Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/Chronicles II

From Wikisource
For other versions of this work, see 2 Chronicles (Bible).
3478845The Second Book of Chronicles — The Brenton Septuagint

Chapter 1

[edit]
1And Solomon the son of David was established over his kingdom, and the Lord his God was with him, and increased him exceedingly. και ενίσχυσε Σολομών υιός Δαυίδ επί την βασιλείαν αυτού και κύριος ο θεός αυτού μετ΄ αυτού και εμεγάλυνεν αυτόν εις ύψος
2And Solomon spoke to all Israel, to the captains of thousands, and to the captains of hundreds, and to the judges, and to all the rulers over Israel, even the heads of the families; και είπε Σολομών προς πάντα Ισραήλ τοις χιλιάρχοις και τοις εκατοντάρχοις και τοις κριταίς και πάσι τοις άρχουσιν εναντίον παντός Ισραήλ τοις άρχουσι των πατριών
3and Solomon and all the congregation went to the high place that was in Gabaon, where was God's tabernacle of witness, which Moses the servant of the Lord made in the wilderness. και επορεύθη Σολομών και πάσα η εκκλησία μετ΄ αυτού εις την υψηλήν την εν Γαβαών ου εκεί ην η σκηνή του μαρτυρίου του θεού ην εποίησε Μωυσής παις κυρίου εν τη ερήμω
4But David had brought up the ark of God out of the city of Cariathiarim; for David had prepared a place for it, for he had pitched a tabernacle for it in Jerusalem. την δε κιβωτόν του θεού ανήνεγκε Δαυίδ εκ πόλεως Καριαθιαρείμ ότι ητοίμασεν αυτή Δαυίδ ότι έπηξεν αυτή σκηνήν εν Ιερουσαλήμ
5And the brazen altar which Beseleel the son of Urias, the son of Or, had made, was there before the tabernacle of the Lord: and Solomon and the congregation enquired at it. και το θυσιαστήριον το χαλκούν ο εποίησε Βεσελεήλ υιός Ουρεί υιού Ωρ εκεί ην έναντι της σκηνής κυρίου και εξεζήτησεν αυτό Σολομών και η εκκλησία
6And Solomon brought victims thither to the brazen altar that was before the Lord in the tabernacle, and offered upon it a thousand whole-burnt-offerings. και ανήνεγκε Σολομών εκεί επί το θυσιαστήριον το χαλκούν το ενώπιον κυρίου το εν τη σκηνή του μαρτυρίου και ανήνεγκεν επ΄ αυτό ολοκαύτωσιν χιλίαν
7In that night God appeared to Solomon, and said to him, Ask what I shall give thee. εν τη νυκτί εκείνη ώφθη θεός τω Σολομώντι και είπεν αυτώ αίτησαι τι σοι δώσω
8And Solomon said to God, Thou hast dealt very mercifully with my father David, and hast made me king in his stead. και είπε Σολομών προς τον θεόν συ εποίησας μετά Δαυίδ του πατρός μου έλεος μέγα και εβασίλευσάς με αντ΄ αυτού
9And now, O Lord God, let, I pray thee, thy name be established upon David my father; for thou hast made me king over a people numerous as the dust of the earth. και νυν κύριε ο θεός πιστωθήτω το ρήμά σου μετά Δαυίδ του πατρός μου ότι συ εβασίλευσάς με επί λαόν πολύν ως τον χουν της γης
10Now give me wisdom and understanding, that I may go out and come in before this people: for who shall judge this thy great people? νυν σοφίαν και σύνεσιν δος μοι και εξελεύσομαι ενώπιον του λαού τούτου και εισελεύσομαι ότι τις κρινεί τον λαόν σου τον μέγαν τούτον
11And God said to Solomon, Because this was in thy heart, and thou hast not asked great wealth, nor glory, nor the life of thine enemies, and thou hast not asked long life; but hast asked for thyself wisdom and understanding, that thou mightest judge my people, over whom I have made thee king: και είπεν ο θεός προς Σολομώντα ανθ΄ εγένετο τούτο εν τη καρδία σου και ουκ ητήσω πλούτον χρημάτων ουδέ δόξαν ουδέ την ψυχήν των μισούντων σε και ουκ ητήσω ημέρας πολλάς και ήτησας σεαυτώ σοφίαν και σύνεσιν όπως κρίνης τον λαόν μου εφ΄ ον εβασίλευσά σε επ΄ αυτόν
12I give thee this wisdom and understanding; and I will give thee wealth, and riches, and glory, so that there shall not have been any like thee among the kings before thee, neither shall there be such after thee. την σοφίαν και την σύνεσιν δίδωμί σοι και πλούτον και χρήματα και δόξαν δώσω σοι ως ουκ εγένετο όμοιός σοι εν τοις βασιλεύσι τοις έμπροσθέν σου και μετά σε ουκ έσται ούτως
13And Solomon came from the high place that was in Gabaon to Jerusalem, from before the tabernacle of witness, and reigned over Israel. και ήλθε Σολομών εκ Βαμά της εν Γαβαών εις Ιερουσαλήμ από προσώπου της σκηνής του μαρτυρίου και εβασίλευσεν επί Ισραήλ
14And Solomon collected chariots and horsemen: and he had fourteen hundred chariots, and twelve thousand horsemen: and he set them in the cities of chariots, and the people were with the king in Jerusalem. και συνήγαγε Σολομών άρματα και ιππείς και εγένετο αυτώ χίλια και τετρακόσια άρματα και δώδεκα χιλιάδες ιππέων και κατέλιπεν αυτά εν ταις πόλεσι των αρμάτων και μετά του βασιλέως εν Ιερουσαλήμ
15And the king made silver and gold in Jerusalem to be as stones, and cedars in Judea as sycamores in the plain for multitude. και έθηκεν ο βασιλεύς το αργύριον και το χρυσίον εν Ιερουσαλήμ ως λίθους και τας κέδρους εν τη Ιουδαία ως συκαμίνους τας εν τη πεδινή εις πλήθος
16And Solomon imported horses from Egypt, and the charge of the king's merchants for going was as follows, and they traded, και η έξοδος των ίππων τω Σολομώντι εξ Αιγύπτου και η τιμή των εμπόρων του βασιλέως του εκπορεύεσθαι ηγόραζον
17and went and brought out of Egypt a chariot for six hundred pieces of silver, and a horse for a hundred and fifty pieces of silver: and so they brought for all the kings of the Chettites, and for the kings of Syria by their means. και ανέβαινον και εξήγον εξ Αιγύπτου άρμα εν εξακοσίων αργυρίου και ίππον πεντήκοντα και εκατόν και ούτω πάσι τοις βασιλεύσι των Χετταίων και τοις βασιλεύσι της Συρίας εν χερσίν αυτών εξέφερον

Chapter 2

[edit]
1And Solomon said that he would build a house to the name of the Lord, and a house for his kingdom. και είπε Σολομών του οικοδομήσαι οίκον τω ονόματι κυρίου και οίκον τη βασιλεία αυτού
2And Solomon gathered seventy thousand men that bore burdens, and eighty thousand hewers of stone in the mountain, and there were three thousand six hundred superintendents over them. και συνήγαγε Σολομών εβδομήκοντα χιλιάδας ανδρών νωτοφόρων και ογδοήκοντα χιλιάδας ανδρών λατόμων εν τω όρει και οι επιστάται επ΄ αυτών τρισχίλιοι και εξακόσιοι
3And Solomon sent to Chiram king of Tyre, saying, Whereas thou didst deal favourably with David my father, and didst send him cedars to build for himself a house to dwell in, και απέστειλε Σολομών προς Χειράμ βασιλέα Τύρου λέγων ως εποίησας μετά Δαυίδ του πατρός μου και απέστειλας αυτώ κέδρους του οικοδομήσαι εαυτώ οίκον του κατοικήσαι εν αυτώ
4behold, I also his son am building a house to the name of the Lord my God, to consecrate it to him, to burn incense before him, and to offer shewbread continually, and to offer up whole-burnt-offerings continually morning and evening, and on the sabbaths, and at the new moons, and at the feasts of the Lord our God: this is a perpetual statute for Israel. και ιδού εγώ ο υιός αυτού οικοδομώ οίκον τω ονόματι κυρίου του θεού μου αγιάσαι αυτόν αυτώ του θυμιάν απέναντι αυτού θυμίαμα αρωμάτων και πρόθεσιν διαπαντός και του αναφέρειν ολοκαυτώματα διαπαντός τοπρωϊ και το δείλης και εν τοις σαββάτοις και εν ταις νουμηνίαις και εν ταις εορταίς του κυρίου του θεού ημών εις τον αιώνα τούτο επί τον Ισραήλ
5And the house which I am building is to be great: for the Lord our God is great beyond all gods. και ο οίκος ον εγώ οικοδομώ μέγας ότι μέγας κύριος ο θεός ημών παρά πάντας τους θεούς
6And who will be able to build him a house? for the heaven and heaven of heavens do not bear his glory: and who am I, that I should build him a house, save only to burn incense before him? και τις ισχύσει οικοδομήσαι αυτώ οίκον ότι ο ουρανός και ο ουρανός του ουρανού ου φέρουσι αυτόν και τις ειμι εγώ οικοδομών αυτώ οίκον αλλ΄ του θυμιάν κατέναντι αυτού
7And now send me a man wise and skilled to work in gold, and in silver, and in brass, and in iron, and in purple, and in scarlet, and in blue, and one that knows how to grave together with the craftsmen who are with me in Juda and in Jerusalem, which materials my father David prepared. και νυν απόστειλόν μοι άνδρα σοφόν και ειδότα του ποιήσαι εν τω χρυσίω και εν τω αργυρίω και εν χαλκώ και εν σιδήρω και εν τη πορφύρα και εν τω κοκκίνω και εν τη υακίνθη και επιστάμενον γλύφειν γλυφάς μετά των σοφών των μετ΄ εμού εν Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ ων ητοίμασε Δαυίδ ο πατήρ μου
8And send me from Libanus cedar wood, and wood of juniper, and pine; for I know that thy servants are skilled in cutting timber in Libanus: and, behold, thy servants shall go with my servants, και απόστειλόν μοι ξύλα κέδρινα και αρκεύθινα και πεύκινα εκ του Λιβάνου εγώ γαρ οίδα ότι οι δούλοί σου οίδασι κόπτειν ξύλα εκ του Λιβάνου και ιδού οι παίδές μου πορεύσονται μετά των παίδων σου
9to prepare timber for me in abundance: for the house which I am building must be great and glorious. ετοιμάσαι μοι ξύλα εις πλήθος ότι ο οίκος ον εγώ οικοδομώ μέγας και ένδοξος
10And, behold, I have given freely to thy servants that work and cut the wood, corn for food, even twenty thousand measures of wheat, and twenty thousand measures of barley, and twenty thousand measures of wine, and twenty thousand measures of oil. και ιδού τοις εργαζομένοις τοις κόπτουσι ξύλα εις βρώματα δέδωκα σίτον εις δόματα τοις παισί σου κόρων πυρού είκοσι χιλιάδας και κριθών κόρων είκοσι χιλιάδας και οίνου μέτρων είκοσι χιλιάδας και ελαίου μέτρων είκοσι χιλιάδας
11And Chiram king of Tyre answered in writing, and sent to Solomon, saying, Because the Lord loved his people, he made thee king over them. και είπε Χειράμ βασιλεύς Τύρου εν γραφή και απέστειλε προς Σολομώντα εν τω αγαπήσαι κύριον τον λαόν αυτού έδωκέ σε επ΄ αυτούς εις βασιλέα
12And Chiram said, Blessed be the Lord God of Israel, who made heaven and earth, who has given to king David a wise son, and one endowed with knowledge and understanding, who shall build a house for the Lord, and a house for his kingdom. και είπε Χιράμ ευλογητός κύριος ο θεός Ισραήλ ος εποίησε τον ουρανόν και την γην ος έδωκε τω Δαυίδ τω βασιλεί υιόν σοφόν και ειδότα σύνεσιν και επιστήμην ος οικοδομήσει οίκον τω κυρίω και οίκον τη βασιλεία αυτού
13And now I have sent thee a wise and understanding man who belonged to Chiram my father και νυν απέσταλκά σοι άνδρα σοφόν και ειδότα σύνεσιν τον Χειράμ τον παίδά μου
14(his mother was of the daughters of Dan, and his father was a Tyrian), skilled to work in gold, and in silver, and in brass, and in iron, and in stones and wood; and to weave with purple, and blue, and fine linen, and scarlet; and to engrave, and to understand every device, whatsoever thou shalt give him to do with thy craftsmen, and the craftsmen of my lord David thy father. υιόν γυναικός από θυγατέρων Δαν και ο πατήρ αυτού ανήρ Τύριος ειδότα ποιείν εν χρυσίω και εν αργυρίω και εν χαλκώ και εν σιδήρω και εν λίθοις και ξύλοις και υφαίνειν εν τη πορφύρα και εν τη υακίνθω και εν τη βύσσω και εν τω κοκκίνω και γλύφειν γλυφάς και διανοείσθαι πάσαν διανόησιν οις αν δως αυτώ μετά των σοφών σου και των σοφών του κυρίου μου Δαυίδ του πατρός σου
15And now, the wheat, and the barley, and the oil, and the wine which my lord mentioned, let him send to his servants. και νυν τον σίτον και την κριθήν και το έλαιον και τον οίνον α είπεν ο κύριός μου αποστειλάτω τοις παισίν αυτού
16And we will cut timber out of Libanus according to all thy need, and we will bring it on rafts to the sea of Joppa, and thou shalt bring it to Jerusalem. και ημείς κόψομεν ξύλα εκ του Λιβάνου κατά πάσαν την χρείαν σου και άξομεν αυτά σχεδίαις επί την θάλασσαν Ιόππης και συ ανοίσεις αυτά εις Ιερουσαλήμ
17And Solomon gathered all the foreigners that were in the land of Israel, after the numbering with which David his father numbered them; and there were found a hundred and fifty-three thousand six hundred. και συνήγαγε Σολομών πάντας τους άνδρας τους προσηλύτους τους εν τη γη Ισραήλ μετά τον αριθμόν ον ηρίθμησεν αυτούς Δαυίδ ο πατήρ αυτού και ευρέθησαν εκατόν πεντήκοντα χιλιάδες και τρισχίλιοι εξακόσιοι
18And he made of them seventy thousand burden-bearers, and eighty thousand hewers of stone, and three thousand six hundred taskmasters over the people. και εποίησεν εξ αυτών εβδομήκοντα χιλιάδας νωτοφόρων και ογδοήκοντα χιλιάδας λατόμων εν τω όρει και τρισχιλίους εξακοσίους εργοδιώκτας επί τον λαόν

Chapter 3

[edit]
1And Solomon began to build the house of the Lord in Jerusalem in the mount of Amoria, where the Lord appeared to his father David, in the place which David had prepared in the threshing-floor of Orna the Jebusite. και ήρξατο Σολομών του οικοδομείν τον οίκον κυρίου εν Ιερουσαλήμ εν όρει του Αμόρια ου ώφθη κύριος τω Δαυίδ τω πατρί αυτού εν τω τόπω ω ητοίμασε Δαυίδ εν τη άλω Ορνάν του Ιεβουσαίου
2And he began to build in the second month, in the fourth year of his reign. και ήρξατο οικοδομήσαι εν τω μηνί τω δευτέρω εν τω έτει τω τετάρτω της βασιλείας αυτού
3And thus Solomon began to build the house of God: the length in cubits—even the first measurement from end to end, was sixty cubits, and the breadth twenty cubits. και ταύτα ήρξατο Σολομών του οικοδομήσαι τον οίκον του θεού μήκος της διαμετρήσεως της πρώτης πηχεών εξήκοντα και εύρος πηχεών είκοσι
4And the portico in front of the house, its length in front of the breadth of the house was twenty cubits, and its height a hundred and twenty cubits: and he gilded it within with pure gold. και το αιλάμ κατά πρόσωπον του οίκου μήκος επί πρόσωπον του πλάτους του οίκου πηχεών είκοσι και το ύψος πηχεών εκατόν και είκοσι και κατεχρύσωσεν αυτόν έσωθεν χρυσίω καθαρώ
5And he lined the great house with cedar wood, and gilded it with pure gold, and carved upon it palm-trees and chains. και τον οίκον τον μέγαν εξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις και κατεχρύσωσε χρυσίω καθαρώ και έγλυψεν επ΄ αυτού φοίνικας και χαλαστά
6And he garnished the house with precious stones for beauty; and he gilded it with gold of the gold from Pharuim. και εκόσμησε τον οίκον λίθοις τιμίοις εις δόξαν και χρυσίω χρυσίου του εκ Φαρουείμ
7And he gilded the house, and its inner walls, and the door-posts, and the roofs, and the doors with gold; and he carved cherubs on the walls. και εχρύσωσε τον οίκον και τους τοίχους αυτού και τους πυλώνας και τα οροφώματα και τα θυρώματα χρυσίω και έγλυψε χερουβίμ επί των τοίχων
8And he built the holy of holies, its length was according to the front of the other house, the breadth of the house was twenty cubits, and the length twenty cubits: and he gilded it with pure gold for cherubs, to the amount of six hundred talents. και εποίησε τον οίκον του αγίου των αγίων μήκος αυτού επί πρόσωπον του πλάτους του οίκου πηχεών είκοσι και το εύρος πηχεών είκοσι και κατεχρύσωσεν αυτόν χρυσίω καθαρώ εν ταλάντοις εξακοσίοις
9And the weight of the nails, even the weight of each was fifty shekels of gold: and he gilded the upper chamber with gold. και ολκή των ήλων ολκή του ενός πεντήκοντα σίκλοι του χρυσίου και τα υπερώα εχρύσωσε χρυσίω
10And he made two cherubs in the most holy house, wood-work, and he gilded them with gold. και εποίησεν εν τω οίκω τω αγίω των αγίων χερουβίμ δύο έργον εκ ξύλων ασήπτων και εχρύσωσεν αυτά χρυσίω
11And the wings of the cherubs were twenty cubits in length: and one wing of five cubits touched the wall of the house: and the other wing of five cubits touched the wing of the other cherub. και αι πτέρυγες των χερουβίμ το μήκος πηχεών είκοσι και η πτέρυξ η μία πηχεών πέντε απτομένη του τοίχου του οίκου
12And the wings of these cherubs expanded were of the length of twenty cubits: and they stood upon their feet, and their faces were toward the house. και η πτέρυξ η ετέρα πηχεών πέντε απτομένη της πτέρυγος του χερούβ του ετέρου
13And he made the vail of blue, and purple, and scarlet, and fine linen, and wove cherubs in it. και αι πτέρυγες των χερουβίμ τούτων διαπεπετασμέναι πηχεις είκοσι και αυτά εστηκότα επί τους πόδας αυτών και τα πρόσωπα αυτών εις τον οίκον
14Also he made in front of the house two pillars, in height thirty-five cubits, and their chapters of five cubits. και εποίησε το καταπέτασμα εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου και βύσσου και ύφανεν εν αυτώ χερουβίμ
15And he made chains, as in the oracle, and put them on the heads of the pillars; and he made a hundred pomegranates, and put them on the chains. και εποίησεν έμπροσθεν του οίκου στύλους δύο πηχεών τριακονταπέντε το ύψος και τας κεφαλίδας αυτών πηχεών πέντε
16And he set up the pillars in front of the temple, one on the right hand and the other on the left: and he called the name of the one on the right hand 'Stability,' and the name of the one on the left 'Strength.' και εποίησε αλυσιδωτά εν τω δαβίρ και επέθηκεν επί των κεφαλών των στύλων και εποίησε ροϊσκους εκατόν και έθηκεν επί των χαλαστών
17 και έστησε τους στύλους κατά πρόσωπον του ναού ένα εκ δεξιών και τον ένα εξ ευωνύμων και εκάλεσε το όνομα του εκ δεξιών κατόρθωσις και το όνομα του εξ αριστερών ισχύς

Chapter 4

[edit]
1And he made a brazen altar, the length of it twenty cubits, and the breadth twenty cubits, and the height ten cubits. και εποίησε θυσιαστήριον χαλκούν είκοσι πηχεών το μήκος και είκοσι πηχεών το εύρος και δέκα πηχεών το ύψος
2And he made the molten sea, in diameter ten cubits, entirely round, and the height of it five cubits, and the circumference thirty cubits. και εποίησε την θάλασσαν χυτήν δέκα πηχεών την διαμέτρησιν από του χείλους αυτής εις το χείλος αυτής στρογγύλην κυκλόθεν και πέντε πηχεών το ύψος και το κύκλωμα τριάκοντα πηχεών εκύκλουν αυτήν κύκλω
3And beneath it the likeness of calves, they compass it round about: ten cubits compass the laver round about, they cast the calves two rows in their casting, και ομοίωμα μόσχων υποκάτωθεν αυτής κυκλώθεν κυκλούντες αυτήν δέκα εν πήχει κυκλούντες την θάλασσαν κυκλόθεν δύο στίχοι βόες χωνευτοί εν τη χωνεύσει αυτών
4wherein they made them twelve calves, —three looking northwards, and three westwards, and three southwards, and three eastwards: and the sea was upon them above, and their hinder parts were inward. η εποίησαν αυτούς εστώσα επί δώδεκα μόσχους η θάλασσα οι τρεις βλέποντες βορράν και οι τρεις βλέποντες δυσμάς και οι τρεις βλέποντες νότον και οι τρεις βλέποντες προς ανατολάς και η θάλασσα επ΄ αυτών άνω και ήσαν τα οπίσθια αυτών έσω
5And its thickness was a hand-breadth, and its brim as the brim of a cup, graven with flowers of lilies, holding three thousand measures: and he finished it. και το πάχος αυτής παλαιστής και το χείλος αυτής ως χείλος ποτηρίου διαγεγλυμμένου βλαστούς κρίνου χωρούσα μετρητάς τρισχιλίους και εξετέλεσε αυτήν
6And he made ten lavers, and set five on the right hand, and five on the left, to wash in them the instruments of the whole-burnt-offerings, and to rinse the vessels in them; and the sea was for the priests to wash in. και εποίησε λουτήρας δέκα και έθηκε τους πέντε εκ δεξιών και τους πέντε εξ αριστερών του πλύνειν εν αυτοίς τα έργα των ολοκαυτωμάτων και αποκλύζειν εν αυτοίς και η θάλασσα εις το νίπτεσθαι τους ιερείς εν αυτή
7And he made the ten golden candlesticks according to their pattern, and he put them in the temple, five on the right hand, and five on the left. και εποίησε τας λυχνίας τας χρυσάς δέκα κατά το κρίμα αυτών και έθηκεν εν τω ναώ πέντε εκ δεξιών και πέντε εξ αριστερών
8And he made ten tables, and put them in the temple, five on the right hand, and five on the left: and he made a hundred golden bowls. και εποίησε τραπέζας δέκα και έθηκεν εν τω ναώ πέντε εκ δεξιών και πέντε εξ αριστερών και εποίησε φιάλας χρυσάς εκατόν
9Also he made the priests' court, and the great court, and doors to the court, and their panels were overlaid with brass. και εποίησε την αυλήν των ιερέων και την αυλήν την μεγάλην και θύρας τη αυλή και θυρώματα αυτών κατακεχαλκωμένα χαλκώ
10And he set the sea at the corner of the house on the right, as it were fronting the east. και την θάλασσαν έθηκεν από γωνίας του οίκου εκ δεξιών προς ανατολάς του μέρους του προς νότον
11And Chiram made the fleshhooks, and the fire-pans, and the grate of the altar, and all its instruments: and Chiram finished doing all the work which he wrought for king Solomon in the house of God: και εποίησε Χιράμ τους λέβητας και τας κρεάγρας και τα πυρεία και συνετέλεσε Χιράμ ποιήσαι πάσαν την εργασίαν ην εποίησε Σολομών ο βασιλεί εν τω οίκω του θεού
12two pillars, and upon them an embossed work for the chapiters on the heads of the two pillars, and two nets to cover the heads of the chapiters which are on the heads of the pillars; στύλους δύο και τας βάσεις και τας χωθαρώθ επί των κεφαλών των στύλων δύο και δίκτυα δύο συγκαλύψαι τας δύο βάσεις των χωθαρώθ α εστιν επί των κεφαλών των στύλων
13and four hundred golden bells for the two nets, and two rows of pomegranates in each net, to cover the two embossed rims of the chapiters which are upon the pillars. και ροάς χρυσούς τετρακοσίους εις τα δύο δίκτυα δύο γένη ροών εν τω δικτύω τω ενί του συγκαλύψαι τας δύο βάσεις των χωθαρώθ α εστιν επάνω των στύλων
14And he made the ten bases, and he made the lavers upon the bases; και τους μεχωνώθ εποίησε δέκα και τους λουτήρας εποίησεν επί των μεχωνώθ
15and the one sea, and the twelve calves under it; και την θάλασσαν μίαν και τους μόσχους τους δώδεκα υποκάτω αυτής
16and the foot-baths, and the buckets, and the caldrons, and the flesh-hooks, and all their furniture (which Chiram made, and brought to king Solomon in the house of the Lord) of pure brass. και τους λέβητας και τας κρεάγρας και φιάλας και πάντα τα σκεύη αυτών α εποίησε Χιραμ και ανήνεγκε τω βασιλεί Σολομώντι εν οίκω κυρίου χαλκού καθαρού
17In the country round about Jordan the king cast them, in the clay ground in the house of Socchoth, and between that and Saredatha. εν τω περιχώρω του Ιορδάνου εχώνευσεν αυτά ο βασιλεύς εν τω πάχει της γης αναμέσον Σοχχώθ και αναμέσον Σαριδαθά
18So Solomon made all these vessels in great abundance, for the quantity of brass failed not. και εποίησε Σολομών πάντα τα σκεύη ταύτα εις πλήθος σφόδρα ότι ουκ εξέλιπεν ολκή του χαλκού
19And Solomon made all the vessels of the house of the Lord, and the golden altar, and the tables, and upon them were to be the loaves of shewbread; και εποίησε Σολομών πάντα τα σκεύη του οίκου κυρίου και το θυσιαστήριον το χρυσούν και τας τραπέζας και επ΄ αυτών άρτους προθέσεως
20also the candlesticks, and the lamps to give light according to the pattern, and in front of the oracle, of pure gold. και τας λυχνίας και τους λύχνους του φωτός κατά το κρίμα κατά πρόσωπον του δαβίρ χρυσίου καθαρού
21And their snuffers, and their lamps were made, and he made the bowls, and the censers, and the fire-pans, of pure gold. και οι λύχνοι αυτών και οι λαβίδες αυτών και αι φιάλαι και αι θυϊσκαι και τα πυρεία χρυσίου καθαρού
22And there was the inner door of the house opening into the holy of holies, and he made the inner doors of the temple of gold. So all the work which Solomon wrought for the house of the Lord was finished. και η θύρα του οίκου η εσωτέρα η εις τα άγια των αγίων και αι θύραι του οίκου του ναού χρυσαί

Chapter 5

[edit]
1And Solomon brought in the holy things of his father David, the silver, and the gold, and the other vessels, and put them in the treasury of the house of the Lord. και συνετελέσθη πάσα η εργασία ην εποίησε Σολομών εν οίκω κυρίου και εισήνεγκε Σολομών τα άγια Δαυίδ του πατρός αυτού και το αργύριον και το χρυσίον και πάντα τα σκεύη και έδωκεν εις θησαυρόν οίκον κυρίου
2Then Solomon assembled all the elders of Israel, and all the heads of the tribes, even the leaders of the families of the children of Israel, to Jerusalem, to bring up the ark of the covenant of the Lord out of the city of David, —this is Sion. τότε εξεκκλησίασε Σολομών πάντας τους πρεσβυτέρους Ισραήλ και πάντας τους άρχοντας των φυλών ηγουμένους των πατριών υιών Ισραήλ εις Ιερουσαλήμ του ανενεγκείν την κιβωτόν διαθήκης κυρίου εκ πόλεως Δαυίδ αύτη Σιών
3And all Israel were assembled unto the king in the feast, this is the seventh month. και εξεκκλησιάσθη προς τον βασιλέα πας ανήρ Ισραήλ εν τη εορτή ούτος ο μην ο έβδομος
4And all the elders of Israel came; and all the Levites took up the ark, και ήλθον πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ και έλαβον πάντες οι Λευίται την κιβωτόν
5and the tabernacle of witness, and all the holy vessels that were in the tabernacle; and the priests and the Levites brought it up. και ανήνεγκαν την κιβωτόν και την σκηνήν του μαρτυρίου και πάντα τα σκεύη τα άγια τα εν τη σκηνή και ανήνεγκαν αυτήν οι ιερείς και οι Λευίται
6And king Solomon, and all the elders of Israel, and the religious of them, and they of them that were gathered before the ark, were sacrificing calves and sheep, which could not be numbered or reckoned for multitude. και ο βασιλεύς Σολομών και πάσα η συναγωγή Ισραήλ και οι επισυνηγμένοι επ΄ αυτόν έμπροσθεν της κιβωτού θύοντες μόσχους και πρόβατα α ουκ αριθμηθήσεται ουδέ λογισθήσεται από του πλήθους
7And the priests brought in the ark of the covenant of the Lord into its place, into the oracle of the house, even into the holy of holies, under the wings of the cherubs. και εισήνεγκαν οι ιερείς την κιβωτόν διαθήκης κυρίου εις τον τόπον αυτής εις το δαβίρ του οίκου εις τα άγια των αγίων υποκάτω των πτερύγων των χερουβίμ
8And the cherubs stretched out their wings over the place of the ark, and the cherubs covered the ark, and its staves above. και ην τα χερουβίμ διαπεπετακότα τας πτέρυγας αυτών επί τον τόπον της κιβωτού και συνεκάλυπτε τα χερουβίμ την κιβωτόν και επί τους αναφορείς αυτής επάνωθεν
9And the staves projected, and the heads of the staves were seen from the holy place in front of the oracle, they were not seen without: and there they were to this day. και υπερείχον οι αναφορείς και εβλέποντο αι κεφαλαί των αναφορέων από της κιβωτού εκ των αγίων εις πρόσωπον του δαβίρ και ουκ εβλέποντο έξω και ήσαν εκεί έως της ημέρας ταύτης
10There was nothing in the ark except the two tables which Moses placed there in Choreb, which God gave in covenant with the children of Israel, when they went out of the land of Egypt. ουκ ην εν τη κιβωτώ πλην δύο πλάκες ας έθηκε Μωυσής εν Χωρήβ α διέθετο κύριος μετά των υιών Ισραήλ εν τω εξελθείν αυτούς εκ γης Αιγύπτου
11And it came to pass, when the priests when out of the holy place, (for all the priests that were found were sanctified, they were not then arranged according to their daily course,) και εγένετο εν τω εξελθείν τους ιερείς εκ των αγίων ότι πάντες οι ιερείς οι ευρεθέντες ηγιάσθησαν ουκ ήσαν διατεταγμένοι κατ΄ εφημερίαν
12that all the singing Levites assigned to the sons of Asaph, to Aeman, to Idithun, and to his sons, and to his brethren, of them that were clothed in linen garments, with cymbals and lutes and harps, were standing before the altar, and with them a hundred and twenty priests, blowing trumpets. και οι Λευίται οι ψαλτωδοί πάντες συν τοις υιοίς Ασάφ του Αιμάν τω Ιδιθούμ και τοις υιοίς αυτών και τοις αδελφοίς αυτών των ενδεδυμένων στολάς βυσσίνας εν κυμβάλοις και εν νάβλαις και εν κινύραις εστηκότες κατέναντι του θυσιαστηρίου και μετ΄ αυτών οι ιερείς εκατόν και είκοσι σαλπίζοντες εν ταις σάλπιγξι
13And there was one voice in the trumpeting and in the psalm-singing, and in the loud utterance with one voice to give thanks and praise the Lord; and when they raised their voice together with trumpets and cymbals, and instruments of music, and said, Give thanks to the Lord, for it is good, for his mercy endures for ever:—then the house was filled with the cloud of the glory of the Lord. και εγένετο μία φωνή εν τω σαλπίζειν και εν τω ψαλτωδείν και εν τω αναφωνείν φωνή μία του αινείν και εξομολογείσθαι τω κυρίω και ως ύψωσαν την φωνήν εν ταις σάλπιγξι και εν κυμβάλοις και εν οργάνοις των ωδών και έλεγον εξομολογείσθε τω κυρίω ότι αγαθόν ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού και ο οίκος ενεπλήσθη νεφέλης και δόξης κυρίου
14And the priests could not stand to minister because of the cloud: for the glory of the Lord filled the house of God. και ουκ ηδύνατο οι ιερείς του στήναι λειτουργείν από προσώπου της νεφέλης ότι ενέπλησε δόξα κυρίου τον οίκον του θεού

