearkened unto me and not have loosed from Crete and to have gained this harm and loss
GK: πολλής δε ασιτίας υπαρχούσης τότε σταθείς ο Παύλος εν μέσω αυτών είπεν έδει μεν ω άνδρες πειθαρχήσαντάς μοι μη ανάγεσθαι από της Κρήτης κερδήσαί τε την ύβριν ταύτην και την ζημίαν

Titus 1:5

KJV: For this cause left I thee in Crete that thou shouldest set in order the things that are wanting and ordain elders in every city as I had appointed thee
GK: τούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Κρήτη ίνα τα λείποντα επιδιορθώση και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους ως εγώ σοι διεταξάμην

κριθή (barley)

[edit]

Revelation 6:6

KJV: And I heard a voice in the midst of the four beasts say A measure of wheat for a penny and three measures of barley for a penny and thou hurt not the oil and the wine
GK: και ήκουσα φωνήν εν μέσω των τεσσάρων ζώων λέγουσαν χοίνιξ σίτου δηναρίου και τρεις χοίνικες κριθής δηναρίου και το έλαιον και τον οίνον μη αδικήσης

κρίθινος (barley)

[edit]

John 6:9

KJV: There is a lad here which hath five barley loaves and two small fishes but what are they among so many
GK: έστι παιδάριον εν ώδε ο έχει πέντε άρτους κριθίνους και δύο οψάρια αλλά ταύτα τι εστιν εις τοσούτους

John 6:13

KJV: Therefore they gathered together and filled twelve baskets with the fragments of the five barley loaves which remained over and above unto them that had eaten
GK: συνήγαγον ούν και εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ των πέντε άρτων των κριθίνων α επερίσσευσε τοις βεβρωκόσιν

κρίμα (avenge)

[edit]

Matthew 7:2

KJV: For with what judgment ye judge ye shall be judged and with what measure ye mete it shall be measured to you again
GK: εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε και εν ω μέτρω μετρείτε αντιμετρηθήσεται υμίν

Matthew 23:14

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye devour widows’ houses and for a pretence make long prayer therefore ye shall receive the greater damnation
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν

Mark 12:40

KJV: Which devour widows’ houses and for a pretence make long prayers these shall receive greater damnation
GK: οι κατεσθίοντες τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα

Luke 20:47

KJV: Which devour widows’ houses and for a shew make long prayers the same shall receive greater damnation
GK: οι κατεσθίουσι τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσεύχονται ούτοι λήψονται περισσότερον κρίμα

Luke 23:40

KJV: But the other answering rebuked him saying Dost not thou fear God seeing thou art in the same condemnation
GK: αποκριθείς δε ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων ουδέ φοβή συ τον θεόν ότι εν τω αυτώ κρίματι ει

Luke 24:20

KJV: And how the chief priests and our rulers delivered him to be condemned to death and have crucified him
GK: όπως τε παρέδωκαν αυτόν οι αρχιερείς και οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου και εσταύρωσαν αυτόν

John 9:39

KJV: And Jesus said For judgment I am come into this world that they which see not might see and that they which see might be made blind
GK: και είπεν ο Ιησούς εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται

Acts 24:25

KJV: And as he reasoned of righteousness temperance and judgment to come Felix trembled and answered Go thy way this time when I have a convenient season I will call for thee
GK: διαλεγομένου δε αυτού περί δικαιοσύνης και εγκρατείας και του κρίματος του μέλλοντος έσεσθαι έμφοβος γενόμενος ο Φήλιξ απεκρίθη το νυν έχον πορεύου καιρόν δε μεταλαβών μετακαλέσομαί σε

Romans 2:2

KJV: But we are sure that the judgment of God is according to truth against them which commit such things
GK: οίδαμεν δε ότι το κρίμα του θεού εστι κατά αλήθειαν επί τους τα τοιαύτα πράσσοντας

κρίνον (lily)

[edit]

Matthew 6:28

KJV: And why take ye thought for raiment Consider the lilies of the field how they grow they toil not neither do they spin
GK: και περί ενδύματος τι μεριμνάτε καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πως αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει

Luke 12:27

KJV: Consider the lilies how they grow they toil not they spin not and yet I say unto you that Solomon in all his glory was not arrayed like one of these
GK: κατανοήσατε τα κρίνα πως αυξάνει ου κοπιά ουδέ νήθει λέγω δε υμίν ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων

κρίνω (avenge)

[edit]

Matthew 5:40

KJV: And if any man will sue thee at the law and take away thy coat let him have cloke also
GK: και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνά σου λαβείν άφες αυτώ και το ιμάτιον

Matthew 7:1

KJV: Judge not that ye be not judged
GK: μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε

Matthew 7:2

KJV: For with what judgment ye judge ye shall be judged and with what measure ye mete it shall be measured to you again
GK: εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε και εν ω μέτρω μετρείτε αντιμετρηθήσεται υμίν

Matthew 19:28

KJV: And Jesus said unto them Verily I say unto you That ye which have followed me in the regeneration when the Son of man shall sit in the throne of his glory ye also shall sit upon twelve thrones judging the twelve tribes of Israel
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι εν τη παλιγγενεσία όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ

Luke 6:37

KJV: Judge not and ye shall not be judged condemn not and ye shall not be condemned forgive and ye shall be forgiven
GK: και μη κρίνετε και ου κριθήτε μη καταδικάζετε και ου καταδικασθήτε απολύετε και απολυθήσεσθε

Luke 7:43

KJV: Simon answered and said I suppose that to whom he forgave most And he said unto him Thou hast rightly judged
GK: αποκριθείς δε ο Σίμων είπεν υπολαμβάνω ότι ω το πλείον εχαρίσατο ο δε είπεν αυτώ ορθώς έκρινας

Luke 12:57

KJV: and why even of yourselves judge ye not what is right
GK: τι δε και αφ΄ εαυτών ου κρίνετε το δίκαιον

Luke 19:22

KJV: And he saith unto him Out of thine own mouth will I judge thee wicked servant Thou knewest that I was an austere man taking up that I laid not down and reaping that I did not sow
GK: λέγει δε αυτώ εκ του στόματός σου κρινώ σε πονηρέ δούλε ήδεις ότι εγώ άνθρωπος αυστηρός ειμι αίρων ο ουκ έθηκα και θερίζων ο ουκ έσπειρα

κρίσις (accusation)

[edit]

Matthew 5:21

KJV: Ye have heard that it was said by them of old time Thou shalt not kill and whosoever shall kill shall be in danger of the judgment
GK: ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις ος δ΄ αν φονεύση ένοχος έσται τη κρίσει

Matthew 5:22

KJV: But I say unto you That whosoever is angry with his brother without a cause shall be in danger of the judgment and whosoever shall say to his brother Raca shall be in danger of the council but whosoever shall say Thou fool shall be in danger of hell fire
GK: εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει ος δ΄ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρακά ένοχος έσται τω συνεδρίω ος δ΄ αν είπη μωρέ ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός

Matthew 10:15

KJV: Verily I say unto you It shall be more tolerable for the land of Sodom and Gomorrha in the day of judgment than for that city
GK: αμήν λέγω υμίν ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γομόρρων εν ημέρα κρίσεως η τη πόλει εκείνη

Matthew 11:22

KJV: But I say unto you It shall be more tolerable for Tyre and Sidon at the day of judgment than for you
GK: πλήν λέγω υμίν Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως η υμίν

Matthew 11:24

KJV: But I say unto you That it shall be more tolerable for the land of Sodom in the day of judgment than for thee
GK: πλήν λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως η σοι

Matthew 12:18

KJV: Behold my servant whom I have chosen my beloved in whom my soul is well pleased I will put my spirit upon him and he shall shew judgment to the Gentiles
GK: ιδού ο παις μου ον ηρέτισα ο αγαπητός μου εις ον ευδόκησεν η ψυχή μου θήσω το πνεύμά μου επ΄ αυτόν και κρίσιν τοις έθνεσιν απαγγελεί

Matthew 12:20

KJV: A bruised reed shall he not break and smoking flax shall he not quench till he send forth judgment unto victory
GK: κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει και λίνον τυφόμενον ου σβέσει έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν

Matthew 12:36

KJV: But I say unto you That every idle word that men shall speak they shall give account thereof in the day of judgment
GK: λέγω δε υμίν ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι αποδώσουσιν περι αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως

Matthew 12:41

KJV: The men of Nineveh shall rise in judgment with this generation and shall condemn it because they repented at the preaching of Jonas and behold a greater than Jonas here
GK: άνδρες Νινευϊται αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά και ιδού πλείον Ιωνά ώδε

Κρίσπος (Crispus)

[edit]

Acts 18:8

KJV: And Crispus the chief ruler of the synagogue believed on the Lord with all his house and many of the Corinthians hearing believed and were baptized
GK: Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε τω κυρίω συν όλω τω οίκω αυτού και πολλοί των Κορινθίων ακούοντες επίστευον και εβαπτίζοντο

1 Corinthians 1:14

KJV: I thank God that I baptized none of you but Crispus and Gaius
GK: ευχαριστώ τω θεώ ότι ουδένα υμών εβάπτισα ει Κρίσπον και Γάϊον

κριτήριον (to judge)

[edit]

1 Corinthians 6:2

KJV: Do ye not know that the saints shall judge the world and if the world shall be judged by you are ye unworthy to judge the smallest matters
GK: ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος ανάξιοί εστε κριτηρίων ελαχίστων

1 Corinthians 6:4

KJV: If then ye have judgments of things pertaining to this life set them to judge who are least esteemed in the church
GK: βιωτικά μεν ούν κριτήρια εάν έχητε τους εξουθενημένους εν τη εκκλησία τούτους καθίζετε

James 2:6

KJV: But ye have despised the poor Do not rich men oppress you and draw you before the judgment seats
GK: υμείς δε ητιμάσατε τον πτωχόν ουχ οι πλούσιοι καταδυναστεύουσιν υμών και αυτοί έλκουσιν υμάς εις κριτήρια

κριτής (judge)

[edit]

Matthew 5:25

KJV: Agree with thine adversary quickly whiles thou art in the way with him lest at any time the adversary deliver thee to the judge and the judge deliver thee to the officer and thou be cast into prison
GK: ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ΄ αυτού μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη και εις φυλακήν βληθήση

Matthew 12:27

KJV: And if I by Beelzebub cast out devils by whom do your children cast out therefore they shall be your judges
GK: και ει εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι διά τούτο αυτοί υμών έσονται κριταί

Luke 11:19

KJV: And if I by Beelzebub cast out devils by whom do your sons cast them out therefore shall they be your judges
GK: ει δε εγώ εν Βεελζεβούλ εκβάλλω τα δαιμόνια οι υιοί υμών εν τίνι εκβάλλουσι διά τούτο κριταί υμών αυτοί έσονται

Luke 12:58

KJV: When thou goest with thine adversary to the magistrate in the way give diligence that thou mayest be delivered from him lest he hale thee to the judge and the judge deliver thee to the officer and the officer cast thee into prison
GK: ως γαρ υπάγεις μετά του αντιδίκου σου επ΄ άρχοντα εν τη οδώ δος εργασίαν απηλλάχθαι απ΄ αυτού μήποτε κατασύρη σε προς τον κριτήν και ο κριτής σε παραδώ τω πράκτορι και ο πράκτωρ σε βάλλη εις φυλακήν

Luke 18:2

KJV: Saying There was in a city a judge which feared not God neither regarded man
GK: λέγων κριτής τις ην εν τινι πόλει τον θεόν μη φοβούμενος και άνθρωπον μη εντρεπόμενος

Luke 18:6

KJV: And the Lord said Hear what the unjust judge saith
GK: είπε δε ο κύριος ακούσατε τι ο κριτής της αδικίας λέγει

Acts 10:42

KJV: And he commanded us to preach unto the people and to testify that it is he which was ordained of God the Judge of quick and dead
GK: και παρήγγειλεν ημίν κηρύξαι τω λαώ και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστιν ο ωρισμένος υπό του θεού κριτής ζώντων και νεκρών

Acts 13:20

KJV: And after that he gave judges about the space of four hundred and fifty years until Samuel the prophet
GK: και μετά ταύτα ως έτεσι τετρακοσίοις και πεντήκοντα έδωκε κριτάς έως Σαμουήλ του προφήτου

Acts 18:15

KJV: But if it be a question of words and names and your law look ye for I will be no judge of such
GK: ει δε ζήτημά εστι περί λόγου και ονομάτων και νόμου του καθ΄ υμάς όψεσθε αυτοί κριτής γαρ εγώ τούτων ου βούλομαι είναι

κριτικός (discerner)

[edit]

Hebrews 4:12

KJV: For the word of God quick and powerful and sharper than any twoedged sword piercing even to the dividing asunder of soul and spirit and of the joints and marrow and a discerner of the thoughts and intents of the heart
GK: ζων γαρ ο λόγος του θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμόυ ψυχής τε και πνεύματος αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας

κρούω (knock)

[edit]

Matthew 7:7

KJV: Ask and it shall be given you seek and ye shall find knock and it shall be opened unto you
GK: αιτείτε και δοθήσεται υμίν ζητείτε και ευρήσετε κρούετε και ανοιγήσεται υμίν

Matthew 7:8

KJV: For every one that asketh receiveth and he that seeketh findeth and to him that knocketh it shall be opened
GK: πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται

Luke 11:9

KJV: And I say unto you Ask and it shall be given you seek and ye shall find knock and it shall be opened unto you
GK: καγώ υμίν λέγω αίτειτε και δοθήσεται υμίν ζητείτε και ευρήσετε κρούετε και ανοιγήσεται υμίν

Luke 11:10

KJV: For every one that asketh receiveth and he that seeketh findeth and to him that knocketh it shall be opened
GK: πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται

Luke 12:36

KJV: And ye yourselves like unto men that wait for their lord when he will return from the wedding that when he cometh and knocketh they may open unto him immediately
GK: και υμείς όμοιοι ανθρώποις προσδεχομένοις τον κυριον εαυτών πότε αναλύσει εκ των γάμων ίνα ελθόντας και κρούσαντος ευθέως ανοίξωσιν αυτώ

Luke 13:25

KJV: When once the master of the house is risen up and hath shut to the door and ye begin to stand without and to knock at the door saying Lord Lord open unto us and he shall answer and say unto you I know you not whence ye are
GK: αφ΄ ου αν εγερθή ο οικοδεσπότης και αποκλείση την θύραν και άρξησθε έξω εστάναι και κρούειν την θύραν λέγοντες κύριε κύριε άνοιξον ημίν και αποκριθείς ερεί υμίν ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ

Acts 12:13

KJV: And as Peter knocked at the door of the gate a damsel came to hearken named Rhoda
GK: κρούσαντος δε του Πέτρου την θύραν του πυλώνος προσήλθε παιδίσκη υπακούσαι ονόματι Ρόδη

Acts 12:16

KJV: But Peter continued knocking and when they had opened and saw him they were astonished
GK: ο δε Πέτρος επέμενε κρούων ανοίξαντες δε είδον αυτόν και εξέστησαν

Revelation 3:20

KJV: Behold I stand at the door and knock if any man hear my voice and open the door I will come in to him and will sup with him and he with me
GK: ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ΄ αυτού και αυτός μετ΄ εμού

κρύπτη (secret)

[edit]

Luke 11:33

KJV: No man when he hath lighted a candle putteth in a secret place neither under a bushel but on a candlestick that they which come in may see the light
GK: ουδείς δε λύχνον άψας εις κρυπτόν τίθησιν ουδέ υπό τον μόδιον αλλ΄ επί την λυχνίαν ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσιν

κρυπτός (hid(-den))

[edit]

Matthew 6:4

KJV: That thine alms may be in secret and thy Father which seeth in secret himself shall reward thee openly
GK: όπως η σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αυτός αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 6:6

KJV: But thou when thou prayest enter into thy closet and when thou hast shut thy door pray to thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
GK: συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 6:18

KJV: That thou appear not unto men to fast but unto thy Father which is in secret and thy Father which seeth in secret shall reward thee openly
GK: όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ

Matthew 10:26

KJV: Fear them not therefore for there is nothing covered that shall not be revealed and hid that shall not be known
GK: μη ουν φοβηθήτε αυτούς ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ο ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται

Mark 4:22

KJV: For there is nothing hid which shall not be manifested neither was any thing kept secret but that it should come abroad
GK: ου γαρ εστί τι κρυπτόν ο εάν μη φανερωθή ουδέ εγένετο απόκρυφον αλλ΄ ίνα εις φανερόν έλθη

Luke 8:17

KJV: For nothing is secret that shall not be made manifest neither hid that shall not be known and come abroad
GK: ου γαρ εστι κρυπτόν ο ου φανερόν γενήσεται ουδέ απόκρυφον ο ου γνωσθήσεται και εις φανερόν έλθη

Luke 12:2

KJV: For there is nothing covered that shall not be revealed neither hid that shall not be known
GK: ουδέν δε συγκεκαλυμμένον εστίν ο ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ο ου γνωσθήσεται

John 7:4

KJV: For no man doeth any thing in secret and he himself seeketh to be known openly If thou do these things shew thyself to the world
GK: ουδείς γαρ εν κρυπτώ τι ποιεί και ζητεί αυτός εν παρρησία είναι ει ταύτα ποιείς φανέρωσον σεαυτόν τω κόσμω

John 7:10

KJV: But when his brethren were gone up then went he also up unto the feast not openly but as it were in secret
GK: ως δε ανέβησαν οι αδελφοί αυτού τότε και αυτός ανέβη εις την εορτήν ου φανερώς αλλ΄ ως εν κρυπτώ

κρύπτω (hide (self))

[edit]

Matthew 5:14

KJV: Ye are the light of the world A city that is set on an hill cannot be hid
GK: υμείς εστέ το φως του κόσμου ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη

Matthew 13:35

KJV: That it might be fulfilled which was spoken by the prophet saying I will open my mouth in parables I will utter things which have been kept secret from the foundation of the world
GK: όπως πληρωθή το ρηθέν διά του προφήτου λέγοντος ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου ερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου

Matthew 13:44

KJV: Again the kingdom of heaven is like unto treasure hid in a field the which when a man hath found he hideth and for joy thereof goeth and selleth all that he hath and buyeth that field
GK: πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τω αγρώ ον ευρών άνθρωπος έκρυψε και από της χαράς αυτού υπάγει και πάντα όσα έχει πωλεί και αγοράζει τον αγρόν εκείνον

Matthew 25:25

KJV: And I was afraid and went and hid thy talent in the earth lo thou hast thine
GK: και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τη γη ίδε έχεις το σον

Luke 18:34

KJV: And they understood none of these things and this saying was hid from them neither knew they the things which were spoken
GK: και αυτοί ουδέν τούτων συνήκαν και ην το ρήμα τούτο κεκρυμμένον απ΄ αυτών και ουκ εγίνωσκον τα λεγόμενα

Luke 19:42

KJV: Saying If thou hadst known even thou at least in this thy day the things unto thy peace but now they are hid from thine eyes
GK: λέγων ότι ει έγνως και συ και γε εν τη ημέρα σου ταύτη τα προς ειρήνην σου νυν δε εκρύβη από οφθαλμών σου

John 8:59

KJV: Then took they up stones to cast at him but Jesus hid himself and went out of the temple going through the midst of them and so passed by
GK: ήραν ουν λίθους ίνα βάλωσιν επ΄ αυτόν Ιησούς δε εκρύβη και εξήλθεν εκ του ιερού διελθών διά μέσου αυτών και παρήγεν ούτως

John 12:36

KJV: While ye have light believe in the light that ye may be the children of light These things spake Jesus and departed and did hide himself from them
GK: έως το φως έχετε πιστεύετε εις το φως ίνα υιοί φωτός γένησθε ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς και απελθών εκρύβη απ΄ αυτών

John 19:38

KJV: And after this Joseph of Arimathaea being a disciple of Jesus but secretly for fear of the Jews besought Pilate that he might take away the body of Jesus and Pilate gave leave He came therefore and took the body of Jesus
GK: μετά δε ταύτα ηρώτησε τον Πιλάτον ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ων μαθητής του Ιησού κεκρυμμένος δε διά τον φόβον των Ιουδαίων ίνα άρη το σώμα του Ιησού και επέτρεψεν ο Πιλάτος ήλθεν ουν και ήρε το σώμα του Ιησού

κρυσταλλίζω (be clear as crystal)

[edit]

Revelation 21:11

KJV: Having the glory of God and her light like unto a stone most precious even like a jasper stone clear as crystal
GK: έχουσαν την δόξαν του θεού ο φωστήρ αυτης όμοιος λίθω τιμιωτάτω ως λίθω ιάσπιδι κρυσταλλιζοντι

κρύσταλλος (crystal)

[edit]

Revelation 4:6

KJV: And before the throne a sea of glass like unto crystal and in the midst of the throne and round about the throne four beasts full of eyes before and behind
GK: και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου τέσσαρα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν και όπισθεν

Revelation 22:1

KJV: And he shewed me a pure river of water of life clear as crystal proceeding out of the throne of God and of the Lamb
GK: και έδειξέ μοι ποταμόν καθαρόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον εκπορευόμενον εκ του θρόνου του θεού και του αρνίου

κρυφῇ (in secret)

[edit]

Ephesians 5:12

KJV: For it is a shame even to speak of those things which are done of them in secret
GK: τα γαρ κρυφή γινόμενα υπ΄ αυτών αισχρόν εστι και λέγειν

κτάομαι (obtain)

[edit]

Matthew 10:9

KJV: Provide neither gold nor silver nor brass in your purses
GK: μη κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών

Luke 18:12

KJV: I fast twice in the week I give tithes of all that I possess
GK: νηστεύω δις του σαββάτου αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι

Luke 21:19

KJV: In your patience possess ye your souls
GK: εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών

Acts 1:18

KJV: Now this man purchased a field with the reward of iniquity and falling headlong he burst asunder in the midst and all his bowels gushed out
GK: ούτος μεν ούν εκτήσατο χωρίον εκ του μισθού της αδικίας και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού

Acts 8:20

KJV: But Peter said unto him Thy money perish with thee because thou hast thought that the gift of God may be purchased with money
GK: Πέτρος δε είπε αυτόν το αργύριόν σου συν σοι είη εις απώλειαν ότι την δωρεάν του θεού ενόμισας διά χρημάτων κτάσθαι

Acts 22:28

KJV: And the chief captain answered With a great sum obtained I this freedom And Paul said But I was born
GK: απεκρίθη τε ο χιλίαρχος εγώ πολλού κεφαλαίου την πολιτείαν ταύτην εκτησάμην ο δε Παύλος έφη εγώ δε και γεγέννημαι

1 Thessalonians 4:4

KJV: That every one of you should know how to possess his vessel in sanctification and honour
GK: ειδέναι έκαστον υμών το εαυτού σκεύος κτάσθαι εν αγιασμώ και τιμή

κτῆμα (possession)

[edit]

Matthew 19:22

KJV: But when the young man heard that saying he went away sorrowful for he had great possessions
GK: ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος ην γαρ έχων κτήματα πολλά

Mark 10:22

KJV: And he was sad at that saying and went away grieved for he had great possessions
GK: ο δε στυγνάσας επί τω λόγω απήλθεν λυπούμενος ην γαρ έχων κτήματα πολλά

Acts 2:45

KJV: And sold their possessions and goods and parted them to all as every man had need
GK: και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι καθότι αν τις χρείαν είχε

Acts 5:1

KJV: But a certain man named Ananias with Sapphira his wife sold a possession
GK: ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι συν Σαπφείρη τη γυναικί αυτού επώλησε κτήμα

κτῆνος (beast)

[edit]

Luke 10:34

KJV: And went to and bound up his wounds pouring in oil and wine and set him on his own beast and brought him to an inn and took care of him
GK: και προσελθών κετέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού

Acts 23:24

KJV: And provide beasts that they may set Paul on and bring safe unto Felix the governor
GK: κτήνη τε παραστήσαι ίνα επιβιβάσαντες τον Παύλον διασώσωσι προς Φήλικα τον ηγεμόνα

1 Corinthians 15:39

KJV: All flesh not the same flesh but one flesh of men another flesh of beasts another of fishes another of birds
GK: ου πάσα σαρξ η αυτή σαρξ αλλά άλλη μεν σαρξ ανθρώπων άλλη δε σαρξ κτηνών άλλη δε ιχθύων άλλη δε πετεινών

