Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/The Song of Solomon

From Wikisource
For other versions of this work, see The Song of Solomon (Bible).

Chapter 1

[edit]
1The Song of songs, which is Solomon's. άσμα ασμάτων ο εστι τω Σολομώντι
2Let him kiss me with the kisses of his mouth: for thy breasts are better than wine. φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού ότι αγαθοί μαστοί σου υπέρ οίνον
3And the smell of thine ointments is better than all spices: thy name is ointment poured forth; therefore do the young maidens love thee. και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα μύρου εκκενωθέν όνομά σου διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε
4They have drawn thee: we will run after thee, for the smell of thine ointments: the king has brought me into closet: let us rejoice and be glad in thee; we will love thy breasts more than wine: righteousness loves thee. είλκυσάν με οπίσω σου εις οσμήν μύρων σου δραμούμεν εισήνεγκέ με ο βασιλεύς εις το ταμιείον αυτού αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν σοι αγαπήσομεν μαστούς σου υπέρ οίνον ευθύτης ηγάπησέ σε
5I am black, but beautiful, ye daughters of Jerusalem, as the tents of Kedar, as the curtains of Solomon. μέλαινα ειμί και καλή θυγατέρες Ιερουσαλήμ ως σκηνώματα Κηδάρ ως δέρρεις Σολομώντος
6Look not upon me, because I am dark, because the sun has looked unfavourably upon me: my mother's sons strove with me; they made me keeper in the vineyards; I have not kept my own vineyard. μη βλέψητε ότι εγώ ειμι μελανωμένη ότι παρέβλεψέ με ο ήλιος υιοί μητρός μου εμαχέσαντο εν εμοί έθεντό με φυλάκισσαν εν αμπελώσιν αμπελώνα εμόν ουκ εφύλαξα
7Tell me, thou whom my soul loves, where thou tendest thy flock, where thou causest them to rest at noon, lest I become as one that is veiled by the flocks of thy companions. απάγγειλόν μοι ον ηγάπησεν η ψυχή μου που ποιμαίνεις που κοιτάζεις εν μεσημβρία μή γένωμαι ως περιβαλλομένη επ΄ αγέλαις εταίρων σου
8If thou know not thyself, thou fair one among women, go thou forth by the footsteps of the flocks, and feed thy kids by the shepherd's tents. εάν μη γνως σεαυτήν η καλή εν γυναιξίν έξελθε συ εν πτέρναις των ποιμνίων και ποίμαινε τας ερίφους σου επί σκηνώμασι των ποιμένων
9I have likened thee, my companion, to my horses in the chariots of Pharao. τη ίππω μου εν άρμασι Φαραώ ωμοίωσά σε η πλησίον μου
10How are thy cheeks beautiful as those of a dove, thy neck as chains! τι ωραιώθησαν σιαγόνες σου ως τρυγόνος τράχηλός σου ως ορμίσκοι
11We will make thee figures of gold with studs of silver. ομοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι μετά στιγμάτων του αργυρίου
12So long as the king was at table, my spikenard gave forth its smell. έως ου ο βασιλεύς εν ανακλίσει αυτού νάρδος μου έδωκεν οσμήν αυτού
13My kinsman is to me a bundle of myrrh; he shall lie between my breasts. απόδεσμος της στακτής αδελφιδός μου εμοί αναμέσον των μαστών μου αυλισθήσεται
14My kinsman is to me a cluster of camphor in the vineyards of Engaddi. βότρυς της κύπρου αδελφιδός μου εμοί εν αμπελώσιν Ενγαδδί
15Behold, thou art fair, my companion; behold, thou art fair; thine eyes are doves. ιδού ει καλή η πλησίον μου ιδού ει καλή οφθαλμοί σου περιστεραί
16Behold, thou art fair, my kinsman, yea, beautiful, overshadowing our bed. ιδού ει καλός αδελφιδός μου και γε ωραίος προς κλίνην ημών σύσκιος
17The beams of our house are cedars, our ceilings are of cypress. δοκοί οίκων ημών κέδροι φατνώματα ημών κυπάρισσοι

Chapter 2

[edit]
1I am a flower of the plain, a lily of the valleys. εγώ άνθος του πεδίου κρίνον των κοιλάδων
2As a lily among thorns, so is my companion among the daughters. ως κρίνον εν μέσω ακανθών ούτως η πλησίον μου αναμέσον των θυγατέρων
3As the apple among the trees of the wood, so is my kinsman among the sons. I desired his shadow, and sat down, and his fruit was sweet in my throat. ως μήλον εν τοις ξύλοις του δρυμού ούτως αδελφιδός μου αναμέσον των υιών εν τη σκιά αυτού επεθύμησα και εκάθισα και καρπός αυτού γλυκύς εν λάρυγγί μου
4Bring me into the wine house; set love before me. εισαγάγετέ με εις οίκον του οίνου τάξατε επ΄ εμέ αγάπην
5Strengthen me with perfumes, stay me with apples: for I am wounded with love. στηρίσατέ με εν μύροις στοιβάσατέ με εν μήλοις ότι τετρωμένη αγάπης εγώ
6His left hand shall be under my head, and his right hand shall embrace me. ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου και η δεξιά αυτού περιλήψεταί με
7I have charged you, ye daughters of Jerusalem, by the powers and by the virtues of the field, that ye do not rouse or wake my love, until he please. ώρκισα υμάς θυγατέρες Ιερουσαλήμ εν ταις δυνάμεσι και εν ισχύσεσι του αγρού εάν εγείρητε και εξεγείρητε την αγάπην έως ου θελήση
8The voice of my kinsman! behold, he comes leaping over the mountains, bounding over the hills. φωνή αδελφιδού μου ιδού ούτως ήκει πηδών επί τα όρη διαλλόμενος επί τους βουνους
9My kinsman is like a roe or a young hart on the mountains of Baethel: behold, he is behind our wall, looking through the windows, peeping through the lattices. ομοιός εστιν αδελφιδός μου τη δορκάδι η νεβρώ ελάφων ιδού ούτος έστηκεν οπίσω του τοίχου ημών παρακύπτων διά των θυρίδων εκκύπτων διά των δικτύων
10My kinsman answers, and says to me, Rise up, come, my companion, my fair one, my dove. αποκρίνεται αδελφιδός μου και λέγει μοι ανάστα ελθέ η πλησίον μου καλή μου περιστερά μου
11For, behold, the winter is past, the rain is gone, it has departed. ότι ιδού ο χειμών παρήλθεν ο υετός απήλθεν επορεύθη εαυτώ
12The flowers are seen in the land; the time of pruning has arrived; the voice of the turtle-dove has been heard in our land. τα άνθη ώφθη εν τη γη καιρός της τομής έφθακε φωνή της τρυγόνος ηκούσθη εν τη γη ημών
13The fig-tree has put forth its young figs, the vines put forth the tender grape, they yield a smell: arise, come, my companion, my fair one, my dove; yea, come. η συκή εξήνεγκεν ολύνθους αυτής αι άμπελοι κυπρίζουσιν έδωκαν οσμήν ανάστα ελθέ η πλησίον μου καλή μου περιστερά μου και ελθέ
14Thou art my dove, in the shelter of the rock, near the wall: shew me thy face, and cause me to hear thy voice; for thy voice is sweet, and thy countenance is beautiful. συ περιστερά μου εν σκέπη της πέτρας εχόμένα του προτειχίσματος δείξόν μοι την όψιν σου και ακούτισόν με την φωνήν σου ότι η φωνή σου ηδεία και η όψις σου ωραία
15Take us the little foxes that spoil the vines: for our vines put forth tender grapes. πιάσατε ημίν αλώπεκας μικρούς αφανίζοντας αμπελώνας και αι άμπελοι ημών κυπρίζουσιν
16My kinsman is mine, and I am his: he feeds his flock among the lilies. αδελφιδός μου εμοί καγώ αυτώ ο ποιμαίνων εν τοις κρίνοις
17Until the day dawn, and the shadows depart, turn, my kinsman, be thou like to a roe or young hart on the mountains of the ravines. έως ου διαπνεύση η ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί απόστερψον ομοιώθητι συ αδελφιδέ μου τω δόρκωνι η νεβρώ ελάφων επί όρη κοιλωμάτων

Chapter 3

[edit]
1By night on my bed I sought him whom my soul loves: I sought him, but found him not; I called him, but he hearkened not to me. επί κοίτην μου εν νυξίν εζήτησα ον ηγάπησεν η ψυχή μου εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν εκάλεσα αυτόν και ουχ υπήκουσέ μου
2I will rise now, and go about in the city, in the market-places, and in the streets, and I will seek him whom my soul loves: I sought him, but I found him not. αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν
3The watchmen who go their rounds in the city found me. I said, Have ye seen him whom my soul loves? εύροσάν με οι τηρούντες οι κυκλούντες εν τη πόλει μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε
4It was as a little while after I parted from them, that I found him whom my soul loves: I held him, and did not let him go, until I brought him into my mother's house, and into the chamber of her that conceived me. ως μικρόν ότε παρήλθον απ΄ αυτών έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν έως ου εισήγαγον αυτόν εις τον οίκον μητρός μου και εις ταμιείον της συλλαβούσης με
5I have charged you, O daughters of Jerusalem, by the powers and by the virtues of the field, that ye rouse not nor awake my love, until he please. ώρκισα υμάς θυγατέρες Ιερουσαλήμ εν ταις δυνάμεσι και εν ταις ισχύσεσι του αγρού εάν εγείρητε και εξεγείρητε την αγάπην έως αν θελήση
6Who is this that comes up from the wilderness as pillars of smoke, perfumed with myrrh and frankincense, with all powders of the perfumer? τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου ως στελέχη καπνού τεθυμιαμένη σμύρναν και λίβανον από πάντων κονιορτών μυρεψού
7Behold Solomon's bed; sixty mighty men of the mighty ones of Israel are round about it. ιδού η κλίνη του Σολομώντος εξήκοντα δυνατοί κύκλω αυτής από δυνατών Ισραήλ
8They all hold a sword, being expert in war: every man has his sword upon his thigh because of fear by night. πάντες κατέχοντες ρομφαίαν δεδιδαγμένοι πόλεμον ανήρ ρομφαία αυτού επί μηρόν αυτού από θάμβους εν νυξί
9King Solomon made himself a litter of woods of Lebanon. φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλων του Λιβάνου
10He made the pillars of it silver, the bottom of it gold, the covering of it scarlet, in the midst of it a pavement of love, for the daughters of Jerusalem. στύλους αυτού εποίησεν αργυρίου και ανακλιτόν αυτού χρύσεον επιβάσις αυτού πορφύραν εντός αυτού λιθόστρωτον αγάπην από θυγατέρων Ιερουσαλήμ
11Go forth, ye daughters of Sion, and behold king Solomon, with the crown wherewith his mother crowned him, in the day of his espousals, and in the day of the gladness of his heart. εξέλθετε και ίδετε θυγατέρες Σιών εν τω βασιλεί Σολομώντι εν τω στεφάνω ω εστεφάνωσεν αυτόν η μήτηρ αυτού εν ημέρα νυμφεύσεως αυτού και εν ημέρα ευφροσύνης καρδίας αυτού

Chapter 4

[edit]
1Behold, thou art fair, my companion; behold, thou art fair; thine eyes are doves, beside thy veil: thy hair is as flocks of goats, that have appeared from Galaad. ιδού ει καλή η πλησίον μου ιδού ει καλή οφθαλμοί σου περιστεραί εκτός της σιωπήσεώς σου τριχωμά σου ως αγέλαι των αιγών αι απεκαλύφθησαν από του Γαλαάδ
2Thy teeth are as flocks of shorn sheep, that have gone up from the washing; all of them bearing twins, and there is not a barren one among them. οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων αι ανέβησαν από του λουτρού αι πάσαι διδυμεύουσαι και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς
3Thy lips are as a thread of scarlet, and thy speech is comely: like the rind of a pomegranate is thy cheek without thy veil. ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου και η λαλιά σου ωραία ως λέπυρον της ροάς μηλόν σου εκτός της σιωπήσεώς σου
4Thy neck is as the tower of David, that was built for an armoury: a thousand shields hang upon it, and all darts of mighty men. ως πύργος Δαυίδ τράχηλός σου ο ωκοδομημένος εις θαλπιώθ χίλιοι θυρεοί κρέμανται επ΄ αυτόν πάσαι βολίδες των δυνατών
5Thy two breasts are as two twin fawns, that feed among the lilies. δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος οι νεμόμενοι εν κρίνοις
6Until the day dawn, and the shadows depart, I will betake me to the mountain of myrrh, and to the hill of frankincense. έως ου διαπνεύση η ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί πορεύσομαι εμαυτώ προς το όρος της σμύρνης και προς τον βουνόν του λιβάνου
7Thou art all fair, my companion, and there is no spot in thee. όλη καλή η πλησίον μου και μώμος ουκ έστιν εν σοι
8Come from Libanus, my bride, come from Libanus: thou shalt come and pass from the top of Faith, from the top of Sanir and Hermon, from the lions' dens, from the mountains of the leopards. δεύρο από Λιβάνου νύμφη δεύρο από Λιβάνου ελεύση και διελεύση απ΄ αρχής Πιστεως από κεφαλής Σανείρ και Αερμών από μανδρών λεόντων από ορέων παρδάλεων
9My sister, my spouse, thou hast ravished my heart; thou hast ravished my heart with one of thine eyes, with one chain of thy neck. εκαρδίωσας ημάς αδελφή μου νύμφη εκαρδίωσας ημάς ενί από οφθαλμών σου εν μία ενθέματι τραχήλου σου
10How beautiful are thy breasts, my sister, my spouse! how much more beautiful are thy breasts than wine, and the smell of thy garments than all spices! τι εκαλλιώθησαν μαστοί σου αδελφή μου νύμφη τι εκαλλιώθησαν μαστοί σου από οίνου και οσμή ιματίων σου υπέρ πάντα αρώματα
11Thy lips drop honeycomb, my spouse: honey and milk are under thy tongue; and the smell of thy garments is as the smell of Libanus. κηρίον αποστάζουσι χείλη σου νύμφη μέλι και γάλα υπό την γλώσσάν σου και οσμή ιματίων σου ως οσμή Λιβάνου
12My sister, my spouse is a garden enclosed; a garden enclosed, a fountain sealed. κήπος κεκλεισμένος αδελφή μου νύμφη πηγή εσφραγισμένη
13Thy shoots are a garden of pomegranates, with the fruit of choice berries; camphor, with spikenard: αποστολαί σου παράδεισος ροών μετά καρπού ακροδρύων κύπροι μετά νάρδων
14spikenard and saffron, calamus and cinnamon; with all woods of Libanus, myrrh, aloes, with all chief spices: νάρδος και κρόκος κάλαμος και κιννάμωμον μετά πάντων ξύλων του Λιβάνου σμύρνα αλώθ μετά πάντων των πρώτων μύρων
15a fountain of a garden, and a well of water springing and gurgling from Libanus. πηγή κηπών φρέαρ ύδατος ζώντος και ροιζούντος από του Λιβάνου
16Awake, O north wind; and come, O south; and blow through my garden, and let my spices flow out. εξεγέρθητι βορρά και έρχου νότε και διάπνευσον κήπον μου και ρευσάτωσαν αρώματά μου

Chapter 5

[edit]
1Let my kinsman come down into his garden, and eat the fruit of his choice berries. I am come into my garden, my sister, my spouse: I have gathered my myrrh with my spices; I have eaten my bread with my honey; I have drunk my wine with my milk. Eat, O friends, and drink; yea, brethren, drink abundantly. καταβήτω αδελφιδός μου εις κήπον αυτού και φαγέτω καρπόν ακροδρύων αυτού εισήλθον εις κήπόν μου αδελφή μου νύμφη ετρύγησα σμύρναν μου μετά αρωμάτων μου έφαγον άρτον μου μετά μέλιτός μου έπιον οίνόν μου μετά γάλακτός μου φάγετε πλήσιοι και πίετε και μεθύσθητε αδελφιδοί
2I sleep, but my heart is awake: the voice of my kinsman knocks at the door, saying, Open, open to me, my companion, my sister, my dove, my perfect one: for my head is filled with dew, and my locks with the drops of the night. εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί φωνή αδελφιδού μου κρούει επί την θύραν άνοιξόν μοι αδελφή μου η πλησίον μου περιστερά μου τελεία μου ότι η κεφαλή μου επλήσθη δρόσου και οι βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός
3I have put off my coat; how shall I put it on? I have washed my feet, how shall I defile them? εξεδυσάμην τον χιτώνα μου πως ενδύσωμαι αυτόν ενιψάμην τους πόδας μου πως μολυνώ αυτούς
4My kinsman put forth his hand by the hole of the door, and my belly moved for him. αδελφιδός μου απέστειλε χείρα αυτού από της οπής και η κοιλία μου εθροήθη επ΄ αυτόν
5I rose up to open to my kinsman; my hands dropped myrrh, my fingers choice myrrh, on the handles of the lock. ανέστην εγώ ανοίξαι τω αδελφιδώ μου χείρές μου έσταξαν σμύρναν δάκτυλοί μου σμύρνης πλήρεις επί χείρας του κλείθρου
6I opened to my kinsman; my kinsman was gone: my soul failed at his speech: I sought him, but found him not; I called him, but he answered me not. ήνοιξα εγώ τω αδελφιδώ μου αδελφιδός μου παρήλθε ψυχή μου εξήλθεν εν λόγω αυτού εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν εκάλεσα αυτόν και ουχ υπήκουσέ μου
7The watchman that go their rounds in the city found me, they smote me, they wounded me; the keepers of the walls took away my veil from me. εύροσάν με οι φύλακες οι κυκλούντες εν τη πόλει επάταξάν με ετραυμάτισάν με ήραν το θέριστρον μου απ΄ εμού φύλακες των τειχέων
8I have charged you, O daughters of Jerusalem, by the powers and the virtues of the field: if ye should find my kinsman, what are ye to say to him? That I am wounded with love. ώρκισα υμάς θυγατέρες Ιερουσαλήμ εν ταις δυνάμεσι και εν ταις ισχύσεσι του αγρού εάν εύρητε τον αδελφιδόν μου τι απαγγείλητε αυτώ ότι τετρωμένη αγάπης εγώ ειμί
9What is thy kinsman more than another kinsman, O thou beautiful among women? what is thy kinsman more than another kinsman, that thou hast so charged us? τι αδελφιδός σου από αδελφιδού η καλή εν γυναιξί τι αδελφιδός σου από αδελφιδού ότι ούτως ώρκισας ημάς
10My kinsman is white and ruddy, chosen out from myriads. αδελφιδός μου λευκός και πυρρός εκλελοχισμένος από μυριάδων
11His head is as very fine gold, his locks are flowing, black as a raven. κεφαλή αυτού χρυσίον Κεφάζ βόστρυχοι αυτού ελαταί μέλανες ως κόραξ
12His eyes are as doves, by the pools of waters, washed with milk, sitting by the pools. οφθαλμοί αυτού ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων λελουσμέναι εν γάλακτι καθήμεναι επι πληρώματα υδάτων
13His cheeks are as bowls of spices pouring forth perfumes: his lips are lilies, dropping choice myrrh. σιαγόνες αυτού ως φιάλαι του αρώματος φύουσαι μυρεψικά χείλη αυτού κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη
14His hands are as turned gold set with beryl: his belly is an ivory tablet on a sapphire stone. χείρες αυτού τορευταί χρυσαί πεπληρωμέναι Θαρσείς κοιλία αυτού πυξίον ελεφάντινον επί λίθου σαπφείρου
15His legs are marble pillars set on golden sockets: his form is as Libanus, choice as the cedars. κνήμαι αυτού στύλοι μαρμάρινοι τεθεμελιωμένοι επί βάσεις χρυσάς είδος αυτού ως Λίβανος εκλεκτός ως κέδροι
16His throat is most sweet, and altogether desirable. This is my kinsman, and this is my companion, O daughters of Jerusalem. φάρυγξ αυτού γλυκασμοί και όλος επιθυμία ούτος αδελφιδός μου και ούτος πλησίον μου θυγατέρες Ιερουσαλήμ
17Whither is thy kinsman gone, thou beautiful among women? whither has thy kinsman turned aside? tell us, and we will seek him with thee.

Chapter 6

[edit]
1My kinsman is gone down to his garden, to the beds of spice, to feed his flock in the gardens, and to gather lilies. που απήλθεν ο αδελφιδός σου η καλή εν γυναιξί που απέβλεψεν ο αδελφιδός σου και ζητήσομεν αυτόν μετά σου
2I am my kinsman's, and my kinsman is mine, who feeds among the lilies. αδελφιδός μου κατέβη εις κήπον αυτού εις φιάλας του αρώματος ποιμαίνειν εν κήποις και συλλέγειν κρίνα
3Thou art fair, my companion, as Pleasure, beautiful as Jerusalem, terrible as armies set in array. εγώ τω αδελφιδώ μου και αδελφιδός μου εμοί ο ποιμαίνων εν τοις κρίνοις
4Turn away thine eyes from before me, for they have ravished me: thy hair is as flocks of goats which have appeared from Galaad. καλή ει η πλησίον μου ως ευδοκία ωραία ως Ιερουσαλήμ θάμβος ως τεταγμέναι
5Thy teeth are as flocks of shorn sheep, that have gone up from the washing, all of them bearing twins, and there is none barren among them: thy lips are as a thread of scarlet, and thy speech is comely. απόστρεψον οφθαλμούς σου απεναντίον μου ότι αυτοί ανεπτέρωσάν με τρίχωμά σου ως αγέλαι των αιγών αι ανέβησαν από του Γαλαάδ
6Thy cheek is like the rind of a pomegranate, being seen without thy veil. οδόντες σου ως αγέλαι των κεκαρμένων αι ανέβησαν από του λουτρού αι πάσαι διδυμεύουσαι και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς ως σπαρτίον κόκκινον χείλη σου και η λαλιά σου ωραία
7There are sixty queens, and eighty concubines, and maidens without number. ως λέπυρον της ροάς μήλόν σου εκτός της σιωπήσεώς σου
8My dove, my perfect one is one; she is the only one of her mother; she is the choice of her that bore her. The daughters saw her, and the queens will pronounce her blessed, yea, and the concubines, and they will praise her. εξήκοντα εισί βασίλισσαι και ογδοήκοντα παλλακαί και νεάνιδες ων ουκ έστιν αριθμός
9Who is this that looks forth as the morning, fair as the moon, choice as the sun, terrible as armies set in array? μία εστί πειρστερά μου τελεία μου μία εστί τη μητρί αυτής εκλεκτή εστι τη τεκούση αυτήν είδοσαν αυτήν θυγατέρες και μακαριούσιν αυτήν βασίλισσαι και γε παλλακαί και αινέσουσιν αυτήν
10I went down to the garden of nuts, to look at the fruits of the valley, to see if the vine flowered, if the pomegranates blossomed. τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος καλή ως σελήνη εκλεκτή ως ο ήλιος θάμβος ως τεταγμέναι
11There I will give thee my breasts: my soul knew it not: it made me as the chariots of Aminadab. εις κήπον καρύας κατέβην ιδείν εν γεννήματι του χειμάρρου ιδείν ει ήνθησεν η άμπελος εξήνθησαν αι ροαί
12Return, return, O Sunamite; return, return, and we will look at thee. What will ye see in the Sunamite? She comes as bands of armies. ουκ έγνω η ψυχή μου έθετό με άρματα Αμιναδάβ
13 επίστρεφε επίστρεφε η Σουλαμίτις επίστρεφε επίστρεφε και οψόμεθα εν σοι

Chapter 7

[edit]
1Thy steps are beautiful in shoes, O daughter of the prince: the joints of thy thighs are like chains, the work of the craftsman. τι όψεσθε εν τη Σουλαμίτιδι η ερχομένη ως χορός των παρεμβολών τι ωραιώθησαν διαβήματά σου εν υποδήμασι θύγατερ Ναβάδ ρυθμοί μηρών σου όμοιοι ορμίσκοις έργων χειρών τεχνίτου
2Thy navel is as a turned bowl, not wanting liquor; thy belly is as a heap of wheat set about with lilies. ομαφαλός σου κρατήρ τορευτός μη υστερούμενος κράμα κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις
3Thy two breasts are as two twin fawns. δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος
4Thy neck is as an ivory tower; thine eyes are as pools in Esebon, by the gates of the daughter of many: thy nose is as the tower of Libanus, looking toward Damascus. τράχηλός σου ως πύργος ελεφάντινος οι οφθαλμοί σου ως λίμναι εν Εσεβών εν πύλαις θυγατρός πολλών μυκτήρ σου ως πύργος του Λιβάνου σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκού
5Thy head upon thee is as Carmel, and the curls of thy hair like scarlet; the king is bound in the galleries. κεφαλή σου επί σε ως Καρμήλου και πλόκιον κεφαλής σου ως πορφύρα βασιλεύς δεδεμένος εν παραδρομαίς
6How beautiful art thou, and how sweet art thou, my love! τι ωραιώθης και τι ηδύνθης αγάπη εν τρυφαίς σου
7This is thy greatness in thy delights: thou wast made like a palm tree, and thy breasts to cluster. τούτου μέγεθός σου ωμοιώθης τω φοίνικι και οι μαστοί σου τοις βότρυσιν
8I said, I will go up to the palm tree, I will take hold of its high boughs: and now shall thy breasts be as clusters of the vine, and the smell of thy nose of apples; είπα αναβήσομαι επί τω φοινίκι κρατήσω των υψέων αυτού και έσονται δη μαστοί σου ως βότρυες της αμπέλου και οσμή ρινός σου ως μήλα
9and thy throat as good wine, going well with my kinsman, suiting my lips and teeth. και λάρυγξ σου ως οίνος ο αγαθός πορευόμενος τω αδελφιδώ μου εις ευθύτητα ικανούμενος εν χείλεσί μου και οδούσιν
10I am my kinsman's, and his desire is toward me. εγώ τω αδελφιδώ μου και επ΄ εμέ η επιστροφή αυτού
11Come, my kinsman, let us go forth into the field; let us lodge in the villages. ελθέ αδελφιδέ μου εξέλθωμεν εις αγρόν αυλισθώμεν εν κώμαις
12Let us go early into the vineyards; let us see if the vine has flowered, if the blossoms have appeared, if the pomegranates have blossomed; there will I give thee my breasts. ορθρίσωμεν εις αμπελώνας ίδωμεν ει ήνθησεν η άμπελος ήνθησεν ο κυπρισμός ήνθησαν αι ροαί εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι
13The mandrakes have given a smell, and at our doors are all kinds of choice fruits, new and old. O my kinsman, I have kept them for thee. οι μανδραγόραι έδωκαν οσμήν και επί θύραις ημών πάντα τα ακρόδρυα νέα προς παλαιά αδελφιδέ μου ετήρησά σοι

Chapter 8

[edit]
1I would that thou, O my kinsman, wert he that sucked the breasts of my mother; when I found thee without, I would kiss thee; yea, they should not despise me. τις δωή σε αδελφιδέ μου θηλάζοντα μαστούς μητρός μου ευρούσά σε έξω φιλήσω σε και γε ουκ εξουδενώσουσί με
2I would take thee, I would bring thee into my mother's house, and into the chamber of her that conceived me; I would make thee to drink of spiced wine, of the juice of my pomegranates. παραλήψομαί σε εισάξω σε εις οίκον μητρός μου και εις ταμιείον της συλλαβούσης με ποτιώ σε από οίνου του μυρεψικού από νάματος ροών μου
3His left hand should be under my head, and his right hand should embrace me. ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου και η δεξιά αυτού περιλήψεταί με
4I have charged you, ye daughters of Jerusalem, by the virtues of the field, that ye stir not up, nor awake my love, until he please. ώρκισα υμάς θυγατέρες Ιερουσαλήμ εν ταις δυνάμεσι εν ταις ισχύσεσι του αγρού τι εγείρητε και τι εξεγείρητε την αγάπην έως αν θελήση
5Who is this that comes up all white, leaning on her kinsman? I raised thee up under an apple-tree; there thy mother brought thee forth; there she that bore thee brought thee forth. τις αύτη η αναβαίνουσα από ηρήμου επιστηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής υπό μήλον εξήγειρά σε εκεί ωδίνησέ σε η μήτηρ σου εκεί ωδίνησέ σε η τεκούσά σε
6Set me as a seal upon thy heart, as a seal upon thine arm; for love is strong as death; jealousy is cruel as the grave, her shafts are shafts of fire, even the flames thereof. θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου ότι κραταιά ως θάνατος η αγάπη σκληρός ως άδης ζήλος περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός φλόγες αυτής
7Much water will not be able to quench love, and rivers shall not drown it; if a man would give all his substance for love, men would utterly despise it. ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν εάν δω ανήρ πάντα τον βίον αυτού εν τη αγάπη εξουδενώσει εξουδενώσουσιν αυτόν
8Our sister is little, and has no breasts; what shall we do for our sister, in the day wherein she shall be spoken for? αδελφή ημών μικρά και μαστούς ουκ έχει τι ποιήσομεν τη αδελφή ημών εν ημέρα η αν λαληθή εν αυτή
9If she is a wall, let us build upon her silver bulwarks; and if she is a door, let us carve for her cedar panels. ει τείχός εστιν οικοδομήσωμεν επ΄ αυτήν επάλξεις αργυράς και ει θύρα εστί διαγράψωμεν επ΄ αυτήν σανίδα κεδρίνην
10I am a wall, and my breasts are as towers; I was in their eyes as one that found peace. εγώ τείχος και οι μαστοί μου ως πύργοι εγώ ήμην εν οφθαλμοίς αυτών ως ευρίσκουσα ειρήνην
11Solomon had a vineyard in Beelamon; he let his vineyard to keepers; every one was to bring for its fruit a thousand pieces of silver. αμπελών εγενήθη τω Σολομώντι εν Βεελαμών έδωκε τον αμπελώνα αυτού τοις τηρούσιν ανήρ οίσει εν καρπώ αυτού χιλίους αργυρίου
12My vineyard, even mine, is before me; Solomon shall have a thousand, and they that keep its fruit two hundred. αμπελών μου εμος ενώπιόν μου οι χίλιοι Σολομώντι και οι διακόσιοι τοις τηρούσι τον καρπόν αυτού
13Thou that dwellest in the gardens, the companions hearken to thy voice: make me hear it. ο καθήμενος εν κήποις εταίροι προσέχοντες τη φωνή σου ακούτισόν με
14Away, my kinsman, and be like a doe or a fawn on the mountains of spices. φύγε αδελφιδέ μου και ομοιώθητι τη δορκάδι η τω νεβρώ των ελάφων επί όρη αρωμάτων