Chapter 6

[edit]
1Then said Solomon, The Lord said that he would dwell in thick darkness. τότε είπε Σολομών κύριος είπε του κατασκηνώσαι εν γνόφω
2But I have built a house to thy name, holy to thee, and prepared for thee to dwell in for ever. και εγώ ωκοδόμηκα οίκον τω ονόματί σου άγιόν σοι και έτοιμον του κατασκηνώσαι εις τους αιώνας
3And the king turned his face, and blessed all the congregation of Israel: and all the congregation of Israel stood by. και επέστρεψεν ο βασιλεύς το πρόσωπον αυτού και ευλόγησε πάσαν την εκκλησίαν Ισραήλ και πάσα η εκκλησία Ισραήλ παρειστήκει
4And he said, Blessed be the Lord God of Israel: he has even fulfilled with his hands as he spoke with his mouth to my father David, saying, και είπεν ευλογητός κύριος ο θεός Ισραήλ ος ελάλησεν εν στόματι αυτού προς Δαυίδ τον πατέρα μου και εν χερσίν αυτού επλήρωσε λέγων
5From the day when I brought up my people out of the land of Egypt, I chose no city of all the tribes of Israel, to build a house that my name should be there; neither did I choose a man to be a leader over my people Israel. από της ημέρας ης ανήγαγον τον λαόν μου εκ γης Αιγύπτου ουκ εξελεξάμην εν πόλει από πασών φυλών Ισραήλ του οικοδομήσαι οίκον του είναι το όνομά μου εκεί και ουκ εξελεξάμην ανδρί του είναι εις ηγούμενον επί τον λαόν μου Ισραήλ
6But I chose Jerusalem that my name should be there; and I chose David to be over my people Israel. και εξελεξάμην την Ιερουσαλήμ του γενέσθαι το όνομά μου εκεί και εξελεξάμην τον Δαυίδ του είναι επάνω του λαόν μου Ισραήλ
7And it came into the heart of David my father, to build a house for the name of the Lord God of Israel. και εγένετο επί καρδίαν Δαυίδ του πατρός μου του οικοδομήσαι οίκον τω ονόματι κυρίου του θεού Ισραήλ
8But the Lord said to my father David, Whereas it came into thy heart to build a house for my name, thou didst well that it came into thy heart. και είπε κύριος προς Δαυίδ τον πατέρα μου διότι εγένετο επί καρδίαν σου του οικοδομήσαι οίκον τω ονόματί μου καλώς εποίησας ότι εγένετο επί καρδίαν σου
9Nevertheless thou shalt not build the house; for thy son who shall come forth out of thy loins, he shall build the house for my name. πλην συ ουκ οικοδομήσεις μοι οίκον ότι ο υιός σου ος εξελεύσεται εκ της οσφύος σου αυτός οικοδομήσει τον οίκον τω ονόματί μου
10And the Lord has confirmed this word, which he spoke; and I am raised up in the room of my father David, and I sit upon the throne of Israel as the Lord said, and I have built the house for the name of the Lord God of Israel: και ανέστησε κύριος τον λόγον ον ελάλησε και εγενόμην αντί Δαυίδ του πατρός μου και εκάθισα επί τον θρόνον Ισραήλ καθώς ελάλησε κύριος και ωκοδόμησα τον οίκον τω ονόματι κυρίου του θεού Ισραήλ
11and I have set there the ark in which is the covenant of the Lord, which he made with Israel. και έθηκα εκεί την κιβωτόν εν η εκεί η διαθήκη κυρίου ην διέθετο τω Ισραήλ
12And he stood before the altar of the Lord in the presence of all the congregation of Israel, and spread out his hands. και έστη εναντίον του θυσιαστηρίου κυρίου έναντι πάσης εκκλησίας Ισραήλ και διεπέτασε τας χείρας αυτού
13For Solomon had made a brazen scaffold, and set it in the midst of the court of the sanctuary; the length of it was five cubits, and the breadth of it five cubits, and the height of it three cubits: and he stood upon it, and fell upon his knees before the whole congregation of Israel, and spread abroad his hands to heaven, ότι εποίησε Σολομών βάσιν χαλκήν και έθηκεν αυτήν εν μέσω της αυλής του ιερού πέντε πηχεών το μήκος αυτής και πέντε πηχεών το εύρος αυτής και τριών πηχεών το ύψος αυτής και έστη επ΄ αυτής και έκαμψεν επί τα γόνατα αυτού εναντίον πάσης εκκλησίας Ισραήλ και διεπέτασε τας χείρας αυτού εις τον ουρανόν
14and said, Lord God of Israel, there is no God like thee in heaven, or on the earth; keeping covenant and mercy with thy servants that walk before thee with their whole heart. και είπε κύριε ο θεός του Ισραήλ ουκ έστιν όμοιός σοι θεός εν ουρανώ και επί της γης φυλάσσων την διαθήκην και το έλεος τοις παισί σου τοις πορευομένοις εναντίον σου εν όλη καρδία αυτων
15Even as thou hast kept them with thy servant David my father, as thou hast spoken to him in words:—thou hast both spoken with thy mouth, and hast fulfilled it with thy hands, as it is this day. α εφύλαξας τω παιδί σου Δαυίδ τω πατρί μου α ελάλησας αυτώ και ελάλησας εν στόματί σου και εν χερσί σου επλήρωσας ως η ημέρα αύτη
16and now, Lord God of Israel, keep with thy servant David my father the things which thou spokest to him, saying, There shall not fail thee a man before me sitting on the throne of Israel, if only thy sons will take heed to their way to walk in my law, as thou didst walk before me. και νυν κύριε ο θεός Ισραήλ φύλαξον τω παιδί σου Δαυίδ τω πατρί μου α ελάλησας αυτώ λέγων ουκ εκλείψει σοι ανήρ από προσώπου μου καθήμενος επί θρόνου Ισραήλ πλην εάν φυλάξωσιν οι υιοί σου την οδόν αυτών του πορεύεσθαι εν τω νόμω μου ως επορεύθης εναντίον μου
17And now, Lord God of Israel, let, I pray thee, thy word be confirmed, which thou hast spoken to thy servant David. και νυν κύριε ο θεός Ισραήλ πιστωθήτω δη το ρήμά σου ο ελάλησας τω δούλω σου Δαυίδ
18For will God indeed dwell with men upon the earth? if the heaven and the heaven of heavens will not suffice thee, what then is this house which I have built? ότι ει αληθώς κατοικήσει θεός μετά ανθρώπων επί της γης ει ο ουρανός και ο ουρανός του ουρανού ουκ αρκέσουσί σοι και τις ο οίκος ούτος ον ωκοδόμησα
19Yet thou shalt have respect to the prayer of thy servant, and to my petition, O Lord God, so as to hearken to the petition and the prayer which thy servant prays before thee this day: και επιβλέψη επί την προσευχήν του δούλου σου και επί την δέησιν αυτού κύριε ο θεός μου του επακούσαι της δεήσεως και της προσευχής ης ο δούλός σου προσεύχεται εναντίον σου σήμερον
20so that thine eyes should be open over this house by day and by night, towards this place, whereon thou saidst thy name should be called, so as to hear the prayer which thy servant prays towards this house. του είναι τους οφθαλμούς σου ανεωγμένους επί τον οίκον τούτον ημέρας και νυκτός εις τον τόπον τούτον ον είπας επικληθήναι το όνομά σου εκεί του ακούσαι της προσευχής ης προσεύχεται ο δούλός σου εις τον τόπον τούτον
21And thou shalt hear the supplication of thy servant, and of thy people Israel, whatsoever prayers they shall make towards this place: and thou shalt hearken in thy dwelling-place out of heaven, yea thou shalt hear, and be merciful. και ακούση της δεήσεως του δούλου σου και του λαού σου Ισραήλ α άν προσεύξωνται εις τον τόπον τούτον και συ ακούση εκ του τόπου της κατοικήσεως σου εκ του ουρανού και ακούση και ίλεως έση
22If a man sin against his neighbour, and he bring an oath upon him so as to make him swear, and he come and swear before the altar in this house; εάν αμάρτη ανήρ τω πλησίον αυτού και λάβη επ΄ αυτόν αράν του αράσασθαι αυτόν και έλθη και αράσηται κατέναντι του θυσιαστηρίου εν τω οίκω τούτω
23then shalt thou hearken out of heaven, and do, and judge thy servants, to recompense the transgressor, and to return his ways upon his head: and to justify the righteous, to recompense him according to his righteousness. και συ εισακούση εκ του ουρανού και ποιήσεις και κρινείς τους δούλους σου του αποδούναι τω ανόμω και αποδούναι οδούς αυτού εις κεφαλήν αυτού και του δικαιώσαι δίκαιον του αποδούναι αυτώ κατά την δικαιοσύνην αυτού
24And if thy people Israel should be put to the worse before the enemy, if they should sin against thee, and then turn and confess to thy name, and pray and make supplication before thee in this house; και εάν θραυσθή ο λαός σου Ισραήλ ενώπιον εχθρού εάν αμάρτωσί σοι και επιστρέψωσι και εξομολογήσωνται τω ονόματί σου και προσεύξωνται και δεηθώσιν εναντίον σου εν τω οίκω τούτω
25then shalt thou hearken out of heaven and shalt be merciful to the sins of thy people Israel, and thou shalt restore them to the land which thou gavest to them and to their fathers. και συ εισακούση εκ του ουρανού και ίλεως έση ταις αμαρτίαις του λαού σου Ισραήλ και αποστρέψεις αυτούς εις την γην ην έδωκας αυτοίς και τοις πατράσιν αυτών
26When heaven is restrained, and there is no rain, because they shall have sinned against thee, and when they shall pray towards this place, and praise thy name, and shall turn from their sins, because thou shalt afflict them; εν τω συσχεθήναι τον ουρανόν και μη γενέσθαι υετόν ότι αμαρτήσονταί σοι και προσεύξονται εις τον τόπον τούτον και εξομολογήσονται τω όνοματί σου και από των αμαρτιών αυτών επιστρέψουσιν ότι ταπεινώσεις αυτούς
27then shalt thou hearken from heaven, and thou shalt be merciful to the sins of thy servants, and of thy people Israel; for thou shalt shew them the good way in which they shall walk; and thou shalt send rain upon thy land, which thou gavest to thy people for an inheritance. και συ εισακούση εκ του ουρανού και ίλεως έση ταις αμαρτίαις των παίδων σου και του λαού σου Ισραήλ ότι δηλώσεις αυτοίς την οδόν την αγαθήν εν η πορεύσονται εν αυτή και δώσεις υετόν επί την γην σου ην έδωκας τω λαώ σου εις κληρονομίαν
28If there should be famine upon the land, if there should be death, a pestilent wind an blight; if there should be locust and caterpiller, and if the enemy should harass them before their cities: in whatever plague and whatever distress they may be; λιμός εάν γένηται επί της γης θάνατος εάν γένηται ανεμοφθορία ίκτερος ακρίς και βρούχος εάν γένηται και εάν θλίψωσιν αυτόν οι εχθροί αυτού εν τη γη κατέναντι των πόλεων αυτού κατά πάσαν πληγήν και πάντα πόνον
29Then whatever prayer and whatever supplication shall be made by any man and all thy people Israel, if a man should know his own plague and his own sickness, and should spread forth his hands toward this house; και πάσαν προσευχήν και πάσαν δέησιν η εάν γένηται παντί ανθρώπω και παντί τω λαώ σου Ισραήλ εάν γνώ άνθρωπος αφήν αυτού και την μαλακίαν αυτού και διαπετάση τας χείρας αυτού εις τον οίκον τούτον
30then shalt thou hear from heaven, out of thy prepared dwelling-place, and shalt be merciful, and shalt recompense to the man according to his ways, as thou shalt know his heart to be; for thou alone knowest the heart of the children of men: και συ εισακούση εκ του ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου και ιλάση και δώσεις ανδρί κατά τας οδούς αυτού ως αν γνώς την καρδίαν αυτού ότι συ μονώτατος γινώσκεις την καρδίαν των υιών ανθρώπων
31that they may reverence all thy ways all the days which they live upon the face of the land, which thou gavest to our fathers. όπως φοβώνταί σε του πορεύεσθαι εν πάσαις ταις οδοίς σου πάσας τας ημέρας ας αυτοί ζώσιν επί προσώπου της γης ης έδωκας τοις πατράσιν ημών
32And every stranger who is not himself of thy people Israel, and who shall have come from a distant land because of thy great name, and thy mighty hand, and thy high arm; when they shall come and worship toward this place; — και γε πας αλλότριος ος ουκ έστιν εκ του λαού σου Ισραήλ και έλθη εκ γης μακρόθεν διά το όνομά σου το μέγα και την χείρά σου την κραταιάν και τον βραχίονά σου τον υψηλόν και έλθωσι και προσεύξωνται εις τον τόπον τούτον
33then shalt thou hearken out of heaven, out of thy prepared dwelling-place, and shalt do according to all that the stranger shall call upon thee for; that all the nations of the earth may know thy name, and that they may fear thee, as thy people Israel do, and that they may know that thy name is called upon this house which I have built. και συ εισακούση εκ του ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου και ποιήσεις κατά πάντα όσα αν επικαλέσηταί σε ο αλλότριος όπως γνώσι πάντες οι λαοί της γης το όνομά σου και του φοβείσθαί σε ως ο λαός σου Ισραήλ και του γνώναι ότι το όνομά σου επικέκληται επί τον οίκον τούτον ον ωκοδόμησα
34And if thy people shall go forth to war against their enemies by the way by which thou shalt send them, and shall pray to thee toward this city which thou hast chosen, and toward the house which I have built to thy name; εάν δε εξέλθη ο λαός σου εις πόλεμον επί τους εχθρούς αυτού εν οδώ η αποστελείς αυτούς και προσεύξωνται προς σε κατά την οδόν της πόλεως ταύτης ην εξελέξω εν αυτή και του οίκου ου ωκοδόμησα τω ονόματί σου
35then shalt thou hear out of heaven their prayer and their supplication, and maintain their cause. και ακούση εκ του ουρανού της προσευχής αυτών και της δεήσεως αυτών και ποιήσεις το δικαίωμα αυτών
36Whereas if they shall sin against thee, (for there is no man who will not sin,) and thou shalt smite them, and deliver them up before their enemies, and they that take them captive shall carry them away into a land of enemies, to a land far off or near; ότι αμαρτήσονταί σοι ότι ουκ έστιν άνθρωπος ος ουχ αμαρτήσεται και εάν θυμωθής επ΄ αυτούς και παραδώς αυτούς κατά πρόσωπον εχθρών και αιχμαλωτεύσουσιν αυτούς οι αιχμαλωτεύσαντες εις γην μακράν η εγγύς
37and if they shall repent in their land whither they were carried captive, and shall also turn and make supplication to thee in their captivity, saying, We have sinned, we have transgressed, we have wrought unrighteously; και επιστρέψωσι καρδίαν αυτών εν τη γη ου ηχμαλωτεύθησαν εκεί και επιστρέψωσι και δεηθώσί σου εν τη γη αιχμαλωσίας αυτών λέγοντες ημάρτομεν ηνομήσαμεν και ησεβήσαμεν
38and if they shall turn to thee with all their heart and all their soul in the land of them that carried them captives, whither they carried them captives, and shall pray toward their land which thou gavest to their fathers, and the city which thou didst choose, and the house which I built to thy name:— και επιστρέψωσι προς σε εν όλη καρδία αυτών και εν όλη ψυχή αυτών εν γη αιχμαλωτευσάντων αυτούς ου ηχμαλώτευσαν αυτούς εκεί και προσεύξωνται οδόν γης αυτών ης έδωκας τοις πατράσιν αυτών και της πόλεως ης εξελέξω και του οίκου ου ωκοδόμησα τω ονόματί σου
39then shalt thou hear out of heaven, out of thy prepared dwelling-place, their prayer and their supplication, and thou shalt execute justice, and shalt be merciful to thy people that sin against thee. και ακούση εκ του ουρανού εξ ετοίμου κατοικητηρίου σου της προσευχής αυτών και της δεήσεως αυτών και ποιήσεις το κρίμα αυτών και ίλεως έση τω λαώ τω αμαρτόντι σοι
40And now, Lord, let, I pray thee, thine eyes be opened, and thine ears be attentive to the petition made in this place. και νυν κύριε ο θεός έστωσαν δη οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι και τα ωτά σου επήκοα εις την δέησιν του τόπου τούτου
41And now, O Lord God, arise into thy resting-place, thou, and the ark of thy strength: let thy priests, O Lord God, clothe themselves with salvation, and thy sons rejoice in prosperity. και νυν ανάστηθι κύριε ο θεός εις την κατάπαυσίν σου συ και η κιβωτός της ισχύος σου οι ιερείς σου κύριε ο θεός ενδύσονται σωτηρίαν και οι όσιοί σου ευφρανθήσονται εν αγαθοίς
42O Lord God, turn not away the face of thine anointed: remember the mercies of thy servant David. κύριε ο θεός μη αποστρέψης το πρόσωπον του χριστού σου μνήσθητι τα ελέη Δαυίδ του δούλου σου

Chapter 7

[edit]
1And when Solomon had finished praying, then the fire came down from heaven, and devoured the whole-burnt-offerings and the sacrifices; and the glory of the Lord filled the house. και ως συνετέλεσε Σολομών προσευχόμενος και το πυρ κατέβη εκ του ουρανού και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας και δόξα κυρίου έπλησε τον οίκον
2And the priests could not enter into the house of the Lord at that time, for the glory of the Lord filled the house. και ουκ ηδύναντο οι ιερείς εισελθείν εις τον οίκον κυρίου εν τω καιρώ εκείνω ότι έπλησε δόξα κυρίου τον οίκον κυρίου
3And all the children of Israel saw the fire descending, and the glory of the Lord was upon the house: and they fell upon their face to the ground on the pavement, and worshipped, and praised the Lord; for it is good to do so, because his mercy endures for ever. και πάντες οι υιοί Ισραήλ εώρων καταβαίνον το πυρ και η δόξα κυρίου επί τον οίκον και έπεσον επί πρόσωπον επί την γην επί το λιθόστρωτον και προσεκύνησαν και ήνεσαν τω κυρίω ότι αγαθόν ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
4And the king and all the people were offering sacrifices before the Lord. και ο βασιλεύς και πας ο λαός θύοντες θύματα ενώπιον κυρίου
5And king Solomon offered a sacrifice of calves twenty and two thousand, of sheep a hundred and twenty thousand: so the king and all the people dedicated the house of God. και έθυσεν ο βασιλεύς Σολομών την θυσίαν μόσχων είκοσι και δύο χιλιάδας και βοσκημάτων εκατόν και είκοσι χιλιάδας και ενεκαίνισε τον οίκον του θεού ο βασιλεύς και πας ο λαός
6And the priests were standing at their watches, and the Levites with instruments of music of the Lord, belonging to king David, to give thanks before the Lord, for his mercy endures for ever, with the hymns of David, by their ministry: and the priests were blowing the trumpets before them, and all Israel standing. και οι ιερείς επί τας φυλακάς αυτών εστηκότες και οι Λευίται εν οργάνοις ωδών κυρίου ων εποίησε Δαυίδ ο βασιλέυς του εξομολογείσθαι έναντι κυρίου ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού εν ύμνοις Δαυίδ διά χειρός αυτών και οι ιερείς σαλπίζοντες σάλπιγξιν εναντίον αυτών και πας Ισραήλ εστηκώς
7And Solomon consecrated the middle of the court that was in the house of the Lord: for he offered there the whole-burnt-offerings and the fat of the peace-offerings, for the brazen altar which Solomon had made was not sufficient to receive the whole-burnt-offerings, and the meat-offerings, and the fat. και ηγίασε Σολομών το μέσον της αυλής της εν οίκω κυρίου ότι εποίησεν εκεί τα ολοκαυτώματα και τα στέατα των σωτηρίων ότι το θυσιαστήριον το χαλκούν ο εποίησε Σολομών ουκ εξεποίει δέξασθαι τα ολοκαυτώματα και τα μαναά και τα στέατα
8And Solomon kept the feast at that time seven days, and all Israel with him, a very great assembly, from the entering in of Aemath, and as far as the river of Egypt. και εποίησε Σολομών την εορτήν εν τω καιρώ εκείνω επτά ημέρας και πας Ισραήλ μετ΄ αυτού εκκλησία μεγάλη σφόδρα από εισόδου Αιμάθ και έως χειμάρρου Αιγύπτου
9And on the eighth day he kept a solemn assembly: for he kept a feast of seven days as the dedication of the altar. και εποίησεν εν τη ημέρα τη ογδόη εξόδιον ότι εγκαινισμόν του θυσιαστηρίου εποίησεν επτά ημέρας και την εορτήν επτά ημέρας
10And on the twenty-third day of the seventh month he dismissed the people to their tents, rejoicing, and with a glad heart because of the good deeds which the Lord had done to David, and to Solomon, and to Israel his people. και εν τη ημέρα τη τρίτη και εικοστή του μηνός του εβδόμου απέστειλε τον λαόν εις τα σκηνώματα αυτών ευφραινομένους και αγαθή καρδία επί τοις αγαθοίς οις εποίησε κύριος τω Δαυίδ και τω Σολομώντι και τω Ισραήλ τω λαώ αυτού
11So Solomon finished the house of the Lord, and the king's house: and in whatever Solomon wished in his heart to do in the house of the Lord and in his own house, he prospered. και συνετέλεσε Σολομών τον οίκον κυρίου και τον οίκον του βασιλέως και πάντα όσα ηθέλησε Σολομών εν τη ψυχή αυτού ποιήσαι εν οίκω κυρίου και εν τω οίκω αυτού ευωδώθη
12And the Lord appeared to Solomon by night, and said to him, I have heard thy prayer, and I have chosen this place to myself for a house of sacrifice. και ώφθη κύριος τω Σολομώντι εν τη νύκτί και είπεν αυτώ ήκουσα της προσευχής σου και εξελεξάμην εν τω τόπω τούτω εμαυτώ εις οίκον θυσίας
13If I should restrain the heaven and there should be no rain, and if I should command the locust to devour the trees, and if I should send pestilence upon my people; εάν συσχώ τον ουρανόν και μη γένηται υετός και εάν εντείλωμαι τη ακρίδι του καταφαγείν την γην και εάν αποστείλω θάνατον εν τω λαώ μου
14then if my people, on whom my name is called, should repent, and pray, and seek my face, and turn from their evil ways, I also will hear from heaven, and I will be merciful to their sins, and I will heal their land. και εντραπή ο λαός μου εφ΄ ους επικέκληται το όνομά μου επ΄ αυτούς και προσεύξωνται και ζητήσωσι το πρόσωπόν μου και αποστρέψωσιν από των οδών αυτών των πονηρών και εγώ εισακούσομαι εκ του ουρανού και ίλεως έσομαι ταις αμαρτίαις αυτών και ιάσομαι την γην αυτών
15And now my eyes shall be open, and my ears attentive to the prayer of this place. και νυν οι οφθαλμοί μου έσονται ανεωγμένοι και τα ωτά μου επήκοα τη προσευχή του τόπου τούτου
16And now I have chosen and sanctified this house, that my name should be there for ever: and my eyes and my heart shall be there always. και νυν εξελεξάμην και ηγίακα τον οίκον τούτον του είναι όνομά μου εκεί έως αιώνος και έσονται οι οφθαλμοί μου και η καρδία μου εκεί πάσας τας ημέρας
17And if thou wilt walk before me as David thy father did, and wilt do according to all that I have commanded thee, and wilt keep my ordinances and my judgments; και συ εάν πορευθής εναντίον μου ως επορεύθη Δαυίδ ο πατήρ σου και ποιήσης κατά πάντα α ενετειλάμην σοι και τα προστάγματά μου και τα κρίματά μου φυλάξης
18then will I establish the throne of thy kingdom, as I covenanted with David thy father, saying, There shall not fail thee a man ruling in Israel. και αναστήσω τον θρόνον της βασιλείας σου ως διεθέμην Δαυίδ τω πατρί σου λέγων ουκ εξαρθήσεταί σοι ανήρ ηγούμενος εν Ισραήλ
19But if ye should turn away, and forsake my ordinances and my commandments, which I have set before you, and go and serve other gods, and worship them; και εάν αποστρέψητε υμείς και εγκαταλείπητε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου ας έδωκα εναντίον υμών και πορευθήτε και λατρεύσητε θεοίς ετέροις και προσκυνήσητε αυτοίς
20then will I remove you from the land which I gave them; and this house which I have consecrated to my name I will remove out of my sight, and I will make it a proverb and a by-word among all nations. και εξάρω υμάς από της γης ης έδωκα υμίν και τον οίκον τούτον ον ηγίασα τω ονόματί μου απορρίψω αυτόν από προσώπου μου και δώσω αυτόν εις παραβολήν και εις διήγημα εν πάσι τοις έθνεσι
21And as for this lofty house, every one that passes by it shall be amazed, and shall say, Wherefore has the Lord done thus to this land, and to this house? και ο οίκος ούτος ος ην υψηλός πας ο διαπορεύομενος αυτόν εκστήσεται και ερεί ένεκεν τίνος εποίησεν ο κύριος τη γη ταύτη και τω οίκω τούτω
22And men shall say, Because they forsook the Lord God of their fathers, who brought them out of the land of Egypt, and they attached themselves to other gods, and worshipped them, and served them: and therefore he has brought upon them all this evil. και ερούσι διότι εγκατέλιπον κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών τον εξαγαγόντα αυτούς εκ γης Αιγύπτου και αντελάβοντο θεών ετέρων και προσεκύνησαν αυτοίς και εδούλευσαν αυτοίς διά τούτο επήγαγεν επ΄ αυτούς πάσαν την κακίαν ταύτην

Chapter 8

[edit]
1And it came to pass after twenty years, in which Solomon built the house of the Lord, and his own house, και εγένετο μετά είκοσιν έτη εν οις ωκοδόμησε Σολομών τον οίκον κυρίου και τον οίκον αυτού
2that Solomon rebuilt the cities which Chiram had given to Solomon, and caused the children of Israel to dwell in them. και τας πόλεις ας έδωκε Χιράμ τω Σολομώντι ωκοδόμησεν αυτάς Σολομών και κατώκισεν εκεί τους υιούς Ισραήλ
3And Solomon came to Baesoba, and fortified it. και ήλθε Σολομών εις Αιμάθ Σουβά και κατίσχυσεν αυτήν
4And he built Thoedmor in the wilderness, and all the strong cities which he built in Emath. και ωκοδόμησε την Θεδμόρ εν τη ερήμω και πάσας τας πόλεις τας οχυράς ας ωκοδόμησεν εν Αιμάθ
5And he built Baethoron the upper, and Baethoron the lower, strong cities, —they had walls, gates, and bars; και ωκοδόμησε την Βαιθωρών την άνω και την Βαιθωρών την κάτω πόλεις οχυράς τείχη πύλαι και μοχλοί
6and Balaath, and all the strong cities which Solomon had, and all his chariot cities, and cities of horsemen, and all things that Solomon desired according to his desire of building, in Jerusalem, and in Libanus, and in all his kingdom. και την Βαλαάθ και πάσας τας πόλεις τας οχυράς αι ήσαν τω Σολομώντι και πάσας τας πόλεις των αρμάτων και τας πόλεις των ιππέων και όσα επεθύμησε Σολομών κατά την επιθυμίαν του οικοδομήσαι εν Ιερουσαλήμ και εν τω Λιβάνω και εν πάση τη γη της εξουσίας αυτού
7As for all the people that was left of the Chettites, and the Amorites, and the Pherezites, and the Evites, and the Jebusites, who are not of Israel, πας ο λαός ο καταλειφθείς από του Χετταίου και του Αμορραίου και του Φερεζαίου και του Ευαίου και του Ιεβουσαίου οι ουκ εισίν εκ του Ισραήλ
8but were of the children of them whom the children Israel destroyed not, that were left after them in the land, even them did Solomon make tributaries to this day. αλλ΄ ήσαν εκ των υιών αυτών των καταλειφθέντων μετ΄ αυτούς εν τη γη ους ουκ εξωλόθρευσαν οι υιοί Ισραήλ και ανήγαγεν αυτούς Σολομών εις φόρον έως της ημέρας ταύτης
9But Solomon did not make any of the children of Israel servants in his kingdom; for, behold, they were warriors and rulers, and mighty men, and captains of chariots and horsemen. και εκ των υιών Ισραήλ ουκ έδωκε Σολομών εις παίδας εις πάντα τα έργα αυτού εν τη βασιλεία αυτού ότι αυτοί άνδρες πολεμισταί και άρχοντες και δυνατοί και άρχοντες αρμάτων αυτού και ιππέων αυτού
10And these are the chiefs of the officers of king Solomon, two hundred and fifty overseeing the work among the people. και ούτοι άρχοντες των προστατών βασιλέως Σολομώντος πεντήκοντα και διακόσιοι εργοδιωκτούντες εν τω λαώ
11And Solomon brought up the daughter of Pharao from the city of David to the house which he had built for her: for he said, My wife shall not dwell in the city of David, the king of Israel, for the place is holy into which the ark of the Lord has entered. και την θυγατέρα Φαραώ ανήγαγε Σολομών εκ πόλεως Δαυίδ εις τον οίκον ον ωκοδόμησεν αυτή ότι είπεν ου κατοικήσει η γυνή μου εν πόλει Δαυίδ του βασιλέως Ισραήλ ότι αγία εστίν ου εισήλθεν εκεί η κιβωτός του κυρίου
12Then Solomon offered up to the Lord whole-burnt-offerings on the altar which he had built to the Lord before the temple, τότε ανήνεγκε Σολομών ολοκαυτώματα τω κυρίω επί το θυσιαστήριον κυρίου ο ωκοδόμησε απέναντι του ναού
13according to the daily rate, to offer up sacrifices according to the commandments of Moses, on the sabbaths, and at the new moons, and at the feasts, three times in the year, at the feast of unleavened bread, and at the feast of weeks, and at the feast of tabernacles. κατά τον λόγον ημέρας εν ημέρα του αναφέρειν κατά τας εντολάς Μωυσή εν τοις σαββάτοις και εν τοις μησί και εν ταις εορταίς τρεις καιρούς του ενιαυτού εν τη εορτή των αζύμων και εν τη εορτή των εβδομάδων και εν τη εορτή των σκηνών
14And he established, according to the order of his father David, the courses of the priests, and that according to their public ministrations: and the Levites were appointed over their charges, to praise and minister before the priests according to the daily order: and the porters were appointed according to their courses to the different gates: for thus were the commandments of David the man of God. και έστησε κατά την κρίσιν Δαυίδ του πατρός αυτού τας διαιρέσεις των ιερέων κατά τας λειτουργίας αυτών και τους Λευίται επί τας φυλακάς αυτών του αινείν και λειτουργείν κατέναντι των ιερέων κατά τον λόγον ημέρας εν τη ημέρα και τους πυλωρούς εν ταις διαιρέσεσιν αυτών εις πύλην και πύλην ότι ούτως εντολή Δαυίδ ανθρώπου του θεού
15They transgressed not the commandments of the king concerning the priests and the Levites with regard to everything else, and with regard to the treasures. ου παρήλθον τας εντολάς του βασιλέως περί των ιερέων και των Λευιτών εις πάντα λόγον και εις τους θησαυρούς
16Now all the work had been prepared from the day when the foundation was laid, until Solomon finished the house of the Lord. και ητοιμάσθη πάντα τα έργα Σολομώντος αφ΄ ης ημέρας εθεμελιώθη ο οίκος κυρίου και έως ου ετελειώθη έως ου ετελείωσε Σολομών τον οίκον κυρίου
17Then Solomon went to Gasion Gaber, and to Aelath near the sea in the land of Idumea. τότε ώχετο Σολομών εις Γασιών και εις την Αιλάθ την παραθαλασσίαν εν γη Ιδουμαία
18And Chiram sent by the hand of his servants ships, and servants skilled in naval affairs; and they went with the servants of Solomon to Sophira, and brought thence four hundred and fifty talents of gold, and they came to king Solomon. και απέστειλε Χιράμ εν χειρί παίδων αυτού πλόια και παίδας ειδότας θάλασσαν και ώχοντο μετά των παίδων Σολομώντος εις Σοφείρα και έλαβον εκείθεν τετρακόσια και πεντήκοντα τάλαντα χρυσίου και ήνεγκαν προς τω βασιλεί Σολομώντι

Chapter 9

[edit]
1And the queen of Saba heard of the name of Solomon, and she came to Jerusalem with a very large force, to prove Solomon with hard questions, and she had camels bearing spices in abundance, and gold, and precious stones: and she came to Solomon, and told him all that was in her mind. και βασίλισσα Σαβά ήκουσε το όνομα Σολομώντος και ήλθε του πειράσαι αυτόν εν αινίγμασιν εις Ιερουσαλήμ εν δυνάμει βαρεία σφόδρα και κάμηλοι αίρουσαι αρώματα και χρυσίον εις πλήθος και λίθον τίμιον και ήλθε προς Σολομώντα και ελάλησε προς αυτόν πάντα όσα ην εν τη ψυχή αυτής
2And Solomon told her all her words; and there passed not a word from Solomon which he told her not. και ανήγγειλεν αυτή Σολομών πάντας τους λόγους αυτής και ου παρήλθε λόγος από Σολομώντος ον ουκ ανήγγειλεν αυτή
3And the queen of Saba saw the wisdom of Solomon, and the house which he had built, και είδε βασίλισσα Σαβά την σοφίαν Σολομώντος και τον οίκον ον ωκοδόμησε
4and the meat of the tables, and the sitting of his servants, and the standing of his ministers, and their raiment; and his cupbearers, and their apparel; and the whole-burnt-offerings which he offered up in the house of the Lord; then she was in ecstasy. και τα βρώματα των τραπεζών αυτού και καθέδραν παίδων αυτού και στάσιν λειτουργών αυτού και τα ενδύματα αυτών και τους οινοχόους αυτού και τον στολισμόν αυτών και τα ολοκαυτώματα α ανέφερεν εν οίκω κυρίου και ουκ ην εν αυτή έτι πνεύμα
5And she said to the king, It was a true report which I heard in my land concerning thy words, and concerning thy wisdom. και είπε προς τον βασιλέα αληθινός ο λόγος ον ήκουσα εν τη γη μου περί των λόγων σου και περί της σοφίας σου
6Yet I believed not the reports until I came, and my eyes saw: and, behold, the half of the abundance of thy wisdom was not told me: thou hast exceeded the report which I heard. και ουκ επίστευσα τοις λόγοις έως ου ήλθον και είδον οι οφθαλμοί μου και ιδού ουκ απηγγέλη μοι το ήμισυ του πλήθους της σοφίας σου προσέθηκας επί την ακοήν ην ήκουσα
7Blessed are thy men, blessed are these thy servants, who stand before thee continually, and hear thy wisdom. μακάριοι οι άνδρες σου μακάριοι οι παίδές σου ούτοι οι παρεστηκότες σοι διαπαντός και ακούοντες την σοφίαν σου
8Blessed be the Lord thy God, who took pleasure in thee, to set thee upon his throne for a king, to the Lord thy God: forasmuch as the Lord thy God loved Israel to establish them for ever, therefore he has set thee over them for a king to execute judgment and justice. είη κύριος ο θεός σου ευλογημένος ος ηθέλησεν εν σοι του δούναί σε επί θρόνου αυτού εις βασιλέα τω θεώ σου εν τω αγαπήσαι κύριον τον θεόν σου τον Ισραήλ του στήσαι αυτόν εις τον αιώνα και έδωκέ σε επ΄ αυτούς εις βασιλέα του ποιήσαι κρίσιν και δικαιοσύνην
9And she gave the king a hundred and twenty talents of gold, and spices in very great abundance, and precious stones: and there were not any where else such spices as those which the queen of Saba gave king Solomon. και έδωκε τω βασιλεί εκατόν είκοσι τάλαντα χρυσίου και αρώματα εις πλήθος σφόδρα και λίθον τίμιον και ουκ ην κατά τα αρώματα εκείνα α έδωκε βασίλισσα Σαβά τω βασιλεί Σολομώντι
10And the servants of Solomon and the servants of Chiram brought gold to Solomon out of Suphir, and pine timber, and precious stones. και οι παίδες Χειράμ και οι παίδες Σολομώντος έφερον χρυσίον τω Σολομώντι εκ Σοφείρ και ξύλα πεύκινα και λίθον τίμιον
11And the king made of the pine timber steps to the house of the Lord, and to the king's house, and harps and lutes for the singers: and such were not seen before in the land of Juda. και εποίησεν ο βασιλεύς τα ξύλα τα πεύκινα αναβάσεις τω οίκω κυρίου και τω οίκω του βασιλέως και κιθάρας και νάβλας τοις ωδοίς και ουκ ώφθησαν τοιαύτα έμπροσθεν εν γη Ιούδα
12And king Solomon gave to the queen of Saba all that she requested, besides all that she brought to king Solomon: and she returned to her own land. και ο βασιλεύς Σολομών έδωκε τη βασιλίσση Σαβά πάντα τα θελήματα αυτής α ήτησεν εκτός πάντων ων ήνεγκε τω βασιλεί Σολομώντι και απέστρεψεν εις την γην αυτής
13And the weight of the gold that was brought to Solomon in one year was six hundred and sixty-six talents of gold, και ην ο σταθμός του χρυσίου του ενεχθέντος τω Σολομώντι εν ενιαυτώ ενί εξακόσια και εξηκονταέξ τάλαντα χρυσίου
14besides what the men who were regularly appointed and the merchants brought, and all the kings of Arabia and princes of the land: all brought gold and silver to king Solomon. πλην των ανδρών των υποτεταγμένων και των εμπορευομένων ων έφερον και πάντες οι βασιλείς της Αραβίας και σατράπαι της γης έφερον χρυσίον και αργύριον τω βασιλεί Σολομώντι
15And king Solomon made two hundred shields of beaten gold: there were six hundred shekels of pure gold to one shield. και εποίησεν ο βασιλεύς Σολομών διακοσίους θυρεούς χρυσούς ελατούς εξακόσιοι χρυσοί καθαροί επήσαν επί τον θυρεόν τον ένα
16And three hundred buckles of beaten gold: the weight of three hundred gold shekels went to one buckler: and the king placed them in the house of the forest of Lebanon. και τριακοσίας ασπίδας ελατάς χρυσάς τριακοσίων χρυσών ανεφέρετο επί την ασπίδα εκάστην και έδωκεν αυτάς ο βασιλεύς εν οίκω δρυμού του Λιβάνου
17And the king made a great throne of ivory, and he gilded it with pure gold. και εποίησεν ο βασιλεύς θρόνον ελεφάντινων οδόντων μέγαν και κατεχρύσωσεν αυτόν χρυσίω δοκίμω
18And there were six steps to the throne, riveted with gold, and elbows on either side of the seat of the throne, and two lions standing by the elbows: και εξ αναβαθμοί τω θρόνω ενδεδεμένοι χρυσίω και υποπόδιον υπέθηκεν εν χρυσώ τω θρόνω και αγκώνες ένθεν επί του θρόνου της καθέδρας και δύο λέοντας εστηκότες παρά τους αγκώνας
19and twelve lions standing there on the six steps on each side. There was not the like in any other kingdom. και δώδεκα λέοντες εστηκότες εκεί επί των εξ αναβαθμών ένθεν ουκ εγένετο ούτως πάση βασιλεία
20And all king Solomon's vessels were of gold, and all the vessels of the house of the forest of Lebanon were covered with gold: silver was not thought anything of in the days of Solomon. και πάντα τα σκεύη του βασιλέως Σολομώντος χρυσά και πάντα τα σκεύη οίκου δρυμού του Λιβάνου χρυσίω κατειλημμένα ουκ ην αργύριον λογιζόμενον εν ημέραις Σολομώντος εις ουθέν
21For a ship went for the king to Tharsis with the servants of Chiram: once every three years came vessels from Tharsis to the king, laden with gold, and silver, and ivory, and apes. ότι ναυς τω βασιλεί επορεύετο εις Θαρσείς μετά των παίδων Χειράμ άπαξ διά τριών ετών ήρχετο πλοία εκ Θαρσείς τω βασιλεί γέμοντα χρυσίου και αργυρίου και οδόντων ελεφαντίνων και πιθήκων
22And Solomon exceeded all other kings both in riches and wisdom. και εμεγαλύνθη Σολομών υπέρ πάντας τους βασιλείς της γης και πλούτω και σοφία
23And all the kings of the earth sought the presence of Solomon, to hear his wisdom, which God had put in his heart. και πάντες οι βασιλείς της γης εζήτουν το πρόσωπον Σολομώντος ακούσαι της σοφίας αυτού ης έδωκεν ο θεός εν καρδία αυτού
24And they brought every one his gifts, silver vessels and golden vessels, and raiment, myrrh and spices, horses and mules, a rate every year. και αυτοί έφερον έκαστος τα δώρα αυτού σκεύη αργυρά και σκεύη χρυσά και ιματισμόν όπλα στακτήν και ηδύσματα ίππους και ημιόνους τους κατ΄ ενιαυτόν ενιαυτόν
25And Solomon had four thousand mares for chariots, and twelve thousand horsemen; and he put them in the chariot cities, and with the king in Jerusalem. και ήσαν τω Σολομώντι τέσσαρες χιλιάδες θήλειαι ίπποι εις άρματα και δώδεκα χιλιάδες ιππέων και έθετο αυτούς εν πόλεσι των αρμάτων και μετά του βασιλέως εν Ιερουσαλήμ
26And he rules over all the kings from the river even to the land of the Philistines, and to the borders of Egypt. και ην ηγούμενος πάντων των βασιλέων από του ποταμού και έως γης αλλοφύλων και έως της ορίου Αιγύπτου
27And the king made gold and silver in Jerusalem as stones, and cedars as the sycamore trees in the plain for abundance. και έδωκεν ο βασιλεύς το αργύριον εν Ιερουσαλήμ ως λίθους και έδωκεν τας κέδρους ως συκαμίνους τας εν τη πεδινή εις πλήθος
28And Solomon imported horses from Egypt, and from every other country. και η έξοδος των ίππων εξ Αιγύπτου τω Σολομώντι και εκ πασών των γαιών
29And the rest of the acts of Solomon, the first and the last, behold, these are written in the words of Nathan the prophet, and in the words of Achia the Selonite, and in the visions of Joel the seer concerning Jeroboam the son of Nabat. και οι κατάλοιποι των λόγων Σολομώντος οι πρώτοι και οι έσχατοι ουκ ιδού ούτοι γεγραμμένοι επί των λόγων Ναθάν του προφήτου και επί των λόγων Αχία του Σηλωνίτου και εν ταις οράσεσιν Ιωήδ του ορώντος περί Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ
30And Solomon reigned over all Israel forty years. και εβασίλευσε Σολομών εν Ιερουσαλήμ επί πάντα Ισραήλ τεσσαράκοντα έτη
31And Solomon fell asleep, and they buried him in the city of David his father: and Roboam his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Σολομών μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ του πατρός αυτού και εβασίλευσε Ροβοάμ υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 10

