Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/Exodus

From Wikisource
For other versions of this work, see Genesis (Bible).

Chapter 1

[edit]
1These are the names of the sons of Israel that came into Egypt together with Jacob their father; they came in each with their whole family. ταύτα τα ονόματα των υιών Ισραήλ των εισπεπορευμένων εις Αίγυπτον άμα Ιακώβ τω πατρί αυτών έκαστος παροικι αυτών εισήλθοσαν
2Ruben, Simeon, Levi, Judas, Ρουβήν Συμεών Λευϊ Ιούδας
3Issachar, Zabulon, Benjamin, Ισσάχαρ Ζαβουλών Βενιαμίν
4Dan and Nephthalim, Gad and Aser. Δαν και Νεφθαλί Γαδ και Ασήρ
5But Joseph was in Egypt. And all the souls born of Jacob were seventy-five. Ιωσήφ δε ην εν Αιγύπτω ήσαν δε πάσαι ψυχαί εξελθούσαι εξ Ιακώβ πέντε και εβδομήκοντα
6And Joseph died, and all his brethren, and all that generation. ετελεύτησε δε Ιωσήφ και πάντες οι αδελφοί αυτού και πάσα η γενεά εκείνη
7And the children of Israel increased and multiplied, and became numerous and grew exceedingly strong, and the land multiplied them. οι δε υιοί Ισραήλ ηυξήθησαν και επληθύνθησαν και χυδαίοι εγένοντο και κατίσχυον σφόδρα σφόδρα επλήθυνε δε η γη αυτούς
8And there arose up another king over Egypt, who knew not Joseph. ανέστη δε βασιλεύς έτερος επ΄ Αίγυπτον ος ουκ ήδει τον Ιωσήφ
9And he said to his nation, Behold, the race of the children of Israel is a great multitude, and is stronger than we: είπε δε τω έθνει αυτού ιδού το γένος των υιών Ισραήλ μέγα πλήθος και ισχύει υπέρ ημάς
10come then, let us deal craftily with them, lest at any time they be increased, and whensoever war shall happen to us, these also shall be added to our enemies, and having prevailed against us in war, they will depart out of the land. δεύτε ουν κατασοφισώμεθα αυτούς μή πληθυνθή και ηνίκα αν ημίν συμβή πόλεμος προστεθήσονται και ούτοι προς τους υπεναντίους και εκπολεμήσαντες ημάς εξελεύσονται εκ της γης
11And he set over them task-masters, who should afflict them in their works; and they built strong cities for Pharao, both Pitho, and Ramesses, and On, which is Heliopolis. και επέστησεν αυτοίς επιστάτας επί των έργων ίνα κακώσωσιν αυτούς εν τοις έργοις και ωκοδόμησαν πόλεις οχυράς τω Φαραώ την τε Πιθώμ και Ραμεσσή και Ων η εστιν Ηλιούπολις
12But as they humbled them, by so much they multiplied, and grew exceedingly strong; and the Egyptians greatly abhorred the children of Israel. καθότι δε αυτους εταπείνουν τοσούτω πλείους εγίνοντο και ίσχυον σφόδρα σφόδρα και εβδελύσσοντο οι Αιγύπτιοι από των υιών Ισραήλ
13And the Egyptians tyrannised over the children of Israel by force. και κατεδυνάστευον οι Αιγύπτιοι τους υιούς Ισραήλ βία
14And they embittered their life by hard labours, in the clay and in brick-making, and all the works in the plains, according to all the works, wherein they caused them to serve with violence. και κατωδύνων αυτών την ζωήν εν τοις έργοις τοις σκληροίς τω πηλώ και τη πλινθεία και πάσι τοις έργοις τοις εν τοις πεδίοις κατά πάντα τα έργα ων κατεδουλούντο αυτούς μετά βίας
15And the king of the Egyptians spoke to the midwives of the Hebrews; the name of the one was, Sepphora; and the name of the second, Phua. και είπεν ο βασιλεύς των Αιγυπτίων ταις μαίαις των Εβραίων τη μία αυτών η όνομα Σεπφώρα και το όνομα της δευτέρας Φουά
16And he said, When ye do the office of midwives to the Hebrew women, and they are about to be delivered, if it be a male, kill it; but if a female, save it. και είπεν αυταίς όταν μαιούσθε τας Εβραίας και ώσι προς το τίκτειν εάν μεν άρσεν η αποκτείνατε αυτό εάν δε θήλυ περιποιήσασθε αυτό
17But the midwives feared God, and did not as the king of Egypt appointed them; and they saved the male children alive. εφοβήθησαν δε αι μαίαι τον θεόν και ουκ εποίησαν καθότι συνέταξεν αυταίς ο βασιλεύς Αιγύπτου και εζωογόνουν τα άρσενα
18And the king of Egypt called the midwives, and said to them, Why is it that ye have done this thing, and saved the male children alive? εκάλεσε δε ο βασιλεύς Αιγύπτου τας μαίας και είπεν αυταίς τι ότι εποιήσατε το πράγμα τούτο και εζωογονείτε τα άρσενα
19And the midwives said to Pharao, The Hebrew women are not as the women of Egypt, for they are delivered before the midwives go in to them. So they bore children. είπαν δε αι μαίαι τω Φαραώ ουχ ως γυναίκες Αιγύπτου αι Εβραίαι τίκτουσι γαρ πριν η εισελθείν προς αυτάς τας μαίας και έτικτον
20And God did well to the midwives, and the people multiplied, and grew very strong. ευ δε εποίει ο θεός ταις μαίας και επλήθυνεν ο λαός και ίσχυε σφόδρα
21And as the midwives feared God, they established for themselves families. επειδή εφοβούντο αι μαίαι τον θεόν εποίησαν εαυταίς οικίας
22And Pharao charged all his people, saying, Whatever male child shall be born to the Hebrews, cast into the river; and every female, save it alive. συνέταξε δε Φαραώ παντί τω λαώ αυτού λέγων παν άρσεν ο αν τεχθή τοις Εβραίοις εις τον ποταμόν ρίψατε και παν θήλυ ζωογονείτε αυτό

Chapter 2

[edit]
1And there was a certain man of the tribe of Levi, who took to wife one of the daughters of Levi. ην δε τις εκ της φυλής Λευί και έλαβεν των θυγατέρων Λευί και έσχεν αυτήν
2And she conceived, and bore a male child; and having seen that he was fair, they hid him three months. και εν γαστρί έλαβε και έτεκεν άρσεν ιδόντες δε αυτό αστείον εσκέπασαν αυτό μήνας τρεις
3And when they could no longer hide him, his mother took for him an ark, and besmeared it with bitumen, and cast the child into it, and put it in the ooze by the river. επεί δε ουκ ηδύναντο αυτό έτι κρύπτειν έλαβεν αυτώ η μητήρ αυτού θίβιν παπύρου και κατέχρισεν αυτήν ασφαλτοπίσση και ενέβαλε το παιδίον εις αυτήν και έθηκεν αυτήν εις το έλος παρά τον ποταμόν
4And his sister was watching from a distance, to learn what would happen to him. και κατεσκόπευεν η αδελφή αυτού μακρόθεν μαθείν τι το αποβησόμενον αυτώ
5And the daughter of Pharao came down to the river to bathe; and her maids walked by the river's side, and having seen the ark in the ooze, she sent her maid, and took it up. κατέβη δε η θυγάτηρ Φαραώ λούσασθαι επί τον ποταμόν και αι άβραι αυτής παρεπορεύοντο επί τον ποταμόν και ιδούσα την θίβιν εν τω έλει αποστείλασα την άβραν ανείλατο αυτήν
6And having opened it, she sees the babe weeping in the ark: and the daughter of Pharao had compassion on it, and said, This is one of the Hebrew's children. ανοίξασα δε ορά παιδίον κλαίον εν τη θίβει και εφείσατο αυτού η θυγάτηρ Φαραώ και έφη από των παιδίων των Εβραίων τούτο
7And his sister said to the daughter of Pharao, Wilt thou that I call to thee a nurse of the Hebrews, and shall she suckle the child for thee? και είπεν η αδελφή αυτού τη θυγατρί Φαραώ θέλεις καλέσω σοι γυναίκα τροφεύουσαν εκ των Εβραίων και θηλάσει σοι το παιδίον
8And the daughter of Pharao said, Go: and the young woman went, and called the mother of the child. και είπεν αυτή η θυγάτηρ Φαραώ πορεύου απελθούσα δε η νεανίς εκάλεσε την μητέρα του παιδίου
9And the daughter of Pharao said to her, Take care of this child, and suckled it for me, and I will give thee the wages; and the woman took the child, and suckled it. είπε δε προς αυτήν η θυγάτηρ Φαραώ διατήρησόν μοι το παιδίον τούτο και θήλασόν μοι αυτό εγώ δε δώσω σοι τον μισθόν έλαβε δε η γυνή το παιδίον και εθήλαζεν αυτό
10And when the boy was grown, she brought him to the daughter of Pharao, and he became her son; and she called his name, Moses, saying, I took him out of the water. αδρυνθέντος δε του παιδίου εισήγαγεν αυτό προς την θυγατέρα Φαραώ και εγένετο αυτή εις υιόν επωνόμασε δε το όνομα αυτού Μωυσήν λέγουσα ότι εκ του ύδατος αυτόν ανειλόμην
11And it came to pass in that length of time, that Moses having grown, went out to his brethren the sons of Israel: and having noticed their distress, he sees an Egyptian smiting a certain Hebrew of his brethren the children of Israel. εγένετο δε εν ταις ημέραις ταις πολλαίς εκείναις μέγας γενόμενος Μωυσής εξήλθε προς τους αδελφούς αυτού τους υιούς Ισραήλ κατανοήσας δε τον πόνον αυτών ορά άνθρωπον Αιγύπτιον τύπτοντά τινα Εβραίον των εαυτού αδελφών των υιών Ισραήλ
12And having looked round this way and that way, he sees no one; and he smote the Egyptian, and hid him in the sand. περιβλεψάμενος δε ώδε και ώδε ουχ ορά ουδένα και πατάξας τον Αιγύπτιον έκρυψεν αυτόν εν τη άμμω
13And having gone out the second day he sees two Hebrew men fighting; and he says to the injurer, Wherefore smitest thou thy neighbour? εξελθών δε τη ημέρα τη δευτέρα ορά δύο άνδρας Εβραίους διαπληκτιζομένους και λέγει τω αδικούντι διατί συ τύπτεις τον πλησίον
14And he said, Who made thee a ruler and a judge over us? wilt thou slay me as thou yesterday slewest the Egyptian? Then Moses was alarmed, and said, If it be thus, this matter has become known. ο δε είπε τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ΄ ημάς μη ανελείν με συ θέλεις ον τρόπον ανείλες χθες τον Αιγύπτιον εφοβήθη δε Μωυσής και είπεν ει ούτως εμφανές γέγονε το ρήμα τούτο
15And Pharao heard this matter, and sought to slay Moses; and Moses departed from the presence of Pharao, and dwelt in the land of Madiam; and having come into the land of Madiam, he sat on the well. ήκουσε δε Φαραώ το ρήμα τούτο και εζήτει ανελείν Μωυσήν ανεχώρησε δε Μωυσής από προσώπου Φαραώ και κατώκησεν εν γη Μαδιάν ελθών δε εις γην Μαδιάν εκάθισεν επί του φρέατος
16And the priest of Madiam had seven daughters, feeding the flock of their father Jothor; and they came and drew water until they filled their pitchers, to water the flock of their father Jothor. τω δε ιερεί Μαδιάν ήσαν επτά θυγατέρες ποιμαίνουσαι τα πρόβατα του πατρός αυτών Ιοθώρ παραγενόμεναι δε ήντλουν έως έπλησαν τας δεξαμένας ποτίσαι τα πρόβατα του πατρός αυτών Ιοθώρ
17And the shepherds came, and were driving them away; and Moses rose up and rescued them, and drew water for them, and watered their sheep. παραγενόμενοι δε οι ποιμένες εξέβαλλον αυτάς αναστάς δε Μωυσής ερρύσατο αυτάς και ήντλησεν αυταίς και επότισε τα πρόβατα αυτών
18And they came to Raguel their father; and he said to them, Why have ye come so quickly to-day? παρεγένοντο δε προς Ραγουήλ τον πατέρα αυτών ο δε είπεν αυταίς τι ότι εταχύνατε του παραγενέσθαι σήμερον
19And they said, An Egyptian delivered us from the shepherds, and drew water for us and watered our sheep. αι δε είπον άνθρωπος Αιγύπτιος ερρύσατο ημάς από των ποιμένων και ήντλησεν ημίν και επότισε τα πρόβατα ημών
20And he said to his daughters, And where is he? and why have ye left the man? call him therefore, that he may eat bread. ο δε είπε ταις θυγατράσιν αυτού και που εστι και ινατί ούτως καταλελοίπατε τον άνθρωπον καλέσατε ουν αυτόν όπως φάγη άρτον
21And Moses was established with the man, and he gave Sepphora his daughter to Moses to wife. κατωκίσθη δε Μωυσής παρά τω ανθρώπω και εξέδοτο Σεπφώραν την θυγατέρα αυτού Μωυσή γυναίκα
22And the woman conceived and bore a son, and Moses called his name Gersam, saying, I am a sojourner in a strange land. εν γαστρί δε λαβούσα η γυνή έτεκεν υιόν και επωνόμασε Μωυσής το όνομα αυτού Γηρσάμ λέγων ότι πάροικός ειμι εν γη αλλοτρία ετι δε συλλαβούσα έτεκεν υιόν δεύτερον και εκάλεσε το όνομα αυτού Ελιέζερ λέγων ότι θεός του πατρός μου βοηθός μου και ερρύσατό με εκ χειρός Φαραω
23And in those days after a length of time, the king of Egypt died; and the children of Israel groaned because of their tasks, and cried, and their cry because of their tasks went up to God. μετά δε τας ημέρας τας πολλάς εκείνας ετελεύτησεν ο βασιλεύς Αιγύπτου και κατεστέναξαν οι υιοί Ισραήλ από των έργων και ανεβόησαν και ανέβη η βοή αυτών προς τον θεόν από των έργων
24And God heard their groanings, and God remembered his covenant made with Abraam and Isaac and Jacob. και εισήκουσεν ο θεός τον στεναγμόν αυτών και εμνήσθη ο θεός της διαθήκης αυτού της προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ
25And God looked upon the children of Israel, and was made known to them. και επείδεν ο θεός τους υιούς Ισραήλ και εγνώσθη αυτοίς

Chapter 3

[edit]
1And Moses was feeding the flock of Jothor his father-in-law, the priest of Madiam; and he brought the sheep nigh to the wilderness, and came to the mount of Choreb. και Μωυσής ην ποιμαίνων τα πρόβατα Ιοθώρ του πενθερού αυτού του ιερέως Μαδιάν και ήγαγε τα πρόβατα υπό την έρημον και ήλθεν εις το όρος του θεού Χωρήβ
2And an angel of the Lord appeared to him in flaming fire out of the bush, and he sees that the bush burns with fire, —but the bush was not consumed. ώφθη δε αυτώ άγγελος κυρίου εν φλογί πυρός εκ του βάτου και ορά ότι η βάτος καίεται πυρί η δε βάτος ου κατεκαίετο
3And Moses said, I will go near and see this great sight, why the bush is not consumed. είπε δε Μωυσής παρελθών όψομαι το όραμα το μέγα τούτο τι ότι ου κατακαίεται ο βάτος
4And when the Lord saw that he drew nigh to see, the Lord called him out of the bush, saying, Moses, Moses; and he said, What is it? ως δε είδε κύριος ότι προσάγει ιδείν εκάλεσεν αυτόν κύριος εκ της βάτου λέγων Μωυσή Μωυσή ο δε είπε τι εστιν
5And he said, Draw not nigh hither: loose thy sandals from off thy feet, for the place whereon thou standest is holy ground. ο δε είπε μη εγγίσης ώδε λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας γη αγία εστί
6And he said, I am the God of thy father, the God of Abraam, and the God of Isaac, and the God of Jacob; and Moses turned away his face, for he was afraid to gaze at God. και είπεν αυτώ εγώ ειμι ο θεός του πατρός σου ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ απέστρεψε δε Μωυσής το πρόσωπον αυτού ευλαβείτο γαρ καταβλέψαι ενώπιον του θεού
7And the Lord said to Moses, I have surely seen the affliction of my people that is in Egypt, and I have heard their cry caused by their task-masters; for I know their affliction. είπε δε κύριος προς Μωυσήν ιδών είδον την κάκωσιν του λαού μου του εν Αιγύπτω και της κραυγής αυτών ακήκοα από των εργοδιωκτών οίδα γαρ την οδύνην αυτών
8And I have come down to deliver them out of the hand of the Egyptians, and to bring them out of that land, and to bring them into a good and wide land, into a land flowing with milk and honey, into the place of the Chananites, and the Chettites, and Amorites, and Pherezites, and Gergesites, and Evites, and Jebusites. και κατέβην εξελέσθαι αυτούς εκ χειρός των Αιγυπτίων και εξαγαγείν αυτούς εκ της γης εκείνης και εισαγαγείν αυτούς εις γην αγαθήν και πολλήν εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι εις τον τόπον των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων
9And now, behold, the cry of the children of Israel is come to me, and I have seen the affliction with which the Egyptians afflict them. και νυν ιδού η κραυγή των υιών Ισραήλ ήκει προς με καγώ εώρακα τον θλιμμόν ον οι Αιγύπτιοι θλίβουσιν αυτούς
10And now come, I will send thee to Pharao king of Egypt, and thou shalt bring out my people the children of Israel from the land of Egypt. και νυν δεύρο αποστείλω σε προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και εξάξεις τον λαόν μου τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου
11And Moses said to God, Who am I, that I should go to Pharao king of Egypt, and that I should bring out the children of Israel from the land of Egypt? και είπε Μωυσής προς τον θεόν τις ειμι εγώ ότι πορεύσομαι προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και ότι εξάξω τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου
12And God spoke to Moses, saying, I will be with thee, and this shall be the sign to thee that I shall send thee forth, —when thou bringest out my people out of Egypt, then ye shall serve God in this mountain. είπε δε ο θεός προς Μωυσήν λέγων ότι έσομαι μετά σου και τούτό σοι το σημείον ότι εγώ σε εξαποστέλλω εν τω εξαγαγείν σε τον λαόν μου εξ Αιγύπτου και λατρεύσετε τω θεώ εν τω όρει τούτω
13And Moses said to God, Behold, I shall go forth to the children of Israel, and shall say to them, The God of our fathers has sent me to you; and they will ask me, What is his name? What shall I say to them? και είπε Μωυσής προς τον θεόν ιδού εγώ ελεύσομαι προς τους υιούς Ισραήλ και ερώ προς αυτούς ο θεός των πατέρων ημών απέσταλκέ με προς υμάς και εαν ερωτήσωσί με τι το όνομα αυτω τι έρω προς αυτούς
14And God spoke to Moses, saying, I am THE BEING; and he said, Thus shall ye say to the children of Israel, THE BEING has sent me to you. και είπεν ο θεός προς Μωυσήν εγώ ειμι ο ων και είπεν ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ ο ων απέσταλκέ με προς υμάς
15And God said again to Moses, Thus shalt thou say to the sons of Israel, The Lord God of our fathers, the God of Abraam, and God of Isaac, and God of Jacob, has sent me to you: this is my name for ever, and my memorial to generations of generations. και είπεν ο θεός πάλιν προς Μωυσήν ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ κύριος ο θεός των πατέρων ημών ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ απέσταλκέ με προς υμάς τούτό μου εστί το όνομα αιώνιον και μνημόσυνον γενεών γενεαίς
16Go then and gather the elders of the children of Israel, and thou shalt say to them, The Lord God of our fathers has appeared to me, the God of Abraam, and God of Isaac, and God of Jacob, saying, I have surely looked upon you, and upon all the things which have happened to you in Egypt. ελθών ουν συνάγαγε την γερουσίαν των υιών Ισραήλ και ερείς προς αυτούς κύριος ο θεός των πατέρων ημών ώπταί μοι ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ λέγων επισκοπή επέσκεμμαι υμάς και όσα συμβέβηκεν υμίν εν Αιγύπτω
17And he said, I will bring you up out of the affliction of the Egyptians to the land of the Chananites and the Chettites, and Amorites and Pherezites, and Gergesites, and Evites, and Jebusites, to a land flowing with milk and honey. και είπεν αναβιβάσω υμάς εκ της κακώσεως των Αιγυπτίων εις την γην των Χαναναίων και Χετταίων και Ευαίων και Αμορραίων και Φερεζαίων και Γεργεσαίων και Ιεβουσαίων εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι
18And they shall hearken to thy voice, and thou and the elders of Israel shall go in to Pharao king of Egypt, and thou shalt say to him, The God of the Hebrews has called us; we will go then a journey of three days into the wilderness, that we may sacrifice to our God. και εισακούσονταί σου της φωνής και εισελεύση συ και η γερουσία Ισραήλ προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και ερείς προς αυτόν κύριος ο θεός των Εβραίων προσκέκληται ημάς πορευσόμεθα ουν οδόν τριών ημερών εις την έρημον ίνα θύσωμεν κυρίω τω θεώ ημών
19But I know that Pharao king of Egypt will not let you go, save with a mighty hand; εγώ δε οίδα ότι ου προήσεται υμάς Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου πορευθήναι εάν μη μετά χειρός κραταιάς
20and I will stretch out my hand, and smite the Egyptians with all my wonders, which I shall work among them, and after that he will send you forth. και εκτείνας την χείρά μου πατάξω τους Αιγυπτίους εν πάσι τοις θαυμασίοις μου οις ποιήσω εν αυτοίς και μετά ταύτα εξαποστελεί υμάς
21And I will give this people favour in the sight of the Egyptians, and whenever ye shall escape, ye shall not depart empty. και δώσω χάριν τω λαώ τούτω ενώπιον των Αιγυπτίων όταν δε αποτρέχητε ουκ απελεύσεσθε κενοί
22But every woman shall ask of her neighbour and fellow lodger, articles of gold and silver, and apparel; and ye shall put them upon your sons and upon your daughters, —and spoil ye the Egyptians. αλλά αιτήσει γυνή παρά γείτονος και συσκήνου αυτής σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν και επιθήσετε επί τους υιούς υμών και επί τας θυγατέρας υμών και σκυλεύσετε τους Αιγυπτίους

Chapter 4

[edit]
1And Moses answered and said, If they believe me not, and do not hearken to my voice (for they will say, God has not appeared to thee), what shall I say to them? απεκρίθη δε Μωυσής και είπεν εάν ουν μη πιστεύσωσί μοι μηδέ εισακούσωσι της φωνής μου ερούσι γαρ ότι ουκ ώπταί σοι ο θεός τι ερώ προς αυτούς
2And the Lord said to him, What is this thing that is in thine hand? and he said, A rod. είπε δε αυτώ κύριος τι τούτό εστι το εν χειρί σου ο δε είπε ράβδος
3And he said, Cast it on the ground: and he cast it on the ground, and it became a serpent, and Moses fled from it. και είπεν αυτώ ρίψον αυτήν επί την γην και έρριψεν αυτήν επί την γην και εγένετο όφις και έφυγε Μωυσής απ΄ αυτού
4And the Lord said to Moses, Stretch forth thine hand, and take hold of its tail: so he stretched forth his hand and took hold of the tail, και είπε κύριος προς Μωυσήν έκτεινον την χείρα και επιλαβού της κέρκου εκτείνας ουν την χείρα επελάβετο της κέρκου και εγένετο ράβδος εν τη χειρί αυτού
5and it became a rod in his hand, —that they may believe thee, that the God of thy fathers has appeared to thee, the God of Abraam, and God of Isaac, and God of Jacob. ίνα πιστεύσωσί σοι ότι ώπταί σοι κύριος ο θεός των πατέρων αυτών ο θεός Αβραάμ και ο θεός Ισαάκ και ο θεός Ιακώβ
6And the Lord said again to him, Put thine hand into thy bosom; and he put his hand into his bosom, and brought his hand out of his bosom, and his hand became as snow. είπε δε αυτώ κύριος πάλιν εισένεγκε την χείρά σου εις τον κόλπον σου και εισήνεγκε την χείρα αυτού εις τον κόλπον αυτού και εξήνεγκεν αυτήν εκ του κόλπου αυτού και εγενήθη η χειρ αυτού λεπρώσα ωσεί χιών
7And he said again, Put thy hand into thy bosom; and he put his hand into his bosom, and brought his hand out of his bosom, and it was again restored to the complexion of his other flesh. και είπε πάλιν αυτώ κύριος εισένεγκε την χείρά σου εις τον κόλπον σου και εισήνεγκε την χείρα εις τον κόλπον αυτού και εξήνεγκεν αυτήν εκ του κόλπου αυτού και πάλιν αποκατέστη εις την χροάν της σαρκός αυτής
8And if they will not believe thee, nor hearken to the voice of the first sign, they will believe thee because of the voice of the second sign. εάν δε μη πιστεύσωσί σοι μηδέ εισακούσωσι της φωνής του σημείου του πρώτου πιστεύσουσί σοι της φωνής του σημείου του δευτέρου
9And it shall come to pass if they will not believe thee for these two signs, and will not hearken to thy voice, that thou shalt take of the water of the river and pour it upon the dry land, and the water which thou shalt take from the river shall be blood upon the dry land. και έσται εάν μη πιστεύσωσί σοι τοις δυσί σημείοις τούτοις μηδέ εισακούσωσι της φωνής σου λήψη από του ύδατος του ποταμού και εκχεείς επί το ξηρόν και έσται το ύδωρ ο αν λάβης από του ποταμού αίμα επί του ξηρού
10And Moses said to the Lord, I pray, Lord, I have not been sufficient in former times, neither from the time that thou hast begun to speak to thy servant: I am weak in speech, and slow-tongued. είπε δε Μωυσής προς κύριον δέομαι κύριε ουχ ικανός ειμί προ της εχθές ουδέ προ της τρίτης ημέρας ουδέ αφ΄ ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμι
11And the Lord said to Moses, Who has given a mouth to man, and who has made the very hard of hearing, and the deaf, the seeing and the blind? have not I, God? είπε δε κύριος τω Μωυσή τις έδωκε στόμα ανθρώπω και τις εποίησε δύσκωφον και κωφόν βλέποντα και τυφλόν ουκ εγώ κύριος ο θεός
12And now go and I will open thy mouth, and will instruct thee in what thou shalt say. και νυν πορεύου και εγώ ανοίξω το στόμα σου και συμβιβάσω σε α μέλλεις λαλήσαι
13And Moses said, I pray thee, Lord, appoint another able person whom thou shalt send. και είπε Μωυσής δέομαι κύριε προχείρισαι άλλον δυνάμενον ον αποστελείς
14And the Lord was greatly angered against Moses, and said, Lo! is not Aaron the Levite thy brother? I know that he will surely speak to thee; and, behold, he will come forth to meet thee, and beholding thee he will rejoice within himself. και θυμωθείς οργή κύριος επί Μωυσήν είπεν ουκ ιδού Ααρών ο αδελφός σου ο Λευίτης επίσταμαι ότι λαλών λαλήσει αυτός σοι και ιδού αυτός εξελεύσεται εις συνάντησίν σοι και ιδών σε χαρήσεται εν εαυτώ
15And thou shalt speak to him; and thou shalt put my words into his mouth, and I will open thy mouth and his mouth, and I will instruct you in what ye shall do. και ερείς προς αυτόν και δώσεις τα ρήματά μου εις το στόμα αυτού και εγώ ανοίξω το στόμα σου και το στόμα αυτού και συμβιβάσω υμάς α ποιήσετε
16And he shall speak for thee to the people, and he shall be thy mouth, and thou shalt be for him in things pertaining to God. και αυτός σοι λαλήσει τα προς τον λαόν και αυτός έσται σου στόμα συ δε αυτώ έση τα προς τον θεόν
17And this rod that was turned into a serpent thou shalt take in thine hand, wherewith thou shalt work miracles. και την ράβδον ταύτην την στραφείσαν εις όφιν λήψη εν τη χειρί σου εν η ποιήσεις εν αυτή τα σημεία
18And Moses went and returned to Jothor his father-in-law, and says, I will go and return to my brethren in Egypt, and will see if they are yet living. And Jothor said to Moses, Go in health. And in those days after some time, the king of Egypt died. επορεύθη δε Μωυσής και απέστρεψε προς Ιοθώρ τον πενθερόν αυτού και λέγει πορεύσομαι και αποστρέψω προς τους αδελφούς μου τους εν Αιγύπτω και όψομαι ει έτι ζώσι και είπεν Ιοθώρ τω Μωυσή βάδιζε υγιαίνων μετά δε τας ημέρας τας πολλάς εκείνας ετελεύτησεν ο βασιλεύς Αιγύπτου
19And the Lord said to Moses in Madiam, Go, depart into Egypt, for all that sought thy life are dead. είπε δε κύριος προς Μωυσήν εν γη Μαδιάν βάδιζε άπελθε εις Αίγυπτον τεθνήκασι γαρ πάντες οι ζητούντές σου την ψυχήν
20And Moses took his wife and his children, and mounted them on the beasts, and returned to Egypt; and Moses took the rod which he had from God in his hand. αναλαβών δε Μωυσής την γυναίκα και τα παιδία ανεβίβασεν αυτά επί τα υποζύγια και επέστρεψεν εις Αίγυπτον έλαβε δε Μωυσής την ράβδον την παρά του θεού εν τη χειρί αυτού
21And the Lord said to Moses, When thou goest and returnest to Egypt, see—all the miracles I have charged thee with, thou shalt work before Pharao: and I will harden his heart, and he shall certainly not send away the people. είπε δε κύριος προς Μωυσήν πορευομένου σου και αποστρέφοντος εις Αίγυπτον ορά πάντα τα τέρατα α δέδωκα εν τη χειρι σου ποιήσεις αυτά εναντίον Φαραώ εγώ δε σκληρυνώ αυτού την καρδίαν και ου εξαποστείλη τον λαόν
22And thou shalt say to Pharao, These things saith the Lord, Israel is my first-born. συ δε ερείς τω Φαραώ τάδε λέγει κύριος υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ
23And I said to thee, Send away my people, that they may serve me: now if thou wilt not send them away, see, I will slay thy first-born son. είπα δε σοι εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα μοι λατρεύση ει μεν ουν μη βούλη εξαποστείλαι αυτούς όρα ουν εγώ αποκτενώ τον υιόν σου τον πρωτότοκον
24And it came to pass that the angel of the Lord met him by the way in the inn, and sought to slay him. εγένετο δε εν τη οδώ εν τω καταλύματι συνήντησεν αυτώ άγγελος κυρίου και εζήτει αποκτείναι αυτόν
25and Sepphora having taken a stone cut off the foreskin of her son, and fell at his feet and said, The blood of the circumcision of my son is staunched: και λαβούσα Σεπφώρα ψήφον περιέτεμε την ακροβυστίαν του υιού αυτής και προσέπεσε προς τους πόδας αυτού και είπενσηε έστη το αίμα της περιτομής του παιδίου μου
26and he departed from him, because she said, The blood of the circumcision of my son is staunched. και απήλθεν απ΄ αυτού ο άγγελος διότι είπεν έστη το αίμα της περιτομής του παιδίου μου
27And the Lord said to Aaron, Go into the wilderness to meet Moses; and he went and met him in the mount of God, and they kissed each other. είπε δε κύριος προς Ααρών πορεύθητι εις συνάντησιν Μωυσή εις την έρημον και επορεύθη και συνήντησεν αυτώ εν τω όρει του θεού και κατεφίλησαν αλλήλους
28And Moses reported to Aaron all the words of the Lord, which he sent, and all the things which he charged him. και ανήγγειλε Μωυσής τω Ααρών πάντας τους λόγους κυρίου ους απέστειλε προς αυτόν και πάντα τα σημεία α ενετείλατο αυτώ
29And Moses and Aaron went and gathered the elders of the children of Israel. επορεύθη δε Μωυσής και Ααρών και συνήγαγον την γερουσίαν των υιών Ισραήλ
30And Aaron spoke all these words, which God spoke to Moses, and wrought the miracles before the people. και ελάλησεν Ααρων πάντα τα ρήματα α ελάλησεν ο θεός προς Μωυσήν και εποίησε τα σημεία εναντίον του λαού
31and the people believed and rejoiced, because God visited the children of Israel, and because he saw their affliction: and the people bowed and worshipped. και επίστευσεν ο λαός και εχάρη ότι επεσκέψατο ο θεός τους υιούς Ισραήλ και ότι είδεν αυτών την θλίψιν κύψας δε ο λαός προσεκύνησε

Chapter 5

[edit]
1And after this went in Moses and Aaron to Pharao, and they said to him, These things says the Lord God of Israel, Send my people away, that they may keep a feast to me in the wilderness. και μετά ταύτα εισήλθε Μωυσής και Ααρών προς Φαραώ και είπαν αυτώ τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα μοι εορτάσωσιν εν τη ερήμω
2And Pharao said, Who is he that I should hearken to his voice, so that I should send away the children of Israel? I do not know the Lord, and I will not let Israel go. και είπε Φαραώ τις εστίν ου εισακούσομαι της φωνής αυτού ώστε εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ ουκ οίδα τον κύριον και τον Ισραήλ ουκ εξαποστέλλω
3And they say to him, The God of the Hebrews has called us to him: we will go therefore a three days' journey into the wilderness, that we may sacrifice to the Lord our God, lest at any time death or slaughter happen to us. και λέγουσιν αυτώ ο θεός των Εβραίων προσκέκληται ημάς πορευσόμεθα ουν οδόν τριών ημερών εις την έρημον όπως θύσωμεν κυρίω τω θεώ ημών μή συναντήση ημίν θάνατος η φόνος
4And the king of Egypt said to them, Why do ye, Moses and Aaron, turn the people from their works? depart each of you to your works. και είπεν αυτοίς ο βασιλεύς Αιγύπτου ινατί Μωυσή και Ααρών διαστρέφετε τον λαόν από των έργων απέλθετε έκαστος υμών προς τα έργα αυτού
5And Pharao said, Behold now, the people is very numerous; let us not then give them rest from their work. και είπε Φαραώ ιδού νυν πολυπλήθει ο λαός της γης μη ουν καταπαύσωμεν αυτούς από των έργων
6And Pharao gave orders to the task-masters of the people and the accountants, saying, συνέταξε δε Φαραώ τοις εργοδιώκταις του λαού και τοις γραμματεύσι λέγων
7Ye shall no longer give straw to the people for brick-making as yesterday and the third day; but let them go themselves, and collect straw for themselves. ουκέτι προστεθήσεσθε διδόναι άχυρον τω λαώ εις την πλινθουργίαν καθάπερ εχθές και τρίτην ημέραν αυτοί πορευέσθωσαν και συναγαγέτωσαν εαυτοίς τα άχυρα
8And thou shalt impose on them daily the rate of brick-making which they perform: thou shalt not abate anything, for they are idle; therefore have they cried, saying, Let us arise and do sacrifice to our God. και την σύνταξιν της πλινθουργίας ης αυτοί ποιούσι καθ΄ εκάστην ημέραν επιβαλείτε αυτοίς ουκ αφελείς ουδέν απ΄ αυτών σχολάζουσι γαρ διά τούτο κεκράγασι λέγοντες πορευθώμεν και θύσωμεν τω θεώ ημών
9Let the works of these men be made grievous, and let them care for these things, and not care for vain words. βαρυνέσθω τα έργα των ανθρώπων τούτων και μεριμνάτωσαν ταύτα και μη μεριμνάτωσαν εν λόγοις κενοίς
10And the taskmasters and the accountants hastened them, and they spoke to the people, saying, thus says Pharao, I will give you straw no longer. κατέσπευδον δε αυτούς οι εργοδιώκται και οι γραμματείς του λαού και έλεγον προς τον λαόν λέγοντες τάδε λέγει Φαραώ ουκέτι δίδωμι υμίν άχυρα
11Go ye, yourselves, get for yourselves straw whencesoever ye can find it, for nothing is diminished from your rate. αυτοί υμείς πορευόμενοι συλλέγετε εαυτοίς άχυρα όθεν εάν εύρητε ου γαρ αφαιρείται από της συντάξεως υμών ουθέν
12So the people were dispersed in all the land of Egypt, to gather stubble for straw. και διεσπάρη ο λαός εν όλη γη Αιγύπτου συναγαγείν καλάμην εις άχυρα
13and the taskmasters hastened them, saying, Fulfil your regular daily tasks, even as when straw was given you. οι δε εργοδιώκται κατέσπευδον αυτούς λέγοντες συντελείτε τα έργα τα καθήκοντα καθ΄ ημέραν καθάπερ και ότε το άχυρον εδίδοτο υμίν
14And the accountants of the race of the children of Israel, who were set over them by the masters of Pharao, were scourged, [and questioned,] men saying, Why have ye not fulfilled your rates of brick-work as yesterday and the third day, to-day also? και εμαστιγώθησαν οι γραμματείς του γένους των υιών Ισραήλ οι κατασταθέντες επ΄ αυτούς υπό των επιστατών του Φαραώ λέγοντες διατί ου συνετελέσατε τας συντάξεις υμών της πληνθείας καθάπερ και εχθές και τρίτην ημέραν και το της σήμερον
15And the accountants of the children of Israel went in and cried to Pharao, saying, Why dost thou act thus to thy servants? εισελθόντες δε οι γραμματείς των υιών Ισραήλ κατεβόησαν προς Φαραώ λέγοντες ινατί συ ούτως ποιείς τοις σοις οικέταις
16Straw is not given to thy servants, and they tell us to make brick; and behold thy servants have been scourged: thou wilt therefore injure thy people. άχυρον ου δίδοται τοις οικέταις σου και την πλίνθον ημίν λέγουσι ποιείν και ιδού οι παίδές σου μεμαστίγωνται αδικήσεις ουν τον λαόν σου
17And he said to them, Ye are idle, ye are idlers: therefore ye say, Let us go and do sacrifice to our God. και είπεν αυτοίς σχολάζετε σχολασταί εστέ διά τούτο λέγετε πορευθωμεν θύσωμεν τω κυρίω
18Now then go and work, for straw shall not be given to you, yet ye shall return the rate of bricks. νυν ουν πορευθέντες εργάζεσθε το γαρ άχυρον υμίν ου δοθήσεται και την σύνταξιν της πλινθείας αποδώσετε
19And the accountants of the children of Israel saw themselves in an evil plight, men saying, Ye shall not fail to deliver the daily rate of the brick-making. εώρων δε οι γραμματείς των υιών Ισραήλ εαυτούς εν κακοίς λέγοντες ουκ απολείψετε από της πλινθείας το καθήκον τη ημέρα
20And they met Moses and Aaron coming forth to meet them, as they came forth from Pharao. συνήντησαν δε Μωυσή και Ααρών ερχομένοις εις συνάντησιν αυτοίς εκπορευομένων αυτών από Φαραώ
21And they said to them, The Lord look upon you and judge you, for ye have made our savour abominable before Pharao, and before his servants, to put a sword into his hands to slay us. και είπον αυτοίς επίδοι ο θεός υμάς και κρίναι ότι εβδελύξατε την οσμήν ημών εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού δούναι ρομφαίαν εις τας χείρας αυτού του αποκτείναι ημάς
22And Moses turned to the Lord, and said, I pray, Lord, why hast thou afflicted this people? and wherefore hast thou sent me? επέστρεψε δε Μωυσής προς κύριον και είπε κύριε διά τι εκάκωσας τον λαόν τούτον και ινατί απέσταλκάς με
23For from the time that I went to Pharao to speak in thy name, he has afflicted this people, and thou hast not delivered thy people. και αφ΄ ου εισπεπόρευμαι προς Φαραώ λαλήσαι επί τω σω ονόματι εκάκωσε τον λαόν τούτον και ουκ ερρύσω τον λαόν σου

Chapter 6

[edit]
1And the Lord said to Moses, Now thou shalt see what I will do to Pharao; for he shall send them forth with a mighty hand, and with a high arm shall he cast them out of his land. και είπε κύριος προς Μωυσήν ήδη όψει α ποιήσω τω Φαραώ εν γαρ χειρί κραταιά εξαποστελεί αυτούς και εν βραχίονι υψηλώ εκβαλεί αυτούς εκ της γης αυτού
2And God spoke to Moses and said to him, I am the Lord. ελάλησε δε ο θεός προς Μωυσήν και είπε προς αυτόν εγώ κύριος
3And I appeared to Abraam and Isaac and Jacob, being their God, but I did not manifest to them my name Lord. και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ θεός ων αυτών και το όνομά μου κύριος ουκ εδήλωσα αυτοίς
4And I established my covenant with them, to give them the land of the Chananites, the land wherein they sojourned, in which also they dwelt as strangers. και έστησα την διαθήκην μου προς αυτούς ώστε δούναι αυτοίς την γην των Χαναναίων την γην ην παρωκήκασιν εν η και παρώκησαν επ΄ αυτής
5And I hearkened to the groaning of the children of Israel (the affliction with which the Egyptians enslave them) and I remembered the covenant with you. και εγώ εισήκουσα τον στεναγμόν των υιών Ισραήλ α οι Αιγύπτιοι καταδουλούντο αυτούς και εμνήσθην της διαθήκης υμών
6Go, speak to the children of Israel, saying, I am the Lord; and I will lead you forth from the tyranny of the Egyptians, and I will deliver you from bondage, and I will ransom you with a high arm, and great judgment. βάδιζε είπον τοις υιοίς Ισραήλ λέγων εγώ κύριος και εξάξω υμάς από της δυναστείας των Αιγυπτίων και ρύσομαι υμάς εκ της δουλείας αυτών και λυτρώσομαι υμάς εν βραχίονι υψηλώ και κρίσει μεγάλη
7And I will take you to me a people for myself, and will be your God; and ye shall know that I am the Lord your God, who brought you out from the tyranny of the Egyptians. και λήψομαι εμαυτώ υμάς εις λαόν εμοί και έσομαι υμών θεός και γνώσεσθε ότι εγώ κύριος ο θεός υμών ο εξαγαγών υμάς εκ της καταδυναστείας των Αιγυπτίων
8And I will bring you into the land concerning which I stretched out my hand to give it to Abraam and Isaac and Jacob, and I will give it you for an inheritance: I am the Lord. και εισάξω υμάς εις την γην εις ην εξέτεινα την χείρά μου δούναι αυτήν τω Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και δώσω υμίν αυτήν εν κλήρω εγώ κύριος
9And Moses spoke thus to the sons of Israel, and they hearkened not to Moses for faint-heartedness, and for their hard tasks. ελάλησε δε Μωυσής ούτως τοις υιοίς Ισραήλ και ουκ εισήκουσαν Μωυσή από της ολιγοψυχίας και από των έργων των σκληρών
10And the Lord spoke to Moses, saying, είπε δε κύριος προς Μωυσήν λέγων
11Go in, speak to Pharao king of Egypt, that he send forth the children of Israel out of his land. είσελθε λάλησον προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου ίνα εξαποστείλη τους υιούς Ισραήλ εκ της γης αυτού
12And Moses spoke before the Lord, saying, Behold, the children of Israel hearkened not to me, and how shall Pharao hearken to me? and I am not eloquent. ελάλησε δε Μωυσής έναντι κυρίου λέγων ιδού οι υιοί Ισραήλ ουκ εισήκουσάν μου και πως εισακούσεταί μου Φαραώ εγώ δε άλογός ειμι
13And the Lord spoke to Moses and Aaron, and gave them a charge to Pharao king of Egypt, that he should send forth the children of Israel out of the land of Egypt. είπε δε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών και συνέταξεν αυτοίς προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου ώστε εξαγαγείν τους υιούς Ισραήλ εκ της γης Αιγύπτου
14And these are the heads of the houses of their families: the sons of Ruben the first-born of Israel; Enoch and Phallus, Asron, and Charmi, this is the kindred of Ruben. και ούτοι οι αρχηγοί οίκων πατριών αυτών υιοί Ρουβήν πρωτοτόκου Ισραήλ Ενώχ και Φαλλού Ασρών και Χαρμί αύτη η συγγένεια Ρουβήν
15And the sons of Symeon, Jemuel and Jamin, and Aod, and Jachin and Saar, and Saul the son of a Phoenician woman, these are the families of the sons of Symeon. και υιοί Συμεών Ιεμουήλ και Ιαμίν και Αωδ και Ιαχείν και Σαάρ και Σαούλ ο εκ της Φοινίσσης αύται αι πατριαί των υιών Συμεών
16And these are the names of the sons of Levi according to their kindreds, Gedson, Caath, and Merari; and the years of the life of Levi were a hundred and thirty-seven. και ταύτα τα ονόματα των υιών Λευί κατά συγγενείας αυτών Γεδσών Καάθ και Μεραρεί και τα έτη της ζωής Λευί εκατόν τριακονταεπτά έτη
17And these are the sons of Gedson, Lobeni and Semei, the houses of their family. And the sons of Caath, και ούτοι οι υιοί Γεδσών Λοβενι και Σεμει οίκοι πατριάς αυτών
18Ambram and Issaar, Chebron, and Oziel; and the years of the life of Caath were a hundred and thirty-three years. και οι υιοί Καάθ Αμβράμ και Ισαάρ και Χεβρών και Οζιήλ και τα έτη της ζωής Καάθ εκατόν τριακοντατρία έτη
19And the sons of Merari, Mooli, and Omusi, these are the houses of the families of Levi, according to their kindreds. και υιοί Μεραρεί Μοολί και Μουσει ούτοι οι οίκοι πατριών Λευί κατά συγγενείας αυτών
20And Ambram took to wife Jochabed the daughter of his father's brother, and she bore to him both Aaron and Moses, and Mariam their sister: and the years of the life of Ambram were a hundred and thirty-two years. και έλαβεν Αμβράμ την Ιωχαβέδ θυγατέρα του αδελφού του πατρός αυτού εαυτώ εις γυναίκα και εγέννησεν αυτώ τον τε Ααρών και Μωυσήν και Μαριάμ την αδελφήν αυτών τα δε έτη της ζωής Αμβράμ εκατόν τριακονταεπτά έτη
21And the sons of Issaar, Core, and Naphec, and Zechri. και υιοί Ισαάρ Κορέ και Ναφεκ και Ζεχρι
22And the sons of Oziel, Misael, and Elisaphan, and Segri. και υιοί Οζιήλ Μισαήλ και Ελισαφάν και Ζεχρί
23And Aaron took to himself to wife Elisabeth daughter of Aminadab sister of Naasson, and she bore to him both Nadab and Abiud, and Eleazar and Ithamar. έλαβε δε Ααρών την Ελισάβεθ θυγατέρα Αμιναδάβ αδελφήν Ναασσών αυτώ γυναίκα και έτεκεν αυτώ τον τε Ναδαβ και Αβιούδ και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ
24And the sons of Core, Asir, and Elkana, and Abiasar, these are the generations of Core. υιοί δε Κορέ Ασείρ και Ελκανά και Αβιάσαρ αύται αι γενέσεις Κορέ
25And Eleazar the son of Aaron took to himself for a wife one of the daughters of Phutiel, and she bore to him Phinees. These are the heads of the family of the Levites, according to their generations. και Ελεάζαρ ο του Ααρών έλαβε των θυγατέρων Φουτιήλ αυτώ γυναίκα και έτεκεν αυτώ τον Φινεές αύται αι αρχαί πατριάς Λευιτών κατά γενέσεις αυτών
26This is Aaron and Moses, whom God told to bring out the children of Israel out of the land of Egypt with their forces. ούτος Ααρών και Μωυσής οις είπεν ο θεός αυτοίς εξαγαγείν τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου συν δυνάμει αυτών
27These are they that spoke with Pharao king of Egypt, and Aaron himself and Moses brought out the children of Israel from the land of Egypt, ούτοί εισιν οι διαλεγόμενοι προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου ώστε εξαγαγείν τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου αυτός Ααρών και Μωυσής
28in the day in which the Lord spoke to Moses in the land of Egypt; η ημέρα ελάλησε κύριος Μωυσή εν γη Αιγύπτου
29then the Lord spoke to Moses, saying, I am the Lord: speak to Pharao king of Egypt whatsoever I say to thee. και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων εγώ κύριος λάλησον προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου όσα εγώ λέγω προς σε
30And Moses said before the Lord, Behold, I am not able in speech, and how shall Pharao hearken to me? και είπε Μωυσής εναντίον κυρίου ιδού εγώ ισχνόφωνός ειμι και πως εισακούσεταί μου Φαραώ

Chapter 7

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, Behold, I have made thee a god to Pharao, and Aaron thy brother shall be thy prophet. και είπε κύριος προς Μωυσήν λέγων ιδού δέδωκά σε θεόν Φαραώ και Ααρών ο αδελφός σου έσται σου προφήτης
2And thou shalt say to him all things that I charge thee, and Aaron thy brother shall speak to Pharao, that he should send forth the children of Israel out of his land. συ δε λαλήσεις αυτώ πάντα όσα εντέλλομαί σοι ο δε Ααρών ο αδελφός σου λαλήσει προς Φαραώ ώστε εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ εκ γης αυτού
3And I will harden the heart of Pharao, and I will multiply my signs and wonders in the land of Egypt. εγώ δε σκληρυνώ την καρδίαν Φαραώ και πληθυνώ τα σημείά μου και τα τέρατα εν γη Αιγύπτω
4And Pharao will not hearken to you, and I will lay my hand upon Egypt; and will bring out my people the children of Israel with my power out of the land of Egypt with great vengeance. και ουκ εισακούσεται υμών Φαραώ και επιβαλώ την χείρά μου επ΄ Αίγυπτον και εξάξω συν δυνάμει μου τον λαόν μου τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου συν εκδικήσει μεγάλη
5And all the Egyptians shall know that I am the Lord, stretching out my hand upon Egypt, and I will bring out the children of Israel out of the midst of them. και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι ότι εγώ ειμι κύριος εκτείνων την χείρά μου επ΄ Αίγυπτον και εξάξω τους υιούς Ισραήλ εκ μέσου αυτών
6And Moses and Aaron did as the Lord commanded them, so did they. εποίησε δε Μωυσής και Ααρών καθάπερ ενετείλατο αυτοίς κύριος ούτως εποίησαν
7And Moses was eighty years old, and Aaron his brother was eighty-three years old, when he spoke to Pharao. Μωυσής δε ην ετών ογδοήκοντα Ααρών δε ογδοηκοντατριών ετών ηνίκα ελάλησαν προς Φαραώ
8And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, και είπε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων
9Now if Pharao should speak to you, saying, Give us a sign or a wonder, then shalt thou say to thy brother Aaron, Take thy rod and cast it upon the ground before Pharao, and before his servants, and it shall become a serpent. και εάν λαλήση προς υμάς Φαραώ λέγων δότε ημίν σημείον η τέρας και ερείς Ααρών τω αδελφώ σου λάβε την ράβδον και ρίψον αυτήν επί την γην εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού και έσται δράκων
10And Moses and Aaron went in before Pharao, and before his servants, and they did so, as the Lord commanded them; and Aaron cast down his rod before Pharao, and before his servants, and it became a serpent. εισήλθε δε Μωυσής και Ααρών εναντίον Φαραώ και των θεραπόντων αυτού και εποίησαν ούτως καθάπερ ενετείλατο αυτοίς κύριος και έρριψεν Ααρών την ράβδον εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού και εγένετο δράκων
11But Pharao called together the wise men of Egypt, and the sorcerers, and the charmers also of the Egyptians did likewise with their sorceries. συνεκάλεσε δε τους σοφιστάς Αιγύπτου ο Φαραώ και τους φαρμακούς και εποίησαν και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταις φαρμακείαις αυτών ωσαύτως
12And they cast down each his rod, and they became serpents, but the rod of Aaron swallowed up their rods. και έρριψαν έκαστος την ράβδον αυτού και εγένοντο δράκοντες και κατέπιεν η ράβδος η Ααρών τας εκείνων ράβδους
13and the heart of Pharao was hardened, and he hearkened not to them, as the Lord charged them. και κατίσχυσεν η καρδία Φαραώ και ουκ εισήκουσεν αυτών καθάπερ ελάλησεν αυτοίς κύριος
14and the Lord said to Moses, The heart of Pharao is made hard, so that he should not let the people go. είπε δε κύριος προς Μωυσήν βεβάρηται η καρδία Φαραώ του μη εξαποστείλαι τον λαόν
15Go to Pharao early in the morning: behold, he goes forth to the water; and thou shalt meet him on the bank of the river, and thou shalt take in thine hand the rod that was turned into a serpent. βάδισον προς Φαραώ τοπρωϊ ιδού αυτός εκπορεύεται επί το ύδωρ και έση συναντών αυτώ επί το χείλος του ποταμού και την ράβδον την στραφείσαν εις όφιν λήψη εν τη χειρί σου
16And thou shalt say to him, The Lord God of the Hebrews has sent me to thee, saying, Send my people away, that they may serve me in the wilderness, and, behold, hitherto thou hast not hearkened. και ερείς προς αυτόν κύριος ο θεός των Εβραίων απέσταλκέ με προς σε λέγων εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα μοι λατρεύσωσί μοι εν τη ερήμω και ιδού ουκ εισήκουσας έως τούτου
17These things saith the Lord: Hereby shalt thou know that I am the Lord: behold, I strike with the rod that is in my hand on the water which is in the river, and it shall change it into blood. τάδε λέγει κύριος εν τούτω γνώση ότι εγώ κύριος ιδού εγώ τύπτω τη ράβδω τη εν τη χειρί μου επί το ύδωρ το εν τω ποταμώ και μεταβαλεί εις αίμα
18And the fish that are in the river shall die, and the river shall stink thereupon, and the Egyptians shall not be able to drink water from the river. και οι ιχθύες οι εν τω ποταμώ τελευτήσουσι και εποζέσει ο ποταμός και ου δυνήσονται οι Αιγύπτιοι πιείν ύδωρ από του ποταμού
19And the Lord said to Moses, Say to thy brother Aaron, Take thy rod in thy hand, and stretch forth thy hand over the waters of Egypt, and over their rivers, and over their canals, and over their ponds, and over all their standing water, and it shall become blood: and there was blood in all the land of Egypt, both in vessels of wood and of stone. είπε δε κύριος προς Μωυσήν είπον Ααρών τω αδελφώ σου λάβε την ράβδον σου και έκτεινον την χείρά σου επί τα ύδατα Αιγύπτου και επί τους ποταμούς αυτών και επί τας διώρυγας αυτών και επί τα έλη αυτών και επί παν συνεστηκός ύδωρ αυτών και έσται αίμα εν πάση τη γη Αιγύπτου εν τε τοις ξύλοις και εν τοις λίθοις
20and Moses and Aaron did so, as the Lord commanded them; and Aaron having lifted up his hand with his rod, smote the water in the river before Pharao, and before his servants, and changed all the water in the river into blood. και εποίησαν ούτως Μωυσής και Ααρών καθάπερ ενετείλατο αυτοίς κύριος και επάρας Ααρών την ράβδω αυτού επάταξε το ύδωρ το εν τω ποταμώ εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού και μετέβαλε παν το ύδωρ το εν τω ποταμώ εις αίμα
21And the fish in the river died, and the river stank thereupon; and the Egyptians could not drink water from the river, and the blood was in all the land of Egypt. και οι ιχθύες οι εν τω ποταμώ ετελεύτησαν και επώζεσεν ο ποταμός και ουκ ηδύναντο οι Αιγύπτιοι πιείν ύδωρ εκ του ποταμού και ην το αίμα εν πάση τη γη Αιγύπτου
22And the charmers also of the Egyptians did so with their sorceries; and the heart of Pharao was hardened, and he did not hearken to them, even as the Lord said. εποίησαν δε ωσαύτως και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταις φαρμακείαις αυτών και εσκληρύνθη η καρδία Φαραώ και ουκ εισήκουσεν αυτών καθάπερ είπε κύριος
23And Pharao turned and entered into his house, nor did he fix his attention even on this thing. επιστραφείς δε Φαραώ εισήλθεν εις τον οίκον αυτού και ουκ επέστησε τον νούν αυτού ουδέ επί τούτω
24And all the Egyptians dug round about the river, so as to drink water, for they could not drink water from the river. ώρυξαν δε πάντες οι Αιγύπτιοι κύκλω του ποταμού ώστε πιείν ύδωρ και ουκ ηδύναντο πιείν ύδωρ από του ποταμού
25and seven days were fulfilled after the Lord has smitten the river. και ανεπληρώθησαν επτά ημέραι μετά το πατάξαι κυριον τον ποταμόν

Chapter 8

[edit]
1And the Lord said to Moses, Go in to Pharao, and thou shalt say to him, These things says the Lord: send forth my people, that they may serve me. είπε δε κύριος προς Μωυσήν είσελθε προς Φαραώ και ερείς προς αυτόν τάδε λέγει κύριος εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα μοι λατρεύσωσιν
2And if thou wilt not send them forth, behold, I afflict all thy borders with frogs: ει βούλη συ εξαποστείλαι ιδού εγώ τύπτω πάντα τα όριά σου βατράχοις
3and the river shall teem with frogs, and they shall go up and enter into thy houses, and into thy bed-chambers, and upon thy beds, and upon the houses of thy servants, and of thy people and on thy dough, and on thine ovens. και εξερεύξεται ο ποταμός βατράχους και αναβάντες εισελεύσονται εις τους οίκους σου και εις τα ταμιεία των κοιτώνων σου και επί των κλινών σου και εις τους οίκους των θεραπόντων σου και του λαού σου και εν τοις φυράμασί σου και εν τοις κλιβάνοις σου
4And upon thee, and upon thy servants, and upon thy people, shall the frogs come up. και επί σε και επί τον λαόν σου και επί τους θεράποντάς σου αναβήσονται οι βάτραχοι
5And the Lord said to Moses, Say to Aaron thy brother, Stretch forth with the hand thy rod over the rivers, and over the canals, and over the pools, and bring up the frogs. είπε δε κύριος προς Μωυσήν είπον Ααρών τω αδελφώ σου έκτεινον τη χειρί σου την ράβδον επί τους ποταμούς και επί τας διώρυγας και επί τα έλη και ανάγαγε τους βατράχους
6And Aaron stretched forth his hand over the waters of Egypt, and brought up the frogs: and the frog was brought up, and covered the land of Egypt. και εξέτεινεν Ααρών την χείρα επί τα ύδατα Αιγύπτου και ανήγαγε τους βατράχους και ανεβιβάσθη ο βάτραχος και εκάλυψε πάσαν την γην Αιγύπτου
7And the charmers of the Egyptians also did likewise with their sorceries, and brought up the frogs on the land of Egypt. εποίησαν δε ωσαύτως και οι επαοιδοί των Αιγυπτίων ταις φαρμακείαις αυτών και ανήγαγον τους βατράχους επί την γην Αιγύπτου
8And Pharao called Moses and Aaron, and said, Pray for me to the Lord, and let him take away the frogs from me and from my people; and I will send them away, and they shall sacrifice to the Lord. και εκάλεσε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών και είπεν εύξασθε περί εμού προς κύριον και περιελέτω τους βατράχους απ΄ εμού και από του λαού μου και εξαποστελώ τον λαόν και θύσουσι κυρίω
9And Moses said to Pharao, Appoint me a time when I shall pray for thee, and for thy servants, and for thy people, to cause the frogs to disappear from thee, and from thy people, and from your houses, only in the river shall they be left behind. είπε δε Μωυσής προς Φαραώ τάξαι προς με πότε εύξομαι περί σου και περί των θεραπόντων σου και του λαόυ σου αφανίσαι τους βατράχους από σου και από του λαού σου και απο των οικιών υμών πλην εν τω ποταμώ υπολειφθήσονται
10And he said, On the morrow: he said therefore, As thou has said; that thou mayest know, that there is no other God but the Lord. ο δε είπεν εις αύριον είπεν ουν ως είρηκας ίνα ειδής ότι ουκ έστιν άλλος πλην κυρίου
11And the frogs shall be removed away from thee, and from your houses and from the villages, and from thy servants, and from thy people, only in the river they shall be left. και περιαιρεθήσονται οι βάτραχοι από σου και από των οικιών υμών και από των θεραπόντων σου και από του λαού σου πλην εν τω ποταμώ υπολειφθήσονται
12And Moses and Aaron went forth from Pharao, and Moses cried to the Lord concerning the restriction of the frogs, as Pharao appointed him. εξήλθε δε Μωυσής και Ααρών από Φαραώ και ανεβόησε Μωυσής προς κύριον περί του ορισμόυ των βατράχων ως ετάξατο Φαραώ
13And the Lord did as Moses said, and the frogs died out of the houses, and out of the villages, and out of the fields. εποίησε δε κύριος καθάπερ είπε Μωυσής και ετελεύτησαν οι βάτραχοι εκ των οικιών και εκ των επαύλεων και εκ των αγρών
14And they gathered them together in heaps, and the land stank. και συνήγαγον αυτούς θημωνίας θημωνίας και επώζεσεν η γη
15And when Pharao saw that there was relief, his heart was hardened, and he did not hearken to them, as the Lord spoke. ιδών δε Φαραώ ότι γέγονεν ανάψυξις εβαρύνθη η καρδία αυτού και ουκ εισήκουσεν αυτών καθάπερ ελάλησε κύριος
16And the Lord said to Moses, Say to Aaron, Stretch forth thy rod with thy hand and smite the dust of the earth; and there shall be lice both upon man, and upon quadrupeds, and in all the land of Egypt. είπε δε κύριος προς Μωυσήν είπον Ααρών έκτεινον τη χειρί την ράβδον σου και πάταξον το χώμα της γης και έσονται σκνίπες εν πάση γη Αιγύπτου
17So Aaron stretched out his rod with his hand, and smote the dust of the earth; and the lice were on men and on quadrupeds, and in all the dust of the earth there were lice. εξέτεινεν ουν Ααρών τη χειρί την ράβδον και επάταξε το χώμα της γης και εγένοντο οι σκνίπες εν τε τοις ανθρώποις εν τε τοις τετράποσι και εν παντί χώματι της γης εγένοντο οι σκνίπες εν πάση γη Αιγύπτου
18And the charmers also did so with their sorceries, to bring forth the louse, and they could not. And the lice were both on the men and on the quadrupeds. εποίησαν δε ωσαύτως και οι επαοιδοί ταις φαρμακείαις αυτών εξαγαγείν τον σκνίπα και ουκ ηδύναντο και εγένοντο οι σκνίπες εν τε τοις ανθρώποις και εν τοις τετράποσιν
19So the charmers said to Pharao, This is the finger of God. But the heart of Pharao was hardened, and he hearkened not to them, as the Lord said. είπαν ουν οι επαοιδοί τω Φαραώ δάκτυλος θεού εστι τούτο και εσκληρύνθη η καρδία Φαραώ και ουκ εισήκουσεν αυτών καθάπερ ελάλησε κύριος
20And the Lord said to Moses, Rise up early in the morning, and stand before Pharao: and behold, he will go forth to the water, and thou shalt say to him, These things says the Lord: Send away my people, that they may serve me in the wilderness. είπε δε κύριος προς Μωυσήν όρθρισον τοπρωϊ και στήθι εναντίον Φαραώ και ιδού αυτός εξελεύσεται επί το ύδωρ και ερείς προς αυτόν τάδε λέγει κύριος εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα μοι λατρεύσωσιν εν τη ερήμω
21And if thou wilt not let my people go, behold, I send upon thee, and upon thy servants, and upon thy people, and upon your houses, the dog-fly; and the houses of the Egyptians shall be filled with the dog-fly, even throughout the land upon which they are. εάν δε μη βούλη εξαποστείλαι τον λαόν μου ιδού εγώ εξαποστελλώ επί σε και επί τους θεράποντάς σου και επί τον λαόν σου και επί τους οίκους υμών κυνόμυιαν και πλησθήσονται αι οικίαι των Αιγυπτίων της κυνομυίας και εις την γην εφ΄ ης εισίν επ΄ αυτής
22and I will distinguish marvellously in that day the land of Gesem, on which my people dwell, in which the dog-fly shall not be: that thou mayest know that I am the Lord the God of all the earth. και παραδοξάσω εν τη ημέρα εκείνη την γην Γεσέμ εφ΄ ης ο λαός μου εστίν επ΄ αυτής εφ΄ ης ουκ έσται εκεί η κυνόμυια ίνα είδης ότι εγώ ειμι κύριος πάσης της γης
23And I will put a difference between my people and thy people, and on the morrow shall this be on the land. And the Lord did thus. και δώσω διαστολήν αναμέσον του εμού λαού και αναμέσον του σου λαού εν δε τη αύριον έσται το σημείον τούτο επί της γης
24And the dog-fly came in abundance into the houses of Pharao, and into the houses of his servants, and into all the land of Egypt; and the land was destroyed by the dog-fly. εποίησε δε κύριος ούτως και παρεγένετο η κυνόμυια πλήθος εις τους οίκους Φαραώ και εις τους οίκους των θεραπόντων αυτού και εις πάσαν γην Αιγύπτου και εξωλοθρεύθη η γη από της κυνομύιας
25And Pharao called Moses and Aaron, saying, Go and sacrifice to the Lord your God in the land. εκάλεσε δε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών λέγων ελθόντες θύσατε τω θεώ υμών εν τη γη
26And Moses said, It cannot be so, for we shall sacrifice to the Lord our God the abominations of the Egyptians; for if we sacrifice the abominations of the Egyptians before them, we shall be stoned. και είπε Μωυσής ου δυνατόν γενέσθαι ούτως τα γαρ βδελύγματα των Αιγυπτίων θύσομεν κυρίω τω θεώ ημών εάν γαρ θύσωμεν τα βδελύγματα των Αιγυπτίων εναντίον αυτών λιθοβοληθησόμεθα
27We will go a journey of three days into the wilderness, and we will sacrifice to the Lord our God, as the Lord said to us. οδόν τριών ημερών πορευσόμεθα εις την έρημον και θύσομεν κυρίω τω θεώ ημών καθάπερ είπεν ημίν
28And Pharao said, I will let you go, and do ye sacrifice to your God in the wilderness, but do not go very far away: pray then for me to the Lord. και είπε Φαραώ εγώ αποστελλώ υμάς και θύσατε τω κυρίω τω θεώ υμών εν τη ερήμω αλλ΄ ου μακράν αποτενείτε πορευθήναι εύξασθε ουν περί εμού προς κύριον
29And Moses said, I then will go forth from thee and pray to God, and the dog-fly shall depart both from thy servants, and from thy people to-morrow. Do not thou, Pharao, deceive again, so as not to send the people away to do sacrifice to the Lord. είπε δε Μωυσής ίδε εγω εξελεύσομαι από σου και εύξομαι προς τον θεόν και απελεύσεται η κυνόμυια από σου και από των θεραπόντων σου και από του λαού σου αύριον μη προσθής έτι Φαραώ εξαπατήσαι του μη εξαποστείλαι τον λαόν θύσαι κυρίω
30And Moses went out from Pharao, and prayed to God. εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ και ηύξατο προς τον θεόν
31And the Lord did as Moses said, and removed the dog-fly from Pharao, and from his servants, and from his people, and there was not one left. εποίησε δε κύριος καθάπερ είπε Μωυσής και περιείλε την κυνόμυιαν από Φαραώ και από των θεραπόντων αυτού και από του λαού αυτού και ου κατελείφθη ουδεμία
32And Pharao hardened his heart, even on this occasion, and he would not send the people away. και εβάρυνε Φαραώ την καρδίαν αυτού και επί του καιρού τούτου και ουκ ηθέλησεν εξαποστείλαι τον λαόν

Chapter 9

[edit]
1And the Lord said to Moses, Go in to Pharao, and thou shalt say to him, These things saith the Lord God of the Hebrews; Send my people away that they may serve me. είπε δε κύριος προς Μωυσήν είσελθε προς Φαραώ και ερείς αυτώ τάδε λέγει κύριος ο θεός των Εβραίων εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα λατρεύσωσί μοι
2If however thou wilt not send my people away, but yet detainest them: ει μεν ουν μη βούλη εξαποστείλαι τον λαόν μου αλλ΄ έτι εγκρατείς αυτού
3behold, the hand of the Lord shall be upon thy cattle in the fields, both on the horses, and on the asses, and on the camels and oxen and sheep, a very great mortality. ιδού χειρ κυρίου έσται εν τοις κτήνεσί σου τοις εν τοις πεδίοις και εν τε τοις ίπποις και εν τοις υποζυγίοις και ταις καμήλοις και βουσί και προβάτοις θάνατος μέγας σφόδρα
4And I will make a marvellous distinction in that time between the cattle of the Egyptians, and the cattle of the children of Israel: nothing shall die of all that is of the children's of Israel. και παραδοξάσω εγώ εν τω καιρώ εκείνω αναμέσον των κτηνών των Αιγυπτίων και αναμέσον των κτηνών των υιών Ισραήλ και ου τελευτήσει από πάντων των του υιών Ισραήλ ρητόν
5And God fixed a limit, saying, To-morrow the Lord will do this thing on the land. και έδωκεν ο θεός όρον λέγων εν τη αύριον ποιήσει κύριος το ρήμα τούτο επί της γης
6And the Lord did this thing on the next day, and all the cattle of the Egyptians died, but of the cattle of the children of Israel there died not one. και εποίησε κύριος το ρήμα τούτο τη επαύριον και ετελεύτησε πάντα τα κτήνη των Αιγυπτίων από δε των κτηνών των υιών Ισραήλ ουκ ετελεύτησεν ουδέν
7And when Pharao saw, that of all the cattle of the children of Israel there died not one, the heart of Pharao was hardened, and he did not let the people go. ιδών δε Φαραώ ότι ουκ ετελεύτησεν από πάντων των κτηνών των υιών Ισραήλ ουδέν εβαρύνθη η καρδία Φαραώ και ουκ εξαπέστειλε τον λαόν
8And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, Take you handfuls of ashes of the furnace, and let Moses scatter it toward heaven before Pharao, and before his servants. είπε δε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων λάβετε υμείς πλήρεις τας χείρας αιθάλης καμιναίας και πασάτω Μωυσής εις τον ουρανόν εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού
9And let it become dust over all the land of Egypt, and there shall be upon men and upon beasts sore blains breaking forth both on men and on beasts, in all the land of Egypt. και γενηθήτω κονιορτός επί πάσαν την γην Αιγύπτου και έσται επί τους ανθρώπους και επί τα τετράποδα έλκη φλυκτίδες αναζέουσαι εν τε τοις ανθρώποις και εν τοις τετράποσι και εν πάση γη Αιγύπτου
10So he took of the ashes of the furnace before Pharao, and Moses scattered it toward heaven, and it became sore blains breaking forth both on men and on beasts. και έλαβε την αιθάλην της καμιναίας εναντίον Φαραώ και έπασεν αυτήν Μωυσής εις τον ουρανόν και εγένετο έλκη φλυκτίδες αναζέουσαι εν τε τοις ανθρώποις και εν τοις τετράποσι
11And the sorcerers could not stand before Moses because of the sores, for the sores were on the sorcerers, and in all the land of Egypt. και ουκ ηδύναντο οι φαρμακοί στήναι εναντίον Μωυσή διά τα έλκη εγένετο γαρ τα έλκη εν τοις φαρμακοίς και εν πάση γη Αιγύπτω
12And the Lord hardened Pharao's heart, and he hearkened not to them, as the Lord appointed. εσκλήρυνε δε κύριος την καρδίαν Φαραώ και ουκ εισήκουσεν αυτών καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
13And the Lord said to Moses, Rise up early in the morning, and stand before Pharao; and thou shalt say to him, These things saith the Lord God of the Hebrews, Send away my people that they may serve me. είπε δε κύριος προς Μωυσήν όρθρισον τοπρωϊ και στήθι εναντίον Φαραώ και ερείς προς αυτόν τάδε λέγει κύριος ο θεός των Εβραίων εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα λατρεύσωσί μοι
14For at this present time do I send forth all my plagues into thine heart, and the heart of thy servants and of thy people; that thou mayest know that there is not another such as I in all the earth. εν τω γαρ νυν καιρώ εγώ εξαποστέλλω πάντα τα συναντήματά μου εις την καρδίαν σου και των θεραπόντων σου και του λαού σου ίνα είδης ότι ουκ έστιν άλλος ως εγώ εν πάση τη γη
15For now I will stretch forth my hand and smite thee and kill thy people, and thou shalt be consumed from off the earth. νυν γαρ αποστείλας την χείρα μου πατάξω σε και τον λαόν σου θανατώσω και εκτριβήση από της γης
16And for this purpose hast thou been preserved, that I might display in thee my strength, and that my name might bepublished in all the earth. και ένεκεν τούτου διετηρήθης ίνα ενδείξωμαι εν σοι την ισχύν μου και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τη γη
17Dost thou then yet exert thyself to hinder my people, so as not to let them go? έτι ουν συ εμποιή του λαού μου του μη εξαποστείλαι αυτούς
18Behold, to-morrow at this hour I will rain a very great hail, such as has not been in Egypt, from the time it was created until this day. ιδού εγώ ύω ταύτην την ώραν αύριον χάλαζαν πολλήν σφόδρα ήτις τοιαύτη ου γέγονεν εν Αιγύπτω αφ΄ ης ημέρας έκτισται και έως της ημέρας ταύτης
19Now then hasten to gather thy cattle, and all that thou hast in the fields; for all the men and cattle as many as shall be found in the fields, and shall not enter into a house, (but the hail shall fall upon them,) shall die. νυν ουν κατάσπευσον συναγαγείν τα κτήνη σου και όσα σοι εστιν εν τω πεδίω πάντες γαρ οι άνθρωποι και τα κτήνη όσα αν ευρεθή εν τοις πεδίοις και μη εισέλθη εις οικίαν πέση δε επ΄ αυτά η χάλαζα τελευτήσει
20He of the servants of Pharao that feared the word of the Lord, gathered his cattle into the houses. ο φοβούμενος το ρήμα κυρίου των θεραπόντων Φαραώ συνήγαγε τα κτήνη αυτού εις τους οίκους
21And he that did not attend in his mind to the word of the Lord, left the cattle in the fields. ος δε μη προσέσχε τη διανοία εις το ρήμα κυρίου αφήκε τα κτήνη εν τοις πεδίοις
22And the Lord said to Moses, Stretch out thine hand to heaven, and there shall be hail on all the land of Egypt, both on the men and on the cattle, and on all the herbage on the land. είπε δε κύριος προς Μωυσήν έκτεινον την χείρά σου εις τον ουρανόν και έσται χάλαζα επί πάσαν την γην Αιγύπτου επί τε τους ανθρώπους και τα κτήνη και επί πάσαν βοτάνην την επί της γης
23And Moses stretched forth his hand to heaven, and the Lord sent thunderings and hail; and the fire ran along upon the ground, and the Lord rained hail on all the land of Egypt. εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα εις τον ουρανόν και κύριος έδωκε φωνάς και χάλαζαν και διέτρεχε το πυρ επί της γης και έβρεξε κύριος χάλαζαν επί πάσαν γην Αιγύπτου
24So there was hail and flaming fire mingled with hail; and the hail was very great, such as was not in Egypt, from the time there was a nation upon it. ην δε η χάλαζα και το πυρ φλογίζον εν τη χαλάζη η δε χάλαζα πολλή σφόδρα ήτις ου γεγονε τοιαύτη εν Αιγύπτω αφ΄ ης γεγένηται επ΄ αυτής έθνος
25And the hail smote in all the land of Egypt both man and beast, and the hail smote all the grass in the field, and the hail broke in pieces all the trees in the field. επάταξε δε η χάλαζα εν πάση γη Αιγύπτου πάντα όσα ην εν τω πεδίω από ανθρώπου έως κτήνους και πάσαν βοτάνην την εν τω πεδίω επάταξεν η χάλαζα και πάντα τα ξύλα τα εν τοις πεδίοις συνέτριψε
26Only in the land of Gesem where the children of Israel were, the hail was not. πλην εν γη Γεσέμ ου ήσαν οι υιοί Ισραήλ ουκ εγένετο η χάλαζα
27And Pharao sent and called Moses and Aaron, and said to them, I have sinned this time: the Lord is righteous, and I and my people are wicked. αποστείλας δε Φαραώ εκάλεσε τον Μωυσήν και Ααρών και είπεν αυτοίς ημάρτηκα το νυν ο κύριος δίκαιος εγώ δε και ο λαός μου ασεβείς
28Pray then for me to the Lord, and let him cause the thunderings of God to cease, and the hail and the fire, and I will send you forth and ye shall remain no longer. εύξασθε ουν προς κύριον και παυσάσθω του γενηθήναι φωνάς θεού και χάλαζαν και πυρ και εξαποστελώ υμάς και ουκέτι προστεθήσεσθε μένειν
29And Moses said to him, When I shall have departed from the city, I will stretch out my hands to the Lord, and the thunderings shall cease, and the hail and the rain shall be no longer, that thou mayest know that the earth is the Lord's. είπε δε αυτώ Μωυσής ως αν εξέλθω την πόλιν εκπετάσω τας χείράς μου προς τον κύριον και αι φωναί παύσονται και η χάλαζα και ο υετός ουκ έσται έτι ίνα γνώς ότι του κυρίου η γη
30But as for thee and thy servants, I know that ye have not yet feared the Lord. και συ και οι θεράποντές σου επίσταμαι ότι ουδέπω πεφόβησθε τον κύριον
31And the flax and the barley were smitten, for the barley was advanced, and the flax was seeding. το δε λίνον και η κριθή επλήγη η γαρ κριθή παρεστηκύια το δε λίνον σπερματίζον
32But the wheat and the rye were not smitten, for they were late. ο δε πυρός και η ολύρα ουκ επλήγη όψιμα γαρ ην
33And Moses went forth from Pharao out of the city, and stretched out his hands to the Lord, and the thunders ceased and the hail, and the rain did not drop on the earth. εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ εκτός της πόλεως και εξεπέτασε τας χείρας προς κύριον και αι φωναί επαύσαντο και η χάλαζα και ο υετός ουκ έσταξεν έτι επί την γην
34And when Pharao saw that the rain and the hail and the thunders ceased, he continued to sin; and he hardened his heart, and the heart of his servants. ιδών δε Φαραώ ότι πέπαυται ο υετός και η χάλαζα και αι φωναί προσέθετο του αμαρτάνειν και εβάρυνεν αυτού την καρδίαν και των θεραπόντων αυτού
35And the heart of Pharao was hardened, and he did not send forth the children of Israel, as the Lord said to Moses. και εσκληρύνθη η καρδία Φαραώ και ουκ εξαπέστειλε τους υιούς Ισραήλ καθάπερ ελάλησε κύριος τω Μωυσή

Chapter 10

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, Go in to Pharao: for I have hardened his heart and the heart of his servants, that these signs may come upon them; in order είπε δε κύριος προς Μωυσήν λέγων είσελθε προς Φαραώ εγώ γαρ εβάρυνα την καρδίαν αυτού και την καρδίαν θεραπόντων αυτού ίνα εξής επέλθη τα σημεία ταύτα επ΄ αυτούς
2that ye may relate in the ears of your children, and to your children's children, in how many things I have mocked the Egyptians, and my wonders which I wrought among them; and ye shall know that I am the Lord. όπως διηγήσησθε εις τα ώτα των τέκνων υμών και τοις τέκνοις των τέκνων υμών όσα εμπεπαιχα τοις Αιγυπτίοις και τα σημείά μου α εποίησα εν αυτοίς και γνώσεσθε ότι εγώ κύριος
3And Moses and Aaron went in before Pharao, and they said to him, These things saith the Lord God of the Hebrews, How long dost thou refuse to reverence me? Send my people away, that they may serve me. εισήλθε δε Μωυσής και Ααρών εναντίον Φαραώ και είπαν αυτώ τάδε λέγει κύριος ο θεός των Εβραίων έως τίνος ου βούλει εντραπήναί με εξαπόστειλον τον λαόν μου ίνα λατρεύσωσί μοι
4But if thou wilt not send my people away, behold, at this hour to-morrow I will bring an abundance of locusts upon all thy coasts. εάν δε μη θέλης συ εξαποστείλαι τον λαόν μου ιδού εγώ επάγω ταύτην τη ώρα αύριον ακρίδα πολλήν επί πάντα τα όριά σου
5And they shall cover the face of the earth, and thou shalt not be able to see the earth; and they shall devour all that is left of the abundance of the earth, which the hail has left you, and shall devour every tree that grows for you on the land. και καλύψει την όψιν της γης και ου δυνήση κατιδείν την γην και κατέδεται παν το περισσόν το καταλειφθέν ο κατέλιπεν υμίν η χάλαζα και κατέδεται παν το ξύλον το φυόμενον υμίν επί της γης
6And thy houses shall be filled, and the houses of thy servants, and all the houses in all the land of the Egyptians; things which thy fathers have never seen, nor their forefathers, from the day that they were upon the earth until this day. And Moses turned away and departed from Pharao. και πλησθήσονταί σου αι οικίαι και αι οικίαι των θεραπόντων σου και πάσαι αι οικίαι εν πάση τη γη των Αιγυπτίων α ουδέποτε εωράκασιν οι πατέρες σου ουδ΄ οι πρόπαπποι αυτών αφ΄ ης ημέρας γεγόνασιν επί της γης έως της ταύτης ημέρας και εκκλίνας εξήλθεν από Φαραώ
7And the servants of Pharao say to him, How long shall this be a snare to us? send away the men, that they may serve their God; wilt thou know that Egypt is destroyed? και λέγουσι οι θεράποντες Φαραώ προς αυτόν έως τίνος έσται τούτο ημίν σκώλον εξαπόστειλον τους ανθρώπους όπως λατρεύσωσι κυρίω τω θεώ αυτών η ειδέναι βούλει ότι απόλωλεν Αίγυπτος
8And they brought back both Moses and Aaron to Pharao; and he said to them, Go and serve the Lord your God; but who are they that are going with you? και απέστρεψαν τον τε Μωυσήν και Ααρών προς Φαραώ και είπεν αυτοίς πορεύεσθε και λατρεύσατε κυρίω τω θεώ υμών τίνες δε και τίνες εισίν οι πορευόμενοι
9And Moses said, We will go with the young and the old, with our sons, and daughters, and sheep, and oxen, for it is a feast of the Lord. και λέγει Μωυσής συν τοις νεανίσκοις και τοις πρεσβυτέροις πορευσόμεθα συν τοις υιοίς και θυγατράσι και προβάτοις και βουσίν ημών έστι γαρ η εορτή κυρίου του θεόυ ημών
10And he said to them, So let the Lord be with you: as I will send you away, must I send away you store also? see that evil is attached to you. και είπε προς αυτούς έστω ούτω κύριος μεθ΄ υμών καθότι αποστέλλω υμάς μη και την αποσκευήν υμών ίδετε ότι πονηρία πρόσκειται υμίν
11Not so, but let the men go and serve God, for this ye yourselves seek; and they cast them out from the presence of Pharao. μη ούτως πορεύεσθε οι άνδρες και λατρεύσατε τω θεώ τούτο γαρ αυτοί εκζητείτε εξέβαλον δε αυτούς από προσώπου Φαραώ
12And the Lord said to Moses, Stretch out thine hand over the land of Egypt, and let the locust come up on the land, and it shall devour every herb of the land, and all the fruit of the trees, which the hail left. είπε δε κύριος προς Μωυσήν έκτεινον την χείρά σου επί την γην Αιγύπτου και αναβήτω ακρίς επί την γην και κατέδεται πάσαν την βοτάνην της γης και πάντα τον καρπόν των ξύλων ον υπελίπετο η χάλαζα
13And Moses lifted up his rod towards heaven, and the Lord brought a south wind upon the earth, all that day and all that night: the morning dawned, and the south wind brought up the locusts, και εξέτεινε Μωυσής την ράβδον εις τον ουρανόν και κύριος επήγαγεν άνεμον νότον επί την γην όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα τοπρωϊ εγενήθη ο άνεμος ο νότος ανέλαβε την ακρίδα
14and brought them up over all the land of Egypt. And they rested in very great abundance over all the borders of Egypt. Before them there were not such locusts, neither after them shall there be. και ανήγαγεν αυτήν επί πάσαν την γην Αιγύπτου και κατέπαυσεν επί πάντα τα όρια Αιγύπτου πολλή σφόδρα προτέρα αυτής ου γέγονε τοιαύτη ακρίς και μετά ταύτην ουκ έσται ούτως
15And they covered the face of the earth, and the land was wasted, and they devoured all the herbage of the land, and all the fruit of the trees, which was left by the hail: there was no green thing left on the trees, nor on all the herbage of the field, in all the land of Egypt. και εκάλυψε την όψιν της γης και εφθάρη η γη και κατέφαγε πάσαν την βοτάνην της γης και πάντα τον καρπόν των ξύλων ος υπελείφθη από της χαλάζης ου υπελειφθη χλωρόν ουδέν εν τοις ξύλοις και εν πάση βοτάνη του πεδίου εν πάση γη Αιγύπτου
16And Pharao hasted to call Moses and Aaron, saying, I have sinned before the Lord your God, and against you; κατέσπευσε δε Φαραώ καλέσαι Μωυσήν και Ααρών λέγων ημάρτηκα εναντίον κυρίου του θεού υμών και εις υμάς
17 pardon therefore my sin yet this time, and pray to the Lord your God, and let him take away from me this death. προσδέξασθε ουν μου την αμαρτίαν έτι νυν και προσεύξασθε προς κύριον τον θεόν υμών και περιελέτω απ΄ εμού τον θάνατον τούτον
18And Moses went forth from Pharao, and prayed to God. εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ και ηύξατο προς τον θεόν
19And the Lord brought in the opposite direction a strong wind from the sea, and took up the locusts and cast them into the Red Sea, and there was not one locust left in all the land of Egypt. και μετέβαλε κύριος άνεμον από θαλάσσης σφοδρόν και άνελαβε την ακρίδα και ενέβαλεν αυτήν εις την ερυθράν θάλασσαν και ουχ υπελείφθη ακρίς μία εν πάση γη Αιγύπτου
20And the Lord hardened the heart of Pharao, and he did not send away the children of Israel. και εσκλήρυνε κύριος την καρδίαν Φαραώ και ουκ εξαπέστειλε τους υιούς Ισραήλ
21And the Lord said to Moses, Stretch out thy hand to heaven, and let there be darkness over the land of Egypt—darkness that may be felt. είπε δε κύριος προς Μωυσήν έκτεινον την χείρα εις τον ουρανόν και γενηθήτω σκότος επί γης Αιγύπτου ψηλαφητόν σκότος
22And Moses stretched out his hand to heaven, and there was darkness very black, even a storm over all the land of Egypt three days. εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα εις τον ουρανόν και εγένετο σκότος γνόφος και θύελλα επί πάσαν γην Αιγύπτου τρεις ημέρας
23And for three days no man saw his brother, and no man rose up from his bed for three days: but all the children of Israel had light in all the places where they were. και ουκ είδεν ουδείς τον αδελφόν αυτού και ουκ εξανέστη ουδείς εκ της κοίτης αυτού τρεις ημέρας πάσι δε τοις υιοίς Ισραήλ ην φως εν πάσιν οις κατεγίνοντο
24And Pharao called Moses and Aaron, saying, Go, serve the Lord your God, only leave your sheep and your oxen, and let your store depart with you. και εκάλεσε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών λέγων βαδίζετε λατρεύσατε κυρίω τω θεώ υμών πλην των προβάτων και των βοών υπολείπεσθε και η αποσκευή υμών αποτρεχέτω μεθ΄ υμών
25And Moses said, Nay, but thou shalt give to us whole burnt-offerings and sacrifices, which we will sacrifice to the Lord our God. και είπε Μωυσής αλλά και συ δώσεις ημίν ολοκαυτώματα και θυσίας α ποιήσομεν κυρίω τω θεώ ημών
26And our cattle shall go with us, and we will not leave a hoof behind, for of them we will take to serve the Lord our God: but we know not in what manner we shall serve the Lord our God, until we arrive there. και τα κτήνη ημών πορεύσεται μεθ΄ ημών και ουχ υπολειψόμεθα οπλήν απ΄ αυτών γαρ ληψόμεθα λατρεύσαι κυρίω τω θεώ ημών ημείς δε ουκ οίδαμεν τι λατρεύσομεν κυρίω τω θεώ ημών έως του ελθείν ημάς εκεί
27But the Lord hardened the heart of Pharao, and he would not let them go. εσκλήρυνε δε κύριος την καρδίαν Φαραώ και ουκ εβουλήθη εξαποστείλαι αυτούς
28And Pharao says, Depart from me, beware of seeing my face again, for in what day thou shalt appear before me, thou shalt die. και λέγει Φαραώ άπελθε απ΄ εμού πρόσεχε σεαυτώ έτι προσθείναι ιδείν μου το πρόσωπον η δ αν ημέρα οφθής μοι αποθανή
29And Moses says, Thou hast said, I will not appear in thy presence again. λέγει δε Μωυσής καθ΄ώς είρηκας ουκ οφθήσομαί σοι εις πρόσωπον

Chapter 11

[edit]
1And the Lord said to Moses, I will yet bring one plague upon Pharao and upon Egypt, and after that he will send you forth thence; and whenever he sends you forth with every thing, he will indeed drive you out. είπε δε κύριος προς Μωυσήν έτι μίαν πληγήν εγώ επάξω επί Φαραώ και επ΄ Αίγυπτον και μετά ταύτα εξαποστελεί υμάς εντεύθεν όταν δε εξαποστέλη υμάς συν πάση εκβολή εκβαλεί υμάς
2Speak therefore secretly in the ears of the people, and let every one ask of his neighbour jewels of silver and gold, and raiment. λάλησον ουν κρυφή εις τα ώτα του λαού και αιτησάτω έκαστος παρά του πλησίον και γυνή παρά της πλησίον σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν
3And the Lord gave his people favour in the sight of the Egyptians, and they lent to them; and the man Moses was very great before the Egyptians, and before Pharao, and before his servants. κυριός δε έδωκε την χάριν τω λαώ αυτού εναντίον των Αιγυπτίων και έχρησαν αυτοίς και ο άνθρωπος Μωυσής μέγας εγενήθη σφόδρα εναντίον των Αιγυπτίων και εναντίον Φαραώ και εναντίον των θεραπόντων αυτού
4And Moses said, These things saith the Lord, About midnight I go forth into the midst of Egypt. και είπε Μωυσής τάδε λέγει κύριος περί μέσας νύκτας εγώ εισπορεύομαι εις μέσον Αιγύπτου
5And every first-born in the land of Egypt shall die, from the first-born of Pharao that sits on the throne, even to the first-born of the woman-servant that is by the mill, and to the first-born of all cattle. και τελευτήσει παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω από πρωτοτόκου Φαραώ ος κάθηται επί του θρόνου και έως του πρωτοτόκου της θεραπαίνης της παρά τον μύλον και έως πρωτοτόκου παντός κτήνους
6And there shall be a great cry through all the land of Egypt, such as has not been, and such shall not be repeated any more. και έσται κραυγή μεγάλη κατά πάσαν γην Αιγύπτου ήτις τοιαύτη ου γέγονε και τοιαύτη ουκ προστεθήσεται
7But among all the children of Israel shall not a dog snarl with his tongue, either at man or beast; that thou mayest know how wide a distinction the Lord will make between the Egyptians and Israel. εν δε πάσι τοις υιοίς Ισραήλ ου γρύξει κύων τη γλώσση αυτού από ανθρώπου έως κτήνους όπως είδης όσα παραδοξάσει κύριος αναμέσον των Αιγυπτίων και του Ισραήλ
8And all these thy servants shall come down to me, and do me reverence, saying, Go forth, thou and all the people over whom thou presidest, and afterwards I will go forth. και καταβήσονται πάντες οι παίδές σου ούτοι προς με και προσκυνήσουσί με λέγοντες έξελθε συ και πας ο λαός σου ου συ αφηγή και μετά ταύτα εξελεύσομαι εξήλθε δε Μωυσής από Φαραώ μετά θυμού
9And Moses went forth from Pharao with wrath. And the Lord said to Moses, Pharao will not hearken to you, that I may greatly multiply my signs and wonders in the land of Egypt. είπε δε κύριος προς Μωυσήν ουκ εισακούσεται υμών Φαραώ ίνα πληθύνω τα σημεία μου και τα τέρατά μου εν γη Αιγύπτω
10And Moses and Aaron wrought all these signs and wonders in the land of Egypt before Pharao; and the Lord hardened the heart of Pharao, and he did not hearken to send forth the children of Israel out of the land of Egypt. Μωυσής δε και Ααρών εποίησαν πάντα τα τέρατα ταύτα εν γη Αιγύπτου εναντίον Φαραώ εσκλήρυνε δε κύριος την καρδίαν Φαραώ και ουκ ηθέλησεν εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου

Chapter 12

[edit]
1And the Lord spoke to Moses and Aaron in the land of Egypt, saying, είπε δε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών εν γη Αιγύπτου λέγων
2This month shall be to you the beginning of months: it is the first to you among the months of the year. ο μην ούτος υμίν αρχή μηνών πρώτος υμίν εστιν εν τοις μησί του ενιαυτού
3Speak to all the congregation of the children of Israel, saying, On the tenth of this month let them take each man a lamb according to the houses of their families, every man a lamb for his household. λάλησον προς πάσαν συναγωγήν των υιών Ισραήλ λέγων τη δέκατη του μηνός τούτου λαβέτωσαν έκαστος πρόβατον κατ΄ οίκους πατριών πρόβατον κατ΄ οικίαν
4And if they be few in a household, so that there are not enough for the lamb, he shall take with himself his neighbour that lives near to him, —as to the number of souls, every one according to that which suffices him shall make a reckoning for the lamb. εάν δε ολιγοστοί ώσιν εν τη οικία ώστε μη ικανούς είναι εις πρόβατον συλλήψεται μεθ΄ εαυτού τον γείτονα τον πλησίον αυτού κατά αριθμόν ψυχών έκαστος το αρκούν αυτώ συναριθμθήσεται εις πρόβατον
5It shall be to you a lamb unblemished, a male of a year old: ye shall take it of the lambs and the kids. πρόβατον τέλειον άρσεν άμωμον ενιαύσιον έσται υμίν από των αρνών και από των ερίφων λήψεσθε
6And it shall be kept by you till the fourteenth of this month, and all the multitude of the congregation of the children of Israel shall kill it toward evening. και έσται υμίν διατετηρημένον έως της τεσσαρεσκαιδεκάτης του μηνός τούτου και σφάξουσιν αυτό παν το πλήθος συναγωγής υιών Ισραήλ προς εσπέραν
7And they shall take of the blood, and shall put it on the two door-posts, and on the lintel, in the houses in which soever they shall eat them. και λήψονται από του αίματος και θήσουσιν επί των δύο σταθμών και επί την φλιάν εν τοις οίκοις εν οις φάγωσιν αυτά εν αυτοίς
8And they shall eat the flesh in this night roast with fire, and they shall eat unleavened bread with bitter herbs. και φάγονται τα κρέα τη νυκτί ταύτη οπτά πυρί και άζυμα επί πικρίδων έδονται
9Ye shall not eat of it raw nor sodden in water, but only roast with fire, the head with the feet and the appurtenances. ουκ έδεσθε επ΄ αυτών ωμόν ουδέ ηψημένον εν ύδατι αλλ΄ η οπτά πυρί κεφαλήν συν τοις ποσί και τοις ενδοσθίοις
10Nothing shall be left of it till the morning, and a bone of it ye shall not break; but that which is left of it till the morning ye shall burn with fire. ουκ απολείψετε απ΄ αυτού εις το πρωϊ και οστούν ου συντρίψετε απ΄ αυτού τα δε καταλειπόμενα απ΄ αυτού έως πρωϊ εν πυρί κατακαύσετε
11And thus shall ye eat it: your loins girded, and your sandals on your feet, and your staves in your hands, and ye shall eat it in haste. It is a passover to the Lord. ουτως δε φάγεσθε αυτό αι οσφύες υμών περιεζωσμέναι και τα υποδήματα εν τοις ποσίν υμών και αι βακτηρίαι υμών εν ταις χερσίν υμών και έδεσθε αυτό μετά σπουδής πάσχα εστί κυρίου
12and I will go throughout the land of Egypt in that night, and will smite every first-born in the land of Egypt both man and beast, and on all the gods of Egypt will I execute vengeance: I am the Lord. και διελεύσομαι εν γη Αιγύπτω εν τη νυκτί ταύτη και πατάξω παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω από ανθρώπου έως κτήνους και εν πάσι τοις θεοίς Αιγυπτίων ποιήσω την εκδίκησιν εγώ κύριος
13And the blood shall be for a sign to you on the houses in which ye are, and I will see the blood, and will protect you, and there shall not be on you the plague of destruction, when I smite in the land of Egypt. και έσται το αίμα υμίν εν σημείω επί των οικιών εν αις υμείς εστέ εκεί και όψομαι το αίμα και σκεπάσω υμάς και ουκ έσται εν υμίν πληγή του εκτριβήναι όταν παίω εν γη Αιγύπτω
14And this day shall be to you a memorial, and ye shall keep it a feast to the Lord through all your generations; ye shall keep it a feast for a perpetual ordinance. και έσται η ημέρα αύτη υμίν μνημόσυνον και εορτάσετε αυτήν εορτήν κυρίω εις τας γενεάς υμών νόμιμον αιώνιον εορτάσετε αυτήν
15Seven days ye shall eat unleavened bread, and from the first day ye shall utterly remove leaven from your houses: whoever shall eat leaven, that soul shall be utterly destroyed from Israel, from the first day until the seventh day. επτά ημέρας έδεσθε άζυμα από δε της ημέρας της πρώτης αφανιείτε ζύμην εκ των οικιών υμών πας ος αν φάγη ζύμην εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εξ Ισραήλ από της ημέρας της πρώτης έως της ημέρας της εβδόμης
16And the first day shall be called holy, and the seventh day shall be a holy convocation to you: ye shall do no servile work on them, only as many things as will necessarily be done by every soul, this only shall be done by you. και η ημέρα η πρώτη κεκλήσεται αγία και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς πλην όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν
17And ye shall keep this commandment, for on this day will I bring out your force out of the land of Egypt; and ye shall make this day a perpetual ordinance for you throughout your generations. και φυλάξεσθε την εντολήν ταύτην εν γαρ τη ημέρα ταύτη εξάξω την δύναμιν υμών εκ γης Αιγύπτου και ποιήσετε την ημέραν ταύτην εις γενεάς υμών νόμιμον αιώνιον
18Beginning the fourteenth day of the first month, ye shall eat unleavened bread from evening, till the twenty-first day of the month, till evening. εναρχομένη τη τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα του μηνός του πρώτου αφ΄ εσπέρας έδεσθε άζυμα έως ημέρας μιάς και εικάδος του μηνός έως εσπέρας
19Seven days leaven shall not be found in your houses; whosoever shall eat anything leavened, that soul shall be cut off from the congregation of Israel, both among the occupiers of the land and the original inhabitants. επτά ημέρας ζύμη ουχ ευρεθήσεται εν ταις οικίαις υμών πας ος αν φάγη ζυμωτόν εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ συναγωγής Ισραήλ εν τε τοις γειώραις και αυτόχθοσι της γης
20Ye shall eat nothing leavened, but in every habitation of your ye shall eat unleavened bread. παν ζυμωτόν ουκ έδεσθε εν παντί κατοικητηρίω υμών έδεσθε άζυμα
21And Moses called all the elders of the children of Israel, and said to them, Go away and take to yourselves a lamb according to your kindreds, and slay the passover. εκάλεσε δε Μωυσής πάσαν γερουσίαν Ισραήλ και είπε προς αυτούς απελθόντες λάβετε υμίν αυτοίς πρόβατον κατά συγγενείας υμών και θύσατε το πάσχα
22And ye shall take a bunch of hyssop, and having dipped it into some of the blood that is by the door, ye shall touch the lintel, and shall put it upon both door-posts, even of the blood which is by the door; but ye shall not go out every one from the door of his house till the morning. λήψεσθε δε δέσμην υσσώπου και βάψαντες από του αίματος του παρά την θύραν καθίζετε της φλιάς και επ΄ αμφοτέρων των σταθμών από του αίματος ο εστι παρά την θύραν υμείς δε ουκ εξελεύσεσθε έκαστος την θύραν του οίκου αυτού έως πρωϊ
23And the Lord shall pass by to smite the Egyptians, and shall see the blood upon the lintel, and upon both the door-posts; and the Lord shall pass by the door, and shall not suffer the destroyer to enter into your houses to smite you. και παρελεύσεται κύριος παταξαι τους Αιγυπτίους και όψεται το αίμα επί της φλιάς και επ΄ αμφοτέρων των σταθμών και παρελεύσεται κύριος την θύραν και ουκ αφήσει τον ολοθρεύοντα εισελθείν εις τας οικίας υμών πατάξαι
24And keep ye this thing as an ordinance for thyself and for thy children for ever. και φυλάξασθε το ρήμα τούτο το νόμιμον σεαυτώ και τοις υιοίς σου έως αιώνος
25And if ye should enter into the land, which the Lord shall give you, as he has spoken, keep this service. εάν δε εισελθητε εις την γην ην αν δω κύριος υμίν καθότι ελάλησε φυλάξασθε την λατρείαν ταύτην
26And it shall come to pass, if your sons say to you, What is this service? και έσται εάν λέγωσι προς υμάς οι υιοί υμών τις η λατρεία αύτη
27that ye shall say to them, This passover is a sacrifice to the Lord, as he defended the houses of the children of Israel in Egypt, when he smote the Egyptians, but delivered our houses. και ερείτε αυτοίς θυσία το πάσχα τούτο κυρίω ως εσκέπασε τους οίκους των υιών Ισραήλ εν Αιγύπτω ηνίκα επάταξε τους Αιγυπτίους τους δε οίκους ημών ερρύσατο και κύψας ο λαός προσεκύνησε
28And the people bowed and worshipped. And the children of Israel departed and did as the Lord commanded Moses and Aaron, so did they. και απελθόντες εποίησαν οι υιοί Ισραήλ καθά ενετείλατο κύριος τω Μωυσή και Ααρών ούτως εποίησαν
29And it came to pass at midnight that the Lord smote all the first-born in the land of Egypt, from the first-born of Pharao that sat on the throne, to the first-born of the captive-maid in the dungeon, and the first-born of all cattle. εγενήθη δε μεσούσης της νυκτός και κύριος επάταξε παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω από πρωτοτόκου Φαραώ του καθημένου επί του θρόνου έως του πρωτοτόκου της αιχμαλωτίδος της εν τω λάκκω και παν πρωτότοκου κτήνους
30And Pharao rose up by night, and his servants, and all the Egyptians; and there was a great cry in all the land of Egypt, for there was not a house in which there was not one dead. και ανέστη Φαραώ νυκτός και πάντες οι θεράποντες αυτού και πάντες οι Αιγύπτιοι και εγενήθη κραυγή μεγάλη εν πάση γη Αιγύπτω ου γαρ ην οικία εν η ουκ ην εν αυτή τεθνηκώς
31And Pharao called Moses and Aaron by night, and said to them, Rise and depart from my people, both ye and the children of Israel. Go and serve the Lord your God, even as ye say. και εκάλεσε Φαραώ Μωυσήν και Ααρών νυκτός και είπεν αυτοίς ανάστητε και εξέλθετε εκ του λαού μου και υμείς και οι υιοί Ισραήλ βαδίζετε και λατρεύετε κυρίω τω θεώ υμών καθά λέγετε
32And take with you your sheep, and your oxen: bless me also, I pray you. και τα πρόβατα και τους βόας υμών αναλαβόντες πορεύεσθε καθάπερ ειρήκατε ευλογήσατε δε καμέ
33And the Egyptians constrained the people, so that they cast them out of the land with haste, for they said, We all shall die. και κατεβιάζοντο οι Αιγύπτιοι τον λαόν σπουδή εκβαλείν αυτούς από της γης είπαν γαρ ότι πάντες ημείς αποθνήσκομεν
34And the people took their dough before their meal was leavened, bound up as it was in their garments, on their shoulders. ανέλαβε δε ο λαός το σταίς αυτών προ του ζυμωθήναι τα φυράματα αυτών ενδεδεμένα εν τοις ιματίοις αυτών επί των ώμων
35And the children of Israel did as Moses commanded them, and they asked of the Egyptians articles of silver and gold and apparel. οι δε υιοί Ισραήλ εποίησαν καθά συνέταξεν αυτοίς Μωυσής και ήτησαν παρά των Αιγυπτίων σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν
36And the Lord gave his people favour in the sight of the Egyptians, and they lent to them; and they spoiled the Egyptians. και κύριος έδωκε την χάριν τω λαώ αυτού εναντίον των Αιγυπτίων και έχρησαν αυτοίς και εσκυλεύσαν τους Αιγυπτίους
37And the children Israel departed from Ramesses to Socchoth, to the full number of six hundred thousand footmen, even men, besides the baggage. απάραντες δε οι υιοί Ισραήλ εκ Ραμεσσή εις Σοχώθ εις εξακοσίας χιλιάδας πεζών οι άνδρες πλήν της αποσκευής
38And a great mixed company went up with them, and sheep and oxen and very much cattle. και επίμικτος πολύς συνανέβη αυτοίς και πρόβατα και βόες και κτήνη πολλά σφόδρα
39And they baked the dough which they brought out of Egypt, unleavened cakes, for it had not been leavened; for the Egyptians cast them out, and they could not remain, neither did they prepare provision for themselves for the journey. και έπεψαν το σταις ο εξήνεγκαν εξ Αιγύπτου εγκρυφίας αζύμους ου γαρ εζυμώθη εξέβαλον γαρ αυτούς οι Αιγύπτιοι και ουκ ηδυνάθησαν υπομείναι ουδέ επισιτισμόν εποίησαν εαυτοίς εις την οδόν
40And the sojourning of the children of Israel, while they sojourned in the land of Egypt and the land of Chanaan, was four hundred and thirty years. η δε κατοίκησις των υιών Ισραήλ ην κατωκησαν εν γη Αιγύπτω και εν γη Χαναάν αυτοί και οι πατέρες αυτών τετρακόσια τριάκοντα έτη
41And it came to pass after the four hundred and thirty years, all the forces of the Lord came forth out of the land of Egypt by night. και εγένετο μετά τα τετρακόσια και τριάκοντα έτη εξήλθε πάσα η δύναμις κυρίου εκ γης Αιγύπτου
42 It is a watch kept to the Lord, so that he should bring them out of the land of Egypt; that very night is a watch kept to the Lord, so that it should be to all the children of Israel to their generations. νυξ προφυλακής εστι τω κυρίω ώστε εξαγαγείν αυτούς εκ γης Αιγύπτου εκείνη η νυξ αύτη προφυλακή κυρίω ώστε πάσι τοις υιοίς Ισραήλ είναι εις γενεάς αυτών
43And the Lord said to Moses and Aaron, This is the law of the passover: no stranger shall eat of it. είπε δε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών ούτος ο νόμος του πάσχα πας αλλογενής ουκ έδεται απ΄ αυτού
44And every slave or servant bought with money—him thou shalt circumcise, and then shall he eat of it. και πάντα οικέτην τινός η αργυρώνητον περιτεμείς αυτόν και τότε φάγεται απ΄ αυτού
45A sojourner or hireling shall not eat of it. πάροικος η μισθωτός ουκ έδεται απ΄ αυτού
46In one house shall it be eaten, and ye shall not carry of the flesh out from the house; and a bone of it ye shall not break. εν οικία μία βρωθήσεται και ουκ εξοίσετε εκ της οικίας των κρεών έξω και οστούν ου συντρίψετε απ΄ αυτού
47All the congregation of the children of Israel shall keep it. πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ ποιήσει αυτο
48And if any proselyte shall come to you to keep the passover to the Lord, thou shalt circumcise every male of him, and then shall he approach to sacrifice it, and he shall be even as the original inhabitant of the land; no uncircumcised person shall eat of it. εάν δε τις προσέλθη προς υμάς προσήλυτος και ποιή το πάσχα κυρίω περιτεμείς αυτού παν αρσενικόν και τότε προσελεύσεται ποιήσαι αυτό και έσται ώσπερ και ο αυτόχθων της γης πας απερίτμητος ουκ εδεται απ΄ αυτού
49There shall be one law to the native, and to the proselyte coming among you. νόμος εις έσται τω εγχωρίω και τω προσελθόντι προσηλύτω εν υμίν
50And the children of Israel did as the Lord commanded Moses and Aaron for them, so they did. και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ καθά ενετείλατο κύριος τω Μωυσή και Ααρών προς αυτούς ούτως εποίησαν
51And it came to pass in that day that the Lord brought out the children of Israel from the land of Egypt with their forces. και εγένετο εν τη ημέρα εκείνη εξήγαγε κύριος τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου συν δυνάμει αυτών

Chapter 13

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, είπε δε κύριος προς Μωυσήν λέγων
2 Sanctify to me every first-born, first produced, opening every womb among the children of Israel both of man and beast: it is mine. αγίασόν μοι παν πρωτότοκον πρωτογενές διανοίγον πάσαν μήτραν εν τοις υιοίς Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους εμόν εστιν
3And Moses said to the people, Remember this day, in which ye came forth out of the land of Egypt, out of the house of bondage, for with a strong hand the Lord brought you forth thence; and leaven shall not be eaten. είπε δε Μωυσής προς τον λαόν μνημονεύετε την ημέραν ταύτην εν η εξήλθετε εκ Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας εν γαρ χειρί κραταιά εξήγαγεν υμάς κύριος εντεύθεν και ου βρωθήσεται ζύμη
4For on this day ye go forth in the month of new corn. εν γαρ τη σήμερον υμείς εκπορεύεσθε εν μηνί των νέων
5And it shall come to pass when the Lord thy God shall have brought thee into the land of the Chananites, and the Chettites, and Amorites, and Evites, and Jebusites, and Gergesites, and Pherezites, which he sware to thy fathers to give thee, a land flowing with milk and honey, that thou shalt perform this service in this month. και έσται ηνίκα αν εισαγάγη σε κύριος ο θεός σου εις την γην των Χαναναίων και Χετταίων και Αμορραίων και Ευαίων και Ιεβουσαίων και Γεργεσαίων και Φερεζαίων ην ώμοσε τοις πατράσι σου δούναί σοι γην ρέουσαν γάλα και μέλι και ποιήσεις την λατρείαν ταύτην εν τω μηνί τούτω
6Six days ye shall eat unleavened bread, and on the seventh day is a feast to the Lord. εξ ημέρας έδεσθε άζυμα τη δε ημέρα τη εβδόμη εορτή κυρίου
7Seven days shall ye eat unleavened bread; nothing leavened shall be seen with thee, neither shalt thou have leaven in all thy borders. άζυμα έδεσθε επτά ημέρας ουκ οφθήσεταί σοι ζυμωτόν ουδέ έσται σοι ζύμη πάσι τοις ορίοις σου
8And thou shalt tell thy son in that day, saying, Therefore the Lord dealt thus with me, as I was going out of Egypt. και αναγγελείς τω υιώ σου εν τη ημέρα εκείνη λέγων διά τούτο εποίησε κύριος ο θεός μοι ως εξεπορεύομην εξ Αιγύπτου
9And it shall be to thee a sign upon thy hand and a memorial before thine eyes, that the law of the Lord may be in thy mouth, for with a strong hand the Lord God brought thee out of Egypt. και έσται σοι εις σημείον επί της χειρός σου και μνημόσυνον προ οφθαλμών σου όπως αν γένηται ο νόμος κυρίου εν τω στόματί σου εν γαρ χειρί κραταιά εξήγαγέ σε κύριος εξ Αιγύπτου
10And preserve ye this law according to the times of the seasons, from year to year. και φυλάξασθε τον νόμον τούτον κατά καιρούς ωρών αφ΄ ημερών εις ημέρας
11And it shall come to pass when the Lord thy God shall bring thee into the land of the Chananites, as he sware to thy fathers, and shall give it thee, και έσται ως αν εισαγάγη σε κύριος ο θεός σου εις την γην των Χαναναίων ον τρόπον ώμοσε τοις πατράσι σου και δώσει σοι αυτήν
12that thou shalt set apart every offspring opening the womb, the males to the Lord, every one that opens the womb out of the herds or among thy cattle, as many as thou shalt have: thou shalt sanctify the males to the Lord. και αφοριείς παν διανοίγον μήτραν τα αρσενικά τω κυρίω παν διανοίγον μήτραν εκ των βουκολίων εν τοις κτήνεσί σου όσα αν γένηταί σοι τα αρσενικά τω κυρίω
13Every offspring opening the womb of the ass thou shalt change for a sheep; and if thou wilt not change it, thou shalt redeem it: every first-born of man of thy sons shalt thou redeem. παν διανοίγον μήτραν όνου αλλάξεις προβάτω εάν δε μη αλλάξης λυτρώση αυτό παν πρωτότοκον ανθρώπου των υιών σου λυτρώση
14And if thy son should ask thee hereafter, saying, What is this? then thou shalt say to him, With a strong hand the Lord brought us out of Egypt, out of the house of bondage. εάν δε ερωτήση σε ο υιός σου μετά ταύτα λέγων τι τούτο και ερείς αυτώ ότι εν χειρί κραταιά εξήγαγεν ημάς κύριος εκ γης Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας
15And when Pharao hardened his heart so as not to send us away, he slew every first-born in the land of Egypt, both the first-born of man and the first-born of beast; therefore do I sacrifice every offspring that opens the womb, the males to the Lord, and every first-born of my sons I will redeem. ηνίκα δε εσκλήρυνε Φαραώ εξαποστείλαι ημάς απέκτεινε κύριος παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου από πρωτοτόκων ανθρώπων έως πρωτοτόκων κτηνών διά τούτο εγώ θύω τω κυρίω παν διανοίγον μήτραν τα αρσενικά τω κυρίω και παν πρωτοτόκον των υιών μου λυτρώσομαι
16And it shall be for a sign upon thy hand, and immovable before thine eyes, for with a strong hand the Lord brought thee out of Egypt. και έσται εις σημείον επί της χειρός σου και ασάλευτον προ των οφθαλμών σου εν γαρ χειρί κραταιά εξήγαγέ σε κύριος εξ Αιγύπτου
17And when Pharao sent forth the people, God led them not by the way of the land of the Phylistines, because it was near; for God said, Lest at any time the people repent when they see war, and return to Egypt. ως δε εξαπέστειλε Φαραώ τον λαόν ουχ ωδήγησεν αυτούς ο θεός οδόν γης Φυλιστιείμ ότι εγγύς ην είπε γαρ ο θεός μή μεταμελήση τω λαώ ιδόντι πόλεμον και αποστρέψη εις Αίγυπτον
18And God led the people round by the way to the wilderness, to the Red Sea: and in the fifth generation the children of Israel went up out of the land of Egypt. και εκύκλωσεν ο θεός τον λαόν οδόν την εις την έρημον εις την ερυθράν θάλασσαν πέμπτη δε γενεά ανέβησαν οι υιοί Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου
19And Moses took the bones of Joseph with him, for he had solemnly adjured the children of Israel, saying, God will surely visit you, and ye shall carry up my bones hence with you. και έλαβε Μωυσής τα οστά Ιωσήφ μεθ΄ εαυτού όρκω γαρ ώρκισεν Ιωσήφ τους υιούς Ισραήλ λέγων επισκοπή επισκέψεται κύριος υμάς και συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ΄ υμών
20And the children of Israel departed from Socchoth, and encamped in Othom by the wilderness. εξάραντες δε οι υιοί Ισραήλ εκ Σοχώθ εστρατοπέδευσαν εν Οθώμ παρά την έρημον
21And God led them, in the day by a pillar of cloud, to show them the way, and in the night by a pillar of fire. ο δε θεός ηγείτο αυτών ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης δείξαι αυτοίς την οδόν την δε νύκτα εν στύλω πυρός
22And the pillar of cloud failed not by day, nor the pillar of fire by night, before all the people. ουκ εξέλιπεν ο στύλος της νεφέλης ημέρας και ο στύλος του πυρός νυκτός εναντίον παντός του λαού

Chapter 14

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
2Speak to the children of Israel, and let them turn and encamp before the village, between Magdol and the sea, opposite Beel-sepphon: before them shalt thou encamp by the sea. λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και αποστρέψαντες στρατοπεδευσάτωσαν απέναντι της επαύλεως αναμέσον Μαγδώλου και αναμέσον της θαλάσσης εξεναντίας Βεελσεπφών ενώπιον αυτών στρατοπεδεύσεις επί της θαλάσσης
3And Pharao will say to his people, As for these children of Israel, they are wandering in the land, for the wilderness has shut them in. και ερεί Φαραώ περί των υιών Ισραήλ πλανώνται ούτοι εν τη γη συγκέκλεικε γαρ αυτούς η έρημος
4And I will harden the heart of Pharao, and he shall pursue after them; and I will be glorified in Pharao, and in all his host, and all the Egyptians shall know that I am the Lord. And they did so. εγώ δε σκληρυνώ την καρδίαν Φαραώ και καταδιώξεται οπίσω αυτούς και ενδοξασθήσομαι εν Φαραώ και εν πάση τη στρατιά αυτού και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι ότι εγώ κύριος και εποίησαν ούτως
5And it was reported to the king of the Egyptians that the people had fled: and the heart of Pharao was turned, and that of his servants against the people; and they said, What is this that we have done, to let the children of Israel go, so that they should not serve us? και ανηγγέλη τω βασιλεί των Αιγυπτίων ότι πέφευγεν ο λαός και μετεστράφη η καρδία Φαραώ και των θεραπόντων αυτού επί τον λαόν και είπον τι τούτο πεποιήκαμεν του εξαποστείλαι τους υιούς Ισραήλ του μη δουλεύειν ημίν
6So Pharao yoked his chariots, and led off all his people with himself: έζευξεν ουν Φαραώ τα άρματα αυτού και πάντα τον λαόν αυτού συναπήγαγε μεθ΄ εαυτού
7having also taken six hundred chosen chariots, and all the cavalry of the Egyptians, and rulers over all. και έλαβεν εξακόσια άρματα εκλεκτά και πάσαν την ίππον των Αιγυπτίων και τριστάτας επί πάντων
8And the Lord hardened the heart of Pharao king of Egypt, and of his servants, and he pursued after the children of Israel; and the children of Israel went forth with a high hand. και εσκλήρυνε κύριος την καρδίαν Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου και κατεδίωξεν οπίσω των υιών Ισραήλ οι δε υιοί Ισραήλ εξεπορεύοντο εν χειρί υψηλή
9And the Egyptians pursued after them, and found them encamped by the sea; and all the cavalry and the chariots of Pharao, and the horsemen, and his host were before the village, over against Beel-sepphon. και κατεδίωξαν οι Αιγύπτιοι οπίσω αυτών και εύρον αυτούς παρεμβεβληκότας παρά την θάλασσαν και πάσα η ίππος και τα άρματα Φαραώ και οι ίππεις και η στρατιά αυτού απέναντι της επαύλεως εξεναντίας Βεελσεπφών
10And Pharao approached, and the children of Israel having looked up, beheld, and the Egyptians encamped behind them: and they were very greatly terrified, and the children of Israel cried to the Lord; και Φαραώ προσήγε και αναβλέψαντες οι υιοί Ισραήλ τοις οφθαλμοίς ορώσι και ιδού οι Αιγύπτιοι εστρατοπέδευσαν οπίσω αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα ανεβόησαν δε οι υιοί Ισραήλ προς κύριον
11and said to Moses, Because there were no graves in the land of Egypt, hast thou brought us forth to slay us in the wilderness? What is this that thou hast done to us, having brought us out of Egypt? και είπαν προς Μωυσήν παρά το μη υπάρχειν μνήματα εν Αιγύπτω εξήγαγες ημάς του θανατώσαι εν τη ερήμω τι τούτο εποίησας ημίν εξαγαγών εξ Αιγύπτου
12Is not this the word which we spoke to thee in Egypt, saying, Let us alone that we may serve the Egyptians? for it is better for us to serve the Egyptians than to die in this wilderness. ου τούτο ην το ρήμα ο ελαλήσαμεν εν Αιγύπτω προς σε λέγοντες πάρες ημάς όπως δουλεύσωμεν τοις Αιγυπτίοις κρείσσον γαρ ημάς δουλεύειν τοις Αιγυπτίοις η αποθανείν εν τη ερήμω ταύτη
13And Moses said to the people, Be of good courage: stand and see the salvation which is from the Lord, which he will work for us this day; for as ye have seen the Egyptians to-day, ye shall see them again no more for ever. είπε δε Μωυσής προς τον λαόν θαρσείτε στήκετε και οράτε την σωτηρίαν την παρά του κυρίου ην ποιήσει ημίν σήμερον ον τρόπον γαρ εωράκατε τους Αιγυπτίους σήμερον ου προσθήσεσθε έτι ιδείν αυτούς εις τον αιώνα χρόνον
14The Lord shall fight for you, and ye shall hold your peace. κύριος πολεμήσει περί υμών και υμείς σιγήσετε
15and the Lord said to Moses, Why criest thou to me? speak to the children of Israel, and let them proceed. είπε δε κύριος προς Μωυσήν τι βοάς προς με λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και αναζευξάτωσαν
16And do thou lift up thy rod, and stretch forth thy hand over the sea, and divide it, and let the children of Israel enter into the midst of the sea on the dry land. και συ έπαρον την ράβδον σου και έκτεινον την χείρά σου επί την θάλασσαν και ρήξον αυτήν και εισελθέτωσαν οι υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν
17And lo! I will harden the heart of Pharao and of all the Egyptians, and they shall go in after them; and I will be glorified upon Pharao, and on all his host, and on his chariots and his horses. και ιδού εγώ σκληρυνώ την καρδίαν Φαραώ και των Αιγυπτίων πάντων και εισελεύσονται οπίσω αυτών και ενδοξασθήσομαι εν Φαραώ και εν πάση τη στρατιά αυτού και εν τοις άρμασι και εν τοις ίπποις αυτού
18And all the Egyptians shall know that I am the Lord, when I am glorified upon Pharao and upon his chariots and his horses. και γνώσονται πάντες οι Αιγύπτιοι ότι εγώ κύριος ενδοξαζομένου μου εν Φαραώ και εν τοις άρμασι και εν τοις ίπποις αυτού
19And the angel of God that went before the camp of the children of Israel removed and went behind, and the pillar of the cloud also removed from before them and stood behind them. εξήρε δε ο άγγελος του θεού ο προπορεύομενος της παρεμβολής των υιών Ισραήλ και επορεύθη εκ των όπισθεν εξήρε δε και ο στύλος της νεφέλης από προσώπου αυτών και έστη εκ των οπίσω αυτών
20And it went between the camp of the Egyptians and the camp of Israel, and stood; and there was darkness and blackness; and the night passed, and they came not near to one another during the whole night. και εισήλθεν αναμέσον της παρεμβολής των Αιγυπτίων και αναμέσον της παρεμβολής Ισραήλ και έστη και εγένετο σκότος και γνόφος και διήλθεν η νυξ και ου συνέμιξαν αλλήλοις όλην την νύκτα
21And Moses stretched forth his hand over the sea, and the Lord carried back the sea with a strong south wind all the night, and made the sea dry, and the water was divided. εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα επί την θάλασσαν και υπήγαγε κύριος την θάλασσαν εν ανέμω νότω βιαίω όλην την νύκτα και εποίησε την θάλασσαν ξηράν και διεσχίσθη το ύδωρ
22And the children of Israel went into the midst of the sea on the dry land, and the water of it was a wall on the right hand and a wall on the left. και εισήλθον οι υιοί Ισραήλ εις μέσον της θαλάσσης κατά το ξηρόν και το ύδωρ αυτής τείχος εκ δεξιών και τείχος εξ ευωνύμων
23And the Egyptians pursued them and went in after them, and every horse of Pharao, and his chariots, and his horsemen, into the midst of the sea. κατεδίωξαν δε οι Αιγύπτιοι και εισήλθον οπίσω αυτών πάσα η ίππος Φαραώ και τα άρματα και οι αναβάται εις μέσον της θαλάσσης
24And it came to pass in the morning watch that the Lord looked forth on the camp of the Egyptians through the pillar of fire and cloud, and troubled the camp of the Egyptians, εγενήθη δε εν τη φυλακή τη εωθινή και επέβλεψε κύριος επί την παρεμβολήν των Αιγυπτίων εν στύλω πυρός και νεφέλης και συνετάραξε την παρεμβολήν των Αιγυπτίων
25and bound the axle-trees of their chariots, and caused them to go with difficulty; and the Egyptians said, Let us flee from the face of Israel, for the Lord fights for them against the Egyptians. και συνέδησε τους άξονας των αρμάτων αυτών και ήγαγεν αυτούς μετά βίας και είπαν οι Αιγύπτιοι φύγωμεν από προσώπου Ισραήλ ο γαρ κύριος πολεμεί υπέρ αυτών τους Αιγυπτίους
26And the Lord said to Moses, Stretch forth tine hand over the sea, and let the water be turned back to its place, and let it cover the Egyptians coming both upon the chariots and the riders. είπε δε κύριος προς Μωυσήν έκτεινον την χείρά σου επί την θάλασσαν και αποκαταστήτω το ύδωρ και επικαλυψάτω τους Αιγυπτίους επί τε τα άρματα και επί τους αναβάτας
27And Moses stretched forth his hand over the sea, and the water returned to its place toward day; and the Egyptians fled from the water, and the Lord shook off the Egyptians in the midst of the sea. εξέτεινε δε Μωυσής την χείρα επί την θάλασσαν και απεκατέστη το ύδωρ προς ημέραν επί χώρας οι δε Αιγύπτιοι έφυγον υπό το ύδωρ και εξετίναξε κυριος τους Αιγυπτίους εις μέσον της θαλάσσης
28and the water returned and covered the chariots and the riders, and all the forces of Pharao, who entered after them into the sea: and there was not left of them even one. και επαναστραφέν το ύδωρ εκάλυψε τα άρματα και τους αναβάτας και πάσαν την δύναμιν Φαραώ τους εισπορευομένους οπίσω αυτών εις την θάλασσαν και ου κατελείφθη εξ αυτών ουδέ εις
29But the children of Israel went along dry land in the midst of the sea, and the water was to them a wall on the right hand, and a wall on the left. οι δε υιοί Ισραήλ επορεύθησαν διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης το δε ύδωρ αυτοίς τείχος εκ δεξιών και τείχος εξ ευωνύμων
30So the Lord delivered Israel in that day from the hand of the Egyptians, and Israel saw the Egyptians dead by the shore of the sea. και ερρύσατο κύριος τον Ισραήλ εν τη ημέρα εκείνη εκ χειρός των Αιγυπτίων και είδεν Ισραήλ τους Αιγυπτίους τεθνηκότας παρά το χείλος της θαλάσσης
31And Israel saw the mighty hand, the things which the Lord did to the Egyptians; and the people feared the Lord, and they believed God and Moses his servant. είδε δε Ισραήλ την χείρα την μεγάλην α εποίησε κύριος τοις Αιγυπτίοις εφοβήθη δε ο λαός τον κύριον και επίστευσαν τω θεώ και Μωυσή τω θεράποντι αυτού

Chapter 15

[edit]
1Then sang Moses and the children of Israel this song to God, and spoke, saying, Let us sing to the Lord, for he is very greatly glorified: horse and rider he has thrown into the sea. τότε ήσαν Μωυσής και οι υιοί Ισραήλ την ωδήν ταύτην τω κυρίω και είπαν άσωμεν τω κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν
2He was to me a helper and protector for salvation: this is my God and I will glorify him; my father's God, and I will exalt him. βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν ούτός μου θεός και δοξάσω αυτόν θεός του πατρός μου και υψώσω αυτόν
3The Lord bringing wars to nought, the Lord is his name. κύριος συντρίβων πολέμους κύριος όνομα αυτώ
4He has cast the chariots of Pharao and his host into the sea, the chosen mounted captains: they were swallowed up in the Red Sea. άρματα Φαραώ και την δύναμιν αυτού έρριψεν εις θάλασσαν επιλέκτους αναβάτας τριστάτας κατεπόντισεν εν ερυθρά θαλάσση
5He covered them with the sea: they sank to the depth like a stone. πόντω εκάλυψεν αυτούς κατέδυσαν εις βυθόν ωσεί λίθος
6Thy right hand, O God, has been glorified in strength; thy right hand, O God, has broken the enemies. η δεξιά σου κύριε δεδόξασται εν ισχύϊ η δεξιά σου χειρ κύριε έθραυσεν εχθρούς
7And in the abundance of thy glory thou hast broken the adversaries to pieces: thou sentest forth thy wrath, it devoured them as stubble. και τω πλήθει της δόξης σου συνέτριψας τους υπεναντίους απέστειλας την οργήν σου και κατέφαγεν αυτούς ωσεί καλάμην
8And by the breath of thine anger the water parted asunder; the waters were congealed as a wall, the waves were congealed in the midst of the sea. και διά πνεύματος του θυμόυ σου διέστη το ύδωρ επάγη ωσεί τείχος τα ύδατα επάγη και τα κύματα εν μέσω της θαλάσσης
9The enemy said, I will pursue, I will overtake, I will divide the spoils; I will satisfy my soul, I will destroy with my sword, my hand shall have dominion. είπεν ο εχθρός διώξας καταλήψομαι μεριώ σκύλα εμπλήσω ψυχήν μου ανελώ τη μαχαίρα μου κυριεύσει η χειρ μου
10Thou sentest forth thy wind, the sea covered them; they sank like lead in the mighty water. απέστειλας το πνεύμα σου εκάλυψεν αυτούς θάλασσα έδυσαν ωσεί μόλιβδος εν ύδατι σφοδρώ
11Who is like to thee among the gods, O Lord? who is like to thee? glorified in holiness, marvellous in glories, doing wonders. τις όμοιός σοι εν θεοίς κύριε τις όμοιός σοι δεδοξασμένος εν αγίοις θαυμαστός εν δόξαις ποιών τέρατα
12Thou stretchedst forth thy right hand, the earth swallowed them up. εξέτεινας την δεξιάν σου κατέπιεν αυτού γη
13Thou hast guided in thy righteousness this thy people whom thou hast redeemed, by thy strength thou hast called them into thy holy resting-place. ωδήγησας τη δικαιοσύνη σου τον λαόν σου τούτον ον ελυτρώσω παρεκάλεσας τη ισχύϊ σου εις κατάλυμα άγιόν σου
14The nations heard and were angry, pangs have seized on the dwellers among the Phylistines. ήκουσαν έθνη και ωργίσθησαν ωδίνες έλαβον κατοικούντας Φυλιστιείμ
15Then the princes of Edom, and the chiefs of the Moabites hasted; trembling took hold upon them, all the inhabitants of Chanaan melted away. τότε έσπευσαν ηγεμόνες Εδώμ και άρχοντες Μωαβιτών έλαβεν αυτούς τρόμος ετάκησαν πάντες οι κατοικούντες Χαναάν
16Let trembling and fear fall upon them; by the greatness of thine arm, let them become as stone; till thy people pass over, O Lord, till this thy people pass over, whom thou hast purchased. επιπέσοι επ΄ αυτούς φόβος και τρόμος μεγέθει βραχίονός σου απολιθωθήτωσαν έως αν παρέλθη ο λαός σου κύριε έως αν παρέλθη ο λαός σου ούτος ον εκτήσω
17Bring them in and plant them in the mountain of their inheritance, in thy prepared habitation, which thou, O Lord, hast prepared; the sanctuary, O Lord, which thine hands have made ready. εισαγαγών καταφύτευσον αυτούς εις όρος κληρονομίας σου εις έτοιμον κατοικητήριόν σου ο κατειργάσω κύριε αγίασμα κύριε ο ητοίμασαν αι χείρές σου
18The Lord reigns for ever and ever and ever. κύριος βασιλεύων εις τον αιώνα και επ΄ αιώνα και έτι
19For the horse of Pharao went in with the chariots and horsemen into the sea, and the Lord brought upon them the water of the sea, but the children of Israel walked through dry land in the midst of the sea. ότι εισήλθεν ίππος Φαραώ συν άρμασι και αναβάταις εις θάλασσαν και επήγαγεν επ΄ αυτούς κύριος το ύδωρ της θαλάσσης οι δε υιοί Ισραήλ επορεύθησαν διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης
20And Mariam the prophetess, the sister of Aaron, having taken a timbrel in her hand—then there went forth all the women after her with timbrels and dances. έλαβε δε Μαριάμ η προφήτις η αδελφή Ααρών το τύμπανον εν τη χειρί αυτής και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετά τυμπάνων και χορών
21And Mariam led them, saying, Let us sing to the Lord, for he has been very greatly glorified: the horse and rider has he cast into the sea. εξήρχε δε αυτών Μαριάμ λέγουσα άσωμεν τω κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν
22So Moses brought up the children of Israel from the Red Sea, and brought them into the wilderness of Sur; and they went three days in the wilderness, and found no water to drink. εξήρε δε Μωυσής τους υιούς Ισραήλ από θαλάσσης ερυθράς και ήγαγεν αυτούς εις την έρημον Σούρ και επορεύοντο τρεις ημέρας εν τη ερήμω και ουχ ηύρισκον ύδωρ ώστε πιείν
23and they came to Merrha, and could not drink of Merrha, for it was bitter; therefore he named the name of that place, Bitterness. ήλθον δε εις Μερράν και ουκ ηδύναντο πιείν ύδωρ εκ Μερράς πικρόν γαρ ην διά τούτο επωνομάσθη το όνομα του τόπου εκείνου πικρία
24And the people murmured against Moses, saying, What shall we drink? και διεγόγγυζεν ο λαός επί Μωυσή λέγοντες τι πιόμεθα
25And Moses cried to the Lord, and the Lord shewed him a tree, and he cast it into the water, and the water was sweetened: there he established to him ordinances and judgments, and there he proved him, εβόησε δε Μωυσής προς κύριον και έδειξεν αυτώ ο κύριος ξύλον και ενέβαλεν αυτό εις το ύδωρ και εγλυκάνθη το ύδωρ εκεί έθετο αυτώ δικαιώματα και κρίσεις και εκεί αυτον επείρασε
26and said, If thou wilt indeed hear the voice of the Lord thy God, and do things pleasing before him, and wilt hearken to his commands, and keep all his ordinances, no disease which I have brought upon the Egyptians will I bring upon thee, for I am the Lord thy God that heals thee. και είπεν εάν ακούσης της φωνής κυρίου του θεού σου και τα αρεστά εναντίον αυτού ποιήσης και ενωτίση τας εντολάς αυτού και φυλάξης πάντα τα δικαιώματα αυτού πάσαν νόσον ην επήγαγον τοις Αιγυπτίοις ουκ επάξω επί σε εγώ γαρ ειμι κύριος ο ιώμενός σε
27And they came to Aelim, and there were there twelve fountains of water, and seventy stems of palm-trees; and they encamped there by the waters. και ήλθοσαν εις Ελείμ και ήσαν εκεί δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα στελέχη φοινίκων παρενέβαλον δε εκεί παρά τα ύδατα

Chapter 16

[edit]
1And they departed from Aelim, and all the congregation of the children of Israel came to the wilderness of Sin, which is between Aelim and Sina; and on the fifteenth day, in the second month after their departure from the land of Egypt, απηραν δε εξ Ελείμ και ήλθοσαν πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ εις την έρημον Σιν ο εστιν αναμέσον Ελείμ και αναμέσον Σινά τη δε πεντεκαιδεκάτη ημέρα τω μηνί τω δευτέρω εξεληλυθότων αυτών εκ γης Αιγύπτου
2all the congregation of the children of Israel murmured against Moses and Aaron. διεγόγγυζε πάσα η συναγωγή των υιών Ισραήλ επί Μωυσήν και Ααρών
3And the children of Israel said to them, Would we had died smitten by the Lord in the land of Egypt, when we sat by the flesh-pots, and ate bread to satiety! for ye have brought us out into this wilderness, to slay all this congregation with hunger. και είπαν προς αυτούς οι υιοί Ισραήλ όφελον απεθάνομεν πληγέντες υπό κυρίου εν γη Αιγύπτου όταν εκαθίσαμεν επί των λεβήτων των κρεών και ησθίομεν άρτους εις πλησμονήν ότι εξηγάγετε ημάς εις την έρημον ταύτην αποκτείναι πάσαν την συναγωγήν ταύτην εν λιμώ
4And the Lord said to Moses, Behold, I will rain bread upon you out of heaven: and the people shall go forth, and they shall gather their daily portion for the day, that I may try them whether they will walk in my law or not. είπε δε κύριος προς Μωυσήν ιδού εγώ ύω υμίν άρτους εκ του ουρανού και εξελεύσεται ο λαός και συλλέξουσι το της ημέρας εις ημέραν όπως πειράσω αυτούς ει πορεύσονται τω νόμω μου η ου
5And it shall come to pass on the sixth day that they shall prepare whatsoever they have brought in, and it shall be double of what they shall have gathered for the day, daily. και έσται εν τη ημέρα τη έκτη και ετοιμάσουσιν ο αν εισενέγκωσι και έσται διπλούν ο αν συναγάγωσι το καθ΄ ημέραν εις ημέραν
6And Moses and Aaron said to all the congregation of the children of Israel, At even ye shall know that the Lord has brought you out of the land of Egypt; είπε δε Μωυσής και Ααρών προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ εσπέρας γνώσεσθε ότι κύριος εξήγαγεν υμάς εκ γης Αιγύπτου
7and in the morning ye shall see the glory of the Lord, inasmuch as he hears your murmuring against God; and who are we, that ye continue to murmur against us? και πρωϊ όψεσθε την δόξαν κυρίου εν τω εισακούσαι τον γογγυσμόν υμών επί τω θεώ ημείς δε τι εσμέν ότι διαγογγύζετε καθ΄ ημών
8And Moses said, This shall be when the Lord gives you in the evening flesh to eat, and bread in the morning to satiety, because the Lord has heard your murmuring, which ye murmur against us: and what are we? for your murmuring is not against us, but against God. και είπε Μωυσής εν τω διδόναι κύριον υμίν εσπέρας κρέα φαγείν και άρτους τοπρωϊ εις πλησμονήν διά το εισακούσαι κύριον τον γογγυσμόν υμών ον υμείς διαγογγύζετε καθ΄ ημών ημείς δε τι εσμέν ου γαρ καθ΄ ημών ο γογγυσμός υμών εστιν αλλ΄ κατά του θεού
9And Moses said to Aaron, Say to all the congregation of the children of Israel, Come near before God; for he has heard your murmuring. είπε δε Μωυσής προς Ααρών είπον πάση συναγωγή υιών Ισραήλ προσέλθετε εναντίον του θεού εισακήκοε γαρ τον γογγυσμόν υμών
10And when Aaron spoke to all the congregation of the children of Israel, and they turned toward the wilderness, then the glory of the Lord appeared in a cloud. ηνίκα δε ελάλει Ααρών πάση συναγωγή υιών Ισραήλ και επεστράφησαν εις την έρημον και η δόξα κυρίου ώφθη εν νεφέλη
11And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
12I have heard the murmuring of the children of Israel: speak to them, saying, Towards evening ye shall eat flesh, and in the morning ye shall be satisfied with bread; and ye shall know that I am the Lord your God. εισακήκοα τον γογγυσμόν των υιών Ισραήλ λάλησον προς αυτούς λέγων το προς εσπέραν έδεσθε κρέα και τοπρωϊ πλησθήσεσθε άρτων και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός υμών
13And it was evening, and quails came up and covered the camp: εγένετο δε εσπέρα και ανέβη ορτυγομήτρα και εκάλυψε την παρεμβολήν τοπρωϊ δε εγένετο καταπαυομένης της δρόσου κύκλω της παρεμβολής
14in the morning it came to pass as the dew ceased round about the camp, that, behold, on the face of the wilderness was a small thing like white coriander seed, as frost upon the earth. και ιδού επί πρόσωπον της ερήμου λεπτόν ωσεί κόριον λευκόν ωσεί πάγος επί της γης
15And when the children of Israel saw it, they said one to another, What is this? for they knew not what it was; and Moses said to them, ιδόντες δε αυτό οι υιοί Ισραήλ είπαν έτερος τω ετέρω τι εστί τούτο ου γαρ ήδεισαν τι ην είπε δε Μωυσής προς αυτούς ούτος ο άρτος ον έδωκε κύριος υμίν φαγείν
16This is the bread which the Lord has given you to eat. This is that which the Lord has appointed: gather of it each man for his family, a homer for each person, according to the number of your souls, gather each of you with his fellow-lodgers. τούτο το ρήμα ο συνέταξε κύριος συναγάγετε απ΄ αυτού έκαστος εις τους καθήκοντας γόμορ κατά κεφαλήν κατά αριθμόν ψυχών υμών έκαστος εν τοις σκηναίς υμών συλλέξατε
17And the children of Israel did so, and gathered some much and some less. και εποίησαν ούτως οι υιοί Ισραήλ και συνέλεξαν ο το πολύ και ο το έλαττον
18And having measured the homer full, he that gathered much had nothing over, and he that had gathered less had no lack; each gathered according to the need of those who belonged to him. και μετρήσαντες το γόμορ ουκ επλεόνασεν ο το πολύ και ο το έλαττον ουκ ηλαττόνησεν έκαστος εις τους καθήκοντας παρ΄ εαυτώ συνέλεξαν
19And Moses said to them, Let no man leave of it till the morning. είπε δε Μωυσής προς αυτούς μηθείς καταλιπέτω απ΄ αυτού εις τοπρωϊ
20But they did not hearken to Moses, but some left of it till the morning; and it bred worms and stank: and Moses was irritated with them. και ουκ ήκουσαν Μωυσή αλλά κατέλιπόν τινες απ΄ αυτού εις τοπρωϊ και εξέζεσε σκώληκας και επώζεσε και επικράνθη επ΄ αυτοίς Μωυσής
21And they gathered it every morning, each man what he needed, and when the sun waxed hot it melted. και συνέλεξαν αυτό πρωϊ πρωϊ έκαστος το καθήκον αυτώ ηνίκα δε διεθέρμανεν ο ήλιος ετήκετο
22And it came to pass on the sixth day, they gathered double what was needed, two homers for one man; and all the chiefs of the synagogue went in and reported it to Moses. εγένετο δε τη ημέρα τη έκτη συνέλεξαν τα δέοντα διπλά δύο γόμορ τω ενί εισήλθοσαν δε πάντες οι άρχοντες της συναγωγής και ανήγγειλαν Μωυσή
23And Moses said to them, Is not this the word which the Lord spoke? To-morrow is the sabbath, a holy rest to the Lord: bake that ye will bake, and seethe that ye will seethe, and all that is over leave to be laid by for the morrow. είπε δε Μωυσής προς αυτούς τούτο το ρήμά εστιν ο ελάλησε κύριος σάββατα ανάπαυσις αγία τω κυρίω άυριον όσα εάν πέσσητε πέσσετε και όσα εαν έψητε έψετε και παν το πλεονάζον καταλείπετε αυτό εις αποθήκην εις τοπρωϊ
24And they left of it till the morning, as Moses commanded them; and it stank not, neither was there a worm in it. και κατέλιπον απ΄ αυτού εις τοπρωϊ καθά συνέταξεν αυτοίς Μωυσής και ουκ επώζεσεν ουδέ σκώληξ εγένετο εν αυτώ
25And Moses said, Eat that to-day, for to-day is a sabbath to the Lord: it shall not be found in the plain. είπε δε Μωυσής φάγετε σήμερον αυτό έστι γαρ σάββατον τω κυρίω σήμερον ουχ ευρεθήσεται εν πεδίω
26Six days ye shall gather it, and on the seventh day is a sabbath, for there shall be none on that day. εξ ημέρας συλλέξετε τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατον ότι ουκ εσται εν αυτή
27And it came to pass on the seventh day that some of the people went forth to gather, and found none. εγένετο δε εν τη εβδόμη ημέρα και εξήλθοσάν τινες εκ του λαού συλλέξαι και ουχ εύρον
28And the Lord said to Moses, How long are ye unwilling to hearken to my commands and my law? είπε δε κύριος προς Μωυσήν έως τίνος ου βούλεσθε εισακούειν τας εντολάς μου και τον νόμον μου
29See, for the Lord has given you this day as the sabbath, therefore he has given you on the sixth day the bread of two days: ye shall sit each of you in your houses; let no one go forth from his place on the seventh day. ίδετε ο γαρ κύριος έδωκεν υμίν σάββατα την ημέραν ταύτην διά τούτο αυτός έδωκεν υμίν τη ημέρα τη έκτη άρτους δύο ημερών καθίσασθε έκαστος εις τους οίκους υμών παρ΄ εαυτώ μηδείς υμών εκπορευέσθω εκ του τόπου αυτού τη ημέρα τη εβδόμη
30And the people kept sabbath on the seventh day. και εσαββάτισεν ο λαός τη ημέρα τη εβδόμη
31And the children of Israel called the name of it Man; and it was as white coriander seed, and the taste of it as a wafer with honey. και επωνόμασαν αυτό οι υιοί Ισραήλ το όνομα αυτού μαν ην δε ωσεί σπέρμα κορίου λευκόν το δε γεύμα αυτού ως εγκρίς εν μέλιτι
32And Moses said, This is the thing which the Lord hath commanded, Fill an homer with manna, to be laid up for your generations; that they may see the bread which ye ate in the wilderness, when the Lord led you forth out of the land of Egypt. είπε δε Μωυσής τούτο το ρήμα ο συνέταξε κύριος πλήσατε το γόμορ του μαν εις αποθήκην εις τας γενεάς υμών ίνα ίδωσι τον άρτον ον εφάγετε υμείς εν τη ερήμω ως εξήγαγεν υμάς κύριος εκ γης Αιγύπτου
33And Moses said to Aaron, Take a golden pot, and cast into it one full homer of manna; and thou shalt lay it up before God, to be kept for your generations, και είπε Μωυσής προς Ααρών λάβε στάμνον χρυσούν ένα και έμβαλε εις αυτόν πλήρες το γόμορ του μαν και αποθήσεις αυτό εναντίον του θεού εις διατήρησιν εις τας γενεάς υμών
34as the Lord commanded Moses: and Aaron laid it up before the testimony to be kept. ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή και απέθηκεν Ααρών αυτό εναντίον του μαρτυρίου εις διατήρησιν
35And the children of Israel ate manna forty years, until they came to the land they ate the manna, until they came to the region of Phoenicia. οι δε υιοί Ισραήλ έφαγον το μαν έτη τεσσαράκοντα έως ήλθον εις γην οικουμένην το μαν έφαγον έως παρεγένοντο εις μέρος της Φοινίκης
36Now the homer was the tenth part of three measures. το δε γόμορ το δέκατον των τριών μέτρων ην

Chapter 17

[edit]
1And all the congregation of the children of Israel departed from the wilderness of Sin, according to their encampments, by the word of the Lord; and they encamped in Raphidin: and there was no water for the people to drink. και απήρε πάσα η συναγωγή υιών Ισραήλ εκ της ερήμου Σιν κατά παρεμβολάς αυτών διά ρήματος κυρίου και παρενέβαλον εν Ραφιδείν ουκ ην δε ύδωρ τω λαώ πιείν
2And the people reviled Moses, saying, Give us water, that we may drink; and Moses said to them, Why do ye revile me, and why tempt ye the Lord? και ελοιδορείτο ο λαός προς Μωυσήν λέγοντες δος ημίν ύδωρ ίνα πίωμεν και είπεν αυτοίς Μωυσής τι λοιδορείσθέ με και τι πειράζετε κύριον
3And the people thirsted there for water, and there the people murmured against Moses, saying, Why is this? hast thou brought us up out of Egypt to slay us and our children and our cattle with thirst? εδίψησε δε εκεί ο λαός ύδατι και διεγόγγυζεν ο λαός επί Μωυσήν λέγοντες ινατί τούτο ότι ανεβίβασας ημάς εξ Αιγύπτου του αποκτείναι ημάς και τα τέκνα ημών και τα κτήνη τω δίψει
4And Moses cried to the Lord, saying, What shall I do to this people? yet a little while and they will stone me. εβόησε δε Μωυσής προς κύριον λέγων τι ποιήσω τω λαώ τούτω έτι μικρόν και καταλιθοβολήσουσί με
5And the Lord said to Moses, Go before this people, and take to thyself of the elders of the people; and the rod with which thou smotest the river, take in thine hand, and thou shalt go. και είπε κύριος προς Μωυσήν προπορεύου του λαού τούτου λάβε δε μετά σεαυτού από των πρεσβυτέρων του λαού και την ράβδον εν η επάταξας τον ποταμόν λάβε εν τη χειρί σου και πορεύου
6Behold, I stand there before thou come, on the rock in Choreb, and thou shalt smite the rock, and water shall come out from it, and the people shall drink. And Moses did so before the sons of Israel. ιδού εγώ έστηκα εκεί προ του σε ελθείν επί της πέτρας εν Χωρήβ και πατάξεις την πέτραν και εξελεύσεται εξ αυτής ύδωρ και πίεται ο λαός εποίησε δε Μωυσής ούτως εναντίον των υιών Ισραήλ
7And he called the name of that place, Temptation, and Reviling, because of the reviling of the children of Israel, and because they tempted the Lord, saying, Is the Lord among us or not? και επωνόμασε το όνομα του τόπου εκείνου πειρασμός και λοιδόρησις διά την λοιδορίαν των υιών Ισραήλ και διά το πειράζειν κύριον λέγοντας ει έστι κύριος εν ημίν η ου
8And Amalec came and fought with Israel in Raphidin. ήλθε δε Αμαλήκ και επολέμει τον Ισραήλ εν Ραφιδίν
9And Moses said to Joshua, Choose out for thyself mighty men, and go forth and set the army in array against Amalec to-morrow; and, behold, I shall stand on the top of the hill, and the rod of God will be in my hand. είπε δε Μωυσής τω Ιησού επίλεξον σεαυτώ άνδρας δυνατούς και εξελθών παράταξαι τω Αμαλήκ άυριον και ιδού εγώ έστηκα επί της κορυφής του βουνού και η ράβδος του θεού εν τη χειρί μου
10And Joshua did as Moses said to him, and he went out and set the army in array against Amalec, and Moses and Aaron and Or went up to the top of the hill. και εποίησεν Ιησούς καθάπερ είπεν αυτώ Μωυσής και εξελθών παρεταξάτο τω Αμαλήκ και Μωυσής και Ααρών και Ωρ ανέβησαν επί την κορυφήν του βουνού
11And it came to pass, when Moses lifted up his hands, Israel prevailed; and when he let down his hands, Amalec prevailed. και εγένετο όταν επήρε Μωυσής τας χείρας κατίσχυεν Ισραήλ όταν δε καθήκε τας χείρας κατίσχυεν Αμαλήκ
12But the hands of Moses were heavy, and they took a stone and put it under him, and he sat upon it; and Aaron and Or supported his hands one on this side and the other on that, and the hands of Moses were supported till the going down of the sun. αι δε χείρες Μωυσή βαρείαι και λαβόντες λίθον υπέθηκαν υπ΄ αυτόν και εκάθητο επ΄ αυτού και Ααρών και Ωρ εστήριζον τας χείρας αυτού εντεύθεν εις και εντεύθεν εις και εγένοντο αι χείρες Μωυσή εστηριγμέναι έως δυσμών ηλίου
13And Joshua routed Amalec and all his people with the slaughter of the sword. και ετρέψατο Ιησούς τον Αμαλήκ και πάντα τον λαόν αυτού εν φόνω μαχαίρας
14And the Lord said to Moses, Write this for a memorial in a book, and speak this in the ears of Joshua; for I will utterly blot out the memorial of Amalec from under heaven. είπε δε κύριος προς Μωυσήν κατάγραψον τούτο εις μνημόσυνον εν βιβλίω και δος εις τα ώτα Ιησού ότι αλοιφή εξαλείψω το μνημόσυνον Αμαλήκ εκ της υπό τον ουρανόν
15And Moses built an altar to the Lord, and called the name of it, The Lord my Refuge. και ωκοδόμησε Μωυσής θυσιαστήριον τω κυρίω και επωνόμασε το όνομα αυτού κύριος καταφυγή μου
16For with a secret hand the Lord wages war upon Amalec to all generations. ότι εν χειρί κρυφαία πολεμεί κύριος επί Αμαλήκ από γενεών εις γενεάς

Chapter 18

[edit]
1And Jothor the priest of Madiam, the father-in-law of Moses, heard of all that the Lord did to his people Israel; for the Lord brought Israel out of Egypt. ήκουσε δε Ιοθώρ ο ιερεύς Μαδιάν ο γαμβρός Μωυσή πάντα όσα εποίησε κύριος Ισραήλ τω εαυτού λαώ εξήγαγε γαρ κύριος τον Ισραήλ εξ Αιγύπτου
2And Jothor the father-in-law of Moses, took Sepphora the wife of Moses after she had been sent away, έλαβε δε Ιοθώρ ο γαμβρός Μωυσή Σεπφώραν την γυναίκα Μωυσή μετά την άφεσιν αυτής
3and her two sons: the name of the one was Gersam, his father saying, I was a sojourner in a strange land; — και τους δύο υιούς αυτού όνομα τω ενί Γηρσάμ λέγων πάροικος ήμην εν γη αλλοτρία
4and the name of the second Eliezer, saying, For the God of my father is my helper, and he has rescued me out of the hand of Pharao. και το όνομα του δευτέρου Ελίεζερ λέγων ο γαρ θεός του πατρός μου βοηθός μου και εξείλατό με εκ χειρός Φαραώ
5And Jothor the father-in-law of Moses, and his sons and his wife, went forth to Moses into the wilderness, where he encamped on the mount of God. και ήλθεν Ιοθώρ ο γαμβρός Μωυσή και οι υιοί και η γυνή προς Μωυσήν εις την έρημον ου παρενέβαλεν επ΄ όρος του θεού
6And it was told Moses, saying, Behold, thy father-in-law Jothor is coming to thee, and thy wife and two sons with him. ανηγγέλη δε Μωυσή λέγοντες ιδού ο γαμβρός σου Ιοθώρ παραγίνεται προς σε και η γυνή σου και οι δύο υιοί σου μετ΄ αυτού
7And Moses went forth to meet his father-in-law, and did him reverence, and kissed him, and they embraced each other, and he brought them into the tent. εξήλθε δε Μωυσής εις συνάντησιν τω γαμβρώ αυτού και προσεκύνησεν αυτώ και εφίλησεν αυτόν και ησπάσαντο αλλήλους και εισήγαγεν αυτούς εις την σκηνήν
8And Moses related to his father-in-law all things that the Lord did to Pharao and all the Egyptians for Israel's sake, and all the labour that had befallen them in the way, and that the Lord had rescued them out of the hand of Pharao, and out of the hand of the Egyptians. και διηγήσατο Μωυσής τω γαμβρώ αυτού πάντα όσα εποίησε κύριος τω Φαραώ και τοις Αιγυπτίοις ένεκεν του Ισραήλ και πάντα τον μόχθον τον γενόμενον αυτοίς εν τη οδώ και ότι εξείλατο αυτούς κύριος εκ χειρός Φαραώ και εκ χειρός των Αιγυπτίων
9And Jothor was amazed at all the good things which the Lord did to them, forasmuch as he rescued them out of the hand of the Egyptians and out of the hand of Pharao. εξέστη δε Ιοθώρ επί πάσι τοις αγαθοίς οις εποίησεν αυτοίς κύριος ότι εξειλατο αυτούς κύριος εκ χειρός των Αιγυπτίων και εκ χειρός Φαραώ
10And Jothor said, Blessed be the Lord, because he has rescued them out of the hand of the Egyptians and out of the hand of Pharao. και είπεν Ιοθώρ ευλογητός κύριος ότι εξείλατο τον λαόν αυτού εκ χειρός των Αιγυπτίων και εκ χειρός Φαραώ
11Now know I that the Lord is great above all gods, because of this, wherein they attacked them. νυν έγνων ότι μέγας κύριος παρά πάντας τους θεούς ένεκεν τούτου ότι επέθεντο αυτοίς
12And Jothor the father-in-law of Moses took whole burnt-offerings and sacrifices for God, for Aaron and all the elders of Israel came to eat bread with the father-in-law of Moses before God. και έλαβεν Ιοθώρ ο γαμβρός Μωυσή ολοκαυτώματα και θυσίας τω θεώ παρεγένετο δε Ααρών και πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ συμφαγείν άρτον μετά του γαμβρού Μωυσή εναντίον του θεού
13And it came to pass after the morrow that Moses sat to judge the people, and all the people stood by Moses from morning till evening. και εγένετο μετά την επαύριον συνεκάθισε Μωυσής κρίνειν τον λαόν παρειστήκει δε πας ο λαός Μωυσή από πρωϊθεν έως εσπέρας
14And Jothor having seen all that Moses did to the people, says, What is this that thou doest to the people? wherefore sittest thou alone, and all the people stand by thee from morning till evening? και ιδών Ιοθώρ πάντα όσα εποίει τω λαώ λέγει τι τούτο ο συ ποιείς τω λαώ διατί συ κάθησαι μόνος πας δε ο λαός παρέστηκέ σοι από πρωϊθεν έως δείλης
15And Moses says to his father-in-law, Because the people come to me to seek judgment from God. και λεγει Μωυσής τω γαμβρώ αυτου ότι παραγίνεται προς με ο λαός εκζητήσαι κρίσιν παρά του θεού
16For whenever there is a dispute among them, and they come to me, I give judgment upon each, and I teach them the ordinances of God and his law. όταν γαρ γένηται αυτοίς αντιλογία και έλθωσι προς με διακρίνω έκαστον και συμβιβάζω αυτούς τα προστάγματα του θεού και τον νόμον αυτού
17And the father-in-law of Moses said to him, Thou dost not this thing rightly, είπε δε ο γαμβρός τω Μωυσή προς αυτόν ουκ ορθώς συ ποιείς το ρήμα τούτο
18thou wilt wear away with intolerable weariness, both those and all this people which is with thee: this thing is hard, thou wilt not be able to endure it thyself alone. φθορά καταφθαρήση ανυπομονήτω και συ και πας ο λαος ούτος ος εστι μετά σου βαρύ σοι το ρήμα τούτο ου δυνήση ποιείν συ μόνος
19Now then hearken to me, and I will advise thee, and God shall be with thee: be thou to the people in the things pertaining to God, and thou shalt bring their matters to God. νυν ουν άκουσόν μου και συμβουλεύσω σοι και έσται ο θεός μετά σου γίνου συ τω λαώ τα προς τον θεόν και ανοίσεις τους λόγους αυτών προς τον θεόν
20And thou shalt testify to them the ordinances of God and his law, and thou shalt shew to them the ways in which they shall walk, and the works which they shall do. και διαμαρτύρει αυτοίς τα προστάγματα του θεού και τον νόμον αυτού και σημανείς αυτοίς τας οδούς εν αις πορεύσονται εν αυταίς και τα έργα α ποιήσουσι
21And do thou look out for thyself out of all the people able men, fearing God, righteous men, hating pride, and thou shalt set over the people captains of thousands and captains of hundreds, and captains of fifties, and captains of tens. και συ σεαυτώ σκέψαι από παντός του λαού άνδρας δυνατούς και θεοσεβείς άνδρας δικαίους μισούντας υπερηφανίαν και καταστήσεις αυτούς επ΄ αυτοίς χιλιάρχους και εκατοντάρχους και πεντηκοντάρχους και δεκαδάρχους
22And they shall judge the people at all times, and the too burdensome matter they shall bring to thee, but they shall judge the smaller cases; so they shall relieve thee and help thee. και κρινούσι τον λαόν πάσαν ώραν το δε ρήμα το υπέρογκον ανοίσουσιν επί σε τα δε βραχέα των κριμάτων κρινούσιν αυτοί και κουφιούσιν από σου και συναντιλήψονταί σοι
23If thou wilt do this thing, God shall strengthen thee, and thou shalt be able to attend, and all this people shall come with peace into their own place. εάν το ρήμα τούτο ποιήσης και κατισχύσει σε ο θεός και δυνήση παραστήναι και πας ο λαος ούτος ήξει εις τον εαυτού τόπον μετ΄ ειρήνης
24And Moses hearkened to the voice of his father-in-law, and did whatsoever he said to him. ήκουσε δε Μωυσής της φωνής του γαμβρού αυτού και εποίησεν όσα είπεν αυτώ
25And Moses chose out able men out of all Israel, and he made them captains of thousands and captains of hundreds, and captains of fifties and captains of tens over the people. και επέλεξε Μωυσής άνδρας δυνατούς από παντός Ισραήλ και εποίησεν αυτούς επ΄ αυτών χιλιάρχους και εκατοντάρχους και πεντηκοντάρχους και δεκαδάρχους και γραμματοεισαγωγείς
26And they judged the people at all times; and every too burdensome matter they brought to Moses, but every light matter they judged themselves. και έκρινον τον λαόν πάσαν ώραν το δε ρήμα το υπέρογκον ανέφερον επί Μωυσήν παν δε ρήμα ελαφρόν έκρινον αυτοί
27And Moses dismissed his father-in-law, and he returned to his own land. εξαπέστειλε δε Μωυσής τον εαυτού γαμβρόν και απήλθεν εις την γην αυτού

Chapter 19

[edit]
1And in the third month of the departure of the children of Israel out of the land of Egypt, on the same day, they came into the wilderness of Sina. του δε μηνός του τρίτου της εξόδου των υιών Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου τη ημέρα ταύτη ήλθοσαν εις την έρημον του Σινά
2And they departed from Raphidin, and came into the wilderness of Sina, and there Israel encamped before the mountain. και εξήραν εκ Ραφιδείμ και ήλθον εις την έρημον του Σινά και παρενέβαλεν εκεί Ισραήλ κατέναντι του όρους
3And Moses went up to the mount of God, and God called him out of the mountain, saying, These things shalt thou say to the house of Jacob, and thou shalt report them to the children of Israel. και Μωυσής ανέβη εις το όρος του θεού και εκάλεσεν αυτόν ο θεός εκ του όρους λέγων τάδε ερείς τω οίκω Ιακώβ και αναγγελείς τοις υιοίς Ισραήλ
4Ye have seen all that I have done to the Egyptians, and I took you up as upon eagles' wings, and I brought you near to myself. αυτοί εωράκατε όσα πεποίηκα τοις Αιγυπτίοις και ανέλαβον υμάς ωσεί επί πτερύγων αετών και προσήγαγον υμάς προς εμαυτόν
5And now if ye will indeed hear my voice, and keep my covenant, ye shall be to me a peculiar people above all nations; for the whole earth is mine. και νυν εάν ακοή ακούσητε της εμής φωνής και φυλάξητε την διαθήκην μου έσεσθέ μοι λαός περιούσιος από πάντων των εθνών εμή γαρ εστι πάσα η γη
6And ye shall be to me a royal priesthood and a holy nation: these words shalt thou speak to the children of Israel. υμείς δε έσεσθέ μοι βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον ταύτα τα ρήματα ερείς τοις υιοίς Ισραήλ
7And Moses came and called the elders of the people, and he set before them all these words, which God appointed them. ήλθε δε Μωυσής και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους του λαού και παρέθηκεν αυτοίς πάντας τους λόγους τούτους ους συνέταξεν αυτοίς ο θεός
8And all the people answered with one accord, and said, All things that God has spoken, we will do and hearken to: and Moses reported these words to God. απεκρίθη δε πας ο λαός ομοθυμαδόν και είπαν πάντα όσα είπεν ο θεός ποιήσομεν και ακουσόμεθα ανήνεγκε δε Μωυσής τους λόγους του λαού προς τον θεόν
9And the Lord said to Moses, Lo! I come to thee in a pillar of a cloud, that the people may hear me speaking to thee, and may believe thee for ever: and Moses reported the words of the people to the Lord. είπε δε κύριος προς Μωυσήν ιδού εγώ παραγίνομαι προς σε εν στύλω νεφέλης ίνα ακούση ο λαός λαλούντός μου προς σε και σοι πιστεύσωσιν εις τον αιώνα ανήγγειλε δε Μωυσής τα ρήματα του λαού προς κύριον
10And the Lord said to Moses, Go down and solemnly charge the people, and sanctify them to-day and to-morrow, and let them wash their garments. είπε δε κύριος προς Μωυσήν καταβάς διαμάρτυραι τω λαώ και άγνισον αυτούς σήμερον και άυριον και πλυνάτωσαν τα ιμάτια
11And let them be ready against the third day, for on the third day the Lord will descend upon mount Sina before all the people. και έστωσαν ετοιμοι εις την ημέραν την τρίτην τη γαρ ημέρα τη τρίτη καταβήσεται κύριος επί το όρος το Σινά εναντίον παντός του λαού
12And thou shalt separate the people round about, saying, Take heed to yourselves that ye go not up into the mountain, nor touch any part of it: every one that touches the mountain shall surely die. και αφοριείς τον λαόν κύκλω λέγων προσέχετε εαυτοίς του αναβήναι εις το όρος και θίγειν τι αυτού πας ο αψάμενος του όρους θανάτω τελευτήσει
13A hand shall not touch it, for every one that touches shall be stoned with stones or shot through with a dart, whether beast or whether man, it shall not live: when the voices and trumpets and cloud depart from off the mountain, they shall come up on the mountain. ουχ άψεται αυτού χειρ εν γαρ λίθοις λιθοβοληθήσεται η βολίδι κατατοξευθήσεται εάν τε κτήνος εάν τε άνθρωπος ου ζήσεται όταν δε αι φωναί και αι σάλπιγγες και η νεφέλη απέλθη από του όρους εκείνοι αναβήσονται επί το όρος
14And Moses went down from the mountain to the people, and sanctified them, and they washed their clothes. κατέβη δε Μωυσής εκ του όρους προς τον λαόν και ηγίασεν αυτούς και έπλυναν τα ιμάτια αυτών
15And he said to the people, Be ready: for three days come not near to a woman. και είπε τω λαώ γίνεσθε έτοιμοι τρεις ημέρας μη προσέλθητε γυναικί
16And it came to pass on the third day, as the morning drew nigh, there were voices and lightnings and a dark cloud on mount Sina: the voice of the trumpet sounded loud, and all the people in the camp trembled. εγένετο δε τη ημέρα τη τρίτη γενηθέντος προς όρθρον και εγένοντο φωναί και άστραπαι και νεφέλαι γνοφώδεις επ΄ όρους Σινά φωνή της σάλπιγγος ήχει μέγα και επτοήθη πας ο λαός ο εν τη παρεμβολή
17And Moses led the people forth out of the camp to meet God, and they stood by under the camp. και εξήγαγε Μωυσής τον λαόν εις την συνάντησιν του θεού εκ της παρεμβολής και παρέστησαν υπό το όρος
18The mount of Sina was altogether on a smoke, because God had descended upon it in fire; and the smoke went up as the smoke of a furnace, and the people were exceedingly amazed. το όρος το Σινά εκαπνίζετο όλον διά το καταβεβηκέναι τον θεον επ΄ αυτό εν πυρί ανέβαινε δε ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου και εξέστη πας ο λαός σφόδρα
19And the sounds of the trumpet were waxing very much louder. Moses spoke, and God answered him with a voice. εγίνοντο δε αι φωναί της σάλπιγγος προβαίνουσαι ισχυρότεραι σφόδρα Μωυσής ελάλει ο δε θεός απεκρίνατο αυτώ φωνή
20And the Lord came down upon mount Sina on the top of the mountain; and the Lord called Moses to the top of the mountain, and Moses went up. κατέβη δε κύριος επί το όρος το Σινά επί την κορυφήν του όρους και εκάλεσε κύριος Μωυσήν επί την κορυφήν του όρους και ανέβη Μωυσής
21And God spoke to Moses, saying, Go down, and solemnly charge the people, lest at any time they draw nigh to God to gaze, and a multitude of them fall. και είπεν ο θεός προς Μωυσήν λέγων καταβάς διαμάρτυραι τω λαώ μήποτε εγγίσωσι προς τον θεόν κατανοήσαι και πέσωσιν απ΄ αυτών πλήθος
22And let the priests that draw nigh to the Lord God sanctify themselves, destroy some of them. και οι ιερείς οι εγγίζοντες τω κυρίω τω θεώ αγιασθήτωσαν μήποτε απαλλάξη απ΄ αυτών κύριος
23And Moses said to God, The people will not be able to approach to the mount of Sina, for thou hast solemnly charged us, saying, Set bounds to the mountain and sanctify it. και είπε Μωυσής προς τον θεόν ου δυνήσεται ο λαός προσαναβήναι εις το όρος το Σινά συ γαρ διαμεμαρτύρησαι ημίν λέγων αφόρισαι το όρος και αγίασαι αυτό
24And the Lord said to him, Go, descend, and come up thou and Aaron with thee; but let not the priests and the people force their way to come up to God, lest the Lord destroy some of them. είπε δε αυτώ κύριος βάδιζε κατάβηθι και ανάβηθι συ και Ααρών μετά σου οι δε ιερείς και ο λαός μη βιαζέσθωσαν αναβήναι προς τον θεόν μήποτε απολέση απ΄ αυτών κύριος
25And Moses went down to the people, and spoke to them. κατέβη δε Μωυσής προς τον λαόν και είπεν αυτοίς

Chapter 20

[edit]
1And the Lord spoke all these words, saying: και ελάλησε κύριος πάντας τους λόγους τούτους λέγων
2I am the Lord thy God, who brought thee out of the land of Egypt, out of the house of bondage. εγώ ειμι κύριος ο θεός σου όστις εξήγαγόν σε εκ γης Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας
3Thou shalt have no other gods beside me. ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού
4Thou shalt not make to thyself an idol, nor likeness of anything, whatever things are in the heaven above, and whatever are in the earth beneath, and whatever are in the waters under the earth. ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης
5Thou shalt not bow down to them, nor serve them; for I am the Lord thy God, a jealous God, recompensing the sins of the fathers upon the children, to the third and fourth generation to them that hate me, ου προσκυνήσεις αυτοίς ουδέ λατρεύσεις αυτοίς εγώ γαρ ειμι κύριος ο θεός σου θεός ζηλωτής αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα επί τρίτην και τετάρτην γενεάν τοις μισούσί με
6and bestowing mercy on them that love me to thousands of them, and on them that keep my commandments. και ποιών έλεος εις χιλιάδας τοις αγαπώσί με και τοις φυλάσσουσι τα προστάγματά μου
7Thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain; for the Lord thy God will not acquit him that takes his name in vain. ου λήψη το όνομα κυρίου του θεού σου επί ματαίω ου γαρ μη καθαρίσει κύριος τον λαμβάνοντα το όνομα αυτού επί ματαίω
8Remember the sabbath day to keep it holy. μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν
9Six days thou shalt labour, and shalt perform all thy work. εξ ημέρας έργα και ποιήσεις πάντα τα έργα σου
10But on the seventh day is the sabbath of the Lord thy God; on it thou shalt do no work, thou, nor thy son, nor thy daughter, thy servant nor thy maidservant, thine ox nor thine ass, nor any cattle of thine, nor the stranger that sojourns with thee. τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα κυρίω τω θεώ σου ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον συ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου ο παις σου και η παιδίσκη σου ο βους σου και το υποζύγιόν σου και παν κτήνός σου και ο προσήλυτος ο παροικών εν σοι
11For in six days the Lord made the heaven and the earth, and the sea and all things in them, and rested on the seventh day; therefore the Lord blessed the seventh day, and hallowed it. εν γαρ εξ ημέραις εποίησε κύριος τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς και κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη διά τούτο ευλόγησε κύριος την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν
12 Honour thy father and thy mother, that it may be well with thee, and that thou mayest live long on the good land, which the Lord thy God gives to thee. τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης της αγαθής ης κύριος ο θεός σου δίδωσί σοι
13 Thou shalt not commit adultery. ου φονεύσεις
14 Thou shalt not steal. ου μοιχεύσεις
15 Thou shalt not kill. ου κλέψεις
16Thou shalt not bear false witness against thy neighbour. ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή
17Thou shalt not covet thy neighbour's wife; thou shalt not covet thy neighbour's house; nor his field, nor his servant, nor his maid, nor his ox, nor his ass, nor any of his cattle, nor whatever belongs to thy neighbour. ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου ουκ επιθυμήσεις την οικίαν του πλησίον σου ουδέ τον αγρόν αυτού ουδέ τον παίδα αυτού ουδέ την παιδίσκην αυτού ούτε του βοός αυτού ούτε του υποζυγίου αυτού ούτε παντός κτήνους αυτού ούτε όσα τω πλησίον σου εστί
18And all the people perceived the thundering, and the flashes, and the voice of the trumpet, and the mountain smoking; and all the people feared and stood afar off, πας ο λαός εώρα την φωνήν και τας λαμπάδας και την φωνήν της σάλπιγγος και το όρος καπνίζον φοβηθέντες δε πας ο λαός έστησαν μακρόθεν
19and said to Moses, Speak thou to us, and let not God speak to us, lest we die. και είπαν προς Μωυσήν λάλησον συ ημίν και μη λαλείτω προς ημάς ο θεός μήποτε αποθάνωμεν
20And Moses says to them, Be of good courage, for God is come to you to try you, that his fear may be among you, that ye sin not. και λέγει αυτοίς Μωυσής θαρσείτε ένεκεν γαρ του πειράσαι υμάς παρεγενήθη ο θεός προς υμάς όπως αν γένηται ο φόβος αυτού εν υμίν ίνα μη αμαρτάνητε
21And the people stood afar off, and Moses went into the darkness where God was. ειστήκει δε πας ο λαός μακρόθεν Μωυσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον ου ην ο θεός
22And the Lord said to Moses, Thus shalt thou say to the house of Jacob, and thou shalt report it to the children of Israel, Ye have seen that I have spoken to you from heaven. είπε δε κύριος προς Μωυσήν τάδε ερείς τω οίκω Ιακώβ και αναγγελείς τοις υιοίς Ισραήλ υμείς εωράκατε ότι εκ του ουρανού λελάληκα προς υμάς
23Ye shall not make to yourselves gods of silver, and gods of gold ye shall not make to yourselves. ου ποιήσετε εαυτοίς θεούς αργυρούς και θεούς χρυσούς ου ποιήσετε υμίν αυτοίς
24Ye shall make to me an altar of earth; and upon it ye shall sacrifice your whole burnt-offerings, and your peace-offerings, and your sheep and your calves in every place, where I shall record my name; and I will come to thee and bless thee. θυσιαστήριον εκ γης ποιήσετέ μοι και θύσετε επ΄ αυτού τα ολοκαυτώματα υμών και τα σωτήρια υμών τα πρόβατα και τους μόσχους υμών εν παντί τόπω ου εάν επονομάσω το όνομά μου εκεί και ήξω προς σε και ευλογήσω σε
25And if thou wilt make to me an altar of stones, thou shalt not build them hewn stones; for thou hast lifted up thy tool upon them, and they are defiled. εάν δε θυσιαστήριον εκ λίθων ποιήσης μοι ουκ οικοδομήσεις αυτούς τμητούς το γαρ εγχειρίδιόν σου επιβέβληκας επ΄ αυτούς και μεμίανται
26Thou shalt not go up to my altar by steps, that thou mayest not uncover thy nakedness upon it. ουκ αναβήση εν αναβαθμίσιν επί το θυσιαστήριόν μου όπως αν μη αποκαλύψης την ασχημοσύνην σου επ΄ αυτού

Chapter 21

[edit]
1And these are the ordinances which thou shalt set before them. και ταύτα τα δικαιώματα α παραθήσεις ενώπιον αυτών
2If thou buy a Hebrew servant, six years shall he serve thee, and in the seventh year he shall go forth free for nothing. εάν κτήση παίδα Εβραίον εξ έτη δουλεύσει σοι τω δε εβδόμω έτει απελεύσεται ελεύθερος δωρεάν
3If he should have come in alone, he shall also go forth alone; and if his wife should have gone in together with him, his wife also shall go out. εάν αυτός μόνος εισέλθη και μόνος εξελεύσεται εάν δε γυνή συνεισέλθη μετ΄ αυτού και η γυνή εξελεύσεται μετ΄ αυτού
4Moreover, if his master give him a wife, and she have born him sons or daughters, the wife and the children shall be his master's; and he shall go forth alone. εάν δε ο κύριος δω αυτώ γυναίκα και τέκη αυτώ υιούς και θυγατέρας η γυνή και τα παιδία έσται τω κυρίω αυτού αυτός δε μόνος εξελεύσεται μετ΄ αυτού
5And if the servant should answer and say, I love my master and wife and children, I will not go away free; εάν δε αποκριθείς είπη ο παις ηγάπηκα τον κύριόν μου και την γυναίκά μου και τα παιδία ουκ αποτρέχω ελεύθερος
6his master shall bring him to the judgment-seat of God, and then shall he bring him to the door, —to the door-post, and his master shall bore his ear through with an awl, and he shall serve him for ever. προσάξει αυτόν ο κυριός αυτού προς το κριτήριον του θεού και τότε προσάξει αυτόν προς την θύραν επί τον σταθμόν και τρυπήσει αυτού ο κύριος το ους τω οπητίω και δουλεύσει αυτώ εις τον αιώνα
7And if any one sell his daughter as a domestic, she shall not depart as the maid-servants depart. εάν δε τις απόδωται την εαυτού θυγατέρα οικέτιν ουκ απελεύσεται ώσπερ αποτρέχουσιν αι δούλαι
8If she be not pleasing to her master, after she has betrothed herself to him, he shall let her go free; but he is not at liberty to sell her to a foreign nation, because he has trifled with her. εάν μη ευαρεστήση τω κυρίω αυτής ην ου καθωμολογήσατο αυτήν απολυτρώσει αυτήν έθνει δε αλλοτρίω ου κύριός εστι πωλείν αυτήν ότι ηθέτησεν εν αυτή
9And if he should have betrothed her to his son, he shall do to her according to the right of daughters. εάν δε τω υιώ αυτού καθομολογήσηται αυτήν κατά το δικαίωμα των θυγατέρων ποιήσει αυτή
10And if he take another to himself, he shall not deprive her of necessaries and her apparel, and her companionship with him. εάν δε άλλην λάβη εαυτώ τα δέοντα και τον ιματισμόν και την ομιλίαν αυτής ουκ αποστερήσει
11And if he will not do these three things to her, she shall go out free without money. εάν δε τα τρία ταύτα μη ποιήση αυτή εξελεύσεται δωρεάν άνευ αργυρίου
12And if any man smite another and he die, let him be certainly put to death. εάν δε πατάξη τις τινά και αποθάνη θανάτω θανατούσθω
13But as for him that did it not willingly, but God delivered him into his hands, I will give thee a place whither the slayer may flee. ει δε ουχ εκών αλλά ο θεός παρέδωκεν εις τας χείρας αυτού δώσω σοι τόπον ου φεύξεται εκεί ο φονεύσας
14And if any one lie in wait for his neighbour to slay him by craft, and he go for refuge, thou shalt take him from my altar to put him to death. εάν δε τις επίθηται τω πλησίον του αποκτείναι αυτόν δόλω και καταφύγη από του θυσιαστηρίου μου λήψη αυτόν θανατώσαι
15Whoever smites his father or his mother, let him be certainly put to death. ος τύπτει πατέρα αυτού η μητέρα αυτού θανάτω θανατούσθω
16He that reviles his father or his mother shall surely die. ο κακολογών πατέρα αυτού η μητέρα αυτού θανάτω τελευτάτω
17Whosoever shall steal one of the children of Israel, and prevail over him and sell him, and he be found with him, let him certainly die. ος εάν κλέψη τις τινά των υιών Ισραήλ και καταδυναστεύσας αυτόν αποδώται και ευρεθή εν αυτώ θανάτω τελευτάτω
18And if two men revile each other and smite the one the other with a stone or his fist, and he die not, but be laid upon his bed; εάν δε λοιδορώνται δύο άνδρες και πατάξωσι τον πλησίον λίθω η πυγμή και μη αποθάνη κατακλιθή δε επί την κοίτην
19if the man arise and walk abroad on his staff, he that smote him shall be clear; only he shall pay for his loss of time, and for his healing. εάν εξαναστάς ο άνθρωπος περιπατήση έξω επί ραβδόν αυτού αθώος έσται ο πατάξας πλην της αργίας αυτού αποτίσει και τα ιατρεία
20And if a man smite his man-servant or his maid-servant, with a rod, and the party die under his hands, he shall be surely punished. εάν δε τις πατάξη τον παίδα αυτού η την παιδίσκην αυτού εν ράβδω και αποθάνη υπό τας χείρας αυτού δίκη εκδικηθήσεται
21But if the servant continue to live a day or two, let not the master be punished; for he is his money. εάν δε διαβιώση ημέραν μίαν η δύο ουκ εκδικηθήσεται το γαρ αργύριον αυτού εστιν
22And if two men strive and smite a woman with child, and her child be born imperfectly formed, he shall be forced to pay a penalty: as the woman's husband may lay upon him, he shall pay with a valuation. εάν δε μάχωνται δύο άνδρες και πατάξωσι γυναίκα εν γαστρί έχουσαν και εξέλθη το παιδίον αυτής μη εξεικονισμένον επιζήμιον ζημιωθήσεται καθότι αν επιβάλη ο ανήρ της γυναικός και δώσει μετά αξιώματος
23But if it be perfectly formed, he shall give life for life, εάν δε εξεικονισμένον η δώσει ψυχήν αντί ψυχής
24 eye for eye, tooth for tooth, hand for hand, foot for foot, οφθαλμόν αντί οφθαλμού οδόντα αντί οδόντος χείρα αντί χειρός πόδα αντί ποδός
25burning for burning, wound for wound, stripe for stripe. κατάκαυμα αντί κατακαύματος τραύμα αντί τραύματος μώλωπα αντί μώλωπος
26And if one smite the eye of his man-servant, or the eye of his maid-servant, and put it out, he shall let them go free for their eye's sake. εάν δε τις πατάξη τον οφθαλμόν του οικέτου αυτού η τον οφθαλμόν της θεραπαίνης αυτού και εκτυφλώση ελευθέρους εξαποστελεί αυτούς αντί του οφθαλμού αυτών
27And if he should smite out the tooth of his man-servant, or the tooth of his maid-servant, he shall send them away free for their tooth's sake. εάν δε τον οδόντα του οικέτου η τον οδόντα της θεραπαίνης αυτού εκκόψη ελευθέρους εξαποστελεί αυτούς αντί του οδόντος αυτών
28And if a bull gore a man or woman and they die, the bull shall be stoned with stones, and his flesh shall not be eaten; but the owner of the bull shall be clear. εάν δε κερατίση ταύρος άνδρα η γυναίκα και αποθάνη λίθοις λιθοβοληθήσεται ο ταύρος και ου βρωθήσεται τα κρέα αυτού ο δε κύριος του ταύρου αθώος έσται
29But if the bull should have been given to goring in former time, and men should have told his owner, and he have not removed him, but he should have slain a man or woman, the bull shall be stoned, and his owner shall die also. εάν δε ο ταύρος κερατιστής η προ της εχθές και προ της τρίτης και διαμαρτύρωνται τω κυρίω αυτού και μη αφανίση αυτόν ανελή δε άνδρα η γυναίκα λιθοβοληθήσεται ο ταύρος και ο κύριος αυτού προσαποθανείται
30And if a ransom should be imposed on him, he shall pay for the ransom of his soul as much as they shall lay upon him. εάν δε λύτρα επιβληθή αυτώ δώσει λύτρα της ψυχής αυτού όσα εάν επιβάλωσιν αυτώ
31And if the bull gore a son or daughter, let them do to him according to this ordinance. εάν δε υιόν η θυγατέρα κερατίση κατά το δικαίωμα τούτο ποιήσωσιν αυτώ
32And if the bull gore a man-servant or maid-servant, he shall pay to their master thirty silver didrachms, and the bull shall be stoned. εάν δε παίδα κερατίση ο ταύρος η παιδίσκην αργυρίου τριάκοντα δίδραχμα δώσει τω κυρίω αυτών και ο ταύρος λιθοβοληθήσεται
33And if any one open a pit or dig a cavity in stone, and cover it not, and an ox or an ass fall in there, εάν δε τις ανοίξη λάκκον η λατομήση λάκκον και μη καλύψη αυτόν και εμπέση εκεί μόσχος η όνος
34the owner of the pit shall make compensation; he shall give money to their owner, and the dead shall be his own. ο κύριος του λάκκου αποτίσει αργύριον δώσει τω κυρίω αυτών το δε τετελευτηκός αυτώ έσται
35And if any man's bull gore the bull of his neighbour, and it die, they shall sell the living bull and divide the money, and they shall divide the dead bull. εάν δε κερατίση τινός ταύρος τον ταύρον του πλησίον και τελευτήση αποδώσονται τον ταύρον τον ζώντα και διελούνται το αργύριον αυτού και τον ταύρον τον τεθνηκότα διελούνται
36But if the bull be known to have been given to goring in time past, and they have testified to his owner, and he have not removed him, he shall repay bull for bull, but the dead shall be his own. εάν δε γνωρίζηται ο ταύρος ότι κερατιστής εστι προ της εχθές και προ της τρίτης ημέρας και διαμεμαρτυρημένοι ώσι τω κυρίω αυτού και μη αφανίση αυτόν αποτίσει ταύρον αντί ταύρου ο δε τετελευτηκώς αυτώ έσται

Chapter 22

[edit]
1And if one steal an ox or a sheep, and kill it or sell it, he shall pay five calves for a calf, and four sheep for a sheep. εάν δε τις κλέψη μόσχον η πρόβατον και σφάξη αυτό η αποδώται πέντε μόσχους αποτίσει αντί του μόσχου και τέσσαρα πρόβατα αντί του προβάτου
2And if the thief be found in the breach made by himself and be smitten and die, there shall not be blood shed for him. εάν δε εν τω διορύγματι ευρέθη ο κλέπτης και πληγείς αποθάνη ουκ έστιν αυτώ φόνος
3But if the sun be risen upon him, he is guilty, he shall die instead; and if a thief have nothing, let him be sold in compensation for what he has stolen. εάν δε ο ήλιος ανατείλη επ΄ αυτώ ένοχός εστιν ανταποθανείται εάν δε μη υπάρχη αυτώ πραθήτω αντί του κλέμματος
4And if the thing stolen be left and be in his hand alive, whether ox or sheep, he shall restore them two-fold. εάν δε καταλειφθή και ευρέθη εν τη χειρί αυτού το κλέμμα από τε όνου έως προβάτου ζώντα διπλά αυτά αποτίσει
5And if any one should feed down a field or a vineyard, and should send in his beast to feed down another field, he shall make compensation of his own field according to his produce; and if he shall have fed down the whole field, he shall pay for compensation the best of his own field and the best of his vineyard. εάν δε καταβοσκήση τις αγρόν η αμπελώνα και αφή το κτήνος αυτού καταβοσκήσαι αγρόν έτερον αποτίσει εκ του αγρού αυτού κατά το γέννημα αυτού εάν δε πάντα τον αγρόν καταβοσκήση τα βέλτιστα του αγρού αυτού και τα βέλτιστα του αμπελώνος αυτού αποτίσει
6And if fire have gone forth and caught thorns, and should also set on fire threshing-floors or ears of corn or a field, he that kindled the fire shall make compensation. εάν δε εξελθόν πυρ εύρη ακάνθας και προσεμπρήση άλωνας η στάχυς η πεδίον αποτίσει ο το πυρ εκκαύσας
7And if any one give to his neighbour money or goods to keep, and they be stolen out of the man's house, if the thief be found he shall repay double. εάν δε τις δω τω πλησίον αργύριον η σκεύη φυλάξαι και κλαπή εκ της οικίας του ανθρώπου εάν ευρέθη ο κλέψας αποτίσει διπλούν
8But if the thief be not found, the master of the house shall come forward before God, and shall swear that surely he has not wrought wickedly in regard of any part of his neighbour's deposit, εάν δε μη ευρέθη ο κλέψας προσελεύσεται ο κύριος της οικίας ενώπιον του θεού και ομείται η μη αυτόν πεπονηρεύσθαι εφ΄ όλης της παρακαταθήκης του πλησίον
9according to every injury alleged, both concerning a calf, and an ass, and a sheep, and a garment, and every alleged loss, whatsoever in fact it may be, —the judgment of both shall proceed before God, and he that is convicted by God shall repay to his neighbour double. κατά παν ρητόν αδίκημα περί τε μόσχου και υποζυγίου και προβάτου και ιματίου και πάσης απωλείας της εγκαλουμένης ο τι ουν αν η ενώπιον του θεού ελεύσεται η κρίσις αμφοτέρων και ο αλούς διά του θεού αποτίσει διπλούν τω πλησίον αυτού
10And if any one give to his neighbour to keep a calf or sheep or any beast, and it be wounded or die or be taken, and no one know, εάν δε τις δω τω πλησίον υποζύγιον η μόσχον η πρόβατον η παν κτήνος φυλάξαι και συντριβή η τελευτήση η αιχμάλωτον γένηται και μηδείς γνώ
11an oath of God shall be between both, each swearing that he has surely not at all been guilty in the matter of his neighbour's deposit; and so his master shall hold him guiltless, and he shall not make compensation. όρκος έσται του θεού αναμέσον αμφοτέρων ημήν μη αυτόν πεπονηρεύσθαι μετασχείν καθόλου της παρακαταθήκης του πλησίον και ούτως προσδέξεται ο κυριός αυτού και ου μη
12And if it be stolen from him, he shall make compensation to the owner. εάν δε κλαπή παρ΄ αυτού αποτίσει τω κυρίω αυτού
13And if it be seized of beasts, he shall bring him to witness the prey, and he shall not make compensation. εάν δε θηρίαλωτον γένηται άξει αυτόν επί την θήραν και ουκ αποτίσει
14And if any one borrow ought of his neighbour, and it be wounded or die or be carried away, and the owner of it be not with it, he shall make compensation. εάν δε αιτήση τις παρά του πλησίον και συντριβή η αποθάνη η αιχμάλωτον γένηται ο δε κύριος αυτού μη η μετ΄ αυτού αποτίσει
15But if the owner be with it, he shall not make compensation: but if it be a hired thing, there shall be a compensation to him instead of his hire. εάν δε ο κυριός αυτού η μετ΄ αυτού ουκ αποτίσει εάν δε μισθωτός η έσται αυτώ αντί του μισθού αυτού
16And if any one deceive a virgin that is not betrothed, and lie with her, he shall surely endow her for a wife to himself. εάν δε απατήση τις παρθένον αμνήστευτον και κοιμηθή μετ΄ αυτής φερνή φερνιεί αυτήν εαυτώ γυναίκα
17And if her father positively refuse, and will not consent to give her to him for a wife, he shall pay compensation to her father according to the amount of the dowry of virgins. εάν δε ανανεύων ανανεύση και μη βούληται ο πατήρ αυτής δούναι αυτήν αυτώ γυναίκα αργύριον αποτίσει τω πατρί καθ΄ όσον εστίν η φερνή των παρθένων
18Ye shall not save the lives of sorcerers. φαρμακούς ου περιποιήσετε
19Every one that lies with a beast ye shall surely put to death. παν κοιμώμενον μετά κτήνους θανάτω αποκτενείτε αυτούς
20He that sacrifices to any gods but to the Lord alone, shall be destroyed by death. ο θυσιάζων θεόις εξολοθρευθήσεται πλην κυρίω μόνω
21And ye shall not hurt a stranger, nor afflict him; for ye were strangers in the land of Egypt. και προσήλυτον ου κακώσετε ουδέ θλίψητε αυτόν ήτε γαρ προσήλυτοι εν γη Αιγύπτου
22Ye shall hurt no widow or orphan. πάσαν χήραν και ορφανόν ου κακώσετε
23And if ye should afflict them by ill-treatment, and they should cry aloud to me, I will surely hear their voice. εάν δε κακώσητε αυτούς και κεκράξαντες καταβοήσωσι προς με ακοή εισακούσομαι της βοής αυτών
24And I will be very angry, and will slay you with the sword, and your wives shall be widows and your children orphans. και οργισθήσομαι θυμώ και αποκτενώ υμάς μαχαίρα και έσονται αι γυναίκες υμών χήραι και τα παιδια υμών ορφανά
25And if thou shouldest lend money to thy poor brother who is by thee, thou shalt not be hard upon him thou shalt not exact usury of him. εάν δε αργύριον εκδανείσης τω αδελφώ τω πενιχρώ παρά σοι ουκ έση αυτόν κατεπείγων ουκ επιθήσεις αυτώ τόκον
26And if thou take thy neighbour's garment for a pledge, thou shalt restore it to him before sunset. εάν δε ενεχυράσμα ενεχυράσης το ιμάτιον του πλησίον προ δυσμών ηλίου αποδώσεις αυτό αυτώ
27For this is his clothing, this is the only covering of his nakedness; wherein shall he sleep? If then he shall cry to me, I will hearken to him, for I am merciful. έστι γαρ τούτο περιβόλαιον αυτού μόνον τούτο το ιμάτιον ασχημοσύνης αυτού εν τίνι κοιμηθήσεται εάν ουν καταβόηση προς με εισακούσομαι αυτού ελεήμων γαρ ειμι
28 Thou shalt not revile the gods, nor speak ill of the ruler of thy people. θεούς ου κακολογήσεις και άρχοντα του λαού σου ουκ ερείς κακώς
29Thou shalt not keep back the first-fruits of thy threshing floor and press. The first-born of thy sons thou shalt give to me. απαρχάς άλωνος και ληνού σου ου καθυστερήσεις τα πρωτότοκα των υιών σου δώσεις εμοί
30So shalt thou do with thy calf and thy sheep and thine ass; seven days shall it be under the mother, and the eighth day thou shalt give it to me. ούτω ποιήσεις τον μόσχον σου και το πρόβατόν σου και το υποζύγίον σου επτά ημέρας έσται υπό την μητέρα τη δε ημέρα τη ογδοή αποδώσεις μοι αυτό
31And ye shall be holy men to me; and ye shall not eat flesh taken of beasts, ye shall cast it to the dog. και άνδρες άγιοι έσεσθέ μοι και κρέας εν αγρώ θηριάλωτον ουκ έδεσθε τω κυνί απορρίψατε αυτό

Chapter 23

[edit]
1Thou shalt not receive a vain report: thou shalt not agree with the unjust man to become an unjust witness. ου παραδέξη ακοήν ματαίαν ου συγκαταθήση μετά του αδίκου γενέσθαι μάρτυς άδικος
2Thou shalt not associate with the multitude for evil; thou shalt not join thyself with a multitude to turn aside with the majority so as to shut out judgment. ουκ έση μετά πλειόνων επί κακία ου προστεθήση μετά πλήθους εκκλίναι κρίσιν
3And thou shalt not spare a poor man in judgment. και πένητα ουκ ελεήσεις εν κρίσει
4And if thou meet thine enemy's ox or his ass going astray, thou shalt turn them back and restore them to him. εάν δε συναντήσης τω βοί του εχθρού σου η τω υποζυγίω αυτού πλανωμένοις αποστρέψας αποδώσεις αυτώ
5And if thou see thine enemy's ass fallen under its burden, thou shalt not pass by it, but shalt help to raise it with him. εάν δε ίδης το υποζύγιον του εχθρού σου πεπτωκός υπό τον γόμον αυτού ου παρελεύση αυτό αλλά συνεγερείς αυτό μετ΄ αυτού
6Thou shalt not wrest the sentence of the poor in his judgment. ου διαστρέψεις κρίμα πένητος εν κρίσει αυτού
7Thou shalt abstain from every unjust thing: thou shalt not slay the innocent and just, and thou shalt not justify the wicked for gifts. από παντός ρήματος αδίκου αποστήση αθώον και δίκαιον ουκ αποκτενείς και ου δικαιώσεις τον ασεβή ένεκεν δώρων
8And thou shalt not receive gifts; for gifts blind the eyes of the seeing, and corrupt just words. και δώρα ου λήψη τα γαρ δώρα εκτυφλοί οφθαλμούς βλεπόντων και λυμαίνεται ρήματα δίκαια
9And ye shall not afflict a stranger, for ye know the heart of a stranger; for ye were yourselves strangers in the land of Egypt. και προσήλυτον ου κακώσετε ουδέ μη θλίψετε υμείς γαρ οίδατε την ψυχήν του προσηλύτου αυτοί γαρ προσήλυτοι ήτε εν γη Αιγύπτου
10Six years thou shalt sow thy land, and gather in the fruits of it. εξ έτη σπερείς την γην σου και συνάξεις τα γεννήματα αυτής
11But in the seventh year thou shalt let it rest, and leave it, and the poor of thy nation shall feed; and the wild beasts of the field shall eat that which remains: thus shalt thou do to thy vineyard and to thine oliveyard. τω δε εβδόμω άφεσιν ποιήσεις και ανήσεις αυτήν και έδονται οι πτωχοί του έθνους σου τα δε υπολειπόμενα αυτων έδεται τα θηρία τα άγρια ούτω ποιήσεις τον αμπελώνά σου και τον ελαιώνά σου
12Six days shalt thou do thy works, and on the seventh day there shall be rest, that thine ox and thine ass may rest, and that the son of thy maid-servant and the stranger may be refreshed. εξ ημέρας ποιήσεις τα έργα σου τη δε ημέρα τη εβδόμη αναπαύση ίνα αναπαύσηται ο βούς σου και το υποζύγιόν σου και ίνα αναψύξη ο υιός της παιδίσκης σου και ο προσήλυτος
13Observe all things whatsoever I have commanded you; and ye shall make no mention of the name of other gods, neither shall they be heard out of your mouth. πάντα όσα είρηκα προς υμάς φυλάξασθε και όνομα θεών ετέρων ουκ αναμνήσεσθε ουδε ακουσθή εκ του στόματος υμών
14Keep ye a feast to me three times in the year. τρεις καιρούς του ενιαυτού εορτάσατέ μοι
15Take heed to keep the feast of unleavened bread: seven days ye shall eat unleavened bread, as I charged thee at the season of the month of new corn, for in it thou camest out of Egypt: thou shalt not appear before me empty. την εορτήν των αζύμων φυλάξασθε ποιείν επτά ημέρας έδεσθε άζυμα καθάπερ ενετειλάμην σοι κατά τον καιρόν του μηνός των νέων εν γαρ αυτώ εξήλθες εξ Αιγύπτου ουκ οφθήση ενώπιόν μου κενός
16And thou shalt keep the feast of the harvest of first-fruits of thy labours, whatsoever thou shalt have sown in thy field, and the feast of completion at the end of the year in the gathering in of thy fruits out of thy field. και εορτήν του θερισμού πρωτογεννημάτων ποιήσεις των έργων σου ων εάν σπειρείς εν τω αγρώ σου και εορτήν συντελείας επ΄ εξόδου του ενιαυτού εν τη συναγωγή των έργων σου των εκ του άγρου σου
17Three times in the year shall all thy males appear before the Lord thy God. τρεις καιρούς του ενιαυτού οφθήσεται παν αρσενικόν σου ενώπιον κυρίου του θεού σου
18For when I shall have cast out the nations from before thee, and shall have widened thy borders, thou shalt not offer the blood of my sacrifice with leaven, neither must the fat of my feast abide till the morning. όταν γαρ εκβάλω τα έθνη από προσώπου σου και εμπλατύνω τα όριά σου ου θύσεις επί ζύμη αίμα θυσιάσματος μου ουδέ κοιμηθή στέαρ της εορτής μου έως πρωϊ
19Thou shalt bring the first-offerings of the first-fruits of thy land into the house of the Lord thy God. Thou shalt not seethe a lamb in its mother's milk. τας απαρχάς των πρωτογεννημάτων της γης σου εισοίσεις εις τον οίκον κυρίου του θεού σου ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυτού
20And, behold, I send my angel before thy face, that he may keep thee in the way, that he may bring thee into the land which I have prepared for thee. και ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου ίνα φυλάξη σε εν τη οδώ όπως εισαγάγη σε εις την γην ην ητοίμασά σοι
21Take heed to thyself and hearken to him, and disobey him not; for he will not give way to thee, for my name is on him. πρόσεχε σεαυτώ και εισάκουε αυτού και μη απείθει αυτώ ου γαρ μη υποστείληταί σε το γαρ όνομά μου εστίν επ΄ αυτώ
22If ye will indeed hear my voice, and if thou wilt do all the things I shall charge thee with, and keep my covenant, ye shall be to me a peculiar people above all nations, for the whole earth is mine; and ye shall be to me a royal priesthood, and a holy nation: these words shall ye speak to the children of Israel, If ye shall indeed hear my voice, and do all the things I shall tell thee, I will be an enemy to thine enemies, and an adversary to thine adversaries. εάν ακοή ακούσης της εμής φωνής και ποιήσης πάντα όσα αν εντέλλομαί σοι εχθρεύσω τοις εχθροίς σου και αντικείσομαι τοις αντικειμένοις σου
23For my angel shall go as thy leader, and shall bring thee to the Amorite, and Chettite, and Pherezite, and Chananite, and Gergesite, and Evite, and Jebusite, and I will destroy them. πορεύσεται γαρ ο άγγελός μου ηγούμενός σου και εισάξει σε προς τον Αμορραίον και Χετταίον και Φερεζαίον και Χαναναίον και Γεργεσαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον και εκτρίψω αυτούς
24Thou shalt not worship their gods, nor serve them: thou shalt not do according to their works, but shalt utterly destroy them, and break to pieces their pillars. ου προσκυνήσεις τοις θεοίς αυτών ουδε λατρεύσεις αυτοίς ου ποιήσεις κατά τα εργα αυτών αλλά καθαιρέσει καθέλεις αυτούς και συντρίβων συντρίψεις τας στήλας αυτών
25And thou shalt serve the Lord thy God, and I will bless thy bread and thy wine and thy water, and I will turn away sickness from you. και λατρεύσεις κυρίω τω θεώ σου και ευλογήσω τον άρτον σου και τον οίνόν σου και το ύδωρ σου και αποστρέψω μαλακίαν αφ΄ υμών
26There shall not be on thy land one that is impotent or barren. I will surely fulfil the number of thy days. ουκ έσται αγονος ουδέ στείρα επί της γης σου τον αριθμόν των ημερών σου αναπληρώσω
27And I will send terror before thee, and I will strike with amazement all the nations to which thou shalt come, and I will make all thine enemies to flee. και τον φόβον μου αποστελώ ηγούμενόν σου και εκστήσω πάντα τα έθνη εις ους συ εισπορευη εις αυτούς και δώσω πάντας τους υπεναντίους σου φυγάδας
28And I will send hornets before thee, and thou shalt cast out the Amorites and the Evites, and the Chananites and the Chettites from thee. και αποστελώ τας σφηκίας προτέρας σου και εκβαλώ τους Αμορραίους και τους Ευαίους και τους Χαναναίους και τους Χετταίους από σου
29I will not cast them out in one year, lest the land become desolate, and the beasts of the field multiply against thee. ουκ εκβαλώ αυτούς από προσώπου σου εν ενιαυτώ ενί ίνα μη γένηται η γη έρημος και πολλά γένηται επί σε τα θηρία της γης
30By little and little I will cast them out from before thee, until thou shalt be increased and inherit the earth. κατά μικρόν μικρόν εκβαλώ αυτούς από σου έως αν αυξηθής και κληρονομήσης την γην
31And I will set thy borders from the Red Sea, to the sea of the Phylistines, and from the wilderness to the great river Euphrates; and I will give into your hand those that dwell in the land, and will cast them out from thee. και θήσω τα όριά σου από της ερυθράς θαλάσσης έως της θαλάσσης της Φυλιστιείμ και από της ερήμου έως του ποταμού του μεγάλου Ευφράτου και παραδώσω εις τας χείρας υμών τους εγκαθημένους εν τη γη και εκβαλώ αυτούς από σου
32Thou shalt make no covenant with them and their gods. ου συγκαταθήση αυτοίς και τοις θεοίς αυτών ου θήσεις διαθήκην
33And they shall not dwell in thy land, lest they cause thee to sin against me; for if thou shouldest serve their gods, these will be an offence to thee. και ουκ εγκαθήσονται εν τη γη σου ίνα μη αμαρτάνειν σε ποιήσωσι προς με εάν γαρ δουλεύσης τοις θεοίς αυτών ούτοι έσονταί σοι πρόσκομμα

Chapter 24

[edit]
1And to Moses he said, Go up to the Lord, thou and Aaron and Nadab and Abiud, and seventy of the elders of Israel: and they shall worship the Lord from a distance. και Μωυσή είπεν ανάβηθι προς κύριον συ και Ααρών και Ναδάβ και Αβιούδ και εβδομήκοντα των πρεσβυτέρων Ισραήλ και προσκυνήσουσι μακρόθεν τω κυρίω
2And Moses alone shall draw nigh to God; and they shall not draw nigh, and the people shall not come up with them. και εγγιεί Μωυσής μόνος προς τον θεόν αυτοί δε ουκ εγγιούσιν ο δε λαός ου συναναβήσεται μετ΄ αυτών
3And Moses went in and related to the people all the words of God and the ordinances; and all the people answered with one voice, saying, All the words which the Lord has spoken, we will do and be obedient. εισήλθε δε Μωυσής και διηγήσατο τω λαώ πάντα τα ρήματα του θεού και τα δικαιώματα απεκρίθη δε πας ο λαός φωνή μία λέγοντες πάντας τους λόγους ους ελάλησε κύριος ποιήσομεν και ακουσόμεθα
4And Moses wrote all the words of the Lord; and Moses rose up early in the morning, and built an altar under the mountain, and set up twelve stones for the twelve tribes of Israel. και έγραψε Μωυσής πάντα τα ρήματα κυρίου ορθρίσας δε Μωυσής τοπρωϊ ωκοδόμησε θυσιαστήριον υπό το όρος και δώδεκα λίθους εις τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ
5And he sent forth the young men of the children of Israel, and they offered whole burnt-offerings, and they sacrificed young calves as a peace-offering to God. και εξαπέστειλε τους νεανίσκους των υιών Ισραήλ και ανήνεγκαν ολοκαυτώματα και έθυσαν θυσίαν σωτηρίου τω θεώ μοσχάρια
6And Moses took half the blood and poured it into bowls, and half the blood he poured out upon the altar. λαβών δε Μωυσής το ήμισυ του αίματος ενέχεεν εις κρατήρα το δε ήμισυ του αίματος προσέχεεν επί το θυσιαστήριον
7And he took the book of the covenant and read it in the ears of the people, and they said, All things whatsoever the Lord has spoken we will do and hearken therein. και λαβών το βιβλίον της διαθήκης ανέγνω εις τα ώτα του λαού και είπαν πάντα όσα ελάλησε κύριος ποιήσομεν και ακουσόμεθα
8And Moses took the blood and sprinkled it upon the people, and said, Behold the blood of the covenant, which the Lord has made with you concerning all these words. λαβών δε Μωυσής το αίμα κατεσκέδασε του λαού και είπεν ιδού το αίμα της διαθήκης ης διέθετο κύριος προς υμάς περί πάντων των λόγων τούτων
9And Moses went up, and Aaron, and Nadab and Abiud, and seventy of the elders of Israel. και ανέβη Μωυσής και Ααρών και Ναδάβ και Αβιούδ και εβδομήκοντα της πρεσβυτέρων Ισραήλ
10And they saw the place where the God of Israel stood; and under his feet was as it were a work of sapphire slabs, and as it were the appearance of the firmament of heaven in its purity. και ίδον τον τόπον ου ειστήκει ο θεός του Ισραήλ και τα υπό τους πόδας αυτού ωσεί έργον πλήνθου σαπφείρου και ώσπερ είδος στερεώματος του ουρανού τη καθαριότητι
11And of the chosen ones of Israel there was not even one missing, and they appeared in the place of God, and did eat and drink. και των επιλέκτων του Ισραήλ ου διεφώνησεν ουδέ εις και ώφθησαν εν τω τόπω του θεού και έφαγον και έπιον
12And the Lord said to Moses, Come up to me into the mountain, and be there; and I will give thee the tables of stone, the law and the commandments, which I have written to give them laws. και είπε κύριος προς Μωυσήν ανάβηθι προς με εις το όρος και ίσθι εκεί και δώσω σοι τα πύξια τα λίθινα τον νόμον και τας εντολάς ας έγραψα νομοθετήσαι αυτοίς
13And Moses rose up and Joshua his attendant, and they went up into the mount of God. και αναστάς Μωυσής και Ιησούς ο παρεστηκώς αυτώ ανέβησαν εις το όρος του θεού
14And to the elders they said, Rest there till we return to you; and behold, Aaron and Or are with you: if any man have a cause to be tried, let them go to them. και τοις πρεσβυτέροις είπον ησυχάζετε αυτού έως αναστρέψωμεν προς υμάς και ιδού Ααρών και Ωρ μετ΄ υμών εάν τινι συμβή κρίσις προσπορεύεσθωσαν αυτοίς
15And Moses and Joshua went up to the mountain, and the cloud covered the mountain. και ανέβη Μωυσής εις το όρος και εκάλυψεν η νεφέλη το όρος
16And the glory of God came down upon the mount Sina, and the cloud covered it six days; and the Lord called Moses on the seventh day out of the midst of the cloud. και κατέβη η δόξα του θεού επί το όρος το Σινά και εκάλυψεν αυτό η νεφέλη εξ ημέρας και εκάλεσε κύριος τον Μωυσήν τη ημέρα τη εβδόμη εκ μέσου της νεφέλης
17And the appearance of the glory of the Lord was as burning fire on the top of the mountain, before the children of Israel. το δε είδος της δόξης κυρίου ωσεί πυρ φλέγον επί της κορυφής του όρους εναντίον των υιών Ισραήλ
18And Moses went into the midst of the cloud, and went up to the mountain, and was there in the mountain forty days and forty nights. και εισήλθε Μωυσής εις το μέσον της νεφέλης και ανέβη εις το όρος και ην εκεί εν τω ορει τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας

Chapter 25

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
2Speak to the children of Israel, and take first-fruits of all, who may be disposed in their heart to give; and ye shall take my first-fruits. είπον τοις υιοίς Ισραήλ και λάβετε μοι απαρχάς παρά πάντων οις αν δόξη τη καρδία λήψεσθε τας απαρχάς μου
3And this is the offering which ye shall take of them; gold and silver and brass, και αύτη εστίν η απαρχή ην λήψεσθε παρ΄ αυτών χρυσίον αργύριον χαλκόν
4and blue, and purple, and double scarlet, and fine spun linen, and goats' hair, υάκινθον πορφύραν κόκκινον διπλούν και βύσσον κεκλωσμένην και τρίχας αιγείας
5and rams' skins dyed red, and blue skins, and incorruptible wood, και δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και δέρματα υακίνθινα και ξύλα άσηπτα
6and oil for the light, incense for anointing oil, and for the composition of incense, και έλαιον εις την φαυσιν θυμιάματα εις το έλαιον της χρίσεως και εις την σύνθεσιν του θυμιάματος
7and sardius stones, and stones for the carved work of the breast-plate, and the full-length robe. και λίθους σαρδίου και λίθους εις την γλυφήν εις την επωμίδα και τον ποδήρη
8And thou shalt make me a sanctuary, and I will appear among you. και ποιήσεις μοι αγίασμα και οφθήσομαι εν υμίν
9And thou shalt make for me according to all things which I shew thee in the mountain; even the pattern of the tabernacle, and the pattern of all its furniture: so shalt thou make it. και ποιήσεις μοι κατά πάντα όσα εγώ δεικνύω σοι εν τω όρει το παράδειγμα της σκηνής και το παράδειγμα πάντων των σκευών αυτής και ούτω ποιήσεις
10And thou shalt make the ark of testimony of incorruptible wood; the length of two cubits and a half, and the breadth of a cubit and a half, and the height of a cubit and a half. και ποιήσεις κιβωτόν μαρτυρίου εκ ξύλων ασήπτων δύο πηχέων και ημίσους το μήκος και πήχεος και ημίσους το πλάτος και πήχεος και ημίσους το ύψος
11And thou shalt gild it with pure gold, thou shalt gild it within and without; and thou shalt make for it golden wreaths twisted round about. και καταχρυσώσεις αυτήν χρυσίω καθαρώ έσωθεν και έξωθεν χρυσώσεις αυτήν και ποιήσεις αυτή κυμάτια χρυσά στρεπτά κύκλω
12And thou shalt cast for it four golden rings, and shalt put them on the four sides; two rings on the one side, and two rings on the other side. και ελάσεις αυτή τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις επί τα τέσσαρας κλίτη δύο δακτυλίους επί το κλίτος το εν και δύο δακτυλίους επί το κλίτος το δεύτερον
13And thou shalt make staves of incorruptible wood, and shalt gild them with gold. ποιήσεις δε αναφορείς εκ ξύλων ασήπτων και καταχρυσώσεις αυτούς χρυσίω
14And thou shalt put the staves into the rings on the sides of the ark, to bear the ark with them. και εισάξεις τους αναφορείς εις τους δακτυλίους τους εν τοις κλίτεσι της κιβωτού αίρειν την κιβωτόν εν αυτοίς
15The staves shall remain fixed in the rings of the ark. εν τοις δακτυλίοις της κιβωτού της διαθήκης έσονται οι αναφορείς ακίνητοι
16And thou shalt put into the ark the testimonies which I shall give thee. και εμβαλείς εις την κιβωτόν τα μαρτύρια α αν δω σοι
17And thou shalt make a propitiatory, a lid of pure gold; the length of two cubits and a half, and the breadth of a cubit and a half. και ποιήσεις ιλαστήριον επίθεμα χρυσίου καθαρού δύο πηχέων και ημίσους το μήκος και πήχεος και ημίσους το πλάτος
18And thou shalt make two cherubs graven in gold, and thou shalt put them on both sides of the propitiatory. και ποιήσεις δύο χερουβίμ χρυσοτορευτά και επιθήσεις αυτά εξ αμφοτέρων των κλιτών του ιλαστηρίου
19They shall be made, one cherub on this side, and another cherub on the other side of the propitiatory; and thou shalt make the two cherubs on the two sides. ποιηθήσονται χερούβ εις εκ του κλίτους τούτου και χερούβ εις εκ του κλίτους του δευτέρου του ιλαστηρίου και ποιήσεις τους δύο χερουβίμ επί τα δύο κλίτη
20The cherubs shall stretch forth their wings above, overshadowing the propitiatory with their wings; and their faces shall be toward each other, the faces of the cherubs shall be toward the propitiatory. έσονται οι δύο χερουβίμ εκτείνοντες τας πτέρυγας επάνωθεν συσκιαζόντες ταις πτέρυξιν αυτών επί του ιλαστηρίου και τα πρόσωπα αυτών εις άλληλα εις το ιλαστήριον έσονται τα πρόσωπα των χερουβίμ
21And thou shalt set the propitiatory on the ark above, and thou shalt put into the ark the testimonies which I shall give thee. και επιθήσεις το ιλαστήριον επί την κιβωτόν άνωθεν και εις την κιβωτόν εμβαλείς τα μαρτύρια α δώσω σοι
22And I will make myself known to thee from thence, and I will speak to thee above the propitiatory between the two cherubs, which are upon the ark of testimony, even in all things which I shall charge thee concerning the children of Israel. και γνωσθήσομαί σοι εκείθεν και λαλήσω σοι άνωθεν του ιλαστηρίου αναμέσον των δύο χερουβίμ των όντων επί της κιβωτού του μαρτυρίου κατά πάντα όσα αν εντέλλομαί σοι προς τους υιούς Ισραήλ
23And thou shalt make a golden table of pure gold, in length two cubits, and in breadth a cubit, and in height a cubit and a half. και ποιήσεις τράπεζαν εκ ξύλου ασήπτων δύο πηχέων το μήκος και πήχεος το εύρος και πήχεος και ημίσους το ύψος
24And thou shalt make for it golden wreaths twisted round about, and thou shalt make for it a crown of an hand-breadth round about. και καταχρυσώσεις αυτήν χρυσίω καθαρώ και ποιήσεις αυτή στρεπτά κυμάτια χρυσά κύκλω και ποιήσεις αυτή στεφάνην παλαιστού κύκλω
25And thou shalt make a twisted wreath for the crown round about. και ποιήσεις στρεπτόν κυμάτιον τη στεφάνη κύκλω
26And thou shalt make four golden rings; and thou shalt put the four rings upon the four parts of its feet under the crown. και ποιήσεις αυτή τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις τους τέσσαρας δακτυλίους επί τα τέσσαρα μέρη των ποδών αυτής υπό την στεφάνην
27And the rings shall be for bearings for the staves, that they may bear the table with them. και έσονται οι δακτύλιοι εις θήκας τοις αναφορεύσιν ώστε αίρειν την τράπεζαν
28And thou shalt make the staves of incorruptible wood, and thou shalt gild them with pure gold; and the table shall be borne with them. και ποιήσεις τους αναφορείς εκ ξύλων ασήπτων και καταχρυσώσεις αυτούς χρυσίω καθαρώ και αρθήσεται εν αυτοίς η τράπεζα
29And thou shalt make its dishes and its censers, and its bowls, and its cups, with which thou shalt offer drink-offerings: of pure gold shalt thou make them. και ποιήσεις τα τρύβλια αυτής και τας θυϊσκας και τα σπονδεία και τους κυάθους εν οις σπείσεις εν αυτοίς χρυσίου καθαρού ποιήσεις αυτά
30And thou shalt set upon the table shewbread before me continually. και επιθήσεις επί την τράπεζαν άρτους ενωπίους εναντίον μου διαπαντός
31And thou shalt make a candlestick of pure gold; thou shalt make the candlestick of graven work: its stem and its branches, and its bowls and its knops and its lilies shall be of one piece. και ποιήσεις λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού τορευτήν ποιήσεις την λυχνίαν ο καυλός αυτής και οι καλαμίσκοι και οι κρατήρες και οι σφαιρωτήρες και τα κρίνα εξ αυτής έσται
32And six branches proceeding sideways, three branches of the candlestick from one side of it, and three branches of the candlestick from the other side. εξ δε καλαμίσκοι εκπορευόμενοι εκ πλαγίων τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ του κλίτους του ενός και τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ του κλίτους του δευτέρου
33And three bowls fashioned like almonds, on each branch a knop and a lily; so to the six branches proceeding from the candlestick, και τρεις κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυϊσκους εν τω ενί καλαμίσκω σφαιρωτήρ και κρίνον ούτω τοις εξ καλαμίσκοις τοις εκπορευομένοις εκ της λυχνίας
34and in the candlestick four bowls fashioned like almonds, in each branch knops and the flowers of the same. και εν τη λυχνία τέσσαρες κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυϊσκους εν τω ενί καλαμίσκω οι σφαιρωτήρες και τα κρίνα αυτής
35A knop under two branches out of it, and a knop under four branches out of it; so to the six branches proceeding from the candlestick; and in the candlestick four bowls fashioned like almonds. ο σφαιρωτήρ υπό τους δύο καλαμίσκους εξ αυτής και σφαιρωτήρ υπό τους δύο καλαμίσκους εξ αυτής ούτω τοις εξ καλαμίσκοις τοις εκπορευομένοις εκ της λυχνίας
36Let the knops and the branches be of one piece, altogether graven of one piece of pure gold. οι σφαιρωτήρες και οι καλαμίσκοι εξ αυτής έστωσαν όλη τορευτή εξ ενός χρυσίου καθαρού
37And thou shalt make its seven lamps: and thou shalt set on it the lamps, and they shall shine from one front. και ποιήσεις τους λύχνους αυτής επτά και επιθήσεις τους λύχνους αυτής και φανούσιν εκ του ενός προσώπου αυτής
38And thou shalt make its funnel and its snuff-dishes of pure gold. και τον επαρυστήρα αυτής και τα υποθέματα αυτής εκ χρυσίου καθαρού
39All these articles shall be a talent of pure gold. τάλαντον χρυσίου καθαρού ποιήσεις πάντα τα σκεύη ταύτα
40See, thou shalt make them according to the pattern shewed thee in the mount. όρα ποιήσης κατά τον τύπον τον δεδειγμένον σοι εν τω όρει

Chapter 26

[edit]
1And thou shalt make the tabernacle, ten curtains of fine linen spun, and blue and purple, and scarlet spun with cherubs; thou shalt make them with work of a weaver. και την σκηνήν ποιήσεις δέκα αυλαίας εκ βύσσου κεκλωσμένης και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου χερουβίμ εργασία υφάντου ποιήσεις αυτάς
2The length of one curtain shall be eight and twenty cubits, and one curtain shall be the breadth of four cubits: there shall be the same measure to all the curtains. μήκος της αυλαίας της μιας οκτώ και είκοσι πηχέων και εύρος τεσσάρων πηχέων η αυλαία η μία έσται μέτρον το αυτό έσται πάσαις ταις αυλαίαις
3And the five curtains shall be joined one to another, and the other five curtains shall be closely connected the one with the other. πέντε δε αυλαίαι έσονται εξ αλλήλων συνεχόμεναι η ετέρα εκ της ετέρας και πέντε αυλαίαι έσονται εξ αλλήλων συνεχόμεναι η ετέρα εκ της ετέρας
4And thou shalt make for them loops of blue on the edge of one curtain, on one side for the coupling, and so shalt thou make on the edge of the outer curtain for the second coupling. και ποιήσεις αυταίς αγκύλας υακινθίνας επί του χείλους της αυλαίας της μιάς εκ του ενός μέρους εις την συμβολήν και ούτω ποιήσεις επί του χείλους της αυλαίας της εξωτέρας προς τη συμβολή τη δευτέρα
5Fifty loops shalt thou make for one curtain, and fifty loops shalt thou make on the part of the curtain answering to the coupling of the second, opposite each other, corresponding to each other at each point. πεντήκοντα δε αγκύλας ποιήσεις τη αυλαία τη μία και πεντήκοντα αγκύλας ποιήσεις εκ του μέρους της αυλαίας κατά την συμβολήν της δευτέρας αντιπρόσωποι αντιπίπτουσαι εις αλλήλας εκάστη
6And thou shalt make fifty golden rings; and thou shalt join the curtains to each other with the rings, and it shall be one tabernacle. και ποιήσεις κρίκους πεντήκοντα χρυσούς και συνάψεις τας αυλαίας ετέραν τη ετέρα τοις κρίκοις και έσται η σκηνή μία
7And thou shalt make for a covering of the tabernacle skins with the hair on, thou shalt make them eleven skins. και ποιήσεις δέρρεις τριχίνας σκέπην επί της σκηνής ένδεκα δέρρεις ποιήσεις αυτάς
8The length of one skin thirty cubits, and the breadth of one skin four cubits: there shall be the same measure to the eleven skins. το μήκος της δέρρεως της μιάς έσται τριάκοντα πηχέων και τεσσάρων πηχέων το εύρος της δέρρεως της μιάς μέτρον το αυτό έσται ταις ένδεκα δέρρεσι
9And thou shalt join the five skins together, and the six skins together; and thou shalt double the sixth skin in front of the tabernacle. και συνάψεις τας πέντε δέρρεις επί το αυτό και τας εξ δέρρεις επί το αυτό και επιδιπλώσεις την δέρριν την έκτην κατά πρόσωπον της σκηνής
10And thou shalt make fifty loops on the border of one skin, which is in the midst for the joinings; and thou shalt make fifty loops on the edge of the second skin that joins it. και ποιήσεις αγκύλας πεντήκοντα επί του χείλους της δέρρεως της μιάς της αναμέσον κατά την συμβολήν και πεντήκοντα αγκύλας ποιήσεις επί του χείλους της δέρρεως της συναπτούσης της δευτέρας
11And thou shalt make fifty brazen rings; and thou shalt join the rings by the loops, and thou shalt join the skins, and they shall be one. και ποιήσεις κρίκους χαλκούς πεντήκοντα και συνάψεις τους κρίκους εκ των αγκύλων και συνάψεις τας δέρρεις και έσται εν
12And thou shalt fix at the end that which is over in the skins of the tabernacle; the half of the skin that is left shalt thou fold over, according to the overplus of the skins of the tabernacle; thou shalt fold it over behind the tabernacle. και υποθήσεις το πλεονάζον εν ταις δέρρεσι της σκηνής το ήμισυ της δέρρεως το υπολελειμμένον υποκαλύψεις εις το πλεονάζον των δέρρεων της σκηνής υποκαλύψεις οπίσω της σκηνής
13A cubit on this side, and a cubit on that side of that which remains of the skins, of the length of the skins of the tabernacle: it shall be folding over the sides of the tabernacle on this side and that side, that it may cover it. πήχυν εκ τούτου και πήχυν εκ τούτου εκ του υπερέχοντος των δέρρεων εκ του μήκους των δέρρεων της σκηνής και έσται συγκαλύπτον επί τα πλάγια της σκηνής ένθεν και ένθεν ίνα καλύπτη
14And thou shalt make for a covering of the tabernacle rams' skins dyed red, and blue skins as coverings above. και ποιήσεις κατακάλυμμα της σκηνής δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και επικαλύμματα δέρματα υακίνθινα επάνωθεν
15And thou shalt make the posts of the tabernacle of incorruptible wood. και ποιήσεις στύλους της σκηνής εκ ξύλων ασήπτων
16Of ten cubits shalt thou make one post, and the breadth of one post of a cubit and a half. δέκα πηχέων ποιήσεις τον στύλον τον ένα και πήχεως ενός και ημίσους το πλάτος του στύλου του ενός
17Two joints shalt thou make in one post, answering the one to the other: so shalt thou do to all the posts of the tabernacle. δύο αγκωνίσκους τω στύλω τω ενί αντιπίπτοντας έτερον τω ετέρω ούτως ποιήσεις πάσι τοις στύλοις της σκηνής
18And thou shalt make posts to the tabernacle, twenty posts on the north side. και ποιήσεις τους στύλους της σκηνής είκοσι στύλους εκ του κλίτους του προς νότον
19And thou shalt make to the twenty posts forty silver sockets; two sockets to one post on both its sides, and two sockets to the other post on both its sides. και τεσσαράκοντα βάσεις αργυράς ποιήσεις τοις είκοσι στύλοις δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού και δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού
20And for the next side, toward the south, twenty posts, και το κλίτος το δεύτερον το προς βορράν είκοσι στύλους
21and their forty silver sockets: two sockets to one post on both its sides, and two sockets to the other post on both its sides. και τεσσαράκοντα βάσεις αυτών αργυράς δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού και δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού
22And on the back of the tabernacle at the part which is toward the west thou shalt make six posts. και εκ των οπίσω της σκηνής κατά το μέρος το προς θάλασσαν ποιήσεις εξ στύλους
23And thou shalt make two posts on the corners of the tabernacle behind. και δύο στύλους ποιήσεις επί των γωνιών της σκηνής εκ των οπισθίων
24And it shall be equal below, they shall be equal toward the same part from the heads to one joining; so shalt thou make to both the two corners, let them be equal. και έσονται εξ ίσου κάτωθεν και κατά το αυτό έσονται ίσοι εκ των κεφαλών εις σύμβλησιν μίαν ούτω ποιήσεις αμφοτέραις ταις δυσί γωνίαις ίσαι έστωσαν
25And there shall be eight posts, and their sixteen silver sockets; two sockets to one post on both its sides, and two sockets to the other post. και έσονται οκτώ στύλοι και αι βάσεις αυτών αργυραί δεκαέξ και δύο βάσεις τω στύλω το ενί και δύο βάσεις τω στύλω το ενί
26And thou shalt make bars of incorruptible wood; five to one post on one side of the tabernacle, και ποιήσεις μοχλούς εκ ξύλων ασήπτων πέντε τοις στύλοις εκ του ενός μέρους της σκηνής
27and five bars to one post on the second side of the tabernacle, and five bars to the hinder posts, on the side of the tabernacle toward the sea. και πέντε μοχλούς τοις στύλοις τω κλίτει της σκηνής τω δευτέρω και πέντε μοχλούς τοις στύλοις τω οπισθίω κλίτει της σκηνής το προς θάλασσαν
28And let the bar in the middle between the posts go through from the one side to the other side. και ο μοχλός ο μέσος αναμέσον των στύλων διικνείσθω από του ενός κλίτους εις το έτερον κλίτος
29And thou shalt gild the posts with gold; and thou shalt make golden rings, into which thou shalt introduce the bars, and thou shalt gild the bars with gold. και τους στύλους καταχρυσώσεις χρυσίω και τους δακτυλίους ποιήσεις χρυσούς εις ους εισάξεις τους μοχλούς και καταχρυσώσεις τους μοχλούς χρυσίω
30And thou shalt set up the tabernacle according to the pattern shewed thee in the mount. και αναστήσεις την σκηνήν κατά το είδος το δεδειγμένον σοι εν τω όρει
31And thou shalt make a veil of blue and purple and scarlet woven, and fine linen spun: thou shalt make it cherubs in woven work. και ποιήσεις καταπέτασμα εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου νενησμένης έργον υφαντόν ποιήσεις αυτό χερουβίμ
32And thou shalt set it upon four posts of incorruptible wood overlaid with gold; and their tops shall be gold, and their four sockets shall be of silver. και επιθήσεις αυτό επί τεσσάρων στύλων ασήπτων κεχρυσωμένων χρυσίω και αι κεφαλίδες αυτών χρυσαί και αι βάσεις αυτών τέσσαρες αργυραί
33And thou shalt put the veil on the posts, and thou shalt carry in thither within the veil the ark of the testimony; and the veil shall make a separation for you between the holy and the holy of holies. και θήσεις το καταπέτασμα επί τους στύλους και εισοίσεις εκεί εσώτερον του καταπέτασματος την κιβωτόν του μαρτυρίου και διοριεί το καταπέτασμα υμίν αναμέσον του αγίου και αναμέσον του αγίου των αγίων
34And thou shalt screen with the veil the ark of the testimony in the holy of holies. και κατακαλύψεις τω καταπετάσματι την κιβωτόν του μαρτυρίου εν τω αγίω των αγίων
35And thou shalt set the table outside the veil, and the candlestick opposite the table on the south side of the tabernacle; and thou shalt put the table on the north side of the tabernacle. και θήσεις την τράπεζαν έξωθεν του καταπετάσματος και την λυχνίαν απέναντι της τραπέζης επί μέρους της σκηνής το προς νότον και την τράπεζαν θήσεις επί μέρους της σκηνής το προς βορράν
36And thou shalt make a screen for the door of the tabernacle of blue, and purple, and spun scarlet and fine linen spun, the work of the embroiderer. και ποιήσεις επίσπαστρον τη θύρα εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης έργον ποικιλτού
37And thou shalt make for the veil five posts, and thou shalt gild them with gold; and their chapiters shall be gold; and thou shalt cast for them five brazen sockets. και ποιήσεις τω καταπετάσματι πέντε στύλους και χρυσώσεις αυτούς χρυσίω και αι κεφαλίδες αυτών χρυσαί και χωνεύσεις αυτοίς πέντε βάσεις χαλκάς

Chapter 27

[edit]
1And thou shalt make an altar of incorruptible wood, of five cubits in the length, and five cubits in the breadth; the altar shall be square, and the height of it shall be of three cubits. και ποιήσεις θυσιαστήριον εκ ξύλων ασήπτων πέντε πηχέων το μήκος και πέντε πηχέων το εύρος τετράγωνον έσται το θυσιαστήριον και τριών πηχέων το ύψος αυτού
2And thou shalt make the horns on the four corners; the horns shall be of the same piece, and thou shalt overlay them with brass. και ποιήσεις τα κέρατα επί των τεσσάρων γωνιών εξ αυτού έσται τα κέρατα και καλύψεις αυτά χαλκώ
3And thou shalt make a rim for the altar; and its covering and its cups, and its flesh-hooks, and its fire-pan, and all its vessels shalt thou make of brass. και ποιήσεις στεφάνην τω θυσιαστηρίω και τον καλυπτήρα αυτού και τας φιάλας αυτού και τας κρεάγρας αυτού και το πυρείον αυτού και πάντα τα σκεύη αυτού ποιήσεις χαλκά
4And thou shalt make for it a brazen grate with net-work; and thou shalt make for the grate four brazen rings under the four sides. και ποιήσεις αυτώ εσχάραν έργω δικτυωτώ χαλκήν και ποιήσεις τη εσχάρα τέσσαρας δακτυλίους χαλκούς επί τα τέσσαρα κλίτη
5And thou shalt put them below under the grate of the altar, and the grate shall extend to the middle of the altar. και υποθήσεις αυτούς υπό την εσχάραν του θυσιαστηρίου κάτωθεν έσται δε η εσχάρα έως του ημίσους του θυσιαστηρίου
6And thou shalt make for the altar staves of incorruptible wood, and thou shalt overlay them with brass. και ποιήσεις τω θυσιαστηρίω αναφορείς εκ ξύλων ασήπτων και περιχαλκώσεις αυτούς χαλκώ
7And thou shalt put the staves into the rings; and let the staves be on the sides of the altar to carry it. και εισάξεις τους αναφορείς εις τους δακτυλίους και έστωσαν οι αναφορείς κατά τα πλεύρα του θυσιαστηρίου εν τω αίρειν αυτό
8Thou shalt make it hollow with boards: according to what was shewed thee in the mount, so thou shalt make it. κοίλον σανιδωτόν ποιήσεις αυτό κατά το παραδειχθέν σοι εν τω όρει ούτω ποιήσεις αυτό
9And thou shalt make a court for the tabernacle, curtains of the court of fine linen spun on the south side, the length of a hundred cubits for one side. και ποιήσεις αυλήν τη σκηνή εις το κλίτος το προς λίβα ιστία της αυλής εκ βύσσου κεκλωσμένης μήκος εκατόν πηχέων τω ενί κλίτει
10And their pillars twenty, and twenty brazen sockets for them, and their rings and their clasps of silver. και οι στύλοι αυτών είκοσι και αι βάσεις αυτών είκοσι χαλκαί και οι κρίκοι αυτών και αι ψαλίδες αυτών αργυραί
11Thus shall there be to the side toward the north curtains of a hundred cubits in length; and their pillars twenty, and their sockets twenty of brass, and the rings and the clasps of the pillars, and their sockets overlaid with silver. ούτω τω κλίτει τω προς βορράν ιστία εκατόν πηχέων μήκος και οι στύλοι αυτών είκοσι και αι βάσεις αυτών είκοσι χαλκαί και οι κρίκοι αυτών και αι ψαλίδες των στύλων και αι βάσεις περιηργυρωμέναι αργυρίω
12And in the breadth of the tabernacle toward the west curtains of fifty cubits, their pillars ten and their sockets ten. το δε εύρος της αυλής το κατά θάλασσαν ιστία πεντήκοντα πηχέων στύλοι αυτών δέκα και βάσεις αυτών δέκα
13And in the breadth of the tabernacle toward the south, curtains of fifty cubits; their pillars ten, and their sockets ten. και εύρος της αυλής της προς ανατολάς ιστία πεντήκοντα πηχέων στύλοι αυτών δέκα και βάσεις αυτών δέκα
14And the height of the curtains shall be of fifty cubits for the one side of the gate; their pillars three, and their sockets three. και πεντεκαίδεκα πηχέων των ιστίων το ύψος τω κλίτει τω ενί στύλοι αυτών τρεις και αι βάσεις αυτών τρεις
15And for the second side the height of the curtains shall be of fifteen cubits; their pillars three, and their sockets three. και το κλίτος το δεύτερον δεκαπέντε πηχέων των ιστίων το ύψος στύλοι αυτών τρεις και βάσεις αυτών τρεις
16And a veil for the door of the court, the height of it of twenty cubits of blue linen, and of purple, and spun scarlet, and of fine linen spun with the art of the embroiderer; their pillars four, and their sockets four. και τη πύλη της αυλής κάλυμμα είκοσι πηχέων το ύψος εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης τη ποικιλία του ραφιδευτού στύλοι αυτών τέσσαρες και αι βάσεις αυτών τέσσαρες
17All the pillars of the court round about overlaid with silver, and their chapiters silver and their brass sockets. πάντες οι στύλοι της αυλής κύκλω κατηργυρωμένοι αργυρίω και αι κεφαλίδες αυτών αργυραί και αι βάσεις αυτών χαλκαί
18And the length of the court shall be a hundred cubits on each side, and the breadth fifty on each side, and the height five cubits of fine linen spun, and their sockets of brass. το δε μήκος της αυλής εκατόν εφ΄ εκατόν και το εύρος πεντήκοντα επί πεντήκοντα και ύψος πέντε πηχέων εκ βύσσου κεκλωσμένης και αι βάσεις αυτών χαλκαί
19And all the furniture and all the instruments and the pins of the court shall be of brass. και πάσα η κατασκευή και πάντα τα εργαλεία και οι πάσσαλοι της αυλής χαλκοί
20And do thou charge the children of Israel, and let them take for thee refined pure olive-oil beaten to burn for light, that a lamp may burn continually και συ σύνταξον τοις υιοίς Ισραήλ και λαβέτωσάν σοι έλαιον εξ ελαιών άτρυγον καθαρόν κεκομμένον εις φως ίνα καίηται λύχνος διαπαντός
21in the tabernacle of the testimony, without the veil that is before the ark of the covenant, shall Aaron and his sons burn it from evening until morning, before the Lord: it is a perpetual ordinance throughout your generations of the children of Israel. εν τη σκηνή του μαρτυρίου έξωθεν του καταπετάσματος του επί της διαθήκης καύσει αυτό Ααρών και οι υιοί αυτού αφ΄ εσπέρας έως πρωϊ εναντίον κυρίου νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών παρά των υιών Ισραήλ

Chapter 28

[edit]
1And do thou take to thyself both Aaron thy brother, and his sons, even them of the children of Israel; so that Aaron, and Nadab and Abiud, and Eleazar and Ithamar, sons of Aaron, may minister to me. και συ προσαγάγου προς σεαυτόν τον τε Ααρών τον αδελφόν σου και τους υιούς αυτού εκ των υιών Ισραήλ ιερατεύειν μοι Ααρών και Ναδάβ και Αβιούδ και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ υιούς Ααρών
2And thou shalt make holy apparel for Aaron thy brother, for honour and glory. και ποιήσεις στολήν αγίαν Ααρών τω αδελφώ σου εις τιμήν και δόξαν
3And speak thou to all those who are wise in understanding, whom I have filled with the spirit of wisdom and perception; and they shall make the holy apparel of Aaron for the sanctuary, in which apparel he shall minister to me as priest. και συ λάλησον πάσι τοις σοφοίς τη διανοία ους ενέπλησα πνεύματος σοφίας και αισθήσεως και ποιήσουσι την στολήν την αγίαν Ααρών εις το άγιον εν η ιερατεύσει μοι
4And these are the garments which they shall make: the breast-plate, and the shoulder-piece, and the full-length robe, and the tunic with a fringe, and the tire, and the girdle; and they shall make holy garments for Aaron and his sons to minister to me as priests. και αύται αι στολαί ας ποιήσουσι το περιστήθιον και την επωμίδα και τον ποδήρη και χιτώνα κοσυμβωτόν και κίδαριν και ζώνην και ποιήσουσι στολάς αγίας Ααρών και τοις υιοίς αυτού εις το ιερατεύειν μοι
5And they shall take the gold, and the blue, and the purple, and the scarlet, and the fine linen. και αυτοί λήψονται το χρυσίον και την υάκινθον και την πορφύραν και το κόκκινον και την βύσσον
6And they shall make the shoulder-piece of fine linen spun, the woven work of the embroiderer. και ποιήσουσι την επωμίδα εκ βύσσου κεκλωσμένης έργον υφαντόν ποικιλτού
7 It shall have two shoulder-pieces joined together, fastened on the two sides. δύο επωμίδες έσονται αυτώ συνέχουσα ετέρα την ετέραν επί τοις δυσί μέρεσιν εξηρτημέναι
8And the woven work of the shoulder-pieces which is upon it, shall be of one piece according to the work, of pure gold and blue and purple, and spun scarlet and fine twined linen. και το ύφασμα των επωμίδων ο εστιν επ΄ αυτώ κατά την ποίησιν εξ αυτού έσται εκ χρυσίου καθαρού και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης
9And thou shalt take the two stones, the stones of emerald, and thou shalt grave on them the names of the children of Israel. και λήψη τους δύο λίθους λίθους σμαράγδου και γλύψεις εν αυτοίς τα ονόματα των υιών Ισραήλ
10Six names on the first stone, and the other six names on the second stone, according to their births. εξ ονόματα επί τον λίθον τον ένα και τα εξ ονόματα τα λοιπά επί τον λίθον τον δεύτερον κατά τας γενέσεις αυτών
11It shall be the work of the stone-engraver's art; as the graving of a seal thou shalt engrave the two stones with the names of the children of Israel. έργον λιθουργικής τέχνης γλύμμα σφραγίδος διαγλύψεις τους δύο λίθους επί τοις ονόμασι των υιών Ισραήλ
12And thou shalt put the two stones on the shoulders of the shoulder-piece: they are memorial-stones for the children of Israel: and Aaron shall bear the names of the children of Israel before the Lord on his two shoulders, a memorial for them. και θήσεις τους δύο λίθους επί των ώμων της επωμίδος λίθοι μνημοσύνον εισί τοις υιοίς Ισραήλ και αναλήψεται Ααρών τα ονόματα των υιών Ισραήλ έναντι κυρίου επί των δύο ώμων αυτού μνημόσυνον περί αυτών
13And thou shalt make circlets of pure gold; και ποιήσεις ασπιδίσκας εκ χρυσίου καθαρού
14and thou shalt make two fringes of pure gold, variegated with flowers wreathen work; and thou shalt put the wreathen fringes on the circlets, fastening them on their shoulder-pieces in front. και ποιήσεις δύο κροσσωτά εκ χρυσίου καθαρού καταμεμιγμένα εν άνθεσιν έργον πλοκής και επιθήσεις τα κροσσωτά πεπλεγμένα επί τας ασπιδίσκας κατά τας παρωμίδας αυτών εκ των εμπροσθίων
15And thou shalt make the oracle of judgment, the work of the embroiderer: in keeping with the ephod, thou shalt make it of gold, and blue and purple, and spun scarlet, and fine linen spun. και ποιήσεις λογείον των κρίσεων έργον ποικιλτού κατά τον ρυθμόν της επωμίδος ποιήσεις αυτό εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης ποιήσεις αυτό
16Thou shalt make it square: it shall be double; of a span the length of it, and of a span the breadth. τετράγωνον έσται διπλούν σπιθαμής το μήκος και σπιθαμής το εύρος
17And thou shalt interweave with it a texture of four rows of stone; there shall be a row of stones, a sardius, a topaz, and emerald, the first row. και καθυφανείς εν αυτώ ύφασμα καταλίθον τετράστιχον στίχος λίθων έσται σάρδιον τοπάζιον και σμάραγδος ο στίχος ο εις
18And the second row, a carbuncle, a sapphire, and a jasper. και ο στίχος ο δεύτερος άνθραξ και σάπφειρος και ιάσπις
19And the third row, a ligure, an agate, an amethyst: και ο στίχος ο τρίτος λιγύριον και αχάτης και αμέθυστος
20and the fourth row, a chrysolite, and a beryl, and an onyx stone, set round with gold, bound together with gold: let them be according to their row. και ο στίχος ο τέταρτος χρυσόλιθος και βηρύλλιον και ονύχιον περικεκαλυμμένα χρυσίω και συνδεδεμένα εν χρυσίω έστωσαν κατά στίχον αυτών
21And let the stones of the names of the children of Israel be twelve according to their names, engravings as of seals: let them be for the twelve tribes each according to the name. και οι λίθοι έστωσαν εκ των ονομάτων των υιών Ισραήλ δώδεκα κατά τα ονόματα αυτών γλυφαί σφραγίδων εκάστου κατά τα ονόματα έστωσαν εις τας δώδεκα φυλάς
22And thou shalt make on the oracle woven fringes, a chain-work of pure gold. και ποιήσεις επί το λογείον κροσσούς συμπεπλεγμένους έργον αλυσιδωτόν εκ χρυσίου καθαρού
23And Aaron shall take the names of the children of Israel, on the oracle of judgment on his breast; a memorial before God for him as he goes into the sanctuary. και ποιήσεις επί το λογείον δύο δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις τους δύο δακτυλίους τους χρυσούς επ΄ αμφοτέρας τας αρχάς του λογείου
24And thou shalt put the fringes on the oracle of judgment; thou shalt put the wreaths on both sides of the oracle, και επιθήσεις τους κροσσούς και τα αλυσιδωτά τα χρυσίου επί τους δύο δακτυλίους επ΄ αμφοτέρων των κλιτών του λογείου
25and thou shalt put the two circlets on both the shoulders of the ephod in front. και δύο κλίτη των δύο κροσσών επιθήσεις επί τα δύο εμπλόκια και επιθήσεις επί τους ώμους της επωμίδος εξεναντίας κατά πρόσωπον
26And thou shalt put the Manifestation and the Truth on the oracle of judgment; and it shall be on the breast of Aaron, when he goes into the holy place before the Lord; and Aaron shall bear the judgments of the children of Israel on his breast before the Lord continually. και ποιήσεις δύο δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις επί τα δύο πτερύγια του λογείου επί το άκρον απ΄ άκρου του οπισθίου της επωμίδος έσωθεν
27And thou shalt make the full-length tunic all of blue. και ποιήσεις δύο δακτυλίους χρυσούς και επιθήσεις επ΄ αμφοτέρους τους ώμους της επωμίδος κάτωθεν αυτού κατά πρόσωπον κατά την συμβολήν άνωθεν της συνυφής της επωμίδος
28And the opening of it shall be in the middle having a fringe round about the opening, the work of the weaver, woven together in the joining of the same piece that it might not be rent. και σφίγξεις το λογείον από των δακτυλίων των επ΄ αυτού εις τους δακτυλίους της επωμίδος συνεχομένους εκ της υακίνθου συμπεπλεγμένους εις το ύφασμα της επωμίδος ίνα μη χαλάται το λογείον από της επωμίδος
29And under the fringe of the robe below thou shalt make as it were pomegranates of a flowering pomegranate tree, of blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen spun, under the fringe of the robe round about: golden pomegranates of the same shape, and bells round about between these. και λήψεται Ααρών τα ονόματα των υιών Ισραήλ επί του λογείου της κρίσεως επί του στήθους εισιών εις το άγιον μνημόσυνον εναντίον του θεού
30A bell by the side of a golden pomegranate, and flower-work on the fringe of the robe round about. και επιθήσεις επί το λογείον της κρίσεως την δήλωσιν και την αλήθειαν και έσται επί του στήθους Ααρών όταν εισπορεύηται εις το άγιον έναντι κυρίου και οίσει Ααρών τας κρίσεις των υιών Ισραήλ επί του στήθους έναντι κυρίου διαπαντός
31And the sound of Aaron shall be audible when he ministers, as he goes into the sanctuary before the Lord, and has he goes out, that he die not. και ποιήσεις υποδύτην ποδήρην όλον υακίνθινον
32And thou shalt make a plate of pure gold, and thou shalt grave on it as the graving of a signet, Holiness of the Lord. και έσται το περιστόμιον εξ αυτού μέσον ωαν έχον κύκλω του περιστομίου έργον υφαντού την συμβολήν συνυφασμένην εξ αυτού ίνα μη ραγή
33And thou shalt put it on the spun blue cloth, and it shall be on the mitre: it shall be in the front of the mitre. και ποιήσεις επί το λώμα του υποδύτου κάτωθεν ωσεί εξανθούσης ρόας ροϊσκους εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης επί του λώματος του υποδύτου κύκλω το δε αυτό είδος ροϊσκους χρυσούς και κώδωνας αναμέσον τούτων περικύκλω
34And it shall be on the forehead of Aaron; and Aaron shall bear away the sins of their holy things, all that the children of Israel shall sanctify of every gift of their holy things, and it shall be on the forehead of Aaron continually acceptable for them before the Lord. παρά ροϊσκον χρυσούν κώδωνα και άνθινον επί του λώματος του υποδύτου κύκλω
35And the fringes of the garments shall be of fine linen; and thou shalt make a tire of fine linen, and thou shalt make a girdle, the work of the embroiderer. και έσται Ααρών εν τω λειτουργείν ακουστή η φωνή αυτού εισιόντι εις το άγιον έναντι κυρίου και εξίοντι ίνα μη αποθάνη
36And for the sons of Aaron thou shalt make tunics and girdles, and thou shalt make for them tires for honour and glory. και ποιήσεις πέταλον χρυσούν καθαρόν και εκτυπώσεις εν αυτώ εκτύπωμα σφραγίδος αγίασμα κυρίου
37And thou shalt put them on Aaron thy brother, and his sons with him, and thou shalt anoint them and fill their hands: and thou shalt sanctify them, that they may minister to me in the priest's office. και επιθήσεις αυτό επί υακίνθου κεκλωσμένης και έσται επί της μίτρας κατά πρόσωπον της μίτρας έσται
38And thou shalt make for them linen drawers to cover the nakedness of their flesh; they shall reach from the loins to the thighs. και έσται επί του μετώπου Ααρών και εξαρεί Ααρών τα αμαρτήματα των αγίων όσα αν αγιάσωσιν οι υιοί Ισραήλ παντός δόματος των αγίων αυτών και έσται επί του μετώπου Ααρών διαπαντός δεκτόν αυτοίς έναντι κυρίου
39And Aaron shall have them, and his sons, whenever they enter into the tabernacle of witness, or when they shall advance to the altar of the sanctuary to minister, so they shall not bring sin upon themselves, lest they die: it is a perpetual statute for him, and for his seed after him. και οι κοσύμβοι των χιτώνων εκ βύσσου και ποιήσεις κίδαριν βυσσίνην και ζώνην ποιήσεις έργον ποικιλτού
40 και τοις υιοίς Ααρών ποιήσεις χιτώνας και ζώνας και κιδάρεις ποιήσεις αυτοίς εις τιμήν και δόξαν
41 και ενδύσεις αυτά Ααρών τον αδελφόν σου και τους υιούς αυτού μετ΄ αυτού και χρίσεις αυτούς και εμπλήσεις αυτών τας χείρας και αγιάσεις αυτούς ίνα ιερατεύσωσί μοι
42 και ποιήσεις αυτοίς περισκέλη λινά καλύψαι ασχημοσύνην χρωτός αυτών από οσφύος έως μηρών έσται
43 και έξει Ααρών αυτά και υιοί αυτού όταν εισπορεύωνται εις την σκηνήν του μαρτυρίου η όταν προσπορεύωνται λειτουργείν προς το θυσιαστήριον του αγίου και ουκ επάξονται προς εαυτούς αμαρτίαν ίνα μη αποθάνωσι νόμιμον αιώνιον αυτώ και τω σπέρματι αυτού μετ΄ αυτόν

Chapter 29

[edit]
1And these are the things which thou shalt do to them: thou shalt sanctify them, so that they shall serve me in the priesthood; and thou shalt take one young calf from the herd, and two unblemished rams; και ταύτά εστιν α ποιήσεις αυτοίς αγιάσαι αυτούς ώστε ιερατεύειν μοι λήψη μοσχάριον εκ βοών εν και κριούς αμώμους δύο
2and unleavened loaves kneaded with oil, and unleavened cakes anointed with oil: thou shalt make them of fine flour of wheat. και άρτους αζύμους πεφυραμένους εν ελαίω και λάγανα άζυμα κεχρισμένα εν ελαίω σεμίδαλιν εκ πυρών ποιήσεις αυτά
3And thou shalt put them on one basket, and thou shalt offer them on the basket, and the young calf and the two rams. και επιθήσεις αυτά επί κανούν εν και προσοίσεις αυτά επί τω κανώ και το μοσχάριον και τους δύο κριούς
4And thou shalt bring Aaron and his sons to the doors of the tabernacle of testimony, and thou shalt wash them with water. και Ααρών και τους υιούς αυτού προσάξεις επί τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου και λούσεις αυτούς εν ύδατι
5And having taken the garments, thou shalt put on Aaron thy brother both the full-length robe and the ephod and the oracle; and thou shalt join for him the oracle to the ephod. και λαβών τας στολάς ενδύσεις Ααρών τον αδελφόν σου και τον χιτώνα τον ποδήρην και την επωμίδα και το λογείον και συνάψεις αυτό το λόγείον προς την εκπωμίδα
6And thou shalt put the mitre on his head; and thou shalt put the plate, even the Holiness, on the mitre. και επιθήσεις την μίτραν επί την κεφαλήν αυτού και επιθήσεις το πέταλον το αγίασμα επί την μίτραν
7And thou shalt take of the anointing oil, and thou shalt pour it on his head, and shalt anoint him, και λήψη του ελαίου του χρίσματος και επιχεείς αυτό επί την κεφαλήν αυτού και χρίσεις αυτόν
8and thou shalt bring his sons, and put garments on them. και τους υιούς αυτού προσάξεις και ενδύσεις αυτούς χιτώνας
9And thou shalt gird them with the girdles, and put the tires upon them, and they shall have a priestly office to me for ever; and thou shalt fill the hands of Aaron and the hands of his sons. και ζώσεις αυτούς ταις ζώναις και περιθήσεις αυτοίς τας κιδάρεις και έσται αυτοίς ιερατεία εμοί εις τον αιώνα και τελειώσεις τας χείρας Ααρών και τας χείρας των υιών αυτού
10And thou shalt bring the calf to the door of the tabernacle of witness; and Aaron and his sons shall lay their hands on the head of the calf, before the Lord, by the doors of the tabernacle of witness. και προσάξεις τον μόσχον επί τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου και επιθήσουσιν Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν του μόσχου έναντι κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου
11And thou shalt slay the calf before the Lord, by the doors of the tabernacle of witness. και σφάξεις τον μόσχον έναντι κυρίου παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου
12And thou shalt take of the blood of the calf, and put it on the horns of the altar with thy finger, but all the rest of the blood thou shalt pour out at the foot of the altar. και λήψη από του αίματος του μόσχου και θήσεις επί των κεράτων του θυσιαστηρίου τω δακτύλω σου το δε λοιπόν παν αίμα εκχεείς παρά την βάσιν του θυσιαστηρίου
13And thou shalt take all the fat that is on the belly, and the lobe of the liver, and the two kidneys, and the fat that is upon them, and shalt put them upon the altar. και λήψη παν το στέαρ το επί της κοιλίας και τον λοβόν του ήπατος και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ΄ αυτών και επιθήσεις επί το θυσιαστήριον
14But the flesh of the calf, and his skin, and his dung, shalt thou burn with fire without the camp; for it is an offering on account of sin. τα δε κρέα του μόσχου και το δέρμα και την κόπρον κατακαύσεις πυρί έξω της παρεμβολής αμαρτίας γαρ εστι
15And thou shalt take one ram, and Aaron and his sons shall lay their hands on the head of the ram. και τον κριόν λήψη τον ένα και επιθήσουσιν Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν του κριού
16And thou shalt kill it, and take the blood and pour it on the altar round about. και σφάξεις τον κριόν και λαβών το αίμα αυτού προσχεείς επί το θυσιαστήριον κύκλω
17And thou shalt divide the ram by his several limbs, and thou shalt wash the inward parts and the feet with water, and thou shalt put them on the divided parts with the head. και τον κριόν διχοτομήσεις κατά μέλη και πλυνείς τα ενδόσθια και τους πόδας ύδατι και επιθήσεις επί τα διχοτομήματα συν τη κεφαλή
18And thou shalt offer the whole ram on the altar, a whole burnt-offering to the Lord for a sweet-smelling savour: it is an offering of incense to the Lord. και ανοίσεις όλον τον κριόν επί το θυσιαστήριον ολοκαύτωμα τω κυρίω εις οσμήν ευωδίας θυσίασμα κυρίω εστί
19And thou shalt take the second ram, and Aaron and his sons shall lay their hands on the head of the ram. και λήψη τον κριόν τον δεύτερον και επιθήσει Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών επί την κεφαλήν του κριού
20And thou shalt kill it, and take of the blood of it, and put it on the tip of Aaron's right ear, and on the thumb of his right hand, and on the great toe of his right foot, and on the tips of the right ears of his sons, and on the thumbs of their right hands, and on the great toes of their right feet. και σφάξεις αυτόν και λήψη του αίματος αυτού και επιθήσεις επί τον λοβόν του ωτός Ααρών του δεξιού και επί το άκρον του ποδός του δεξιού και επί τους λοβούς των ωτών των υιών αυτού των δεξιών και επί τα άκρα των χειρών αυτών των δεξιών και επί τα άκρα των ποδών αυτών των δεξιών
21And thou shalt take of the blood from the altar, and of the anointing oil; and thou shalt sprinkle it upon Aaron and on his garments, and on his sons and on his sons' garments with him; and he shall be sanctified and his apparel, and his sons and his sons' apparel with him: but the blood of the ram thou shalt pour round about upon the altar. και λήψη από του αίματος του από του θυσιαστηρίου και από του ελαίου της χρίσεως και ρανείς επί Ααρών και επί την στολήν αυτού και επί τους υιούς αυτού και επί τας στολάς των υιών αυτού μετ΄ αυτού και αγιασθήσεται αυτός και η στολή αυτού και οι υιοί αυτού και αι στολαί των υιών αυτού μετ΄ αυτού το δε αίμα του κριού προσχεείς προς το θυσιαστήριον κύκλω
22And thou shalt take from the ram its fat, both the fat that covers the belly, and the lobe of the liver, and the two kidneys, and the fat that is upon them, and the right shoulder, for this is a consecration. και λήψη από του κριού το στέαρ αυτού και το στέαρ το κατακαλύπτον την κοιλίαν και τον λοβόν του ήπατος και τους δύο νεφρούς και το στέαρ το επ΄ αυτών και τον βραχίονα τον δεξιόν έστι γαρ τελείωσις αύτη
23And one cake made with oil, and one cake from the basket of unleavened bread set forth before the Lord. και άρτον ένα εξ ελαίου και λάγανον εν από του κανού των αζύμων των προτεθειμένων έναντι κυρίου
24And thou shalt put them all on the hands of Aaron, and on the hands of his sons, and thou shalt separate them as a separate offering before the Lord. και επιθήσεις τα πάντα επί τας χείρας Ααρών και επί τας χείρας των υιών αυτού και αφοριείς αυτά αφόρισμα έναντι κυρίου
25And thou shalt take them from their hands, and shalt offer them up on the altar of whole burnt-offering for a sweet-smelling savour before the Lord: it is an offering to the Lord. και λήψη αυτά εκ των χειρών αυτών και ανοίσεις επί το θυσιαστήριον της ολοκαυτώσεως εις οσμήν ευωδίας έναντι κυρίου κάρπωμά εστι κυρίω
26And thou shalt take the breast from the ram of consecration which is Aaron's, and thou shalt separate it as a separate offering before the Lord, and it shall be to thee for a portion. και λήψη το στηθύνιον από του κριού της τελειώσεως ο εστιν Ααρών και αφοριείς αυτό αφόρισμα έναντι κυρίου και έσται σοι εν μερίδι
27And thou shalt sanctify the separated breast and the shoulder of removal which has been separated, and which has been removed from the ram of consecration, of the portion of Aaron and of that of his sons. και αγιάσεις το στηθύνιον αφόρισμα και τον βραχίονα του αφαιρέματος ος αφώρισται και ος αφήρηται από του κριού της τελειώσεως από του Ααρών και από των υιών αυτού
28And it shall be a perpetual statute of the children of Israel to Aaron and his sons, for this is a separate offering; and it shall be a special offering from the children of Israel, from the peace-offerings of the children of Israel, a special offering to the Lord. και έσται Ααρών και τοις υιοίς αυτού νόμιμον αιώνιον παρά των υιών Ισραήλ έστι γαρ αφαίρεμα τούτο και αφαίρεμα έσται παρά των υιών Ισραήλ από των θυμάτων των σωτηρίων αφαίρεμα τω κυρίω
29And the apparel of the sanctuary which is Aaron's shall be his son's after him, for them to be anointed in them, and to fill their hands. και η στολή του αγίου η εστιν Ααρών έσται τοις υιοίς αυτού μετ΄ αυτόν χρισθήναι αυτούς εν αυτοίς και τελειώσαι τας χείρας αυτών
30The priest his successor from among his sons who shall go into the tabernacle of witness to minister in the holies, shall put them on seven days. επτά ημέρας ενδύσεται αυτά ο ιερεύς αντ΄ αυτού εκ των υιών αυτού ος εισελεύσεται εις την σκηνήν του μαρτυρίου λειτουργείν εν τω αγίω
31And thou shalt take the ram of consecration, and thou shalt boil the flesh in the holy place. και τον κριόν της τελειώσεως λήψη και εψήσεις τα κρέα εν τόπω αγίω
32And Aaron and his sons shall eat the flesh of the ram, and the loaves in the basket, by the doors of the tabernacle of witness. και έδονται Ααρών και οι υιοί αυτού τα κρέα του κριού και τους άρτους τους εν τω κανώ παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου
33They shall eat the offerings with which they were sanctified to fill their hands, to sanctify them; and a stranger shall not eat of them, for they are holy. έδονται αυτά εν οις ηγιάσθησαν εν αυτοίς τελειώσαι τας χείρας αυτών αγιάσαι αυτούς και αλλογενής ουκ έδεται απ΄ αυτών έστι γαρ άγια
34And if aught be left of the flesh of the sacrifice of consecration and of the loaves until the morning, thou shalt burn the remainder with fire: it shall not be eaten, for it is a holy thing. εάν δε καταλειφθή από των κρεών της θυσίας της τελειώσεως και των άρτων έως πρωϊ κατακαύσεις τα λοιπά πυρί ου βρωθήσεται αγίασμα γαρ εστι
35And thus shalt thou do for Aaron and for his sons according to all things that I have commanded thee; seven days shalt thou fill their hands. και ποιήσεις Ααρών και τοις υιοίς αυτού ούτω κατά πάντα όσα ενετειλάμην σοι επτά ημέρας τελειώσεις τας χείρας αυτών
36And thou shalt sacrifice the calf of the sin-offering on the day of purification, and thou shalt purify the altar when thou dost perform consecration upon it, and thou shalt anoint it so as to sanctify it. και το μοσχάριον το της αμαρτίας ποιήσεις τη ημέρα του καθαρισμού και καθαριείς το θυσιαστήριον εν τω αγιάζειν σε επ΄ αυτώ και χρίσεις αυτό ώστε αγιάσαι αυτό
37Seven days shalt thou purify the altar and sanctify it; and the altar shall be most holy, every one that touches the altar shall be hallowed. επτά ημέρας καθαριείς το θυσιαστήριον και αγιάσεις αυτό και έσται το θυσιαστήριον άγιον των αγίων πας ο απτόμενος του θυσιαστηρίου αγιασθήσεται
38And these are the offerings which thou shalt offer upon the altar; two unblemished lambs of a year old daily on the altar continually, a constant offering. και ταύτά εστιν α ποιήσεις επί τον θυσιαστήριον αμνούς ενιαυσίους αμώμους δύο την ημέραν ενδελεχώς κάρπωμα ενδελεχισμού
39One lamb thou shalt offer in the morning, and the second lamb thou shalt offer in the evening. τον αμνόν τον ένα ποιήσεις τοπρωϊ και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το δειλινόν
40And a tenth measure of fine flour mingled with the fourth part of an hin of beaten oil, and a drink-offering the fourth part of a hin of wine for one lamb. και δέκατον σεμιδάλεως πεφυραμένης εν ελαίω κεκομμένω τω τετάρτω του ιν και σπονδήν το τέταρτον του ιν οίνου τω αμνω τω ενί
41And thou shalt offer the second lamb in the evening, after the manner of the morning-offering, and according to the drink-offering of the morning lamb; thou shalt offer it an offering to the Lord for a sweet-smelling savour, και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το δειλινόν κατά την θυσίαν την πρωϊνην και κατά την σπονδήν αυτού ποιήσεις εις οσμήν ευωδίας κάρπωμα κυρίω
42a perpetual sacrifice throughout your generations, at the door of the tabernacle of witness before the Lord; wherein I will be known to thee from thence, so as to speak to thee. θυσίαν ενδελεχισμόυ εις τας γενεάς υμών επί τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου έναντι κυρίου εν οις γνωσθήσομαί σοι εκεί ώστε λαλήσαί σοι
43And I will there give orders to the children of Israel, and I will be sanctified in my glory. και τάξομαι εκεί τοις υιοίς Ισραήλ και αγιασθήσομαι εν δόξη μου
44And I will sanctify the tabernacle of testimony and the altar, and I will sanctify Aaron and his sons, to minister as priests to me. και αγιάσω την σκηνήν του μαρτυρίου και το θυσιαστήριον και Ααρών και τους υιούς αυτού αγιάσω ιερατεύειν μοι
45And I will be called upon among the children of Israel, and will be their God. και επικληθήσομαι εν τοις υιοίς Ισραήλ και έσομαι αυτών θεός
46And they shall know that I am the Lord their God, who brought them forth out of the land of Egypt, to be called upon by them, and to be their God. και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός αυτών ο εξαγαγών αυτούς εκ γης Αιγύπτου επικληθήναι αυτοίς και είναι αυτών θεός

Chapter 30

[edit]
1And thou shalt make the altar of incense of incorruptible wood. και ποιήσεις θυσιαστήριον θυμιάματος εκ ξύλων ασήπτων
2And thou shalt make it a cubit in length, and a cubit in breadth: it shall be square; and the height of it shall be of two cubits, its horns shall be of the same piece. και ποιήσεις αυτό πήχεος το μήκος και πηχεος το εύρος τετράγωνον έσται και δύο πηχέων το ύψος εξ αυτού έσται τα κέρατα αυτού
3And thou shalt gild its grate with pure gold, and its sides round about, and its horns; and thou shalt make for it a wreathen border of gold round-about. και καταχρυσώσεις αυτά χρυσίω καθαρώ την εσχάραν αυτού και τους τοίχους αυτού κύκλω και τα κέρατα αυτού και ποιήσεις αυτώ στρεπτήν στεφάνην χρυσήν κύκλω
4And thou shalt make under its wreathen border two rings of pure gold; thou shalt make it to the two corners on the two sides, and they shall be bearings for the staves, so as to bear it with them. και δύο δακτυλίους χρυσούς καθαρούς αυτώ ποιήσεις υπό την στρεπτήν στεφάνην αυτού εις τα δύο κλίτη ποιήσεις εν δυσί πλευροίς και έσονται ψαλίδες ταις σκυτάλαις ώστε αίρειν αυτό εν αυταίς
5And thou shalt make the staves of incorruptible wood, and shalt gild them with gold. και ποιήσεις σκυτάλας εκ ξύλων ασήπτων και καταχρυσώσεις αυτάς χρυσίω
6And thou shalt set it before the veil that is over the ark of the testimonies, wherein I will make myself known to thee from thence. και θήσεις αυτό απέναντι του καταπετάσματος του όντος επί της κιβωτού του μαρτυρίου εν οις γνωσθήσομαί σοι εκεί
7And Aaron shall burn upon it fine compound incense every morning; whensoever he trims the lamps he shall burn incense upon it. και θυμιάσει επ΄ αυτού Ααρών θυμίαμα σύνθετον λεπτόν το πρωϊ όταν επισκευάζη τους λύχνους θυμιάσει επ΄ αυτού
8And when Aaron lights the lamps in the evening, he shall burn incense upon it; a constant incense-offering always before the Lord for their generations. και όταν εξάπτη Ααρών τους λύχνους οψέ θυμιάσει επ΄ αυτού θυμίαμα ενδελεχισμού διαπαντός έναντι κυρίου εις τας γενεάς υμών
9And thou shalt not offer strange incense upon it, nor and offering made by fire, nor a sacrifice; and thou shalt not pour a drink-offering upon it. και ουκ ανοίσετε επ΄ αυτώ θυμίαμα έτερον κάρπωμα και θυσίαν και σπονδήν ου σπείσετε επ΄ αυτού
10And once in the year Aaron shall make atonement on its horns, he shall purge it with the blood of purification for their generations: it is most holy to the Lord. και εξιλάσεται Ααρών επί των κεράτων αυτού άπαξ του ενιαυτού από του αίματος του καθαρισμού των αμαρτιών του εξιλασμού άπαξ του ενιαυτού καθαριεί αυτό εις τας γενεάς υμών άγιον των αγίων εστί τω κυρίω
11And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
12If thou take account of the children of Israel in the surveying of them, and they shall give every one a ransom for his soul to the Lord, then there shall not be among them a destruction in the visiting of them. εάν λάβης τον συλλογισμόν των υιών Ισραήλ εν τη επισκοπή αυτών και δώσουσιν έκαστος λύτρα της ψυχής αυτού τω κυρίω και ουκ έσται εν αυτοίς πτώσις εν τη επισκοπή αυτών
13And this is what they shall give, as many as pass the survey, half a didrachm which is according to the didrachm of the sanctuary: twenty oboli go to the didrachm, but the half of the didrachm is the offering to the Lord. και τούτό εστιν ο δώσουσιν όσοι αν παραπορεύωνται την επίσκεψιν το ήμισυ του διδράχμου ο εστι κατά το δίδραχμον το άγιον είκοσιν οβολοί το δίδραχμον το δε ήμισυ του διδράχμου εισφορά κυρίω
14Every one that passes the survey from twenty years old and upwards shall give the offering to the Lord. πας ο παραπορευόμενος εις την επίσκεψιν από εικοσαετούς και επάνω δώσουσι την εισφοράν τω κυρίω
15The rich shall not give more, and the poor shall not give less than the half didrachm in giving the offering to the Lord, to make atonement for your souls. ο πλουτών ου προσθήσει και ο πενόμενος ου ελαττονήσει από του ημίσους του διδράχμου εν τω διδόναι την εισφοράν κυρίω εξιλάσασθαι περί των ψυχών υμών
16And thou shalt take the money of the offering from the children of Israel, and shalt give it for the service of the tabernacle of testimony; and it shall be to the children of Israel a memorial before the Lord, to make atonement for your souls. και λήψη το αργύριον της εισφοράς παρά των υιών Ισραήλ και δώσεις αυτό εις το κάτεργον της σκηνής του μαρτυρίου και έσται τοις υιοίς Ισραήλ μνημόσυνον έναντι κυρίου εξιλάσασθαι περί των ψυχών υμών
17And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
18Make a brazen laver, and a brazen base for it, for washing; and thou shalt put it between the tabernacle of witness and the altar, and thou shalt pour forth water into it. ποίησον λουτήρα χαλκούν και βάσιν αυτώ χαλκήν ώστε νίπτεσθαι και θήσεις αυτόν αναμέσον της σκηνής του μαρτυρίου και αναμέσον του θυσιαστηρίου και εκχεείς εις αυτόν ύδωρ
19And Aaron and his sons shall wash their hands and their feet with water from it. και νίψεται Ααρών και οι υιοί αυτού εξ αυτού τας χείρας αυτών και τους πόδας αυτών
20Whensoever they shall go into the tabernacle of witness, they shall wash themselves with water, so they shall not die, whensoever they advance to the altar to do service and to offer the whole burnt-offerings to the Lord. όταν εισπορεύωνται εις την σκηνήν του μαρτυρίου νίψονται ύδατι και ου αποθάνωσιν η όταν προσπορεύωνται προς το θυσιαστήριον λειτουργείν και αναφέρειν τα ολοκαυτώματα κυρίω
21They shall wash their hands and feet with water, whensoever they shall go into the tabernacle of witness; they shall wash themselves with water, that they die not; and it shall be for them a perpetual statute, for him and his posterity after him. νίψονται τας χείρας και τους πόδας αυτών ύδατι ίνα μη αποθάνωσι και έσται αυτοίς νόμιμον αιώνιον αυτώ και ταις γενεαίς αυτού μετ΄ αυτόν
22And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
23Do thou also take sweet herbs, the flower of choice myrrh five hundred shekels, and the half of this two hundred and fifty shekels of sweet-smelling cinnamon, and two hundred and fifty shekels of sweet-smelling calamus, και συ λάβε ηδύσματα το άνθος σμύρνης εκλεκτής πεντακοσίους σίκλους και κινναμώμου ευώδους το ήμισυ τούτου διακοσίους και πεντήκοντα και καλάμου ευώδους διακοσίους πεντήκοντα
24and of cassia five hundred shekels of the sanctuary, and a hin of olive oil. και ίρεως πεντακοσίους σίκλους του αγίου και έλαιον εξ ελαιών ιν
25And thou shalt make it a holy anointing oil, a perfumed ointment tempered by the art of the perfumer: it shall be a holy anointing oil. και ποιήσεις αυτό έλαιον χρίσμα άγιον μύρον μυρεψικόν τέχνη μυρεψού έλαιον χρίσμα άγιον έσται
26And thou shalt anoint with it the tabernacle of witness, and the ark of the tabernacle of witness, και χρίσεις εξ αυτού την σκηνήν του μαρτυρίου και την κιβωτόν του μαρτυρίου
27and all its furniture, and the candlestick and all its furniture, and the altar of incense, και πάντα τα σκεύη αυτής και την λυχνίαν και τα σκεύη αυτής και το θυσιαστήριον του θυμιάματος
28and the altar of whole burnt-offerings and all its furniture, and the table and all its furniture, and the laver. και το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και πάντα αυτού τα σκεύη και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού
29And thou shalt sanctify them, and they shall be most holy: every one that touches them shall be hallowed. και αγιάσεις αυτά και έσται άγια των αγίων πας ο απτόμενος αυτών αγιασθήσεται
30And thou shalt anoint Aaron and his sons, and sanctify them that they may minister to me as priests. και Ααρών και τους υιούς αυτού χρίσεις και αγιάσεις αυτούς ιερατεύειν μοι
31And thou shalt speak to the children of Israel, saying, This shall be to you a holy anointing oil throughout your generations. και τοις υιοίς Ισραήλ λαλήσεις λέγων έλαιον άλειμμα χρίσεως άγιον έσται τούτο υμίν εις τας γενεάς υμών
32On man's flesh it shall not be poured, and ye shall not make any for yourselves according to this composition: it is holy, and shall be holiness to you. επί σάρκα ανθρώπου ου χρισθήσεται και κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς ωσαύτως άγιόν εστι και αγίασμα έσται υμίν
33Whosoever shall make it in like manner, and whosoever shall give of it to a stranger, shall be destroyed from among his people. ος αν ποιήση ωσαύτως και ος αν δω απ΄ αυτού αλλογενεί εξολοθρευθήσεται εκ του λαού αυτού
34And the Lord said to Moses, Take for thyself sweet herbs, stacte, onycha, sweet galbanum, and transparent frankincense; there shall be an equal weight of each. και είπε κύριος προς Μωυσήν λάβε σεαυτώ ηδύσματα στακτήν και όνυχα και χαλβάνην ηδυσμού και λίβανον διαφανή ίσον ίσω έσται
35And they shall make with it perfumed incense, tempered with the art of a perfumer, a pure holy work. και ποιήσουσιν αυτό θυμίαμα μυρεψικόν έργον μυρεψού μεμιγμένον καθαρόν έργον άγιον
36And of these thou shalt beat some small, and thou shalt put it before the testimonies in the tabernacle of testimony, whence I will make myself known to thee: it shall be to you a most holy incense. και συγκόψεις εκ τούτων λεπτόν και θήσεις απέναντι του μαρτυριου εν τη σκηνή του μαρτυρίου όθεν γνωσθήσομαί σοι εκείθεν άγιον των αγίων έσται υμίν θυμίαμα
37Ye shall not make any for yourselves according to this composition; it shall be to you a holy thing for the Lord. κατά την σύνθεσιν ταύτην ου ποιήσετε υμίν εαυτοίς αγίασμα έσται υμίν κυρίω
38Whosoever shall make any in like manner, so as to smell it, shall perish from his people. ος αν ποιήση ωσαύτως ώστε οσφραίνεσθαι εν αυτώ απολείται εκ του λαού αυτού

Chapter 31

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
2Behold, I have called by name Beseleel the son of Urias the son of Or, of the tribe of Juda. ιδού ανακέκλημαι εξ ονόματος τον Βεσελεήλ τον του Ουρί υιόυ Ωρ εκ της φυλής Ιούδα
3And I have filled him with a divine spirit of wisdom, and understanding, and knowledge, to invent in every work, και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης εν παντί έργω διανοείσθαι
4and to frame works, to labour in gold, and silver, and brass, and blue, and purple, and spun scarlet, και αρχιτεκτονείν εργάζεσθαι το χρυσίον και το αργύριον και τον χαλκόν και την υάκινθον και την πορφύραν και το κόκκινον το νηστόν
5and works in stone, and for artificers' work in wood, to work at all works. και την βύσσον την κεκλωσμένην και τα λιθουργικά έργα και εις τα τεκτονικά των ξύλων εργάζεσθαι κατά πάντα τα έργα
6And I have appointed him and Eliab the son of Achisamach of the tribe of Dan, and to every one understanding in heart I have given understanding; and they shall make all things as many as I have appointed thee, — και εγώ δέδωκα αυτόν και τον Ελιάβ τον του Αχισαμάκ εκ φυλής Δαν και παντί συνετώ καρδία δέδωκα σύνεσιν και ποιήσουσι πάντα όσα συνέταξά σοι
7the tabernacle of witness, and the ark of the covenant, and the propitiatory that is upon it, and the furniture of the tabernacle, την σκηνήν του μαρτυρίου και την κιβωτόν της διαθήκης και το ιλαστήριον το επ΄ αυτής και την διασκευήν της σκηνής
8and the altars, and the table and all its furniture, και τα θυσιαστήρια και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής και την λυχνίαν την καθαράν και πάντα τα σκεύη αυτής
9and the pure candlestick and all its furniture, and the laver and its base, και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού
10and Aaron's robes of ministry, and the robes of his sons to minister to me as priests, και τας στολάς τας λειτουργικάς Ααρών και τας στολάς των υιών αυτού εις το ιερατεύειν μοι
11and the anointing oil and the compound incense of the sanctuary; according to all that I have commanded thee shall they make them. και το έλαιον της χρίσεως και το θυμίαμα της συνθέσεως του αγίου κατά πάντα όσα ενετειλάμην σοι ποιήσουσι
12And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
13Do thou also charge the children of Israel, saying, Take heed and keep my sabbaths; for they are a sign with me and among you throughout your generations, that ye may know that I am the Lord that sanctifies you. και συ λάλησον τοις υιός Ισραήλ λέγων οράτε και τα σάββατά μου φυλάξεσθε έστι γαρ σημείον παρ΄ εμοί και εν υμίν εις τας γενεάς υμών ίνα γνώτε ότι εγώ κύριος ο αγιάζων υμάς
14And ye shall keep the sabbaths, because this is holy to the Lord for you; he that profanes it shall surely be put to death: every one who shall do a work on it, that soul shall be destroyed from the midst of his people. και φυλάξεσθε το σάββατον ότι άγιόν εστιν υμίν ο βεβηλών αυτό θανάτω θανατωθήσεται πας ος ποιήσει εν αυτώ έργον εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ μέσου του λαού αυτού
15Six days thou shalt do works, but the seventh day is the sabbath, a holy rest to the Lord; every one who shall do a work on the seventh day shall be put to death. εξ ημέρας ποιήσεις έργα τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα ανάπαυσις άγια τω κυρίω πας ος ποιήσει έργον τη ημέρα των σαββάτων θανατωθήσεται
16And the children of Israel shall keep the sabbaths, to observe them throughout their generations. και φυλάξουσιν οι υιοί Ισραήλ τα σάββατα ποιείν αυτά εις τας γενεάς αυτών
17It is a perpetual covenant with me and the children of Israel, it is a perpetual sign with me; for in six days the Lord made the heaven and the earth, and on the seventh day he ceased, and rested. διαθήκη αιώνιος εν εμοί και τοις υιοίς Ισραήλ σημείόν εστιν αιώνιον ότι εν εξ ημέραις εποίησε κύριος τον ουρανόν και την γην και τη ημέρα τη εβδόμη επαύσατο και κατέπαυσε
18And he gave to Moses when he left off speaking to him in mount Sina the two tables of testimony, tables of stone written upon with the finger of God. και έδωκε Μωυσή ηνίκα κατέπαυσε λαλών αυτώ εν τω όρει τω Σινά τας δύο πλάκας του μαρτυρίου πλάκας λιθίνας γεγραμμένας τω δακτύλω του θεού

Chapter 32

[edit]
1 And when the people saw that Moses delayed to come down from the mountain, the people combined against Aaron, and said to him, Arise and make us gods who shall go before us; for this Moses, the man who brought us forth out of the land of Egypt—we do not know what is become of him. και ιδών ο λαός ότι κεχρόνικε Μωυσής καταβήναι εκ του όρους συνέστη ο λαός επί Ααρών και λέγουσιν αυτώ ανάστηθι και ποίησον ημίν θεούς οι προπορεύσονται ημών ο γαρ Μωυσής ούτος ο άνθρωπος ος εξήγαγεν ημάς εκ γης Αιγύπτου ουκ οίδαμεν τι γέγονεν αυτώ
2And Aaron says to them, Take off the golden ear-rings which are in the ears of your wives and daughters, and bring them to me. και λέγει αυτοίς Ααρών περιέλεσθε τα ενώτια τα χρυσά τα εν τοις ώσι των γυναικών υμών και των θυγατέρων και ενέγκατε προς με
3And all the people took off the golden ear-rings that were in their ears, and brought them to Aaron. και περιείλαντο πας ο λαός τα ενώτια τα χρυσά τα εν τοις ωσίν αυτών και ήνεγκαν προς Ααρών
4And he received them at their hands, and formed them with a graving tool; and he made them a molten calf, and said, These are thy gods, O Israel, which have brought thee up out of the land of Egypt. και εδέξατο εκ των χειρών αυτών και έπλασεν αυτά εν τη γραφίδι και εποίησεν αυτό μόσχον χωνευτόν και είπαν ούτοι οι θεοί σου Ισραήλ οίτινες ανεβίβασάν σε εκ γης Αιγύπτου
5And Aaron having seen it built an altar before it, and Aaron made proclamation saying, To-morrow is a feast of the Lord. και ιδών Ααρών ωκοδόμησε θυσιαστήριον κατέναντι αυτού και εκήρυξεν Ααρών λέγων εορτή κυρίου άυριον
6And having risen early on the morrow, he offered whole burnt-offerings, and offered a peace-offering; and the people sat down to eat and drink, and rose up to play. και ορθρίσας τη επαύριον ανεβίβασεν ολοκαυτώματα και προσήνεγκε θυσίαν σωτηρίου και εκάθισεν ο λαός φαγείν και πιείν και ανέστησαν παίζειν
7And the Lord spoke to Moses, saying, Go quickly, descend hence, for thy people whom thou broughtest out of the land of Egypt have transgressed; και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων βάδιζε το τάχος κατάβηθι εντεύθεν ηνόμησε γαρ ο λαός σου ο εξήγαγες εκ γης Αιγύπτου
8they have quickly gone out of the way which thou commandedst; they have made for themselves a calf, and worshipped it, and sacrificed to it, and said, παρέβησαν ταχύ εκ της οδού ης ενέτειλω αυτοίς εποίησαν εαυτοίς μόσχον και προσκεκυνήκασι αυτώ και τεθύκασιν αυτώ και είπαν ούτοι οι θεοί σου Ισραήλ οίτινες ανεβίβασάν σε εκ γης Αιγύπτου
9These are thy gods, O Israel, who brought thee up out of the land of Egypt. και νυν έασόν με και θυμωθείς οργή εις αυτούς εκτρίψω αυτούς
10And now let me alone, and I will be very angry with them and consume them, and I will make thee a great nation. και ποιήσω σε εις έθνος μέγα
11And Moses prayed before the Lord God, and said, Wherefore, O Lord, art thou very angry with thy people, whom thou broughtest out of the land of Egypt with great strength, and with thy high arm? και εδεήθη Μωυσής κατέναντι κυρίου του θεού και είπεν ινατί κύριε θυμοί οργή εις τον λαόν σου ους εξήγαγες εκ γης Αιγύπτου εν ισχύϊ μεγάλη και εν τω βραχίονί σου τω υψηλώ
12Take heed lest at any time the Egyptians speak, saying, With evil intent he brought them out to slay them in the mountains, and to consume them from off the earth; cease from thy wrathful anger, and be merciful to the sin of thy people, μή είπωσιν οι Αιγύπτιοι λέγοντες μετά πονηρίας εξήγαγεν αυτούς αποκτείναι εν τοις όρεσι και εξαναλώσαι αυτούς από της γης παύσαι της οργής του θυμού σου και ίλεως γενού επί τη κακία του λαού σου
13remembering Abraam and Isaac and Jacob thy servants, to whom thou hast sworn by thyself, and hast spoken to them, saying, I will greatly multiply your seed as the stars of heaven for multitude, and all this land which thou spokest of to give to them, so that they shall possess it for ever. μνησθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ των σων οικετών οις ώμοσας αυτοίς κατά σεαυτού και ελάλησας προς αυτούς λέγων πολυπληθυνώ το σπέρμα υμών ωσεί τα άστρα του ουρανού τω πλήθει και πάσαν την γην ταύτην ην είπας δούναι τω σπέρματι αυτών και καθέξουσιν αυτήν εις τον αιώνα
14And the Lord was prevailed upon to preserve his people. και ιλάσθη κύριος περί της κακίας ης είπε ποιήσαι προς τον λαόν αυτού
15And Moses turned and went down from the mountain, and the two tables of testimony were in his hands, tables of stone written on both their sides: they were written within and without. και αποστρέψας Μωυσής κατέβη από του όρους και αι δύο πλάκες του μαρτυρίου εν ταις χερσίν αυτού πλάκες λίθιναι καταγεγραμμέναι εξ αμφοτέρων των μερών αυτών ένθεν και ένθεν ήσαν γεγραμμέναι
16And the tables were the work of God, and the writing the writing of God written on the tables. και αι πλάκες έργον θεού ήσαν και η γραφή γραφή θεού εστι κεκολαμμένη εν ταις πλαξί
17And Joshua having heard the voice of the people crying, says to Moses, There is a noise of war in the camp. και ακούσας Ιησούς της φωνηνς του λαού κραζόντων λέγει προς Μωυσήν φωνή πολέμου εν τη παρεμβολή
18And Moses says, It is not the voice of them that begin the battle, nor the voice of them that begin the cry of defeat, but the voice of them that begin the banquet of wine do I hear. και λέγει ουκ έστι φωνή εξαρχόντων κατ΄ ισχύν ουδέ φωνή εξαρχόντων τροπής αλλά φωνήν εξαρχόντων οίνου εγώ ακούω
19And when he drew nigh to the camp, he sees the calf and the dances; and Moses being very angry cast the two tables out of his hands, and broke them to pieces under the mountain. και ηνίκα ήγγιζε τη παρεμβολή ορά τον μόσχον και τους χορούς και οργισθείς θυμώ Μωυσής έρριψεν από των χειρών αυτού τας δύο πλάκας και συνέτριψεν αυτάς υπό το όρος
20And having taken the calf which they made, he consumed it with fire, and ground it very small, and scattered it on the water, and made the children of Israel to drink it. και λαβών τον μόσχον ον εποίησαν κατέκαυσεν αυτόν πυρί και κατήλεσεν αυτόν λεπτόν και έσπειρεν αυτόν επί το ύδωρ και επότισεν αυτό τους υιούς Ισραήλ
21And Moses said to Aaron, What has this people done to thee, that thou hast brought upon them a great sin? και είπε Μωυσής προς Ααρών τι εποίησέ σοι ο λαός ούτος ότι επήγαγες επ΄ αυτούς αμαρτίαν μεγάλην
22And Aaron said to Moses, Be not angry, my lord, for thou knowest the impetuosity of this people. και είπεν Ααρών προς Μωυσήν μη οργίζου κύριε συ γαρ οίδας το όρμημα του λαού τούτου
23For they say to me, Make us gods, which shall go before us; for as for this man Moses, who brought us out of Egypt, we do not know what is become of him. λέγουσι γαρ μοι ποίησον ημίν θεούς οι προπορεύσονται ημών ο γαρ Μωυσής ούτος ο άνθρωπος ος εξήγαγεν ημάς εξ Αιγύπτου ουκ οίδαμεν τι γέγονεν αυτώ
24And I said to them, If any one has golden ornaments, take them off; and they gave them me, and I cast them into the fire, and there came out this calf. και είπα αυτοίς τίνι υπάρχει χρυσία περιέλεσθε και έδωκάν μοι και έρριψα εις το πυρ και εξήλθεν ο μόσχος ούτος
25And when Moses saw that the people was scattered, —for Aaron had scattered them so as to be a rejoicing to their enemies, — και ιδών Μωυσής τον λαόν ότι διεσκέδασται διεσκέδασε γαρ αυτούς Ααρών επίχαρμα τοις υπεναντίοις αυτών
26then stood Moses at the gate of the camp, and said, Who is on the Lord's side? let him come to me. Then all the sons of Levi came to him. έστη Μωυσής επί της πύλης της παρεμβολής και είπε τις προς κύριον ίτω προς με συνήλθον ουν προς αυτόν πάντες οι υιοί Λευί
27And he says to them, Thus saith the Lord God of Israel, Put every one his sword on his thigh, and go through and return from gate to gate through the camp, and slay every one his brother, and every one his neighbour, and every one him that is nearest to him. και λέγει αυτοίς τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ θέτε έκαστος την εαυτού ρομφαίαν επί τον μηρόν και διέλθατε και ανακάμψατε από πύλης επί πύλην διά της παρεμβολής και αποκτείνατε έκαστος τον αδελφόν αυτού και έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος τον έγγιστα αυτού
28And the sons of Levi did as Moses spoke to them, and there fell of the people in that day to the number of three thousand men. και εποίησαν οι υιοί Λευί καθά ελάλησεν αυτοίς Μωυσής και έπεσον εκ του λαού εν τη ημέρα εκείνη τρισχιλίους άνδρας
29And Moses said to them, Ye have filled your hands this day to the Lord each one on his son or on his brother, so that blessing should be given to you. και είπεν αυτοίς Μωυσής επληρώσατε τας χείρας υμών σήμερον κυρίω έκαστος εν τω αδελφώ και υιώ δοθήναι εφ΄ υμάς ευλογίαν
30And it came to pass after the morrow had begun, that Moses said to the people, Ye have sinned a great sin; and now I will go up to God, that I may make atonement for your sin. και εγένετο μετά την άυριον είπε Μωυσής προς τον λαόν υμείς ημαρτήκατε αμαρτίαν μεγάλην και νυν αναβήσομαι προς τον θεόν ίνα εξιλάσωμαι περί της αμαρτίας υμών
31And Moses returned to the Lord and said, I pray, O Lord, this people has sinned a great sin, and they have made for themselves golden gods. υπέστρεψε δε Μωυσής προς κύριον και είπε δέομαι κύριε ημάρτηκεν ο λαός ούτος αμαρτίαν μεγάλην και εποίησαν εαυτοίς θεούς χρυσούς
32And now if thou wilt forgive their sin, forgive it; and if not, blot me out of thy book, which thou hast written. και νυν ει μεν αφεις αυτοίς την αμαρτίαν αυτών άφες ει εξάλειψόν με εκ της βίβλου σου ης έγραψας
33And the Lord said to Moses, If any one has sinned against me, I will blot them out of my book. και είπε κύριος προς Μωυσήν ει ημάρτηκεν ενώπιόν μου εξαλείψω αυτούς εκ της βίβλου μου
34And now go, descend, and lead this people into the place of which I spoke to thee: behold, my angel shall go before thy face; and in the day when I shall visit I will bring upon them their sin. νυν δε βάδιζε και οδήγησον τον λαόν τούτον εις τον τόπον ον είπά σοι ιδού ο άγγελός μου προπορεύσεται προ προσώπου σου η δ΄ αν ημέρα επισκέπτωμαι επάξω επ΄ αυτούς την αμαρτίαν αυτών
35And the Lord smote the people for the making the calf, which Aaron made. και επάταξε κύριος τον λαόν περί της ποιήσεως του μόσχου ου εποίησεν Ααρών

Chapter 33

[edit]
1And the Lord said to Moses, Go forward, go up hence, thou and thy people, whom thou broughtest out of the land of Egypt, into the land which I swore to Abraam, and Isaac, and Jacob, saying, I will give it to your seed. και είπε κύριος προς Μωυσήν προπορεύου ανάβηθι εντεύθεν συ και ο λαός σου ους εξήγαγες εκ γης Αιγύπτου εις την γην ην ώμοσα τω Αβραάμ και τω Ισαάκ και τω Ιακώβ λέγων τω σπέρματι υμών δώσω αυτήν
2And I will send at the same time my angel before thy face, and he shall cast out the Amorite and the Chettite, and the Pherezite and Gergesite, and Evite, and Jebusite, and Chananite. και συναποστελώ τον άγγελόν μου προ προσώπου σου και εκβαλεί τον Αμορραίον και Χετταίον και Φερεζαίον και Γεργεσαίον και Ευαίον και Ιεβουσαίον και Χαναναίον
3And I will bring thee into a land flowing with milk and honey; for I will not go up with thee, because thou art a stiff-necked people, lest I consume thee by the way. και εισάξω σε εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι ου γαρ μη συναναβώ μετά σου διά το τον λαόν σκληροτράχηλόν σε είναι ίνα μη εξαναλώσω σε εν τη οδώ
4And the people having heard this grievous saying, mourned in mourning apparel. και ακούσας ο λαός το ρήμα το πονηρόν τούτο κατεπένθησεν εν πενθικοίς
5For the Lord said to the children of Israel, Ye are a stiff-necked people; take heed lest I bring on you another plague, and destroy you: now then put off your glorious apparel, and your ornaments, and I will shew thee what I will do to thee. και είπε κύριος τοις υιοίς Ισραήλ υμείς λαός σκληροτράχηλος οράτε μη πληγήν άλλην εγώ επάγω εφ΄ υμάς και εξαναλώσω υμάς νυν ουν αφέλεσθε τας στολάς των δοξών υμών και τον κόσμον και δείξω σοι α ποιήσω σοι
6So the sons of Israel took off their ornaments and their array at the mount of Choreb. και περιείλαντο οι υιοί Ισραήλ τον κόσμον αυτών και την περιστολήν από του όρους του Χωρήβ
7And Moses took his tabernacle and pitched it without the camp, at a distance from the camp; and it was called the Tabernacle of Testimony: and it came to pass that every one that sought the Lord went forth to the tabernacle which was without the camp. και λαβών Μωυσής την σκηνήν αυτού έπηξεν έξω της παρεμβολής μακράν από της παρεμβολής και εκλήθη σκηνή του μαρτυρίου και εγένετο πας ο ζητών τον κύριον εξεπορεύετο εις την σκηνήν έξω της παρεμβολής
8And whenever Moses went into the tabernacle without the camp, all the people stood every one watching by the doors of his tent; and when Moses departed, they took notice until he entered into the tabernacle. ηνίκα δ΄ αν εισεπορεύετο Μωυσής εις την σκηνήν έξω της παρεμβολής ειστήκει πας ο λαός σκοπεύοντες έκαστος παρά τας θύρας της σκηνής αυτού και κατενοόυσαν απιόντος Μωυσή έως του είσελθειν αυτόν εις την σκηνήν
9And when Moses entered into the tabernacle, the pillar of the cloud descended, and stood at the door of the tabernacle, and God talked to Moses. ως δε εισήλθε Μωυσής εις την σκηνήν κατέβαινεν ο στύλος της νεφέλης και ίστατο επί την θύραν της σκηνής και ελάλει Μωυσή
10And all the people saw the pillar of the cloud standing by the door of the tabernacle, and all the people stood and worshipped every one at the door of his tent. και εώρα πας ο λαός τον στύλον της νεφέλης εστώτα επί της θύρας της σκηνής και ίστατο πας ο λαός και προσεκύνησαν έκαστος από της θύρας της σκηνής αυτού
11And the Lord spoke to Moses face to face, as if one should speak to his friend; and he retired into the camp: but his servant Joshua the son of Naue, a young man, departed not forth from the tabernacle. και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω ως ει λαλήσαι προς τον εαυτού φίλον και απελύετο εις την παρεμβολήν ο δε θεράπων Ιησούς ο υιός Ναυή νέος ουκ εξεπορεύετο εκ της σκηνής
12And Moses said to the Lord, Lo! thou sayest to me, Lead on this people; but thou hast not shewed me whom thou wilt send with me, but thou hast said to me, I know thee above all, and thou hast favour with me. και είπε Μωυσής προς κύριον ιδού συ μοι λέγεις ανάγαγε τον λαόν τούτον συ δε ουκ εδήλωσάς μοι ον συναποστελείς μετ΄ εμού συ δε μοι είπας οίδά σε παρά πάντας και χάριν έχεις παρ΄ εμοί
13If then I have found favour in thy sight, reveal thyself to me, that I may evidently see thee; that I may find favour in thy sight, and that I may know that this great nation is thy people. ει ουν εύρηκα χάριν εναντίον σου εμφάνισόν μοι σεαυτόν γνωστώς ίνα ίδω σε όπως αν ω ευρηκώς χάριν εναντίον σου και ίνα γνώ ότι λαός σου το έθνος τούτο
14And he says, I myself will go before thee, and give thee rest. και λέγει αυτός προπορεύσομαί σου και καταπαύσω σε
15And he says to him, If thou go not up with us thyself, bring me not up hence. και λέγει προς αυτόν ει συ αυτός πορεύη μεθ΄ ημών μη με αναγάγης εντεύθεν
16And how shall it be surely known, that both I and this people have found favour with thee, except only if thou go with us? So both I and thy people shall be glorified beyond all the nations, as many as are upon the earth. και πως γνωστόν έσται αληθώς ότι εύρηκα χάριν παρά σοι εγώ τε και ο λαός σου αλλ΄ συμπορευομένου σου μεθ΄ ημών και ενδοξασθήσομαι εγώ τε και ο λαός σου παρά πάντα τα έθνη όσα επί της γης εστιν
17And the Lord said to Moses, I will also do for thee this thing, which thou hast spoken; for thou hast found grace before me, and I know thee above all. είπε δε κύριος προς Μωυσήν και τούτόν σοι τον λόγον ον είρηκας ποιήσω εύρηκας γαρ χάριν ενώπιον μού και οίδά σε παρά πάντας
18And Moses says, Manifest thyself to me. και λέγει δείξόν μοι την σεαυτού δόξαν
19And God said, I will pass by before thee with my glory, and I will call by my name, the Lord, before thee; and I will have mercy on whom I will have mercy, and will have pity on whom I will have pity. και είπεν εγώ παρελεύσομαι πρότερός σου τη δόξη μου και καλέσω τω ονόματι κύριος εναντίον σου και ελεήσω ον αν ελεώ και οικτειρήσω ον αν οικτειρώ
20And God said, Thou shalt not be able to see my face; for no man shall see my face, and live. και είπεν ου δυνήση ιδείν το πρόσωπόν μου ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται
21And the Lord said, Behold, there is a place by me: thou shalt stand upon the rock; και είπε κύριος ιδού τόπος παρ΄ εμοί και στήση επί της πέτρας
22and when my glory shall pass by, then I will put thee into a hole of the rock; and I will cover thee over with my hand, until I shall have passed by. ηνίκα δ΄ αν παρέλθη η δόξα μου και θήσω σε εις οπήν της πέτρας και σκεπάσω τη χειρί μου επί σε έως αν παρέλθω
23And I will remove my hand, and then shalt thou see my back parts; but my face shall not appear to thee. και αφελώ την χείρα και τότε όψει τα οπίσω μου το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι

Chapter 34

[edit]
1And the Lord said to Moses, Hew for thyself two tables of stone, as also the first were, and come up to me to the mountain; and I will write upon the tables the words, which were on the first tables, which thou brokest. και είπε κύριος προς Μωυσήν λάξευσον σεαυτώ δύο πλάκας λιθίνας καθ΄ώς και αι πρώται και ανάβηθι προς με εις το όρος και γράψω επί των πλακών τα ρήματα α ην εν ταις πλαξί ταις πρώταις ας συνέτριψας
2And be ready by the morning, and thou shalt go up to the mount Sina, and shalt stand there for me on the top of the mountain. και γίνου έτοιμος εις τοπρωϊ και αναβήσεις επί το όρος το Σινά και στήση μοι εκει επ΄ άκρου του όρους
3And let no one go up with thee, nor be seen in all the mountain; and let not the sheep and oxen feed near that mountain. και μηδείς αναβήτω μετά σου μηδέ οφθήτω εν παντί τω όρει και τα πρόβατα και οι βόες μη νεμέσθωσαν πλησίον του όρους εκείνου
4And Moses hewed two tables of stone, as also the first were; and Moses having arisen early, went up to the mount Sina, as the Lord appointed him; and Moses took the two tables of stone. και ελάξευσε δύο πλάκας λιθίνας καθάπερ και αι πρώται και ορθρίσας Μωυσής τοπρωϊ ανέβη εις το όρος το Σινά καθότι συνέταξεν αυτώ κύριος και έλαβε Μωυσής μεθ΄ εαυτού τας δύο πλάκας τας λιθίνας
5And the Lord descended in a cloud, and stood near him there, and called by the name of the Lord. και κατέβη κύριος εν νεφέλη και παρέστη αυτώ εκεί και εκάλεσε τω ονόματι κυρίου
6And the Lord passed by before his face, and proclaimed, The Lord God, pitiful and merciful, longsuffering and very compassionate, and true, και παρήλθε κύριος προ προσώπου αυτού και εκάλεσε κύριος κύριος ο θεός οικτίρμων και ελεήμων μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός
7and keeping justice and mercy for thousands, taking away iniquity, and unrighteousness, and sins; and he will not clear the guilty; bringing the iniquity of the fathers upon the children, and to the children's children, to the third and fourth generation. και δικαιοσύνην διατηρών και ποιών έλεος εις χιλιάδας αφαιρών ανομίας και αδικίας και αμαρτίας και τον ένοχον ου καθαριεί επάγων ανομίας πατέρων επί τέκνα και επί τέκνα τέκνων επί τρίτην και τετάρτην γενεάν
8And Moses hasted, and bowed to the earth and worshipped; και σπεύσας Μωυσής κύψας επί την γην προσεκύνησε
9and said, If I have found grace before thee, let my Lord go with us; for the people is stiff-necked: and thou shalt take away our sins and our iniquities, and we will be thine. και είπεν ει εύρηκα χάριν ενώπιόν σου συμπορευθήτω ο κύριός μου μεθ΄ ημών ο λαός γαρ σκληροτράχηλός εστι και αφελείς συ τας αμαρτίας και τας ανομίας ημών και εσόμεθά σοι
10And the Lord said to Moses, Behold, I establish a covenant for thee in the presence of all thy people; I will do glorious things, which have not been done in all the earth, or in any nation; and all the people among whom thou art shall see the works of the Lord, that they are wonderful, which I will do for thee. και είπε κύριος προς Μωυσήν ιδού εγώ τίθημί σοι διαθήκην ενώπιον παντός του λαού σου και ποιήσω ένδοξα α ου γέγονεν εν πάση τη γη και εν παντί έθνει και όψεται πας ο λαός εν οις ει συ τα έργα κυρίου ότι θαυμαστά εστιν α εγώ ποιήσω σοι
11Do thou take heed to all things whatsoever I command thee: behold, I cast out before your face the Amorite and the Chananite and the Pherezite, and the Chettite, and Evite, and Gergesite and Jebusite: πρόσεχε συ πάντα όσα εγώ εντέλλομαί σοι ιδού εγώ εκβαλλώ προ προσώπου υμών τον Αμορραίον και τον Χαναναίον και τον Χετταίον και τον Φερεζαίον και τον Ευαίον και τον Γεργεσαίον και τον Ιεβουσαίον
12take heed to thyself, lest at any time thou make a covenant with the dwellers on the land, into which thou art entering, lest it be to thee a stumbling-block among you. πρόσεχε σεαυτώ μή θης διαθήκην τοις εγκαθημένοις επί της γης εις ην εισπορεύη εις αυτήν μή γένηται πρόσκομμα εν υμίν
13Ye shall destroy their altars, and break in pieces their pillars, and ye shall cut down their groves, and the graven images of their gods ye shall burn with fire. τους βωμούς αυτών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε πυρί
14For ye shall not worship strange gods, for the Lord God, a jealous name, is a jealous God; ου γαρ μη προσκυνήσητε θεώ ετέρω ο γαρ κύριος ο θεός ζηλωτόν όνομα θεός ζηλωτής εστι
15lest at any time thou make a covenant with the dwellers on the land, and they go a whoring after their gods, and sacrifice to their gods, and they call thee, and thou shouldest eat of their feasts, μή θης διαθήκην τοις εγκαθημένοις επί της γης και εκπορνεύσωσιν οπίσω των θεών αυτών και θύσωσι τοις θεοίς αυτών και καλέσωσί σε και φάγης των θυσιών αυτών
16and thou shouldest take of their daughters to thy sons, and thou shouldest give of thy daughters to their sons; and thy daughters should go a whoring after their gods, and thy sons should go a whoring after their gods. και λάβης των θυγατέρων αυτών τοις υιοίς σου και των θυγατέρων σου δως τοις υιοίς αυτών και εκπορνεύσωσιν αι θυγατέρες σου οπίσω των θεών αυτών και εκπορνεύσουσιν τους υιούς σου οπίσω των θεών αυτών
17And thou shalt not make to thyself molten gods. και θεούς χωνευτούς ου ποιήσεις σεαυτώ
18And thou shalt keep the feast of unleavened bread: seven days shalt thou eat unleavened bread, as I have charged thee, at the season in the month of new corn; for in the month of new corn thou camest out from Egypt. και την εορτήν των αζύμων φυλάξη επτά ημέρας φαγή άζυμα καθάπερ εντέταλμαί σοι εις τον καιρόν εν μηνί των νέων εν γαρ τω μηνί των νέων εξήλθες εξ Αιγύπτου
19The males are mine, everything that opens the womb; every first-born of oxen, and every first-born of sheep. παν διανοίγον μήτραν εμοί τα αρσενικά πρωτότοκον μόσχου και προβατου
20And the first-born of an ass thou shalt redeem with a sheep, and if thou wilt not redeem it thou shalt pay a price: every first-born of thy sons shalt thou redeem: thou shalt not appear before me empty. και πρωτότοκον υποζυγίου λυτρώση προβάτω εάν δε μη λυτρώση αυτό τιμήν δώσεις αυτού παν πρωτότοκον των υιών σου λυτρωση ουκ οφθήση ενώπιόν μου κενός
21Six days thou shalt work, but on the seventh day thou shalt rest: there shall be rest in seed-time and harvest. εξ ημέρας έργα τη δε ημέρα τη εβδόμη καταπαύσεις τω σπόρω και τω αμητώ καταπαύσις
22And thou shalt keep to me the feast of weeks, the beginning of wheat-harvest; and the feast of ingathering in the middle of the year. και εορτήν εβδομάδων ποιήσεις μοι αρχήν θερισμού πυρών και εορτήν συναγωγής μεσούντος του ενιαυτού
23Three times in the year shall every male of thine appear before the Lord the God of Israel. τρεις καιρούς του ενιαυτού οφθήσεται παν αρσενικόν σου ενώπιον κυρίου του θεού Ισραήλ
24For when I shall have cast out the nations before thy face, and shall have enlarged thy coasts, no one shall desire thy land, whenever thou mayest go up to appear before the Lord thy God, three times in the year. όταν γαρ εκβάλω τα έθνη από προσώπου σου και πλατυνώ τα όριά σου ουκ επιθυμήσει ουδείς της γης σου ηνίκα αν αναβαίνης οφθήναι εναντίον κυρίου του θεού σου τρεις καιρούς του ενιαυτού
25Thou shalt not offer the blood of my sacrifices with leaven, neither shall the sacrifices of the feast of the passover remain till the morning. ου σφάξεις επί ζύμη αίμα θυσιασμάτων μου και ου κοιμηθήσεται εις τοπρωϊ θύματα εορτής του πάσχα
26The first-fruits of thy land shalt thou put into the house of the Lord thy God: thou shalt not boil a lamb in his mother's milk. τα πρωτογεννήματα της γης σου εισοίσεις εις τον οίκον κυρίου του θεού σου ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυτού
27And the Lord said to Moses, Write these words for thyself, for on these words I have established a covenant with thee and with Israel. και είπε κύριος προς Μωυσήν γράψον σεαυτώ τα ρήματα ταύτα επι γαρ των λόγων τούτων τέθειμαί σοι διαθήκην και τω Ισραήλ
28And Moses was there before the Lord forty days, and forty nights; he did not eat bread, and he did not drink water; and he wrote upon the tables these words of the covenant, the ten sayings. και ην εκεί Μωυσής έναντι κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας άρτον ουκ έφαγε και ύδωρ ουκ έπιε και έγραψεν επί των πλακών τα ρήματα ταύτα της διαθήκης τους δέκα λόγους
29And when Moses went down from the mountain, there were the two tables in the hands of Moses, —as then he went down from the mountain, Moses knew not that the appearance of the skin of his face was glorified, when God spoke to him. ως δε κατέβαινε Μωυσής εκ του όρους Σινά και αι δύο πλάκες επί των χειρών Μωυσή καταβαίνοντος δε αυτού εκ του όρους και Μωυσής ουκ ήδει ότι δεδόξασται η όψις του χρωτός του προσώπου αυτού εν τω λαλείν αυτόν αυτώ
30And Aaron and all the elders of Israel saw Moses, and the appearance of the skin of his face was made glorious, and they feared to approach him. και είδεν Ααρών και πάντες οι υιοί Ισραήλ τον Μωυσήν και ην δεδοξασμένη η όψις του χρωτός του προσώπου αυτού και εφοβήθησαν εγγίσαι αυτώ
31And Moses called them, and Aaron and all the rulers of the synagogue turned towards him, and Moses spoke to them. και εκάλεσεν αυτούς Μωυσής και επεστράφησαν προς αυτόν Ααρών και πάντες οι άρχοντες της συναγωγής και ελάλησεν αυτοίς Μωυσής
32And afterwards all the children of Israel came to him, and he commanded them all things, whatsoever the Lord had commanded him in the mount of Sina. και μετά ταύτα προσήλθον προς αυτόν πάντες οι υιοί Ισραήλ και ενετείλατο αυτοίς πάντα όσα ελάλησε κύριος προς αυτόν εν τω όρει Σινά
33And when he ceased speaking to them, he put a veil on his face. και επειδή κατέπαυσε λαλών προς αυτούς επέθηκεν επί το πρόσωπον αυτού κάλυμμα
34And whenever Moses went in before the Lord to speak to him, he took off the veil till he went out, and he went forth and spoke to all the children of Israel whatsoever the Lord commanded him. ηνίκα δ΄ αν εισεπορεύετο Μωυσής έναντι κυρίου λαλείν αυτώ περιηρείτο το κάλυμμα έως του εκπορεύεσθαι και εξελθών ελάλει πάσι τοις υιοίς Ισραήλ όσα ενετείλατο αυτώ κύριος
35And the children of Israel saw the face of Moses, that it was glorified; and Moses put the veil over his face, till he went in to speak with him. και είδον οι υιοί Ισραήλ το πρόσωπον Μωυσέως ότι δεδόξασται και περιέθηκε Μωυσής κάλυμμα επί το πρόσωπον αυτού έως αν εισέλθη συλλαλείν αυτώ

Chapter 35

[edit]
1And Moses gathered all the congregation of the children of Israel together, and said, These are the words which the Lord has spoken for you to do them. και συνήθροισε Μωυσής πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ και είπε προς αυτούς ούτοι οι λόγοι ους είπε κύριος ποιήσαι αυτούς
2Six days shalt thou perform works, but on the seventh day shall be rest—a holy sabbath—a rest for the Lord: every one that does work on it, let him die. εξ ημέρας ποιήσεις έργα τη δε ημέρα τη εβδόμη κατάπαυσεις άγια σάββατα ανάπαυσις τω κυρίω πας ο ποιών έργον εν αυτή τελευτάτω
3Ye shall not burn a fire in any of your dwellings on the sabbath-day; I am the Lord. ου καύσετε πυρ εν πάση τη κατοικία υμών εν τη ημέρα των σαββάτων εγώ κύριος
4And Moses spoke to all the congregation of the children of Israel, saying, This is the thing which the Lord has appointed you, saying, και είπε Μωυσής προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ λέγων τούτο το ρήμα ο συνέταξε Κύριος λέγων
5Take of yourselves an offering for the Lord: every one that engages in his heart shall bring the first-fruits to the Lord; gold, silver, brass, λάβετε παρ΄ υμών αυτών αφαίρεμα κυρίω πας ο καταδεχόμενος τη καρδία οίσουσι τας απαρχάς κυρίω χρυσίον αργύριον χαλκόν
6blue, purple, double scarlet spun, and fine linen spun, and goats' hair, υάκινθον πορφύραν κόκκινον διπλούν διανενησμένον και βύσσον κεκλωσμένην και τρίχας αιγείας
7and rams' skins dyed red, and skins dyed blue, and incorruptible wood, και δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και δέρματα υακίνθινα και ξύλα άσηπτα
8and sardine stones, and stones for engraving for the shoulder-piece and full-length robe. και έλαιον εις την φαύσιν και θυμίαμα εις το έλαιον της χρίσεως και εις την σύνθεσιν του θυμιάματος
9And every man that is wise in heart among you, let him come and work all things whatsoever the Lord has commanded. και λίθους σαρδίους και λίθους εις την γλυφήν εις την επωμίδα και εις τον λογείον
10The tabernacle, and the cords, and the coverings, and the rings, and the bars, and the posts, και πας ο σοφός τη διανοία εν υμίν ελθών εργαζέσθω πάντα όσα συνέταξε κύριος
11and the ark of the testimony, and its staves, and its propitiatory, and the veil, την σκηνήν και τα παραρύματα και τα κατακαλύμματα και τα διατόνια και τους στύλους και τους μοχλούς και τους πασσάλους και τας βάσεις
12and the curtains of the court, and its posts, την κιβωτόν και τους αναφορείς αυτής και το ιλαστήριον και το καταπέτασμα
13and the emerald stones, και την τράπεζαν και τους αναφορείς αυτής και πάντα τα σκέυη αυτής και τους άρτους της προθέσεως
14and the incense, and the anointing oil, και την λυχνίαν του φωτός και πάντα τα σκεύη αυτής και τους λύχνους αυτής και το έλαιον του φωτός
15and the table and all its furniture, και το θυσιαστήριον του θυμιάματος και τους αναφορείς αυτού και το έλαιον της χρίσεως και θυμίαμα της συνθέσεως και το επίσπαστρον της θύρας της σκηνής
16and the candle-stick for the light and all its furniture, και το θυσιαστήριον του ολοκαυτώματος και την εσχάραν αυτού την χαλκήν και τους αναφορείς αυτού και πάντα τα σκεύη αυτού και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού
17and the altar and all its furniture; και τα ιστία της αυλής και τους στύλους αυτής
18and the holy garments of Aaron the priest, and the garments in which they shall do service; και τους πασσάλους της σκηνής και τας πασσάλους της αυλής και τα σχοινία αυτών και τας στολάς τας αγίας Ααρών του ιερέως
19and the garments of priesthood for the sons of Aaron and the anointing oil, and the compound incense. και τας στολάς εν αις λειτουργούσιν εν αυταίς εν τω αγίω και τους χιτώνας τοις υιοίς Ααρών της ιερατείας και το έλαιον του χρίσματος και το θυμίαμα της συνθέσεως
20And all the congregation of the children of Israel went out from Moses. And they brought, they whose heart prompted them, and they to whomsoever it seemed good in their mind, each and offering: και εξήλθε πάσα συναγωγή υιών Ισραήλ από Μωυσή
21and they brought an offering to the Lord for all the works of the tabernacle of witness, and all its services, and for all the robes of the sanctuary. και ήνεγκεν έκαστος ων έφερεν αυτών η καρδία και οις έδοξε τη ψυχή αυτών ήνεγκαν αφαίρεμα κυρίω εις πάντα τα έργα της σκηνής του μαρτυρίου και εις πάντα τα κάτεργα αυτής και εις πάσας τας στολάς του αγίου
22And the men, even every one to whom it seemed good in his heart, brought from the women, even brought seals and ear-rings, and finger-rings, and necklaces, and bracelets, every article of gold. και ήνεγκαν οι άνδρες παρά των γυναικών πας ω έδοξεν τη διανοία ήνεγκαν σφραγίδας και ενώτια και δακτυλίους και εμπλόκια και περιδέξια παν σκεύος χρυσούν
23And all as many as brought ornaments of gold to the Lord, and with whomsoever fine linen was found; and they brought skins dyed blue, and rams' skins dyed red. και πάντες όσοι ήνεγκαν αφαιρέματα χρυσίου κυρίω και πας ω ευρέθη παρ΄ αυτώ υάκινθος και πορφύρα και κόκκινον και βύσσος και δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και δέρματα υακίνθινα ήνεγκαν
24And every one that offered an offering brought silver and brass, the offerings to the Lord; and they with whom was found incorruptible wood; and they brought offerings for all the works of the preparation. και πας ο αφαιρών το αφαίρεμα αργύριον και χαλκόν ήνεγκαν τα αφαιρέματα τω κυρίω και παρ΄ οις ευρέθη ξύλα άσηπτα εις πάντα τα έργα της παρασκευής ήνεγκαν
25And every woman skilled in her heart to spin with her hands, brought spun articles, the blue, and purple, and scarlet and fine linen. και πάσα γυνή σοφή τη διανοία ταις χερσί νήθειν ήνεγκαν νενησμένα την υάκινθον και την πορφύραν και το κόκκινον και την βύσσον
26And all the women to whom it seemed good in their heart in their wisdom, spun the goats' hair. και πάσαι αι γυναίκες αις έδοξε τη διανοία αυτών εν σοφία ένησαν τας τρίχας τας αιγείας
27And the rulers brought the emerald stones, and the stones for setting in the ephod, and the oracle, και οι άρχοντες ήνεγκαν τους λίθους της σμαράγδου και τους λίθους της πληρώσεως εις την επωμίδα και εις το λογείον
28and the compounds both for the anointing oil, and the composition of the incense. και τας συνθέσεις και εις το έλαιον της χρίσεως και την σύνθεσιν του θυμιάματος
29And every man and woman whose mind inclined them to come in and do all the works as many as the Lord appointed them to do by Moses—they the children of Israel brought an offering to the Lord. και πας ανήρ και γυνή ων έφερεν η διάνοια αυτών εισελθόντας ποιείν πάντα τα έργα όσα συνέταξε κύριος ποιήσαι αυτά διά Μωυσήν ήνεγκαν οι υιοί Ισραήλ αφαίρεμα κυρίω
30And Moses said to the children of Israel, Behold, God has called by name Beseleel the son of Urias the son of Or, of the tribe of Juda, και είπε Μωυσής τοις υιοίς Ισραήλ ιδού ανακέκληκεν ο θεός εξ ονόματος τον Βεσελεήλ τον του Ουρί υιόυ Ωρ εκ της φυλής Ιούδα
31and has filled him with a divine spirit of wisdom and understanding, and knowledge of all things, και ενέπλησεν αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης πάντων
32to labour skillfully in all works of cunning workmanship, to form the gold and the silver and the brass, αρχιτεκτονείν κατά πάντα τα έργα της αρχιτεκτονίας ποιείν το χρυσίον και το αργύριον και τον χαλκόν
33and to work in stone, and to fashion the wood, and to work in every work of wisdom. και λιθουργήσαι τον λίθον και κατεργάζεσθαι τα ξύλα και ποιείν εν παντί έργω σοφίας
34And God gave improvement in understanding both to him, and to Eliab the son of Achisamach of the tribe of Dan. και προβιβάσαι γε έδωκεν εν τη διανοία αυτώ τε και τω Ελιάβ τω του Αχισαμάχ εκ φυλής Δαν
35And God filled them with wisdom, understanding and perception, to understand to work all the works of the sanctuary, and to weave the woven and embroidered work with scarlet and fine linen, to do all work of curious workmanship and embroidery. και ενέπλησεν αυτούς σοφίας συνέσεως διανοίας πάντα συνιέναι ποιήσαι τα έργα του αγίου και τα υφαντά και ποικιλτά υφάναι τω κοκκίνω και τη βύσσω ποιείν παν έργον αρχιτεκτονίας και ποικιλίας

Chapter 36

[edit]
1And Beseleel wrought, and Eliab and every one wise in understanding, to whom was given wisdom and knowledge, to understand to do all the works according to the holy offices, according to all things which the Lord appointed. και εποίησε Βεσελεήλ και Ελιάβ και πας σοφός τη διανοία ω εδόθη σοφία και επιστήμη εν αυτοίς συνίεναι ποιείν πάντα τα έργα κατά τα άγια καθήκοντα κατά πάντα όσα συνέταξε κύριος
2And Moses called Beseleel and Eliab, and all that had wisdom, to whom God gave knowledge in their heart, and all who were freely willing to come forward to the works, to perform them. και εκάλεσε Μωυσής τον Βεσελεήλ και Ελιάβ και πάντας τους έχοντας την σοφίαν ω έδωκεν ο θεός επιστήμην εν τη καρδία και πάντας τους εκουσίως βουλομένους προσπορεύεσθαι προς τα έργα ώστε συντελείν αυτά
3And they received from Moses all the offerings, which the children of Israel brought for all the works of the sanctuary to do them; and they continued to receive the gifts brought, from those who brought them in the morning. και έλαβον παρά Μωυσή πάντα τα αφαιρέματα α ήνεγκαν οι υιοί Ισραήλ εις πάντα τα έργα του αγίου ποιείν αυτά και αυτοί προσεδέχοντο έτι τα προσφερόμενα παρά των φερόντων πρωϊ πρωϊ
4And there came all the wise men who wrought the works of the sanctuary, each according to his own work, which they wrought. και παρεγίνοντο πάντες οι σοφοί οι ποιούντες τα έργα του αγίου έκαστος κατά το εαυτού έργον ο αυτοί ειργάζοντο
5And one said to Moses, The people bring an abundance too great in proportion to all the works which the Lord has appointed them to do. και είπαν προς Μωυσήν ότι πλήθος φέρει ο λαός παρά τα έργα όσα συνέταξε κύριος ποιήσαι
6And Moses commanded, and proclaimed in the camp, saying, Let neither man nor woman any longer labour for the offerings of the sanctuary; and the people were restrained from bringing any more. και προσέταξε Μωυσής και εκήρυξεν εν τη παρεμβολή λέγων ανήρ και γυνή μήκετι εργαζέσθωσαν εις τας απαρχάς του αγίου και εκωλύθη ο λαός έτι προσφέρειν
7And they had materials sufficient for making the furniture, and they left some besides. και τα έργα ην αυτοίς ικανά εις την κατασκευήν ποιήσαι και προσκατέλιπον
8And every wise one among those that wrought made the robes of the holy places, which belong to Aaron the priest, as the Lord commanded Moses. και εποίησε πας σοφός τη διανοία εν τοις εργαζομένοις την σκηνήν δέκα αυλαίας εκ βύσσου κεκλωσμένης και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου χερουβίμ εργασία υφαντού εποίησεν αυτάς
9And he made the ephod of gold, and blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined. το μήκος της αυλαίας της μιάς οκτώ και είκοσι πηχέων και το εύρος τεσσάρων πηχέων η αυλαία η μία ην μέτρον το αυτό ην πάσαις ταις αυλαίαις
10And the plates were divided, the threads of gold, so as to interweave with the blue and purple, and with the spun scarlet, and the fine linen twined, they made it a woven work; πέντε δε αυλαίαι ήσαν εξ αλλήλων συνεχόμεναι η ετέρα εκ της ετέρας και πέντε αυλαίαι ήσαν εξ αλλήλων συνεχόμεναι η ετέρα εκ της ετέρας
11shoulder-pieces joined from both sides, a work woven by mutual twisting of the parts into one another. και εποίησεν αγκύλας υακινθίνας επί του χείλους της αυλαίας της μιάς εκ του ενός μέρους εις την συμβολήν και ούτως εποίησε επί του χείλους της αυλαίας της εξωτέρας προς τη συμβολή τη δευτέρα
12They made it of the same material according to the making of it, of gold, and blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined, as the Lord commanded Moses; πεντήκοντα δε αγκύλας εποίησε τη αυλαία τη μία και πεντήκοντα αγκύλας εποίησε εκ του μέρους της αυλαίας κατά την συμβολήν της δευτέρας αντιπρόσωποι αντιπίπτουσαι εις αλλήλας εκάστη
13and they made the two emerald stones clasped together and set in gold, graven and cut after the cutting of a seal with the names of the children of Israel; και εποίησε κρίκους πεντήκοντα χρυσούς και συνήψε τας αυλαίας ετέραν τη ετέρα τοις κρίκοις και εγένετο η σκηνή μία
14and he put them on the shoulder-pieces of the ephod, as stones of memorial of the children of Israel, as the Lord appointed Moses. και εποίησε δέρρεις τριχίνας σκέπειν επί την σκηνήν ένδεκα δέρρεις εποίησε αυτάς
15And they made the oracle, a work woven with embroidery, according to the work of the ephod, of gold, and blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined. το μήκος της δέρρεως της μιάς ην τριάκοντα πηχέων και τεσσάρων πηχέων το εύρος της δέρρεως της μιάς μέτρον το αυτό ην τοις ένδεκα δέρρεσι
16They made the oracle square and double, the length of a span, and the breadth of a span, —double. και συνήψε τας πέντε δέρρεις επί το αυτό και τας εξ δέρρεις επί το αυτό
17And there was interwoven with it a woven work of four rows of stones, a series of stones, the first row, a sardius and topaz and emerald; και εποίησεν αγκύλας πεντήκοντα επί του χείλους της δέρρεως της μιάς της αναμέσον κατά την συμβολήν και πεντήκοντα αγκύλας εποίησεν επί του χείλους της δέρρεως της συναπτούσης της δευτέρας
18and the second row, a carbuncle and sapphire and jasper; και εποίησεν κρίκους χαλκούς πεντήκοντα και συνήψε τους κρίκους εκ των αγκυλών και συνήψε τας δέρρεις και εγένετο εν
19and the third row, a ligure and agate and amethyst; και εποίησε κατακάλυμμα της σκηνής δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και επικαλύμματα δέρματα υακίνθινα επάνωθεν
20and the fourth row a chrysolite and beryl and onyx set round about with gold, and fastened with gold. και εποίησε στύλους της σκηνής εκ ξύλων ασήπτων
21And the stones were twelve according to the names of the children of Israel, graven according to their names like seals, each according to his own name for the twelve tribes. δέκα πηχέων τον στυλον τον ένα και πήχεος ενός και ημίσους το πλάτος του στύλου του ενός
22And they made on the oracle turned wreaths, wreathen work, of pure gold, δύο αγκωνίσκοι τω στύλω τω ενί αντιπίπτοντες έτερος τω ετέρω ούτως εποίησε πάσι τοις στύλοις της σκηνής
23and they made two golden circlets and two golden rings. και εποίησε τους στύλους της σκηνής είκοσι στύλους εκ του κλίτους του προς νότον
24And they put the two golden rings on both the upper corners of the oracle; και τεσσαράκοντα βάσεις αργυράς εποίησε τοις είκοσι στύλοις δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού και δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού
25and they put the golden wreaths on the rings on both sides of the oracle, and the two wreaths into the two couplings. και το κλίτος το δεύτερον το προς βορράν είκοσι στύλους
26And they put them on the two circlets, and they put them on the shoulders of the ephod opposite each other in front. και τεσσαράκοντα βάσεις αυτών αργυράς δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού και δύο βάσεις τω στύλω τω ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού
27And they made two golden rings, and put them on the two projections on the top of the oracle, and on the top of the hinder part of the ephod within. και εκ των οπίσω της σκηνής κατά το μέρος το προς θάλασσαν εποίησεν εξ στύλους
28And they made two golden rings, and put them on both the shoulders of the ephod under it, in front by the coupling above the connexion of the ephod. και δύο στύλους εποίησεν επί των γωνιών της σκηνής εκ των οπισθίων
29And he fastened the oracle by the rings that were on it to the rings of the ephod, which were fastened with a string of blue, joined together with the woven work of the ephod; that the oracle should not be loosed from the ephod, as the Lord commanded Moses. και ήσαν εξ ίσου κάτωθεν και κατά το αυτό ήσαν ίσοι εκ των κεφαλών εις σύμβλησιν μίαν ούτω εποίησεν αμφοτέραις ταις γωνίαις ταις δυσί
30And they made the tunic under the ephod, woven work, all of blue. και ήσαν οκτώ στύλοι και αι βάσεις αυτών αργυραί δεκαέξ δύο βάσεις τω στύλω το ενί και δύο βάσεις τω στύλω το ενί εις αμφότερα τα μέρη αυτού
31And the opening of the tunic in the midst woven closely together, the opening having a fringe round about, that it might not be rent. και εποίησε μοχλούς εκ ξύλων ασήπτων πέντε τοις στύλοις εκ του ενός μέρους της σκηνής και πέντε μοχλούς τοις στύλοις τω κλίτει της σκηνής τω δευτέρω
32And they made on the border of the tunic below pomegranates as of a flowering pomegranate tree, of blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined. και πέντε μοχλούς τοις στύλοις τω οπισθίω κλίτει της σκηνής τω προς θάλασσαν
33And they made golden bells, and put the bells on the border of the tunic round about between the pomegranates: και ο μοχλός ο μέσος αναμέσον των στύλων διϊκνείτο από του ενός κλίτους εις το έτερον κλίτος
34a golden bell and a pomegranate on the border of the tunic round about, for the ministration, as the Lord commanded Moses. και τους στύλους καταχρύσωσεν χρυσίω και τους δακτυλίους αυτών εποίησε χρυσούς εις θήκας τοις αναφορεύσι και καταχρύσωσε τους μοχλούς χρυσίω
35And they made vestments of fine linen, a woven work, for Aaron and his sons, και εποίησε καταπέτασμα εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου νενησμένης έργον υφαντόν εποίησεν αυτό χερουβίμ
36and the tires of fine linen, and the mitre of fine linen, and the drawers of fine linen twined; και επέθηκεν αυτό επί τεσσάρων στύλων ασήπτων κεχρυσωμένων χρυσίω και αι κεφαλίδες αυτών χρυσαί και αι βάσεις αυτών τέσσαρες αργυραί
37and their girdles of fine linen, and blue, and purple, and scarlet spun, the work of an embroiderer, according as the Lord commanded Moses. και εποίησεν επίσπαστρον τη θύρα της σκηνής εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου κεκλωσμένου και βύσσου κεκλωσμένης έργον ποικιλτού
38And they made the golden plate, a dedicated thing of the sanctuary, of pure gold; και του στύλους αυτού πέντε και τας κεφαλιδες αυτών και κατεχρύσωσε τας κεφαλίδας αυτών χρυσίω και εχώνευσεν αυτοίς πέντε βάσεις χαλκάς
39and he wrote upon it graven letters as of a seal, Holiness to the Lord.
40And they put it on the border of blue, so that it should be on the mitre above, as the Lord commanded Moses.

Chapter 37

[edit]
1And they made ten curtains for the tabernacle; και εποίησε Βεσελεήλ την κιβωτόν εκ ξύλων ασήπτων δύο πηχέων και ημίσους το μήκος και πήχεος και ημίσους το πλάτος και πήχεος και ημίσους το ύψος
2of eight and twenty cubits the length of one curtain: the same measure was to all, and the breadth of one curtain was of four cubits. και κατεχρύσωσεν αυτήν χρυσίω καθαρώ έσωθεν και έξωθεν και εποίησεν αυτή κυμάτιον στρεπτόν χρυσούν κύκλω
3And they made the veil of blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined, the woven work with cherubs. και εχώνευσεν αυτή τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς επί τα τέσσαρα κλίτη αυτού δύο δακτυλίους επί το κλίτος το εν και δύο δακτυλίους επί το κλίτος το δεύτερον
4And they put it on four posts of incorruptible wood overlaid with gold; and their chapiters were gold, and their four sockets were silver. και εποίησεν αναφορείς εκ ξύλων ασήπτων και κατεχρύσωσεν αυτούς χρυσίω
5And they made the veil of the door of the tabernacle of witness of blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined, woven work with cherubs, και εισήγαγε τους αναφορείς εις τους δακτυλίους τους εν τοις κλίτεσι της κιβωτού αίρειν την κιβωτόν εν αυτοίς
6and their posts five, and the rings; and they gilded their chapiters and their clasps with gold, and they had five sockets of brass. και εποίησε το ιλαστήριον επίθεμα χρυσίου καθαρού δύο πηχέων και ημίσους το μήκος και πήχεος και ημίσους το πλάτος
7And they made the court toward the south; the curtains of the court of fine linen twined, a hundred cubits every way, και εποίησε δύο χερουβίμ χρυσατορευτά και επέθηκεν αυτά εξ αμφοτέρων των κλιτών του ιλαστηρίου
8and their posts twenty, and their sockets twenty; χερούβ εις εκ του κλίτους τούτου και χερούβ εις εκ του κλίτους του δευτέρου του ιλαστηρίου και εποίησε τους δύο χερουβίμ επί τα δύο κλίτη αυτού
9and on the north side a hundred every way, and on the south side a hundred every way, and their posts twenty and their sockets twenty. και ήσαν οι δύο χερουβίμ εκτείνοντες τας πτέρυγας επάνωθεν συσκιάζοντες ταις πτέρυξιν αυτών επί του ιλαστηρίου και τα πρόσωπα αυτών εις άλληλα εις το ιλαστήριον ήσαν τα πρόσωπα των χερουβίμ
10And on the west side curtains of fifty cubits, their posts ten and their sockets ten. και εποίησε την τράπεζαν εκ ξύλων ασήπτων δύο πηχέων το μήκος και πήχεος το εύρος και πήχεος και ημίσους το ύψος
11And on the east side curtains of fifty cubits of fifteen cubits behind, και κατεχρύσωσεν αυτήν χρυσίω καθαρώ
12and their pillars three, and their sockets three. και εποίησεν αυτή στρεπτόν κυμάτιον χρυσούν κύκλω και εποίησεν αυτή στεφάνην παλαιστού κύκλω και εποίησε στρεπτόν κυμάτιον κύκλω τη στεφάνη
13And at the second back on this side and on that by the gate of the court, curtains of fifteen cubits, their pillars three and their sockets three; και εχώνευσεν αυτή τέσσαρας δακτυλίους χρυσούς και επέθηκε τους τέσσαρας δακτυλίους επί τα τέσσαρα μέρη των ποδών αυτής
14all the curtains of the tabernacle of fine linen twined. υπό την στρεπτήν στεφάνην ήσαν οι δακτύλιοι εις θήκας τοις αναφορεύσιν ώστε αίρειν την τράπεζαν
15And the sockets of their pillars of brass, and their hooks of silver, and their chapiters overlaid with silver, and all the posts of the court overlaid with silver: και εποίησε τους αναφορές εκ ξύλων ασήπτων και κατεχρύσωσεν αυτούς χρυσίω ώστε αίρειν την τράπεζαν
16and the veil of the gate of the court, the work of an embroiderer of blue, and purple, and spun scarlet, and fine linen twined; the length of twenty cubits, and the height and the breadth of five cubits, made equal to the curtains of the court; και εποίησε τα σκεύη της τραπέζης τα τε τρυβλία αυτής και τας θυϊσκας και τους κυάθους και τα σπονδεία εν οις σπείσει εν αυτοίς χρυσίου καθαρού
17and their pillars four, and their sockets four of brass, and their hooks of silver, and their chapiters overlaid with silver. και εποίησε την λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού τορευτήν εποίησε την λυχνίαν ο καυλός αυτής και οι καλαμίσκοι και οι κρατήρες και οι σφαιρωτήρες και τα κρίνα εξ αυτής ήσαν
18And all the pins of the court round about of brass, and they were overlaid with silver. εξ δε καλαμίσκοι εκπορευόμενοι εκ πλαγίων τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ του κλίτους αυτής του ενός και τρεις καλαμίσκοι της λυχνίας εκ του κλίτους του δευτέρου
19And this was the construction of the tabernacle of witness, accordingly as it was appointed to Moses; so that the public service should belong to the Levites, through Ithamar the son of Aaron the priest. και τρεις κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυϊσκους εν τω ενί καλαμίσκω σφαιρωτήρ και κρίνον και τρεις κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυϊσκους εν τω ενί καλαμίσκω σφαιρωτήρ και κρίνον ούτω τοις εξ καλαμίσκοις τοις εκπορευομένοις εκ της λυχνίας
20And Beseleel the son of Urias of the tribe of Juda, did as the Lord commanded Moses. και εν τη λυχνία τέσσαρες κρατήρες εκτετυπωμένοι καρυϊσκους εν τω ενί καλαμίσκω οι σφαιρωτήρες και τα κρίνα αυτής
21And Eliab the son of Achisamach of the tribe of Dan was there, who was chief artificer in the woven works and needle-works and embroideries, in weaving with the scarlet and fine linen. ο σφαιρωτήρ υπό τους δύο καλαμίσκους εξ αυτής και σφαιρωτήρ υπό τους δύο καλαμίσκους εξ αυτής ούτω τοις εξ καλαμίσκοις τοις εκπορευομένοις εκ της λυχνίας
22 και οι καλαμίσκοι και οι σφαιρωτήρες εξ αυτής ήσαν όλη τορευτοί εξ ενός χρυσίου καθαρού
23 και εποίησε τους λύχνους αυτής επτά και τας λαβίδας αυτής και τας επαρυστρίδας αυτής χρυσίου καθαρού
24 τάλαντον χρυσίου καθαρού εποίησεν αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής
25 και εποίησε θυσιαστήριον θυμιάματος εξ ξύλων ασήπτων πήχεος το μήκος αυτού και πήχεος το εύρος αυτού τετράγωνον και δύο πηχέων το ύψος αυτού εξ αυτού ήσαν τα κέρατα αυτού
26 και κατεχρύσωσεν αυτό χρυσίω καθαρώ την εσχάραν αυτού και τους τοίχους αυτού και τα κέρατα αυτού και εποίησεν αυτώ στρεπτήν στεφάνην χρυσήν κύκλω
27 και δύο δακτυλίους χρυσούς καθαρούς εποίησεν αυτώ υπό την στεφάνην την στρεπτήν αυτού εις τα δύο κλίτη αυτού εν τοις δυσί πλευροίς αυτού εις θήκας τοις αναφορεύσιν αίρειν αυτό εν αυτοίς
28 και εποίησε τους μοχλούς εκ ξύλων ασήπτων και κατεχρύσωσεν αυτούς χρυσίω
29 και εποίησε το έλαιον της χρίσεως το άγιον και την σύνθεσιν του θυμιάματος καθαρόν έργον μυρεψού

Chapter 38

[edit]
1And Beseleel made the ark, και εποίησε θυσιαστήριον ολοκαυτώματος εκ ξύλων ασήπτων πέντε πηχέων το μήκος και πέντε πηχέων το εύρος τετράγωνον ην το θυσιαστήριον και τριών πηχέων το ύψος αυτού
2and overlaid it with pure gold within and without; και εποίησε τα κέρατα επί των τεσσάρων γωνιών εξ αυτού ήσαν τα κέρατα και εκάλυψεν αυτά χαλκώ
3and he cast for it four golden rings, two on the one side, and two on the other, και εποίησε στεφάνην τω θυσιαστηρίω και τον καλυπτήρα αυτού και τας φιάλας αυτού και τας κρεάγρας αυτού και το πυρείον αυτού και πάντα τα σκεύη αυτού εποίησε χαλκά
4wide enough for the staves, so that men should bear the ark with them. και εποίησεν αυτώ εσχάραν έργω δικτυωτώ χαλκήν
5And he made the propitiatory over the ark of pure gold, και εποίησε τη εσχάρα τέσσαρας δακτυλίους χαλκούς επί τα τέσσαρα κλίτη και υπέθηκεν αυτούς υπό την εσχάραν του θυσιαστηρίου κάτωθεν και ην η εσχάρα έως ημίσους του θυσιαστηρίου
6and the two cherubs of gold; και εποίησε τους αναφορείς τω θυσιαστηρίω εκ ξύλων ασήπτων και περιχάλκωσεν αυτούς χαλκώ
7one cherub on the one end of the propitiatory, and another cherub on the other end of the propitiatory, και εισήγαγε τους αναφορείς κατά τα πλευρά του θυσιαστηρίου εν τω αίρειν αυτό κοίλον σανιδωτόν εποίησεν αυτό
8overshadowing the propitiatory with their wings. και εποίησε τον λουτήρα τον χαλκούν και την βάσιν αυτού χαλκήν εκ των κατόπτρων των νηστευσασών αι ενήστευσαν παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου
9And he made the set table of pure gold, και εποίησε την αυλήν τα προς λίβα ιστία της αυλής εκ βύσσου κεκλωσμένης εκατόν εφ΄ εκατόν
10and cast for it four rings: two on the one side and two on the other side, broad, so that men should lift it with the staves in them. και οι στύλοι αυτών είκοσι και αι βάσεις αυτών είκοσι χαλκαί και οι κρίκοι αυτών και αι ψαλίδες αυτών αργυραί
11And he made the staves of the ark and of the table, and gilded them with gold. και το κλίτος το προς βορράν εκατόν εφ΄ εκατόν και οι στύλοι αυτών είκοσι και αι βάσεις αυτών είκοσι χαλκαί και οι κρικοι αυτών και αι ψαλίδες αυτών αργυραί
12And he made the furniture of the table, both the dishes, and the censers, and the cups, and the bowls with which he should offer drink-offerings, of gold. και το κλίτος το προς θάλασσαν αυλαίαι πεντήκοντα πηχέων στύλοι αυτών δέκα και αι βάσεις αυτών δέκα και οι κρίκοι αυτών και αι ψαλίδες αυτών αργυραί
13And he made the candlestick which gives light, of gold; και το κλίτος το προς ανατολάς πεντήκοντα πηχέων ιστία
14the stem solid, and the branches from both its sides; πεντεκαίδεκα πηχέων το κατά νώτου και οι στύλοι αυτών τρεις και αι βάσεις αυτών τρεις
15and blossoms proceeding from its branches, three on this side, and three on the other, made equal to each other. και επί του νώτου του δευτέρου ένθεν και ένθεν κατά την πύλην της αυλής αυλαίαι πεντεκαίδεκα πηχέων και οι στύλοι αυτών τρεις και αι βάσεις αυτών τρεις
16And as to their lamps, which are on the ends, knops proceeded from them; and sockets proceeding from them, that the lamps might be upon them; and the seventh socket, on the top of the candlestick, on the summit above, entirely of solid gold. πάσαι αι αυλαίαι της σκηνής εκ βύσσου κεκλωσμένης
17And on the candlestick seven golden lamps, and its snuffers gold, and its funnels gold. και αι βάσεις των στύλων αυτών χαλκαί και αι αγκύλαι αυτών αργυραί και αι κεφαλίδες αυτών περιηργυρωμέναι αργυρίω και οι στύλοι περιηργυρωμένοι αργυρίω πάντες οι στύλοι της αυλής
18He overlaid the posts with silver, and cast for each post golden rings, and gilded the bars with gold; and he gilded the posts of the veil with gold, and made the hooks of gold. και το καταπέτασμα της πύλης της αυλής έργον ποικιλτού εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης είκοσι πηχέων το μήκος και το ύψος και το εύρος πέντε πηχέων εξισούμενον τοις ιστίοις της αυλής
19He made also the rings of the tabernacle of gold; and the rings of the court, and the rings for drawing out the veil above of brass. και οι στύλοι αυτών τέσσαρες και αι βάσεις αυτών τέσσαρες χαλκαί και αι αγκύλαι αυτών αργυραί και αι κεφαλίδες αυτών περιηργυρωμέναι αργυρίω
20He cast the silver chapiters of the tabernacle, and the brazen chapiters of the door of the tabernacle, and the gate of the court; and he made silver hooks for the posts, he overlaid them with silver on the posts. και πάντες οι πάσσαλοι της αυλής κύκλω χαλκοί
21He made the pins of the tabernacle and the pins of the court of brass. και αύτη η σύνταξις της σκηνής του μαρτυρίου καθά συνετάγη Μωυσή την λειτουργίαν είναι των Λευιτών διά Ιθάμαρ του υιόυ Ααρών του ιερέως
22He made the brazen altar of the brazen censers, which belonged to the men engaged in sedition with the gathering of Core. και Βεσελεήλ ο του Ουρί εκ της φυλής Ιούδα εποίησε καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
23He made all the vessels of the altar and its grate, and its base, and its bowls, and the brazen flesh-hooks. και Ελιάβ ο του Αχισαμέχ εκ της φυλάς Δαν ος ηρχιτεκτόνησε τα υφαντά και τα ραφιδευτά και τα ποικιλτά ύφανε τω υακίνθω και πορφύρα και κοκκίνω νενησμένω και βύσσω
24He made an appendage for the altar of network under the grate, beneath it as far as the middle of it; and he fastened to it four brazen rings on the four parts of the appendage of the altar, wide enough for the bars, so as to bear the altar with them. παν το χρυσίον ο κατειργάσθη εις τα έργα κατά πάσαν την εργασίαν των αγίων εγένετο χρυσίου του της απαρχής εννέα και είκοσι τάλαντα και επτακόσιοι και τριάκοντα σίκλοι κατά τον σίκλον τον άγιον
25He made the holy anointing oil and the composition of the incense, the pure work of the perfumer. και αργυρίου και αφαίρεμα παρά των επεσκεμμένων ανδρών της συναγωγής εκατόν τάλαντα και χίλιοι επτακόσιοι εβδομήκοντα πέντε σίκλοι δραχμή μία τη κεφαλή το ήμισυ του σίκλου κατά τον σίκλον τον άγιον
26He made the brazen laver, and the brazen base of it of the mirrors of the women that fasted, who fasted by the doors of the tabernacle of witness, in the day in which he set it up. πας ο παραπορευόμενος εις την επίσκεψιν από εικοσαετούς και επάνω εις τας εξήκοντα μυριάδας και τρισχιλίους και πεντακοσίους πεντήκοντα
27And he made the laver, that at it Moses and Aaron and his sons might wash their hands and their feet: when they went into the tabernacle of witness, or whensoever they should advance to the altar to do service, they washed at it, as the Lord commanded Moses. και εγενήθη τα εκατόν τάλαντα του αργυρίου εις την χώνευσιν των κεφαλίδων της σκηνής και εις τας κεφαλίδας του καταπετάσματος εκατόν κεφαλίδες εις τα εκατόν τάλαντα τάλαντον τη κεφαλίδι
28 και τους χιλίους επτακοσίους εβδομήκοντα πέντε σίκλους εποίησεν εις τας αγκύλας των στύλων και κατεχρύσωσε τας κεφαλίδας αυτών και κατεκόσμησεν αυτούς
29 και ο χαλκός του αφαιρέματος τριακόσια εβδομήκοντα τάλαντα και δισχίλιοι και τετρακόσιοι σίκλοι
30 και εποίησαν εξ αυτού τας βάσεις της θύρας της σκηνής του μαρτυρίου και το θυσιαστήριον το χαλκούν συν τη εσχάρα αυτού και πάντα τα σκεύη του θυσιαστηρίου
31 και τας βάσεις της αυλής κύκλω και τας βάσεις της πύλης της αυλής και τους πασσάλους της σκηνής και τους πασσάλους της αυλής κύκλω

Chapter 39

[edit]
1All the gold that was employed for the works according to all the fabrication of the holy things, was of the gold of the offerings, twenty-nine talents, and seven hundred and twenty shekels according to the holy shekel. και την καταλειφθείσαν υάκινθον και πορφύραν και το κόκκινον εποίησαν στολάς λειτουργικάς Ααρών εις το λειτουργείν εν αυταίς εν τω αγίω καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
2And the offering of silver from the men that were numbered of the congregation a hundred talents, and a thousand seven hundred and seventy-five shekels, one drachm apiece, even the half shekel, according to the holy shekel. και εποίησαν την επωμίδα εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης
3Every one that passed the survey from twenty years old and upwards to the number of six hundred thousand, and three thousand five hundred and fifty. και ετμήθη τα πέταλα του χρυσίου τρίχες ώστε συνυφάναι συν τη υακίνθω και τη πορφύρα και συν τω κοκκίνω τω διανενησμένω και συν τη βύσσω τη κεκλωσμένη έργον υφαντόν εποίησαν αυτό
4And the hundred talents of silver went to the casting of the hundred chapiters of the tabernacle, and to the chapiters of the veil; επωμίδας συνεχούσας εξ αμφοτέρων των μερών έργον υφαντόν εις άλληλα συμπεπλεγμένον καθ΄ εαυτό
5a hundred chapiters to the hundred talents, a talent to a chapiter. εξ αυτού εποίησαν κατά την αυτού ποίησιν εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
6And the thousand seven hundred and seventy-five shekels he formed into hooks for the pillars, and he gilt their chapiters and adorned them. και εποίησαν αμφοτέρους τους λίθους της σμαράγδου συμπεπορπημένους και περισιαλωμένους χρυσίω γεγλυμμένους και κεκολαμμένους εκκόλαμμα σφραγίδος εκ των ονομάτων των υιών Ισραήλ
7And the brass of the offering was seventy talents, and a thousand five hundred shekels; και επέθηκαν αυτούς επί τους ώμους της επωμίδος λίθοι μνημοσύνου εισίν των υιών Ισραήλ καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
8and they made of it the bases of the door of the tabernacle of witness, και εποίησαν λόγιον έργον υφαντόν τη ποικιλία κατά το έργον της επωμίδος εκ χρυσίου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου διανενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης
9and the bases of the court round about, and the bases of the gate of the court, and the pins of the tabernacle, and the pins of the court round about; τετράγωνον διπλούν εποίησαν το λόγιον σπιθαμής το μήκος και σπιθαμής το εύρος διπλούν
10and the brazen appendage of the altar, and all the vessels of the altar, and all the instruments of the tabernacle of witness. και συνυφάνθη εν αυτώ ύφασμα καταλίθον τετράστιχον στίχος λίθων σάρδιον και τοπάζιον και σμάραγδος ο στίχος ο εις
11And the children of Israel did as the Lord commanded Moses, so did they. και ο στίχος ο δεύτερος άνθραξ και σάπφειρος και ιάσπις
12And of the gold that remained of the offering they made vessels to minister with before the Lord. και ο στίχος ο τρίτος λιγύριον και αχάτης και αμέθυστος
13And the blue that was left, and the purple, and the scarlet they made into garments of ministry for Aaron, so that he should minister with them in the sanctuary; και ο στίχος ο τέταρτος χρυσόλιθος και βηρύλλιον και ονύχιον περικεκυκλωμένα χρυσίω και συνδεδεμένα χρυσίω
14and they brought the garments to Moses, and the tabernacle, and its furniture, its bases and its bars and the posts; και οι λίθοι ήσαν εκ των ονομάτων των υιών Ισραήλ δώδεκα εκ των δώδεκα ονομάτων αυτών εγγεγλυμμέναι σφραγίδες έκαστος εκ του εαυτού ονόματος εις τας δώδεκα φυλάς
15and the ark of the covenant, and its bearers, and the altar and all its furniture. και εποίησαν επί το λογείον κροσσούς συμπεπλεγμένους έργον εμπλοκίου εκ χρυσίου καθαρού
16And they made the anointing oil, and the incense of composition, and the pure candlestick, και εποίησαν δύο ασπιδίσκας χρυσάς και δύο δακτυλίους χρυσούς
17and its lamps, lamps for burning, and oil for the light, και επέθηκαν τους δύο δακτυλίους τους χρυσούς επ΄ αμφοτέρας τας αρχάς του λογείου και επέθηκαν τα εμπλόκια εκ χρυσίου επί τους δύο δακτυλίους επ΄ αμφοτέρων των μερών του λογείου και εις τας δύο συμβολάς τα δύο εμπλόκια
18and the table of shewbread, and all its furniture, and the shewbread upon it, και επέθηκαν επί τας δύο ασπιδίσκας τους ώμους της επωμίδος εξεναντίας κατά πρόσωπον
19and the garments of the sanctuary which belong to Aaron, and the garments of his sons, for the priestly ministry; και εποίησαν δύο δακτυλίους χρυσούς και επέθηκαν επί τα δύο πτερύγια επ΄ άκρου του λογείου επί το άκρον του οπισθίου της επωμίδος έσωθεν
20and the curtains of the court, and the posts, and the veil of the door of the tabernacle, and the gate of the court, και εποίησαν δύο δακτυλίους χρυσούς και επέθηκαν επ΄ αμφοτέρους τους ώμους της επωμίδος κάτωθεν αυτού κατά πρόωσπον κατά την συμβολήν άνωθεν της συνυφής της επωμίδος
21and all the vessels of the tabernacle and all its instruments: and the skins, even rams' skins dyed red, and the blue coverings, and the coverings of the other things, and the pins, and all the instruments for the works of the tabernacle of witness. και συνέσφιγξε το λογείον από των δακτυλίων των επ΄ αυτού εις τους δακτυλίους της επωμίδος συνεχομένους εκ της υακίνθου συμπεπλεγμένους εις το ύφασμα της επωμίδος ίνα μη χαλάται το λογείον από της επωμίδος καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
22Whatsoever things the Lord appointed Moses, so did the children of Israel make all the furniture. και εποίησαν τον υποδύτην υπό την επωμίδα έργον υφαντόν όλον υακίνθινον
23And Moses saw all the works; and they had done them all as the Lord commanded Moses, so had they made them; and Moses blessed them. το δε περιστόμιον του υποδύτου εν τω μέσω διυφασμένον συμπλεκτόν ωάν έχον κύκλω το περιστόμιον αδιάλυτον
24 και εποίησαν επί του λώματος του υποδύτου κάτωθεν ωσεί εξανθούσης ροάς ροϊσκους εξ υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμένου και βύσσου κεκλωσμένης
25 και εποίησαν κώδωνας χρυσούς και επέθηκαν τους κώδωνας επί τα λώματα του υποδύτου κύκλω αναμέσον των ροϊσκων
26 κώδωνας χρυσούς και ροϊσκους επί του λώματος του υποδύτου κύκλω εις το λειτουργείν καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
27 και εποίησαν χιτώνας βυσσίνους έργον υφαντόν Ααρών και τοις υιοίς αυτού και τας κιδάρεις εκ βύσσου
28 και την μίτραν εκ βύσσου και τα περισκέλη εκ βύσσου κεκλωσμένης
29 και τας ζώνας αυτών εκ βύσσου και υακίνθου και πορφύρας και κοκκίνου νενησμενου έργον ποικιλτού ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή
30 και εποίησαν το πέταλον το χρυσούν αφόρισμα του αγίου χρυσίου καθαρού και έγραψαν επ΄ αυτού γράμματα εκτετυπωμένα σφραγίδος αγίασμα κυρίω
31 και επέθηκαν επ΄ αυτώ λώμα υακίνθινον ώστε επικείσθαι επί την μίτραν άνωθεν ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή
32 και συνετελέσθη παν έργον της σκηνής του μαρτυρίου και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ κατά πάντα όσα συνέταξε κύριος τω Μωυσή
33 και ήνεγκαν την σκηνήν προς Μωυσήν και πάντα τα σκεύη αυτής και τους δακτυλίους αυτής και τους στύλους αυτής και τους μοχλούς αυτής και τους πασσάλους αυτής και τας βάσεις αυτής
34 και τας διφθέρας δέρματα κριών ηρυθροδανωμένα και τα καλύμματα δέρματα υακίνθινα και το καταπέτασμα
35 και την κιβωτόν του μαρτυρίου και τους διωστήρας αυτής και το θυσιαστήριον
36 και την τράπεζαν και πάντα τα σκεύη αυτής και τους άρτους της προθέσεως
37 και την λυχνίαν την καθαράν και τους λύχνους αυτής λύχνους της καύσεως και πάντα τα σκεύη αυτής και το έλαιον του φωτός
38 και το θυσιαστήριον το χρυσούν και το έλαιον της χρίσεως και το θυμίαμα της συνθέσεως και το επίσπαστρον της θύρας της σκηνής
39 και το θυσιαστήριον το χαλκούν και την εσχάραν αυτού την χαλκήν και τους αναφορείς αυτού και πάντα τα σκεύη αυτού και τον λουτήρα και την βάσιν αυτού
40 και τα ιστία της αυλής και τους στύλους και τας βάσεις αυτής και το επίσπαστρον της πύλης της αυλής και τα σχοινία αυτής και τους πασσάλους αυτής και πάντα τα εργαλεία τα εις τα έργα της σκηνής του μαρτυρίου και τας στολάς τας λειτουργικάς εις το λειτουργείν εν αυταίς εν τω αγίω
41 και τας στολάς του αγίου αι εισιν Ααρών και τας στολάς των υιών αυτού εις την ιερατείαν
42 κατά πάντα όσα συνέταξε κύριος τω Μωυσή ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ πάσαν την παρασκευήν και είδε Μωυσης πάντα τα έργα και ήσαν πεποιηκότες αυτά ον τρόπον συνέταξε κύριος
43 τω Μωυσή ούτως εποίησαν αυτά και ευλόγησεν αυτούς Μωυσής

Chapter 40

[edit]
1And the Lord spoke to Moses, saying, και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων
2On the first day of the first month, at the new moon, thou shalt set up the tabernacle of witness, εν ημέρα μία του μηνός του πρώτου νουμηνία στήσεις την σκηνήν του μαρτυρίου
3and thou shalt place in it the ark of the testimony, and shalt cover the ark with the veil, και θήσεις εκεί την κιβωτόν του μαρτυρίου και σκεπάσεις την κιβωτόν τω καταπετάσματι
4and thou shalt bring in the table and shalt set forth that which is to be set forth on it; and thou shalt bring in the candlestick and place its lamps on it. και εισοίσεις την τράπεζαν και προθήσεις την πρόθεσιν αυτής και εισοίσεις την λυχνίαν και επιθήσεις τους λύχνους αυτής
5And thou shalt place the golden altar, to burn incense before the ark; and thou shalt put a covering of a veil on the door of the tabernacle of witness. και θήσεις το θυσιαστήριον το χρυσούν εις το θυμιάσαι εναντίον της κιβωτού του μαρτυρίου και επιθήσεις κάλυμμα καταπετάσματος επί την θύραν της σκηνής
6And thou shalt put the altar of burnt-offerings by the doors of the tabernacle of witness, and thou shalt set up the tabernacle round about, and thou shalt hallow all that belongs to it round about. και το θυσιαστήριον των καρπωμάτων θήσεις παρά την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου
7And thou shalt take the anointing oil, and shalt anoint the tabernacle, and all things in it; and shalt sanctify it, and all its furniture, and it shall be holy. και θήσεις τον λουτήρα αναμέσον της σκηνής του μαρτυρίου και αναμέσον του θυσιαστηρίου και θήσεις εν αυτώ ύδωρ
8And thou shalt anoint the altar of burnt-offerings, and all its furniture; and thou shalt hallow the altar, and the altar shall be most holy. και θήσεις την αυλήν κύκλω και θήσεις το καταπέτασμα της πύλης της αυλής
9And thou shalt bring Aaron and his sons to the doors of the tabernacle of witness, and thou shalt wash them with water. και λήψη το έλαιον του χρίσματος και χρίσεις την σκηνήν και πάντα τα εν αυτή και αγιάσεις αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής και έσται άγια
10And thou shalt put on Aaron the holy garments, and thou shalt anoint him, and thou shalt sanctify him, and he shall minister to me as priest. και χρίσεις το θυσιαστήριον των καρπωμάτων και πάντα τα σκεύη αυτού
11And thou shalt bring up his sons, and shalt put garments on them. και χρίσεις τον λουτήρα και την βάσιν αυτού και αγιάσεις αυτόν και αγιάσεις το θυσιαστήριον και έσται το θυσιαστήριον άγιον των αγίων
12And thou shalt anoint them as thou didst anoint their father, and they shall minister to me as priests; and it shall be that they shall have an everlasting anointing of priesthood, throughout their generations. και προσάξεις Ααρών και τους υιούς αυτού επί τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου και λούσεις αυτούς ύδατι
13And Moses did all things whatsoever the Lord commanded him, so did he. και ενδύσεις Ααρών τας στολάς τας αγίας και χρίσεις αυτόν και αγιάσεις αυτόν και ιερατεύσει μοι
14And it came to pass in the first month, in the second year after their going forth out of Egypt, at the new moon, that the tabernacle was set up. και τους υιούς αυτού προσάξεις και ενδύσεις αυτούς χιτώνας
15And Moses set up the tabernacle, and put on the chapiters, and put the bars into their places, and set up the posts. και αλείψεις αυτούς ον τρόπον ήλειψας τον πατέρα αυτών και ιερατεύσουσί μοι και έσται ώστε είναι αυτοίς χρίσμα ιερατείας εις τον αιώνα εις τας γενεάς αυτών
16And he stretched out the curtains over the tabernacle, and put the veil of the tabernacle on it above as the Lord commanded Moses. και εποίησε Μωυσής πάντα όσα ενετείλατο αυτώ κύριος ούτως εποίησε
17And he took the testimonies, and put them into the ark; and he put the staves by the sides of the ark. και εγένετο εν τω μηνί τω πρώτω τω δευτέρω έτει εκπορευομένω αυτών εξ Αιγύπτου νουμηνία εστάθη η σκηνή
18And he brought the ark into the tabernacle, and put on it the covering of the veil, and covered the ark of the testimony, as the Lord commanded Moses. και έστησε Μωυσής την σκηνήν και επέθηκε τας κεφαλίδας και διενέβαλε τους μοχλούς και έστησεν τους στύλους αυτής
19And he put the table in the tabernacle of witness, on the north side without the veil of the tabernacle. και εξέτεινε τας αυλαίας επί την σκηνήν και επέθηκαν το κατακάλυμμα της σκηνής επ΄ αυτήν άνωθεν καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
20And he put on it the shewbread before the Lord, as the Lord commanded Moses. και λαβών τα μαρτύρια ενέβαλεν εις την κιβωτόν και υπέθηκεν τους διωστήρας υπό την κιβωτόν και επέθηκεν το ιλαστήριον επάνω της κιβωτού
21And he put the candlestick into the tabernacle of witness, on the side of the tabernacle toward the south. και εισήνεγκε την κιβωτόν εις την σκηνήν και επέθηκε το κατακάλυμμα του καταπετάσματος και εσκέπασε την κιβωτόν του μαρτυρίου ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή
22And he put on it its lamps before the Lord, as the Lord had commanded Moses. και επέθηκε την τράπεζαν εις την σκηνήν του μαρτυρίου επί το κλίτος της σκηνής του μαρτυρίου το προς βορράν έξωθεν του καταπετάσματος της σκηνής
23And he put the golden altar in the tabernacle of witness before the veil; και προσέθηκεν επ΄ αυτής τους άρτους της προθέσεως έναντι κυρίου ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή
24and he burnt on it incense of composition, as the Lord commanded Moses. και έθηκε την λυχνίαν εις την σκηνήν του μαρτυρίου εναντίον της τραπέζης εις το κλίτος της σκηνής το προς νότον
25And he put the altar of the burnt-offerings by the doors of the tabernacle. και επέθηκεν τους λύχνους αυτής έναντι κυρίου ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή
26And he set up the court round about the tabernacle and the altar; and Moses accomplished all the works. και έθηκε το θυσιαστήριον το χρυσούν εν τη σκηνή του μαρτυρίου απέναντι του καταπετάσματος
27And the cloud covered the tabernacle of witness, and the tabernacle was filled with the glory of the Lord. και εθυμίασεν επ΄ αυτού το θυμίαμα της συνθέσεως καθάπερ συνέταξε κύριος τω Μωυσή
28And Moses was not able to enter into the tabernacle of testimony, because the cloud overshadowed it, and the tabernacle was filled with the glory of the Lord. και έθηκε το επίσπαστρον της θύρας της σκηνής
29And when the cloud went up from the tabernacle, the children of Israel prepared to depart with their baggage. και το θυσιαστήριον των καρπωμάτων έθηκε παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου και ανήνεγκεν εν αυτώ ολοκαύτωμα και θυσίαν καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
30And if the cloud went not up, they did not prepare to depart, till the day when the cloud went up. και εποίησε τον λουτήρα αναμέσον της σκηνής του μαρτυρίου και αναμέσον του θυσιαστηρίου και επέθηκεν εν αυτώ ύδωρ
31For a cloud was on the tabernacle by day, and fire was on it by night before all Israel, in all their journeyings. ίνα νίπτωνται εξ αυτού Μωυσής και Ααρών και οι υιοί αυτού τας χείρας αυτών και τους πόδας
32 εισπορευομένων αυτών εις την σκηνήν του μαρτυρίου η όταν προσπορεύωνται προς το θυσιαστήριον λειτουργείν ενίπτοντο εξ αυτού καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή
33 και έστησε την αυλήν κύκλω της σκηνής και του μαρτυρίου και έθηκε το επίσπαστρον της θύρας της αυλής και συνετέλεσε Μωυσής πάντα τα έργα
34 και εκάλυψεν η νεφέλη την σκηνήν του μαρτυρίου και δόξης κυρίου επλήσθη η σκηνή
35 και ουκ ηδυνήθη Μωυσής εισελθείν εις την σκηνήν του μαρτυρίου ότι επεσκίαζεν επ΄ αυτήν η νεφέλη και δόξης κυρίου επλήσθη η σκηνή
36 ηνίκα δ΄ αν ανέβη η νεφέλη από της σκηνής ανεζεύγνυσαν οι υιοί Ισραήλ συν τη απαρτία αυτών
37 ει δε μη ανέβη η νεφέλη ουκ ανεζεύγνυσαν έως της ημέρας ης ανέβη η νεφέλη
38 νεφέλη γαρ ην επί της σκηνής ημέρας και πυρ ην επ΄ αυτής νυκτός εναντίον παντός Ισραήλ εν πάσαις ταις αναζυγαίς αυτών