Septuagint (Brenton 1879)/Numbers
Appearance
For other versions of this work, see Genesis (Bible).
Chapter 1
[edit]1And the Lord spoke to Moses in the wilderness of Sina, in the tabernacle of witness, on the first day of the second month, in the second year of their departure from the land of Egypt, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν εν τη ερήμω τη Σινά εν τη σκηνή του μαρτυρίου εν μία του μηνός του δευτέρου έτους δευτέρου εξελθόντων αυτών εκ γης Αιγύπτου λέγων |
2Take the sum of all the congregation of Israel according to their kindreds, according to the houses of their fathers' families, according to their number by their names, according to their heads: every male | λάβετε αρχήν πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ κατά τας συγγενείας αυτών και οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών παν άρσεν κατά κεφαλήν αυτών |
3from twenty years old and upwards, every one that goes forth in the forces of Israel, take account of them with their strength; thou and Aaron take account of them. | από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει Ισραήλ επισκέψασθε αυτούς συν τη δυνάμει αυτών συ και Ααρών |
4And with you there shall be each one of the rulers according to the tribe of each: they shall be according to the houses of their families. | και μεθ΄ υμών έσονται έκαστος κατά φυλήν εκάστου αρχόντων κατ΄ οίκους πατριών έσονται |
5And these are the names of the men who shall be present with you; of the tribe of Ruben, Elisur the son of Sediur. | και ταύτα τα ονόματα των ανδρών οίτινες παραστήσονται μεθ΄ υμών των Ρουβήν Ελισούρ υιός Σεδειούρ |
6Of Symeon, Salamiel the son of Surisadai. | των Συμεών Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαϊ |
7Of Juda, Naasson the son of Aminadab. | των Ιούδα Ναασών υιός Αμιναδάβ |
8Of Issachar, Nathanael the son of Sogar. | των Ισαχαρ Ναθαναήλ υιός Σωγάρ |
9Of Zabulon, Eliab the son of Chaelon. | των Ζαβουλών Ελιάβ υιός Χελών |
10Of the sons of Joseph, of Ephraim, Elisama the son of Emiud: of Manasses, Gamaliel the son of Phadasur. | των υιών Ιωσήφ των Εφραίμ Ελισαμά υιός Σεμιούδ των Μανασσή Γαμαλιήλ υιός Φαδασούρ |
11Of Benjamin, Abidan the son of Gadeoni. | των Βενιαμίν Αβιδάν υιός Γαδεωνί |
12Of Dan, Achiezer the son of Amisadai. | των Δαν Αχιεζέρ υιός Αμισαδάϊ |
13Of Aser, Phagaiel the son of Echran. | των Ασήρ Φαγεήλ υιός Εχράν |
14Of Gad, Elisaph the son of Raguel. | των Γαδ Ελισάφ υιός Ραγουήλ |
15Of Nephthali, Achire the son of Aenan. | των Νεφθαλίμ Αχειραϊ υιός Ενάν |
16These were famous men of the congregation, heads of the tribes according to their families: these are heads of thousands in Israel. | ούτοι οι επίκλητοι της συναγωγής άρχοντες των φυλών κατά πατριάς αυτών χιλίαρχοι Ισραήλ εισι |
17And Moses and Aaron took these men who were called by name. | και έλαβε Μωυσής και Ααρών τους άνδρας τούτους τους ανακληθέντας εξ ονόματος |
18And they assembled all the congregation on the first day of the month in the second year; and they registered them after their lineage, after their families, after the number of their names, from twenty years old and upwards, every male according to their number: | και πάσαν την συναγωγήν συνήγαγον εν μία του μηνός του δευτέρου έτους και επεσκέψαντο κατά γενέσεις αυτών κατά τας πατριάς αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών από εικοσαέτους και επάνω παν αρσενικόν κατά κεφαλήν αυτών |
19as the Lord commanded Moses, so they were numbered in the wilderness of Sina. | ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή και επεσκέπησαν εν τη ερήμω του Σινά |
20And the sons of Ruben the first-born of Israel according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their heads, were—all males from twenty years old and upward, every one that went out with the host— | και εγένοντο οι υιοί Ρουβήν πρωτοτόκου Ισραήλ κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών κατά κεφαλήν αυτών παν αρσενικόν από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
21the numbering of them of the tribe of Ruben, was forty-six thousand and four hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ρουβήν εξ και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
22For the children of Symeon according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes out with the host, | τοις υιοίς Συμεών κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατ΄ αριθμόν ονομάτων αυτών κατά κεφαλήν αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
23the numbering of them of the tribe of Symeon, was fifty-nine thousand and three hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Συμεών εννέα και πεντήκοντα χιλιάδες και τριακόσιοι |
24For the sons of Juda according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes forth with the host, | τοις υιοίς Γαδ κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
25the numbering of them of the tribe of Juda, was seventy-four thousand and six hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Γαδ πέντε και τεσσαράκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι και πεντήκοντα |
26For the sons of Issachar according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes forth with the host, | τοις υιοίς Ιούδα κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
27the numbering of them of the tribe of Issachar, was fifty-four thousand and four hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ιούδα τέσσαρες και εβδομήκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι |
28For the sons of Zabulon according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes out with the host, | τοις υιοίς Ισάχαρ κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
29the numbering of them of the tribe of Zabulon, was fifty-seven thousand and four hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ισσάχαρ τέσσαρες και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
30For the sons of Joseph, the sons of Ephraim, according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes out with the host, | τοις υιοίς Ζαβουλών κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατα αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
31the numbering of them of the tribe of Ephraim, was forty thousand and five hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ζαβουλών επτά και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
32For the sons of Manasse according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes out with the host, | τοις υιοίς Ιωσήφ υιοίς Εφραϊμ κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
33the numbering of them of the tribe of Manasse, was thirty-two thousand and two hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Εφραϊμ τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
34For the sons of Benjamin according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, every male from twenty years old and upward, every one that goes forth with the host, | τοις υιοίς Μανασσή κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
35the numbering of them of the tribe of Benjamin, was thirty-five thousand and four hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Μανασσή δύο και τριάκοντα χιλιάδες και διακόσιοι |
36For the sons of Gad according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes forth with the host, | τοις υιοίς Βενιαμίν κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
37the numbering of them of the tribe of Gad, was forty and five thousand and six hundred and fifty. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Βενιαμίν πέντε και τριάκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
38For the sons of Dan according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, all males from twenty years old and upward, every one that goes forth with the host, | τοις υιοίς Δαν κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
39the numbering of them of the tribe of Dan, was sixty and two thousand and seven hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Δαν δύο και εξήκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι |
40For the sons of Aser according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, every male from twenty years old and upward, every one that goes forth with the host, | τοις υιοίς Ασήρ κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
41the numbering of them of the tribe of Aser, was forty and one thousand and five hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Ασήρ μία και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
42For the sons of Nephthali according to their kindreds, according to their divisions, according to the houses of their families, according to the number of their names, according to their polls, every male from twenty years old and upward, every one who goes forth with the host, | τοις υιοίς Νεφθαλίμ κατά συγγενείας αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά αριθμόν ονομάτων αυτών πάντα αρσενικά από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος εν τη δυνάμει |
43the numbering of them of the tribe of Nephthali, was fifty-three thousand and four hundred. | η επίσκεψις αυτών εκ της φυλής Νεφθαλίμ τρεις και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
44This is the numbering which Moses and Aaron and the rulers of Israel, being twelve men, conducted: there was a man for each tribe, they were according to the tribe of the houses of their family. | αύτη η επίσκεψις ην επεσκέψαντο Μωυσής και Ααρών και οι άρχοντες Ισραήλ δώδεκα άνδρες ανήρ εις κατά φυλήν μίαν κατά φυλήν οίκων πατριάς αυτών ήσαν |
45And the whole numbering of the children of Israel with their host from twenty years old and upward, every one that goes out to set himself in battle array in Israel, came to | και εγένετο πάσα η επίσκεψις των υιών Ισραήλ συν τη δυνάμει αυτών από εικοσαέτους και επάνω πας ο εκπορευόμενος παρατάξασθαι εν Ισραήλ |
46six hundred thousand and three thousand and five hundred and fifty. | εξακόσιαι χιλιάδες και τρισχίλιοι και πεντακόσιοι και πεντήκοντα |
47But the Levites of the tribe of their family were not counted among the children of Israel. | οι δε Λευίται εκ της φυλής πατριάς αυτών ου συνεπεσκέπησαν εν τοις υιοίς Ισραήλ |
48And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
49See, thou shalt not muster the tribe of Levi, and thou shalt not take their numbers, in the midst of the children of Israel. | όρα την φυλήν του Λευί ου συνεπισκέψη και τον αριθμόν αυτών ου λήψη εν μέσω υιών Ισραήλ |
50And do thou set the Levites over the tabernacle of witness, and over all its furniture, and over all things that are in it; and they shall do service in it, and they shall encamp round about the tabernacle. | και συ επίστησον τους Λευίτας επί την σκηνήν του μαρτυρίου και επί πάντα τα σκεύη αυτής και επί πάντα όσα εν αυτή αυτοί αρούσι την σκηνήν και πάντα τα σκεύη αυτής και αυτοί λειτουργήσουσιν εν αυτή και κύκλω της σκηνή παρεμβαλούσι |
51And in removing the tabernacle, the Levites shall take it down, and in pitching the tabernacle they shall set it up: and let the stranger that advances to touch it die. | και εν τω εξαίρειν την σκηνήν καθελούσιν αυτήν οι Λευίται και εν τω παρεμβάλλειν την σκηνήν αναστήσουσι αυτήν και ο αλλογενής ο προσπορευόμενος αποθανέτω |
52And the children of Israel shall encamp, every man in his own order, and every man according to his company, with their host. | και παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ ανήρ εν τη εαυτού τάξει και ανήρ κατά την εαυτού ηγεμονίαν συν δυνάμει αυτών |
53But let the Levites encamp round about the tabernacle of witness fronting it, and so there shall be no sin among the children of Israel; and the Levites themselves shall keep the guard of the tabernacle of witness. | οι δε Λευίται παρεμβαλλέτωσαν εναντίοι κύκλω της σκηνής του μαρτυρίου και ουκ έσται αμάρτημα εν τοις υιοίς Ισραήλ και φυλάξουσιν οι Λευίται αυτοί την φυλακήν της σκηνής του μαρτυρίου |
54And the children of Israel did according to all that the Lord commanded Moses and Aaron, so did they. | και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ κατά πάντα όσα ενετείλατο κύριος τω Μωυσή και Ααρών ούτως εποίησαν |
Chapter 2
[edit]1And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων |
2Let the children of Israel encamp fronting each other, every man keeping his own rank, according to their standards, according to the houses of their families; the children of Israel shall encamp round about the tabernacle of witness. | άνθρωπος εχόμενος κατά τάγμα αυτού κατά τας σημασίας κατ΄ οίκους πατριών αυτών παρεμβαλλέτωσαν οι υιοί Ισραήλ εναντίον κύκλω της σκηνής του μαρτυρίου παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ |
3And they that encamp first toward the east shall be the order of the camp of Juda with their host, and the prince of the sons of Juda, Naasson the son of Aminadab. | και οι παρεμβάλλοντες πρώτοι κατά ανατολάς τάγμα παρεμβολής Ιούδα συν δυνάμει αυτών και ο άρχων των υιών Ιούδα Ναασσών υιός Αμιναδάβ |
4His forces that were numbered, were seventy-four thousand and six hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι τέσσαρες και εβδομήκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι |
5And they that encamp next shall be of the tribe of Issachar, and the prince of the sons of Issachar shall be Nathanael the son of Sogar. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι φυλής Ισσάχαρ και ο άρχων των υιών Ισσάχαρ Ναθαναήλ υιός Σωγάρ |
6His forces that were numbered, were fifty-four thousand and four hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι τέσσαρες και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
7And they that encamp next shall be of the tribe of Zabulon, and the prince of the sons of Zabulon shall be Eliab the son of Chaelon. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλής Ζαβουλών και ο άρχων των υιών Ζαβουλών Ελιάβ υιός Χελών |
8His forces that were numbered, were fifty-seven thousand and four hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι επτά και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
9All that were numbered of the camp of Juda were a hundred and eighty thousand and six thousand and four hundred: they shall move first with their forces. | πάντες οι επεσκεμμένοι εκ της παρεμβολής Ιούδα εκατόν ογδοήκοντα χιλιάδες και εξακισχίλιοι και τετρακόσιοι συν δυνάμει αυτών πρώτοι εξαρούσι |
10This is the order of the camp of Ruben; their forces shall be toward the south, and the prince of the children of Ruben shall be Elisur the son of Sediur. | τάγμα παρεμβολής Ρουβήν προς λίβα συν δύναμεις αυτών και ο άρχων των υιών Ρουβήν Ελισούρ υιός Σιδηούρ |
11His forces that were numbered, were forty-six thousand and five hundred. | δύναμεις αυτού οι επεσκεμμένοι εξ και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
12And they that encamp next to him shall be of the tribe of Symeon, and the prince of the sons of Symeon shall be Salamiel the son of Surisadai. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλής Συμεών και ο άρχων των υιών Συμεών Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαϊ |
13His forces that were numbered, were fifty-nine thousand and three hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι εννέα και πεντήκοντα χιλιάδες και τριακόσιοι |
14And they that encamp next to them shall be the tribe of Gad; and the prince of the sons of Gad, Elisaph the son of Raguel. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλή Γαδ και ο άρχων των υιών Γαδ Ελιασάφ υιός Ραγουήλ |
15His forces that were numbered, were forty-five thousand and six hundred and fifty. | και δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι πέντε και τεσσαράκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι και πεντήκοντα |
16All who were numbered of the camp of Ruben, were a hundred and fifty-one thousand and four hundred and fifty: they with their forces shall proceed in the second place. | πάντες οι επεσκεμμένοι της παρεμβολής Ρουβήν εκατόν και πεντήκοντα και μία χιλιάδες και τετρακόσιοι και πεντήκοντα συν δυνάμει αυτών και δεύτεροι εξαρούσι |
17And then the tabernacle of witness shall be set forward, and the camp of the Levites shall be between the camps; as they shall encamp, so also shall they commence their march, each one next in order to his fellow according to their companies. | και αρθήσεται η σκηνή του μαρτυρίου και η παρεμβολή των Λευιτών μέσον των παρεμβολών ως παρεμβαλούσιν ούτως και εξαρούσιν έκαστος εχόμενος καθ΄ ηγεμονίαν αυτών |
18The station of the camp of Ephraim shall be westward with their forces, and the head of the children of Ephraim shall be Elisama the son of Emiud. | τάγμα παρεμβολής Εφραίμ παρά θάλασσαν συν δυνάμει αυτών και ο άρχων των υιών Εφραίμ Ελισαμά υιός Αμιούδ |
19His forces that were numbered, are forty thousand and five hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
20And they that encamp next shall be of the tribe of Manasse, and the prince of the sons of Manasse, Gamaliel the son of Phadassur. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλή Μανασσή και ο άρχων των υιών Μανασσή Γαμαλιήλ υιός Φαδασσούρ |
21His forces that were numbered, were thirty-two thousand and two hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι δύο και τριάκοντα χιλιάδες και διακόσιοι |
22And they that encamp next shall be of the tribe of Benjamin, and the prince of the sons of Benjamin, Abidan the son of Gadeoni. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλή Βενιαμίν και ο άρχων των υιών Βενιαμίν Αβιδάν υιός Γαδεωνί |
23His forces that were numbered, were thirty-five thousand and four hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι πέντε και τριάκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
24All that were numbered of the camp of Ephraim, were one hundred and eight thousand and one hundred: they with their forces shall set out third. | πάντες οι επεσκεμμένοι της παρεμβολής Εφραϊμ εκατόν χιλιάδες και οκτακισχίλιοι και εκατόν συν δυνάμει αυτών τρίτοι εξαρούσι |
25The order of the camp of Dan shall be northward with their forces; and the prince of the sons of Dan, Achiezer the son of Amisadai. | τάγμα παρεμβολής Δαν προς βορράν συν δυνάμει αυτών και ο άρχων των υιών Δαν Αχιέζερ υιός Αμισαδαϊ |
26His forces that were numbered, were sixty-two thousand and seven hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι δύο και εξήκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι |
27And they that encamp next to him shall be the tribe of Aser; and the prince of the sons of Aser, Phagiel the son of Echran. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλή Ασήρ και ο άρχων των υιών Ασήρ Φαγαϊηλ υιός Εχράν |
28His forces that were numbered, were forty-one thousand and five hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι μία και τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
29And they that encamp next shall be of the tribe of Nephthali; and the prince of the children of Nephthali, Achire son Aenan. | και οι παρεμβάλλοντες εχόμενοι αυτού φυλή Νεφθαλί και ο άρχων των υιών Νεφθαλί Αχίρ υιός Αινάν |
30His forces that were numbered were fifty-three thousand and four hundred. | δύναμις αυτού οι επεσκεμμένοι τρεις και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
31All that were numbered of the camp of Dan, were a hundred and fifty-seven thousand and six hundred: they shall set out last according to their order. | πάντες οι επεσκεμμένοι της παρεμβολής Δαν εκατόν και πεντηκονταεπτά χιλιάδες και εξακόσιοι έσχατοι εξαρούσι κατά τάγμα αυτών |
32This is the numbering of the children of Israel according to the houses of their families: all the numbering of the camps with their forces, was six hundred and three thousand, five hundred and fifty. | αύτη η επίσκεψις των υιών Ισραήλ κατ΄ οίκους πατριών αυτών πάσα η επίσκεψις των παρεμβολών συν ταις δυνάμεσιν αυτών εξακόσιαι χιλιάδες και τρισχίλιοι και πεντακόσιοι και πεντήκοντα |
33But the Levites were not numbered with them, as the Lord commanded Moses. | οι δε Λευίται ου συνεπεσκέπησαν εν τοις υιοίς Ισραήλ καθά ενετείλατο κύριος τω Μωυσή |
34And the children of Israel did all things that the Lord commanded Moses; thus they encamped in their order, and thus they began their march in succession each according to their divisions, according to the houses of their families. | και εποίησαν οι υιοί Ισραήλ κατά πάντα α συνέταξε κύριος τω Μωυσή ούτως παρενέβαλον κατά τάγμα αυτών και ούτως εξήρον έκαστος εχόμενοι κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
Chapter 3
[edit]1And these are the generations of Aaron and Moses, in the day in which the Lord spoke to Moses in mount Sina. | και αύται αι γενέσεις Ααρών και Μωυσή εν η ημέρα ελάλησε κύριος τω Μωυσή εν όρει Σινά |
2And these are the names of the sons of Aaron; Nadab the first-born; and Abiud, Eleazar and Ithamar. | και ταύτα τα ονόματα των υιών Ααρών πρωτότοκος Ναδάβ και Αβιού Ελεάζαρ και Ιθάμαρ |
3These are the names of the sons of Aaron, the anointed priests whom they consecrated to the priesthood. | ταύτα τα ονόματα των υιών Ααρών οι ιερείς οι ηλειμμένοι ους ετελείωσαν τας χείρας αυτών ιερατεύειν |
4And Nadab and Abiud died before the Lord, when they offered strange fire before the Lord, in the wilderness of Sina; and they had no children; and Eleazar and Ithamar ministered in the priests' office with Aaron their father. | και ετελεύτησε Ναδάβ και Αβιού έναντι κυρίου προσφερόντων αυτών πυρ αλλότριον έναντι κυρίου εν τη ερήμω Σινά και παιδία ουκ ην αυτοίς και ιεράτευσαν Ελεάζαρ και Ιθάμαρ μετά Ααρών του πατρός αυτών |
5And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
6Take the tribe of Levi, and thou shalt set them before Aaron the priest, and they shall minister to him, | λάβε την φυλήν Λευί και στήσεις αυτούς εναντίον Ααρών του ιερέως και λειτουργήσουσιν αυτώ |
7and shall keep his charges, and the charges of the children of Israel, before the tabernacle of witness, to do the works of the tabernacle. | και φυλάξουσι τας φυλακάς αυτού και τας φυλακάς των υιών Ισραήλ έναντι της σκηνής του μαρτυρίου εργάζεσθαι τα έργα της σκηνής |
8And they shall keep all the furniture of the tabernacle of witness, and the charges of the children of Israel as to all the works of the tabernacle. | και φυλάξουσι πάντα τα σκεύη της σκηνής του μαρτυρίου και τας φυλακάς των υιών Ισραήλ κατά πάντα τα έργα της σκηνής |
9And thou shalt give the Levites to Aaron, and to his sons the priests; they are given for a gift to me of the children of Israel. | και δώσεις τους Λευίτας Ααρών τω αδελφώ σου και τοις υιοίς αυτού τοις ιερεύσι δόμα δεδομένοι ούτοί μοι εισίν από των υιών Ισραήλ |
10And thou shalt appoint Aaron and his sons over the tabernacle of witness; and they shall keep their charge of priesthood, and all things belonging to the altar, and within the veil; and the stranger that touches them shall die. | και Ααρών και τους υιούς αυτού καταστήσεις επί της σκηνής του μαρτυρίου και φυλάξουσι την ιερατείαν αυτών και ο αλλογενής ο απτόμενος αποθανείται |
11And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
12Behold, I have taken the Levites from the midst of the children of Israel, instead of every male that opens the womb from among the children of Israel: they shall be their ransom, and the Levites shall be mine. | και ιδού εγώ είληφα τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ αντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν παρά των υιών Ισραήλ λύτρα αυτών έσονται και έσονται εμοί οι Λευίται |
13For every first-born is mine; in the day in which I smote every first-born in the land of Egypt, I sanctified to myself every first-born in Israel: both of man and beast, they shall be mine: I am the Lord. | εμοί γαρ παν πρωτότοκον εν η ημέρα επάταξα παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου ηγίασα εμοί παν πρωτότοκον εν Ισραήλ από ανθρώπου έως κτήνους εμοί έσονται εγώ κύριος |
14And the Lord spoke to Moses in the wilderness of Sina, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν εν τη ερήμω Σινά λέγων |
15Take the number of the sons of Levi, according to the houses of their families, according to their divisions; number ye them every male from a month old and upwards. | επίσκεψαι τους υιούς Λευί κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά συγγενείας αυτών παν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω επισκέψασθε αυτούς |
16And Moses and Aaron numbered them by the word of the Lord, as the Lord commanded them. | και επεσκέψαντο αυτούς Μωυσής και Ααρών διά φωνής κυρίου ον τρόπον συνέταξεν αυτοίς κύριος |
17And these were the sons of Levi by their names; Gedson, Caath, and Merari. | και ήσαν ούτοι οι υιοί Λευί εξ ονομάτων αυτών Γερσών Καάθ και Μεραρί |
18And these are the names of the sons of Gedson according to their families; Lobeni and Semei: | και ταύτα τα ονόματα των υιών Γερσών κατά δήμους αυτών Λοβενί και Σεμεϊ |
19and the sons of Caath according to their families; Amram and Issaar, Chebron and Oziel: | και υιοί Καάθ κατά δήμους αυτών Άμραμ και Ισσαάρ Χεβρών και Οζιήλ |
20and the sons of Merari according to their families, Mooli and Musi; these are the families of the Levites according to the houses of their families. | και υιοί Μεραρί κατά δήμους αυτών Μοολί και Μουσί ούτοί εισι δήμοι των Λευιτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
21To Gedson belongs the family of Lobeni, and the family of Semei: these are the families of Gedson. | τω Γερσών δήμους του Λοβενί και δήμος του Σεμεϊ ούτοι οι δήμοι του Γερσών |
22The numbering of them according to the number of every male from a month old and upwards, their numbering was seven thousand and five hundred. | η επίσκεψις αυτών κατά αριθμόν παντός αρσενικού από μηνιαίου και επάνω η επίσκεψις αυτών επτακισχίλιοι και πεντακόσιοι |
23And the sons of Gedson shall encamp westward behind the tabernacle. | και οι υιοί Γερσών οπίσω της σκηνής παρεμβαλούσι παρά θάλασσαν |
24And the ruler of the household of the family of Gedson was Elisaph the son of Dael. | και ο άρχων οίκου πατριάς του δήμου του Γερσών Ελεισάφ υιός Δαήλ |
25And the charge of the sons of Gedson in the tabernacle of witness was the tent and the veil, and the covering of the door of the tabernacle of witness, | και η φυλακή υιών Γερσών εν τη σκηνή του μαρτυρίου η σκηνή και το κάλυμμα και το κατακαλυμμα της θύρας της σκηνής του μαρτυρίου |
26and the curtains of the court, and the veil of the door of the court, which is by the tabernacle, and the remainder of all its works. | και τα ιστία της αυλής και το καταπέτασμα της πύλης της αυλής της ούσης επί της σκηνής και τα κατάλοιπα πάντων των έργων αυτού |
27To Caath belonged one division, that of Amram, and another division, that of Issaar, and another division, that of Chebron, and another division, that of Oziel: these are the divisions of Caath, according to number. | τω Καάθ δήμος ο Αμράμ εις και δήμος ο Ισαάρ εις και δήμος ο Χεβρών εις και δήμος ο Οζιήλ εις ούτοί εισιν οι δήμοι του Καάθ κατά αριθμόν |
28Every male from a month old and upward, eight thousand and six hundred, keeping the charges of the holy things. | παν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω οκτακισχίλιοι και εξακόσιοι φυλάσσοντες τας φυλακάς των αγίων |
29The families of the sons of Caath, shall encamp beside the tabernacle toward the south. | οι δήμοι των υιών Καάθ παρεμβαλούσιν εκ πλαγίων της σκηνής κατά λίβα |
30And the chief of the house of the families of the divisions of Caath, was Elisaphan the son of Oziel. | και ο άρχων οίκου πατριών των δήμων του Καάθ Ελεισαφάν υιός Οζιήλ |
31And their charge was the ark, and the table, and the candlestick, and the altars, and all the vessels of the sanctuary wherewith they do holy service, and the veil, and all their works. | και η φυλακή αυτών η κιβωτός και η τράπεζα και η λυχνία και τα θυσιαστήρια και τα σκεύη του αγίου όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς και το κατακάλυμμα και πάντα τα έργα αυτών |
32And the chief over the chief of the Levites, was Eleazar the son of Aaron the priest, appointed to keep the charges of the holy things. | και ο άρχων ο επί των αρχόντων των Λευιτών Ελεάζαρ ο υιός Ααρών του ιερέως καθεσταμένος φυλάσσειν τας φυλακάς των αγίων |
33To Merari belonged the family of Mooli, and the family of Musi: these are the families of Merari. | τω Μεραρί δήμος ο Μολί και δήμος ο Μουσί ούτοί εισι δήμοι του Μεραρί |
34The mustering of them according to number, every male from a month old and upwards, was six thousand and fifty. | η επίσκεψις αυτών κατά αριθμόν παν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω εξακισχίλιοι και διακόσιοι |
35And the head of the house of the families of the division of Merari, was Suriel the son of Abichail: they shall encamp by the side of the tabernacle northwards. | και ο άρχων οίκου πατριών του δήμου του Μεραρί Σουριήλ υιός Αβιχαϊλ εκ πλαγίων της σκηνής παρεμβαλούσι προς βορράν |
36The oversight of the charge of the sons of Merari included the chapiters of the tabernacle, and its bars, and its pillars, and its sockets, and all their furniture, and their works, | η επίσκεψις της φυλακής υιών Μεραρί τας κεφαλίδας της σκηνής και τους μοχλούς αυτής και τους στύλους αυτής και τας βάσεις αυτής και πάντα τα σκεύη αυτών και τα έργα αυτών |
37and the pillars of the court round about, and their bases, and their pins, and their cords. | και τους στύλους της αυλής κύκλω και τας βάσεις αυτών και τους πασσάλους αυτών και τους κάλους αυτών |
38They that encamp before the tabernacle of witness on the east shall be Moses and Aaron and his sons, keeping the charges of the sanctuary according to the charges of the children of Israel; and the stranger that touches them, shall die. | οι παρεμβάλλοντες κατά πρόσωπον της σκηνής του μαρτυρίου από ανατολών Μωυσής και Ααρών και οι υιοί αυτού φυλάσσοντες τας φυλακάς του αγίου εις τας φυλακάς των υιών Ισραήλ και ο αλλογενής ο προσπορευομενος αποθανείται |
39All the numbering of the Levites, whom Moses and Aaron numbered by the word of the Lord, according to their families, every male from a month old and upwards, were two and twenty thousand. | πάσα η επίσκεψις των Λευιτών ους επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής κυρίου κατά δήμους αυτών παν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω δύο και είκοσι χιλιάδες |
40And the Lord spoke to Moses, saying, Count every first-born male of the children of Israel from a month old and upwards, and take the number by name. | και είπε κύριος προς Μωυσήν λέγων επίσκεψαι παν πρωτότοκον άρσεν των υιών Ισραήλ από μηνιαίου και επάνω και λάβε τον αριθμόν αυτών εξ ονόματος |
41And thou shalt take the Levites for me—I am the Lord—instead of all the first-born of the sons of Israel, and the cattle of the Levites instead of all the first-born among the cattle of the children of Israel. | και λήψη τους Λευίτας εμοί εγώ κύριος αντί πάντων των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ και τα κτήνη των Λευιτών αντί πάντων των πρωτοτόκων εν τοις κτήνεσι των υιών Ισραήλ |
42And Moses counted, as the Lord commanded him, every first-born among the children of Israel. | και επεσκέψατο Μωυσής ον τρόπον ενετείλατο κύριος αυτώ παν πρωτότοκον εν τοις υιοίς Ισραήλ |
43And all the male first-born in number by name, from a month old and upwards, were according to their numbering twenty-two thousand and two hundred and seventy-three. | και εγένοντο πάντα τα πρωτότοκα αρσενικά κατά αριθμόν και εξ ονόματος από μηνιαίου και επάνω εκ της επισκέψεως αυτών δύο και είκοσι χιλιάδες και τρεις και εβδομήκοντα και διακόσιοι |
44And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
45Take the Levites instead of all the first-born of the sons of Israel, and the cattle of the Levites instead of their cattle, and the Levites shall be mine; I am the Lord. | λάβε τους Λευίτας αντί πάντων των πρωτοτόκων υιών Ισραήλ και τα κτήνη των Λευιτών αντί των κτηνών αυτών και έσονται εμοί οι Λευίται εγώ κύριος |
46And for the ransoms of the two hundred and seventy-three which exceed the Levites in number of the first-born of the sons of Israel; | και τα λύτρα τριών και εβδομήκοντα και διακοσίων οι πλεονάζοντες παρά τους Λευίτας από των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ |
47thou shalt even take five shekels a head; thou shalt take them according to the holy didrachm, twenty oboli to the shekel. | και λήψη πέντε σίκλους κατά κεφαλήν κατά το δίδραχμον το άγιον λήψη είκοσιν οβολοί ο σίκλος |
48And thou shalt give the money to Aaron and to his sons, the ransom of those who exceed in number among them. | και δώσεις το αργύριον Ααρών και τοις υιοίς αυτού λύτρα των πλεονάζοντων εν αυτοίς |
49And Moses took the silver, the ransom of those that exceeded in number the redemption of the Levites. | και έλαβε Μωυσής το αργύριον τα λύτρα παρά των πλεοναζόντων εις την εκλύτρωσιν των Λευιτών |
50He took the silver from the first-born of the sons of Israel, a thousand three hundred and sixty-five shekels, according to the holy shekel. | παρά των πρωτοτόκων των υιών Ισραήλ έλαβε το αργύριον χιλίους τριακοσίους εξηκονταπέντε σίκλους κατά τον σίκλον τον άγιον |
51And Moses gave the ransom of them that were over to Aaron and his sons, by the word of the Lord, as the Lord commanded Moses. | και έδωκε Μωυσής το αργύριον τα λύτρα των πλεοναζόντων Ααρών και τοις υιοίς αυτού διά φωνής κυρίου ον τρόπον ενετείλατο κύριος τω Μωυσή |
Chapter 4
[edit]1And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων |
2Take the sum of the children of Caath from the midst of the sons of Levi, after their families, according to the houses of their fathers' households; | λάβε το κεφάλαιον των υιών Καάθ εκ μέσου υιών Λευί κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
3from twenty-five years old and upward until fifty years, every one that goes in to minister, to do all the works in the tabernacle of witness. | από είκοσι και πέντε ετών και επάνω έως πεντήκοντα ετών πας ο εισπορευόμενος λειτουργείν ποιήσαι πάντα τα έργα εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
4And these are the works of the sons of Caath in the tabernacle of witness; it is most holy. | και ταύτα τα έργα των υιών Καάθ εν τη σκηνή του μαρτυρίου άγιον των αγίων |
5And Aaron and his sons shall go in, when the camp is about to move, and shall take down the shadowing veil, and shall cover with it the ark of the testimony. | και εισελεύσεται Ααρών και οι υιοί αυτού όταν εξαίρη η παρεμβολή και καθελούσι το καταπέτασμα το συσκιάζον και κατακαλύψουσιν εν αυτώ την κιβωτόν του μαρτυρίου |
6And they shall put on it a cover, even a blue skin, and put on it above a garment all of blue, and shall put the staves through the rings. | και επιθήσουσιν επ΄ αυτό κατακάλυμμα δέρμα υακίνθινον και επιβαλούσιν επ΄ αυτήν ιμάτιον όλον υακίνθινον άνωθεν και διεμβαλούσι τους αναφορείς |
7And they shall put on the table set forth for shew-bread a cloth all of purple, and the dishes, and the censers, and the cups, and the vessels with which one offers drink-offerings; and the continual loaves shall be upon it. | και επί την τράπεζαν την προκειμένην επιβαλούσιν επ΄ αυτήν ιμάτιον ολοπόρφυρον και τα τρυβλία και τας θυϊσκας και τους κυάθους και τα σπονδεία εν οις σπένδει και οι άρτοι οι διαπαντός επ΄ αυτής έσονται |
8And they shall put upon it a scarlet cloth, and they shall cover it with a blue covering of skin, and they shall put the staves into it. | και επιβαλούσιν επ΄ αυτήν ιμάτιον κόκκινον και καλύψουσιν αυτήν καλύμματι δερματίνω υακινθίνω και διεμβαλούσι τους αναφορείς αυτής |
9And they shall take a blue covering, and cover the candlestick that gives light, and its lamps, and its snuffers, and its funnels, and all the vessels of oil with which they minister. | και λήψονται ιμάτιον υακίνθινον και καλύψουσι την λυχνίαν την φωτίζουσαν και τους λύχνους αυτής και τας λαβίδας αυτής και τας επαρυστρίδας αυτής και πάντα τα αγγεία του ελαίου αυτής όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς |
10And they shall put it, and all its vessels, into a blue skin cover; and they shall put it on bearers. | και εμβαλούσιν αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής εις κάλυμμα δερμάτινον υακίνθινον και επιθήσουσιν αυτήν επ΄ αναφορέων |
11And they shall put a blue cloth for a cover on the golden altar, and shall cover it with a blue skin cover, and put in its staves. | και επί το θυσιαστήριον το χρυσούν επιθήσουσιν ιμάτιον υακίνθινον και καλύψουσιν αυτό καλύμματι δερματίνω υακινθίνω και διεμβαλούσι τους αναφορείς αυτού |
12And they shall take all the instruments of service, with which they minister in the sanctuary: and shall place them in a cloth of blue, and shall cover them with blue skin covering, and put them upon staves. | και λήψονται πάντα τα σκεύη τα λειτουργικά όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς εν τοις αγίοις και εμβαλούσιν εις ιμάτιον υακίνθινον και καλύψουσιν αυτά καλύμματι δερματίνω υακινθίνω και επιθήσουσιν επ΄ αναφορείς |
13And he shall put the covering on the altar, and they shall cover it with a cloth all of purple. | και τον καλυπτήρα επιθήσει επί το θυσιαστήριον και επικαλύψουσιν επ΄ αυτό ιμάτιον ολοπόρφυρον |
14And they shall put upon it all the vessels with which they minister upon it, and the fire-pans, and the flesh-hooks, and the cups, and the cover, and all the vessels of the altar; and they shall put on it a blue cover of skins, and shall put in its staves; and they shall take a purple cloth, and cover the laver and its foot, and they shall put it into a blue cover of skin, and put it on bars. | και επιθήσουσιν επ΄ αυτό πάντα τα σκεύη αυτού οσοις λειτουργούσιν εν αυτοίς και τα πυρεία και τας κρεάγρας και τας φιάλας και τον καλυπτήρα και πάντα τα σκεύη του θυσιαστηρίου και επιβαλούσιν επ΄ αυτό κάλυμμα δερμάτινον υακίνθινον και διεμβαλούσι τους αναφορείς αυτού |
15And Aaron and his sons shall finish covering the holy things, and all the holy vessels, when the camp begins to move; and afterwards the sons of Caath shall go in to take up the furniture; but shall not touch the holy things, lest they die: these shall the sons of Caath bear in the tabernacle of witness. | και συντελέσουσιν Ααρών και οι υιοί αυτού καλύπτοντες τα άγια και πάντα τα σκεύη τα άγια εν τω εξαίρειν την παρεμβολήν και μετά ταύτα εισελεύσονται υιοί Καάθ αίρειν και ουχ άψονται των αγίων ίνα μη αποθάνωσι ταύτα αρούσιν οι υιοί Καάθ εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
16Eleazar the son of Aaron the priest is overseer—the oil of the light, and the incense of composition, and the daily meat-offering and the anointing oil, are his charge; even the oversight of the whole tabernacle, and all things that are in it in the holy place, in all the works. | επίσκοπος Ελεάζαρ υιός Ααρών του ιερέως το έλαιον του φωτός και το θυμίαμα της συνθέσεως και η θυσία η καθ΄ ημέραν και το έλαιον της χρίσεως η επισκοπή όλης της σκηνής και όσα εστίν εν αυτή εν τω αγίω και εν πάσι τοις έργοις |
17And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων |
18Ye shall not destroy the family of Caath from the tribe out of the midst of the Levites. | μη ολοθρεύσητε της φυλής τον δήμον τον Καάθ εκ μέσου των Λευιτών |
19This do ye to them, and they shall live and not die, when they approach the holy of holies: Let Aaron and his sons advance, and they shall place them each in his post for bearing. | και τούτο ποιήσατε αυτοίς και ζήσονται και ου αποθάνωσι προπορευομένων αυτών προς τα άγια των αγίων Ααρών και οι υιοί αυτού εισπορευέσθωσαν και καταστήσουσιν αυτούς έκαστος κατά την αναφοράν αυτού |
20And so they shall by no means go in to look suddenly upon the holy things, and die. | και ου εισέλθωσιν ιδείν εξάπινα το άγιον και αποθανούνται |
21And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
22Take the sum of the children of Gedson, and these according to the houses of their lineage, according to their families. | λάβε την αρχήν των υιών Γερσών και τούτους κατ΄ οίκους πατριών αυτών κατά δήμους αυτών |
23Take the number of them from five and twenty years old and upwards until the age of fifty, every one that goes in to minister, to do his business in the tabernacle of witness. | από πέντε και εικοσαέτους και επάνω έως πεντηκονταέτους επισκέψασθε αυτούς πας ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν τα έργα αυτού εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
24This is the public service of the family of Gedson, to minister and to bear. | αύτη η λειτουργία του δήμου του Γερσών λειτουργείν και αίρειν |
25And they shall bear the skins of the tabernacle, and the tabernacle of witness, and its veil, and the blue cover that was on it above, and the cover of the door of the tabernacle of witness. | και αρεί τας δέρρεις της σκηνής και την σκηνήν του μαρτυρίου και το κάλυμμα αυτής και το κατακάλυμμα το υακίνθινον το ον επ΄ αυτήν άνωθεν και το κατακάλυμμα της θύρας της σκηνής του μαρτυρίου |
26And all the curtains of the court which were upon the tabernacle of witness, and the appendages, and all the vessels of service that they minister with they shall attend to. | και τα ιστία της αυλής και το κατακάλυμμα της θύρας της αυλής όσα επί της σκηνής και επί του θυσιαστηρίου και τα περισσά αυτών και πάντα τα σκεύη τα λειτουργικά αυτών και όσα λειτουργούσιν εν αυτοίς ποιήσουσι |
27According to the direction of Aaron and his sons shall be the ministry of the sons of Gedson, in all their ministries, and in all their works; and thou shalt take account of them by name in all things borne by them. | κατά στόμα Ααρών και των υιών αυτού έσται η λειτουργία των υιών Γερσών κατά πάσας τας λειτουργίας αυτών και κατά πάντα τα έργα αυτών και επισκέψη αυτούς εξ ονομάτων και πάντα τα έργα υπ΄ αυτών |
28This is the service of the sons of Gedson in the tabernacle of witness, and their charge by the hand of Ithamar the son of Aaron the priest. | αύτη η λειτουργία των υιών Γερσών εν τη σκηνή του μαρτυρίου και η φυλακή αυτών εν χειρί Ιθάμαρ του υιόυ Ααρών του ιερέως |
29The sons of Merari according to their families, according to the houses of their lineage, take ye the number of them. | οι υιοί Μεραρί κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών επισκέψασθε αυτούς |
30Take the number of them from five and twenty years old and upwards until fifty years old, every one that goes in to perform the services of the tabernacle of witness. | από πέντε και εικοσαέτους και επάνω έως πεντηκονταέτους επισκέψασθε αυτούς πας ο εισπορευόμενος λειτουργείν τα έργα της σκηνής του μαρτυρίου |
31And these are the charges of the things borne by them according to all their works in the tabernacle of witness: they shall bear the chapiters of the tabernacle, and the bars, and its pillars, and its sockets, and the veil, and there shall be their sockets, and their pillars, and the curtain of the door of the tabernacle. | και ταύτα τα φυλάγματα των αιρομένων υπ΄ αυτών κατά πάντα τα έργα αυτών εν τη σκηνή του μαρτυρίου τας κεφαλίδας της σκηνής και τους μοχλούς αυτής και τους στύλους αυτής και τας βάσεις αυτής |
32And they shall bear the pillars of the court round about, and there shall be their sockets, and they shall bear the pillars of the veil of the door of the court, and their sockets and their pins, and their cords, and all their furniture, and all their instruments of service: take ye their number by name, and all the articles of the charge of the things borne by them. | και τους στύλους της αυλής κύκλω και τας βάσεις αυτών και τους στύλους του καταπετάσματος της πύλης της αυλής και τας βάσεις αυτών και τους πασσάλους αυτών και τους κάλους αυτών και πάντα τα σκεύη αυτών και πάντα τα λειτουργήματα αυτών εξ ονομάτων επισκέψασθε αυτούς και πάντα τα σκεύη της φυλακής των αιρομένων υπ΄ αυτών |
33This is the ministration of the family of the sons of Merari in all their works in the tabernacle of witness, by the hand of Ithamar the son of Aaron the priest. | αύτη η λειτουργία δήμου υιών Μεραρί εν πάσι τοις έργοις αυτών εν τη σκηνή του μαρτυρίου εν χειρί Ιθάμαρ του υιόυ Ααρών του ιερέως |
34And Moses and Aaron and the rulers of Israel took the number of the sons of Caath according to their families, according to the houses of their lineage; | και επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών και οι άρχοντες Ισραήλ τους υιούς Καάθ κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
35from five and twenty years old and upwards to the age of fifty years, every one that goes in to minister and do service in the tabernacle of witness. | από πέντε και εικοσαέτους και επάνω έως πεντηκονταέτους πας ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν τα έργα εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
36And the numbering of them according to their families was two thousand, seven hundred and fifty. | και εγένετο η επίσκεψις αυτών κατά δήμους αυτών δισχίλιοι επτακόσιοι πεντήκοντα |
37This is the numbering of the family of Caath, every one that ministers in the tabernacle of witness, as Moses and Aaron numbered them by the word of the Lord, by the hand of Moses. | αύτη η επίσκεψις δήμου Καάθ πας ο λειτουργών εν τη σκηνή του μαρτυρίου καθά επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής κυρίου εν χειρί Μωυσή |
38And the sons of Gedson were numbered according to their families, according to the houses of their lineage, | και επεσκέπησαν υιοί Γερσών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
39from five and twenty years old and upward till fifty years old, every one that goes in to minister and to do the services in the tabernacle of witness. | από πέντε και εικοσαέτους και επάνω έως πεντηκονταέτους πας ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν τα έργα εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
40And the numbering of them according to their families, according to the houses of their lineage, was two thousand six hundred and thirty. | και εγένετο η επίσκεψις αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών δισχίλιοι εξακόσιοι τριάκοντα |
41This is the numbering of the family of the sons of Gedson, every one who ministers in the tabernacle of witness; whom Moses and Aaron numbered by the word of the Lord, by the hand of Moses. | αύτη η επίσκεψις δήμου υιών Γερσών πας ο λειτουργών εν τη σκηνή του μαρτυρίου ους επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής κυρίου εν χειρί Μωυσή |
42And also the family of the sons of Merari were numbered according to their divisions, according to the house of their fathers; | επεσκέπησαν δε και δήμος υιών Μεραρί κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
43from five and twenty years old and upward till fifty years old, every one that goes in to minister in the services of the tabernacle of witness. | από πέντε και εικοσαέτους και επάνω έως πεντηκονταέτους πας ο εισπορευόμενος λειτουργείν και ποιείν προς τα έργα της σκηνής του μαρτυρίου |
44And the numbering of them according to their families, according to the houses of their lineage, was three thousand and two hundred. | και εγενήθη η επίσκεψις αυτών κατά δήμους αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών τρισχίλιοι και διακόσιοι |
45This is the numbering of the family of the sons of Merari, whom Moses and Aaron numbered by the word of the Lord, by the hand of Moses. | αύτη η επίσκεψις δήμου υιών Μεραρί ους επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών διά φωνής κυρίου εν χειρί Μωυσή |
46All that were numbered, whom Moses and Aaron and the rulers of Israel numbered, namely, the Levites, according to their families and according to the houses of their lineage, | πάντες οι επεσκεμμένοι ους επεσκέψατο Μωυσής και Ααρών και οι άρχοντες Ισραήλ τους Λευίτας κατά δήμους αυτών και κατ΄ οίκους πατριών αυτών |
47from five and twenty years old and upward till fifty years old, every one that goes in to the service of the works, and the charge of the things that are carried in the tabernacle of witness. | από πέντε και εικοσαέτους και επάνω έως πεντηκονταέτους πας ο εισπορευόμενος προς τα έργα των έργων και τα έργα τα αιρόμενα εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
48And they that were numbered were eight thousand five hundred and eighty. | και εγενήθησαν οι επισκεπέντες οκτακισχίλιοι πεντακόσιοι ογδοήκοντα |
49He reviewed them by the word of the Lord by the hand of Moses, appointing each man severally over their respective work, and over their burdens; and they were numbered, as the Lord commanded Moses. | διά φωνής κυρίου επεσκέψατο αυτούς εν χειρί Μωυσή άνδρα κατά άνδρα επί των έργων αυτών και επί ων αιρούσιν αυτοί και επεσκέπησαν ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
Chapter 5
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Charge the children of Israel, and let them send forth out of the camp every leper, and every one who has in issue of the reins, and every one who is unclean from a dead body. | πρόσταξον τοις υιοίς Ισραήλ και εξαποστειλάτωσαν εκ της παρεμβολής πάντα λεπρόν και πάντα γονορρυή και πάντα ακάθαρτον επί ψυχή |
3Whether male or female, send them forth out of the camp; and they shall not defile their camps in which I dwell among them. | από αρσενικού έως θηλυκού εξαποστείλατε έξω της παρεμβολής και ου μιανούσι τας παρεμβολάς αυτών εν οις εγώ καταγίνομαι εν αυτοίς |
4And the children of Israel did so, and sent them out of the camp: as the Lord said to Moses, so did the children of Israel. | και εποίησαν ούτως οι υιοί Ισραήλ και εξαπέστειλαν αυτούς έξω της παρεμβολής καθά ελάλησε κύριος τω Μωυσή ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ |
5And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
6Speak to the children of Israel, saying, Every man or woman who shall commit any sin that is common to man, or if that soul shall in anywise have neglected the commandment and transgressed; | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ λέγων ανήρ η γυνή όστις αν ποιήση από πασών των αμαρτιών των ανθρωπίνων και παριδών παρίδη και πλημμελήση η ψυχή εκείνη |
7that person shall confess the sin which he has committed, and shall make satisfaction for his trespass: he shall pay the principal, and shall add to it the fifth part, and shall make restoration to him against whom he has trespassed. | εξαγορεύση την αμαρτίαν ην εποίησε και αποδώσει την πλημμέλειαν το κεφάλαιον και το επίπεμπτον αυτού προσθήσει επ΄ αυτό και αποδώσει τίνι επλημμέλησεν αυτώ |
8But if a man have no near kinsman, so as to make satisfaction for his trespass to him, the trespass-offering paid to the Lord shall be for the priest, besides the ram of atonement, by which he shall make atonement with it for him. | εάν δε μη η τω ανθρώπω ο αγχιστεύων ώστε αποδούναι αυτώ το πλημμέλημα το πλημμέλημα το αποδιδόμενον τω κυρίω τω ιερεί έσται πλην του κριού του ιλασμόυ δι΄ ου εξιλάσεται εν αυτώ περί αυτού |
9And every first-fruits in all the sanctified things among the children of Israel, whatsoever they shall offer to the Lord, shall be for the priest himself. | και πάσα απαρχή κατά πάντα τα αγιαζόμενα εν υιοίς Ισραήλ όσα αν προσφέρωσι κυρίω τω ιερεί αυτώ έσται |
10And the hallowed things of every man shall be his; and whatever man shall give any thing to the priest, the gift shall be his. | και εκάστου τα ηγιασμένα αυτού έσται και ανήρ ος αν δω τω ιερεί αυτώ εσται |
11And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
12Speak to the children of Israel, and thou shalt say to them, Whosesoever wife shall transgress against him, and slight and despise him, | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς ανδρός ανδρός εάν παραβή η γυνή αυτού και υπεριδούσα παρίδη αυτόν |
13and supposing any one shall lie with her carnally, and the thing shall be hid from the eyes of her husband, and she should conceal it and be herself defiled, and there be no witness with her, and she should not be taken; | και κοιμηθή τις μετ΄ αυτής κοίτην σπέρματος και λάθη εξ οφθαλμών του ανδρός αυτής και κρύψη αυτή δε η μεμιασμένη και μάρτυς μη η κατ΄ αυτής και αυτή μη η συνειλημμένη |
14and there should come upon him a spirit of jealousy, and he should be jealous of his wife, and she be defiled; or there should come upon him a spirit of jealousy, and he should be jealous of his wife, and she should not be defiled; | και επέλθη αυτώ πνεύμα ζηλώσεως και ζηλώση την γυναίκα αυτού αυτή δε μεμίανται η επέλθη αυτώ πνεύμα ζηλώσεως και ζηλώση την γυναίκα αυτού αυτή δε μη η μεμιασμένη |
15then shall the man bring his wife to the priest, and shall bring his gift for her, the tenth part of an ephah of barley-meal: he shall not pour oil upon it, neither shall he put frankincense upon it; for it is a sacrifice of jealousy, a sacrifice of memorial, recalling sin to remembrance. | και άξει ο άνθρωπος την γυναίκα αυτού προς τον ιερέα και προσοίσει το δώρον περί αυτής το δέκατον του οίφι άλευρον κρίθινον ουκ επιχεεί επ΄ αυτό έλαιον ουδέ επιθήσει επ΄ αυτό λίβανον έστι γαρ θυσία ζηλοτυπίας θυσία μνημοσύνου αναμιμνήσκουσα αμαρτίαν |
16And the priest shall bring her, and cause her to stand before the Lord. | και προσάξει αυτήν ο ιερεύς και στήσει αυτήν έναντι κυρίου |
17And the priest shall take pure running water in an earthen vessel, and he shall take of the dust that is on the floor of the tabernacle of witness, and the priest having taken it shall cast it into the water. | και λήψεται ο ιερεύς ύδωρ καθαρόν ζων εν αγγείω οστρακίνω και της γης της ούσης επί του εδάφους της σκηνής του μαρτυρίου και λαβών ο ιερεύς εμβαλεί εις το ύδωρ |
18And the priest shall cause the woman to stand before the Lord, and shall uncover the head of the woman, and shall put into her hands the sacrifice of memorial, the sacrifice of jealousy; and in the hand of the priest shall be the water of this conviction that brings the curse. | και στήσει ο ιερεύς την γυναίκα έναντι κυρίου και αποκαλύψει την κεφαλήν της γυναικός και δώσει επί τας χείρας αυτής την θυσίαν του μνημοσύνου την θυσίαν της ζηλοτυπίας εν δε τη χειρί του ιερέως έσται το ύδωρ του ελεγμού το επικαταρώμενον τούτο |
19And the priest shall adjure her, and shall say to the woman, If no one has lain with thee, and if thou hast not transgressed so as to be polluted, being under the power of thy husband, be free from this water of the conviction that causes the curse. | και ορκιεί αυτήν ο ιερεύς και ερεί τη γυναικί ει κεκοίμηταί τις μετά σου ει παραβέβηκας μιανθήναι υπό τον άνδρα τον σεαυτής αθώα ίσθι από του ύδατος του ελεγμού του επικαταρωμένου τούτου |
20But if being a married woman thou hast transgressed, or been polluted, and any one has lain with thee, beside thy husband: | ει δε συ παραβέβηκας ύπανδρος ούσα η μεμίανσαι και έδωκέ τις την κοίτην αυτού εν σοι πλην του ανδρός σου |
21then the priest shall adjure the woman by the oaths of this curse, and the priest shall say to the woman, The Lord bring thee into a curse and under an oath in the midst of thy people, in that the Lord should cause thy thigh to rot and thy belly to swell; | και ορκιεί ο ιερεύς την γυναίκα εν τοις όρκοις της αράς ταύτης και ερεί ο ιερεύς τη γυναικί δώη σε κύριος εν αρά και ενόρκιον εν μέσω του λαού σου εν τω δούναι κύριον τον μηρόν σου διαπεπτωκότα και την κοιλίαν σου πεπρησμένην |
22and this water bringing the curse shall enter into thy womb to cause thy belly to swell, and thy thigh to rot. And the woman shall say, So be it, So be it. | και εισελεύσεται το ύδωρ το επικαταρώμενον τούτο εις την κοιλίαν σου πρήσαι γαστέρα και διαπεσείν μηρόν σου και ερεί η γυνή γένοιτο γένοιτο |
23And the priest shall write these curses in a book, and shall blot them out with the water of the conviction that brings the curse. | και γράψει ο ιερεύς τας αράς ταύτας εις βιβλίον και εξαλείψει εις το ύδωρ του ελεγμού του επικαταρωμένου |
24And he shall cause the woman to drink the water of the conviction that brings the curse; and the water of the conviction that brings the curse shall enter into her. | και ποτιεί την γυναίκα το ύδωρ του ελεγμού του επικαταρωμένου και εισελεύσεται εις αυτήν το ύδωρ του ελεγμού του επικαταρωμένου |
25And the priest shall take from the hand of the woman the sacrifice of jealousy, and shall present the sacrifice before the Lord, and shall bring it to the altar. | και λήψεται ο ιερεύς εκ χειρός της γυναικός την θυσίαν της ζηλοτυπίας και επιθήσει την θυσίαν έναντι κυρίου και προσοίσει αυτήν επί το θυσιαστήριον |
26And the priest shall take a handful of the sacrifice as a memorial of it, and shall offer it up upon the altar; and afterwards he shall cause the woman to drink the water. | και δράξεται ο ιερεύς από της θυσίας το μνημόσυνον αυτής και ανοίσει αυτό επί το θυσιαστήριον και μετά ταύτα ποτιεί την γυναίκα το ύδωρ |
27And it shall come to pass, if she be defiled, and have altogether escaped the notice of her husband, then the water of the conviction that brings the curse shall enter into her; and she shall swell in her belly, and her thigh shall rot, and the woman shall be for a curse in the midst of her people. | και έσται εάν η μεμιασμένη και λήθη λάθη τον άνδρα αυτής και εισελεύσεται εις αυτήν το ύδωρ του ελεγμού το επικαταρώμενον και πρησθήσεται την κοιλίαν και διαπεσείται ο μηρός αυτής και έσται η γυνή εις αράν τω λαώ αυτής |
28But if the woman have not been polluted, and be clean, then shall she be guiltless and shall conceive seed. | εάν δε μη μιανθή η γυνή και καθαρά η και αθώα έσται και εκσπερματιεί σπέρμα |
29This is the law of jealousy, wherein a married woman should happen to transgress, and be defiled; | ούτος ο νόμος της ζηλοτυπίας ω αν παραβή η γυνή ύπανδρος ούσα και μιανθή |
30or in the case of a man on whomsoever the spirit of jealousy should come, and he should be jealous of his wife, and he should place his wife before the Lord, and the priest shall execute towards her all this law. | η άνθρωπος ο εάν επέλθη επ΄ αυτόν πνεύμα ζηλώσεως και ζηλώση την γυναίκα αυτού και στήση την γυναίκα αυτού έναντι κυρίου και ποιήσει αυτή ο ιερεύς πάντα τον νόμον τούτον |
31Then the man shall be clear from sin, and that woman shall bear her sin. | και αθώος έσται ο άνθρωπος από αμαρτίας και γυνή εκείνη λήψεται την αμαρτίαν αυτής |
Chapter 6
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2speak to the children of Israel, and thou shalt say to them, Whatsoever man or woman shall specially vow a vow to separate oneself with purity to the Lord, | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς ανήρ η γυνή ος αν μεγάλως εύξηται ευχήν αφαγνίσασθαι αγνείαν κυρίω |
3he shall purely abstain from wine and strong drink; and he shall drink no vinegar of wine or vinegar of strong drink; and whatever is made of the grape he shall not drink; neither shall he eat fresh grapes or raisins, | από οίνου και σίκερα αγνισθήσεται και όξος εξ οίνου και όξος εκ σικέρα ου πίεται και όσα κατεργάζεται εκ σταφυλής ου πίεται και σταφυλήν πρόσφατον και σταφίδας ου φάγεται |
4all the days of his vow: he shall eat no one of all the things that come from the vine, wine from the grape-stones to the husk, | πάσας τας ημέρας της ευχής αυτού από πάντων όσα γίνεται εξ αμπέλου οίνον από στεμφύλων έως γιγάρτου ου φάγεται |
5all the days of his separation:—a razor shall not come upon his head, until the days be fulfilled which he vowed to the Lord: he shall be holy, cherishing the long hair of the head, | πάσας τας ημέρας της ευχής του αγνισμού αυτού ξυρός ουκ επελεύσεται επί την κεφαλήν αυτού έως αν πληρωθώσιν αι ημέραι όσας ηύξατο κυρίω άγιος έσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλής αυτού |
6all the days of his vow to the Lord: he shall not come nigh to any dead body, | πάσας τας ημέρας της ευχής κυρίω επί πάση ψυχή τετελευτηκύια ουκ εισελεύσεται |
7to his father or his mother, or to his brother or his sister; he shall not defile himself for them, when they have died, because the vow of God is upon him on his head. | επί πατρί και επί μητρί και επ΄ αδελφώ και επ΄ αδελφή ου μιανθήσεται επ΄ αυτοίς αποθανόντων αυτών ότι ευχή θεού αυτού επ΄ αυτώ επί κεφαλής αυτού |
8All the days of his vow he shall be holy to the Lord. | πάσας τας ημέρας της ευχής αυτού άγιος έσται κυρίω |
9And if any one should die suddenly by him, immediately the head of his vow shall be defiled; and he shall shave his head in whatever day he shall be purified: on the seventh day he shall be shaved. | εάν δε τις θανάτω αποθάνη επ΄ αυτώ εξάπινα παραχρήμα μιανθήσεται η κεφαλή ευχής αυτού και ξυρήσεται την κεφαλήν αυτού εν η ημέρα καθαρισθή τη ημέρα τη εβδόμη ξυρηθήσεται |
10And on the eighth day he shall bring two turtledoves, or two young pigeons, to the priest, to the doors of the tabernacle of witness. | και τη ημέρα τη ογδόη οίσει δύο τρυγόνας η δύο νεοσσούς περιστερών προς τον ιερέα επί τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου |
11And the priest shall offer one for a sin-offering; and the other for a whole-burnt-offering; and the priest shall make atonement for him in the things wherein he sinned respecting the dead body, and he shall sanctify his head in that day, | και ποιήσει ο ιερεύς μίαν περί αμαρτίας και μίαν εις ολοκαύτωμα και εξιλάσεται περί αυτού ο ιερεύς περί ων ήμαρτε περί της ψυχής και αγιάσει την κεφαλήν αυτού εν εκείνη τη ημέρα |
12in which he was consecrated to the Lord, all the days of his vow; and he shall bring a lamb of a year old for a trespass-offering; and the former days shall not be reckoned, because the head of his vow was polluted. | η ηγιάσθη τω κυρίω πάσας τας ημέρας της ευχής και προσάξει αμνόν ενιαύσιον εις πλημμέλειαν και αι ημέραι αι πρότεραι άλογοι έσονται ότι εμιάνθη η κεφαλή ευχής αυτού |
13And this is the law of him that has vowed: in whatever day he shall have fulfilled the days of his vow, he shall himself bring his gift to the doors of the tabernacle of witness. | και ούτος ο νόμος του ευξαμένου η αν ημέρα πληρώσει ημέρας ευχής αυτού προσοίσει αυτός παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου |
14And he shall bring his gift to the Lord; one he-lamb of a year old without blemish for a whole-burnt-offering, and one ewe-lamb of a year old without blemish for a sin-offering, and one ram without blemish for a peace-offering; | και προσάξει το δώρον αυτού τω κυρίω αμνόν ενιαύσιον άμωμον ένα εις ολοκαύτωσιν και αμνάδα ενιαυσίαν μίαν άμωμον εις αμαρτίαν και κριόν ένα άμωμον εις σωτήριον |
15and a basket of unleavened bread of fine flour, even loaves kneaded with oil, and unleavened cakes anointed with oil, and their meat-offering, and their drink-offering. | και κανούν αζύμων σεμιδάλεως άρτους αναπεποιημένους εν ελαίω και λάγανα άζυμα κεχρισμένα εν ελαίω και θυσίαν αυτών και σπονδήν αυτών |
16And the priest shall bring them before the Lord, and shall offer his sin-offering, and his whole-burnt-offering. | και προσοίσει ο ιερεύς έναντι κυρίου και ποιήσει το περί αμαρτίας αυτού και το ολοκαύτωμα αυτού |
17And he shall offer the ram as a sacrifice of peace-offering to the Lord with the basket of unleavened bread; and the priest shall offer its meat-offering and its drink-offering. | και τον κριόν ποιήσει θυσίαν σωτηρίου τω κυρίω επί τω κανώ των αζύμων και ποιήσει ο ιερεύς την θυσίαν αυτού και την σπονδήν αυτού |
18And he that has vowed shall shave the head of his consecration by the doors of the tabernacle of witness, and shall put the hairs on the fire which is under the sacrifice of peace-offering. | και ξυρήσεται ο ηυγμένος παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου την κεφαλήν της ευχής αυτού και επιθήσει τας τρίχας επί το πυρ ο εστιν επί την θυσίαν του σωτηρίου |
19And the priest shall take the sodden shoulder of the ram, and one unleavened loaf from the basket, and one unleavened cake, and shall put them on the hands of the votary after he has shaved off his | και λήψεται ο ιερεύς τον βραχίονα εφθόν από του κριού και άρτον ένα άζυμον από του κανού και λάγανον άζυμον εν και επιθήσει επί τας χείρας του ηυγμένου μετά το ξυρήσασθαι αυτόν την κεφαλήν αυτού |
20And the priest shall present them as an offering before the Lord; it shall be the holy portion for the priest beside the breast of the heave-offering and beside the shoulder of the wave-offering: and afterwards the votary shall drink wine. | και προσοίσει αυτά ο ιερεύς επίθεμα έναντι κυρίου άγιον έσται τω ιερεί επί του στηθυνίου του επιθέματος και επί του βραχίονος του αφαιρέματος και μετά ταύτα πίεται ο ηυγμένος οίνον |
21This is the law of the votary who shall have vowed to the Lord his gift to the Lord, concerning his vow, besides what he may be able to afford according to the value of his vow, which he may have vowed according to the law of separation. | ούτος ο νόμος του ευξαμένου ος αν εύξηται κυρίω δώρον αυτού τω κυρίω περί της ευχής χωρίς ων αν εύρη η χειρ αυτού κατά δύναμιν της ευχής αυτού ης αν εύξηται κατά τον νόμον αγνείας αυτού |
22And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
23Speak to Aaron and to his sons, saying, Thus ye shall bless the children of Israel, saying to them, | λάλησον Ααρών και τοις υιοίς αυτού λέγων ούτως ευλογήσετε τους υιούς Ισραήλ λέγοντες αυτοίς |
24The Lord bless thee and keep thee; | ευλογήσαι σε κύριος και φυλάξαι σε |
25the Lord make his face to shine upon thee, and have mercy upon thee; | επιφάναι κύριος το πρόσωπον αυτού επί σε και ελεήσαι σε |
26the Lord lift up his countenance upon thee, and give thee peace. | επάραι κύριος το πρόσωπον αυτού επί σε και δώη σοι ειρήνην |
27And they shall put my name upon the children of Israel, and I the Lord will bless them. | και επιθήσουσι το όνομά μου επί τους υιούς Ισραήλ και εγώ ευλογήσω αυτούς |
Chapter 7
[edit]1And it came to pass in the day in which Moses finished the setting-up of the tabernacle, that he anointed it, and consecrated it, and all its furniture, and the altar and all its furniture, he even anointed them, and consecrated them. | και εγένετο τη ημέρα η συνετέλεσε Μωυσής ώστε αναστήσαι την σκηνήν και έχρισεν αυτήν και ηγίασεν αυτήν και πάντα τα σκεύη αυτής και το θυσιαστήριον και πάντα τα σκεύη αυτού και έχρισεν αυτά και ηγίασεν αυτά |
2And the princes of Israel brought gifts, twelve princes of their fathers' houses: these were the heads of tribes, these are they that presided over the numbering. | και προσήνεγκαν οι άρχοντες Ισραήλ άρχοντες οίκων πατριών αυτών ούτοι οι άρχοντες φυλών ούτοι οι παρεστηκότες επί της επισκοπής |
3And they brought their gift before the Lord, six covered waggons, and twelve oxen; a waggon from two princes, and a calf from each: and they brought them before the tabernacle. | και ήνεγκαν τα δώρα αυτών έναντι κυρίου εξ αμάξας λαμπηνικάς και δώδεκα βόας άμαξαν παρά δύο αρχόντων και μόσχον παρά εκάστου και προσήγαγον εναντίον της σκηνής |
4And the Lord spoke to Moses, saying, | και είπε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
5Take of them, and they shall be for the works of the services of the tabernacle of witness: and thou shalt give them to the Levites, to each one according to his ministration. | λάβε παρ΄ αυτών και έσονται προς τα έργα τα λειτουργικά της σκηνής του μαρτυρίου και δώσεις αυτά τοις Λευίταις εκάστω κατά την αυτού λειτουργίαν |
6And Moses took the waggons and the oxen, and gave them to the Levites. | και λαβών Μωυσής τας αμάξας και τους βόας έδωκεν αυτά τοις Λευίταις |
7And he gave two waggons and four oxen to the sons of Gedson, according to their ministrations. | τας δύο αμάξας και τους τέσσαρας βόας έδωκε τοις υιοίς Γερσών κατά τας λειτουργίας αυτών |
8And four waggons and eight oxen he gave to the sons of Merari according to their ministrations, by Ithamar the son of Aaron the priest. | και τας τέσσαρας αμάξας και τους οκτώ βόας έδωκε τοις υιοίς Μεραρί κατά τας λειτουργίας αυτών διά Ιθάμαρ υιόυ Ααρών του ιερέως |
9But to the sons of Caath he gave them not, because they have the ministrations of the sacred things: they shall bear them on their shoulders. | και τοις υιοίς Καάθ ου έδωκεν ότι τα λειτουργήματα του αγίου έχουσιν επ΄ ώμων αρούσι |
10And the rulers brought gifts for the dedication of the altar, in the day in which he anointed it, and the rulers brought their gifts before the altar. | και προσήνεγκαν οι άρχοντες εις τον εγκαινισμόν του θυσιαστηρίου εν τη ημέρα εν η έχρισεν αυτό και προσήνεγκαν οι άρχοντες τα δώρα αυτών απέναντι του θυσιαστηρίου |
11And the Lord said to Moses, One chief each day, they shall offer their gifts a chief each day for the dedication of the altar. | και είπε κύριος προς Μωυσήν άρχων εις καθ΄ ημέραν άρχων καθ΄ ημέραν προσοίσουσι τα δώρα αυτών εις τον εγκαινισμόν του θυσιαστηρίου |
12And he that offered his gift on the first day, was Naasson the son of Aminadab, prince of the tribe of Juda. | και ην ο προσφέρων εν τη ημέρα τη πρώτη το δώρον αυτού Ναασσών υιός Αμιναδάβ άρχων της φυλής Ιούδα |
13And he brought his gift, one silver charger of a hundred and thirty shekels was its weight, one silver bowl, of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | και προσήνεγκε το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
14One golden censer of ten shekels full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
15One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering; | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
16and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
17And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Naasson the son of Aminadab. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσιας πέντε τούτο το δώρον Ναασών υιόυ Αμιναδάβ |
18On the second day Nathanael son of Sogar, the prince of the tribe of Issachar, brought his offering. | τη ημέρα τη δευτέρα προσήνεγκε Ναθαναήλ υιός Σωγάρ ο άρχων της φυλής Ισσάχαρ |
19And he brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | και προσήνεγκε το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
20One censer of ten golden shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
21One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
22and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
23And for a sacrifice, a peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Nathanael the son of Sogar. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Ναθαναήλ υιόυ Σωγάρ |
24On the third day the prince of the sons of Zabulon, Eliab the son of Chaelon. | τη ημέρα τη τρίτη άρχων των υιών Ζαβουλών Ελιάβ υιός Χελών |
25He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
26One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
27One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
28and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
29And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Eliab the son of Chaelon. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Ελιάβ υιόυ Χελών |
30On the fourth day Elisur the son of Sediur, the prince of the children of Ruben. | τη ημέρα τη τετάρτη άρχων των υιών Ρουβήν Ελισούρ υιός Σεδηούρ |
31He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
32One golden censer of ten shekels full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
33One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
34and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
35And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Elisur the son of Sediur. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Ελισούρ υιόυ Σεδηούρ |
36On the fifth day the prince of the children of Symeon, Salamiel the son of Surisadai. | τη ημέρα τη πέμπτη άρχων των υιών Συμεών Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαϊ |
37He brought his gift, one silver charger, its weight one hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
38One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
39One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
40and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
41And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Salamiel the son of Surisadai. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Σαλαμιήλ υιόυ Σουρισαδαϊ |
42On the sixth day the prince of the sons of Gad, Elisaph the son of Raguel. | τη ημέρα τη έκτη άρχων των υιών Γαδ Ελισάφ υιός Ραγουήλ |
43He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
44One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
45One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
46and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
47And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Elisaph the son of Raguel. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Ελισάφ υιόυ Ραγουήλ |
48On the seventh day the prince of the sons of Ephraim, Elisama the son of Emiud. | τη ημέρα τη εβδόμη άρχων των υιών Εφραϊμ Ελισαμά υιός Αμμιούδ |
49He brought his gift, one silver charger, its weight was a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
50One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
51One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
52and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
53And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Elisama the son of Emiud. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Ελισαμά υιόυ Αμμιούδ |
54On the eighth day the prince of the sons of Manasse, Gamaliel the son of Phadassur. | τη ημέρα τη ογδόη άρχων των υιών Μανασσή Γαμαλιήλ υιός Φαδασσούρ |
55He brought his gift, one silver charger, its weight one hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour mingled with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
56One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
57One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
58and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
59And for a sacrifice of peace-offering two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Gamaliel the son of Phadassur. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Γαμαλιήλ υιόυ Φαδασσούρ |
60On the ninth day the prince of the sons of Benjamin, Abidan the son of Gadeoni. | τη ημέρα τη εννάτη άρχων των υιών Βενιαμίν Αβιδάν υιός Γεδεωνί |
61He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour mingled with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
62One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
63One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
64and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
65And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Abidan the son of Gadeoni. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Αβιδάν υιόυ Γεδεωνί |
66On the tenth day the prince of the sons of Dan, Achiezer the son of Amisadai. | τη ημέρα τη δεκάτη άρχων των υιών Δαν Αβιεζέρ υιός Αμισαδαϊ |
67He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour kneaded with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
68One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
69One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
70and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
71And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old. This was the gift of Achiezer the son of Amisadai. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Αβιεζέρ υιόυ Αμισαδαϊ |
72On the eleventh day the prince of the sons of Aser, Phageel the son of Echran. | τη ημέρα τη ενδεκάτη άρχων των υιών Ασήρ Φαγεήλ υιός Εχράν |
73He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels, one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour mingled with oil for a meat-offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
74One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
75One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ενιαύσιον ένα εις ολοκαύτωμα |
76and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
77And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Phageel the son of Echran. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Φαγαήλ υιόυ Εχράν |
78On the twelfth day the prince of the sons of Nephthali, Achire the son of Aenan. | τη ημέρα τη δωδεκάτη άρχων των υιών Νεφθαλείμ Αχιρά υιός Αινάν |
79He brought his gift, one silver charger, its weight a hundred and thirty shekels; one silver bowl of seventy shekels according to the holy shekel; both full of fine flour mingled with oil for a meat offering. | το δώρον αυτού τρυβλίον αργυρούν εν τριάκοντα και εκατόν ολκή αυτού φιάλην μίαν αργυράν εβδομήκοντα σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον αμφότερα πλήρη σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν |
80One golden censer of ten shekels, full of incense. | θυϊσκην μίαν δέκα χρυσών πλήρη θυμιάματος |
81One calf of the herd, one ram, one he-lamb of a year old for a whole-burnt-offering, | μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνόν ένα ενιαύσιον εις ολοκαύτωμα |
82and one kid of the goats for a sin-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
83And for a sacrifice of peace-offering, two heifers, five rams, five he-goats, five ewe-lambs of a year old: this was the gift of Achire the son of Aenan. | και εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις δύο κριούς πέντε τράγους πέντε αμνάδας ενιαυσίας πέντε τούτο το δώρον Αχιρά υιόυ Αινάν |
84This was the dedication of the altar in the day in which Moses anointed it, by the princes of the sons of Israel; twelve silver chargers, twelve silver bowls, twelve golden censers: | ούτος ο εγκαινισμός του θυσιαστηρίου η ημέρα έχρισεν αυτό παρά των αρχόντων των υιών Ισραήλ τρυβλία αργυρά δώδεκα φιάλαι αργυραί δώδεκα θυϊσκαι χρυσαί δώδεκα |
85 each charger of a hundred and thirty shekels, and each bowl of seventy shekels: all the silver of the vessels was two thousand four hundred shekels, the shekels according to the holy shekel. | τριάκοντα και εκατόν σικλών το τρυβλίον το εν και εβδομήκοντα σικλών η φιάλη η μία παν το αργύριον των σκευών δισχίλιοι και τετρακόσιοι σίκλοι σίκλοι εν τω σίκλω τω αγίω |
86Twelve golden censers full of incense: all the gold of the shekels, a hundred and twenty shekels. | θυϊσκαι χρυσαί δώδεκα πλήρεις θυμιάματος παν το χρυσίον των θυϊσκων είκοσι και εκατόν χρυσοί |
87All the cattle for whole-burnt-offerings, twelve calves, twelve rams, twelve he-lambs of a year old, and their meat-offerings, and their drink-offerings: and twelve kids of the goats for sin-offering. | πάσαι αι βόες εις ολοκαύτωσιν μόσχοι δώδεκα κριοί δώδεκα αμνοί ενιαύσιοι δώδεκα και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών και χίμαροι εξ αιγών δώδεκα περί αμαρτίας |
88All the cattle for a sacrifice of peace-offering, twenty-four heifers, sixty rams, sixty he-goats of a year old, sixty ewe-lambs of a year old without blemish: this is the dedication of the altar, after that Moses consecrated Aaron, and after he anointed him. | πάσαι αι βόες εις θυσίαν σωτηρίου δαμάλεις εικοσιτέσσαρες κριοί εξήκοντα τράγοι εξήκοντα αμνάδες εξήκοντα ενιαύσιοι άμωμοι αύτη η εγκαίνωσις του θυσιαστηρίου μετά το χρίσαι αυτόν |
89When Moses went into the tabernacle of witness to speak to God, then he heard the voice of the Lord speaking to him from off the mercy-seat, which is upon the ark of the testimony, between the two cherubs; and he spoke to him. | εν τω εισπορεύεσθαι Μωυσήν εις την σκηνήν του μαρτυρίου λαλήσαι αυτώ και ήκουσε την φωνήν κυρίου λαλούντος προς αυτόν άνωθεν του ιλαστηρίου ο εστιν επί της κιβωτού του μαρτυρίου αναμέσον των δύο χερουβίμ και ελάλει προς αυτόν |
Chapter 8
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Speak to Aaron, and thou shalt say to him, Whenever thou shalt set the lamps in order, the seven lamps shall give light opposite the candlestick. | λάλησον τω Ααρών και ερείς προς αυτόν όταν επιθής τους λύχνους εκ μέρους κατά πρόσωπον της λυχνίας φωτιούσιν οι επτά λύχνοι |
3And Aaron did so: on one side opposite the candlestick he lighted its lamps, as the Lord appointed Moses. | και εποίησεν ούτως Ααρών κατά πρόσωπον της λυχνίας εξήψε τους λύχνους αυτής καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
4And this is the construction of the candlestick: it is solid, golden—its stem, and its lilies—all solid: according to the pattern which the Lord shewed Moses, so he made the candlestick. | και αύτη η κατασκευή της λυχνίας στερεά χρυσή ο καυλός αυτής και τα κρίνα αυτής στερεά όλη κατά το είδος ο έδειξε κύριος τω Μωυσή ούτως εποίησε την λυχνίαν |
5And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
6Take the Levites out of the midst of the children of Israel, and thou shalt purify them. | λάβε τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ και αφαγνιείς αυτούς |
7And thus shalt thou perform their purification: thou shalt sprinkle them with water of purification, and a razor shall come upon the whole of their body, and they shall wash their garments, and shall be clean. | και ούτω ποιήσεις αυτοίς τον αγνισμόν αυτών περιρρανείς αυτούς ύδωρ αγνισμού και επελεύσεται ξυρός επί παν το σώμα αυτών και πλυνούσι τα ιμάτια αυτών και καθαροί έσονται |
8And they shall take one calf of the herd, and its meat-offering, fine flour mingled with oil: and thou shalt take a calf of a year old of the herd for a sin-offering. | και λήψονται μόσχον ένα εκ βοών και τούτου θυσίαν σεμίδαλιν αναπεποιημένην εν ελαίω και μόσχον ενιαύσιον εκ βοών λήψη περί αμαρτίας |
9And thou shalt bring the Levites before the tabernacle of witness; and thou shalt assemble all the congregation of the sons of Israel. | και προσάξεις τους Λευίτας έναντι της σκηνής του μαρτυρίου και συνάξεις πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ |
10And thou shalt bring the Levites before the Lord; and the sons of Israel shall lay their hands upon the Levites. | και προσάξεις τους Λευίτας έναντι κυρίου και επιθήσουσιν οι υιοί Ισραήλ τας χείρας αυτών επί τους Λευίτας |
11And Aaron shall separate the Levites for a gift before the Lord from the children of Israel: and they shall be prepared to perform the works of the Lord. | και άφοριει Ααρών τους Λευίτας απόδομα έναντι κυρίου παρά των υιών Ισραήλ και έσονται ώστε εργάζεσθαι τα έργα κυρίου |
12And the Levites shall lay their hands on the heads of the calves; and thou shalt offer one for a sin-offering, and the other for a whole-burnt-offering to the Lord, to make atonement for them. | οι δε Λευίται επιθήσουσι τας χείρας επί τας κεφαλάς των μόσχων και ποιήσεις τον ένα περί αμαρτίας και τον ένα εις ολοκαύτωμα κυρίω εξιλάσασθαι περί αυτών |
13And thou shalt set the Levites before the Lord, and before Aaron, and before his sons; and thou shalt give them as a gift before the Lord. | και στήσεις τους Λευίτας έναντι Ααρών και έναντι των υιών αυτού και αποδώσεις αυτούς απόδομα κυρίω |
14And thou shalt separate the Levites from the midst of the sons of Israel, and they shall be mine. | και διαστελείς τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ και έσονται εμοί |
15And afterwards the Levites shall go in to perform the works of the tabernacle of witness; and thou shalt purify them, and present them before the Lord. | και μετά ταύτα εισελεύσονται οι Λευίται εργάζεσθαι τα έργα της σκηνής του μαρτυρίου και καθαριείς αυτούς και αποδώσεις αυτούς έναντι κυρίου |
16For these are given to me for a present out of the midst of the children of Israel: I have taken them to myself instead of all the first-born of the sons of Israel that open every womb. | ότι απόδομα αποδεδομένον ούτοί μοι είσιν εκ μέσου των υιών Ισραήλ αντί των διανοιγόντων πάσαν μήτραν πρωτοτόκων πάντων εκ των υιών Ισραήλ είληφα αυτούς εμοί |
17For every first-born among the children of Israel is mine, whether of man or beast: in the day in which I smote every first-born in the land of Egypt, I sanctified them to myself. | ότι εμοί παν πρωτότοκον εν τοις υιοίς Ισραήλ από ανθρώπων έως κτήνους η ημέρα επάταξα παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτου ηγίασα αυτούς εμοί |
18And I took the Levites in the place of every first-born among the children of Israel. | και έλαβον τους Λευίτας αντί παντός πρωτοτοκόυ εν υιοίς Ισραήλ |
19And I gave the Levites presented as a gift to Aaron and his sons out of the midst of the children of Israel, to do the service of the children of Israel in the tabernacle of witness, and to make atonement for the children of Israel: thus there shall be none among the sons of Israel to draw nigh to the holy things. | και απέδωκα τους Λευίτας απόδομα αποδεδομένον Ααρών και τοις υιοίς αυτού εκ μέσου των υιών Ισραήλ εργάζεσθαι τα έργα των υιών Ισραήλ εν τη σκηνή του μαρτυρίου και εξιλάσκεσθαι περί των υιών Ισραήλ και ουκ έσται εν τοις υιοίς Ισραήλ πληγή όταν προσεγγίζων προς τα άγια |
20And Moses and Aaron, and all the congregation of the children of Israel, did to the Levites as the Lord commanded Moses concerning the Levites, so the sons of Israel did to them. | και εποίησε Μωυσής και Ααρών και πάσα η συναγωγή υιών Ισραήλ τοις Λευίταις καθά ενετείλατο κύριος τω Μωυσή περί των Λευιτών ούτως εποίησαν αυτοίς οι υιοί Ισραήλ |
21So the Levites purified themselves and washed their garments; and Aaron presented them as a gift before the Lord, and Aaron made atonement for them to purify them. | και ηγνίσαντο οι Λευίται και έπλυναν τα ιμάτια αυτών και απέδωκεν αυτούς Ααρών απόδομα έναντι κυρίου και εξιλάσατο περί αυτών Ααρών αφαγνίσασθαι αυτούς |
22And afterwards the Levites went in to minister in their service in the tabernacle of witness before Aaron, and before his sons; as the Lord appointed Moses concerning the Levites, so they did to them. | και μετά ταύτα εισήλθον οι Λευίται λειτουργείν την λειτουργίαν αυτών εν τη σκηνή του μαρτυρίου έναντι Ααρών και έναντι των υιών αυτού καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή περί των Λευιτών ούτως εποίησαν αυτοίς |
23And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
24This is the ordinance for the Levites; From five and twenty years old and upward, they shall go in to minister in the tabernacle of witness. | τούτό εστι το περί των Λευιτών από πέντε και εικοσαέτους και επάνω εισελεύσονται λειτουργείν λειτουργίας εν έργοις εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
25And from fifty years old the Levites shall cease from the ministry, and shall not work any longer. | και από πεντηκονταέτους αποστήσεται από της λειτουργίας και ουκ εργάται έτι |
26And his brother shall serve in the tabernacle of witness to keep charges, but he shall not do works: so shalt thou do to the Levites in their charges. | και λειτουργησεί μετά αδελφών αυτού εν τη σκηνή του μαρτυρίου φυλάσσειν φυλακάς έργα δε ουκ εργάται ούτως ποιήσεις τοις Λευίταις εν ταις φυλακαίς αυτών |
Chapter 9
[edit]1And the Lord spoke to Moses in the wilderness of Sina in the second year after they had gone forth from the land of Egypt, in the first month, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν εν τη ερήμω Σινά εν τω έτει τω δευτέρω εξελθόντων αυτών εκ γης Αιγύπτου εν τω μηνί τω πρώτω λέγων |
2Speak, and let the children of Israel keep the passover in its season. | είπον και ποιείτωσαν οι υιοί Ισραήλ το πάσχα καθ΄ ώραν αυτού |
3On the fourteenth day of the first month at even, thou shalt keep it in its season; thou shalt keep it according to its law, and according to its ordinance. | τη τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα του μηνός του πρώτου προς εσπέραν ποιήσεις αυτό κατά καιρόν κατά τον νόμον αυτού και κατά την σύγκρισιν αυτού ποιήσεις αυτό |
4And Moses ordered the children of Israel to sacrifice the passover, | και ελάλησε Μωυσής τοις υιοίς Ισραήλ ποιήσαι το πάσχα |
5on the fourteenth day of the first month in the wilderness of Sina, as the Lord appointed Moses, so the children of Israel did. | εναρχομένου τη τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα του μηνός εν τη ερήμω του Σινά καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή ούτως εποίησαν οι υιοί Ισραήλ |
6And there came men who were unclean by reason of a dead body, and they were not able to keep the passover on that day; and they came before Moses and Aaron on that day. | και παρεγένοντο οι άνδρες οι ήσαν ακάθαρτοι επί ψυχή ανθρώπου και ουκ ηδύναντο ποιήσαι το πάσχα εν τη ημέρα εκείνη και προσήλθον εναντίον Μωυσή και Ααρών εν εκείνη τη ημέρα |
7And those men said to Moses, We are unclean by reason of the dead body of a man: shall we therefore fail to offer the gift to the Lord in its season in the midst of the children of Israel? | και είπαν οι ανδρες εκείνοι προς αυτούς ημείς ακάθαρτοι επί ψυχή ανθρώπου μη ουν υστερήσωμεν ώστε προσενέγκαι το δώρον κυρίω κατά καιρόν αυτού εν μέσω υιών Ισραήλ |
8And Moses said to them, stand there, and I will hear what charge the Lord will give concerning you. | και είπε προς αυτούς Μωυσής στήτε αυτού και ακούσομαι τι εντελείται κύριος περί υμών |
9And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
10Speak to the children of Israel, saying, Whatever man shall be unclean by reason of a dead body, or on a journey far off, among you, or among your posterity; he shall then keep the passover to the Lord, | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ λέγων άνθρωπος άνθρωπος ος αν γένηται ακάθαρτος επί ψυχή ανθρώπου η εν οδώ μακράν υμίν η εν ταις γενεαίς υμών και ποιήσει το πάσχα τω κυρίω |
11in the second month, on the fourteenth day; in the evening they shall offer it, with unleavened bread and bitter herbs shall they eat it. | εν τω μηνί τω δευτέρω εν τη τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα προς εσπέραν ποιήσουσιν αυτό επ΄ αζύμων και πικρίδων φάγονται αυτό |
12They shall not leave of it until the morrow, and they shall not break a bone of it; they shall sacrifice it according to the ordinance of the passover. | ου καταλείψουσιν απ΄ αυτού εις τοπρωϊ και οστούν ου συντρίψουσιν απ΄ αυτού κατά τον νόμον του πάσχα ποιήσουσιν αυτό |
13And whatsoever man shall be clean, and is not far off on a journey, and shall fail to keep the passover, that soul shall be cut off from his people, because he has not offered the gift to the Lord in its season: that man shall bear his iniquity. | και άνθρωπος ος αν καθαρός η και εν οδώ μακράν ουκ έστι και υστερήση ποιήσαι τα πάσχα εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ του λαού αυτής ότι το δώρον κυρίω ου προσήνεγκε κατά τον καιρόν αυτού αμαρτίαν αυτού λήψεται ο άνθρωπος εκείνος |
14And if there should come to you a stranger in your land, and should keep the passover to the Lord, he shall keep it according to the law of the passover and according to its ordinance: there shall be one law for you, both for the stranger, and for the native of the land. | εάν δε προσέλθη προς υμάς προσήλυτος εν τη γη υμών και ποιήση το πάσχα κυρίω κατά τον νόμον του πάσχα και κατά την σύνταξιν αυτού ούτως ποιήσει αυτό νόμος εις έσται υμίν και τω προσηλύτω και τω αυτόχθονι της γης |
15And in the day in which the tabernacle was pitched the cloud covered the tabernacle, the place of the testimony; and in the evening there was upon the tabernacle as the appearance of fire till the morning. | και τη ημέρα η εστάθη η σκηνή εκάλυψεν η νεφέλη την σκηνήν τον οίκον του μαρτυρίου και το εσπέρας ην επί της σκηνής ως είδος πυρός έως πρωϊ |
16So it was continually: the cloud covered it by day, and the appearance of fire by night. | ούτως εγένετο διαπαντός η νεφέλη εκάλυπτεν αυτήν ημέρας και είδος πυρός την νύκτα |
17And when the cloud went up from the tabernacle, then after that the children of Israel departed; and in whatever place the cloud rested, there the children of Israel encamped. | και ηνίκα ανέβη η νεφέλη από της σκηνής και μετά ταύτα απήραν οι υιοί Ισραήλ και εν τω τόπω ου αν έστη η νεφέλη εκεί παρενέβαλον οι υιοί Ισραήλ |
18The children of Israel shall encamp by the command of the Lord, and by the command of the Lord they shall remove: all the days in which the cloud overshadows the tabernacle, the children of Israel shall encamp. And whenever the cloud shall be drawn over the tabernacle for many days, then the children of Israel shall keep the charge of God, and they shall not remove. | διά προστάγματος κυρίου παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ και διά προστάγματος κυρίου απαρούσι πάσας τας ημέρας εν αις σκιάζει η νεφέλη επί της σκηνής παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ |
19And it shall be, whenever the cloud overshadows the tabernacle a number of days, they shall encamp by the word of the Lord, and shall remove by the command of the Lord. | και όταν εφέλκηται η νεφέλη επί της σκηνής ημέρας πλείους και φυλάξονται οι υιοί Ισραήλ την φυλακήν του κυρίου και ου εξαρούσι |
20And it shall come to pass, whenever the cloud shall remain from the evening till the morning, and in the morning the cloud shall go up, then shall they remove by day or by night. | και έσται όταν γένηται η νεφέλη ημέρας αριθμώ επί της σκηνής διά φωνής κυρίου παρεμβαλούσι και διά προστάγματος κυρίου απαρούσι |
21When the cloud continues a full month overshadowing the tabernacle, the children of Israel shall encamp, and shall not depart. | και έσται όταν γένηται η νεφέλη αφ΄ εσπέρας έως πρωϊ και αναβή η νεφέλη τοπρωϊ και απαρούσιν ημέρας η νυκτός |
22For they shall depart by the command of the Lord: - they kept the charge of the Lord by the command of the Lord by the hand of Moses. | η μηνός ημέρας πλεοναζούσης της νεφέλης σκιαζούσης επ΄ αυτής παρεμβαλούσιν οι υιοί Ισραήλ και ου απαρούσιν |
23 | ότι διά προστάγματος κυρίου απαρούσι την φυλακήν κυρίου εφύλαξαντο διά προστάγματος κυρίου εν χειρί Μωυσή |
Chapter 10
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Make to thyself two silver trumpets: thou shalt make them of beaten work; and they shall be to thee for the purpose of calling the assembly, and of removing the camps. | ποίησον σεαυτώ δύο σάλπιγγας αργυράς ελατάς ποιήσεις αυτάς και έσονταί σοι ανακαλείν την συναγωγήν και εξαιρείν τας παρεμβολάς |
3And thou shalt sound with them, and all the congregation shall be gathered to the door of the tabernacle of witness. | και σαλπιείς εν αυταίς και συναχθήσεται πάσα η συναγωγή επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου |
4And if they shall sound with one, all the rulers even the princes of Israel shall come to thee. | εάν δε εν μία σαλπίσωσι προσελεύσονται προς σε πάντες οι άρχοντες αρχηγοί Ισραήλ |
5And ye shall sound an alarm, and the camps pitched eastward shall begin to move. | και σαλπιείτε σημασίαν και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι κατ΄ ανατολάς |
6And ye shall sound a second alarm, and the camps pitched southward shall move; and ye shall sound a third alarm, and the camps pitched westward shall move forward; and ye shall sound a fourth alarm, and they that encamp toward the north shall move forward: they shall sound an alarm at their departure. | και σαλπιείτε σημασίαν δευτέραν και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι κατ΄ λίβα και σαλπιείτε σημασίαν τρίτην και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι παρά θάλασσαν και σαλπιείτε σημασίαν τετάρτην και εξαρούσιν αι παρεμβολαί αι παρεμβάλλουσαι προς βορράν σημασίαν σαλπιούσιν εν τη εξάρσει αυτών |
7And whenever ye shall gather the assembly, ye shall sound, but not an alarm. | και όταν συναγάγητε την συναγωγήν σαλπιείτε και ου σημασία |
8And the priests the sons of Aaron shall sound with the trumpets; and it shall be a perpetual ordinance for you throughout your generations. | και οι υιοί Ααρών οι ιερείς σαλπιούσι ταις σάλπιγξι και έσται υμίν νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς υμών |
9And if ye shall go forth to war in your land against your enemies that are opposed to you, then shall ye sound with the trumpets; and ye shall be had in remembrance before the Lord, and ye shall be saved from your enemies. | εάν δε εξέλθητε εις πόλεμον εν τη γη υμών προς τους υπεναντίους τους ανθεστηκότας υμίν και σημανείτε ταις σάλπιγξι και αναμνησθήσεσθε έναντι κυρίου του θεού υμών και διασωθήσεσθε από των εχθρών υμών |
10And in the days of your gladness, and in your feasts, and in your new moons, ye shall sound with the trumpets at your whole-burnt-offerings, and at the sacrifices of your peace-offerings; and there shall be a memorial for you before your God: I am the Lord your God. | και εν ταις ημέραις της ευφροσύνης υμών και εν ταις εορταίς υμών και εν ταις νουμηνίαις υμών σαλπιείτε ταις σάλπιγξιν επί τοις ολοκαυτώμασι και επί ταις θυσίαις των σωτηρίων υμών και έσται υμίν εις ανάμνησιν έναντι του θεού υμών εγώ κύριος ο θεός υμών |
11And it came to pass in the second year, in the second month, on the twentieth day of the month, the cloud went up from the tabernacle of witness. | και εγένετο εν τω ενιαυτώ τω δευτέρω εν τω μηνί τω δευτέρω εικάδι του μηνός ανέβη η νεφέλη από της σκηνής του μαρτυρίου |
12And the children of Israel set forward with their baggage in the wilderness of Sina; and the cloud rested in the wilderness of Pharan. | και εξήραν οι υιοί Ισραήλ συν απαρτίαις αυτών εν τη ερήμω του Σινά και έστη η νεφέλη εν τη ερήμω του Φαράν |
13And the first rank departed by the word of the Lord by the hand of Moses. | και εξήραν πρώτοι διά φωνής κυρίου εν χειρί Μωυσή |
14And they first set in motion the order of the camp of the children of Juda with their host; and over their host was Naasson, son of Aminadab. | και εξήραν τάγμα παρεμβολής υιών Ιούδα πρώτοι συν δυνάμει αυτών και επί της δυνάμεως αυτών Ναασσών υιός Αμιναδάβ |
15And over the host of the tribe of the sons of Issachar, was Nathanael son of Sogar. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Ισσάχαρ Ναθαναήλ υιός Σωγάρ |
16And over the host of the tribe of the sons of Zabulon, was Eliab the son of Chaelon. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Ζαβουλών Ελιάβ υιός Χελών |
17And they shall take down the tabernacle, and the sons of Gedson shall set forward, and the sons of Merari, who bear the tabernacle. | και καθελούσι την σκηνήν και εξαρούσιν οι υιοί Γερσών και οι υιοί Μεραρί οι αίροντες την σκηνήν |
18And the order of the camp of Ruben set forward with their host; and over their host was Elisur the son of Sediur. | και εξήραν τάγμα παρεμβολής Ρουβήν συν δυνάμει αυτών και επί της δυνάμεως αυτών Ελισούρ υιός Σεδεούρ |
19And over the host of the tribe of the sons of Symeon, was Salamiel son of Surisadai. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Συμεών Σαλαμιήλ υιός Σουρισαδαϊ |
20And over the host of the tribe of the children of Gad, was Elisaph the son of Raguel. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Γαδ Ελισάφ ο του Ραγουήλ |
21And the sons of Caath shall set forward bearing the holy things, and the others shall set up the tabernacle until they arrive. | και εξαρούσιν οι υιοί Καάθ αίροντες τα άγια και στήσουσι την σκηνήν έως παραγένωνται |
22And the order of the camp of Ephraim shall set forward with their forces; and over their forces was Elisama the son of Semiud. | και εξαρούσι τάγμα παρεμβολής Εφραϊμ συν δυνάμει αυτών και επί της δυνάμεως αυτόυ Ελισαμά υιός Εμιούδ |
23And over the forces of the tribes of the sons of Manasse, was Gamaliel the son of Phadassur. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Μανασσή Γαμαλιήλ ο του Φαδασσούρ |
24And over the forces of the tribe of the children of Benjamin, was Abidan the son of Gadeoni. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Βενιαμίν Αβιδάν ο του Γαδεωνί |
25And the order of the camp of the sons of Dan shall set forward the last of all the camps, with their forces: and over their forces was Achiezer the son of Amisadai. | και εξαρούσι τάγματα παρεμβολής υιών Δαν έσχατοι πασών των παρεμβολών συν δυνάμει αυτών και επί της δυνάμεως αυτών Αβιεζέρ ο του Αμισαδαϊ |
26And over the forces of the tribe of the sons of Aser, was Phageel the son of Echran. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Ασήρ Φαγεήλ υιός Εχράν |
27And over the forces of the tribe of the sons of Nephthali, was Achire the son of Aenan. | και επί της δυνάμεως φυλής υιών Νεφθαλίμ Αχιράν υιός Αινάν |
28These are the armies of the children of Israel; and they set forward with their forces. | αύται αι στρατιαί υιών Ισραήλ και εξήραν συν δυνάμει αυτών |
29And Moses said to Obab the son of Raguel the Madianite, the father-in-law of Moses, We are going forward to the place concerning which the Lord said, This will I give to you: Come with us, and we will do thee good, for the Lord has spoken good concerning Israel. | και είπε Μωυσής τω Ιωβάβ υιώ Ραγουήλ τω Μαδιανίτη γαμβρώ Μωυσή εξαίρομεν ημείς εις τον τόπον ον είπε κύριος τούτον δώσω υμίν δεύρο μεθ΄ ημών και ευ σε ποιήσομεν ότι κύριος ελάλησε καλά περί Ισραήλ |
30And he said to him, I will not go, but I will go to my land and to my kindred. | και είπε προς αυτόν ου πορεύσομαι αλλά εις την γην μου και εις την γενεάν μου πορεύσομαι |
31And he said, Leave us not, because thou hast been with us in the wilderness, and thou shalt be an elder among us. | και είπε μη εγκαταλίπης ημάς ου ένεκεν ήσθα μεθ΄ ημών εν τη ερήμω και έση εν ημίν πρεσβύτης |
32And it shall come to pass if thou wilt go with us, it shall even come to pass that in whatsoever things the Lord shall do us good, we will also do thee good. | και έσται εάν πορευθής μεθ΄ ημών και έσται τα αγαθά εκείνα όσα αν αγαθοποιήσει κύριος ημάς και ευ σε ποιήσομεν |
33And they departed from the mount of the Lord a three days' journey; and the ark of the covenant of the Lord went before them a three days' journey to provide rest for them. | και εξήραν εκ του όρους κυρίου οδόν τριών ημερών και η κιβωτός διαθήκης κυρίου προεπορεύετο προτέρα αυτών οδόν τριών ημερών κατασκέψασθαι αυτοίς ανάπαυσιν |
34And the cloud overshadowed them by day, when they departed from the camp. | και η νεφέλη κυρίου εγένετο σκιάζουσα επ΄ αυτοίς ημέρας εν τω εξαίρειν αυτούς εκ της παρεμβολής |
35And it came to pass when the ark set forward, that Moses said, Arise, O Lord, and let thine enemies be scattered: let all that hate thee flee. | και εγένετο εν τω εξαιρείν την κιβωτόν και είπε Μωυσής εξεγέρθητι κύριε και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί σου και φυγέτωσαν πάντες οι μισούντές σε |
36And in the resting he said, Turn again, O Lord, the thousands and tens of thousands in Israel. | και εν τη καταπαύσει είπεν επίστρεφε κύριε χιλιάδας μυριάδας εν τω Ισραήλ |
Chapter 11
[edit]1And the people murmured sinfully before the Lord; and the Lord heard them and was very angry; and fire was kindled among them from the Lord, and devoured a part of the camp. | και ην ο λαός γογγύζων πονηρά έναντι κυρίου και ήκουσε κύριος και εθυμώθη οργή και εξεκαύθη εν αυτοίς πυρ παρά κυρίου και κατέφαγε μέρος τι της παρεμβολής |
2And the people cried to Moses: and Moses prayed to the Lord, and the fire was quenched. | και εκέκραξεν ο λαός προς Μωυσήν και ηύξατο Μωυσής προς κύριον και εκόπασε το πυρ |
3And the name of that place was called Burning; for a fire was kindled among them from the Lord. | και εκλήθη το όνομα του τόπου εκείνου εμπυρισμός ότι εξεκαύθη εν αυτοίς πυρ παρά κυρίου |
4And the mixed multitude among them lusted exceedingly; and they and the children of Israel sat down and wept and said, Who shall give us flesh to eat? | και ο επίμικτος ο εν αυτοίς επεθύμησεν επιθυμίαν και καθίσαντες έκλαιον και οι υιοί Ισραήλ και είπεν τις ημάς ψωμιεί κρέα |
5We remember the fish, which we ate in Egypt freely; and the cucumbers, and the melons, and the leeks, and the garlic, and the onions. | εμνήσθημεν τους ιχθύας ους ησθίομεν εν Αιγύπτω δωρεάν και τους σικύους και τους πέπονας και τα πράσα και τα κρόμμυα και τα σκορόδα |
6But now our soul is dried up; our eyes turn to nothing but to the manna. | νυνί δε η ψυχή ημών καταξήρος ουδέν πλην εις το μάννα οι οφθαλμοί ημών |
7And the manna is as coriander seed, and the appearance of it the appearance of hoar-frost. | το δε μάννα ωσεί σπέρμα κορίου εστί και το είδος αυτού είδος κρυστάλλου |
8And the people went through the field, and gathered, and ground it in the mill, or pounded it in a mortar, and baked it in a pan, and made cakes of it; and the sweetness of it was as the taste of wafer made with oil. | και διεπορεύετο ο λαός και συνέλεγον και ήληθον αυτό εν τω μύλω και έτριβον εν τη θυϊα και ήψουν αυτό εν τη χύτρα και εποίουν αυτό εγκρυφίας και ην η ηδονή αυτού ωσεί γεύμα εγκρίς εξ ελαίου |
9And when the dew came upon the camp by night, the manna came down upon it. | και όταν κατέβη η δρόσος επί την παρεμβολήν νυκτός κατέβαινε το μάννα επ΄ αυτής |
10And Moses heard them weeping by their families, every one in his door: and the Lord was very angry; and the thing was evil in the sight of Moses. | και ήκουσε Μωυσής κλαιόντων αυτών κατά δήμους αυτών έκαστος επί της θύρας αυτού και εθυμώθη οργή κύριος σφόδρα και έναντι Μωυσή ην πονηρόν |
11And Moses said to the Lord, Why hast thou afflicted thy servant, and why have I not found grace in thy sight, that thou shouldest lay the weight of this people upon me? | και είπε Μωυσής προς κύριον ινατί εκάκωσας τον θεράποντά σου και διατί ουχ εύρηκα χάριν εναντίον σου επιθείναι την ορμήν του λαού τούτου επ΄ εμέ |
12Have I conceived all this people, or have I born them? that thou sayest to me, Take them into thy bosom, as a nurse would take her suckling, into the land which thou swarest to their fathers? | μη εγώ εν γαστρί έλαβον πάντα τον λαόν τούτον η εγώ έτεκον αυτούς ότι λέγεις μοι λάβε αυτούς εις τον κόλπον σου ωσεί άραι τιθηνός τον θηλάζοντα εις την γην ην ώμοσας τοις πατράσιν αυτών |
13Whence have I flesh to give to all this people? for they weep to me, saying, Give us flesh, that we may eat. | πόθεν μοι κρέα δούναι παντί τω λαώ τούτω ότι κλαίουσιν επ΄ εμέ λέγοντες δος ημίν κρέα ίνα φάγωμεν |
14I shall not be able to bear this people alone, for this thing is too heavy for me. | ου δυνήσομαι εγώ μόνος φέρειν τον λαόν τούτον ότι βαρύ μοι εστί το ρήμα τούτο |
15And if thou doest thus to me, slay me utterly, if I have found favour with thee, that I may not see my affliction. | ει δε ούτως συ ποιείς μοι απόκτεινόν με αναιρέσει ει εύρηκα χάριν παρά σοι ίνα μη ίδω την κάκωσίν μου |
16And the Lord said to Moses, Gather me seventy men from the elders of Israel, whom thou thyself knowest that they are the elders of the people, and their scribes; and thou shalt bring them to the tabernacle of witness, and they shall stand there with thee. | και είπε κύριος προς Μωυσήν συνάγαγέ μοι εβδομήκοντα άνδρας από των πρεσβυτέρων Ισραήλ ους συ αυτός οιδας ούτοί εισι πρεσβύτεροι του λαού και γραμματείς αυτών και άξεις αυτούς εις την σκηνήν του μαρτυρίου και στήσονται εκεί μετά σου |
17And I will go down, and speak there with thee; and I will take of the spirit that is upon thee, and will put it upon them; and they shall bear together with thee the burden of the people, and thou shalt not bear them alone. | και καταβήσομαι και λαλήσω εκεί μετά σου και αφελώ από του πνεύματος του επί σοι και επιθήσω επ΄ αυτούς και συναντιλήψονται μετά σου την ορμήν του λαού και ουκ οίσεις αυτούς συ μόνος |
18And to the people thou shalt say, Purify yourselves for the morrow, and ye shall eat flesh; for ye wept before the Lord, saying, Who shall give us flesh to eat? for it was well with us in Egypt: and the Lord shall allow you to eat flesh, and ye shall eat flesh. | και τω λαώ ερείς αγνίσασθε εις άυριον και φάγεσθε κρέα ότι εκλαύσατε έναντι κυρίου λέγοντες τις ημάς ψωμιεί κρέα ότι καλόν ημίν εστίν εν Αιγύπτω και δώσει κύριος υμίν κρέα και φάγεσθε |
19Ye shall not eat one day, nor two, nor five days, nor ten days, nor twenty days; | ουχ ημέραν μίαν φάγεσθε ουδέ δύο ουδέ πέντε ημέρας ουδέ δέκα ημέρας ουδέ είκοσιν ημέρας |
20ye shall eat for a full month, until the flesh come out at your nostrils; and it shall be nausea to you, because ye disobeyed the Lord, who is among you, and wept before him, saying, What had we to do to come out of Egypt? | έως μηνός ημερών φάγεσθε έως αν εξέλθη εκ των μυκτήρων υμών και έσται υμίν εις χολέραν ότι ηπειθήσατε κυρίω ος εστιν εν υμίν και εκλαύσατε εναντίον αυτού λέγοντες ινατί ημίν εξελθείν εξ Αιγύπτου |
21And Moses said, The people among whom I am are six hundred thousand footmen; and thou saidst, I will give them flesh to eat, and they shall eat a whole month. | και είπε Μωυσής εξακόσιαι χιλιάδες πεζών ο λαός εν οις ειμί εν αυτοίς και συ είπας κρέα δώσω αυτοίς και φάγονται μήνα ημερών |
22Shall sheep and oxen be slain for them, and shall it suffice them? or shall all the fish of the sea be gathered together for them, and shall it suffice them? | μη πρόβατα και βόες σφαγήσονται αυτοίς και αρκέσει αυτοίς η παν το όψον της θαλάσσης συναχθήσεται αυτοίς και αρκέσει αυτοίς |
23And the Lord said to Moses, Shall not the hand of the Lord be fully sufficient? now shalt thou know whether my word shall come to pass to thee or not. | και είπε κύριος προς Μωυσήν μη η χειρ κυρίου ουκ εξαρκέσει ήδη γνώση ει επικαταλήψεταί σε ο λόγος μου η ου |
24And Moses went out, and spoke the words of the Lord to the people; and he gathered seventy men of the elders of the people, and he set them round about the tabernacle. | και εξήλθε Μωυσής και ελάλησε προς τον λαόν τα ρήματα κυρίου και συνήγαγεν εβδομήκοντα άνδρας από των πρεσβυτέρων του λαού και έστησεν αυτούς κύκλω της σκηνής |
25And the Lord came down in a cloud, and spoke to him, and took of the spirit that was upon him, and put it upon the seventy men that were elders; and when the spirit rested upon them, they prophesied and ceased. | και κατέβη κύριος εν νεφέλη και ελάλησε προς αυτόν και παρείλατο από του πνεύματος του επ΄ αυτώ και επέθηκεν επί τους εβδομήκοντα άνδρας τους πρεσβυτέρους ως δε επανεπαύσατο πνεύμα επί αυτούς και επροφήτευσαν και ουκ προσέθεντο |
26And there were two men left in the camp, the name of the one was Eldad, and the name of the other Modad; and the spirit rested upon them, and these were of the number of them that were enrolled, but they did not come to the tabernacle; and they prophesied in the camp. | και κατελείφθησαν δύο άνδρες εν τη παρεμβολή όνομα τω ενί Ελδάδ και όνομα τω δευτέρω Μωδάδ και επανεπαύσατο επ΄ αυτούς το πνεύμα και ούτοι ήσαν των καταγεγραμμένων και ουκ ήλθον προς την σκηνήν και επροφήτευσαν εν τη παρεμβολή |
27And a young man ran and told Moses, and spoke, saying, Eldad and Modad prophesy in the camp. | και προσδραμών ο νεανίσκος απήγγειλε Μωυσή και είπε λέγων Ελδάδ και Μωδάδ προφητεύουσιν εν τη παρεμβολή |
28And Joshua the son of Naue, who attended on Moses, the chosen one, said, My lord Moses, forbid them. | και αποκριθείς Ιησους ο του Ναυή ο παρεστηκώς Μωυσή ο εκλεκτός αυτού είπε κύριέ μου Μωυσή κώλυσον αυτούς |
29And Moses said to him, Art thou jealous on my account? and would that all the Lord's people were prophets; whenever the Lord shall put his spirit upon them. | και είπε Μωυσής αυτώ μη ζηλοίς συ μοι και τις δώη πάντα τον λαόν κυρίου προφήτας όταν δω κύριος το πνεύμα αυτού επ΄ αυτούς |
30And Moses departed into the camp, himself and the elders of Israel. | και απήλθε Μωυσής εις την παρεμβολήν αυτός και οι πρεσβύτεροι Ισραήλ |
31And there went forth a wind from the Lord, and brought quails over from the sea; and it brought them down upon the camp a day's journey on this side, and a day's journey on that side, round about the camp, as it were two cubits from the earth. | και πνεύμα εξήλθε παρά κυρίου και εξεπέρασεν ορτυγομήτραν από της θαλάσσης και επέβαλεν επί της παρεμβολής οδόν ημέρας εντεύθεν και οδόν ημέρας εντεύθεν κύκλω της παρεμβολής ωσεί δίπηχυ από της γης |
32And the people rose up all the day, and all the night, and all the next day, and gathered quails; he that gathered least, gathered ten measures; and they refreshed themselves round about the camp. | και αναστάς ο λαός όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα και όλην την ημέραν την επαύριον και συνήγαγον την ορτυγομήτραν ο το ολίγον συνήγαγε δέκα κόρους και έψυξαν εαυτοίς ψυγμούς κύκλω της παρεμβολής |
33The flesh was yet between their teeth, before it failed, when the Lord was wroth with the people, and the Lord smote the people with a very great plague. | τα κρέα έτι ην εν τοις οδούσιν αυτών πριν η εκλείπειν και κύριος εθυμώθη οργή εις τον λαόν και επάταξε κύριος τον λαόν πληγήν μεγάλην σφόδρα |
34And the name of that place was called the Graves of Lust; for there they buried the people that lusted. | και εκλήθη το όνομα του τόπου εκείνου μνήματα της επιθυμίας ότι εκεί έθαψαν τον λαόν τον επιθυμητήν |
35The people departed from the Graves of Lust to Aseroth; and the people halted at Aseroth. | από μνημάτων της επιθυμίας εξήρεν ο λαός εις Ασηρώθ και εγένετο ο λαός εν Ασηρώθ |
Chapter 12
[edit]1And Mariam and Aaron spoke against Moses, because of the Ethiopian woman whom Moses took; for he had taken an Ethiopian woman. | και ελάλησε Μαριάμ και Ααρών κατά Μωυσή ένεκεν της γυναικός της Αιθιοπίσσης ην έλαβε Μωυσής ότι γυναίκα Αιθιοπίσσαν έλαβε |
2And they said, Has the Lord spoken to Moses only? has he not also spoken to us? and the Lord heard it. | και είπαν μη Μωυσή μόνω λελάληκε κύριος ουχί και ημίν ελάλησε και ήκουσε κύριος |
3And the man Moses was very meek beyond all the men that were upon the earth. | και ο άνθρωπος Μωυσής πραύς σφόδρα παρά πάντας τους ανθρώπους τους όντας επί της γης |
4And the Lord said immediately to Moses and Aaron and Mariam, Come forth all three of you to the tabernacle of witness. | και είπε κύριος παραχρήμα προς Μωυσήν και Ααρών και Μαριάμ εξέλθετε υμείς οι τρεις εις την σκηνήν του μαρτυρίου |
5And the three came forth to the tabernacle of witness; and the Lord descended in a pillar of a cloud, and stood at the door of the tabernacle of witness; and Aaron and Mariam were called; and both came forth. | και εξήλθον οι τρεις εις την σκηνήν του μαρτυρίου και κατέβη κύριος εν στύλω νεφέλης και έστη επί της θύρας της σκηνής του μαρτυρίου και εκλήθησαν Ααρών και Μαριάμ και εξήλθοσαν αμφότεροι |
6And he said to them, Hear my words: If there should be of you a prophet to the Lord, I will be made known to him in a vision, and in sleep will I speak to him. | και είπε προς αυτούς ακούσατε των λόγων μου εάν γένηται προφήτης υμών κυρίω εν οράματι αυτώ γνωσθήσομαι και εν ύπνω λαλήσω αυτώ |
7My servant Moses is not so; he is faithful in all my house. | ουχ ούτως ο θεράπων μου Μωυσής εν όλω τω οίκω μου πιστός εστι |
8I will speak to him mouth to mouth apparently, and not in dark speeches; and he has seen the glory of the Lord; and why were ye not afraid to speak against my servant Moses? | στόμα κατά στόμα λαλήσω αυτώ εν είδει και ου δι΄ αινιγμάτων και την δόξαν κυρίου είδε και διατί ουκ εφοβήθητε καταλαλήσαι κατά του θεράποντός μου Μωυσή |
9And the great anger of the Lord was upon them, and he departed. | και οργή θυμού κυρίου επ΄ αυτούς και απήλθον |
10And the cloud departed from the tabernacle; and, behold, Mariam was leprous, white as snow; and Aaron looked upon Mariam, and, behold, she was leprous. | και η νεφέλη απέστη από της σκηνής και ιδού Μαριάμ λεπρώσα ωσεί χιών και επέβλεψεν Ααρών επί Μαριάμ και ιδού λεπρώσα |
11And Aaron said to Moses, I beseech thee, my lord, do not lay sin upon us, for we were ignorant wherein we sinned. | και είπεν Ααρών προς Μωυσήν δέομαι κύριε μου μη συνεπιθή ημίν αμαρτίαν διότι ηγνοήσαμεν καθ΄ ότι ημάρτομεν |
12Let her not be as it were like death, as an abortion coming out of his mother's womb, when the disease devours the half of the flesh. | μη γένηται ως ίσον θανάτω ωσεί έκτρωμα εκπορευόμενον εκ μήτρας μητρός αυτού και κατεσθίει το ήμισυ των σαρκών αυτής |
13And Moses cried to the Lord, saying, O God, I beseech thee, heal her. | και εβόησε Μωυσής προς κύριον λέγων ο θεός δέομαί σου ίασαι αυτήν |
14And the Lord said to Moses, If her father had only spit in her face, would she not be ashamed seven days? let her be set apart seven days without the camp, and afterwards she shall come in. | και είπε κύριος προς Μωυσήν ει ο πατήρ αυτής πτύων ενέπτυσεν εις το πρόσωπον αυτής ουκ εντραπήσεται επτά ημέρας αφορισθήτω έξω της παρεμβολής και μετά ταύτα εισελεύσεται |
15And Mariam was separated without the camp seven days; and the people moved not forward till Mariam was cleansed. | και αφωρίσθη Μαριάμ έξω της παρεμβολής επτά ημέρας και ο λαός ουκ εξήρεν έως εκαθαρίσθη Μαριάμ |
16 | και μετά ταύτα εξήρεν ο λαός εξ Ασηρώθ και παρενέβαλον εν τη ερήμω του Φαράν |
Chapter 13
[edit]1And afterwards the people set forth from Aseroth, and encamped in the wilderness of Pharan. | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2And the Lord spoke to Moses, saying, | απόστειλον σεαυτώ άνδρας και κατασκεψάσθωσαν την γην των Χαναναίων ην εγώ δίδωμι τοις υιοίς Ισραήλ εις κατάσχεσιν άνδρα ένα κατά φυλήν κατά δήμους πατριών αυτών αποστελείς αυτούς πάντα αρχηγόν εξ αυτών |
3Send for thee men, and let them spy the land of the Chananites, which I give to the sons of Israel for a possession; one man for a tribe, thou shalt send them away according to their families, every one of them a prince. | και εξαπέστειλεν αυτούς Μωυσής εκ της ερήμου Φαράν διά φωνής κυρίου πάντες άνδρες αρχηγοί υιών Ισραήλ ούτοι |
4And Moses sent them out of the wilderness of Pharan by the word of the Lord; all these were the princes of the sons of Israel. | και ταύτα τα ονόματα αυτών της φυλής Ρουβήν Σαμού υιός Ζαχούρ |
5And these are their names: of the tribe of Ruben, Samuel the son of Zachur. | της φυλής Συμεών Σαφάτ υιός Σουρεί |
6Of the tribe of Symeon, Saphat the son of Suri. | της φυλής Ιούδα Χαλάβ υιός Ιεφοννή |
7Of the tribe of Judah, Chaleb the son of Jephonne. | της φυλής Ισσάχαρ Ιγάλ υιός Ιωσήφ |
8Of the tribe of Issachar, Ilaal the son of Joseph. | της φυλής Εφραϊμ Αυσή υιός Ναυή |
9Of the tribe of Ephraim, Ause the son of Naue. | της φυλής Βενιαμίν Φαλτί υιός Ραφάν |
10Of the tribe of Benjamin, Phalti the son of Raphu. | της φυλής Ζαβουλών Γουδιήλ υιός Σουδί |
11Of the tribe of Zabulon, Gudiel the son of Sudi. | της φυλής Ιωσήφ των υιών Μανασσή Γαδδί υιός Σουσί |
12Of the tribe of Joseph of the sons of Manasse, Gaddi the son of Susi. | της φυλής Δαν Αμιήλ υιός Γαμαλί |
13Of the tribe of Dan, Amiel the son of Gamali. | της φυλής Ασήρ Σαθούρ υιός Μιχαήλ |
14Of the tribe of Aser, Sathur the son of Michael. | της φυλής Νεφθαλίμ Ναβί υιός Αβί |
15Of the tribe of Nephthali, Nabi the son of Sabi. | της φυλής Γαδ Γουδιήλ υιός Μαχί |
16Of the tribe of Gad, Gudiel the son of Macchi. | ταύτα τα ονόματα των ανδρών ους απέστειλε Μωυσής κατασκέψασθαι την γην και επωνόμασε Μωυσής τον Αυσή υιόν Ναυή Ιησούν |
17These are the names of the men whom Moses sent to spy out the land; and Moses called Ause the son of Naue, Joshua. | και απέστειλεν αυτούς Μωυσής κατασκέψασθαι την γην Χαναάν και είπε προς αυτούς ανάβητε ταύτη τη ερήμω και αναβήσεσθε εις το όρος |
18And Moses sent them to spy out the land of Chanaan, and said to them, Go up by this wilderness; and ye shall go up to the mountain, | και όψεσθε την γην τις εστι και τον λαόν τον εγκαθήμενον επ΄ αυτής ει ισχυρός εστιν η ασθενής η ολίγοι εισίν η πολλοί |
19and ye shall see the land, what it is, and the people that dwells on it, whether it is strong or weak, or whether they are few or many. | και τις η γη εις ην ούτοι εγκάθηνται επ΄ αυτής ει καλή εστιν η πονηρά και τίνες αι πόλεις εις ας ούτοι κατοικούσιν εν αυταίς ει εν τειχήρεσιν η εν ατειχίστοις |
20And what the land is on which they dwell, whether it is good or bad; and what the cities are wherein these dwell, whether they dwell in walled cities or unwalled. | και τις η γη ει πιών η παρειμένη ει έστιν εν αυτή δένδρα η ου και προσκαρτερήσαντες λήψεσθε από των καρπών της γης και αι ημέραι ημέρας έαρος πρόδρομοι σταφυλής |
21And what the land is, whether rich or poor; whether there are trees in it or no: and ye shall persevere and take of the fruits of the land: and the days were the days of spring, the forerunners of the grape. | και αναβάντες κατεσκέψαντο την γην από της ερήμου Σιν έως Ροώβ εισπορευομένων Εμάθ |
22And they went up and surveyed the land from the wilderness of Sin to Rhoob, as men go in to Aemath. | και ανέβησαν κατά την έρημον και ήλθοσαν έως Χεβρών και εκεί Αχειμάν και Σεσί και Θελαμίν γενεαί Ενάχ και Χεβρών επτά έτεσιν ωκοδομήθη προ του Τανί Αιγύπτου |
23And they went up by the wilderness, and departed as far as Chebron; and there was Achiman, and Sessi, and Thelami, the progeny of Enach. Now Chebron was built seven years before Tanin of Egypt. | και ήλθοσαν έως φάραγγος βότρυος και έκοψαν εκείθεν κλήμα και βότρυν σταφυλής ένα επ΄ αυτού και ήραν αυτόν επ΄ αναφορεύσι και από των ροών και από των συκών |
24And they came to the valley of the cluster and surveyed it; and they cut down thence a bough and one cluster of grapes upon it, and bore it on staves, and they took of the pomegranates and the figs. | και τον τόπον εκείνον επωνόμασαν φάραγξ βότρυος διά τον βότρυν ον έκοψαν εκείθεν οι υιοί Ισραήλ |
25And they called that place, The valley of the cluster, because of the cluster which the children of Israel cut down from thence. | και επέστρεψαν εκείθεν κατασκεψάμενοι την γην μετά τεσσαράκοντα ημέρας |
26And they returned from thence, having surveyed the land, after forty days. | και πορευθέντες ήλθον προς Μωυσήν και Ααρών και προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ εις την έρημον Φαράν Κάδης και απεκρίθησαν αυτοίς ρήμα και πάση συναγωγή και έδειξαν τον καρπόν της γης |
27And they proceeded and came to Moses and Aaron and all the congregation of the children of Israel, to the wilderness of Pharan Cades; and they brought word to them and to all the congregation, and they shewed the fruit of the land: | και διηγήσαντο αυτώ και είπαν ήλθομεν εις την γην εις ην απέστειλας ημάς γην ρέουσαν γάλα και μέλι και ούτος ο καρπός αυτής |
28and they reported to him, and said, We came into the land into which thou sentest us, a land flowing with milk and honey; and this is the fruit of it. | αλλ΄ ότι θρασύ το έθνος το κατοικούν την γην και αι πόλεις οχυραί τετειχισμέναι μεγάλαι σφόδρα και την γενεάν Ενάχ εωράκαμεν εκεί |
29Only the nation that dwells upon it is bold, and they have very great and strong walled towns, and we saw there the children of Enach. | και Αμαλήκ κατοικεί εν τη γη τη προς νότον και ο Χετταίος και ο Ευαίος και ο Ιεβουσαίος και ο Αμορραίος κατοικεί εν τη ορεινή και ο Χαναναίος κατοικεί παρά θάλασσαν και παρά τον Ιορδάνην ποταμόν |
30And Amalec dwells in the land toward the south: and the Chettite and the Evite, and the Jebusite, and the Amorite dwells in the hill country: and the Chananite dwells by the sea, and by the river Jordan. | και κατεσιώπησε Χαλέβ τον λαόν προς Μωυσήν και είπεν αυτώ ουχί αλλά αναβάντες αναβησόμεθα και κατακληρονομήσομεν αυτήν ότι δυνατοί δυνησόμεθα προς αυτούς |
31And Chaleb stayed the people from speaking before Moses, and said to him, Nay, but we will go up by all means, and will inherit it, for we shall surely prevail against them. | και οι άνθρωποι οι συναναβάντες μετ΄ αυτού είπαν ουκ αναβαίνομεν ότι ου δυνώμεθα αναβήναι προς το έθνος ότι ισχυρότερον ημών εστι μαλλον |
32But the men that went up together with him said, We will not go up, for we shall not by any means be able to go up against the nation, for it is much stronger than we. | και εξήνεγκαν έκστασιν της γης ης κατεσκέψαντο αυτήν προς τους υιούς Ισραήλ λέγοντες την γην ην παρήλθομεν αυτήν κατασκέψασθαι γη κατέσθουσα τους κατοικούντας επ΄ αυτής εστί και πας ο λαός ον εωράκαμεν εν αυτή άνδρες υπερμήκεις |
33And they brought a horror of that land which they surveyed upon the children of Israel, saying, The land which we passed by to survey it, is a land that eats up its inhabitants; and all the people whom we saw in it are men of extraordinary stature. | και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν ενώπιον αυτών |
34And there we saw the giants; and we were before them as locusts, yea even so were we before them. |
Chapter 14
[edit]1And all the congregation lifted up their voice and cried; and the people wept all that night. | και αναλαβούσα πάσα η συναγωγή έδωκε φωνήν και έκλαιεν ο λαός όλην την νύκτα εκείνην |
2And all the children of Israel murmured against Moses and Aaron; and all the congregation said to them, | και διεγόγγυζον επί Μωυσήν και Ααρών πάντες οι υιοί Ισραήλ και είπαν προς αυτούς πάσα η συναγωγή όφελον απεθάνομεν εν γη Αιγύπτω η εν τη ερήμω ταύτη απεθάνωμεν |
3Would we had died in the land of Egypt! or in this wilderness, would we had died! and why does the Lord bring us into this land to fall in war? our wives and our children shall be for a prey: now then it is better to return into Egypt. | και ινατί κύριος εισάγει ημάς εις την γην ταύτην πεσείν εν πολέμω αι γυναίκες ημών και τα παιδία έσονται εις διαρπαγήν νυν ουν βέλτιον ημίν εστίν αποστραφήναι εις Αίγυπτον |
4And they said one to another, Let us make a ruler, and return into Egypt. | και είπεν έτερος τω ετέρω δώμεν αρχηγόν και αποστρέψωμεν εις Αίγυπτον |
5And Moses and Aaron fell upon their face before all the congregation of the children of Israel. | και έπεσε Μωυσής και Ααρών επί πρόσωπον εναντίον πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ |
6But Joshua the son of Naue, and Chaleb the son of Jephonne, of the number of them that spied out the land, rent their garments, | Ιησούς δε ο του Ναυή και Χαλέβ ο του Ιεφοννή των κατασκεψαμένων την γην διερρήξαν τα ιμάτια αυτών |
7and spoke to all the congregation of the children of Israel, saying, The land which we surveyed is indeed extremely good. | και είπαν προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ λέγοντες η γη ην κατεσκεψάμεθα αυτήν αγαθήν εστι σφόδρα σφόδρα |
8If the Lord choose us, he will bring us into this land, and give it us; a land which flows with milk and honey. | ει αιρετίζει ημάς κύριος εισάξει ημάς εις την γην ταύτην και δώσει αυτήν ημίν γη ήτις εστί ρέουσα γάλα και μέλι |
9Only depart not from the Lord; and fear ye not the people of the land, for they are meat for us; for the season of prosperity is departed from them, but the Lord is among us: fear them not. | αλλά από του κυρίου μη αποστάται γίνεσθε υμείς δε μη φοβηθήτε τον λαόν της γης ότι κατάβρωμα ημίν εστίν αφέστηκε γαρ ο καιρός απ΄ αυτών ο δε κύριος εν ημίν μη φοβηθήτε αυτούς |
10And all the congregation bade stone them with stones; and the glory of the Lord appeared in the cloud on the tabernacle of witness to all the children of Israel. | και είπε πάσα η συναγωγή καταλιθοβολήσαι αυτούς εν λίθοις και η δόξα κυρίου ώφθη εν τη νεφέλη επί της σκηνής του μαρτυρίου εν πάσι τοις υιοίς Ισραήλ |
11And the Lord said to Moses, How long does this people provoke me? and how long do they refuse to believe me for all the signs which I have wrought among them? | και είπε κύριος προς Μωυσήν έως τίνος παροξύνει με ο λαός ούτος και έως τίνος ου πιστεύουσί μοι επί πάσι τοις σημείοις οις εποίησα εν αυτοίς |
12I will smite them with death, and destroy them; and I will make of thee and of thy father's house a great nation, and much greater than this. | πατάξω αυτούς θανάτω και απολώ αυτούς και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και πολύ μάλλον η τούτο |
13And Moses said to the Lord, So Egypt shall hear, for thou hast brought up this people from them by thy might. | και είπε Μωυσής προς κύριον και ακούσεται Αίγυπτος ότι ανήγαγες τη ισχύϊ σου τον λαόν τούτον εξ αυτών |
14Moreover all the dwellers upon this land have heard that thou art Lord in the midst of this people, who, O Lord, art seen by them face to face, and thy cloud rests upon them, and thou goest before them by day in a pillar of a cloud, and by night in a pillar of fire. | αλλά και πάντες οι κατοικούντες επί της γης ταύτης ακηκόασιν ότι συ ει κύριος εν τω λαώ τούτω όστις οφθαλμοίς κατ΄ οφθαλμούς οπτάζη κύριε και η νεφέλη σου εφέστηκεν επ΄ αυτών και εν στύλω νεφέλης συ πορεύη πρότερος αυτών την ημέραν και εν στύλω πυρός την νύκτα |
15And if thou shalt destroy this nation as one man; then all the nations that have heard thy name shall speak, saying, | και εκτρίψεις τον λαόν τούτον ωσεί άνθρωπον ένα και ερούσι τα έθνη όσοι ακηκόασι το όνομά σου λέγοντες |
16Because the Lord could not bring this people into the land which he sware to them, he has overthrown them in the wilderness. | παρά το μη δύνασθαι κύριον εισαγαγείν τον λαόν τούτον εις την γην ην ώμοσεν αυτοίς κατέστρωσεν αυτούς εν τη ερήμω |
17And now, O Lord, let thy strength be exalted, as thou spakest, saying, | και νυν υψωθήτω η ισχύς σου κύριε ον τρόπον είπας λέγων |
18The Lord is long-suffering and merciful, and true, removing transgressions and iniquities and sins, and he will by no means clear the guilty, visiting the sins of the fathers upon the children to the third and fourth generation. | κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός αφαιρών ανομίας και αδικίας και αμαρτίας και καθαρισμώ ου καθαριεί τον ένοχον αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα έως τρίτης και τετάρτης γενεάς |
19Forgive this people their sin according to thy great mercy, as thou wast favourable to them from Egypt until now. | άφες την αμαρτίαν τω λαώ τούτω κατά το μέγα έλεός σου καθάπερ ίλεως εγένου αυτοίς απ΄ Αιγύπτου έως του νυν |
20And the Lord said to Moses, I am gracious to them according to thy word. | και είπε κύριος ίλεως αυτοίς ειμί κατά το ρήμά σου |
21But as I live and my name is living, so the glory of the Lord shall fill all the earth. | αλλά ζω εγώ και εμπλήσει η δόξα κυρίου πάσαν την γην |
22For all the men who see my glory, and the signs which I wrought in Egypt, and in the wilderness, and have tempted me this tenth time, and have not hearkened to my voice, | ότι πάντες οι άνδρες οι ορώντες την δόξαν μου και τα σημεία α εποίησα εν Αιγύπτω και εν τη ερήμω ταύτη και επείρασάν με τούτο δέκατον και ουκ εισήκουσαν της φωνής μου |
23surely they shall not see the land, which I sware to their fathers; but their children which are with me here, as many as know not good or evil, every inexperienced youth, to them will I give the land; but none who have provoked me shall see it. | ημήν ουκ όψονται την γην ην ώμοσα τοις πατράσιν αυτών αλλ΄ τα τέκνα αυτών α εστι μετ΄ εμού ώδε όσοι ουκ οίδασιν αγαθόν η κακόν πας νεώτερος άπειρος τούτοις δώσω την γην πάντες δε οι παροξύναντές με ουκ όψονται αυτήν |
24But my servant Chaleb, because there was another spirit in him, and he followed me, I will bring him into the land into which he entered, and his seed shall inherit it. | ο δε παις μου Χαλέβ ότι εγενήθη πνεύμα έτερον εν αυτώ και επηκολούθησέ μοι εισάξω αυτόν εις την γην εις ην εισήλθεν εκεί και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει αυτήν |
25But Amalec and the Chananite dwell in the valley: to-morrow turn and depart for the wilderness by the way of the Red Sea. | ο δε Αμαλήκ και ο Χαναναίος κατοικούσιν εν τη κοιλάδι άυριον επιστράφητε και απάρατε εις την έρημον οδόν θαλάσσης ερυθράς |
26And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και είπε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων |
27How long shall I endure this wicked congregation? I have heard their murmurings against me, even the murmuring of the children of Israel, which they have murmured concerning you. | έως τίνος την συναγωγήν την πονηράν ταύτην α αυτοί γογγύζουσιν εναντίον μου την γόγγυσι των υιών Ισραήλ ην αυτοί γογγύζουσι περί υμών ακήκοα |
28Say to them, As I live, saith the Lord: surely as ye spoke into my ears, so will I do to you. | είπον αυτοίς ζω εγώ λέγει κύριος ημήν ον τρόπον λελαλήκατε εις τα ωτά μου ούτως ποιήσω υμίν |
29Your carcases shall fall in this wilderness; and all those of you that were reviewed, and those of you that were numbered from twenty years old and upward, all that murmured against me, | εν τη ερήμω ταύτη πεσείται τα κώλα υμών και πας η επισκοπή υμών και οι κατηριθμημένοι υμών από εικοσαέτους και επάνω όσοι εγόγγυζον επ΄ εμοί |
30ye shall not enter into the land for which I stretched out my hand to establish you upon it; except only Chaleb the son of Jephonne, and Joshua the son of Naue. | ει υμείς εισελεύσεσθε εις την γην εφ΄ ην εξέτεινα την χείρά μου κατασκηνώσαι υμάς επ΄ αυτής αλλ΄ Χαλέβ υιός Ιεφοννή και Ιησούς ο του Ναυή |
31And your little ones, who ye said should be a prey, them will I bring into the land; and they shall inherit the land, which ye rejected. | και τα παιδία α είπατε εις διαρπαγήν έσεσθαι εισάξω αυτούς εις την γην ην υμείς απέστητε απ΄ αυτής |
32And your carcases shall fall in this wilderness. | και τα κώλα υμών πεσείται εν τη ερήμω ταύτη |
33And your sons shall be fed in the wilderness forty years, and they shall bear your fornication, until your carcases be consumed in the wilderness. | οι δε υιοί υμών έσονται νεμόμενοι εν τη ερήμω τεσσαράκοντα έτη και ανοίσουσι την πορνείαν υμών έως αν αναλωθή τα κώλα υμών εν τη ερήμω |
34According to the number of the days during which ye spied the land, forty days, a day for a year, ye shall bear your sins forty years, and ye shall know my fierce anger. | κατά τον αριθμόν των ημερών όσας κατεσκέψασθε την γην τεσσαράκοντα ημέρας ημέραν του ενιαυτού λήψεσθε τας αμαρτίας υμών τεσσαράκοντα έτη και γνώσεσθε τον θυμόν της οργής μου |
35I the Lord have spoken, Surely will I do thus to this evil congregation that has risen up together against me: in this wilderness they shall be utterly consumed, and there they shall die. | εγώ κύριος ελάλησα ημήν ούτως ποιήσω τη συναγωγή τη πονηρά ταύτη τη επισυνεσταμένη επ΄ εμέ εν τη ερήμω ταύτη εξαναλωθήσονται και εκεί αποθανούνται |
36And the men whom Moses sent to spy out the land, and who came and murmured against it to the assembly so as to bring out evil words concerning the land, — | και οι άνθρωποι ους απέστειλε Μωυσής κατασκέψασθαι την γην και παραγενηθέντες διεγόγγυσαν κατ΄ αυτής προς την συναγωγήν εξενέγκαι ρήματα πονηρά περί της γης |
37the men that spoke evil reports against the land, even died of the plague before the Lord. | και απέθανον οι άνθρωποι οι κατειπάντες πονηρά κατά της γης εν τη πληγή έναντι κυρίου |
38And Joshua the son of Naue and Chaleb the son of Jephonne still lived of those men that went to spy out the land. | και Ιησούς υιός Ναυή και Χαλέβ υιός Ιεφονή έζησαν από των ανθρώπων εκείνων των πεπορευμένων κατασκέψασθαι την γην |
39And Moses spoke these words to all the children of Israel; and the people mourned exceedingly. | και ελάλησε Μωυσής τα ρήματα ταύτα προς πάντας υιούς Ισραήλ και επένθησεν ο λαός σφόδρα |
40And they rose early in the morning and went up to the top of the mountain, saying, Behold, we that are here will go up to the place of which the Lord has spoken, because we have sinned. | και ορθρίσαντες τοπρωϊ ανέβησαν εις την κορυφήν του όρους λέγοντες ιδού ημείς αναβησόμεθα εις τον τόπον ον είπε κύριος ότι ημάρτομεν |
41And Moses said, Why do ye transgress the word of the Lord? ye shall not prosper. | και είπε Μωυσής ινατί υμείς παραβαίνετε το ρήμα κυρίου ουκ εύοδα έσται υμίν |
42Go not up, for the Lord is not with you; so shall ye fall before the face of your enemies. | μη αναβαίνετε ου γαρ εστι κύριος μεθ΄ υμών και πεσείσθε προ προσώπου των εχθρών υμών |
43For Amalec and the Chananite are there before you, and ye shall fall by the sword; because ye have disobeyed the Lord and turned aside, and the Lord will not be among you. | ότι ο Αμαλήκ και ο Χαναναίος εκεί έμπροσθεν υμών και πεσείσθε μαχαίρα ου είνεκεν απεστράφητε απειθούντες κυρίω και ουκ έσται κύριος εν υμίν |
44And having forced their passage, they went up to the top of the mountain; but the ark of the covenant of the Lord and Moses stirred not out of the camp. | και διαβιασάμενοι ανέβησαν επί την κορυφήν του όρους η δε κιβωτός της διαθήκης κυρίου και Μωυσής ουκ εκινήθησαν εκ μέσου της παρεμβολής |
45And Amalec and the Chananite that dwelt in that mountain came down, and routed them, and destroyed them unto Herman; and they returned to the camp. | και κατέβη ο Αμαλήκ και ο Χαναναίος ο εγκαθήμενος εν τω όρει εκείνω και ετρέψαντο αυτούς και κατέκοψαν αυτούς έως Ερμά |
Chapter 15
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και είπε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Speak to the children of Israel, and thou shalt say to them, When ye are come into the land of your habitation, which I give to you, | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς όταν εισέλθητε εις την γην της κατοικήσεως υμών ην εγώ δίδωμι υμίν |
3and thou wilt offer whole-burnt-offerings to the Lord, a whole-burnt-offering or a meat-offering to perform a vow, or a free-will offering, or to offer in your feasts a sacrifice of sweet savour to the Lord, whether of the herd or the flock: | και ποιήσετε κάρπωματα τω κυρίω η ολοκαύτωμα η θυσίαν μεγαλύναι ευχήν η καθ΄ εκούσιον η εν ταις εορταίς υμών ποιήσαι οσμήν ευωδίας τω κυρίω ει μεν από των βοών η από των προβάτων |
4then he that offers his gift to the Lord shall bring a meat-offering of fine flour, a tenth part of an ephah mingled with oil, even with the fourth part of a hin. | και προσοίσει ο προσφέρων το δώρον αυτού κυρίω θυσίαν σεμιδάλεως το δέκατον του οίφι αναπεποιημένης εν ελαίω εν τετάρτω του ιν |
5And for a drink-offering ye shall offer the fourth part of a hin on the whole-burnt-offering, or on the meat-offering: for every lamb thou shalt offer so much, as a sacrifice, a smell of sweet savour to the Lord. | και οίνον εις σπονδήν το τέταρτον του ιν ποιήσετε επί της ολοκαυτώσεως η επί της θυσίας τω αμνώ τω ενί |
6And for a ram, when ye offer it as a whole-burnt-offering or as a sacrifice, thou shalt prepare as a meat-offering two tenths of fine flour mingled with oil, the third part of a hin. | και τω κριώ όταν ποιήτε αυτόν εις ολοκάρπωμα η εις θυσίαν ποιήσεις θυσίαν σεμιδάλεως δύο δεκάτα αναπεποιημένης εν ελαίω το τρίτον του ιν |
7And ye shall offer for a smell of sweet savour to the Lord wine for a drink-offering, the third part of a hin. | και οίνον εις σπονδήν το τρίτον του ιν προσοίσετε εις οσμήν ευωδίας κυρίω |
8And if ye sacrifice a bullock from the herd for a whole-burnt-offering or for a sacrifice, to perform a vow or a peace-offering to the Lord, | εάν δε από των βοών ποιήτε εις ολοκαύτωσιν η εις θυσίαν μεγαλύναι ευχήν η εις σωτήριον τω κυρίω |
9then the worshipper shall offer upon the calf a meat-offering, three tenth deals of fine flour mingled with oil, even the half of a hin. | και προσοίσει επί του μόσχου εις θυσίαν σεμιδάλεως τρία δέκατα αναπεποιημένης εν ελαίω ήμισυ του ιν |
10And wine for a drink-offering the half of a hin, a sacrifice for a smell of sweet savour to the Lord. | και οίνον εις σπονδήν το ήμισυ του ιν κάρπωμα οσμήν ευωδίας κυρίω |
11Thus shalt thou do to one calf or to one ram, or to one lamb of the sheep or kid of the goats. | ούτω ποιήσεις τω μόσχω τω ενί η τω κριώ τω ενί η τω αμνώ τω ενί εκ των προβάτων η εκ των αιγών |
12According to the number of what ye shall offer, so shall ye do to each one, according to their number. | κατά τον αριθμόν ων αν ποιήσητε ούτως ποιήσετε τω ενί κατά τον αριθμόν αυτών |
13Every native of the country shall do thus to offer such things as sacrifices for a smell of sweet savour to the Lord. | πας ο αυτόχθων ποιήσει ούτως τοιαύτα προσενέγκαι καρπώματα εις οσμήν ευωδίας κυρίω |
14And if there should be a stranger among you in your land, or one who should be born to you among your generations, and he will offer a sacrifice, a smell of sweet savour to the Lord—as ye do, so the whole congregation shall offer to the Lord. | εάν δε προσήλυτος εν υμίν προσγένηται εν τη γη υμών η ος αν γένηται εν υμίν εν ταις γενεαίς υμών και ποιήσει κάρπωμα οσμήν ευωδίας κυρίω ον τρόπον ποιείτε υμείς ούτως ποιήσει η συναγωγή κυρίω |
15There shall be one law for you and for the strangers abiding among you, a perpetual law for your generations: as ye are, so shall the stranger be before the Lord. | νόμος εις έσται υμίν και τοις προσηλύτοις τοις προσκειμένοις εν υμίν νόμος αιώνιος εις τας γενεάς υμών ως υμείς και ο προσήλυτος έσται έναντι κυρίου |
16There shall be one law and one ordinance for you, and for the stranger that abides among you. | νόμος εις έσται και δικαίωμα εν έσται υμίν και τω προσηλύτω τω προσκειμένω εν υμίν |
17And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
18Speak to the sons of Israel, and thou shalt say to them, When ye are entering into the land, into which I bring you, | λάλησον τοις υιός Ισραήλ και ερείς προς αυτούς εν τω εισπορεύεσθαι υμάς εις την γην εις ην εγώ εισάγω υμάς εκεί |
19then it shall come to pass, when ye shall eat of the bread of the land, ye shall separate a wave-offering, a special offering to the Lord, the first-fruits of your dough. | και έσται όταν έσθητε υμείς από των άρτων της γης αφελείτε αφαίρεμα αφόρισμα τω κυρίω απαρχήν φυράματος υμών |
20Ye shall offer your bread a heave-offering: as a heave-offering from the threshing-floor, so shall ye separate it, | άρτον αφοριείτε αφαίρεμα αυτώ ως αφαίρεμα από άλωνος ούτως αφελείτε αυτόν |
21even the first-fruits of your dough, and ye shall give the Lord a heave-offering throughout your generations. | απαρχήν φυράματων υμών και δώσετε κυρίω αφαίρεμα εις τας γενεάς υμών |
22But whensoever ye shall transgress, and not perform all these commands, which the Lord spoke to Moses; | όταν δε διαμάρτητε και μη ποιήσητε πάσας τας εντολάς ταύτας ας ελάλησε κύριος προς Μωυσήν |
23as the Lord appointed you by the hand of Moses, from the day which the Lord appointed you and forward throughout your generations, | καθά συνέταξε κύριος προς υμάς εν χειρί Μωυσή από της ημέρας ης συνέταξε κύριος προς υμάς και επέκεινα εις τας γενεάς υμών |
24then it shall come to pass, if a trespass be committed unwillingly, unknown to the congregation, then shall all the congregation offer a calf of the herd without blemish for a whole-burnt-offering of sweet savour to the Lord, and its meat-offering and its drink-offering according to the ordinance, and one kid of the goats for a sin-offering. | και έσται εάν εξ οφθαλμών της συναγωγής γένηθη ακουσίως και ποιήσει πάσα η συναγωγή μόσχον ένα εκ βοών άμωμον εις ολοκαύτωμα εις οσμήν ευωδίας κυρίω και θυσίαν τούτου και σπονδήν αυτού κατά την σύνταξιν αυτού και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας |
25And the priest shall make atonement for all the congregation of the children of Israel, and the trespass shall be forgiven them, because it is involuntary; and they have brought their gift, a burnt-offering to the Lord for their trespass before the Lord, even for their involuntary sins. | και εξιλάσεται ο ιερεύς περί πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ και αφεθήσεται αυτοίς ότι ακούσιόν εστι και αυτοί ήνεγκαν το δώρον αυτών κάρπωμα κυρίω περί της αμαρτίας αυτών έναντι κυρίου περί των ακουσίων αυτών |
26And it shall be forgiven as respects all the congregation of the children of Israel, and the stranger that is abiding among you, because it is involuntary to all the people. | και αφεθήσεται πάση συναγωγήν υιών Ισραήλ και τω προσηλύτω τω προσκειμένω προς υμάς ότι παντί τω λαώ ακούσιον |
27And if one soul sin unwillingly, he shall bring one she-goat of a year old for a sin-offering. | εάν δε ψυχή μία αμάρτη ακουσίως προσάξει μίαν αίγα ενιαυσίαν περί αμαρτίας |
28And the priest shall make atonement for the soul that committed the trespass unwillingly, and that sinned unwillingly before the Lord, to make atonement for him. | και εξιλάσεται ο ιερεύς περί της ψυχής της ακουσιασθείσης και αμαρτούσης ακουσίως έναντι κυρίου εξιλάσασθαι περί αυτού και αφεθήσεται αυτώ |
29There shall be one law for the native among the children of Israel, and for the stranger that abides among them, whosoever shall commit a trespass unwillingly. | τω εγχωρίω εν υιοίς Ισραήλ και τω προσηλύτω τω προσκειμένω εν αυτοίς νόμος εις έσται αυτοίς ος αν ποιήση ακουσίως |
30And whatever soul either of the natives or of the strangers shall do any thing with a presumptuous hand, he will provoke God; that soul shall be cut off from his people, | και ψυχή ήτις ποιήσει εν χειρί υπερηφανίας από των αυτοχθόνων η από των προσηλύτων τον θεόν ούτος παροξύνει και εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ του λαού αυτής |
31for he has set at nought the word of the Lord and broken his commands: that soul shall be utterly destroyed, his sin is upon him. | ότι το ρήμα κυρίου εφαύλισε και τας εντολάς αυτού διεσκέδασεν εκτρίψει εκτριβήσεται η ψυχή εκείνη η αμαρτία αυτής εν αυτή |
32And the children of Israel were in the wilderness, and they found a man gathering sticks on the sabbath-day. | και ήσαν οι υιοί Ισραήλ εν τη ερήμω και εύρον άνδρα συλλέγοντα ξύλα τη ημέρα του σαββάτου |
33And they who found him gathering sticks on the sabbath-day brought him to Moses and Aaron, and to all the congregation of the children of Israel. | και προσήγαγον αυτόν οι ευρόντες αυτόν συλλέγοντα ξύλα προς Μωυσήν και Ααρών και προς πάσαν συναγωγήν υιών Ισραήλ |
34And they placed him in custody, for they did not determine what they should do to him. | και απέθεντο αυτόν εις φυλακήν ου γαρ συνέκριναν τι ποιήσωσιν αυτόν |
35And the Lord spoke to Moses, saying, Let the man be by all means put to death: do ye all the congregation, stone him with stones. | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων θανάτω θανατούσθω ο άνθρωπος λιθοβολήσετε αυτόν λίθοις πάσα η συναγωγή έξω της παρεμβολής |
36And all the congregation brought him forth out of the camp; and all the congregation stoned him with stones outside the camp, as the Lord commanded Moses. | και εξήγαγον αυτόν πάσα η συναγωγή έξω της παρεμβολής και ελιθοβόλησαν αυτόν καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
37And the Lord spoke to Moses, saying, | και είπε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
38Speak to the children of Israel, and thou shalt tell them; and let them make for themselves fringes upon the borders of their garments throughout their generations: and ye shall put upon the fringes of the borders a lace of blue. | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς και ποιησάτωσαν εαυτοίς κράσπεδα επί τα πτερύγια των ιματίων αυτών εις τας γενεάς αυτών και επιθήσετε επί τα κράσπεδα των πτερυγίων κλώσμα υακίνθινον |
39And it shall be on your fringes, and ye shall look on them, and ye shall remember all the commands of the Lord, and do them: and ye shall not turn back after your imaginations, and after the sight of your eyes in the things after which ye go a whoring; | και έσται υμίν εν τοις κρασπέδοις και όψεσθε αυτά και μνησθήσεσθε πασών των εντολών κυρίου και ποιήσετε αυτάς και ου διαστραφήσεσθε οπίσω των διανοιών υμών και οπίσω των οφθαλμών υμών εν οις υμείς εκπορνεύετε οπίσω αυτών |
40that ye may remember and perform all my commands, and ye shall be holy unto your God. | όπως αν μνησθήτε και ποιήσητε πάσας τας εντολάς μου και έσεσθε άγιοι τω θεώ υμών |
41I am the Lord your God that brought you out of the land of Egypt, to be your God: I am the Lord your God. | εγώ κύριος ο θεός υμών ο εξαγαγών υμάς εκ γης Αιγύπτου είναι υμών θεός εγώ κύριος ο θεός υμών |
Chapter 16
[edit]1And Core the son of Isaar the son of Caath the son of Levi, and Dathan and Abiron, sons of Eliab, and Aun the son of Phaleth the son of Ruben, spoke; | και ελάλησε Κορέ υιός Ισσαάρ υιόυ Καάθ υιόυ Λευί και Δαθάν και Αβειρών υιοί Ελιάβ και Αυνάν υιός Φαλέκ υιόυ Ρουβήν |
2and rose up before Moses, and two hundred and fifty men of the sons of Israel, chiefs of the assembly, chosen councillors, and men of renown. | και ανέστησαν έναντι Μωυσή και άνδρες των υιών Ισραήλ πεντήκοντα και διακόσιοι αρχηγοί συναγωγής σύγκλητοι βουλής και άνδρες ονομαστοί |
3They rose up against Moses and Aaron, and said, Let it be enough for you that all the congregation are holy, and the Lord is among them; and why do ye set up yourselves against the congregation of the Lord? | συνέστησαν επί Μωυσήν και Ααρών και είπαν προς αυτούς εχέτω υμίν ότι πάσα η συναγωγή πάντες άγιοι και εν αυτοίς κύριος και διατί κατανίστασθε επί την συναγωγήν κυρίου |
4And when Moses heard it, he fell on his face. | και ακούσας Μωυσής έπεσεν επί πρόσωπον |
5And he spoke to Core and all his assembly, saying, God has visited and known those that are his and who are holy, and has brought them to himself; and whom he has chosen for himself, he has brought to himself. | και ελάλησε προς Κορέ και προς πάσαν συναγωγήν λέγων επέσκεπται και έγνω ο θεός τους όντας αυτού και τους αγίους προσηγάγετο προς εαυτόν και ους ουκ εξελέξατο εαυτώ ου προσηγάγετο προς εαυτόν |
6This do ye: take to yourselves censers, Core and all his company; | τούτο ποιήσατε λάβετε υμίν εαυτοίς πυρεία Κορέ και πάσα η συναγωγή αυτού |
7and put fire on them, and put incense on them before the Lord to-morrow; and it shall come to pass that the man whom the Lord has chosen, he shall be holy: let it be enough for you, ye sons of Levi. | και επίθετε επ΄ αυτά πυρ και επίθετε επ΄ αυτά θυμίαμα έναντι κυρίου άυριον και έσται ο ανήρ ος αν εκλέξηται κύριος ούτος άγιος ικανούσθω υμίν υιοί Λευί |
8And Moses said to Core, Hearken to me, ye sons of Levi. | και είπε Μωυσής προς Κορέ εισακούσατέ μου υιοί Λευί |
9Is it a little thing for you, that the God of Israel has separated you from the congregation of Israel, and brought you near to himself to minister in the services of the tabernacle of the Lord, and to stand before the tabernacle to minister for them? | μη μικρόν εστι τούτο υμίν ότι διέστειλεν υμάς ο θεός εκ συναγωγής Ισραήλ και προσηγάγετο υμάς προς εαυτόν λειτουργείν τας λειτουργίας της σκηνής κυρίου και παρίστασθαι έναντι της συναγωγής λατρεύειν αυτοίς |
10And he has brought thee near and all thy brethren the sons of Levi with thee, and do ye seek to be priests also? | και προσηγάγετό σε και πάντας τους αδελφούς σου υιούς Λευί μετά σου και ζητείτε ιερατεύειν |
11Thus it is with thee and all thy congregation which is gathered together against God: and who is Aaron, that ye murmur against him? | ούτως συ και πάσα η συναγωγή σου η συνηθροισμένη προς τον θεόν και Ααρών τις εστιν ότι διαγογγύζετε κατ΄ αυτού |
12And Moses sent to call Dathan and Abiron sons of Eliab; and they said, We will not go up. | και απέστειλε Μωυσής καλέσαι Δαθάν και Αβειρών υιούς Ελιάβ και είπον ουκ αναβαίνομεν |
13Is it a little thing that thou hast brought us up to a land flowing with milk and honey, to kill us in the wilderness, and that thou altogether rulest over us? | μη μικρόν τούτο ότι ανήγαγες ημάς εκ γης ρεούσης γάλα και μέλι αποκτείναι ημάς εν τη ερήμω ότι κατάρχεις ημών και άρχων ει |
14Thou art a prince, and hast thou brought us into a land flowing with milk and honey, and hast thou given us an inheritance of land and vineyards? wouldest thou have put out the eyes of those men? we will not go up. | και εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι εισήγαγες ημάς και έδωκας ημίν κλήρον αγρού και αμπελώνας τους οφθαλμούς των ανθρώπων εκείνων εξέκοψας ουκ αναβαίνομεν |
15And Moses was exceeding indignant, and said to the Lord, Do thou take no heed to their sacrifice: I have not taken away the desire of any one of them, neither have I hurt any one of them. | και εβαρυθύμησε Μωυσής σφόδρα και είπε προς κύριον μη πρόσχης εις την θυσίαν αυτών ουκ επιθύμημα ουδενός αυτών είληφα ουδέ εκάκωσα ουδένα αυτών |
16And Moses said to Core, Sanctify thy company, and be ready before the Lord, thou and Aaron and they, to-morrow. | και είπε Μωυσής προς Κορέ αγίασον την συναγωγήν σου και γίνεσθε έτοιμοι έναντι κυρίου συ και αυτοί και Ααρών άυριον |
17And take each man his censer, and ye shall put incense upon them, and shall bring each one his censer before the Lord, two hundred and fifty censers, and thou and Aaron shall bring each his censer. | και λάβετε έκαστος το πυρείον αυτού και επιθήσετε επ΄ αυτά θυμίαμα και προσάξετε έναντι κυρίου έκαστος το πυρείον αυτού πεντήκοντα και διακόσια πυρεία και συ και Ααρών έκαστος το πυρείον αυτού |
18And each man took his censer, and they put on them fire, and laid incense on them; and Moses and Aaron stood by the doors of the tabernacle of witness. | και έλαβεν έκαστος το πυρείον εαυτού και επέθηκαν επ΄ αυτά πυρ και επέβαλον επ΄ αυτά θυμίαμα και έστησαν παρά τας θύρας της σκηνής του μαρτυρίου Μωυσής και Ααρών |
19And Core raised up against them all his company by the door of the tabernacle of witness; and the glory of the Lord appeared to all the congregation. | και επισυνέστησεν επ΄ αυτούς Κορέ την πάσαν αυτού συναγωγήν παρά την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου και ώφθη η δόξα κυρίου πάση τη συναγωγή |
20And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων |
21Separate your selves from the midst of this congregation, and I will consume them at once. | αποσχίσθητε εκ μέσου της συναγωγής ταύτης και εξαναλώσω αυτούς εισάπαξ |
22And they fell on their faces, and said, O God, the God of spirits and of all flesh, if one man has sinned, shall the wrath of the Lord be upon the whole congregation? | και έπεσαν επί πρόσωπον αυτών και είπαν ο θεός ο θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός ει άνθρωπος εις ήμαρτεν επί πάσαν την συναγωγήν η οργή κυρίου |
23And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
24Speak to the congregation, saying, Depart from the company of Core round about. | λάλησον τη συναγωγή λέγων αναχωρήσατε κύκλω από της συναγωγής Κορέ και Δαθάν και Αβειρών |
25And Moses rose up and went to Dathan and Abiron, and all the elders of Israel went with him. | και ανέστη Μωυσής και επορεύθη προς Δαθάν και Αβειρών και συνεπορεύθησαν μετ΄ αυτού πάντες οι πρεσβύτεροι Ισραήλ |
26And he spoke to the congregation, saying, Separate yourselves from the tents of these stubborn men, and touch nothing that belongs to them, lest ye be consumed with them in all their sin. | και ελάλησε προς την συναγωγήν λέγων αποσχίσθητε από των σκηνών των ανθρώπων των σκληρών τούτων και μη άπτεσθε από πάντων όσα εστίν αυτοίς μη συναπόλησθε εν πάση τη αμαρτία αυτών |
27And they stood aloof from the tent of Core round about; and Dathan and Abiron went forth and stood by the doors of their tents, and their wives and their children and their store. | και απέστησαν από της σκηνής Κορέ και Δαθάν και Αβειρών κύκλω και Δαθάν και Αβειρών εξήλθον και ειστήκεισαν παρά τας θύρας των σκηνών αυτών και αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών και η αποσκευή αυτών |
28And Moses said, Hereby shall ye know that the Lord has sent me to perform all these works, that I have not done them of myself. | και είπε Μωυσής εν τούτω γνώσεσθε ότι κύριος απέστειλέ με ποιήσαι πάντα τα έργα ταύτα ότι ουκ απ΄ εμαυτού |
29If these men shall die according to the death of all men, if also their visitation shall be according to the visitation of all men, then the Lord has not sent me. | ει κατά θάνατον πάντων ανθρώπων αποθανούνται ούτοι ει κατ΄ επίσκεψιν πάντων ανθρώπων επισκοπή έσται αυτών ουχί κύριος απέσταλκέ με |
30But if the Lord shall shew by a wonder, and the earth shall open her mouth and swallow them up, and their houses, and their tents, and all that belongs to them, and they shall go down alive into Hades, then ye shall know that these men have provoked the Lord. | αλλ΄ εν φάσματι δείξει κύριος και ανοίξασα η γη το στόμα αυτής καταπίεται αυτούς και τους οίκους αυτών και τας σκηνάς αυτών και πάντα όσα εστίν αυτοίς και καταβήσονται ζώντες εις άδου και γνώσεσθε ότι παρώξυναν οι άνθρωποι ούτοι τον κύριον |
31And when he ceased speaking all these words, the ground clave asunder beneath them. | ως δε επαύσατο λαλών πάντας τους λόγους τούτους ερράγη η γη υποκάτω αυτών |
32And the ground opened, and swallowed them up, and their houses, and all the men that were with Core, and their cattle. | και ηνοίχθη η γη και κατέπιεν αυτούς και τους οίκους αυτών και πάντας τους ανθρώπους τους όντας μετά Κορέ και πάντα τα κτήνη αυτών |
33And they went down and all that they had, alive into Hades; and the ground covered them, and they perished from the midst of the congregation. | και κατέβησαν αυτοί και πάντα όσα εστίν αυτοίς ζώντα εις άδου και εκάλυψεν αυτούς η γη και απώλοντο εκ μέσου της συναγωγής |
34And all Israel round about them fled from the sound of them, for they said, Lest the earth swallow us up also. | και πας Ισραήλ οι κύκλω αυτών έφυγον από της φωνής αυτών λέγοντες μήποτε καταπίη ημάς η γη |
35And fire went forth from the Lord, and devoured the two hundred and fifty men that offered incense. | και πυρ εξήλθε παρά κυρίου και κατέφαγε τους πεντήκοντα και διακοσίους άνδρας τους προσφέροντας το θυμίαμα |
36And the Lord said to Moses, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
37and to Eleazar the son of Aaron the priest, Take up the brazen censers out of the midst of the men that have been burnt, and scatter the strange fire yonder, for they have sanctified the censers | λάλησον προς Ελεάζαρ τον υιόν Ααρών τον ιερέα ανέλεσθε τα πυρεία εκ μέσου των κατακεκαυμένων και το πυρ το αλλότριον τούτο σπείρον εκεί |
38of these sinners against their own souls, and do thou make them beaten plates a covering to the altar, because they were brought before the Lord and hallowed; and they became a sign to the children of Israel. | ότι ηγίασαν τα πυρεία των αμαρτωλών τούτων εν ταις ψυχαίς αυτών και ποίησον αυτά λεπίδας ελατάς περίθεμα τω θυσιαστηρίω ότι προσηνέχθησαν έναντι κυρίου και ηγιάσθησαν και εγένοντο εις σημείον τοις υιοίς Ισραήλ |
39And Eleazar the son of Aaron the priest took the brazen censers, which the men who had been burnt brought near, and they put them as a covering on the altar: | και έλαβεν Ελεάζαρ υιός Ααρών του ιερέως τα πυρεία τα χαλκά όσα προσήνεγκαν οι κατακεκαυμένοι και προσέθηκαν αυτά περίθεμα τω θυσιαστηρίω |
40a memorial to the children of Israel that no stranger might draw nigh, who is not of the seed of Aaron, to offer incense before the Lord; so he shall not be as Core and as they that conspired with him, as the Lord spoke to him by the hand of Moses. | μνημόσυνον τοις υιοίς Ισραήλ όπως αν μη προσέλθη μηδείς αλλογενής ος ουκ έστιν εκ του σπέρματος Ααρών επιθείναι θυμίαμα έναντι κυρίου και ουκ έσται ώσπερ Κορέ και η επισύστασις αυτού καθά ελάλησε κύριος εν χειρί Μωυσή αυτώ |
41And the children of Israel murmured the next day against Moses and Aaron, saying, Ye have killed the people of the Lord. | και εγόγγυσαν οι υιοί Ισραήλ τη επαύριον επί Μωυσήν και Ααρών λέγοντες υμείς απεκτάγκατε τον λαόν κυρίου |
42And it came to pass when the congregation combined against Moses and Aaron, that they ran impetuously to the tabernacle of witness; and the cloud covered it, and the glory of the Lord appeared. | και εγένετο εν τω επισυστρέφεσθαι την συναγωγήν επί Μωυσήν και Ααρών και ώρμησαν επί την σκηνήν του μαρτυρίου και τήνδε εκάλυψεν αυτήν η νεφέλη και ώφθη η δόξα κυρίου |
43And Moses and Aaron went in, in front of the tabernacle of witness. | και εισήλθε Μωυσής και Ααρών κατά πρόσωπον της σκηνής του μαρτυρίου |
44And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
45Depart out of the midst of this congregation, and I will consume them at once: and they fell upon their faces. | εκχωρήσατε εκ μέσου της συναγωγής ταύτης και εξαναλώσω αυτούς εισάπαξ και έπεσον επί πρόσωπον αυτών |
46And Moses said to Aaron, Take a censer, and put on it fire from the altar, and put incense on it, and carry it away quickly into the camp, and make atonement for them; for wrath is gone forth from the presence of the Lord, it has begun to destroy the people. | και είπε Μωυσής προς Ααρών λάβε το πυρείον και επίθες επ΄ αυτό πυρ από του θυσιαστηρίου και επίβαλε επ΄ αυτό θυμίαμα και απένεγκε το τάχος εις την συναγωγήν και εξίλασαι περί αυτών εξήλθε γαρ οργή από προσώπου κυρίου ήρκται θραύειν τον λαόν |
47And Aaron took as Moses spoke to him, and ran among the congregation, for already the plague had begun among the people; and he put on incense, and made an atonement for the people. | και έλαβεν Ααρών καθάπερ ελάλησεν αυτώ Μωυσής και έδραμεν εις την συναγωγήν και ήδη ενήρκτο η θραύσις εν τω λαώ και επέβαλε το θυμίαμα και εξιλάσατο περί του λαού |
48And he stood between the dead and the living, and the plague ceased. | και έστη αναμέσον των τεθνηκότων και των ζώντων και εκόπασεν η θραύσις |
49And they that died in the plague were fourteen thousand and seven hundred, besides those that died on account of Core. | και εγένοντο οι τεθνηκότες εν τη θραύσει τεσσαρεσκαίδεκα χιλιάδες και επτακόσιοι χωρίς των τεθνηκότων ένεκεν Κορέ |
50And Aaron returned to Moses to the door of the tabernacle of witness, and the plague ceased. | και επέστρεψεν Ααρών προς Μωυσήν επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου και εκόπασεν η θραύσις |
Chapter 17
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Speak to the children of Israel, and take rods of them, according to the houses of their families, a rod from all their princes, according to the houses of their families, twelve rods, and write the name of each on his rod. | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και λάβε παρ΄ αυτών ράβδον ράβδον κατ΄ οίκους πατρίων παρά πάντων των αρχόντων αυτών κατ΄ οίκους πατριών αυτών δώδεκα ράβδους και εκάστου το όνομα επίγραψον επί της ράβδου αυτού |
3And write the name of Aaron on the rod of Levi; for it is one rod for each: they shall give them according to the tribe of the house of their families. | και το όνομα Ααρών επιγράψεις επί της ράβδου Λευί έστι γαρ ράβδος μία κατά φυλήν οίκου πατριών αυτών |
4And thou shalt put them in the tabernacle of witness, before the testimony, where I will be made known to thee. | και θήσεις αυτάς εν τη σκηνή του μαρτυρίου κατέναντι του μαρτυρίου εν οις γνωσθήσομαί σοι εκεί |
5And it shall be, the man whom I shall choose, his rod shall blossom; and I will remove from me the murmuring of the children of Israel, which they murmur against you. | και έσται ο άνθρωπος ος αν εκλέξωμαι αυτόν η ράβδος αυτού εκβλαστήσει και περιελώ από σου τον γογγυσμόν υιών Ισραήλ όσα αυτοί γογγύζουσιν εφ΄ υμίν |
6And Moses spoke to the children of Israel, and all their chiefs gave him a rod each, for one chief a rod, according to the house of their families, twelve rods; and the rod of Aaron was in the midst of the rods. | και ελάλησε Μωυσής τοις υιοίς Ισραήλ και έδωκαν αυτώ πάντες οι άρχοντες αυτών ράβδον τω άρχοντι τω ενί ράβδον μίαν κατά άρχοντα κατ΄ οίκους πατριών αυτών δώδεκα ράβδους και η ράβδος Ααρών αναμέσον των ράβδων αυτών |
7And Moses laid up the rods before the Lord in the tabernacle of witness. | και απέθηκε Μωυσής τας ράβδους έναντι κυρίου εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
8And it came to pass on the morrow, that Moses and Aaron went into the tabernacle of witness; and, behold, the rod of Aaron for the house of Levi blossomed, and put forth a bud, and bloomed blossoms and produced almonds. | και εγένετο τη επαύριον και εισήλθε Μωυσής εν τη σκηνή του μαρτυρίου και ιδού εβλάστησεν η ράβδος Ααρών εις οίκον Λευί και εξήνεγκε βλαστόν και εξήνθησεν άνθη και εβλάστησε κάρυα |
9And Moses brought forth all the rods from before the Lord to all the sons of Israel; and they looked, and each one took his rod. | και εξήνεγκε Μωυσής πάσας τας ράβδους από προσώπου κυρίου προς πάντας υιούς Ισραήλ και είδον και έλαβεν έκαστος την ράβδον αυτού |
10And the Lord said to Moses, Lay up the rod of Aaron before the testimonies to be kept as a sign for the children of the disobedient; and let their murmuring cease from me, and they shall not die. | και είπε κύριος προς Μωυσήν απόθες την ράβδον Ααρών ενώπιον των μαρτυρίου εις διατήρησιν εις σημείον τοις υιοίς των ανηκόων και παυσάσθω ο γογγυσμός αυτών απ΄ εμού και ου αποθάνωσι |
11And Moses and Aaron did as the Lord commanded Moses, so did they. | και εποίησε Μωυσής και Ααρών καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή ούτως εποίησαν |
12And the children of Israel spoke to Moses, saying, Behold, we are cut off, we are destroyed, we are consumed. | και είπαν οι υιοί Ισραήλ προς Μωυσήν λέγοντες ιδού εξανηλώμεθα απολώλαμεν πάντας ημείς παρανηλώμεθα |
13Every one that touches the tabernacle of the Lord, dies: shall we die utterly? | πας ο απτόμενος της σκηνής κυρίου αποθνήσκει έως εις τέλος αποθάνωμεν |
Chapter 18
[edit]1And the Lord spoke to Aaron, saying, Thou and thy sons and thy father's house shall bear the sins of the holy things, and thou and thy sons shall bear the iniquity of your priesthood. | και είπε κύριος προς Ααρών συ και οι υιοί σου και ο οίκος του πατρός σου μετά σου λήψεσθε τας αμαρτίας των αγίων και συ και οι υιοί σου μετά σου λήψεσθε τας αμαρτίας της ιερατείας υμών |
2And take to thyself thy brethren the tribe of Levi, the family of thy father, and let them be joined to thee, and let them minister to thee; and thou and thy sons with thee shall minister before the tabernacle of witness. | και τους αδελφούς σου φυλήν Λευί δήμον του πατρός σου προσαγάγου προς σεαυτόν και προστεθήτωσάν σοι και λειτουργείτωσάν σοι και συ και οι υιοί σου μετά σου απέναντι της σκηνής του μαρτυρίου |
3And they shall keep thy charges, and the charges of the tabernacle; only they shall not approach the holy vessels and the altar, so both they and you shall not die. | και φυλάξονται τας φυλακάς σου και τας φυλακάς της σκηνής πλην προς τα σκεύη τα άγια και προς το θυσιαστήριον ου προσελεύσονται και ουκ αποθανούνται και ούτοι και υμείς |
4And they shall be joined to thee, and shall keep the charges of the tabernacle of witness, in all the services of the tabernacle; and a stranger shall not approach to thee. | και προστεθήσονται προς σε και φυλάξονται τας φυλακάς της σκηνής του μαρτυρίου κατά πάσας τας λειτουργίας της σκηνής και ο αλλογενής ου προσελεύσεται προς σε |
5And ye shall keep the charges of the holy things, and the charges of the altar, and so there shall not be anger among the children of Israel. | και φυλάξεσθε τας φυλακάς των αγίων και τας φυλακάς του θυσιαστηρίου και ουκ έσται έτι θυμός εν τοις υιοίς Ισραήλ |
6And I have taken your brethren the Levites out of the midst of the children of Israel, a present given to the Lord, to minister in the services of the tabernacle of witness. | και ιδού εγώ είληφα τους αδελφούς υμών τους Λευίτας εκ μέσου των υιών Ισραήλ δόμα δεδομένον κυρίω λειτουργείν τας λειτουργίας της σκηνής του μαρτυρίου |
7And thou and thy sons after thee shall keep up your priestly ministration, according to the whole manner of the altar, and that which is within the veil; and ye shall minister in the services as the office of your priesthood; and the stranger that comes near shall die. | και συ και οι υιοί σου μετά σου διατηρήσετε την ιερατείαν υμών κατά πάντα τρόπον του θυσιαστηρίου και το ένδοθεν του καταπετάσματος και λειτουργήσετε τας λειτουργίας δόμα της ιερατείας υμών και ο αλλογενής ο προσπορευόμενος αποθανείται |
8And the Lord said to Aaron, And, behold, I have given you the charge of the first-fruits of all things consecrated to me by the children of Israel; and I have given them to thee as an honour, and to thy sons after thee for a perpetual ordinance. | και ελάλησε κύριος προς Ααρών και ιδού εγώ δέδωκα υμίν την διατήρησιν των απαρχών μου από πάντων των ηγιασμένων παρά των υιών Ισραήλ σοι δέδωκα αυτά εις γέρας και τοις υιοίς σου νόμιμον αιώνιον |
9And let this be to you from all the holy things that are consecrated to me, even the burnt-offerings, from all their gifts, and from all their sacrifices, and from every trespass-offering of theirs, and from all their sin-offerings, whatever things they give to me of all their holy things, they shall be thine and thy sons'. | και τούτο έστω υμίν από των ηγιασμένων αγίων των καρπωμάτων από πάντων των δώρων αυτών και από πάντων των θυσιασμάτων αυτών και από πάσης πλημμελείας αυτών και από πασών των αμαρτιών αυτών όσα αποδιδόασί μοι από πάντων των αγίων σοι έσονται και τοις υιοίς σου |
10In the most holy place shall ye eat them; every male shall eat them, thou and thy sons: they shall be holy to thee. | εν τω αγίω των αγίων φάγεσθε αυτά παν αρσενικόν φάγεσθε αυτά άγια έσται σοι |
11And this shall be to you of the first-fruits of their gifts, of all the wave-offerings of the children of Israel; to thee have I given them and to thy sons and thy daughters with thee, a perpetual ordinance; every clean person in thy house shall eat them. | και τούτο έσται υμίν απαρχών δομάτων αυτών από πάντων των επιθεμάτων των υιών Ισραήλ σοι δέδωκα αυτά και τοις υιοίς σου και ταις θυγατράσι σου μετά σου νόμιμον αιώνιον πας καθαρός εν τω οίκω σου έδεται αυτά |
12Every first-offering of oil, and every first-offering of wine, their first-fruits of corn, whatsoever they may give to the Lord, to thee have I given them. | πάσα απαρχή ελαίου και πάσα απαρχή οίνου και σίτου απαρχή αυτών όσα αν δώσι τω κυρίω σοι δέδωκα αυτά |
13All the first-fruits that are in their land, whatsoever they shall offer to the Lord, shall be thine: every clean person in thy house shall eat them. | τα πρωτογεννήματα πάντα όσα εν τη γη αυτών όσα αν ενέγκωσι κυρίω σοι έσται πας καθαρός εν τω οίκω σου έδεται αυτά |
14Every devoted thing among the children of Israel shall be thine. | παν ανατεθεματισμένον εν υιοίς Ισραήλ σοι έσται |
15And every thing that opens the womb of all flesh, whatsoever they bring to the Lord, whether man or beast, shall be thine: only the first-born of men shall be surely redeemed, and thou shalt redeem the first-born of unclean cattle. | και παν διανοίγον μήτραν από πάσης σαρκός όσα προσφέρουσι κυρίω από ανθρώπου έως κτήνους σοι έσται αλλ΄ λύτροις λυτρωθήσεται τα πρωτότοκα των ανθρώπων και τα πρωτότοκα των κτηνών των ακαθάρτων λυτρώση |
16And the redemption of them shall be from a month old; their valuation of five shekels—it is twenty oboli according to the holy shekel. | και η λύτρωσις αυτού από μηνιαίου η συντίμησις πέντε σικλών κατά τον σίκλον τον άγιον είκοσιν οβολοί εισι |
17But thou shalt not redeem the first-born of calves and the first-born of sheep and the first-born of goats; they are holy: and thou shalt pour their blood upon the altar, and thou shalt offer the fat as a burnt-offering for a smell of sweet savour to the Lord. | πλην πρωτότοκα μόσχων και πρωτότοκα προβάτων και πρωτότοκα αιγών ου λυτρώση άγιά εστι και το αίμα αυτών προσχεείς επί το θυσιαστήριον και το στέαρ ανοίσεις κάρπωμα εις οσμήν ευωδίας κυρίω |
18And the flesh shall be thine, as also the breast of the wave-offering and as the right shoulder, it shall be thine. | και τα κρέα έσται σοι καθά και το στηθύνιον του επιθέματος και κατά τον βραχίονα τον δεξιόν σοι έσται |
19Every special offering of the holy things, whatsoever the children of Israel shall specially offer to the Lord, I have given to thee and to thy sons and to thy daughters with thee, a perpetual ordinance: it is a covenant of salt for ever before the Lord, for thee and thy seed after thee. | παν αφαίρεμα των αγίων όσα αν αφέλωσιν οι υιοί Ισραήλ κυρίω σοι δέδωκα και τοις υιοίς σου και ταις θυγατράσι σου μετά σου νόμιμον αιώνιον διαθήκη αλός αιωνίου έναντι κυρίου σοι και τω σπέρματί σου μετά σε |
20And the Lord said to Aaron, Thou shalt have no inheritance in their land, neither shalt thou have any portion among them; for I am thy portion and thine inheritance in the midst of the children of Israel. | και ελάλησε κύριος προς Ααρών εν τη γη αυτών ου κληρονομήσεις και μερίς ουκ έσται σοι εν αυτοίς ότι εγώ μερίς σου και κληρονομία σου εν μέσω των υιών Ισραήλ |
21And, behold, I have given to the sons of Levi every tithe in Israel for an inheritance for their services, whereinsoever they perform ministry in the tabernacle of witness. | και τοις υιοίς Λευί ιδού δέδωκα παν επιδέκατον εν Ισραήλ εν κλήρω αντί των λειτουργιών αυτών όσα αυτοί λειτουργούσι λειτουργίαν εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
22And the children of Israel shall no more draw nigh to the tabernacle of witness to incur fatal guilt. | και ου προσελεύσονται έτι οι υιοί Ισραήλ εις την σκηνήν του μαρτυρίου λαβείν αμαρτίαν θανατηφόρον |
23And the Levite himself shall perform the service of the tabernacle of witness; and they shall bear their iniquities, it is a perpetual statute throughout their generations; and in the midst of the children of Israel they shall not receive an inheritance. | και λειτουργήσει ο Λευίτης αυτός την λειτουργίαν της σκηνής του μαρτυρίου και αυτοί λήψονται τα αμαρτήματα αυτών νόμιμον αιώνιον εις τας γενεάς αυτών και εν μέσω υιών Ισραήλ ου κληρονομήσουσι κληρονομίαν |
24Because I have given as a distinct portion to the Levites for an inheritance the tithes of the children of Israel, whatsoever they shall offer to the Lord; therefore I said to them, In the midst of the children of Israel they shall have no inheritance. | ότι τα επιδέκατα των υιών Ισραήλ όσα αν αφορίσωσι τω κυρίω αφαίρεμα δέδωκα τοις Λευίταις εν κλήρω διά τούτο είρηκα αυτοίς εν μέσω υιών Ισραήλ ου κληρονομήσουσι κλήρον |
25And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
26Thou shalt also speak to the Levites, and shalt say to them, If ye take the tithe from the children of Israel, which I have given you from them for an inheritance, then shall ye separate from it a heave-offering to the Lord, a tenth of the tenth. | και τοις Λευίταις λαλήσεις και ερείς προς αυτούς εάν λάβητε παρά των υιών Ισραήλ το επιδέκατον ο δέδωκα υμίν παρ΄ αυτών εν κλήρω και αφελείτε υμείς απ΄ αυτού αφαίρεμα κυρίω επιδέκατον από του επιδεκάτου |
27And your heave-offerings shall be reckoned to you as corn from the floor, and an offering from the wine-press. | και λογισθήσεται υμίν τα αφαιρέματα υμών ως σίτος από άλωνος και ως αφαίρεμα από ληνού |
28So shall ye also separate them from all the offerings of the Lord out of all your tithes, whatsoever ye shall receive from the children of Israel; and ye shall give of them an offering to the Lord to Aaron the priest. | ούτως αφελείτε και υμείς από πάντων των αφαιρεμάτων κυρίου από πάντων των επιδεκάτων υμών όσα αν λάβητε παρά των υιών Ισραήλ και δώσετε απ΄ αυτών αφαίρεμα κυρίω Ααρών τω ιερεί |
29Of all your gifts ye shall offer an offering to the Lord, and of every first-fruit the consecrated part from it. | από πάντων των δομάτων υμών αφελείτε αφαίρεμα κυρίω από πάντων των απαρχών των ηγιασμένων απ΄ αυτού |
30And thou shalt say to them, When ye shall offer the first-fruits from it, then shall it be reckoned to the Levites as produce from the threshing-floor, and as produce from the wine-press. | και ερείς προς αυτούς όταν αφαιρήτε την απαρχήν απ΄ αυτού και λογισθήσεται τοις Λευίταις ως γένημα από άλωνος και ως γένημα από ληνού |
31And ye shall eat it in any place, ye and your families; for this is your reward for your services in the tabernacle of witness. | και έδεσθε αυτό εν παντί τόπω υμείς και οι οίκοι υμών ότι μισθός ούτος υμίν εστίν αντί των λειτουργιών υμών των εν τη σκηνή του μαρτυρίου |
32And ye shall not bear sin by reason of it, for ye shall have offered an offering of first-fruits from it, and ye shall not profane the holy things of the children of Israel, that ye die not. | και ου λήψεσθε δι΄ αυτό αμαρτίαν ότι αν αφαιρήτε την απαρχήν απ΄ αυτού και τα άγια των υιών Ισραήλ ου βεβηλώσετε ίνα μη αποθάνητε |
Chapter 19
[edit]1And the Lord spoke to Moses and Aaron, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών λέγων |
2This is the constitution of the law, as the Lord has commanded, saying, Speak to the sons of Israel, and let them take for thee a red heifer without spot, which has no spot on her, and on which no yoke has been put. | αύτη η διαστολή του νόμου όσα συνέταξε κύριος λέγων λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και λαβέτωσαν προς σε δάμαλιν πυρράν άμωμον ήτις ουκ έχει εν αυτή μώμον και η ουκ επεβλήθη επ΄ αυτήν ζυγός |
3And thou shalt give her to Eleazar the priest; and they shall bring her out of the camp into a clean place, and shall kill her before his face. | και δώσεις αυτήν προς Ελεάζαρ τον ιερέα και εξάξουσιν αυτήν έξω της παρεμβολής και σφάξουσιν αυτήν ενώπιον αυτού |
4And Eleazar shall take of her blood, and sprinkle of her blood seven times in front of the tabernacle of witness. | και λήψεται Ελεάζαρ από του αίματος αυτής και ρανεί απέναντι του προσώπου της σκηνής του μαρτυρίου από του αίματος αυτής επτάκις |
5And they shall burn her to ashes before him; and her skin and her flesh and her blood, with her dung, shall be consumed. | και κατακαύσουσιν αυτήν εναντίον αυτού και το δέρμα αυτης και τα κρέα αυτής και το αίμα αυτής συν τη κόπρω αυτής κατακαυθήσεται |
6And the priest shall take cedar wood and hyssop and scarlet wool, and they shall cast them into the midst of the burning of the heifer. | και λήψεται ο ιερεύς ξύλον κέδρινον και ύσσωπον και κόκκινον και εμβαλούσιν εις μέσον του κατακαύματος της δαμάλεως |
7And the priest shall wash his garments, and bathe his body in water, and afterwards he shall go into the camp, and the priest shall be unclean till evening. | και πλυνεί τα ιμάτια αυτού ο ιερεύς και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και μετά ταύτα εισελεύσεται εις την παρεμβολήν και ακάθαρτος έσται ο ιερεύς έως εσπέρας |
8And he that burns her shall wash his garments, and bathe his body, and shall be unclean till evening. | και ο κατακαίων αυτήν πλυνεί τα ιμάτια αυτού ύδατι και λούσεται το σώμα αυτού ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας |
9And a clean man shall gather up the ashes of the heifer, and lay them up in a clean place outside the camp; and they shall be for the congregation of the children of Israel to keep: it is the water of sprinkling, a purification. | και συνάξει άνθρωπος καθαρός την σποδόν της δαμάλεως και αποθήσει έξω της παρεμβολής εις τόπον καθαρόν και έσται τη συναγωγή υιών Ισραήλ εις διατήρησιν ύδωρ ραντισμού άγνισμά εστι |
10And he that gathers up the ashes of the heifer shall wash his garments, and shall be unclean until evening; and it shall be a perpetual statute for the children of Israel and for the strangers joined to them. | και ο συνάγων την σποδόν της δαμάλεως πλυνεί τα ιμάτια αυτού και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας και έσται τοις υιοίς Ισραήλ και τοις προσηλύτοις προσκειμένοις εν μέσω υμών νόμιμον αιώνιον |
11He that touches the dead body of any man, shall be unclean seven days. | ο απτόμενος του τεθνηκότος πάσης ψυχής ανθρώπου ακάθαρτος έσται επτά ημέρας |
12He shall be purified on the third day and the seventh day, and shall be clean; but if he be not purged on the third day and the seventh day, he shall not be clean. | ούτος αγνισθήσεται τη ημέρα τη τρίτη και τη ημέρα τη εβδόμη και καθαρός έσται εάν δε μη αφαγνισθή τη ημέρα τη τρίτη και τη ημέρα τη εβδόμη ου καθαρός έσται |
13Every one that touches the carcase of the person of a man, if he should have died, and the other not have been purified, has defiled the tabernacle of the Lord: that soul shall be cut off from Israel, because the water of sprinkling has not been sprinkled upon him; he is unclean; his uncleanness is yet upon him. | πας ο απτόμενος του τεθνηκότος από ψυχής ανθρώπου εάν αποθάνη και μη αφαγνισθή την σκηνήν του κυρίου εμίανεν και εκτριβήσεται η ψυχή εκείνη εξ Ισραήλ ότι ύδωρ ραντισμού ου περιερραντίσθη επ΄ αυτόν ακάθαρτός εστιν έτι η ακαθαρσία αυτού εν αυτώ εστί |
14And this is the law; if a man die in a house, every one that goes into the house, and all things in the house, shall be unclean seven days. | και ούτος ο νόμος άνθρωπος εάν αποθάνη εν οικία πας ο εισπορευόμενος εις την οικίαν και όσα εστίν εν τη οικία ακάθαρτα έσται επτά ημέρας |
15And every open vessel which has not a covering bound upon it, shall be unclean. | και παν σκεύος ανεωγμένον όσα ουχί δεσμώ καταδέδεται επ΄ αυτόυ ακάθαρτά εστι |
16And every one who shall touch a man slain by violence, or a corpse, or human bone, or sepulchre, shall be unclean seven days. | και πας ος αν άψηται επί προσώπου του πεδίου τραυματίου η νεκρού η οστέου ανθρωπίνου η μνήματος επτά ημέρας ακάθαρτος έσται |
17And they shall take for the unclean of the burnt ashes of purification, and they shall pour upon them running water into a vessel. | και λήψονται τω ακαθάρτω από της σποδιάς της κατακεκαυμένης του αγνισμού και εκχεούσιν επ΄ αυτήν ύδωρ ζων εις σκεύος |
18And a clean man shall take hyssop, and dip it into the water, and sprinkle it upon the house, and the furniture, and all the souls that are therein, and upon him that touched the human bone, or the slain man, or the corpse, or the tomb. | και λήψεται ύσσωπον και βάψει εις το ύδωρ ανήρ καθαρός και περιρρανεί επί τον οίκον και επί τα σκεύη και επί τας ψυχάς όσαι αν ώσιν εκεί και επί τον ημμένον του οστέου του ανθρωπίνου η του τραυματίου η του τεθνηκότος η του μνήματος |
19And the clean man shall sprinkle the water on the unclean on the third day and on the seventh day, and on the seventh day he shall purify himself; and the other shall wash his garments, and bathe himself in water, and shall be unclean until evening. | και περιρρανεί ο καθαρός επί τον ακάθαρτον εν τη ημέρα τη τρίτη και εν τη ημέρα τη εβδόμη και αφαγνισθήσεται τη ημέρα τη εβδόμη και πλυνεί τα ιμάτια αυτού και λούσεται ύδατι και ακάθαρτος έσται έως εσπέρας |
20And whatever man shall be defiled and shall not purify himself, that soul shall be cut off from the midst of the congregation, because he has defiled the holy things of the Lord, because the water of sprinkling has not been sprinkled upon him; he is unclean. | και άνθρωπος ος αν μιανθή και μη αφαγνισθή εξολοθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ μέσου της συναγωγής ότι τα άγια κυρίου εμίανεν ότι ύδωρ ραντισμού ου περιερραντίσθη επ΄ αυτόν ακάθαρτός εστι |
21And it shall be to you a perpetual statute; and he that sprinkles the water of sprinkling shall wash his garments; and he that touches the water of sprinkling shall be unclean until evening. | και έσται υμίν νόμιμον αιώνιον και ο περιρραίνων ύδωρ ραντισμού πλυνεί τα ιμάτια αυτού και ο απτόμενος του ύδατος του ραντισμού ακάθαρτος έσται έως εσπέρας |
22And whatsoever the unclean man shall touch shall be unclean, and the soul that touches it shall be unclean till evening. | και παντός ου αν άψηται αυτού ο ακάθαρτος ακάθαρτον έσται έως εσπέρας |
Chapter 20
[edit]1And the children of Israel, even the whole congregation, came into the wilderness of Sin, in the first month, and the people abode in Cades; and Mariam died there, and was buried there. | και ήλθον οι υιοί Ισραήλ πάσα η συναγωγή εις την έρημον Σιν εν τω μηνί τω πρώτω και κατέμεινεν ο λαός εν Κάδης και ετελεύτησεν εκεί Μαριάμ και ετάφη εκεί |
2And there was no water for the congregation: and they gathered themselves together against Moses and Aaron. | και ουκ ην ύδωρ τη συναγωγή και ηθροίσθησαν επί Μωυσήν και Ααρών |
3And the people reviled Moses, saying, Would we had died in the destruction of our brethren before the Lord! | και ελοιδορείτο ο λαός προς Μωυσήν λέγοντες όφελον απεθάνομεν εν τη απωλεία των αδελφών ημών έναντι κυρίου |
4And wherefore have ye brought up the congregation of the Lord into this wilderness, to kill us and our cattle? | και ινατί ανηγάγετε την συναγωγήν κυρίου εις την έρημον ταύτην αποκτείναι ημάς και τα κτήνη ημών |
5And wherefore is this? Ye have brought us up out of Egypt, that we should come into this evil place; a place where there is no sowing, neither figs, nor vines, nor pomegranates, neither is there water to drink. | και ινατί τούτο ανηγάγετε ημάς εξ Αιγύπτου παραγενέσθαι εις τον τόπον τον πονηρόν τούτον τόπος ου ου σπείρεται ουδέ συκαί ουδέ άμπελοι ουδέ ρόαι ουδέ ύδωρ εστί πιείν |
6And Moses and Aaron went from before the assembly to the door of the tabernacle of witness, and they fell upon their faces; and the glory of the Lord appeared to them. | και ήλθε Μωυσής και Ααρών από προσώπου της συναγωγής επί την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου και έπεσον επί πρόσωπον αυτών και ώφθη η δόξα κυρίου προς αυτούς |
7And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
8Take thy rod, and call the assembly, thou and Aaron thy brother, and speak ye to the rock before them, and it shall give forth its waters; and ye shall bring forth for them water out of the rock, and give drink to the congregation and their cattle. | λάβε την ράβδον και εκκλησίασον την συναγωγήν συ και Ααρών ο αδελφός σου και λαλήσατε προς την πέτραν εναντίον αυτών και δώσει τα ύδατα αυτής και εξοίσετε αυτοίς ύδωρ εκ της πέτρας και ποτιείτε την συναγωγήν και τα κτήνη αυτών |
9And Moses took his rod which was before the Lord, as the Lord commanded. | και έλαβε Μωυσής την ράβδον απέναντι κυρίου καθά συνέταξε κύριος αυτώ |
10And Moses and Aaron assembled the congregation before the rock, and said to them, Hear me, ye disobedient ones; must we bring you water out of this rock? | και εξεκκλησίασε Μωυσής και Ααρών την συναγωγήν απέναντι της πέτρας και είπε προς αυτούς ακούσατέ μου οι απειθείς μη εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ |
11And Moses lifted up his hand and struck the rock with his rod twice; and much water came forth, and the congregation drank, and their cattle. | και επάρας Μωυσής την χείρα αυτού επάταξε την πέτραν τη ράβδω δις και εξήλθεν ύδωρ πολύ και έπιεν η συναγωγή και τα κτήνη αυτών |
12And the Lord said to Moses and Aaron, Because ye have not believed me to sanctify me before the children of Israel, therefore ye shall not bring this congregation into the land which I have given them. | και είπε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών ότι ουκ επιστεύσατέ μοι αγιάσαι με εναντίον των υιών Ισραήλ διά τούτο ουκ εισάξετε υμείς την συναγωγήν ταύτην εις την γην ην δέδωκα αυτοίς |
13This is the water of Strife, because the children of Israel spoke insolently before the Lord, and he was sanctified in them. | τούτο το ύδωρ αντιλογίας ότι ελοιδορήθησαν οι υιοί Ισραήλ έναντι κυρίου και ηγιάσθη εν αυτοίς |
14And Moses sent messengers from Cades to the king of Edom, saying, Thus says thy brother Israel; Thou knowest all the distress that has come upon us. | και απέστειλε Μωυσής αγγέλους εκ Κάδης προς βασιλέα Εδώμ λέγων τάδε λέγει ο αδελφός σου Ισραήλ συ επίστη πάντα τον μόχθον τον ευρόντα ημάς |
15And how our fathers went down into Egypt, and we sojourned in Egypt many days, and the Egyptians afflicted us and our fathers. | και κατέβησαν οι πατέρες ημών εις Αίγυπτον και παρωκήσαμεν εν Αιγύπτω ημέρας πλείους και εκάκωσαν ημάς οι Αιγύπτιοι και τους πατέρας ημών |
16And we cried to the Lord, and the Lord heard our voice, and sent an angel and brought us out of Egypt; and now we are in the city of Cades, at the extremity of thy coasts. | και ανεβοήσαμεν προς κύριον και εισήκουσε κύριος της φωνής ημών και αποστείλας άγγελον εξήγαγεν ημάς εξ Αιγύπτου και νυν εσμέν εν Κάδης πόλει εκ μέρους των ορίων σου |
17We will pass through thy land: we will not go through the fields, nor through the vineyards, nor will we drink water out of thy cistern: we will go by the king's highway; we will not turn aside to the right hand or to the left, until we have passed thy borders. | παρελευσόμεθα διά της γης σου ου διελευσόμεθα δι΄ αγρών ουδέ δι΄ αμπελώνων ουδέ πιόμεθα ύδωρ εκ λάκκου σου οδώ βασιλική πορευσόμεθα ουκ εκκλινούμεν δεξιά ουδέ ευώνυμα έως αν παρέλθωμεν τα όριά σου |
18And Edom said to him, Thou shalt not pass through me, and if otherwise, I will go forth to meet thee in war. | και είπε προς αυτόν Εδώμ ου διελεύση δι΄ εμού ει εν πολέμω εξελεύσομαι εις συνάντησίν σοι |
19And the children of Israel say to him, We will pass by the mountain; and if I and my cattle drink of thy water, I will pay thee: but it is no matter of importance, we will go by the mountain. | και λέγουσιν αυτώ οι υιοί Ισραήλ παρά το όρος παρελευσόμεθα εάν δε του ύδατός σου πίωμεν εγώ τε και τα κτήνη μου δώσω τιμήν σοι αλλά το πράγμα ουθέν εστι παρά το όρος παρελευσόμεθα |
20And he said, Thou shalt not pass through me; and Edom went forth to meet him with a great host, and a mighty hand. | ο δε είπεν ου διελεύση δι΄ εμού και εξήλθεν Εδώμ εις συνάντησιν αυτώ εν όχλω βαρεί και εν χειρί ισχυρά |
21So Edom refused to allow Israel to pass through his borders, and Israel turned away from him. | και ουκ ηθέλησεν Εδώμ δούναι τω Ισραήλ παρελθείν διά των ορίων αυτού και εξέκλινεν Ισραήλ απ΄ αυτού |
22And they departed from Cades; and the children of Israel, even the whole congregation, came to Mount Or. | και απήραν εκ Κάδης και παρεγένοντο οι υιοί Ισραήλ πάσα η συναγωγή εις Ωρ το όρος |
23And the Lord spoke to Moses and Aaron in mount Or, on the borders of the land of Edom, saying, | και είπε κύριος προς Μωυσήν και Ααρών εν Ωρ τω όρει επί των ορίων της γης Εδώμ λέγων |
24Let Aaron be added to his people; for ye shall certainly not go into the land which I have given the children of Israel, because ye provoked me at the water of strife. | προστεθήτω Ααρών προς τον λαόν αυτού ότι ου εισέλθητε εις την γην ην δέδωκα τοις υιοίς Ισραήλ διότι παρωξύνατέ με επί του ύδατος της αντιλογίας |
25Take Aaron, and Eleazar his son, and bring them up to the mount Or before all the congregation; | λάβε τον Ααρών και Ελεάζαρ τον υιόν αυτού και αναβίβασον αυτούς εις Ωρ το όρος |
26and take Aaron's apparel from off him, and put it on Eleazar his son: and let Aaron die there and be added to his people. | και έκδυσον Ααρών την στολήν αυτού και ένδυσον Ελεάζαρ τον υιόν αυτού και Ααρών προστεθείς αποθανέτω εκεί |
27And Moses did as the Lord commanded him, and took him up to mount Or, before all the congregation. | και εποίησε Μωυσής καθά συνέταξε κύριος αυτώ και ανεβίβασεν αυτούς εις Ωρ το όρος εναντίον πάσης της συναγωγής |
28And he took Aaron's garments off him, and put them on Eleazar his son, and Aaron died on the top of the mountain; and Moses and Eleazar came down from the mountain. | και Μωυσής εξέδυσε τον Ααρών τα ιμάτια αυτού και ενέδυσεν αυτά Ελεάζαρ τον υιόν αυτού και απέθανεν Ααρών επί της κορυφής του όρους και κατέβη Μωυσής και Ελεάζαρ εκ του όρους |
29And all the congregation saw that Aaron was dead: and they wept for Aaron thirty days, even all the house of Israel. | και είδε πάσα η συναγωγή ότι απελύθη Ααρών και έκλαυσαν τον Ααρών τριάκοντα ημέρας πας οίκος Ισραήλ |
Chapter 21
[edit]1And Arad the Chananitish king who dwelt by the wilderness, heard that Israel came by the way of Atharin; and he made war on Israel, and carried off some of them captives. | και ήκουσεν ο Χαναναίος βασιλεύς Αράδ ο κατοικών κατά την έρημον ότι ήλθεν Ισραήλ οδόν Αθαρείμ και επολέμησε προς Ισραήλ και κατεπρονόμευσαν εξ αυτών αιχμαλωσίαν |
2And Israel vowed a vow to the Lord, and said, If thou wilt deliver this people into my power, I will devote it and its cities to thee. | και ηύξατο Ισραήλ ευχήν κυρίω και είπεν εάν μοι παραδώς τον λαόν τούτον υποχείριον αναθεματιώ αυτόν και τας πόλεις αυτού |
3And the Lord hearkened to the voice of Israel, and delivered the Chananite into his power; and Israel devoted him and his cities, and they called the name of that place Anathema. | και εισήκουσε κύριος της φωνής Ισραήλ και παρέδωκε τον Χαναναίον υποχείριον αυτού και ανεθεμάτισεν αυτόν και τας πόλεις αυτού και επεκαλέσαν το όνομα του τόπου εκείνου Ανάθεμα |
4And having departed from mount Or by the way leading to the Red Sea, they compassed the land of Edom, and the people lost courage by the way. | και απάραντες εξ Ωρ του όρους οδόν επί θάλασσαν ερυθράν περιεκύκλωσαν την γην Εδώμ και ωλιγοψύχησεν ο λαός εν τη οδώ |
5And the people spoke against God and against Moses, saying, Why is this? Hast thou brought us ought of Egypt to slay us in the wilderness? for there is not bread nor water; and our soul loathes this light bread. | και κατελάλει ο λαός προς τον θεόν και κατά Μωυσή λέγοντες ινατί εξήγαγες ημάς εξ Αιγύπτου αποκτείναι ημάς εν τη ερήμω ότι ουκ έστιν άρτος ουδέ ύδωρ η δε ψυχή ημών προσώχθισεν εν τω άρτω τω διακένω τούτω |
6And the Lord sent among the people deadly serpents, and they bit the people, and much people of the children of Israel died. | και απέστειλε κύριος εις τον λαόν τους όφεις τους θανατούντας και έδακνον τον λαόν και απέθανε λαός πολύς των υιών Ισραήλ |
7And the people came to Moses and said, We have sinned, for we have spoken against the Lord, and against thee: pray therefore to the Lord, and let him take away the serpent from us. | και παραγενόμενος ο λαός προς Μωυσήν έλεγον ότι ημάρτομεν ότι κατελαλήσαμεν κατά του κυρίου και κατά σου εύξαι ουν προς κύριον και αφελέτω αφ΄ ημών τον όφιν και ηύξατο Μωυσής περί του λαού |
8And Moses prayed to the Lord for the people; and the Lord said to Moses, Make thee a serpent, and put it on a signal-staff; and it shall come to pass that whenever a serpent shall bite a man, every one so bitten that looks upon it shall live. | και είπε κύριος προς Μωυσήν ποίησον σεαυτώ όφιν χαλκούν και θες αυτόν επί σημείου και πας ο δεδηγμένος ιδών αυτόν ζήσεται |
9And Moses made a serpent of brass, and put it upon a signal-staff: and it came to pass that whenever a serpent bit a man, and he looked on the brazen serpent, he lived. | και εποίησε Μωυσής όφιν χαλκούν και έστησεν αυτόν επί σημείου και εγένετο όταν έδακνεν όφις άνθρωπον και επέβλεψεν επί τον όφιν τον χαλκούν και έζη |
10And the children of Israel departed, and encamped in Oboth. | και απήραν οι υιοί Ισραήλ και παρενέβαλον εν Ωβώθ |
11And having departed from Oboth, they encamped in Achalgai, on the farther side in the wilderness, which is opposite Moab, toward the east. | και εξάραντες εξ Ωβώθ παρενέβαλον εν Ανεβαρίμ εν τη ερήμω η εστι κατά πρόσωπον Μωάβ κατά ανατολάς ηλίου |
12And thence they departed, and encamped in the valley of Zared. | εκείθεν απήραν και παρενέβαλον εις φάραγγα Ζαρέδ |
13And they departed thence and encamped on the other side of Arnon in the wilderness, the country which extends from the coasts of the Amorites; for Arnon is the borders of Moab, between Moab and the Amorites. | εκείθεν απάραντες παρενέβαλον εις το πέραν Αρνών εν τη ερήμω το εξέχον από των ορίων των Αμορραίων έστι γαρ Αρνών όρια Μωάβ αναμέσον Μωάβ και του Αμορραίου |
14Therefore it is said in a book, A war of the Lord has set on fire Zoob, and the brooks of Arnon. | διά τούτο λέγεται εν βιβλίω πόλεμος του κυρίου την Ζοόβ εφλόγισε και τους χειμάρρους Αρνών |
15And he has appointed brooks to cause Er to dwell there; and it lies near to the coasts of Moab. | και τους χειμάρρους κατέστησε κατοικίσαι Ειρ και πρόσκειται τοις ορίοις Μωάβ |
16And thence they came to the well; this is the well of which the Lord said to Moses, Gather the people, and I will give them water to drink. | και εκείθεν το φρέαρ τούτο το φρέαρ ο είπε κύριος προς Μωυσήν συνάγαγε τον λαόν και δώσω αυτοίς ύδωρ |
17Then Israel sang this song at the well, Begin to sing of the well; | τότε ήσεν Ισραήλ το άσμα τούτο επί του φρέατος εξάρχετε αυτώ φρέαρ |
18the princes digged it, the kings of the nations in their kingdom, in their lordship sank it in the rock: and they went from the well to Manthanain, | ώρυξαν αυτό άρχοντες εξαλατόμησαν αυτό βασιλείς εθνών εν τη βασιλεία αυτών εν τω κυριεύσαι αυτών και από φρέατος εις Μανθαναείν |
19and from Manthanain to Naaliel, and from Naaliel to Bamoth, and from Bamoth to Janen, which is in the plain of Moab as seen from the top of the quarried rock that looks toward the wilderness. | και από Μανθαναείν εις Νααλιήλ και από Νααλιήλ εις Βαμώθ και από Βαμώθ εις Ιανήν η εστιν εν τω πεδίω Μωάβ από κορυφής του λελαξευμένου το βλέπον κατά πρόσωπον της ερήμου |
20And Moses sent ambassadors to Seon king of the Amorites, with peaceable words, saying, | και απέστειλε Ισραήλ πρεσβείς προς Σηών βασιλέα Αμορραίων λέγων |
21We will pass through thy land, we will go by the road; we will not turn aside to the field or to the vineyard. | παρελευσόμεθα διά της γης σου ουκ εκκλινούμεν ούτε εις αγρόν ούτε εις αμπελώνα |
22We will not drink water out of thy well; we will go by the king's highway, until we have past thy boundaries. | ούτε πιόμεθα ύδωρ εκ φρέατός σου οδώ βασιλική πορευσόμεθα έως αν παρέλθωμεν τα όριά σου |
23And Seon did not allow Israel to pass through his borders, and Seon gathered all his people, and went out to set the battle in array against Israel into the wilderness; and he came to Jassa, and set the battle in array against Israel. | και ουκ έδωκε Σηών τω Ισραήλ παρελθείν διά των ορίων αυτού και συνήγαγε Σηών πάντα τον λαόν αυτού και εξήλθε παρατάξασθαι τω Ισραήλ εις την έρημον και ήλθεν εις Ιάσσα και παρετάξατο τω Ισραήλ |
24And Israel smote him with the slaughter of the sword, and they became possessors of his land, from Arnon to Jaboc, as far as the children of Amman, for Jazer is the borders of the children of Amman. | και επάταξεν αυτόν Ισραήλ εν φόνω μαχαίρας και κατεκυρίευσαν της γης αυτού από Αρνών έως Ιαβόκ έως υιών Αμμάν ότι Ιαζήρ όρια υιών Αμμάν εστι |
25And Israel took all their cities, and Israel dwelt in all the cities of the Amorites, in Esebon, and in all cities belonging to it. | και έλαβεν Ισραήλ πάσας τας πόλεις ταύτας και κατώκησεν Ισραήλ εν πάσαις ταις πόλεσι των Αμορραίων εν Εσεβών και εν πάσαις ταις συγκυρούσαις αυτή |
26For Esebon is the city of Seon king of the Amorites; and he before fought against the king of Moab, and they took all his land, from Aroer to Arnon. | έστι γαρ Εσεβών πόλις Σηών του βασιλέως των Αμορραίων και ούτος επολέμησε βασιλέα Μωάβ το πρότερον και έλαβε πάσαν την γην αυτού από χειρός αυτού έως Αρνών |
27Therefore say they who deal in dark speeches, Come to Esebon, that the city of Seon may be built and prepared. | διά τούτο ερούσιν οι αινιγματισταί έλθετε εις Εσεβών ίνα οικοδομηθή και κατασκευασθή πόλις Σηών |
28For a fire has gone forth from Esebon, a flame from the city of Seon, and has consumed as far as Moab, and devoured the pillars of Arnon. | ότι πυρ εξήλθεν εξ Εσεβών φλοξ εκ πόλεως Σηών και κατέφαγεν έως Μωάβ και κατέπιε στήλας Αρνών |
29Woe to thee, Moab; thou art lost, thou people of Chamos: their sons are sold for preservation, and their daughters are captives to Seon king of the Amorites. | ουαί σοι Μωάβ απώλου λαός Χαμώς απεδόθησαν οι υιοί αυτών διασώζεσθαι και αι θυγατέρες αυτών αιχμάλωτοι τω βασιλεί των Αμορραίων Σηών |
30And their seed shall perish from Esebon to Daebon; and their women have yet farther kindled a fire against Moab. | και το σπέρμα αυτών απολείται Εσεβών έως Δαίβων και αι γυναίκες αυτών έτι προσεξέκαυσαν πυρ επί Μωάβ |
31And Israel dwelt in all the cities of the Amorites. | και κατώκησε Ισραήλ εν πάσαις ταις πόλεσι των Αμορραίων |
32And Moses sent to spy out Jazer; and they took it, and its villages, and cast out the Amorite that dwelt there. | και απέστειλε Μωυσής κατασκέψασθαι την Ιασήρ και κατελάβοντο αυτήν και τας κώμας αυτής και εξέβαλον τον Αμορραίον τον κατοικούντα εκεί |
33And having returned, they went up the road thhebraismat leads to Basan; and Og the king of Basan went forth to meet them, and all his people to war to Edrain. | και επιστρέψαντες ανέβησαν οδόν την εις Βασάν και εξήλθεν Ωγ βασιλεύς της Βασάν εις συνάντησιν αυτοίς και πας ο λαός αυτού εις πόλεμον εις Εδραείν |
34And the Lord said to Moses, Fear him not; for I have delivered him and all his people, and all his land, into thy hands; and thou shalt do to him as thou didst to Seon king of the Amorites, who dwelt in Esebon. | και είπε κύριος προς Μωυσήν μη φοβηθής αυτόν ότι εις τας χείράς σου παραδέδωκα αυτόν και πάντα τον λαόν αυτού και πάσαν την γην αυτού και ποιήσεις αυτώ καθώς εποίησας τω Σηών βασιλεί των Αμορραίων ος κατώκει εν Εσεβών |
35And he smote him and his sons, and all his people, until he left none of his to be taken alive; and they inherited his land. | και επάταξεν αυτόν και τους υιούς αυτού και πάντα τον λαόν αυτού έως του μη καταλιπείν αυτού ζωγρείαν και εκληρονόμησαν την γην αυτού |
Chapter 22
[edit]1And the children of Israel departed, and encamped on the west of Moab by Jordan toward Jericho. | και απάραντες οι υιοί Ισραήλ παρενέβαλον επί δυσμών Μωάβ παρά τον Ιορδάνην κατά Ιεριχώ |
2And when Balac son of Sepphor saw all that Israel did to the Amorite, | και ιδών Βαλαάκ υιός Σεπφώρ πάντα όσα εποίησεν Ισραήλ τω Αμορραίω |
3then Moab feared the people exceedingly because they were many; and Moab was grieved before the face of the children of Israel. | και εφοβήθη Μωάβ τον λαόν σφόδρα ότι πολλοί ήσαν και προσώχθισε Μωάβ από προσώπου υιών Ισραήλ |
4And Moab said to the elders of Madiam, Now shall this assembly lick up all that are round about us, as a calf would lick up the green herbs of the field:—and Balac son of Sepphor was king of Moab at that time. | και είπε Μωάβ τη γερουσία Μαδιάν νυν εκλείξει η συναγωγή αύτη πάντας τους κύκλω ημών ωσεί εκλείξαι ο μόσχος τα χλωρά εκ του πεδίου και Βαλαάκ υιός Σεπφώρ βασιλεύς Μωάβ ην κατά τον καιρόν εκείνον |
5And he sent ambassadors to Balaam the son of Beor, to Phathura, which is on a river of the land of the sons of his people, to call him, saying, Behold, a people is come out of Egypt, and behold it has covered the face of the earth, and it has encamped close to me. | και απέστειλε πρέσβεις προς Βαλαάμ υιόν Βεώρ Φαθουρά ος εστιν επί του ποταμού γης υιών λαού αυτού καλέσαι αυτόν λέγων ιδού λαός εξελήλυθεν εξ Αιγύπτου και ιδού κατεκάλυψε την όψιν της γης και ούτος εγκάθηται εχόμενός μου |
6And now come, curse me this people, for it is stronger than we; if we may be able to smite some of them, and I will cast them out of the land: for I know that whomsoever thou dost bless, they are blessed, and whomsoever thou dost curse, they are cursed. | και νυν δεύρο άρασαί μοι τον λαόν τούτον ότι ισχυρότερός μου εστίν εάν δυνώμεθα πατάξαι εξ αυτών και εκβαλώ αυτούς εκ της γης ότι οίδα ότι ους αν ευλογήσης συ ευλόγηνται και ους αν καταράση συ κεκατήρανται |
7And the elders of Moab went, and the elders of Madiam, and their divining instruments were in their hands; and they came to Balaam, and spoke to him the words of Balac. | και επορεύθη η γερουσία Μωάβ και η γερουσία Μαδιάν και τα μαντεία εν ταις χερσίν αυτών και ήλθον προς Βαλαάμ και είπαν αυτώ τα ρήματα Βαλαάκ |
8And he said to them, Tarry here the night, and I will answer you the things which the Lord shall say to me; and the princes of Moab stayed with Balaam. | και είπε προς αυτούς καταλύσατε αυτού την νύκτα και αποκριθήσομαι υμίν πράγματα α αν λαλήση κύριος προς με και κατέμειναν οι άρχοντες Μωάβ παρά Βαλαάμ |
9And God came to Balaam, and said to him, Who are these men with thee? | και ήλθεν ο θεός προς Βαλαάμ και είπεν αυτώ τι οι άνθρωποι ούτοι παρά σοι |
10And Balaam said to God, Balac son of Sepphor, king of Moab, sent them to me, saying, | και είπε Βαλαάμ προς τον θεόν Βαλαάκ υιός Σεπφώρ βασιλεύς Μωάβ απέστειλεν αυτούς προς με λέγων |
11Behold, a people has come forth out of Egypt, and has covered the face of the land, and it has encamped near to me; and now come, curse it for me, if indeed I shall be able to smite it, and cast it out of the land. | ιδού λαός εξελήλυθεν εξ Αιγύπτου και εκάλυψεν την όψιν της γης και νυν δεύρο άρασαί μοι αυτόν ει άρα δυνήσομαι πατάξαι αυτόν και εκβαλώ αυτόν |
12And God said to Balaam, Thou shalt not go with them, neither shalt thou curse the people; for they are blessed. | και είπεν ο θεός προς Βαλαάμ ου πορεύση μετ΄ αυτών ουδέ καταράση τον λαόν έστι γαρ ευλογημένος |
13And Balaam rose up in the morning, and said to the princes of Balac, Depart quickly to your lord; God does not permit me to go with you. | και αναστάς Βαλαάμ τοπρωϊ είπε τοις άρχουσι Βαλαάκ αποτρέχετε προς την γην υμών ουκ αφίησί με κύριος πορεύεσθαι μεθ΄ υμών |
14And the princes of Moab rose, and came to Balac, and said, Balaam will not come with us. | και αναστάντες οι άρχοντες Μωάβ ήλθον προς Βαλαάκ και είπαν ου θέλει Βαλαάμ πορευθήναι μεθ΄ ημών |
15And Balac yet again sent more princes and more honourable than they. | και προσέθετο έτι Βαλαάκ αποστείλαι άρχοντας πλείους και εντιμοτέρους τούτων |
16And they came to Balaam, and they say to him, Thus says Balac the son of Sepphor: I beseech thee, delay not to come to me. | και ήλθον προς Βαλαάμ και λέγουσιν αυτώ τάδε λέγει Βαλαάκ ο του Σεπφώρ αξιώ σε μη οκνήσης ελθείν προς με |
17For I will greatly honour thee, and will do for thee whatsoever thou shalt say; come then, curse me this people. | εντίμως γαρ τιμήσω σε και όσα αν είπης μοι ποιήσω σοι και δεύρο επικατάρασαί μοι τον λαόν τούτον |
18And Balaam answered and said to the princes of Balac, If Balac would give me his house full of silver and gold, I shall not be able to go beyond the word of the Lord God, to make it little or great in my mind. | και απεκρίθη Βαλαάμ και είπε τοις άρχουσι Βαλαάκ εάν δω μοι Βαλαάκ πλήρη τον οίκον αυτού αργυρίου και χρυσίου ου δυνήσομαι παραβήναι το ρήμα κυρίου του θεού ποιήσαι αυτό μικρόν η μέγα |
19And now do ye also tarry here this night, and I shall know what the Lord will yet say to me. | και νυν υπομείνατε αυτού και υμείς την νύκτα ταύτην και γνώσομαι τι προσθήσει κύριος λαλήσαι προς με |
20And God came to Balaam by night, and said to him, If these men are come to call thee, rise and follow them; nevertheless the word which I shall speak to thee, it shalt thou do. | και ήλθεν ο θεός προς Βαλαάμ νυκτός και είπεν αυτώ ει καλέσαι σε παρείσιν οι άνθρωποι ούτοι αναστάς ακολούθησον αυτοίς αλλά το ρήμα ο αν λαλήσω προς σε τούτο ποιήσεις |
21And Balaam rose up in the morning, and saddled his ass, and went with the princes of Moab. | και αναστάς Βαλαάμ τοπρωϊ επέσαξε την όνον αυτού και επορεύθη μετά των αρχόντων Μωάβ |
22And God was very angry because he went; and the angel of the Lord rose up to withstand him. Now he had mounted his ass, and his two servants were with him. | και ωργίσθη θυμώ ο θεός ότι επορεύθη αυτός και ανέστη ο άγγελος του θεού επί της οδού ενδιαβάλλειν αυτόν και αυτός επιβεβήκει επί της όνου αυτού και δύο παίδες αυτού μετ΄ αυτού |
23And when the ass saw the angel of God standing opposite in the way, and his sword drawn in his hand, then the ass turned aside out of the way, and went into the field; and Balaam smote the ass with his staff to direct her in the way. | και ιδούσα η όνος τον αγγελον του θεού ανθεστηκότα εν τη οδώ και την ρομφαίαν εσπασμένην εν τη χειρί αυτού και εξέκλινεν η όνος εκ της οδού και επορεύετο εις το πεδίον και επάταξε την όνον του ευθύναι αυτήν εν τη οδώ |
24And the angel of the Lord stood in the avenues of the vines, a fence being on this side and a fence on that. | και έστη ο άγγελος του θεού εν ταις αύλαξι των αμπέλων φραγμός εντεύθεν και φραγμός εντεύθεν |
25And when the ass saw the angel of God, she thrust herself against the wall, and crushed Balaam's foot against the wall, and he smote her again. | και ιδούσα η όνος τον άγγελον του θεού προσέθλιψεν εαυτήν προς τον τοίχον και απέθλιψε τον πόδα Βαλαάμ προς τον τοίχον και προσέθετο έτι μαστίξαι αυτήν |
26And the angel of the Lord went farther, and came and stood in a narrow place where it was impossible to turn to the right or the left. | και προσέθετο ο άγγελος του θεού απελθών και υπέστη εν τόπω στενώ εις ον ουκ ην εκκλίναι δεξιάν η αριστεράν |
27And when the ass saw the angel of God, she lay down under Balaam; and Balaam was angry, and struck the ass with his staff. | και ιδούσα η όνος τον άγγελον του θεού συνεκάθισεν υποκάτω Βαλαάμ και εθυμώθη Βαλαάμ και έτυπτε την όνον εν τη ράβδω |
28And God opened the mouth of the ass, and she says to Balaam, What have I done to thee, that thou hast smitten me this third time? | και ήνοιξεν ο θεός το στόμα της όνου και λέγει τω Βαλαάμ τι πεποίηκά σοι ότι πέπαικάς με τούτο τρίτον |
29And Balaam said to the ass, Because thou hast mocked me; and if I had had a sword in my hand, I would now have killed thee. | και είπε Βαλαάμ τη όνω ότι εμπέπαιχάς μοι και ει είχον μάχαιραν εν τη χειρί μου ήδη αν εξεκέντησά σε |
30And the ass says to Balaam, Am not I thine ass on which thou hast ridden since thy youth till this day? did I ever do thus to thee, utterly disregarding thee? and he said, No. | και λέγει η όνος τω Βαλαάμ ουκ εγώ η όνος σου εφ΄ ης επέβαινες από νεότητός σου έως της σήμερον ημέρας μη υπεροράσει υπεριδούσα εποίησά σοι ούτως ο δε είπεν ουχί |
31And God opened the eyes of Balaam, and he sees the angel of the Lord withstanding him in the way, and his sword drawn in his hand, and he stooped down and worshipped on his face. | απεκάλυψε δε ο θεός τους οφθαλμούς Βαλαάμ και ορά τον άγγελον κυρίου ανθεστηκότα εν τη οδώ και την μάχαιραν εσπασμένην εν τη χειρί αυτού και κύψας προσεκύνησε τω προσώπω αυτού |
32And the angel of God said to him, Why hast thou smitten thine ass this third time? and, behold, I came out to withstand thee, for thy way was not seemly before me; and when the ass saw me, she turned away from me this third time. | και είπεν αυτώ ο άγγελος του θεού διατί επάταξας την όνον σου τούτο τρίτον και ιδού εγώ εξήλθον εις διαβολήν σου ότι ουκ αστεία η οδός σου εναντίον μου |
33And if she had not turned out of the way, surely now, I should have slain thee, and should have saved her alive. | και ιδούσά με η όνος εξέκλινεν απ΄ εμού τρίτον τούτο και ει εξέκλινεν απ΄ εμού νυν ουν σε μεν αν απέκτεινα εκείνην δ΄ αν περιεποιησάμην |
34And Balaam said to the angel of the Lord, I have sinned, for I did not know that thou wert standing opposite in the way to meet me; and now if it shall not be pleasing to thee for me to go on, I will return. | και είπε Βαλαάμ τω αγγέλω κυρίου ημάρτηκα ου γαρ ηπιστάμην ότι συ μοι ανθέστηκας εν τη οδώ εις συνάντησίν μου και νυν ει σοι αρκέσει αποστραφήσομαι |
35And the angel of the Lord said to Balaam, Go with the men: nevertheless the word which I shall speak to thee, that thou shalt take heed to speak. And Balaam went with the princes of Balac. | και είπεν ο άγγελος του θεού προς Βαλαάμ συμπορεύθητι μετά των ανθρώπων πλην το ρήμα ο αν είπω προς σε τούτο φυλάξη λαλήσαι και επορεύθη Βαλαάμ μετά των αρχόντων Βαλαάκ |
36And when Balac heard that Balaam was come, he went out to meet him, to a city of Moab, which is on the borders of Arnon, which is on the extreme part of the borders. | και ακούσας Βαλαάκ ότι ήκει Βαλαάμ εξήλθεν εις συνάντησιν αυτώ εις πόλιν Μωάβ η εστιν επί των ορίων Αρνών ο εστιν εκ μέρους των ορίων |
37And Balac said to Balaam, Did I not send to thee to call thee? why hast thou not come to me? shall I not indeed be able to honour thee? | και είπε Βαλαάκ προς Βαλαάμ ουχί απέστειλα προς σε καλέσαι σε διατί ουκ ήρχου προς με όντως ου δυνήσομαι τιμήσαί σε |
38And Balaam said to Balac, Behold, I am now come to thee: shall I be able to say anything? the word which God shall put into my mouth, that I shall speak. | και είπε Βαλαάμ προς Βαλαάκ ιδού ήκω προς σε νυν δυνατός ειμι λαλήσαί τι το ρήμα ος αν εμβάλη ο θεός εις το στόμα μου τούτο λαλήσω |
39And Balaam went with Balac, and they came to the cities of streets. | και επορεύθη Βαλαάμ μετά Βαλαάκ και ήλθον εις πόλεις επαύλεων |
40And Balac offered sheep and calves, and sent to Balaam and to his princes who were with him. | και έθυσε Βαλαάκ πρόβατα και μόσχους και απέστειλε τω Βαλαάμ και τοις άρχουσι τοις μετ΄ αυτού |
41And it was morning; and Balac took Balaam, and brought him up to the pillar of Baal, and shewed him thence a part of the people. | και εγενήθη πρωϊ και παραλαβών Βαλαάκ τον Βαλαάμ ανεβίβασεν αυτόν επί την στήλην του Βαάλ και έδειξεν αυτώ εκείθεν μέρος τι του λαού |
Chapter 23
[edit]1And Balaam said to Balac, Build me here seven altars, and prepare me here seven calves, and seven rams. | και είπε Βαλαάμ τω Βαλαάκ οικοδόμησόν μοι ενταύθα επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ενταύθα επτά μόσχους και επτά κριούς |
2And Balac did as Balaam told him; and he offered up a calf and a ram on every altar. | και εποίησε Βαλαάκ ον τρόπον είπεν αυτώ Βαλαάμ και ανήνεγκε μόσχον και κριόν επί τον βωμόν |
3And Balaam said to Balac, Stand by thy sacrifice, and I will go and see if God will appear to me and meet me, and the word which he shall shew me, I will report to thee. And Balac stood by his sacrifice. | και είπε Βαλαάμ προς Βαλαάκ παράστηθι επί της θυσίας σου και πορεύσομαι ει μοι φανείται ο θεός εν συναντήσει και ρήμα ο αν μοι δείξει αναγγελώ σοι και επορεύθη ευθείαν |
4And Balaam went to enquire of God; and he went straight forward, and God appeared to Balaam; and Balaam said to him, I have prepared the seven altars, and have offered a calf and a ram on every altar. | και εφάνη ο θεός τω Βαλαάμ και είπε προς αυτόν Βαλαάμ τους επτά βωμούς ητοίμασα και ανεβίβασα μόσχον και κριόν επί τον βωμόν |
5And God put a word into the mouth of Balaam, and said, thou shalt return to Balac, and thus shalt thou speak. | και ενέβαλεν ο θεός ρήμα εις το στόμα Βαλαάμ και είπεν επιστραφείς προς Βαλαάκ ούτως λαλήσεις |
6And he returned to him, and moreover he stood over his whole-burnt-offerings, and all the princes of Moab with him; and the Spirit of God came upon him. | και απεστράφη προς αυτόν και όδε εφειστήκει επί των ολοκαυτωμάτων αυτού και πάντες οι άρχοντες Μωάβ μετ΄ αυτού |
7And he took up his parable, and said, Balac king of Moab sent for me out of Mesopotamia, out of the mountains of the east, saying, Come, curse me Jacob, and Come, call for a curse for me upon Israel. | και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν εκ Μεσοποταμίας μετεπέμψατό με Βαλαάκ βασιλεύς Μωάβ εξ ορεών απ΄ ανατολών λέγων δεύρο άρασαί μοι τον Ιακώβ και δεύρο επικατάρασαί μοι τον Ισραήλ |
8How can I curse whom the Lord curses not? or how can I devote whom God devotes not? | τι αράσωμαι ον μη αράται κύριος και τι καταράσομαι ον μη καταράται ο θεός |
9For from the top of the mountains I shall see him, and from the hills I shall observe him: behold, the people shall dwell alone, and shall not be reckoned among the nations. | ότι από κορυφής ορεών όψομαι αυτόν και από βουνών προσνοήσω αυτόν ιδού λαός μόνος κατοικήσει και εν έθνεσιν ου συλλογισθήσεται |
10Who has exactly calculated the seed of Jacob, and who shall number the families of Israel? let my soul die with the souls of the righteous, and let my seed be as their seed. | τις εξηκριβάσατο το σπέρμα Ιακώβ και τις εξαριθμήσεται δήμους Ισραήλ αποθάνοι η ψυχή μου εν ψυχαίς δικαίων και γένοιτο το σπέρμα μου ως το σπέρμα τούτου |
11And Balac said to Balaam, What hast thou done to me? I called thee to curse my enemies, and behold thou hast greatly blessed them. | και είπε Βαλαάκ προς Βαλαάμ τι πεποίηκάς μοι εις κατάρασιν εχθρών μου κέκληκά σε και ιδού ευλόγηκας ευλογίαν |
12And Balaam said to Balac, Whatsoever the Lord shall put into my mouth, shall I not take heed to speak this? | και είπε Βαλαάμ προς Βαλαάκ ουχί όσα αν εμβάλη ο θεός εις το στόμα μου τούτο φυλάξω λαλήσαι |
13And Balac said to him, Come yet with me to another place where thou shalt not see the people, but only thou shalt see a part of them, and shalt not see them all; and curse me them from thence. | και είπε προς αυτόν Βαλαάκ δεύρο έτι μετ΄ εμού εις τόπον άλλον εξ ου ουκ όψει αυτόν εκείθεν αλλ΄ μέρος τι αυτού όψει πάντας δε ου ίδης και κατάρασαί μοι αυτόν εκείθεν |
14And he took him to a high place of the field to the top of the quarried rock, and he built there seven altars, and offered a calf and a ram on every altar. | και παρέλαβεν αυτόν εις αγρού σκοπιάν επί κορυφήν λελαξευμένου και ωκοδόμησεν εκεί επτά βωμούς και ανεβίβασε μόσχον και κριόν επί τον βωμόν |
15And Balaam said to Balac, Stand by thy sacrifice, and I will go to enquire of God. | και είπε Βαλαάμ προς Βαλαάκ παράστηθι επί της θυσίας σου εγώ δε πορεύσομαι επερωτήσαι τον θεόν |
16And God met Balaam, and put a word into his mouth, and said, return to Balac, and thus shalt thou speak. | και συνήντησεν ο θεός τω Βαλαάμ και ενέβαλε ρήμα εις το στόμα αυτού και είπεν αποστράφηθι προς Βαλαάκ και τάδε λαλήσεις |
17And he returned to him: and he also was standing by his whole-burnt-sacrifice, and all the princes of Moab with him; and Balac said to him, What has the Lord spoken? | και απεστράφη προς αυτόν και όδε εφειστήκει επί της ολοκαυτώσεως αυτού και οι άρχοντες Μωάβ μετ΄ αυτού και είπεν αυτώ Βαλαάκ τι ελάλησε κύριος |
18And he took up his parable, and said, rise up, Balac, and hear; hearken as a witness, thou son of Sepphor. | και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν ανάστηθι Βαλαάκ και άκουε ενώτισαι μάρτυς υιός Σεπφώρ |
19God is not as man to waver, nor as the son of man to be threatened; shall he say and not perform? shall he speak and not keep to his word? | ουχ ως άνθρωπος ο θεός διαρτηθήναι ουδέ ως υιός ανθρώπου απειληθήναι αυτός είπας ουχί ποιήσει λαλήσει και ουχί εμμενεί |
20Behold, I have received commandment to bless: I will bless, and not turn back. | ιδού ευλογείν παρείλημμαι ευλογήσω και ου αποστρέψω |
21There shall not be trouble in Jacob, neither shall sorrow be seen in Israel: the Lord his God is with him, the glories of rulers are in him. | ουκ έσται μόχθος εν Ιακώβ ουδέ οφθήσεται πόνος εν Ισραήλ κύριος ο θεός αυτού μετ΄ αυτού τα ένδοξα αρχόντων εν αυτώ |
22It was God who brought him out of Egypt; he has as it were the glory of a unicorn. | θεός ο εξαγαγών αυτόν εξ Αιγύπτου ως δόξα μονοκέρωτος αυτού |
23For there is no divination in Jacob, nor enchantment in Israel; in season it shall be told to Jacob and Israel what God shall perform. | ου γαρ εστιν οιωνισμός εν Ιακώβ ουδέ μαντεία εν Ισραήλ κατά καιρόν ρηθήσεται Ιακώβ και τω Ισραήλ τι επιτελέσει ο θεός |
24Behold, the people shall rise up as a lion's whelp, and shall exalt himself as a lion; he shall not lie down till he have eaten the prey, and he shall drink the blood of the slain. | ιδού λαός ως σκύμνος αναστήσεται και ως λέων γαυρωθήσεται ου κοιμηθήσεται έως φάγη θήραν και αίμα τραυματιών πίεται |
25And Balac said to Balaam, Neither curse the people at all for me, nor bless them at all. | και είπε Βαλαάκ προς Βαλαάμ ούτε κατάραις καταράση αυτόν ούτε ευλογών μη ευλογήσεις αυτόν |
26And Balaam answered and said to Balac, Spoke I not to thee, saying, Whatsoever thing God shall speak to me, that will I do? | και αποκριθείς Βαλαάμ είπε τω Βαλαάκ ουκ ελάλησά σοι λέγων το ρήμα ο αν λαλήση ο θεός τούτο ποιήσω |
27And Balac said to Balaam, Come and I will remove thee to another place, if it shall please God, and curse me them from thence. | και είπε Βαλαάκ προς Βαλαάμ δεύρο παραλάβω σε εις τόπον άλλον ει αρέση τω θεώ και κατάρασαί μοι αυτόν εκείθεν |
28And Balac took Balaam to the top of Phogor, which extends to the wilderness. | και παρέλαβε Βαλαάκ τον Βαλαάμ επί κορυφήν του Φογώρ το παρατείνον εις την έρημον |
29And Balaam said to Balac, build me here seven altars, and prepare me here seven calves, and seven rams. | και είπε Βαλαάμ προς Βαλαάκ οικοδόμησόν μοι ώδε επτά βωμούς και ετοίμασόν μοι ώδε επτά μόσχους και επτά κριούς |
30And Balac did as Balaam told him, and offered a calf and a ram on every altar. | και εποίησε Βαλαάκ καθάπερ είπεν αυτώ Βαλαάμ και ανήνεγκε μόσχον και κριόν επί τον βωμόν |
Chapter 24
[edit]1And when Balaam saw that it pleased God to bless Israel, he did not go according to his custom to meet the omens, but turned his face toward the wilderness. | και ιδών Βαλαάμ ότι καλόν εστιν εναντίον κυρίου ευλογείν τον Ισραήλ ουκ επορεύθη κατά το ειωθός εις συνάντησιν τοις οιωνοίς και απέστρεψε το πρόσωπον αυτού εις την έρημον |
2And Balaam lifted up his eyes, and sees Israel encamped by their tribes; and the Spirit of God came upon him. | και επάρας Βαλαάμ τους οφθαλμούς αυτού καθορά τον Ισραήλ εστρατοπεδευκότα κατά φυλάς και εγένετο πνεύμα θεού επ΄ αυτόν |
3And he took up his parable and said, Balaam son of Beor says, the man who sees truly says, | και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπε φησί Βαλαάμ υιός Βεώρ φησίν ο άνθρωπος αληθινός ορών |
4he says who hears the oracle of the Mighty One, who saw a vision of God in sleep; his eyes were opened: | φησίν ακούων λόγια θεού όστις όρασιν θεού είδεν εν ύπνω αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού |
5How goodly are thy habitations, Jacob, and thy tents, Israel! | ως καλοί οι οίκοί σου Ιακώβ αι σκηναί σου Ισραήλ |
6as shady groves, and as gardens by a river, and as tents which God pitched, and as cedars by the waters. | ωσεί νάπαι σκιάζουσαι ωσεί παράδεισοι επί ποταμόν και ωσεί σκηναί ας έπηξε κύριος ωσεί κέδροι παρ΄ ύδατα |
7There shall come a man out of his seed, and he shall rule over many nations; and the kingdom of Gog shall be exalted, and his kingdom shall be increased. | εξελεύσεται άνθρωπος εκ του σπέρματος αυτού και κυριεύσει εθνών πολλων και υψωθήσεται η Γωγ βασιλεία αυτού και αυξηθήσεται βασιλεία αυτού |
8God led him out of Egypt; he has as it were the glory of a unicorn: he shall consume the nations of his enemies, and he shall drain their marrow, and with his darts he shall shoot through the enemy. | ο θεός ωδήγησεν αυτόν εξ Αιγύπτου ως δόξα μονοκέρωτος αυτώ έδεται έθνη εχθρών αυτού και τα πάχη αυτών εκμυελιεί και ταις βολίσιν αυτού κατατοξεύσει εχθρόν |
9He lay down, he rested as a lion, and as a young lion; who shall stir him up? they that bless thee are blessed, and they that curse thee are cursed. | κατακλιθείς ανεπαύσατο ως λέων και ωσεί σκύμνος τις αναστήσει αυτόν οι ευλογούντές σε ευλόγηνται και οι καταρώμενοί σε κεκατήρανται |
10And Balac was angry with Balaam, and clapped his hands together; and Balac said to Balaam, I called thee to curse my enemy, and behold thou hast decidedly blessed him this third time. | και εθυμώθη Βαλαάκ επί Βαλαάμ και συνεκρότησε ταις χερσίν αυτού και είπε Βαλαάκ προς Βαλαάμ καταράσθαι τον εχθρόν μου κέκληκά σε και ιδού ευλογών ευλόγησας τρίτον τούτο |
11Now therefore flee to thy place: I said, I will honour thee, but now the Lord has deprived thee of glory. | νυν ουν φεύγε εις τον τόπον σου είπα τιμήσω σε και νυν εστέρησέ σε κύριος της δόξης |
12And Balaam said to Balac, Did I not speak to thy messengers also whom thou sentest to me, saying, | και είπε Βαλαάμ προς Βαλαάκ ουχί και τοις αγγέλοις σου ους απέστειλας προς με ελάλησα λέγων |
13If Balac should give me his house full of silver and gold, I shall not be able to transgress the word of the Lord to make it good or bad by myself; whatsoever things God shall say, them will I speak. | εάν μοι δω Βαλαάκ πλήρη τον οίκον αυτού αργυρίου και χρυσίου ου δυνήσομαι παραβήναι το ρήμα κυρίου ποιήσαι αυτό καλόν η πονηρόν παρ΄ εμαυτού όσα εάν είπη μοι ο θεός ταύτα ερώ |
14And now, behold, I return to my place; come, I will advise thee of what this people shall do to thy people in the last days. | και νυν ιδού αποτρέχω εις τον τόπον μου δεύρο συμβουλεύσω σοι τι ποιήσει ο λαός ούτος τον λαόν σου επ΄ εσχατών των ημερών |
15And he took up his parable and said, Balaam the son of Beor says, the man who sees truly says, | και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπε φησί Βαλαάμ υιός Βεώρ φησίν ο άνθρωπος ο αληθινός ορών |
16hearing the oracles of God, receiving knowledge from the Most High, and having seen a vision of God in sleep; his eyes were opened. | ακούων λόγια θεού επιστάμενος επιστήμην παρά υψίστου και όρασιν θεού ιδών εν ύπνω αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού |
17I will point to him, but not now; I bless him, but he draws not near: a star shall rise out of Jacob, a man shall spring out of Israel; and shall crush the princes of Moab, and shall spoil all the sons of Seth. | δείξω αυτώ και ουχί νυν μακαρίζω και ουκ εγγίζει ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ και αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ και θραύσει τους αρχηγούς Μωάβ και προνομεύσει πάντας τους υιούς Σήθ |
18And Edom shall be an inheritance, and Esau his enemy shall be an inheritance of Israel, and Israel wrought valiantly. | και έσται Εδώμ κληρονομία και έσται κληρονομία Ησαύ ο εχθρός αυτού και Ισραήλ εποίησεν εν ισχύϊ |
19And one shall arise out of Jacob, and destroy out of the city him that escapes. | και εξεγερθήσεται εξ Ιακώβ και απολεί σωζόμενον εκ πόλεως |
20And having seen Amalec, he took up his parable and said, Amalec is the first of the nations; yet his seed shall perish. | και ιδών τον Αμαλήκ και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν αρχή εθνών Αμαλήκ και το σπέρμα αυτού απολείται |
21And having seen the Kenite, he took up his parable and said, thy dwelling-place is strong; yet though thou shouldest put thy nest in a rock, | και ιδών τον Κεναίον και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν ισχυρά η κατοικία σου και εάν θης εν πέτρα την νοσσιάν σου |
22and though Beor should have a skillfully contrived hiding-place, the Assyrians shall carry thee away captive. | και εάν γένηται τω Βεώρ νοσσιά πανουργίας Ασσύριοι αιχμαλωτεύσουσί σε |
23And he looked upon Og, and took up his parable and said, Oh, oh, who shall live, when God shall do these things? | και αναλαβών την παραβολήν αυτού είπεν ω ω τις ζήσεται όταν θη ταύτα ο θεός |
24And one shall come forth from the hands of the Citians, and shall afflict Assur, and shall afflict the Hebrews, and they shall perish together. | και εξελεύσεται εκ χειρών Κιτιαίων και κακώσουσιν Ασσούρ και κακώσουσιν Εβραίους και αυτοί ομοθυμαδόν απολούνται |
25And Balaam rose up and departed and returned to his place, and Balac went to his own home. | και αναστάς Βαλαάμ απήλθεν αποστραφείς εις τον τόπον αυτού και Βαλαάκ απήλθε προς εαυτονύ |
Chapter 25
[edit]1And Israel sojourned in Sattin, and the people profaned itself by going a-whoring after the daughters of Moab. | και κατέλυσεν Ισραήλ εν Σαττείν και εβεβηλώθη ο λαός εκπορνεύσαι εις τας θυγατέρας Μωάβ |
2And they called them to the sacrifices of their idols; and the people ate of their sacrifices, and worshipped their idols. | και εκάλεσαν αυτούς εις τας θυσίας των ειδώλων αυτών και έφαγεν ο λαός των θυσιών αυτών και προσεκύνησαν τοις ειδώλοις αυτών |
3And Israel consecrated themselves to Beel-phegor; and the Lord was very angry with Israel. | και ετελέσθη Ισραήλ τω Βεελφεγώρ και ωργίσθη θυμώ κύριος τω Ισραήλ |
4And the Lord said to Moses, Take all the princes of the people, and make them examples of judgment for the Lord in the face of the sun, and the anger of the Lord shall be turned away from Israel. | και είπε κύριος τω Μωυσή λάβε πάντας τους αρχηγούς του λαού και παραδειγμάτισον αυτούς κυρίω κατέναντι του ηλίου και αποστραφήσεται οργή θυμού κυρίου από Ισραήλ |
5And Moses said to the tribes of Israel, Slay ye every one his friend that is consecrated to Beel-phegor. | και είπε Μωυσής ταις φυλαίς Ισραήλ αποκτείνατε έκαστος τον οικείον αυτού τον τετελεσμένον τω Βεελφεγώρ |
6And, behold, a man of the children of Israel came and brought his brother to a Madianitish woman before Moses, and before all the congregation of the children of Israel; and they were weeping at the door of the tabernacle of witness. | και ιδού άνθρωπος των υιών Ισραήλ ελθών προσήγαγε τον αδελφόν αυτού προς την Μαδιανίτιν εναντίον Μωυσή και εναντίον πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ αυτοί δε έκλαιον παρά την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου |
7And Phinees the son of Eleazar, the son of Aaron the priest, saw it, and rose out of the midst of the congregation, and took a javelin in his hand, | και ιδών Φινεές υιός Ελεάζαρ υιόυ Ααρών του ιερέως εξανέστη εκ μέσου της συναγωγής και λαβών σειρομάστην εν τη χειρί |
8and went in after the Israelitish man into the chamber, and pierced them both through, both the Israelitish man, and the woman through her womb; and the plague was stayed from the children of Israel. | εισήλθεν οπίσω του ανθρώπου του Ισραηλίτου εις την κάμινον και απεκέντησεν αμφοτέρους τον τε άνθρωπον τον Ισραηλίτην και την γυναίκα διά της μήτρας αυτής και επαύσατο η πληγή από των υιών Ισραήλ |
9And those that died in the plague were four and twenty thousand. | και εγένοντο οι τεθνηκότες εν τη πληγή τέσσαρες και είκοσι χιλιάδες |
10And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
11Phinees the son of Eleazar the son of Aaron the priest has caused my wrath to cease from the children of Israel, when I was exceedingly jealous among them, and I did not consume the children of Israel in my jealousy. | Φινεές ο υιός Ελεάζαρ υιόυ Ααρών του ιερέως κατέπαυσε τον θυμόν μου από υιών Ισραήλ εν τω ζηλώσαί μου τον ζήλον εν αυτοίς και ουκ εξανήλωσα τους υιούς Ισραήλ εν τω ζήλω μου |
12Thus do thou say to him, Behold, I give him a covenant of peace: | ούτως είπον ιδού εγώ δίδωμι αυτώ διαθήκην μου ειρήνης |
13and he and his seed after him shall have a perpetual covenant of priesthood, because he was zealous for his God, and made atonement for the children of Israel. | και έσται αυτώ και τω σπέρματι αυτού μετ΄ αυτόν διαθήκη ιερατείας αιωνίας ανθ΄ εζήλωσε τω θεώ αυτού και εξιλάσατο περί των υιών Ισραήλ |
14Now the name of the smitten Israelitish man, who was smitten with the Madianitish woman, was Zambri son of Salmon, prince of a house of the tribe of Symeon. | το δε όνομα του ανθρώπου του Ισραηλίτου του πεπληγότος ος επλήγη μετά της Μαδιανίτιδος Ζαμβρί υιός Σαλώ άρχων οίκου πατριάς Συμεών |
15And the name of the Madianitish woman who was smitten, was Chasbi, daughter of Sur, a prince of the nation of Ommoth: it is a chief house among the people of Madiam. | και όνομα τη γυναικί τη Μαδιανίτιδι τη πεπληγύια Χασβί θυγάτηρ Σούρ άρχοντος έθνους Ομόθ οίκου πατριάς εστί των Μαδιάν |
16And the Lord spoke to Moses, saying, Speak to the children of Israel, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ λέγων |
17Plague the Madianites as enemies, and smite them, | εχθραίνετε τοις Μαδιηναίοις και πατάξατε αυτούς |
18for they are enemies to you by the treachery wherein they ensnare you through Phogor, and through Chasbi their sister, daughter of a prince of Madiam, who was smitten in the day of the plague because of Phogor. | ότι εχθραίνουσιν υμίν αυτοί εν δολιότητι όσα δολιούσιν υμάς διά Φογώρ και διά Χασβί θυγατέρα άρχοντος Μαδιάν αδελφήν αυτών την πεπληγύιαν εν τη ημέρα της πληγής διά Φογώρ |
Chapter 26
[edit]1And it came to pass after the plague, that the Lord spoke to Moses and Eleazar the priest, saying, | και εγένετο μετά την πληγήν και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν και προς Ελεάζαρ τον ιερέα λέγων |
2Take the sum of all the congregation of the children of Israel, from twenty years old and upward, according to the houses of their lineage, every one that goes forth to battle in Israel. | λάβε την αρχήν πάσης συναγωγής υιών Ισραήλ από εικοσαέτους και επάνω κατ΄ οίκους πατριών αυτών πας ο εκπορευόμενος παρατάξασθαι εν Ισραήλ |
3And Moses and Eleazar the priest spoke in Araboth of Moab at the Jordan by Jericho, saying, | και ελάλησε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς μετ΄ αυτών εν αραβώθ Μωάβ επί του Ιορδάνου κατά Ιεριχώ λέγων |
4This is the numbering from twenty years old and upward as the Lord commanded Moses. And the sons of Israel that came out of Egypt are as follows: | από εικοσαέτους και επάνω ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή και οι υιοί Ισραήλ οι εξελθόντες εξ Αιγύπτου |
5Ruben was the first-born of Israel: and the sons of Ruben, Enoch, and the family of Enoch; to Phallu belongs the family of the Phalluites. | Ρουβήν πρωτότοκος Ισραήλ υιοί δε Ρουβήν Ενώχ δήμος του Ενώχ του Φαλλού δήμος του Φαλλουεί |
6To Asron, the family of Asroni: to Charmi, the family of Charmi. | τω Εσρών δήμος του Εσρωνεί τω Χαρμί δήμος του Χαρμεί |
7These are the families of Ruben; and their numbering was forty-three thousand and seven hundred and thirty. | ούτοι οι δήμοι Ρουβήν και εγένετο η επίσκεψις αυτών τρεις και τεσσαράκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι και τριάκοντα |
8And the sons of Phallu were Eliab, — | και οι υιοί Φαλλού Ελιάβ |
9and the sons of Eliab, Namuel, and Dathan, and Abiron: these are renowned men of the congregation; these are they that rose up against Moses and Aaron in the gathering of Core, in the rebellion against the Lord. | και οι υιοί Ελιάβ Ναμουήλ και Δαθάν και Αβειρών ούτοι επίκλητοι της συναγωγής ούτοί εισιν οι επισυστάντες επί Μωυσήν και Ααρών εν τη συναγωγή Κορέ εν τη επισυστάσει κυρίου |
10And the earth opened her mouth, and swallowed up them and Core, when their assembly perished, when the fire devoured the two hundred and fifty, and they were made a sign. | και ανοίξασα η γη το στόμα αυτής κατέπιεν αυτούς και Κορέ εν τω θανάτω της συναγωγής αυτού ότε κατέφαγε το πυρ τους πεντήκοντα και διακοσίους και εγενήθησαν εν σημείω |
11But the sons of Core died not. | οι δε υιοί Κορέ ουκ απέθανον |
12And the sons of Symeon:—the family of the sons of Symeon: to Namuel, belonged the family of the Namuelites; to Jamin the family of the Jaminites; to Jachin the family of the Jachinites. | και οι υιοί Συμεών ο δήμος των υιών Συμεών τω Ναμουήλ δήμος ο Ναμουηλεί τω Ιαμίν δήμος ο Ιαμεινί τω Ιαχίν δήμος Ιαχεινεί |
13To Zara the family of the Zaraites; to Saul the family of the Saulites. | τω Ζαρά δήμος ο Ζαραί τω Σαουλ δήμος ο Σαουλί |
14These are the families of Symeon according to their numbering, two and twenty thousand and two hundred. | ούτοι οι δήμοι Συμεών εκ της επισκέψεως αυτών δύο και είκοσι χιλιάδες και διακόσιοι |
15And the sons of Juda, Er and Aunan; and Er and Aunan died in the land of Chanaan. | οι υιοί Γαδ κατά δήμους αυτών τω Σαφών δήμος ο Σαφωνί τω Αγγί δήμος ο Αγγί τω Σουνί δήμος ο Σουνεί |
16And these were the sons of Juda, according to their families: to Selom belonged the family of the Selonites; to Phares, the family of the Pharesites; to Zara, the family of the Zaraites. | τω Αζέ δήμος ο Αζενί τω Αδδί δήμος ο Αδδί |
17And the sons of Phares were, to Asron, the family of the Asronites; to Jamun, the family of the Jamunites. | τω Αοράδ δήμος ο Αοραδί τω Αριήλ δήμος ο Αριηλί |
18These are the families of Juda according to their numbering, seventy-six thousand and five hundred. | ούτοι οι δήμοι υιών Γαδ εξ επισκέψεως αυτών τεσσαράκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
19And the sons of Issachar according to their families: to Thola, the family of the Tholaites; to Phua, the family of the Phuaites. | υιοί Ιούδα Ηρ και Αυνάν Σηλώμ και Φαρές και Ζαρά και απέθανεν Ηρ και Αυνάν εν γη Χαναάν |
20To Jasub, the family of the Jasubites; to Samram, the family of the Samramites. | και εγένοντο οι υιοί Ιούδα κατά δήμους αυτών τω Σηλώμ δήμος ο Σηλωνί τω Φαρές δήμος ο Φαρεσί τω Ζαρά δήμος ο Ζαραϊ |
21These are the families of Issachar according to their numbering, sixty-four thousand and four hundred. | και εγένοντο οι υιοί Φαρές τω Ασρών δήμος ο Ασρωνί τω Αμούλ δήμος ο Αμουλί |
22The sons of Zabulon according to their families: to Sared, the family of the Saredites; to Allon, the family of the Allonites; to Allel, the family of the Allelites. | ούτοι δήμοι τω Ιούδα κατά την επίσκεψιν αυτών εξ και εβδομήκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
23These are the families of Zabulon according to their numbering, sixty thousand and five hundred. | και οι υιοί Ισσάχαρ κατά δήμους αυτών τω Θωλά δήμος ο Θωλαεί τω Φουά δήμος ο Φουαί |
24The sons of Gad according to their families: to Saphon, the family of the Saphonites; to Angi, the family of the Angites; to Suni, the family of the Sunites; | τω Ιασούβ δήμος ο Ιασουβί τω Σαμβράν δήμος ο Σαμβρανί |
25to Azeni, the family of the Azenites; to Addi, the family of the Addites: | ούτοι δήμοι Ισσάχαρ εξ επισκέψεως αυτών τέσσαρες και εξήκοντα χιλιάδες και τριακόσιοι |
26to Aroadi, the family of the Aroadites; to Ariel, the family of the Arielites. | υιοί Ζαβουλών κατά δήμους αυτών τω Σαρέδ δήμος ο Σαρεδεί τω Αλλών δήμος ο Αλλωνεί τω Αλλήλ δήμος ο Αλληλί |
27These are the families of the children of Gad according to their numbering, forty-four thousand and five hundred. | ούτοι οι δήμοι Ζαβουλών εξ επισκέψεως αυτών εξήκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
28The sons of Aser according to their families; to Jamin, the family of the Jaminites; to Jesu, the family of the Jesusites; to Baria, the family of the Bariaites. | υιοί Ιωσήφ κατά δήμους αυτών Μανασσή και Εφραϊμ |
29To Chober, the family of the Choberites; to Melchiel, the family of the Melchielites. | υιοί Μανασσή τω Μαχείρ δήμος ο Μαχειρί και Μαχείρ εγέννησε τον Γαλαάδ τω Γαλαάδ δήμος ο Γαλααδί |
30And the name of the daughter of Aser, Sara. | και ούτοι υιοί Γαλαάδ τω Αχιεζέρ δήμος ο Αχιεζερί τω Χελέγ δήμος ο Χελεγί |
31These are the families of Aser according to their numbering, forty-three thousand and four hundred. | τω Εσριήλ δήμος ο Εσριηλί τω Σιχεμ δήμος ο Σιχεμί |
32The sons of Joseph according to their families, Manasse and Ephraim. | τω Σαμαέρ δήμος ο Σαμαερί και τω Οφέρ δήμος ο Οφερί |
33The sons of Manasse. To Machir the family of the Machirites; and Machir begot Galaad: to Galaad, the family of the Galaadites. | και τω Σαλπαάδ υιώ Οφέρ ουκ εγένοντο αυτώ υιοί αλλ΄ θυγατέρες και ταύτα τα ονόματα των θυγατέρων Σαλπαάδ Μααλά και Νουά και Έγλα και Μελχά και Θερσά |
34And these are the sons of Galaad; to Achiezer, the family of the Achiezerites; to Cheleg, the family of the Chelegites. | ούτοι οι δήμοι Μανασσή εξ επισκέψεως αυτών δύο και πεντήκοντα χιλιάδες και επτακόσιοι |
35To Esriel, the family of the Esrielites; to Sychem, the family of the Sychemites. | ούτοι υιοί Εφραϊμ τω Σουταλά δήμος ο Σουταλάν τω Βεχέρ δήμος ο Βεχερί τω Ταναί δήμος ο Ταναϊ |
36To Symaer, the family of the Symaerites; and to Opher, the family of the Opherites. | ούτοι υιοί Σουταλά τω Εδέν δήμος ο Εδενί |
37And to Salpaad the son of Opher there were no sons, but daughters: and these were the names of the daughters of Salpaad; Mala, and Nua, and Egla, and Melcha, and Thersa. | ούτοι οι δήμοι Εφραϊμ εξ επισκέψεως αυτών δύο και τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι ούτοι οι δήμοι υιών Ιωσήφ κατά δήμους αυτών |
38These are the families of Manasse according to their numbering, fifty-two thousand and seven hundred. | υιοί Βενιαμίν κατά δήμους αυτών τω Βαλέ δήμος ο Βαλεί τω Ασυβήλ δήμος ο Ασυβηλί τω Ιχειρώμ δήμος ο Αχειρωμί |
39And these are the children of Ephraim; to Suthala, the family of the Suthalanites; to Tanach, the family of the Tanachites. | τω Σωφάν δήμος ο Σωφανί τω Οφάμ δήμος ο οφαμί |
40These are the sons of Suthala; to Eden, the family of the Edenites. | και εγένοντο οι υιοί Βαλέ Άδαρ και Νοεμάν τω Άδαρ δήμος ο Αδαρί τω Νοεμάν δήμος ο Νοεμανί |
41These are the families of Ephraim according to their numbering, thirty-two thousand and five hundred: these are the families of the children of Joseph according to their families. | ούτοι οι υιοί Βενιαμίν κατά δήμους αυτών εξ επισκέψεως αυτών πέντε και τεσσαράκοντα χιλιάδες και εξακόσιοι |
42The sons of Benjamin according to their families; to Bale, the family of the Balites; to Asyber, the family of the Asyberites; to Jachiran, the family of the Jachiranites. | και υιοί Δαν κατά δήμους αυτών τω Σαμεί δήμος ο Σαμεί ούτοι οι δήμοι Δαν κατά δήμους αυτών |
43To Sophan, the family of the Sophanites. | πάντες οι δήμοι Σαμεί κατ΄ επισκοπήν αυτών τέσσαρες και εξήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
44And the sons of Bale were Adar and Noeman; to Adar, the family of the Adarites; and to Noeman, the family of the Noemanites. | υιοί Ασήρ κατά δήμους αυτών τω Ιαμίν δήμος ο Ιαμεινί τω Ιεσσουί δήμος ο Ιεσσουί τω Βαριά δήμος ο Βαριαί |
45These are the sons of Benjamin by their families according to their numbering, thirty-five thousand and five hundred. | τω Χοβέρ δήμος ο Χοβερί τω Μελχιήλ δήμος ο Μελχιηί |
46And the sons of Dan according to their families; to Same, the family of the Sameites; these are the families of Dan according to their families. | και το όνομα θυγατρός Ασήρ Σάρα |
47All the families of Samei according to their numbering, sixty-four thousand and four hundred. | ούτοι οι δήμοι Ασήρ εξ επισκέψεως αυτών τρεις και πεντήκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
48The sons of Nephthali according to their families; to Asiel, the family of the Asielites; to Gauni, the family of the Gaunites. | οι υιοί Νεφθαλίμ κατά δήμους αυτών τω Ασήλ δήμος ο Ασηλί τω Γαυνεί δήμος ο Γαυνεί |
49To Jeser, the family of the Jeserites; to Sellem, the family of the Sellemites. | τω Ιεσέρ δήμος ο Ιεσερί τω Σελήμ δήμος ο Σελημί |
50These are the families of Nephthali, according to their numbering, forty thousand and three hundred. | ούτοι δήμοι Νεφθαλείμ εξ επισκέψεως αυτών πέντε και τεσσαράκοντα χιλιάδες και τετρακόσιοι |
51This is the numbering of the children of Israel, six hundred and one thousand and seven hundred and thirty. | αύτη η επίσκεψις υιών Ισραήλ εξακόσιαι χιλιάδες και χίλιοι και επτακόσιοι και τριάκοντα |
52And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
53To these the land shall be divided, so that they may inherit according to the number of the names. | τούτοις μερισθήσεται η γη κληρονομείν εξ αριθμού ονομάτων |
54To the greater number thou shalt give the greater inheritance, and to the less number thou shalt give the less inheritance: to each one, as they have been numbered, shall their inheritance be given. | τοις πλείοσι πλεονάσεις την κληρονομίαν και τοις ελάττοσιν ελαττώσεις την κληρονομίαν αυτών εκάστω καθώς επεσκέπησαν δοθήσεται η κληρονομία αυτών |
55The land shall be divided to the names by lot, they shall inherit according to the tribes of their families. | διά κλήρων μερισθήσεται η γη τοις ονόμασι κατά φυλάς πατριών αυτών κληρονομήσουσιν |
56Thou shalt divide their inheritance by lot between the many and the few. | εκ του κλήρου μεριείς την κληρονομίαν αυτών αναμέσον πολλών και ολίγων |
57And the sons of Levi according to their families; to Gedson, the family of the Gedsonites; to Caath, the family of the Caathites; to Merari, the family of the Merarites. | και υιοί Λευί κατά δήμους αυτών τω Γερσών δήμος ο Γερσωνί τω Καάθ δήμος ο Κααθί τω Μεραρί δήμος ο Μεραρί |
58These are the families of the sons of Levi; the family of the Lobenites, the family of the Chebronites, the family of the Coreites, and the family of the Musites; and Caath begot Amram. | ούτοι οι δήμοι υιών Λευί δήμος ο Λιβενί δήμος ο Χεβρωνί δήμος ο Μολί δήμος ο Μουσί και δήμος ο Κορέ και Καάθ εγέννησε τον Άμβραμ |
59And the name of his wife was Jochabed, daughter of Levi, who bore these to Levi in Egypt, and she bore to Amram, Aaron and Moses, and Mariam their sister. | το δε όνομα της γυναικός αυτού Ιωχαβέδ θυγάτηρ Λευί η έτεκε τούτους τω Λευί εν Αιγύπτω και έτεκε τω Άμβραμ τον Ααρών και Μωυσήν και Μαριάμ την αδελφήν αυτών |
60And to Aaron were born both Nadab and Abiud, and Eleazar, and Ithamar. | και εγενήθησαν τω Ααρών ο τε Ναδάβ και Αβιού και Ελεάζαρ και Ιθάμαρ |
61And Nadab and Abiud died when they offered strange fire before the Lord in the wilderness of Sina. | και απέθανε Ναδάβ και Αβιού εν τω προσφέρειν αυτούς πυρ αλλότριον έναντι κυρίου εν τη ερήμω Σινά |
62And there were according to their numbering, twenty-three thousand, every male from a month old and upward; for they were not numbered among the children of Israel, because they have no inheritance in the midst of the children of Israel. | και εγενήθησαν εξ επισκέψεως αυτών τρεις και είκοσι χιλιάδες παν αρσενικόν από μηνιαίου και επάνω ου γαρ συνεπεσκέπησαν εν μέσω των υιών Ισραήλ ότι ου δίδοται αυτοίς κλήρος εν μέσω υιών Ισραήλ |
63And this is the numbering of Moses and Eleazar the priest, who numbered the children of Israel in Araboth of Moab, at Jordan by Jericho. | και αύτη η επίσκεψις Μωυσή και Ελεάζαρ του ιερέως οι επεσκέψαντο τους υιούς Ισραήλ εν αραβώθ Μωάβ επί του Ιορδάνου κατά Ιεριχώ |
64And among these there was not a man numbered by Moses and Aaron, whom, even the children of Israel, they numbered in the wilderness of Sinai. | και εν τούτοις ουκ ην άνθρωπος των επεσκεμμένων υπό Μωυσή και Ααρών ους επεσκέψαντο τους υιούς Ισραήλ εν τη ερήμω Σινά |
65For the Lord said to them, They shall surely die in the wilderness; and there was not left even one of them, except Chaleb the son of Jephonne, and Joshua the son of Naue. | ότι είπε κύριος αυτοίς θανάτω αποθανούνται εν τη ερήμω και ου κατελείφθη εξ αυτών ουδέ εις πλην Χαλέβ υιός Ιεφονή και Ιησούς ο του Ναυή |
Chapter 27
[edit]1And the daughters of Salpaad the son of Opher, the son of Galaad, the son of Machir, of the tribe of Manasse, of the sons of Joseph, came near; and these were their names, Maala, and Nua, and Egla, and Melcha, and Thersa; | και προσελθούσαι αι θυγατέρες Σαλπαάδ υιόυ Οφέρ υιόυ Γαλαάδ υιόυ Μαχίρ του δήμου Μανασσή των υιών Ιωσήφ και ταύτα τα ονόματα αυτών Μαλά και Νούα και Αγλά και Μελχά και Θερσά |
2and they stood before Moses, and before Eleazar the priest, and before the princes, and before all the congregation at the door of the tabernacle of witness, saying, | και στάσαι έναντι Μωυσή και έναντι Ελεάζαρ του ιερέως και έναντι των αρχόντων και έναντι πάσης συναγωγής επί της θύρας της σκηνής του μαρτυρίου λέγουσιν |
3Our father died in the wilderness, and he was not in the midst of the congregation that rebelled against the Lord in the gathering of Core; for he died for his own sin, and he had no sons. Let not the name of our father be blotted out of the midst of his people, because he has no son: give us an inheritance in the midst of our father's brethren. | ο πατήρ ημών απέθανεν εν τη ερήμω και αυτός ουκ ην εν μέσω της συναγωγής της επισυστάσης έναντι κυρίου εν τη συναγωγή Κορέ ότι δι΄ αμαρτίαν αυτού απέθανε και υιοί ουκ εγένοντο αυτώ μη εξαλειφθήτω το όνομα του πατρός ημών εκ μέσου του δήμου αυτού ότι ουκ έστιν αυτώ υιός δότε ημίν κατάσχεσιν εν μέσω αδελφών πατρός ημών |
4And Moses brought their case before the Lord. | και προσήγαγε Μωυσής την κρίσιν αυτών έναντι κυρίου |
5And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
6The daughters of Salpaad have spoken rightly: thou shalt surely give them a possession of inheritance in the midst of their father's brethren, and thou shalt assign their father's inheritance to them. | ορθώς θυγατέρες Σαλπαάδ λελαλήκασι δόμα δώσεις αυταίς κατάσχεσιν κληρονομίας εν μέσω αδελφών πατρός αυτών και περιθήσεις τον κλήρον του πατρός αυτών αυταίς |
7And thou shalt speak to the children of Israel, saying, | και τοις υιοίς Ισραήλ λαλήσεις λέγων |
8If a man die, and have no son, ye shall assign his inheritance to his daughter. | άνθρωπος εάν αποθάνη και υιός μη η αυτώ περιθήσετε την κληρονομίαν αυτού τη θυγατρί αυτού |
9And if he have no daughter, ye shall give his inheritance to his brother. | εάν δε μη η θυγάτηρ αυτώ δώσετε την κληρονομίαν αυτού τω αδελφώ αυτού |
10And if he have no brethren, ye shall give his inheritance to his father's brother. | εάν δε μη ώσιν αυτώ αδελφοί δώσετε την κληρονομίαν αυτού τω αδελφώ του πατρός αυτού |
11And if there be no brethren of his father, ye shall give the inheritance to his nearest relation of his tribe, to inherit his possessions; and this shall be to the children of Israel an ordinance of judgment, as the Lord commanded Moses. | εάν δε μη ώσιν αδελφοί του πατρός αυτού δώσετε την κληρονομίαν αυτού τω οικείω τω έγγιστα αυτού εκ της φυλής αυτού κληρονομήσαι τα αυτού και έσται τούτο τοις υιοίς Ισραήλ δικαίωμα κρίσεως καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
12And the Lord said to Moses, Go up to the mountain that is in the country beyond Jordan, this mount Nabau, and behold the land Chanaan, which I give to the sons of Israel for a possession. | και είπε κύριος προς Μωυσήν ανάβηθι εις το όρος το εν τω πέραν του Ιορδάνου τούτο το όρος Ναβάβ και ιδε την γην Χαναάν ην εγώ δίδωμι τοις υιοίς Ισραήλ εν κατασχέσει |
13And thou shalt see it, and thou also shalt be added to thy people, as Aaron thy brother was added to them in mount Or: | και όψη αυτήν και προστεθήση προς τον λαόν σου και συ καθά προσετέθη Ααρών ο αδελφός σου εν Ωρ τω όρει |
14because ye transgressed my commandment in the wilderness of Sin, when the congregation resisted and refused to sanctify me; ye sanctified me not at the water before them. This is the water of Strife in Cades in the wilderness of Sin. | διότι παρέβητε το ρήμά μου εν τη ερήμω Σιν εν τω αντιπίπτειν την συναγωγήν του αγιάσαι με ουχ ηγιάσατέ με επί τω ύδατι έναντι αυτών τούτό εστι το ύδωρ αντιλογίας Κάδης εν τη ερήμω Σιν |
15And Moses said to the Lord, | και είπε Μωυσής προς κύριον |
16Let the Lord God of spirits and of all flesh look out for a man over this congregation, | επισκεψάσθω κύριος ο θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός άνθρωπον επί της συναγωγής ταύτης |
17who shall go out before them, and who shall come in before them, and who shall lead them out, and who shall bring them in; so the congregation of the Lord shall not be as sheep without a shepherd. | όστις εξελεύσεται προ προσώπου αυτών και όστις εισελεύσεται προ προσώπου αυτών και όστις εξάξει αυτούς και όστις εισάξει αυτούς και ουκ έσται η συναγωγή κυρίου ωσεί πρόβατα οις ουκ έστι ποιμήν |
18And the Lord spoke to Moses, saying, Take to thyself Joshua the son of Naue, a man who has the Spirit in him, and thou shalt lay thy hands upon him. | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων λάβε προς σεαυτόν Ιησούν υιόν Ναυή άνθρωπον ος έχει πνεύμα εν εαυτώ και επιθήσεις τας χείρας σου επ΄ αυτόν |
19And thou shalt set him before Eleazar the priest, and thou shalt give him a charge before all the congregation, and thou shalt give a charge concerning him before them. | και στήσεις αυτόν έναντι Ελεάζαρ του ιερέως και έναντι πάσης της συναγωγής και εντελή αυτώ εναντίον αυτών |
20And thou shalt put of thy glory upon him, that the children of Israel may hearken to him. | και δώσεις της δόξης σου επ΄ αυτόν όπως αν εισακούσωσιν αυτού οι υιοί Ισραήλ |
21And he shall stand before Eleazar the priest, and they shall ask of him before the Lord the judgment of the Urim: they shall go forth at his word, and at his word they shall come in, he and the children of Israel with one accord, and all the congregation. | και έναντι Ελεάζαρ του ιερέως στήσεται και επερωτήσουσιν αυτόν την κρίσιν των δήλων έναντι κυρίου επί τω στόματι αυτού εξελεύσονται και επί τω στόματι αυτού εισελεύσονται αυτός και πάντες οι υιοί Ισραήλ ομοθυμαδόν και πάσα η συναγωγή |
22And Moses did as the Lord commanded him; and he took Joshua, and set him before Eleazar the priest, and before all the congregation. | και εποίησε Μωυσής καθά ενετείλατο αυτώ κύριος και λαβών τον Ιησούν έστησεν αυτόν εναντίον Ελεάζαρ του ιερέως και εναντίον πάσης συναγωγής |
23And he laid his hands on him, and appointed him as the Lord ordered Moses. | και επέθηκε τας χείρας αυτού επ΄ αυτόν και συνέστησεν αυτόν καθάπερ συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
Chapter 28
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Charge the children of Israel, and thou shalt speak to them, saying, Ye shall observe to offer to me in my feasts my gifts, my presents, my burnt-offerings for a sweet-smelling savour. | έντειλαι τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς λέγων τα δώρά μου δόματά μου καρπώματά μου εις οσμήν ευωδίας διατηρήσετε προσφέρειν μοι εν ταις εορταίς μου |
3And thou shalt say to them, These are the burnt-offerings, all that ye shall bring to the Lord; two lambs of a year old without blemish daily, for a whole-burnt offering perpetually. | και ερείς προς αυτούς ταύτα τα καρπώματα α προσάξετε κυρίω αμνούς ενιαυσίους αμώμους δύο την ημέραν εις ολοκαύτωσιν ενδελεχώς |
4Thou shalt offer one lamb in the morning, and thou shalt offer the second lamb towards evening. | τον αμνόν τον ένα ποιήσεις τοπρωϊ και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το προς εσπέραν |
5And thou shalt offer the tenth part of an ephah of fine flour for a meat-offering, mingled with oil, with the fourth part of a hin. | και ποιήσεις το δέκατον του οίφι σεμίδαλιν εις θυσίαν αναπεποιημένην εν ελαίω τετάρτω του ιν |
6It is a perpetual whole-burnt-offering, a sacrifice offered in the mount of Sina for a sweet-smelling savour to the Lord. | ολοκαύτωμα ενδελεχισμού η γενομένη εν τω όρει Σινά εις οσμήν ευωδίας κυρίω |
7And its drink-offering, the fourth part of a hin to each lamb; in the holy place shalt thou pour strong drink as a drink-offering to the Lord. | και σπονδήν αυτού το τέταρτον του ιν τω αμνώ τω ενί εν τω αγίω σπείσεις σπονδήν σικέρα κυρίω |
8And the second lamb thou shalt offer toward evening; thou shalt offer it according to its meat-offering and according to its drink-offering for a smell of sweet savour to the Lord. | και τον αμνόν τον δεύτερον ποιήσεις το προς εσπέραν κατά την θυσίαν αυτού και κατά την σπονδήν αυτού ποιήσετε εις οσμήν ευωδίας κυρίω |
9And on the sabbath-day ye shall offer two lambs of a year old without blemish, and two tenth deals of fine flour mingled with oil for a meat-offering, and a drink-offering. | και τη ημέρα των σαββάτων προσάξετε δύο αμνούς ενιαυσίους αμώμους και δύο δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω εις θυσίαν και σπονδήν αυτού |
10It is a whole-burnt-offering of the sabbaths on the sabbath days, besides the continued whole-burnt-offering, and its drink offering. | ολοκαύτωμα σαββάτων εν τοις σαββάτοις επί της ολοκαυτώσεως της διαπαντός και την σπονδήν αυτού |
11And at the new moons ye shall bring a whole-burnt-offering to the Lord, two calves of the herd, and one ram, seven lambs of a year old without blemish. | και εν ταις νεομηνίαις προσάξετε ολοκαύτωμα τω κυρίω μόσχους εκ βοών δύο και κριόν ένα αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους |
12Three tenth deals of fine flour mingled with oil for one calf, and two tenth deals of fine flour mingled with oil for one ram. | τρία δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω τω μόσχω τω ενί και δύο δέκατα σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω τω κριώ τω ενί |
13A tenth deal of fine flour mingled with oil for each lamb, as a meat-offering, a sweet-smelling savour, a burnt-offering to the Lord. | και δέκατον σεμιδάλεως αναπεποιημένης εν ελαίω τω αμνώ τω ενί θυσίαν οσμήν ευωδίας κάρπωμα κυρίω |
14Their drink-offering shall be the half of a hin for one calf; and the third of a hin for one ram; and the fourth part of a hin of wine for one lamb: this is the whole-burnt-offering monthly throughout the months of the year. | τη σπονδή αυτών το ήμισυ του ιν έσται τω μόσχω τω ενί και το τρίτον του ιν έσται τω κριώ τω ενί και το τέταρτον του ιν έσται τω αμνώ τω ενί οίνου τούτο το ολοκαύτωμα μήνα εκ μηνός εις τους μήνας του ενιαυτού |
15And he shall offer one kid of the goats for a sin-offering to the Lord; it shall be offered beside the continual whole-burnt-offering and its drink-offering. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας κυρίω επί της ολοκαυτώσεως της διαπαντός ποιηθήσεται και η σπονδή αυτού |
16And in the first month, on the fourteenth day of the month, is the passover to the Lord. | και εν τω μηνί τω πρώτω τεσσαρεσκαιδεκάτη ημέρα του μηνός πάσχα κυρίω |
17And on the fifteenth day of this month is a feast; seven days ye shall eat unleavened bread. | και τη πεντεκαιδεκάτη ημέρα του μηνός τούτου εορτή επτά ημέρας άζυμα έδεσθε |
18And the first day shall be to you a holy convocation; ye shall do no servile work. | και η ημέρα η πρώτη επίκλητος αγία έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε |
19And ye shall bring whole-burnt-offerings, a sacrifice to the Lord, two calves of the herd, one ram, seven lambs of a year old; they shall be to you without blemish. | και προσάξετε ολοκαυτώματα κάρπωμα κυρίω μόσχους εκ βοών δύο κριόν ένα αμνούς ενιαυσίους επτά άμωμοι έσονται υμίν |
20And their meat-offering shall be fine flour mingled with oil; three tenth deals for one calf, and two tenth deals for one ram. | και θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω τρία δέκατα τω μόσχω τω ενί και δύο δέκατα τω κριώ τω ενί |
21Thou shalt offer a tenth for each lamb, for the seven lambs. | δέκατον δέκατον ποιήσεις τω αμνώ τω ενί τοις επτά αμνοίς |
22And thou shalt offer one kid of the goats for a sin-offering, to make atonement for you. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών |
23Beside the perpetual whole-burnt-offering in the morning, which is a whole-burnt-sacrifice for a continuance, | πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός της πρωϊνης ο εστιν ολοκαύτωμα ενδελεχισμού |
24these shall ye thus offer daily for seven days, a gift, a sacrifice for a sweet-smelling savour to the Lord; beside the continual whole-burnt-offering, thou shalt offer its drink-offering. | ταύτα κατά ταύτα ποιήσετε την ημέραν εις τας επτά ημέρας δώρον κάρπωμα οσμήν ευωδίας κυρίω επί του ολοκαυτώματος του διαπαντός ποιήσεις την σπονδήν αυτού |
25And the seventh day shall be to you a holy convocation; ye shall do no servile work in it. | και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυτή |
26And on the day of the new corn, when ye shall offer a new sacrifice at the festival of weeks to the Lord, there shall be to you a holy convocation; ye shall do no servile work, | και τη ημέρα των νέων όταν προσφέρητε θυσίαν νέαν κυρίω των εβδομάδων επίκλητος αγία έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε |
27and ye shall bring whole-burnt-offerings for a sweet-smelling savour to the Lord, two calves of the herd, one ram, seven lambs without blemish. | και προσάξετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας κυρίω μόσχους εκ βοών δύο κριόν ένα επτά αμνούς ενιαυσίους αμώμους |
28Their meat-offering shall be fine flour mingled with oil; there shall be three tenth deals for one calf, and two tenth deals for one ram. | η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω τρία δέκατα τω μόσχω τω ενί και δύο δέκατα τω κριώ τω ενί |
29A tenth for each lamb separately, for the seven lambs; and a kid of the goats, | δέκατον δέκατον τω αμνώ τω ενί τοις επτά αμνοίς |
30for a sin-offering, to make atonement for you; beside the perpetual whole-burnt-offering: and | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών |
31ye shall offer to me their meat-offering. They shall be to you unblemished, and ye shall offer their drink-offerings. | πλην του ολοκαυτώματος του διαπαντός και την θυσίαν αυτών ποιήσετέ μοι άμωμοι έσονται υμίν και αι σπονδαί αυτών |
Chapter 29
[edit]1And in the seventh month, on the first day of the month, there shall be to you a holy convocation: ye shall do no servile work: it shall be to you a day of blowing the trumpets. | και τω μηνί τω εβδόμω μία του μηνός επίκλητος αγία έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε ημέρα σημασίας έσται υμίν |
2And ye shall offer whole-burnt-offerings for a sweet savour to the Lord, one calf of the herd, one ram, seven lambs of a year old without blemish. | και ποιήσετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας κυρίω μόσχον ένα εκ βοών κριόν ένα αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους |
3Their meat-offering shall be fine flour mingled with oil; three tenth deals for one calf, and two tenth deals for one ram: | η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω τρία δέκατα τω μόσχω τω ενί και δύο δέκατα τω κριώ τω ενί |
4a tenth deal for each several ram, for the seven lambs. | δέκατον δέκατον τω αμνώ τω ενί τοις επτά αμνοίς |
5And one kid of the goats for a sin-offering, to make atonement for you. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών |
6Beside the whole-burnt-offerings for the new moon, and their meat-offerings, and their drink-offerings, and their perpetual whole-burnt-offering; and their meat-offerings and their drink-offerings according to their ordinance for a sweet-smelling savour to the Lord. | πλην των ολοκαυτωμάτων της νουμηνίας και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών και το ολοκαύτωμα το διαπαντός και αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών εις οσμήν ευωδίας κυρίω |
7And on the tenth of this month there shall be to you a holy convocation; and ye shall afflict your souls, and ye shall do no work. | και τη δεκάτη του μηνός τούτου επίκλητος αγία έσται υμίν και κακώσετε τας ψυχάς υμών και παν έργον ου ποιήσετε |
8And ye shall bring near whole-burnt-offerings for a sweet-smelling savour to the Lord; burnt-sacrifices to the Lord, one calf of the herd, one ram, seven lambs of a year old; they shall be to you without blemish. | και προσοίσετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας κάρπωμα κυρίω μόσχον εκ βοών ένα κριόν ένα αμνούς ενιαυσίους επτά άμωμοι έσονται υμίν |
9Their meat-offering shall be fine flour mingled with oil; three tenth deals for one calf, and two tenth deals for one ram. | η θυσία αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω τρία δέκατα τω μόσχω τω ενί και δύο δέκατα τω κριώ τω ενί |
10A tenth deal for each several lamb, for the seven lambs. | δέκατον δέκατον τω αμνώ τω ενί εις τους επτά αμνούς |
11And one kid of the goats for a sin-offering, to make atonement for you; beside the sin-offering for atonement, and the continual whole-burnt-offering, its meat-offering, and its drink-offering according to its ordinance for a smell of sweet savour, a burnt-sacrifice to the Lord. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας εξιλάσασθαι περί υμών πλην το περί της αμαρτίας της εξιλάσεως και η ολοκαύτωσις η διαπαντός η θυσία αυτής και η σπονδή αυτής κατά την σύγκρισιν κάρπωμα κυρίω |
12And on the fifteenth day of this seventh month ye shall have a holy convocation; ye shall do no servile work; and ye shall keep it a feast to the Lord seven days. | και τη πεντεκαιδεκάτη ημέρα του μηνός του εβδόμου τούτου επίκλητος αγία έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε και εορτάσατε αυτήν εορτήν κυρίω επτά ημέρας |
13And ye shall bring near whole-burnt-offerings, a sacrifice for a smell of sweet savour to the Lord, on the first day thirteen calves of the herd, two rams, fourteen lambs of a year old; they shall be without blemish. | και προσάξετε ολοκαυτώματα κάρπωμα εις οσμήν ευωδίας κυρίω τη ημέρα τη πρώτη μόσχους εκ βοών τρεις και δέκα κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους δεκατέσσαρας άμωμοι έσονται |
14their meat-offerings shall be fine flour mingled with oil; there shall be three tenth deals for one calf, for the thirteen calves; and two tenth deals for one ram, for the two rams. | αι θυσίαι αυτών σεμίδαλις αναπεποιημένη εν ελαίω τρία δέκατα τω μόσχω τω ενί τοις τρισκαίδεκα μόσχοις και δύο δέκατα τω κριώ τω ενί επί τους δύο κριούς |
15A tenth deal for every lamb, for the fourteen lambs. | και δέκατον δέκατον τω αμνώ τω ενί επί τους τέσσαρας και δέκα αμνούς |
16And one kid of the goats for a sin-offering; beside the continual whole-burnt-offering: there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
17And on the second day twelve calves, two rams, fourteen lambs of a year old without blemish. | και τη ημέρα τη δευτέρα μόσχους δώδεκα εκ βοών κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους |
18Their meat-offering and their drink-offering shall be for the calves and the rams and the lambs according to their number, according to their ordinance. | η θυσία αυτών και η σπονδή αυτών τοις μόσχοις και τοις κριοίς και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
19And one kid of the goats for a sin-offering; beside the perpetual whole-burnt-offering; their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
20On the third day eleven calves, two rams, fourteen lambs of a year old without blemish. | τη ημέρα τη τρίτη μόσχους ένδεκα κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους |
21Their meat-offering and their drink-offering shall be to the calves and to the rams and to the lambs according to their number, according to their ordinance. | η θυσία αυτών και η σπονδή αυτών τοις μόσχοις και τοις κριοίς και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
22And one kid of the goats for a sin-offering; beside the continual whole-burnt-offering; there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
23On the fourth day ten calves, two rams, fourteen lambs of a year old without spot. | τη ημέρα τη τετάρτη μόσχους δέκα κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους |
24There shall be their meat-offerings and their drink-offerings to the calves and the rams and the lambs according to their number, according to their ordinance. | αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοις μόσχοις και τοις κριοίς και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
25And one kid of the goats for a sin-offering; beside the continual whole-burnt-offering there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
26On the fifth day nine calves, two rams, fourteen lambs of a year old without spot. | τη ημέρα τη πέμπτη μόσχους εννέα κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους τέσσαρας και δέκα αμώμους |
27Their meat-offerings and their drink-offerings shall be to the calves and the rams and the lambs according to their number, according to their ordinance. | αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοις μόσχοις και τοις κριοίς και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
28And one kid of the goats for a sin-offering; beside the perpetual whole-burnt-offering; there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
29On the sixth day eight calves, two rams, fourteen lambs of a year old without blemish. | τη ημέρα τη έκτη μόσχους οκτώ κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους δεκατέσσαρας αμώμους |
30There shall be their meat-offerings and their drink-offerings to the calves and rams and lambs according to their number, according to their ordinance. | αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοις μόσχοις και τοις κριοίς και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
31And one kid of the goats for a sin-offering; beside the perpetual whole-burnt-offering; there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
32On the seventh day seven calves, two rams, fourteen lambs of a year old without blemish. | τη ημέρα τη εβδόμη μόσχους επτά κριούς δύο αμνούς ενιαυσίους δεκατέσσαρας αμώμους |
33Their meat-offerings and their drink-offerings shall be to the calves and the rams and the lambs according to their number, according to their ordinance. | αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τοις μόσχοις και τοις κριοίς και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
34And one kid of the goats for a sin-offering; beside the continual whole-burnt-offering; there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
35And on the eighth day there shall be to you a release: ye shall do no servile work in it. | και τη ημέρα τη ογδόη εξόδιον έσται υμίν παν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυτή |
36And ye shall offer whole-burnt-offerings as sacrifices to the Lord, one calf, one ram, seven lambs of a year old without spot. | και προσάξετε ολοκαυτώματα εις οσμήν ευωδίας καρπώματα τω κυρίω μόσχον ένα κριόν ένα αμνούς ενιαυσίους επτά αμώμους |
37There shall be their meat-offerings and their drink-offerings for the calf and the ram and the lambs according to their number, according to their ordinance. | αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών τω μόσχω και τω κριώ και τοις αμνοίς κατά αριθμόν αυτών κατά την σύγκρισιν αυτών |
38And one kid of the goats for a sin-offering; beside the continual whole-burnt-offering; there shall be their meat-offerings and their drink-offerings. | και χίμαρον εξ αιγών ένα περί αμαρτίας πλην της ολοκαυτώσεως της διαπαντός αι θυσίαι αυτών και αι σπονδαί αυτών |
39These sacrifices shall ye offer to the Lord in your feasts, besides your vows; and ye shall offer your free-will-offerings and your whole-burnt-offerings, and your meat-offerings and your drink-offerings, and your peace-offerings. | ταύτα ποιήσετε κυρίω εν ταις εορταίς υμών πλην των ευχών υμών και τα εκούσια υμών και τα ολοκαυτώματα υμών και τας θυσίας υμών και τας σπονδάς υμών και τα σωτήρια υμών |
40 | και ελάλησε Μωυσής τοις υιοίς Ισραήλ κατά πάντα όσα ενετείλατο κύριος τω Μωυσή |
Chapter 30
[edit]1And Moses spoke to the children of Israel according to all that the Lord commanded Moses. | και ελάλησε Μωυσής προς τους άρχοντας των φυλών υιών Ισραήλ λέγων τούτο το ρήμα ο συνέταξε κύριος |
2And Moses spoke to the heads of the tribes of the children of Israel, saying, This is the thing which the Lord has commanded. | άνθρωπος άνθρωπος ος αν εύξηται ευχήν κυρίω η ομόση όρκον η ορίσηται ορισμώ περί της ψυχής αυτού ου βεβηλώσει το ρήμα αυτού πάντα όσα αν εξέλθη εκ του στόματος αυτού ποιήσει |
3Whatsoever man shall vow a vow to the Lord, or swear an oath, or bind himself with an obligation upon his soul, he shall not break his word; all that shall come out of his mouth he shall do. | εάν δε εύξηται γυνή ευχήν κυρίω η ορίσηται ορισμόν εν τω οίκω του πατρός αυτής εν τη νεότητι αυτής |
4And if a woman shall vow a vow to the Lord, or bind herself with an obligation in her youth in her father's house; and her father should hear her vows and her obligations, wherewith she has bound her soul, and her father should hold his peace at her, then all her vows shall stand, | και ακούση ο πατήρ αυτής τας ευχάς αυτής και τους ορισμούς αυτής ους ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής και παρασιωπήση αυτής ο πατήρ και στήσονται πάσαι αι ευχαί αυτής και πάντες οι ορισμοί ους ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής μενούσιν αυτή |
5and all the obligations with which she has bound her soul, shall remain to her. | εάν δε ανανεύων ανανεύση ο πατήρ αυτής η αν ημέρα ακούση τας ευχάς αυτής και τους ορισμούς αυτής ους ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής ου στήσονται και κύριος καθαριεί αυτήν ότι ανένευσεν ο πατήρ αυτής |
6But if her father straitly forbid her in the day in which he shall hear all her vows and her obligations, which she has contracted upon her soul, they shall not stand; and the Lord shall hold her guiltless, because her father forbade her. | εάν δε γενομένη γένηται ανδρί και αι ευχαί αυτής επ΄ αυτή κατά την διαστολήν των χειλέων αυτής όσα ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής |
7But if she should be indeed married, and her vows be upon her according to the utterance of her lips, the obligations which she has contracted upon her soul; | και ακούση ο ανήρ αυτής και παρασιωπήση αυτή η αν ημέρα ακούση και ούτως στήσονται πάσαι αι ευχαί αυτής και οι ορισμοί αυτής ους ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής στήσονται |
8and her husband should hear, and hold his peace at her in the day in which he should hear, then thus shall all her vows be binding, and her obligations, which she has contracted upon her soul shall stand. | εάν δε ανανεύων ανανεύση ο ανήρ αυτής η εάν ημέρα ακούση πάσαι αι ευχαί αυτής και οι ορισμοί αυτής ους ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής ου μενούσιν ότι ο ανήρ αυτής ανένευσεν επ΄ αυτής και κύριος καθαριεί αυτήν |
9But if her husband should straitly forbid her in the day in which he should hear her, none of her vows or obligations which she has contracted upon her soul shall stand, because her husband has disallowed her, and the Lord shall hold her guiltless. | και ευχή χήρας και εκβεβλημένης όσα εάν εύξηται κατά της ψυχής αυτής μενούσιν αυτή |
10And the vow of a widow and of her that is put away, whatsoever she shall bind upon her soul, shall stand to her. | εάν δε εν τω οίκω του ανδρός αυτής η ευχή αυτής η ο ορισμός κατά της ψυχής αυτής μεθ΄ όρκου |
11And if her vow be made in the house of her husband, or the obligation upon her soul with an oath, | και ακούση ο ανήρ αυτής και παρασιωπήση αυτή και μη ανανεύση αυτή και στήσονται πάσαι αι ευχαί αυτής και πάντες οι ορισμοί αυτής ους ωρίσατο κατά της ψυχής αυτής στήσονται κατ΄ αυτής |
12and her husband should hear, and hold his peace at her, and not disallow her, then all her vows shall stand, and all the obligations which she contracted against her soul, shall stand against her. | εάν δε περιελών περιέλη ο ανήρ αυτής η αν ημέρα ακούση πάντα όσα εάν εξέλθη εκ των χειλέων αυτής κατά τας ευχάς αυτής και κατά τους ορισμούς τους κατά της ψυχής αυτής ου μένει αυτή ο ανήρ αυτής περιείλε και κύριος καθαριεί αυτήν |
13But if her husband should utterly cancel the vow in the day in which he shall hear it, none of the things which shall proceed out of her lips in her vows, and in the obligations contracted upon her soul, shall stand to her; her husband has cancelled them, and the Lord shall hold her guiltless. | πάσα ευχή και πας όρκος δεσμού κακώσαι ψυχήν ο ανήρ αυτής στήσει αυτή και ο ανήρ αυτής περιελεί αυτή |
14Every vow, and every binding oath to afflict her soul, her husband shall confirm it to her, or her husband shall cancel it. | εάν δε σιωπών παρασιωπήση αυτή ημέραν εξ ημέρας και στήσει αυτή πάσας τας ευχάς αυτής και τους ορισμούς τους επ΄ αυτής στήσει αυτή ότι εσιώπησεν αυτή τη ημέρα η ήκουσεν |
15But if he be wholly silent at her from day to day, then shall he bind upon her all her vows; and he shall confirm to her the obligations which she has bound upon herself, because he held his peace at her in the day in which he heard her. | εάν δε περιελών περιέλη ο ανήρ αυτής μετά την ημέραν ην ήκουσε και λήψεται την αμαρτίαν αυτού |
16And if her husband should in any wise cancel them after the day in which he heard them, then he shall bear his iniquity. | ταύτα τα δικαιώματα όσα ενετείλατο κύριος τω Μωυσή αναμέσον ανδρός και αναμέσον γυναικός αυτού και αναμέσον πατρός και θυγατρός εν νεότητι εν οίκω πατρός αυτής |
17These are the ordinances which the Lord commanded Moses, between a man and his wife, and between a father and daughter in her youth in the house of her father. |
Chapter 31
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Avenge the wrongs of the children of Israel on the Madianites, and afterwards thou shalt be added to thy people. | εκδίκει την εκδίκησιν των υιών Ισραήλ εκ των Μαδιανιτών και έσχατον προστεθήση προς τον λαόν σου |
3And Moses spoke to the people, saying, Arm some of you, and set yourselves in array before the Lord against Madian, to inflict vengeance on Madian from the Lord. | και ελάλησε Μωυσής προς τον λαόν λέγων εξοπλίσατε εξ υμών άνδρας και παρατάξασθε έναντι κυρίου επί Μαδιάν αποδούναι εκδίκησιν παρά του κυρίου τη Μαδιάν |
4Send a thousand of each tribe from all the tribes of the children of Israel to set themselves in array. | χιλίους εκ φυλής και χιλίους εκ φυλής εκ πασών φυλών υιών Ισραήλ αποστείλατε παρατάξασθαι |
5And they numbered of the thousands of Israel a thousand of each tribe, twelve thousands; these were armed for war. | και εξηρίθμησαν εκ των χιλιάδων Ισραήλ χιλίους εκ φυλής δώδεκα χιλιάδας ενωπλισμένοι εις παράταξιν |
6And Moses sent them away a thousand of every tribe with their forces, and Phinees the son of Eleazar the son of Aaron the priest: and the holy instruments, and the signal trumpets were in their hands. | και απέστειλεν αυτούς Μωυσής χιλίους εκ φυλής και χιλίους εκ φυλής συν δυνάμει αυτών και Φινεές υιόν Ελεάζαρ υιόυ Ααρών του ιερέως και τα σκεύη τα άγια και αι σάλπιγγες εν ταις χερσίν αυτών των σημασιών |
7And they set themselves in array against Madian, as the Lord commanded Moses; and they slew every male. | και παρετάξαντο επί Μαδιάν καθά ενετείλατο κύριος Μωυσή και απέκτειναν παν αρσενικόν |
8And they slew the kings of Madian together with their slain subjects; even Evi and Rocon, and Sur, and Ur, and Roboc, five kings of Madian; and they slew with the sword Balaam the son of Beor with their other slain. | και τους βασιλείς Μαδιάν απέκτειναν άμα τοις τραυματίαις αυτών τον Ευνίν και τον Ρουκόμ και τον Σούρ και τον Ούρ και τον Ροβέκ πέντε βασιλείς Μαδιάν και τον Βαλαάμ υιόν Βεώρ απέκτειναν εν ρομφαία συν τοις τραυματίαις αυτών |
9And they made a prey of the women of Madian, and their store, and their cattle, and all their possessions: and they spoiled their forces. | και επρονόμευσαν τας γυναίκας Μαδιάν και την αποσκευήν αυτών και τα κτήνη αυτών και πάντα τα έγκτητα αυτών και την δύναμιν αυτών επρονόμευσαν |
10And they burnt with fire all their cities in the places of their habitation and they burnt their villages with fire. | και πάσας τας πόλεις αυτών τας εν ταις κατοικίαις αυτών και τας επαύλεις αυτών ενέπρησαν εν πυρί |
11And they took all their plunder, and all their spoils, both man and beast. | και έλαβον πάσαν την προνομήν και πάντα τα σκύλα αυτών από ανθρώπου έως κτήνους |
12And they brought to Moses and to Eleazar the priest, and to all the children of Israel, the captives, and the spoils, and the plunder, to the camp to Araboth Moab, which is at Jordan by Jericho. | και ήγαγον προς Μωυσήν και προς Ελεάζαρ τον ιερέα και προς πάντας υιούς Ισραήλ την αιχμαλωσίαν και τα σκύλα και την προνομήν εις την παρεμβολήν εις αραβώθ Μωάβ η εστιν επί του Ιορδάνου κατά Ιεριχώ |
13And Moses and Eleazar the priest and all the rulers of the synagogue went forth out of the camp to meet them. | και εξήλθε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς και πάντες οι άρχοντες της συναγωγής εις συνάντησιν αυτοίς έξω της παρεμβολής |
14And Moses was angry with the captains of the host, the heads of thousands and the heads of hundreds who came from the battle-array. | και ωργίσθη Μωυσής επί τοις επισκόποις της δυνάμεως χιλιάρχοις και εκατοντάρχοις τοις ερχομένοις εκ της παρατάξεως του πολέμου |
15And Moses said to them, Why have ye saved every female alive? | και είπεν αυτοίς Μωυσής ινατί εζωγρήσατε παν θήλυ |
16For they were the occasion to the children of Israel by the word of Balaam of their revolting and despising the word of the Lord, because of Phogor; and there was a plague in the congregation of the Lord. | αύται γαρ ήσαν τοις υιοίς Ισραήλ κατά το ρήμα Βαλαάμ του αποστήσαι και υπεριδείν το ρήμα κυρίου ένεκεν Φογωρ και εγένετο η πληγή εν τη συναγωγή κυρίου |
17Now then slay every male in all the spoil, slay every woman, who has known the lying with man. | και νυν αποκτείνατε παν αρσενικόν εν πάση τη απαρτία και πάσαν γυναίκα ήτις έγνω κοίτην άρσενος αποκτείνατε |
18And as for all the captivity of women, who have not known the lying with man, save ye them alive. | και πάσαν την απαρτίαν των γυναικών ήτις ουκ οίδε κοίτην άρσενος ζωγρήσατε αυτάς |
19And ye shall encamp outside the great camp seven days; every one who has slain and who touches a dead body, shall be purified on the third day, and ye and your captivity shall purify yourselves on the seventh day. | και υμείς παρεμβάλετε έξω της παρεμβολής επτά ημέρας πας ο ανελών ψυχήν και πας ο αψάμενος του τετρωμένου αγνισθήσεται τη τρίτη ημέρα και τη ημέρα τη εβδόμη υμείς και η αιχμαλωσία υμών |
20And ye shall purify every garment and every leathern utensil, and all furniture of goat skin, and every wooden vessel. | και παν περίβλημα και παν σκεύος δερμάτινον και πάσαν εργασίαν εξ αιγείας και παν σκεύος ξύλινον αφαγνιείτε |
21And Eleazar the priest said to the men of the host that came from the battle-array, This is the ordinance of the law which the Lord has commanded Moses. | και είπεν Ελεάζαρ ο ιερεύς προς τους άνδρας της δυνάμεως τους ερχομένους εκ της παρατάξεως του πολέμου τούτο το δικαίωμα του νόμου ο συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
22Beside the gold, and the silver, and the brass, and the iron, and lead, and tin, | πλην του χρυσίου και του αργυρίου και χαλκού και σιδήρου και μολίβδου και κασσιτέρου |
23every thing that shall pass through the fire shall so be clean, nevertheless it shall be purified with the water of sanctification; and whatsoever will not pass through the fire shall pass through water. | παν πράγμα ο διελεύσεται εν πυρί διάξεται εν πυρί και καθαρισθήσεται αλλ΄ τω ύδατι του αγνισμού αγνισθήσεται και πάντα όσα μη διαπορεύηται διά πυρός διελεύσεται δι΄ ύδατος |
24And on the seventh day ye shall wash your garments, and be clean; and afterwards ye shall come into the camp. | και πλυνείσθε τα ιμάτια τη ημέρα τη εβδόμη και καθαρισθήσεσθε και μετά ταύτα εισελεύσεσθε εις την παρεμβολήν |
25And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
26Take the sum of the spoils of the captivity both of man and beast, thou and Eleazar the priest, and the heads of the families of the congregation. | λάβε το κεφάλαιον των σκύλων της αιχμαλωσίας από ανθρώπου έως κτήνους συ και Ελεάζαρ ο ιερεύς και οι άρχοντες των πατριών της συναγωγής |
27And ye shall divide the spoils between the warriors that went out to battle, and the whole congregation. | και διελείτε τα σκύλα αναμέσον των πολεμιστών των εκπορευομένων εις την παράταξιν και αναμέσον πάσης συναγωγής |
28And ye shall take a tribute for the Lord from the warriors that went out to battle; one soul out of five hundred, from the men, and from the cattle, even from the oxen, and from the sheep, and from the asses; and ye shall take from their half. | και αφελείτε το τέλος κυρίω παρά των ανθρώπων των πολεμιστών των εκπορευομένων εις την παράταξιν μίαν ψυχήν από πεντακοσίων από των ανθρώπων και από των κτηνών και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων |
29And thou shalt give them to Eleazar the priest as the first-fruits of the Lord. | από του ημίσους αυτών λήψεσθε και δώσεις Ελεάζαρ τω ιερεί τας απαρχάς κυρίου |
30And from the half belonging to the children of Israel thou shalt take one in fifty from the men, and from the oxen, and from the sheep, and from the asses, and from all the cattle; and thou shalt give them to the Levites that keep the charges in the tabernacle of the Lord. | και από του ημίσους του των υιών Ισραήλ λήψη ένα από πεντήκοντα από των ανθρώπων και από των βοών και από των προβάτων και από των όνων και από πάντων των κτηνών και δώσεις αυτά τοις Λευίταις τοις φυλάσσουσι τας φυλακάς εν τη σκηνή κυρίου |
31And Moses and Eleazar the priest did as the Lord commanded Moses. | και εποίησε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
32And that which remained of the spoil which the warriors took, was—of the sheep, six hundred and seventy-five thousand: | και εγενήθη το πλεόνασμα της προνομής ο επρονόμευσαν οι άνδρες οι πολεμισταί από των προβάτων εξακόσιαι χιλιάδες και εβδομήκοντα χιλιάδες και πεντακισχίλια |
33and oxen, seventy-two thousand: | και βόες δύο και εβδομήκοντα χιλιάδες |
34and asses, sixty-one thousand. | και όνων μία και εξήκοντα χιλιάδες |
35And persons of women who had not known lying with man, all the souls, thirty-two thousand. | και ψυχαί ανθρώπων από των γυναικών αι ουκ έγνωσαν κοίτην άρσενος πάσαι ψυχαί δύο και τριάκοντα χιλιάδες |
36And the half, even the portion of them that went out to war, from the number of the sheep, was three hundred and thirty-seven thousand and five hundred. | και εγενήθη το ημίσευμα η μερίς των εκπεπορευμένων εις τον πόλεμον εκ του αριθμού των προβάτων τριακόσιαι χιλιάδες και τριάκοντα χιλιάδες και επτακισχίλια και πεντακόσια |
37And the tribute to the Lord from the sheep was six hundred and seventy-five. | και εγένετο το τέλος τω κυρίω από των προβάτων εξακόσιαι και εβδομήκοντα πέντε |
38And the oxen, six and thirty thousand, and the tribute to the Lord seventy-two. | και βόες εξ και τριάκοντα χιλιάδες και το τέλος αυτών κυρίω δύο και εβδομήκοντα |
39And asses, thirty thousand and five hundred, and the tribute to the Lord, sixty-one: | και όνοι τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι και το τέλος αυτών κυρίω εις και εξήκοντα |
40and the persons, sixteen thousand, and the tribute of them to the Lord, thirty-two souls. | και ψυχαί ανθρώπων εξ και δέκα χιλιάδες και το τέλος αυτών τω κυρίω δύο και τριάκοντα ψυχαί |
41And Moses gave the tribute to the Lord, the heave-offering of God, to Eleazar the priest, as the Lord commanded Moses; | και έδωκε Μωυσής το τέλος κυρίω το αφαίρεμα του θεού Ελεάζαρ τω ιερεί καθά συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
42from the half belonging to the children of Israel, whom Moses separated from the men of war. | από του ημισεύματος των υιών Ισραήλ ους διείλε Μωυσής από των ανδρών των πολεμιστών |
43And the half taken from the sheep, belonging to the congregation, was three hundred and thirty-seven thousand and five hundred. | και εγένετο το ημίσευμα από της συναγωγής από των προβάτων τριακόσιαι χιλιάδες και τριάκοντα χιλιάδες και επτακισχίλια και πεντακόσια |
44And the oxen, thirty-six thousand; | και βόες εξ και τριάκοντα χιλιάδες |
45asses, thirty thousand and five hundred; | όνοι τριάκοντα χιλιάδες και πεντακόσιοι |
46and persons, sixteen thousand. | και ψυχαί ανθρώπων εξ και δέκα χιλιάδες |
47And Moses took of the half belonging to the children of Israel the fiftieth part, of men and of cattle, and he gave them to the Levites who keep the charges of the tabernacle of the Lord, as the Lord commanded Moses. | και έλαβε Μωυσής από του ημισεύματος των υιών Ισραήλ το εν από των πεντήκοντα από των ανθρώπων και από των κτηνών και έδωκεν αυτά τοις Λευίταις τοις φυλάσσουσι τας φυλακάς της σκηνής κυρίου ον τρόπον συνέταξε κύριος τω Μωυσή |
48And all those who were appointed to be officers of thousands of the host, captains of thousands and captains of hundreds, approached Moses, and said to Moses, | και προσήλθον προς Μωυσήν πάντες οι καθεστάμενοι εις τας χιλιαρχίας της δυνάμεως χιλίαρχοι και εκατόνταρχοι και είπαν προς Μωυσήν |
49Thy servants have taken the sum of the men of war with us, and not one is missing. | οι παίδες σου ειλήφασι το κεφάλαιον των ανδρών των πολεμιστών των παρ΄ ημών και ου διαπεφώνηκεν απ΄ αυτών ουδέ εις |
50And we have brought our gift to the Lord, every man who has found an article of gold, whether an armlet, or a chain, or a ring, or a bracelet, or a clasp for hair, to make atonement for us before the Lord. | και προσενηνόχαμεν το δώρον κυρίω ανήρ ο εύρε σκεύος χρυσούν και χλιδώνα και ψέλλιον και δακτύλιον και περιδέξιον και εμπλόκιον εξιλάσασθαι περί ημών έναντι κυρίου |
51And Moses and Eleazar the priest took the gold from them, even every wrought article. | και έλαβε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς το χρυσίον παρ΄ αυτών παν σκεύος ειργασμένον |
52And all the wrought gold, even the offering that they offered to the Lord, was sixteen thousand and seven hundred and fifty shekels from the captains of thousands and the captains of hundreds. | και εγένετο παν το χρυσίον το αφαίρεμα ο αφείλον κυρίω εκκαίδεκα χιλιάδες και επτακόσιοι και πεντήκοντα σίκλοι παρά των χιλιάρχων και παρά των εκατοντάρχων |
53For the men of war took plunder every one for himself. | και οι άνδρες οι πολεμισταί επρονόμευσαν έκαστος εαυτώ |
54And Moses and Eleazar the priest took the gold from the captains of thousands and captains of hundreds, and brought the vessels into the tabernacle of witness, a memorial of the children of Israel before the Lord. | και έλαβε Μωυσής και Ελεάζαρ ο ιερεύς το χρυσίον παρά των χιλιάρχων και παρά των εκατοντάρχων και εισήνεγκεν αυτά εις την σκηνήν του μαρτυρίου μνημόσυνον των υιών Ισραήλ έναντι κυρίου |
Chapter 32
[edit]1And the children of Ruben and the children of Gad had a multitude of cattle, very great; and they saw the land of Jazer, and the land of Galaad; and the place was a place for cattle: | και κτήνη πλήθος ην τοις υιοίς Ρουβήν και τοις υιούς Γαδ πλήθος πολύ σφόδρα και είδον την χώραν Ιαζήρ και την χώραν Γαλαάδ και ην ο τόπος τόπος κτήνεσι |
2and the children of Ruben and the children of Gad came, and spoke to Moses, and to Eleazar the priest, and to the princes of the congregation, saying, | και προσελθόντες οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ είπαν προς Μωυσήν και προς Ελεάζαρ τον ιερέα και προς τους άρχοντας της συναγωγής λέγοντες |
3Ataroth, and Daebon, and Jazer, and Namra, and Esebon, and Eleale, and Sebama, and Nabau, and Baean, | Αταρώθ και Δεβών και Ιαζήρ και Ναμβρών και Εσεβών και Ελεαλή και Σεβαμά και Ναβαύ και Βαϊαν |
4the land which the Lord has delivered up before the children of Israel, is pasture land, and thy servants have cattle. | την γην ην παρέδωκε κύριος ενώπιον των υιών Ισραήλ γη κτηνοτρόφος εστί και τοις παισί σου κτήνη υπάρχει |
5And they said, If we have found grace in thy sight, let this land be given to thy servants for a possession, and do not cause us to pass over Jordan. | και έλεγον ει εύρομεν χάριν ενώπιόν σου δοθήτω η γη αύτη τοις οικέταις σου εν κατασχέσει και μη διαβιβάσης ημάς τον Ιορδάνην |
6And Moses said to the sons of Gad and the sons of Ruben, Shall your brethren go to war, and shall ye sit here? | και είπε Μωυσής τοις υιοίς Γαδ και τοις υιοίς Ρουβήν οι αδελφοί υμών πορεύσονται εις τον πόλεμον και υμείς καθήσεσθε αυτού |
7And why do ye pervert the minds of the children of Israel, that they should not cross over into the land, which the Lord gives them? | και ινατί διαστρέφετε τας διανοίας των υιών Ισραήλ μη διαβήναι εις την γην ην κύριος δίδωσιν αυτοίς |
8Did not your fathers thus, when I sent them from Cades Barne to spy out the land? | ουχ ούτως εποίησαν οι πατέρες υμών ότε απέστειλα αυτούς εκ Κάδης Βαρνή κατανοήσαι την γην |
9And they went up to the valley of the cluster, and spied the land, and turned aside the heart of the children of Israel, that they should not go into the land, which the Lord gave them. | και ανέβησαν φάραγγα βότρυος και κατενόησαν την γην και απέστησαν την καρδίαν των υιών Ισραήλ όπως μη εισέλθωσιν εις την γην ην έδωκεν αυτοίς κύριος |
10And the Lord was very angry in that day, and sware, saying, | και ωργίσθη θυμώ κύριος εν τη ημέρα εκείνη και ώμοσε λέγων |
11Surely these men who came up out of Egypt from twenty years old and upward, who know good and evil, shall not see the land which I sware to give to Abraam and Isaac and Jacob, for they have not closely followed after me: | ει όψονται οι άνθρωποι ούτοι οι αναβάντες εξ Αιγύπτου από εικοσαέτους και επάνω οι επιστάμενοι το αγαθόν και το κακόν την γην ην ώμοσα τω Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ ου γαρ συνεπηκολούθησαν οπίσω μου |
12save Caleb the son of Jephonne, who was set apart, and Joshua the son of Naue, for they closely followed after the Lord. | πλην Χαλέβ υιός Ιεφονή ο διακεχωρισμένος και Ιησούς ο του Ναυί ότι συνεπηκολούθησαν οπίσω κυρίου |
13And the Lord was very angry with Israel; and for forty years he caused them to wander in the wilderness, until all the generation which did evil in the sight of the Lord was extinct. | και ωργίσθη θυμώ κύριος επί τον Ισραήλ και κατερρέμβευσεν αυτούς εν τη ερήμω τεσσαράκοντα έτη έως εξανηλώθη πάσα η γενεά οι ποιούντες τα πονηρά έναντι κυρίου |
14Behold, ye are risen up in the room of your fathers, a combination of sinful men, to increase yet farther the fierce wrath of the Lord against Israel. | ιδού ανέστητε αντί των πατέρων υμών σύστρεμμα ανθρώπων αμαρτωλών προσθείναι έτι επί τον θυμόν της οργής κυρίου επί τον Ισραήλ |
15For ye will turn away from him to desert him yet once more in the wilderness, and ye will sin against this whole congregation. | ότι αποστραφήσεσθε απ΄ αυτού προσθείναι έτι καταλιπείν αυτόν εν τη ερήμω και ανομήσετε εις όλην την συναγωγήν ταύτην |
16And they came to him, and said, We will build here folds for our cattle, and cities for our possessions; | και προσήλθον αυτώ και έλεγον επαύλεις προβάτων οικοδομήσομεν ώδε τοις κτήνεσιν ημών και πόλεις ταις αποσκευαίς ημών |
17and we will arm ourselves and go as an advanced guard before the children of Israel, until we shall have brought them into their place; and our possessions shall remain in walled cities because of the inhabitants of the land. | και ημείς ενοπλισάμενοι προφυλακή πρότεροι των υιών Ισραήλ έως αν αγάγωμεν αυτούς εις τον εαυτών τόπον και κατοικήσει η αποσκευή ημών εν πόλεσι τετειχισμέναις διά τους κατοικούντας την γην |
18We will not return to our houses till the children of Israel shall have been distributed, each to his own inheritance. | ου αποστραφώμεν εις τας οικίας ημών έως αν καταμειρισθώσιν οι υιοί Ισραήλ έκαστος εις την κληρονομίαν αυτού |
19And we will not any longer inherit with them from the other side of Jordan and onwards, because we have our full inheritance on the side beyond Jordan eastward. | και ουκέτι κληρονομήσομεν εν αυτοίς από του πέραν του Ιορδάνου και επέκεινα ότι απέχομεν τους κλήρους ημών εν τω πέραν του Ιορδάνου εν ανατολαίς |
20And Moses said to them, If ye will do according to these words, if ye will arm yourselves before the Lord for battle, | και είπε προς αυτούς Μωυσής εάν ποιήσητε κατά το ρήμα τούτο εάν εξοπλίσησθε έναντι κυρίου εις πόλεμον |
21and every one of you will pass over Jordan fully armed before the Lord, until his enemy be destroyed from before his face, | και παρελεύσεται υμών πας οπλίτης τον Ιορδάνην έναντι κυρίου έως εκτριβή ο εχθρός αυτού από προσώπου αυτού |
22and the land shall be subdued before the Lord, then afterwards ye shall return, and be guiltless before the Lord, and as regards Israel; and this land shall be to you for a possession before the Lord. | και κατακυριευθή η γη έναντι κυρίου και μετά ταύτα αποστραφήσεσθε και έσεσθε αθώοι έναντι κυρίου και από Ισραήλ και έσται η γη αύτη υμίν εν κατασχέσει έναντι κυρίου |
23But if ye will not do so, ye will sin against the Lord; and ye shall know your sin, when afflictions shall come upon you. | εάν δε μη ποιήσητε ούτως αμαρτήσεσθε έναντι κυρίου και γνώσεσθε την αμαρτίαν υμών όταν υμάς καταλάβη τα κακά |
24And ye shall build for yourselves cities for your store, and folds for your cattle; and ye shall do that which proceeds out of your mouth. | και οικοδομήσετε υμίν αυτοίς πόλεις τη αποσκευή υμών και επαύλεις τοις κτήνεσιν υμών και το εκπορευόμενον εκ του στόματος υμών ποιήσετε |
25And the sons of Ruben and the sons of Gad spoke to Moses, saying, Thy servants will do as our lord commands. | και είπαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ προς Μωυσήν λέγοντες οι παίδές σου ποιήσουσι καθά ο κυριός ημών εντέλλεται |
26Our store, and our wives, and all our cattle shall be in the cities of Galaad. | η αποσκευή ημών και αι γυναίκες ημών και αι κτήσεις ημών και πάντα τα κτήνη ημών έσονται εκεί εν ταις πόλεσι Γαλαάδ |
27But thy servants will go over all armed and set in order before the Lord to battle, as our lord says. | οι δε παίδές σου παρελεύσονται πάντες ενωπλισμένοι και εκτεταγμένοι έναντι κυρίου εις τον πόλεμον ον τρόπον ο κύριος λέγει |
28And Moses appointed to them for judges Eleazar the priest, and Joshua the son of Naue, and the chiefs of the families of the tribes of Israel. | και συνέστησεν αυτοίς Μωυσής Ελεάζαρ τον ιερέα και Ιησούν υιόν Ναυί και τους άρχοντας πατριών των φυλών υιών Ισραήλ |
29And Moses said to them, If the sons of Ruben and the sons of Gad will pass over Jordan with you, every one armed for war before the Lord, and ye shall subdue the land before you, then ye shall give to them the land of Galaad for a possession. | και είπε προς αυτούς Μωυσής εάν διαβώσιν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ μεθ΄ υμών τον Ιορδάνην πας ενωπλισμένος εις πόλεμον έναντι κυρίου και κατακυριεύσητε της γης απέναντι υμών και δώσετε αυτοίς την γην Γαλαάδ εν κατασχέσει |
30But if they will not pass over armed with you to war before the Lord, then shall ye cause to pass over their possessions and their wives and their cattle before you into the land of Chanaan, and they shall inherit with you in the land of Chanaan. | εάν δε μη διαβώσιν ενωπλισμένοι μεθ΄ υμών εις τον πόλεμον έναντι κυρίου και διαβιβάσετε την αποσκευήν αυτών και τας γυναίκας αυτών και τα κτήνη αυτών πρότερα υμών εις γην Χαναάν και συγκατακληρονομηθήσονται εν υμίν εν τη γη Χαναάν |
31And the sons of Ruben and the sons of Gad answered, saying, Whatsoever the Lord says to his servants, that will we do. | και απεκρίθησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ λέγοντες όσα ο κύριος λέγει τοις θεράπουσιν αυτού ούτως ποιήσωμεν |
32We will go over armed before the Lord into the land of Chanaan, and ye shall give us our inheritance beyond Jordan. | ημείς διαβησόμεθα ενωπλισμένοι έναντι κυρίου εις γην Χαναάν και δώσετε την κατάσχεσιν ημών εν τω πέραν του Ιορδάνου |
33And Moses gave to them, even to the sons of Gad and the sons of Ruben, and to the half tribe of Manasse of the sons of Joseph, the kingdom of Seon king of the Amorites, and the kingdom of Og king of Basan, the land and its cities with its coasts, the cities of the land round about. | και έδωκεν αυτοίς Μωυσής τοις υιοίς Γαδ και τοις υιοίς Ρουβήν και τω ημίσει φυλής Μανασσή υιών Ιωσήφ την βασιλείαν Σηών βασιλέως Αμορραίων και την βασιλείαν Ωγ βασιλέως της Βασάν την γην και τας πόλεις συν τοις ορίοις αυτής πόλεις της γης κύκλω |
34And the sons of Gad built Daebon, and Ataroth, and Aroer, | και ωκοδόμησαν οι υιοί Γαδ την Δεβών και την Αταρώθ και την Αροήρ |
35and Sophar, and Jazer, and they set them up, | και την Σοφάρ και την Ιαζήρ και ύψωσαν αυτάς |
36and Namram, and Baetharan, strong cities, and folds for sheep. | και την Βηθιαμράμ και την Βαιθαρράν πόλεις οχυράς και επαύλεις προβάτων |
37And the sons of Ruben built Esebon, and Eleale, and Kariatham, | και οι υιοί Ρουβήν ωκοδόμησαν την Εσεβών και την Ελεαλή και την Καριαθαϊμ |
38and Beelmeon, surrounded with walls, and Sebama; and they called the names of the cities which they built, after their own names. | και την Ναβώθ και την Βεελμεών περικεκυκλωμένας και την Σεβαμά και επωνόμασαν κατά τα ονόματα αυτών τα ονόματα των πόλεων ας ωκοδόμησαν |
39And a son of Machir the son of Manasse went to Galaad, and took it, and destroyed the Amorite who dwelt in it. | και επορεύθη υιός Μαχείρ υιόυ Μανασσή εις Γαλαάδ και έλαβεν αυτήν και απώλεσε τον Αμορραίον τον κατοικούντα εν αυτή |
40And Moses gave Galaad to Machir the son of Manasse, and he dwelt there. | και έδωκε Μωυσής την Γαλαάδ τω Μαχείρ υιώ Μανασσή και κατώκησεν εκεί |
41And Jair the son of Manasse went and took their villages, and called them the villages of Jair. | και Ιαϊρ ο του Μανασσή επορεύθη και έλαβε τας επαύλεις αυτών και επωνόμασεν αυτάς επαύλεις Ιαϊρ |
42And Nabau went and took Caath and her villages, and called them Naboth after his name. | και Ναβαύ επορεύθη και έλαβε την Καάθ και τας κώμας αυτής και επωνόμασεν αυτάς Ναβώθ εκ του ονόματος αυτού |
Chapter 33
[edit]1And these are the stages of the children of Israel, as they went out from the land of Egypt with their host by the hand of Moses and Aaron. | και ούτοι οι σταθμοί των υιών Ισραήλ ως εξήλθον εκ γης Αιγύπτου συν δυνάμει αυτών εν χειρί Μωυσή και Ααρών |
2And Moses wrote their removals and their stages, by the word of the Lord: and these are the stages of their journeying. | και έγραψε Μωυσής τας απάρσεις αυτών και τους σταθμούς αυτών διά ρήματος κυρίου και ούτοι οι σταθμοί της πορείας αυτών |
3They departed from Ramesses in the first month, on the fifteenth day of the first month; on the day after the passover the children of Israel went forth with a high hand before all the Egyptians. | απήραν εκ Ραμεσσή τω μηνί τω πρώτω τη πεντεκαιδεκάτη ημέρα του μηνός του πρώτου τη επαύριον του πάσχα εξήλθον οι υιοί Ισραήλ εν χειρί υψηλή εναντίον πάντων των Αιγυπτίων |
4And the Egyptians buried those that died of them, even all that the Lord smote, every first-born in the land of Egypt; also the Lord executed vengeance on their gods. | και οι Αιγύπτιοι εθαπτόν εξ αυτών τους τεθνηκότας πάντας όσους επάταξε κύριος παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω και εν τοις θεοίς αυτών εποίησε την εκδίκησιν κύριος |
5And the children of Israel departed from Ramesses, and encamped in Socchoth: | απάραντες δε οι υιοί Ισραήλ εκ Ραμεσσή παρενέβαλον εις Σοκχώθ |
6and they departed from Socchoth and encamped in Buthan, which is a part of the wilderness. | και απήραν εκ Σοκχώθ και παρενέβαλον εις Βουθάν ο εστι μέρος τι της ερήμου |
7And they departed from Buthan and encamped at the mouth of Iroth, which is opposite Beel-sepphon, and encamped opposite Magdol. | και απήραν εκ Βουθάν και παρενέβαλον επί το στόμα Ερώθ ο έστιν απέναντι Βεελσεπφών και παρενέβαλον απέναντι Μαγδωλού |
8And they departed from before Iroth, and crossed the middle of the sea into the wilderness; and they went a journey of three days through the wilderness, and encamped in Picriae. | και απήραν απέναντι Ερώθ και διέβησαν μέσον της θαλάσσης εις την έρημον και επορεύθησαν οδόν τριών ημερών διά της ερήμου αυτοί και παρενέβαλον εν πικρίαις |
9And they departed from Picriae, and came to Aelim; and in Aelim were twelve fountains of water, and seventy palm-trees, and they encamped there by the water. | και απήραν εκ πικριών και ήλθον εις Αιλίμ και εν Αιλίμ δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα στελέχη φοινίκων και παρενέβαλον εκεί παρά το ύδωρ |
10And they departed from Aelim, and encamped by the Red Sea. | και απήραν εξ Αιλίμ και παρενέβαλον επί θάλασσαν ερυθράν |
11And they departed from the Red Sea, and encamped in the wilderness of Sin. | και απήραν από θαλάσσης ερυθράς και παρενέβαλον εις την έρημον Σιν |
12And they departed from the wilderness of Sin, and encamped in Raphaca. | και απήραν εκ της ερήμου Σιν και παρενέβαλον εις Ραφακά |
13And they departed from Raphaca, and encamped in Aelus. | και απήραν εκ Ραφακά και παρενέβαλον εν Αιλούς |
14And they departed from Aelus, and encamped in Raphidin; and there was no water there for the people to drink. | και απήραν εξ Αιλούς και παρενέβαλον εν Ραφιδίν και ουκ ην εκεί ύδωρ τω λαώ πιείν |
15And they departed from Raphidin, and encamped in the wilderness of Sina. | και απήραν εκ Ραφιδίν και παρενέβαλον εν τη ερήμω Σινά |
16And they departed from the wilderness of Sina, and encamped at the Graves of Lust. | και απήραν εκ της ερήμου Σινά και παρενέβαλον εν μνήμασι της επιθυμίας |
17And they departed from the Graves of Lust, and encamped in Aseroth. | και απήραν εκ μνημάτων της επιθυμίας και παρενέβαλον εν Ασηρώθ |
18And they departed from Aseroth, and encamped in Rathama. | και απήραν εξ Ασηρώθ και παρενέβαλον εν Ραθαμά |
19And they departed from Rathama, and encamped in Remmon Phares. | και απήραν εκ Ραθαμά και παρενέβαλον εν Ρεμών Φάρες |
20And they departed from Remmon Phares, and encamped in Lebona. | και απήραν εκ Ρεμών Φάρες και παρενέβαλον εν Λεβωνά |
21And they departed from Lebona, and encamped in Ressan. | και απήραν εκ Λεβωνά και παρενέβαλον εις Ρεσσά |
22And they departed from Ressan, and encamped in Makellath. | και απήραν εκ Ρεσσά και παρενέβαλον εις Μακελάθ |
23And they departed from Makellath, and encamped in Saphar. | και απήραν εκ Μακελάθ και παρενέβαλον εις Αρσαφάρ |
24And they departed from Saphar, and encamped in Charadath. | και απήραν εκ Αρσαφάρ και παρενέβαλον εις Χαραδαϊ |
25And they departed from Charadath, and encamped in Makeloth. | και απήραν εκ Χαραδαϊ και παρενέβαλον εις Μακηλώθ |
26And they departed from Makeloth, and encamped in Kataath. | και απήραν εκ Μακηλώθ και παρενέβαλον εις Καταάθ |
27And they departed from Kataath, and encamped in Tarath. | και απήραν εκ Καταάθ και παρενέβαλον εις Θαράθ |
28And they departed from Tarath, and encamped in Mathecca. | και απήραν εκ Θαράθ και παρενέβαλον εις Μαθεκκά |
29And they departed from Mathecca, and encamped in Selmona. | και απήραν εκ Μαθεκκά και παρενέβαλον εις Ασσεμωνά |
30And they departed from Selmona, and encamped in Masuruth. | και απήραν εκ Ασσεμωνά και παρενέβαλον εις Μασουρούθ |
31And they departed from Masuruth, and encamped in Banaea. | και απήραν εκ Μασουρούθ και παρενέβαλον εις Μανιακάν |
32And they departed from Banaea, and encamped in the mountain Gadgad. | και απήραν εκ Βανακκάν και παρενέβαλον εις το όρος Γαδιγάδ |
33And they departed from the mountain Gadgad, and encamped in Etebatha. | και απήραν εκ του όρους Γαδιγάδ και παρενέβαλον εις Ετεμαθά |
34And they departed from Etebatha, and encamped in Ebrona. | και απήραν εξ Ετεμαθά και παρενέβαλον εις Εβρωνά |
35And they departed from Ebrona, and encamped in Gesion Gaber. | και απήραν εξ Εβρωνά και παρενέβαλον εις Γασιών Γαβέρ |
36And they departed from Gesion Gaber, and encamped in the wilderness of Sin; and they departed from the wilderness of Sin, and encamped in the wilderness of Pharan; this is Cades. | και απήραν εκ Γασιών Γαβέρ και παρενέβαλον εν τη ερήμω Σιν και απήραν εκ της ερήμου Σιν αυτή εστι Κάδης |
37And they departed from Cades, and encamped in mount Or near the land of Edom. | και απήραν εκ Κάδης και παρενέβαλον εις Ωρ το όρος πλησίον γης Εδώμ |
38And Aaron the priest went up by the command of the Lord, and died there in the fortieth year of the departure of the children of Israel from the land of Egypt, in the fifth month, on the first day of the month. | και ανέβη Ααρών ο ιερεύς εις το όρος διά προστάγματος κυρίου και απέθανεν εκεί εν τω τεσσαρακοστώ έτει της εξόδου των υιών Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου τω μηνί τω πέμπτω μία του μηνός |
39And Aaron was a hundred and twenty-three years old, when he died in mount Or. | και Ααρών ην τριών και είκοσι και εκατόν ετών ότε απέθνησκεν εν Ωρ τω όρει |
40And Arad the Chananitish king (he too dwelt in the land of Chanaan) having heard when the children of Israel were entering the land— | και ακούσας ο Χανανίς βασιλεύς Αράδ και ούτος κατώκει εν γη Χαναάν ότε εισεπορεύοντο οι υιοί Ισραήλ |
41then they departed from mount Or, and encamped in Selmona. | και απήραν εξ Ωρ του όρους και παρενέβαλον εις Σαλμωνά |
42And they departed from Selmona, and encamped in Phino. | και απήραν εκ Σαλμωνά και παρενέβαλον εις Φινώ |
43And they departed from Phino, and encamped in Oboth. | και απήραν εκ Φινώ και παρενέβαλον εν Οβώθ |
44And they departed from Oboth, and encamped in Gai, on the other side Jordan on the borders of Moab. | και απήραν εξ Οβώθ και παρενέβαλον εν Γαϊ εν τω πέραν επί των ορίων Μωάβ |
45And they departed from Gai, and encamped in Daebon Gad. | και απήραν εκ Γαϊ και παρενέβαλον εις Δαιβών Γαδ |
46And they departed from Daebon Gad, and encamped in Gelmon Deblathaim. | και απήραν εκ Δαιβών Γαδ και παρενέβαλον εις Γελμών Δεβλααθαϊμ |
47And they departed from Gelmon Deblathaim, and encamped on the mountains of Abarim, over against Nabau. | και απήραν εκ Γελμών Δεβλααθαϊμ και παρενέβαλον επί τα όρη τα Αβαρίμ απέναντι Ναβαύ |
48And they departed from the mountains of Abarim, and encamped on the west of Moab, at Jordan by Jericho. | και απήραν από των ορεών Αβαρίμ και παρενέβαλον επί δυσμών Μωάβ επί του Ιορδάνου κατά Ιεριχώ |
49And they encamped by Jordan between Aesimoth, as far as Belsa to the west of Moab. | και παρενέβαλον παρά τον Ιορδάνην αναμέσον Αισιμώθ έως Αβελσατίμ κατά δυσμάς Μωάβ |
50And the Lord spoke to Moses at the west of Moab by Jordan at Jericho, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν επί δυσμών Μωάβ παρά τον Ιορδάνην κατά Ιεριχώ λέγων |
51Speak to the children of Israel, and thou shalt say to them, Ye are to pass over Jordan into the land of Chanaan. | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εις γην Χαναάν |
52And ye shall destroy all that dwell in the land before your face, and ye shall abolish their high places, and all their molten images ye shall destroy, and ye shall demolish all their pillars. | και απολείτε πάντας τους κατοικούντας εν τη γη προ προσώπου υμών και εξαρείτε τας σκοπιάς αυτών και πάντα τα είδωλα τα χωνευτά αυτών απολείτε αυτά και πάσας τας στήλας αυτών εξαρείτε |
53And ye shall destroy all the inhabitants of the land, and ye shall dwell in it, for I have given their land to you for an inheritance. | και απολείτε τους κατοικούντας την γην και κατοικήσετε εν αυτή υμίν γαρ δέδωκα την γην αυτών εν κλήρω |
54And ye shall inherit their land according to your tribes; to the greater number ye shall give the larger possession, and to the smaller ye shall give the less possession; to whatsoever part a man's name shall go forth by lot, there shall be his property: ye shall inherit according to the tribes of your families. | και κατακληρονομήσετε την γην εν κλήρω κατά φυλάς υμών τοις πλείοσι πληθυνείτε την κατάσχεσιν αυτών και τοις ελάττοσιν ελαττώσετε την κατάσχεσιν αυτών εις ο αν εξέλθη το όνομα αυτού εκεί αυτού έσται κατά φυλάς πατριών υμών κληρονομήσετε |
55But if ye will not destroy the dwellers in the land from before you, then it shall come to pass that whomsoever of them ye shall leave shall be thorns in your eyes, and darts in your sides, and they shall be enemies to you on the land on which ye shall dwell; | εάν δε μη απολέσητε τους κατοικούντας επί της γης από προσώπου υμών και έσται ους εάν καταλίπητε εξ αυτών σκόλοπες εν τοις οφθαλμοίς υμών και βολίδες εν ταις πλευραίς υμών και εχθρεύσουσιν υμίν επί της γης εφ΄ ην υμείς κατοικήσετε |
56and it shall come to pass that as I had determined to do to them, so I will do to you. | και έσται καθότι διεγνώκειν ποιήσαι αυτούς ποιήσω υμίν |
Chapter 34
[edit]1And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
2Charge the children of Israel, and thou shalt say to them, Ye are entering into the land of Chanaan: it shall be to you for an inheritance, the land of Chanaan with its boundaries. | έντειλαι τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς υμείς εισπορεύεσθε εις την γην Χαναάν αύτη έσται υμίν εις κληρονομίαν γη Χαναάν συν τοις ορίοις αυτής |
3And your southern side shall be from the wilderness of Sin to the border of Edom, and your border southward shall extend on the side of the salt sea eastward. | και έσται υμίν το κλίτος το προς λίβα από ερήμου Σιν έως εχόμενον Εδώμ και έσται υμίν τα όρια προς λίβα από μέρους της θαλάσσης της αλυκής από ανατολών |
4And your border shall go round you from the south to the ascent of Acrabin, and shall proceed by Ennac, and the going forth of it shall be southward to Cades Barne, and it shall go forth to the village of Arad, and shall proceed by Asemona. | και κυκλώσει υμάς τα όρια από λιβός προς ανάβασιν Ακραβίν και παρελεύσεται Εννάκ και έσται η διέξοδος αυτού προς λίβα Κάδης του Βαρνή και εξελεύσεται εις έπαυλιν Αράδ και παρελεύσεται Ασεμωνά |
5And the border shall compass from Asemona to the river of Egypt, and the sea shall be the termination. | και κυκλώσει τα όρια από Ασεμωνά χείμαρρουν Αιγύπτου και έσται η διέξοδος η θάλασσα |
6And ye shall have your border on the west, the great sea shall be the boundary: this shall be to you the border on the west. | και τα όρια της θαλάσσης έσται υμίν η θάλασσα η μεγάλη οριεί τούτο έσται υμίν τα όρια της θαλάσσης |
7And this shall be your northern border; from the great sea ye shall measure to yourselves, by the side of the mountain. | και τούτο έσται υμίν τα όρια προς βορράν από της θαλάσσης της μεγάλης καταμετρήσετε υμίν αυτοίς παρά το όρος |
8And ye shall measure to yourselves the mountain from mount Hor at the entering in to Emath, and the termination of it shall be the coasts of Saradac. | και από του όρους το Όρος καταμετρήσετε εαυτοίς εισπορευομένων εις Εμάθ και έσται η διέξοδος αυτού τα όρια Σαδαδά |
9And the border shall go out to Dephrona, and its termination shall be at Arsenain; this shall be your border from the north. | και εξελεύσεται τα όρια Ζεφρωνά και έσται η διέξοδος αυτού Ασερναάν τούτο έσται υμίν όρια από βορρά |
10And ye shall measure to yourselves the eastern border from Arsenain to Sepphamar. | και καταμετρήσετε υμίν εαυτοίς τα όρια ανατολών από Αρσεναϊμ Σεπφαμά |
11And the border shall go down from Sepphamar to Bela eastward to the fountains, and the border shall go down from Bela behind the sea Chenereth eastward. | και καταβήσεται τα όρια από Σεπφάν Αρβηλά από ανατολών επί πηγάς και καταβήσεται τα όρια Βηλ επί νώτου θαλάσσης Χενερέθ από ανατολών |
12And the border shall go down to Jordan, and the termination shall be the salt sea; this shall be your land and its borders round about. | και καταβήσεται τα όρια επί τον Ιορδάνην και έσται η διέξοδος θάλασσα η αλυκή αύτη έσται υμίν η γη και τα όρια αυτής κύκλω |
13And Moses charged the children of Israel, saying, This is the land which ye shall inherit by lot, even as the Lord commanded us to give it to the nine tribes and the half-tribe of Manasse. | και ενετείλατο Μωυσής τοις υιοίς Ισραήλ λέγων αύτη η γη ην κατακληρονομήσετε αυτήν μετά κλήρου ον τρόπον συνέταξε κύριος δούναι αυτήν ταις εννέα φυλαίς και τω ημίσει φυλής Μανασσή |
14For the tribe of the children of Ruben, and the tribe of the children of Gad have received their inheritance according to their families; and the half-tribe of Manasse have received their inheritances. | ότι έλαβε φυλή υιών Ρουβήν κατ΄ οίκους πατριών αυτών και φυλή υιών Γαδ κατ΄ οίκους πατριών αυτών και το ήμισυ φυλής Μανασσή απέλαβον τους κλήρους αυτών |
15Two tribes and half a tribe have received their inheritance beyond Jordan by Jericho from the south eastwards. | δύο φυλαί και ήμισυ φυλής έλαβον τους κλήρους αυτών πέραν του Ιορδάνου κατά Ιεριχώ από νότου προς ανατολάς |
16And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
17These are the names of the men who shall divide the land to you for an inheritance; Eleazar the priest and Joshua the son of Naue. | ταύτα τα ονόματα των ανδρών οι κληρονομήσουσιν υμίν την γην Ελεάζαρ ο ιερεύς και Ιησούς ο του Ναυή |
18And ye shall take one ruler from each tribe to divide the land to you by lot. | και άρχοντα ένα εκ φυλής λήψεσθε κατακληρονομήσαι υμίν την γην |
19And these are the names of the men; of the tribe of Juda Chaleb the son of Jephonne. | και ταύτα τα ονόματα των ανδρών της φυλής Ιούδα Χαλέβ υιός Ιεφονή |
20Of the tribe of Symeon, Salamiel the son of Semiud. | της φυλής Συμεών Σαμουήλ υιός Εμιούδ |
21Of the tribe of Benjamin, Eldad the son of Chaslon. | της φυλής Βενιαμίν Ελδάδ υιός Χασελών |
22Of the tribe of Dan the prince was Bacchir the son of Egli. | της φυλής Δαν άρχων Βοκκί υιός Ιοκλί |
23Of the sons of Joseph of the tribe of the sons of Manasse, the prince was Aniel the son of Suphi. | των υιών Ιωσήφ φυλής υιών Μανασσή άρχων Ανιήλ υιός Ουφίδ |
24Of the tribe of the sons of Ephraim, the prince was Camuel the son of Sabathan. | της φυλής υιών Εφραϊμ άρχων Καμουήλ υιός Σαφτάν |
25Of the tribe of Zabulon, the prince was Elisaphan the son of Pharnac. | της φυλής Ζαβουλών άρχων Ελισαφάν υιός Φαρνάχ |
26Of the tribe of the sons of Issachar, the prince was Phaltiel the son of Oza. | της φυλής υιών Ισσάχαρ άρχων Φαλτιήλ υιός Οζά |
27Of the tribe of the children of Aser, the prince was Achior the son of Selemi. | της φυλής υιών Ασήρ άρχων Αχιώρ υιός Σελεμί |
28Of the tribe of Nephthali, the prince was Phadael the son of Jamiud. | της φυλής Νεφθαλί άρχων Φαδαήλ υιός Αμιούδ |
29These did the Lord command to distribute the inheritances to the children of Israel in the land of Chanaan. | ούτοι οις ενετείλατο κύριος καταμερίσαι τοις υιοίς Ισραήλ εν γη Χαναάν |
Chapter 35
[edit]1And the Lord spoke to Moses to the west of Moab by Jordan near Jericho, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν επί δυσμών Μωάβ παρά τον Ιορδάνην κατά Ιεριχώ λέγων |
2Give orders to the children of Israel, and they shall give to the Levites cities to dwell in from the lot of their possession, and they shall give to the Levites the suburbs of the cities round about them. | σύνταξον τοις υιοίς Ισραήλ και δώσουσι τοις Λευίταις από των κλήρων κατασχέσεως αυτών πόλεις κατοικείν και τα προάστεια των πόλεων κύκλω αυτών δώσουσι τοις Λευίταις |
3And the cities shall be for them to dwell in, and their enclosures shall be for their cattle and all their beasts. | και έσονται αι πόλεις κατοικείν και τα αφορίσματα αυτών έσται τοις κτήνεσιν αυτών και πάσι τοις τετράποσιν αυτών |
4And the suburbs of the cities which ye shall give to the Levites, shall be from the wall of the city and outwards two thousand cubits round about. | και τα συγκυρούντα των πόλεων ας δώσετε τοις Λευίταις από τείχους της πόλεως και έξω χίλιοι πήχεις κύκλω |
5And thou shalt measure outside the city on the east side two thousand cubits, and on the south side two thousand cubits, and on the west side two thousand cubits, and on the north side two thousand cubits; and your city shall be in the midst of this, and the suburbs of the cities as described. | και μετρήσεις έξω της πόλεως το κλίτος το προς ανατολάς δισχιλίους πήχεις και το κλίτος το προς λίβα δισχιλίους πήχεις και το κλίτος το προς θάλασσαν δισχιλίους πήχεις και το κλίτος το προς βορράν δισχιλίους πήχεις και η πόλις μέσον τούτου έσται υμίν και τα όμορα των πόλεων |
6And ye shall give the cities to the Levites, the six cities of refuge which ye shall give for the slayer to flee thither, and in addition to these, forty-two cities. | και τας πόλεις ας δώσετε τοις Λευίτας τας εξ πόλεις των φυγαδευτηρίων ας δώσετε φυγείν εκεί τω φονεύσαντι και προς ταύταις τεσσαράκοντα και δύο πόλεις |
7Ye shall give to the Levites in all forty-eight cities, them and their suburbs. | πάσας τας πόλεις ας δώσετε τοις Λευίταις τεσσαράκοντα και οκτώ πόλεις ταύτας και τα προάστεια αυτών |
8And as for the cities which ye shall give out of the possession of the children of Israel, from those that have much ye shall give much, and from those that have less ye shall give less: they shall give of their cities to the Levites each one according to his inheritance which they shall inherit. | και τας πόλεις ας δώσετε από της κατασχέσεως υιών Ισραήλ από των τα πολλά πολλά και από των ελαττόνων έλαττον έκαστος κατά την κληρονομίαν αυτού ην κατακληρονομήσουσι δώσουσιν από των πόλεων τοις Λευίταις |
9And the Lord spoke to Moses, saying, | και ελάλησε κύριος προς Μωυσήν λέγων |
10Speak to the children of Israel, and thou shalt say to them, Ye are to cross over Jordan into the land of Chanaan. | λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ και ερείς προς αυτούς υμείς διαβαίνετε τον Ιορδάνην εις γην Χαναάν |
11And ye shall appoint to yourselves cities: they shall be to you cities of refuge for the slayer to flee to, every one who has killed another unintentionally. | και διαστελείτε υμίν αυτοίς πόλεις φυγαδευτήρια έσται υμίν φυγείν εκεί τον φονευτήν πας ο πατάξας ψυχήν ακουσίως |
12And the cities shall be to you places of refuge from the avenger of blood, and the slayer shall not die until he stands before the congregation for judgment. | και έσονται αι πόλεις υμίν φυγαδευτήρια από του αγχιστεύοντος το αίμα και ου αποθάνη ο φονεύων έως αν στη έναντι της συναγωγής εις κρίσιν |
13And the cities which ye shall assign, even the six cities, shall be places of refuge for you. | και αι πόλεις ας δώσετε τας εξ πόλεις φυγαδευτήρια έσονται υμίν |
14Ye shall assign three cities on the other side of Jordan, and ye shall assign three cities in the land of Chanaan. | τας τρεις πόλεις δώσετε εν τω πέραν του Ιορδάνου και τας τρεις πόλεις δώσετε εν γη Χαναάν |
15It shall be a place of refuge for the children of Israel, and for the stranger, and for him that sojourns among you; these cities shall be for a place of refuge, for every one to flee thither who has killed a man unintentionally. | φυγαδείον έσται τοις υιοίς Ισραήλ και τω προσηλύτω και τω παροίκω τω εν υμίν έσονται αι πόλεις αύται εις φυγαδευτήριον φυγείν εκεί παντί πατάξαντι ψυχήν ακουσίως |
16And if he should smite him with an iron instrument, and the man should die, he is a murderer; let the murderer by all means be put to death. | εάν δε εν σκεύει σιδήρου πατάξη αυτόν και τελευτήση φονευτής εστι θανάτω θανατούσθω ο φονευτής |
17And if he should smite him with a stone thrown from his hand, whereby a man may die, and he thus die, he is a murderer; let the murderer by all means be put to death. | εάν δε εν λίθω εκ χειρός εν ω αποθανείται εν αυτώ πατάξη αυτόν και αποθάνη φονευτής εστι θανάτω θανατούσθω ο φονευτής |
18And if he should smite him with an instrument of wood from his hand, whereby he may die, and he thus die, he is a murderer; let the murderer by all means be put to death. | εάν δε εν σκεύει ξυλίνω εκ χειρός εξ ου αποθανείται πατάξη αυτόν και αποθάνη φονευτής εστι θανάτω αποθανείται ο φονευτής |
19The avenger of blood himself shall slay the murderer: whensoever he shall meet him he shall slay him. | ο αγχιστεύων το αίμα ούτος αποκτενεί τον φονεύσαντα όταν συναντήση αυτώ ούτος αποκτενεί αυτόν |
20And if he should thrust him through enmity, or cast any thing upon him from an ambuscade, and the man should die, | εάν δε δι΄ έχθραν ώση αυτόν και επιρρίψη επ΄ αυτόν παν σκεύος εξ ενέδρου και αποθάνη |
21or if he have smitten him with his hand through anger, and the man should die, let the man that smote him be put to death by all means, he is a murderer: let the murderer by all means be put to death: the avenger of blood shall slay the murderer when he meets him. | η διά μήνιν επάταξεν αυτόν τη χειρί και αποθάνη θανάτω θανατούσθω ο πατάξας φονευτής εστι ο αγχιστεύων το αίμα αποκτενεί τον φονεύσαντα εν τω συναντήσαι αυτώ |
22But if he should thrust him suddenly, not through enmity, or cast any thing upon him, not from an ambuscade, | εάν δε εξαπίνης ου δι΄ έχθραν ώση αυτόν η επιρρίψη επ΄ αυτόν παν σκεύος ουκ εξ ενέδρου |
23or smite him with any stone, whereby a man may die, unawares, and it should fall upon him, and he should die, but he was not his enemy, nor sought to hurt him; | η παντί λίθω εν ω αποθανείται εν αυτώ ουκ ειδώς και επιπέση επ΄ αυτόν και αποθάνη αυτός δε ουκ εχθρός αυτού ην ουδέ ζητών κακοποιήσαι αυτόν |
24then the assembly shall judge between the smiter and the avenger of blood, according to these judgments. | και κρινεί η συναγωγή αναμέσον του πατάξαντος και αναμέσον του αγχιστεύοντος το αίμα κατά τα κρίματα ταύτα |
25And the congregation shall rescue the slayer from the avenger of blood, and the congregation shall restore him to his city of refuge, whither he fled for refuge; and he shall dwell there till the death of the high-priest, whom they anointed with the holy oil. | και εξελείται η συναγωγή τον φονεύσαντα από του αγχιστεύοντος το αίμα και αποκαταστήσουσιν αυτόν η συναγωγή εις την πόλιν του φυγαδευτηρίου αυτού ου κατέφυγε και κατοικήσει εκεί έως αν αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας ον έχρισαν αυτόν τω ελαίω τω αγίω |
26But if the slayer should in any wise go out beyond the bounds of the city whither he fled for refuge, | εάν δε εξόδω εξέλθη ο φονεύσας τα όρια της πόλεως εις ην κατέφυγεν εκεί |
27and the avenger of blood should find him without the bounds of the city of his refuge, and the avenger of blood should kill the slayer, he is not guilty. | και εύρη αυτόν ο αγχιστεύων το αίμα έξω των ορίων της πόλεως καταφυγής αυτού και φονεύση ο αγχιστεύων το αίμα τον φονεύσαντα ουκ ένοχός εστιν |
28For he ought to have remained in the city of refuge till the high-priest died; and after the death of the high-priest the slayer shall return to the land of his possession. | εν γαρ τη πόλει της καταφυγής αυτού κατοικείτω έως αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας και μετά το αποθανείν τον ιερέα τον μέγαν επαναστραφήσεται ο φονεύσας εις την γην της κατασχέσεως αυτού |
29And these things shall be to you for an ordinance of judgment throughout your generations in all your dwellings. | και έσται ταύτα υμίν εις δικαίωμα κρίματος εις τας γενεάς υμών εν πάσαις ταις κατοικίαις υμών |
30Whoever kills a man, thou shalt slay the murderer on the testimony of witnesses; and one witness shall not testify against a soul that he should die. | πας πατάξας ψυχήν διά μαρτύρων φονεύσει τον φονεύσαντα και μάρτυς εις ου μαρτυρήσει επί ψυχήν αποθανείν |
31And ye shall not accept ransoms for life from a murderer who is worthy of death, for he shall be surely put to death. | και ου λήψεσθε λύτρα περί ψυχής παρά του φονεύσαντος του ενόχου όντος αναιρεθήναι θανάτω γαρ θανατωθήσεται |
32Ye shall not accept a ransom to excuse his fleeing to the city of refuge, so that he should again dwell in the land, until the death of the high-priest. | και ου λήψεσθε λύτρα του φυγείν εις πόλιν των φυγαδευτηρίων του πάλιν κατοικείν επί της γης έως αν αποθάνη ο ιερεύς ο μέγας |
33So shall ye not pollute with murder the land in which ye dwell; for this blood pollutes the land, and the land shall not be purged from the blood shed upon it, but by the blood of him that shed it. | και ου φονοκτονήσητε την γην εφ΄ ης υμείς κατοικείτε επ΄ αυτής το γαρ αίμα τούτο φονοκτονεί την γην και ουκ εξιλασθήσεται η γη από του αίματος του εκχυθέντος επ΄ αυτής αλλ΄ επί του αίματος του εκχέοντος |
34And ye shall not defile the land whereon ye dwell, on which I dwell in the midst of you; for I am the Lord dwelling in the midst of the children of Israel. | και ου μιανείτε την γην εφ΄ ης κατοικείτε επ΄ αυτής εφ΄ ης εγώ κατασκηνώ εν υμίν εγώ γαρ ειμι κύριος κατασκηνών εν μέσω των υιών Ισραήλ |
Chapter 36
[edit]1And the heads of the tribe of the sons of Galaad the son of Machir the son of Manasse, of the tribe of the sons of Joseph, drew near, and spoke before Moses, and before Eleazar the priest, and before the heads of the houses of the families of the children of Israel: | και προσήλθον οι άρχοντες πατριών φυλής υιών Γαλαάδ υιόυ Μαχίρ υιόυ Μανασσή εκ της φυλής υιών Ιωσήφ και ελάλησαν έναντι Μωυσή και έναντι Ελεάζαρ του ιερέως και έναντι των αρχόντων οίκων πατριων των υιών Ισραήλ |
2and they said, The Lord commanded our lord to render the land of inheritance by lot to the children of Israel; and the Lord appointed our lord to give the inheritance of Salpaad our brother to his daughters. | και είπαν τω κυρίω ημών ενετείλατο κύριος αποδούναι την γην της κληρονομίας εν κλήρω τοις υιοίς Ισραήλ και τω κυρίω συνέταξε κύριος δούναι την κληρονομίαν Σαλπαάδ του αδελφού ημών ταις θυγατράσιν αυτού |
3And they will become wives in one of the tribes of the children of Israel; so their inheritance shall be taken away from the possession of our fathers, and shall be added to the inheritance of the tribe into which the women shall marry, and shall be taken away from the portion of our inheritance. | και έσονται ενί των φυλών υιών Ισραήλ γυναίκες και αφαιρεθήσεται ο κλήρος αυτών εκ της κατασχέσεως των πατέρων ημών και προστεθήσεται εις κληρονομίαν της φυλής οις αν γένωνται γυναίκες και εκ του κλήρου της κληρονομίας ημών αφαιρεθήσεται |
4And if there shall be a release of the children of Israel, then shall their inheritance be added to the inheritance of the tribe into which the women marry, and their inheritance, shall be taken away from the inheritance of our family's tribe. | εάν δε γένηται η άφεσις των υιών Ισραήλ και προστεθήσεται η κληρονομία αυτών επί την κληρονομίαν της φυλής οις αν γένωνται γυναίκες και από της κληρονομίας φυλής πατριάς ημών αφαιρεθήσεται η κληρονομία αυτών |
5And Moses charged the children of Israel by the commandment of the Lord, saying, Thus says the tribe of the children of Joseph. | και ενετείλατο Μωυσής τοις υιοίς Ισραήλ διά προστάγματος κυρίου λέγων ούτως φυλή υιών Ιωσήφ λέγουσι |
6This is the thing which the Lord has appointed the daughters of Salpaad, saying, Let them marry where they please, only let them marry men of their father's tribe. | τούτο το ρήμα ο συνέταξε κύριος τοις θυγατράσι Σαλπαάδ λέγων ου αν αρέσκη εναντίον αυτών έστωσαν γυναίκες πλην εκ του δήμου του πατρός αυτών έστωσαν γυναίκες |
7So shall not the inheritance of the children of Israel go about from tribe to tribe, for the children of Israel shall steadfastly continue each in the inheritance of his family's tribe. | και ουχί περιστραφήσεται η κληρονομία τοις υιοίς Ισραήλ από φυλής επί φυλήν ότι έκαστος εν τη κληρονομία της φυλής της πατριάς αυτού προσκολληθήσονται οι υιοί Ισραήλ |
8And whatever daughter is heiress to a property of the tribes of the children Israel, such women shall be married each to one of her father's tribe, that the sons of Israel may each inherit the property of his father's tribe. | και πάσα θυγάτηρ αγχιστεύουσα κληρονομίαν εκ των φυλών υιών Ισραήλ ενί των εκ του δήμου του πατρός αυτής έσονται γυναίκες ίνα αγχιστεύσωσιν οι υιοί Ισραήλ έκαστος την κληρονομίαν την πατρικήν αυτού |
9And the inheritance shall not go about from one tribe to another, but the children of Israel shall steadfastly continue each in his own inheritance. | και ου περιστραφήσεται ο κλήρος εκ φυλής επί φυλήν ετέραν αλλ΄ έκαστος εν τη κληρονομία αυτού προσκολληθήσονται οι υιοί Ισραήλ |
10As the Lord commanded Moses, so did they to the daughters of Salpaad. | ον τρόπον συνέταξε κύριος Μωυσή ούτως εποίησαν θυγατέρες Σαλπαάδ |
11So Thersa, and Egla, and Melcha, and Nua, and Malaa, the daughters of Salpaad, married their cousins; | και εγένοντο Μααλά Θερσά και Αιγλά και Μελχά και Νουά θυγατέρες Σαλπαάδ τοις ανεψιοίς αυτών |
12they were married to men of the tribe of Manasse of the sons of Joseph; and their inheritance was attached to the tribe of their father's family. | εκ του δήμου του Μανασσή υιών Ιωσήφ εγενήθησαν γυναίκες και εγενήθη η κληρονομία αυτών επί την φυλήν δήμου του πατρός αυτών |
13These are the commandments, and the ordinances, and the judgments, which the Lord commanded by the hand of Moses, at the west of Moab, at Jordan by Jericho. | αύται αι εντολαί και τα δικαιώματα και τα κρίματα α ενετείλατο κύριος εν χειρί Μωυσή τοις υιοίς Ισραήλ επί δυσμών Μωάβ επί του Ιορδάνου κατά Ιεριχώ |