[edit]
1And Roboam came to Sychem: for all Israel came to Sychem to make him king. και ήλθε Ροβοάμ εις Συχέμ ότι εις Συχέμ ήρχετο πας Ισραήλ βασιλεύσαι αυτόν
2And it came to pass when Jeroboam the son of Nabat heard it, (now he was in Egypt, forasmuch as he had fled thither from the face of king Solomon, and Jeroboam dwelt in Egypt,) that Jeroboam returned out of Egypt. και εγένετο ως ήκουσεν Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ και αυτός εν Αιγύπτω ως έφυγεν από προσώπου Σολομώντος του βασιλέως και κατώκησεν Ιεροβοάμ εν Αιγύπτω και απέστρεψεν Ιεροβοάμ εξ Αιγύπτου
3And they sent and called him: and Jeroboam and all the congregation came to Roboam, saying, και απέστειλαν και εκάλεσαν αυτόν και ήλθεν Ιεροβοάμ και πάσα η εκκλησία Ισραήλ και ελάλησαν προς Ροβοάμ λέγοντες
4Thy father made our yoke grievous: now then abate somewhat of thy father's grievous rule, and of his heavy yoke which he put upon us, and we will serve thee. ο πατήρ σου εσκλήρυνε τον ζυγόν ημών και νυν κούφισον συ από της δουλείας του πατρός σου της σκληράς και από του ζυγού αυτού του βαρέος ου έδωκεν εφ΄ ημάς και δουλεύσομέν σοι
5And he said to them, Go away for three days, and then come to me. So the people departed. και είπεν αυτοίς πορεύεσθε έως τριών ημερών και έρχεσθε προς με και απήλθεν ο λαός
6And king Roboam assembled the elders that stood before his father Solomon in his life-time, saying, How do ye counsel me to return an answer to this people? και συνήγαγεν ο βασιλεύς Ροβοάμ τους πρεσβυτέρους τους εστώτας εναντίον Σολομώντος του πατρός αυτού εν τω ζην αυτόν λέγων πως υμείς βουλεύεσθε του αποκριθήναι τω λαώ τούτω λόγον
7And they spoke to him, saying, If thou wouldest this day befriend this people, and be kind to them, and speak to them good words, then will they be thy servants for ever. και ελάλησαν αυτώ λέγοντες εάν εν τη σήμερον γένη εις αγαθόν τω λαώ τούτω και αρέση αυτοίς και λαλήσης αυτοίς λόγους αγαθούς και έσονταί σοι παίδες πάσας τας ημέρας
8But he forsook the advice of the old men, who took counsel with him, and he took counsel with the young men who had been brought up with him, who stood before him. και κατέλιπε την βουλήν των πρεσβυτέρων οι συνεβουλεύσαντο αυτώ και συνεβουλεύσατο μετά των παιδαρίων των συνεκτραφέντων μετ΄ αυτού των εστηκότων εναντίον αυτού
9And he said to them, What do ye advise that I should answer this people, who spoke to me, saying, Ease somewhat of the yoke which thy father laid upon us? και είπεν αυτοίς τι υμείς βουλεύεσθε και αποκριθήσομαι λόγον τω λαώ τούτω οι ελάλησαν προς με λέγοντες άνες από του ζυγού ου έδωκεν ο πατήρ σου εφ΄ ημάς
10And the young men that had been brought up with him spoke to him, saying, Thus shalt thou speak to the people that spoke to thee, saying, Thy father made our yoke heavy, and do thou lighten somewhat of it from us; thus shalt thou say, My little finger shall be thicker than my father's loins. και ελάλησαν αυτώ τα παιδάρια τα συνεκτραφέντα μετ΄ αυτού λέγοντα ούτως λαλήσεις τω λαώ τω λαλήσαντι προς σε λέγοντι ο πατήρ σου εβάρυνε τον ζυγόν ημών και συ νυν κούφισον από του ζυγού ούτως ερείς προς αυτούς ο μικρός δάκτυλός μου παχύτετος της οσφύος του πατρός μου
11And whereas my father chastised you with a heavy yoke, I will also add to your yoke: my father chastised you with whips, and I will chastise you with scorpions. και νυν ο πατήρ μου ενέθηκεν υμίν ζυγόν βαρύν καγώ προσθήσω επί τον ζυγόν υμών ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς εν μάστιξι καγώ παιδεύσω υμάς εν σκορπίοις
12And Jeroboam and all the people came to Roboam on the third day, as the king had spoken, saying, Return to me on the third day. και ήλθεν Ιεροβοάμ και πας ο λαός προς Ροβοάμ τη ημέρα τη τρίτη ως ελάλησεν ο βασιλεύς λέγων επιστρέψατε προς με εν τη ημέρα τη τρίτη
13And the king answered harshly; and king Roboam forsook the counsel of the old men, και απεκρίθη αυτοίς ο βασιλεύς σκληρά και εγκατέλιπεν ο βασιλεύς Ροβοάμ την βουλήν των πρεσβυτέρων
14and spoke to them according to the counsel of the young men, saying, My father made your yoke heavy, but I will add to it: my father chastised you with whips, but I will chastise you with scorpions. και ελάλησε προς αυτούς κατά την βουλήν των νεωτέρων λέγων ο πατήρ μου εβάρυνε τον ζυγόν υμών και εγώ προσθήσω επ΄ αυτόν ο πατήρ μου επαίδευσεν υμάς εν μάστιξι και εγώ παιδεύσω υμάς εν σκορπίοις
15And the king hearkened not to the people, for there was a change of their minds from God, saying, The Lord has confirmed his word, which he spoke by the hand of Achia the Selonite concerning Jeroboam the son of Nabat, and concerning all Israel; και ουκ ήκουσεν ο βασιλεύς του λαού ότι ην μεταστροφή από του θεού ινα αναστήση κύριος τον λόγον αυτού ον ελάλησεν εν χειρί Αχία του Συλωνίτου περί Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ
16for the king did not hearken to them. And the people answered the king, saying, What portion have we in David, or inheritance in the son of Jessae? to thy tents, O Israel: now see to thine own house, David. So all Israel went to their tents. και πας Ισραήλ είδεν ότι ουκ ήκουσεν ο βασιλεύς αυτών και απεκρίθη ο λαός προς τον βασιλέα λέγων τις ημίν μερίς εν Δαυίδ και κληρονομία εν υιώ Ιεσσαί απότρεχε εις τα σκηνώματά σου Ισραήλ νυν βλέπε τον οίκον σου Δαυίδ και επορεύθη πας Ισραήλ εις τα σκηνώματα αυτού
17But the men of Israel, even those who dwelt in the cities of Juda, remained and made Roboam king over them. και άνδρες Ισραήλ οι κατοικούντες εν πόλεσιν Ιούδα εβασίλευσαν επ΄ αυτών τον Ροβοάμ
18And king Roboam sent to them Adoniram that was over the tribute; and the children of Israel stoned him with stones, and he died. And king Roboam hasted to mount his chariot, to flee to Jerusalem. και απέστειλεν Ροβοάμ ο βασιλεύς τον Αδοράμ τον επί του φόρου και ελιθοβόλησαν αυτόν οι υιοί Ισραήλ εν λίθοις και απέθανε και ο βασιλεύς Ροβοάμ έσπευσε του αναβήναι εις το άρμα του φυγείν εις Ιερουσαλήμ
19So Israel rebelled against the house of David until this day. και ηθέτησεν Ισραήλ εν τω οίκω Δαυίδ έως της ημέρας ταύτης

Chapter 11

[edit]
1And Roboam came to Jerusalem; and he assembled Juda and Benjamin, a hundred and eighty thousand young men fit for war, and he waged war with Israel to recover the kingdom to Roboam. και ήλθε Ροβοάμ εις Ιερουσαλήμ και εξεκκλησίασε τον Ιούδαν και Βενιαμίν εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδας νεανίσκων ποιούντων πόλεμον του πολεμήσαι μετά Ισραήλ του επιστρέψαι την βασιλείαν τω Ροβοάμ
2And the Word of the Lord came to Samaias the man of God, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς Σαμέα άνθρωπον του θεού λέγων
3Speak to Roboam the son of Solomon, and to all Juda and Benjamin, saying, είπε προς Ροβοάμ τον του Σολομώντος βασιλέα Ιούδα και προς πάντα Ισραήλ τον μετά Ιούδα και Βενιαμίν λέγων
4Thus saith the Lord, Ye shall not go up, and ye shall not war against your brethren: return every one to his home; for this thing is of me. And they hearkened to the word of the Lord, and returned from going against Jeroboam. τάδε λέγει κύριος ουκ αναβήσεσθε και ου πολεμήσετε μετά των αδελφών υμών αποστρέφετε έκαστος εις τον οίκον αυτού ότι παρ΄ εμού εγένετο το ρήμα τούτο και επήκουσαν του λόγου κυρίου και απεστράφησαν του μη πορευθήναι επί Ιεροβοάμ
5And Roboam dwelt in Jerusalem, and he built walled cities in Judea. και κατώκησε Ροβοάμ εις Ιερουσαλήμ και ωκοδόμησε πόλεις τειχήρεις εν τη Ιουδαία
6And he built Bethleem, and Aetan and Thecoe, και ωκοδόμησε την Βηθλεέμ και την Ετάμ και την Θεκωέ
7and Baethsura, and Sochoth, and Odollam, και Βεθσούρ και την Σοκχώ και την Οδολλάμ
8and Geth, and Marisa, and Ziph, και την Γεθ και την Μαρισά και την Ζιφ
9and Adorai, and Lachis, and Azeca, και την Αδωράμ και Λαχείς και την Αζηκά
10and Saraa, and Aelom, and Chebron, which belong to Juda and Benjamin, walled cities. και την Σαραά και την Αιαλώμ και την Χεβρών η εστι του Ιούδα και Βενιαμίν πόλεις τειχήρεις
11And he fortified them with walls, and placed in them captains, and stores of provisions, oil and wine, και ωχύρωσεν αυτάς τείχεσιν και έδωκεν εν αυταίς ηγουμένους και παραθέσεις βρωμάτων και έλαιον και οίνον
12shields and spears in every several city, and he fortified them very strongly, and he had on his side Juda and Benjamin. κατά πόλιν και πόλιν θυρεούς και δόρατα και κατίσχυσεν αυτάς εις πλήθος σφόδρα και ήσαν αυτώ Ιούδας και Βενιαμίν
13And the priests and the Levites who were in all Israel were gathered to him out of all the coasts. και οι ιερείς και οι Λευίται οι ήσαν εν παντί Ισραήλ συνήχθησαν προς αυτόν εκ πάντων των ορίων
14For the Levites left the tents of their possession, and went to Juda to Jerusalem, because Jeroboam and his sons had ejected them so that they should not minister to the Lord. ότι εγκατέλιπον οι Λευίται τα σκηνώματα αυτών τα της κατασχέσεως αυτών και επορεύθησαν προς Ιούδαν εις Ιερουσαλήμ ότι εξέβαλεν αυτούς Ιεροβοάμ και οι υιοί αυτού του μη λειτουργείν κυρίω
15And he made for himself priests of the high places, and for the idols, and for the vanities, and for the calves which Jeroboam made. και κατέστησεν εαυτώ ιερείς των υψηλών και τοις ειδώλοις και τοις ματαίοις και τοις μόσχοις ας εποίησεν Ιεροβοάμ
16And he cast out from the tribes of Israel those who set their heart to seek the Lord God of Israel: and they came to Jerusalem, to sacrifice to the Lord God of their fathers. και εξέβαλεν αυτούς από φυλών Ισραήλ οι έδωκαν καρδίαν αυτών του ζητήσαι κύριον τον θεόν Ισραήλ και ήλθον εις Ιερουσαλήμ θύσαι κυρίω τω θεώ των πατέρων αυτών
17And they strengthened the kingdom of Juda; and Juda strengthened Roboam the son of Solomon for three years, for he walked three years in the ways of David and Solomon. και κατίσχυσαν την βασιλείαν Ιούδα και κατίσχυσε Ροβοάμ υιός Σολομώντος εις έτη τρία ότι επορεύθη οδώ Δαυίδ και Σολομώντος εις έτη τρία
18And Roboam took to himself for a wife, Moolath daughter of Jerimuth the son of David, and Abigaia daughter of Heliab the son of Jessae. και έλαβεν εαυτώ Ροβοάμ γυναίκα την Μαελλέθ θυγατέρα Ιεριμούθ υιού Δαυίδ και Αβιχαϊλ θυγατέρα Ελιάβ υιου Ιεσσαί
19And she bore him sons; Jeus, and Samoria, and Zaam. και έτεκεν αυτώ υιούς τον Ιεούς και τον Σαμαρίαν και τον Ζαάμ
20And afterwards he took to himself Maacha the daughter of Abessalom; and she bore him Abia, and Jetthi, and Zeza, and Salemoth. και μετά ταύτα έλαβεν την Μααχά εαυτώ την θυγατέρα Αβεσαλώμ και έτεκεν αυτώ τον Αβιά και τον Ιθθί και τον Ζιζά και τον Σαλομίθ
21And Roboam loved Maacha the daughter of Abessalom more than all his wives and all his concubines: for he had eighteen wives and sixty concubines; and he begot twenty-eight sons, and sixty daughters. και ηγάπησε Ροβοάμ την Μααχά θυγατέρα Αβεσαλώμ υπέρ πάσας τας γυναίκας αυτού και τας παλλακάς ότι γυναίκας δεκαοκτώ είχε και παλλακάς εξήκοντα και εγέννησεν είκοσι και οκτώ υιούς και θυγατέρας εξήκοντα
22And he made Abia the son of Maacha chief, even a leader among his brethren, for he intended to make him king. και κατέστησεν Ροβοάμ τον Αβιά τον της Μααχά εις άρχοντα και εις ηγούμενον εν τοις αδελφοίς αυτού ότι διενοείτο βασιλεύσαι αυτόν
23And he was exalted beyond all his other sons in all the coasts of Juda and Benjamin, and in the strong cities; and he gave them provisions in great abundance: and he desired many wives. και ηυξήθη παρά πάντας τους υιούς αυτού εν πάσι τοις ορίοις Ιούδα και Βενιαμίν και εν ταις πόλεσι ταις οχυραίς και έδωκεν αυτοίς τροφάς πλήθος πολύ και ητήσατο πλήθος γυναικών

Chapter 12

[edit]
1And it came to pass when the kingdom of Roboam was established, and when he had grown strong, that he forsook the commandments of the Lord, and all Israel with him. και εγένετο ως ητοιμάσθη η βασιλεία Ροβοάμ και ως κατεκρατήθη εγκατέλιπε τον νόμον κυρίου και πας Ισραήλ μετ΄ αυτού
2And it came to pass in the fifth year of the reign of Roboam, Susakim king of Egypt came up against Jerusalem, because they had sinned against the Lord, και εγένετο εν τω έτει τω πέμπτω της βασιλείας Ροβοάμ ανέβη Σουσάκ βασιλεύς Αιγύπτου επί Ιερουσαλήμ ότι ήμαρτον εναντίον κυρίου
3with twelve hundred chariots, and sixty thousand horses: and there was no number of the multitude that came with him from Egypt; Libyans, Trogodytes, and Ethiopians. εν χιλίοις και διακοσίοις άρμασι και εξήκοντα χιλιάσιν ιππέων και ουκ ην αριθμός του πλήθους του ελθόντος μετ΄ αυτού εξ Αιγύπτου Λίβυες Σουχιείμ και Αιθίοπες
4And they obtained possession of the strong cities, which were in Juda, and came to Jerusalem. και κατεκράτησαν των πόλεων των οχυρών αι ήσαν εν Ιούδα και ήλθον εις Ιερουσαλήμ
5And Samaias the prophet came to Roboam, and to the princes of Juda that were gathered to Jerusalem for fear of Susakim, and said to them, Thus said the Lord, Ye have left me, and I will leave you in the hand of Susakim. και Σαμαίας ο προφήτης ήλθε προς Ροβοάμ και προς τους άρχοντας Ιούδα τους συναχθέντας εις Ιερουσαλήμ από προσώπου Σουσάκ και είπεν αυτοίς ούτως είπε κύριος υμείς εγκατελίπετέ με και εγώ εγκαταλείψω υμάς εν χειρί Σουσάκ
6And the elders of Israel and the king were ashamed, and said, The Lord is righteous. και ησχύνθησαν οι άρχοντες Ισραήλ και ο βασιλεύς και είπον δίκαιος ο κύριος
7And when the Lord saw that they repented, then came the word of the Lord to Samaias, saying, They have repented; I will not destroy them, but I will set them in safety for a little while, and my wrath shall not be poured out on Jerusalem. και εν τω ιδείν τον κύριον ότι ενετράπησαν εγένετο λόγος κυρίου προς Σαμαίαν λέγων ενετράπησαν ου καταφθερώ αυτούς και δώσω αυτούς ως μικρόν εις σωτηρίαν και ου στάξη ο θυμός μου επί Ιερουσαλήμ εν χειρί Σουσάκ
8Nevertheless they shall be servants, and know my service, and the service of the kings of the earth. ότι έσονται αυτώ εις παίδας και γνώσονται την δουλείαν μου και την δουλείαν της βασιλείας της γης
9So Susakim king of Egypt went up against Jerusalem, and took the treasures that were in the house of the Lord, and the treasures that were in the king's house: he took all; and he took the golden shields which Solomon had made. και ανέβη Σουσάκ βασιλεύς Αιγύπτου επί Ιερουσαλήμ και έλαβε τους θησαυρούς τους εν οίκω κυρίου και τους θησαυρούς τους εν οίκω του βασιλέως τα πάντα έλαβε και έλαβε τους θυρεούς τους χρυσούς ους εποίησε Σολομών
10And king Roboam made brazen shields instead of them. And Susakim set over him captains of footmen, as keepers of the gate of the king. και εποίησεν ο βασιλεύς Ροβοάμ θυρεούς χαλκούς αντ΄ αυτών και κατέστησεν επί χείρας αρχόντων των παρατρεχόντων των φυλασσόντων τον πυλώνα του βασιλέως
11And it came to pass, when the king went into the house of the Lord, the guards and the footmen went in, and they that returned to meet the footmen. και εγένετο από ικανού εν τω εισπορεύεσθαι τον βασιλέα εις οίκον κυρίου εισεπορεύοντο και οι παρατρέχοντες και ελάμβανον τους θυρεούς και αποκαθίστων εις την τάξιν των παρατρεχόντων
12And when he repented, the anger of the Lord turned from him, and did not destroy him utterly; for there were good things in Juda. και εν τω εντραπήναι αυτόν απεστράφη απ΄ αυτού οργή κυρίου και ουκ εις καταφθοράν εις τέλος και γαρ εν Ιούδα ήσαν λόγοι αγαθοί
13So king Roboam strengthened himself in Jerusalem, and reigned: and Roboam was forty and one years old when he began to reign, and he reigned seventeen years in Jerusalem, in the city which the Lord chose out of all the tribes of the children of Israel to call his name there: and his mother's name was Noomma the Ammanitess. και κατίσχυσεν ο βασιλεύς Ροβοάμ εν Ιερουσαλήμ και εβασίλευσε υιός τεσσαράκοντα και ενός έτους ην Ροβοάμ εν τω βασιλεύειν αυτόν και επτακαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ εν τη πόλει ην εξελέξατο κύριος επονομάσαι το όνομα αυτού εκεί εκ πασών φυλών των υιών Ισραήλ και το όνομα τη μητρί αυτού Νααμά η Αμμανίτις
14And he did evil, for he directed not his heart to seek the Lord. και εποίησε το πονηρόν ότι ου κατεύθυνε την καρδίαν αυτού εκζητήσαι τον κύριον
15And the acts of Roboam, the first and the last, behold, are they not written in the book of Samaia the prophet, and Addo the seer, with his achievements. και οι λόγοι Ροβοάμ οι πρώτοι και έσχατοι ουκ ιδού εισί γεγραμμένοι εν τοις λόγοις Σαμαίου του προφήτου και Αδδώ του ορώντος του γενεαλογήσαι και αι πράξεις αυτού και επολέμει Ροβοάμ και Ιεροβοάμ πάσας τας ημέρας
16And Roboam made war with Jeroboam all his days. And Roboam died with his fathers, and was buried in the city of David: and Abia his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Ροβοάμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Αβία υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 13

[edit]
1In the eighteenth year of the reign of Jeroboam Abia began to reign over Juda. εν τω οκτωκαιδεκάτω έτει της βασιλείας Ιεροβοάμ εβασίλευσεν Αβία επί Ιούδαν
2He reigned three years in Jerusalem. And his mother's name was Maacha, daughter of Uriel of Gabaon. And there was war between Abia and Jeroboam. τρία έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Μααχά θυγάτηρ Ουριήλ από Γαβαών και πόλεμος ην αναμέσον Αβία και αναμέσον Ιεροβοάμ
3And Abia set the battle in array with an army, with mighty men of war, even four hundred thousand mighty men: and Jeroboam set the battle in array against him with eight hundred thousand, they were mighty warriors of the host. και παρετάξατο Αβία τον πόλεμον εν δυνάμει πολεμισταίς δυνάμεως τετρακοσίαις χιλιάσιν ανδρών εκλεκτών και Ιεροβοάμ παρετάξατο προς αυτόν πόλεμον εν οκτακοσίαις χιλιάσιν ανδρών εκλεκτών δυνατοί πολεμισταί δυνάμεως
4And Abia rose up from the mount Somoron, which is in mount Ephraim, and said, Hear ye, Jeroboam, and all Israel: και ανέστη Αβία από του όρους Σομορίμ ο εστιν εν τω όρει Εφραϊμ και είπεν ακούσατέ μου Ιεροβοάμ και πας Ισραήλ
5Is it not for you to know that the Lord God of Israel has given a king over Israel for ever to David, and to his sons, by a covenant of salt? ουχί υμίν γνώναι ότι κύριος ο θεός Ισραήλ έδωκε βασιλείαν τω Δαυίδ επί Ισραήλ εις τον αιώνα και τοις υιοίς αυτού εις διαθήκην αλός
6But Jeroboam the son of Nabat, the servant of Solomon the son of David, is risen up, and has revolted from his master: και ανέστη Ιεροβοάμ ο του Ναβάτ ο παις Σολομώντος υιού Δαυίδ και απέστη από του κυρίου αυτού
7and there are gathered to him pestilent men, transgressors, and he has risen up against Roboam the son of Solomon, while Roboam was young and fearful in heart, and he withstood him not. και συνήχθησαν προς αυτόν άνδρες λοιμοί υιοί παράνομοι και ενίσχυσαν επί Ροβοάμ υιόν Σολομώντος και Ροβοάμ ην νεώτερος και δειλός τη καρδία και ουκ εκραταιώθη κατά προσώπον αυτών
8And now ye profess to resist the kingdom of the Lord in the hand of the sons of David; and ye are a great multitude, and with you are golden calves, which Jeroboam made you for gods. και νυν υμείς λέγετε αντιστήναι κατά προσώπου βασιλείας κυρίου διά χειρός υιών Δαυίδ και υμείς πλήθος πολύ και μεθ΄ υμών μόσχοι χρυσοί ους εποίησεν υμίν Ιεροβοάμ εις θεούς
9Did ye not cast out the priests of the Lord, the sons of Aaron, and the Levites, and make to yourselves priests of the people of any other land? whoever came to consecrate himself with a calf of the heard and seven rams, he forthwith became a priest to that which is no god. η ουκ εξεβάλετε τους ιερείς κυρίου τους υιούς Ααρών και τους Λευίτας και εποιήσατε εαυτοίς ιερείς εκ του λαού της γης πάσης ο προσπορευόμενος του πληρώσαι τας χείρας αυτού εν μόσχω υιώ βουκολίου και κριοίς επτά και εγίνετο εις ιερέα τω μη όντι θεώ
10But we have not forsaken the Lord our God, and his priests, the sons of Aaron, and the Levites, minister to the Lord; and in their daily courses και ημείς κύριον τον θεόν ημών ουκ εγκατελίπομεν και οι ιερείς αυτού λειτουργούσι τω κυρίω οι υιοί Ααρών και οι Λευίται εν ταις εφημερίαις αυτών
11they sacrifice to the Lord whole-burnt-offering, morning and evening, and compound incense, and set the shewbread on the pure table; and there is the golden candlestick, and the lamps for burning, to light in the evening: for we keep the charge of the Lord God of our fathers; but ye have forsaken him. και θυμιώσι τω κυρίω ολοκαυτώσεις τοπρωϊ πρωϊ και το εσπέρας εσπέρας και θυμίαμα συνθέσεως και πρόθεσιν άρτων επί της τραπέζης της καθαράς και η λυχνία η χρυσή και οι λύχνοι αυτής του ανάπτειν το εσπέρας εσπέρας ότι φυλάσσομεν την φυλακήν κυρίου του θεού των πατέρων ημών υμείς δε εγκατελίπετε αυτόν
12And, behold, the Lord and his priests are with us at our head, and the signal trumpets to sound an alarm over us. Children of Israel, fight not against the Lord God of our fathers; for ye shall not prosper. και ιδού μεθ΄ ημών εν αρχή κύριος και οι ιερείς αυτού και αι σάλπιγγες της σημασίας του σημαίνειν εφ΄ υμάς υιοί Ισραήλ μη πολεμήσητε προς κύριον τον θεόν των πατέρων υμών ότι ουκ ευοδωθήσεσθε
13Now Jeroboam had caused an ambush to come round upon him from behind: and he himself was before Juda, and the ambush behind. και Ιεροβοάμ περιεκύκλωσε το ένεδρον ελθείν κατόπισθεν αυτών και ήσαν έμπροσθεν Ιούδα και το ένεδρον εκ των οπίσω
14And Juda looked back, and, behold, the battle was against them before and behind: and they cried to the Lord, and the priests sounded with the trumpets. και απέστρεψεν Ιούδας και ιδού ο πόλεμος αυτοίς εκ των έμπροσθεν και εκ των όπισθεν και εβόησαν προς κύριον και οι ιερείς εσάλπισαν ταις σάλπιγξι
15And the men of Juda shouted: and it came to pass, when the men of Juda shouted, that the Lord smote Jeroboam and Israel before Abia and Juda. και ηλάλαξεν άνδρες Ιούδα και εγένετο ότε ηλάλαξαν άνδρας Ιούδα και κύριος επάταξε τον Ιεροβοάμ και τον Ισραήλ εναντίον Αβία και Ιούδα
16And the children of Israel fled from before Juda; and the Lord delivered them into their hands. και έφυγον οι υιοί Ισραήλ από προσώπου Ιούδα και παρέδωκεν αυτούς κύριος εις τας χείρας αυτών
17And Abia and his people smote them with a great slaughter: and there fell slain of Israel five hundred thousand mighty men. και επάταξεν εν αυτοίς Αβία και ο λαός αυτού πληγήν μεγάλην και έπεσον τραυματίαι από Ισραήλ πεντακόσιαι χιλιάδες άνδρες δυνατοί
18So the children of Israel were brought low in that day, and the children of Juda prevailed, because they trusted on the Lord God of their fathers. και εταπεινώθησαν οι υιοί Ισραήλ εν τη ημέρα εκείνη και κατίσχυσαν οι υιοί Ιούδα ότι ήλπισαν επί κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών
19And Abia pursued after Jeroboam, and he took from him the cities, Baethel and her towns, and Jesyna and her towns, and Ephron and her towns. και κατεδίωξεν Αβία οπίσω Ιεροβοάμ και προκατελάβετο παρ΄ αυτού πόλεις την Βαιθήλ και τας κώμας αυτής και την Ιεσηνά και τας κώμας αυτής και την Εφρών και τας κώμας αυτής
20And Jeroboam did not recover strength again all the days of Abia: and the Lord smote him, and he died. και ουκ έσχεν ισχύν Ιεροβοάμ έτι πάσας τας ημέρας Αβία και επάταξεν αυτόν κύριος και απέθανε
21But Abia strengthened himself, and took to himself fourteen wives, and he begot twenty-two sons, and sixteen daughters. και κατίσχυσεν Αβία και έλαβεν εαυτώ γυναίκας δεκατέσσαρας και εγέννησεν είκοσι και δύο υιούς και εκκαίδεκα θυγατέρας
22And the rest of the acts of Abia, and his deeds, and his sayings, are written in the book of the prophet Addo. και τα λοιπά των λόγων Αβία και αι πράξεις αυτού και οι λόγοι αυτού γεγραμμένοι επί βιβλίου εν τη εκζητήσει Αδδώ του προφήτου

Chapter 14

[edit]
1And Abia died with his fathers, and they buried him in the city of David; and Asa his son reigned in his stead. In the days of Asa the land of Juda had rest ten years. και εκοιμήθη Αβία μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Ασά υιός αυτού αντ΄ αυτού εν ταις ημέραις Ασά ησύχασεν η γη Ιούδα δέκα έτη
2And he did that which was good and right in the sight of the Lord his God. και εποίησε το καλόν και το ευθές ενώπιον κυρίου του θεού αυτού
3And he removed the altars of the strange gods, and the high places, and broke the pillars in pieces, and cut down the groves: και απέστησε τα θυσιαστήρια των αλλότρια και τα υψηλά και συνέτριψε τας στήλας και εξέκοψε τα άλση
4and he told Juda to seek earnestly the Lord God of their fathers, and to perform the law and commandments. και είπε τω Ιούδα του εκζητήσαι τον κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών και ποιήσαι τον νόμον και τας εντολάς
5And he removed from all the cities of Juda the altars and the idols, and established in quietness και απέστησεν από πασών των πόλεων Ιούδα τα θυσιαστήρια και τα είδωλα και ειρήνευσε η βασιλεία ενώπιον αυτού
6fortified cities in the land of Juda; for the land was quiet, and he had no war in these years; for the Lord gave him rest. και ωκοδόμησε πόλεις τειχήρεις εν γη Ιούδα ότι ειρήνευσεν η γη και ουκ ην αυτώ πόλεμος εν τοις έτεσι τούτοις ότι κατέπαυσε αυτώ κύριος
7And he said to Juda, Let us fortify these cities, and make walls, and towers, and gates, and bars: we shall prevail over the land, for as we have sought out the Lord our God, he has sought out us, and has given us rest round about, and prospered us. και είπε τω Ιούδα οικοδομήσωμεν τας πόλεις ταύτας και ποιήσωμεν τείχη και πύργους και πύλας και μοχλούς εν ω της γης κυριεύομεν ότι καθώς εξεζητήσαμεν κύριον τον θεόν ημών εξεζήτησεν ημάς και κατέπαυσεν ημάς κυκλόθεν και ωκοδόμησαν και κατηύθυναν
8And Asa had a force of armed men bearing shields and spears in the land of Juda, even three hundred thousand, and in the land of Benjamin two hundred and eighty thousand targeteers and archers: all these were mighty warriors. και εγένετο τω Ασά δύναμις οπλοφόρων αιρόντων θυρεούς και δόρατα εν Ιούδα τριακόσιαι χιλιάδες και εν Βενιαμίν πελτασταί και τοξόται διακόσιαι και ογδοήκοντα χιλιάδες πάντες ούτοι πολεμισταί δυνάμεως
9And Zare the Ethiopian went out against them, with a force of a million, and three hundred chariots; and came to Maresa. και εξήλθεν επ΄ αυτούς Ζαραϊ ο Αιθίοψ εν δυνάμει εν χιλίαις χιλιάσι και εν άρμασι τριακοσίοις και ήλθεν έως Μαρησά
10And Asa went out to meet him, and set the battle in array in the valley north of Maresa. και εξήλθεν Ασά εις συνάντησιν αυτώ και παρετάξατο πόλεμον εν τη φάραγγι κατά βορράν Μαρησά
11And Asa cried to the Lord his God, and said, O Lord, it is not impossible with thee to save by many or by few: strengthen us, O Lord our God; for we trust in thee, and in thy name have we come against this great multitude. O Lord our God, let not man prevail against thee. και εβόησεν Ασά προς κύριον θεόν αυτού και είπε κύριε ουκ αδυνατεί παρά σοι σώζειν εν πολλοίς η εν ολίγοις βοήθησον ημίν κύριε ο θεός ημών ότι επί σοι πεποίθαμεν και εν τω ονόματί σου ήλθομεν επί το πλήθος το πολύ τούτο κύριε ο θεός ημών συ ει ο θεός μη κατισχυσάτω προς σε άνθρωπος
12And the Lord smote the Ethiopians before Juda; and the Ethiopians fled. και επάταξε κύριος τους Αιθίοπας εναντίον Ασά και εναντίον Ιούδα και έφυγον Αιθίοπες
13And Asa and his people pursued them to Gedor; and the Ethiopians fell, so that they could not recover themselves; for they were crushed before the Lord, and before his host; and they took many spoils. και κατεδίωξεν αυτούς Ασά και ο λαός αυτού έως Γέραρα και έπεσον οι Αιθίοπες ώστε μη είναι εν αυτοίς περιποίησιν ότι συνετρίβησαν ενώπιον κυρίου και ενώπιον της δυνάμεως αυτού και εσκύλευσαν σκύλα πολλά
14And they destroyed their towns roundabout Gedor; for a terror of the Lord was upon them: and they spoiled all their cities, for they had much spoil. και εξέκοψαν τας κώμας αυτών κύκλω Γεδώρ ότι εγένετο έκστασις κυρίου επ΄ αυτούς και διήρπασαν πάσας τας πόλεις αυτών ότι πολλά σκύλα εγενήθη αυτοίς
15Also they destroyed the tents of cattle, and the Alimazons, and took many sheep and camels, and returned to Jerusalem. και γε σκηνάς κτηνών εξέκοψαν και έλαβον πρόβατα πολλά και καμήλους και επέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ

Chapter 15

[edit]
1And Azarias the son of Oded—upon him came the Spirit of the Lord, και Αζαρίας υιός Ωδήδ εγένετο επ΄ αυτόν πνεύμα θεού
2and he went out to meet Asa, and all Juda and Benjamin, and said, Hear me, Asa, and all Juda and Benjamin. The Lord is with you, while ye are with him; and if ye seek him out, he will be found of you; but if ye forsake him, he will forsake you. και εξήλθεν εις απάντησιν τω Ασά και είπεν αυτώ άκουσόν μου Ασά και πας Ιούδα και Βενιαμίν κύριος μεθ΄ υμών εν τω είναι υμάς μετ΄ αυτού και εάν εκζητήσητε αυτόν ευρεθήσεται υμίν και εάν εγκαταλείπητε αυτόν εγκαταλείψει υμάς
3And Israel has been a long time without the true God, and without a priest to expound the truth, and without the law. και ημέραι πολλαί τω Ισραήλ άνευ θεού αληθινού και ουχ ιερέως υποδεικνύντος και εν ου νόμω
4But he shall turn them to the Lord God of Israel, and he will be found of them. και επιστρέψει αυτούς εν θλίψει επί κύριον τον θεόν Ισραήλ και ζητήσουσιν αυτόν και ευρεθήσεται αυτοίς
5And in that time there is no peace to one going out, or to one coming in, for the terror of the Lord is upon all that inhabit the lands. και εν καιροίς εκείνοις ουκ έστιν ειρήνη τω εκπορευομένω και τω εισπορευομένω ότι πολλή έκστασις επί πάντας τους κατοικούντας χώρας
6And nation shall fight against nation, and city against city; for God has confounded them with every kind of affliction. και πολεμήσει έθνος προς έθνος και πόλις προς πόλιν ότι ο θεός εξέστησεν αυτούς εν πάση θλίψει
7But be ye strong, and let not your hands be weakened: for there is a reward for your work. και υμείς ισχύσατε και μη εκλυέσθωσαν αι χείρες υμών ότι έστι μισθός τη εργασία υμών
8And when Asa heard these words, and the prophesy of Adad the prophet, then he strengthened himself, and cast out the abominations from all the land of Juda and Benjamin, and from the cities which Jeroboam possessed, in mount Ephraim, and he renewed the altar of the Lord, which was before the temple of the Lord. και εν τω ακούσαι τον Ασά τους λόγους τούτους και την προφητείαν Ωδήδ του προφήτου και κατίσχυσε και εξέβαλε τα προσοχθίσματα από πάσης της γης Ιούδα και Βενιαμίν και από των πόλεων ων κατέσχεν από Ιεροβοάμ εξ όρους Εφραϊμ και ενεκαίνισε το θυσιαστήριον κυρίου ο ην έμπροσθεν του ναού κυρίου
9And he assembled Juda and Benjamin, and the strangers that dwelt with him, of Ephraim, and of Manasse, and of Symeon: for many of Israel were joined to him, when they saw that the Lord his God was with him. και εξεκκλησίασε τον Ιούδαν και Βενιαμίν και τους προσηλύτους τους παροικούντας μετ΄ αυτού από Εφραϊμ και από Μανασσή και από Συμεών ότι προσετέθησαν προς αυτόν εξ Ισραήλ πολλοί εν τω ιδείν αυτούς ότι κύριος ο θεός αυτού μετ΄ αυτού
10And they assembled at Jerusalem in the third month, in the fifteenth year of the reign of Asa. και συνήχθησαν εις Ιερουσαλήμ εν τω μηνί τω τρίτω εν τω έτει τω πεντεκαιδεκάτω της βασιλείας Ασά
11And he sacrificed to the Lord in that day of the spoils which they brought, seven hundred calves and seven thousand sheep. και εθυσίασαν τω κυρίω εν τη ημέρα εκείνη από των σκύλων ων ήνεγκαν μόσχους επτακοσίους και πρόβατα επτακισχίλια
12And he entered into a covenant that they should seek the Lord God of their fathers with all their heart and with all their soul. και διήλθον εν διαθήκη ζητήσαι κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών εξ όλης της καρδίας αυτών και εξ όλης της ψυχής αυτών
13And that whoever should not seek the Lord God of Israel, should die, whether young or old, whether man or woman. και πας ος αν μη εκζητήση τον κύριον τον θεόν του Ισραήλ αποθανείται από νεωτέρου έως πρεσβυτέρου από ανδρός έως γυναικός
14And they swore to the Lord with a loud voice, and with trumpets, and with cornets. και ώμοσαν εν κυρίω εν φωνή μεγάλη και εν αλαλαγμώ και εν σάλπιγξι και εν κερατίναις
15And all Juda rejoiced concerning the oath: for they swore with all their heart, and they sought him with all their desires; and he was found of them: and the Lord gave them rest round about. και ηυφράνθησαν περί του όρκου πας Ιούδα ότι εξ όλης της ψυχής αυτών ώμοσαν και εν πάση θελήσει αυτών εζήτησαν αυτόν και ευρέθη αυτοίς και κατέπαυσε κύριος αυτοίς κυκλόθεν
16And he removed Maacha his mother from being priestess to Astarte; and he cut down the idol, and burnt it in the brook of Kedron. και την Μααχά την μητέρα Ασά του βασιλέως μετέστησε του μη είναι τη Αστάρτη λειτουργούσαν και κατέκοψε το είδωλον και κατέκαυσεν αυτό εν τω χειμάρρω Κεδρών
17Nevertheless they removed not the high places: they still existed in Israel: nevertheless the heart of Asa was perfect all his days. πλην τα υψηλά ουκ εξήρεν ότι υπήρχεν εν τω Ισραήλ πλην η καρδία Ασά τελεία ην πάσας τας ημέρας αυτού
18And he brought in the holy things of David his father, and the holy things of the house of God, silver, and gold, and vessels. και εισήνεγκε τα άγια του πατρός αυτού και τα άγια αυτού εις τον οίκον του θεού αργύριον και χρυσίον και σκεύη
19And there was no war waged with him until the thirty-fifth year of the reign of Asa. και πόλεμος ουκ ην μετ΄ αυτού έως του τριακοστού και πέμπτου έτους της βασιλείας Ασά