Revelation 18:13

KJV: And cinnamon and odours and ointments and frankincense and wine and oil and fine flour and wheat and beasts and sheep and horses and chariots and slaves and souls of men
GK: και κινάμωμον και θυμιάματα και μύρον και λίβανον και οίνον και έλαιον και σεμίδαλιν και σίτον και κτήνη και πρόβατα και ίππων και ραιδών και σωμάτων και ψυχάς ανθρώπων

κτήτωρ (possessor)

[edit]

Acts 4:34

KJV: Neither was there any among them that lacked for as many as were possessors of lands or houses sold them brought the prices of the things that were sold
GK: ουδέ γαρ ενδεής τις υπήρχεν εν αυτοίς όσοι γαρ κτήτορες χωρίων η οικιών υπήρχον πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων

κτίζω (create)

[edit]

Mark 13:19

KJV: For those days shall be affliction such as was not from the beginning of the creation which God created unto this time neither shall be
GK: έσονται γαρ αι ημέραι εκείναι θλίψις οία ου γέγονε τοιαύτη απ΄ αρχής κτίσεως ης έκτισεν ο θεος έως του νυν και ου γένηται

Romans 1:25

KJV: Who changed the truth of God into a lie and worshipped and served the creature more than the Creator who is blessed for ever Amen
GK: οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας αμήν

1 Corinthians 11:9

KJV: Neither was the man created for the woman but the woman for the man
GK: και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα αλλά γυνή διά τον άνδρα

Ephesians 2:10

KJV: For we are his workmanship created in Christ Jesus unto good works which God hath before ordained that we should walk in them
GK: αυτού γαρ εσμεν ποίημα κτισθέντες εν χριστώ Ιησού επί έργοις αγαθοίς οις προητοίμασεν ο θεός ίνα εν αυτοίς περιπατήσωμεν

Ephesians 2:15

KJV: Having abolished in his flesh the enmity the law of commandments in ordinances for to make in himself of twain one new man making peace
GK: την έχθραν εν τη σαρκί αυτού τον νόμον των εντολών εν δόγμασι καταργήσας ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην

Ephesians 3:9

KJV: And to make all see what the fellowship of the mystery which from the beginning of the world hath been hid in God who created all things by Jesus Christ
GK: και φωτίσαι πάντας τις η κοινωνία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω θεώ τω τα πάντα κτίσαντι διά Ιησού χριστού

Ephesians 4:24

KJV: And that ye put on the new man which after God is created in righteousness and true holiness
GK: και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας

Colossians 1:16

KJV: For by him were all things created that are in heaven and that are in earth visible and invisible whether thrones or dominions or principalities or powers all things were created by him and for him
GK: ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης τα ορατά και τα αόρατα είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι τα πάντα δι΄ αυτού και εις αυτόν έκτισται

Colossians 3:10

KJV: And have put on the new which is renewed in knowledge after the image of him that created him
GK: και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ΄ εικόνα του κτίσαντος αυτόν

κτίσις (building)

[edit]

Mark 10:6

KJV: But from the beginning of the creation God made them male and female
GK: από δε αρχής κτίσεως άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς ο θεός

Mark 13:19

KJV: For those days shall be affliction such as was not from the beginning of the creation which God created unto this time neither shall be
GK: έσονται γαρ αι ημέραι εκείναι θλίψις οία ου γέγονε τοιαύτη απ΄ αρχής κτίσεως ης έκτισεν ο θεος έως του νυν και ου γένηται

Mark 16:15

KJV: And he said unto them Go ye into all the world and preach the gospel to every creature
GK: και είπεν αυτοίς πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει

Romans 1:20

KJV: For the invisible things of him from the creation of the world are clearly seen being understood by the things that are made his eternal power and Godhead so that they are without excuse
GK: τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασιν νοούμενα καθοράται η τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης εις το είναι αυτούς αναπολογήτους

Romans 1:25

KJV: Who changed the truth of God into a lie and worshipped and served the creature more than the Creator who is blessed for ever Amen
GK: οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του θεού εν τω ψεύδει και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας αμήν

Romans 8:19

KJV: For the earnest expectation of the creature waiteth for the manifestation of the sons of God
GK: η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του θεού απεκδέχεται

Romans 8:20

KJV: For the creature was made subject to vanity not willingly but by reason of him who hath subjected in hope
GK: τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη ουχ εκούσα αλλά διά τον υποτάξαντα επ΄ ελπίδι

Romans 8:21

KJV: Because the creature itself also shall be delivered from the bondage of corruption into the glorious liberty of the children of God
GK: ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του θεού

Romans 8:22

KJV: For we know that the whole creation groaneth and travaileth in pain together until now
GK: οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν

κτίσμα (creature)

[edit]

1 Timothy 4:4

KJV: For every creature of God good and nothing to be refused if it be received with thanksgiving
GK: ότι παν κτίσμα θεού καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενον

James 1:18

KJV: Of his own will begat he us with the word of truth that we should be a kind of firstfruits of his creatures
GK: βουληθείς απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν των αυτού κτισμάτων

Revelation 5:13

KJV: And every creature which is in heaven and on the earth and under the earth and such as are in the sea and all in them heard I saying Blessing and honour and glory and power unto him that sitteth upon the throne and unto the Lamb for ever and ever
GK: και παν κτίσμα ο εστιν εν τω ουρανώ και επι της γης και υποκάτω της γης και επί της θαλάσσης α εστι και τα εν αυτοίς πάντας ήκουσα λέγοντας τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω η ευλογία και η τιμή και η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων

Revelation 8:9

KJV: And the third part of the creatures which were in the sea and had life died and the third part of the ships were destroyed
GK: και απέθανε το τρίτον των κτισμάτων εν τη θαλάσση τα έχοντα ψυχάς και το τρίτον των πλοίων διεφθάρη

κτίστης (Creator)

[edit]

1 Peter 4:19

KJV: Wherefore let them that suffer according to the will of God commit the keeping of their souls in well doing as unto a faithful Creator
GK: ώστε και οι πάσχοντες κατά το θέλημα του θεού ως πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τας ψυχάς αυτών εν αγαθοποιϊα

κυβεία (sleight)

[edit]

Ephesians 4:14

KJV: That we be no more children tossed to and fro and carried about with every wind of doctrine by the sleight of men cunning craftiness whereby they lie in wait to deceive
GK: ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας εν τη κυβεία των ανθρώπων εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης

κυβέρνησις (government)

[edit]

1 Corinthians 12:28

KJV: And God hath set some in the church first apostles secondarily prophets thirdly teachers after that miracles then gifts of healings helps governments diversities of tongues
GK: και ους μεν έθετο ο θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους δεύτερον προφήτας τρίτον διδασκάλους έπειτα δυνάμεις είτα χαρίσματα ιαμάτων αντιλήψεις κυβερνήσεις γένη γλωσσών

κυβερνήτης ((ship) master)

[edit]

Acts 27:11

KJV: Nevertheless the centurion believed the master and the owner of the ship more than those things which were spoken by Paul
GK: ο δε εκατοντάρχης τω κυβερνήτη και τω ναυκλήρω επείθετο μάλλον η τοις υπό του Παύλου λεγομένοις

Revelation 18:17

KJV: For in one hour so great riches is come to nought And every shipmaster and all the company in ships and sailors and as many as trade by sea stood afar off
GK: ότι μιά ώρα ηρημώθη ο τοσούτος πλούτος και πας κυβερνήτης και πας ο επί των πλοίων πλέων και ναύται και όσοι την θάλασσαν εργάζονται από μακρόθεν έστησαν

κυκλόθεν ((round) about)

[edit]

Revelation 4:3

KJV: And he that sat was to look upon like a jasper and a sardine stone and a rainbow round about the throne in sight like unto an emerald
GK: όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι και σαρδινω και ίρις κυκλόθεν του θρόνου ομοια οράσει σμαραγδίνω

Revelation 4:4

KJV: And round about the throne four and twenty seats and upon the seats I saw four and twenty elders sitting clothed in white raiment and they had on their heads crowns of gold
GK: και κυκλόθεν του θρόνου θρόνοι εικοσιτεσσαρες και επί τους θρόνους είδον τους εικοσιτεσσαρες πρεσβυτέρους καθημένους περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς και επί τας κεφαλάς αυτών στεφάνους χρυσούς

Revelation 4:8

KJV: And the four beasts had each of them six wings about and full of eyes within and they rest not day and night saying Holy holy holy Lord God Almighty which was and is and is to come
GK: και τέσσαρα ζώα εν καθ΄ εν αυτών εχον ανά πτέρυγας εξ κυκλόθεν και έσωθεν γεμοντα οφθαλμών και ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας και νυκτός λέγοντες άγιος άγιος άγιος άγιος άγιος άγιος άγιος άγιος άγιος κύριος ο θεός ο παντοκράτωρ ο ην και ο ων και ο ερχόμενος

Revelation 5:11

KJV: And I beheld and I heard the voice of many angels round about the throne and the beasts and the elders and the number of them ten thousand times ten thousand and thousands of thousands
GK: και είδον και ήκουσα ως φωνήν αγγέλων πολλών κύκλω του θρόνου και των ζώων και των πρεσβυτέρων και ην ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων

κυκλόω (compass (about))

[edit]

Luke 21:20

KJV: And when ye shall see Jerusalem compassed with armies then know that the desolation thereof is nigh
GK: όταν δε ίδητε κυκλουμένην υπό στρατοπέδων την Ιεροσαλήμ τότε γνώτε ότι ήγγικεν η ερήμωσις αυτης

John 10:24

KJV: Then came the Jews round about him and said unto him How long dost thou make us to doubt If thou be the Christ tell us plainly
GK: εκύκλωσαν ούν αυτόν οι Ιουδαίοι και έλεγον αυτώ έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις ει συ ει ο Χριστός είπε ημίν παρρησία

Acts 14:20

KJV: Howbeit as the disciples stood round about him he rose up and came into the city and the next day he departed with Barnabas to Derbe
GK: κυκλωσάντων δε αυτόν των μαθητών αναστάς εισήλθεν εις την πόλιν και τη επαύριον εξήλθε συν τω Βαρνάβα εις Δέρβην

Hebrews 11:30

KJV: By faith the walls of Jericho fell down after they were compassed about seven days
GK: πίστει τα τείχη Ιεριχώ έπεσε κυκλωθέντα επί επτά ημέρας

Revelation 20:9

KJV: And they went up on the breadth of the earth and compassed the camp of the saints about and the beloved city and fire came down from God out of heaven and devoured them
GK: και ανέβησαν επί το πλάτος της γης και εκύκλευσαν την παρεμβολήν των αγίων και την πόλιν την ηγαπημένην και κατέβη πυρ εκ του ουρανού από του θεού και κατέφαγεν αυτούς

κύκλος (round about)

[edit]

Mark 3:34

KJV: And he looked round about on them which sat about him and said Behold my mother and my brethren
GK: και περιβλεψάμενος κύκλω τους περί αυτόν καθημένους λέγει ίδε η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου

Mark 6:6

KJV: And he marvelled because of their unbelief And he went round about the villages teaching
GK: και εθαύμαζε διά την απιστίαν αυτών και περιήγε τας κώμας κύκλω διδάσκων

Mark 6:36

KJV: Send them away that they may go into the country round about and into the villages and buy themselves bread for they have nothing to eat
GK: απόλυσον αυτούς ίνα απελθόντες εις τους κύκλω αγρούς και κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς άρτους τι γαρ φάγωσιν ουκ έχουσαν

Luke 9:12

KJV: And when the day began to wear away then came the twelve and said unto him Send the multitude away that they may go into the towns and country round about and lodge and get victuals for we are here in a desert place
GK: η δε ημέρα ήρξατο κλίνειν προσελθόντες δε οι δώδεκα είπον αυτώ απόλυσον τον όχλον ίνα απελθόντες εις τας κύκλω κώμας και τους αγρούς καταλύσωσι και εύρωσιν επισιτισμόν ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν

Romans 15:19

KJV: Through mighty signs and wonders by the power of the Spirit of God so that from Jerusalem and round about unto Illyricum I have fully preached the gospel of Christ
GK: εν δυνάμει σημείων και τεράτων εν δυνάμει πνεύματος θεού ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι του Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον του χριστού

Revelation 4:6

KJV: And before the throne a sea of glass like unto crystal and in the midst of the throne and round about the throne four beasts full of eyes before and behind
GK: και ενώπιον του θρόνου ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω και εν μέσω του θρόνου και κύκλω του θρόνου τέσσαρα ζώα γέμοντα οφθαλμών έμπροσθεν και όπισθεν

Revelation 7:11

KJV: And all the angels stood round about the throne and the elders and the four beasts and fell before the throne on their faces and worshipped God
GK: και πάντες οι άγγελοι ειστηκεισαν κύκλω του θρόνου και των πρεσβυτέρων και των τεσσάρων ζώων και έπεσον ενώπιον του θρόνου επί τα πρόσωπα αυτών και προσεκύνησαν τω θεώ

κύλισμα (wallowing)

[edit]

2 Peter 2:22

KJV: But it is happened unto them according to the true proverb The dog turned to his own vomit again and the sow that was washed to her wallowing in the mire
GK: συμβέβηκε δε αυτοίς το της αληθούς παροιμίας κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου

κυλίω (wallow)

[edit]

Mark 9:20

KJV: And they brought him unto him and when he saw him straightway the spirit tare him and he fell on the ground and wallowed foaming
GK: και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων

κυλλός (maimed)

[edit]

Matthew 15:30

KJV: And great multitudes came unto him having with them lame blind dumb maimed and many others and cast them down at Jesus’ feet and he healed them
GK: και προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί έχοντες μεθ΄ εαυτών χωλούς τυφλούς κωφούς κυλλούς και ετέρους πολλούς και έρριψαν αυτούς παρά τους πόδας του Ιησού και εθεράπευσεν αυτούς

Matthew 15:31

KJV: Insomuch that the multitude wondered when they saw the dumb to speak the maimed to be whole the lame to walk and the blind to see and they glorified the God of Israel
GK: ώστε τους όχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφούς λαλούντας κυλλούς υγιείς χωλούς περιπατούντας και τυφλούς βλέποντας και εδόξασαν τον θεόν Ισραήλ

Matthew 18:8

KJV: Wherefore if thy hand or thy foot offend thee cut them off and cast from thee it is better for thee to enter into life halt or maimed rather than having two hands or two feet to be cast into everlasting fire
GK: ει δε η χειρ σου η ο πους σου σκανδαλίζει σε έκκοψον αυτά και βάλε από σου καλόν σοι εστίν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν η κυλλόν η δύο χείρας η δύο πόδας έχοντα βληθήναι εις το πυρ το αιώνιον

Mark 9:43

KJV:
GK: και εάν σκανδαλίζη σε η χειρ σου απόκοψον αυτήν καλόν σοι εστί κυλλόν εις την ζωην εισελθείν η τας δύο χείρας έχοντα απελθείν εις την Γέενναν εις το πυρ το άσβεστον

κῦμα (wave)

[edit]

Matthew 8:24

KJV: And behold there arose a great tempest in the sea insomuch that the ship was covered with the waves but he was asleep
GK: και ιδού σεισμός μέγας εγένετο εν τη θαλάσση ώστε το πλοίον καλύπτεσθαι υπό των κυμάτων αυτός δε εκάθευδε

Matthew 14:24

KJV: But the ship was now in the midst of the sea tossed with waves for the wind was contrary
GK: το δε πλοίον ήδη μέσον της θαλάσσης ην βασανιζόμενον υπό των κυμάτων ην γαρ εναντίος ο άνεμος

Mark 4:37

KJV: And there arose a great storm of wind and the waves beat into the ship so that it was now full
GK: και γίνεται λαίλαψ ανέμου μεγάλη τα δε κύματα επέβαλλεν εις το πλοίον ώστε αυτό ήδη γεμίζεσθαι

Acts 27:41

KJV: And falling into a place where two seas met they ran the ship aground and the forepart stuck fast and remained unmoveable but the hinder part was broken with the violence of the waves
GK: περιπεσόντες δε εις τόπον διθάλασσον επώκειλαν την ναύν και η μεν πρώρα ερείσασα έμεινεν ασάλευτος η δε πρύμνα ελύετο υπό της βίας των κυμάτων

Jude 1:13

KJV: Raging waves of the sea foaming out their own shame wandering stars to whom is reserved blackness of darkness for ever
GK: κύματα άγρια θαλάσσης επαφρίζοντα τας εαυτών αισχύνας αστέρες πλανήται οις ο ζόφος του σκότους εις τον αιώνα τετήρηται

κύμβαλον (cymbal)

[edit]

1 Corinthians 13:1

KJV: Though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become sounding brass or a tinkling cymbal
GK: εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών η κύμβαλον αλαλάζον

κύμινον (cummin)

[edit]

Matthew 23:23

KJV: Woe unto you scribes and Pharisees hypocrites for ye pay tithe of mint and anise and cummin and have omitted the weightier of the law judgment mercy and faith these ought ye to have done and not to leave the other undone
GK: ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν ταύτα έδει ποιήσαι κακείνα μη αφίεναι

κυνάριον (dog)

[edit]

Matthew 15:26

KJV: But he answered and said It is not meet to take the children’s bread and to cast to dogs
GK: ο δε αποκριθείς είπεν ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις

Matthew 15:27

KJV: And she said Truth Lord yet the dogs eat of the crumbs which fall from their masters’ table
GK: η δε είπεν ναι κύριε και γαρ τα κυνάρια εσθίει απο των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών

Mark 7:27

KJV: But Jesus said unto her Let the children first be filled for it is not meet to take the children’s bread and to cast unto the dogs
GK: ο δε Ιησούς είπεν αυτή άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα ου γαρ καλόν εστι λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις

Mark 7:28

KJV: And she answered and said unto him Yes Lord yet the dogs under the table eat of the children’s crumbs
GK: η δε απεκρίθη και λέγει αυτώ ναι κύριε και γαρ τα κυνάρια υποκάτω της τραπέζης εσθίει από των ψιχίων των παιδίων

Κύπριος (of Cyprus)

[edit]

Acts 4:36

KJV: And Joses who by the apostles was surnamed Barnabas which is being interpreted The son of consolation a Levite of the country of Cyprus
GK: Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρναβάς υπό των αποστόλων ο εστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως Λευϊτης Κύπριος τω γένει

Acts 11:20

KJV: And some of them were men of Cyprus and Cyrene which when they were come to Antioch spake unto the Grecians preaching the Lord Jesus
GK: ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι οίτινες εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς ευαγγελιζόμενοι τον κύριον Ιησούν

Acts 21:16

KJV: There went with us also of the disciples of Cæsarea and brought with them one Mnason of Cyprus an old disciple with whom we should lodge
GK: συνήλθον δε και των μαθητών από Καισαρείας συν ημίν άγοντες παρ΄ ω ξενισθώμεν Μνάσωνί τινι Κυπρίω αρχαίω μαθητή

Κύπρος (Cyprus)

[edit]

Acts 11:19

KJV: Now they which were scattered abroad upon the persecution that arose about Stephen travelled as far as Phenice and Cyprus and Antioch preaching the word to none but unto the Jews only
GK: οι μεν ούν διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας μηδενί λαλούντες τον λόγον ει μόνον Ιουδαίοις

Acts 13:4

KJV: So they being sent forth by the Holy Ghost departed unto Seleucia and from thence they sailed to Cyprus
GK: ούτοι μεν ούν εκπεμφθέντες υπό του πνεύματος του αγίου κατήλθον εις την Σελεύκειαν εκείθέν τε απέπλευσαν εις την Κύπρον

Acts 15:39

KJV: And the contention was so sharp between them that they departed asunder one from the other and so Barnabas took Mark and sailed unto Cyprus
GK: εγένετο ούν παροξυσμός ώστε αποχωρισθήναι αυτούς απ΄ αλλήλων τον τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τον Μάρκον εκπλεύσαι εις Κύπρον

Acts 21:3

KJV: Now when we had discovered Cyprus we left it on the left hand and sailed into Syria and landed at Tyre for there the ship was to unlade her burden
GK: αναφανέντες δε την Κύπρον και καταλιπόντες αυτήν ευώνυμον επλέομεν εις Συρίαν και κατήχθημεν εις Τύρον εκείσε γαρ ην το πλοίον αποφορτιζόμενον τον γόμον

Acts 27:4

KJV: And when we had launched from thence we sailed under Cyprus because the winds were contrary
GK: κακείθεν αναχθέντες υπεπλεύσαμεν την Κύπρον διά το τους ανέμους είναι εναντίους

κύπτω (stoop (down))

[edit]

Mark 1:7

KJV: And preached saying There cometh one mightier than I after me the latchet of whose shoes I am not worthy to stoop down and unloose
GK: και εκήρυσσε λέγων έρχεται ο ισχυρότερός μου οπίσω μου ου ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού

John 8:6

KJV: This they said tempting him that they might have to accuse him But Jesus stooped down and with finger wrote on the ground as though not
GK: τούτο δε έλεγον πειράζοντες αυτόν ίνα έχωσι κατηγορίαν κατ΄ αυτού ο δε Ιησούς κάτω κύψας τω δακτύλω έγραφεν εις την γην

John 8:8

KJV: And again he stooped down and wrote on the ground
GK: και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γην

Κυρηναῖος (of Cyrene)

[edit]

Matthew 27:32

KJV: And as they came out they found a man of Cyrene Simon by name him they compelled to bear his cross
GK: εξερχόμενοι δε εύρον άνθρωπον Κυρηναίον ονόματι Σίμωνα τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τον σταυρόν αυτού

Mark 15:21

KJV: And they compel one Simon a Cyrenian who passed by coming out of the country the father of Alexander and Rufus to bear his cross
GK: και αγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναίον ερχόμενον απ΄ αγρού τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου ίνα άρη τον σταυρόν αυτού

Luke 23:26

KJV: And as they led him away they laid hold upon one Simon a Cyrenian coming out of the country and on him they laid the cross that he might bear after Jesus
GK: και ως απήγαγον αυτόν επιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου του ερχομένου απ΄ αγρού επέθηκαν αυτώ τον σταυρόν φέρειν όπισθεν του Ιησού

Acts 6:9

KJV: Then there arose certain of the synagogue which is called of the Libertines and Cyrenians and Alexandrians and of them of Cilicia and of Asia disputing with Stephen
GK: ανέστησαν δε τινες των εκ της συναγωγής της λεγομένης Λιβερτίνων και Κυρηναίων και Αλεξανδρέων και των από Κιλικίας και Ασίας συζητούντες τω Στεφάνω

Acts 11:20

KJV: And some of them were men of Cyprus and Cyrene which when they were come to Antioch spake unto the Grecians preaching the Lord Jesus
GK: ήσαν δε τινες εξ αυτών άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι οίτινες εισελθόντες εις Αντιόχειαν ελάλουν προς τους Ελληνιστάς ευαγγελιζόμενοι τον κύριον Ιησούν

Acts 13:1

KJV: Now there were in the church that was at Antioch certain prophets and teachers as Barnabas and Simeon that was called Niger and Lucius of Cyrene and Manaen which had been brought up with Herod the tetrarch and Saul
GK: ήσαν δε τινες εν Αντιοχεία κατά την ούσαν εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι ο τε Βαρνάβας και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ και Λούκιος ο Κυρηναίος Μαναήν Ηρώδου του τετράρχου σύντροφος και Σαύλος

Κυρήνη (Cyrene)

[edit]

Acts 2:10

KJV: Phrygia and Pamphylia in Egypt and in the parts of Libya about Cyrene and strangers of Rome Jews and proselytes
GK: Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην και οι επιδημούντες Ρωμαίοι Ιουδαίοί τε και προσήλυτοι

Κυρήνιος (Cyrenius)

[edit]

Luke 2:2

KJV: this taxing was first made when Cyrenius was governor of Syria
GK: αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου

κυρία (lady)

[edit]

2 John 1:1

KJV: The elder unto the elect lady and her children whom I love in the truth and not I only but also all they that have known the truth
GK: ο πρεσβύτερος εκλεκτή κυρία και τοις τέκνοις αυτής ους εγώ αγαπώ εν αληθεία και ουκ εγώ μόνος αλλά και πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν

2 John 1:5

KJV: And now I beseech thee lady not as though I wrote a new commandment unto thee but that which we had from the beginning that we love one another
GK: και νυν ερωτώ σε κυρία ουχ ως εντολήν γράφων σοι καινήν αλλά ην είχομεν απ΄ αρχής ίνα αγαπώμεν αλλήλους

κυριακός (Lord's)

[edit]

1 Corinthians 11:20

KJV: When ye come together therefore into one place is not to eat the Lord’s supper
GK: συνερχομένων ούν υμών επί το αυτό ουκ έστι κυριακόν δείπνον φαγείν

Revelation 1:10

KJV: I was in the Spirit on the Lord’s day and heard behind me a great voice as of a trumpet
GK: εγενόμην εν πνεύματι εν τη κυριακή ημέρα και ήκουσα φωνήν οπίσω μου μεγαλήν ως σάλπιγγος

κυριεύω (have dominion over)

[edit]

Luke 22:25

KJV: And he said unto them The kings of the Gentiles exercise lordship over them and they that exercise authority upon them are called benefactors
GK: ο δε είπεν αυτοίς οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται

Romans 6:9

KJV: Knowing that Christ being raised from the dead dieth no more death hath no more dominion over him
GK: ειδότες ότι χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει

Romans 6:14

KJV: For sin shall not have dominion over you for ye are not under the law but under grace
GK: αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει ου γαρ εστε υπό νόμον αλλ΄ υπό χάριν

Romans 7:1

KJV: Know ye not brethren for speak to them that know the law how that the law hath dominion over a man as long as he liveth
GK: η αγνοείτε αδελφοί γινώσκουσιν γαρ νόμον λαλώ ότι ο νόμος κυριεύει του ανθρώπου εφ΄ όσον χρόνον ζη

Romans 14:9

KJV: For to this end Christ both died and rose and revived that he might be Lord both of the dead and living
GK: εις τούτο γαρ χριστός και απέθανε και ανέστη και έζησεν ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύση

2 Corinthians 1:24

KJV: Not for that we have dominion over your faith but are helpers of your joy for by faith ye stand
GK: ουχ ότι κυριεύομεν υμών της πίστεως αλλά συνεργοί εσμεν της χαράς υμών τη γαρ πίστει εστήκατε

1 Timothy 6:15

KJV: Which in his times he shall shew the blessed and only Potentate the King of kings and Lord of lords
GK: ην καιροίς ιδίοις δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης ο βασιλεύς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων

κύριος (God)

[edit]

Matthew 1:20

KJV: But while he thought on these things behold the angel of the Lord appeared unto him in a dream saying Joseph thou son of David fear not to take unto thee Mary thy wife for that which is conceived in her is of the Holy Ghost
GK: ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων Ιωσήφ υιός Δαβίδ μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου

Matthew 1:22

KJV: Now all this was done that it might be fulfilled which was spoken of the Lord by the prophet saying
GK: τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του κυρίου διά του προφήτου λέγοντος

κυριότης (dominion)

[edit]

Ephesians 1:21

KJV: Far above all principality and power and might and dominion and every name that is named not only in this world but also in that which is to come
GK: υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω αλλά και εν τω μέλλοντι

Colossians 1:16

KJV: For by him were all things created that are in heaven and that are in earth visible and invisible whether thrones or dominions or principalities or powers all things were created by him and for him
GK: ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης τα ορατά και τα αόρατα είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι τα πάντα δι΄ αυτού και εις αυτόν έκτισται

2 Peter 2:10

KJV: But chiefly them that walk after the flesh in the lust of uncleanness and despise government Presumptuous selfwilled they are not afraid to speak evil of dignities
GK: μάλιστα δε τους οπίσω σαρκός εν επιθυμία μιασμού πορευομένους και κυριότητος καταφρονούντας τολμηταί αυθάδεις δόξας ου τρέμουσι βλασφημούντες

Jude 1:8

KJV: Likewise also these dreamers defile the flesh despise dominion and speak evil of dignities
GK: ομοίως μέντοι και ούτοι ενυπνιαζόμενοι σάρκα μεν μιαίνουσι κυριότητα δε αθετούσι δόξας δε βλασφημούσιν

κυρόω (confirm)

[edit]

2 Corinthians 2:8

KJV: Wherefore I beseech you that ye would confirm love toward him
GK: διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγάπην

Galatians 3:15

KJV: Brethren I speak after the manner of men Though but a man’s covenant confirmed no man disannulleth or addeth thereto
GK: αδελφοί κατά άνθρωπον λέγω όμως ανθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην ουδείς αθετεί η επιδιατάσσεται

κύων (dog)

[edit]

Matthew 7:6

KJV: Give not that which is holy unto the dogs neither cast ye your pearls before swine lest they trample them under their feet and turn again and rend you
GK: μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμων έμπροσθεν των χοίρων μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς

Luke 16:21

KJV: And desiring to be fed with the crumbs which fell from the rich man’s table moreover the dogs came and licked his sores
GK: και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού

Philippians 3:2

KJV: Beware of dogs beware of evil workers beware of the concision
GK: βλέπετε τους κύνας βλέπετε τους κακούς εργάτας βλέπετε την κατατομήν

2 Peter 2:22

KJV: But it is happened unto them according to the true proverb The dog turned to his own vomit again and the sow that was washed to her wallowing in the mire
GK: συμβέβηκε δε αυτοίς το της αληθούς παροιμίας κύων επιστρέψας επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου

Revelation 22:15

KJV: For without dogs and sorcerers and whoremongers and murderers and idolaters and whosoever loveth and maketh a lie
GK: έξω οι κύνες και οι φαρμακοί και οι πόρνοι και οι φονείς και οι ειδωλολάτραι και πας φιλών και ποιών ψεύδος

κῶλον (carcase)

[edit]

Hebrews 3:17

KJV: But with whom was he grieved forty years not with them that had sinned whose carcases fell in the wilderness
GK: τίσι δε προσώχθισε τεσσαράκοντα έτη ουχί τοις αμαρτήσασιν ων τα κώλα έπεσεν εν τη ερήμω

κωλύω (forbid)

[edit]

Matthew 19:14

KJV: But Jesus said Suffer little children and forbid them not to come unto me for of such is the kingdom of heaven
GK: ο δε Ιησούς είπεν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών

Mark 9:38

KJV: And John answered him saying Master we saw one casting out devils in thy name and he followeth not us and we forbad him because he followeth not us
GK: απεκρίθη δε αυτώ ο Ιωάννης λέγων διδάσκαλε είδομέν τινα τω ονόματί σου εκβάλλοντα δαιμόνια ος ουκ ακολουθεί ημίν και εκωλύσαμεν αυτόν ότι ουκ ακολουθεί ημίν

Mark 9:39

KJV: But Jesus said Forbid him not for there is no man which shall do a miracle in my name that can lightly speak evil of me
GK: ο δε Ιησούς είπεν μη κωλύετε αυτόν ουδείς γαρ εστιν ος ποιήσει δύναμιν επί τω ονόματί μου και δυνήσεται ταχύ κακολογήσαί με

Mark 10:14

KJV: But when Jesus saw he was much displeased and said unto them Suffer the little children to come unto me and forbid them not for of such is the kingdom of God
GK: ιδών δε ο Ιησούς ηγανάκτησεν και είπεν αυτοίς άφετε το παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του θεού

Luke 6:29

KJV: And unto him that smiteth thee on the cheek offer also the other and him that taketh away thy cloke forbid not coat also
GK: τω τύπτοντί σε επί την σιαγόνα πάρεχε και την άλλην και από του αίροντός σου το ιμάτιον και τον χιτώνα μη κωλύσης

Luke 9:49

KJV: And John answered and said Master we saw one casting out devils in thy name and we forbad him because he followeth not with us
GK: αποκριθείς δε ο Ιωάννης είπεν επιστάτα είδομέν τινα επί τω ονόματί σου εκβάλλοντα τα δαιμόνια και εκωλύσαμεν αυτόν ότι ουκ ακολουθεί μεθ΄ ημών

Luke 9:50

KJV: And Jesus said unto him Forbid not for he that is not against us is for us
GK: και είπε προς αυτόν ο Ιησούς μη κωλύετε ος γαρ ουκ έστι καθ΄ ημών υπέρ ημών εστιν

Luke 11:52

KJV: Woe unto you lawyers for ye have taken away the key of knowledge ye entered not in yourselves and them that were entering in ye hindered
GK: ουαί υμίν τοις νομικοίς ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως αυτοί ουκ εισήλθετε και τους εισερχομένους εκωλύσατε

Luke 18:16

KJV: But Jesus called them and said Suffer little children to come unto me and forbid them not for of such is the kingdom of God
GK: ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτά είπεν άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του θεού

κώμη (town)

[edit]

Matthew 9:35

KJV: And Jesus went about all the cities and villages teaching in their synagogues and preaching the gospel of the kingdom and healing every sickness and every disease among the people
GK: και περιήγεν ο Ισηούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν

Matthew 10:11

KJV: And into whatsoever city or town ye shall enter enquire who in it is worthy and there abide till ye go thence
GK: εις ην δ΄ αν πόλιν η κώμην εισέλθητε εξετάσατε τις εν αυτή άξιός εστι κακεί μείνατε έως αν εξέλθητε

Matthew 14:15

KJV: And when it was evening his disciples came to him saying This is a desert place and the time is now past send the multitude away that they may go into the villages and buy themselves victuals
GK: οψίας δε γενομένης προσήλθον αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγοντες έρημός εστιν ο τόπος και η ώρα ήδη παρήλθεν απόλυσον τους όχλους ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα

Matthew 21:2

KJV: Saying unto them Go into the village over against you and straightway ye shall find an ass tied and a colt with her loose and bring unto me
GK: λέγων αυτοίς πορεύθητε εις την κώμην την απέναντι υμών και ευθέως ευρήσετε όνον δεδεμένην και πώλον μετ΄ αυτής λύσαντες αγάγετέ μοι

Mark 6:6

KJV: And he marvelled because of their unbelief And he went round about the villages teaching
GK: και εθαύμαζε διά την απιστίαν αυτών και περιήγε τας κώμας κύκλω διδάσκων

Mark 6:36

KJV: Send them away that they may go into the country round about and into the villages and buy themselves bread for they have nothing to eat
GK: απόλυσον αυτούς ίνα απελθόντες εις τους κύκλω αγρούς και κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς άρτους τι γαρ φάγωσιν ουκ έχουσαν

Mark 6:56

KJV: And whithersoever he entered into villages or cities or country they laid the sick in the streets and besought him that they might touch if it were but the border of his garment and as many as touched him were made whole
GK: και όπου αν εισεπορεύετο εις κώμας η πόλεις η αγρούς εν ταις αγοραίς ετίθουν τους ασθενούντας και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν του κρασπέδου του ιματίου αυτού άψωνται και όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο

Mark 8:23

KJV: And he took the blind man by the hand and led him out of the town and when he had spit on his eyes and put his hands upon him he asked him if he saw ought
GK: και επιλαβόμενος της χειρός του τυφλού εξήγαγεν αυτόν έξω της κώμης και πτύσας εις τα όμματα αυτού επιθείς τας χείρας αυτώ επηρώτα αυτόν ει βλέπει

Mark 8:26

KJV: And he sent him away to his house saying Neither go into the town nor tell to any in the town
GK: και απέστειλεν αυτόν εις τον οίκον αυτού λέγων μηδέ εις την κώμην εισέλθης μηδέ είπης τινί εν τη κώμη

κωμόπολις (town)

[edit]

Mark 1:38

KJV: And he said unto them Let us go into the next towns that I may preach there also for therefore came I forth
GK: και λέγει αυτοίς άγωμεν εις τας εχομένας κωμοπόλεις ίνα και εκεί κηρύξω εις τούτο γαρ εξελήλυθα

κῶμος (revelling)

[edit]

Romans 13:13

KJV: Let us walk honestly as in the day not in rioting and drunkenness not in chambering and wantonness not in strife and envying
GK: ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν μη κώμοις και μέθαις μη κοίταις και ασελγείαις μη έριδι και ζήλω

Galatians 5:21

KJV: Envyings murders drunkenness revellings and such like of the which I tell you before as I have also told that they which do such things shall not inherit the kingdom of God
GK: φθόνοι φόνοι μέθαι κώμοι και τα όμοια τούτοις α προλέγω υμίν καθώς και προείπον ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσιν

1 Peter 4:3

KJV: For the time past of life may suffice us to have wrought the will of the Gentiles when we walked in lasciviousness lusts excess of wine revellings banquetings and abominable idolatries
GK: αρκετός γαρ ημίν ο παρεληλυθώς χρόνος του βίου το θέλημα των εθνών κατεργάσασθαι πεπορευμένους εν ασελγείαις επιθυμίαις οινοφλυγίαις κώμοις πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρείας

κώνωψ (gnat)

[edit]

Matthew 23:24

KJV: blind guides which strain at a gnat and swallow a camel
GK: οδηγοί τυφλοί οι διϋλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες

Κῶς (Cos)

[edit]

Acts 21:1

KJV: And it came to pass that after we were gotten from them and had launched we came with a straight course unto Coos and the following unto Rhodes and from thence unto Patara
GK: ως δε εγένετο αναχθήναι ημάς αποσπασθέντας απ΄ αυτών ευθυδρομήσαντες ήλθομεν εις την Κων τη δε εξής εις την Ρόδον κακείθεν εις Πάταρα

Κωσάμ (Cosam)

[edit]

Luke 3:28

KJV: Which was of Melchi which was of Addi which was of Cosam which was of Elmodam which was of Er
GK: του Μελχί του Αδδί του Κωσάμ του Ελμωδάμ του Ηρ

κωφός (deaf)

[edit]

Matthew 9:32

KJV: As they went out behold they brought to him a dumb man possessed with a devil
GK: αυτών δε εξερχομένων ιδού προσήνεγκαν αυτώ άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον

Matthew 9:33

KJV: And when the devil was cast out the dumb spake and the multitudes marvelled saying It was never so seen in Israel
GK: και εκβληθέντος του δαιμονίου ελάλησεν ο κωφός και εθαύμασαν οι όχλοι λέγοντες ουδέποτε εφάνη ούτως εν τω Ισραήλ

Matthew 11:5

KJV: The blind receive their sight and the lame walk the lepers are cleansed and the deaf hear the dead are raised up and the poor have the gospel preached to them
GK: τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι λεπροί καθαρίζονται και κωφοί ακούουσι νεκροί εγείρονται και πτωχοί ευαγγελίζονται

Matthew 12:22

KJV: Then was brought unto him one possessed with a devil blind and dumb and he healed him insomuch that the blind and dumb both spake and saw
GK: τότε προσηνέχθη αυτώ δαιμονιζόμενος τυφλός και κωφός και εθεράπευσεν αυτόν ώστε τον τυφλόν και κωφόν και λαλείν και βλέπειν

Matthew 15:30

KJV: And great multitudes came unto him having with them lame blind dumb maimed and many others and cast them down at Jesus’ feet and he healed them
GK: και προσήλθον αυτώ όχλοι πολλοί έχοντες μεθ΄ εαυτών χωλούς τυφλούς κωφούς κυλλούς και ετέρους πολλούς και έρριψαν αυτούς παρά τους πόδας του Ιησού και εθεράπευσεν αυτούς

Matthew 15:31

KJV: Insomuch that the multitude wondered when they saw the dumb to speak the maimed to be whole the lame to walk and the blind to see and they glorified the God of Israel
GK: ώστε τους όχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφούς λαλούντας κυλλούς υγιείς χωλούς περιπατούντας και τυφλούς βλέποντας και εδόξασαν τον θεόν Ισραήλ

Mark 7:32

KJV: And they bring unto him one that was deaf and had an impediment in his speech and they beseech him to put his hand upon him
GK: και φέρουσιν αυτώ κωφόν μογιλάλον και παρακαλούσιν αυτόν ίνα επιθή αυτώ την χείρα

Mark 7:37

KJV: And were beyond measure astonished saying He hath done all things well he maketh both the deaf to hear and the dumb to speak
GK: και υπερπερισσώς εξεπλήσσοντο λέγοντες καλώς πάντα πεποίηκε και τους κωφούς ποιεί ακούειν και τους αλάλους λαλείν

Mark 9:25

KJV: When Jesus saw that the people came running together he rebuked the foul spirit saying unto him dumb and deaf spirit I charge thee come out of him and enter no more into him
GK: ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ το πνεύμα το άλαλον και κωφόν εγώ σοι επιτάσσω έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν