Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/Ecclesiastes

From Wikisource
For other versions of this work, see Ecclesiastes (Bible).

Chapter 1

[edit]
1The words of the Preacher, the son of David, king of Israel in Jerusalem. ρήματα εκκλησιαστού υιόυ Δαυίδ βασιλέως Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ
2Vanity of vanities, said the Preacher, vanity of vanities; all is vanity. ματαιότης ματαιοτήτων είπεν ο εκκλησιαστής ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης
3What advantage is there to a man in all his labour that he takes under the sun? τις περίσσεια τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού ω μοχθεί υπό τον ήλιον
4A generation goes, and a generation comes: but the earth stands for ever. γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται και η γη εις τον αιώνα έστηκε
5And the sun arises, and the sun goes down and draws toward its place; και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος και εις τον τόπον αυτού έλκει
6arising there it proceeds southward, and goes round toward the north. The wind goes round and round, and the wind returns to its circuits. αυτός ανατέλλων εκπορεύεται προς νότον και κυκλοί προς βορράν κυκλοί κυκλών πορεύεται το πνεύμα και επί κύκλους αυτού επιστρέφει το πνεύμα
7All the rivers run into the sea; and yet the sea is not filled: to the place whence the rivers come, thither they return again. πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν και η θάλασσα ουκ έστιν εμπιπλαμένη εις τον τόπον ου οι χείμαρροι πορεύονται εκεί αυτοί επιστρέψουσι του πορευθήναι
8All things are full of labour; a man will not be able to speak of them: neither shall the eye be satisfied with seeing, neither shall the ear be filled with hearing. πάντες οι λόγοι έγκοποι ου δυνήσεται ανήρ του λαλείν και ουκ εμπλησθήσεται οφθαλμός του οράν και ου πληρωθήσεται ους από ακροάσεως
9What is that which has been? the very thing which shall be: and what is that which has been done? the very thing which shall be done: and there is no new thing under the sun. τι το γεγονός αυτό το γενησόμενον και τι το πεποιημένον αυτό το ποιηθησόμενον και ουκ έστι παν πρόσφατον υπό τον ήλιον
10Who is he that shall speak and say, Behold, this is new? it has already been in the ages that have passed before us. ος λαλήσει και ερεί ίδε τούτο καινόν εστιν ήδη γέγονεν εν τοις αιώσι τοις γενομένοις από έμπροσθεν ημών
11There is no memorial to the first things; neither to the things that have been last shall their memorial be with them that shall at the last time. ουκ έστι μνήμη τοις πρώτοις και γε τοις εσχάτοις γενομένοις ουκ έσται αυτών μνήμη μετά των γενησομένων εις την εσχάτην
12I the Preacher was king over Israel in Jerusalem. εγώ εκκλησιαστής εγενόμην βασιλεύς επί Ισραήλ εν Ιερουσαλήμ
13And I applied my heart to seek out and examine by wisdom concerning all things that are done under heaven, for God has given to the sons of men an evil trouble to be troubled therewith. και έδωκα την καρδίαν μου του εκζητήσαι και του κατασκέψασθαι εν τη σοφία περί πάντων των γινομένων υπό τον ουρανόν ότι περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτώ
14I beheld all the works that were wrought under the sun; and, beheld, all were vanity and waywardness of spirit. είδον σύμπαντα τα ποιήματα τα πεποιημένα υπό τον ήλιον και ιδού πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
15That which is crooked cannot be made straight: and deficiency cannot be numbered. διεστραμμένον ου δυνήσεται του επικοσμηθήναι και υστέρημα ου δυνήσεται αριθμηθήναι
16I spoke in my heart, saying, Behold, I am increased, and have acquired wisdom beyond all who were before me in Jerusalem: also I applied my heart to know wisdom and knowledge. ελάλησα εγω εν καρδία μου του λέγειν ιδού εγώ εμεγαλύνθην και προσέθηκα σοφίαν επί πάσιν οι εγένοντο έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ και έδωκα καρδίαν μου του γνώναι σοφίαν και γνώσιν
17And my heart knew much—wisdom, and knowledge, parables and understanding: I perceived that this also is waywardness of spirit. και καρδία μου είδε πολλά σοφίαν και γνώσιν παραβολάς και επιστήμην έγνων εγώ ότι και γε τούτό εστι προαίρεσις πνεύματος
18For in the abundance of wisdom is abundance of knowledge; and he that increases knowledge will increase sorrow. ότι εν πλήθει σοφίας πλήθος γνώσεως και ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα

Chapter 2

[edit]
1I said in my heart, Come now, I will prove thee with mirth, and behold thou good: and, behold, this is also vanity. είπον εγώ εν καρδία μου δεύρο δη πειράσω σε εν ευφροσύνη και ίδε εν αγαθώ και ιδού και γε τούτο ματαιότης
2I said to laughter, Madness: and to mirth, Why doest thou this: τω γέλωτι είπα περιφοράν και τη ευφροσύνη τι τούτο ποιείς
3And I examined whether my heart would excite my flesh as with wine, (though my heart guided me in wisdom,) and I desired to lay hold of mirth, until I should see of what kind is the good to the sons of men, which they should do under the sun all the days of their life. και κατεσκεψάμην ει η καρδία μου ελκύσει ως οίνον την σάρκα μου και καρδία μου ωδήγησέ με εν σοφία και του κρατήσαι επ΄ ευφροσύνη έως ου ίδω ποίον το αγαθόν τοις υιοίς των ανθρώπων ο ποιήσουσιν υπό τον ήλιον αριθμόν ημερών ζωής αυτών
4I enlarged my work; I built me houses; I planted me vineyards. εμεγάλυνα ποίημά μου ωκοδόμησά μοι οίκους εφύτευσά μου αμπελώνας
5I made me gardens and orchards, and planted in them every kind of fruit-tree. εποίησά μοι κήπους και παραδείσους και εφύτευσα εν αυτοίς ξύλον παν καρπού
6I made me pools of water, to water from them the timber-bearing wood. εποίησά μοι κολυμβήθρας υδάτων του ποτίσαι επ΄ αυτών δρυμόν βλαστώντα ξύλα
7I got servants and maidens, and servants were born to me in the house: also I had abundant possession of flocks and herds, beyond all who were before me in Jerusalem. εκτησάμην δούλους και παιδίσκας και οικογενείς εγένοντό μοι και γε κτήσις βουκολίου και ποιμνίου πολλή εγένετό μοι υπέρ πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ
8Moreover I collected for myself both silver and gold also, and the peculiar treasures of kings and provinces: I procured me singing men and singing women, and delights of the sons of men, a butler and female cupbearers. συνήγαγόν μοι και γε αργύριον και γε χρυσίον και περιουσιασμούς βασιλέων και των χωρών εποίησά μοι άδοντας και αδούσας και εντρυφήματα υιών του ανθρώπου οινοχόον και οινοχόας
9So I became great, and advanced beyond all that were before in Jerusalem: also my wisdom was established to me. και εμεγαλύνθην και προσέθηκα σοφίαν παρά πάντας τους γενομένους έμπροσθέν μου εν Ιερουσαλήμ και γε σοφία μου εστάθη μοι
10And whatever mine eyes desired, I withheld not from them, I withheld not my heart from all my mirth: for my heart rejoiced in all my labour; and this was my portion of all my labour. και παν ο ήτησαν οι οφθαλμοί μου ουκ υφείλον απ΄ αυτών ουκ απεκώλυσα την καρδίαν μου από πάσης ευφροσύνης ότι καρδία μου ευφράνθη εν παντί μόχθω μου και τούτο εγένετο μερίς μου από παντός μόχθου μου
11And I looked on all my works which my hands had wrought, and on my labour which I laboured to perform: and behold, all was vanity and waywardness of spirit, and there is no advantage under the sun. και επέβλεψα εγώ εν πάσι ποιήμασί μου οις εποίησαν αι χείρές μου και εν μόχθω ω εμόχθησα του ποιείν και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος και ουκ έστι περίσσεια υπό τον ήλιον
12Then I looked on to see wisdom, and madness, and folly: for who is the man who will follow after counsel, in all things where in he employs it? και επέβλεψα εγώ του ιδείν σοφίαν και περιφοράν και αφροσύνην ότι τις άνθρωπος ος επελεύσεται οπίσω της βουλής συν τα όσα εποίησαν αυτήν
13And I saw that wisdom excels folly, as much as light excels darkness. και είδον εγώ ότι έστι περίσσεια τη σοφία υπέρ την αφροσύνην ως περίσσεια του φωτός υπέρ το σκότος
14The wise man's eyes are in his head; but the fool walks in darkness: and I perceived, even I, that one event shall happen to them all. του σοφού οι οφθαλμοί αυτού εν κεφαλή αυτού και ο άφρων εν σκότει πορεύεται και έγνων και γε εγώ ότι συνάντημα εν συναντήσεται τοις πάσιν αυτοίς
15And I said in my heart, As the event of the fool is, so shall it be to me, even to me: and to what purpose have I gained wisdom? I said moreover in my heart, This is also vanity, because the fool speaks of his abundance. και είπον εγώ εν καρδία μου ως συνάντημα του άφρονος και γε εμοί συναντήσεταί μοι και ινατί εσοφισάμην εγώ το περισσόν ελάλησα εν καρδία μου διότι άφρων εκ περισσεύματος λαλεί ότι και γε τούτο ματαιότης
16For there is no remembrance of the wise man with the fool for ever; forasmuch as now in the coming days all things are forgotten: and how shall the wise man die with the fool? ότι ουκ έστι μνήμη του σοφού μετά του άφρονος εις τον αιώνα καθότι ήδη ταις ημέραις ταις ερχομεναίς τα πάντα επελήσθη και πως αποθανείται ο σοφός μετά του άφρονος
17So I hated life; because the work that was wrought under the sun was evil before me: for all is vanity and waywardness of spirit. και εμίσησα συν την ζωήν ότι πονηρόν επ΄ εμέ το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον ότι πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
18And I hated the whole of my labour which I took under the sun; because I must leave it to the man who will come after me. και εμίσησα εγώ σύμπαντα μόχθον μου ον εγώ εμόχθησα υπό τον ήλιον ότι αφίω αυτόν τω ανθρώπω τω γινομένω μετ΄ εμέ
19And who knows whether he will be a wise man or a fool? and whether he will have power over all my labour in which I laboured, and wherein I grew wise under the sun? this is also vanity. και τις είδεν ει σοφός έσται η άφρων και ει εξουσιάζεται εν παντί μόχθω μου ω εμόχθησα και ω εσοφισάμην υπό τον ήλιον και γε τούτο ματαιότης
20so I went about to dismiss from my heart all my labour wherein I had laboured under the sun. και επέστρεψα εγώ του αποτάξασθαι τη καρδία μου επι παντί μόχθω ω εμόχθησα υπό τον ήλιον
21For there is such a man that his labour is in wisdom, and in knowledge, and in fortitude; yet this man shall give his portion to one who has not laboured therein. This is also vanity and great evil. ότι έστιν άνθρωπος ότι μόχθος αυτού εν σοφία και εν γνώσει και εν ανδρία και άνθρωπος ω ουκ εμόχθησεν εν αυτώ δώσει αυτώ μερίδα αυτού και γε τούτο ματαιότης και πονηρία μεγάλη
22For it happens to a man in all his labour, and in the purpose of his heart wherein he labours under the sun. γίνεται τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού και εν προαιρέσει καρδίας αυτού ω αυτός μοχθεί υπό τον ήλιον
23For all his days are days of sorrows, and vexation of spirit is his; in the night also his heart rests not. This is also vanity. ότι πάσαι αι ημέραι αυτού αλγημάτων και θυμού περισπασμός αυτού και γε εν νυκτί ου κοιμάται η καρδία αυτού και γε τούτο ματαιότης εστίν
24A man has nothing really good to eat, and to drink, and to shew his soul as good in his trouble. This also I saw, that it is from the hand of God. ουκ έστιν αγαθόν ανθρώπω ει ο φάγεται και ο πίεται και ο δείξει τη ψυχή αυτού αγαθόν εν μόχθω αυτού και γε τούτο είδον εγώ ότι από χειρός του θεού εστιν
25For who shall eat, or who shall drink, without him? ότι τις φάγεται και τις πίεται πάρεξ αυτού
26For God has given to the man who is good in his sight, wisdom, and knowledge, and joy: but he has given to the sinner trouble, to add and to heap up, that he may give to him that is good before God; for this is also vanity and waywardness of spirit. ότι τω ανθρώπω τω αγαθώ προ προσώπου αυτού έδωκε σοφίαν και γνώσιν και ευφροσύνην και τω αμαρτάνοντι έδωκε περισπασμόν του προσθείναι και του συναγαγείν του δούναι τω αγαθώ προ προσώπου του θεού ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος

Chapter 3

[edit]
1To all things there is a time, and a season for every matter under heaven. τοις πάσιν ο χρόνος και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν
2A time of birth, and a time to die; a time to plant, and a time to pluck up what has been planted; καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν καιρός του φυτεύσαι και καιρός του εκτίλαι το πεφυτευμένον
3a time to kill, and a time to heal; a time to pull down, and a time to build up; καιρός του αποκτείναι και καιρός του ιάσασθαι καιρός του καθελείν και καιρός του οικοδομήσαι
4a time to weep, and a time to laugh; a time to lament, and a time to dance; καιρός του κλαύσαι και καιρός του γελάσαι καιρός του κόψασθαι και καιρός του ορχήσασθαι
5a time to throw stones, and a time to gather stones together; a time to embrace, and a time to abstain from embracing; καιρός του βαλείν λίθους και καιρός του συναγαγείν λίθους καιρός του περιλαβείν και καιρός του μακρυνθήναι από περιλήψεως
6a time to seek, and a time to lose; a time to keep, and a time to cast away; καιρός του ζητήσαι και καιρός του απολέσαι καιρός του φυλάξαι και καιρός του εκβαλείν
7a time to rend, and a time to sew; a time to be silent, and a time to speak; καιρός του ρήξαι και καιρός του ράψαι καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν
8a time to love, and a time to hate; a time of war, and a time of peace. καιρός του φιλήσαι και καιρός του μισήσαι καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης
9What advantage has he that works in those things wherein he labours? τις περίσσεια του ποιούντος εν οις αυτός μοχθεί
10I have seen all the trouble, which God has given to the sons of men to be troubled with. είδον συν τον περισπασμόν ον έδωκεν ο θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτώ
11All the things which he has made are beautiful in his time: he has also set the whole world in their heart, that man might not find out the work which God has wrought from the beginning even to the end. σύμπαντα α εποίησε καλά εν καιρώ αυτού και γε συν τον αιώνα έδωκεν εν καρδία αυτών όπως μη εύρη ο άνθρωπος το ποίημα ο εποίησεν ο θεός απ΄ αρχής μέχρι τέλους
12I know that there is no good in them, except for a man to rejoice, and to do good in his life. έγνων ότι ουκ έστιν αγαθόν εν αυτοίς ει του ευφρανθήναι και του ποιείν αγαθόν εν ζωή αυτού
13Also in the case of every man who shall eat and drink, and see good in all his labour, this is a gift of God. και γε πας ο άνθρωπος ος φάγεται και πίεται και ίδη αγαθόν εν παντί μόχθω αυτού δόμα θεού εστιν
14I know that whatsoever things God has done, they shall be for ever: it is impossible to add to it, and it is impossible to take away from it: and God has done it, that men may fear before him. έγνων ότι πάντα όσα εποίησεν ο θεός αυτά έσται εις τον αιώνα επ΄ αυτών ουκ έστι προσθείναι και απ΄ αυτών ουκ έστιν αφελείν και ο θεός εποίησεν ίνα φοβηθώσιν από προσώπου αυτού
15That which has been is now; and whatever things are appointed to be have already been; and God will seek out that which is past. το γενόμενον ήδη εστί και όσα του γίνεσθαι ήδη γέγονε και ο θεός ζητήσει τον διωκόμενον
16And moreover I saw under the sun the place of judgment, there was the ungodly one; and the place of righteousness, there was the godly one. και έτι είδον υπό τον ήλιον τόπον της κρίσεως εκεί ο ασεβής και τόπον των δικαίων εκεί ο ευσεβης
17And I said in my heart, God will judge the righteous and the ungodly: for there is a time there for every action and for every work. είπον εγω εν καρδία μου συν τον δίκαιον και συν τον ασεβή κρινεί ο θεός ότι καιρός τω παντί πράγματι και επί παντί τω ποιήματι εκεί
18I said in my heart, concerning the speech of the sons of man, God will judge them, and that to shew that they are breasts. είπα εγώ εν καρδία μου περί λαλίας των υιών του ανθρώπου ότι διακρινεί αυτούς ο θεός και του δείξαι ότι αυτοί κτήνη εισί
19Also to them is the event of the sons of man, and the event of the brute; one event befalls them: as is the death of the one, so also the death of the other; and there is one breath to all: and what has the man more than the brute? nothing; for all is vanity. και γε αυτοίς συνάντημα υιών του ανθρώπου και συνάντημα του κτήνους συνάντημα εν αυτοίς ως ο θάνατος τούτου ούτως και ο θάνατος τούτου και πνεύμα εν τοις πάσι και τι επερίσσευσεν ο άνθρωπος παρά το κτήνος ουδέν ότι τα πάντα ματαιότης
20All go to one place; all were formed of the dust, and all will return to dust. τα πάντα πορεύεται εις τόπον ένα τα πάντα εγένετο από του χοός και τα παντα επιστρέφει εις τον χουν
21And who has seen the spirit of the sons of man, whether it goes upward? and the spirit of the beast, whether it goes downward to the earth? και τις οίδε το πνεύμα υιών του ανθρώπου ει αναβαίνει αυτό άνω και το πνεύμα του κτήνους ει καταβαίνει αυτό κάτω εις την γην
22And I saw that there was no good, but that wherein a man shall rejoice in his works, for it is his portion, for who shall bring him to see any thing of that which shall be after him? και είδον ότι ουκ έστιν αγαθόν ει ο ευφρανθήσεται άνθρωπος εν ποιήμασιν αυτού ότι αυτό μερίς αυτού ότι τις άξει αυτόν του ιδείν εν ω αν γένηται μετ΄ αυτόν

Chapter 4

[edit]
1So I returned, and saw all the oppressions that were done under the sun: and behold the tear of the oppressed, and they had no comforter; and on the side of them that oppressed them was power; but they had no comforter: και επέστρεψα εγώ και είδον συμπάσας τας συκοφαντίας τας γενομένας υπό τον ήλιον και ιδού δάκρυον των συκοφαντουμένων και ουκ έστιν αυτοίς ο παρακαλών και από χειρός συκοφαντούντων αυτοίς ισχύς και ουκ έστιν αυτοις παρακαλών
2and I praised all the dead that had already died more than the living, as many as are alive until now. και επήνεσα εγώ σύμπαντας τους τεθνηκότας τους ήδη αποθανόντας υπέρ τους ζώντας όσοι αυτοί ζώσιν έως του νυν
3Better also than both these is he who has not yet been, who has not seen all the evil work that is done under the sun. και αγαθός υπέρ τους δύο τούτους όστις ούπω εγένετο ος ουκ είδε σύμπαν το ποίημα το πονηρόν το πεποιημένον υπό τον ήλιον
4And I saw all labour, and all the diligent work, that this is a man's envy from his neighbour. This is also vanity and waywardness of spirit. και είδον εγώ σύμπαντα τον μόχθον και σύμπασαν ανδρίαν του ποιήματος ότι αυτό ζήλος ανδρός από του εταίρου αυτού και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
5The fool folds his hands together, and eats his own flesh. ο άφρων περιέλαβεν τας χείρας αυτού και έφαγε τας σάρκας αυτού
6Better is a handful of rest than two handfuls of trouble and waywardness of spirit. αγαθόν πλήρωμα δρακός αναπαύσεως υπέρ πληρώματα δύο δρακών μόχθου και προαιρέσεως πνεύματος
7So I returned, and saw vanity under the sun. και επέστρεψα εγώ και είδον ματαιότητα υπό τον ήλιον
8There is one alone, and there is not a second; yea, he has neither son nor brother: yet there is no end to all his labour; neither is his eye satisfied with wealth; and for whom do I labour, and deprive my soul of good? this is also vanity, and an evil trouble. έστιν εις και ουκ έστι δεύτερος και γε υιός και γε αδελφός ουκ έστιν αυτώ και ουκ έστι περασμός τω παντί μόχθω αυτού και γε οφθαλμός αυτού ουκ εμπίμπλαται πλούτου και τίνι εγώ μοχθώ και στερίσκω την ψυχήν μου από αγαθωσύνης και γε τούτο ματαιότης και περισπασμός πονηρός εστιν
9Two are better than one, seeing they have a good reward for their labour. αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα οις εστιν αυτοίς μισθός αγαθός εν μόχθω αυτών
10For if they fall, the one will lift up his fellow: but woe to him that is alone when he falls, and there is not a second to lift him up. ότι εάν πέσωσιν ο εις εγερεί τον μέτοχον αυτού και ουαί αυτώ τω ενί όταν πέση και μη η δεύτερος του εγείραι αυτόν
11Also if two should lie together, they also get heat: but how shall one be warmed alone? και εάν κοιμηθώσιν οι δύο και θέρμη αυτοίς και ο εις πως θερμανθή
12And if one should prevail against him, the two shall withstand him; and a threefold cord shall not be quickly broken. και εάν επικραταιωθή ο εις οι δύο στήσονται κατέναντι αυτού και το σπαρτίον το έντριτον ου ταχέως απορραγήσεται
13Better is a poor and wise child than an old and foolish king, who knows not how to take heed any longer. αγαθός παις πένης και σοφός υπέρ βασιλέα πρεσβύτερον και άφρονα ος ουκ έγνω του προσέχειν έτι
14For he shall come forth out of the house of the prisoners to reign, because he also that was in his kingdom has become poor. ότι εξ οίκου των δεσμίων εξελεύσεται του βασιλεύσαι ότι και γε εν βασιλεία αυτού εγενήθη πένης
15I beheld all the living who were walking under the sun, with the second youth who shall stand up in each one's place. είδον σύμπαντας τους ζώντας τους περιπατούντας υπό τον ήλιον μετά του νεανίσκου του δευτέρου ος στήσεται αντ΄ αυτού
16There is no end to all the people, to all who were before them: and the last shall not rejoice in him: for this also is vanity and waywardness of spirit. ουκ έστι περασμός τω παντί λαώ τοις πάσιν όσοι εγένοντο έμπροσθεν αυτών και γε οι έσχατοι ουκ ευφρανθήσονται εν αυτώ ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
17Keep thy foot, whensoever thou goest to the house of God; and when thou art near to hear, let thy sacrifice be better than the gift of fools: for they know not that they are doing evil.

Chapter 5

[edit]
1Be not hasty with thy mouth, and let not thine heart be swift to utter anything before God; for God is in heaven above, and thou upon earth: therefore let thy words be few. φύλαξον τον πόδα σου εν ω αν πορεύη εις οίκον του θεού και εγγύς του ακούειν υπέρ δόμα των αφρόνων θυσία σου ότι ουκ εισίν ειδότες του ποιήσαι κακόν
2For through the multitude of trial a dream comes; and a fool's voice is with a multitude of words. μη σπεύδε επί στόματί σου και καρδία σου μη ταχυνέτω του εξενέγκαι λόγον προ προσώπου του θεού ότι ο θεός εν τω ουρανώ άνω και συ επί της γης επί τούτω έστωσαν οι λόγοι σου ολίγοι
3Whenever thou shalt vow a vow to God, defer not to pay it; for he has no pleasure in fools: pay thou therefore whatsoever thou shalt have vowed. ότι παραγίνεται ενύπνιον εν πλήθει πειρασμού και φωνή άφρονος εν πλήθει λόγων
4It is better that thou shouldest not vow, than that thou shouldest vow and not pay. καθώς αν εύξη ευχήν τω θεώ μη χρονίσης του αποδούναι αυτήν ότι ουκ έστι θέλημα εν άφροσι συ ουν όσα εύξη απόδος
5Suffer not thy mouth to lead thy flesh to sin; and say not in the presence of God, It was an error: lest God be angry at thy voice, and destroy the works of thy hands. αγαθόν το μη εύξασθαί σε η το εύξασθαί σε και μη αποδούναι
6For there is evil in a multitude of dreams and vanities and many words: but fear thou God. μη δως το στόμα σου του εξαμαρτείν την σάρκα σου και μη είπης προ προσώπου του θεού ότι άγνοια εστιν ίνα μη οργισθή ο θεός επί φωνή σου και διαφθείρη τα ποιήματα χειρών σου
7If thou shouldest see the oppression of the poor, and the wresting of judgment and of justice in the land, wonder not at the matter: for there is a high one to watch over him that is high, and high ones over them. ότι εν πλήθει ενυπνίων και ματαιοτήτων και λόγων πολλών ότι συν τον θεόν φοβού
8Also the abundance of the earth is for every one: the king is dependent on the tilled field. εάν συκοφαντίαν πένητος και αρπαγήν κρίματος και δικαιοσύνης ίδης εν χώρα μη θαυμάσης επί τω πράγματι ότι υψηλός επάνω υψηλού φυλάξει και υψήλοι επ΄ αυτοίς
9He that loves silver shall not be satisfied with silver: and who has loved gain, in the abundance thereof? this is also vanity. και περίσσεια γης επί παντί έστι βασιλεύς του αγρού ειργασμένου
10In the multitude of good they are increased that eat it: and what virtue has the owner, but the right of beholding it with his eyes? αγαπών αργύριον ου πλησθήσεται αργυρίου και τις ηγάπησεν εν πλήθει αυτών γέννημα και γε τούτο ματαιότης
11The sleep of a servant is sweet, whether he eat little or much: but to one who is satiated with wealth, there is none that suffers him to sleep. εν πλήθει της αγαθωσύνης επληθύνθησαν οι έσθοντες αυτήν και τις ανδρεία τω παρ΄ αυτής ότι αρχή του οράν οφθαλμοίς αυτού
12There is an infirmity which I have seen under the sun, namely, wealth kept for its owner to his hurt. γλυκύς ύπνος του δούλου ει ολίγον και ει πολύ φάγεται και τω εμπλησθέντι του πλουτήσαι ουκ έστιν αφίων αυτόν του υπνώσαι
13And that wealth shall perish in an evil trouble: and the man begets a son, and there is nothing in his hand. έστιν αρρωστία ην είδον υπό τον ήλιον πλούτος φυλασσόμενος τω παρ΄ αυτού εις κακίαν αυτού
14As he came forth naked from his mother's womb, he shall return back as he came, and he shall receive nothing for his labour, that it should go with him in his hand. και απολείται ο πλούτος εκείνος εν περισπασμώ πονηρώ και εγέννησεν υιόν και ουκ έστιν εν χειρί αυτού ουδέν
15And this is also an evil infirmity: for as he came, so also shall he return: and what is his gain, for which he vainly labours? καθώς εξήλθεν από γαστρός μητρός αυτού γυμνός επιστρέψει του πορευθήναι ως ήκει και ουδέν λήψεται εν μόχθω αυτού ίνα πορευθή εν χειρί αυτού
16Yea, all his days are in darkness, and in mourning, and much sorrow, and infirmity, and wrath. και γε τούτο πονηρά αρρωστία ώσπερ γαρ παρεγένετο ούτως και απελεύσεται και τις η περίσσεια αυτού η μοχθεί εις άνεμον
17Behold, I have seen good, that it is a fine thing for a man to eat and to drink, and to see good in all his labour in which he may labour under the sun, all the number of the days of his life which God has given to him: for it is his portion. και γε πάσαι αι ημέραι αυτού εν σκότει και εν πένθει και θυμώ πολλώ και αρρωστία και χόλω
18Yea, and as for every man to whom God has given wealth and possessions, and has given him power to eat thereof, and to receive his portion, and to rejoice in his labour; this is the gift of God. ιδού είδον εγώ αγαθόν ο εστι καλόν του φαγείν και του πιείν και του ιδείν αγαθωσύνην εν παντί μόχθω αυτού ω αν μοχθήση υπό τον ήλιον αριθμόν ημερών ζωής αυτού ων έδωκεν αυτώ ο θεός ότι αυτό μερίς αυτού
19For he shall not much remember the days of his life; for God troubles him in the mirth of his heart. και γε πας άνθρωπος ω έδωκεν αυτώ ο θεός πλούτον και υπάρχοντα και εξουσίασεν αυτώ του φαγείν απ΄ αυτού και λαβείν το μέρος αυτού και του ευφρανθήναι εν μόχθω αυτού τούτο δόμα θεού εστίν
20 ότι ου πολλά μνησθήσεται τας ημέρας της ζωής αυτού ότι ο θεός περισπά αυτόν εν ευφροσύνη καρδίας αυτού

Chapter 6

[edit]
1There is an evil which I have seen under the sun, and it is abundant with man: έστι πονηρία ην είδον υπό τον ήλιον και πολλή εστιν παρά τοις άνθρωποις
2a man to whom God shall give wealth, and substance, and honour, and he wants nothing for his soul of all things that he shall desire, yet God shall not give him power to eat of it, for a stranger shall devour it: this is vanity, and an evil infirmity. ανήρ ω δώσει αυτώ ο θεός πλούτον και υπάρχοντα και δόξαν και ουκ έστιν υστερών τη ψυχή αυτού από πάντων ων επιθυμήσει και ουκ εξουσιάσει αυτώ ο θεός του φαγείν απ΄ αυτού ότι ανήρ ξένος φάγεται αυτόν και γε τούτο ματαιότης και αρρωστία πονηρά εστιν
3If a man beget a hundred children, and live many years, yea, however abundant the days of his years shall be, yet if his soul shall not be satisfied with good, and also he have no burial; I said, An untimely birth is better than he. εάν γεννήση ανήρ εκατόν και έτη πολλά ζήσεται και πλήθος ο τι έσονται αι ημέραι ετών αυτού και η ψυχή αυτού ουκ εμπλησθήσεται από αγαθωσύνης και γε ταφή ουκ εγένετο αυτώ είπα αγαθόν υπέρ αυτόν το έκτρωμα
4For he came in vanity, and departs in darkness, and his name shall be covered in darkness. ότι εν ματαιότητι ήλθε και εν σκότει πορεύεται και εν σκότει όνομα αυτού καλυφθήσεται
5Moreover he has not seen the sun, nor known rest: there is no more rest to this one than another. και γε ήλιον ουκ είδε και ουκ έγνω αναπαύσεις τούτω υπέρ τούτον
6Though he has lived to the return of a thousand years, yet he has seen no good: do not all go to one place? και ει έζησε χιλίων ετών καθόδους και αγαθωσυνήν ουκ είδε μη ουκ εις τόπον ένα πορεύσεται τα πάντα
7All the labour of a man is for his mouth, and yet the appetite shall not be satisfied. πας μόχθος ανθρώπου εις στόμα αυτού και γε η ψυχή ου πληρωθήσεται
8For what advantage has the wise man over the fool, since even the poor knows how to walk in the direction of life? ότι τις περίσσεια τω σοφώ υπέρ τον άφρονα διότι ο πένης οίδε πορευθήναι κατέναντι της ζωής
9The sight of the eyes is better than that which wanders in soul: this is also vanity, and waywardness of spirit. αγαθόν όραμα οφθαλμών υπέρ πορευόμενον ψυχή και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος
10If anything has been, its name has already been called: and it is known what man is; neither can he contend with him who is stronger than he. ει εγένετο ήδη κέκληται όνομα αυτού και εγνώσθη τι εστίν άνθρωπος και ου δυνήσεται κριθήναι μετά του ισχυρού υπέρ αυτόν
11For there are many things which increase vanity. ότι εισί λόγοι πολλοί πληθύνοντες ματαιότητα
12 τι περισσόν τω ανθρώπω ότι τις οίδεν τι αγαθόν τω ανθρώπω εν τη ζωή αριθμόν ζωής ημερών ματαιότητος αυτού και εποίησεν αυτάς εν σκιά ότι τις απαγγελεί τω ανθρώπω τι έσται οπίσω αυτού υπό τον ήλιον

Chapter 7

[edit]
1What advantage has a man? for who knows what is good for a man in his life, during the number of the life of the days of his vanity? and he has spent them as a shadow; for who shall tell a man what shall be after him under the sun? αγαθόν όνομα υπέρ έλαιον αγαθόν και ημέρα του θανάτου υπέρ ημέραν γενέσεως
2A good name is better than good oil; and the day of death than the day of birth. αγαθόν πορευθήναι εις οίκον πένθους η ότι πορευθήναι εις οίκον πότου καθότι τούτο τέλος παντός ανθρώπου και ο ζών δώσει αγαθόν εις καρδίαν αυτού
3It is better to go to the house of mourning, than to go to the banquet house: since this is the end of every man; and the living man will apply good warning to his heart. αγαθόν θυμός υπέρ γέλωτα ότι εν κακία προσώπου αγαθυνθήσεται καρδία
4Sorrow is better than laughter: for by the sadness of the countenance the heart will be made better. καρδία σοφών εν οίκω πένθους και καρδία αφρόνων εν οίκω ευφροσύνης
5The heart of the wise is in the house of mourning; but the heart of fools is in the house of mirth. αγαθόν το ακούσαι επιτίμησιν σοφού υπέρ άνδρα ακούοντα άσμα αφρόνων
6It is better to hear a reproof of a wise man, than for a man to hear the song of fools. ως φωνή των ακανθών υπό τον λέβητα ούτως ο γέλως ο των αφρόνων και γε τούτο ματαιότης
7As the sound of thorns under a caldron, so is the laughter of fools: this is also vanity. ότι η συκοφαντία περιφέρει σοφόν και απολλύει την καρδίαν ευγενείας αυτού
8for oppression makes a wise man mad, and destroys his noble heart. αγαθή εσχάτη λόγων υπέρ αρχήν αυτού αγαθόν μακρόθυμος υπέρ υψηλόν πνεύματι
9The end of a matter is better than the beginning thereof: the patient is better than the high-minded. μη σπεύσης εν πνεύματί σου του θυμούσθαι ότι θυμός εν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται
10Be not hasty in thy spirit to be angry: for anger will rest in the bosom of fools. μη είπης τι εγένετο ότι αι ημέραι αι πρότεραι ήσαν αγαθαί υπέρ ταυτας ότι ουκ εν σοφία επηρώτησας περί τούτου
11Say not, What has happened, that the former days were better than these? for thou dost not enquire in wisdom concerning this. αγαθή σοφία μετά κληροδοσίας και περίσσεια τοις θεωρούσι τον ήλιον
12Wisdom is good with an inheritance: and there is an advantage by it to them that see the sun. ότι εν σκιά αυτής η σοφία ως σκιά αργυρίου και περίσσεια γνώσεως της σοφίας ζωοποιήσει τον παρ΄ αυτής
13For wisdom in its shadow is as the shadow of silver: and the excellence of the knowledge of wisdom will give life to him that has it. ίδε τα ποιήματα του θεού ότι τις δυνήσεται του κοσμήσαι ον αν ο θεός διαστρέψη αυτόν
14Behold the works of God: for who shall be able to straighten him whom God has made crooked? εν ημέρα αγαθωσύνης ζήθι εν αγαθώ και ίδε εν ημέρα κακίας ίδε και γε συν τούτο σύμφωνον τούτων ο εποίησεν ο θεός περί λαλιάς ίνα μη εύρη άνθρωπος οπίσω αυτού ουδέν
15In the day of prosperity live joyfully, and consider in the day of adversity: consider, I say, God also has caused the one to agree with the other for this reason, that man should find nothing after him. σύμπαντα είδον εν ημέραις ματαιότητός μου εστί δίκαιος απολλύμενος εν δικαίω αυτού και έστιν ασεβής μένων εν κακία αυτού
16I have seen all things in the days of my vanity: there is a just man perishing in his justice, and there is an ungodly man remaining in his wickedness. μη γίνου δίκαιος πολύ μηδέ σοφίζου περισσά μή εκπλαγής
17Be not very just; neither be very wise: lest thou be confounded. μη ασεβήσης πολύ και μη γίνου σκληρός ίνα μη αποθάνης εν ου καιρώ σου
18Be not very wicked; and be not stubborn: lest thou shouldest die before thy time. αγαθόν το αντέχεσθαί σε εν τούτω και γε από τούτου μη μιάνης την χείρά σου ότι φοβουμένοις τον θεόν εξελεύσεται τα πάντα
19It is well for thee to hold fast by this; also by this defile not thine hand: for to them that fear God all things shall come forth well. η σοφία βοηθήσει τω σοφώ υπέρ δέκα εξουσιάζοντας τους όντας εν τη πόλει
20Wisdom will help the wise man more than ten mighty men which are in the city. ότι άνθρωπος ουκ έστι δίκαιος εν τη γη ος ποιήσει αγαθόν και ουχ αμαρτήσεται
21For there is not a righteous man in the earth, who will do good, and not sin και γε εις πάντας λόγους ους λαλήσουσιν μη θης καρδίαν σου όπως μη ακούσης του δούλου σου καταρωμένου σε
22Also take no heed to all the words which ungodly men shall speak; lest thou hear thy servant cursing thee. ότι πλειστάκις πονηρεύσεταί σε και καθόδους πολλάς κακώσει καρδίαν σου ότι ως και γε συ κατηράσω ετέρους
23For many times he shall trespass against thee, and repeatedly shall he afflict thine heart; for thus also hast thou cursed others. πάντα ταύτα επείρασα εν τη σοφία είπα σοφισθήσομαι και αυτή εμακρύνθη απ΄ εμού
24All these things have I proved in wisdom: I said, I will be wise; but it was far from me. μακράν υπέρ ο ην και βαθύ βάθος τις ευρήσει αυτό
25That which is far beyond what was, and a great depth, who shall find it out? εκύκλωσα εγώ και η καρδία μου του γνώναι και του κατασκέψασθαι και του ζητήσαι σοφίαν και ψήφον και του γνώναι ασεβούς αφροσύνην και οχληρίαν και περιφοράν
26I and my heart went round about to know, and to examine, and to seek wisdom, and the account of things, and to know the folly and trouble and madness of the ungodly man. και ευρίσκω εγώ αυτήν πικροτέρον υπέρ θάνατον συν την γυναίκα ήτις εστί θηρεύματα και σαγήναι καρδία αυτής δεσμός εις χείρας αυτής αγαθός προ προσώπου θεού εξαιρεθήσεται απ΄ αυτής και αμαρτάνων συλληφθήσεται εν αυτή
27And I find her to be, and I will pronounce to be more bitter than death the woman which is a snare, and her heart nets, who has a band in her hands: he that is good in the sight of God shall be delivered from her; but the sinner shall be caught by her. ίδε τούτο εύρον είπεν ο εκκλησιαστής μία τη μία ευρείν λογισμόν
28Behold, this have I found, said the Preacher, seeking by one at a time to find out the account, ον επεζήτησεν η ψυχή μου και ουχ εύρον και άνθρωπον ένα από χιλίων εύρον και γυναίκα εν πάσι τούτοις ουχ εύρον
29which my soul sought after, but I found not: for I have found one man of a thousand; but a woman in all these I have not found. πλην ίδε τούτο εύρον ο εποίησεν ο θεός συν τον άνθρωπον ευθή και αυτοί εζήτησαν λογισμούς πολλούς τις οίδε σοφούς και τις οίδε λύσιν ρήματος
30But, behold, this have I found, that God made man upright; but they have sought out many devices.

Chapter 8

[edit]
1Who knows the wise? and who knows the interpretation of a saying? A man's wisdom will lighten his countenance; but a man of shameless countenance will be hated. σοφία ανθρώπου φωτιεί πρόσωπον αυτού και αναιδής προσώπω αυτού μισηθήσεται
2Observe the commandment of the king, and that because of the word of the oath of God. στόμα βασιλέως φύλαξον και περί λόγου όρκου θεού
3Be not hasty; thou shalt go forth out of his presence: stand not in an evil matter; for he will do whatsoever he shall please, μη σπουδάσης από προσώπου αυτού πορεύση μη στης εν λόγω πονηρώ ότι ο αν θελήση ποιήσει
4even as a king having power: and who will say to him, What doest thou? καθώς βασιλεύς εξουσιάζων και τις ερεί αυτώ τι ποιείς
5He that keeps the commandment shall not know an evil thing: and the heart of the wise knows the time of judgment. ο φυλάσσων εντολήν ου γνώσεται ρήμα πονηρόν και καιρόν κρίσεως γινώσκει καρδία σοφού
6For to every thing there is time and judgment; for the knowledge of a man is great to him. ότι παντί πράγματι έστι καιρός και κρίσις ότι γνώσις του ανθρώπου πολλή επ΄ αυτόν
7For there is no one that knows what is going to be: for who shall tell him how it shall be? ότι ουκ έστι γινώσκων τι το εσόμενον ότι καθώς έσται τις αναγγελεί αυτώ
8There is no man that has power over the spirit to retain the spirit; and there is no power in the day of death: and there is no discharge in the day of the battle; neither shall ungodliness save her votary. ουκ έστιν άνθρωπος εξουσιάζων εν πνεύματι του κωλύσαι συν το πνεύμα και ουκ έστιν εξουσιάζων εν ημέρα θανάτου και ουκ έστιν αποστολή εν ημέρα πολέμου και ου διασώσει ασεβεία τον παρ΄ αυτής
9So I saw all this, and I applied my heart to every work that has been done under the sun; all the things wherein man has power over man to afflict him. και σύμπαν τούτο είδον και έδωκα την καρδίαν μου εις παν το ποίημα ο πεποίηται υπό τον ήλιον τα όσα εξουσιάσατο άνθρωπος εν ανθρώπω του κακώσαι αυτόν
10And then I saw the ungodly carried into the tombs, and that out of the holy place: and they departed, and were praised in the city, because they had done thus: this also is vanity. και τότε είδον ασεβείς εις τάφους εισαχθέντας και εκ του αγίου και επορεύθησαν και επηνέθησαν εν τη πόλει ότι ούτως εποίησαν και γε τούτο ματαιότης
11Because there is no contradiction made on the part of those who do evil quickly, therefore the heart of the children of men is fully determined in them to do evil. ότι ουκ έστι γινομένη αντίρρησις από των ποιούντων το πονηρόν ταχύ διά τούτο επληροφορήθη καρδία υιών του ανθρώπου εν αυτοίς του ποιήσαι το πονηρόν
12He that has sinned has done evil from that time, and long from beforehand: nevertheless I know, that it is well with them that fear God, that they may fear before him: ος ήμαρτεν εποίησε το πονηρόν από τότε και από μακρότητος αυτών ότι και γε γινώσκω εγώ ότι έστιν αγαθόν τοις φοβουμένοις τον θεόν όπως φοβώνται από προσώπου αυτού
13but it shall not be well with the ungodly, and he shall not prolong his days, which are as a shadow; forasmuch as he fears not before God. και αγαθόν ουκ έσται τω ασεβεί και ου μακρυνεί ημέρας εν σκιά ος ουκ έστι φοβούμενος από προσώπου του θεού
14There is a vanity which is done upon the earth; that there are righteous persons to whom it happens according to the doing of the ungodly; and there are ungodly men, to whom it happens according to the doing of the just: I said, This is also vanity. έστι ματαιότης η πεποίηται επί της γης ότι εισί δίκαιοι ότι φθάνει προς αυτούς ως ποίημα των ασεβών και εισίν ασεβείς ότι φθάνει προς αυτούς ως ποίημα των δικαίων είπα ότι και γε τούτο ματαιότης
15Then I praised mirth, because there is no good for a man under the sun, but to eat, and drink, and be merry: and this shall attend him in his labour all the days of his life, which God has given him under the sun. και επήνεσα εγώ συν την ευφροσύνην ότι ουκ έστιν αγαθόν τω ανθρώπω υπό τον ήλιον ότι ει του φαγείν και του πιείν και του ευφρανθήναι και αυτό συμπροσέσται αυτώ εν μόχθω αυτού ημέρας ζωής αυτού ας έδωκεν αυτώ ο θεός υπό τον ήλιον
16Whereupon I set my heart to know wisdom, and to perceive the trouble that was wrought upon the earth: for there is that neither by day nor night sees sleep with his eyes. εν οις έδωκα την καρδίαν μου του γνώναι την σοφίαν και του ιδείν τον περισπασμόν τον πεποιημένον επί της γης ότι και εν ημέρα και εν νυκτί ύπνον εν οφθαλμοίς αυτού ουκ έστι βλέπων
17And I beheld all the works of God, that a man shall not be able to discover the work which is wrought under the sun; whatsoever things a man shall endeavour to seek, however a man may labour to seek it, yet he shall not find it; yea, how much soever a wise man may speak of knowing it, he shall not be able to find it: for I applied all this to my heart, and my heart has seen all this. και είδον σύμπαντα τα ποιήματα του θεού ότι ου δυνήσεται άνθρωπος του ευρείν συν το ποίημα το πεποιημένον υπό τον ήλιον όσα αν μοχθήση ο άνθρωπος του ζητήσαι και ουχ ευρήσει και γε όσα αν είπη ο σοφός του γνώναι ου δυνήσεται του ευρείν ότι σύμπαν τούτο έδωκα εις καρδίαν μου και καρδία μου σύμπαν είδε τούτο

Chapter 9

[edit]
1I saw that the righteous, and the wise, and their works, are in the hand of God: yea, there is no man that knows either love or hatred, though all are before their face. ως οι δίκαιοι και οι σοφοί και αι εργασίαι αυτών εν χειρί του θεού και γε αγάπη και γε μίσος ουκ έστιν ειδώς ο άνθρωπος τα πάντα προ προσώπου αυτών
2Vanity is in all: there is one event to the righteous, and to the wicked; to the good, and to the bad; both to the pure, and to the impure; both to him that sacrifices, and to him that sacrifice not: as is the good, so is the sinner: as is the swearer, even so is he that fears an oath. ματαιότης εν τοις πάσιν συνάντημα εν τω δικαίω και εν τω ασεβεί τω αγαθώ και τω κακώ και τω καθαρώ και τω ακαθάρτω και τω θυσιάζοντι και τω μη θυσιάζοντι ως ο αγαθός ως ο αμαρτάνων ως ο ομνύων καθώς ο τον όρκον φοβούμενος
3There is this evil in all that is done under the sun, that there is one event to all: yea, the heart of the sons of men is filled with evil, and madness is in their heart during their life, and after that they go to the dead. τούτο πονηρόν εν παντί πεποιήμενω υπό τον ήλιον ότι συνάντημα εν τοις πάσι και γε καρδία υιών του ανθρώπου επληρώθη πονηρού και περιφέρεια εν καρδία αυτών εν ζωή αυτών και οπίσω αυτών προς τους νεκρούς
4for who is he that has fellowship with all the living? there is hope of him: for a living dog is better than a dead lion. ότι τις ος κοινωνεί προς πάντας τους ζώντας έστιν ελπίς ότι ο κύων ο ζών αυτός αγαθός υπέρ τον λέοντα τον νεκρόν
5For the living will know that they shall die: but the dead know nothing, and there is no longer any reward to them; for their memory is lost. ότι οι ζώντες γνώσονται ότι αποθανούνται και οι νεκροί ουκ εισί γινώσκοντες ουδέν και ουκ έστιν αυτοίς έτι μισθός ότι επελήσθη η μνήμη αυτών
6also their love, and their hatred, and their envy, have now perished; yea, there is no portion for them any more for ever in all that is done under the sun. και γε αγάπη αυτών και γε μίσος αυτών και γε ζήλος αυτών ήδη απώλετο και μερίς ουκ έστιν αυτοίς έτι εις τον αιώνα εν παντί τω πεποιημένω υπό τον ήλιον
7Go, eat thy bread with mirth, and drink thy wine with a joyful heart; for now God has favourably accepted thy works. δεύρο φάγε εν ευφροσύνη τον άρτον σου και πίε εν καρδία αγαθή οίνόν σου ότι ήδη ευδόκησεν ο θεός τα ποιήματά σου
8Let thy garments be always white; and let not oil be wanting on thine head. εν παντί καιρώ έστωσαν ιμάτιά σου λευκά και έλαιον επί κεφαλής σου μη υστερησάτω
9And see life with the wife whom thou lovest all the days of the life of thy vanity, which are given thee under the sun: for that is thy portion in thy life, and in thy labour wherein thou labourest under the sun. και ίδε ζωήν μετά γυναικός ης ηγάπησας πάσας τας ημέρας ζωής ματαιότητός σου τας δοθείσας σοι υπό τον ήλιον πάσας τας ημέρας ζωής ματαιότητός σου ότι αυτό μερίς σου εν τη ζωή σου και εν τω μόχθω σου ω συ μοχθείς υπό τον ήλιον
10Whatsoever thine hand shall find to do, do with all thy might; for there is no work, nor device, nor knowledge, nor wisdom, in Hades wither thou goest. πάντα όσα αν εύρη η χειρ σου του ποιήσαι ως η δύναμίς σου ποίησον ότι ουκ έστι ποίημα και λογισμός και γνώσις και σοφία εν άδη όπου συ πορεύη εκεί
11I returned, and saw under the sun, that the race is not to the swift, nor the battle to the strong, nor yet bread to the wise, nor yet wealth to men of understanding, nor yet favour to men of knowledge; for time and chance will happen to them all. επέστρεψα και είδον υπό τον ήλιον ότι ου τοις κούφοις ο δρόμος και ου τοις δυνατοίς ο πόλεμος και γε ου τοις σοφοίς ο άρτος και γε ου τοις συνετοίς ο πλούτος και γε ου τοις γινώσκουσι χάρις ότι καιρός και απάντημα συναντήσεται σύμπασιν αυτοις
12For surely man also knows not his time: as fishes that are taken in an evil net, and as birds that are caught in a snare; even thus the sons of men are snared at an evil time, when it falls suddenly upon them. και γε ουκ έγνω ο άνθρωπος τον καιρόν αυτού ως οι ιχθύες οι θηρευόμενοι εν αμφιβλήστρω κακώ και ως όρνεα τα θηρευόμενα εν παγίδι ως αυτά παγιδεύονται οι υιοί του ανθρώπου εις καιρόν πονηρόν όταν επιπέση επ΄ αυτούς άφνω
13This I also saw to be wisdom under the sun, and it is great before me: και γε τούτο είδον σοφίαν υπό τον ήλιον και μεγάλη εστί προς με
14suppose there were a little city, and few men in it; and there should come against it a great king, and surround it, and build great mounds against it; πόλις μικρά και άνδρες εν αυτή ολίγοι και έλθη επ΄ αυτήν βασιλεύς μέγας και κυκλώσει αυτήν και οικοδομήσει επ΄ αυτήν χάρακας μεγάλους
15and should find in it a poor wise man, and he should save the city through his wisdom: yet no man would remember that poor man. και εύρη εν αυτή άνδρα πένητα σοφόν και διασώσει αυτός την πόλιν εν τη σοφία αυτού και άνθρωπος ουκ εμνήσθη συν του ανδρός του πένητος εκείνου
16And I said Wisdom is better than power: yet the wisdom of the poor man is set at nought, and his words not listened to. και είπα εγώ αγαθή σοφία υπέρ δύναμιν και σοφία του πένητος εξουδενωμένη και λόγοι αυτού ουκ εισίν ακουόμενοι
17The words of the wise are heard in quiet more than the cry of them that rule in folly. λόγοι σοφών εν αναπαύσει ακούονται υπέρ κραυγήν εξουσιαζόντων εν αφροσύναις
18Wisdom is better than weapons of war: and one sinner will destroy much good. αγαθή σοφία υπέρ σκεύη πολέμου και αμαρτάνων εις απολέσει αγαθωσύνην πολλήν

Chapter 10

[edit]
1Pestilent flies will corrupt a preparation of sweet ointment: and a little wisdom is more precious than great glory of folly. μύιαι θανατούσαι σαπριούσι σκευασίαν ελαίου ηδύσματος τίμιον ολίγον σοφίας υπέρ δόξαν αφροσύνης μεγάλης
2A wise man's heart is at his right hand; but a fool's heart at his left. καρδία σοφού εις δεξιόν αυτού και καρδία άφρονος εις αριστερόν αυτού
3Yea, and whenever a fool walks by the way, his heart will fail him, and all that he thinks of is folly. και γε εν οδώ όταν άφρων πορεύηται καρδία αυτού υστερήσει και α λογιείται πάντα αφροσύνη εστίν
4If the spirit of the ruler rise up against thee, leave not thy place; for soothing will put an end to great offences. εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε τόπον σου μη αφής ότι ίαμα καταπαύσει αμαρτίας μεγάλας
5There is an evil which I have seen under the sun, wherein an error has proceeded from the ruler. έστι πονηρία ην είδον υπό τον ήλιον ως ακούσιον εξήλθεν από προσώπου εξουσιάζοντος
6The fool has been set in very high places, while rich men would sit in a low one. εδόθη ο άφρων εν ύψεσι μεγάλοις και πλούσιοι εν ταπεινώ καθήσονται
7I have seen servants upon horses, and princes walking as servants on the earth. είδον δούλους εφ΄ ίππους και άρχοντας πορευομένους ως δούλους επί της γης
8He that digs a pit shall fall into it; and him that breaks down a hedge a serpent shall bite. ο ορύσσων βόθρον εις αυτόν εμπεσείται και καθαιρούντα φραγμόν δήξεται αυτόν όφις
9He that removes stones shall be troubled thereby; he that cleaves wood shall be endangered thereby. εξαιρών λίθους διαπονηθήσεται εν αυτοίς σχίζων ξύλα κινδυνεύσει εν αυτοίς
10If the axe-head should fall off, then the man troubles his countenance, and he must put forth more strength: and in that case skill is of no advantage to a man. εάν εκπέση το σιδήριον και αυτός πρόσωπον ετάραξε και δυνάμεις δυναμώσει και περίσσεια τω ανδρί ου σοφία
11If a serpent bite when there is no charmer's whisper, then there is no advantage to the charmer. εάν δάκη ο όφις εν ου ψιθυρισμώ και ουκ έστι περίσσεια τω επάδοντι
12The words of a wise mouth are gracious: but the lips of a fool will swallow him up. λόγοι στόματος σοφού χάρις και χείλη άφρονος καταποντιούσιν αυτόν
13The beginning of the words of his mouth is folly: and the end of his talk mischievous madness. αρχή λόγων στόματος αυτού αφροσύνη και εσχάτη στόματος αυτού περιφέρεια πονηρά
14A fool moreover multiplies words: man knows not what has been, nor what will be: who shall tell him what will come after him? και ο άφρων πληθυνεί λόγους ουκ έγνω ο άνθρωπος τι το γενόμενον και τι το εσόμενον οτι οπίσω αυτού τις αναγγελεί αυτώ
15The labour of fools will afflict them, as that of one who knows not to go to the city. μόχθος των αφρόνων κοπώσει αυτούς ος ουκ έγνω του πορευθήναι εις πόλιν
16Woe to thee, O city, whose king is young, and thy princes eat in the morning! ουαί σοι πόλις ης ο βασιλεύς σου νεώτερος και οι άρχοντές σου εν πρωϊα εσθίουσι
17Blessed art thou, O land, whose king is a son of nobles, and whose princes shall eat seasonably, for strength, and shall not be ashamed. μακαρία συ γη ης ο βασιλεύς σου υιός ελευθέρων και οι άρχοντές σου προς καιρόν φάγονται εν δυνάμει και ουκ αισχυνθήσονται
18By slothful neglect a building will be brought low: and by idleness of the hands the house will fall to pieces. εν οκνηρίαις ταπεινωθήσεται η δοκώσις και εν αργία χειρών στάξει η οικία
19Men prepare bread for laughter, and wine and oil that the living should rejoice: but to money all things will humbly yield obedience. εις γέλωτα ποιούσιν άρτον και οίνον και έλαιον του ευφρανθήναι ζώντας και του αργυρίου επακούσεται τα πάντα
20Even in thy conscience, curse not the king; and curse not the rich in thy bedchamber: for a bird of the air shall carry thy voice, and that which has wings shall report thy speech. και γε εν συνειδήσει σου βασιλέα μη καταράση και εν ταμιείοις κοιτώνων σου μη καταράση πλούσιον ότι πετεινόν του ουρανού αποίσει την φωνήν σου και ο έχων τας πτέρυγας απαγγελεί λόγον σου

Chapter 11

[edit]
1Send forth thy bread upon the face of the water: for thou shalt find it after many days. απόστειλον τον άρτον σου επί πρόσωπον του ύδατος ότι εν πλήθει των ημερών ευρήσεις αυτόν
2Give a portion to seven, and also to eight; for thou knowest not what evil there shall be upon the earth. δος μερίδα τοις επτά και γε τοις οκτώ ότι ου γινώσκεις τι έσται πονηρόν επί την γην
3If the clouds be filled with rain, they pour it out upon the earth: and if a tree fall southward, or if it fall northward, in the place where the tree shall fall, there it shall be. εάν πληρωθώσι τα νέφη υετού επί την γην εκχεούσι και εάν πέση ξύλον εν τω νότω και εάν εν τω βορρά τόπω ου πεσείται το ξύλον εκεί έσται
4He that observes the wind sows not; and he that looks at the clouds will not reap. τηρών άνεμον ου σπειρεί και βλέπων εν ταις νεφέλαις ου θερίσει
5Among whom none knows what is the way of the wind: as the bones are hid in the womb of a pregnant woman, so thou shalt not know the works of God, even all things whatsoever he shall do. εν οις ουκ έστι γινώσκων τις η οδός του πνεύματος ως οστά εν γαστρί της κυοφορούσης ούτως ου γνώση τα ποιήματα του θεού όσα ποιήσει τα σύμπαντα
6In the morning sow thy seed, and in the evening let not thine hand be slack: for thou knowest not what sort shall prosper, whether this or that, or whether both shall be good alike. εν πρωία σπείρον το σπέρμα σου και εν εσπέρα μη αφιέτω η χειρ σου ότι ου γινώσκεις ποίον στοιχήσει η τούτο η τούτο και εάν τα δύο επιτοαυτό αγαθά
7Moreover the light is sweet, and it is good for the eyes to see the sun. και γλυκύ το φως και αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν συν τον ήλιον
8For even if a man should live many years, and rejoice in them all; yet let him remember the days of darkness; for they shall be many. All that comes is vanity. ότι και εάν έτη πολλά ζήσεται ο άνθρωπος εν πάσιν αυτοίς ευφρανθήσεται και μνησθήσεται τας ημέρας του σκότους ότι πολλαί έσονται παν το ερχόμενον ματαιότης
9Rejoice, O young man, in thy youth; and let thy heart cheer thee in the days of thy youth, and walk in the ways of thy heart blameless, but not in the sight of thine eyes: yet know that for all these things God will bring thee into judgment. ευφραίνου νεανίσκε εν νεότητι σου και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος και εν οράσει οφθαλμών σου και γνώθι ότι επί πάσι τούτοις άξει σε ο θεός εις κρίσει
10Therefore remove sorrow from thy heart, and put away evil from thy flesh: for youth and folly are vanity. και απόστησον θυμόν από καρδίας σου και παράγαγε πονηρίαν από σαρκός σου ότι η νεότης και η άνοια ματαιότης

Chapter 12

[edit]
1And remember thy Creator in the days of thy youth, before the days of evil come, and the years overtake thee in which thou shalt say, I have no pleasure in them. και μνήσθητι του κτίσαντός σε εν ημέραις νεότητός σου έως οτου μη έλθωσιν αι ημέραι της κακίας και φθάσωσιν έτη εν οις ερείς ουκ έστι μοι εν αυτοίς θέλημα
2While the sun and light are not darkened, nor the moon and the stars; nor the clouds return after the rain: έως ου μη σκοτισθή ο ήλιος και το φως και η σελήνη και οι αστέρες και επιστρέψουσι τα νέφη οπίσω του υετού
3in the day wherein the keepers of the house shall tremble, and the mighty men shall become bent, and the grinding women cease because they have become few, and the women looking out at the windows be dark; εν ημέρα η αν σαλευθώσι φύλακες της οικίας και διαστραφώσιν άνδρες της δυνάμεως και ήργησαν αι αλήθουσαι ότι ωλιγώθησαν και σκοτάσουσιν αι βλέπουσαι εν ταις οπαίς
4and they shall shut the doors in the market-place, because of the weakness of the voice of her that grinds at the mill; and he shall rise up at the voice of the sparrow, and all the daughters of song shall be brought low; και κλείσουσι θύρας εν αγορά εν ασθενεία φωνής της αληθούσης και αναστήσεται εις φωνήν του στρουθίου και ταπεινωθήσονται πάσαι αι θυγατέρες του άσματος
5and they shall look up, and fears shall be in the way, and the almond tree shall blossom, and the locust shall increase, and the caper shall be scattered: because man has gone to his eternal home, and the mourners have gone about the market: και γε από ύψος όψονται και θάμβοι εν τη οδώ και ανθήσει το αμύγδαλον και παχυνθή η ακρίς και διασκεδασθή η κάππαρις ότι επορεύθη ο άνθρωπος εις οίκον αιώνος αυτού και εκύκλωσαν εν αγορά οι κοπτόμενοι
6before the silver cord be let go, or the choice gold be broken, or the pitcher be broken at the fountain, or the wheel run down to the cistern; έως ότου μη ανατραπή το σχοινίον του αργυρίου και συντριβη το ανθέμιον του χρυσίου και συντριβή η υδρια επί την πηγήν και συντροχασή ο τροχός επί τον λάκκον
7before the dust also return to the earth as it was, and the spirit return to God who gave it. και επιστρέψη ο χους επί την γην ως ην και το πνεύμα επιστρέψη προς τον θεόν ος έδωκεν αυτό
8Vanity of vanities, said the Preacher; all is vanity. ματαιότης ματαιοτήτων είπεν ο εκκλησιαστής τα πάντα ματαιότης
9And because the Preacher was wise above others, so it was that he taught man excellent knowledge, and the ear will trace out the parables. και περισσόν ότι εγένετο εκκλησιαστής σοφός και εδίδαξε γνώσιν συν τον άνθρωπον και ους εξιχνιάσεται κόσμιον παραβολών
10The Preacher sought diligently to find out acceptable words, and a correct writing, even words of truth. πολλά εζήτησεν εκκλησιαστής του ευρείν λόγους θελήματος και γεγραμμένον ευθύτητος λόγους αληθείας
11The words of the wise are as goads, and as nails firmly fastened, which have been given from one shepherd by agreement. λόγοι σοφων ως τα βούκεντρα και ως ήλοι πεφυτευμένοι οι παρά των συνθεμάτων εδόθησαν εκ ποιμένος ενός
12And moreover, my son, guard thyself by means of them: of making many books there is no end; and much study is a weariness of the flesh. και περισσόν εξ αυτών υιέ μου φυλάσσου του ποιήσαι βιβλία πολλά ουκ έστι περασμός και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός
13Hear the end of the matter, the sun: Fear God, and keep his commandments: for this is the whole man. τέλος λόγου το παν άκουε τον θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε ότι τούτο πας άνθρωπος
14For God will bring every work into judgment, with everything that has been overlooked, whether it be good, or whether it be evil. ότι σύμπαν το ποίημα ο θεός άξει εν κρίσει εν παντί παρεωραμένω εάν αγαθόν και εάν πονηρόν