Septuagint (Brenton 1879)/Kings IV
Appearance
For other versions of this work, see 2 Kings (Bible).
Chapter 1
[edit]1And Moab rebelled against Israel after the death of Achaab. | και ηθέτησε Μωάβ εν Ισραήλ μετά το αποθανείν Αχαάβ |
2And Ochozias fell through the lattice that was in his upper chamber in Samaria and was sick; and he sent messengers, and said to them, Go and enquire of Baal fly, the god of Accaron, whether I shall recover of this my sickness. And they went to enquire of him. | και έπεσεν Οχοζίας διά του δικτυωτού του εν τω υπερώω αυτού τω εν Σαμαρεία και ηρρώστησε και απέστειλεν αγγέλους και είπε προς αυτούς πορεύθητε και επερωτήσατε διά του Βάαλ μυίαν θεόν Ακκαρών ει ζήσομαι εκ της αρρωστίας μου ταύτης και επορεύθησαν επερωτήσαι |
3And an angel of the Lord called Eliu the Thesbite, saying, Arise, and go to meet the messengers of Ochozias king of Samaria, and thou shalt say to them, Is it because there is no God in Israel, that ye go to enquire of Baal fly, the God of Accaron? but it shall not be so. | και άγγελος κυρίου ελάλησε προς Ηλίαν τον Θεσβίτην λέγων αναστάς δεύρο εις συνάντησιν των αγγέλων Οχοζίου βασιλέως Σαμαρείας και λάλησον προς αυτούς ει διά το μη είναι θεόν εν Ισραήλ υμείς πορεύεσθε επερωτήσαι διά του Βάαλ μυϊαν θεόν Ακκαρών |
4For thus saith the Lord, The bed on which thou art gone up, thou shalt not come down from it, for thou shalt surely die. And Eliu went, and said so to them. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος η κλίνη εφ΄ ης ανέβης επ΄ αυτής ου καταβήση απ΄ αυτής ότι θανάτω αποθανή και επορεύθη Ηλίας και είπε προς αυτούς |
5And the messengers returned to him, and he said to them, Why have ye returned? | και επεστράφησαν οι άγγελοι προς αυτόν και είπε προς αυτούς τι ότι απεστράφησαν |
6And they said to him, A man came up to meet us, and said to us, Go, return to the king that sent you, and say to him, Thus saith the Lord, Is it because there is no God in Israel, that thou goest to enquire of Baal fly, the God of Accaron? it shall not be so: the bed on which thou art gone up, thou shalt not come down from it, for thou shalt surely die. | και είπον προς αυτόν ανήρ ανέβη εις συνάντησιν ημών και είπε προς ημάς δεύτε επιστράφητε προς τον βασιλέα τον αποστείλαντα υμάς και λαλήσατε προς αυτόν τάδε λέγει κύριος ει παρά το μη είναι θεόν εν Ισραήλ συ πορεύη επιζήτησαι εν τω Βάαλ μυϊαν θεόν Ακκαρών διά τούτο η κλίνη εφ΄ ης ανέβης επ΄ αυτής ου καταβήση απ΄ αυτής ότι θανάτω αποθανή |
7So they returned and reported to the king as Eliu said: and he said to them, What was the manner of the man who went up to meet you, and spoke to you these words? | και είπεν αυτοίς ο βασιλεύς τις η κρίσις του ανδρός του αναβάντος εις συνάντησιν υμίν και λαλήσαντος προς υμάς τους λόγους τούτους |
8And they said to him, He was a hairy man, and girt with a leathern girdle about his loins. And he said, This is Eliu the Thesbite. | και είπον προς αυτόν ανήρ δασύς και ζώνη δερματίνη περιεζωσμένος την οσφύν αυτού και είπεν Ηλίας ο Θεσβίτης ούτος |
9And he sent to him a captain of fifty and his fifty; and he went up to him: and, behold, Eliu sat on the top of a mountain. And the captain of fifty spoke to him, and said, O man of God, the king has called thee, come down. | και απέστειλε προς αυτόν πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα αυτού και ανέβη προς αυτόν αυτός δε εκάθητο επί της κορυφής του όρους και ελάλησεν ο πεντηκόνταρχος προς αυτόν άνθρωπε του θεού ο βασιλεύς εκάλεσέ σε κατάβηθι |
10And Eliu answered and said to the captain of fifty, And if I am a man of God, fire shall come down out of heaven, and devour thee and thy fifty. And fire came down out of heaven, and devoured him and his fifty. | και απεκρίθη Ηλίας και είπεν προς τον πεντηκόνταρχον και ει άνθρωπος του θεού εγώ καταβήσεται πυρ εκ του ουρανού και καταφάγεται σε και τους πεντήκοντά σου και κατέβη πυρ εκ του ουρανού και κατέφαγεν αυτόν και τους πεντήκοντα αυτού |
11And the king sent a second time to him another captain of fifty, and his fifty. And the captain of fifty spoke to him, and said, O man of God, thus says the king, Come down quickly. | και προσέθετο ο βασιλεύς και απέστειλε προς αυτόν άλλον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα αυτού και ανέβη ο πεντηκόνταρχος και ελάλησεν προς αυτόν και είπεν άνθρωπε του θεού τάδε λέγει ο βασιλεύς ταχέως κατάβηθι |
12And Eliu answered and spoke to him, and said, If I am a man of God, fire shall come down out of heaven, and devour thee and thy fifty. And fire came down out of heaven, and devoured him and his fifty. | και απεκρίθη Ηλίας και είπε προς αυτόν ει άνθρωπος του θεού εγώ καταβήσεται πυρ εκ του ουρανού και καταφάγεται σε και τους πεντήκοντά σου και κατέβη πυρ εκ του ουρανού και κατέφαγεν αυτόν και τους πεντήκοντα αυτού |
13And the king sent yet again a captain and his fifty. And the third captain of fifty came, and knelt on his knees before Eliu, and entreated him, and spoke to him and said, O man of God, let my life, and the life of these fifty thy servants, be precious in thine eyes. | και προσέθετο ο βασιλεύς έτι αποστείλαι πεντηκόνταρχον τρίτον και τους πεντήκοντα αυτού και ήλθεν ο πεντηκόνταρχος ο τρίτος και έκαμψεν επί τα γόνατα αυτού κατέναντι του Ηλίου και εδεήθη αυτού και ελάλησε προς αυτόν και είπεν άνθρωπε του θεού εντιμωθήτω δη η ψυχή μου και αι ψυχάι των δούλων σου τούτων των πεντήκοντα εν οφθαλμοίς σου |
14Behold, fire came down from heaven, and devoured the two first captains of fifty: and now, I pray, let my life be precious in thine eyes. | ιδού κατέβη πυρ εκ του ουρανού και κατέφαγε τους δύο πεντηκοντάρχους τους πρώτους και τους πεντήκοντα αυτών και νυν εντιμωθήτω δη η ψυχή των δούλων σου εν οφθαλμοίς σου |
15And the angel of the Lord spoke to Eliu, and said, Go down with him, be not afraid of them. And Eliu rose up, and went down with him to the king. | και ελάλησεν άγγελος κυρίου προς Ηλίαν κατάβηθι μετ΄ αυτού μη φοβηθής από προσώπου αυτών και ανέστη Ηλιου και κατέβη μετ΄ αυτών προς τον βασιλέα |
16And Eliu spoke to him, and said, Thus saith the Lord, Why hast thou sent messengers to enquire of Baal fly, the god of Accaron? it shall not be so: the bed on which thou art gone up, thou shalt not come down from it, for thou shalt surely die. | και ελάλησε προς αυτόν τάδε λέγει κύριος ανθ΄ απέστειλας αγγέλους επερωτήσαι εν τω Βάαλ μυϊαν θεόν Ακκαρών ωσεί μη ην θεός εν Ισραήλ του επερωτήσαι τον λόγον αυτού διά τούτο η κλίνη εφ΄ ης ανέβης επ΄ αυτής ου καταβήση απ΄ αυτής ότι θανάτω αποθανή |
17So he died according to the word of the Lord which Eliu has spoken. | και απέθανε κατά το ρήμα κυρίου ο ελάλησεν Ηλίας και εβασίλευσεν Ιωράμ ο αδελφός Οχοζίου αντ΄ αυτού ότι ουκ ην αυτώ υιός εν τω έτει τω δευτέρω Ιωράμ υιόυ Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα |
18And the rest of the acts of Ochozias which he did, behold, are they not written in the book of the chronicles of the kings of Israel? and Joram son of Achaab reigns over Israel in Samaria twelve years beginning in the eighteenth year of Josaphat king of Juda: and he did that which was evil in the sight of the Lord, only not as his brethren, nor as his mother: and he removed the pillars of Baal which his father made, and broke them in pieces: only he was joined to the sins of the house of Jeroboam, who led Israel to sin; he departed not from them. And the Lord was very angry with the house of Achaab. | και τα λοιπά των λόγων Οχοζίου όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
Chapter 2
[edit]1And it came to pass, when the Lord was going to take Eliu with a whirlwind as it were into heaven, that Eliu and Elisaie went out of Galgala. | και εγένετο εν τω αναγάγειν κύριον τον Ηλίαν εν συσσεισμώ ως εις τον ουρανόν και επορεύθη Ηλίας και Ελισεαί εκ Γαλγάλων |
2And Eliu said to Elisaie, Stay here, I pray thee; for God has sent me to Baethel. And Elisaie said, As the Lord lives and thy soul lives, I will not leave thee; so they came to Baethel. | και είπεν Ηλίας προς Ελισεαί κάθου δη ενταύθα ότι κύριος απέσταλκέ με έως Βαιθήλ και είπεν Ελισεαί ζη κύριος και ζη η ψυχή σου ει εγκαταλείψω σε και ήλθον εις Βαιθήλ |
3And the sons of the prophets who were in Baethel came to Elisaie, and said to him, Dost thou know, that the Lord this day is going to take thy lord away from thy head? And he said, Yea, I know it; be silent. | και εξήλθον οι υιοί των προφητών οι εν Βαιθήλ προς Ελισεαί και είπον αυτώ ει έγνως ότι κύριος σήμερον λαμβάνει τον κύριόν σου επάνωθεν της κεφαλής σου και είπε και γε εγώ έγνων σιωπάτε |
4And Eliu said to Elisaie, Stay here, I pray thee; for the Lord has sent me to Jericho. And he said, As the Lord lives and thy soul lives, I will not leave thee. And they came to Jericho. | και είπεν Ηλίας προς Ελισεαί κάθου δη ενταύθα ότι κύριος απέσταλκέ με εις Ιεριχώ και είπεν Ελισεαί ζη κύριος και ζη η ψυχή σου ει εγκαταλείψω σε και ήλθον εις Ιεριχώ |
5And the sons of the prophets who were in Jericho drew near to Elisaie, and said to him, Dost thou know that the Lord is about to take away thy master to-day from thy head? And he said, Yea, I know it; hold your peace. | και ήγγισαν οι υιοί των προφητών οι εν Ιεριχώ προς Ελισεαί και είπον αυτώ ει έγνως ότι σήμερον λαμβάνει κύριος τον κύριόν σου επάνωθεν της κεφαλής σου και είπε εγώ έγνων σιωπάτε |
6And Eliu said to him, Stay here, I pray thee, for the Lord has sent me to Jordan. And Elisaie said, As the Lord lives and thy soul lives, I will not leave thee: and they both went on. | και είπεν αυτώ Ηλίας κάθου δη ενταύθα ότι κύριος απέσταλκέ με έως του Ιορδάνου και είπεν Ελισεαί ζη κύριος και ζη η ψυχή σου ει εγκαταλείψω σε και επορεύθησαν αμφότεροι |
7And fifty men of the sons of the prophets went also, and they stood opposite afar off: and both stood on the bank of Jordan. | και πεντήκοντα άνδρες από των υιών των προφητών ήλθον και έστησαν εξεναντίας μακρόθεν αμφότεροι δε έστησαν επί του Ιορδάνου |
8And Eliu took his mantle, and wrapped it together, and smote the water: and the water was divided on this side and on that side, and they both went over on dry ground. | και έλαβεν Ηλίας την μηλωτήν αυτού και είλησε αυτήν και επάταξε το ύδωρ και διηρέθη το ύδωρ ένθα και διέβησαν αμφότεροι διά ξηράς |
9And it came to pass while they were crossing over, that Eliu said to Elisaie, Ask what I shall do for thee before I am taken up from thee. And Elisaie said, Let there be, I pray thee, a double portion of thy spirit upon me. | και εγένετο εν τω διαβήναι αυτούς είπε Ηλίας τω Ελισεαί αίτησαι τι ποιήσω σοι πριν η αναληφθήναί με από σου και είπεν Ελισεαί γενηθήτω δη διπλά εν πνεύματί σου επ΄ εμέ |
10And Eliu said, Thou hast asked a hard thing: if thou shalt see me when I am taken up from thee, then shall it be so to thee; and if not, it shall not be so. | και είπεν Ηλίας εσκλήρυνας του αιτήσασθαι εάν ίδης με αναλαμβανόμενον από σου έσται σοι ούτως εάν δε μη ου γένηται |
11And it came to pass as they were going, they went on talking; and, behold, a chariot of fire, and horses of fire, and it separated between them both; and Eliu was taken up in a whirlwind as it were into heaven. | και εγένετο αυτών πορευομένων και λαλούντων και ιδού άρμα πυρός και ίπποι πυρός και διέστειλαν αναμέσον αμφοτέρων και ανελήφθη Ηλίας εν συσσεισμώ έως εις τον ουρανόν |
12And Elisaie saw, and cried, Father, father, the chariot of Israel, and the horseman thereof! And he saw him no more: and he took hold of his garments, and rent them into two pieces. | και Ελισεαί εώρα και αυτός εβόα πάτερ πάτερ άρμα Ισραήλ και ιππεύς αυτού και ουκ είδεν αυτόν έτι και επελάβετο των ιματιων αυτού και διέρρηξεν αυτά εις δύο |
13And Elisaie took up the mantle of Eliu, which fell from off him upon Elisaie; and Elisaie returned, and stood upon the brink of Jordan; | και ύψωσε την μηλωτήν Ηλίου η έπεσεν επάνωθεν αυτού και επέστρεψεν Ελισεαί και έστη επί του χείλους του Ιορδάνου |
14and he took the mantle of Eliu, which fell from off him, and smote the water, and said, Where is the Lord God of Eliu? and he smote the waters, and they were divided hither and thither; and Elisaie went over. | και έλαβε την μηλωτήν Ηλίου η έπεσεν επάνωθεν αυτού και επάταξε τα ύδατα και είπε που θεός Ηλίου αφφω και επάταξε τα ύδατα και διερράγησαν ένθα και διέβη Ελισεαί |
15And the sons of the prophets who were in Jericho on the opposite side saw him, and said, The spirit of Eliu has rested upon Elisaie. And they came to meet him, and did obeisance to him to the ground. | και είδον αυτόν οι υιοί των προφητών οι εν Ιεριχώ εξεναντίας και είπον επαναπέπαυται το πνεύμα Ηλίου επί Ελισεαί και ήλθον εις συνάντησιν αυτώ και προσεκύνησαν αυτώ επί την γην |
16And they said to him, Behold now, there are with thy servants fifty men of strength: let them go now, and seek thy lord: peradventure the Spirit of the Lord has taken him up, and cast him into Jordan, or on one of the mountains, or on one of the hills. And Elisaie said, Ye shall not send. | και είπον προς αυτόν ιδού δη εισι μετά των παίδων σου πεντήκοντα άνδρες υιοί δυνάμεως πορευθέντες δη ζητησάτωσαν τον κύριόν σου μή ήρεν αυτόν πνεύμα κυρίου και έρριψεν αυτόν εν των ορέων η επί ένα των βουνων και είπεν Ελισεαί ουκ αποστελείτε |
17And they pressed him until he was ashamed; and he said, Send. And they sent fifty men, and sought three days, and found him not. | και παρεβιάσαντο αυτόν έως ησχύνετο και είπεν αποστείλατε και απέστειλαν πεντήκοντα άνδρας και εζήτησαν τρεις ημέρας και ουχ εύρον αυτόν |
18And they returned to him, for he dwelt in Jericho: and Elisaie said, Did I not say to you, Go not? | και ανέστρεψαν προς αυτόν και αυτός εκάθητο εν Ιεριχώ και είπε αυτοις ουκ είπον υμίν μη πορεύεσθε |
19And the men of the city said to Elisaie, Behold, the situation of the city is good, as our lord sees; but the waters are bad, and the ground barren. | και είπον οι άνδρες της πόλεως προς Ελισεαί ιδού δη η κατοίκησις της πόλεως αγαθή καθώς συ κύριε οράς και τα ύδατα πονηρά και η γη ατεκνουμένη |
20And Elisaie said, Bring me a new pitcher, and put salt in it. And they took one, and brought it to him. | και είπεν Ελισεαί λάβετέ μοι υδρίσκην καινήν και εμβάλετε εκεί άλας και έλαβον αυτώ |
21And Elisaie went out to the spring of the waters, and cast salt therein, and says, Thus saith the Lord, I have healed these waters; there shall not be any longer death thence or barren land. | και εξήλθεν επί την διέξοδον των υδάτων και έρριψεν εκεί το άλας και είπε τάδε λέγει κύριος ίαμαι τα ύδατα ταύτα ουκ έσται έτι εκείθεν θανάτος και ατεκνουμένη |
22And the waters were healed until this day, according to the word of Elisaie which he spoke. | και ιάθησαν τα ύδατα έως της ημέρας ταύτης κατά το ρήμα Ελισεαί ο ελάλησε |
23And he went up thence to Baethel: and as he was going up by the way there came up also little children from the city, and mocked him, and said to him, Go up, bald-head, go up. | και ανέβη εκείθεν εις Βαιθήλ και αναβαίνοντος αυτού εν τη οδώ και παιδάρια μικρά εξήλθον εκ της πόλεως και κατέπαιζον αυτού και έλεγον αυτώ ανάβαινε φαλακρέ ανάβαινε φαλακρέ |
24And he turned after them, and saw them, and cursed them in the name of the Lord. And, behold, there came out two bears out of the wood, and they tore forty and two children of them. | και εξένευσεν οπίσω αυτού και είδεν αυτά και κατηράσατο αυτά εν ονόματι κυρίου και εξήλθον δύο άρκοι εκ του δρυμού και ανέρρηξαν απ΄ αυτών τεσσαράκοντα και δύο παίδας |
25And he went thence to mount Carmel, and returned thence to Samaria. | και επορεύθη εκείθεν εις το όρος το Καρμήλιον και εκείθεν επέστρεψεν εις Σαμαρείαν |
Chapter 3
[edit]1And Joram the son of Achaab began to reign in Israel in the eighteenth year of Josaphat king of Juda, and he reigned twelve years. | και Ιωράμ υιός Αχαάβ εβασίλευσεν εν Ισραήλ εν Σαμαρεία εν οκτωκαιδεκάτω έτει Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσε δώδεκα έτη |
2And he did that which was evil in the sight of the Lord, only not as his father, nor as his mother: and he removed the pillars of Baal which his father had made. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου πλην ουχ ως ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού και μετέστησε τας στήλας του Βάαλ ας εποίησεν ο πατήρ αυτού |
3Only he adhered to the sin of Jeroboam the son of Nabat, who made Israel to sin; he departed not from it. | πλην εν ταις αμαρτίαις Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ εκολλήθη ουκ απέστη απ΄ αυτής |
4And Mosa king of Moab was a sheep-master, and he rendered to the king of Israel in the beginning of the year, a hundred thousand lambs, and a hundred thousand rams, with the wool. | και Μεσά βασιλεύς Μωάβ ην νωκήδ και επέστρεφε τω βασιλεί Ισραήλ εκατόν χιλιάδας αρνών και εκατόν χιλιάδας κριών επί πόκων |
5And it came to pass, after the death of Achaab, that the king of Moab rebelled against the king of Israel. | και εγένετο μετά το αποθανείν Αχαάβ ηθέτησε Μωάβ εν βασιλεί Ισραήλ |
6And king Joram went forth in that day out of Samaria, and numbered Israel. | και εξήλθεν ο βασιλεύς Ιωράμ εν τη ημέρα εκείνη εκ Σαμαρείας και επεσκέψατο τον Ισραήλ |
7And he went and sent to Josaphat king of Juda, saying, The king of Moab has rebelled against me: wilt thou go with me against Moab to war? And he said, I will go up: thou art as I, I am as thou; as my people, so is thy people, as my horses, so are thy horses. | και επορεύθη και απέστειλε προς Ιωσαφάτ βασιλέα Ιούδα λέγων βασιλεύς Μωάβ ηθέτησεν εν εμοί ει πορεύση μετ΄ εμού επι Μωάβ εις πόλεμον και είπεν πορεύσομαι όμοιός σοι όμοιος εμοι ως ο λαός σου ο λαός μου ως οι ίπποι σου οι ίπποι μου |
8And he said, What way shall I go up? and he said, The way of the wilderness of Edom. | και είπε ποια οδώ αναβησόμεθα και είπεν οδόν ερήμου Εδώμ |
9And the king of Israel went, and the king of Juda, and the king of Edom: and they fetched a compass of seven days' journey; and there was no water for the army, and for the cattle that went with them. | και επορεύθη ο βασιλεύς Ισραήλ και ο βασιλεύς Ιούδα και ο βασιλεύς Εδώμ και εκύκλωσαν οδόν επτά ημερών και ουκ ην ύδωρ τη παρεμβολή και τοις κτήνεσι τοις εν τοις ποσίν αυτών |
10And the king of Israel said, Alas! that the Lord should have called the three kings on their way, to give them into the hand of Moab. | και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ ω ότι κέκληκε κύριος τους τρεις βασιλείς τούτους παραδούναι αυτούς εις χείρα Μωάβ |
11And Josaphat said, Is there not here a prophet of the Lord, that we may enquire of the Lord by him? And one of the servants of the king of Israel answered and said, There is here Elisaie son of Saphat, who poured water on the hands of Eliu. | και είπεν Ιωσαφάτ προς αυτόν ουκ έστιν ώδε προφήτης του κυρίου και επιζητήσωμεν τον κύριον παρ΄ αυτού και απεκρίθη εις των παίδων του βασιλέως Ισραήλ και είπεν ώδε Ελισεαί υιός Σαφάτ ος επέχεεν ύδωρ επί χείρας Ηλίου |
12And Josaphat said, He has the word of the Lord. And the king of Israel, and Josaphat king of Juda, and the king of Edom, went down to him. | και είπεν Ιωσαφάτ έστιν εν αυτώ ρήμα κυρίου και κατέβη προς αυτόν βασιλεύς Ισραήλ και Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα και ο βασιλεύς Εδώμ |
13And Elisaie said to the king of Israel, What have I to do with thee? go to the prophets of thy father, and the prophets of thy mother. And the king of Israel said to him, Has the Lord called the three kings to deliver them into the hands of Moab? | και είπεν Ελισεαί προς βασιλέα Ισραήλ τι εμοί και σοι δεύρο προς τους προφήτας του πατρός σου και προς τους προφήτας της μητρός σου και είπεν αυτώ ο βασιλεύς Ισραήλ μη ότι κέκληκε κύριος τους τρεις βασιλείς τούτους του παραδούναι αυτούς εις χείρας Μωάβ |
14And Elisaie said, As the Lord of hosts before whom I stand lives, unless I regarded the presence of Josaphat the king of Juda, I would not have looked on thee, nor seen thee. | και είπεν Ελισεαί ζη κύριος των δυνάμεων ω παρέστην ενώπιον αυτού ότι ει πρόσωπον του Ιωσαφάτ βασιλέως Ιούδα εγώ λαμβάνω ει επέβλεψα προς σε η είδόν σε |
15And now fetch me a harper. And it came to pass, as the harper harped, that the hand of the Lord came upon him. | και νυν λάβετέ μοι ψάλλοντα και εγένετο ως έψαλλεν ο ψάλλων και εγένετο επ΄ αυτόυ χειρ κυρίου |
16And he said, Thus saith the Lord, Make this valley full of trenches. | και είπε τάδε λέγει κύριος ποιήσατε τον χειμάρρουν τούτον βοθύνους βοθύνους |
17For thus saith the Lord, Ye shall not see wind, neither shall ye see rain, yet this valley shall be filled with water, and ye, and your flocks, and your cattle shall drink. | ότι τάδε λέγει κύριος ουκ όψεσθε πνεύμα και ουκ όψεσθε υετόν και ο χειμάρρους ούτος πλησθήσεται ύδατος και πίεσθε υμείς και αι κτήσεις υμών και τα κτήνη υμών |
18And this is a light thing in the eyes of the Lord: I will also deliver Moab into your hand. | και κούφη αυτή εν οφθαλμοίς κυρίου και παραδώσω την Μωάβ εν χείρας υμών |
19And ye shall smite every strong city, and ye shall cut down every good tree, and ye shall stop all wells of water, and spoil every good piece of land with stones. | και πατάξετε πάσαν πόλιν οχυράν και πάσαν πόλιν εκλεκτήν και παν ξύλον αγαθόν καταβαλείτε και πάσας πηγάς ύδατος εμφράξετε και πάσαν μερίδα αγαθήν αχρειώσετε εν λίθοις |
20And it came to pass in the morning, when the sacrifice was offered, that, behold! waters came from the way of Edom, and the land was filled with water. | και εγένετο εν τη πρωϊα αναβαινούσης της θυσίας και ιδού ύδατα ήρχετο εξ οδού Εδώμ και επλήσθη η γη των ύδατων |
21And all Moab heard that the three kings were come up to fight against them; and they cried out on every side, even all that were girt with a girdle, and they said, Ho! and stood upon the border. | και πάσα Μωάβ ήκουσαν ότι ανέβησαν οι βασιλείς πολεμήσαι αυτούς και ανεβόησαν εκ παντός περιεζωσμένοι ζώνην και επάνω και έστησαν επί του ορίου |
22And they rose early in the morning, and the sun rose upon the waters, and Moab saw the waters on the opposite side red as blood. | και ώρθρισαν τοπρωϊ και οι ήλιος ανέτειλεν επί τα ύδατα και είδε Μωάβ τα ύδατα εξεναντίας πυρρά ωσεί αίμα |
23And they said, This is the blood of the sword; and the kings have fought, and each man has smitten his neighbour; now then to the spoils, Moab. | και είπαν αίμα τούτο ρομφαίας εμαχέσαντο οι βασιλείς και επάταξεν έκαστος ανήρ τον πλησίον αυτού και νυν επί τα σκύλα Μωάβ |
24And they entered into the camp of Israel; and Israel arose and smote Moab, and they fled from before them; and they went on and smote Moab as they went. | και εισήλθον εις την παρεμβολήν Ισραήλ και Ισραήλ ανέστησαν και επάταξαν την Μωάβ και έφυγον από προσώπου αυτών και εισήλθον εισπορευόμενοι και τύπτοντες την Μωάβ |
25And they razed the cities, and cast every man his stone on every good piece of land and filled it; and they stopped every well, and cut down every good tree, until they left only the stones of the wall cast down; and the slingers compassed the land, and smote it. | και τας πόλεις καθείλον και πάσαν μερίδα αγαθήν έρριψαν ανήρ τον λίθον αυτού και ενέπλησαν αυτήν και πάσαν πηγήν ύδατος ενέφραξαν και παν ξύλον αγαθόν κατέβαλον έως του καταλιπείν τους λίθους του τοίχου καθηρημένους και εκύκλωσαν οι σφενδονήται και επάταξαν αυτήν |
26And the king of Moab saw that the battle prevailed against him; and he took with him seven hundred men that drew sword, to cut through to the king of Edom: and they could not. | και είδεν ο βασιλεύς Μωάβ ότι εκραταίωσεν υπέρ αυτόν ο πόλεμος και έλαβε μεθ΄ εαυτού επτακοσίους άνδρας εσπασμένους ρομφαίαν διακόψαι προς βασιλέα Εδώμ και ουκ ηδυνήθησαν |
27And he took his eldest son whom he had designed to reign in his stead, and offered him up for a whole-burnt-offering on the walls. And there was a great indignation against Israel; and they departed from him, and returned to their land. | και έλαβε τον υιόν αυτού τον πρωτότοκον ον εβασίλευσεν αντ΄ αυτού και ανήνεγκεν αυτόν ολοκαύτωμα επί το τείχος και εγένετο μετάμελος μέγας εν Ισραήλ και απήραν απ΄ αυτού και επέστρεψαν εις την γην |
Chapter 4
[edit]1And one of the wives of the sons of the prophets cried to Elisaie, saying, Thy servant my husband is dead; and thou knowest that thy servant feared the Lord: and the creditor is come to take my two sons to be his servants. | και γυνή μία από των υιών των προφητών εβόα προς Ελισεαί λέγουσα ο δούλός σου ο ανήρ μου απέθανε και συ έγνως ότι δούλός σου ην φοβούμενος τον κύριον και ο δανειστής ήλθε λαβείν τους δύο υιούς μου εις δούλους εαυτώ |
2And Elisaie said, What shall I do for thee? tell me what thou hast in the house. And she said, Thy servant has nothing in the house, except oil wherewith I anoint myself. | και είπεν Ελισεαί αυτή τι ποιήσω σοι ανάγγειλόν μοι τι έστι σοι εν τω οίκω η δε είπεν ουκ έστι τη δούλη σου ουδέν εν τω οίκω αλλ΄ αγγείον ελαίου εν τω οίκω ω αλείψομαι |
3And he said to her, Go, borrow for thyself vessels without of all thy neighbours, even empty vessels; borrow not a few. | και είπε προς αυτήν δεύρο αίτησαι σεαυτή αγγεία έξωθεν παρά πάντων των γειτόνων σου σκεύη κενά μη ολιγώσης |
4And thou shalt go in and shut the door upon thee and upon thy sons, and thou shalt pour forth into these vessels, and remove that which is filled. | και εισελεύση και αποκλείσεις την θύραν κατά σου και κατά των υιών σου και αποχεείς εις τα σκεύη ταύτα και το πληρωθέν αρείς |
5And she departed from him, and shut the door upon herself and upon her sons: they brought the vessels near to her, and she poured in until the vessels were filled. | και απήλθε παρ αυτού και εποίησεν ούτως και απέκλεισε την θύραν καθ΄ εαυτής και κατά των υιών αυτής αυτοί προσήγγιζον προς αυτήν και αυτή επέχεεν έως επλήσθησαν τα σκεύη |
6And she said to her sons, Bring me yet a vessel. And they said to her, There is not a vessel more. And the oil stayed. | και είπε προς τους υιούς αυτής εγγίσατέ μοι σκεύος και είπον αυτή ουκ έστιν έτι αγγείον και έστη το έλαιον |
7And she came and told the man of God: and Elisaie said, Go, and sell the oil, and thou shalt pay thy debts, and thou and thy sons shall live of the remaining oil. | και ήλθε και απήγγειλε τω ανθρώπω του θεού και είπεν αυτή δεύρο και απόδου το έλαιον και αποτίσεις τους τόκους σου και συ και οι υιοί σου ζήσεσθε εν τω καταλοίπω |
8And a day came, when Elisaie passed over to Soman, and there was a great lady there, and she constrained him to eat bread: and it came to pass as often as he went into the city, that he turned aside to eat there. | και εγένετο ημέρα και διέβη Ελισεαί εις Σωνάμ και εκεί γυνή μεγάλη και εκράτησεν αυτόν φαγείν άρτον και εγένετο αφ΄ ικανού του εισπορεύεσθαι αυτόν εξέκλινε του εκεί φαγείν άρτον |
9And the woman said to her husband, See now, I know that this is a holy man of God who comes over continually to us. | και είπεν η γυνή προς τον άνδρα αυτής ιδού δη οίδα ότι άνθρωπος του θεού άγιος ούτος διαπορεύεται εφ΄ ημάς διαπαντός |
10Let us now make for him an upper chamber, a small place; and let us put there for him a bed, and a table, and a stool, and a candlestick: and it shall come to pass that when he comes in to us, he shall turn in thither. | ποιήσωμεν δη αυτώ υπερώον μικρόν και θώμεν αυτώ εκεί κλίνην και τράπεζαν και δίφρον και λυχνίαν και έσται εν τω αυτόν έρχεσθαι προς ημάς και εκκλινεί εκεί |
11And a day came, and he went in thither, and turned aside into the upper chamber, and lay there. | και εγένετο ημέρα και εισήλθεν εκεί και εξέκλινεν εις το υπερώον και εκοιμήθη εκεί |
12And he said to Giezi his servant, Call me this Somanite. and he called her, and she stood before him. | και είπε προς Γιεζί το παιδάριον αυτού κάλεσον την Σωμαμίτην ταύτην και εκάλεσεν αυτήν και έστη ενώπιον αυτού |
13And he said to him, Say now to her, Behold, thou hast taken all this trouble for us; what should I do for thee? Hast thou any request to make to the king, or to the captain of the host? And she said, I dwell in the midst of my people. | και είπεν αυτώ είπον δη προς αυτήν ιδού εξέστησας ημίν πάσαν την έκστασιν ταύτην τι ποιήσομέν σοι ει έστι σοι λόγος λαλήσαι προς τον βασιλέα η προς τον άρχοντα της δυνάμεως η δε είπεν εν μέσω του λαού μου εγώ κατοικώ |
14And he said to Giezi, What must we do for her? and Giezi his servant said, Indeed she has no son, and her husband is old. | και είπε προς Γιεζί τι δει ποιήσαι αυτή και είπε Γιεζί και μάλα υιός ουκ έστιν αυτή και ο ανήρ αυτής πρεσβύτης |
15And he called her, and she stood by the door. | και είπεν κάλεσον αυτήν και εκάλεσεν αυτήν και έστη παρά την θύραν |
16And Elisaie said to her, At this time next year, as the season is, thou shalt be alive, and embrace a son. And she said, Nay, my lord, do not lie to thy servant. | και είπεν Ελισεαί προς αυτήν εις τον καιρόν τούτον ως η ώρα αύτη ζώσα συ περιειληφυία υιόν η δε είπε μη κύριε άνθρωπε του θεού μη διαψεύση την δούλην σου |
17And the woman conceived, and bore a son at the very time, as the season was, being alive, as Elisaie said to her. | και συνέλαβεν η γυνή και έτεκεν υιόν εις τον καιρόν τούτον ως η ώρα ζώσα ως ελάλησε προς αυτήν Ελισεαί |
18And the child grew: and it came to pass when he went out to his father to the reapers, | και ηδρύνθη το παιδάριον και εγένετο εξήλθε το παιδάριον προς τον πατέρα αυτού προς τους θερίζοντας |
19that he said to his father, My head, my head. and his father said to a servant, carry him to his mother. | και είπε προς τον πατέρα αυτού την κεφαλήν μου την κεφαλήν μου και είπε τω παιδαρίω άρον αυτόν προς την μητέρα αυτού |
20And he carried him to his mother, and he lay upon her knees till noon, and died. | και ήρεν αυτόν και εισήνεγκεν αυτόν προς την μητέρα αυτού και εκοιμήθη επί τα γόνατα αυτής έως μεσημβρίας και απέθανε |
21And she carried him up and laid him on the bed of the man of god; and she shut the door upon him, and went out. | και ανήνεγκεν αυτόν και εκοίμισεν αυτόν επί την κλίνην του ανθρώπου του θεού και απέκλεισε κατ΄ αυτού και εξήλθε |