Chapter 16

[edit]
1And in the thirty-eighth year of the reign of Asa, the king of Israel went up against Juda, and built Rama, so as not to allow egress or ingress to Asa king of Juda. και εν τω έτει τριακοστώ οκτώ της βασιλείας Ασά ανέβη Βαασά βασιλεύς Ισραήλ επί Ιούδαν και ωκοδόμησε την Ραμά του μη δούναι έξοδον και είσοδον τω Ασά βασιλεί Ιούδα
2And Asa took silver and gold out of the treasures of the house of the Lord, and of the king's house, and sent them to the son of Ader king of Syria, which dwelt in Damascus, saying, και έλαβεν Ασά αργύριον και χρυσίον εκ θησαυρών οίκου κυρίου και οίκου του βασιλέως και απέστειλε προς τον υιόν του Άδερ βασιλέως Συρίας τον κατοικούντα εν Δαμασκώ λέγων
3Make a covenant between me and thee, and between my father and thy father: behold, I have sent thee gold and silver: come, and turn away from me Baasa king of Israel, and let him depart from me. διάθου διαθήκην αναμέσον εμού και αναμέσον σου και αναμέσον του πατρός μου και αναμέσον του πατρός σου ιδού απέσταλκά σοι χρυσίον και αργύριον δεύρο και διασκέδασον την διαθήκην σου μετά Βαασά βασιλέα Ισραήλ και απελεύσεται απ΄ εμού
4And the son of Ader hearkened to king Asa, and sent the captains of his host against the cities of Israel; and smote Aeon, and Dan, and Abelmain, and all the country round Nephthali. και ήκουσεν υιός Άδερ του βασιλέως Ασά και απέστειλε τους άρχοντας της δυνάμεως αυτού επί τας πόλεις Ισραήλ και επάταξε την Αϊων και την Δαν και την Αβελμαείμ και πάσας τας περιχώρους Νεφθαλί
5And it came to pass when Baasa heard it he left off building Rama, and put a stop to his work: και εγένετο εν τω ακούσαι Βαασά και απέλιπε του μηκέτι οικοδομείν την Ραμά και κατέπαυσε το έργον αυτού
6then king Asa took all Juda, and took the stones of Rama, and its timber, with which Baasa had built; and he built with them Gabae and Maspha. και Ασά βασιλεύς έλαβε πάντα τον Ιούδαν και αίρειν πάντας τους λίθους της Ραμά και τα ξύλα αυτής α ωκοδόμησε Βαασά και ωκοδόμησεν εν αυτοίς Γαβαε και την Μασσηφά
7And at that time came Anani the prophet to Asa king of Juda, and said to him, Because thou didst trust on the king of Syria, and didst not trust on the Lord thy God, therefore the army of Syria is escaped out of thy hand. και εν τω καιρώ εκείνω ήλθεν Ανανί ο προφήτης προς Ασά βασιλέα Ιούδα και είπεν αυτώ εν τω πεποιθέναι σε επί βασιλέα Συρίας και μη πεποιθέναι σε επί κύριον θεόν σου διά τούτο διεσώθη η δύναμις βασιλέως Συρίας εκ της χειρός σου
8Were not the Ethiopians and Libyans a great force, in courage, in horsemen, in great numbers? and did not He deliver them into thy hands, because thou trustedst in the Lord? ουχι οι Αιθίοπες και Λίβυες ήσαν εις δύναμιν πολλήν και θάρσος εις άρματα και ιππείς εις πλήθος σφόδρα και εν τω πεποιθέναι σε επί κύριον παρέδωκεν αυτούς εις τας χείράς σου
9For the eyes of the Lord look upon all the earth, to strengthen every heart that is perfect toward him. In this thou hast done foolishly; henceforth there shall be war with thee. ότι οι οφθαλμοί κυρίου επιβλέπουσιν εν πάση τη γη κατισχύσαι μετά πάσης καρδία τελείας προς αυτόν ηγνόηκας επί τούτω από του νυν έσται μετά σου πόλεμος
10And Asa was angry with the prophet, and put him in prison, for he was angry at this: and Asa vexed some of the people at that time. και εθυμώθη Ασά προς τον προφήτην και παρέθετο αυτόν εις οίκον φυλακής ότι ωργίσθη επί τούτω και ελυμήνατο Ασά εν τω λαώ εν τω καιρώ εκείνω
11And, behold, the acts of Asa, the first and the last, are written in the book of the kings of Juda and Israel. και ιδού οι λόγοι Ασά οι πρώτοι και οι έσχατοι γεγραμμένοι επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ
12And Asa was diseased in his feet in the thirty-ninth year of his reign, until he was very ill: but in his disease he sought not to the Lord, but to the physicians. και εμαλακίσθη Ασά εν τω έτει τω τριακοστώ και εννάτω της βασιλείας αυτού εν τοις ποσίν αυτού έως άνω η αρρωστία και εν τη μαλακία αυτού ουκ εζήτησε τον κύριον αλλά τους ιατρούς
13And Asa slept with his fathers, and died in the fortieth year of his reign. και εκοιμήθη Ασά μετά των πατέρων αυτού και ετελεύτησεν εν τω τεσσαρακοστώ και πρώτω έτει της βασιλείας αυτού
14And they buried him in the sepulchre which he had dug for himself in the city of David, and they laid him on a bed, and filled it with spices and all kinds of perfumes of the apothecaries; and they made for him a very great funeral. και έθαψαν αυτόν εν τω μνήματι ω ώρυξεν εαυτώ εν πόλει Δαυίδ και εκοίμισαν αυτόν επί της κλίνης και έπλησαν αυτόν αρωμάτων και γένη μύρων μυρεψικών και εποίησαν αυτώ εκφοράν μεγάλην και έκαυσαν αυτόν καύσιν μαγάλην έως σφόδρα

Chapter 17

[edit]
1And Josaphat his son reigned in his stead, Josaphat strengthened himself against Israel. και εβασίλευσεν Ιωσαφάτ υιός αυτού αντ΄ αυτού και κατίσχυσεν Ιωσαφάτ επί τον Ισραήλ
2And he put garrisons in all the strong cities of Juda, and appointed captains in all the cities of Juda, and in the cities of Ephraim, which Asa his father had taken. και έδωκε δύναμιν εν πάσαις ταις πόλεσιν Ιούδα ταις οχυραίς και κατέστησεν ηγουμένους εν τη γη Ιούδα και εν ταις πόλεσιν Εφραϊμ ας προκατελάβετο Ασά ο πατήρ αυτού
3And the Lord was with Josaphat, for he walked in the first ways of his father, and did not seek to idols; και εγένετο κύριος μετά Ιωσαφάτ ότι επορεύθη εν οδοίς Δαυίδ του πατρός αυτού ταις πρώταις και ουκ εξεζήτησε τα είδωλα
4but he sought to the Lord God of his father, and walked in the commandments of his father, and not according to the works of Israel. αλλά κύριον τον θεόν του πατρός αυτού εξεζήτησε και εν ταις εντολαίς αυτού επορεύθη και ου κατά τα έργα Ισραήλ
5And the Lord prospered the kingdom in his hand; and all Juda gave gifts to Josaphat; and he had great wealth and glory. και κατεύθυνε κύριος την βασιλείαν εν χειρί αυτού και έδωκε πας Ιούδα δώρα τω Ιωσαφάτ και εγένετο αυτώ πλούτος και δόξα πολλή
6And his heart was exalted in the way of the Lord; and he removed the high places and the groves from the land of Juda. και υψώθη η καρδία αυτού εν οδοίς κυρίου και έτι εξήρε τα υψηλά και τα άλση από της γης Ιούδα
7And in the third year of his reign, he sent his chief men, and his mighty men, Abdias and Zacharias, and Nathanael, and Michaias, to teach in the cities of Juda. και εν τω έτει τω τρίτω της βασιλείας αυτού απέστειλε τους ηγουμένους αυτού και τους υιούς των δυνατών τον Αβδίαν και τον Ζαχαρίαν και τον Ναθαναήλ και τον Μιχαίαν του διδάσκειν εν πόλεσιν Ιούδα
8And with them were the Levites, Samaias, and Nathanias, and Zabdias, and Asiel, and Semiramoth, and Jonathan, and Adonias, and Tobias, and Tobadonias, Levites, and with them Elisama and Joram, the priests. και μετ΄ αυτών οι Λευίται Σαμαίας και Ναθανίας και Ζαβδίας και Ασιήλ και Σεμιραμώθ και Ιωνάθαν και Αδωνίας και Τωβίας και Τωβαδωνία οι Λευίται και μετ΄ αυτών Ελισαμά και Ιωράμ οι ιερείς
9And they taught in Juda, and there was with them the book of the law of the Lord, and they passed through the cities of Juda, and taught the people. και εδίδασκον εν τω Ιούδα και μετ΄ αυτών βίβλος νόμου κυρίου και διήλθον εν ταις πόλεσιν Ιούδα και εδίδασκον τον λαόν
10And a terror of the Lord was upon all the kingdoms of the land round about Juda, and they made no war against Josaphat. και εγένετο έκστασις κυρίου επί πάσαις ταις βασιλείαις της γης κύκλω Ιούδα και ουκ επολέμουν προς Ιωσαφάτ
11And some of the Philistines brought to Josaphat gifts, and silver, and presents; and the Arabians brought him seven thousand seven hundred rams. και από των αλλοφύλων έφερον τω Ιωσαφάτ δώρα και αργύριον και γε οι Άραβες έφερον αυτώ κριούς προβάτων επτακισχιλίους επτακοσίους τράγους επτακισχιλίους επτακοσίους
12And Josaphat increased in greatness exceedingly, and built in Judea places of abode, and strong cities. και ην Ιωσαφάτ πορευόμενος μείζων έως ύψος και ωκοδόμησεν εν τω Ιούδα οικήσεις και πόλεις οχυράς
13And he had many works in Judea: and the mighty men of war, the men of strength, were in Jerusalem. και έργα πολλά εγένετο αυτώ εν τω Ιούδα και άνδρες πολεμισταί δυνατοί ισχύοντες εν Ιερουσαλήμ
14And this is their number according to the houses of their fathers; even the captains of thousands in Juda were, Ednas the chief, and with him mighty men of strength three hundred thousand. και ούτος ο αριθμός αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών και τω Ιούδα χιλίαρχοι Αιδνάς ο άρχων και μετ΄ αυτού υιοί δυνατοί δυνάμεως τριακόσιαι χιλιάδες
15And after him, Joanan the captain, and with him two hundred eighty thousand. και μετ΄ αυτόν Ιωανάν ο άρχων και μετ΄ αυτού διακόσιαι ογδοήκοντα χιλιάδες
16And after him Amasias the son of Zari, who was zealous for the Lord; and with him two hundred thousand mighty men of strength. και μετ αυτόν Αμασίας ο του Ζεχρί ο προθυμούμενος τω κυρίω και μετ΄ αυτού διακόσιαι χιλιάδες δυνατοί δυνάμεως
17And out of Benjamin there was a mighty man of strength, even Eliada, and with him two hundred thousand archers and targeteers. και εκ του Βενιαμίν δυνατός δυνάμεως Ελιαδά και μετ΄ αυτού τοξόται και πελτασταί διακόσιαι χιλιάδες
18And after him Jozabad, and with him a hundred and eighty thousand mighty men of war. και μετ΄ αυτόν Ιωζαβάδ και μετ΄ αυτού εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδες δυνατοί πολέμου
19These were the king's servants besides those whom the king put in the strong cities in all Judea. ούτοι οι λειτουργούντες τω βασιλεί εκτός ων έδωκεν ο βασιλεύς εν ταις πόλεσι ταις οχυραίς εν πάση τη Ιουδαία

Chapter 18

[edit]
1And Josaphat had yet great wealth and glory, and he connected himself by marriage with the house of Achaab. και εγένετο τω Ιωσαφάτ έτι πλούτος και δόξα πολλή και επιγαμβρεύσατο εν τω οίκω Αχαάβ
2And he went down after a term of years to Achaab to Samaria: and Achaab slew for him sheep and calves, in abundance, and for the people with him, and he much desired him to go up with him to Ramoth of the country of Galaad. και κατέβη εις τελός ετών προς Αχαάβ εις Σαμάρειαν και έθυσεν αυτώ Αχαάβ πρόβατα και μόσχους εις πλήθος και τω λαώ τω μετ΄ αυτού και έπεισε αυτόν του συναναβήναι μετ΄ αυτού εις Ραμώθ Γαλαάδ
3And Achaab king of Israel said to Josaphat king of Juda, Wilt thou go with me to Ramoth of the country of Galaad? And he said to him, As I am, so also art thou, as thy people, so also is my people with thee for the war. και είπεν Αχαάβ βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα ει πορεύση μετ΄ εμού εις Ραμώθ της Γαλαάδ και είπεν αυτώ ως συ ούτω και εγώ και ως ο λαός σου και ο λαός μου και μετά σου εις πόλεμον
4And Josaphat said to the king of Israel, Seek, I pray thee, the Lord to-day. και είπεν Ιωσαφάτ τω βασιλεί Ισραήλ ζήτησον δη σήμερον τον λόγον κύριον
5And the king of Israel gathered the prophets, four hundred men, and said to them, Shall I go to Ramoth Galaad to battle, or shall I forbear? And they said, Go up, and God shall deliver it into the hands of the king. και συνήγαγεν ο βασιλεύς Ισραήλ τους προφήτας τετρακοσίους άνδρας και είπεν αυτοίς ει πορευθώ εις Ραμώθ Γαλαάδ εις πόλεμον η επίσχω και είπον ανάβαινε και δώσει ο θεός εις τας χείρας του βασιλέως
6And Josaphat said, Is there not here a prophet of the Lord besides, that we may enquire of him? και είπεν Ιωσαφάτ ουκ έστιν ώδε προφήτης του κυρίου έτι και επιζητήσομεν παρ΄ αυτού
7And the king of Israel said to Josaphat, There is yet one man by whom to enquire of the Lord; but I hate him, for he does not prophesy concerning me for good, for all his days are for evil: this is Michaias the son of Jembla. And Josaphat said, Let not the king say so. και είπε ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ έστιν ανήρ εις του ζητήσαι τον κύριον δι΄ αυτού και εγώ εμίσησα αυτόν ότι ουκ έστι προφητεύων περί εμού εις αγαθά ότι πάσαι αι ημέραι αυτού εις κακά αυτός Μιχαίας υιός Ιεμλά και είπεν Ιωσαφάτ μη λαλείτω ο βασιλεύς ούτως
8And the king called an eunuch, and said, Fetch quickly Michaias the son of Jembla. και εκάλεσεν ο βασιλεύς Ισραήλ ευνούχον ένα και είπε ταχέως κάλεσον Μιχαίαν υιόν Ιεμλά
9And the king of Israel and Josaphat king of Juda were sitting each on his throne, and clothed in their robes, sitting in the open space at the entrance of the gate of Samaria: and all the prophets were prophesying before them. και ο βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα καθήμενοι έκαστος επί θρόνου αυτού ενδεδυμένοι στολάς εκάθηντο εν τω ευρυχώρω της θύρας Σαμαρείας και πάντες οι προφήται προεφήτευον εναντίον αυτών
10And Sedekias son of Chanaan made for himself iron horns, and said, Thus saith the Lord, With these thou shalt thrust Syria until it be consumed. και εποίησεν εαυτώ Σεδεκίας υιός Χαναανά κέρατα σιδηρά και είπε τάδε λέγει κύριος εν τούτοις κερατιείς την Συρίαν έως αν συντελεσθή
11And all the prophets prophesied so, saying, Go up to Ramoth Galaad, and thou shalt prosper; and the Lord shall deliver it into the hands of the king. και πάντες οι προφήται προεφήτευον ούτω λέγοντες ανάβηθι εις Ραμώθ Γαλαάδ και ευοδωθήση και δώσει κύριος εις χείρας του βασιλέως
12And the messenger that went to call Michaias spoke to him, saying, Behold, the prophets have spoken favourably concerning the king with one mouth; let now, I pray thee, thy words be as the words of one of them, and do thou speak good things. και ο άγγελος ο πορευθείς του καλέσαι τον Μιχαίαν ελάλησεν αυτώ λέγων ιδού ελάλησαν οι προφήται εν στόματι ενί αγαθά περί του βασιλέως και γενέσθωσαν δη οι λόγοι σου ως ενός αυτών και λαλήσεις αγαθά
13And Michaias said, As the Lord lives, whatever God shall say to me, that will I speak. και είπε Μιχαίας ζη κύριος ότι ο αν είπη ο θεός προς με αυτό λαλήσω
14And he came to the king, and the king said to him, Michaias, shall I go up to Ramoth Galaad to battle, or shall I forbear? And he said, Go up, and thou shalt prosper, and they shall be given into your hands. και ήλθε προς τον βασιλέα και είπεν αυτώ ο βασιλεύς Μιχαία ει πορευθώ εις Ραμώθ Γαλαάδ εις πόλεμον η επίσχω και είπεν ανάβαινε και ευοδωθήση και δοθήσονται εις χείρας υμών
15And the king said to him, How often shall I solemnly charge thee that thou speak to me nothing but truth in the name of the Lord? και είπεν αυτώ ο βασιλεύς ποσάκις ορκίζω σε ίνα μη λαλήσης προς με πλην την αλήθειαν εν ονόματι κυρίου
16And he said, I saw Israel scattered on the mountains, as sheep without a shepherd: and the Lord said, These have no commander; let each return to his home in peace. και είπε Μιχαίας είδον τον Ισραήλ πάντα διεσπαρμένον εν τοις όρεσιν ως πρόβατα οις ουκ έστι ποιμήν και είπε κύριος ουκ έχουσιν ηγούμενον ούτοι αναστρεφέτωσαν έκαστος εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη
17And the king of Israel said to Josaphat, Said I not to thee, that he would not prophesy concerning me good, but evil? και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ ουκ είπόν σοι ότι ου προφητεύει περί εμού αγαθά αλλ΄ κακά
18But he said, Not so. Hear ye the word of the Lord: I saw the Lord sitting on his throne, and all the host of heaven stood by on his right hand and on his left. και είπε Μιχαίας ουχ ούτως ακούσατε λόγον κυρίου είδον τον κύριον καθήμενον επί θρόνου αυτού και πάσα δύναμις του ουρανού παρειστήκει εκ δεξιών αυτού και εξ αριστερών αυτού
19And the Lord said, Who will deceive Achaab king of Israel, that he may go up, and fall in Ramoth Galaad? And one spoke this way, and another spoke that way. και είπε κύριος τις απατήσει τον Αχαάβ βασιλέα Ισραήλ και αναβήσεται και πεσείται εις Ραμώθ Γαλαάδ και είπεν ούτος ούτως και ούτος είπεν ούτως
20And there came forth a spirit, and stood before the Lord, and said, I will deceive him. And the Lord said, Whereby? και εξήλθε το πνεύμα και έστη ενώπιον κυρίου και είπεν εγώ απατήσω αυτόν και είπε κύριος εν τίνι
21And he said, I will go forth, and will be a lying spirit in the mouth of all his prophets. And the Lord said, Thou shalt deceive him, and shalt prevail: go forth, and do so. και είπεν εξελεύσομαι και έσομαι πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών αυτού και είπεν απατήσεις και δυνήση έξελθε και ποίησον ούτω
22And now, behold, the Lord has put a false spirit in the mouth of these thy prophets, and the Lord has spoken evil against thee. και νυν ιδού έδωκε κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών σου τούτων και κύριος ελάλησεν επί σε κακά
23Then Sedekias the son of Chanaan drew near, and smote Michaias on the cheek, and said to him, By what way passed the Spirit of the Lord from me to speak to thee? και ήγγισε Σεδεκίας υιός Χαναανά και επάταξε τον Μιχαίαν επί την σιαγόνα και είπεν αυτώ ποία τη οδώ παρήλθε πνεύμα κυρίου απ΄ εμού του λαλήσαι προς σε
24And Michaias said, Behold, thou shalt see in that day, when thou shalt go from chamber to chamber to hide thyself. και είπε Μιχαίας ιδού συ όψει εν τη ημέρα εκείνη εν η εισελεύση ταμιείον εκ ταμιείου του κατακρυβήναι
25And the king of Israel said, Take Michaias, and carry him back to Emer the governor of the city, and to Joas the captain, the king's son; και είπε βασιλεύς Ισραήλ λάβετε τον Μιχαίαν και αποστρέψατε προς Αμμών τον άρχοντα της πόλεως και προς Ιωάς υιόν του βασιλέως
26and ye shall say, Thus said the king, Put this fellow into the prison house, and let him eat the bread of affliction, and drink the water of affliction, until I return in peace. και ερείτε ούτως είπεν ο βασιλεύς θέσθε τούτον εις οίκον φυλακής και εσθιέτω άρτον θλίψεως και ύδωρ θλίψεως έως του επιστρέψαι με εν ειρήνη
27And Michaias said, If thou do at all return in peace, the Lord has not spoken by me. And he said, Hear, all ye people. και είπε Μιχαίας εάν επιστρέφων επιστρέψης εν ειρήνη ουκ ελάλησε κύριος εν εμοί και είπεν ακούσατε λαοί πάντες
28So the king of Israel, and Josaphat king of Juda, went up to Ramoth Galaad. και ανέβη βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα εις Ραμώθ Γαλαάδ
29And the king of Israel said to Josaphat, Disguise me, and I will enter into the battle: and do thou put on my raiment. so the king of Israel disguised himself, and entered into the battle. και είπε βασιλεύς Ισραήλ προς Ιωσαφάτ κατακαλύψομαι και εισελεύσομαι εις τον πόλεμον και συ ένδυσαι τον ιματισμόν μου και συνεκαλύψατο βασιλεύς Ισραήλ και εισήλθεν εις τον πόλεμον
30Now the king of Syria had commanded the captains of the chariots that were with him, saying, Fight neither against small nor great, but only against the king of Israel. και βασιλεύς Συρίας ενετείλατο τοις άρχουσι των αρμάτων τοις μετ΄ αυτού λέγων μη πολεμείτε τον μικρόν και τον μέγαν αλλ΄ τον βασιλέα Ισραήλ μονώτατον
31And it came to pass, when the captains of the chariots saw Josaphat, that they said, It is the king of Israel: and they compassed him about to fight against him: and Josaphat cried out, and the Lord delivered him; and God turned them away from him. και εγένετο ως είδον οι άρχοντες των αρμάτων τον Ιωσαφάτ και αυτοί είπαν βασιλεύς Ισραήλ εστι και εκύκλωσαν αυτόν του πολεμείν και εβόησεν Ιωσαφάτ και κύριος έσωσεν αυτόν και απέστρεψεν αυτούς ο θεός απ΄ αυτού
32And it came to pass, when the captains of the chariots saw that it was not the king of Israel, that they turned away from him. και εγένετο ως είδον οι άρχοντες των αρμάτων ότι ουκ ην ο βασιλεύς Ισραήλ και απέστρεψαν απ΄ αυτού
33And a man drew a bow with a good aim, and smote the king of Israel between the lungs and the breast-plate: and he said to the charioteer, Turn thine hand, drive me out of the battle, for I am wounded. και ανήρ ενέτεινε τόξον ευστόχως και επάταξε τον βασιλέα Ισραήλ αναμέσον του πνεύμονος και αναμέσον του θώρακος και είπε τω ηνιόχω επίστρεφε την χείρά σου και εξάγαγέ με εκ του πολέμου ότι τετραυμάτισμαι
34And the battle turned in that day; and the king of Israel remained on the chariot against Syria until evening, and died at sunset. και ετροπώθη ο πόλεμος εν τη ημέρα εκείνη και ο βασιλεύς Ισραήλ ην εστηκώς επί του άρματος εξεναντίας Συρίας έως εσπέρας και απέθανε δύνοντος του ηλίου

Chapter 19

[edit]
1And Josaphat king of Juda returned to his house at Jerusalem. και επέστρεψεν Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα εις τον οίκον αυτού εν ειρήνη εις Ιερουσαλήμ
2And there went out to meet him Jeu the prophet the son of Anani, and said to him, King Josaphat, doest thou help a sinner, or act friendly towards one hated of the Lord? Therefore has wrath come upon thee from the Lord. και εξήλθεν εις απάντησιν αυτού Ιηού ο του Ανανί ο προφήτης και είπεν προς τον βασιλέα Ιωσαφάτ ει αμαρτωλώ συ βοηθείς η μισουμένω υπό κυρίου συ φιλιάζεις διά τούτο εγένετο επί σε οργή κυρίου
3Nevertheless some good things have been found in thee, forasmuch as thou didst remove the groves from the land of Juda, and didst direct thine heart to seek after the Lord. αλλ΄ λόγοι αγαθοί ευρέθησαν εν σοι ότι εξήρας τα άλση από της γης Ιούδα και κατηύθυνας την καρδίαν σου εκζητήσαι τον κύριον
4And Josaphat dwelt in Jerusalem: and he again went out among the people from Bersabee to the mount of Ephraim, and turned them back to the Lord God of their fathers. και κατώκησεν Ιωσαφάτ εν Ιερουσαλήμ και πάλιν εξήλθεν εις τον λαόν από Βηρσαβεαί έως όρους Εφραϊμ και επέστρεψεν αυτούς επί κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών
5And he appointed judges in all the strong cities of Juda, city by city. και κατέστησε κριτάς εν πάσαις ταις πόλεσιν Ιούδα ταις οχυραίς εν πόλει και πόλει
6And he said to the judges, Take good heed what ye do: for ye judge not for man, but for the Lord, and with you are matters of judgment. και είπε τοις κριταίς ίδετε τι υμείς ποιείτε ότι ουκ ανθρώπω υμείς κρίνετε αλλ΄ τω κυρίω και μεθ΄ υμών λόγοι κρίσεως
7And now let the fear of the Lord be upon you, and be wary, and do your duty: for there is no unrighteousness with the Lord our God, neither is it for him to respect persons, nor take bribes. και νυν γενέσθω ο φόβος κυρίου εφ΄ υμάς και φυλάσσετε και ποιείτε ότι ουκ έστι μετά κυρίου θεού ημών αδικία ουδέ θαυμάσαι πρόσωπον ουδέ λαβείν δώρα
8Moreover Josaphat appointed in Jerusalem some of the priests, and Levites, and heads of houses of Israel, for the judgment of the Lord, and to judge the dwellers in Jerusalem. και γε εν Ιερουσαλήμ κατέστησεν Ιωσαφάτ εκ των Λευιτών και των ιερέων και των πατριαρχών Ισραήλ εις κρίσιν κυρίου και κρίνειν τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ
9And he charged them, saying, Thus shall ye do in the fear of the Lord, in truth and with a perfect heart. και ενετείλατο αυτοίς λέγων ούτως ποιήσατε εν φόβω κυρίου εν αληθεία και εν πλήρει καρδία
10Whatsoever man of your brethren that dwell in their cities shall bring the cause that comes before you, between blood and blood, and between precept and commandment, and ordinances and judgments, ye shall even decide for them; so they shall not sin against the Lord, and there shall not be wrath upon you, and upon your brethren: thus ye shall do, and ye shall not sin. πας ανήρ κρίσιν την ελθούσαν εφ΄ υμάς των αδελφών υμών των κατοικούντων εν ταις πόλεσιν αυτών αναμέσον αίματος και αίματος και αναμέσον του προστάγματος και εντολής και εις δικαιώματα και κρίματα και διαστελείτε αυτοίς και ουχ αμαρτήσονται τω κυρίω και ουκ έσται οργή εφ΄ υμάς και επί τους αδελφούς υμών ούτω ποιήσατε και ουχ αμαρτήσεσθε
11And, behold, Amarias the priest is head over you in every matter of the Lord; and Zabdias the son of Ismael is head over the house of Juda in every matter of the king; and the scribes and Levites are before you: be strong and active, and the Lord shall be with the good. και ιδού Αμαρίας ο ιερεύς ηγούμενος εφ΄ υμάς εις πάντα λόγον κυρίου και Ζαβαδίας υιός Ισμαήλ ο ηγούμενος τω οίκον Ιούδα εις πάντα λόγον του βασιλέως και οι γραμματείς οι Λευίται ενώπιον υμών ισχύσατε και ποιήσατε και έσται κύριος μετά του αγαθού

Chapter 20

[edit]
1And after this came the children of Moab, and the children of Ammon, and with them some of the Minaeans, against Josaphat to battle. και μετά ταύτα ήλθον οι υιοί Μωάβ και υιοί Αμμών και μετ΄ αυτών εκ των Αμμανιτών επί Ιωσαφάτ εις πόλεμον
2And they came and told Josaphat, saying, There is come against thee a great multitude from Syria, from beyond the sea; and, behold, they are in Asasan Thamar, this is Engadi. και ήλθον και απήγγειλαν τω Ιωσαφάτ λέγοντες ήκει επί σε πλήθος πολύ εκ του πέραν της θαλάσσης από Συρίας και ιδού εισίν εν Ασασανθαμάρ αύτη εστιν Ενγαδί
3And Josaphat was alarmed, and set his face to seek the Lord earnestly, and he proclaimed a fast in all Juda. και εφοβηθή Ιωσαφάτ και έδωκεν το πρόσωπον αυτού εκζητήσαι τον κύριον και εκήρυξε νηστείαν εν παντί Ιούδα
4And Juda gathered themselves together to seek after the Lord: even from all the cities of Juda they came to seek the Lord. και συνήχθη Ιούδας εκζητήσαι τον κύριον και ήλθον εκ πασών των πόλεων Ιούδα ζητήσαι τον κύριον
5And Josaphat stood up in the assembly of Juda in Jerusalem, in the house of the Lord, in front of the new court. και ανέστη Ιωσαφάτ εν τη εκκλησία Ιούδα εν Ιερουσαλήμ εν οίκω κυρίου κατά πρόσωπον της αυλής της καινής
6And he said, O Lord God of my fathers, art not thou God in heaven above, and art not thou Lord of all the kingdoms of the nations? and is there not in thy hand the might of dominion, and there is no one who can resist thee? και είπε κύριε ο θεός των πατέρων ημών ουχί συ ει θεός εν ουρανώ και συ κυριεύεις πασών των βασιλειών των εθνών και εν τη χειρί σου ισχύς και δυναστεία και ουκ έστι παρά σοι του αντιστήναι
7Art not thou the Lord that didst destroy the inhabitants of this land before the face of thy people Israel, and didst give it to thy beloved seed of Abraham for ever? ουχί συ ει ο θεός ημών ο εξολοθρεύσας τους κατοικούντας την γην ταύτην από προσώπου του λαού σου Ισραήλ και έδωκας αυτήν σπέρματι Αβραάμ τω φίλω σου εις τον αιώνα
8And they dwelt in it, and built in it a sanctuary to thy name, saying, και κατώκησαν εν αυτή και ωκοδόμησάν σοι εν αυτή αγίασμα τω ονόματί σου λέγοντες
9If there should come upon us evils, sword, judgment, pestilence, famine, we will stand before this house, and before thee, (for thy name is upon this house,) and we will cry to thee because of the affliction, and thou shalt hear, and deliver. εάν επέλθη εφ΄ ημάς κακά ρομφαία κρίσις θάνατος λιμός στησόμεθα εναντίον του οίκου τούτου και εναντίον σου ότι το όνομά σου επικέκληται εν τω οίκω τούτω και βοησόμεθα προς σε από της θλίψεως ημών και ακούση και σώσεις
10And now, behold, the children of Ammon, and Moab, and mount Seir, with regard to whom thou didst not permit Israel to pass through their border, when they had come out of the land of Egypt, (for they turned away from them, and did not destroy them;)— και νυν ιδού οι υιοί Αμμών και Μωάβ και όρος Σηείρ εις ους ουκ έδωκας τω Ισραήλ διελθείν δι΄ αυτών εξελθόντων αυτών εκ γης Αιγύπτου ότι εξέκλιναν απ΄ αυτών και ουκ εξωλόθρευσαν αυτούς
11yet now, behold, they make attempts against us, to come forth to cast us out from our inheritance which thou gavest us. και ιδού αυτοί επιχειρούσιν εφ΄ ημάς του ελθείν και εκβαλείν ημάς από της κληρονομίας ημών ης δέδωκας ημίν
12O Lord our God, wilt thou not judge them? for we have no strength to resist this great multitude that is come against us; and we know not what we shall do to them: but our eyes are toward thee. κύριε ο θεός ημών ου κρινείς εν αυτοίς ότι ουκ έστιν ημίν ισχύς του αντιστήναι προς το πλήθος το πολύ τούτο το ελθόν εφ΄ ημάς και ουκ οίδαμεν τι ποιήσωμεν οτι επί σοι οι οφθαλμοί ημών
13And all Juda was standing before the Lord, and their children, and their wives. και πας Ιούδας ειστήκει έναντι κυρίου και τα παιδία αυτών και αι γυναίκες αυτών και οι υιοί αυτών
14And Oziel the son of Zacharias, of the children of Banaias, of the sons of Eleiel, the sons of Matthanias the Levite, of the sons of Asaph, —upon him came the Spirit of the Lord in the assembly: και Ιεζιήλ ο του Ζαχαρίου υιού Βαναϊου υιού Ιεϊηλ υιού Μαθθανίου ο Λευιτής από των υιών Ασάφ εγένετο επ΄ αυτόν πνεύμα κυρίου εν τη εκκλησία
15and he said, Hear ye, all Juda, and the dwellers in Jerusalem, and king Josaphat: Thus saith the Lord to you, even you, Fear not, neither be alarmed, before all this great multitude; for the battle is not years, but God's. και είπεν ακούσατε πας Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και ο βασιλεύς Ιωσαφάτ τάδε λέγει κύριος υμίν μη φοβηθήτε μηδέ πτοηθήτε από προσώπου του όχλου του πολλού τούτου ότι ουχ υμίν εστιν η παράταξις αλλ΄ τω θεώ
16To-morrow go ye down against them: behold, they come up by the ascent of Assis, and ye shall find them at the extremity of the river of the wilderness of Jeriel. αύριον κατάβητε επ΄ αυτούς ιδού αναβαίνουσι κατά την ανάβασιν Ασίς και ευρήσετε αυτούς επ΄ άκρου ποταμού της ερήμου Ιεριήλ
17It is not for you to fight: understand these things, and see the deliverance of the Lord with you, Juda and Jerusalem: fear not, neither be afraid to go forth to-morrow to meet them; and the Lord shall be with you. ουχ υμίν εστι πολεμήσαι εν ταύτη στήτε και σύνετε και ίδετε την σωτηρίαν κυρίου μεθ΄ υμών Ιούδα και Ιερουσαλήμ μη φοβηθήτε μηδέ πτοηθήτε αύριον εξελθείν εις απάντησιν αυτοίς και κύριος μεθ΄ υμών
18And Josaphat bowed with his face to the ground with all Juda and the dwellers in Jerusalem, and they fell before the Lord to worship the Lord. και κύψας Ιωσαφάτ επί πρόσωπον αυτού επί την γην και πας Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ έπεσον έναντι κυρίου του προσκυνήσαι κυρίω
19And the Levites of the children of Caath, and they of the sons of Core, rose up to praise the Lord God of Israel with a loud voice on high. και ανέστησαν οι Λευίται από των υιών Καάθ και από των υιών των Κορηνών του αινείν κυρίω τω θεώ Ισραήλ εν φωνή μεγάλη εις ύψος
20And they rose early in the morning and went out to the wilderness of Thecoe: and as they went out, Josaphat stood and cried, and said, Hear me, Juda, and the dwellers in Jerusalem; put your trust in the Lord God, and your trust shall be honored; trust in his prophet, and ye shall prosper. και ώρθρισαν τοπρωϊ και εξήλθον εις την έρημον θεκωέ εν δε τω εξελθείν αυτούς έστη Ιωσαφάτ και εβόησε και είπεν ακούσατέ μου Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ εμπιστεύσατε κυρίω τω θεώ υμών και εμπιστευθήσεσθε εμπιστεύσατε εν προφήταις αυτού και ευοδωθήσεσθε
21And he took counsel with the people, and set appointed men to sing psalms and praises, to give thanks, and sing the holy songs of praise in going forth before the host: and they said, Give thanks to the Lord, for his mercy endures for ever. και συμβουλευσάμενος μετά του λαού και έστησε ψαλτωδούς και αινούντας τον κύριον του εξομολογείσθαι και αινείν τω αγίω εν τω εξελθείν έμπροσθεν της δυνάμεως και έλεγον εξομολογείσθε τω κυρίω ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
22And when they began the praise and thanksgiving, the Lord caused the children of Ammon to fight against Moab, and the inhabitants of mount Seir that came out against Juda; and they were routed. και εν τω άρξασθαι αυτούς της αινέσεως και της εξομολογήσεως έδωκε κύριος ένεδρον του πολεμείν τους υιούς Αμμών επί Μωάβ και όρος Σηείρ τους εξελθόντας επί Ιούδαν και ετροπώθησαν
23Then the children of Ammon and Moab rose up against the dwellers in mount Seir, to destroy and consume them; and when they had made an end of destroying the inhabitants of Seir, they rose up against one another so that they were utterly destroyed. και ανέστησαν οι υιοί Αμμών και Μωάβ επί τους κατοικούντας όρος Σηείρ εξολοθρεύσαι και εκτρίψαι αυτούς και ως συνετέλεσαν τους κατοικούντας Σηείρ ανέστησαν επ΄ αλλήλους και ελάβετο ανήρ του πλησίον αυτού εις διαφθοράν
24And Juda came to the watch-tower of the wilderness, and looked, and saw the multitude, and, behold, they were all fallen dead upon the earth, not one escaped. και Ιούδας ήλθεν επί την σκοπιάν εις της ερήμου και επέβλεψε και είδε το πλήθος και ιδού πάντες νεκροί πεπτωκότες επί της γης ουκ ην ανασωζόμενος
25And Josaphat and his people went out to spoil them, and they found much cattle, and furniture, and spoils, and precious things: and they spoiled them, and they were three days gathering the spoil, for it was abundant. και ήλθεν Ιωσαφάτ και ο λαός αυτού σκυλεύσαι τα σκύλα αυτών και εύρον κτήνη πολλά και αποσκευήν και σκύλα και σκεύη επιθυμητά και εσκύλευσαν εαυτοίς και εγένοντο ημέραι τρεις προνομευόντων τα σκύλα διότι πολλά ην
26And it came to pass on the fourth day they were gathered to the Valley of Blessing; for there they blessed the Lord: therefore they called the name of the place the Valley of Blessing, until this day. και τη ημέρα τη τετάρτη επισυνήχθησαν εις την κοιλάδα της ευλογίας εκεί γαρ ηύλογησαν τον κύριον διά τούτο εκάλεσαν το όνομα του τόπου εκείνου Κοιλάς ευλογίας έως της ημέρας ταύτης
27And all the men of Juda returned to Jerusalem, and Josaphat led them with great joy; for the Lord gave them joy over their enemies. και επέστρεψε πας ανήρ Ιούδα εις Ιερουσαλήμ και Ιωσαφάτ ο ηγούμενος αυτών υπέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ εν ευφροσύνη μεγάλη ότι εύφρανεν αυτούς κύριος από των εχθρών αυτών
28And they entered into Jerusalem with lutes and harps and trumpets, going into the house of the lord. και εισήλθον εις Ιερουσαλήμ εν νάβλαις και κινύραις και εν σάλπιγξιν εις οίκον κυρίου
29And there was a terror of the Lord upon all the kingdoms of the land, when they heard that the Lord fought against the enemies of Israel. και εγένετο έκστασις κυρίου επί πάσας τας βασιλείας της γης εν τω ακούσαι αυτούς ότι κύριος επολέμησε μετά των υπεναντίων Ισραήλ
30And the kingdom of Josaphat was at peace; and his God gave him rest round about. και ειρήνευσεν η βασιλεία Ιωσαφάτ και κατέπαυσεν αυτώ ο θεός αυτού κυκλόθεν
31And Josaphat reigned over Juda, being thirty-five years old when he began to reign, and he reigned twenty-five years in Jerusalem: and his mother's name was Azuba, daughter of Sali. και εβασίλευσεν Ιωσαφάτ επί τον Ιούδα ων τριακονταπέντε ετών εν τω βασιλεύειν αυτόν και είκοσι και πέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Αζουβά θυγάτηρ Σελεϊ
32And he walked in the ways of his father Asa, and turned not aside from doing that which was right in the sight of the Lord. και επορεύθη εν ταις οδοίς Ασά του πατρός αυτού και ουκ εξέκλινε απ΄ αυτών του ποιήσαι το ευθές ενώπιον κυρίου
33nevertheless the high places yet remained; and as yet the people did not direct their heart to the Lord God of their fathers. πλην τα υψηλά ουκ εξήρθη και έτι ο λαός ου κατευθυνε την καρδίαν αυτών προς κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών
34And the rest of the acts of Josaphat, the first and the last, behold, they are written in the history of Jeu the son of Anani, who wrote the book of the kings of Israel. και οι λοιποί λόγοι Ιωσαφάτ οι πρώτοι και οι έσχατοι ιδού γεγραμμένοι εν λόγοις Ιηού του Ανανεί ους κατέγραψε επί βιβλίου βασιλέων Ισραήλ
35And afterwards Josaphat king of Juda entered into an alliance with Ochozias king of Israel, (now this was an unrighteous man,) και μετά ταύτα εκοινώνησεν Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα μετά Οχοζίου βασιλέως Ισραήλ και αυτός ηνόμησε του ποιήσαι
36by acting with and going to him, to build ships to go to Tharsis: and he built ships in Gasion Gaber. και εκοινώνησε μετ΄ αυτού του ποιήσαι πλοία και πορευθήναι εις Θαρσείς και εποίησε πλοία εν Γασιών Γάβερ
37And Eliezer thee son of Dodia of Marisa prophesied against Josaphat, saying, Forasmuch as thou hast allied thyself with Ochozias, the Lord has broken thy work, and thy vessels have been wrecked. And they could not go to Tharsis. και προεφήτευσεν Ελιέζερ ο του Δωδίου εκ Μαιρισά επί Ιωσαφάτ λέγων ως εκοινώνησας τω Οχοζία διέκοψε κύριος τα έργα σου και συνετρίβσαν τα πλοία σου και ουκ ηδυνήθησαν του πορευθήναι εις Θαρσείς

Chapter 21

[edit]
1And Josaphat slept with his fathers, and was buried in the city of David: and Joran his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Ιωσαφάτ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Ιωράμ υιός αυτού αντ΄ αυτού
2And he had brothers, the six sons of Josaphat, Azarias, and Jeiel, and Zacharias, and Azarias, and Michael, and Zaphatias: all these were the sons of Josaphat king of Juda. και αυτώ αδελφοί υιοί Ιωσαφάτ Αζαρίας και Ιεϊηλ και Ζαχαρίας και Μιχαήλ και Σαφατίας πάντες ούτοι υιοί Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα
3And their father gave them many gifts, silver, and gold, and arms, together with fortified cities in Juda: but he gave the kingdom to Joram, for he was the first-born. και έδωκεν αυτοίς ο πατήρ αυτών δόματα πολλά αργύριον και χρυσίον και όπλα μετά των πόλεων τετειχισμένων εν Ιούδα και την βασιλείαν έδωκε τω Ιωράμ ότι αυτός ο πρωτότοκος
4And Joram entered upon his kingdom, and strengthened himself, and slew all his brothers with the sword, and some of the princes of Israel. και ανέστη Ιωράμ επί την βασιλείαν του πατρός αυτού και εκραταιώθη και απέκτεινε πάντας τους αδελφούς αυτού εν ρομφαία και γε από των αρχόντων Ισραήλ
5When he was thirty and two years old, Joram succeeded to his kingdom, and he reigned eight years in Jerusalem. όντος αυτού τριάκοντα και δύο ετών Ιωράμ εν τω βασιλευειν αυτον και οκτώ έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
6And he walked in the way of the kings of Israel, as did the house of Achaab; for a daughter of Achaab was his wife: and he did that which was evil in the sight of the Lord: και επορεύετο εν τη οδώ βασιλέων Ισραήλ ως εποίησεν οίκος Αχαάβ ότι θυγάτηρ Αχαάβ ην αυτώ γυνή και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου
7nevertheless the Lord would not utterly destroy the house of David, because of the covenant which he made with David, and as he said to him that he would give a light to him and his sons for ever. και ουκ εβούλετο κύριος εξολοθρεύσαι τον οίκον Δαυίδ διά την διαθήκην ην διέθετο τω Δαυίδ και ως είπεν αυτώ δούναι αυτόν λύχνον και τοις υιοίς αυτού πάσας τας ημέρας
8In those days Edom revolted from Juda, and they made a king over themselves. εν ταις ημέραις εκείναις απέστη Εδώμ από υποκάτωθεν χειρός Ιούδα και εβασίλευσαν εφ΄ εαυτούς βασιλέα
9And Joram went with the princes, and all the cavalry with him: and it came to pass that he arose by night, and smote Edom that compassed him about, and the captains of the chariots, and the people fled to their tents. και ώχετο Ιωράμ μετά των αρχόντων αυτού και πάντα τα άρματα αυτού και πάσα η ίππος η μετ΄ αυτού και εγένετο και ηγέρθη νυκτός και επάταξεν τον Εδώμ τον κυκλούντα αυτόν και τους άρχοντας των αρμάτων
10And Edom revolted from Juda until this day. Then Lomna at that time revolted from under his hand, because he forsook the Lord God of his fathers. και απέστη Εδωμ από χειρός Ιούδα έως της ημέρας ταύτης τότε απέστη Λοβνά εν τω καιρώ εκείνω από υποκάτωθεν χειρός αυτού ότι εγκατέλιπε κύριον τον θεόν των πατέρων αυτού
11For he built high places in the cities of Juda, and caused the dwellers in Jerusalem to go a-whoring, and led Juda astray. και γαρ αυτός εποίησεν υψηλά εν ταις πόλεσιν Ιούδα και εξεπόρνευσε τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ και απεπλάνησε τον Ιούδαν
12And there came to him a message in writing from Eliu the prophet, saying, Thus saith the Lord God of thy father David, Because thou hast not walked in the way of thy father Josaphat, nor in the ways of Asa king of Juda, και ήλθεν αυτώ εν γραφή παρά Ηλιού του προφήτου λέγων τάδε λέγει κύριος ο θεός Δαυίδ του πατρός σου ανθ΄ ουκ επορεύθης εν οδώ Ιωσαφάτ του πατρός σου και εν οδοίς Ασά βασιλέως Ιούδα
13but hast walked in the ways of the kings of Israel, and hast caused Juda and the dwellers in Jerusalem to go a-whoring, as the house of Achaab caused Israel to go a-whoring, and thou hast slain thy brethren, the sons of thy father, who were better than thyself; και επορεύθης εν οδοίς βασιλέως Ισραήλ και εξεπόρνευσας τον Ιούδαν και τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ ως εξεπόρνευσεν οίκος Αχαάβ και τους αδελφούς σου υιούς του πατρός σου τους αγαθούς υπέρ σε απέκτεινας
14behold, the Lord shall smite thee with a great plague among thy people, and thy sons, and thy wives, and all thy store: ιδού κύριος πατάξει σε πληγήν μεγάλην εν τω λαώ σου και εν τοις υιοίς σου και εν ταις γυναιξί σου και εν πάση τη αποσκευή σου
15and thou shalt be afflicted with a grievous disease, with a disease of the bowels, until thy bowels shall fall out day by day with the sickness. και συ έση εν αρρωστίαις πονηραίς εν νόσω κοιλίας σου έως ου εξέλθη τα έντερά σου από της αρρωστίας εξ ημερών εις ημέρας
16So the Lord stirred up the Philistines against Joram, and the Arabians, and those who bordered on the Aethiopians: και επήγειρε κύριος επί Ιωράμ τους αλλοφύλους και τους Άραβας και τους ομόρους των Αιθιόπων
17and they went up against Juda, and prevailed against them, and took away all the store which they found in the house of the king, and his sons, and his daughters; and there was no son left to him but Ochozias the youngest of his sons. και ανέβησαν επί Ιούδαν και κατεδυνάστευσαν αυτόν και ηχμαλώτευσαν πάσαν την ύπαρξιν ην εύρον εν οίκω του βασιλέως και τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού και ου κατελείφθη αυτώ υιός αλλ΄ Ιοαχάζ ο νεώτερος των υιών αυτού
18And after all these things the Lord smote him in the bowels with an incurable disease. και μετά ταύτα πάντα επάταξεν αυτόν κύριος εν τη κοιλία αυτού εν αρρωστία εν η ουκ έστιν ιατρεία
19And it continued from day to day: and when the time of the days came to two years, his bowels fell out with the disease, and he died by a grievous distemper: and his people performed no funeral, like the funeral of his fathers. και εγένετο εξ ημερών εις ημέρας και ως ήλθε ο καιρός αυτού εις ημέρας δύο εξήλθε τα έντερα αυτού μετά της κοιλίας εν αρρωστία αυτού και απέθανεν εν αρρωστίαις πονηραίς και ουκ εποίησεν αυτώ ο λαός αυτού εκφοράν και καύσιν κατά την καύσιν των πατέρων αυτού
20He was thirty and two years old when he began to reign, and he reigned eight years in Jerusalem. And he departed without honour, and was buried in the city of David, but not in the tombs of the kings. ην τριάκοντα και δύο ετών εν τω εβασιλεύειν αυτόν και οκτώ έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και επορεύθη εν ουκ επαίνω και ετάφη εν πόλει Δαυίδ και ουκ εν τάφοις των βασιλέων

Chapter 22

[edit]
1And the inhabitants of Jerusalem made Ochozias his youngest son king in his stead: for the band of robbers that came against them, even the Arabians and the Alimazonians, had slain all the elder ones. So Ochozias son of Joram king of Juda reigned. και εβασίλευσαν οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ τον Οχοζίαν υιόν αυτού τον μικρόν αντ΄ αυτού ότι πάντας τους πρεσβυτέρους απέκτεινε το επελθόν επ΄ αυτούς ληστήριον οι Αραβες και εβασίλευσεν Οχοζίας υιός Ιωράμ βασιλέως Ιούδα
2Ochozias began to reign when he was twenty years old, and he reigned one year in Jerusalem: and his mother's name was Gotholia, the daughter of Ambri. υιός ων τεσσαράκοντα και δύο ετών Οχοζίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και ενιαυτόν ένα εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Γοθολία θυγάτηρ Αμβρί
3And he walked in the way of the house of Achaab; for his mother was his counsellor to do evil. και γε αυτός επορεύθη εν οδοίς οίκου Αχαάβ ότι η μήτηρ αυτού ην σύμβουλος αυτού αμαρτάνειν
4And he did that which was evil in the sight of the Lord as the house of Achaab had done: for they were his counselors after the death of his father to his destruction. και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου ως οίκος Αχαάβ ότι αυτοί ήσαν αυτώ σύμβουλοι μετά το αποθανείν τον πατέρα αυτού του εξολοθρεύσαι αυτόν
5And he walked in their counsels, and he went with Joram son of Achaab king of Israel to war against Azael king of Syria to Ramoth Galaad: and the archers smote Joram. και εν ταις βουλαίς αυτών επορεύθη και επορεύθη μετά Ιωράμ υιού Αχαάβ βασιλέως Ισραήλ εις πόλεμον επί Αζαήλ βασιλέα Συρίας εις Ραμώθ Γαλαάδ και επάταξαν οι τοξόται τον Ιωράμ
6And Joram returned to Jezrael to be healed of the wounds wherewith the Syrians smote him in Ramoth, when he fought against Azael king of Syria. And Ochozias son of Joram, king of Juda, went down to see Joram the son of Achaab at Jezrael because he was sick. και επέστρεψεν Ιωράμ του ιατρευθήναι εις Ιεζράελ από των πληγών ων επάταξαν αυτόν οι Σύροι εν Ραμώθ εν τω πολεμείν αυτόν προς Αζαήλ βασιλέα Συρίας και Οχοζίας υιός Ιωράμ βασιλεύς Ιούδα κατέβη θεάσασθαι τον Ιωράμ υιόν Αχαάβ εις Ιεζράελ ότι ηρρώστει
7And destruction from God came upon Ochozias in his coming to Joram; for when he had come, Joram went out with him against Jeu the son of Namessei, the anointed of the Lord against the house of Achaab. και παρά του θεού εγένετο καταστροφή Οχοζίου του ελθείν προς Ιωράμ και εν τω ελθειν αυτόν εξήλθε Ιωράμ μετ΄ αυτού προς Ιού υιόν Ναμεσεί χριστόν κυρίου ον έχρισεν αυτόν κύριος του εξολοθρεύσαι τον οίκον Αχαάβ
8And it came to pass, when Jeu was taking vengeance on the house of Achaab, that he found the princes of Juda and the brethren of Ochozias ministering to Ochozias, and he slew them. και εγένετο εν τω εκδικήσαι τον Ιού τον οίκον Αχαάβ και εύρε τους άρχοντας Ιούδα και τους αδελφούς Οχοζίου λειτουργούντας τω Οχοζία και απέκτεινεν αυτούς
9And he gave orders to seek Ochozias: and they took him while he was healing his wounds in Samaria, and they brought him to Jeu, and he slew him; and they buried him, for they said, He is the son of Josaphat, who sought the Lord with all his heart. So there was none in the house of Ochozias to secure their power in the kingdom. και είπεν Ιού του ζητήσαι τον Οχοζίαν και κατέλαβον αυτόν ιατρευόμενον εν Σαμαρεία και ήγαγον αυτόν προς Ιού και απέκτεινεν αυτόν και έθαψαν αυτόν ότι είπαν υιός εστιν Ιωσαφάτ όστις εζήτησε τον κύριον εν όλη καρδία αυτού και ουκ ην εν τω οίκω Οχοζίου κατισχύσαι δύναμιν περί της βασιλείας
10And Gotholia the mother of Ochozias saw that her son was dead, and she arose and destroyed all the seed royal in the house of Juda. και Γοθολία η μήτηρ Οχοζίου είδεν ότι τέθνηκεν ο υιός αυτής και ανέστη και απώλεσε παν το σπέρμα της βασιλείας εν τω οίκω Ιούδα
11But Josabeeth, the daughter of the king, took Joas the son of Ochozias and rescued him secretly out of the midst of the sons of the king that were put to death, and she placed him and his nurse in a bedchamber. So Josabeeth daughter of king Joram, sister of Ochozias, wife of Jodae the priest, hid him, and she even hid him from Gotholia, and she did not slay him. και έλαβεν Ιωσαβεαίθ η θυγάτηρ του βασιλέως τον Ιωάς υιόν Οχοζίου και έκλεψεν αυτόν εκ μέσου των υιών του βασιλέως των θανατουμένων και έδωκεν αυτόν και την τροφήν αυτού εν τω ταμιείω των κλινών και έκρυψεν αυτόν η θυγάτηρ του βασιλέως Ιωράμ Ιωσαβεαίθ η αδελφή Οχοζιόυ η γυνή Ιωδαέ του ιερέως και έκρυψεν αυτόν από προσώπου της Γοθολίας και ουκ απέκτεινεν αυτόν
12And he was with him hid in the house of God six years; and Gotholia reigned over the land. και ην κατακεκρυμμένος μετ΄ αυτής εν τω οίκω του θεού εξ έτη και Γοθολία εβασίλευσεν επί της γης

Chapter 23

[edit]
1And in the eighth year Jodae strengthened himself, and took the captains of hundreds, Azarias the son of Joram, and Ismael the son of Joanan, and Azarias the son of Obed, and Maasaeas the son of Adia, and Elisaphan the son of Zacharias, with him unto the house of the Lord. εν δε τω έτει τω εβδόμω εκραταίωσεν Ιωδαέ και έλαβε τους εκατοντάρχους τον Αζαρίαν υιόν Ιωράμ και τον Ισμαήλ υιόν Ιωανάν και τον Αζαρίαν υιόν Ωβήδ και τον Μαασίαν υιόν Αδαϊου και τον Ελισαφάφ υιόν Ζαχαρίου μεθ αυτού εν διαθήκη
2And they went round about Juda, and gathered the Levites out of all the cities of Juda, and heads of the families of Israel, and they came to Jerusalem. και εκύκλωσαν τον Ιούδαν και συνήγαγον τους Λευίτας εκ πασών των πόλεων Ιούδα και τους άρχοντας των πατριών του Ισραήλ και ήλθον εις Ιερουσαλήμ
3and all the congregation of Juda made a covenant with the king in the house of God. And he shewed them the king's son, and said to them, Lo, let the king's son reign, as the Lord said concerning the house of David. και διέθετο πάσα η εκκλησία διαθήκην εν οίκω του θεού μετά του βασιλέως και είπεν αυτοίς ιδού ο υιός του βασιλέως βασιλευσάτω καθώς ελάλησε κύριος επί τον οίκον Δαυίδ
4Now this is the thing which ye shall do. Let a third part of you, even of the priests and of the Levites, enter in on the sabbath, even into the gates of the entrances; και νυν ούτος ο λόγος ον ποιήσετε το τρίτον εξ υμών εισπορεύεσθωσαν το σάββατον των ιερέων και των Λευιτών και εις τας πύλας των εισόδων
5and let a third part be in the house of the king; and another third at the middle gate: and all the people in the courts of the Lord's house. και το τρίτον εν οίκω του βασιλέως και το τρίτον εν τη πύλη τη μέση και πας ο λαός εν αυλαίς οίκου κυρίου
6And let not any one enter into the house of the Lord, except the priests and the Levites, and the servants of the Levites; they shall enter in, because they are holy: and let all the people keep the watch of the Lord. και μηδείς εισελθέτω εις οίκον κυρίου ειμή οι ιερείς και οι Λευίται και οι λειτουργούντες τοις Λευίταις αυτοί εισελεύσονται ότι άγιοί εισι και πας ο λαός φυλασσέτω της φυλακάς κυρίου
7And the Levites shall compass the king round about, every man's weapon in his hand; and whoever else goes into the house shall die: but they shall be with the king when he goes out, and when he comes in. και κυκλώσουσιν οι Λευίται τον βασιλέα κύκλω ανήρ και το σκεύος αυτού εν χειρί αυτού και ο εισπορευόμενος εις τον οίκον αποθανείται και έσονται μετά του βασιλέως εις εισπορευομένου αυτού και εκπορευομένου
8And the Levites and all Juda did according to all that the priest Jodae commanded them, and they took each his men from the beginning of the sabbath to the end of the sabbath, for Jodae the priest did not dismiss the courses. και εποίησαν οι Λευίται και πας Ιούδα κατά πάντα όσα ενετείλατο Ιωδαέ ο ιερεύς και έλαβεν έκαστος τους ανδρας αυτού εισπορευομένου του σαββάτου έως εξόδου του σαββάτου ότι ου κατέλυσεν Ιωδαέ ο ιερεύς τας εφημερίας
9And Jodae gave to the men the swords, and the shields, and the arms, which had belonged to King David, in the house of God. και έδωκεν Ιωδαέ ο ιερεύς τους εκατοντάρχους τεταγμένους και τας μαχαίρας και τους θυρεούς και τα όπλα α ην του βασιλέως Δαυίδ εν οίκω του θεού
10And he set the whole people, every man with his arms, from the right side of the house to the left side of the altar and the house, over against the king round about. και έστησε πάντα τον λαόν έκαστον εν τοις όπλοις αυτού από της ωμίας του οίκου της δεξιάς έως της ωμίας του οίκου της αριστεράς επί του θυσιαστηρίου και του οίκου επί τον βασιλέα κύκλω
11And he brought out the king's son, and put on him the crown and the testimony, and Jodae the priest and his sons proclaimed him king, and anointed him, and said, Long live the king! και εξήγαγε τον υιόν του βασιλέως και έδωκεν επ΄ αυτόν το βασίλειον και το μαρτύριον και εβασίλευσαν αυτόν και έχρισαν αυτόν Ιωδαέ ο ιερεύς και οι υιοί αυτού και είπον ζήτω ο βασιλεύς
12And Gotholia heard the sound of the people running, and acknowledging and praising the king: and she went in to the king into the house of the Lord. και ήκουσε Γοθολία την φωνήν του λαού των τρεχόντων και εξομολογουμένων και αινούντων τον βασιλέα και εισήλθε προς τον βασιλέα εις τον οίκον κυρίου
13And she looked, and, behold, the king stood in his place, and the princes and trumpets were at the entrance, and the princes were round the king: and all the people of the land rejoiced, and sounded the trumpets, and there were the singers singing with instruments, and singing hymns of praise. and Gotholia rent her robe, and cried, ye surely are plotting against me. και είδε και ιδού ο βασιλεύς ειστήκει επί της στάσεως αυτού και επί της εισόδου οι άρχοντες και αι σάλπιγγες και οι άρχοντες περί τον βασιλέα και πας ο λαός της γης ηυφραινόμενοι και σαλπίζοντες εν ταις σάλπιγξι και οι άδοντες εν τοις οργάνοις της ωδής οι ωδοί και υμνούντες αίνον και διέρρηξε Γοθολία την στολήν αυτής και εβόησεν και είπε σύνδεσμος σύνδεσμος
14And Jodae the priest went forth, and Jodae the priest charged the captains of hundreds, even the captains of the host, and said to them, Thrust her forth outside the house, and follow her, and let her be slain with the sword. For the priest said, Let her not be slain in the house of the Lord. και εξήλθεν Ιωδαέ ο ιερεύς και ενετείλατο τοις εκατοντάρχοις και τοις αρχηγοίς της δυνάμεως και είπεν αυτοίς εξάγετε αυτήν εκτός του οίκου και εξέλθετε οπίσω αυτής και αποθανέτω εν ρομφαία ότι είπεν ο ιερεύς μη αποθανέτω εν οίκω κυρίου
15So they let her go out; and she went through the horsemen's gate of the house of the king, and they slew her there. και επέθηκαν αυτή χείρας και διήλθε διά της πύλης των ιππέων του οίκου του βασιλέως και εθανάτωσαν αυτήν εκεί
16And Jodae made a covenant between himself, and the people, and the king, that the people should be the Lord's. και διέθετο Ιωδαέ διαθήκην αναμέσον αυτού και αναμέσον του λαού και αναμέσον του βασιλέως του είναι εις λαόν τω κυρίω
17And all the people of the land went into the house of Baal, and tore down it and its altars, and they ground his images to powder, and they slew Matthan the priest of Baal before his altars. και εισήλθε πας ο λαός της γης εις τον οίκον του Βαάλ και κατέσπασαν αυτόν και τα θυσιαστήρια αυτού και τα εικόνας αυτού ελέπτυναν και τον Ματθάν τον ιερέα Βαάλ εθανάτωσαν εναντίον των θυσιαστηρίων αυτού
18And Jodae the priest committed the works of the house of the Lord into the and of the priests and Levites, and he re-established the courses of the priests and Levites which David appointed over the house of the Lord, and he appointed them to offer whole-burnt-offerings to the Lord, as it is written in the law of Moses, with gladness, and with songs by the hand of David. και ενεχείρισεν Ιωδαέ ο ιερεύς τα έργα οίκου κυρίου εν χειρί των ιερέων και Λευιτών και ανέστησε τας εφημερίας των ιερέων και των Λευιτών καθώς διέστειλε Δαυίδ επί τον οίκον κυρίου του αναφέρειν κυρίω ολοκαυτώματα καθώς γέγραπται εν νόμω Μωυσή εν ευφροσύνη και εν ωδαίς διά χειρός Δαυίδ
19And the porters stood at the gates of the house of the Lord, that no one unclean in any respect should enter in. και έστησαν οι πυλωροί επί τας πύλας οίκου κυρίου και ουκ εισελεύσεται ακάθαρτος εις παν πράγμα
20And he took the heads of families, and the mighty men, and the chiefs of the people, and all the people of the land, and they conducted the king into the house of the Lord; and he went through the inner gate into the king's house, and they seated the king on the throne of the kingdom. και έλαβε τους πατριάρχας και τους δυνατούς και τους άρχοντας του λαού και πάντα τον λαόν της γης και επεβίβασαν τον βασιλέα εις τον οίκον κυρίου και εισήλθε διά της εσωτέρας πύλης εις τον οίκον του βασιλέως και εκάθισαν τον βασιλέα επί τον θρόνον της βασιλείας
21And all the people of the land rejoiced; and the city was quiet: and they slew Gotholia. και ηυφράνθη πας ο λαός της γης και η πόλις ησύχασε και την Γοθολίαν εθανάτωσαν μαχαίρα

Chapter 24

[edit]
1Joas was seven years old when he began to reign, and he reigned forty years in Jerusalem: and his mother's name was Sabia of Bersabee. ον ετών επτά Ιωάς εν τω βασιλεύειν αυτόν και τεσσαράκοντα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Σαβία εκ Βηρσαβεαί
2And Joas did that which right in the sight of the Lord all the days of Jodae the priest. και εποίησεν Ιωάς το ευθές ενώπιον κυρίου πάσας τας ημέρας Ιωδαέ του ιερέως
3And Jodae took to himself two wives, and they bore sons and daughters. και έλαβεν Ιωδαέ δύο γυναίκας εαυτώ και εγέννησεν υιούς και θυγατέρες
4And it came to pass afterward that it came into the heart of Joas to repair the house of the Lord. και εγένετο μετά ταύτα και εγένετο επί καρδίαν Ιωάς επισκευάσαι τον οίκον κυρίου
5And he gathered the priests and the Levites, and said to them, Go out into the cities of Juda, and collect money of all Israel to repair the house of the Lord from year to year, and make haste to speak of it. But the Levites hasted not. και συνήγαγε τους ιερείς και τους Λευίτας και είπεν αυτοίς εξέλθατε εις τας πόλεις Ιούδα και συναγάγετε από παντός Ισραήλ αργύριον του κραταιώσαι τον οίκον κυρίου του θεού υμών από ικανού ενιαυτόν κατ΄ ενιαυτόν και σπεύσατε λαλήσαι και ουκ έσπευσαν οι Λευίται
6And king Joas called Jodae the chief, and said to him, Why hast thou not looked after the Levites, so that they should bring from Juda and Jerusalem that which was prescribed by Moses the man of God, when he assembled Israel at the tabernacle of witness? και εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Ιωδαέ τον άρχοντα και είπεν αυτώ διατί ουκ εξεζήτησας περί των Λευιτών του εισενεγκείν από Ιούδα και Ιερουσαλήμ το κεκριμένον λήμμα υπό Μωυσή ανθρώπου του θεού ότι εξεκκλησίασε τον Ισραήλ εις την σκηνήν του μαρτυρίου
7For Gotholia was a transgressor, and her sons tore down the house of God; for they offered the holy things of the house of the Lord to Baalim. ότι Γοθολία ην άνομος και οι υιοί αυτής κατέσπασαν τον οίκον του θεού και γε πάντα τα άγια οίκου κυρίου εποίησαν τοις Βααλείμ
8And the king said, Let a box be made, and let it be put at the gate of the house of the Lord without. και είπεν ο βασιλεύς γενηθήτω γλωσσόκομον και τεθήτω εν τη πύλη του οίκου κυρίου έξω
9And let men proclaim in Juda an in Jerusalem, that the people should bring to the Lord, as Moses the servant of God spoke concerning Israel in the wilderness. και κηρυξάτωσαν εν Ιούδα και εν Ιερουσαλήμ εισενεγκείν τω κυρίω καθώς είπε Μωυσής παις του θεού επί τον Ισραήλ εν τη ερήμω
10And all the princes and all the people gave, and brought in, and cast into the box until it was filled. και ευφράνθησαν πάντες άρχοντες και πας ο λαός και εισέφερον και ενέβαλλον εις το γλωσσόκομον έως ου επληρώθη
11And it came to pass, when they brought in the box to the officers of the king by the hand of the Levites, and when they saw that the money was more than sufficient, then came the king's scribe, and the officer of the high priest, and emptied the box, and restored it to its place. Thus they did day by day, and collected much money. και εγένετο εν τω καιρώ του ενεγκείν το γλωσσόκομον προς τους προστάτας του βασιλέως διά χειρός των Λευιτών και ηνίκα είδον ότι επλεόνασε το αργύριον και ήλθεν ο γραμματεύς του βασιλέως και ο προστάτης του μεγάλου ιερέως και εξεκένωσαν το γλωσσόκομον και ήραν και κατέστησαν αυτόν επί του τόπου αυτού ούτως εποίουν ημέραν εξ ημέρας και συνήγαγον αργύριον πολύ
12And the king and Jodae the priest gave it to the workmen employed in the service of the house of the Lord, and they hired masons and carpenters to repair the house of the Lord, also smiths and braziers to repair the house of the Lord. και έδωκεν αυτό ο βασιλεύς και Ιωδαέ ο ιερεύς τοις ποιούσι τα έργα εις εργασίαν οίκου κυρίου και εμισθούντο λατόμους και τέκτονας επισκευάσαι τον οίκον κυρίου και χαλκείς σιδήρου και χαλκού του κραταιώσαι τον οίκον κυρίου
13And the workmen wrought, and the works prospered in their hands, and they established the house of the Lord on its foundation, and strengthened it. και εποίουν οι ποιούντες τα έργα και ανέβη μήκος των έργων εν χερσίν αυτών και ανέστησαν τον οίκον κυρίου επί την στάσιν αυτού και ενίσχυσαν
14And when they had finished it, they brought to the king and to Jodae the remainder of the money, and they made vessels for the house of the Lord, vessels of service for whole-burnt-offerings, and gold and silver censers: and they offered up whole-burnt-offerings in the house of the Lord continually all the days of Jodae. και ως συνετέλεσαν ήνεγκαν προς τον βασιλέα και προς Ιωδαέ το κατάλοιπον του αργυρίου και εποίησαν αυτό σκεύη εις οίκον κυρίου σκεύη λειτουργικά και των ολοκαυτωμάτων και θυϊσκας και σκεύη χρυσά και αργυρά και ανήνεγκαν ολοκαυτώσεις εν τω οίκω κυρίου διαπαντός πάσας τας ημέρας Ιωδαέ
15And Jodae grew old, being full of days, and he died, being a hundred and thirty years old at his death. και εγήρασεν Ιωδαέ και ην πλήρης ημερών και ετελεύτησεν υιός ον εκατόν και τριάκοντα ετών εν τω τελευτάν αυτόν
16And they buried him with the kings in the city of David, because he had dealt well with Israel, and with God and his house. και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ μετά των βασιλέων ότι εποίησεν αγαθωσύνην μετά Ισραήλ και μετά του θεού και του οίκου αυτού
17And it came to pass after the death of Jodae, that the princes of Juda went in, and did obeisance to the king. Then the king hearkened to them. και εγένετο μετά την τελευτήν Ιωδαέ εισήλθον οι άρχοντες Ιούδα και προσεκύνησαν τον βασιλέα τότε επήκουσεν ο βασιλεύς αυτών
18And they forsook the house of the Lord God of their fathers, and served the Astartes and idols: and there was wrath upon Juda and Jerusalem in that day. και εγκατέλιπον τον οίκον κυρίου του θεού των πατέρων αυτών και ελάτρευσαν τη Αστάρτη και τοις ειδώλοις και εγένετο οργή επί Ιούδαν και επί Ιερουσαλήμ εν τη πλημμελεία αυτών
19yet he sent prophets to them, to turn them to the Lord; but they hearkened not: and he testified to them, but they obeyed not. και απέστειλε προς αυτούς προφήτας επιστρέψαι αυτούς προς κύριον και διεμαρτύρατο αυτοίς και ουχ ήκουσαν
20And the Spirit of God came upon Azarias the son of Jodae the priest, and he stood up above the people, and said, Thus saith the Lord, Why do ye transgress the commandments of the Lord? so shall ye not prosper; for ye have forsaken the Lord, and he will forsake you. και πνεύμα θεού ενέδυσε τον Ζαχαρίαν τον του Ιωδαέ του ιερέως και ανέστη επάνω του λαού και είπεν αυτοίς τάδε λέγει κύριος ινατί υμείς παραπορεύεσθε τας εντολάς κυρίου και ουκ ευοδωθήσεσθε ότι εγκατελίπετε τον κύριον και εγκαταλείψει υμάς
21And they conspired against him, and stone him by command of king Joas in the court of the Lord's house. και επέθεντο αυτώ και ελιθοβόλησαν αυτόν λίθοις δι΄ εντολής Ιωάς του βασιλέως εν αυλή οίκου κυρίου
22So Joas remembered not the kindness which his father Jodae had exercised towards him, but slew his son. And as he died, he said, The Lord look upon it, and judge. και ουκ εμνήσθη Ιωάς ο βασιλεύς του ελέους ου εποίησεν Ιωδαέ ο πατήρ αυτού μετ΄ αυτού και εθανάτωσε τον υιόν αυτού και ως απέθνησκεν είπεν ίδοι κύριος και κρίναι
23And it came to pass after the end of the year, that the host of Syria went up against him, and came against Juda and Jerusalem: and they slew all the chiefs of the people among the people, and all their spoils they sent to the king of Damascus. και εγένετο εις την συντέλειαν του ενιαυτού ανέβη επ΄ αυτόν δύναμις Συρίας και ήλθεν επί Ιούδαν και επί Ιερουσαλήμ και κατέφθειραν πάντας τους άρχοντας του λαού εκ του λαού και πάντα τα σκύλα αυτών απέστειλαν τω βασιλεί Δαμασκού
24For the army of Syria came with few men, yet God gave into their hands a very large army, because they had forsaken the God of their fathers; and he brought judgments on Joas. ότι εν ολίγοις ανδράσι παρεγένετο δύναμις Συρίας και ο θεός παρέδωκεν εις τας χείρας αυτών δύναμιν πολλήν σφόδρα ότι εγκατέλιπον κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών και μετά Ιωάς εποίησαν κρίματα
25And after they had departed from him, when they had left him in sore diseases, then his servants conspired against him because of the blood of the son of Jodae the priest, and slew him on his bed, and he died, and they buried him in the city of David, but they buried him not in the sepulchre of the kings. και μετά το απελθείν αυτούς απ΄ αυτού εν τω εγκαταλιπείν αυτόν εν μαλακίαις μεγάλαις και επέθεντο αυτώ οι παίδες αυτού εν αίμασιν των υιών Ιωδαέ του ιερέως και εθανάτωσαν αυτόν επί της κλίνης αυτού και απέθανε και έθαψαν αυτόν εν πόλει Δαυίδ και ουκ έθαψαν αυτόν εν τω τάφω των βασιλέων
26And they that conspired against him were Zabed the son of Samaath the Ammanite, and Jozabed the son of Samareth the Moabite. και οι επιθέμενοι επ΄ αυτόν Ζαβαδ υιος Σαμαάθ της Αμμανίτιδος και Ιωζαβέδ υιος Σαμαρίθ της Μωαβίτιδος
27And all his sons, and the five came to him: and the other matters, behold, they are written in the book of the kings. And Amasias his son reigned in his stead. και υιοί αυτού και πλείστα λήμματα κατ΄ αυτού και η θεμελίωσις οίκου του θεού και τα λοιπά ιδού εστί γεγραμμένα επί την γραφήν βιβλίου των βασιλέων και εβασίλευσεν Αμασίας υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 25

[edit]
1Amasias began to reign when he was twenty and five years old, and he reigned twenty-nine years in Jerusalem; and his mother's name was Joadaen of Jerusalem. υιός ων είκοσι και πέντε ετών Αμασίας εν τω βασιλεύσειν και είκοσι και εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Ιωδαείν εξ Ιερουσαλήμ
2And he did that which was right in the sight of the Lord, but not with a perfect heart. και εποίησε το ευθές ενώπιον κυρίου αλλα ουκ εν καρδία πλήρει
3And it came to pass, when the kingdom was established in his hand, that he slew his servants who had slain the king his father. και εγένετο ως κατέστη η βασιλεία εν χειρί αυτού και εθανάτωσε τους παίδας αυτού τους φονεύσαντας τον βασιλέα τον πατέρα αυτού
4But he slew not their sons, according to the covenant of the law of the Lord, as it is written, and as the Lord commanded, saying, The fathers shall not die for the children, and the sons shall not die for the fathers, but they shall die each for his own sin. και τους υιούς αυτών ουκ απέκτεινε κατά την διαθήκην του νόμου κυρίου καθώς γέγραπται εν νόμω Μωυσή ως ενετείλατο κύριος λέγων ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ τέκνων και οι υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων αλλ΄ έκαστος τη εαυτού αμαρτία αποθανούνται
5And Amasias assembled the house of Juda, and appointed them according to the houses of their families for captains of thousands and captains of hundreds in all Juda and Jerusalem: and he numbered them from twenty years old and upwards, and found them three hundred thousand able to go out to war, holding spear and shield. και συνήγαγεν Αμασίας τον οίκον Ιούδα και ανέστησεν αυτούς κατ΄ οίκους πατριών αυτών εις χιλιάρχους και εκατοντάρχους εν παντί Ιούδα και Βενιαμίν και επεσκέψατο αυτούς από εικοσαέτους και επάνω και εύρεν αυτούς τριακοσίας χιλιάδας δυνατών εξερχομένων εις πόλεμον δυνατούς κρατούντων δόρυ και θυρεόν
6Also he hired of Israel a hundred thousand mighty men for a hundred talents of silver. και εμισθώσατο από Ισραήλ εκατόν χιλιάδας δυνατούς ισχύϊ εκατόν ταλάντων αργυρίου
7And there came a man of God to him, saying, O king, let not the host of Israel go with thee; for the Lord is not with Israel, even all the sons of Ephraim. και άνθρωπος του θεού ήλθε προς αυτόν λέγων βασιλεύ μη πορευέσθω μετά σου δύναμις Ισραήλ ότι ουκ έστι κύριος μετά Ισραήλ πάντων των υιών Εφραϊμ
8For if thou shalt undertake to strengthen thyself with these, then the lord shall put thee to flight before the enemies: for it is of the Lord both to strengthen and to put to flight. ότι εάν υπολάβης του κατισχύσαι εν τούτοις εν τω πολέμω τροπώσεται κύριος εναντίον των εχθρων ότι έστιν ισχύς τω κυρίω του βοηθήσαι και τροπώσασθαι
9And Amasias said to the man of God, But what shall I do for the hundred talents which I have given to the army of Israel? And the man of God said, The Lord can give thee much more than these. και είπεν Αμασίας τω ανθρώπω του θεού και τι ποιήσω τοις εκατόν ταλάντοις οις έδωκα τη δυνάμει Ισραήλ και είπεν ο άνθρωπος του θεού έστι τω κυρίω δούναί σοι πλείστα τούτων
10And Amasias separated from the army that came to him from Ephraim, that they might go away to their place; and they were very angry with Juda, and they returned to their place with great wrath. και διεχώρισεν Αμασίας την δύναμιν την ελθούσαν προς αυτόν από Εφραϊμ απελθείν εις τον τόπον αυτών και εθυμώθησαν τη οργή αυτών σφόδρα επί Ιούδαν και επέστρεψαν εις τον τόπον αυτών εν οργή θυμού
11And Amasias strengthened himself, and took his people, and went to the valley of salt, and smote there the children of Seir ten thousand. και Αμασίας κατίσχυσε και παρέλαβε τον λαόν αυτού και επορεύθη εις την κοιλάδα των αλών και επάταξεν εκεί τους υιούς Σηείρ δέκα χιλιάδας
12And the children of Juda took ten thousand prisoners, and they carried them to the top of the precipice, and cast them headlong from the top of the precipice, and they were all dashed to pieces. και δέκα χιλιάδας εζώγρησαν οι υιοί Ιούδα και έφερον αυτούς επί το άκρον του κρημνού και κατεκρήμνιζον αυτούς από του άκρου του κρημνού και πάντες διερρήγνυντο
13And the men of the host whom Amasias sent back so that they should not go with him to battle, went and attacked the cities of Juda, from Samaria to Baethoron; and they smote three thousand among them, and took much spoil. και οι υιοί της δυνάμεως ους απέστρεψεν Αμασίας του μη πορευθήναι μετ΄ αυτού εις πόλεμον επέθεντο επί τας πόλεις Ιούδα από Σαμαρείας και έως Βαιθωρών και επάταξαν εν αυτοίς τρεις χιλιάδας και εσκύλευσαν σκύλα πολλά
14And it came to pass, after Amasias had returned from smiting Idumea, that he brought home the gods of the children of Seir, and set them up for himself as gods, and bowed down before them, and he sacrificed to them. και εγένετο μετά το ελθείν Αμασίαν παταξάντα την Ιδουμαίαν και ήνεγκε προς αυτούς τους θεούς υιών Σηείρ και έστησεν αυτούς εαυτώ εις θεούς και εναντίον αυτών προσεκύνει και αυτοίς έθυε
15And the anger of the Lord came upon Amasias, and he sent him a prophet, and he said to him, Why hast thou sought the gods of the people, which have not rescued their own people out of thine hand? και εγένετο οργή κυρίου επί Αμασίαν και απέστειλεν αυτώ προφήτην και είπεν αυτώ τι εζήτησας τους θεούς του λαού οι ουκ εξείλαντο τον λαόν εαυτών εκ χειρός σου
16And it came to pass when the prophet was speaking to him, that he said to him, have I made thee king's counsellor? take heed lest thou be scourged: and the prophet forebore, and said, I know that God is disposed against thee to destroy thee, because thou hast done this thing, and hast not hearkened to my counsel. και εγένετο εν τω λαλήσαι αυτώ προς αυτόν και είπεν αυτώ μη σύμβουλον του βασιλέως δέδωκά σε πρόσεχε αυτώ ίνα μη πατάξωσί σε και εσιώπησεν ο προφήτης και είπεν έγνων ότι εβουλεύσαντο κύριος του διαφθείραί σε ότι εποίησας τούτο και ουκ επήκουσας της συμβουλίας μου
17And Amasias king of Juda took counsel, and sent to Joas, son of Joachaz, son of Jeu, king of Israel, saying, Come, and let us look one another in the face. και εβουλεύσατο Αμασίας βασιλεύς Ιούδα και απέστειλε προς Ιωάς υιόν Ιωάχαζ υιόν Ιηού βασιλέα Ισραήλ λέγων δεύρο και οφθώμεν προσώποις
18And Joas king of Israel sent to Amasias king of Juda, saying, The thistle that was in Libanus sent to the cedar that was in Libanus, saying, Give thy daughter to my son to wife; but, behold, thy wild beasts of the field that are in Libanus shall come: and the wild beasts did come, and trod down the thistle. και απέστειλεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ προς Αμασίαν βασιλέα Ιούδα λέγων ο αχούχ ο εν τω Λιβάνω απέστειλε προς την κέδρον την εν τω Λιβάνω λέγων δος την θυγατέρα σου τω υιώ μου εις γυναίκα και ιδού ελεύσεται τα θηρία του αγρού τα εν τω Λιβάνω και ήλθον τα θηρία και κατεπάτησαν τον αχούχ
19Thou hast said, Behold, I have smitten Idumea, and thy stout heart exalts thee: now stay at home; for why dost thou implicate thyself in mischief, that thou shouldest fall, and Juda with thee. είπας ιδού επάταξα την Ιδουμαίαν και επαίρει σε η καρδία σου η βαρεία νυν κάθισον εν οίκω σου και ινατί συμβάλλεις εν κακία και πέση συ και Ιούδας μετά σου
20Nevertheless Amasias hearkened not, for it was of the Lord to deliver him into the enemy's hands, because he sought after the gods of the Idumeans. και ουκ ήκουσεν Αμασίας ότι παρά κυρίου εγένετο του παραδούναι αυτόν εις χείρας Ιωάς ότι εξεζήτησε τους θεούς των Ιδουμαίων
21So Joas king of Israel went up; and they saw one another, he and Amasias king of Juda, in Baethsamys, which is of Juda. και ανέβη Ιωάς ο βασιλεύς Ισραήλ και ώφθησαν αλλήλοις αυτός και Αμασίας βασιλεύς Ιούδα εν Βεθσαμής η εστι του Ιούδα
22And Juda was put to flight before Israel, and they fled every man to his tent. και ετροπώθη Ιούδας κατά πρόσωπον Ισραήλ και έφυγεν έκαστος εις το σκήνωμα αυτού
23And Joas king of Israel took prisoner Amasias king of Juda, son of Joas, son of Joachaz, in Baethsamys, and brought him to Jerusalem; and he pulled down part of the wall of Jerusalem from the gate of Ephraim to the corner gate, four hundred cubits. και τον Αμασίαν βασιλέα Ιούδα κατέλαβεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ εν Βαιθσαμής και εισήγαγεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ και κατέσπασεν από του τείχους Ιερουσαλήμ από πύλης Εφραϊμ έως πύλης γωνίας τετρακοσίους πήχεις
24And he took all the gold and the silver, and all the vessels that were found in the house of the Lord and with Abdedom, and the treasures of the king's house, and the hostages, and he returned to Samaria. και παν το χρυσίον και το αργύριον και πάντα τα σκεύη τα ευρεθέντα εν οίκω κυρίου και τα παρά τω Ωβήδ Εδώμ και τους θησαυρούς οίκου του βασιλέως και τους υιούς των συμμίξεων έλαβεν και επέστρεψεν εις Σαμάρειαν
25And Amasias the son of Joas king of Juda lived after the death of Joas the son of Joachaz king of Israel fifteen years. και έζησεν Αμασίας ο του Ιωάς βασιλεύς Ιούδα μετά το αποθανείν Ιωάς τον του Ιωάχαζ βασιλέα Ισραήλ έτη δεκαπέντε
26And the rest of the acts of Amasias, the first and the last, Lo! are they not written in the book of the kings of Juda and Israel? και οι λοιποί λόγοι Αμασίου οι πρώτοι και οι έσχατοι ουκ ιδού γεγραμμένοι επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ
27And at the time when Amasias departed from the Lord, then they formed a conspiracy against him; and he fled from Jerusalem to Lachis: and they sent after him to Lachis, and slew him there. και εν τω καιρώ ω απέστη Αμασίας από του κυρίου και επέθεντο αυτώ επίθεσιν εν Ιερουσαλήμ και έφυγεν εις Λαχίς και απέστειλαν κατόπισθεν αυτού εις Λαχίς και εθανάτωσαν αυτόν εκεί
28And they took him up on horses, and buried him with his fathers in the city of David. και ανέλαβον αυτόν επί των ίππων και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ

Chapter 26

[edit]
1Then all the people of the land took Ozias, and he was sixteen years old, and they made him king in the room of his father Amasias. και έλαβε πας ο λαός της γης Οζιαν και αυτός υιός εκκαίδεκα ετών και εβασίλευσαν αυτόν αντί του πατρός αυτού Αμασίου
2He built Aelath, he recovered it to Juda, after the king slept with his fathers. αυτός ωκοδόμησε την Αιλάθ αυτός επέστρεφεν αυτήν τω Ιούδα μετά το κοιμηθήναι τον βασιλέα μετά των πατέρων αυτού
3Ozias began to reign at the age of sixteen years, and he reigned fifty-two years in Jerusalem: and his mother's name was Jechelia of Jerusalem. υιός εκκαίδεκα ετών ο Οζίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και πεντήκοντα και δύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Ιεχελία από Ιερουσαλήμ
4And he did that which was right in the sight of the Lord, according to all that Amasias his father did. και εποίησε το ευθές ενώπιον κυρίου κατά πάντα όσα εποίησεν Αμασίας ο πατήρ αυτού
5And he sought the Lord in the days of Zacharias, who understood the fear of the Lord; and in his days he sought the Lord, and the Lord prospered him. και ην εκζητών τον κύριον εν ταις ημέραις Ζαχαρίου του συνιέντος εν οράσει θεού και εν ταις ημέραις αις εξεζήτησε τον κύριον κατεύθυνεν αυτόν κύριος ο θεός
6And he went out and fought against the Philistines, and pulled down the walls of Geth, and the walls of Jabner, and the walls of Azotus, and he built cities near Azotus, and among the Philistines. και εξήλθε και επολέμησε προς τους αλλοφύλους και κατέσπασε τα τείχη Γεθ και τα τείχη Ιαβνά και τα τείχη Αζώτου και ωκοδόμησε πόλεις εν Αζώτοω και εν τοις αλλοφύλοις
7And the Lord strengthened him against the Philistines, and against the Arabians that dwelt on the rock, and against the Minaeans. και κατίσχυσεν αυτόν κύριος επί τους αλλοφύλους και επί τους Αραβας τους κατοικούντας επί της πέτρας και επί τους Μιναίους
8And the Minaeans gave gifts to Ozias; and his fame spread as far as the entering in of Egypt, for he strengthened himself exceedingly. και έδωκαν οι Μιναίοι δώρα τω Οζία και ην το όνομα αυτού έως εισόδου Αιγύπτου ότι κατίσχυσεν έως άνω
9And Ozias built towers in Jerusalem, both at the gate of the corners, and at the valley gate, and at the corners and he fortified them. και ωκοδόμησεν Οζίας πύργους εν Ιερουσαλήμ και επί την πύλην της γωνίας και επί την πύλην της φάραγγος και επί των γωνιών και κατίσχυσεν αυτάς
10And he built towers in the wilderness, and dug many wells, for he had many cattle in the low country and in the plain; and vinedressers in the mountain country and in Carmel: for he was a husbandman. και ωκοδόμησε πύργους εν τη ερήμω και ελατόμησε λάκκους πολλούς ότι κτήνη πολλά υπήρχεν αυτώ εν Σεφηλά και εν τη πεδινή γεωργοί και αμπελουργοί εν τοις όρεσιν και εν τω Καρμήλω ότι φιλογεωργός ην
11And Ozias had a host of warriors, and that went out orderly to war, and returned orderly in number; and their number was made by the hand of Jeiel the scribe, and Maasias the judge, by the hand of Ananias the king's deputy. και εγένετο τω Οζία δύναμις ποιούσαι πόλεμον και εκπορευόμεναι εις παράταξιν και ο αριθμός της επισκέψεως αυτών διά χειρός Ιεϊήλ του γραμματέως και Μασσίου του κριτού και διά χειρός Ανανίου του διαδόχου του βασιλέως
12The whole number of the chiefs of families of the mighty men of war was two thousand six hundred; πας ο αριθμός των αρχόντων των πατριών των δυνατών εις πόλεμον δισχίλιοι εξακόσιοι
13and with them was a warrior force, three hundred thousand and seven thousand and five hundred: these waged war mightily to help the king against his enemies. και μετ΄ αυτών δύναμις πολεμική τριακόσιαι χιλιάδες και επτακισχίλιοι και πεντακόσιοι ούτοι οι ποιούντες πόλεμον εν δυνάμει ισχύος βοηθήσαι τω βασιλεί επί τους υπεναντίους
14And Ozias prepared for them, even for all the host, shields, and spears, and helmets, and breastplates, and bows, and slings for stones. και ητοίμασεν αυτοίς Οζίας πάση τη δυνάμει θυρεούς και δόρατα και περικεφαλαίας και θώρακας και τόξα και σφενδόνας εις λίθους
15And he made in Jerusalem machines invented by a wise contriver, to be upon the towers and upon the corners, to cast darts and great stones: and the fame of their preparation was heard at a distance; for he was wonderfully helped, till he was strong. και εποίησεν εν Ιερουσαλήμ μηχανάς μεμηχανευμένας λογισμοίς του είναι επί των πύργων και επί των γωνιών του βαλλείν βέλεσι και λίθοις μεγάλοις και ηκούσθη η κατασκευή αυτών έως πόρρω ότι εθαυμαστώθη του βοηθηθήναι έως ου κατίσχυσε
16And when he was strong, his heart was lifted up to his destruction; and he transgressed against the Lord his God, and went into the temple of the Lord to turn incense on the altar of incense. και ως κατίσχυσεν υψώθη η καρδία αυτού του καταφθείραι και ηδίκησεν εν κυρίω τω θεώ αυτού και εισήλθεν εις τον ναόν κυρίου του θυμίασαι επί το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων
17And there went in after him Azarias the priest, and with him eighty priests of the Lord, mighty men. και εισήλθεν οπίσω αυτού Αζαρίας ο ιερεύς και μετ΄ αυτού ογδοήκοντα ιερείς κυρίου υιοί δυνάμεως
18And they withstood Ozias the king, and said to him, It is not for thee, Ozias, to burn incense to the Lord, but only for the priests the sons of Aaron, who are consecrated to sacrifice: go forth of the sanctuary, for thou hast departed from the Lord; and this shall not be for glory to thee from the Lord god. και επέστησαν επί Οζίαν τον βασιλέα και είπον αυτώ ου σοι Οζία το θυμιάσαι τω κυρίω αλλ΄ τοις ιερεύσιν τοις υιοίς Ααρών τοις ηγιασμένοις το θυμιάσαι έξελθε απο του αγιάσματος ότι απέστης από του κυρίου και ουκ έσται σοι τούτο εις δόξαν παρά κυρίου του θεού
19And Ozias was angry, and in his hand was the censer to burn incense in the temple: and when he was angry with the priests, then the leprosy rose up in his forehead before the priests in the house of the Lord, over the altar of incense. και εθυμώθη Οζίας και εν τη χειρί αυτού το θυμιατήριον του θυμιάσαι εν τω ναώ και εν τω θυμωθήναι αυτόν προς τους ιερείς και η λέπρα ανέτειλεν εν τω μετώπω αυτού εναντίον των ιερέων εν τω οίκω κυρίου επάνω του θυσιαστηρίου των θυμιαμάτων
20And Azarias the chief priest, and the other priests, turned to look at him, and, behold, he was leprous in his forehead; and they got him hastily out thence, for he also hasted to go out, because the Lord had rebuked him. και επέστρεψε επ΄ αυτόν Αζαριάς ο ιερεύς ο πρώτος και οι ιερείς και ιδού αυτός λεπρός εν τω μετώπω και κατέσπευσαν αυτόν εκείθεν και γαρ αυτός έσπευσεν εξελθείν ότι ήλεγξεν αυτόν ο κύριος
21And Ozias the king was a leper to the day of his death, and he dwelt as a leper in a separate house; for he was cut off from the house of the Lord: and Joathan his son was set over his kingdom, judging the people of the land. και Οζίας ο βασιλεύς ην λεπρός έως ημέρας της τελευτής αυτού και εν οίκω απφουσώθ εκάθητο λεπρός ότι απεσχίσθη από οίκου κυρίου και Ιωαθάμ ο υιός αυτού επί της βασιλείας αυτού κρίνων τον λαόν της γης
22And the rest of the acts of Ozias, the first and the last, are written by Jessias the prophet. και οι λοιποί λόγοι Οζίου οι πρώτοι και οι έσχατοι γεγραμμένοι υπό Ησαϊου υιού Αμώς του προφήτου
23And Ozias slept with his fathers, and they buried him with his fathers in the field of the burial place of the kings, for they said, He is a leper; and Joatham his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Οζίας μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν τω πεδίω της ταφής των βασιλέων ότι είπαν λεπρός εστι και εβασίλευσεν Ιωαθάμ υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 27

[edit]
1Joatham was twenty and five years old when he began to reign, and he reigned sixteen years in Jerusalem: and his mother's name was Jerusa, daughter of Sadoc. υιός είκοσι και πέντε ετών Ιωαθάμ εν τω βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Ιερουσά θυγάτηρ Σαδώκ
2And he did that which was right in the sight of the Lord, according to all that his father Ozias did: but he went not into the temple of the Lord. And still the people corrupted themselves. και εποίησε το ευθές ενώπιον κυρίου κατά πάντα όσα εποίησεν Οζίας ο πατήρ αυτού πλην εις τον ναόν κυρίου ουκ εισήλθεν και έτι ο λαός κατεφθείρετο
3He built the high gate of the house of the Lord, and he built much in the wall of Opel. αυτός ωκοδόμησε την πύλην οίκου κυρίου την υψηλήν και εν τω τείχει του Ωφέλ ωκοδόμησε πολλά
4In the mountain of Juda, and in the woods, he built both dwelling-places and towers. και πόλεις ωκοδόμησε εν τοις όρεσιν Ιούδα και εν τοις δρυμοίς ωκοδόμησεν βάρεις και πύργους
5He fought against the king of the children of Ammon, and prevailed against him: and the children of Ammon gave him even annually a hundred talents of silver, and ten thousand measures of wheat, and ten thousand of barley. These the king of the children of Ammon brought to him annually in the first and second and third years. και αυτός εμαχέσατο προς βασιλέα υιών Αμμών και κατίσχυσεν επ΄ αυτόν και εδίδουν αυτώ οι υιοί Αμμών κατ΄ ενιαυτόν εκατόν τάλαντα αργυρίου και δέκα χιλιάδας κόρων πυρού και κριθών δέκα χιλιάδας ταύτα έφερεν αυτώ ο βασιλεύς υιών Αμμών κατ΄ ενιαυτόν και εν τω έτει τω δευτέρω και τω τρίτω
6Joatham grew strong, because he prepared his ways before the Lord his God. και κατίσχυσεν Ιωαθάμ ότι ητοίμασε τας οδούς αυτόν εναντίον κυρίου του θεού αυτού
7And the rest of the acts of Joatham, and his war, and his deeds, behold, they are written in the book of the kings of Juda and Israel. και οι λοιποί λόγοι Ιωαθάμ και ο πόλεμος και αι πράξεις αυτού ιδού γεγραμμέναι επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ
8And Joatham slept with his fathers, and was buried in the city of David: and Achaz his son reigned in his stead. υιός είκοσι και πέντε ετών ην Ιωαθάμ εν τω βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
9 και εκοιμήθη Ιωαθάμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Αχαζ υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 28

[edit]
1Achaz was five and twenty years old when he began to reign, and he reigned sixteen years in Jerusalem: and he did not that which was right in the sight of the Lord, as David his father. υιός είκοσι και πέντε ετών ην Αχαζ εν τω βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και ουκ εποίησε το ευθές ενώπιον κυρίου ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού
2But he walked in the ways of the kings of Israel, for he made graven images. και επορεύθη κατά τας οδούς βασιλέων Ισραήλ και γαρ γλυπτά εποίησε τοις Βααλείμ
3And he sacrificed to their idols in the valley of Benennom, and passed his children through the fire, according to the abominations of the heathen, whom the Lord cast out from before the children of Israel. και έθυεν εν φάραγγι Βενεννόμ και διήγε τα τέκνα αυτού πυρί κατά τα βδελύγματα των εθνών ων εξήρε κύριος από προσώπου υιών Ισραήλ
4And he burnt incense upon the high places, and upon the roofs, and under every shady tree. και εθυμία επί των υψηλών και επί των δωμάτων και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους
5And the Lord his God delivered him into the hand of the king of Syria; and he smote him, and took captive of them a great band of prisoners, and carried him to Damascus. Also God delivered him into the hands of the king of Israel, who smote him with a great slaughter. και παρέδωκεν αυτόν κύριος ο θεός αυτού εν χειρί βασιλέως Συρίας και επάταξεν εν αυτώ και ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν εξ αυτών και ήγαγεν εις Δαμασκόν και γαρ εις τας χείρας βασιλέως Ισραήλ παρέδωκεν αυτόν και επάταξεν εν αυτώ πληγήν μεγάλην
6And Phakee the son of Romelias king of Israel, slew in Juda in one day a hundred and twenty thousand mighty men; because they had forsaken the Lord God of their fathers. και απέκτεινε Φακεαί υιός Ρωμελίου βασιλεύς Ισραήλ εν Ιούδα εν μία ημέρα εκατόν και είκοσι χιλιάδας ανδρών δυνατών ισχύϊ εν τω καταλιπείν αυτούς κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών
7And Zechri, a mighty man of Ephraim, slew Maasias the king's son, and Ezrican the chief of his house, and Elcana the king's deputy. και απέκτεινε Ζεχρί ο δυνατός του Εφραϊμ τον Μαασίαν τον υιόν του βασιλέως και τον Εσρικάμ ηγούμενον του οίκου αυτού και τον Ελκανάν τον δεύτερον του βασιλέως
8And the children of Israel took captive of their brethren three hundred thousand, women, and sons, and daughters, and they spoiled them of much property, and brought the spoils to Samaria. και ηχμαλώτισαν οι υιοί Ισραήλ από των αδελφών αυτών διακοσίας χιλιάδας γυναίκας και υιούς και θυγατέρας και σκύλα πολλά εσκύλευσαν εξ αυτών και ήνεγκαν τα σκύλα εις Σαμάρειαν
9And there was there a prophet of the Lord, his name was Oded: and he went out to meet the host that were coming to Samaria, and said to them, Behold, the wrath of the Lord God of your fathers is upon Juda, and he has delivered them into your hands, and ye have slain them in wrath, and it has reached even to heaven. και εκεί ην ο προφήτης του κυρίου Ωδήδ όνομα αυτώ και εξήλθεν εις απάντησιν της δυνάμεως των ερχομένων εις Σαμάρειαν και είπεν αυτοίς ιδού οργή κυρίου του θεού των πατέρων υμών επί Ιούδαν και παρέδωκεν αυτούς εις τας χείρας υμών και απεκτείνατε εν αυτοίς εν οργή και έως των ουρανών έφθασε
10And now ye talk of keeping the children of Juda and Jerusalem for servants and handmaidens. Lo, am I not with you to testify for the Lord your God? και νυν τους υιούς Ιούδα και Ιερουσαλήμ υμείς λέγετε κατακτήσασθαι εις δούλους και δούλας ουκ ιδού ειμί μεθ΄ υμών μαρτυρήσαι κυρίω τω θεώ υμών πλημμέλειαι μεθ΄ υμών κυρίω τω θεώ υμών
11And now hearken to me, and restore the prisoners of your brethren whom ye have taken: for the fierce anger of the Lord is upon you. και νυν ακούσατέ μου και αποστρέψατε την αιχμαλωσίαν ην ηχμαλωτεύσατε από των αδελφών υμών ότι οργή θυμού κυρίου εφ΄ υμίν
12And the chiefs of the sons of Ephraim rose up, Udias the son of Joanas, and Barachias the son of Mosolamoth, and Ezekias the son of Sellem, and Amasias the son of Eldai, against those that came from the war, και ανέστησαν άρχοντες από των υιών Εφραϊμ Αζαρίας ο του Ιωνάν και Βαραχίας ο του Μωσολαμώθ και Εζεκίας ο του Σελλείμ και Αμασίας ο του Αδδί επί τους ερχομένους από του πολέμου
13and said to them, Ye shall not bring in hither the prisoners to us, for whereas sin against the Lord is upon us, ye mean to add to our sins, and to our trespass: for our sin is great, and the fierce anger of the Lord is upon Israel. και είπον αυτοίς ου εισαγάγητε την αιχμαλωσίαν ώδε προς ημάς ότι εις το πλημμελήσαι τω κυρίω εφ΄ ημάς υμείς λέγετε προσθείναι επί ταις αμαρτίαις ημών και επί την άγνοιαν ημών ότι πολλή η αμαρτία ημών και οργή θυμού κυρίου επί τον Ισραήλ
14So the warriors left the prisoners and the spoils before the princes and all the congregation. και αφήκαν οι πολεμισταί την αιχμαλωσίαν και τα σκύλα εναντίον των αρχόντων και πάσης της εκκλησίας
15And the men who were called by name rose up, and took hold of the prisoners, and clothed all the naked from the spoils, and gave them garments and shoes, and gave them food to eat, and oil to anoint themselves with, and they helped also every one that was weak with asses, and placed them in Jericho, the city of palm-trees, with their brethren; and they returned to Samaria. και ανέστησαν άνδρες οι επεκλήθησαν εν ονόματι και αντελάβοντο της αιχμαλωσίας και πάντας τους γυμνούς περιέβαλον από των σκύλων και ενέδυσαν αυτούς και υπέδησαν αυτούς και έδωκαν αυτοίς του φαγείν και πιείν και αλείψασθαι και αντελάβοντο αυτών εν υποζυγίοις παντός ασθενούς και κατέστησαν αυτούς εις Ιεριχώ την πόλιν φοινίκων προς αδελφούς αυτών και επέστρεψαν εις Σαμάρειαν
16At that time king Achaz sent to the king of Assyria to help him, and on this occasion, εν τω καιρώ εκείνω απέστειλεν ο βασιλεύς Αχαζ προς τον βασιλέα Ασσούρ του βοηθήσαι αυτώ
17because the Idumeans had attacked him, and smitten Juda, and taken a number of prisoners. και εν τούτω οι Ιδουμαίοι επέθεντο και επάταξαν εν Ιούδα και ηχμαλώτευσαν αιχμαλωσίαν
18Also the Philistines had made an attack on the cities of the plain country, and the cities of the south of Juda, and taken Baethsamys, and the things in the house of the Lord, and the things in the house of the king, and of the princes: and they gave to the king Aelon, and Galero, and Socho and her villages, and Thamna and her villages, and Gamzo and her villages: and they dwelt there. και οι αλλόφυλοι επέθεντο επί τας πόλεις της πεδινής και από λιβός του Ιούδα και έλαβον την Βαιθσαμής και την Αϊλών και Γαδηρώθ και την σοκχώθ και τας κώμας αυτής και την Θάμναν και τας κώμας αυτής και την Γαμζώ και τας κώμας αυτής και κατώκησαν εκεί
19For the Lord humbled Juda because of Achaz king of Juda, because he grievously departed from the Lord. ότι εταπείνωσε κύριος τον Ιούδαν διά τον Άχαζ βασιλέα Ιούδα ανθ΄ απεκάλυψεν εν τω Ιούδα και απέστη αποστάσει από κυρίου
20And there came against him Thalgaphellasar king of Assyria, and he afflicted him. και ήλθεν επι αυτόν Θεγλάθ βασιλεύς Ασσούρ και έθλιψεν αυτόν
21And Achaz took the things that were in the house of the Lord, and the things in the house of the king, and of the princes, and gave them to the king of Assyria: but he was no help to him, και έλαβεν Άχαζ τα εν τω οίκω κυρίου και τα εν τω οίκω του βασιλέως και των αρχόντων και έδωκε τω βασιλεί Ασσούρ και ουκ εις βοήθειαν αυτώ ην
22but only troubled him in his affliction: and he departed yet more from the Lord, and king Achaz said, αλλ΄ τω θλιβήναι αυτόν και προσέθηκε του αποστήναι από κυρίου και είπεν ο βασιλεύς Άχαζ
23I will seek after the gods of Damascus that smite me. And he said, Forasmuch as the gods of the king of Syria themselves strengthen them, therefore will I sacrifice to them, and they will help me. But they became a stumbling-block to him, and to all Israel. εκζήτησω τους θεούς Δαμασκού τους τύπτοντάς με και είπεν ότι οι θεοί βασιλέως Συρίας κατισχύσουσιν αυτούς τοίνυν θύσω αυτοίς και αντιλήψονταί μου και αυτοί εγένοντο αυτώ εις σκώλον και παντί Ισραήλ
24And Achaz removed the vessels of the house of the Lord, and cut them in pieces, and shut the doors of the house of the Lord, and made to himself altars in every corner in Jerusalem: και απέστησεν Άχαζ τα σκεύη οίκου κυρίου και κατέκοψεν αυτά και έκλεισε τας θύρας οίκου κυρίου και εποίησεν εαυτώ θυσιαστήρια εν πάση γωνία εν Ιερουσαλήμ
25and in each several city in Juda he made high places to burn incense to strange gods: and they provoked the Lord God of their fathers. και εν πάση πόλει και εν πόλει Ιούδα εποίησεν υψηλά του θυμιάν θεοίς αλλοτρίοις και παρώργισε κύριον τον θεόν των πατέρων αυτού
26And the rest of his acts, and his deeds, the first and the last, behold, they are written in the book of the kings of Juda and Israel. και οι λοιποί λόγοι αυτού και αι πράξεις αυτού αι πρώται και έσχαται ιδού γεγραμμένοι επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ
27And Achaz slept with his fathers, and was buried in the city of David; for they did not bring him into the sepulchres of the kings of Israel: and Ezekias his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Άχαζ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ ότι ουκ ήνεγκαν αυτόν εις τους τάφους των βασιλέων Ισραήλ και εβασίλευσεν Εζεκίας υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 29

[edit]
1And Ezekias began to reign at the age of twenty-five years, and he reigned twenty-nine years in Jerusalem: and his mother's name was Abia, daughter of Zacharias. υιός ων είκοσι και πέντε ετών Εζεκίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και έικοσιν εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Αβία θυγάτηρ Ζαχαρίου
2And he did that which was right in the sight of the Lord, according to all that his father David had done. και εποίησε το ευθές ενώπιον κυρίου κατά πάντα όσα εποίησε Δαυίδ ο πατήρ αυτού
3And it came to pass, when he was established over his kingdom, in the first month, he opened the doors of the house of the Lord, and repaired them. και εγένετο ως έστη επί της βασιλείας αυτού εν τω μηνί τω πρώτω ανέωξε τας θύρας οίκου κυρίου και επεσκεύασεν αυτάς
4And he brought in the priests and the Levites, and put them on the east side, και εισήγαγε τους ιερείς και τους Λευίτας και κατέστησεν αυτούς εις το κλίτος το προς ανατολάς
5and said to them, Hear, ye Levites: now sanctify yourselves, and sanctify the house of the Lord God of your fathers, and cast out the impurity from the holy places. και είπεν αυτοίς ακούσατέ μου οι Λευίται νυν αγιάσθητε και αγιάσατε τον οίκον κυρίου του θεού των πατέρων υμών και εκβάλετε την ακαθαρσίαν εκ των αγίων
6For our fathers have revolted, and done that which was evil before the Lord our God, and have forsaken him, and have turned away their face from the tabernacle of the Lord, and have turned their back. ότι απέστησαν οι πατέρες ημών και εποίησαν το πονηρόν εναντίον κυρίου του θεού ημών και εγκατέλιπαν αυτόν και απέστρεψαν το πρόσωπον αυτών από της σκηνής κυρίου και έδωκαν αυχένα
7And they have shut up the doors of the temple, and put out the lamps, and have not burnt incense, and have not offered whole-burnt-offerings in the holy place to the God of Israel. και απέκλεισαν τας θύρας του ναού και έσβεσαν τους λύχνους και θυμίαμα ουκ εθυμίασαν και ολοκαυτώματα ου προσήνεγκαν εν τω αγίω τω θεώ Ισραήλ
8And the Lord was very angry with Juda and Jerusalem, and made them an astonishment, and a desolation, and a hissing, as ye see with your eyes. και ωργίσθη οργή κύριος επί τον Ιούδαν και την Ιερουσαλήμ και έδωκεν αυτούς εις έκστασιν και εις αφανισμόν και εις συρισμόν ως υμείς οράτε τοις οφθαλμοίς υμών
9And, behold, your fathers have been smitten with the sword, and your sons and your daughters and your wives are in captivity in a land not their own, as it is even now. και ιδού έπεσον οι πατέρες ημών εν μαχαίρα και οι υιοί ημών και αι θυγατέρες ημών και αι γυναίκες ημών εν αιχμαλωσία εν γη ουκ εαυτών
10Therefore it is now in my heart to make a covenant, a covenant with the Lord God of Israel, that he may turn away his fierce wrath from us. ένεκεν τούτου εγένετο επί καρδίας μου του διαθέσθαι διαθήκην τω κυρίω θεώ Ισραήλ και αποστρέψει αφ΄ ημών την οργήν του θυμού αυτού
11And now be not wanting to your duty, for the Lord has chosen you to stand before him to minister, and to be ministers and burners of incense to him. και νυν μη διαλίπητε ποιείν ότι εν υμίν ηρέτικε κύριος του στήναι εναντίον αυτού λειτουργείν αυτώ και είναι αυτού λειτουργούς και θυμιώντας
12Then the Levites rose up, Maath the son of Amasi, and Joel the son of Azarias, of the sons of Caath: and of the sons of Merari, Kis the son of Abdi, and Azarias the son of Haelel: and of the sons of Gedsoni, Jodaad the son of Zemmath, and Joadam: these were the sons of Joacha. και ανέστησαν οι Λευίται Μαάθ ο του Αμεσί και Ιωήλ ο του Αζαρίου εκ των υιών Κάαθ και εκ των υιών Μεραρί Κις ο του Αβδί και Αζαρίας ο του Ιαλαιήλ και από των υιών Γερσών Ιωάχ ο του Ζεμμά και Ωδαάν ο του Ιωάχ
13And of the sons of Elisaphan; Zambri, and Jeiel: and of the sons of Asaph; Zacharias, and Matthanias: και των υιών Ελισαφάν Σαμβρί και Ιεϊήλ και των υιών Ασάφ Ζαχαρίας και Ματθανίας
14and of the sons of Aeman; Jeiel, and Semei: and of the sons of Idithun; Samaisa, and Oziel. και των υιών Αιμάν Ιεϊήλ και Σεμεϊ και των υιών Ιδιθούν Σαμέας και Οζίηλ
15And they gathered their brethren, and they purified themselves according to the king's command by the order of the Lord, to purify the house of the Lord. και συνήγαγον τους αδελφούς αυτών και ηγνίσθησαν κατά την εντολήν του βασιλέως διά προστάγματος κυρίου του καθαρίσαι τον οίκον κυρίου
16And the priests entered into the house of the Lord, to purify it, and they cast out all the uncleanness that was found in the house of the Lord, even into the court of the house of the Lord: and the Levites received it to cast into the brook of Kedron without. και εισήλθον οι ιερείς εσω εις τον οίκον κυρίου αγνίσαι και εξέβαλον πάσαν την ακαθαρσίαν την ευρεθείσαν εν τω οίκω κυρίου εις την αυλήν οίκου κυρίου και εδέξαντο οι Λευίται του εξενεγκείν εις τον χειμάρρουν Κεδρών έξω
17And Ezekias began on the first day, even on the new moon of the first month, to purify, and on the eighth day of the month they entered into the temple of the Lord: and they purified the house of the Lord in eight days; and on the thirteenth day of the first month they finished the work. και ήρξαντο εν μία του μηνός του πρώτου του αγιάσαι και τη ημέρα τη ογδόη του μηνός εισήλθον εις τον ναόν κυρίου και ηγίασαν τον οίκον κυρίου εν ημέραις οκτώ και τη ημέρα τη εκκαιδεκάτη του μηνός του πρώτου συνετέλεσαν
18And they went in to king Ezekias, and said, We have purified all the things in the house of the Lord, the altar of whole-burnt-offering, and its vessels, and the table of shew-bread, and its vessels; και εισήλθον έσω προς Εζεκίαν τον βασιλέα και είπον ηγνίσαμεν πάντα τα εν τω οίκω κυρίου και το θυσιαστήριον της ολοκαυτώσεως και τα σκεύη αυτού και την τράπεζαν της προθέσεως και πάντα τα σκεύη αυτής
19and all the vessels which king Achaz polluted in his reign, in his apostasy, we have prepared and purified: behold, they are before the altar of the Lord. και πάντα τα σκεύη α εμίανεν ο βασιλεύς Άχαζ εν τη βασιλεία αυτού εν τη αποστασία αυτού ητοιμάσαμεν και ηγιάσαμεν και ιδού εστίν εναντίον του θυσιαστηρίου κυρίου
20And king Ezekias rose early in the morning, and gathered the chief men of the city, and went up to the house of the Lord. και ώρθρισεν Εζεκίας ο βασιλεύς και συνήγαγε τους άρχοντας της πόλεως και ανέβη εις οίκον κυρίου
21And he brought seven calves, seven rams, seven lambs, seven kids of goats for a sin-offering, for the kingdom, and for the holy things, and for Israel: and he told the priests the sons of Aaron to go up to the altar of the Lord. και ανήγαγεν επτά μόσχους και επτά κριούς και επτά αμνούς και επτά χιμάρους αιγών περί αμαρτίας περί της βασιλείας και περί των αγίων και περί Ιούδα και είπε τοις υιοίς Ααρών τοις ιερεύσιν του ανενεγκείν επί το θυσιαστήριον κυρίου
22And they slew the calves, and the priests received the blood, and poured it on the altar: and they slew the rams, and poured the blood upon the altar: also they slew the lambs, and poured the blood round the altar. και έθυσαν τους μόσχους και εδέξαντο οι ιερείς το αίμα και προσέχεον επί το θυσιαστήριον και έθυσαν τους κριούς και προσέχεον επί το θυσιαστήριον το αίμα και έθυσαν τους αμνούς και προσέχεον το αίμα επί το θυσιαστήριον
23And they brought the goats for a sin-offering before the king and the congregation; and laid their hands upon them. και προσήγαγον τους χιμάρους τους περί αμαρτίας εναντίον του βασιλέως και της εκκλησίας και επέθηκαν τας χείρας αυτών επ΄ αυτούς
24And the priests slew them, and offered their blood as a propitiation on the altar; and they made atonement for all Israel: for the king said, The whole-burnt-offering, and the sin-offering are for all Israel. και έθυσαν αυτούς οι ιερείς και εξιλάσαντο το αίμα αυτών προς το θυσιαστήριον και εξιλάσαντο περί παντός Ισραήλ ότι είπεν ο βασιλεύς περί παντός Ισραήλ η ολοκαύτωσις και τα περί αμαρτίας
25And he stationed the Levites in the house of the Lord with cymbals, and lutes, and harps, according to the commandment of king David, and of Gad the king's seer, and Nathan the prophet: for by the commandment of the Lord the order was in the hand of the prophets. και έστησε τους Λευίτας εν οίκω κυρίου εν κυμβάλοις και εν νάβλαις και εν κινύραις κατά την εντολήν Δαυίδ του βασιλέως και Γαδ του ορώντος τω βασιλεί και Νάθαν του προφήτου ότι δι΄ εντολής κυρίου το πρόσταγμα εν χειρί των προφητών αυτού
26And the Levites stood with the instruments of David, and the priests with the trumpets. και έστησαν οι Λευίται εν οργάνοις Δαυίδ και οι ιερείς εν σάλπιγξι
27And Ezekias told them to offer up the whole-burnt-offering on the altar: and when they began to offer the whole-burnt-offering, they began to sing to the Lord, and the trumpets accompanied the instruments of David king of Israel. και είπεν Εζεκίας του ανενεγκείν την ολοκαύτωσιν επί το θυσιαστήριον και εν τω άρξασθαι αναφέρειν την ολοκαύτωσιν ήρξαντο άδειν τω κυρίω και αι σάλπιγγες προς τα όργανα Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ
28And all the congregation worshipped, and the psalm-singers were singing, and the trumpets sounding, until the whole-burnt-sacrifice had been completely offered. και πάσα η εκκλησία προσεκύνει και οι ψαλτωδοί άδοντες και αι σάλπιγγες σαλπίζουσαι έως ου συνετελέσθη η ολοκαύτωσις
29And when they had done offering it, the king and all that were present bowed, and worshipped. και ως συνετέλεσαν αναφέροντες έκαμψεν ο βασιλεύς και πάντες οι ευρεθέντες συν αυτώ και προσεκύνησαν
30And king Ezekias and the princes told the Levites to sing hymns to the Lord in the words of David, and of Asaph the prophet: and they sang hymns with gladness, and fell down and worshipped. και είπεν Εζεκίας ο βασιλεύς και οι άρχοντες τοις Λευίταις του υμνείν τον κύριον εν λόγοις Δαυίδ και Ασάφ του προφήτου και ύμνουν εν ευφροσύνη και έπεσον και προσεκύνησαν
31Then Ezekias answered and said, Now ye have consecrated yourselves to the Lord, bring near and offer sacrifices of praise in the house of the Lord. And the congregation brought sacrifices and thank-offerings into the house of the Lord; and every one who was ready in his heart brought whole-burnt-offerings. και απεκρίθη Εζεκίας και είπε νυν επληρώσατε τας χείρας υμών κυρίω προσαγάγετε και φέρετε θυσίας αινέσεως εις οίκον κυρίου και ανήνεγκεν η εκκλησία θυσίας και αινέσεις εις οίκον κυρίου και πας πρόθυμος τη καρδία ολοκαυτώσεις
32And the number of the whole-burnt-offerings which the congregation brought, was seventy calves, a hundred rams, two hundred lambs: all these were for a whole-burnt-offering to the Lord. και εγένετο ο αριθμός της ολοκαυτώσεως ης ανήνεγκεν η εκκλησία μόσχοι εβδομήκοντα κριοί εκατόν αμνοί διακόσιοι εις ολοκαύτωσιν κυρίω πάντα ταύτα
33And the consecrated calves were six hundred, and the sheep three thousand. και οι ηγιασμένοι μόσχοι εξακόσιοι πρόβατα τρισχίλια
34But the priests were few, and could not flay the whole-burnt-offering, so their brethren the Levites helped them, until the work was finished, and until the priests had purified themselves: for the Levites more zealously purified themselves than the priests. αλλ΄ οι ιερείς ήσαν ολίγοι και ουκ ηδύναντο δείραι την ολοκαύτωσιν και αντελαβόντο αυτών οι Λευίται έως ου συνετελέσθη το έργον και έως ου ηγιάσθησαν οι ιερείς ότι οι Λευίται προθύμως ηγιάσθησαν παρά τους ιερείς
35And the whole-burnt-offering was abundant, with the fat of the complete peace-offering, and the drink-offerings of the whole-burnt-sacrifice. So the service was established in the house of the Lord. και η ολοκαύτωσις πολλή εν τοις στέασι της τελειώσεως του σωτηρίου και αι σπονδαί της ολοκαυτώσεως και κατωρθώθη το έργον εν οίκω κυρίου
36And Ezekias and all the people rejoiced, because God has prepared the people: for the thing was done suddenly. και ηυφράνθη Εζεκίας και πας ο λαός διά το ητοιμακέναι τον τω λαώ ότι εξάπινα εγένετο ο λόγος

Chapter 30

[edit]
1And Ezekias sent to all Israel and Juda, and wrote letters to Ephraim and Manasse, that they should come into the house of the Lord to Jerusalem, to keep the passover to the Lord God of Israel. και απέστειλεν Εζεκίας επί πάντα Ισραήλ και Ιούδα και επιστολάς έγραψεν επί τον Εφραϊμ και Μανασσή ελθείν εις οίκον κυρίου εις Ιερουσαλήμ του ποιήσαι το φασέκ τω κυρίω θεώ Ισραήλ
2For the king, and the princes, and all the congregation in Jerusalem, designed to keep the passover in the second month. και εβουλεύσατο ο βασιλεύς και οι άρχοντες και πάσα η εκκλησία εν Ιερουσαλήμ ποιήσαι το φασέκ τω μηνί τω δευτέρω
3For they could not keep it at that time, because a sufficient number of priest had not purified themselves, and the people was not gathered to Jerusalem. ου γαρ εδυνήθησαν ποιήσαι αυτό εν τω καιρώ εκείνω ότι οι ιερείς ουχ ηγιάσθησαν ικανοί και ο λαός ου συνήχθη εν Ιερουσαλήμ
4And the proposal pleased the king and the congregation. και ήρεσεν ο λόγος εναντίον του βασιλέως και εναντίον της εκκλησίας
5And they established a decree that a proclamation should go through all Israel, from Bersabee to Dan, that they should come and keep the passover to the Lord God of Israel at Jerusalem: for the multitude had not done it lately according to the scripture. και έστησαν λόγον του διελθείν κήρυγμα εν παντί Ισραήλ από Βηρσαβεαί έως Δαν του ελθείν και ποιήσαι το φασέκ τω κυρίω θεώ Ισραήλ εις Ιερουσαλήμ ότι το πλήθος ουκ εποίησε κατά την γραφήν
6And the posts went with the letters from the king and the princes to all Israel and Juda, according to the command of the king, saying, Children of Israel, return to the Lord God of Abraam, and Isaac, and Israel, and bring back them that have escaped even those that were left of the hand of the king of Assyria. και επορεύθησαν οι τρέχοντες συν ταις επιστολαίς παρά του βασιλέως και των αρχόντων εις πάντα Ισραήλ και Ιούδαν κατά το πρόσταγμα του βασιλέως λέγοντες οι υιοί Ισραήλ επιστρέψατε προς κύριον θεόν Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και επιστρέψει τους ανασεσωσμένους τους καταλειφθέντας από χειρός βασιλέως Ασσούρ
7And be not as your fathers, and your brethren, who revolted from the Lord God of their fathers, and he gave them up to desolation, as ye see. και μη γίνεσθε καθώς οι πατέρες υμών και οι αδελφοί υμών οι απέστησαν από κυρίου θεού των πατέρων αυτών και παρέδωκεν αυτούς εις ερήμωσιν καθώς υμείς οράτε
8And now harden not your hearts, as your fathers did: give glory to the Lord God, and enter into his sanctuary, which he has sanctified for ever: and serve the Lord your God, and he shall turn away his fierce anger from you. και μη σκληρύνητε τους τραχήλους υμών ως οι πατέρες υμών δότε δόξαν κυρίω τω θεώ και εισέλθετε εις το αγίασμα αυτού ο ηγίασεν εις τον αιώνα και δουλεύσατε τω κυρίω θεώ υμών και αποστρέψει αφ΄ υμών τον θυμόν της οργής αυτού
9For when ye turn to the Lord, your brethren and your children shall be pitied before all that have carried them captives, and he will restore you to this land: for the Lord our God is merciful and pitiful, and will not turn away his face from you, if we return to him. ότι εν τω επιστρέφειν υμάς προς κύριον οι αδελφοί υμών και τα τέκνα υμών έσονται εν οικτιρμοίς εναντίον πάντων των αιχμαλωτισάντων αυτούς και αποστρέψει αυτούς εις την γην ταύτην ότι ελεήμων και οικτίρμων κύριος ο θεός ημών και ουκ αποστρέψει το πρόσωπον αυτού αφ΄ ημών εάν επιστρέψωμεν προς αυτόν
10So the posts went through from city to city in mount Ephraim, and Manasse, and as far as Zabulon: and they as it were laughed them to scorn, and mocked them. και ήσαν οι τρέχοντες διαπορευόμενοι πόλιν εκ πόλεως εν τω όρει Εφραϊμ και Μανασσή και έως Ζαβουλών και εγένοντο ως καταγελώντες αυτών και καταμωκώμενοι αυτούς
11But the men of Aser, and some of Manasses and of Zabulon, were ashamed, and came to Jerusalem and Juda. αλλά άνθρωποι από Ασήρ και Μανασσή και από Ζαβουλών ενετράπησαν και ήλθον εις Ιερουσαλήμ
12And the hand of the Lord was present to give them one heart to come, to do according to the commands of the king and of the princes, by the word of the Lord. και εν Ιούδα εγένετο χειρ θεού δούναι αυτοίς καρδίαν μίαν ελθείν και ποιήσαι κατά το πρόσταγμα του βασιλέως και των αρχόντων εν λόγω κυρίου
13And a great multitude were gathered to Jerusalem to keep the feast of unleavened bread in the second month, a very great congregation. και συνήχθησαν εν Ιερουσαλήμ λαός πολύς του ποιήσαι την εορτήν των αζύμων εν τω μηνί τω δευτέρω εκκλησία πολλή σφόδρα
14And they arose, and took away the altars that were in Jerusalem, and all on which they burnt incense to false gods they tore down and cast into the brook Kedron. και ανέστησαν και καθείλον τα θυσιαστήρια εν Ιερουσαλήμ και πάντα εν οις εθυμίων τοις ψευδέσι κατέσπασαν και έρριψαν εις τον χειμάρρουν Κεδρών
15Then they killed the passover on the fourteenth day of the second month: and the priests and the Levites repented, and purified themselves, and brought whole-burnt-offerings into the house of the Lord. και έθυσαν το φασέκ τη τεσσαρεσκαιδεκάτη του μηνός του δευτέρου και οι ιερείς και οι Λευίται ενετράπησαν και ηγιάσθησαν και εισήνεγκαν ολοκαυτώματα εις τον οίκον κυρίου
16And they stood at their post, according to their ordinance, according to the commandment of Moses the man of God: and the priests received the blood from the hand of the Levites. και έστησαν επί την στάσιν αυτών κατά το κρίμα αυτών κατά την εντολήν Μωυσή ανθρώπου του θεού και οι ιερείς εδέχοντο τα αίματα εκ χειρός των Λευιτών
17For a great part of the congregation was not sanctified; and the Levites were ready to kill the passover for every one who could not sanctify himself to the Lord. ότι πλήθος της εκκλησίας ουχ ηγνίσθη και οι Λευίται ήσαν του θύειν το φασέκ παντί τω μη δυναμένω αγνισθήναι τω κυρίω
18For the greatest part of the people of Ephraim, and Manasse, and Issachar, and Zabulon, had not purified themselves, but ate the passover contrary to the scripture. On this account also Ezekias prayed concerning them, saying, ότι το πλείστον του λαού από Εφραϊμ και Μανασσή και Ισσάχαρ και Ζαβουλών ουχ ηγνίσθησαν αλλά και έφαγον το φασέκ ου παρά την γραφήν και προσηύξατο Εζεκίας περί αυτών λέγων κύριος ο θεός ο αγαθός εξίλασαι υπέρ πάσης
19The good Lord be merciful with regard to every heart that sincerely seeks the Lord God of their fathers, and is not purified according to the purification of the sanctuary. καρδίας κατευθυνούσης εκζητήσαι τον κύριον τον θεόν των πατέρων αυτών και ουκ ως κατά την αγνείαν των αγίων
20And the Lord hearkened to Ezekias, and healed the people. και επήκουσε κύριος του Εζεκίου και ιάσατο τον λαόν
21And the children of Israel who were present in Jerusalem kept the feast of unleavened bread seven days with great joy; and they continued to sing hymns to the Lord daily, and the priests and the Levites played on instruments to the Lord. και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ οι ευρεθέντες εν Ιερουσαλήμ την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας εν ευφροσύνη μεγάλη και καθύμνουν τω κυρίω ημέραν καθ΄ ημέραν και οι ιερείς και οι Λευίται εν οργάνοις ισχύος τω κυρίω
22And Ezekias encouraged all the Levites, and those that had good understanding of the Lord: and they completely kept the feast of unleavened bread seven days, offering peace-offerings, and confessing to the Lord God of their fathers. και ελάλησεν Εζεκίας επί καρδίαν πάντων των Λευιτών και των συνιόντων σύνεσιν αγαθήν τω κυρίω και συνετέλεσαν την εορτήν των αζύμων επτά ημέραις θύοντες θυσίας σωτηρίου και εξομολογούμενοι κυρίω τω θεώ των πατέρων αυτών
23And the congregation purposed together to keep other seven days: and they kept seven days with gladness. και εβουλεύσατο πάσα η εκκλησία ποιήσαι επτά ημέρας άλλας και εποίησαν άλλας επτά ημέρας εν ευφροσύνη
24For Ezekias set apart for Juda, even for the congregation, a thousand calves and seven thousand sheep; and the princes set apart for the people a thousand calves and ten thousand sheep: and the holy things of the priests abundantly. ότι Εζεκίας ο βασιλεύς Ιούδα απήρξατο πάση τη εκκλησία χιλίους μόσχους και επτακισχίλια πρόβατα και οι άρχοντες απήρξαντο τω λαώ μόσχους χιλίους και προβάτων δέκα χιλιάδας και ηγιάσθησαν των ιερέων εις πλήθος
25And all the congregation, the priests and the Levites, rejoiced, and all the congregation of Juda, and they that were present of Jerusalem, and the strangers that came from the land of Israel, and the dwellers in Juda. και ευφράνθη πάσα η εκκλησία Ιούδα και οι ιερείς και οι Λευίται και πάσα η εκκλησία οι ελθόντες εξ Ισραήλ και οι προσήλυτοι οι ελθόντες από γης Ισραήλ και οι κατοικούντες Ιούδα
26And there was great joy in Jerusalem: from the days of Solomon the son of David king of Israel there was not such a feast in Jerusalem. και εγένετο ευφροσύνη μεγάλη εν Ιερουσαλήμ ότι από ημερών Σολομώντος υιού Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ ουκ εγένετο τοιαύτη εορτή εν Ιερουσαλήμ
27Then the priests the Levites rose up and blessed the people: and their voice was heard, and their prayer came into his holy dwelling-place, even into heaven. και ανέστησαν οι ιερείς οι Λευίται και ευλόγησαν τον λαόν και επηκούσθη η φωνή αυτών και ήλθεν η προσευχή αυτών εις το κατοικητήριον το άγιον αυτού εις τον ουρανόν

Chapter 31

[edit]
1And when all these things were finished, all Israel that were found in the cities of Juda went out, and broke in pieces the pillars, and cut down the groves, and tore down the high places and the altars out of all Judea and Benjamin, also of Ephraim and Manasse, till they made an end: and all Israel returned, every one to his inheritance, and to their cities. και ως συνετελέσθη πάντα ταύτα εξήλθε πας Ισραήλ οι ευρεθέντες εν πόλεσιν Ιούδα και συνέτριψαν τας στήλας και εξέκοψαν τα άλση και κατέσπασαν τα υψηλά και καθείλον τα θυσιαστήρια από πάσης της Ιουδαίας και Βενιαμίν και εξ Εφραϊμ και από Μανασσή έως συντέλειαν και επέστρεψαν πας Ισραήλ έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού και εις τας πόλεις αυτών
2And Ezekias appointed the courses of the priests and the Levites, and the courses of each one according to his ministry, to the priests and to the Levites, for the whole-burnt-offering, and for the peace-offering, and to praise, and to give thanks, and to minister in the gates, and in the courts of the house of the Lord. και έταξεν Εζεκίας τας εφημέριας των ιερέων και των Λευιτών και τας εφημερίας εκάστου κατά την λειτουργίαν αυτού τοις ιερεύσι και τοις Λευίταις εις την ολοκαύτωσιν και εις την θυσίαν του σωτηρίου και του αινείν και εξομολογείσθαι και λειτουργείν εν ταις πύλαις εν ταις αυλαίς οίκου κυρίου
3And the king's proportion out of his substance was appointed for the whole-burnt-offerings, the morning and the evening one, and the whole-burnt-offerings for the sabbaths, and for the new moons, and for the feasts that were ordered in the law of the Lord. και η μερίς του βασιλέως εκ των υπαρχόντων αυτού εις τας ολοκαυτώσεις την πρωϊνήν και την δειλινήν και εις τα ολοκαυτώσεις των σαββάτων και εις τας νουμηνίας και εις τας εορτάς τας γεγραμμένας εν τω νόμω κυρίου
4And they told the people who dwelt in Jerusalem, to give the portion of the priests and the Levites, that they might be strong in the ministry of the house of the Lord. και είπεν τω λαώ τοις κατοικούσιν εν Ιερουσαλήμ δούναι την μερίδα των ιερέων και των Λευιτών όπως κατισχύσωσιν εν τη λειτουργία οίκου κυρίου
5And as he gave the command, Israel brought abundantly first-fruits of corn, and wine, and oil, and honey, and every fruit of the field: and the children of Israel and Juda brought tithes of everything abundantly. και ως προσέταξε τον λόγον επλεόνασαν οι υιοί Ισραήλ απαρχήν σίτου και οίνου και ελαίου και μέλιτος και παν γέννημα αγρού και επιδέκατα πάντα εις πλήθος ήνεγκαν οι υιοί Ισραήλ και Ιούδα
6And they that dwelt in the cities of Juda themselves also brought tithes of calves and sheep, and tithes of goats, and consecrated them to the Lord their God, and they brought them and laid them in heaps. και οι κατοικούντες εν ταις πόλεσιν Ιούδα και αυτοί ήνεγκαν επιδέκατα μόσχων και προβάτων και επιδέκατα αιγών και ηγίασαν τω κυρίω θεώ αυτών και εισήνεγκαν και έθηκαν σωρούς σωρούς
7In the third month the heaps began to be piled, and in the seventh month they were finished. εν τω μηνί τω τρίτω ήρξαντο οι σωροί θεμελιούσθαι και εν τω μηνί τω εβδόμω συνετελέσθησαν
8And Ezekias and the princes came and saw the heaps, and blessed the Lord, and his people Israel. και ήλθεν Εζεκίας και οι άρχοντες και είδον τους σωρούς και ευλόγησαν τον κύριον και τον λαόν αυτού Ισραήλ
9Then Ezekias enquired of the priests and the Levites concerning the heaps. και επυνθάνετο Εζεκίας των ιερέων και των Λευιτών υπέρ των σωρών
10And Azarias the priest, the chief over the house of Sadoc, spoke to him, and said, From the time that the first-fruits began to be brought into the house of the Lord, we have eaten and drunk, and left even abundantly; for the Lord has blessed his people, and we have left to this amount. και είπε προς αυτόν Αζαρίας ο ιερεύς ο άρχων του οίκου Σαδώκ και είπεν εξ ου ήρκται η απαρχή φέρεσθαι εις τον οίκον κυρίου εφάγομεν και επίομεν και κατελίπομεν έως εις πλήθος ότι κύριος ευλόγησε τον λαόν αυτού και κατελίπομεν έτι το πλήθος τούτο
11And Ezekias told them yet farther to prepare chambers for the house of the Lord; and they prepared them, και είπεν Εζεκίας ετοιμάσαι παστοφόρια εις τον οίκον κυρίου και ητοίμασαν
12and they brought thither the first-fruits and the tithes faithfully: and Chonenias the Levite was superintendent over them, and Semei his brother was next. και εισήνεγκαν εκεί τας απαρχάς και τα επιδέκατα εν πίστει και επ΄ αυτών επιστάτης Χωνενίας ο Λευίτης και Σεμεεί ο αδελφός αυτού διαδεχόμενος
13and Jeiel, and Ozias, and Naeth, and Asael, and Jerimoth, and Jozabad, and Eliel, and Samachia, and Maath, and Banaias, and his sons, were appointed by Chonenias and Semei his brother, as Ezekias the king, and Azarias who was over the house of the Lord commanded. και Ιεϊήλ και Οζίας και Ναάθ και Ασαήλ και Ιεριμώθ και Ιωζαβάδ και Ελιήλ και Σαμαχία και Μαάθ και Βανέας καθεστάμενοι διά Χωνενίου και Σεμεεί του αδελφού αυτού καθώς προσέταξεν Εζεκίας ο βασιλεύς και Αζαρίας ο ηγούμενος οίκου κυρίου
14And Core, the son of Jemna the Levite, the porter eastward, was over the gifts, to distribute the first-fruits of the Lord, and the most holy things, και Κορή ο του Ιεμνά ο Λευίτης ο πυλωρός κατά ανατολάς επί των δομάτων δούναι τας απαρχάς του κυρίου και τα άγια των αγίων
15by the hand of Odom, and Benjamin, and Jesus, and Semei, and Amarias, and Sechonias, by the hand of the priests faithfully, to give to their brethren according to the courses, as well to great as small; διά χειρός Αδάν και Βενιαμίν και Ιησούς και Σεμεεί και Αμαρείας και Σεχενίας εν ταις πόλεσι διά χειρός των ιερέων εν πίστει δούναι τοις αδελφοίς αυτών κατά τας εφημερίας κατά τον μέγαν και τον μικρόν
16besides the increase of males from three years old and upward, to every one entering into the house of the Lord, a portion according to a daily rate, for service in the daily courses of their order. εκτός της επιγονής των αρσενικών από τριέτους και επάνω παντί τω εισπορευομένω εις οίκον κυρίου εις λόγον ημερών εν ημέρα αυτού εις λειτουργίαν εφημερίας διατάξεως αυτών
17This is the distribution of the priests according to the houses of their families; and the Levites in their daily courses from twenty years old and upward were in their order, ούτος ο καταλοχισμός των ιερέων κατ΄ οίκους πατριών και οι Λευίται εν ταις εφημερίαις αυτών από εικοσαέτους και επάνω εν διατάξει
18to assign stations for all the increase of their sons and their daughters, for the whole number: for they faithfully sanctified the holy place. εν καταλοχίαις εν πάση επιγονή υιών αυτών και θυγατέρων αυτών εις παν πλήθος ότι εν πίστει ηγίασαν το άγιον
19As for the sons of Aaron that executed the priests' office, —even those from their cities the men in each several city who were named expressly, —were appointed to give a portion to every male among the priests, and to every one reckoned among the Levites. και τοις υιοίς Ααρών τοις ιερατεύουσιν εν τοις αγροίς και εν ταις πόλεσιν αυτών εν πάση πόλει και πόλει άνδρες οι ωνομάσθησαν εν ονόματι δούναι μερίδα παντί αρσενικώ εν τοις ιερεύσι και παντί καταριθμουμένω εν τοις Λευίταις
20And Ezekias did so through all Juda, and did that which was good and right before the Lord his God. και εποίησεν ούτως Εζεκίας εν παντί Ιούδα και εποίησε το καλόν και το ευθές και το αληθές εναντίον του κυρίου του θεού αυτού
21And in every work which he began in service in the house of the Lord, and in the law, and in the ordinances, he sought his God with all his soul, and wrought, and prospered. και εν παντί έργω εν ω ήρξατο εν τη εργασία εν οίκω κυρίου και εν τω νόμω και εν τοις προστάγμασιν εξεζήτησε τον θεόν αυτού εξ όλης ψυχής αυτού και εποίησε και ευοδώθη

Chapter 32

[edit]
1And after these things and this faithful dealing, came Sennacherim king of the Assyrians, and he came to Juda, and encamped against the fortified cities, and intended to take them for himself. και μετά τους λόγους τούτους και την αλήθειαν ταύτην ήλθε Σενναχηρίβ βασιλεύς Ασσυρίων και ήλθεν επί Ιούδαν και παρενέβαλεν επί τας πόλεις τας τειχήρεις και είπε προκαταλαβέσθαι αυτάς
2And Ezekias saw that Sennacherim was come, and that his face was set to fight against Jerusalem. και είδεν Εζεκίας ότι ήκει Σενναχηρίβ και το πρόσωπον αυτού του πολεμήσαι επί Ιερουσαλήμ
3And he took counsel with his elders and his mighty men to stop the wells of water which were without the city: and they helped him. και εβουλεύσατο μετά των πρεσβυτέρων αυτού και των δυνατών εμφράξαι τα ύδατα των πηγών α ην έξω της πόλεως και συνεπίσχυσαν αυτώ
4And he collected many people, and stopped the wells of water, and the river that flowed through the city, saying, Lest the king of Assyria come, and find much water, and strengthen himself. και συνήγαγε λαόν πολύν και ενέφραξε τα ύδατα των πηγών και τον χειμάρρουν τον διορίζοντα διά της πόλεως λέγων μη έλθη βασιλεύς Ασσυρίων και εύρη ύδωρ πολύ και κατισχύση
5And Ezekias strengthened himself, and built all the wall that had been pulled down, and the towers, and another wall in front without, and fortified the strong place of the city of David, and prepared arms in abundance. και κατίσχυσεν Εζεκίας και ωκοδόμησε παν το τείχος το κατεσκαμμένον και πύργους και έξω προτείχισμα άλλο και κατίσχυσε το ανάλημμα της πόλεως Δαυίδ και κατεσκεύασεν όπλα πολλά
6And he appointed captains of war over the people, and they were gathered to meet him to the open place of the gate of the valley, and he encouraged them, saying, και έθετο άρχοντας πολέμου επί τον λαόν και συνήχθησαν προς αυτόν επί την πλατείαν της πύλης της πόλεως και ελάλησεν επί την καρδίαν αυτών λέγων
7Be strong and courageous, and fear not, neither be dismayed before the King of Assyria, and before all the nation that is with him: for there are more with us than with him. ισχύσατε και ανδρίζεσθε μη φοβηθήτε μηδέ πτοηθήτε από προσώπου βασιλέως Ασσούρ και από προσώπου παντός τους έθνους του μετ΄ αυτού ότι μεθ΄ ημών πλειούς υπέρ τους μετ΄ αυτού
8With him are arms of flesh; but with us is the Lord our God to save us, and to fight our battle. And the people were encouraged at the words of Ezekias king of Juda. μετ΄ αυτού βραχίονες σαρκικοί μεθ΄ ημών δε κύριος ο θεός ημών του σώζειν και του πολεμείν τον πόλεμον ημών και κατεθάρσησεν ο λαός επί τοις λόγοις Εζεκίου βασιλέως Ιούδα
9And afterward Sennacherim king of the Assyrians sent his servants to Jerusalem; and he went himself against Lachis, and all his army with him, and sent to Ezekias king of Juda, and to all Juda that was in Jerusalem, saying, και μετά ταύτα απέστειλε Σενναχηρίβ βασιλεύς Ασσυρίων τους παίδας αυτού επί Ιερουσαλήμ και αυτός επί Λάχεις και πάσα η στρατιά αυτού μετ΄ αυτού και απέστειλε προς Εζεκίαν βασιλέα Ιούδα και προς πάντα Ιούδαν τον εν Ιερουσαλήμ λέγων
10Thus says Sennacherim king of the Assyrians, On what do ye trust, that ye will remain in the siege in Jerusalem? ούτως λέγει Σενναχηρίβ βασιλεύς Ασσυρίων επί τίνι υμείς πεποίθατε και καθήσεσθε εν τη περιοχή εν Ιερουσαλήμ
11Does not Ezekias deceive you, to deliver you to death and famine and thirst, saying, The Lord our God will deliver us out of the hand of the king of Assyria? ουχί Εζεκίας απατά υμάς του παραδούναι υμάς εις θάνατον και εις λιμόν και εις δίψαν λέγων κύριος ο θεός ημών σώσει ημάς εκ χειρός βασιλέως Ασσούρ
12Is not this Ezekias who has taken down his altars and his high places and has spoken to Juda and the dwellers in Jerusalem, saying, Ye shall worship before this altar and burn incense upon it? ουχ ούτος εστίν Εζεκίας ος περιείλε τα θυσιαστήρια αυτού και τα υψηλά αυτού και είπε τω Ιούδα και τοις κατοικούσιν εν Ιερουσαλήμ λέγων ενώπιον του θυσιαστηρίου τούτου προσκυνήσετε και επ΄ αυτώ θυμιάσατε
13Know ye not what I and my fathers have done to all the nations of the countries? Could the gods of the nations of all the earth at all rescue their people out of my hand? ου γνώσεσθε τι εποίησα εγώ και οι πατέρες μου πάσι τοις λαοίς των χωρών μη δυνάμενοι εδυνήθησαν οι θεοί των εθνών πάσης της γης σώσαι τον λαόν αυτών εκ χειρός μου
14Who is there among all the gods of those nations whom my fathers utterly destroyed, worthy of trust? Could they deliver their people out of my hand, that your God should deliver you out of my hand? τις εν πάσι τοις θεοίς των εθνών τούτων ους εξωλόθρευσαν οι πατέρες μου ος εδυνήθη σώσαι τον λαόν αυτού εκ χειρός μου ότι δυνήσεται ο θεός υμών σώσαι υμάς εκ χειρός μου
15Now then, let not Ezekias deceive you, and let him not make you thus confident, and believe him not: for no god of any kingdom or nation is at all able to deliver his people out of my hand, or the hand of my fathers: therefore your God shall not deliver you out of my hand. και νυν μη απατάτω υμάς Εζεκίας και μη πεποιθέναι υμάς ποιείτω κατά ταύτα και μη πιστεύετε αυτώ ότι ου εδυνήθη θεός παντός έθνους και βασιλείας του σώσαι τον λαόν αυτού εκ χειρός μου και εκ χειρός των πατέρων μου ότι ο θεός υμών ου σώσει υμάς εκ χειρός μου
16And his servants continued to speak against the Lord God, and against his servant Ezekias. και έτι ελάλησαν οι παίδες αυτού επί τον κύριον τον θεόν και επί Εζεκίαν παίδα αυτού
17And he wrote a letter to reproach the Lord God of Israel, and spoke concerning him, saying, As the gods of the nations of the earth have not delivered their people out of my hand, so the God of Ezekias shall by no means deliver his people out of my hand. και βιβλίον έγραψεν του ονειδίζειν κύριον τον θεόν Ισραήλ και είπε περί αυτού λέγων καθώς οι θεοί των εθνών της γης ουκ εξείλαντο τους λαούς αυτών εκ χειρός μου ούτως ου εξέληται ο θεός Εζεκίου τον λαόν αυτού εκ χειρός μου
18And he cried with a loud voice in the Jews' language to the people of Jerusalem on the wall, calling them to assist them, and pull down the walls, that they might take the city. και εβόησαν εν φωνή μεγάλη Ιουδαϊστι επί τον λαόν Ιερουσαλήμ τον επί του τείχους του φοβήσαι αυτούς και του κατασπάσαι αυτού όπως προκαταλάβωνται την πόλιν
19And he spoke against the God of Jerusalem, even as against the gods of the nations of the earth, the works of the hands of men. και ελάλησεν επί τον θεόν Ιερουσαλήμ ως και επί τους θεούς των λαών της γης έργα χειρών ανθρώπων
20And king Ezekias and Esaias the prophet the son of Amos prayed concerning these things, and they cried to heaven. και προσηύξατο Εζεκίας ο βασιλεύς και Ησαϊας υιός Αμώς ο προφήτης περί τούτων και εβόησαν εις τον ουρανόν
21And the Lord sent an angel, and he destroyed every mighty man and warrior, and leader and captain in the camp of the king of Assyria: and he returned with shame of face to his own land and came into the house of his god: and some of them that came out of his bowels slew him with the sword. και απέστειλε κύριος άγγελον και εξέτριψε πάντα δυνατόν πολεμιστήν και άρχοντα και στρατηγόν εν τη παρεμβολή του βασιλέως Ασσούρ και απέστρεψε μετά αισχύνης προσώπου εις την γην αυτού και εισήλθεν εις οίκον του θεού αυτού και των εξελθόντων εκ κοιλίας αυτού κατέβαλον αυτόν εν ρομφαία
22So the Lord delivered Ezekias and the dwellers in Jerusalem out of the hand of Sennacherim King of Assyria, and out of the hand of all his enemies, and gave them rest round about. και έσωσε κύριος τον Εζεκίαν και τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ εκ χειρός Σενναχηρίβ βασιλέως Ασσούρ και εκ χειρός πάντων και κατέπαυσεν αυτούς κυκλόθεν
23And many brought gifts to the Lord to Jerusalem, and presents to Ezekias king of Juda; and he was exalted in the eyes of all the nations after these things. και πολλοί έφερον δώρα τω κυρίω εις Ιερουσαλήμ και δόματα τω Εζεκία βασιλεί Ιούδα και υπερήρθη κατ΄ οφθαλμούς πάντων των εθνών μετά ταύτα
24In those days Ezekias was sick even to death, and prayed to the Lord: and he hearkened to him, and gave him a sign. εν ταις ημέραις εκείναις ηρρώστησεν Εζεκίας έως θανάτου και προσηύξατο προς κύριον και επήκουσεν αυτού και σημείον έδωκεν αυτώ
25But Ezekias did not recompense the Lord according to the return which he made him, but his heart was lifted up: and wrath came upon him, and upon Juda and Jerusalem. και ου κατά το ανταπόδομα ο ανταπέδωκεν αυτώ Εζεκίας αλλά υψώθη η καρδία αυτού και εγένετο επ΄ αυτόν οργή και επί Ιούδαν και Ιερουσαλήμ
26And Ezekias humbled himself after the exaltation of his heart, he and the dwellers in Jerusalem; and the wrath of the Lord did not come upon them in the days of Ezekias. και εταπεινώθη Εζεκίας από του ύψους της καρδίας αυτού αυτός και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ και ουκ επήλθεν επ΄ αυτούς οργή κυρίου εν ταις ημέραις Εζεκίου
27And Ezekias had wealth and very great glory: and he made for himself treasuries of gold, and silver, and precious stones, also for spices, and stores for arms, and for precious vessels; και εγένετο τω Εζεκία πλούτος και δόξα πολλή σφόδρα και θησαυρούς εποίησεν αυτώ αργυρίου και χρυσίου και λίθου τιμίου και εις τα αρώματα και οπλοθήκας εποίησεν και πάσι τοις σκεύεσι της επιθυμίας αποθήκας
28and cities for the produce of corn, and wine, and oil; and stalls and mangers for every kind of cattle, and folds for flocks; και πόλεις εις τα γεννήματα του σίτου και οίνου και ελαίου και φάτνας παντός κτήνους και μάνδρας εις τα ποίμνια
29and cities which he built for himself, and store of sheep and oxen in abundance, for the Lord gave him a very great store. και πόλεις εποίησεν εαυτώ και κτήσεις προβάτων και βοών εις πλήθος ότι έδωκεν αυτώ κύριος αποσκευήν πολλήν σφόδρα
30The same Ezekias stopped up the course of the water of Gion above, and brought the water down straight south of the city of David. And Ezekias prospered in all his works. αυτός Εζεκίας ενέφραξε την έξοδον του ύδατος Γειών το άνω και κατεύθυνεν αυτά κάτω προς δυσμάς της πόλεως Δαυίδ και ευοδώθη Εζεκίας εν πάσι τοις έργοις αυτού
31Notwithstanding, in regard to the ambassadors of the princes of Babylon, who were sent to him to enquire of him concerning the prodigy which came upon the land, the Lord left him, to try him, to know what was in his heart. και ούτως εν τοις πρεσβευταίς των αρχόντων των από Βαβυλώνος τοις αποσταλείσι προς αυτόν πυθέσθαι παρ΄ αυτού το τέρας ο εγένετο επί της γης και εγκατέλιπεν αυτόν κύριος του πειράσαι αυτόν ειδέναι τα εν τη καρδία αυτού
32And the rest of the acts of Ezekias, and his kindness, behold, they are written in the prophecy of Esaias the son of Amos the prophet, and in the book of the kings of Juda and Israel. και τα λοιπά των λόγων Εζεκίου και τα ελέη αυτού ιδού γέγραπται εν τη προφητεία Ησαϊου υιού Αμώς του προφήτου και επί βιβλίου βασιλέων Ιούδα και Ισραήλ
33And Ezekias slept with his fathers, and they buried him in a high place among the sepulchres of the sons of David: and all Juda and the dwellers in Jerusalem gave him glory and honour at his death. And Manasses his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Εζεκίας μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν τη αναβάσει των τάφων υιών Δαυίδ και δόξαν και τιμήν έδωκαν αυτώ εν τω θανάτω αυτού πας Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και εβασίλευσε Μανασσής υιός αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 33

[edit]
1Manasses was twelve years old when he began to reign, and he reigned fifty-five years in Jerusalem. υιός ων δεκαδύο ετών Μανασσής εν τω βασιλεύειν αυτόν και πεντηκονταπέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
2And he did that which was evil in the sight of the Lord, according to all the abominations of the heathen, whom the Lord destroyed from before the face of the children of Israel. και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου κατά πάντα τα βδελύγματα των εθνών ων εξήρε κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ
3And he returned and built the high places, which his father Ezekias had pulled down, and set up images to Baalim, and made groves, and worshipped all the host of heaven, and served them. και επέστρεψε και ωκοδόμησε τα υψηλά α κατέσπασεν Εζεκίας ο πατήρ αυτού και έστησε θυσιαστήρια τοις Βααλείμ και εποίησεν άλση και προσεκύνησε πάση τη στρατιά του ουρανού και εδούλευσεν αυτοίς
4And he built altars in the house of the Lord, concerning which the Lord said, In Jerusalem shall be my name for ever. και ωκοδόμησε θυσιαστήρια εν οίκω κυρίου εν ω είπε κύριος εν Ιερουσαλήμ έσται το όνομά μου εις τον αιώνα
5And he built altars to all the host of heaven in the two courts of the house of the Lord. και ωκοδόμησε θυσιαστήρια πάση τη στρατιά του ουρανού εν ταις δυσίν αυλαίς οίκου κυρίου
6He also passed his children through the fire in the valley of Benennom; and he divined, and used auspices, and sorceries, and appointed those who had divining spirits, and enchanters, and wrought abundant wickedness before the Lord, to provoke him. και αυτός διήγε τα τέκνα αυτού εν πυρί εν γη Βενενώμ και εκληδονίζετο και οιωνίζετο και εφαρμακεύετο και εποίησεν εγγαστριμύθους και επαοιδούς και επλήθυνε του ποιήσαι το πονηρόν ενώπιον κυρίου του παροργίσαι αυτόν
7And he set the graven image, the molten statue, the idol which he made, in the house of God, of which God had said to David and to Solomon his son, In this house, and Jerusalem, which I have chosen out of all the tribes of Israel, I will put my name for ever; και έθηκε το γλυπτόν και το χωνευτόν εικόνα ην εποίησεν εν τω οίκω θεού εν ω είπε θεός προς Δαυίδ και προς Σολομώντα τον υιόν αυτού εν τω οίκω τούτω και εν Ιερουσαλήμ ην εξελεξάμην εκ πασών φυλών Ισραήλ θήσω το όνομά μου εκεί εις τον αιώνα
8and I will not again remove the foot of Israel from the land which I gave to their fathers, if only they will take heed to do all things which I have commanded them, according to all the law and the ordinances and the judgments given by the hand of Moses. και ου προσθήσω του σαλεύσαι τον πόδα Ισραήλ από της γης ης έδωκα τοις πατράσιν αυτών πλην εάν φυλάσσωνται του ποιήσαι πάντα α ενετειλάμην αυτοίς κατά πάντα τον νόμον και τα προστάγματα και τα κρίματα εν χειρί Μωυσή
9So Manasses led astray Juda and the inhabitants of Jerusalem, to do evil beyond all the nations which the Lord cast out from before the children of Israel. και επλάνησε Μανασσής τον Ιούδαν και τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ του ποιήσαι το πονηρόν υπέρ πάντα τα έθνη α εξήρε κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ
10And the Lord spoke to Manasses, and to his people: but they hearkened not. και ελάλησε κύριος μετά Μανασσή και επί τον λαόν αυτού και ουκ ήκουσαν
11And the Lord brought upon them the captains of the host of the king of Assyria, and they took Manasses in bonds, and bound him in fetters, and brought him to Babylon. και ήγαγε κύριος επ΄ αυτούς τους άρχοντας της δυνάμεως του βασιλέως Ασσούρ και κατέλαβον τον Μανασσή εν δεσμοίς και έδησαν αυτόν εν πέδαις και ήγαγον αυτόν εις Βαβυλώνα
12And when he was afflicted, he sought the face of the Lord his God, and was greatly humbled before the face of the God of his fathers; και ως εθλίβη εζήτησε το πρόσωπον κυρίου του θεού αυτού και εταπεινώθη σφόδρα από προσώπου του θεού πατέρων αυτού
13and he prayed to him: and he hearkened to him, and listened to his cry, and brought him back to Jerusalem to his kingdom: and Manasses knew that the Lord he is God. και προσηύξατο προς αυτόν και επήκουσεν αυτού και επήκουσε της βοής αυτού και επέστρεψεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ επί την βασιλείαν αυτού και έγνω Μανασσής ότι κύριος αυτός εστι ο θεός
14And afterward he built a wall without the city of David, from the southwest southward in the valleys and at the entrance through the fish-gate, as men go out by the gate round about, even as far as Opel: and he raised it much, and set captains of the host in all the fortified cities in Juda. και μετά ταύτα ωκοδόμησε τείχος έξω της πόλεως Δαυίδ από λιβός του Γιών εν τω χειμάρρω εκπορευομένων την πύλην την ιχθυικήν κύκλω εις το Οφέλ και ύψωσε αυτήν σφόδρα και κατέστησεν άρχοντας δυνάμεως εν πάσαις ταις πόλεσι ταις τειχήρεσιν εν Ιούδα
15And he removed the strange gods, and the graven image out of the house of the Lord, and all the altars which he had built in the mount of the house of the Lord, and in Jerusalem, and without the city. και περιείλε τους θεούς τους αλλοτρίους και το γλυπτόν εξ οίκου κυρίου και πάντα τα θυσιαστήρια α ωκοδόμησεν εν όρει οίκου κυρίου και εν Ιερουσαλήμ και εξέβαλεν έξω της πόλεως
16And he repaired the altar of the Lord, and offered upon it a sacrifice of peace-offering and thank-offering, and he told Juda to serve the Lord God of Israel. και κατώρθωσε το θυσιαστήριον κυρίου και εθυσίασεν επ΄ αυτώ θυσίας σωτηρίου και αινέσεως και είπε τω Ιούδα του δουλεύειν κυρίω τω θεώ Ισραήλ
17Nevertheless the people still sacrificed on the high places, only to the Lord their God. πλην έτι ο λαός επί των υψηλών εθυσίαζε πλην κυρίω θεώ αυτών
18And the rest of the acts of Manasses, and his prayer to God, and the words of the seers that spoke to him in the name of the God of Israel, και το λοιπά των λόγων Μανασσή και η προσευχή αυτού η προς τον θεόν και λόγοι των ορώντων των λαλούντων προς αυτόν επ΄ ονόματι κυρίου του θεού Ισραήλ ιδού επί λόγων βασιλέων Ισραήλ
19behold, they are in the account of his prayer; and God hearkened to him. And all his sins, and his backslidings, and the spots on which he built the high places, and set there groves and graven images, before he repented, behold, they are written in the books of the seers. και η προσευχή αυτού και ως επήκουσεν αυτού και πάσαι αι αμαρτίαι αυτού και αι αποστασίαι αυτού και οι τόποι εφ΄ οις ωκοδόμησεν εν αυτοίς τα υψηλά και έστησεν εκεί άλση και γλυπτά προ του επιστρέψαι ιδού γέγραπται επί των λόγων των ορώντων
20And Manasses slept with his fathers, and they buried him in the garden of his house: and Amon his son reigned in his stead. και εκοιμήθη Μανασσής μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν παραδείσω οίκου αυτού και εβασίλευσεν Αμών υιός αυτού αντ΄ αυτού
21Amon was twenty and two years old when he began to reign, and he reigned two years in Jerusalem. υιός ων είκοσι και δύο ετών Αμών εν τω βασιλεύειν αυτόν και δύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
22And he did that which was evil in the sight of the Lord, as his father Manasses did: and Amon sacrificed to all the idols which his father Manasses had made, and served them. και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου καθώς εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού και πάσι τοις ειδώλοις οις εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού έθυεν Αμών και εδούλευσεν αυτοίς
23And he was not humbled before the Lord as his father Manasses was humbled; for his son Amon abounded in transgression. και ουκ εταπεινώθη ενώπιον κυρίου ως εταπεινώθη Μανασσής ο πατήρ αυτού ότι υιός αυτού Αμών επλήθυνε πλημμέλειαν
24And his servants conspired against him, and slew him in his house. και επέθεντο αυτώ οι παίδες αυτού και επάταξαν αυτόν εν οίκω αυτού
25And the people of the land slew the men who had conspired against king Amon; and the people of the land made Josias his son king in his stead. και επάταξεν ο λαός της γης τους επιθεμένους επί τον βασιλέα Αμών και εβασίλευσεν ο λαός της γης τον Ιωσίαν υιόν αυτού αντ΄ αυτού

Chapter 34

[edit]
1Josias was eight years old when he began to reign, and he reigned thirty-one years in Jerusalem. υιός ων οκτώ ετών Ιωσίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και τριάκοντα και εν έτος εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
2And he did that which was right in the sight of the Lord, and walked in the ways of his father David, and turned not aside to the right hand or to the left. και εποίησε το ευθές ενώπιον κυρίου και επορεύθη εν οδοίς Δαυίδ του πατρός αυτού και ουκ εξέκλινε δεξιάν και αριστεράν
3And in the eighth year of his reign, and he being yet a youth, he began to seek the Lord God of his father David: and in the twelfth year of his reign he began to purge Juda and Jerusalem from the high places, and the groves, and the ornaments for the altars, and the molten images. και εν τω ογδόω έτει της βασιλείας αυτού και αυτός έτι παιδάριον ήρξατο του ζητήσαι κύριον τον θεόν Δαυίδ του πατρός αυτού και εν τω δωδεκάτω έτει της βασιλείας αυτού ήρξατο του καθαρίσαι Ιούδαν και την Ιερουσαλήμ από των υψηλών και των άλσεων και των βωμών και των γλυπτών και των χωνευτών
4And he pulled down the altars of Baalim that were before his face, and the high places that were above them; and he cut down the groves, and the graven images, and broke in pieces the molten images, and reduced them to powder, and cast it upon the surface of the tombs of those who had sacrificed to them. και κατέσκαψε τα κατά πρόσωπον αυτού θυσιαστήρια τα τω Βααλείμ και τα υψηλά τα επ΄ αυτών και εξέκοψε τα άλση και τα γλυπτά και τα χωνευτά συνέτριψε και ελέπτυνε και έρριψεν επί πρόσωπον των μνημάτων των θυσιαζόντων αυτοίς
5And he burnt the bones of the priests upon the altars, and purged Juda and Jerusalem. και οστά ιερέων κατέκαυσεν επί τα θυσιαστήρια αυτών και εκαθάρισε τον Ιούδαν και την Ιερουσαλήμ
6And he did so in the cities of Manasse, and Ephraim, and Symeon, and Nephthali, and the places round about them. και εν πόλεσι Μανασσή και Εφραϊμ και Συμεών και Νεφθαλί και τοις τόποις αυτών κύκλω
7And he pulled down the altars and the groves, and he cut the idols in small pieces, and cut off all the high places from all the land of Israel, and returned to Jerusalem. και κατέσπασε τα θυσιαστήρια και τα άλση και τα είδωλα κατέκοψε λεπτά και πάντα τα υψηλά κατέκοψεν από πάσης της γης Ισραήλ και απέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ
8And in the eighteenth year of his reign, after having cleansed the land, and the house, he sent Saphan the son of Ezelias, and Maasa prefect of the city, and Juach son of Joachaz his recorder, to repair the house of the Lord his God. και εν τω οκτωκαιδεκάτω έτει της βασιλείας αυτού ότε εκέλευσε του καθαρίσαι την γην και τον οίκον απέστειλε τον Σαφάν υιόν Εσελίου και τον Μαασίαν άρχοντα της πόλεως και τον Ιωά υιόν Ιωάχαζ τον υπομνηματογράφον του κραταιώσαι τον οίκον κυρίου του θεού αυτού
9And they came to Chelcias the high priest, and gave the money that was brought into the house of God, which the Levites who kept the gate collected of the hand of Manasse and Ephraim, and of the princes, and of every one that was left in Israel, and of the children of Juda and Benjamin, and of the dwellers in Jerusalem. και ήλθον προς Χελκίαν τον ιερέα τον μέγαν και έδωκαν το αργύριον το εισενεχθέν εις οίκον θεού ο συνήγαγον οι Λευίται οι φυλάσσοντες την πύλην εκ χειρός Μανασσή και Εφραϊμ και των αρχόντων και από παντός καταλοίπου εν Ισραήλ και εκ παντός Ιούδα και Βενιαμίν και των οικούντων εν Ιερουσαλήμ
10And they gave it into the hand of the workmen, who were appointed in the house of the Lord, and they gave it to the workmen who wrought in the house of the Lord, to repair and strengthen the house. και έδωκαν αυτό επί χείρα των ποιούντων τα έργα των καθεσταμένων εν οίκω κυρίου και έδωκαν αυτό τοις ποιούσι τα έργα εν οίκω κυρίου του επισκευάσαι και κατισχύσαι τον οίκον
11They gave it also to the carpenters and builders, to buy squared stones, and timber for beams to cover the houses which the kings of Juda had destroyed. και έδωκαν τοις τέκτοσι και τοις οικοδόμοις αγοράσαι λίθους τετραπέδους και ξύλα εις δοκούς στεγάσαι τους οίκους ους εξωλόθρευσαν βασιλείς Ιούδα
12And the men were faithfully engaged in the works: and over them were superintendents, Jeth and Abdias, Levites of the sons of Merari, and Zacharias and Mosollam, of the sons of Caath, appointed to oversee; and every Levite, and every one that understood how to play on musical instruments. και οι άνδρες εποίουν εν πίστει οι επί των έργων και επ΄ αυτών επίσκοποι καθεστάμενοι Ιάεθ και Αυδίας οι Λευίται εξ υιών Μεραρί και Ζαχαρίας και Μεσαλάμ εκ των υιών Καάθ επισκοπείν και πας Λευίτης και πας συνιών εν οργάνοις ωδών
13And overseers were over the burden-bearers, and over all the workmen in the respective works; and of the Levites were appointed scribes, and judges, and porters. και επί των νωτοφόρων και επιστάται επί πάντων των ποιούντων τα έργα εις εργασίαν και από των Λευιτών γραμματείς και κρίται και πυλωροί
14And when they brought forth the money that had been brought into the house of the Lord, Chelcias the priest found a book of the law of the Lord given by the hand of Moses. και εν τω εκφέρειν αυτούς το αργύριον το εισοδιασθέν εις τον οίκον κυρίου εύρε Χελκίας ο ιερεύς το βιβλίον του νόμου κυρίου τον διά χειρός Μωυσή
15And Chelcias answered and said to Saphan the scribe, I have found a book of the law in the house of the Lord. And Chelcias gave the book to Saphan. και απεκρίθη Χελκίας και είπε προς Σαφάν τον γραμματέα βιβλίον νόμου εύρον εν τω οίκω κυρίου και έδωκε Χελκίας το βιβλίον τω Σαφάν
16And Saphan brought in the book to the king, and moreover gave an account to the king, saying, This is all the money given into the hand of thy servants that work. και εισήνεγκε Σαφάν το βιβλίον προς τον βασιλέα και απέδωκεν έτι τω βασιλεί λόγον λέγων παν το αργύριον απεδόθη εν χειρί των παίδων σου των ποιούντων το έργον
17And they have collected the money that was found in the house of the Lord, and given it into the hand of the overseers, and into the hand of them that do the work. και εχώνευσαν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω κυρίου και έδωκαν επί χείρα των επισκόπων και επί χείρα των ποιούντων την εργασίαν
18And Saphan the scribe brought word to the king, saying, Chelcias the priest has given me a book. And Saphan read it before the king. και απήγγειλε Σαφάν ο γραμματεύς τω βασιλεί λέγων βιβλίον έδωκέ μοι Χελκίας ο ιερεύς και ανέγνω αυτό Σαφάν ενώπιον του βασιλέως
19And it came to pass, when the king heard the words of the law, that he rent his garments. και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους του νόμου και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού
20And the king commanded Chelcias, and Achicam the son of Saphan, and Abdom the son of Michaias, and Saphan the scribe, and Asia the servant of the king, saying, και ενετείλατο ο βασιλεύς τω Χελκία και τω Αχικάμ υιώ Σαφάν και τω Αβδών υιώ Μιχαίου και τω Σαφάν τω γραμματεί και τω Ασαϊα παιδί του βασιλέως λέγων
21Go, enquire of the Lord for me, and for every one that is left in Israel and Juda, concerning the words of the book that is found: for great is the wrath of the Lord which has been kindled amongst us, because our fathers have not hearkened to the words of the Lord, to do according to all the things written in this book. πορεύθητε ζητήσατε κύριον περί εμού και περί παντός του καταλειφθέντος εν Ισραήλ και Ιούδα περί των λόγων του βιβλίου του ευρεθέντος ότι μέγας ο θυμός κυρίου ος εκκέκαυται εν ημίν διότι ουκ εισήκουσαν οι πατέρες ημών των λόγον κυρίου του ποιήσαι κατά πάντα τα γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω
22And Chelcias went, and the others whom the king told, to Olda the prophetess, the wife of Sellem son of Thecoe, son of Aras, who kept the commandments; and she dwelt in Jerusalem in the second quarter: and they spoke to her accordingly. και επορεύθη Χελκίας και οις είπεν ο βασιλεύς προς Ολδάν την προφήτιν γυναίκα Σελλήμ υιού Θεκώε υιού Ασέρ του ιματιοφύλακος και αύτη κατώκει εν Ιερουσαλήμ εν μασαναί και ελάλησαν αυτή κατά ταύτα
23And she said to them, Thus has the Lord God of Israel said, Tell the man who sent you to me, και είπεν αυτοίς ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ είπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με
24Thus saith the Lord, Behold, I bring evil upon this place, even all the words that are written in the book that was read before the king of Juda: ούτως λέγει κύριος ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον τούτον και επί τους κατοικούντας εν αυτώ τους πάντας λόγους τους γεγραμμένους εν τω βιβλίω τω ανεγνωσμένω εναντίον του βασιλέως Ιούδα
25because they have forsaken me, and burnt incense to strange gods, that they might provoke me by all the works of their hands; and my wrath is kindled against this place, and it shall not be quenched. ανθ΄ εγκατέλιπόν με και εθυμίασαν θεοίς αλλοτρίοις ίνα παροργίσωσι με εν πάσι τοις έργοις των χειρών αυτών και εξεκαύθη ο θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται
26And concerning the king of Juda, who sent you to seek the Lord, —thus shall ye say to him, Thus saith the Lord God of Israel, As for the words which thou has heard, και επί βασιλέα Ιούδα τον αποστείλαντα υμάς του ζητήσαι τον κύριον ούτως ερείτε προς αυτόν ούτως λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ τους λόγους ους ήκουσας
27forasmuch as thy heart was ashamed, and thou was humbled before me when thou heardest my words against this place, and against the inhabitants of it, and thou wast humbled before me, and didst rend thy garments, and didst weep before me; I also have heard, saith the Lord. και ενετράπη η καρδία σου και εταπεινώθη από προσώπου μου εν τω ακούσαί σε τους λόγους μου επί τον τόπον τούτον και επί τους κατοικούντας αυτόν και εταπεινώθης εναντίον μου και διέρρηξας τα ιμάτιά σου και έκλαυσας εναντίον μου και εγώ ήκουσα φησί κύριος
28Behold, I will gather thee to thy fathers, and thou shalt be gathered to thy grave in peace, and thine eyes shall not look upon all the evils which I am bringing upon this place, and upon the inhabitants of it. And they brought back word to the king. ιδού προστίθημί σε προς τους πατέρας σου και προσθήση προς τα τάφους σου εν ειρήνη και ουκ όψονται οι οφθαλμοί σου πάντα τα κακά α εγώ επάγω επί τον τόπον τούτον και επί τους κατοικούντας αυτόν και απέδωκαν τω βασιλεί λόγον
29And the king sent and gathered the elders of Juda and Jerusalem. και απέστειλεν ο βασιλεύς και συνήγαγε τους πρεσβυτέρους Ιούδα και Ιερουσαλήμ
30And the king went up to the house of the Lord, he and all Juda, and the inhabitants of Jerusalem, and the priests, and the Levites, and all the people great and small: and he read in their ears all the words of the book of the covenant that were found in the house of the Lord. και ανέβη ο βασιλεύς εις οίκον κυρίου και πας Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ και οι ιερείς και οι Λευίται και πας ο λαός από μικρού έως μεγάλου και ανέγνω εν ωσίν αυτών πάντας τους λόγους του βιβλίου της διαθήκης του ευρεθέντος εν οίκω κυρίου
31And the king stood at a pillar, and made a covenant before the Lord, to walk before the Lord, to keep his commandments and testimonies, and his ordinances, with all his heart and with all his soul, so as to perform the words of the covenant that were written in this book. και έστη ο βασιλεύς επί τον στύλον και διέθετο διαθήκην εναντίον κυρίου του πορευθήναι ενώπιον κυρίου του φυλάσσειν τας εντολάς αυτού και τα μαρτύρια αυτού και τα προστάγματα αυτού εν όλη καρδία και εν όλη ψυχή ώστε ποιείν τους λόγους της διαθήκης τους γεγραμμένους επί τω βιβλίω τούτω
32And he caused all that were found in Jerusalem and Benjamin to stand; and the inhabitants of Jerusalem made a covenant in the house of the Lord God of their fathers. και έστησε πάντας τους ευρεθέντας εν Ιερουσαλήμ και εν Ιούδα και Βενιαμίν και εποίησαν οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ κατά την διαθήκην κυρίου θεού πατέρων αυτών
33And Josias removed all the abominations out of the whole land which belonged to the children of Israel, and caused all that were found in Jerusalem and in Israel, to serve the Lord their God all his days: he departed not from following the Lord God of his fathers. και περιείλεν Ιωσίας πάντα τα βδελύγματα εκ πάσης της γης η ην των υιών Ισραήλ και εποίησε πάντας τους ευρεθέντας εν Ιερουσαλήμ και εν Ισραήλ του δουλεύειν κυρίω τω θεώ αυτών πάσας τας ημέρας αυτού ουκ εξέκλινεν από όπισθεν κυρίου του θεού των πατέρων αυτού

Chapter 35

[edit]
1And Josias kept a passover to the Lord his God; and sacrificed the passover on the fourteenth day of the first month. και εποίησεν Ιωσίας το φασέκ εν Ιερουσαλήμ τω κυρίω θεώ αυτού και έθυσε το φασέκ τη τεσσαρεσκαιδεκάτη του μηνός του πρώτου
2And he appointed the priests at their charges, and encouraged them for the services of the house of the Lord. και έστησε τους ιερείς επί τας φυλακάς αυτών και κατίσχυσεν αυτούς εις τα έργα οίκου κυρίου
3And he told the Levites that were able to act in all Israel, that they should consecrate themselves to the Lord: and they put the holy ark in the house which Solomon the son of David king of Israel built: and the king said, Ye must not carry anything on your shoulders: now then minister to the Lord your God, and to his people Israel. και είπε τοις Λευίταις τοις δυνατοίς εν παντί Ισραήλ του αγιασθήναι αυτούς τω κυρίω και του δούναι την κιβωτόν την αγίαν εν οίκω κυρίου και έθηκαν την κιβωτόν την αγίαν εις τον οίκον ον ωκοδόμησε Σολομών υιός Δαυίδ του βασιλέως Ισραήλ και είπεν ο βασιλεύς ουκ έστιν υμίν άραι επ΄ ώμων ουθέν νυν ουν λειτουργήσατε τω κυρίω τω θεώ υμών και τω λαω αυτού Ισραήλ
4And prepare yourselves according to the houses of your families, and according to your daily courses, according to the writing of David king of Israel, and the order by the hand of his son Solomon. και ετοιμάσθητε κατ΄ οίκους πατριών υμών και κατά τας εφημερίας υμών κατά την γραφήν Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ και διά χειρός Σολομώντος υιού αυτού
5And stand ye in the house according to the divisions of the houses of your families for your brethren the sons of the people; so also let there be for the Levites a division of the house of their family. και στήτε εν τω οίκω κατά τας διαιρέσεις οίκων πατριών υμών τοις αδελφοίς υμών υιοίς του λαού και μερίς οίκου πατριάς τοις Λευίταις
6And kill ye the passover, and prepare it for your brethren, to do according to the word of the Lord, by the hand of Moses. και θύσατε το φασέκ και τα άγια ετοιμάσατε τοις αδελφοίς υμών του ποιήσαι κατά τον λόγον κυρίου του διά χειρός Μωυσή
7And Josias gave as an offering to the children of the people, sheep, and lambs, and kids of the young of the goats, all for the passover, even for all that were found, in number amounting to thirty thousand, and three thousand calves, these were of the substance of the king. και απήρξατο Ιωσίας τοις υιοίς του λαού πρόβατα και αμνούς και ερίφους από των υιών των αιγών πάντα εις το φασέκ παντί τω ευρεθέντας εις αριθμόν τριάκοντα χιλιάδας και μόσχων τρεις χιλιάδας ταύτα από της υπάρξεως του βασιλέως
8And his princes gave an offering to the people, and to the priests, and to the Levites: and Chelcias and Zacharias and Jeiel the chief men gave to the priests of the house of God, they even gave for the passover sheep, and lambs, and kids, two thousand six hundred, and three hundred calves. και οι άρχοντες αυτού απήρξαντο τω λαώ και τοις ιερεύσι και τοις Λευίταις και Χελκίας και Ζαχαρίας και Ιεϊήλ οι άρχοντες οίκου του θεού έδωκαν τοις ιερεύσιν εις το φασέκ πρόβατα και αμνούς και ερίφους δισχίλια και εξακόσια και μόσχους τριακοσίους
9And Chonenias, and Banaeas, and Samaeas, and Nathanael his brother, and Asabias, and Jeiel, and Jozabad, heads of the Levites, gave an offering to the Levites for the passover, of five thousand sheep and five hundred calves. και Χωνενίας και Σαμέας και Ναθαναήλ αδελφός αυτού και Ασαβίας και Ιεϊήλ και Ιωζαβάδ άρχοντες των Λευιτών απήρξαντο τοις Λευίταις εις το φασέκ πρόβατα πεντακισχίλια και μόσχους πεντακοσίους
10And the service was duly ordered, and the priests stood in their place, and the Levites in their divisions, according to the command of the king. και κατωρθώθη η λειτουργία και έστησαν οι ιερείς επί την στάσιν αυτών και οι Λευίται επί τας διαιρέσεις αυτών κατά την εντολήν του βασιλέως
11And they slew the passover, and the priests sprinkled the blood from their hand, and the Levites flayed the victims. και έθυσαν το φασέκ και προσέχεον οι ιερείς το αίμα εκ χειρός αυτών και οι Λευίται εξέδειραν
12And they prepared the whole-burnt-offering to give to them, according to the division by the houses of families, even to the sons of the people, to offer to the Lord, as it is written in the book of Moses. και ητοίμασαν την ολοκαύτωσιν παραδούναι αυτοίς κατά την διαίρεσιν κατ΄ οίκους πατριών τοις υιοίς του λαού του προσενεγκείν τω κυρίω ως γέγραπται εν βιβλίω Μωυσή και ούτως εις τοπρωϊ
13And thus they did till the morning. And they roasted the passover with fire according to the ordinance; and boiled the holy pieces in copper vessels and caldrons, and the feast went on well, and they quickly served all the children of the people. και ώπτησαν το φασέκ εν πυρί κατά την κρίσιν και τα άγια ήψησαν εν τοις χαλκείοις και εν τοις λέβησι και ευωδώθη και έδραμον προς πάντας τους υιούς του λαού
14And after they had prepared for themselves and for the priests, for the priests were engaged in offering the whole-burnt-offerings and the fat until night, then the Levites prepared for themselves, and for their brethren the sons of Aaron. και μετά τούτο ητοίμασαν εαυτοίς και τοις ιερεύσιν ότι οι ιερείς υιοί Ααρών εν αναφορά των ολοκαυτώματων και των στεάτων έως νυκτός και οι Λευίται ητοίμασαν εαυτοίς και τοις αδελφοίς αυτών υιοίς Ααρών
15And the sons of Asaph the psalm-singers were at their post according to the commands of David, and Asaph, and Aeman, and Idithom, the prophets of the king: also, the chiefs and the porters of the several gates; —it was not for them to stir from the service of the holy things, for their brethren the Levites prepared for them. και οι ψαλτωδοί υιοί Ασάφ επί της στάσεως αυτών κατά τας εντολάς Δαυίδ Ασάφ και Αιμάν και Ιδιθούμ των προφητών των βασιλέως και οι άρχοντες και οι πυλωροί πύλης και πύλης ουκ ην αυτοίς κινείσθαι από της λειτουργίας αυτών ότι οι αδελφοί αυτών οι Λευίται ητοίμασαν αυτοίς
16So all the service of the Lord was duly ordered and prepared in that day, for keeping the passover, and offering the whole-burnt-sacrifices on the altar of the Lord, according to the command of king Josias. και κατωρθώθη πάσα η λειτουργία κυρίου εν τη ημέρα εκείνη του ποιήσαι το φασέκ και ενεγκείν τα ολοκαυτώματα επί το θυσιαστήριον κυρίου κατά την εντολήν του βασιλέως Ιωσίου
17And the children of Israel that were present kept the passover at that time, and the feast of unleavened bread seven days. και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ οι ευρεθέντες το φασέκ εκ τω καιρώ εκείνω και την εορτήν των αζύμων επτά ημέρας
18And there was no passover like it in Israel from the days of Samuel the prophet, or any king of Israel: they kept not such a passover as Josias, and the priests, and the Levites, and all Juda and Israel that were present, and the dwellers in Jerusalem, kept to the Lord. και ουκ εγένετο φασέκ όμοιον αυτώ εν Ισραήλ από ημερών Σαμουήλ του προφήτου και πάντες βασιλείς Ισραήλ ουκ εποίησαν το φασέκ ο εποίησεν Ιωσίας και οι ιερείς και οι Λευίται και πας Ιούδα και Ισραήλ οι ευρεθέντες και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ τω κυρίω
19In the eighteenth year of the reign of Josias this passover was kept, after all these things that Josias did in the house. And king Josias burnt those who had in them a divining spirit, and the wizards, and the images, and the idols, and the sodomites which were in the land of Juda and in Jerusalem, that he might confirm the words of the law that were written in the book which Chelcias the priest found in the house of the Lord. There was no king like him before him, who turned to the Lord with all his heart, and all his soul, and all his strength, according to all the law of Moses, and after him there rose up none like him. Nevertheless the Lord turned not from the anger of his fierce wrath, wherewith the Lord was greatly angry against Juda, for all the provocations wherewith Manasses provoked him: and the Lord said, I will even remove Juda also from my presence, as I have removed Israel, and I have rejected the city which I chose, even Jerusalem, and thehouse of which I said, My name shall be there. εν τω οκτωκαιδεκάτω έτει της βασιλείας Ιωσίου εποιήθη το φασέκ τούτο
20And Pharao Nechao king of Egypt went up against the king of the Assyrians to the river Euphrates, and king Josias went to meet him. και μετά ταύτα πάντα α ητοίμασεν τον οίκον ανέβη φαραώ Νεχαώ βασιλεύς Αιγύπτου επί τον βασιλέα Ασσυρίων επί τον ποταμόν Ευφράτη του πολεμήσαι αυτόν εν Χαρχαμείς και επορεύθη βασιλεύς Ιωσίας εις συνάντησιν αυτώ
21And he sent messengers to him, saying, What have I to do with thee, O king of Juda? I am not come to-day to war against thee; and God has told me to hasten: beware of the God that is with me, lest he destroy thee. και απέστειλε προς αυτόν αγγέλους λέγων τι εμοί και σοι βασιλεύ Ιούδα ουκ επί σε ήκω σήμερον ποιήσαι πόλεμον αλλ΄ η επί τον τόπον του πολέμου μου και ο θεός είπε του κατασπεύσαί με προσέχε συ από του θεού του μετ΄ εμού μη καταφθείρη σε
22However, Josias turned not his face from him, but strengthened himself to fight against him, and hearkened not to the words of Nechao by the mouth of God, and he came to fight in the plain of Mageddo. και ουκ απέστρεψεν Ιωσίας το πρόσωπον αυτού απ΄ αυτού αλλ΄ εκραταιώθη του πολεμείν αυτόν και ουκ ήκουσε των λόγων φαραώ Νεχαώ εκ στόματος θεού και ήλθε του πολεμήσαι εν τω πεδίω Μαγεδδών
23And the archers shot at king Josias; and the king said to his servants, Take me away, for I am severely wounded. και ετόξευσαν οι τοξόται επί βασιλέα Ιωσίαν και είπεν ο βασιλεύς τοις παισίν αυτού εξαγάγετέ με ότι επόνεσα σφόδρα
24And his servants lifted him out of the chariot, and put him in the second chariot which he had, and brought him to Jerusalem; and he died, and was buried with his fathers: and all Juda and Jerusalem lamented over Josias. και εξήγαγον αυτόν οι παίδες αυτού από του άρματος και ανεβίβασαν αυτόν επί το άρμα το δευτερεύον ο ην αυτού και ήγαγον αυτόν εις Ιερουσαλήμ και απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού και πας Ιούδα και Ιερουσαλήμ επένθησαν επί Ιωσίαν
25And Jeremias mourned over Josias, and all the chief men and chief women uttered a lamentation over Josias until this day: and they made it an ordinance for Israel, and, behold, it is written in the lamentations. και εθρήνησεν Ιερεμίας επί Ιωσίαν και είπον πάντες οι άρχοντες και αι άρχουσαι θρήνον επί Ιωσίαν έως της σήμερον και έδωκαν αυτόν εις πρόσταγμα επί Ισραήλ και ιδού γέγραπται επί των θρήνων
26And the rest of the acts of Josias, and his hope, are written in the law of the Lord. και ήσαν οι λοιποί λόγοι Ιωσίου και η ελπίς αυτού γεγραμμένα εν νόμω κυρίου
27And his acts, the first and the last, behold, they are written in the book of the kings of Israel and Judah. και οι λόγοι αυτού οι πρώτοι και οι έσχατοι ιδού εισί γεγραμμένοι επί βιβλίου βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα

Chapter 36

[edit]
1And the people of the land took Joachaz the son of Josias, and anointed him, and made him king over Jerusalem in the room of his father. και έλαβεν ο λαός της γης τον Ιωάχαζ υιόν Ιωσίου και έχρισαν αυτόν και κατέστησαν αυτόν εις βασιλέα αντί του πατρός αυτού εν Ιερουσαλήμ
2Joachaz was twenty-three years old when he began to reign, and he reigned three months in Jerusalem: and his mother's name was Amital, daughter of Jeremias of Lobna. And he did that which was evil in the sight of the Lord, according to all that his fathers had done. And Pharao Nechao bound him in Deblatha in the land of Aemath, that he might not reign in Jerusalem. υιός ων είκοσι και τριών ετών Ιωάχαζ εν τω βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
3And the king brought him over to Egypt; and imposed a tribute on the land, a hundred talents of silver and a talent of gold. και μετέστησεν αυτόν ο βασιλεύς Αιγύπτου του μη βασιλεύειν αυτόν εν Ιερουσαλήμ και επέβαλε φόρον επί την γην εκατόν τάλαντα αργυρίου και τάλαντον χρυσίου
4And Pharao Nechao made Eliakim the son of Josias king over Juda in the room of his father Josias, and changed his name to Joakim. And Pharao Nechao took his brother Joachaz and brought him into Egypt, and he died there: but he had given the silver and gold to Pharao. At that time the land began to be taxed to give the money at the command of Pharao; and every one as he could borrowed the silver and the gold of the people of the land, to give to Pharao Nechao. και κατέστησε βασιλεύς Αιγύπτου τον Ελιακείμ υιόν Ιωσίου βασιλέα επί Ιούδα και Ιερουσαλήμ και μετέστρεψε το όνομα αυτού Ιωακείμ και τον Ιωάχαζ αδελφόν αυτού έλαβε Φαραώ Νεχαώ και εισήγαγεν αυτόν εις Αίγυπτον
5Joachim was twenty-five years old when he began to reign, and he reigned eleven years in Jerusalem: and his mother's name was Zechora, daughter of Nerias of Rama. And he did that which was evil in the sight of the Lord, according to all that his fathers did. In his days came Nabuchodonosor king of Babylon into the land, and he served him three years, and then revolted from him. And the Lord sent against them the Chaldeans, and plundering parties of Syrians, and plundering parties of the Moabites, and of the children of Ammon, and of Samaria; but after this they departed, according to the word of the Lord by the hand of his servants the prophets. Nevertheless the wrath of the Lord was upon Juda, so that they should be removed from his presence, because of the sins of Manasses in all that he did, and for the innocent blood which Joakim shed, for he had filled Jerusalem with innocent blood; yet the Lord would not utterly destroy them. υιός ων είκοσι και πέντε ετών Ιωακείμ εν τω βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου
6And Nabuchodonosor king of Babylon came up against him, and bound him with brazen fetters, and carried him away to Babylon. και ανέβη επ΄ αυτόν Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και έδησεν αυτόν εν χαλκαίς πέδαις και απήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα
7And he carried away a part of the vessels of the house of the Lord to Babylon, and put them in his temple in Babylon. και μέρος των σκευών οίκου κυρίου απήνεγκεν εις Βαβυλώνα και έθηκεν αυτά εν τω ναώ αυτού εν Βαβυλώνι
8And the rest of the acts of Joakim, and all that he did, behold, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Juda? And Joakim slept with his fathers, and was buried with his fathers in Ganozae: and Jechonias his son reigned in his stead. και τα λοιπά των λόγων Ιωακείμ και πάντα α εποίησεν ιδού ταύτα γέγραπται εν βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα και εβασίλευσεν Ιεχονίας υιός αυτού αντ΄ αυτού
9Jechonias was eight years old when he began to reign, and he reigned three months and ten days in Jerusalem, and did that which was evil in the sight of the Lord. υιός οκτώ ετών Ιεχονίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον και δέκα ημέρας εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου
10And at the turn of the year, king Nabuchodonosor sent, and brought him to Babylon, with the precious vessels of the house of the Lord, and made Sedekias his father's brother king over Juda and Jerusalem. και επιστρέφοντος του ενιαυτού απέστειλεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ και εισήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα μετά των σκευών των επιθυμητών οίκου κυρίου και εβασίλευσε Σεδεκίαν αδελφόν του πατρός αυτού επί Ιούδαν και Ιερουσαλήμ
11Sedekias was twenty-one years old when he began to reign, and be reigned eleven years in Jerusalem. ετών είκοσι ενός υιός Σεδεκίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ
12And he did that which was evil in the sight of the Lord his God: he was not ashamed before the prophet Jeremias, nor because of the word of the Lord; και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου θεού αυτού και ουκ ενετράπη από προσώπου Ιερεμίου του προφήτου και εκ στόματος κυρίου
13in that he rebelled against king Nabuchodonosor, which he adjured him by God not to do: but he stiffened his neck, and hardened his heart, so as not to return to the Lord God of Israel. εν τω τα προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορ αθετήσαι α ώρκισεν αυτόν κατά του θεού και εσκλήρυνε τον τράχηλον αυτού και την καρδίαν αυτού κατίσχυσε του μη επίστρεψαι προς κύριον θεόν Ισραήλ
14And all the great men of Juda, and the priests, and the people of the land transgressed abundantly in the abominations of the heathen, and polluted the house of the Lord which was in Jerusalem. και πάντες οι ένδοξοι Ιούδα και οι ιερείς και ο λαός της γης επλήθυναν του αθετήσαι αθετήματα κατά τα βδελύγματα εθνών και εμίαναν τον οίκον κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ
15And the Lord God of their fathers sent by the hand of his prophets; rising early and sending his messengers, for he spared his people, and his sanctuary. και εξαπέστειλε κύριος ο θεός των πατέρων αυτών προς αυτούς εν χειρί των προφητών αυτού ορθρίζων και αποστέλλων τους αγγέλους αυτού ότι ην φειδόμενος του λαού αυτού και του αγιάσματος αυτού
16Nevertheless they sneered at his messengers, and set at nought his words, and mocked his prophets, until the wrath of the Lord rose up against his people, till there was no remedy. και ήσαν μυκτηρίζοντες τους αγγέλους αυτού και εξουθενούντες τους λόγους αυτού και εμπαίζοντες εν τοις προφήταις αυτού έως ανέβη ο θυμός κυρίου εν τω λαώ αυτού έως ουκ ην ίαμα
17And he brought against them the king of the Chaldeans, and slew their young men with the sword in the house of his sanctuary, and did not spare Sedekias, and had no mercy upon their virgins, and they led away their old men: he delivered all things into their hands. και ήγαγεν επ΄ αυτούς βασιλέα Χαλδαίων και απέκτεινε τους νεανίσκους αυτών εν ρομφαία εν οίκω αγιάσματος αυτού και ουκ εφείσατο των νεανίσκων και τας παρθένους αυτών ουκ ηλέησε και τους πρεσβυτέρους αυτών απήγαγεν τα πάντα παρέδωκεν εν χερσίν αυτών
18And all the vessels of the house of God, the great and the small, and the treasures of the house of the Lord, and all the treasures of the king and the great men; he brought all to Babylon. και πάντα τα σκεύη οίκου του θεού τα μεγάλα και τα μικρά και τους θησαυρούς οίκου κυρίου και πάντας τους θησαυρούς του βασιλέως και των μεγιστάνων πάντα εισήνεγκεν εις Βαβυλώνα
19And he burnt the house of the Lord, and broke down the wall of Jerusalem, and burnt its palaces with fire, and utterly destroyed every beautiful vessel. και ενέπρησε τον οίκον κυρίου και κατέσκαψε το τείχος Ιερουσαλήμ και τας βάρεις αυτής ενέπρησεν εν πυρί και παν σκεύος ωραίον εις αφανισμόν
20And he carried away the remnant to Babylon; and they were servants to him and to his sons until the establishment of the kingdom of the Medes. και απώκισε τους καταλοίπους εις Βαβυλώνα και ήσαν αυτώ και τοις υιοίς αυτού εις δούλους έως βασιλείας Μήδων
21That the word of the Lord by the mouth of Jeremias might be fulfilled, until the land should enjoy its sabbaths in resting and sabbath keeping all the days of its desolation, till the accomplishment of seventy years. του πληρωθήναι λόγον κυρίου διά στόματος Ιερεμίου έως του προσδέξασθαι την γην τα σάββατα αυτής σαββατίσαι πάσας τας ημέρας της ερημώσεως αυτής εσαββάτισεν εις συμπλήρωσιν ετών εβδομήκοντα
22In the first year of Cyrus king of the Persians, after the fulfillment of the word of the Lord by the mouth of Jeremias, the Lord stirred up the spirit of Cyrus king of the Persians, and told him to make proclamation in writing throughout all his kingdom, saying, ετους πρώτου Κύρου βασιλέως Περσών μετά το πληρωθήναι ρήμα κυρίου διά στόματος Ιερεμίου εξήγειρε κύριος το πνεύμα Κύρου βασιλέως Περσών και παρήγγειλε κηρύξαι εν πάση τη βασιλεία αυτού εν γραπτώ λέγων
23Thus says Cyrus king of the Persians to all the kingdoms of the earth, The Lord God of heaven has given me power, and he has commanded me to build a house to him in Jerusalem, in Judea. Who is there of you of all his people? His God shall be with him, and let him go up. τάδε λέγει Κύρος βασιλεύς Περσών πάσαις ταις βασιλείαις της γης έδωκέ μοι κύριος ο θεός του ουρανού και αυτός ενετείλατό μοι οικοδομήσαι αυτώ οίκον εν Ιερουσαλήμ τη εν τη Ιουδαία τις εξ υμών εκ παντός του λαού αυτού κύριος ο θεός αυτού έσται μετ΄ αυτού αναβήτω