22And she called her husband, and said, Send now for me one of the young men, and one of the asses, and I will ride quickly to the man of God, and return. | και εκάλεσε τον άνδρα αυτής και είπεν απόστειλον δη μοι εν των παιδαρίων και μίαν των όνων και δραμούμαι έως του ανθρώπου του θεού και επιστρέψω |
23And he said, Why art thou going to him to-day? It is neither new moon, nor the Sabbath. And she said, It is well. | και είπε τι ότι συ πορεύη προς αυτόν σήμερον ου νεομηνία ουδέ σάββατον η δε είπεν ειρήνη |
24And she saddled the ass, and said to her servant, Be quick, proceed: spare not on my account to ride, unless I shall tell thee. Go, and thou shalt proceed, and come to the man of God to mount Carmel. | και επέσαξε την όνον και είπε τω παιδαρίω αυτής άγε και πορεύου μη επίσχης μοι του επιβήναι οτι εάν είπω σοι δεύρο και πορεύση και ελεύση προς τον άνθρωπον του θεού εις όρος το Καρμήλιον |
25And she rode and came to the man of God to the mountain: and it came to pass when Elisaie saw her coming, that he said to Giezi his servant, See now, that Somanite comes. | και επορεύθη και ήλθεν έως του ανθρώπου του θεού εις το όρος και εγένετο ως είδεν αυτήν ο άνθρωπος του θεού εξαντίας και είπε Γιεζί τω παιδαρίω αυτού ιδού η Σουναμίτις εκείνη |
26Now run to meet her, and thou shalt say, Is it well with thee? is it well with thy husband? is it well with the child? and she said, It is well. | νυν δράμε εις απαντήν αυτής και ερείς αυτή ειρήνη σοι ειρήνη τω ανδρί σου ειρήνη τω παιδαρίω η δε είπεν ειρήνη |
27And she came to Elisaie to the mountain, and laid hold of his feet; and Giezi drew near to thrust her away. And Elisaie said, Let her alone, for her soul is much grieved in her, and the Lord has hidden it from me, and has not told it me. | και κατεύθυνε προς τον άνθρωπον του θεού εις το όρος και εκράτησε των ποδών αυτού και προσήλθε Γιεζί απώσασθαι αυτήν και είπε προς αυτόν ο άνθρωπος του θεού άφες αυτήν ότι η ψυχή αυτής κατώδυνος αυτή και κύριος απέκρυψεν απ΄ εμού και ουκ ανήγγειλέ μοι |
28And she said, Did I ask a son of my lord? For did I not say, Do not deal deceitfully with me? | και είπε μη ητησάμην υιόν παρά του κυρίου μου ουκ είπα ου πλανήσεις μετ΄ εμού |
29And Elisaie said to Giezi, Gird up thy loins, and take my staff in thy hand, and go: if thou meet any man, thou shalt not salute him, and if a man salute thee thou shalt not answer him: and thou shalt lay my staff on the child's face. | και είπεν Ελισεαί τω Γιεζί ζώσαι την οσφύν σου και λάβε την βακτηρίαν μου εν τη χειρί σου και πορεύου και εάν εύρης άνδρα ουκ ευλογήσεις αυτόν και εάν ευλογήση σε ανήρ ουκ αποκριθήση αυτώ και επιθήσεις την βακτηρίαν μου επί πρόσωπον του παιδαρίου |
30And the mother of the child said, As the Lord lives and as thy soul lives, I will not leave thee. And Elisaie arose, and went after her. | και είπεν η μήτηρ του παιδαρίου ζη κύριος και ζη η ψυχή σου ει εγκαταλείψω σε και ανέστη Ελισεαί και επορεύθη οπίσω αυτής |
31And Giezi went on before her, and laid his staff on the child's face: but there was neither voice nor any hearing. So he returned to meet him, and told him, saying, The child is not awaked. | και Γιεζί διήλθεν έμπροσθεν αυτών και επέθηκε την βακτηρίαν επί πρόσωπον του παιδαρίου και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις και επέστρεψεν εις απάντην αυτού και απήγγειλεν αυτώ λέγων ουκ ηγέρθη το παιδάριον |
32And Elisaie went into the house, and, behold, the dead child was laid upon his bed. | και εισήλθεν Ελισεαί εις τον οίκον και ιδού το παιδάριον τεθνηκός κεκοιμισμένον επί την κλίνην αυτού |
33And Elisaie went into the house, and shut the door upon themselves, the two, and prayed to the Lord. | και εισήλθεν Ελισεαί και απέκλεισε την θύραν κατά των δύο αυτών και προσηύξατο προς κύριον |
34And he went up, and lay upon the child, and put his mouth upon his mouth, and his eyes upon his eyes, and his hands upon his hands; and bowed himself upon him, and the flesh of the child grew warm. | και ανέβη και εκοιμήθη επί το παιδάριον και έθηκε το στόμα αυτού επί το στόμα αυτού και τους οφθαλμούς αυτού επί τους οφθαλμούς αυτού και τας χείρας αυτού επί τας χείρας αυτού και διέκαμψεν επ΄ αυτόν και διεθερμάνθη η σαρξ του παιδαρίου |
35And he returned, and walked up and down in the house: and he went up, and bowed himself on the child seven times; and the child opened his eyes. | και επέστρεψε και επορεύθη εν τη οικία ένθεν και ανέβη και συνέκαμψεν επί το παιδάριον έως επτάκις και ήνοιξε το παιδάριον τους οφθαλμούς αυτού |
36And Elisaie cried out to Giezi, and said, Call this Somanite. So he called her, and she came in to him: and Elisaie said, Take thy son. | και εκάλεσεν Ελισεαί προς Γιεζί και είπε κάλεσον την Σουναμίτιν ταύτην και εκάλεσεν αυτήν και εισήλθε προς αυτόν και είπεν Ελισεαί λάβε τον υιόν σου |
37And the woman went in, and fell at his feet, and did obeisance bowing to the ground; and she took her son, and went out. | και εισήλθεν η γυνή και έπεσε προς τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν επί την γην και έλαβε τον υιόν αυτής και εξήλθε |
38And Elisaie returned to Galgala: and a famine was in the land; and the sons of the prophets sat before him: and Elisaie said to his servant, Set on the great pot, and boil pottage for the sons of the prophets. | και Ελισεαί επέστρεψεν εις Γάλγαλα και ο λιμός εν τη γη και οι υιοί των προφητών εκάθηντο ενώπιον αυτού και είπεν Ελισεαί τω παιδαρίω αυτού επίστησον τον λέβητα τον μέγαν και έψε έψεμα τοις υιοίς των προφητών |
39And he went out into the field to gather herbs, and found a vine in the field, and gathered of it wild gourds, his garment full; and he cast it into the caldron of pottage, for they knew them not. | και εξήλθεν εις τον αγρόν συλλέξαι αριώθ και εύρεν άμπελον εν τω αγρώ και συνέλεξεν απ΄ αυτής τολύπην αγρίαν πλήρες το ιμάτιον αυτού και εισήλθεν και ενέβαλεν εις τον λέβητα του εψέματος ότι ουκ έγνωσαν |
40And he poured it out for the men to eat: and it came to pass, when they were eating of the pottage, that lo! they cried out, and said, There is death in the pot, O man of God. And they could not eat. | και ενέχεεν τοις ανδράσι φαγείν και εγένετο εν τω εσθίειν αυτούς εκ του εψέματος και αυτοί ανεβόησαν και είπον θάνατος εν τω λέβητι άνθρωπε του θεού και ουκ ηδύναντο φαγείν |
41And he said, Take meal, and cast it into the pot. And Elisaie said to his servant Giezi, Pour out for the people, and let them eat. And there was no longer there any hurtful thing in the pot. | και είπε λάβετε άλευρον και εμβάλετε εις τον λέβητα και ενέβαλον και είπεν Ελισεαί προς Γιεζί έγχει τω λαώ και εσθιέτωσαν και ουκ εγένετο ρήμα πονηρόν έτι εν τω λέβητι |
42And there came a man over from Baetharisa, and brought to the man of God twenty barley loaves and cakes of figs, of the first-fruits. And he said, Give to the people, and let them eat. | και ανήρ ήλθεν εκ Βαάλ και ήνεγκε τω άνθρωπω του θεού πρωτογεννημάτων είκοσιν άρτους κριθίνους και παλάθας και είπε δότε τω λαώ και εσθιέτωσαν |
43And his servant said, Why should I set this before a hundred men? and he said, Give to the people, and let them eat; for thus saith the Lord, They shall eat and leave. | και είπεν ο λειτουργός αυτού τι δω ενώπιον εκατόν ανδρών τούτο και είπε δος τω λαώ και εσθιέτωσαν ότι τάδε λέγει κύριος φάγονται και καταλείψουσι |
44And they ate and left, according to the word of the Lord. | και έφαγον και κατέλιπον κατά το ρήμα κυρίου |
Chapter 5
[edit]1Now Naiman, the captain of the host of Syria, was a great man before his master, and highly respected, because by him the Lord had given deliverance to Syria, and the man was mighty in strength, but a leper. | και Νεεμάν ο άρχων της δυνάμεως βασιλέως Συρίας ην ανήρ μέγας ενώπιον του κυρίου αυτού και τεθαυμασμένος προσώπω ότι διά αυτού έδωκε κύριος σωτηρίαν τη Συρία και ο ανήρ ην δυνατός ισχύϊ λεπρός |
2And the Syrians went forth in small bands, and took captive out of the land of Israel a little maid: and she waited on Naiman's wife. | και Συρία εξήλθον μονόζωνοι και ηχμαλώτευσαν εκ γης Ισραήλ νεανίδα μικράν και ην ενώπιον της γυναικός Νεεμάν |
3And she said to her mistress, O that my lord were before the prophet of God in Samaria; then he would recover him from his leprosy. | και είπε τη κυρία αυτής όφελον ο κυριός μου ενώπιον του προφήτου εν Σαμαρεία τότε αποσυνάξει αυτόν από της λέπρας αυτού |
4And she went in and told her lord, and said, Thus and thus spoke the maid from the land of Israel. | και εισήλθε και απήγγειλε τω κυρίω αυτης και είπεν ούτω και ούτως ελάλησεν η νεανίς η εκ γης Ισραήλ |
5And the king of Syria said to Naiman, Go to, go, and I will send a letter to the king of Israel. And he went, and took in his hand ten talents of silver, and six thousand pieces of gold, and ten changes of raiment. | και είπεν ο βασιλεύς Συρίας δεύρο είσελθε και εξαποστελώ βιβλίον προς τον βασιλέα Ισραήλ και επορεύθη και έλαβεν εν τη χειρί αυτού δέκα τάλαντα αργυρίου και εξακισχιλίους χρυσούς και δέκα αλλασσομένας στολάς |
6And he brought the letter to the king of Israel, saying, Now then, as soon as this letter shall reach thee, behold, I have sent to thee my servant Naiman, and thou shalt recover him from his leprosy. | και ήνεγκε το βιβλίον προς τον βασιλέα Ισραήλ λέγων και νυν ως αν έλθη το βιβλίον τούτο προς σε ιδού απέστειλα προς σε Νεεμάν τον δούλόν μου και αποσυνάξεις αυτόν από της λέπρας αυτού |
7And it came to pass, when the king of Israel read the letter, that he rent his garments, and said, Am I God, to kill and to make alive, that this man sends to me to recover a man of his leprosy? consider, however, I pray you, and see that this man seeks an occasion against me. | και εγένετο ως ανέγνω ο βασιλεύς Ισραήλ το βιβλίον διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και είπε μη θεός εγω του θανατώσαι και ζωοποιήσαι ότι ούτος αποστέλλει προς με αποσυνάξαι άνδρα από της λέπρας αυτού ότι πλην γνώτε και ίδετε ότι προφασίζεται ούτος προς με |
8And it came to pass, when Elisaie heard that the king of Israel had rent his garments, that he sent to the king of Israel, saying, Wherefore hast thou rent thy garments? Let Naiman, I pray thee, come to me, and let him know that there is a prophet in Israel. | και εγένετο ως ήκουσεν Ελισεαί άνθρωπος του θεού ότι διέρρηξεν ο βασιλεύς τα ιμάτια αυτού και απέστειλε προς τον βασιλέα Ισραήλ λέγων ινατί διέρρηξας τα ιμάτιά σου ελθέτω δη προς με Νεεμάν και γνώσεται ότι εστί προφήτης εν Ισραήλ |
9So Naiman came with horse and chariot, and stood at the door of the house of Elisaie. | και ήλθε Νεεμάν εν ίππω και άρματι και έστη επί της θύρας του οικου Ελισεαί |
10And Elisaie sent a messenger to him, saying, Go and wash seven times in Jordan, and thy flesh shall return to thee, and thou shalt be cleansed. | και απέστειλεν Ελισεαί προς αυτόν άγγελον λέγων πορευθείς λούσαι εν τω Ιορδάνη επτάκις και επιστρέψει η σαρξ σου σοι και καθαρισθήση |
11And Naiman was angry, and departed, and said, Behold, I said, He will by all means come out to me, and stand, and call on the name of his God, and lay his hand upon the place, and recover the leper. | και εθυμώθη Νεεμάν και απήλθε και είπεν ιδού έλεγον εξελεύσεται προς με και στήσεται και επικαλέσεται εν ονόματι κυρίου θεού αυτού και επιθήσει την χείρα αυτού επί τον τόπον και αποσυνάξει το λεπρόν |
12Are not the Abana and Pharphar, rivers of Damascus, better than all the waters of Israel? may I not go and wash in them, and be cleansed? and he turned and went away in a rage. | ουχί αγαθός Αβανά και Φαρφάρ ποταμοί Δαμασκού υπέρ τον Ιορδάνης και πάντα τα ύδατα Ισραήλ ουχί πορευθείς λούσομαι εν αυτοίς και καθαρισθήσομαι και εξέκλινε και απήλθεν εν θυμώ |
13And his servants came near and said to him, Suppose the prophet had spoken a great thing to thee, wouldest thou not perform it? yet he has but said to thee, Wash, and be cleansed. | και ήγγισαν οι παίδες αυτού και ελάλησαν προς αυτόν ει μέγαν λόγον ελάλησεν ο προφήτης προς σε ουκ αν εποίησας καθότι είπε προς σε λούσαι και καθαρίσθητι |
14So Naiman went down, and dipped himself seven times in Jordan, according to the word of Elisaie: and his flesh returned to him as the flesh of a little child, and he was cleansed. | και κατέβη Νεεμάν και εβαπτίσατο εν τω Ιορδάνη επτάκις κατά το ρήμα του ανθρώπου του θεού και επέστρεψεν η σαρξ αυτού ως σαρξ παιδαρίου μικρού και εκαθαρίσθη |
15And he and all his company returned to Elisaie, and he came and stood before him, and said, Behold, I know that there is no God in all the earth, save only in Israel: and now receive a blessing of thy servant. | και επέστρεψε προς τον ανθρώπου του θεού αυτός και η παρεμβολή αυτού και ήλθε και έστη ενώπιον αυτού και είπεν ιδού δη έγνωκα ότι ουκ έστι θεός εν πάση τη γη ότι αλλ΄ εν τω Ισραήλ και νυν λάβε ευλογίαν παρά του δούλου σου |
16And Elisaie said, As the Lord lives, before whom I stand, I will not take one. And he pressed him to take one: but he would not. | και είπεν Ελισεαί ζη κύριος ω παρέστην ενώπιον αυτού ει λήψομαι και παρεβιάσατο αυτόν λαβείν και ηπείθησε |
17And Naiman said, Well then, if not, let there be given to thy servant, I pray thee, the load of a yoke of mules; and thou shalt give me of the red earth: for henceforth thy servant will not offer whole-burnt-offering or sacrifice to other gods, but only to the Lord by reason of this thing. | και είπε Νεεμάν και ει δοθήτω δη τω δούλω σου γόμος ζεύγος ημιόνων γης ότι ου ποιήσει έτι ο δούλός σου ολοκαύτωμα και θυσίας θεοίς ετέροις αλλ΄ τω κυρίω μόνω |
18And let the Lord be propitious to thy servant when my master goes into the house of Remman to worship there, and he shall lean on my hand, and I shall bow down in the house of Remman when he bows down in the house of Remman; even let the Lord, I pray, be merciful to thy servant in this matter. | και περί του λόγου τούτο ιλάσεταί μοι κύριος τω δούλω σου εν τω εισπορεύεσθαι τον κύριόν μου εις οίκον Ρεμάν προσκυνήσαι εκεί ότι αυτός επαναπαύσεται επί της χειρός μου και προσκυνήσω εν οίκω Ρεμάν εν τω προσκυνείν αυτόν εις οίκον Ρεμάν και ίλασεταί μοι κύριος τω δούλω σου υπέρ του λόγου τούτου |
19And Elisaie said to Naiman, Go in peace. And he departed from him a little way. | και είπεν Ελισεαί προς Νεεμάν πορεύου εις ειρήνη και απήλθεν απ΄ αυτού εις Χαβραθά της γης |
20And Giezi the servant of Elisaie said, Behold, my Lord has spared this Syrian Naiman, so as not to take of his hand what he has brought: as the Lord lives, I will surely run after him, and take somewhat of him. | και είπε Γιεζί το παιδάριον Ελισεαί του ανθρώπου του θεού ιδού εφείσατο ο κύριός μου του Νεεμάν του Σύρου τούτου του μη λαβείν εκ χειρός αυτού α ενήνοχε ζη κύριος ότι ει δραμούμαι οπίσω αυτού και λήψομαί τι παρ΄ αυτού |
21So Giezi followed after Naiman: and Naiman saw him running after him, and turned back from his chariot to meet him. | και εδίωξε Γιεζί οπίσω του Νεεμάν και είδεν αυτόν Νεεμάν τρέχοντα οπίσω αυτού και κατεπήδησεν από του άρματος εις απάντην αυτού και είπεν ειρήνη |
22And Giezi said, All is well: my master has sent me, saying, Behold, now are there come to me two young men of the sons of the prophets from mount Ephraim; give them, I pray thee, a talent of silver, and two changes of raiment. | και είπε Γιεζί ειρήνη ο κύριός μου απέσταλκέ με λέγων ιδού νυν ήλθον προς με δύο παιδάρια εξ όρους Εφραϊμ από των υιών των προφητών δος δη αυτοίς τάλαντον αργυρίου και δύο αλλασσομένας στολάς |
23And Naiman said, Take two talents of silver. And he took two talents of silver in two bags, and two changes of raiment, and put them upon two of his servants, and they bore them before him. | και είπε Νεεμάν λάβε δύο τάλαντα αργυρίου και εβιάσατο αυτόν και έδωκεν αυτώ δύο τάλαντα αργυρίου εν δυσί θυλακίοις και δύο αλλασσομένας στολάς και έδωκεν επί δύο παιδάρια αυτού και ήραν έμπροσθεν αυτού |
24And he came to a secret place, and took them from their hands, and laid them up in the house, and dismissed the men. | και ήλθεν εις το σκοτεινόν και έλαβεν εκ των χειρών αυτών και παρέθετο εν οίκω και εξαπέστειλε τους άνδρας και απήλθον |
25And he went in himself and stood before his master; and Elisaie said to him, | και αυτός εισήλθε και παρειστήκει προς τον κύριον αυτού και είπε προς αυτόν Ελισεαί πόθεν Γιεζί και είπε Γιεζί ου πεπόρευται ο δούλός σου ένθα |
26Whence comest thou, Giezi? and Giezi said, Thy servant has not been hither or thither. And Elisaie said to him, Went not my heart with thee, when the man returned from his chariot to meet thee? and now thou hast received silver, and now thou hast received raiment, and olive yards, and vineyards, and sheep, and oxen, and menservants, and maidservants. | και είπε προς αυτόν Ελισεαί ουχί η καρδία μου επορεύθη μετά σου ότε επέστρεψεν ο ανήρ από του άρματος αυτού εις συνάντην σοι και νυν έλαβες το αργύριον και τα ιμάτια και λήψη εν αυτώ κήπους και ελαιώνας και αμπελώνας και ποίμνια και βουκόλια και δούλους και δούλας |
27The leprosy also of Naiman shall cleave to thee, and to thy seed for ever. And he went out from his presence leprous, like snow. | και η λέπρα Νεεμάν κολληθήσεται εν σοι και εν τω σπέρματί σου εις τον αιώνα και εξήλθεν εκ προσώπου αυτού λελεπρωμένος ωσεί χιών |
Chapter 6
[edit]1And the sons of the prophets said to Elisaie, Behold now, the place wherein we dwell before thee is too narrow for us. | και είπον οι υιοί των προφητών προς Ελισεαί ιδού δη ο τόπος εν ω ημείς οικούμεν ενώπιόν σου στενός αφ΄ ημών |
2Let us go, we pray thee, unto Jordan, and take thence every man a beam, and make for ourselves a habitation there. | πορευθώμεν δη έως του Ιορδάνου και λάβωμεν εκείθεν ανήρ εις δοκόν μίαν και ποιήσωμεν εαυτοίς σκέπην του οικείν εκεί και είπε πορεύεσθε |
3And he said, Go. And one of them said gently, Come with thy servants. And he said, I will go. | και είπεν ο εις επιεικώς δεύρο μετά των δούλων σου και είπεν εγώ πορεύσομαι |
4And he went with them, and they came to Jordan, and began to cut down wood. | και επορεύθη μετ΄ αυτών και ήλθον εις τον Ιορδάνην και έτεμνον τα ξύλα |
5And behold, one was cutting down a beam, and the axe head fell into the water: and he cried out, Alas! master: and it was hidden. | και εγένετο του ενός καταβάλλοντος τον δοκόν και εξέπεσεν εκ του στελέχους το σιδήριον εις το ύδωρ και εβόησεν και είπεν ω κύριε και αυτό κεκρυμμένον |
6And the man of God said, Where did it fall? and he shewed him the place: and he broke off a stick, and threw it in there, and the iron came to the surface. | και είπεν ο άνθρωπος του θεού που έπεσε και έδειξεν αυτώ τον τόπον και απέκνισε ξύλον και έρριψεν εκεί και επεπόλασε το σιδήριον |
7And he said, Take it up to thyself. And he stretched out his hand, and took it. | και είπεν ύψωσον σεαυτώ και εξέτεινε την χείρα αυτού και έλαβεν αυτό |
8And the king of Syria was at war with Israel: and he consulted with his servants, saying, I will encamp in such a place. | και ο βασιλεύς Συρίας ην πολεμών εν Ισραήλ και εβουλεύσατο προς τους παίδας αυτού λέγων εις τον τόπον τόνδε τινά ελμωνί παρεμβαλώ |
9And Elisaie sent to the king of Israel, saying, Take heed that thou pass not by that place, for the Syrians are hidden there. | και απέστειλεν ο άνθρωπος του θεού προς τον βασιλέα Ισραήλ λέγων φύλαξαι μη παρελθείν εν τω τόπω τούτω ότι εκεί Συρία κέκρυπται |
10And the king of Israel sent to the place which Elisaie mentioned to him, and saved himself thence not once or twice. | και απέστειλεν ο βασιλεύς Ισραήλ εις τον τόπον ον είπεν αυτώ ο άνθρωπος του θεού και εφυλάξατο εκείθεν ουχ άπαξ ουδέ δις |
11And the mind of the king of Syria was very much disturbed concerning this thing; and he called his servants, and said to them, Will ye not tell me who betrays me to the king of Israel? | και εξέστη η καρδία του βασιλέως Συρίας περί του λόγου τούτου και εκάλεσε τους παίδας αυτού και είπε προς αυτούς ουκ αναγγέλείτε μοι τις προδίδωσί με τω βασιλεί Ισραήλ |
12And one of his servants said, Nay, my Lord, O king, for Elisaie the prophet that is in Israel reports to the king of Israel all the words whatsoever thou mayest say in thy bedchamber. | και είπεν εις των παίδων αυτού ουχί κύριέ μου βασιλεύ ότι Ελισεαί ο προφήτης ο εν Ισραήλ αναγγέλλει τω βασιλεί Ισραήλ πάντας τους λόγους ους εάν λαλήσης εν τω ταμείω του κοιτώνός σου |
13And he said, Go, see where this man is, and I will send and take him. And they sent word to him, saying, Behold, he is in Dothaim. | και είπε πορεύθητε και ίδετε που ούτος και αποστείλας λήψομαι αυτόν και απήγγειλαν αυτώ λέγοντες ιδού εν Δωθαϊμ |
14And he sent thither horses, and chariots, and a mighty host: and they came by night, and compassed about the city. | και απέστειλεν ίππους και άρματα και δύναμιν βαρείαν και ήλθον νυκτός και περιεκύκλωσαν την πόλιν |
15And the servant of Elisaie rose up early and went out; and, behold, a host compassed the city, and horses and chariots: and the servant said to him, O master, what shall we do? | και ώρθρισεν ο λειτουργός του ανθρώπου του θεού αναστήναι και εξήλθε και ιδού δύναμις κυκλούσα την πόλιν και ίπποι και άρματα και είπε το παιδάριον αυτου προς αυτόν ω κύριε τι ποιήσομεν |
16And Elisaie said, Fear not, for they who are with us are more than they that are with them. | και είπεν Ελισεαί μη φοβού ότι πλείους οι μεθ΄ ημών υπέρ τους μετ΄ αυτών |
17And Elisaie prayed, and said, Lord, open, I pray thee, the eyes of the servant, and let him see. And the Lord opened his eyes, and he saw: and, behold, the mountain was full of horses, and there were chariots of fire round about Elisaie. | και προσηύξατο Ελισεαί και είπε κύριε άνοιξον τους οφθαλμούς αυτού και ιδέτω και διήνοιξε κύριος τους οφθαλμούς του παιδαρίου και είδεν και ιδού το όρος πλήρες ίππων και άρμα πυρός περικύκλω Ελισεαί |
18And they came down to him; and he prayed to the Lord, and said, Smite, I pray thee, this people with blindness. And he smote them with blindness, according to the word of Elisaie. | και κατέβησαν προς αυτόν και προσηύξατο Ελισεαί προς κύριον και είπε πάταξον δη το έθνος τούτο αορασία και επάταξεν αυτούς αορασία κατά το ρήμα Ελισεαί |
19And Elisaie said to them, This is not the city, and this is not the way: follow me, and I will bring you to the man whom ye seek. And he led them away to Samaria. | και είπε Ελισεαί προς αυτούς ουχι αύτη η πόλις και ουχ αύτη η οδός δεύτε οπίσω μου και άξω υμάς προς τον άνδρα ον ζητείτε και απήγαγεν αυτούς εις Σαμάρειαν |
20And it came to pass when they entered into Samaria, that Elisaie said, Open, I pray thee, O Lord, their eyes, and let them see. And the Lord opened their eyes, and they saw; and, behold, they were in the midst of Samaria. | και εγένετο ως εισήλθον εις Σαμάρειαν και είπεν Ελισεαί κύριε άνοιξον τους οφθαλμούς τούτων και ιδέτωσαν και διήνοιξε κύριος τους οφθαλμούς αυτών και είδον και ιδού αυτοί εν μέσω Σαμαρείας |
21And the king of Israel said to Elisaie, when he saw them, Shall I not verily smite them, my father? | και είπεν ο βασιλεύς Ισραήλ προς Ελισεαί ως είδεν αυτούς ει πατάξας πατάξω πάτερ |
22And he said, Thou shalt not smite them, unless thou wouldest smite those whom thou hast taken captive with thy sword and with thy bow: set bread and water before them, and let them eat and drink, and depart to their master. | και είπεν ου πατάξεις ους ηχμαλώτευσας εν ρομφαία σου και τόξω σου συ πατάξεις παράθες άρτους και ύδωρ ενώπιον αυτών και φαγέτωσαν και πιέτωσαν και απελθέτωσαν προς τον κύριον αυτών |
23And he set before them a great feast, and they ate and drank: and he dismissed them and they departed to their master. And the bands of Syria came no longer into the land of Israel. | και παρέθηκεν αυτοίς παράθεσιν μεγάλην και έφαγον και έπιον και απέστειλεν αυτούς και απήλθον προς τον κύριον αυτών και ου προσέθεντο έτι μονόζωνοι Συρίας του ελθείν εις γην Ισραήλ |
24And it came to pass after this, that the son of Ader king of Syria gathered all his army, and went up, and besieged Samaria. | και εγένετο μετά ταύτα και ήθροισεν υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας πάσαν την παρεμβολήν αυτού και ανέβη και περιεκάθισεν επί Σαμάρειαν |
25And there was a great famine in Samaria: and, behold, they besieged it, until an ass's head was valued at fifty pieces of silver, and the fourth part of a cab of dove's dung at five pieces of silver. | και εγένετο λιμός μέγας εν Σαμαρεία και ιδού περιεκάθηντο επ΄ αυτήν έως ου εγενήθη κεφαλή όνου ογδοήκοντα σικλών αργυρίου και τέταρτον του κάβου κόπρου περιστερών πέντε σικλών αργυρίου |
26And the king of Israel was passing by on the wall, and a woman cried to him, saying, Help, my lord, O king. | και ην ο βασιλεύς Ισραήλ διαπορευόμενος επί του τείχους και γυνή εβόησε προς αυτόν λέγουσα σωσόν κύριε βασιλεύ |
27And he said to her, Unless the Lord help thee, whence shall I help thee? from the corn-floor, or from the wine-press? | και είπεν αυτή μη σε σώσαι κύριος πόθεν σώσω σε από άλωνος η από ληνού |
28And the king said to her, What is the matter with thee? And the woman said to him, This woman said to me, Give thy son, and we will eat him to-day, and we will eat my son to-morrow. | και είπεν αυτή ο βασιλεύς τι έστι σοι και είπεν η γυνή αύτη είπε μοι δος τον υιόν σου και φαγόμεθα αυτόν σήμερον και τον υιόν μου φαγόμεθα αύριον |
29So we boiled my son, and ate him; and I said to her on the second day, Give thy son, and let us eat him: and she has hidden her son. | και ηψήσαμεν τον υιόν μου και εφάγομεν αυτόν και είπον αυτή τη ημέρα τη άλλη δος τον υιόν σου και φάγωμεν αυτόν και έκρυψε τον υιόν αυτής |
30And it came to pass, when the king of Israel heard the words of the woman, that he rent his garments; and he passed by on the wall, and the people saw sackcloth within upon his flesh. | και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους της γυναικός διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και αυτός διεπορεύετο επί του τείχους και είδεν ο λαός τον σάκκον επί της σαρκός αυτού έσωθεν |
31And he said, God do so to me and more also, if the head of Elisaie shall stand upon him this day. | και είπε τάδε ποιήσαι μοι ο θεός και τάδε προσθείη ει στήσεται η κεφαλή Ελισεαί υιόυ Σαφάτ επ΄ αυτώ σήμερον |
32And Elisaie was sitting in his house, and the elders were sitting with him; and the king sent a man before him: before the messenger came to him, he also said to the elders, Do ye see that this son of a murderer has sent to take away my head? See, as soon as the messenger shall have come, shut the door, and forcibly detain him at the door: is not the sound of his master's feet behind him? | και Ελισεαί εκάθητο εν τω οίκω αυτού και οι πρεσβύτεροι εκάθηντο μετ΄ αυτού και απέστειλεν άνδρα προ προσώπου αυτού και πριν ελθείν τον άγγελον προς αυτόν και αυτός είπε προς τους πρεσβυτέρους εωρακατε ότι απέστειλεν ο υιός του φονευτου ούτος αφελείν την κεφαλήν μου ίδετε ως αν έλθη ο άγγελος αποκλείσατε την θύραν και παραθλίψατε αυτόν εν τη θύρα ουχί φωνή των ποδών του κυρίου αυτού κατόπισθεν αυτού |
33While he was yet speaking with them, behold, a messenger came to him: and he said, Behold, this evil is of the Lord; why should I wait for the Lord any longer? | έτι αυτού λαλούντος μετ΄ αυτών και ιδού ο άγγελος κατέβη προς αυτόν και είπεν ιδού αύτη η κακία παρά κυρίου τι υπομείνω τω κυρίω έτι |
Chapter 7
[edit]1And Elisaie said, Hear thou the word of the Lord; Thus saith the Lord, As at this time, to-morrow a measure of fine flour shall be sold for a shekel, and two measures of barley for a shekel, in the gates of Samaria. | και είπεν Ελισεαί άκουσον τον λόγον κυρίου τάδε λέγει κύριος ως η ώρα αύτη αύριον μέτρον σεμιδάλεως σίκλου και δύο μέτρα κριθών σίκλου εν τη πύλει Σαμαρείας |
2And the officer on whose hand the king rested, answered Elisaie, and said, Behold, if the Lord shall make flood-gates in heaven, might this thing be? and Elisaie said, Behold, thou shalt see with thine eyes, but shalt not eat thereof. | και απεκρίθη ο τριστάτης εφ΄ ον ο βασιλεύς επανεπαύετο επί της χειρός αυτού τω ανθρώπω του θεού και είπεν και εάν κύριος ποιήση καταράκτας εν τω ουρανώ ει έσται το ρήμα τούτο και Ελισεαί είπεν ιδού συ όψει εν οφθαλμοί σου και εκείθεν ου φάγη |
3And there were four leprous men by the gate of the city: and one said to his neighbour, Why sit we here until we die? | και τέσσαρες άνδρες λεπροί ήσαν παρά την θύραν της πόλεως και είπεν ανήρ προς τον πλησίον αυτού τι ημείς καθήμεθα ώδε έως αποθάνωμεν |
4If we should say, Let us go into the city, then there is famine in the city, and we shall die there: and if we sit here, then we shall die. Now then come, and let us fall upon the camp of the Syrians: if they should take us alive, then we shall live; and if they should put us to death, then we shall only die. | εάν είπωμεν εισέλθωμεν εις την πόλιν και ο λιμός εν τη πόλει και αποθανούμεθα εκεί και εάν καθίσωμεν ώδε και αποθανούμεθα και νυν δεύτε και εμπέσωμεν εις την παρεμβολήν Συρίας εάν ζωογονήσωσιν ημάς και ζησόμεθα και εάν θανατώσωσιν ημάς και αποθανούμεθα |
5And they rose up while it was yet night, to go into the camp of Syria; and they came into a part of the camp of Syria, and behold, there was no man there. | και ανέστησαν εν τω σκότει εισελθείν εις την παρεμβολήν Συρίας και εισηλθον εως μέρους της παρεμβολής Συρίας και ιδού ουκ ην ανήρ εκεί |
6 For the Lord had made the army of Syria to hear a sound of chariots, and a sound of horses, even the sound of a great host: and each man said to his fellow, Now has the king of Israel hired against us the kings of the Chettites, and the kings of Egypt, to come against us. | και κύριος ακουστήν εποίησε παρεμβολήν Συρίας φωνή αρμάτων και φωνή ίππων και φωνή δυνάμεως μεγάλης και είπεν ανήρ προς τον πλησίον αυτού ιδού μεμίσθωται εφ΄ ημάς ο βασιλεύς Ισραήλ τους βασιλέας των Χετταίων και τους βασιλέας Αιγύπτου του ελθείν εφ΄ ημάς |
7And they arose and fled while it was yet dark, and left their tents, and their horses, and their asses in the camp, as they were, and fled for their lives. | και ανέστησαν και απέδρασαν εν τω σκότει και εγκατέλιπον τας σκηνάς αυτών και τους ίππους αυτών και τους όνους αυτών ως ήσαν εν τη παρεμβολή και έφυγον κατά τας ψυχάς αυτών |
8And these lepers entered a little way into the camp, and went into one tent, and ate and drank, and took thence silver, and gold, and raiment; and they went and returned thence, and entered into another tent, and took thence, and went and hid the spoil. | και ήλθον οι λεπροί ούτοι έως μέρους της παρεμβολής και εισήλθον εις σκηνήν μίαν και έφαγον και έπιον και ήραν εκείθεν αργύριον και χρυσίον και ιματισμόν και απήλθον και κατέκρυψαν και επέστρεψαν και εισήλθον εις σκηνήν άλλην και έλαβον εκείθεν και απήλθον και κατέκρυψαν |
9And one man said to his neighbour, We are not doing well thus: this day is a day of glad tidings, and we hold our peace, and are waiting till the morning light, and shall find mischief: now them come, and let us go into the city, and report to the house of the king. | και είπεν ανήρ προς τον πλησίον αυτού ουχ ούτως ημείς ποιούμεν η ημέρα αυτη ημέρα ευαγγελίας εστι και ημείς σιωπώμεν και μένομεν έως φωτός του πρωϊ και ευρήσομεν αδικίαν νυν ουν δεύρο πορευθώμεν και αναγγείλωμεν εις τον οίκον του βασιλέως |
10So they went and cried toward the gate of the city, and reported to them, saying, We went into the camp of Syria, and, behold, there is not there a man, nor voice of man, only horses tied and asses, and their tents as they were. | και εισήλθον και εβόησαν προς την πύλην της πόλεως και ανήγγειλαν αυτοίς λέγοντες εισήλθομεν εις την παρεμβολήν Συρίας και ιδού ουκ έστιν εκεί ανήρ ουδέ φωνή ανθρώπου αλλ΄ ίππος δεδεμένος και όνος δεδέμενος και σκηναί αυτών ως εισί |
11And the porters cried aloud, and reported to the house of the king within. | και εκάλεσαν τους θυρωρούς και αναγγέλλουσι εις τον οίκον του βασιλέως έσω |
12And the king rose up by night, and said to his servants, I will now tell you what the Syrians have done to us. They knew that we are hungry; and they have gone forth from the camp and hidden themselves in the field, saying, They will come out of the city, and we shall catch them alive, and go into the city. | και ανέστη ο βασιλεύς νυκτός και είπεν τοις παισίν αυτού αναγγελώ δη υμίν α πεποιήκασιν ημίν οι Σύριοι έγνωσαν ότι πεινώμεν ημείς και εξήλθον εκ της παρεμβολής κρυβήναι εν αγρώ λέγοντες εξελεύσονται εκ της πόλεως και συλληψόμεθα αυτούς ζώντας και εισελευσόμεθα εις την πόλιν |
13And one of his servants answered and said, Let them now take five of the horses that were left, which were left here; behold, they are the number left to all the multitude of Israel; and we will send thither and see. | και απεκρίθη εις των παίδων αυτού και είπε λαβέτωσαν δη πέντε των ίππων των υπολελειμμένων οι κατελείφθησαν ώδε ιδού εισί προς παν το πλήθος Ισραήλ το εκλείπον και αποστελούμεν εκεί και οψόμεθα |
14So they took two horsemen; and the king of Israel sent after the king of Syria, saying, Go, and see. | και έλαβον δύο επιβάτας ίππων και απέστειλεν ο βασιλεύς Ισραήλ οπίσω της Συρίας λέγων πορεύθητε και ίδετε |
15And they went after them even to Jordan: and, behold, all the way was full of garments and vessels, which the Syrians had cast away in their panic. and the messengers returned, and brought word to the king. | και επορεύθησαν οπίσω αυτών έως του Ιορδάνου και ιδού πάσα η οδός πλήρης ιματισμού και σκευών ων έρριψαν οι Συροί εν τω θαμβείσθαι αυτούς και απέστρεψαν οι άγγελοι και ανήγγειλαν τω βασιλεί |
16And the people went out, and plundered the camp of Syria: and a measure of fine flour was sold for a shekel, according to the word of the Lord, and two measures of barley for a shekel. | και εξήλθεν ο λαός και διήρπασαν την παρεμβολήν Συρίας και εγένετο μέτρον σεμιδάλεως σίκλου και δύο μέτρα κριθών σίκλου κατά το λόγον κυρίου |
17And the king appointed the officer on whose hand the king leaned to have charge over the gate: and the people trampled on him in the gate, and he died, as the man of God had said, who spoke when the messenger came down to him. | και ο βασιλεύς κατέστησε τον τριστάτην εφ΄ ον ο βασιλεύς επανεπαύετο επί της χειρός αυτού επί της πύλης και συνεπάτησεν αυτόν ο λαός επί της πύλης και απέθανε καθώς ελάλησεν ο άνθρωπος του θεού ος ελάλησεν εν τω καταβήναι τον άγγελον προς αυτόν |
18So it came to pass as Elisaie had spoken to the king, saying, Two measures of barley shall be sold for a shekel, and a measure of fine flour for a shekel; and it shall be as at this time to-morrow in the gate of Samaria. | και εγένετο καθά ελάλησεν Ελισεαί προς τον βασιλέα λέγων δύο μέτρα κριθών σίκλου και μέτρον σεμιδάλεως σίκλου και έσται ως η ώρα αύριον εν τη πύλη Σαμαρείας |
19And the officer answered Elisaie, and said, Behold, if the Lord makes flood-gates in heaven, shall this thing be? and Elisaie said, Behold, thou shalt see it with thine eyes, but thou shalt not eat thereof. | και απεκρίθη ο τριστάτης τω ανθρώπω του θεού και είπεν και εάν κύριος ποιήση καταράκτας εν τω ουρανώ ει έσται το ρήμα τούτο και είπεν ο άνθρωπος του θεού ιδού όψει τοις οφθαλμοίς σου και εκείθεν ου φάγη |
20And it was so: for the people trampled on him in the gate, and he died. | και εγένετο ούτως και συνεπάτησεν αυτόν ο λαός εν τη πύλη και απέθανε |
Chapter 8
[edit]1And Elisaie spoke to the woman, whose son he had restored to life, saying, Arise, and go thou and thy house, and sojourn wherever thou mayest sojourn: for the Lord has called for a famine upon the land; indeed it is come upon the land for seven years. | και Ελισεαί ελάλησε προς την γυναίκα ης εζωπύρησε τον υιόν λέγων ανάστηθι και πορεύου συ και ο οίκος σου και παροίκει ου εάν παροικήσης ότι κύριος κέκληκε λιμόν επί την γην και παρέσται επί την γην επτά έτη |
2And the woman arose, and did according to the word of Elisaie, both she and her house; and they sojourned in the land of the Philistines seven years. | και ανέστη η γυνή και εποίησε κατά το ρήμα του ανθρώπου του θεού και επορεύθη αυτή και ο οίκος αυτής και παρώκει εν γη αλλοφύλων επτά έτη |
3And it came to pass after the expiration of the seven years, that the woman returned out of the land of the Philistines to the city; and came to cry to the king for her house and for her lands. | και εγένετο μετά το τέλος των επτά ετών και επέστρεψεν η γυνή εκ γης αλλοφύλων και ήλθε βοήσαι προς τον βασιλέα περί του οίκου αυτής και περί των αγρών αυτής |
4And the king spoke to Giezi the servant of Elisaie the man of God, saying, Tell me, I pray thee, all the great things which Elisaie has done. | και ο βασιλεύς ελάλει προς Γιεζί το παιδάριον Ελισεαί του ανθρώπου του θεού λέγων διήγησαι δη εμοί πάντα τα μεγάλα α εποίησεν Ελισεαί |
5And it came to pass, as he was telling the king how he had restored to life the dead son, behold, the woman whose son Elisaie restored to life came crying to the king for her house and for her lands. And Giezi said, My lord, O king, this is the woman, and this is her son, whom Elisaie restored to life. | και εγένετο αυτού εξηγουμένου τω βασιλεί ως εζωπύρησεν υιόν τεθνηκότα και ιδού η γυνή ης εζωπύρησε τον υιόν αυτής βοώσα προς τον βασιλέα περί του οίκου αυτής και περί των αγρών αυτής και είπε Γιεζί κύριε βασιλεύ αύτη η γυνή και ούτος ο υιός αυτής ον εζωπύρησεν Ελισεαί |
6And the king asked the woman, and she told him: and the king appointed her a eunuch, saying, Restore all that was hers, and all the fruits of the field from the day that she left the land until now. | και επηρώτησεν ο βασιλεύς την γυναίκα και διηγήσατο αυτώ και έδωκεν αυτή ο βασιλεύς ευνούχον ένα λέγων επίστρεψον πάντα τα αυτής και πάντα τα γενήματα του αγρού αυτής από της ημέρας ης κατέλιπε την γην έως του νυν |
7And Elisaie came to Damascus; and the king of Syria the son of Ader was ill, and they brought him word, saying, The man of God is come hither. | και ήλθεν Ελισεαί εις Δαμασκόν και ο υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας ην αρρωστών και ανήγγειλαν αυτώ λέγοντες ήκει ο άνθρωπος του θεού έως ώδε |
8And the king said to Azael, Take in thine hand a present, and go to meet the man of God, and enquire of the Lord by him, saying, Shall I recover of this my disease? | και είπεν ο βασιλεύς προς Αζαήλ λάβε εν τη χειρί σου μαναά και δεύρο εις απάντησιν του ανθρώπου του θεού και επιζήτησον τον κύριον δι΄ αυτού λέγων ει ζήσομαι εκ της αρρωστίας μου ταύτης |
9And Azael went to meet him, and he took a present in his hand, and all the good things of Damascus, forty camels' load, and came and stood before him, and said to Elisaie, Thy son the son of Ader, the king of Syria, has sent me to thee to enquire, saying, Shall I recover of this my disease? | και επορεύθη Αζαήλ εις απάντησιν αυτού και έλαβε μαναά εν τη χειρί αυτού εκ πάντων των αγαθών Δαμασκού άρσιν τεσσαράκοντα καμήλων και ήλθε και έστη ενώπιον αυτού και είπε ο υιός σου υιός Άδερ βασιλεύς Συρίας απέστειλέ με προς σε λέγων ει ζήσομαι εκ της αρρωστίας μου ταύτης |
10And Elisaie said, Go, say, Thou shalt certainly live; yet the Lord has shewed me that thou shalt surely die. | και είπεν προς αυτόν Ελισεαί πορεύου είπε αυτώ ζωή ζήση και έδειξέ μοι κύριος ότι θανάτω αποθανείται |
11And he stood before him, and fixed his countenance till he was ashamed: and the man of God wept. | και έστη κατά πρόσωπον αυτού και παρέθηκεν ενώπιον αυτού τα δώρα έως ησχύνετο και έκλαυσεν ο άνθρωπος του θεού |
12And Azael said, Why does my lord weep? And he said, Because I know all the evil that thou wilt do to the children of Israel: thou wilt utterly destroy their strong holds with fire, and thou wilt slay their choice men with the sword, and thou wilt dash their infants against the ground, and their women with child thou wilt rip up. | και είπεν Αζαήλ τι ότι ο κύριός μου κλαίει και είπεν ότι οίδα όσα ποιήσεις τοις υιοίς Ισραήλ κακά τα οχυρώματα αυτών εξαποστελείς εν πυρί και τους εκλεκτούς αυτών αποκτενείς εν ρομφαία και τα νήπια αυτών εδαφιείς και τας εν γαστρί εχούσας αυτών διαρρήξεις |
13And Azael said, Who is thy servant? a dead dog, that he should do this thing? And Elisaie said, The Lord has shewn me thee ruling over Syria. | και είπεν Αζαήλ τις εστίν ο δούλός σου ο κύων ο τεθνηκώς ότι ποιήσει το ρήμα το μέγα τούτο και είπεν Ελισεαί έδειξέ μοι κύριος σε βασιλεύοντα επί Συρίαν |
14And he departed from Elisaie, and went in to his lord; and he said to him, What said Elisaie to thee? and he said, He said to me, Thou shalt surely live. | και απήλθεν από Ελισεαί και ήλθε προς τον κύριον αυτού και είπεν αυτώ τι είπε σοι Ελισεαί και είπεν είπε μοι ζωή ζήση |
15And it came to pass on the next day that he took a thick cloth, and dipped it in water, and put it on his face, and he died: and Azael reigned in his stead. | και εγένετο τη επαύριον και έλαβε το μαχβάρ και έβαψεν αυτό εν τω ύδατι και περιέβαλεν επί το πρόσωπον αυτού και απέθανεν και εβασίλευσεν Αζαήλ αντ΄ αυτού |
16In the fifth year of Joram son of Achaab king of Israel, and while Josaphat was king of Juda, Joram the son of Josaphat king of Juda began to reign. | εν έτει πέμπτω του Ιωράμ υιώ Αχαάβ βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Ιωράμ υιός Ιωσαφάτ βασιλεύς Ιούδα |
17 Thirty and two years old was he when he began to reign, and he reigned eight years in Jerusalem. | υιός τριάκοντα και δύο ετών ην εν τω βασιλεύειν αυτόν και οκτώ έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ |
18And he walked in the way of the kings of Israel, as did the house of Achaab; for the daughter of Achaab was his wife: and he did that which was evil in the sight of the Lord. | και επορεύθη εν οδώ βασιλέων Ισραήλ καθώς εποίησεν οίκος Αχαάβ ότι θυγάτηρ Αχαάβ ην αυτώ εις γυναίκα και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου |
19But the Lord would not destroy Juda for David his servant's sake, as he said he would give a light to him and to his sons continually. | και ουκ ηθέλησε κύριος διαφθείραι τον Ιούδαν διά Δαυίδ τον δούλον αυτού καθώς είπε δούναι αυτώ το λύχνον και τοις υιοίς αυτού πάσας τας ημέρας |
20In his days Edom revolted from under the hand of Juda, and they made a king over themselves. | εν ταις ημέραις αυτού ηθέτησεν Εδώμ υποκάτωθεν χειρός Ιούδα και εβασίλευσαν εφ΄ εαυτούς βασιλέα |
21And Joram went up to Sior, and all the chariots that were with him: and it came to pass after he had arisen, that he smote Edom who compassed him about, and the captains of the chariots; and the people fled to their tents. | και ανέβη Ιωράμ εις Σιώρ και πάντα τα άρματα τα μετ΄ αυτού και εγένετο ως ανέστη νυκτός και επάταξε τον Εδώμ κυκλούντα επ΄ αυτόν και τους άρχοντας των αρμάτων και έφυγεν ο λαός εις τα σκηνώματα αυτόυ |
22Yet Edom revolted from under the hand of Juda till this day. Then Lobna revolted at that time. | και ηθέτησεν Εδώμ υποκάτωθεν χειρός Ιούδα έως της ημέρας ταύτης τότε ηθέτησε Λοβνά εν τω καιρώ εκείνω |
23And the rest of the acts of Joram, and all that he did, behold, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Ιωράμ και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
24So Joram slept with his fathers, and was buried with his fathers in the city of his father David: and Ochozias his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιωράμ μετά των πατέρων αυτού και θάπτεται μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ του πατρός αυτού και εβασίλευσεν Οχοζίας υιός αυτού αντ΄ αυτού |
25In the twelfth year of Joram son of Achaab king of Israel, Ochozias son of Joram began to reign. | εν έτει δωδεκάτω του Ιωράμ υιού Αχαάβ βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Οχοζίας υιός Ιωράμ βασιλέως Ιούδα |
26 Twenty and two years old was Ochozias when he began to reign, and he reigned one year in Jerusalem: and the name of his mother was Gotholia, daughter of Ambri king of Israel. | υιός είκοσι και δύο ετών Οχοζίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και εβασίλευσεν ενιαυτόν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Γοθολία θυγάτηρ Αμβρί βασιλέως Ισραήλ |
27And he walked in the way of the house of Achaab, and did that which was evil in the sight of the Lord, as did the house of Achaab. | και επορεύθη εν οδώ οίκου Αχαάβ και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου καθώς ο οίκος Αχαάβ ότι γαμβρός οίκου Αχαάβ εστίν |
28And he went with Joram the son of Achaab to war against Azael king of the Syrians in Remmoth Galaad; and the Syrians wounded Joram. | και επορεύθη μετά Ιωράμ υιόυ Αχαάβ εις πόλεμον μετά Αζαήλ βασιλέα Συρίας εν Ραμάθ Γαλαάδ και επάταξαν οι Σύροι τον Ιωράμ |
29And king Joram returned to be healed in Jezrael of the wounds with which they wounded him in Remmoth, when he fought with Azael king of Syria. And Ochozias son of Joram went down to see Joram the son of Achaab in Jezrael, because he was sick. | και επέστρεψεν ο βασιλεύς Ιωράμ του ιατρευθήναι εν Ιεζραήλ από των πληγών ων επάταξαν αυτόν οι Σύροι εν Ραμάθ Γαλαάδ εν τω πολεμείν αυτόν μετά Αζαήλ βασιλέως Συρίας και Οχοζίας υιός Ιωράμ βασιλεύς Ιούδα κατέβη του ιδείν τον Ιωράμ υιόν Αχαάβ εν Ιεζραήλ ότι ηρρώστει αυτός |
Chapter 9
[edit]1And Elisaie the prophet called one of the sons of the prophets, and said to him, Gird up thy loins, and take this cruse of oil in thy hand, and go to Remmoth Galaad. | και Ελισεαί ο προφήτης εκάλεσεν ένα των υιών των προφητών και είπεν αυτώ ζώσαι την οσφύν σου και λάβε τον φακόν του ελαίου τούτου εν τη χειρί σου και πορεύθητι εις Ραμάθ Γαλαάδ |
2And thou shalt enter there, and shalt see there Ju the son of Josaphat son of Namessi, and shalt go in and make him rise up from among his brethren, and shalt bring him into a secret chamber. | και εισελεύση εκεί και όψει εκεί Ιού υιόν Ιωσαφάτ υιόυ Ναμεσσί και εισελεύση και αναστήσεις αυτόν εκ μέσου των αδελφών αυτού και εισάξεις αυτόν εις το ταμείον εκ ταμιείου |
3And thou shalt take the cruse of oil, and pour it on his head, and say thou, Thus saith the Lord, I have anointed thee king over Israel: and thou shalt open the door, and flee, and not tarry. | και λήψη τον φακόν του ελαίου και επιχεείς επί την κεφαλήν αυτού και ερείς τάδε λέγει κύριος κέχρικά σε εις βασιλέα επί Ισραήλ και ανοίξεις την θύραν και φεύξη και ουχ υπομενείς |
4And the young man the prophet went to Remmoth Galaad. | και επορεύθη το παιδάριον ο προφήτης εις Ραμάθ Γαλαάδ |
5And he went in, and, behold, the captains of the host were sitting; and he said, I have a message to thee, O captain. And Ju said, To which of all us? And he said, To thee, O captain. | και εισήλθε και ιδού οι άρχοντες της δυνάμεως εκάθηντο και είπε λόγος μοι προς σε ο άρχων και είπεν Ιού προς τίνα εκ πάντων ημών και είπε προς σε ο άρχων |
6And he arose, and went into the house: and he poured the oil upon his head, and said to him, Thus saith the Lord God of Israel, I have anointed thee to be king over the people of the Lord, even over Israel. | και ανέστη και εισήλθεν εις τον οίκον και επέχεεν το έλαιον επί την κεφαλήν αυτού και είπεν αυτώ τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ κέχρικά σε εις βασιλέα επί τον λαόν κυρίου επί τον Ισραήλ |
7And thou shalt utterly destroy the house of Achaab thy master from before me, and shalt avenge the blood of my servants the prophets, and the blood of all the servants of the Lord, at the hand of Jezabel, | και εξολοθρεύσεις τον οίκον Αχαάβ του κυρίου σου εκ προσώπου μου και εκδικήσεις τα αίματα των δούλων μου των προφητών και τα αίματα πάντων των δούλων κυρίου εκ χειρός Ιεζάβελ |
8and at the hand of the whole house of Achaab: and thou shalt utterly cut off from the house of Achaab every male, and him that is shut up and left in Israel. | και εκ χειρός όλου του οίκου Αχαάβ και εξολοθρεύσεις τω Αχαάβ ουρούντα προς τοίχον και συνεχόμενον και εγκαταλελειμμένον εν Ισραήλ |
9And I will make the house of Achaab like the house of Jeroboam the son of Nabat, and as the house of Baasa the son of Achia. | και δώσω τον οίκον Αχαάβ ως τον οίκον Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ και ως τον οίκον Βαασά υιόυ Αχία |
10And the dogs shall eat Jezabel in the portion of Jezreel, and there shall be none to bury her. And he opened the door, and fled. | και την Ιεζάβελ καταφάγονται οι κύνες εν τη μερίδι Ιεζραήλ και ουκ έσται ο θάπτων και ήνοιξε την θύραν και έφυγε |
11And Ju went forth to the servants of his lord, and they said to him, Is all well? Why came this mad fellow in to thee? And he said to them, Ye know the man, and his communication. | και Ιού εξήλθε προς τους παίδας του κυρίου αυτού και είπον αυτώ ειρήνη τι ότι εισήλθεν ο επίληπτος ούτος προς σε και είπεν αυτοίς υμείς οίδατε τον άνδρα και την αδολεσχίαν αυτού |
12And they said, It is wrong: tell us now. And Ju said to them, Thus and thus spoke he to me, saying, —and he said, Thus saith the Lord, I have anointed thee to be king over Israel. | και είπον άδικον αλλά ανάγγειλον ημίν και είπεν προς αυτούς ούτω και ούτως ελάλησε προς με λέγων τάδε λέγει κύριος κέχρικά σε εις βασιλέα επί Ισραήλ |
13And when they heard it, they hasted, and took every man his garment, and put it under him on the top of the stairs, and blew with the trumpet, and said, Ju is king. | και ακούσαντες έσπευσαν και έλαβεν έκαστος το ιμάτιον αυτού και έθηκαν υποκάτω αυτού επί το γαρέμ των αναβαθμών και εσάλπισαν εν κερατίνη και είπον εβασίλευσεν Ιού |
14So Ju the son of Josaphat the son of Namessi conspired against Joram, and Joram was defending Remmoth Galaad, he and all Israel, because of Azael king of Syria. | και συνεστράφη Ιού υιός Ιωσαφάτ υιόυ Ναμεσσί προς Ιωράμ και Ιωράμ εφύλασσεν εν Ραμάθ Γαλαάδ αυτός και πας Ισραήλ από προσώπου Αζαήλ βασιλέως Συρίας |
15And king Joram had returned to be healed in Jezrael of the wounds which the Syrians had given him, in his war with Azael king of Syria. And Ju said, If your heart is with me, let there not go forth out of the city one fugitive to go and report to Jezrael. | και απέστρεψεν Ιωραμ ο βασιλεύς ιατρευθήναι εν Ιεζραήλ από των πληγών ων έπαισαν αυτόν οι Σύροι εν τω πολεμείν αυτόν μετά Αζαήλ βασιλέως Συρίας και είπεν Ιού ει έστι ψυχή υμών μετ΄ εμού μη εξελθέτω εκ της πόλεως διαπεφευγώς του πορευθήναι και απαγγείλαι εν Ιεζραήλ |
16And Ju rode and advanced, and came down to Jezrael; for Joram king of Israel was getting healed in Jezrael of the arrow-wounds wherewith the Syrians had wounded him in Rammath in the war with Azael king of Syria; for he was strong and a mighty man: and Ochozias king of Juda was come down to see Joram. | και ίππευσε και επορεύθη Ιού εις Ιεζραήλ ότι Ιωράμ εθεραπεύετο εν τω Ιεζραήλ και Οχοζίας βασιλεύς Ιούδα κατέβη ιδείν τον Ιωράμ |
17And there went up a watchman upon the tower of Jezrael, and saw the dust made by Ju as he approached; and he said, I see dust. And Joram said, Take a horseman, and send to meet them, and let him say, Peace. | και ο σκοπός ειστήκει επί τον πύργον εν Ιεζραήλ και είδε τον κονιορτόν του όχλου Ιού εν τω παραγίνεσθαι αυτόν και είπε κονιορτόν του όχλου εγώ βλέπω και είπεν Ιωράμ λάβε επιβάτην και αποστείλατε εις απάντησιν αυτών και ειπάτω ει ειρήνη |
18And there went a horseman to meet them, and said, Thus says the king, Peace. And Ju said, What hast thou to do with peace? turn behind me. And the watchman reported, saying, The messenger came up to them, and has not returned. | και επορεύθη ο επιβάτης ιππου εις απαντησιν αυτού και είπεν τάδε λέγει ο βασιλεύς ει ειρηνη και είπεν Ιού τι σοι και ειρήνη επίστρεφε εις τα οπίσω μου και απήγγειλεν ο σκοπός λέγων ήλθεν ο άγγελος έως αυτών και ουκ ανέστρεψε |
19And he sent another horseman, and he came to him, and said, Thus says the king, Peace. And Ju said, What hast thou to do with peace? turn behind me. | και απέστειλεν επιβάτην ίππου δεύτερον και ήλθε προς αυτών και είπε τάδε λέγει ο βασιλεύς ει ειρήνη και είπεν Ιού τι σοι και ειρήνη επίστρεφε εις τα οπίσω μου |
20And the watchman reported, saying, He came up to them, and has not returned: and the driver drives Ju the son of Namessi, for it is with furious haste. | και απήγγειλεν ο σκοπός λέγων ήλθεν έως αυτών και ουκ ανέστρεψε και η αγωγή ως αγωγή Ιού υιόυ Ναμεσσί διότι εν παραλλαγή εγένετο |
21And Joram said, Make ready. And one made ready the chariot: and Joram the king of Israel went forth, and Ochozias king of Juda, each in his chariot, and they went to meet Ju, and found him in the portion of Nabuthai the Jezraelite. | και είπεν Ιωράμ ζεύξατε άρματα και έζευξαν και εξήλθεν Ιωράμ βασιλεύς Ισραήλ και Οχοζίας βασιλεύς Ιούδα ανήρ εν τω άρματι αυτού και εξήλθον εις απάντησιν Ιού και εύρον αυτόν εν τη μερίδι Ναβούθ του Ιεζραηλίτου |
22And it came to pass when Joram saw Ju, that he said, Is it peace, Ju? And Ju said, How can it be peace? as yet there are the whoredoms of thy mother Jezabel, and her abundant witchcrafts. | και εγένετο ως είδε Ιωράμ τον Ιού και είπεν ει ειρήνη Ιού και είπεν Ιού τι σοι και ειρήνη έτι αι πορνείαι Ιεζάβελ της μητρός σου και τα φάρμακα αυτής τα πολλά |
23And Joram turned his hands, and fled, and said to Ochozias, Treachery, Ochozias. | και επέστρεψεν Ιωράμ τας χείρας αυτού του φυγείν και είπε προς Οχοζίαν δόλος Οχοζία |
24And Ju bent his bow with his full strength, and smote Joram between his arms, and his arrow went out at his heart, and he bowed upon his knees. | και έπλησεν Ιού την χείρα αυτού εν τω τόξω και επάταξε τον Ιωράμ αναμέσον των βραχιόνων αυτού και εξήλθε το βέλος διά της καρδίας αυτού και έκαμψεν επί τα γόνατα αυτού |
25And Ju said to Badecar his chief officer, Cast him into the portion of ground of Nabuthai the Jezraelite, for I and thou remember, riding as we were on chariots after Achaab his father, that the Lord took up this burden against him, saying, | και είπεν Ιού προς Βαδεκάρ τον τριστάτην αυτού άρον και ρίψον αυτόν εν τη μερίδι του αγρού Ναβούθ του Ιεζραηλίτου ότι μνημονεύω εγώ και συ επιβεβηκότες επί ζεύγη οπίσω Αχαάβ του πατρός αυτού και κύριος έλαβεν επ΄ αυτόν το λήμμα τουτο λέγων |
26 Surely, I have seen yesterday the blood of Nabuthai, and the blood of his sons, saith the Lord; and I will recompense him in this portion, saith the Lord. Now then, I pray thee, take him up and cast him into the portion, according to the word of the Lord. | ει μεν τα αίματα Ναβούθ και τα αίματα των υιών αυτού είδον εχθές φησί κύριος και ανταποδώσω σοι εν τη μερίδι ταύτη λέγει κύριος και νυν άρατε και ρίψατε αυτόν εν τη μερίδι κατά το ρήμα κυρίου |
27And Ochozias king of Juda saw it, and fled by the way of Baethgan. And Ju pursued after him, and said, Slay him also. And one smote him in the chariot at the going up of Gai, which is Jeblaam: and he fled to Mageddo, and died there. | και Οχοζίας βασιλεύς Ιούδα είδε και έφυγεν οδόν Βαιθαγάν και εδίωξεν οπίσω αυτού Ιού και είπε και γε αυτόν πατάξατε αυτόν επί τω άρματι εν τη αναβάσει Γουρ η εστι του Ιεβλαάμ και έφυγεν εις Μαγεδδώ και απέθανεν εκεί |
28And his servants put him on a chariot, and brought him to Jerusalem, and they buried him in his sepulchre in the city of David. | και επεβίβασαν αυτόν οι παίδες αυτού επί το άρμα και ήγαγον αυτόν εις Ιερουσαλήμ και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν τω τάφω αυτού εν πόλει Δαυίδ |
29And in the eleventh year of Joram king of Israel, Ochozias began to reign over Juda. | και εν έτει ενδεκάτω Ιωράμ βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Οχοζίας επί Ιούδαν |
30And Ju came to Jezrael; and Jezabel heard of it, and coloured her eyes, and adorned her head, and looked through the window. | και ήλθεν Ιού εις Ιεζραήλ και Ιεζάβελ ήκουσε και εστιμίσατο τους οφθαλμούς αυτής και εκόσμησε την κεφαλήν αυτής και διέκυψε διά της θυρίδος |
31And Ju entered into the city; and she said, Had Zambri, the murderer of his master, peace? | και Ιού εισεπορεύετο εν τη πόλει και αυτή είπεν ει ειρήνη Ζαμβρί ο φονευτής του κυρίου αυτού |
32And he lifted up his face toward the window, and saw her, and said, Who art thou? Come down with me. And two eunuchs looked down towards him. | και επήρε το πρόσωπον αυτού εις την θυρίδα και είδεν αυτήν και είπε τις ει συ κατάβηθι προς εμού και κατέκυψαν προς αυτόν δύο ευνούχοι |
33And he said, Throw her down. And they threw her down; and some of her blood was sprinkled on the wall, and on the horses: and they trampled on her. | και είπε κυλίσατε αυτήν και εκύλισαν αυτήν και ερραντίσθη το αίμα αυτής προς τον τοίχον και προς τους ίππους και συνεπάτησαν αυτήν |
34And Ju went in and ate and drank, and said, Look now, after this cursed woman, and bury her, for she is a king's daughter. | και εισήλθεν Ιού και έφαγε και έπιε και είπεν επισκέψασθε δη την κατηραμένην ταύτην και θάψατε αυτήν ότι θυγάτηρ βασιλέως εστί |
35And they went to bury her; but they found nothing of her but the skull, and the feet, and the palms of her hands. | και επορεύθησαν θάψαι αυτήν και ουχ εύρον εν αυτή αλλ το κρανίον και τους πόδας και τα ίχνη των χειρών |
36And they returned and told him. And he said, It is the word of the Lord, which he spoke by the hand of Eliu the Thesbite, saying, In the portion of Jezrael shall the dogs eat the flesh of Jezabel. | και επέστρεψαν και ανήγγειλαν αυτώ και είπε λόγος κυρίου ον ελάλησεν εν χειρί του δούλου αυτού Ηλίου του Θεσβίτου λέγων εν τη μερίδι Ιεζραήλ καταφάγονται οι κύνες τας σάρκας Ιεζάβελ |
37And the carcass of Jezabel shall be as dung on the face of the field in the portion of Jezrael, so that they shall not say, This is Jezabel. | και έσται το θνησιμαίον Ιεζάβελ ως κοπρία επί προσώπου του αγρού εν τη μερίδι Ιεζραήλ ώστε μη ειπείν αύτη Ιεζάβελ |
Chapter 10
[edit]1And Achaab had seventy sons in Samaria. And Ju wrote a letter, and sent it into Samaria to the rulers of Samaria, and to the elders, and to the guardians of the children of Achaab, saying. | και τω Αχαάβ εβδομήκοντα υιοί εν Σαμαρεία και έγραψεν Ιού βιβλίον και απέστειλεν εν Σαμαρείαν προς τους άρχοντας Σαμαρείας και προς τους πρεσβυτέρους και προς τους τιθηνούς των υιών Αχαάβ λέγων |
2Now then, as soon as this letter shall have reached you, whereas there are with you the sons of your master, and with you chariots and horses, and strong cities, and arms, | και νυν ως αν έλθη το βιβλίον τούτο προς υμάς και μεθ΄ υμών οι υιοί του κυρίου υμών και μεθ΄ υμών τα άρματα και οι ίπποι και πόλεις οχυραί και όπλα |
3do ye accordingly look out the best and fittest among your master's sons, and set him on the throne of his father, and fight for the house of your master. | και όψεσθε τον αγαθόν και τον ευθή εν τοις υιοίς του κυρίου υμών και καταστήσετε αυτόν επί τον θρόνον του πατρός αυτού και πολεμείτε υπέρ του οίκου του κυρίου υμών |
4And they feared greatly, and said, Behold, two kings stood not before him: and how shall we stand? | και εφοβήθησαν σφόδρα και είπον ιδού οι δύο βασιλείς ουκ έστησαν κατά πρόσωπον αυτού και πως στησόμεθα ημείς |
5So they that were over the house, and they that were over the city, and the elders and the guardians, sent to Ju, saying, We also are thy servants, and whatsoever thou shalt say to us we will do; we will not make any man king: we will do that which is right in thine eyes. | και απέστειλαν οι επί του οίκου και οι επί της πόλεως και οι πρεσβύτεροι και οι τιθηνοί προς Ιού λέγοντες παίδες σου υμείς και πάντα όσα αν είπης ημίν ποιήσομεν ου βασιλεύσομεν ουδένα το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου ποιήσομεν |
6And Ju wrote them a second letter, saying, If ye are for me, and hearken to my voice, take the heads of the men your master's sons, and bring them to me at this time to-morrow in Jezrael. Now the sons of the king were seventy men; these great men of the city brought them up. | και έγραψε προς αυτούς Ιού βιβλίον δεύτερον λέγων ει εμοί υμείς και της φωνής μου υμείς ακούετε λάβετε κεφαλάς ανδρών των υιών του κυρίου υμών και ενέγκατε προς με ως η ώρα αύτη αύριον εν Ιεζραήλ και οι υιοί του βασιλέως ήσαν εβδομήκοντα άνδρες ους οι αδροί της πόλεως εξέτρεφον αυτούς |
7And it came to pass, when the letter came to them, that they took the king's sons, and slew them, even seventy men, and put their heads in baskets, and sent them to him at Jezrael. | και εγένετο ως ήλθε το βιβλίον προς αυτούς και έλαβον τους υιούς του βασιλέως και έσφαξαν αυτούς εβδομήκοντα άνδρας και έθηκαν τας κεφαλάς αυτών εις καρτάλλους και απέστειλαν αυτώ εις Ιεζραήλ |
8And a messenger came and told him, saying, They have brought the heads of the king's sons. And he said, Lay them in two heaps by the door of the gate until the morning. | και ήλθεν ο άγγελος και απήγγειλε αυτώ λέγων ήνεγκαν τας κεφαλάς των υιών του βασιλέως και είπε θέτε αυτάς δύο βουνούς παρά την θύραν της πύλης εις πρωϊ |
9And the morning came, and he went forth, and stood, and said to all the people, Ye are righteous: behold, I conspired against my master, and slew him: but who slew all these? | και εγένετο πρωϊ και εξήλθε και έστη και είπε προς πάντα τον λαόν δίκαιοι υμείς ιδού εγώ συνεστράφην επί τον κύριόν μου και απέκτεινα αυτόν και τις επάταξε πάντας τούτους |
10See now that there shall not fall to the ground anything of the word of the Lord which the Lord spoke against the house of Achaab: for the Lord has performed all that he spoke of by the hand of his servant Eliu. | ίδετε ότι ου πεσείται από του ρήματος κυρίου επι την γην ου ελάλησε κύριος κατά τον οίκον Αχαάβ και κύριος εποίησεν όσα ελάλησεν εν χειρί του δούλου αυτού Ηλίου |
11And Ju smote all that were left of the house of Achaab in Jezrael, and all his great men, and his acquaintance, and his priests, so as not to leave him any remnant. | και επάταξεν Ιού πάντας τους καταλειφθέντας εν τω οίκω Αχαάβ εν Ιεζραήλ και πάντας τους αδρούς αυτού και τους γνωστούς αυτού και τους ιερείς αυτού έως του μη καταλειφθήναι αυτού κατάλειμμα |
12And he arose and went to Samaria, and he was in the house of sheep-shearing in the way. | και ανέστη και επορεύθη εις Σαμάρειαν αυτός εν Βαιθακάδ των ποιμένων εν τη οδώ |
13And Ju found the brethren of Ochozias king of Juda, and said, Who are ye? And they said, We are the brethren of Ochozias, and we have come down to salute the sons of the king, and the sons of the queen. | και Ιού εύρε τους αδελφούς Οχοζίου βασιλέως Ιούδα και είπε τίνες υμείς και είπον αδελφοί Οχοζίου ημείς και κατέβημεν εις ειρήνην των υιών του βασιλέως και των υιών της δυναστευούσης |
14And he said, Take them alive. And they slew them at the shearing-house, forty and two men: he left not a man of them. | και είπε συλλάβετε αυτούς ζώντας και συνέλαβον αυτούς και έσφαξαν αυτούς εν Βαιθακάδ τεσσαράκοντα και δύο άνδρας και ου κατέλιπεν άνδρα εξ αυτών |
15And he went thence and found Jonadab the son of Rechab coming to meet him; and he saluted him, and Ju said to him, Is thy heart right with my heart, as my heart is with thy heart? And Jonadab said, It is. And Ju said, If it is then, give me thy hand. And he gave him his hand, and he took him up to him into the chariot. | και επορεύθη εκείθεν και εύρε τον Ιωναδάβ υιόν Ρηχάβ εν τη οδώ εις απάντησιν αυτού και ευλόγησεν αυτόν και είπε προς αυτόν Ιού ει έστι ευθεία η καρδία σου μετά της καρδίας μου καθώς η καρδία μου μετά της καρδίας σου και είπεν Ιωναδάβ έστι και είπεν Ιού και ει έστι δος την χείρά σου και έδωκε την χείρα αυτού και ανεβίβασεν αυτόν προς αυτόν επί το άρμα |
16And he said to him, Come with me, and see me zealous for the Lord. And he caused him to sit in his chariot. | και είπε προς αυτόν δεύρο μετ΄ εμού και ίδε εν τω ζηλώσαί με τω κυρίω και επεκάθισεν αυτόν εν τω άρματι αυτού |
17And he entered into Samaria, and smote all that were left of Achaab in Samaria, until he had utterly destroyed him, according to the word of the Lord, which he spoke to Eliu. | και εισήλθεν εις Σαμάρειαν και επάταξε πάντας τους καταλειφθέντας του Αχαάβ εν Σαμαρεία έως του αφανίσαι αυτόν κατά το ρήμα κυρίου ο ελάλησε προς Ηλίαν |
18And Ju gathered all the people, and said to them, Achaab served Baal a little; Ju shall serve him much. | και συνήθροισεν Ιού πάντα τον λαόν και είπε προς αυτούς Αχαάβ εδούλευσε τω Βάαλ ολίγα Ιού δουλεύσει αυτώ πολλά |
19Now then do all ye the prophets of Baal call all his servants and his priests to me; let not a man be wanting: for I have a great sacrifice to offer to Baal; every one who shall be missing shall die. But Ju did it in subtilty, that he might destroy the servants of Baal. | και νυν καλέσατε προς με πάντες τους προφήτας του Βάαλ και τους ιερείς αυτού και πάντας τους δούλους αυτού ανήρ μη επισκεπήτω ότι θυσίαν μεγάλην εγώ ποιώ τω Βάαλ πας ος αν επισκεπή ου ζήσεται και Ιου εποίησεν εν πτερνισμώ ίνα απολέση τους δουλούς του Βάαλ |
20And Ju said, Sanctify a solemn festival to Baal, and they made a proclamation. | και είπεν Ιού αγιασατε θεραπείαν τω Βάαλ και εκήρυξαν |
21And Ju sent throughout all Israel, saying, Now then let all Baal's servants, and all his priests, and all his prophets come, let none be lacking: for I am going to offer a great sacrifice; whosoever shall be missing, shall not live. So all the servants of Baal came, and all his priests, and all his prophets: there was not one left who came not. And they entered into the house of Baal; and the house of Baal was filled from one end to the other. | και απέστειλεν Ιού εν παντί Ισραήλ και ήλθον πάντες οι δούλοι του Βάαλ ου κατελείφθη ανήρ ος ου παρεγένετο και εισήλθον εις τον οίκον του Βάαλ και επλήσθη ο οίκος του Βάαλ στόμα επί στόμα |
22And he said to the man who was over the house of the wardrobe, Bring forth a robe for all the servants of Baal. And the keeper of the robes brought forth to them. | και είπεν Ιού τω επί του οίκου μεσθάαλ εξάγαγε ενδύματα πάσι τοις δούλοις του Βάαλ και εξήνεγκεν αυτοίς ο στολιστής |
23And Ju and Jonadab the son of Rechab entered into the house of Baal, and said to the servants of Baal, Search, and see whether there is among you any of the servants of the Lord, or only the servants of Baal, by themselves. | και εισήλθεν Ιού και Ιωναδάβ υιός Ρηχάβ εις τον οίκον του Βάαλ και είπε τοις δούλοις του Βάαλ ερευνήσατε και ίδετε ει έστι μεθ΄ υμών των δούλων κυρίου ότι αλλ΄ οι δούλοι του Βάαλ μονώτατοι |
24And he went in to offer sacrifices and whole-burnt-offerings; and Ju set for himself eighty men without, and said, Every man who shall escape of the men whom I bring into your hand, the life of him that spares him shall go for his life. | και εισήλθον του ποιήσαι τας θυσίας και τα ολοκαυτώματα και Ιού έστησεν εαυτώ έξω ογδοήκοντα άνδρας και είπεν ανήρ ος αν διασωθή από των ανδρών ων εγώ εισάγω επί χείρας υμών η ψυχή αυτού αντί της ψυχής αυτού |
25And it came to pass, when he had finished offering the whole-burnt-offering, that Ju said to the footmen and to the officers, Go ye in and slay them; let not a man of them escape. So they smote them with the edge of the sword, and the footmen and the officers cast the bodies forth, and went to the city of the house of Baal. | και εγένετο ως συνετέλεσε ποιών την ολοκαύτωσιν και είπεν Ιού τοις παρατρέχουσι και τοις τριστάταις εισελθόντες πατάξατε αυτούς μη εξελθάτω εξ αυτών ανήρ και επάταξαν αυτούς οι παρατρέχοντες και οι τριστάται εν στόματι ρομφαίας και έρριψαν και επορεύθησαν έως πόλεως οίκου του Βάαλ |
26And they brought out the pillar of Baal, and burnt it. | και εξήνεγκαν την στήλην του Βάαλ και ενέπρησαν αυτήν |
27And they tore down the pillars of Baal, and made his house a draught-house until this day. | και κατέσπασαν τας στήλας του Βάαλ και καθείλον τον οίκον αυτού και τον οίκον του Βάαλ έθετο εις λυτρώνα έως της ημέρας ταύτης |
28So Ju abolished Baal out of Israel. | και ηφάνισεν Ιού τον Βάαλ εξ Ισραήλ |
29Nevertheless Ju departed not from following the sins of Jeroboam the son of Nabat, who led Israel to sin: these were the golden heifers in Baethel and in Dan. | πλην από αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ ουκ απέστη Ιού από όπισθεν αυτών των δαμάλεων των χρυσών εν Βαιθήλ και εν Δαν |
30And the Lord said to Ju, Because of all thy deeds wherein thou hast acted well in doing that which was right in my eyes, according to all things which thou hast done to the house of Achaab as they were in my heart, thy sons to the fourth generation shall sit upon the throne of Israel. | και είπε κύριος προς Ιού ανθ΄ ηγάθυνας του ποιήσαι το ευθές εν οφθαλμοίς μου και εποίησας κατά πάντα τα εν τη καρδία μου τω οίκω Αχαάβ υιοί τέταρτοι καθήσονταί σοι επί θρόνου Ισραήλ |
31But Ju took no heed to walk in the law of the Lord God of Israel with all his heart: he departed not from following the sins of Jeroboam, who made Israel to sin. | και Ιού ουκ εφύλαξε πορεύεσθαι εν νόμω κυρίου θεού Ισραήλ εν όλη καρδία αυτού ουκ απέστη από των αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ |
32In those days the Lord began to cut Israel short; and Azael smote them in every coast of Israel; | εν ταις ημέραις εκείναις ήρξατο κύριος συγκόπτειν εν τω Ισραήλ και επάταξεν αυτούς Αζαήλ εν παντί ορίω Ισραήλ |
33from Jordan eastward all the land of Galaad belonging to the Gadites, of Gaddi and that of Ruben, and of Manasses, from Aroer, which is on the brink of the brook of Arnon, and Galaad and Basan. | από του Ιορδάνου κατά ανατολάς ηλίου πάσαν την γην Γαλαάδ του Γαδδί και του Ρουβήν και του Μανασσή από Αροήρ η εστιν επί του χείλους χειμάρρου Αρνών και την Γαλαάδ και την Βασάν |
34And the rest of the acts of Ju, and all that he did, and all his might, and the wars wherein he engaged, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Israel? | και τα λοιπά των λόγων Ιού και πάντα όσα εποίησε και πάσα η δυναστεία αυτού και τας συνάψεις ας συνήψεν ουχί ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
35And Ju slept with his fathers; and they buried him in Samaria: and Joachaz his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιού μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν Σαμαρεία και εβασίλευσεν Ιωαχάζ υιός αυτού αντ΄ αυτού |
36And the days which Ju reigned over Israel were twenty-eight years in Samaria. | και αι ημέραι ας εβασίλευσεν Ιού επί Ισραήλ εικοσιοκτώ έτη εν Σαμαρεία |
Chapter 11
[edit]1And Gotholia the mother of Ochozias saw that her son was dead, and she destroyed all the seed royal. | και Γοθολία η μήτηρ Οχοζίου είδεν ότι απέθανεν ο υιός αυτής και ανέστη και απώλεσε παν το σπέρμα της βασιλείας |
2And Josabee daughter of king Joram, sister of Ochozias, took Joas the son of her brother, and stole him from among the king's sons that were put to death, secreting him and his nurse in the bedchamber, and hid him from the face of Gotholia, and he was not slain. | και έλαβεν Ιωσαβεαί η θυγάτηρ του βασιλέως Ιωράμ αδελφή Οχοζίου τον Ιωάς υιόν αδελφού αυτής και έκλεψεν αυτόν εκ μέσου των υιών του βασιλέως των θανατουμένων αυτόν και την τροφήν αυτού και έκρυψεν αυτόν εν τω ταμείω των κλινών εκ προσώπου Γοθολίας και ουκ εθανατώθη |
3And he remained with her hid in the house of the Lord six years: and Gotholia reigned over the land. | και ην μετ΄ αυτής εν οίκω κυρίου κρυβομένος εξ έτη και Γοθολία εβασίλευσεν επί της γης |
4And in the seventh year Jodae sent and took the captains of hundreds of the Chorri and of the Rhasim, and brought them to him into the house of the Lord, and made a covenant of the Lord with them, and adjured them, and Jodae shewed them the king's son. | και εν τω έτει τω εβδόμω απέστειλεν Ιωδαέ ο ιερεύς και έλαβε τους εκατοντάρχους των χορρί και των ρασήμ και εισήγαγεν αυτούς προς εαυτόν εις οίκον κυρίου και διέθετο αυτοίς διαθήκην και ώρκισεν αυτούς ενώπιον κυρίου και έδειξεν αυτοίς τον υιόν του βασιλέως |
5And charged them, saying, This is the thing which ye shall do. | και ενετείλατο αυτοίς λέγων τούτο ο ρήμα ον ποιήσατε το τρίτον εξ υμών οι εισπορευόμενοι το σάββατον φυλασσέτωσαν την φυλακήν οίκου του βασιλέως |
6Let a third part of you go in on the sabbath-day, and keep ye the watch of the king's house in the porch; and another third in the gate of the high way, and a third at the gate behind the footmen; and keep ye the guard of the house. | και το τρίτον εν τη πύλη των οδών και το τρίτον εν τη πύλη οπίσω των παρατρεχόντων και φυλάξατε την φυλακήν του οίκου |
7And there shall be two parties among you, even every one that goes out on the Sabbath, and they shall keep the guard of the Lord's house before the king. | και δύο χείρες εν υμίν πας ο εκπορευόμενος το σάββατον φυλάξουσι την φυλακήν οίκου κυρίου επί τον βασιλέα |
8And do ye compass the king about every man with his weapon in his hand, and he that goes into the ranges shall die: and they shall be with the king in his going out and in his coming in. | και κυκλώσατε περί τον βασιλέα κύκλω ανήρ και το σκεύος αυτού εν χειρί αυτού και ο εισερχόμενος εις τας σαδηρώθ αποθανείται και έσονται μετά του βασιλέως εν τω εισπορεύεσθαι αυτόν και εν τω εκπορεύεσθαι αυτόν |
9And the captains of hundreds did all things that the wise Jodae commanded; and they took each his men, both those that went in on the sabbath-day, and those that went out on the sabbath-day, and went in to Jodae the priest. | και εποίησαν οι εκατόνταρχοι κατά πάντα όσα ενετείλατο Ιωδαέ και έλαβεν έκαστος τους άνδρας αυτου τους εισπορευομένους το σάββατον μετά των εκπορευομένων το σάββατον και εισήλθον προς Ιωδαέ τον ιερέα |
10And the priest gave to the captains of hundreds the swords and spears of king David that were in the house of the Lord. | και έδωκεν ο ιερεύς τοις εκατοντάρχοις τους σειρομάστας και τους τρισσούς του βασιλέως Δαυίδ τους εν οίκω κυρίου |
11And the footmen stood each with his weapon in his hand from the right corner of the house to the left corner of the house, by the altar and the house round about the king. | και έστησαν οι παρατρέχοντες έκαστος και τα σκεύη αυτού εν τη χειρί αυτού από της ωμίας του οίκου της δεξιάς έως της ωμίας του οίκου της αριστεράς του θυσιαστηρίου και του οίκου περί τον βασιλέα κύκλω |
12And he brought forth the king's son, and put upon him the crown and gave him the testimony; and he made him king, and anointed him: and they clapped their hands, and said, Long live the king. | και εξήγαγε τον υιόν του βασιλέως και έδωκεν επ΄ αυτόν το νεζέρ και το μαρτύριον και έχρισεν αυτόν και εβασίλευσεν αυτόν και εκρότησαν ταις χειρίν αυτων και είπαν ζήτω ο βασιλεύς |
13And Gotholia heard the sound of the people running, and she went in to the people to the house of the Lord. | και ήκουσε Γοθολία την φωνήν των τρεχόντων του λαού και ήλθε προς τον λαόν εις οίκον κυρίου |
14And she looked, and, behold, the king stood near a pillar according to the manner; and the singers and the trumpeters were before the king and all the people of the land even rejoicing and sounding with trumpets: and Gotholia rent her garments, and cried, A conspiracy, a conspiracy. | και είδε και ιδού ο βασιλεύς ειστήκει επί του στήλου κατά το κρίμα και οι ωδοί και αι σάλπιγγες περί τον βασιλέα και πας ο λαός της γης χαίρων και σαλπίζων εν σάλπιγξι και διέρρηξε Γοθολία τα ιμάτια αυτής και εβόησε σύνδεσμος σύνδεσμος |
15And Jodae the priest commanded the captains of hundreds who were over the host, and said to them, Bring her forth without the ranges, and he that goes in after her shall certainly die by the sword. For the priest said, Let her not however be slain in the house of the Lord. | και ενετείλατο Ιωδαέ ο ιερεύς τοις εκατοντάρχοις και τοις επισκόποις της δυνάμεως και είπε προς αυτούς εξαγάγετε αυτήν έξωθεν των σαδηρώθ και ο εισπορευόμενος οπίσω αυτής θανάτω θανατωθήσεται εν ρομφαία ότι είπεν ο ιερεύς μη αποθάνη εν οίκω κυρίου |
16And they laid hands upon her, and went in by the way of the horses' entrance into the house of the Lord, and she was slain there. | και επέθηκαν αυτή χείρας και εισήλθεν οδόν εισόδου των ίππων οίκου του βασιλέως και εθανάτωσαν αυτήν εκεί |
17And Jodae made a covenant between the Lord and the king and the people, that they should be the Lord's people; also between the king and the people. | και διέθετο Ιωδαέ διαθήκην αναμέσον κυρίου και αναμέσον του βασιλέως και αναμέσον του λαού του είναι εις λαόν τω κυρίω |
18And all the people of the land went into the house of Baal, and tore it down, and completely broke in pieces his altars and his images, and they slew Mathan the priest of Baal before the altars. And the priest appointed overseers over the house of the Lord. | και εισήλθε πας ο λαός της γης εις τον οίκον του Βάαλ και κατέσπασαν αυτόν και τα θυσιαστήρια αυτού και τας εικόνας αυτού συνέτριψαν επιμελώς και τον Μαθάν τον ιερέα του Βάαλ απέκτειναν προ πρόσωπον των θυσιαστηρίων και κατέστησεν ο ιερεύς επισκόπους εις τον οίκον κυρίου |
19And he took the captains of the hundreds, and the Chorri, and the Rhasim, and all the people of the land, and brought down the king out of the house of the Lord; and they went in by the way of the gate of the footmen of the king's house, and seated him there on the throne of the kings. | και έλαβε τους εκατοντάρχους και τον χορρί και τον ρασίμ και πάντα τον λαόν της γης και κατήγαγον τον βασιλέα εξ οίκου κυρίου και εισήλθον οδόν πύλης των παρατρεχόντων οίκου του βασιλέως και εκάθισαν αυτόν επί του θρόνου των βασιλέων |
20And all the people of the land rejoiced, and the city was at rest: and they slew Gotholia with the sword in the house of the king. | και εχάρη πας ο λαός της γης και η πόλις ησύχασε και την Γοθολίαν εθανάτωσαν εν ρομφαία εν οίκω του βασιλέως |
21Joas was seven years old when he began to reign. | υιός επτά ετών Ιωάς εν τω βασιλεύειν αυτόν |
Chapter 12
[edit]1Joas began to reign in the seventh year of Ju, and he reigned forty years in Jerusalem: and his mother's name was Sabia of Bersabee. | εν έτει εβδόμω τω Ιού εβασίλευσεν Ιωάς και τεσσαράκοντα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Σαβία εκ της Βηρσαβεαί |
2And Joas did that which was right in the sight of the Lord all the days that Jodae the priest instructed him. | και εποίησεν Ιωάς το ευθές ενώπιον κυρίου πάσας τας ημέρας ας εφώτισεν αυτόν Ιωδαέ ο ιερεύς |
3Only there were not any of the high places removed, and the people still sacrificed there, and burned incense on the high places. | πλην των υψηλών ου μετεστάθησαν και εκεί έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοις υψηλοίς |
4And Joas said to the priests, As for all the money of the holy things that is brought into the house of the Lord, the money of valuation, as each man brings the money of valuation, all the money which any man may feel disposed to bring into the house of the Lord, | και είπεν Ιωάς προς τους ιερείς παν το αργύριον των αγίων το εισοδιαζόμενον εν τω οίκω κυρίου αργύριον συντιμήσεως ανδρός αργύριον συντιμήσεως ψυχών παν αργύριον ο αν αναβή επί καρδίαν ανθρώπου του ενεγκείν εις οίκω κυρίου |
5let the priests take it to themselves, every man from the proceeds of his sale: and they shall repair the breaches of the house in all places wheresoever a breach shall be found. | λαβέτωσαν εαυτοίς οι ιερείς ανήρ από της πράσεως αυτών και αυτοί κρατήσουσι το βεδέκ του οίκου εις πάντα ου αν ευρεθή εκεί βεδέκ |
6And it came to pass in the twenty-third year of king Joas the priests had not repaired the breaches of the house. | και εγένετο εν τω εικοστώ και τρίτω έτει του βασιλέως Ιωάς ουκ εκραταίωσαν οι ιερείς το βεδέκ του οίκου |
7And king Joas called Jodae the priest, and the other priests, and said to them, Why have ye not repaired the breaches of the house? now then receive no more money from your sales, for ye shall give it to repair the breaches of the house. | και εκάλεσεν Ιωάς ο βασιλεύς τον Ιωδαέ τον ιερέα και τους ιερείς και είπε προς αυτούς τι ότι ου εκραταιούτε το βεδέκ του οίκου και νυν μη λάβητε το αργύριον από των πράσεων υμών ότι εις το βεδέκ του οίκου δώσετε αυτό |
8And the priests consented to receive no more money of the people, and not to repair the breaches of the house. | και συνεφώνησαν οι ιερείς του μη λαβείν αργύριον παρά του λαού και του μη ενισχύσαι το βεδέκ του οίκου |
9And Jodae the priest took a chest, and bored a hole in the lid of it, and set it by the altar in the house of a man belonging to the house of the Lord, and the priests that kept the door put therein all the money that was found in the house of the Lord. | και έλαβεν Ιωδαέ ο ιερεύς κιβωτόν μίαν και εποίησεν εν αυτή οπήν μίαν και έθηκεν αυτήν παρά το θυσιαστήριον εν δεξιά εισπορευομένων ανδρών εις οίκον κυρίου και εδίδουν εκεί οι ιερείς οι φυλάσσοντες τα πρόθυρα παν το αργύριον το εισφερόμενον εις τον οίκον κυρίου |
10And it came to pass, when they saw that there was much money in the chest, that the king's scribe and the high priest went up, and they tied up and counted the money that was found in the house of the Lord. | και εγένετο ως είδον ότι πολύ το αργύριον το εν τη κιβωτώ και ανέβη ο γραμματεύς του βασιλέως και ο ιερεύς ο μέγας και έσφιγξαν και ηρίθμησαν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω κυρίου |
11And they gave the money that had been collected into the hands of them that wrought the works, the overseers of the house of the Lord; and they gave it out to the carpenters and to the builders that wrought in the house of the Lord. | και έδωκαν το αργύριον το ετοιμασθέν επί χείρας των ποιούντων τα έργα των επισκόπων οίκου κυρίου και εξέδοσαν τοις τέκτοσι των ξύλων και τοις οικοδόμοις τοις ποιούσιν έργον εν οίκω κυρίου |
12And to the masons, and to the hewers of stone, to purchase timber and hewn stone to repair the breaches of the house of the Lord, for all that was spent on the house of the Lord to repair it. | και τοις τειχισταίς και τοις λατόμοις των λίθων του κτήσασθαι ξύλα και λίθους λατομητούς του κατασχείν το βεδέκ του οίκου κυρίου εις πάντα όσα εξωδιάσθη επί τον οίκον του κραταιώσαι αυτόν |
13Only there were not to be made for the house of the Lord silver plates, studs, bowls, or trumpets, any vessel of gold or vessel of silver, of the money that was brought into the house of the Lord: | πλην ου ποιηθήσονται οίκω κυρίου θύραι αργυραί ήλοι φιάλαι και σάλπιγγες παν σκεύος χρυσούν και σκεύος αργυρούν εκ του αργυρίου του εισενεχθέντος εις οίκον κυρίου |
14for they were to give it to the workmen, and they repaired therewith the house of the Lord. | ότι τοις ποιούσι τα έργα έδωκαν αυτό και εκραταίωσαν εν αυτώ τον οίκον κυρίου |
15Also they took no account of the men into whose hands they gave the money to give to the workmen, for they acted faithfully. | και ουκ εξελογίζοντο τους άνδρας οις εδίδοτο το αργύριον επί χείρας αυτών δούναι τοις ποιούσι το έργον ότι εν πίστει αυτώ ποιούσιν |
16Money for a sin-offering, and money for a trespass-offering, whatever happened to be brought into the house of the Lord, went to the priests. | αργύριον δε περί πλημμελείας και αργύριον περί αμαρτίας ουκ εισηνέχθη εις τον οίκον κυρίου ότι τοις ιερεύσιν εγένετο |
17Then went up Azael king of Syria, and fought against Geth, and took it: and Azael set his face to go against Jerusalem. | τότε ανέβη Αζαήλ βασιλεύς Συρίας και επολέμησεν επί Γεθ και προκατελάβετο αυτήν και έθετο Αζαήλ το πρόσωπον αυτού αναβήναι επί Ιερουσαλήμ |
18And Joas king of Juda took all the holy things which Josaphat, and Joram, Ochozias, his fathers, and kings of Juda had consecrated, and what he had himself dedicated, and all the gold that was found in the treasures of the Lord's house and the king's house, and he sent them to Azael king of Syria; and he went up from Jerusalem. | και έλαβεν Ιωάς βασιλεύς Ιούδα πάντα τα άγια α ηγίασεν Ιωσαφάτ και Ιωράμ και Οχοζίας οι πατέρες αυτού βασιλείς Ιούδα και τα άγια αυτού και παν το χρυσίον το ευρεθέν εν θησαυροίς οίκου κυρίου και οίκου του βασιλέως και απέστειλε τω Αζαήλ βασιλεί της Συρίας και ανέβη από Ιερουσαλήμ |
19And the rest of the acts of Joas, and all that he did, behold, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Ιωάς και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
20And his servants rose up and made a conspiracy, and smote Joas in the house of Mallo that is in Sela. | και ανέστησαν οι δούλοι αυτού και εποίησαν σύνδεσμον και επάταξαν τον Ιωάς εν οίκω Μαλλώ τω εν τη καταβάσει Σελλά |
21And Jezirchar the son of Jemuath, and Jezabuth Somer's son, his servants, smote him, and he died; and they buried him with his fathers in the city of David: and Amessias his son reigned in his stead. | και Ιωζάχαρ υιός Σεμαάθ και Ιωζαβάθ υιός Σεμμήρ οι δούλοι αυτού επάταξαν αυτόν και απέθανε και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Αμεσίας υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 13
[edit]1In the twenty-third year of Joas son of Ochozias king of Juda began Joachaz the son of Ju to reign in Samaria, and he reigned seventeen years. | εν έτει εικοστώ και τρίτω του Ιωάς υιόυ Οχοζίου βασιλέως Ιούδα εβασίλευσεν Ιωάχαζ υιός Ιού επ΄ Ισραήλ εν Σαμαρεία επτακαίδεκα έτη |
2And he did that which was evil in the sight of the Lord, and walked after the sins of Jeroboam the son of Nabat, who led Israel to sin; he departed not from them. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου και επορεύθη οπίσω των αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ ουκ απέστη απ΄ αυτών |
3And the Lord was very angry with Israel, and delivered them into the hand of Azael king of Syria, and into the hand of the son of Ader son of Azael, all their days. | και ωργίσθη θυμώ κύριος επί τω Ισραήλ και έδωκεν αυτούς εν χειρί Αζαήλ βασιλέως Συρίας και εν χειρί υιόυ Άδερ υιόυ Αζαήλ πάσας τας ημέρας |
4And Joachaz besought the Lord, and the Lord hearkened to him, for he saw the affliction of Israel, because the king of Syria afflicted them. | και Ιωάχαζ εδεήθη του προσώπου κυρίου και επήκουσεν αυτού κύριος ότι είδε την θλίψιν του Ισραήλ ότι έθλιψεν αυτούς βασιλεύς Συρίας |
5And the Lord gave deliverance to Israel, and they escaped from under the hand of Syria: and the children of Israel dwelt in their tents as heretofore. | και έδωκε κύριος σωτηρίαν τω Ισραήλ και εξήλθεν υποκάτωθεν χειρός Συρίας και εκάθισαν οι υιοί Ισραήλ εν τοις σκηνώμασιν αυτών καθώς εχθές και τρίτης |
6Only they departed not from the sins of the house of Jeroboam, who led Israel to sin: they walked in them—moreover the grove also remained in Samaria. | πλην ουκ απέστησαν από των αμαρτιών οίκου Ιεροβοάμ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ εν αυταίς επορεύθησαν και γε το άλσος εστάθη εν Σαμαρεία |
7Whereas there was not left any army to Joachaz, except fifty horsemen, and ten chariots, and ten thousand infantry: for the king of Syria had destroyed them, and they made them as dust for trampling. | ότι ουχ υπελείφθη τω Ιωάχαζ λαός αλλ΄ πεντήκοντα ιππείς και δέκα άρματα και δέκα χιλιάδες πεζών ότι απώλεσεν αυτούς βασιλεύς Συρίας και έθεντο αυτούς ως χουν εις καταπάτησιν |
8And the rest of the acts of Joachaz, and all that he did, and his mighty acts are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Israel? | και τα λοιπά των λόγων Ιωάχαζ και πάντα όσα εποίησε και αι δυναστείαι αυτού ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
9And Joachaz slept with his fathers, and they buried him in Samaria: and Joas his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιωάχαζ μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν εν Σαμαρεία και εβασίλευσεν Ιωάς υιός αυτού αντ΄ αυτού |
10In the thirty-seventh year of Joas king of Juda, Joas the son of Joachaz began to reign over Israel in Samaria sixteen years. | εν τω τριακοστώ και εβδόμω έτει του Ιωάς βασιλέως Ιούδα εβασίλευσεν Ιωάς υιός Ιωάχαζ επί Ισραήλ εν Σαμαρεία εκκαίδεκα έτη |
11And he did that which was evil in the sight of the Lord; he departed not from all the sin of Jeroboam the son of Nabat, who led Israel to sin: he walked in it. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου ουκ απέστη από πασών αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ εν αυταίς επορεύθη |
12And the rest of the acts of Joas, and all that he did, and his mighty acts which he performed together with Amessias king of Juda, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Israel? | και τα λοιπά των λόγων Ιωάς και πάντα όσα εποίησε και αι δυναστείαι αυτού ας εποίησε μετά Αμεσίου βασιλέως Ιούδα ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίω λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
13And Joas slept with his fathers, and Jeroboam sat upon his throne, and he was buried in Samaria with the kings of Israel. | και εκοιμήθη Ιωάς μετά των πατέρων αυτού και Ιεροβοάμ εκάθισεν επί του θρόνου αυτού και εταφή Ιωάς εν Σαμαρεία μετά των βασιλέων Ισραήλ |
14Now Elisaie was sick of his sickness, whereof he died: and Joas king of Israel went down to him, and wept over his face, and said, My father, my father, the chariot of Israel, and the horseman thereof! | και Ελισεαί ηρρώστησε την αρρωστίαν αυτού δι΄ ην απέθανε και κατέβη Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ προς αυτόν και έκλαυσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε πάτερ πάτερ άρμα Ισραήλ και ιππεύς αυτού |
15And Elisaie said to him, Take bow and arrows. And he took to himself a bow and arrows. | και είπεν αυτώ Ελισεαί λάβε τόξον και βέλη και έλαβε προς εαυτόν τόξον και βέλη |
16And he said to the king, Put thy hand on the bow. And Joas put his hand upon it: and Elisaie put his hands upon the king's hands. | και είπε τω βασιλεί Ισραήλ επιβίβασον την χείρά σου επί το τόξον και επεβίβασεν την χείρα αυτού και επέθηκεν Ελισεαί τας χείρας αυτού επί τας χείρας του βασιλέως |
17And he said, Open the window eastward. And he opened it. And Elisaie said, Shoot. And he shot. And Elisaie said, The arrow of the Lord's deliverance, and the arrow of deliverance from Syria; and thou shalt smite the Syrians in Aphec until thou have consumed them. | και είπεν άνοιξον την θυρίδα κατα ανατολάς και ήνοιξε και είπεν Ελισεαί τόξευσον και ετόξευσε και είπε βέλος σωτηρίας τω κυρίω και βέλος σωτηρίας εν Συρία και πατάξεις την Συρίαν εν Αφέκ έως συντελείας |
18And Elisaie said to him, Take bow and arrows. And he took them. And he said to the king of Israel, Smite upon the ground. And the king smote three times, and stayed. | και είπεν αυτώ Ελισεαί λάβε βέλη και έλαβε και είπε τω βασιλεί Ισραήλ πάταξον εις την γην και επάταξεν τρις και έστη |
19And the man of God was grieved at him, and said, If thou hadst smitten five or six times, then thou shouldest have smitten Syria till thou hadst consumed them; but now thou shalt smite Syria only thrice. | και ελυπήθη επ΄ αυτώ ο άνθρωπος του θεού και είπεν ει επάταξας πεντάκις η εξάκις τότε αν επάταξας την Συρίαν έως συντελείαν και νυν τρις πατάξεις την Συρίαν |
20And Elisaie died, and they buried him. And the bands of the Moabites came into the land, at the beginning of the year. | και Ελισεαί απέθανεν και έθαψαν αυτόν και μονόζωνοι Μωάβ ήλθον εν τη γη ελθόντος του ενιαυτού |
21And it came to pass as they were burying a man, that behold, they saw a band of men, and they cast the man into the grave of Elisaie: and as soon as he touched the bones of Elisaie, he revived and stood up on his feet. | και εγένετο αυτών θαπτόντων τον άνδρα και ιδού είδον τον μονόζωνον και έρριψαν τον άνδρα εν τω τάφω Ελισεαί και επορεύθη και ήψατο των οστέων Ελισεαί και έζησε και ανέστη επί τους πόδας αυτού |
22And Azael greatly afflicted Israel all the days of Joachaz. | και Αζαήλ βασιλεύς Συρίας εξέθλιψε τον Ισραήλ πάσας τας ημέρας Ιωάχαζ |
23And the Lord had mercy and compassion upon them, and had respect to them because of his covenant with Abraam, and Isaac, and Jacob; and the Lord would not destroy them, and did not cast them out from his presence. | και ηλέησε κύριος αυτούς και ωκτείρησεν αυτούς και επέβλεψεν προς αυτούς διά την διαθήκην αυτού την μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και ουκ ηθέλησε κύριος διαφθείραι αυτούς και ουκ απέρριψεν αυτούς από του προσώπου αυτού έως νυν |
24And Azael king of Syria died, and the son of Ader his son reigned in his stead. | και απέθανεν Αζαήλ βασιλεύς Συρίας και εβασίλευσεν υιός Άδερ υιός αυτού αντ΄ αυτού |
25And Joas the son of Joachaz returned, and took the cities out of the hand of the son of Ader the son of Azael, which he had taken out of the hand of Joachaz his father in the war: thrice did Joas smite him, and he recovered the cities of Israel. | και επέστρεψεν Ιωάς υιός Ιωάχαζ και έλαβε τας πόλεις εκ χειρός υιόυ Άδερ υιόυ Αζαήλ ας έλαβεν εκ χειρός Ιωάχαζ του πατρός αυτού εν τω πολέμω τρις επάταξεν αυτόν Ιωάς και απέστρεψε τας πόλεις Ισραήλ |
Chapter 14
[edit]1In the second year of Joas the son of Joachaz king of Israel, did Amessias also the son of Joas the king of Juda begin to reign. | εν έτει δευτέρω Ιωάς υιώ Ιωάχαζ βασιλεί Ισραήλ και εβασίλευσεν Αμεσίας υιός Ιωάς βασιλεύς Ιούδα |
2 Twenty and five years old was he when he began to reign, and he reigned twenty and nine years in Jerusalem: and his mother's name was Joadim of Jerusalem. | υιός είκοσι και πέντε ετών ην εν τω βασιλεύειν αυτόν και είκοσι και εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Ιωαδήν εξ Ιερουσαλήμ |
3And he did that which was right in the sight of the Lord, but not as David his father: he did according to all things that his father Joas did. | και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς κυρίου πλην ουχ ως Δαυίδ ο πατήρ αυτού κατά πάντα όσα εποίησεν Ιωάς ο πατήρ αυτού εποίησεν |
4Only he removed not the high places: as yet the people sacrificed and burnt incense on the high places. | πλην τα υψηλά ουκ εξήρεν έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοις υψηλοίς |
5And it came to pass when the kingdom was established in his hand, that he slew his servants that had slain the king his father. | και εγένετο ότε κατίσχυσεν η βασιλεία εν χειρί αυτού και επάταξε τους παίδας αυτού τους πατάξαντας τον πατέρα αυτού |
6But he slew not the sons of those that had slain him; according as it is written in the book of the laws of Moses, as the Lord gave commandment, saying, The fathers shall not be put to death for the children, and the children shall not be put to death for the fathers; but every one shall die for his own sins. | τους δε υιούς των παταξάντων ουκ εθανάτωσε καθώς γέγραπται επι βιβλίου νόμου Μωυσή ως ενετείλατο κύριος λέγων ουκ αποθανούνται πατέρες υπέρ υιών και υιοί ουκ αποθανούνται υπέρ πατέρων αλλ΄ έκαστος εν τη αμαρτία αυτού αποθανείται |
7He smote of Edom ten thousand in the valley of salt, and took the Rock in the war, and called its name Jethoel until this day. | αυτός επάταξε την Εδώμ εν Γέμελα δέκα χιλιάδας και συνέλαβε την Πέτραν εν τω πολέμω και εκάλεσε το όνομα αυτής Ιεκθοήλ έως της ημέρας ταύτης |
8Then Amessias sent messengers to Joas son of Joachaz son of Ju king of Israel, saying, Come, let us look one another in the face. | τότε απέστειλεν Αμεσσίας αγγέλους προς Ιωάς υιόν Ιωάχαζ υιόυ Ιού βασιλέως Ισραήλ λέγων δεύρο οφθώμεν προσώποις |
9And Joas the king of Israel sent to Amessias king of Juda, saying, The thistle that was in Libanus sent to the cedar that was in Libanus, saying, Give my daughter to thy son to wife: and the wild beasts of the field that were in Libanus passed by and trod down the thistle. | και απέστειλεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ προς Αμεσίαν βασιλέα Ιούδα λέγων ο άκαν ο εν τω Λιβάνω απέστειλε προς την κέδρον την εν τω Λιβάνω λέγων δος την θυγατέρα σου τω υιώ μου εις γυναίκα και διήλθον τα θηρία του αγρού τα εν τω Λιβάνω και συνεπάτησαν την άκανα |
10Thou hast smitten and wounded Edom, and thy heart has lifted thee up: stay at home and glorify thyself; for wherefore art thou quarrelsome to thy hurt? So both thou wilt fall and Juda with thee. | τύπτων επάταξας την Ιδουμαίαν και επήρέ σε η καρδία σου ενδοξάσθητι καθήμενος εν τω οίκω σου και ινατί ερίζεις εν κακία σου και πεσή συ και Ιούδας μετά σου |
11Nevertheless Amessias hearkened not: so Joas king of Israel went up, and he and Amessias king of Juda looked one another in the face in Baethsamys of Juda. | και ουκ ήκουσεν Αμεσίας και ανέβη Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ και ώφθησαν προσώποις αυτός και Αμεσίας βασιλεύς Ιούδα εν Βαιθσαίμς της Ιουδαίας |
12And Juda was overthrown before Israel, and every man fled to his tent. | και έπταισεν Ιούδας από προσώπου Ισραήλ και έφυγεν ανήρ εις το σκήνωμα αυτού |
13And Joas king of Israel took Amessias the son of Joas the son of Ochozias, in Baethsamys; and he came to Jerusalem, and broke down the wall of Jerusalem, beginning at the gate of Ephraim as far as the gate of the corner, four hundred cubits. | και τον Αμεσίαν υιόν Ιωάς υιόυ Οχοζίου βασιλέως Ιούδα συνέλαβεν Ιωάς βασιλεύς Ισραήλ εν Βαιθσαμίς και ήλθεν εις Ιερουσαλήμ και καθείλεν εν τω τείχει Ιερουσαλήμ εν τη πύλη Εφραϊμ έως της πύλης της γωνίας τετρακοσίους πήχεις |
14And he took the gold, and the silver, and all the vessels that were found in the house of the Lord, and in the treasures of the king's house, and the hostages, and returned to Samaria. | και έλαβε το χρυσίον και το αργύριον και πάντα τα σκεύη τα ευρεθέντα εν οίκω κυρίου και εν θησαυροίς οίκου του βασιλέως και τους υιούς των συμμίξεων και απέστρεψεν εις Σαμάρειαν |
15And the rest of the acts of Joas, even all that he did in his might, how he warred with Amessias king of Juda, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Israel? | και τα λοιπά των λόγων Ιωάς όσα εποίησεν εν δυναστεία αυτού α επολέμησε μετά Αμεσίου βασιλέως Ιούδα ουχί ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
16And Joas slept with his fathers, and was buried in Samaria with the kings of Israel; and Jeroboam his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιωάς μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν Σαμαρεία μετά των βασιλέων Ισραήλ και εβασίλευσεν Ιεροβοάμ υιός αυτού αντ΄ αυτού |
17And Amessias the son of Joas king of Juda lived after the death of Joas son of Joachaz king of Israel fifteen years. | και έζησεν Αμεσίας υιός Ιωάς βασιλεύς Ιούδα μετά το αποθανείν τον Ιωάς υιόν Ιωάχαζ βασιλέα Ισραήλ πεντεκαίδεκα έτη |
18And the rest of the acts of Amessias, and all that he did, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Αμεσίου και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
19And they formed a conspiracy against him in Jerusalem, and he fled to Lachis: and they sent after him to Lachis, and slew him there. | και συνεστράφησαν επ΄ αυτόν σύστρεμμα εν Ιερουσαλήμ και έφυγεν εις Λαχίς και απέστειλαν οπίσω αυτού εις Λαχίς και εθανάτωσαν αυτόν εκεί |
20And they brought him upon horses; and he was buried in Jerusalem with his fathers in the city of David. | και ήραν αυτόν επί των ίππων και ετάφη εν Ιερουσαλήμ μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ |
21And all the people of Juda took Azarias, and he was sixteen years old, and made him king in the room of his father Amessias. | και έλαβε πας ο λαός Ιούδα τον Αζαρίαν και αυτός υιός εκκαίδεκα ετών και εβασίλευσαν αυτόν αντί του πατρός αυτού Αμεσίου |
22He built Aeloth, and restored it to Juda, after the king slept with his fathers. | αυτός ωκοδόμησε την Ελώθ και επέστρεψεν αυτήν τω Ιούδα μετά το κοιμηθήναι τον βασιλέα μετά των πατέρων αυτού |
23In the fifteenth year of Amessias son of Joas king of Juda began Jeroboam son of Joas to reign over Israel in Samaria forty and one years. | εν έτει πεντεκαιδεκάτω Αμεσίας υιού Ιωάς βασιλέως Ιούδα εβασίλευσεν Ιεροβοάμ υιός Ιωάς επί Ισραήλ εν Σαμαρεία τεσσαράκοντα και εν έτος |
24And he did that which was evil in the sight of the Lord: he departed not from all the sins of Jeroboam the son of Nabat, who led Israel to sin. | και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου ουκ απέστη από πασών των αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ |
25He recovered the coast of Israel from the entering in of Aemath to the sea of Araba, according to the word of the Lord God of Israel, which he spoke by his servant Jonas the son of Amathi, the prophet of Gethchopher. | αυτός απεκατέστσε το όριον Ισραήλ από εισόδου Αιμάθ έως της θαλάσσης της άραβα κατά το ρήμα κυρίου θεού Ισραήλ ο ελάλησεν εν χειρί δούλου αυτού Ιωνά υιόυ Αμαθί του προφήτου του εκ Γαιθεφέρ |
26For the Lord saw that the affliction of Israel was very bitter, and that they were few in number, straitened and in want, and destitute, and Israel had no helper. | ότι είδε κύριος την ταπείνωσιν του Ισραήλ πικράν σφόδρα και ολιγοστούς και συνεχομένους και εσπανισμένους και εγκαταλελειμμένους και ουκ ην ο βοηθών τω Ισραήλ |
27And the Lord said that he would not blot out the seed of Israel from under heaven; so he delivered them by the hand of Jeroboam the son of Joas. | και ουκ ελάλησε κύριος εξαλείψαι το όνομα του Ισραήλ υποκάτωθεν του ουρανού και έσωσεν αυτούς εν χειρί Ιεροβοάμ υιόυ Ιωάς |
28And the rest of the acts of Jeroboam and all that he did, and his mighty deeds, which he achieved in war, and how he recovered Damascus and Aemath to Juda in Israel, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Israel? | και τα λοιπά των λόγων Ιεροβοάμ και πάντα όσα εποίησε και αι δυναστείαι αυτού όσα επολέμησε και όσα επέστρεψε την Δαμασκόν και την Αιμάθ τω Ιούδα εν Ισραήλ ουχ ιδού ταύτα γεγραμμένα επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
29And Jeroboam slept with his fathers, even with the kings of Israel; and Zacharias his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιεροβοάμ μετά των πατέρων αυτού μετά των βασιλέων Ισραήλ και εβασίλευσε Ζαχαρίας υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 15
[edit]1In the twenty-seventh year of Jeroboam king of Israel Azarias the son of Amessias king of Juda began to reign. | εν έτει εικοστώ και εβδόμω του Ιεροβοάμ βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Αζαρίας υιός Αμεσίου βασιλέως Ιούδα |
2 Sixteen years old was he when he began to reign, and he reigned fifty-two years in Jerusalem: and his mother's name was Jechelia of Jerusalem. | υιός εκκαίδεκα ετών ην εν τω βασιλεύειν αυτόν και πεντηκονταδύο έτη εβασίλευσε εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Ιεχελία εξ Ιερουσαλήμ |
3And he did that which was right in the eyes of the Lord, according to all things that Amessias his father did. | και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς κυρίου κατά πάντα όσα εποίησε Αμεσίας ο πατήρ αυτού |
4Only he took not away any of the high places: as yet the people sacrificed and burnt incense on the high places. | πλην των υψηλών ουκ εξήρεν έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοις υψηλοίς |
5And the Lord plagued the king, and he was leprous till the day of his death; and he reigned in a separate house. And Joatham the king's son was over the household, judging the people of the land. | και ήψατο κύριος του βασιλέως και ην λελεπρωμένος έως ημέρας θανάτου αυτού και εβασίλευσεν εν οίκω αφφουσώθ και Ιωαθάμ υιός του βασιλέως επί του οίκου κρίνων τον λαόν της γης |
6And the rest of the acts of Azarias, and all that he did, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Αζαρίου και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδου ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
7And Azarias slept with his fathers, and they buried him with his fathers in the city of David: and Joatham his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Αζαρίας μετά των πατέρων αυτού και έθαψαν αυτόν μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Ιωαθάμ υιός αυτού αντ΄ αυτού |
8In the thirty and eighth year of Azarias king of Juda Zacharias the son of Jeroboam began to reign over Israel in Samaria six months. | εν έτει τριακοστώ και ογδόω Αζαρίου βασιλέως Ιούδα εβασίλευσεν Ζαχαρίας υιός Ιεροβοάμ επί Ισραήλ εν Σαμαρεία εξάμηνον |
9And he did that which was evil in the eyes of the Lord, as his fathers had done: he departed not from all the sins of Jeroboam the son of Nabat, who made Israel to sin. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου κατά εποίησαν οι πατέρες αυτού ουκ απέστη από των αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ |
10And Sellum the son of Jabis and others conspired against him, and they smote him in Keblaam, and slew him, and he reigned in his stead. | και συνεστράφη επ΄ αυτόν Σαλούμ υιός Ιαβής και επάταξεν αυτόν εν Κεβλαάμ και εθανάτωσαν αυτόν και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού |
11And the rest of the acts of Zacharias, behold, they are written in the book of the chronicles of the kings of Israel. | και τα λοιπά των λόγων Ζαχαρίου ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
12This was the word of the Lord which he spoke to Ju, saying, Thy sons of the fourth generation shall sit upon the throne of Israel: and it was so. | ούτος ο λόγος κυρίου ον ελάλησε προς Ιού λέγων υιοί τέταρτοι καθήσονταί σοι επί θρόνου Ισραήλ και εγένετο ούτως |
13And Sellum the son of Jabis reigned: and in the thirty and ninth year of Azarias king of Juda began Sellum to reign a full month in Samaria. | και Σαλούμ υιός Ιαβής εβασίλευσε εν έτει τριακοστώ και εννάτω του Αζαρίου βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσε μήνα ημερών εν Σαμαρεία |
14And Manaem the son of Gaddi went up out of Tharsila, and came to Samaria, and smote Sellum the son of Jabis in Samaria, and slew him. | και ανέβη Μαναήμ υιός Γαδί εκ Θερσά και ήλθεν εις Σαμάρειαν και επάταξε τον Σαλούμ υιόν Ιαβής εν Σαμαρεία και εθανάτωσεν αυτόν και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού |
15And the rest of the acts of Sellum, and his conspiracy wherein he was engaged, behold, they are written in the book of the chronicles of the kings of Israel. | και τα λοιπά των λόγων Σαλούμ και η συστροφή αυτού η συνεστράφη ιδού ταυτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
16Then Manaem smote both Thersa and all that was in it, and its borders extending beyond Thersa, because they opened not to him: and he smote it, and ripped up the women with child. | τότε επάταξε Μαναήμ την Θεφσά και πάντα τα εν αυτή και τα όρια αυτής από Θερσά ότι ουκ ήνοιξεν αυτώ και επάταξεν αυτήν και τας εν γαστρί εχούσας ανέρρηξεν |
17In the thirty and ninth year of Azarias king of Juda began Manaem the son of Gaddi to reign over Israel in Samaria ten years. | εν έτει τριακοστώ και εννάτω του Αζαρίου βασιλέως Ιούδα εβασίλευσε Μαναήμ υιός Γαδί επί Ισραήλ εν Σαμαρεία δέκα έτη |
18And he did that which was evil in the sight of the Lord: he departed not from all the sins of Jeroboam the son of Nabat, who led Israel to sin. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου ουκ απέστη από αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ |
19In his days went up Phua king of the Assyrians against the land: and Manaem gave to Phua a thousand talents of silver to aid him with his power. | εν ταις ημέραις αυτού ανέβη Φουλ βασιλεύς Ασσυρίων επί την γην και Μαναήμ έδωκε τω Φουλ χίλια τάλαντα αργυρίου του είναι χείρα αυτού μετ΄ αυτού του κραταιώσαι την βασιλείαν αυτού εν χειρί αυτού |
20And Manaem raised the silver by a tax upon Israel, even on every mighty man in wealth, to give to the king of the Assyrians, fifty shekels levied on each man; and the king of the Assyrians departed, and remained not there in the land. | και Μαναήμ εξήνεγκε το αργύριον επί τον Ισραήλ επί πάντα δυνατόν ισχύϊ δούναι τω βασιλεί των Ασσυρίων πεντήκοντα σίκλους τω ανδρί τω ενί και απέστρεψεν ο βασιλεύς Ασσυρίων και ουκ έστη εκεί εν τη γη |
21And the rest of the acts of Manaem, and all that he did, behold, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Israel? | και τα λοιπά των λόγων Μαναήμ και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
22And Manaem slept with his fathers; and Phakesias his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Μαναήμ μετά των πατέρων αυτού και εβασίλευσε Φακεϊα υιός αυτού αντ΄ αυτού |
23In the fiftieth year of Azarias king of Juda, began Phakesias the son of Manaem to reign over Israel in Samaria two years. | εν έτει πεντηκοστώ του Αζαρίου βασιλεί Ιούδα εβασίλευσε Φακεϊα υιός Μαναήμ επί Ισραήλ εν Σαμαρεία δύο έτη |
24And he did that which was evil in the sight of the Lord: he departed not from the sins of Jeroboam the son of Nabat, who made Israel to sin. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου ουκ απέστη από των αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ |
25And Phakee the son of Romelias, his officer, conspired against him, and smote him in Samaria in the front of the king's house, with Argob and Aria, and with him there were fifty men of the four hundred: and he slew him, and reigned in his stead. | και συνεστράφη επ΄ αυτόν Φακεαί υιός Ρομελίου ο τριστάτης αυτού και επάταξεν αυτόν εν Σαμαρεία εναντίον οίκου του βασιλέως μετά του Αργόβ και μετά του Αριέ και μετ΄ αυτού πεντήκοντα άνδρες από των υιών των Γαλαδιτών και εθανάτωσεν αυτόν και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού |
26And the rest of the acts of Phakesias, and all that he did, behold, they are written in the book of the chronicles of the kings of Israel. | και τα λοιπά των λόγων Φακεϊα και πάντα όσα εποίησεν ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
27In the fifty-second year of Azarias king of Juda began Phakee the son of Romelias to reign over Israel in Samaria twenty years. | εν έτει πεντηκοστώ και δευτέρω του Αζαρίου βασιλέως Ιούδα εβασίλευσε Φακεαί υιός Ρομελίου επί Ισραήλ εν Σαμαρεία είκοσιν έτη |
28And he did that which was evil in the eyes of the Lord: he departed not from all the sins of Jeroboam the son of Nabat, who led Israel to sin. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου ουκ απέστη από πασών αμαρτιών Ιεροβοάμ υιόυ Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ |
29In the days of Phakee king of Israel came Thalgath-phellasar king of the Assyrians, and took Ain, and Abel, and Thamaacha, and Anioch, and Kenez, and Asor, and Galaa, and Galilee, even all the land of Nephthali, and carried them away to the Assyrians. | εν ταις ημέραις Φακεαί βασιλέως Ισραήλ ήλθε Θεγλάθ βασιλεύς Ασσυρίων και έλαβε την Ναϊν και την Αβελβαιθαμααχά και την Ιωνώχ και την Κενέζ και την Ασώρ και την Γαλαάδ και την Γαλιλαίαν πάσαν γην Νεφθαλείμ και απώκισεν αυτούς εις Ασσυρίους |
30And Osee son of Ela formed a conspiracy against Phakee the son of Romelias, and smote him, and slew him, and reigned in his stead, in the twentieth year of Joatham the son of Azarias. | και συνέστρεψε σύστρεμμα Ωσηέ υιός Ηλά επί Φακεαί υιόν Ρομελίου και επάταξεν αυτόν και εθανάτωσεν αυτόν και εβασίλευσεν αντ΄ αυτού εν έτει εικοστώ Ιωθάμ υιόυ Οζίου |
31And the rest of the acts of Phakee, and all that he did, behold, these are written in the book of the chronicles of the kings of Israel. | και τα λοιπά των λόγων Φακεαί και πάντα όσα εποίησεν ιδού ταύτα γέγρααπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ισραήλ |
32In the second year of Phakee son of Romelias king of Israel began Joatham the son of Azarias king of Juda to reign. | εν έτει δευτέρω του φακεαί υιόυ Ρομελίου βασιλεώς Ισραήλ εβασίλευσεν Ιωαθάμ υιός Οζίου βασιλέως Ιούδα |
33 Twenty and five years old was he when he began to reign, and he reigned sixteen years in Jerusalem: and his mother's name was Jerusa daughter of Sadoc. | υιός είκοσι και πέντε ετών ην εν τω βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Ιερουσά θυγάτηρ Σαδώκ |
34And he did that which was right in the sight of the Lord, according to all things that his father Azarias did. | και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς κυρίου κατά πάντα όσα εποίησεν Οζίας ο πατήρ αυτού |
35Nevertheless he took not away the high places: as yet the people sacrificed and burnt incense on the high places. He built the upper gate of the Lord's house. | πλην τα υψηλά ουκ εξήρεν έτι ο λαός εθυσίαζε και εθυμίων εν τοις υψηλοίς αυτός ωκοδόμησε την πύλην οίκου κυρίου την επάνω |
36And the rest of the acts of Joatham, and all that he did, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Ιωθάμ και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
37In those days the Lord began to send forth against Juda Raasson king of Syria, and Phakee son of Romelias. | εν ταις ημέραις εκείναις ήρξατο κύριος αποστέλλειν εν Ιούδα τον Ρασσών βασιλέα Συρίας και τον Φακεαί υιόν Ρομελίου |
38And Joatham slept with his fathers, and was buried with his fathers in the city of David his father: and Achaz his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιωθάμ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη μετά των πατέρων αυτού εν πόλει Δαυίδ του πατρός αυτού και εβασίλευσεν Άχαζ υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 16
[edit]1In the seventeenth year of Phakee son of Romelias began Achaz the son of Joatham king of Juda to reign. | εν έτει επτακαιδεκάτω Φακεαί υιόυ Ρομελίου εβασίλευσεν Αχαζ υιός Ιωθάμ βασιλέως Ιούδα |
2Twenty years old was Achaz when he began to reign, and he reigned sixteen years in Jerusalem; and he did not that which was right in the eyes of the Lord his God faithfully, as David his father had done. | υιός είκοσι ετών ην Άχαζ εν τω βασιλεύειν αυτόν και εκκαίδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και ουκ εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς κυρίου θεού αυτού καθώς Δαυίδ ο πατήρ αυτού |
3And he walked in the way of the kings of Israel, yea, he made his son to pass through the fire, according to the abominations of the heathen whom the Lord cast out from before the children of Israel. | και επορεύθη εν οδώ βασιλέων Ισραήλ και γε τον υιόν αυτού διήγεν εν πυρί κατά τα βδελύγματα των εθνών ων εξήρε κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ |
4And he sacrificed and burnt incense on the high places, and upon the hills, and under every shady tree. | και εθυσίαζε και εθυμία εν τοις υψηλοίς και επί των βουνών και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους |
5Then went up Raasson king of Syria and Phakee son of Romelias king of Israel against Jerusalem to war, and besieged Achaz, but could not prevail against him. | τότε ανέβη Ραασών βασιλεύς Συρίας και Φακεαί υιός Ρομελίου βασιλεύς Ισραήλ εις Ιερουσαλήμ εις πόλεμον και επολιόρκουν επί Άχαζ και ουκ ηδύναντο πολεμείν |
6At that time Raasson king of Syria recovered Aelath to Syria, and drove out the Jews from Aelath, and the Idumeans came to Aelath, and dwelt there until this day. | εν τω καιρώ εκείνω επέστρεψε Ραασών βασιλεύς Συρίας την Αιλάθ τη Συρία και εξέβαλε τους Ιουδαίους εξ Αιλάθ και Ιδουμαίοι ήλθον εις Αιλάθ και κατώκησαν εκεί έως της ημέρας ταύτης |
7And Achaz sent messengers to Thalgath-phellasar king of the Assyrians, saying, I am thy servant and thy son: come up, deliver me out of the hand of the king of Syria, and out of the hand of the king of Israel, who are rising up against me. | και απέστειλεν Άχαζ αγγέλους προς Θαγλάθ βασιλέα Ασσυρίων λέγων δούλός σου και υιός σου εγώ ανάβηθι και σώσόν με εκ χειρός βασιλέως Συρίας και εκ χειρός βασιλέως Ισραήλ των επανισταμένων επ΄ εμέ |
8And Achaz took the silver and the gold that was found in the treasures of the house of the Lord, and of the king's house, and sent gifts to the king. | και έλαβεν Άχαζ το αργύριον και το χρυσίον το ευρεθέν εν θησαυροίς οίκου κυρίου και οίκου βασιλέως και απέστειλε τω βασιλεί Ασσυρίων δώρα |
9And the king of the Assyrians hearkened to him: and the king of the Assyrians went up to Damascus and took it, and removed the inhabitants, and slew king Raasson. | και ήκουσεν αυτού ο βασιλεύς Ασσυρίων και ανέβη βασιλεύς Ασσυρίων εις Δαμασκόν και συνέλαβεν αυτήν και απώκισεν αυτήν και τον Ραασών εθανάτωσε |
10And king Achaz went to Damascus to meet Thalgath-phellasar king of the Assyrians at Damascus; and he saw an altar at Damascus. And king Achaz sent to Urias the priest the pattern of the altar, and its proportions, and all its workmanship. | και επορεύθη ο βασιλεύς Άχαζ εις απαντήν Θαγλάθ βασιλεί Ασσυρίων εις Δαμασκόν και είδε το θυσιαστήριον το εν Δαμασκώ και απέστειλεν ο βασιλεύς Άχαζ προς Ουρίαν τον ιερέα την ομοίωσιν του θυσιαστηρίου και τον ρυθμόν αυτού κατά πάσαν ποίησιν αυτού |
11And Urias the priest built the altar, according to all the directions which king Achaz sent from Damascus. | και ωκοδόμησεν Ουρίας ο ιερεύς το θυσιαστήριον κατά πάντα όσα απέστειλεν ο βασιλεύς Άχαζ εκ Δαμασκού ούτως εποίησεν Ουρίας ο ιερεύς έως του ελθείν τον βασιλέα εκ Δαμασκού |
12And the king saw the altar, and went up to it, | και ήλθεν ο βασιλεύς εκ Δαμασκού και είδεν ο βασιλεύς το θυσιαστήριον και προσήλθε προς το θυσιαστήριον ο βασιλεύς και ανέβη επ΄ αυτό |
13and offered his whole-burnt-offering, and his meat-offering, and his drink-offering, and poured out the blood of his peace-offerings on the brazen altar that was before the Lord. | και ανήνεγκε την ολοκαύτωσιν αυτού και την θυσίαν αυτού και την σπονδήν αυτού έσπεισεν αυτώ και προσέχεεν επ΄ αυτώ το αίμα των ειρηνικών αυτού επί το θυσιαστήριον |
14And he brought forward the one before the house of the Lord from between the altar and the house of the Lord, and he set it openly by the side of the altar northwards. | το δε χαλκούν θυσιαστήριον ο ην εναντίον κυρίου προσήγαγε αυτό από προσώπου του οίκου κυρίου από του αναμέσον του θυσιαστηρίου και από του αναμέσον του οίκου κυρίου και έδωκεν αυτό επί μηρόν του θυσιαστηρίου κατά βορράν |
15And king Achaz charged Urias the priest, saying, Offer upon the great altar the whole-burnt-offering in the morning and the meat-offering in the evening, and the whole-burnt-offering of the king, and his meat-offering, and the whole-burnt-offering of all the people, and their meat-offering, and their drink-offering; and thou shalt pour all the blood of the whole-burnt-offering, and all the blood of any other sacrifice upon it: and the brazen altar shall be for me in the morning. | και ενετείλατο ο βασιλεύς Άχαζ τω Ουρία τω ιερεί λέγων επι το θυσιαστήριον το μέγα πρόσφερε την ολοκαύτωσιν την πρωϊνήν και την θυσίαν την εσπερινήν και τας ολοκαύτωσεις του βασιλέως και τας θυσίας αυτού και την ολοκαύτωσιν παντός του λαού και τας θυσίας αυτών και τας σπονδάς αυτών και παν αίμα ολοκαυτώσεως και παν αίμα θυσίας επ΄ αυτώ εκχεέις και το θυσιαστήριον το χαλκούν έσται μοι εις το |
16And Urias the priest did according to all that king Achaz commanded him. | και εποίησεν Ουρίας ο ιερεύς κατά πάντα όσα ενετείλατο αυτώ Άχαζ ο βασιλεύς |
17And king Achaz cut off the borders of the bases, and removed the laver from off them, and took down the sea from the brazen oxen that were under it, and set it upon a base of stone. | και συνέκοψεν ο βασιλεύς Άχαζ τα συγκλείσματα των μεχωνώθ και μετήρεν απ΄ αυτών τον λουτήρα και την θάλασσαν καθείλεν από των βοών των χαλκών των υποκάτω αυτής και έδωκεν αυτήν επί βάσιν λιθίνην |
18And he made a base for the throne in the house of the Lord, and he turned the king's entrance without in the house of the Lord because of the king of the Assyrians. | και τον θεμέλιον της καθέδρας των σαββάτων ωκοδόμησεν εν οίκω κυρίου και την είσοδον του βασιλέως την έξω επέστρεψεν εν οίκω κυρίου από προσώπου βασιλέως Ασσυρίων |
19And the rest of the acts of Achaz, even all that he did, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Άχαζ όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
20And Achaz slept with his fathers, and was buried in the city of David: and Ezekias his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Άχαζ μετά των πατέρων αυτού και ετάφη μετά των πατέρων εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσεν Εζεκίας υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 17
[edit]1In the twelfth year of Achaz king of Juda began Osee the son of Ela to reign in Samaria over Israel nine years. | εν έτει δωδεκάτω του Άχαζ βασιλέως Ιούδα εβασίλευσεν Ωσηέ υιός Ηλά εν Σαμαρεία επί Ισραήλ εννέα έτη |
2And he did evil in the eyes of the Lord, only not as the kings of Israel that were before him. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου πλην ουχ ως οι βασιλείς Ισραήλ οι ήσαν έμπροσθεν αυτού |
3Against him came up Salamanassar king of the Assyrians; and Osee became his servant, and rendered him tribute. | επ΄ αυτόν ανέβη Σαλμανασάρ βασιλεύς Ασσυρίων και εγένετο αυτώ Ωσηέ δούλος και έφερεν αυτώ δώρα |
4And the king of the Assyrians found iniquity in Osee, in that he sent messengers to Segor king of Egypt, and brought not a tribute to the king of the Assyrians in that year: and the king of the Assyrians besieged him, and bound him in the prison-house. | και εύρε ο βασιλεύς Ασσυρίων εν Ωσηέ επιβουλήν ότι απέστειλεν αγγέλους προς Σουά βασιλέα Αιγύπτου και ουκ ήνεγκε δώρα τω βασιλεί Ασσυρίων ενιαυτόν κατ΄ ενιαυτόν και επολιόρκησεν αυτόν ο βασιλεύς Ασσυρίων και έδησεν αυτόν εν οίκω φυλακής |
5And the king of the Assyrians went up against all the land, and went up to Samaria, and besieged it for three years. | και ο βασιλεύς Ασσυρίων ανέβη επι πάσαν τη γη και ανέβη εις Σαμάρειαν και επολιόρκησεν αυτήν τρία έτη |
6In the ninth year of Osee the king of the Assyrians took Samaria, and carried Israel away to the Assyrians, and settled them in Alae, and in Abor, near the rivers of Gozan, and in the mountains of the Medes. | εν έτει εννάτω Ωσηέ συνέλαβε βασιλεύς των Ασσυρίων την Σαμάρειαν και απώκισεν τον Ισραήλ εις Ασσυρίους και κατώκισεν αυτούς εν Ελαά και εν Αβώρ ποταμοίς Γοζάν εν ορίοις Μήδων |
7For it came to pass that the children of Israel had transgressed against the Lord their God, who had brought them up out of the land of Egypt, from under the hand of Pharao king of Egypt, and they feared other gods, | και εγένετο ότι ήμαρτον οι υιοί Ισραήλ τω κυρίω τω θεώ αυτών τω αναγαγόντι αυτούς εκ γης Αιγύπτου υποκάτωθεν χειρός Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου και εφοβήθησαν θεούς ετέρους |
8and walked in the statutes of the nations which the Lord cast out before the face of the children of Israel, and of the kings of Israel as many as did such things, | και επορεύθησαν τοις δικαιώμασι των εθνών ων εξήρε κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ και οι βασιλείς Ισραήλ όσα εποίησαν |
9and in those of the children of Israel as many as secretly practised customs, not as they should have done, against the Lord their God: | και ημφίεσαντο οι υιοί Ισραήλ λόγους αδίκους κατά κυρίου θεού αυτών και ωκοδόμησαν εαυτοίς υψηλά εν πάσαις ταις πόλεσιν αυτών από πύργου φυλασσόντων έως πόλεως οχυράς |
10and they built for themselves high places in all their cities, from the tower of the watchmen to the fortified city. And they made for themselves pillars and groves on every high hill, and under every shady tree. | και εστήλωσαν εαυτοίς στήλας και άλση επί παντί βουνώ υψηλώ και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους |
11And burned incense there on all high places, as the nations did whom the Lord removed from before them, and dealt with familiar spirits, and they carved images to provoke the Lord to anger. | και εθυμίασαν εκεί εν πάσι τοις υψηλοίς καθώς τα έθνη α απώκισε κύριος εκ προσώπου αυτών και εποίησαν κοινωνούς και εχάραξαν του παροργίσαι τον κύριον |
12And they served the idols, of which the Lord said to them, Ye shall not do this thing against the Lord. | και ελάτρευσαν τοις ειδώλοις οις είπε κύριος αυτοίς ου ποιήσετε το ρήμα τούτο |
13And the Lord testified against Israel and against Juda, even by the hand of all his prophets, and of every seer, saying, Turn ye from your evil ways, and keep my commandments and my ordinances, and all the law which I commanded your fathers, and all that I sent to them by the hand of my servants the prophets. | και διεμαρτύρατο κύριος τω Ισραήλ και τω Ιούδα εν χειρί πάντων των προφητών αυτού παντός ορώντος λέγων αποστράφητε από των οδών υμών των πονηρών και φυλάξατε τας εντολάς μου και τα δικαιώματά μου και πάντα τον νόμον ον ενετειλάμην τοις πατράσιν υμών όσα απέστειλα προς αυτούς εν χειρί των δούλων μου των προφητών |
14But they hearkened not, and made their neck harder than the neck of their fathers. | και ουκ ήκουσαν και εσκλήρυναν τον νώτον αυτών υπέρ τον νώτον των πατέρων αυτών οι ουκ επίστευσαν κυρίω τω θεώ αυτών |
15And they kept not any of his testimonies which he charged them; and they walked after vanities, and became vain, and after the nations round about them, concerning which the Lord had charged them not to do accordingly. | και απώσαντο την διαθήκην αυτού και τα δικαιώματα α διέθετο τοις πατράσιν αυτών και τα μαρτύρια αυτού όσα διεμαρτύρατο αυτοίς και επορεύθησαν οπίσω των ματαίων και εματαιώθησαν και οπίσω των εθνών των περικύκλω αυτών ων ενετείλατο κύριος αυτοίς του μη ποιήσαι κατά ταύτα |
16They forsook the commandments of the Lord their God, and made themselves graven images, even two heifers, and they made groves, and worshipped all the host of heaven, and served Baal. | και εγκατέλιπον τας εντολάς κυρίου θεού αυτών και εποίησαν εαυτοίς χωνευτά δύο δαμάλεις και εποίησαν άλσος και προσεκύνησαν πάση τη στρατιά του ουρανού και ελάτρευσαν τω Βάαλ |
17And they caused their sons and their daughters to pass through the fire, and used divinations and auspices, and sold themselves to work wickedness in the sight of the Lord, to provoke him. | και διήγον τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών εν πυρί και εμαντεύοντο μαντείας και οιωνίζοντο και επράθησαν του ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου του παροργίσαι αυτόν |
18And the Lord was very angry with Israel, and removed them out of his sight; and there was only left the tribe of Juda quite alone. | και εθυμώθη κύριος σφόδρα εν τω Ισραήλ και απέστησεν αυτούς από του προσώπου αυτού ουχ υπελείφθη πλην φυλή Ιούδα μονωτάτη |
19Nay even Juda kept not the commandments of the Lord their God, but they walked according to the customs of Israel which they practised, and rejected the Lord. | και γε Ιούδας ουκ εφύλαξε τας εντολάς κυρίου του θεού αυτού και επορεύθησαν εν τοις δικαιώμασιν Ισραήλ οις εποίησαν και απεώσαντο τον κύριον |
20And the Lord was angry with the whole seed of Israel, and troubled them, and gave them into the hand of them that spoiled them, until he cast them out of his presence. | και εθυμώθη κύριος παντί σπέρματι Ισραήλ και εσάλευσεν αυτούς και έδωκεν αυτούς εν χειρί των διαρπαζόντων αυτούς έως ου απέρριψεν αυτούς από προσώπου αυτού |
21 Forasmuch as Israel revolted from the house of David, and they made Jeroboam the son of Nabat king: and Jeroboam drew off Israel from following the Lord, and led them to sin a great sin. | ότι πλην ερράγη Ισραήλ από του οίκου Δαυίδ και εβασίλευσαν τον Ιεροβοάμ υιόν Ναβάτ και εξέωσεν Ιεροβοάμ τον Ισραήλ εξόπισθε του κυρίου και εξήμαρτεν αυτούς αμαρτίαν μεγάλην |
22And the children of Israel walked in all the sin of Jeroboam which he committed; they departed not from it, | και επορεύθησαν οι υιοί Ισραήλ εν πάσαις αμαρτίαις Ιεροβοάμ αις εποίησεν ουκ απέστησαν απ΄ αυτών |
23until the Lord removed Israel from his presence, as the Lord spoke by all his servants the prophets; and Israel was removed from off their land to the Assyrians until this day. | έως ου μετέστησε κύριος τον Ισραήλ από προσώπου αυτού ως ελάλησε κύριος εν χειρί πάντων των δούλων αυτού των προφητών και απωκίσθη Ισραήλ από της γης αυτού εις Ασσυρίους έως της ημέρας ταύτης |
24And the king of Assyria brought from Babylon the men of Chutha, and men from Aia, and from Aemath, and Seppharvaim, and they were settled in the cities of Samaria in the place of the children of Israel: and they inherited Samaria, and were settled in its cities. | και ήγαγε βασιλεύς Ασσυρίων εκ Βαβυλώνος τον εκ Χωθά και από Αουάν και από Αιμάθ και Σεμφαρουαϊμ και κατώκισεν αυτούς εν ταις πόλεσι Σαμαρείας αντί των υιών Ισραήλ και εκληρονόμησαν την Σαμάρειαν και κατώκισθησαν εν ταις πόλεσιν αυτής |
25And it was so at the beginning of their establishment there that they feared not the Lord, and the Lord sent lions among them, and they slew some of them. | και εγένετο εν αρχή της καθέδρας αυτών ουκ εφοβήθησαν τον κύριον και απέστειλε κύριος εν αυτοίς τους λέοντας και ήσαν αποκτείνοντες εν αυτοίς |
26And they spoke to the king of the Assyrians, saying, The nations whom thou hast removed and substituted in the cities of Samaria for the Israelites, know not the manner of the God of the land: and he has sent the lions against them, and, behold, they are slaying them, because they know not the manner of the God of the land. | και είπον τω βασιλεί Ασσυρίων λέγοντες τα έθνη α απώκισας και αντεκάθισας εν ταις πόλεσι Σαμαρείας ουκ έγνωσαν το κρίμα του θεού της γης και απέστειλεν εις αυτούς λέοντας και ιδού εισί θανατούντες αυτούς καθότι ουκ οίδασι το κρίμα του θεού της γης |
27And the king of the Assyrians commanded, saying, Bring some Israelites thence, and let them go and dwell there, and they shall teach them the manner of the God of the land. | και ενετείλατο ο βασιλεύς Ασσυρίων λέγων απαγάγετε εκεί ένα των ιερέων ων απώκισα εκ Σαμαρείας και πορευθήτω και κατοικήτω εκεί και φωτιεί αυτούς το κρίμα του θεού της γης |
28And they brought one of the priests whom they had removed from Samaria, and he settled in Baethel, and taught them how they should fear the Lord. | και ήγαγον ένα των ιερέων ων απώκισαν από Σαμαρείας και εκάθισεν εν Βαιθήλ και ην φωτίζων αυτούς πως φοβηθώσι τον κύριον |
29But the nations made each their own gods, and put them in the house of the high places which the Samaritans had made, each nation in the cities in which they dwelt. | και ήσαν ποιούντες έθνος έθνος τους θεούς αυτών και έθηκαν αυτούς εν οίκος των υψηλών ων εποίησαν οι Σαμαρείται έθνος έθνος εν ταις πόλεσιν αυτών εν αις κατώκουν |
30And the men of Babylon made Socchoth Benith, and the men of Chuth made Ergel, and the men of Haemath made Asimath. | και οι άνδρες Βαβυλώνος εποίησαν την Σοκχώθ Βανώθ και οι άνδρες Χούθ εποίησαν την Νηριγέλ και οι άνδρες Αιμάθ εποίησαν την Ασιμά |
31And the Evites made Eblazer and Tharthac, and the inhabitant of Seppharvaim did evil when they burnt their sons in the fire to Adramelech and Anemelech, the gods of Seppharvaim. | και οι Ευαίοι εποίησαν την Νιβχάζ και την Θαρθάκ και οι Σεπφαρουίμ κατέκαιον τους υιούς αυτών εν πυρί τω Αδραμέλεχ και Ανημελέχ θεοίς Σεπφαρουϊμ |
32And they feared the Lord, yet they established their abominations in the houses of the high places which they made in Samaria, each nation in the city in which they dwelt: and they feared the Lord, and they made for themselves priests of the high places, and sacrificed for themselves in the house of the high places. | και ήσαν φοβούμενοι τον κύριον και εποίησαν εαυτοίς ιερείς των υψηλών και εποίησαν εαυτοίς εν τοις οίκοις των υψηλών |
33And they feared the Lord, and served their gods according to the manner of the nations, whence their lords brought them. | τον κύριον εφοβούντο και τοις θεοίς αυτών ελάτρευον κατά το κρίμα των εθνών όθεν απώκισεν αυτούς εκείθεν |
34Until this day they did according to their manner: they fear the Lord, and they do according to their customs, and according to their manner, and according to the law, and according to the commandment which the Lord commanded the sons of Jacob, whose name he made Israel. | έως της ημέρας ταύτης αυτοί εποίουν κατά το κρίμα αυτών ουκ ήσαν φοβούμενοι τον κύριον και ουκ εποίησαν κατά τα δικαιώματα αυτών και κατά την κρίσιν αυτών και κατά τον νόμον και κατά την εντολήν ην ενετείλατο κύριος τοις υιοίς Ιακώβ ου έθηκε το όνομα αυτού Ισραήλ |
35And the Lord made a covenant with them, and charged them, saying, Ye shall not fear other gods, neither shall ye worship them, nor serve them, nor sacrifice to them: | και διέθετο κύριος μετ΄ αυτών διαθήκην και ενετείλατο αυτοίς λέγων ου φοβηθήσεσθε θεούς ετέρους και ου προσκυνήσετε αυτοίς και ου λατρεύσετε αυτοίς και ου θύσετε αυτοίς |
36but only to the Lord, who brought you up out of the land of Egypt with great strength and with a high arm: him shall ye fear, and him shall ye worship; to him shall ye sacrifice. | ότι αλλ΄ τω κυρίω ος ανήγαγεν υμάς εκ γης Αιγύπτου εν ισχύϊ μεγάλη και εν βραχίονι υψηλώ αυτόν φοβηθήσεσθε και αυτώ προσκυνήσετε και αυτώ θύσετε |
37Ye shall observe continually the ordinances, and the judgments, and the law, and the commandments which he wrote for you to do; and ye shall not fear other gods. | και τα δικαιώματα αυτού και τα κρίματα και τας εντολάς και τον νόμον ον έγραψεν υμίν φυλάσσεσθε ποιείν πάσας τας ημέρας και ου φοβηθήσεσθε θεούς ετέρους |
38Neither shall ye forget the covenant which he made with you: and ye shall not fear other gods. | και την διαθήκην ην διέθετο μεθ΄ υμών ουκ επιλήσεσθε και ου φοβηθήσεσθε θεούς ετέρους |
39But ye shall fear the Lord your God, and he shall deliver you from all your enemies. | ότι αλλ΄ τον κύριον τον θεόν υμών αυτον φοβηθήσεσθε και αυτός εξελείται υμάς εκ χειρός πάντων των εχθρών υμών |
40Neither shall ye comply with their practice, which they follow. | και ουκ ήκουσαν αλλ΄ εν τοις δικαιώμασιν αυτών τοις πρώτοις αυτοί εποίουν |
41So these nations feared the Lord, and served their graven images: yea, their sons and their son's sons do until this day even as their fathers did. | και ήσαν τα έθνη ταύτα φοβούμενοι τον κύριον και τοις γλυπτοίς αυτών εδούλευον και γε οι υιοί αυτών και οι υιοί των υιών αυτών καθώς εποίησαν οι πατέρες αυτών αυτοί ποιούσιν έως της ημέρας ταύτης |
Chapter 18
[edit]1And it came to pass in the third year of Osee son of Ela king of Israel that Ezekias son of Achaz king of Juda began to reign. | και εγένετο εν έτει τρίτω τω Ωσηέ υιώ Ηλά βασιλέως Ισραήλ εβασίλευσεν Εζεκίας υιός Άχαζ βασιλέως Ιούδα |
2 Five and twenty years old was he when he began to reign, and he reigned twenty and nine years in Jerusalem: and his mother's name was Abu, daughter of Zacharias. | υιός είκοσι και πέντε ετών ην εν τω βασιλεύειν αυτόν και είκοσι και εννέα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Αβί θυγάτηρ Ζαχαρίου |
3And he did that which was right in the sight of the Lord, according to all that his father David did. | και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς κυρίου κατά πάντα όσα εποίησε Δαυίδ ο πατήρ αυτού |
4He removed the high places, and broke in pieces the pillars, and utterly destroyed the groves, and the brazen serpent which Moses made: because until those days the children of Israel burnt incense to it: and he called it Neesthan. | αυτός εξήρε τα υψηλά και συνέτριψε τας στήλας και τα άλση εξέκοψε και συνέκοψεν τον όφιν τον χαλκούν ον εποίησε Μωυσής ότι έως των ημερών εκείνων ήσαν οι υιοί Ισραήλ θυμιώντες αυτώ και εκάλεσεν αυτόν Νεεσθάν |
5He trusted in the Lord God of Israel; and after him there was not any like him among the kings of Juda, nor among those that were before him. | εν κυρίω θεώ Ισραήλ ήλπισε ουκ εγένετο μετ΄ αυτόν όμοιος αυτώ εν τοις βασιλύσιν Ιούδα και εν τοις γενομένοις έμπροσθεν αυτού |
6And he clave to the Lord, he departed not from following him; and he kept his commandments, as many as he commanded Moses. | και εκολλήθη τω κυρίω ουκ απέστη από όπισθεν αυτού και εφύλαξε τας εντολάς αυτού όσας ενετείλατο κύριος τω Μωυσή |
7And the Lord was with him; and he was wise in all that he undertook: and he revolted from the king of the Assyrians, and served him not. | και ην κύριος μετ΄ αυτού εν πάσιν οις εποίησε συνήκεν και ηθέτησεν εν τω βασιλεί Ασσυρίων και ουκ εδούλευσεν αυτώ |
8He smote the Philistines even to Gaza, and to the border of it, from the tower of the watchmen even to the strong city. | αυτός επάταξε τους αλλοφύλους έως Γάζης και έως ορίου αυτής από πύργου φυλασσόντων και έως πόλεως οχυράς |
9And it came to pass in the fourth year of King Ezekias (this is the seventh year of Osee son of Ela king of Israel,) that Salamanassar king of the Assyrians came up against Samaria, and besieged it. | και εγένετο εν τω έτει τω τετάρτω βασιλεί Εζεκίου αυτός ενιαυτός ο έβδομος τω Ωσηέ υιώ Ηλά βασιλεί Ισραήλ ανέβη Σαλμανασάρ βασιλεύς Ασσυρίων επί Σαμάρειαν και επολιόρκει αυτήν |
10And he took it at the end of three years, in the sixth year of Ezekias, (this is the ninth year of Osee king of Israel, when Samaria was taken.) | και κατελάβετο αυτήν εις τέλους τριών ετών εν έτει έκτω του Εζεκίου αυτός ενιαυτός έννατος τω Ωσηέ βασιλεί Ισραήλ συνελήφθη Σαμάρεια |
11And the king of the Assyrians carried away the Samaritans to Assyria, and put them in Alae and in Abor, by the river Gozan, and in the mountains of the Medes; | και απώκισε βασιλεύς Ασσυρίων την Σαμάρειαν εις Ασσυρίους και έθηκεν αυτούς εν Ελαά και εν Αβώρ ποταμώ Γωζάν και όροις Μήδων |
12because they hearkened not to the voice of the Lord their God, and transgressed his covenant, even in all things that Moses the servant of the Lord commanded, and hearkened not to them, nor did them. | ανθ΄ ουκ ήκουσαν της φωνής κυρίου του θεού αυτών και παρέβησαν την διαθήκην αυτού πάντα όσα ενετείλατο Μωυσής ο δούλος κυρίου και ουκ ήκουσαν και ουκ εποίησαν |
13And in the fourteenth year of king Ezekias came up Sennacherim king of the Assyrians against the strong cities of Juda, and took them. | και τω τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει βασιλέως Εζεκίου ανέβη Σενναχηρίβ βασιλεύς Ασσυρίων επί τας πόλεις Ιούδα τας οχυράς και συνέλαβεν αυτάς |
14And Ezekias king of Juda sent messengers to the king of the Assyrians to Lachis, saying, I have offended; depart from me: whatsoever thou shalt lay upon me, I will bear. And the king of Assyria laid upon Ezekias king of Juda a tribute of three hundred talents of silver, and thirty talents of gold. | και απέστειλεν Εζεκίας βασιλεύς Ιούδα αγγέλους προς τον βασιλέα των Ασσυρίων εις Λαχίς λέγων ημάρτηκα αποστράφηθι απ΄ εμού ο εάν επιθής επ΄ εμέ βαστάσω και επέθηκεν ο βασιλεύς Ασσυρίων επί Εζεκίαν βασιλέα Ιούδα τριακόσια τάλαντα αργυρίου και τριάκοντα τάλαντα χρυσίου |
15And Ezekias gave all the silver that was found in the house of the Lord, and in the treasures of the king's house. | και έδωκεν Εζεκίας παν το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω κυρίου και εν θησαυροίς οίκου του βασιλέως |
16At that time Ezekias cut off the gold from the doors of the temple, and from the pillars which Ezekias king of Juda had overlaid with gold, and gave it to the king of the Assyrians. | εν τω καιρώ εκείνω συνέκοψεν Εζεκίας ο βασιλεύς Ιούδα τας θύρας του ναού κυρίου και τα εστηριγμένα α εχρύσωσεν Εζεκίας ο βασιλεύς Ιούδα και έδωκεν αυτά τω βασιλεί Ασσυρίων |
17And the king of the Assyrians sent Tharthan and Raphis and Rapsakes from Lachis to king Ezekias with a strong force against Jerusalem. And they went up and came to Jerusalem, and stood by the aqueduct of the upper pool, which is by the way of the fuller's field. | και απέστειλε βασιλεύς Ασσυρίων τον Θαρθάν και τον Ραψαρίς και τον Ραψάκην εκ Λάχις προς τον βασιλέα Εζεκίαν εν δυνάμει βαρεία εις Ιερουσαλήμ και ανέβησαν και ήλθον εις Ιερουσαλήμ και έστησαν εν τω υδραγωγώ της άνω κολυμβήθρας η εστιν εν τη οδώ του αγρού του γναφέως |
18And they cried to Ezekias: and there came to him Heliakim the son of Chelcias the steward, and Somnas the scribe, and Joas the son of Saphat the recorder. | και εβοήσαν προς Εζεκίαν και εξήλθε προς αυτούς Ελιακίμ υιός Χελκίου ο οικονόμος και Σωβνάς ο γραμματεύς και Ιωάχ ο υιός Ασάφ ο αναμιμνήσκων |
19And Rapsakes said to them, Say now to Ezekias, Thus says the king, the great king of the Assyrians, What is this confidence wherein thou trustest? | και είπε προς αυτούς Ραψάκης είπατε δη προς Εζεκίαν τάδε λέγει ο βασιλεύς ο μέγας βασιλεύς Ασσυρίων τις η πεποίθησις αύτη ην πέποιθας |
20Thou hast said, (but they are mere words,) I have counsel and strength for war. Now then in whom dost thou trust, that thou hast revolted from me? | πλην λόγοι χειλέων και βουλή παράταξις γίνεται εις πόλεμον νυν ουν επί τινί πέποιθας ότι ηθέτησας εν εμοί |
21See now, art thou trusting for thyself on this broken staff of reed, even upon Egypt? whosoever shall stay himself upon it, it shall even go into his hand, and pierce it: so is Pharao king of Egypt to all that trust on him. | ιδού πέποιθας σαυτώ επί την ράβδον την καλαμίνην την τεθλασμένην ταύτην επ΄ Αίγυπτον ως εάν επιστηριχθή ανήρ επ΄ αυτήν εισελεύσεται εις την χείρα αυτού και τρήσει αυτήν ούτως εστί Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου πάσι τοις πεποιθόσιν επ΄ αυτόν |
22And whereas thou hast said to me, We trust on the Lord God: is not this he, whose high places and altars Ezekias has removed, and has said to Juda and Jerusalem, Ye shall worship before this altar in Jerusalem? | και εάν είπης προς με επί κύριον τον θεόν ημών πεποίθαμεν ουχί αυτός Εζεκίας απέστησεν τα υψηλά αυτού και τα θυσιαστήρια αυτού και είπε τω Ιούδα και τη Ιερουσαλήμ ενώπιον του θυσιαστηρίου τούτου προσκυνήσετε εν Ιερουσαλήμ |
23And now, I pray you, make and agreement with my lord the king of the Assyrians, and I will give thee two thousand horses, if thou shalt be able on thy part to set riders upon them. | και νυν μίχθητε τω κυρίω μου τω βασιλεί Ασσυρίων και δώσω σοι δισχιλίους ίππους ει δυνήση δούναι σεαυτώ επιβάτας επ΄ αυτούς |
24How then wilt thou turn away the face of one petty governor, from among the least of my lord's servants? whereas thou trustest for thyself on Egypt for chariots and horsemen. | και πως αποστρέψεις το πρόσωπον τοπάρχου ενός των δούλων του κυρίου μου των ελαχίστων και ήλπισας σαυτώ επ΄ Αίγυπτον εις άρματα και ιππείς |
25And now have we come up without the Lord against this place to destroy it? The Lord said to me, Go up against this land, and destroy it. | και νυν μη άνευ κυρίου ανέβημεν επί τον τόπον τούτον του διαφθείραι αυτόν κύριος είπε προς με ανάβηθι επί την γην ταύτην και διάφθειρον αυτήν |
26And Heliakim the son of Chelkias, and Somnas, and Joas, said to Rapsakes, Speak now to thy servants in the Syrian language, for we understand it; and speak not with us in the Jewish language: and why dost thou speak in the ears of the people that are on the wall? | και είπεν Ελιακίμ υιός Χελκίου και Σοβνάς και Ιωάχ προς Ραψάκην λάλησον δη προς τους παιδάς σου Συριστί ότι ακούομεν ημεις και ου λαλήσεις προς ημάς Ιουδαϊστι εν τοις ωσί του λαού του επί του τείχους |
27And Rapsakes said to them, Has my master sent me to thy master, and to thee, to speak these words? has he not sent me to the men who sit on the wall, that they may eat their own dung, and drink their own water together with you. | και είπε προς αυτούς Ραψάκης μη προς τον κύριόν σου και προς σε απέστειλέ με ο κύριός μου λαλήσαι τους λόγους τούτους ουχί προς τους άνδρας τους καθημένους επί του τείχους του φαγείν την κόπρον αυτών και πιείν το ούρον αυτών μεθ΄ υμών άμα |
28And Rapsakes stood, and cried with a loud voice in the Jewish language, and spoke, and said, Hear the words of the great king of the Assyrians: | και έστη Ραψάκης και εβόησε φωνή μεγάλη Ιουδαϊστι και ελάλησε και είπεν ακούσατε τους λόγους του βασιλέως του μεγάλου βασιλέως Ασσυρίων |
29thus says the king, Let not Ezekias encourage you with words: for he shall not be able to deliver you out of his hand. | τάδε λέγει ο βασιλεύς μη επαιρέτω υμάς Εζεκίας ότι ου δυνήται υμας εξελέσθαι εκ χειρός μου |
30And let not Ezekias cause you to trust on the Lord, saying, The Lord will certainly deliver us; this city shall not be delivered into the hand of the king of the Assyrians: hearken not to Ezekias: | και μη επελπιζέτω υμάς Εζεκίας επί κύριον λέγων εξαιρούμενος εξελείται ημάς ο κύριος και ου παραδοθή η πόλις αύτη εν χειρί βασιλέως Ασσυρίων |
31for thus says the king of the Assyrians, Gain my favour, and come forth to me, and every man shall drink of the wine of his own vine, and every man shall eat of his own fig-tree, and shall drink water out of his own cistern; | μη ακούετε Εζεκίου ότι τάδε λέγει ο βασιλεύς Ασσυρίων ποιήσατε μετ΄ εμού ευλογίαν και εξέλθατε προς με και φάγεται έκαστος την άμπελον αυτού και έκαστος την συκήν αυτού και πίεται έκαστος το ύδωρ του λάκκου αυτού |
32until I come and remove you to a land like your own land, a land of corn and wine, and bread and vineyards, a land of olive oil, and honey, and ye shall live and not die: and do not ye hearken to Ezekias, for he deceives you, saying, The Lord shall deliver you. | έως αν έλθω και λάβω υμάς εις γην ως την γην υμών γην σίτου και οίνου και άρτου και αμπελώνων γην ελαίου και μελίτος και ζήσετε και ουκ αποθανείσθε και μη ακούετε Εζεκίου ότι απατά υμάς λέγων κύριος εξελείται υμάς |
33Have the Gods of the nations at all delivered each their own land out of the hand of the king of the Assyrians? | μη ρυόμενοι ερρύσαντο οι θεοί των εθνών έκαστος την γην αυτού εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων |
34Where is the god of Haemath, and of Arphad? where is the god of Seppharvaim, Ana, and Aba? for have they delivered Samaria out of my hand? | που εστίν ο θεός Αιμάθ και Αρφάδ που εστίν ο θεός Σεπφαρουϊμ Ανά και Αούα μη εξείλαντο την Σαμάρειαν εκ χειρός μου |
35Who is there among all the gods of the countries, who have delivered their countries out of my hand, that the Lord should deliver Jerusalem out of my hand? | τις εν πάσι τοις θεοίς των γαιών ος εξείλετο την γην αυτόυ εκ χειρός μου ότι εξελείται κύριος την Ιερουσαλήμ εκ χειρός μου |
36But the men were silent, and answered him not a word: for there was a commandment of the king, saying, Ye shall not answer him. | και εσιώπησαν και ουκ απεκρίθησαν αυτώ λόγον ότι εντολή του βασιλέως λέγων ουκ αποκριθήσεσθε αυτώ |
37And Heliakim the son of Chelcias, the steward, and Somnas the scribe, and Joas the son of Saphat the recorder came in to Ezekias, having rent their garments; and they reported to him the words of Rapsakes. | και εισήλθεν Ελιακίμ υιός Χελκίου ο οικονόμος και Σοβνάς ο γραμματεύς και Ιωάχ υιός Ασάφ ο αναμιμνήσκων προς Εζεκίαν διερρηχότες τα ιμάτια και ανήγγειλαν αυτώ τους λόγους Ραψάκου |
Chapter 19
[edit]1And it came to pass when king Ezekias heard it, that he rent his clothes, and put on sackcloth, an went into the house of the Lord. | και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς Εζεκίας και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού και περιεβάλετο σάκκον και εισήλθεν εις τον οίκον κυρίου |
2And he sent Heliakim the steward, and Somnas the scribe, and the elders of the priests, clothed with sackcloth, to Esaias the prophet the son of Amos. | και απέστειλεν Ελιακίμ τον οικονόμον και Σοβνάν τον γραμματέα και τους πρεσβυτέρους των ιερέων περιβεβλημένους σάκκους προς Ησαϊαν υιόν Αμώς τον προφήτην |
3And they said to him, Thus says Ezekias, This day is a day of tribulation, and rebuke, and provocation: for the children are come to the travail-pangs, but the mother has no strength. | και είπον προς αυτόν τάδε λέγει Εζεκίας ημέρα θλίψεως και ελεγμού και παροργισμού η ημέρα αύτη ότι ήλθον οι υιοί έως ωδίνων και ουκ έστι ισχύς τη τικτούση |
4 Peradventure the Lord thy God will hear all the words of Rapsakes, whom the king of Assyria his master has sent to reproach the living God and to revile him with the words which the Lord thy God has heard: and thou shalt offer thy prayer for the remnant that is found. | ει εισακούσεται κύριος ο θεός σου πάντας τους λόγους Ραψάκου ον απέστειλεν αυτόν βασιλεύς Ασσυρίων ο κυριός αυτού ονειδίζειν θεόν ζώντα και ελέγχειν εν λόγοις ους ήκουσε κύριος ο θεός σου και λήψη προσευχήν υπερ του λείμματος του ευρισκομένου |
5So the servants of king Ezekias came to Esaias. | και ήλθον οι παίδες του βασιλέως Εζεκίου προς Ησαίαν |
6And Esaias said to them, Thus shall ye say to your master, Thus saith the Lord, Be not afraid of the words which thou hast heard, wherewith the servants of the king of the Assyrians have blasphemed. | και είπεν αυτοίς Ησαάς ούτως ερείτε προς τον κύριον υμών τάδε λέγει κύριος μη φοβηθής από των λόγων ων ήκουσας ων εβλασφήμησαν εις εμέ τα παιδάρια του βασιλέως Ασσυρίων |
7Behold, I send a blast upon him, and he shall hear a report, and shall return to his own land; and I will overthrow him with the sword in his own land. | ιδού εγώ δίδωμι πνεύμα εν αυτώ και ακούσεται αγγελίαν και αποστραφήσεται εις την γην αυτού και καταβαλώ αυτόν εν ρομφαία εν τη γη αυτού |
8So Rapsakes returned, and found the king of Assyria warring against Lobna: for he heard that he had departed from Lachis. | και επέστρεψε Ραψάκης και εύρε τον βασιλέα Ασσυρίων πολεμούντα επί Λοβνά ότι ήκουσεν ότι απήρεν από Λάχις |
9And he heard concerning Tharaca king of the Ethiopians, saying, Behold, he is come forth to fight with thee: and he returned, and sent messengers to Ezekias, saying, | και ήκουσε περί Θαρακά βασιλέως Αιθιόπων λέγων ιδού εξελήλυθε του πολεμήσαί σε και επέστρεψε και απέστειλεν αγγέλους προς Εζεκίαν λέγων |
10Let not thy God on whom thou trustest encourage thee, saying, Jerusalem shall not be delivered into the hands of the king of the Assyrians. | τάδε ερείτε προς Εζεκίαν βασιλέα Ιούδα μη σε απατάτω ο θεός σου ω συ πέποιθας επ΄ αυτώ λέγων ου παραδοθή Ιερουσαλήμ εις χείρας βασιλέως Ασσυρίων |
11Behold, thou hast heard all that the kings of the Assyrians have done in all the lands, to waste them utterly: and shalt thou be delivered? | ιδού συ ήκουσας πάντα όσα εποίησαν βασιλείς Ασσυρίων πάσαις ταις γαις ως εξωλόθρευωσαν αυτάς και πως συ ρυσθήση |
12Have the gods of the nations at all delivered them, whom my fathers destroyed; both Gozan, and Charran, and Raphis, and the sons of Edem who were in Thaesthen? | μη εξείλαντο οι θεοί των εθνών ους διέφθειραν οι πατέρες μου την τε Γοζάν και την Χαρράν και Ρασέφ και τους υιούς Αδέν τους εν Θαλασσάρ |
13Where is the king of Haemath, and the king of Arphad? and where is the king of the city of Seppharvaim, of Ana, and Aba? | που εστίν ο βασιλεύς Αιμάθ και ο βασιλεύς Αρφάδ και ο βασιλεύς της πόλεως Σεπφαρουϊμ Ανά και Αουά |
14And Ezekias took the letter from the hand of the messengers, and read it: and he went up to the house of the Lord, and Ezekias spread it before the Lord, | και έλαβεν Εζεκίας τα βιβλία εκ χειρός των αγγέλων και ανέγνω αυτά και ανέβη εις οίκον κυρίου και ανέπτυξεν αυτά Εζεκίας εναντίον κυρίου |
15and said, O Lord God of Israel that dwellest over the cherubs, thou art the only god in all the kingdoms of the earth; thou hast made heaven and earth. | και προσηύξατο ο Εζεκίας προς κύριον λέγων κύριε ο θεός Ισραήλ ο καθήμενος επί των χερουβίμ συ ει ο θεός μόνος εν πάσαις ταις βασιλείαις της γης συ εποίησας τον ουρανόν και την γην |
16Incline thine ear, O Lord, and hear: open, Lord, thine eyes, and see: and hear the words of Sennacherim, which he has sent to reproach the living God. | κλίνον κύριε το ους σου και άκουσον άνοιξον κύριε τους οφθαλμούς σου και ίδε και άκουσον τους λόγους Σενναχηρίβ ους απέστειλεν ονειδίζειν θεόν ζώντα |
17For truly, Lord, the kings of Assyria have wasted the nations, | ότι αληθεία κύριε ηρήμωσαν βασιλείς Ασσυρίων τα έθνη και πάσαν την γην αυτών |
18and have cast their gods into the fire: because they are no gods, but the works of men's hands, wood and stone; and they have destroyed them. | και έδωκαν τους θεούς αυτών εις το πυρ ότι ου θεοί εισιν αλλ΄ έργα χειρών ανθρώπων ξύλα και λίθοι και απώλεσαν αυτούς |
19And now, O Lord our God, deliver us out of his hand, and all the kingdoms of the earth shall know that thou alone art the Lord God. | και νυν κύριε ο θεός ημών σώσον ημάς εκ χειρός αυτού και γνώσονται πάσαι αι βασιλείαι της γης ότι συ ει κύριος ο θεός μόνος |
20And Esaias the son of Amos sent to Ezekias, saying, Thus saith the Lord God of hosts, the God of Israel, I have heard thy prayer to me concerning Sennacherim king of the Assyrians. | και απέστειλεν Ησαϊας υιός Αμώς προς Εζεκίαν λέγων τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ ήκουσα α προσηύξω προς με περί Σενναχηρίβ βασιλέως Ασσυρίων |
21This is the word which the Lord has spoken against him; The virgin daughter of Sion has made light of thee, and mocked thee; the daughter of Jerusalem has shaken her head at thee. | ούτος ο λόγος ον ελάλησε κύριος προς αυτόν εξουδένωσέ σε και εμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών επί σοι κεφαλήν αυτής εκίνησε θυγάτηρ Ιερουσαλήμ |
22Whom hast thou reproached, and whom hast thou reviled? and against whom hast thou lifted up thy voice, and raised thine eyes on high? Is it against the Holy One of Israel? | τίνα ωνείδισας και εβλασφήμησας και επί τίνα ύψωσας την φωνήν σου και ήρας εις ύψος τους οφθαλμούς σου εις τον άγιον του Ισραήλ |
23By thy messengers thou has reproached the Lord, and hast said, I will go up with the multitude of my chariots, to the height of the mountains, to the sides of Libanus, and I have cut down the height of his cedar, and his choice cypresses; and I have come into the midst of the forest and of Carmel. | εν χειρί αγγέλων σου ωνείδικας τον κύριον και είπας εν τω πλήθει των αρμάτων μου εγώ ανέβην εις ύψος ορέων μήρους του Λιβάνου και έκοψα το μέγεθος της κέδρου αυτού τα εκλεκτά κυπαρίσσων αυτού και ήλθον εις μέσον δρυμόυ Καρμήλου |
24I have refreshed myself, and have drunk strange waters, and I have dried up with the sole of my foot all the rivers of fortified places. | εγώ έψυξα και έπιον ύδατα αλλότρια και εξηρήμωσα τω ίχνει των ποδών μου πάντας τους ποταμούς περιοχής |
25I have brought about the matter, I have brought it to a conclusion; and it is come to the destruction of the bands of warlike prisoners, even of strong cities. | ουκ ήκουσας ότι μακρόθεν εγώ εποίησα αυτήν εξ ημερών αρχής έπλασα αυτήν και νυν ήγαγον αυτήν και εγένετο εις επάρσεις αποικεσιών μαχίμων πόλεις οχυράς |
26And they that dwelt in them were weak in hand, they quaked and were confounded, they became as grass of the field, or as the green herb, the grass growing on houses, and that which is trodden down by him that stands upon it. | και οι ενοικούντες εν αυταίς ησθένησαν τη χειρί έπτηξαν και κατησχύνθησαν εγένοντο ως χόρτος αγρού και χλωρά βοτάνη ως χλόη δωμάτων και πάτημα απέναντι εστηκότος |
27But I know thy down-sitting, and thy going forth, and thy rage against me. | και την καθέδραν σου και την έξοδόν σου και την είσοδόν σου και τον θυμόν σου επ΄ εμέ έγνων |
28Because thou was angry against me, and thy fierceness is come up into my ears, therefore will I put my hooks in thy nostrils, and my bridle in thy lips, and I will turn thee back by the way by which thou camest. | διά το οργισθήναί σε επ΄ εμέ και το στρήνός σου ανέβη εν τοις ωσί μου και θήσω το άγκιστρόν μου εις τους μυκτήράς σου και χαλινόν εν τοις χείλεσί σου και αποστρέψω σε εν τη οδώ η ήλθες εν αυτή |
29And this shall be a sign to thee; eat this year the things that grow of themselves, and in the second year the things which spring up: and in the third year let there be sowing, and reaping, and planting of vineyards, and eat ye the fruit of them. | και τούτό σοι το σημείον φαγή τούτον τον ενιαυτόν αυτόματα και εν τω έτει τω δευτέρω τα ανατέλλοντα και τω έτει τω τρίτω σπερείτε και αμήσετε και φυτεύσετε αμπελώνας και φάγεσθε τον καρπόν αυτών |
30And he shall increase him that has escaped of the house of Juda: and the remnant shall strike root beneath, and it shall produce fruit above. | και προσθήσει τον διασεσωσμένον οίκου Ιούδα το υπολειφθέν ρίζαν κάτω και ποιήσει καρπόν άνω |
31For from Jerusalem shall go forth a remnant, and he that escapes from the mountain of Sion: the zeal of the Lord of host shall do this. | ότι εξ Ιερουσαλήμ εξελεύσεται κατάλειμμα και ανασωζόμενος εξ όρους Σιών ο ζήλος κυρίου των δυνάμεων ποιήσει τούτο |
32Is it not so? Thus saith the Lord concerning the king of the Assyrians, He shall not enter into this city, and he shall not shoot an arrow there, neither shall a shield come against it, neither shall he heap a mound against it. | δια τούτο τάδε λέγει κύριος προς βασιλέα Ασσυρίων ουκ εισελεύσεται εις την πόλιν ταύτην και ου τοξεύσει εκεί βέλος και ου προφθάσει αυτήν θυρεώ ουδέ εκχέη επ΄ αυτήν πρόσχωμα |
33By the way by which he comes, by it shall he return, and he shall not enter into this city, saith the Lord. | τη οδώ η ήλθεν εν αυτή αποστραφήσεται και εις την πόλιν ταύτην ουκ εισελεύσεται φησί κύριος |
34And I will defend this city as with a shield, for my own sake, and for my servant David's sake. | και υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης του σώσαι αυτήν δι΄ εμέ και διά Δαυίδ τον δούλόν μου |
35And it came to pass at night that the angel of the Lord went forth, an smote in the camp of the Assyrians a hundred and eighty-five thousand: and they rose early in the morning, and, behold, these were all dead corpses. | και εγένετο έως νυκτός και εξήλθεν άγγελος κυρίου και επάταξεν εν τη παρεμβολή των Ασσυρίων εκατόν ογδοηκονταπέντε χιλιάδας και ώρθρισαν το και ιδού πάντες σώματα νεκρά |
36And Sennacherim king of the Assyrians departed, and went and returned, and dwelt in Nineve. | και απήρε και απέστρεψε και επορεύθη Σενναχηρίβ βασιλεύς Ασσυρίων και ώκησεν εν Νινευή |
37And it came to pass, while he was worshipping in the house of Meserach his god, that Adramelech and Sarasar his sons smote him with the sword: and they escaped into the land of Ararath; and Asordan his son reigned in his stead. | και εγένετο αυτού προσκυνούντος εν τω οίκω Νεσράχ του θεού αυτού Αδραμέλεχ και Σαρασάρ οι υιοί αυτού επάταξαν αυτόν εν μαχαίρα και αυτοί εσώθησαν εις γην Αραράτ και εβασίλευσεν Ασορδάν ο υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 20
[edit]1In those days was Ezekias sick even to death. And the prophet Esaias the son of Amos came in to him, and said to him, Thus saith the Lord, Give charge to thy household; for thou shalt die, and not live. | εν ταις ημέραις εκείναις ηρρώστησεν Εζεκίας έως θάνατου και εισήλθε προς αυτόν Ησαϊας υιός Αμώς ο προφήτης και είπε προς αυτόν τάδε λέγει κύριος έντειλαι περί του οίκου σου ότι αποθνήσκεις συ και ου ζήση |
2And Ezekias turned to the wall, and prayed to the Lord, saying, | και απέστρεψεν Εζεκίας το πρόσωπον αυτού προς τον τοίχον και προσηύξατο προς κύριον λέγων |
3Lord, remember, I pray thee, how I have walked before thee in truth and with a perfect heart, and have done that which is good in thine eyes. And Ezekias wept with a great weeping. | κύριε μνήσθητι δη όσα περιεπάτησα ενώπιόν σου εν αληθεία και εν καρδία τελεία και το αγαθόν εν οφθαλμοίς σου εποίησα και έκλαυσεν Εζεκίας εν κλαυθμώ μεγάλω |
4And Esaias was in the middle court, and the word of the Lord came to him, saying, | και ην Ησαϊας εν τη αυλή τη μέση και ρήμα κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων |
5Turn back, and thou shalt say to Ezekias the ruler of my people, Thus saith the Lord God of thy father David, I have heard thy prayer, I have seen thy tears: behold, I will heal thee: on the third day thou shalt go up to the house of the Lord. | επίστρεψον και ερείς προς Εζεκίαν τον ηγούμενον του λαού μου τάδε λέγει κύριος ο θεός Δαυίδ του πατρός σου ήκουσα της προσευχής σου και είδον τα δάκρυά σου ιδού εγώ ιάσομαί σε τη ημέρα τη τρίτη και αναβήση εις οίκον κυρίου |
6And I will add to thy days fifteen years; and I will deliver thee and this city out of the hand of the king of the Assyrians, and I will defend this city for my own sake, and for my servant's David sake. | και προσθήσω επί τας ημέρας σου πεντεκαίδεκα έτη και εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων σώσω σε και την πόλιν ταύτην και υπερασπίω υπέρ της πόλεως ταύτης δι΄ εμέ και διά Δαυίδ τον δούλόν μου |
7And he said, Let them take a cake of figs, and lay it upon the ulcer, and he shall be well. | και είπεν Ησαϊας λαβέτωσαν παλάθην συκών και επιθέτωσαν επί το έλκος και υγιάσει |
8And Ezekias said to Esaias, What is the sign that the Lord will heal me, and I shall go up to the house of the Lord on the third day? | και είπεν Εζεκίας προς Ησαϊαν τι το σημείον ότι ιάσεταί με κύριος και αναβήσομαι εις οίκον κυρίου τη ημέρα τη τρίτη |
9And Esaias said, This is the sign from the Lord, that the Lord will perform the word which he has spoken, the shadow of the dial shall advance ten degrees: or if it should go back ten degrees this would also be the sign. | και είπεν Ησαϊας τούτό σοι το σημείον παρά κυρίου ότι ποίησει κύριος τον λόγον ον ελάλησε πορεύσεται η σκιά δέκα αναβαθμούς η αναστρέψει δέκα αναβαθμούς |
10And Ezekias said, It is a light thing for the shadow to go down ten degrees: nay, but let the shadow return ten degrees backward on the dial. | και είπεν Εζεκίας κούφον την σκιάν κλίναι δέκα αναβαθμούς ουκ ούτως αλλ΄ αποστραφήτω η σκιά δέκα αναβαθμούς εις το οπίσω |
11And Esaias the prophet cried to the Lord: and the shadow returned back ten degrees on the dial. | και εβόησεν Ησαϊας ο προφήτης προς κύριον και επέστρεψεν η σκιά εν τοις αναβαθμοίς Άχαζ οις κατεβη τους δέκα αναβαθμούς εις τα οπίσω |
12At that time Marodach Baladan, son of Baladan king of Babylon, sent letters and a present to Ezekias, because he had heard that Ezekias was sick. | εν τω καιρώ εκείνω απέστειλε Βαρωδάχ Βαλαδάν υιός Βαλαδάν βασιλεύς Βαβυλώνος επιστολάς και δώρα προς Εζεκίαν ήκουσεν γαρ ότι ηρρώστησεν Εζεκίας |
13And Ezekias rejoiced at them, and shewed all the house of his spices, the silver and the gold, the spices, and the fine oil, and the armory, and all that was found in his treasures: there was nothing which Ezekias did not shew them in his house, and in all his dominion. | και εχάρη επ΄ αυτοίς Εζεκίας και έδειξεν αυτοίς πάντα το οίκον του νεχωθά το αργύριον και το χρυσίον τα αρώματα και το έλαιον το αγαθόν και τον οίκον των σκευών αυτού και πάντα όσα ηυρέθη εν τοις θησαυροίς αυτού ουκ ην τόπος ον ουκ εδείξεν αυτοίς Εζεκίας εν τω οίκω αυτού και εν παντί τη εξουσία αυτού |
14And Esaias the prophet went in to king Ezekias, and said to him, What said these men? and whence came they to thee? And Ezekias said, they came to me from a distant land, even from Babylon. | και εισήλθεν Ησαϊας ο προφήτης προς Εζεκίαν τον βασιλέα και είπε αυτώ τι ελάλησαν οι άνδρες ούτοι και πόθεν ήκον προς σε και είπεν Εζεκίας εκ γης πόρρωθεν ήκον προς με εκ Βαβυλώνος |
15And he said, What saw they in thy house? And he said, They saw all things that are in my house: there was nothing in my house which I shewed not to them; yea, all that was in my treasures also. | και είπε τι είδον εν τω οίκω σου και είπεν Εζεκίας πάντα όσα εν τω οίκω μου είδον ουκ ην εν τω οίκω μου ο ουκ έδειξα αυτοίς και εν τοις θησαυροίς μου |
16And Esaias said to Ezekias, Hear the word of the Lord: | και είπεν Ησαϊας προς Εζεκίαν άκουσον τον λόγον κυρίου |
17Behold, the days come, that all things that are in thy house shall be taken, and all that thy fathers have treasured up until this day, to Babylon; and there shall not fail a word, which the Lord has spoken. | ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και αρθήσεται πάντα τα εν τω οίκω σου και όσα εθησαύρισαν οι πατέρες σου έως της ημέρας ταύτης εις Βαβυλώνα ουχ υπολειφθήσεται ρήμα είπε κύριος |
18And as for thy sons which shall come forth of thee, which thou shalt beget, the enemy shall take them, and they shall be eunuchs in the house of the king of Babylon. | και από των υιών σου των εξεληλυθότων εκ σου ων εγέννησας λήψονται και έσονται ευνούχοι εν τω οίκω του βασιλέως Βαβυλώνος |
19And Ezekias said to Esaias, Good is the word of the Lord which he has spoken: only let there be peace in my days. | και είπεν Εζεκίας προς Ησαϊαν αγαθός ο λόγος κυρίου ον ελάλησεν έστω ειρήνη και δικαιοσύνη εν ταις ημέραις μου |
20And the rest of the acts of Ezekias, and all his might, and all that he made, the fountain and the aqueduct, and how he brought water into the city, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Εζεκίου και πάσα όσα εποίησε και πάσα η δυναστεία αυτού και την κρήνην και τον υδραγωγόν και εισήγαγε το ύδωρ εις την πόλιν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ιούδα |
21And Ezekias slept with his fathers: and Manasses his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Εζεκίας μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν πόλει Δαυίδ και εβασίλευσε Μανασσής υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 21
[edit]1 Manasses was twelve years old when he began to reign, and he reigned fifty-five years in Jerusalem: and his mother's name was Apsiba. | υιός ετών δώδεκα Μανασσής εν τω βασιλεύειν αυτόν και πεντήκοντα και πέντε έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Εψίβα |
2And he did that which was evil in the eyes of the Lord, according to the abominations of the nations which the Lord cast out from before the children of Israel. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου και επορεύθη κατά τα βδελύγματα των εθνών ων εξήρε κύριος από προσώπου των υιών Ισραήλ |
3And he built again the high places, which Ezekias his father had demolished; and set up an altar to Baal, and made groves as Achaab king of Israel made them; and worshipped all the host of heaven, and served them. | και επέστρεψε και ωκοδόμησε τα υψηλά α κατέσπασεν Εζεκίας ο πατήρ αυτού και ανέστησε θυσιαστήριον τω Βάαλ και εποίησε τα άλση καθώς εποίησεν Αχαάβ βασιλεύς Ισραήλ και προσεκύνησε πάση τη στρατιά του ουρανού και εδούλευσεν αυτοίς |
4And he built an altar in the house of the Lord, whereas he had said, In Jerusalem I will place my name. | και ωκοδόμησε θυσιαστήριον εν οίκω κυρίου εν ω είπεν εν Ιερουσαλήμ θήσω το όνομά μου |
5And he built an altar to all the host of heaven in the two courts of the house of the Lord. | και ωκοδόμησε θυσιαστήρια πάση τη στρατιά του ουρανού εν ταις δύο αυλαίς οίκου κυρίου |
6And he caused his sons to pass through the fire, and used divination and auspices, and made groves, and multiplied wizards, so as to do that which was evil in the sight of the Lord, to provoke him to anger. | και διήγε τους υιούς αυτού εν πυρί και εκληδονίζετο και οιωνίζετο και εποίησε εγγαστριμύθους και γνώστας επλήθυνε του ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου του παροργίσαι αυτόν |
7And he set up the graven image of the grove in the house of which the Lord said to David, and to Solomon his son, In this house, and in Jerusalem which I have chosen out of all the tribes of Israel, will I even place my name for ever. | και έθηκε το γλυπτόν του άλσους εν τω οίκω ω είπε κύριος προς Δαυίδ και προς Σολομώντα τον υιόν αυτού εν τω οίκω τούτω και εν Ιερουσαλήμ η εξελεξάμην εκ πασών φυλών του Ισραήλ και θήσω το όνομά μου εκεί εις τον αιώνα |
8And I will not again remove the foot of Israel from the land which I gave to their fathers, even of those who shall keep all that I commanded, according to all the commandments which my servant Moses commanded them. | και ου προσθήσω σαλεύσαι τον πόδα Ισραήλ από της γης ης έδωκα τοις πατράσιν αυτών πλην εάν φυλάξωνται του ποιείν κατά πάντα α ενετειλάμην αυτοίς κατά πάντα τον νόμον ον ενετείλατο αυτοίς ο δούλος μου Μωυσής |
9But they hearkened not; and Manasses led them astray to do evil in the sight of the Lord, beyond the nations whom the Lord utterly destroyed from before the children of Israel. | και ουκ ήκουσαν και Μανασσής επλάνησεν αυτούς του ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου υπέρ τα έθνη α ηφάνισε κύριος απο προσώπου των υιών Ισραήλ |
10And the Lord spoke by his servants the prophets, saying, | και ελάλησε κύριος εν χειρί δούλων αυτού των προφητών λέγων |
11Forasmuch as Manasses the king of Juda has wrought all these evil abominations, beyond all that the Amorite did, who lived before him, and has led Juda also into sin by their idols, | ανθ΄ όσα εποίησε Μανασσής ο βασιλεύς Ιούδα τα βδελύγματα ταύτα τα πονηρά κατά πάντα όσα εποίησεν ο Αμορραίος ο έμπροσθεν αυτού και εξήμαρτε και γε τον Ιούδαν εν τοις ειδώλοις αυτού |
12it shall not be so. Thus saith the Lord God of Israel, Behold, I bring calamities upon Jerusalem and Juda, so that both the ears of every one that hears shall tingle. | ουχ ούτω τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ επάγω κακά επί Ιερουσαλήμ και Ιούδαν ώστε παντός ακούοντος ηχήσει αμφότερα τα ώτα αυτού |
13And I will stretch out over Jerusalem the measure of Samaria, and the plummet of the house of Achaab: and I will wipe Jerusalem as a jar is wiped, and turned upside down in the wiping. | και εκτενώ επί Ιερουσαλήμ το μέτρον Σαμαρείας και τον σταθμόν οίκου Αχαάβ και απαλείψω την Ιερουσαλήμ καθώς απαλείφεται πυξίον και καταστρέφεται επί πρόσωπον αυτού |
14And I will reject the remnant of my inheritance, and will deliver them into the hands of their enemies; and they shall be for a plunder and for a spoil to all their enemies: | και απαλείψω το υπόλειμμα της κληρονομίας μου και παραδώσω αυτούς εις χείρας των εχθρών αυτών και έσονται εις διαρπαγήν και εις προνομήν πάσι τοις εχθροίς αυτών |
15forasmuch as they have done wickedly in my sight, and have provoked me from the day that I brought out their fathers out of Egypt, even until this day. | ανθ΄ όσα εποίησαν το πονηρόν εν οφθαλμοίς μου και ήσαν παροργίζοντές με από της ημέρας ης εξήγαγον τους πατέρας αυτών εξ Αιγύπτου και έως της ημέρα ταύτης |
16Moreover Manasses shed very much innocent blood, until he filled Jerusalem with it from one end to the other, beside his sins with which he caused Juda to sin, in doing evil in the eyes of the Lord. | και γε αίμα αθώον εξέχεεν Μανασσής πολύ σφόδρα έως ου έπλησε την Ιερουσαλήμ στόμα επι στόμα εκτός των αμαρτιών αυτού ων εξήμαρτε τον Ιούδαν του ποιήσαι το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου |
17And the rest of the acts of Manasses, and all that he did, and his sin which he sinned, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Μανασσή και πάντα όσα εποίησε και η αμαρτία αυτού ην ήμαρτεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ιούδα |
18And Manasses slept with his fathers, and was buried in the garden of his house, even in the garden of Oza: and Amos his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Μανασσής μετά των πατέρων αυτού και ετάφη εν τω κήπω του οίκου αυτού εν κήπω Οζά και εβασίλευσεν Αμών ο υιός αυτού αντ΄ αυτού |
19Twenty and two years old was Amos when he began to reign, and he reigned two years in Jerusalem: and his mother's name was Mesollam, daughter of Arus of Jeteba. | υιός είκοσι και δύο ετών Αμών εν τω βασιλεύειν αυτόν και δύο έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Μεσολλάμ θυγάτηρ Αρούς εξ Ιετεβά |
20And he did that which was evil in the sight of the Lord, as Manasses his father did. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου καθώς εποίησε Μανασσής ο πατήρ αυτού |
21And he walked in all the way in which his father walked, and served the idols which his father served, and worshipped them. | και επορεύθη εν πάση οδώ η επορεύθη ο πατήρ αυτού και εδούλευσε τοις ειδώλοις οις εδούλευσεν ο πατήρ αυτού και προσεκύνησεν αυτοίς |
22And he forsook the Lord God of his fathers, and walked not in the way of the Lord. | και εγκατέλιπε τον κύριον τον θεόν των πατέρων αυτού και ουκ επορεύθη εν οδώ κυρίου |
23And the servants of Amos conspired against him, and slew the king in his house. | και συνεστράφησαν οι παίδες Αμών προς αυτόν και εθανάτωσαν τον βασιλέα εν τω οίκω αυτού |
24And the people of the land slew all that had conspired against king Amos; and the people of the land made Josias king in his room. | και επάταξεν ο λαός της γης τους συστραφέντας επί τον βασιλέα Αμών και εβασίλευσεν ο λαός της γης τον Ιωσίαν υιόν αυτού αντ΄ αυτού |
25And the rest of the acts of Amos, even all that he did, behold, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Αμών όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων των ημερών των βασιλέων Ιούδα |
26And they buried him in his tomb in the garden of Oza: and Josias his son reigned in his stead. | και έθαψαν αυτόν εν τω τάφω αυτού εν τω κήπω Οζά και εβασίλευσεν Ιωσίας ο υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 22
[edit]1Josias was eight years old when he began to reign, and he reigned thirty and one years in Jerusalem: and his mother's name was Jedia, daughter of Edeia of Basuroth. | υιός οκτώ ετών Ιωσίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και τριάκοντα και εν έτος εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Ιεδδίδα θυγάτηρ Εδεϊά εκ Βασουκώθ |
2And he did that which was right in the sight of the Lord, and walked in all the way of David his father; he turned not aside to the right hand or to the left. | και εποίησε το ευθές εν οφθαλμοίς κυρίου και επορεύθη εν πάση οδώ Δαυίδ του πατρός αυτού ουκ απέστη δεξιά και αριστερά |
3And it came to pass in the eighteenth year of king Josias, in the eighth month, the king sent Sapphan the son of Ezelias the son of Mesollam, the scribe of the house of the Lord, saying, | και εγένετο εν τω οκτωκαιδεκάτω έτει τω βασιλεί Ιωσίου απέστειλεν ο βασιλεύς τον Σαπφάν υιόν Εσελίου υιόυ Μεσολλάμ τον γραμματέα οίκου κυρίου λέγων |
4Go up to Chelcias the high priest, and take account of the money that is brought into the house of the Lord, which they that keep the door have collected of the people. | ανάβηθι προς Χελκίαν τον ιερέα τον μέγαν και σφράγισον το αργύριον το εισενεχθέν εν τω οίκω κυρίου ο συνήγαγον οι φυλάσσοντες τον σταθμόν παρά του λαού |
5And let them give it into the hand of the workmen that are appointed in the house of the Lord. And he gave it to the workmen in the house of the Lord, to repair the breaches of the house, | και δοθήτω επί χείρα των ποιούντων τα έργα των καθεσταμένων εν τω οίκω κυρίου και έδωκεν αυτό τοις ποιούσι τα έργα εν οίκω κυρίου του κατισχύσαι το βεδέκ του οίκου |
6even to the carpenters, and builders, and masons, and also to purchase timber and hewn stones, to repair the breaches of the house. | τοις τέκτοσι και τοις οικοδόμοις και τοις τειχισταίς και του κτήσασθαι ξύλα και λίθους λατομητούς του κραταιώσαι το βεδέκ του οίκου |
7Only they did not call them to account for the money that was given to them, because they dealt faithfully. | πλην ουκ εξελογίζοντο αυτούς το αργύριον το διδόμενον αυτοίς ότι εν πίστει αυτοί ποίουσι |
8And Chelcias the high priest said to Saphan the scribe, I have found the book of the law in the house of the Lord. And Chelcias gave the book to Sapphan, and he read it. | και είπε Χελκίας ο ιερεύς ο μέγας προς Σαπφάν τον γραμματέα βιβλίον του νόμου εύρον εν οίκω κυρίου και έδωκε Χελκίας τω Σαπφάν το βιβλίον και ανέγνω αυτό |
9And he went into the house of the Lord to the king, and reported the matter to the king, and said, Thy servants have collected the money that was found in the house of the Lord, and have given it into the hand of the workmen that are appointed in the house of the Lord. | και εισήλθε Σαφάν τω βασιλεί Ιωσίας και επέστρεψε τω βασιλεί λόγον και είπεν εχώνευσαν οι δούλοί σου το αργύριον το ευρεθέν εν οίκω κυρίου και έδωκαν αυτό επί χείρα των ποιούντων τα έργα των καθεσταμένων εν οίκω κυρίου |
10And Sapphan the scribe spoke to the king, saying, Chelcias the priest has given me a book. And Sapphan read it before the king. | και απήγγειλε Σαπφάν ο γραμματεύς τω βασιλέι λέγων βιβλίον έδωκέ μοι Χελκίας ο ιερεύς και ανέγνω αυτό Σαπφάν ενώπιον του βασιλέως |
11And it came to pass, when the king heard the words of the book of the law, that he rent his garments. | και εγένετο ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους του βιβλίου του νόμου και διέρρηξε τα ιμάτια αυτού |
12And the king commanded Chelcias the priest, and Achikam the son of Sapphan, and Achobor the son of Michaias, and Sapphan the scribe, and Asaias the king's servant, saying, | και ενετείλατο ο βασιλεύς τω Χελκία τω ιερεί και τω Αχικάμ υιώ Σαπφάν και τω Αχοβώρ υιώ Μιχαίου και τω Σαπφάν τω γραμματεί και τω Ασαϊα τω δούλω του βασιλέως λέγων |
13Go, enquire of the Lord for me, and for all the people, and for all Juda, and concerning the words of this book that has been found: for the wrath of the Lord that has been kindled against us is great, because our fathers hearkened not to the words of this book, to do according to all the things written concerning us. | δεύτε εκζητήσατε τον κύριον περί εμού και περί παντός του λαού μου και περί παντός Ιούδα περι των λόγων του βιβλίου τούτου του ευρεθέντος ότι μεγάλη η οργή κυρίου η εκκεκαυμένη εν ημίν διότι ουκ ήκουσαν οι πατέρες ημών των λόγων του βιβλίου τούτου του ποιείν κατά πάντα τα γεγραμμένα καθ΄ ημών |
14So Chelcias the priest went, and Achicam, and Achobor, and Sapphan, and Asaias, to Olda the prophetess, the mother of Sellem the son of Thecuan son of Aras, keeper of the robes; and she dwelt in Jerusalem in Masena; and they spoke to her. | και επορεύθη Χελκίας ο ιερεύς και Αχικάμ και Αχοβώρ και Σαπφάν και Ασαϊας προς Ελδάν την προφήτην γυναίκα Σελλήμ υιόυ Θεκουέ υιόυ Αράς του ιματιοφύλακος και αυτή κατώκει εν Ιερουσαλήμ εν τη Μασενά και ελάλησαν προς αυτήν |
15And she said to them, Thus saith the Lord God of Israel, Say to the man that sent you to me, | και είπεν προς αυτούς τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ είπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με |
16Thus saith the Lord, Behold, I bring evil upon this place, and upon them that dwell in it, even all the words of the book which the king of Juda has read: | τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον τούτον και επί τους κατοικούντας εν αυτώ πάντας τους λόγους του βιβλίου ου ανέγνω ο βασιλεύς Ιούδα |
17because they have forsaken me, and burnt incense to other gods, that they might provoke me with the works of their hands: therefore my wrath shall burn forth against this place, and shall not be quenched. | ανθ΄ εγκατέλιπόν με και εθυμίασαν θεοίς ετέροις ίνα παροργίσωσι με εν πάσι τοις έργοις των χειρών αυτών και εκκαυθήσεται θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ουκ σβεσθήσεται |
18And to the king of Juda that sent you to enquire of the Lord, —thus shall ye say to him, Thus saith the Lord God of Israel, As for the words which thou hast heard; | προς δε τον βασιλέα Ιούδα τον αποστείλαντα υμάς του εκζητήσαι τον κύριον ούτως ερείτε προς αυτόν τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ οι λόγοι ους ήκουσας |
19because thy heart was softened, and thou was humbled before me, when thou heardest all that I spoke against this place, and against the inhabitants of it, that it should be utterly destroyed and accursed, and thou didst rend thy garments, and weep before me; I also have heard, saith the Lord. | ανθ΄ ων ηπαλύνθη η καρδία σου και ενετράπης από προσώπου μου ως ήκουσας όσα ελάλησα επί τον τόπον τούτον και επί τους ενοικούντας αυτόν του είναι εις αφανισμόν και εις κατάραν και διέρρηξας τα ιμάτιά σου και έκλαυσας ενώπιόν μου και γε εγώ ήκουσα λέγει κύριος |
20It shall not be so therefore: behold, I will add thee to thy fathers, and thou shalt be gathered to thy tomb in peace, and thine eyes shall not see any among all the evils which I bring upon this place. | ουχι ούτως ιδού εγώ προστίθημι σε προς τους πατέρας σου και συναχθήση εις τον τάφον σου εν ειρήνη και ουκ όψονται οι όφθαλμοί σου πάντα τα κακά α εγώ επάγω επί τον τόπον τούτον και επέστρεψαν τω βασιλεί το ρήμα |
Chapter 23
[edit]1So they reported the word to the king: and the king sent and gathered all the elders of Juda and Jerusalem to himself. | και απέστειλεν ο βασιλεύς και συνήγαγε προς αυτόν πάντας τους πρεσβυτέρους Ιούδα και Ιερουσαλήμ |
2And the king went up to the house of the Lord, and every man of Juda and all who dwelt in Jerusalem with him, and the priests, and the prophets, and all the people small and great; and he read in their ears all the words of the book of the covenant that was found in the house of the Lord. | και ανέβη ο βασιλεύς εις οίκον κυρίου και πας ανήρ Ιούδα και πάντες οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ μετ΄ αυτού και οι ιερείς και οι προφήται και πας ο λαός από μικρού και έως μεγάλου και ανέγνω εν τοις ωσίν αυτών πάντας τους λόγους του βιβλίου της διαθήκης του ευρεθέντος εν οίκω κυρίου |
3And the king stood by a pillar, and made a covenant before the Lord, to walk after the Lord, to keep his commandments and his testimonies and his ordinances with all the heart and with all the soul, to confirm the words of this covenant; even the things written in this book. And all the people stood to the covenant. | και έστη ο βασιλεύς επί τον στύλον και διέθετο την διαθήκην ενώπιον κυρίου του πορεύθηναι οπίσω κυρίου και του φυλάσσειν τας εντολάς αυτού και τα μαρτύρια αυτού και τα προστάγματα αυτού εν όλη καρδία και εν όλη τη ψυχή του αναστήσαι τους λόγους της διαθήκης ταύτης τους γεγραμμένους εν τω βιβλίω τούτω και έστη πας ο λαός εν τη διαθήκη |
4And the king commanded Chelcias the high priest, and the priests of the second order, and them that kept the door, to bring out of the temple of the Lord all the vessels that were made for Baal, and for the grove, and all the host of heaven, and he burned them without Jerusalem in the fields of Kedron, and took the ashes of them to Baethel. | και ενετείλατο ο βασιλεύς τω Χελκία τω ιερεί τω μεγάλω και τοις ιερεύσι τοις δευτερεύουσι και τοις φυλάσσουσι τον σταθμόν του εξαγαγείν εκ του ναού κυρίου πάντα τα σκεύη α εποίησαν τω Βάαλ και τω άλσει και πάση τη στρατιά του ουρανού και κατέκαυσεν αυτά έξω Ιερουσαλήμ εν σαδημώθ Κεδρών και έλαβε τον χουν αυτών εις Βαιθήλ |
5And he burned the idolatrous priests, whom the kings of Juda had appointed, (and they burned incense in the high places and in the cities of Juda, and the places around about Jerusalem); and them that burned incense to Baal, and to the sun, and to the moon, and to Mazuroth, and to all the host of heaven. | και κατέκαυσε τους χωμαρίμ ους κατέστησαν οι βασιλείς Ιούδα του θυμιάν εν τοις υψηλοίς και εν ταις πόλεσιν Ιούδα και τοις περικύκλω Ιεουσαλήμ και τους θυμιώντας τω Βάαλ και τω ηλίω και τη σελήνη και τοις Μαζουρώθ και πάση τη στρατιά του ουρανού |
6And he carried out the grove from the house of the Lord to the brook Kedron, and burned it at the brook Kedron, and reduced it to powder, and cast its powder on the sepulchres of the sons of the people. | και εξήνεγκε το άλσος εξ οίκου κυρίου έξωθεν Ιερουσαλήμ εις τον χειμάρρουν Κεδρών και κατέκαυσεν αυτόν εν τω χειμάρρω Κεδρών και ελέπτυνεν εις χουν και έρριψε τον χουν αυτού εις τους τάφους των υιών του λαού |
7And he pulled down the house of the sodomites that were by the house of the Lord, where the women wove tents for the grove. | και καθείλε τον οίκον των καδησίμ των εν τω οίκω κυρίου εν ω αι γυναίκες ύφαινον εκεί στολάς τω άλσει |
8And he brought up all the priest from the cities of Juda, and defiled the high places where the priests burned incense, from Gaebal even to Bersabee; and he pulled down the house of the gates that was by the door of the gate of Joshua the ruler of the city, on a man's left hand at the gate of the city. | και εξήγαγε πάντας τους ιερείς εκ πόλεων Ιούδα και εμίανε τα υψηλά ου εθυμίων εκεί οι ιερείς από Γαβαά και έως Βηρσαβεαί και καθείλε των υψηλών τον παρά τη θύρα της πύλης Ιωσηέ άρχοντος της πόλεως των εξ αριστερών ανδρός εν τη πύλη της πόλεως |
9Only the priests of the high places went not up to the altar of the Lord in Jerusalem, for they only ate leavened bread in the midst of their brethren. | πλην ουκ ανέβησαν οι ιερείς των υψηλών προς το θυσιαστήριον κυρίου εν Ιερουσαλήμ ει έφαγον άζυμα εν μέσω των αδελφών αυτών |
10And he defiled Tapheth which is in the valley of the son of Ennom, constructed for a man to cause his son or his daughter to pass through fire to Moloch. | και εμίανε Τόφεθ το εν φάραγγι υιόυ Εννόμ του μη διάγειν άνδρα τον υιόν αυτού και την θυγατέρα αυτού εν πυρί τω Μολόχ |
11And he burned the horses which the king of Juda had given to the sun in the entrance of the house of the Lord, by the treasury of Nathan the king's eunuch, in the suburbs; and he burned the chariot of the sun with fire. | και κατέκαυσε τους ίππους ους ανέθηκαν βασιλείς Ιούδα τω ηλίω εν τη εισόδω οίκου κυρίου προς το γαζοφυλάκιον Νάθαν του ευνούχου του βασιλέως του εν φαρουρείμ και το άρμα του ηλίου κατέκαυσεν εν πυρί |
12And the altars that were on the roof of the upper chamber of Achaz, which the kings of Juda had made, and the altars which Manasses had made in the two courts of the house of the Lord, did the king pull down and forcibly remove from thence, and cast their dust into the brook of Kedron. | και τα θυσιαστήρια τα επί του δώματος του υπερώου Άχαζ α εποίησαν βασιλείς Ιούδα και τα θυσιαστήρια α εποίησε Μανασσής εν ταις δύο αυλαίς οίκου κυρίου καθείλεν ο βασιλεύς και κατέσπασεν εκείθεν και έρριψε τον χουν αυτών εις τον χειμάρρουν Κεδρών |
13And the king defiled the house that was before Jerusalem, on the right hand of the mount of Mosthath, which Solomon king of Israel built to Astarte the abomination of the Sidonians, and to Chamos the abomination of Moab, and to Moloch the abomination of the children of Ammon. | και τον οίκον τον επί πρόσωπου Ιερουσαλήμ τον εκ δεξιών του όρους του Μοσοάθ ον ωκοδόμησε Σολομών βασιλεύς Ισραήλ τη Αστάρτη προσοχθίσματι Σιδωνιων και τω Χαμώς προσοχθίσματι Μωάβ και τω Μολόχ βδελύγματι υιών Αμών εμίανεν ο βασιλεύς |
14And he broke in pieces the pillars, and utterly destroyed the groves, and filled their places with the bones of men. | και συνέτριψε τας στήλας και εξέκοψε τα άλση και έπλησε τους τόπους αυτών οστέων ανθρώπων |
15Also the high altar in Baethel, which Jeroboam the son of Nabat, who made Israel to sin, had made, even that high altar he tore down, and broke in pieces the stones of it, and reduced it to powder, and burnt the grove. | και γε το θυσιαστήριον το εν Βαιθήλ το υψηλόν ο εποίησεν Ιεροβοάμ υιός Ναβάτ ος εξήμαρτε τον Ισραήλ και γε το θυσιαστήριον εκείνο το υψηλόν κατέσπασε και συνέτριψε τους λίθους αυτού και ελέπτυνεν εις χουν και κατέκαυσε το άλσος |
16And Josias turned aside, and saw the tombs that were there in the city, and sent, and took the bones out of the tombs, and burnt them on the altar, and defiled it, according to the word of the Lord which the man of God spoke, when Jeroboam stood by the altar at the feast: and he turned and raised his eyes to the tomb of the man of God that spoke these words. | και απέστρεψεν Ιωσίας και είδε τους τάφους τους όντας εκεί εν τη όρει και απέστειλε και έλαβε τα οστά εκ των τάφων και κατέκαυσεν επί το θυσιαστήριον και εμίανεν αυτό κατά το ρήμα κυρίου ο ελάλησεν ο άνθρωπος του θεού εν τω εστάναι Ιεροβοάμ επί το θυσιαστήριον εν τη εορτή και επιστρέψας ήρε τους οφθαλμούς αυτού επί τον τάφον του ανθρώπου του θεού του λαλήσαντος τους λόγους τούτους |
17And he said, What is that mound which I see? And the men of the city said to him, It is the grave of the man of God that came out of Juda, and uttered these imprecations which he imprecated upon the altar of Baethel. | και είπε τις ο σκόπελος εκείνος ον εγώ ορώ και είπον αυτώ οι άνδρες της πόλεως ο τάφος του άνθρωπου του θεού του εληλυθότος εκ του Ιούδα και επικαλεσάμενος τους λόγους τούτους ους εποίησας επί το θυσιαστήριον το εν Βαιθήλ |
18And he said, Let him alone; let no one disturb his bones. So his bones were spared, together with the bones of the prophet that came out of Samaria. | και είπεν εάσατε αυτόν μηδεις κινησάτω τα οστά αυτού και ερρύσθησαν τα οστά αυτού μετά των οστέων του προφήτου του ήκοντος εκ Σαμαρείας |
19Moreover Josias removed all the houses of the high places that were in the cities of Samaria, which the kings of Israel made to provoke the Lord, and did to them all that he did in Baethel. | και γε πάντας τους οίκους των υψηλών τους εν ταις πόλεσι Σαμαρείας ους εποίησαν βασιλείς Ισραήλ του παροργίσαι τον κύριον απέστησεν Ιωσίας και εποίησεν αυτοίς κατά πάντα τα έργα α εποίησεν εν Βαιθήλ |
20And he sacrificed all the priests of the high places that were there on the altars, and burnt the bones of men upon them, and returned to Jerusalem. | και εθυσίασε πάντας τους ιερείς των υψηλών τους όντας εκεί επί των θυσιαστηρίων και κατέκαυσε τα οστά των ανθρώπων επ΄ αυτά και απέστρεψεν εις Ιερουσαλήμ |
21And the king commanded all the people, saying, Keep the passover to the Lord your God, as it is written in the book of this covenant. | και ενετείλατο ο βασιλεύς παντί τω λαώ λέγων ποιήσατε το πάσχα τω κυρίω τω θεώ υμών καθώς γέγραπται εν τω βιβλίω της διαθήκης ταύτης |
22For a passover such as this had not been kept from the days of the judges who judged Israel, even all the days of the kings of Israel, and of the kings of Juda. | ότι ουκ εγένετο κατά το πάσχα τούτο από των ημερών των κριτών οι έκρινον τον Ισραήλ και εν πάσαις ταις ημέραις βασιλέων Ισραήλ και βασιλέων Ιούδα |
23But in the eighteenth year of king Josias, was the passover kept to the Lord in Jerusalem. | ότι αλλ΄ εν τω οκτωκαιδεκάτω έτει του βασιλέως Ιωσίου εγένετο το πάσχα τούτο τω κυρίω εν Ιερουσαλήμ |
24Moreover Josias removed the sorcerers, and the wizards, and the theraphin, and the idols, and all the abominations that had been set up in the land of Juda and in Jerusalem, that he might keep the words of the law that were written in the book, which Chelcias the priest found in the house of the Lord. | και γε τους θελητάς και τους γνώστας και τα θεραφείν και τα είδωλα και πάντα τα προσοχθίσματα τα γεγονότα εν τη γη Ιούδα και εν τη Ιερουσαλήμ εξήρεν ο βασιλεύς Ιωσίας ίνα στήση τους λόγους του νόμου τους γεγραμμένους επί του βιβλίου ους εύρε Χελκίας ο ιερεύς εν οίκω κυρίου |
25There was no king like him before him, who turned to the Lord with all his heart, and with all his soul, and with all his strength, according to all the law of Moses; and after him there rose not one like him. | όμοιος αυτώ ουκ εγένετο βασιλεύς έμπροσθεν αυτού ος επέστρεψε προς κύριον εν όλη καρδία αυτού και εν όλη ψυχή αυτού και εν όλη τη ισχύϊ αυτού κατά πάντα τον νόμον Μωυσή και μετ΄ αυτόν ουκ ανέστη όμοιος αυτού |
26Nevertheless the Lord turned not from the fierceness of his great anger, wherewith he was wroth in his anger against Juda, because of the provocations, wherewith Manasses provoked him. | πλην ουκ απεστράφη κύριος από θυμού της οργής αυτού της μεγάλης ου εθυμώθη οργή αυτού εν τω Ιούδα επί πάντας τους παροργισμούς ους παρώργισεν αυτόν Μανασσής |
27And the Lord said, I will also remove Juda from my presence, as I removed Israel, and will reject this city which I have chosen even Jerusalem, and the house of which I said, My name shall be there. | και είπε κύριος και γε τον Ιούδαν αποστήσω από προσώπου μου καθώς απέστησα τον Ισραήλ και απώσομαι την πόλιν ταύτην ην εξελεξάμην την Ιερουσαλήμ και τον οίκον ου είπον έσται το όνομά μου εκεί |
28And the rest of the acts of Josias, and all that he did, are not these things written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Ιωσίου και πάντα όσα εποίησεν ουχί ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ιούδα |
29And in his days went up Pharao Nechao king of Egypt against the king of the Assyrians to the river Euphrates: and Josias went out to meet him: and Nechao slew him in Mageddo when he saw him. | εν ταις ημέραις αυτού ανέβη Φαραώ Νεχαώ βασιλεύς Αιγύπτου επί βασιλέα των Ασσυρίων επί τον ποταμόν Ευφράτην και επορεύθη Ιωσίας ο βασιλεύς εις απάντησιν αυτώ και εθανάτωσεν αυτόν Νεχαώ εν Μαγεδδώ εν τω ιδείν αυτόν αυτόν |
30And his servants carried him dead from Mageddo, and brought him to Jerusalem, and buried him in his sepulchre: and the people of the land took Joachaz the son of Josias, and anointed him, and made him king in the room of his father. | και επεβίβασαν αυτόν οι παίδες αυτού νεκρόν εν Μαγεδδώ και ήγαγον αυτόν εις Ιερουσαλήμ και έθαψαν αυτόν εν τω τάφω αυτού εν πόλει Δαυίδ και έλαβεν ο λαός της γης τον Ιωάχαζ υιόν Ιωσίου και έχρισαν αυτόν και εβασίλευσαν αυτόν αντί του πατρός αυτού |
31 Twenty and three years old was Joachaz when he began to reign, and he reigned three months in Jerusalem: and his mother's name was Amital, daughter of Jeremias of Lobna. | υιός είκοσι και τριών ετών ην Ιωάχαζ εν τω βασιλεύειν αυτόν και τρεις μήνας εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Αμιτάλ θυγάτηρ Ιερεμίου εκ Λοβεννά |
32And he did that which was evil in the sight of the Lord, according to all that his fathers did. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου κατά πάντα όσα εποίησαν οι πατέρες αυτού |
33And Pharao Nechao removed him to Rablaam in the land of Emath, so that he should not reign in Jerusalem; and imposed a tribute on the land, a hundred talents of silver, and a hundred talents of gold. | και μετέστησεν αυτόν Φαραώ Νεχαώ εν Ρεβλαά εν γη Αιμάθ του μη βασιλεύειν εν Ιερουσαλήμ και έδωκε ζημίαν επί την γην εκατόν τάλαντα αργυρίου και δέκα τάλαντα χρυσίου |
34And Pharao Nechao made Eliakim son of Josias king of Juda king over them in the place of his father Josias, and he changed his name to Joakim, and he took Joachaz and brought him to Egypt, and he died there. | και εβασίλευσε Φαραώ Νεχαώ επ΄ αυτούς τον Ελιακίμ υιόν Ιωσίου αντί Ιωσίου του πατρός αυτού και επέστρεψε το όνομα αυτού Ιωακίμ και τον Ιωάχαζ έλαβε και απήγαγεν αυτόν εις Αίγυπτον και απέθανεν εκεί |
35And Joakim gave the silver and the gold to Pharao; but he assessed the land to give the money at the command of Pharao: they gave the silver and the gold each man according to his assessment together with the people of the land to give to Pharao Nechao. | και το αργύριον και το χρυσίον έδωκεν Ιωακίμ τω Φαραώ πλην ετιμογράφησε την γην του δούναι το αργύριον επί στόματος Φαραώ ανήρ κατά την συντίμησιν αυτού έδωκαν το αργύριον και το χρυσίον μετά του λαού της γης του δούναι τω Φαραώ Νεχαώ |
36 Twenty-five years old was Joakim when he began to reign, and he reigned eleven years in Jerusalem: and his mother's name was Jeldaph, daughter of Phadail of Ruma. | υιός είκοσι και πέντε ετών Ιωακίμ εν τω βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα της μητρός αυτού Ζαβουδά θυγάτηρ Φαδαϊα εκ Ρουμά |
37And he did that which was evil in the eyes of the lord, according to all that his fathers had done. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου κατά πάντα όσα εποίησαν οι πατέρες αυτού |
Chapter 24
[edit]1In his days went up Nabuchodonosor king of Babylon, and Joakim became his servant three years; and then he turned and revolted from him. | εν ταις ημέραις αυτού ανέβη Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς Βαβυλώνος και εγένετο αυτώ Ιωακίμ δούλος τρία έτη και επέστρεψε και ηθέτησεν εν αυτώ |
2And the lord sent against him the bands of the Chaldeans, and the bands of Syria, and the bans of Moab, and the bands of the children of Ammon, and sent them into the land of Juda to prevail against it, according to the word of the Lord, which he spoke by his servants the prophets. | και απέστειλε κύριος αυτώ τους μονοζώνους των Χαλδαίων και τους μονοζώνους Συρίας και τους μονοζώνους Μωάβ και τους μονοζώνους υιών Αμών και εξαπέστειλεν αυτούς επί τον Ιούδαν του κατισχύσαι αυτόν κατά τον ρήμα κυρίου ο ελάλησεν εν χειρί δούλων αυτού των προφητών |
3Moreover it was the purpose of the Lord concerning Juda, to remove them from his presence, because of the sins of Manasses, according to all that he did. | πλην θυμός κυρίου ην επι τον Ιούδαν του αποστήναι αυτόν από προσώπου αυτού διά τας αμαρτίας Μανασσή κατά πάντα όσα εποίησε |
4Moreover he shed innocent blood, and filled Jerusalem with innocent blood, and the Lord would not pardon it. | και γε το αίμα αθώον ω εξέχεε και έπλησε την Ιερουσαλήμ αίματος αθώου και ουκ ήθελησε κύριος του ιλασθήναι |
5And the rest of the acts of Joakim, and all that he did, behold, are not these written in the book of the chronicles of the kings of Juda? | και τα λοιπά των λόγων Ιωακίμ και πάντα όσα εποίησεν ουκ ιδού ταύτα γέγραπται επί βιβλίου λόγων ημερών των βασιλέων Ιούδα |
6And Joakim slept with his fathers: and Joachim his son reigned in his stead. | και εκοιμήθη Ιωακίμ μετά των πατέρων αυτού και εβασίλευσεν Ιωαχίν υιός αυτού αντ΄ αυτού |
7And the king of Egypt came no more out of his land: for the king of Babylon took away all that belonged to the king of Egypt from the river of Egypt as far as the river Euphrates. | και ου προσέθετο έτι βασιλεύς Αιγύπτου του εξελθείν εκ της γης αυτού ότι έλαβε βασιλεύς Βαβυλώνος από του χειμάρρου Αιγύπτου έως του ποταμού Ευφράτου πάντα όσα ην του βασιλέως Αιγύπτου |
8 Eighteen years old was Joachim when he began to reign, an he reigned three months in Jerusalem: and his mother's name was Nestha, daughter of Ellanastham, of Jerusalem. | υιός οκτωκαίδεκα ετών Ιωαχίν εν τω βασιλεύειν αυτόν και τρίμηνον εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Νεεσθάν θυγάτηρ Ελναθάν εξ Ιερουσαλήμ |
9And he did that which was evil in the sight of the Lord, according to all that his father did. | και εποίησε το πονηρόν εν οφθαλμοίς κυρίου κατά πάντα όσα εποίησεν ο πατήρ αυτού |
10At that time went up Nabuchodonosor king of Babylon to Jerusalem, and the city was besieged. | εν τω καιρώ εκείνω ανέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ και ήλθεν η πόλις εν περιοχή |
11And Nabuchodonosor king of Babylon came against the city, and his servants besieged it. | και εισήλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος εις την πόλιν και οι παίδες αυτού επολιόρκουν αυτήν |
12And Joachim king of Juda came forth to the king of Babylon, he and his servants, and his mother, and his princes, and his eunuchs; and the king of Babylon took him in the eighth year of his reign. | και εξήλθεν Ιωαχίν βασιλεύς Ιούδα προς τον βασιλέα Βαβυλώνος αυτός και η μήτηρ αυτού και οι παίδες αυτού και οι άρχοντες αυτού και οι ευνούχοι αυτού και έλαβεν αυτούς βασιλεύς Βαβυλώνος εν τω ογδόω έτει της βασιλείας αυτού |
13And he brought forth thence all the treasures of the house of the Lord, and the treasures of the king's house, and he cut up all the golden vessels which Solomon the king of Israel had made in the temple of the Lord, according to the word of the Lord. | και εξήνεγκεν εκείθεν πάντας τους θησαυρούς τους εν τω οίκω κυρίου και τους θησαυρούς οίκου του βασιλέως και συνέκοψε πάντα τα σκεύη τα χρυσά α εποίησε Σολομών ο βασιλεύς Ισραήλ εν τω ναώ κυρίου κατά το ρήμα κυρίου |
14And he carried away the inhabitants of Jerusalem, and all the captains, and the mighty men, taking captive ten thousand prisoners, and every artificer and smith: and only the poor of the land were left. | και απώκισε την Ιερουσαλήμ και πάντας τους άρχοντας και πάντας τους δυνατούς ισχύϊ αιχμαλωσίας δέκα χιλιάδας και πάντα τέκτονα και τον συγκλείοντα ουχ υπελείφθησαν πλην των πενομένων του λαού της γης |
15And he carried Joachim away to Babylon, and the king's mother, and the king's wives, and his eunuchs: and he carried away the mighty men of the land into captivity from Jerusalem to Babylon. | και απώκισε τον Ιωαχίν εις Βαβυλώνα και την μητέρα του βασιλέως και τας γυναίκας του βασιλέως και τους ευνούχους αυτού και τους ισχυρούς της γης απήγαγεν εις αποικεσίαν εξ Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα |
16And all the men of might, even seven thousand, and one thousand artificers and smiths: all were mighty men fit for war; and the king of Babylon carried them captive to Babylon. | και πάντας τους άνδρας δυνατούς επτά χιλιάδας και τον τέκτονα και τον συγκλείοντα χιλίους τους πάντες δυνατούς άνδρας ισχύϊ ποιούντες πόλεμον και ήγαγεν αυτούς βασιλεύς Βαβυλώνος μετοικεσίαν εις Βαβυλώνα |
17And the king of Babylon made Batthanias his son king in his stead, and called his name Sedekias. | και εβασίλευσε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Ματθανίαν αδελφόν του πατρός αυτού αντ΄ αυτού και επέθηκε αυτώ όνομα Σεδεκίαν |
18 Twenty and one years old was Sedekias when he began to reign, and he reigned eleven years in Jerusalem: and his mother's name was Amital daughter of Jeremias. | υιός είκοσι και ενός ετών Σεδεκίας εν τω βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Αμιτάλ θυγάτηρ Ιερεμίου εκ Λοβεννά |
19And he did that which was evil in the sight of the Lord, according to all that Joachim did. | και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου κατά πάντα όσα εποίησεν Ιωακίμ |
20For it was according to the Lord's anger against Jerusalem and on Juda, until he cast them out of his presence, that Sedekias revolted against the king of Babylon. | ότι επί τον θυμόν κυρίου ην εν Ιερουσαλήμ και εν τω Ιούδα έως απέρριψεν αυτούς από προσώπου αυτού και ηθέτησε Σεδεκίας εν τω βασιλεί Βαβυλώνος |
Chapter 25
[edit]1And it came to pass in the ninth year of his reign, in the tenth month, that Nabuchodonosor king of Babylon came, and all his host, against Jerusalem; and he encamped against it, and built a mound against it. | και εγένετο εν τω εννάτω έτει της βασιλείας αυτού εν τω μηνί τω δεκάτω εν δεκάτη του μηνός ήλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και πάσα η δύναμις αυτού επί Ιερουσαλήμ και παρενέβαλεν επ΄ αυτή και ωκοδόμησεν επ΄ αυτήν περίτειχος κύκλω |
2And the city was besieged until the eleventh year of king Sedekias on the ninth day of the month. | και ήλθεν η πόλις εις περιοχην έως του ενδεκάτου έτους Σεδεκίου του βασιλέως εννάτη του μηνός |
3And the famine prevailed in the city, and there was no bread for the people of the land. | και ενίσχυσεν ο λιμός εν τη πόλει και ουκ ην άρτος τω λαώ της γης |
4And the city was broken up, and all the men of war went forth by night, by the way of the gate between the walls, this is the gate of the king's garden: and the Chaldeans were set against the city round about: and the king went by the way of the plain. | και ερράγη η πόλις και πάντες οι άνδρες του πολέμου εξήλθον νυκτός οδόν πύλης της αναμέσον των τειχών η έστι του κήπου του βασιλέως και οι Χαλδαίοι επί την πόλιν κύκλω και επορεύθησαν οδόν την επί δυσμάς |
5And the force of the Chaldeans pursued the king, and overtook him in the plains of Jericho: and all his army was dispersed from about him. | και εδίωξεν η δύναμις των Χαλδαίων οπίσω του βασιλέως και κατέλαβον αυτόν κατά δυσμάς Ιεριχώ και πάσα η δύναμις αυτού διεσπάρησαν απο επάνωθεν αυτού |
6And they took the king, and brought him to the king of Babylon to Reblatha; and he gave judgment upon him. | και συνέλαβον τον βασιλέα και ήγαγον αυτόν προς τον βασιλέα Βαβυλώνος εις Ρεβλαθά και ελάλησε μετ΄ αυτού κρίσιν |
7And he slew the sons of Sedekias before his eyes, and put out the eyes of Sedekias, and bound him in fetters, and brought him to Babylon. | και έσφαξε τους υιούς Σεδεκίου κατ΄ οφθαλμους αυτού και τους οφθαλμούς Σεδεκίου εξετύφλωσε και έδησεν αυτόν εν πέδαις και ήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα |
8And in the fifth month, on the seventh day of the month (this is the nineteenth year of Nabuchodonosor king of Babylon), came Nabuzardan, captain of the guard, who stood before the king of Babylon, to Jerusalem. | και εν τω μηνί τω πέμπτω εβδόμη του μηνός αυτός ενιαυτός εννεακαιδέκατος της βασιλείας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος ήλθε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος ο εστηκώς ενώπιον βασιλέως Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ |
9And he burnt the house of the Lord, and the king's house, and all the houses of Jerusalem, even every house did the captain of the guard burn. | και ενέπρησε τον οίκον κυρίου και τον οίκον του βασιλέως και πάντας τους οίκους Ιερουσαλήμ και πάντα οίκον μέγαν ενέπρησεν εν πυρί |
10And the force of the Chaldeans pulled down the wall of Jerusalem round about. | και το τείχος Ιερουσαλήμ κυκλόθεν κατέσπασεν η δύναμις των Χαλδαίων |
11And Nabuzardan the captain of the guard removed the rest of the people that were left in the city, and the men who had deserted to the king of Babylon, and the rest of the multitude. | και το περισσόν του λαού το καταλειφθέν εν τη πόλει και τους εμπεπτωκότας οι ενέπεσον προς τον βασιλέα Βαβυλώνος και το λοιπόν του στηρίγματος μετήρε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος |
12But the captain of the guard left of the poor of the land to be vine-dressers and husbandmen. | και από των πτωχών της γης υπέλιπεν ο αρχιμάγειρος εις αμπελουργούς και γεωργούς |
13And the Chaldeans broke to pieces the brazen pillars that were in the house of the Lord, and the bases, and the brazen sea that was in the house of the Lord, and carried their brass to Babylon. | και τους στύλους τους χαλκούς τους εν οίκω κυρίου και τας βάσεις και την θάλασσαν την χαλκήν την εν οίκω κυρίου συνέκοψαν οι Χαλδαίοι και ήραν τον χαλκόν αυτών εις Βαβυλώνα |
14And the caldrons, and the shovels, and the bowls, and the censers, and all the brazen vessels with which they minister, he took. | και τους λέβητας και τα ιαμίν και τας φιάλας και τας θυϊσκας και πάντα τα σκεύη τα χαλκά εν οις ελειτούργουν εν αυτοίς έλαβε |
15And the captain of the guard took the fire-pans, and the gold and silver bowls. | και τα πυρεία και τας φιάλας τας χρυσάς και τας αργυράς έλαβεν ο αρχιμάγειρος |
16Two pillars, and one sea, and the bases which Solomon made for the house of the Lord: there was no weight of the brass of all the vessels. | στύλους δύο και την θάλασσαν μίαν και τας βάσεις ας εποίησε Σολομών τω οίκω κυρίου ουκ ην σταθμός του χαλκού πάντων των σκευών |
17The height of one pillar was eighteen cubits, and the chapiter upon it was of brass: and the height of the chapiter was three cubits: the border, and the pomegranates on the chapiter round about were all of brass: and so it was with the second pillar with its border. | οκτωκαίδεκα πήχεων το ύψος του στύλου του ενός και το επιθέματα επ΄ αυτού το χαλκούν τριών πήχεων το ύψος του επιθέματος και δίκτυον και ροαί επί τω επιθέματα κύκλω πάντα χαλκά και κατά ταύτα τω στύλω τω δευτέρω επί του δικτύου |
18And the captain of the guard took Saraias the high-priest, and Sophonias the second in order, and the three doorkeepers. | και έλαβεν ο αρχιμάγειρος τον Σαρέα τον ιερέα τον πρώτον και τον Σαφανίαν τον ιερέα τον δευτερώσεως και τους τρεις τους φυλάσσοντας τον σταθμόν |
19And they took out of the city one eunuch who was commander of the men of war, and five men that saw the face of the king, that were found in the city, and the secretary of the commander-in-chief, who took account of the people of the land, and sixty men of the people of the land that were found in the city. | και εκ της πόλεως έλαβεν ευνούχον ένα ος ην επιστάτης των ανδρών των πολεμιστών και πέντε άνδρας των ορώντων το πρόσωπον του βασιλέως τους ευρεθέντας εν τη πόλει και τον γραμματέα του άρχοντος της δυνάμεως τον εκτάσσοντα τον λαόν της γης και εξήκοντα άνδρας του λαού της γης τους ευρεθέντας εν τη πόλει |
20And Nabuzardan the captain of the guard took them, and brought them to the king of Babylon to Reblatha. | και έλαβεν αυτούς Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος και απήγαγεν αυτούς προς τον βασιλέα Βαβυλώνος εις Ρεβλαθά |
21And the king of Babylon smote them and slew them at Reblatha in the land of Aemath. So Juda was carried away from his land. | και έπαισεν αυτούς ο βασιλεύς Βαβυλώνος και εθανάτωσεν αυτούς εις Ρεβλαθά εν γη Αιμάθ και απωκίσθη Ιούδας από της γης αυτού |
22And as for the people that were left in the land of Juda, whom Nabuchodonosor king of Babylon left, even over them he set Godolias son of Achicam son of Saphan. | και επί ο λαός τον καταλειφθέντα εν τη γη Ιούδα ον κατέλιπε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος κατέστησεν επ΄ αυτόν τον Γοδολίαν υιόν Αχικάμ υιόυ Σαφάν |
23And all the captains of the host, they and their men, heard that the king of Babylon had thus appointed Godolias, and they came to Godolias to Massephath, both Ismael the son of Nathanias, and Jona son of Careth, and Saraias, son of Thanamath the Netophathite, and Jezonias son of a Machathite, they and their men. | και ήκουσαν πάντες οι άρχοντες της δυνάμεως αυτοί και οι άνδρες αυτών ότι κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Γοδολίαν και ήλθον προς Γοδολίαν εις Μασσηφά και Ισμαήλ υιός Ναθανίου και Ιωανάν υιός Καριέ και Σαρέας υιός Θανεμμάθ ο Νετοφατίτης και Ιεζονίας υιός του Μαχαθίτου αυτοί και οι άνδρες αυτών |
24And Godolias swore to them and their men, and said to them, Fear not the incursion of the Chaldeans; dwell in the land, and serve the king of Babylon, and it shall be well with you. | και ώμοσε Γοδολίας αυτοίς και τοις ανδράσιν αυτών και είπεν αυτοίς μη φοβείσθε πάροδον των Χαλδαίων καθίσατε εν τη γη και δουλεύσατε τω βασιλεί Βαβυλώνος και καλώς έσται υμίν |
25And it came to pass in the seventh month that Ismael son of Nathanias son of Helisama, of the seed royal, came, and ten men with him, and he smote Godolias, that he died, him and the Jews and the Chaldeans that were with him in Massepha. | και εγένετο εν τω μηνί τω εβδόμω ήλθεν Ισμαήλ υιός Ναθανίου υιόυ Ελισαμάν εκ του σπέρματος των βασιλείας και δέκα άνδρες μετ΄ αυτού και επάταξε τον Γοδολίαν και απέθανε και τους Ιουδαίους και τους Χαλδαίους οι ήσαν μετ΄ αυτού εν Μασσηφά |
26And all the people, great and small rose up, they and the captains of the forces, and went into Egypt; because they were afraid of the Chaldeans. | και ανέστη πας ο λαός από μικρού έως μεγάλου και οι άρχοντες της δυνάμεως και εισήλθον εις Αίγυπτον ότι εφοβήθησαν από προσώπου των Χαλδαίων |
27And it came to pass in the thirty-seventh year of the carrying away of Joachim king of Juda, in the twelfth month, on the twenty-seventh day of the month, that Evialmarodec king of Babylon in the first year of his reign lifted up the head of Joachim king of Juda, and brought him out of his prison-house. | και εγένετο εν τω τριακοστώ και εβδόμω έτει της αποικεσίας Ιωαχίν βασιλέως Ιούδα εν τω δωδεκάτω μηνί εβδόμη και εικάδι του μηνός ύψωσεν Εβίλ βασιλεύς Βαβυλώνος εν τω ενιαυτώ της βασιλείας αυτού την κεφαλήν Ιωαχίν του βασιλέως Ιούδα και εξήγαγεν αυτόν εξ οίκου φυλακής |
28And he spoke kindly to him, and set his throne above the thrones of the kings that were with him in Babylon; | και ελάλησε μετ΄ αυτού αγαθά και έδωκε τον θρόνον αυτού επάνω των θρόνων των βασιλέων των μετ΄ αυτού εν Βαβυλώνι |
29And changed his prison garments: and he ate bread continually before him all the days of his life. | και ηλλοίωσε τα ιμάτια της φυλακής αυτού και ήσθιεν άρτον διαπαντός ενώπιον αυτού πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού |
30And his portion, a continual portion, was given him out of the house of the king, a daily rate for every day all the days of his life. | και η εστιατορία αυτού εστιατορία διαπαντός εδόθη αυτώ εξ οίκου του βασιλέως λόγον ημέρας εν τη ημέρα αυτού πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού |