Septuagint (Brenton 1879)/Jezekiel
Appearance
For other versions of this work, see Jezekiel (Bible).
Chapter 1
[edit]1Now it came to pass in the thirtieth year, in the fourth month, on the fifth day of the month, that I was in the midst of the captivity by the river of Chobar; and the heavens were opened, and I saw visions of God. | και εγένετο εν τω τριακοστώ έτει εν τω τετάρτω μηνί πέμπτη του μηνός και εγώ ήμην εν μέσω της αιχμαλωσίας επί του ποταμού του Χοβάρ και ηνοίχθησαν οι ουρανοί και ίδον οράσεις θεού |
2On the fifth day of the month; this was the fifth year of the captivity of king Joakim. | πέμπτή του μηνός τούτο το έτος το πέμπτον της αιχμαλωσίας του βασιλέως Ιωακείμ |
3And the word of the Lord came to Jezekiel the priest, the son of Buzi, in the land of the Chaldeans, by the river of Chobar; and the hand of the Lord was upon me. | και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιεζεκιήλ τον υιόν Βουζή τον ιερέα εν γη Χαλδαίων επί του ποταμού του Χοβάρ και εγένετο επ΄ εμέ χειρ κυρίου |
4And I looked, and, behold, a sweeping wind came from the north, and a great cloud on it, and there was brightness round about it, and gleaming fire, and in the midst of it as it were the appearance of amber in the midst of the fire, and brightness in it. | και ίδον και ιδού πνεύμα εξαίρον ήρχετο από βορρά και νεφέλη μεγάλη εν αυτώ και φέγγος κύκλω αυτού και πυρ εξαστράπτον και εν τω μέσω αυτού ως όρασις ηλέκτρου εν μέσω του πυρός και φέγγος εν αυτώ |
5And in the midst as it were the likeness of four living creatures. And this was their appearance; the likeness of a man was upon them. | και εν τω μέσω ως ομοίωμα τεσσάρων ζώων και αύτη η όρασις αυτών ομοίωμα ανθρώπου επ΄ αυτοίς |
6And each one had four faces, and each one had four wings. | και τέσσαρα πρόσωπα τω ενί και τέσσαρες πτέρυγες τω ενί |
7And their legs were straight; and their feet were winged, and there were sparks, like gleaming brass, and their wings were light. | και τα σκέλη αυτών ορθά και πτερωτοί οι πόδες αυτών και σπινθήρες ως εξαστράπτων χαλκός και ελαφραί αι πτέρυγες αυτών |
8And the hand of a man was under their wings on their four sides. | και χειρ ανθρώπου υποκάτωθεν των πτερύγων αυτών επί τα τέσσαρα μέρη αυτών και τα πρόσωπα αυτών και αι πτέρυγες αυτών των τεσσάρων εχόμεναι ετέρα της ετέρας |
9And the faces of them four turned not when they went; they went everyone straight forward. | και αι πτέρυγες αυτών ουκ επεστρέφοντο εν τω βαδίζειν αυτά έκαστον κατέναντι του προσώπου αυτών επορεύοντο |
10And the likeness of their faces was the face of a man, and the face of a lion on the right of the four; and the face of a calf on the left of the four; and the face of an eagle to the four. | και ομοίωσις των προσώπων αυτών πρόσωπον ανθρώπου και πρόσωπον λέοντος εκ δεξιών τοις τέσσαρσι και πρόσωπον μόσχου εξ αριστερών τοις τέσσαρσι και πρόσωπον αετού τοις τέσσαρσι |
11And the four had their wings spread out above; each one had two joined to one another, and two covered their bodies. | και αι πτέρυγες αυτών εκτεταμέναι άνωθεν τοις τέσσαρσιν εκάστω δύο συνεζευγμέναι προς αλλήλας και δύο επεκάλυπτον επάνω του σώματος αυτών |
12And each one went straight forward: wherever the spirit was going they went, and turned not back. | και εκάτερον κατά πρόσωπον αυτού επορεύετο ου αν ην το πνεύμα πορευόμενον επορεύοντο και ουκ επέστρεφον |
13And in the midst of the living creatures there was an appearance as of burning coals of fire, as an appearance of lamps turning among the living creatures; and the brightness of fire, and out of the fire came forth lightning. | και εν μέσω των ζώων όρασις ως ανθράκων πυρός καιομένων ως όψις λαμπάδων συστρεφομένων αναμέσον των ζώων και φέγγος του πυρός και εκ του πυρός εξεπορεύετο ως αστραπή |
14And I looked, and, behold, the four had each one wheel on the ground near the living creatures. | και τα ζώα έτρεχον και ανέκαμπτον ως είδος του βεζέκ |
15And the appearance of the wheels was as the appearance of beryl: and the four had one likeness: and their work was as it were a wheel in a wheel. | και ίδον και ιδού τροχός εις επί της γης εχόμενος των ζώων τοις τέσσαρσι |
16They went on their four sides: they turned not as they went; | και το είδος των τροχών και ποίημα αυτών ως είδος θαρσείς και ομοίωμα εν τοις τέσσαρσι και το έργον αυτών ην καθώς αν είη τροχός εν τροχώ |
17neither did their backs turn: and they were high: and I beheld them, and the backs of them four were full of eyes round about. | επί τα τέσσαρα μέρη αυτών επορεύοντο ουκ επέστρεφον εν τω πορεύεσθαι αυτά |
18And when the living creatures went, the wheels went by them: and when the living creatures lifted themselves off the earth, the wheels were lifted off. | και δ΄ οι νώτοι αυτών και ύψος ην αυτοίς και ίδον αυτά και οι νώτοι πλήρεις οφθαλμών κυκλόθεν τοις τέσσαρσι |
19Wherever the cloud happened to be, there was the spirit ready to go: the wheels went and were lifted up with them; because the spirit of life was in the wheels. | και εν τω πορεύεσθαι τα ζώα επορεύοντο οι τροχοί εχόμενοι αυτών και εν τω εξαιρείν τα ζώα από της γης εξήροντο οι τροχοί |
20When those went, the wheels went; and when those stood, the wheels stood; and when those lifted themselves off the earth, they were lifted off with them: for the spirit of life was in the wheels. | ου αν ην η νεφέλη εκεί το πνεύμα του πορεύεσθαι επορεύοντο τα ζώα και τα τροχοί και εξήροντο συν αυτοίς διότι πνεύμα ζωής εν τοις τροχοίς |
21And the likeness over the heads of the living creatures was as a firmament, as the appearance of crystal, spread out over their wings above. | εν τω πορεύεσθαι αυτά επορεύοντο και εν τω εστάναι αυτά ειστήκεισαν και εν τω εξαίρειν αυτα από της γης εξήροντο συν αυτοίς ότι πνεύμα ζωής ην εν τοις τροχοίς |
22And their wings were spread out under the firmament, reaching one to the other; two wings to each, covering their bodies. | και ομοίωμα υπέρ κεφαλής των ζώων ωσεί στερέωμα ως όρασις κρυστάλλου εκτεταμένον επί των πτερύγων αυτών επάνωθεν |
23And I heard the sound of their wings when they went, as the sound of much water: and when they stood, their wings were let down. | και υποκάτω του στερεώματος αι πτέρυγες αυτών εκτεταμέναι πτερυσσόμεναι ετέρα τη ετέρα εκάστω δύο επικαλύπτουσαι τα σώματα αυτών |
24And lo! a voice from above the firmament | και ήκουον την φωνήν των πτερύγων αυτών εν τω πορεύεσθαι αυτά ως φωνήν ύδατος πολλού ως φωνή ικανού εν τω πορεύεσθαι αυτά φωνή του λόγου ως φωνή παρεμβολής και εν τω εστάναι αυτών κατέπαυον αι πτέρυγες αυτών |
25that was over their head, there was as the appearance of a sapphire stone, and the likeness of a throne upon it: and upon the likeness of the throne was the likeness as an appearance of a man above. | και ιδού φωνή υπεράνωθεν του στερεώματος |
26And I saw as it were the resemblance of amber from the appearance of the loins and upwards, and from the appearance of the loins and under I saw an appearance of fire, and the brightness thereof round about. | του όντος υπέρ κεφαλής ως όρασις λίθου σαπφείρου ομοίωμα θρόνου επ΄ αυτού και επί του ομοιώματος του θρόνου ομοίωμα ως είδος ανθρώπου άνωθεν |
27As the appearance of the bow when it is in the cloud in days of rain, so was the form of brightness round about. | και ίδον ως όψιν ηλέκτρου ως όρασιν πυρός έσωθεν αυτού κύκλω από οράσεως οσφύος και επάνω και από οράσεως οσφύος έως κάτω ίδον ως όρασιν ως πυρός και το φέγγος αυτού κύκλω |
28 | ως όρασις τόξου όταν η εν τη νεφέλη εν ημέρα υετού ούτως η στάσις του φέγγους κυκλόθεν αύτη η όρασις ομοίωμα της δόξης κυρίου και ίδον και πίπτω επί πρόσωπόν μου και ήκουσα φωνήν λαλούντος |
Chapter 2
[edit]1This was the appearance of the likeness of the glory of the Lord. And I saw and fell upon my face, and heard the voice of one speaking: and he said to me, Son of man, stand upon thy feet, and I will speak to thee. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου στήθι επί τους πόδας σου και λαλήσω προς σε |
2And the Spirit came upon me, and took me up, and raised me, and set me on my feet: and I heard him speaking to me. | και ήλθεν επ΄ εμέ πνεύμα και ανέλαβέ με και εξήρέ με και έστησέ με επί πόδας μου και ήκουον αυτού λαλούντος προς με |
3And he said to me, Son of Man, I send thee forth to the house of Israel, them that provoke me; who have provoked me, they and their fathers to this day. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου εξαποστελώ εγώ σε προς τους υιούς του Ισραήλ τους παραπικραίνοντάς με οίτινες παρεπίκρανάν με αυτοί και οι πατέρες αυτών ηθέτησαν εν εμοί έως της σήμερον ημέρας |
4And thou shalt say to them, Thus saith the Lord. | και υιοί σκληροπρόσωποι και στερεοκάρδιοι εγώ αποστελώ σε προς αυτούς και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος κύριος |
5Whether then indeed they shall hear or fear, (for it is a provoking house,) yet they shall know that thou art a prophet in the midst of them. | εάν άρα ακούσωσιν η πτοηθώσι διότι οίκος παραπικραίνων εστί και γνώσονται ότι προφήτης ει συ εν μέσω αυτών |
6And thou, son of man, fear them not, nor be dismayed at their face; (for they will madden and will rise up against thee round about, and thou dwellest in the midst of scorpions): be not afraid of their words, nor be dismayed at their countenance, for it is a provoking house. | και συ υιέ ανθρώπου μη φοβηθής αυτούς μηδέ εκστής από προσώπου αυτών διότι παροιστρήσουσι και επισυστήσονται επί σε κύκλω και εν μέσω σκορπίων συ κατοικείς τους λόγους αυτών μη φοβηθής και από προσώπου αυτών μη εκστής διότι οίκος παραπικραίνων εστί |
7And thou shalt speak my words to them, whether they will hear or fear: for it is a provoking house. | και λαλήσεις τους λόγους μου προς αυτούς εάν άρα ακούσωσιν η πτοηθώσιν ότι οίκος παραπικραίνων εστί |
8And thou, son of man, hear him that speaks to thee; be not thou provoking, as the provoking house: open thy mouth, and eat what I give thee. | και συ υιέ ανθρώπου άκουε του λαλούντος προς σε μη γίνου παραπικραίνων καθώς ο οίκος ο παραπικραίνων χάνε το στόμα σου και φάγε α εγώ δίδωμί σοι |
9And I looked, and behold, a hand stretched out to me, and in it a volume of a book. | και είδον και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με και εν αυτή κεφαλίς βιβλίου |
10And he unrolled it before me: and in it the front and the back were written upon: and there was written in it Lamentation, and mournful song, and woe. | και ανείλησεν αυτήν ενώπιον εμού και ην εν αυτή γεγραμμένα τα έμπροσθεν και τα όπισθεν και εγέγραπτο εν αυτή θρήνος και μέλος και ουαί |
Chapter 3
[edit]1And he said to me, Son of Man, eat this volume, and go and speak to the children of Israel. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου κατάφαγε ότι αν εύρης φαγε την κεφαλίδα ταύτην και πορεύθητι και λάλησον τοις υιοίς Ισραήλ |
2So he opened my mouth, and caused me to eat the volume. And he said to me, Son of man, | και διήνοιξε το στόμα μου και εψώμισέ με την κεφαλίδα ταύτην |
3thy mouth shall eat, and thy belly shall be filled with this volume that is given to thee. So I ate it; and it was in my mouth as sweet as honey. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου το στόμα σου φάγεται και η κοιλία σου πλησθήσεται της κεφαλίδος ταύτης της δεδομένης εις σε και έφαγον αυτήν και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον |
4And he said to me, Son of man, go thy way, and go in to the house of Israel, and speak my words to them. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου βάδιζε και είσελθε προς τον οίκον του Ισραήλ και λάλησον τους λόγους μου προς αυτούς |
5For thou art not sent to a people of hard speech, but to the house of Israel; | διότι ου προς λαόν βαθύχειλον και βαρύγλωσσον συ εξαποστέλλη προς τον οίκον του Ισραήλ |
6neither to many nations of other speech and other tongues, nor of harsh language, whose words thou wouldest not understand: although if I had sent thee to such, they would have hearkened to thee. | ουδέ προς λαούς πολλούς αλλοφώνους η αλλογλώσσους ουδέ στιβαρούς τη γλώσση οντας ων ουκ ακούση τους λόγους και ει προς τοιούτους εξαπέστειλά σε ούτοι αν εισήκουσάν σου |
7But the house of Israel will not be willing to hearken to thee; for they will not hearken to me: for all the house of Israel are stubborn and hard-hearted. | ο δε οίκος του Ισραήλ ου θελήσουσιν εισακούσαί σου διότι ου βούλονται εισακούειν μου ότι πας ο οίκος Ισραήλ φιλόνεικοι εισί και σκληροκάρδιοι |
8And, behold, I have made thy face strong against their faces, and I will strengthen thy power against their power. | και ιδού δέδωκα το πρόσωπόν σου δυνατόν κατέναντι των προσώπων αυτών και το νικός σου κατισχύσω κατέναντι του νίκους αυτών |
9And it shall be continually stronger than a rock: be not afraid of them, neither be dismayed at their faces, because it is a provoking house. | και έσται διαπαντός κραταιότερον πέτρας μη φοβηθής απ΄ αυτών μηδέ πτοηθής από προσώπου αυτών διότι οίκος παραπικραίνων εστί |
10And he said to me, Son of man, receive into thine heart all the words that I have spoken to thee, and hear them with thine ears. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου πάντας τους λόγους ους λελάληκα μετά σου λάβε εις την καρδίαν σου και τοις ωσί σου άκουε |
11And go thy way, go in to the captivity, to the children of thy people, and thou shalt speak to them, and say to them, Thus saith the Lord; whether they will hear, or whether they will forbear. | και βάδιζε είσελθε εις την αιχμαλωσίαν προς τους υιούς του λαού σου και λαλήσεις προς αυτούς και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος κύριος εάν άρα ακούσωσιν εάν άρα ενδώσι |
12Then the Spirit took me up, and I heard behind me the voice as of a great earthquake, saying, Blessed be the glory of the Lord from his place. | και ανέλαβέ με πνεύμα και ήκουσα κατόπισθέν μου φωνήν σεισμού μεγάλου ευλογημένη η δόξα κυρίου εκ του τόπου αυτού |
13And I perceived the sound of the wings of the living creatures clapping one to the other, and the sound of the wheels was near them, and the sound of the earthquake. | και ήκουσα φωνήν των πτερύγων των ζώων πτερυσσομένων ετέρα προς την ετέραν και φωνή των τροχών εχομένη αυτών και φωνή του σεισμού μεγάλου |
14And the Spirit lifted me, and took me up, and I went in the impulse of my spirit; and the hand of the Lord was mighty upon me. | και το πνεύμα εξήρέ με και ανέλαβέ με και επορεύθην μετέωρος ορμή του πνεύματός μου και χειρ κυρίου εγένετο επ΄ εμέ κραταιά |
15Then I passed through the air and came into the captivity, and went round to them that dwelt by the river of Chobar who were there; and I sat there seven days, conversant in the midst of them. | και εισήλθον εις την αιχμαλωσίαν μετέωρος και περιήλθον τους κατοικούντας επί του ποταμού του Χοβάρ τους όντας εκεί και εκάθισα εκεί επτά ημέρας αναστρεφόμενος εν μέσω αυτών |
16And after the seven days the word of the Lord came to me, saying, Son of man, | και εγένετο μετά τας επτά ημέρας και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
17I have made thee a watchman to the house of Israel; and thou shalt hear a word of my mouth, and shalt threaten them from me. | υιέ ανθρώπου σκοπόν δέδωκά σε τω οίκω Ισραήλ και ακούση εκ στόματός μου λόγον και διαπειληση αυτοίς παρ΄ εμού |
18When I say to the wicked, Thou shalt surely die; and thou hast not warned him, to give warning to the wicked, to turn from his ways, that he should live; that wicked man shall die in his iniquity; but his blood will I require at thy hand. | εν τω λέγειν με τω ανόμω θανάτω θανατωθήση και ου διεστείλω αυτώ ουδέ ελάλησας του διαστείλασθαι τω ανόμω του αποστρέψαι από των οδών αυτού αδίκων του ζήσαι αυτόν ο άνομος εκείνος τη αδικία αυτού αποθανείται και το αίμα αυτού εκ χειρός σου εκζητήσω |
19But if thou warn the wicked, and he turn not from his wickedness, and from his way, that wicked man shall die in his iniquity, and thou shalt deliver thy soul. | και συ εάν διαστείλη τω ανόμω και μη αποστρέψη από της ανομίας αυτού και της οδού αυτού αδίκου ο άνομος εκείνος εν τη αδικία αυτού αποθανείται και συ την ψυχήν σου ρύση |
20And when the righteous turns away from his righteousness, and commits a trespass, and I shall bring punishment before him, he shall die, because thou didst not warn him: he shall even die in his sins, because his righteousness shall not be remembered; but his blood will I require at thine hand. | και εν τω αποστρέφειν δίκαιον από των δικαιοσυνών αυτού και ποιήσει παράπτωμα και δώσω την βάσανον εις πρόσωπον αυτού αυτός αποθανείται ότι ου διεστείλω αυτώ και εν ταις αμαρτίαις αυτού αποθανείται διότι ου μνησθώσιν αι δικαιοσύναι αυτού ας εποίησε και το αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητήσω |
21But if thou warn the righteous not to sin, and he sin not, the righteous shall surely live, because thou hast warned him; and thou shalt deliver thine own soul. | συ δε εάν διαστείλη τω δικαίω μη αμαρτείν και αυτός μη αμάρτη ο δίκαιος ζωή ζήσεται ότι διεστείλω αυτώ και συ την εαυτού ψυχήν ρύση |
22And the hand of the Lord came upon me; and he said to me, Arise, and go forth into the plain, and there shalt thou be spoken to. | και εγένετο εκεί επ΄ εμέ χειρ κυρίου και είπε προς με ανάστηθι και έξελθε εις το πεδίον και εκεί λαληθήσεται προς σε |
23And I arose, and went forth to the plain: and, behold, the glory of the Lord stood there, according to the vision, and according to the glory of the Lord, which I saw by the river of Chobar: and I fell on my face. | και ανέστην και εξήλθον εις το πεδίον και ιδού εκεί δόξα κυρίου ειστήκει καθώς η δόξα ην ίδον επί του ποταμού του Χοβάρ και πίπτω επί πρόσωπόν μου |
24Then the Spirit came upon me, and set me on my feet, and spoke to me, and said to me, Go in, and shut thyself up in the midst of thine house. | και ήλθεν επ΄ εμέ πνεύμα και έστησέ με επί τους πόδας μου και ελάλησε προς με και είπέ μοι είσελθε και εγκείσθητι εν μέσω του οίκου σου |
25And thou, son of man, behold, bonds are prepared for thee, and they shall bind thee with them, and thou shalt not come forth of the midst of them. | και συ υιέ ανθρώπου ιδού δέδονται επί σε δεσμοί και δήσουσί σε εν αυτοίς και ου εξέλθης εκ μέσου αυτών |
26Also I will bind thy tongue, and thou shalt be dumb, and shalt not be to them a reprover: because it is a provoking house. | και την γλώσσάν σου συνδήσω τω λάρυγγί σου και αποκωφωθήση και ουκ έση αυτοίς εις άνδρα ελέγχοντα διότι οίκος παραπικραίνων εστί |
27But when I speak to thee, I will open thy mouth, and thou shalt say to them, Thus saith the Lord, He that hears, let him hear; and he that is disobedient, let him be disobedient: because it is a provoking house. | και εν τω λαλείν με προς σε ανοίξω το στόμα σου και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος κύριος ο ακούων ακουέτω και ο απειθών απειθείτω διότι οίκος παραπικραίνων εστί |
Chapter 4
[edit]1And thou, son of man, take thee a brick, and thou shalt set it before thy face, and shalt portray on it the city, even Jerusalem. | και συ υιέ ανθρώπου λάβε σεαυτώ πλίνθον και θήσεις αυτήν προ προσώπου σου και διαγράψεις επ΄ αυτήν πόλιν την Ιερουσαλήμ |
2And thou shalt besiege it, and build works against it, and throw up a mound round about it, and pitch camps against it, and set up engines round about. | και δώσεις επ΄ αυτήν περιοχήν και οικοδομήσεις επ΄ αυτήν προμαχώνας και περιβαλείς επ΄ αυτήν χάρακα και δώσεις επ΄ αυτήν παρεμβολάς και τάξεις τας βελοστάσεις κύκλω |
3And take thou to thyself an iron pan, and thou shalt set it for an iron wall between thee and the city: and thou shalt set thy face against it, and it shall be in a siege, and thou shalt besiege it. This is a sign to the children of Israel. | και συ λάβε σεαυτώ τήγανον σιδηρούν και θήσεις αυτώ τοίχον σιδηρούν αναμέσον σου και αναμέσον της πόλεως και ετοιμάσεις το πρόσωπόν σου επ΄ αυτήν και έσται εν συγκλεισμώ και συγκλείσεις αυτήν σημείόν εστι τούτο τοις υιοίς Ισραήλ |
4And thou shalt lie upon thy left side, and lay the iniquities of the house of Israel upon it, according to the number of the hundred and fifty days during which thou shalt lie upon it: and thou shalt bear their iniquities. | και συ κοιμηθήση επί το πλευρόν σου το αριστερόν και θήσεις τας αδικίας του οίκου Ισραήλ επ΄ αυτού κατά αριθμόν των ημερών ας κοιμηθήση επ΄ αυτού και λήψη τας αδικίας αυτών |
5For I have appointed thee their iniquities for a number of days, for a hundred and ninety days: so thou shalt bear the iniquities of the house of Israel. | και εγώ δέδωκά σοι τας δύο αδικίας αυτών εις αριθμόν ημερών εννενήκοντα και τριακοσίας ημέρας και λήψη τας αδικίας του οίκου Ισραήλ |
6And thou shalt accomplish this, and then shalt lie on thy right side, and shalt bear the iniquities of the house of Juda forty days: I have appointed thee a day for a year. | και συντελέσεις ταύτα και κοιμηθήση επί το πλευρόν σου το δεξιόν και λήψη τας αδικίας του οίκου Ιούδα τεσσαράκοντα ημέρας ημέραν εις ενιαυτόν τέθεικά σοι |
7So thou shalt set thy face to the siege of Jerusalem, and shalt strengthen thine arm, and shalt prophesy against it. | και εις τον συγκλεισμόν Ιερουσαλήμ ετοιμάσεις το πρόσωπόν σου και τον βραχίονά σου στερεώσεις και προφητεύσεις επ΄ αυτήν |
8And, behold, I have prepared bonds for thee, land thou mayest not turn from thy one side to the other, until the days of thy siege shall be accomplished. | και εγώ ιδού δέδωκα επί σε δεσμούς και μη στραφής από του πλευρού σου επί το πλευρόν σου έως ου συντελεσθώσιν αι ημέραι του συγκλεισμού |
9Take thou also to thee wheat, and barley, and beans, and lentils, and millet, and bread-corn; and thou shalt cast them into one earthen vessel, and shalt make them into loaves for thyself; and thou shalt eat them a hundred and ninety days, according to the number of the days during which thou sleepest on thy side. | και συ λάβε σεαυτώ πυρούς και κριθάς και κύαμον και φακόν και κέγχρον και ολύραν και εμβαλείς αυτά εις άγγος εν οστράκινον και ποιήσεις αυτά σεαυτώ εις άρτους και κατά αριθμόν των ημερών ας συ καθεύδεις επί του πλευρού σου εννενήκοντα και τριακοσίας ημέρας φάγεσαι αυτά |
10And thou shalt eat thy food by weight, twenty shekels a day: from time to time shalt thou eat them. | και το βρώμά σου ο φάγεσαι εν σταθμώ είκοσι σίκλους την ημέραν από καιρού έως καιρού φάγεσαι αυτά |
11And thou shalt drink water by measure, even from time to time thou shalt drink the sixth part of a hin. | και ύδωρ εν μέτρω πίεσαι το έκτον του ιν από καιρού έως καιρού πίεσαι |
12And thou shalt eat them as a barley cake: thou shalt bake them before their eyes in man's dung. | και εγκρυφίαν κριθινον φάγεσαι αυτά εν βολβίτοις κόπρου ανθρωπίνης εγκρύψεις αυτά κατ΄ οφθαλμούς αυτών |
13And thou shalt say, Thus saith the Lord God of Israel; Thus shall the children of Israel eat unclean things among the Gentiles. | τάδε λέγει κύριος ο θεός του Ισραήλ ούτως φάγονται οι υιοί Ισραήλ ακάθαρτα εν τοις έθνεσι εις α εκβαλώ αυτούς |
14Then I said, Not so, Lord God of Israel: surely my soul has not been defiled with uncleanness; nor have I eaten, that which died of itself or was torn of beasts from my birth until now; neither has any corrupt flesh entered into my mouth. | και είπα μηδαμώς κύριε ο θεός του Ισραήλ ει η ψυχή μου ου μεμίανται εν ακαθαρσία και θνησιμαίον και θηριάλωτον ου βέβρωκα από γένεσεώς μου έως του νυν ουδέ εισελήλυθεν εις το στόμα μου παν κρέας βέβηλον |
15And he said to me, Behold, I have given thee dung of oxen instead of man's dung, and thou shalt prepare thy loaves upon it. | και είπε προς με ιδού δέδωκά σοι βόλβιτα βοών αντί των βολβίτων των ανθρωπίνων και ποιήσεις τους άρτους επ΄ αυτών |
16And he said to me, Son of man, behold, I break the support of bread in Jerusalem: and they shall eat bread by weight and in want; and shall drink water by measure, and in a state of ruin: | και είπε προς με υιέ ανθρώπου ιδού εγώ συντρίβω στήριγμα άρτου εν Ιερουσαλήμ και φάγονται άρτον εν σταθμώ και εν ενδεία και ύδωρ εν μέτρω και εν αφανισμώ πίονται |
17that they may want bread and water; and a man and his brother shall be brought to ruin, and they shall pine away in their iniquities. | όπως ενδεείς γένωνται άρτου και ύδατος και αφανισθήσεται άνθρωπος και αδελφός αυτού και εντακήσονται εν ταις αδικίαις αυτών |
Chapter 5
[edit]1And thou, son of man, take thee a sword sharper than a barber's razor; thou shalt procure it for thyself, and shalt bring it upon thine head, and upon thy beard: and thou shalt take a pair of scales, and shalt separate the hair. | και συ υιέ ανθρώπου λάβε σεαυτώ ρομφαίαν οξείαν υπέρ ξυρόν κουρέως κτήση αυτήν σεαυτώ και επάξεις αυτήν επί την κεφαλήν σου και επί τον πώγωνά σου και λήψη ζυγόν σταθμίων και διαστήσεις αυτούς |
2A fourth part thou shalt burn in the fire in the midst of the city, at the fulfillment of the days of the siege: and thou shalt take a fourth part, and burn it up in the midst of it: and a fourth part thou shalt cut with a sword round about it: and a fourth part thou shalt scatter to the wind; and I will draw out a sword after them. | το τέταρτον εν πυρί ανακαύσεις εν μέση τη πόλει κατά την πλήρωσιν των ημερών του συγκλεισμού και λήψη το τέταρτον και κατακαύσεις αυτό εν μέσω αυτής και το τέταρτον κατακόψεις εν ρομφαία κύκλω αυτής και το τέταρτον διασκορπίσεις τω πνεύματι και μάχαιραν εκκενώσω οπίσω αυτών |
3And thou shalt take thence a few in number, and shalt wrap them in the fold of thy garment. | και λήψη εκείθεν ολίγους εν αριθμώ και συμπεριλήψη αυτούς τη αναβολή σου |
4And thou shalt take of these again, and cast them into the midst of the fire, and burn them up with fire: from thence shall come forth fire; and thou shalt say to the whole house of Israel, | και εκ τούτων λήψη έτι και ρίψεις αυτούς εις μέσον του πυρός και κατακαύσεις αυτούς εν πυρί εξ αυτής εξελεύσεται πυρ και ερείς παντί οίκω Ισραήλ |
5Thus saith the Lord; This is Jerusalem: I have set her and the countries round about her in the midst of the nations. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος αύτη η Ιερουσαλήμ εν μέσω των εθνών τέθεικα αυτήν και τας κύκλω αυτής χώρας |
6And thou shalt declare mine ordinances to the lawless one from out of the nations; and my statutes to the sinful one of the countries round about her: because they have rejected mine ordinances, and have not walked in my statutes. | και ερείς τα δικαιώματά μου τη ανόμω εκ των εθνών και τα νόμιμά μου των χωρίων των κύκλω αυτής διότι τα δικαιώματά μου απώσαντο και εν τοις νομίμοις μου ουκ επορεύθησαν εν αυτοίς |
7Therefore thus saith the Lord, Because your occasion for sin has been taken from the nations round about you, and ye have not walked in my statutes, nor kept mine ordinances, nay, ye have not even done according to the ordinances of the nations round about you; therefore thus saith the Lord; | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ η αφορμή υμών εκ των εθνών των κύκλω υμών και εν τοις νομίμοις μου ουκ επορεύθητε και τα δικαιώματά μου ουκ εποιήσατε αλλ΄ ουδέ κατά το δικαιώματα των εθνών των κύκλω υμών ου πεποιήκατε |
8Behold, I am against thee, and I will execute judgment in the midst of thee in the sight of the nations. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επί σε και ποιήσω εν μέσω σου κρίμα ενώπιον των εθνών |
9And I will do in thee things which I have not done, and the like of which I will not do again, for all thine abominations. | και ποιήσω εν σοι α ου πεποίηκα και ου ποιήσω όμοια αυτοίς έτι κατά πάντα τα βδελύγματά σου |
10Therefore the fathers shall eat their children in the midst of thee, and children shall eat their fathers; and I will execute judgments in thee, and I will scatter all that are left of thee to every wind. | διά τούτο πατέρες φάγονται τα τέκνα εν μέσω σου και τέκνα φάγονται πατέρας και ποιήσω εν σοι κρίματα και διασκορπιώ πάντας τους καταλοίπους σου εις πάντα άνεμον |
11Therefore, as I live, saith the Lord; surely, because thou hast defiled my holy things with all thine abominations, I also will reject thee; mine eye shall not spare, and I will have no mercy. | διά τούτο ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος ημήν ανθ΄ τα άγιά μου εμίανας εν πάσι τοις προσοχθίσμασί σου και εν πάσι τοις βδελύγμασί σου καγώ απώσομαί σε ου φείσεταί μου ο οφθαλμός καγώ ουκ ελεήσω |
12A fourth part of thee shall be cut off by pestilence, and a fourth part of thee shall be consumed in the midst of thee with famine: and as for another fourth part of thee, I will scatter them to every wind; and a fourth part of thee shall fall by sword round about thee, and I will draw out a sword after them. | το τέταρτόν σου εν θανάτω αναλωθήσεται και το τέταρτόν σου εν λιμώ συντελεσθήσεται εν μέσω σου και το τέταρτόν σου εις πάντα άνεμον σκορπιώ αυτούς και το τέταρτόν σου εν ρομφαία πεσούνται κύκλω σου και μάχαιραν εκκενώσω οπίσω αυτών |
13And my wrath and mine anger shall be accomplished upon them: and thou shalt know that I the Lord have spoken in my jealousy, when I have accomplished mine anger upon them. | και συντελεσθήσεται ο θυμός μου και η οργή μου επ΄ αυτούς και παρακληθήσομαι και γνώση διότι εγώ κύριος λελάληκα εν τω ζήλω μου εν τω συντελέσαι με την οργήν επ΄ αυτούς |
14And I will make thee desolate, and thy daughters round about thee, in the sight of every one that passes through. | και θήσομαί σε εις έρημον και τας θυγατέρας σου κύκλω σου ενώπιον παντός διοδεύοντος |
15And thou shalt be mourned over and miserable among the nations round about thee, when I have executed judgments in thee in the vengeance of my wrath. I the Lord have spoken. | και έση στενακτή και δειλαια εν τοις έθνεσι κύκλω σου εν τω ποιήσαί με εν σοι κρίματα εν οργή και εν θυμώ και εν εκδικήσει θυμού εγώ κύριος λελάληκα |
16And when I have sent against them shafts of famine, then they shall be consumed, and I will break the strength of thy bread. | εν τω εξαποστείλαί με τας βολίδας του λιμού επ΄ αυτούς και έσονται εις έκλειψιν και αποστελώ αυτάς διαφθείραι υμάς και λιμόν συνάξω εφ΄ υμάς και συντρίψω στήριγμα άρτου σου |
17So I will send forth against thee famine and evil beasts, and I will take vengeance upon thee; and pestilence and blood shall pass through upon thee; and I will bring a sword upon thee round about. I the Lord have spoken. | και εξαποστελώ επί σε λιμόν και θηρία πονηρά και τιμωρήσομαί σε και θάνατος και αίμα διελεύσονται επί σε και μάχαιραν επάξω επί σε εγώ κύριος λελάληκα |
Chapter 6
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, set thy face against the mountains of Israel, and prophesy against them; | υιέ ανθρώπου στήριξον το πρόσωπόν σου επί τα όρη Ισραήλ και προφήτευσον επ΄ αυτά |
3and thou shalt say, Ye mountains of Israel, hear the word of the Lord; thus saith the Lord to the mountains, and to the hills, and to the valleys, and to the forests; Behold, I bring a sword upon you, and your high places shall be utterly destroyed. | και ερείς τα όρη Ισραήλ ακούσατε τον λόγον Αδωναϊ κυρίου τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τοις όρεσι και τοις βουνοίς και ταις φάραγξι και ταις νάπαις ιδού εγώ επάγω εφ΄ υμάς ρομφαίαν και εξολοθρευθήσεται τα υψηλά υμών |
4And your altars shall be broken to pieces, and your consecrated plats; and I will cast down your slain men before your idols. | και συντριβήσονται τα θυσιαστήρια υμών και τα τεμένη υμών και καταβαλώ τραυματίας υμών ενώπιον των ειδώλων υμών και δώσω τα πτώματα των υιών Ισραήλ κατά πρόσωπον των ειδώλων αυτών |
5And I will scatter your bones round about your altars, | και διασκορπιώ τα οστά υμών κύκλω των θυσιαστηρίων υμών |
6and in all your habitations: the cities shall be made desolate, and the high places utterly laid waste; that your altars may be destroyed, and your idols be broken to pieces, and your consecrated plats be abolished. | εν πάση τη κατοικία υμών αι πόλεις εξερημωθήσονται και τα υψηλά αφανισθήσεται όπως εξολοθρευθή τα θυσιαστήρια υμών και συντριβήσονται και καταπαύσονται τα είδωλα υμών και εξαρθή τα τεμένη υμών και εξαλειφθώσι τα έργα υμών |
7And slain men shall fall in the midst of you, and ye shall know that I am the Lord. | και πεσούνται τραυματίαι εν μέσω υμών και επιγνώσεσθε ότι εγώ κύριος |
8When there are some of you escaping from the sword among the Gentiles, and when ye are scattered in the countries; | και υπολείψομαι εν τω γενέσθαι εξ υμών ανασωζομένους εκ ρομφαίας εν τοις έθνεσι και εν τω διασκορπισμώ εν ταις χώραις |
9then they of you that escape among the nations whither they were carried captive shall remember me; (I have sworn an oath against their heart that goes a-whoring from me, and their eyes that go a-whoring after their practices;) and they shall mourn over themselves for all their abominations. | και μνησθήσονταί μου οι ανασωζόμενοι εξ υμών εν τοις έθνεσιν ου ηχμαλωτεύθησαν εκεί ομώμοκα τη καρδία αυτών τη εκπορνευούση απ΄ εμού και τοις οφθαλμοις αυτών τοις εκπορνεύουσιν οπίσω των επιτηδευμάτων αυτών και κόψονται κατά πρόσωπα αυτών περί των κακών ων εποίησαν εν πάσι τοις βδελύγμασιν αυτών |
10And they shall know that I the Lord have spoken. | και επιγνώσονται διότι εγώ κύριος ουκ εις δωρεάν λελάληκα του ποιήσαι αυτοίς πάντα τα κακά ταύτα |
11Thus saith the Lord; Clap with thy hand, and stamp with thy foot and say, Aha, aha! for all the abominations of the house of Israel: they shall fall by the sword, and by pestilence, and by famine. | τάδε λέγει κύριος κρότησον τη χειρί και ψόφησον τω ποδί και είπον εύγε επί πάσι τοις βδελύγμασιν οίκου Ισραήλ εν ρομφαία και εν θανάτω και εν λιμώ πεσούνται |
12He that is near shall fall by the sword; and he that is far off shall die by the pestilence; and he that is in the siege shall be consumed with famine: and I will accomplish mine anger upon them. | ο μακράν εν θανάτω τελευτήσει ο δε εγγύς εν ρομφαία πεσείται και ο υποιλειφθείς και ο περιεχόμενος εν λιμώ συντελεσθήσεται και συντελέσω την οργήν μου επ΄ αυτούς |
13Then ye shall know that I am the Lord, when your slain are in the midst of your idols round about your altars, on every high hill, and under every shady tree, where they offered a sweet savour to all their idols. | και γνώσεσθε ότι εγώ κύριος εν τω είναι τους τραυματίας υμών εν μέσω των ειδώλων υμών κύκλω των θυσιαστηρίων υμών επί πάντα βουνόν υψηλόν και εν πάσαις κορυφαίς των ορέων και υποκάτω δένδρου συσκίου και υποκάτω πάσης δρυός δασείας ου έδωκαν εκεί οσμήν ευωδίας πάσι τοις ειδώλοις αυτών |
14And I will stretch out my hand against them, and I will make the land desolate and ruined from the wilderness of Deblatha, in all their habitations: and ye shall know that I am the Lord. | και εκτενώ την χείρά μου επ΄ αυτούς και θήσομαι την γην εις αφανισμόν και εις όλεθρον από της ερήμου Δεβλαθά εκ πάσης της κατοικεσιας αυτών και επιγνώσεσθε ότι εγώ κύριος |
Chapter 7
[edit]1Moreover the word of the Lord came to me, saying, Also, thou, son of man, say, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Thus saith the Lord; An end is come to the land of Israel, the end is come on the four corners of the land. | και συ υιέ ανθρώπου τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τη γη του Ισραήλ πέρας ήκει το πέρας ήκει επί τας τέσσαρας πτέρυγας της γης |
3The end is come on thee, | ήκει το πέρας νυν το πέρας προς σε και αποστελώ τον θυμόν μου εγώ επί σε και εκδικήσω σε εν ταις οδοίς σου και δώσω επί σε πάντα τα βδελύγματά |
4the inhabitant of the land: the time is come, the day has drawn nigh, not with tumult, nor with pangs. | ου φείσεται ο οφθαλμός μου επί σε ουδέ ελεήσω διότι την οδόν σου επί δώσω και τα βδελύγματά σου εν μέσω σου έσται και γνώση διότι εγώ κύριος |
5Now I will pour out my anger upon thee near at hand, and I will accomplish my wrath on thee: and I will judge thee for thy ways, and recompense upon thee all thine abominations. | διότι τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος κακία μία κακία ιδού πάρεστι |
6Mine eye shall not spare, nor will I have any mercy: for I will recompense thy ways upon thee, and thine abominations shall be in the midst of thee; and thou shalt know that I am the Lord that smite thee. | το πέρας ήκει ήκει το πέρας εξηγέρθη προς σε |
7Now the end is come to thee, and I will send judgment upon thee: and I will take vengeance on thy ways, and will recompense all thine abominations upon thee. | ιδού ήκει πλοκή επί σε τον κατοικούντα την γην ήκει ο καιρός ήγγικεν η ημέρα ου μετά θορύβων ουδέ μετ΄ ωδίνων |
8Mine eye shall not spare, nor will I have any mercy: for I will recompense thy way upon thee, and thine abominations shall be in the midst of thee; and thou shalt know that I am the Lord. | νυν εγγύθεν εκχεώ την οργήν μου επί σε και συντελέσω τον θυμόν μου εν σοι και κρινώ σε εν ταις οδοίς σου και δώσω επί σε πάντα τα βδελύγματά σου |
9For thus saith the Lord; Behold, the end is come. | ου φείσεται ο οφθαλμός μου ουδε ελεήσω κατά τας οδούς σου επί σε δώσω και τα βδελύγματά σου εν μέσω σου έσονται και επιγνώση διότι εγώ ειμι κύριος ο τύπτων |
10Behold, the day of the Lord! although the rod has blossomed, | ιδού η ημέρα κυριου ήκει η ράβδος ήνθηκεν |
11pride has sprung up, and will break the staff of the wicked one, and that not with tumult, nor with haste. | η ύβρις εξανέστηκε και συντρίψει στήριγμα ανόμου και ου μετά θορύβου ουδέ μετά σπουδής |
12The time is come, behold the day: let not the buyer rejoice, and let not the seller mourn. | ήκει ο καιρός ιδού η ημέρα ο κτώμενος μη χαιρέτω και ο πωλών μη θρηνείτω ότι οργή εις παν το πλήθος αυτής |
13For the buyer shall never again return to the seller, neither shall a man cleave with the eye of hope to his life. | διότι ο κτώμενος προς τον πωλούντα μη επιστρέψει και έτι εν ζωή το ζην αυτών ότι όρασις εις παν το πλήθος αυτών ουκ ανακάμψει και άνθρωπος εν οφθαλμοίς ζωής αυτού ου κρατήσει |
14Sound ye the trumpet, and pass sentence on all together. | σαλπίσατε εν σάλπιγγι και κρίνατε τα σύμπαντα και ουκ έστι πορευόμενος εις τον πόλεμον ότι η οργή μου επί παν το πλήθος αυτής |
15There shall be war with the sword without, and famine and pestilence within: he that is in the field shall die by the sword; and famine and pestilence shall destroy them that are in the city. | η ρομφαία έξωθεν και ο λιμός και ο θάνατος έσωθεν ο εν τω πεδίω εν ρομφαία τελευτήσει τους δε εν τη πόλει λιμός και θάνατος συντελέσει |
16But they that escape of them shall be delivered, and shall be upon the mountains: and I will slay all the rest, every one for his iniquities. | και ανασωθήσονται οι ανασωζόμενοι εξ αυτών και έσονται επί των ορέων ως περιστερά μελετητή και πάντας αποκτενώ έκαστον εν ταις αδικίαις αυτού |
17All hands shall be completely weakened, and all thighs shall be defiled with moisture. | πάσαι χείρες εκλυθήσονται και πάντες μηροί μολυνθήσονται υγρασία |
18And they shall gird themselves with sackcloth, and amazement shall cover them; and shame shall be upon them, even upon every face, and baldness upon every head. | και περιζώσονται σάκκους και καλύψει αυτούς θάμβος και επί παν πρόσωπον αισχύνη επ΄ αυτούς και επί πάσαν κεφαλήν φαλάκρωμα |
19Their silver shall be cast forth in the streets, and their gold shall be despised: their souls shall not be satisfied, and their bellies shall not be filled: for it was the punishment of their iniquities. | το αργύριον αυτών ριφήσεται εν ταις πλατείαις και το χρυσίον αυτών υπεροφθήσεται το αργύριον αυτών και το χρυσίον αυτών ου δυνήσεται εξελέσθαι αυτούς εν ημέρα οργής κυρίου αι ψυχαί αυτών ου εμπλησθώσι και αι κοιλίαι αυτών ου πληρωθήσονται διότι βάσανος των αδικιών αυτών εγένετο |
20As for their choice ornaments, they employed them for pride, and they made of them images of their abominations: therefore have I made them uncleanness to them. | εκλεκτά κόσμου εις υπερηφανίαν έθεντο αυτά και εικόνας των βδελυγμάτων αυτών εποίησαν εξ αυτών ένεκεν τούτου δέδωκα αυτά αυτοίς εις ακαθαρσίαν |
21And I will deliver them into the hands of strangers to make them a prey, and to the pests of the earth for a spoil; and they shall profane them. | και παραδώσω αυτά εις χείρας αλλοτρίων του διαρπάσαι αυτά και τοις λοιμοίς της γης εις σκύλα και βεβηλώσουσιν αυτά |
22And I will turn away my face from them, and they shall defile my charge, and shall go in to them unguardedly, and profane them. | και αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ΄ αυτών και μιανούσι την επισκοπήν μου και εισελεύσονται εις αυτά αφυλάκτως και βεβηλώσουσιν αυτά |
23And they shall work uncleanness: because the land is full of strange nations, and the city is full of iniquity. | και ποιήσουσι φυρμόν διότι η γη πλήρης κρίσεως αιμάτων και η πόλις πλήρης ανομίας και άξω πονηρούς εθνών και κληρονομήσουσιν τους οίκους αυτών |
24And I will turn back the boasting of their strength; and their holy things shall be defiled. | και αποστρέψω το φρύαγμα της ισχύος αυτών και μιανθήσεται τα άγια αυτών |
25And though propitiation shall come, and one shall seek peace, yet there shall be none. | εξιλασμός ήξει και ζητήσει ειρήνην και ουκ έσται |
26There shall be woe upon woe, and there shall be message upon message; and a vision shall be sought from a prophet; but the law shall perish from the priest, and counsel from the elders. | ουαί επί ουαί έσται και αγγελία επί αγγελίαν έσται και ζητηθήσεται όρασις εκ προφήτου και νόμος απολείται εξ ιερέως και βουλή εκ πρεσβυτέρων ο βασιλεύς πενθήσει |
27The prince shall clothe himself with desolation, and the hands of the people of the land shall be made feeble: I will do to them according to their ways, and according to their judgments will I punish them; and they shall know that I am the Lord. | και ο άρχων ενδύσεται αφανισμόν και αι χείρες του λαού της γης παραλυθήσονται κατά τας οδούς αυτών ποιήσω αυτοίς και εν τοις κρίμασιν αυτών εκδικήσω αυτούς και γνώσονται ότι εγώ κύριος |
Chapter 8
[edit]1And it came to pass in the sixth year, in the fifth month, on the fifth day of the month, I was sitting in the house, and the elders of Juda were sitting before me: and the hand of the Lord came upon me. | και εγένετο εν τω έκτω έτει εν τω έκτω μηνί πέμπτη του μηνός εγώ εκαθήμην εν τω οίκω μου και οι πρεσβύτεροι Ιούδα εκάθηντο ενώπιόν μου και εγένετο επ΄ εμέ χειρ Αδωναϊ κυρίου |
2And I looked, and, behold, the likeness of a man: from his loins and downwards there was fire, and from his loins upwards there was as the appearance of amber. | και είδον και ιδού ομοίωμα ανδρός από της οσφύος αυτού και έως κάτω πυρ και από της οσφύος αυτού και υπεράνω αυτού ως όρασις φέγγους ως είδος του ηλέκτρου |
3And he stretched forth the likeness of a hand, and took me by the crown of my head; and the Spirit lifted me up between the earth and sky, and brought me to Jerusalem in a vision of God, to the porch of the gate that looks to the north, where was the pillar of the Purchaser. | και εξέτεινεν ομοίωμα χειρός και ανέλαβέ με επί του κρασπέδου της κορυφής μου και ανέλαβέ με πνεύμα αναμέσον της γης και αναμέσον του ουρανού και ήγαγέ με εις Ιερουσαλήμ εν οράσει θεού επί τα πρόθυρα της πύλης της εσωτέρας της βλεπούσης προς βορράν ου ην η στήλη του κτωμένου |
4And, behold, the glory of the Lord God of Israel was there, according to the vision which I saw in the plain. | και ιδού ην εκεί δόξα κυρίου θεού Ισραήλ κατά την όρασιν ην ίδον εν τω πεδίω |
5And he said to me, Son of man, lift up thine eyes toward the north. So I lifted up mine eyes toward the north, and, behold, I looked from the north toward the eastern gate. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου ανάβλεψον τοις οφθαλμοίς σου προς βορράν και ανέβλεψα τους οφθαλμούς μου προς βορράν και ιδού από βορρά επί την πύλην την προς ανατολάς του θυσιαστηρίου η εικών του ζήλου τούτου εν τω εισπορεύεσθαι αυτήν |
6And he said to me, Son of man, hast thou seen what these do? They commit great abominations here so that I should keep away from my sanctuary: and thou shalt see yet greater iniquities. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου εώρακας τι ούτοι ποιούσιν ανομίας μεγάλας ας ο οίκος Ισραήλ ποιούσιν ώδε του απέχεσθαι από των αγίων μου και έτι όψει ανομίας μείζονας |
7And he brought me to the porch of the court. | και εισήγαγέ με επί τα πρόθυρα της αυλής και ίδον και ιδού οπή μία εν τω τοίχω |
8And he said to me, Son of man, dig: so I dug, and behold a door. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου όρυξον εν τω τοίχω και ώρυξα εν τω τοίχω και ιδού θύρα |
9And he said to me, Go in, and behold the iniquities which they practise here. | και είπε προς με είσελθε και ίδε τας ανομίας τας πονηράς ας ούτοι ποιούσιν ώδε |
10So I went in and looked; and beheld vain abominations, and all the idols of the house of Israel, portrayed upon them round about. | και εισήλθον και ίδον και ιδού πάσα ομοίωσις ερπετού και κτήνους μάταια βδελύγματα και πάντα τα είδωλα οίκου Ισραήλ διαγεγραμμένα επ΄ του τοίχου κύκλω διόλου |
11And seventy men of the elders of the house of Israel, and Jechonias the son of Saphan stood in their presence in the midst of them, and each one held his censer in his hand; and the smoke of the incense went up. | και εβδομήκοντα άνδρες εκ των πρεσβυτέρων οίκου Ισραήλ και Ιεζονίας ο του Σαφάν ειστήκει προ προσώπου αυτών και έκαστος το θυμιατήριον αυτού είχεν εν τη χειρί και η ατμίς του θυμιάματος ανέβαινε |
12And he said to me, Thou hast seen, son of man, what the elders of the house of Israel do, each one of them in their secret chamber: because they have said, The Lord see not; The Lord has forsaken the earth. | και είπε προς με εώρακας υιέ ανθρώπου α οι πρεσβύτεροι του οίκου Ισραήλ ποιούσιν εν σκότει έκαστος αυτών εν τω κοιτώνι τω κρυπτώ αυτών διότι είπαν ουχ ορά ο κύριος εγκαταλέλοιπε κύριος την γην |
13And he said to me, Thou shalt see yet greater iniquities which these do. | και είπε προς με έτι όψει ανομίας μείζονας ας ούτοι ποιούσι |
14And he brought me in to the porch of the house of the Lord that looks to the north; and, behold there were women sitting there lamenting for Thammuz. | και εισήγαγέ με επί τα πρόθυρα της πύλης οίκου κυρίου της βλεπούσης προς βορράν και ιδού εκεί γυναίκες καθήμεναι θρηνούσαι τον Θαμμούζ |
15And he said to me, Son of man, thou hast seen; but thou shalt yet see evil practices greater then these. | και είπε προς με εώρακας υιέ ανθρώπου και έτι όψει επιτηδεύματα μείζονα τούτων |
16And he brought me into the inner court of the house of the Lord, and at the entrance of the temple of the Lord, between the porch and the altar, were about twenty men, with their back parts toward the temple of the Lord, and their faces turned the opposite way; and these were worshipping the sun. | και εισήγαγέ με εις την αυλήν οίκου κυρίου την εσωτέραν και επί των προθύρων του ναού κυρίου αναμέσον του αιλάμ και αναμέσον του θυσιαστηρίου ως είκοσι και πέντε άνδρες τα οπίσθια αυτών προς τον ναόν του κυρίου και τα πρόσωπα αυτών απέναντι ανατολών και ούτοι προσκυνούσι κατά ανατολάς τω ηλίω |
17And he said to me, Son of man, thou hast seen this. Is it a little thing to the house of Juda to practise the iniquities which they have practised here? for they have filled the land with iniquity: and, behold, these are as scorners. | και είπε προς με εώρακας υιέ ανθρώπου μη μικρόν τω οίκω Ιούδα του ποιείν τας ανομίας ας πεποιήκασιν ώδε διότι έπλησαν την γην ανομίας και επέστρεψαν του παροργίσαι με και ιδού αυτοί εκτείνουσι το κλήμα ως μυκτηρίζοντες |
18Therefore will I deal with them in wrath: mine eye shall not spare, nor will I have any mercy. | και εγώ ποιήσω αυτοίς μετά θυμού ου φείσεται ο οφθαλμός μου ουδέ ελεήσω και καλέσωσιν εν τοις ωσί μου φωνή μεγάλη και ουκ εισακούσω αυτών |
Chapter 9
[edit]1And he cried in mine ears with a loud voice, saying, The judgment of the city has drawn nigh; and each had the weapons of destruction in his hand. | και ανέκραγεν εις τα ωτά μου φωνή μεγάλη λέγων ήγγικεν η εκδίκησις της πόλεως και έκαστος είχε τα σκεύη της εξολοθρεύσεως εν τη χειρί αυτού |
2And, behold, six men came from the way of the high gate that looks toward the north, and each one's axe was in his hand; and there was one man in the midst of them clothed with a long robe down to the feet, and a sapphire girdle was on his loins: and they came in and stood near the brazen altar. | και ιδού εξ άνδρες ήρχοντο από της οδού της πύλης της υψηλής της βλεπούσης προς βορράν και εκάστου πέλυξ εξολοθρεύσεως εν τη χειρί και εις ανήρ εν μέσω αυτών ενδεδυκώς ποδήρη και ζώνη σαπφείρου επί της οσφύος αυτού και εισήλθον και έστησαν εχόμενοι του θυσιαστηρίου του χαλκού |
3And the glory of the God of Israel, that was upon them, went up from the cherubs to the porch of the house. And he called the man that was clothed with the long robe, who had the girdle on his loins; | και η δόξα του θεού του Ισραήλ ανέβη από των χερουβείμ η ούσα επ΄ αυτών εις το αίθριον του οίκου και εκάλεσε τον άνδρα τον ενδεδυκότα τον ποδήρη ος είχεν επί της οσφύος αυτού την ζώνην |
4And said to him, Go through the midst of Jerusalem, and set a mark on the foreheads of the men that groan and that grieve for all the iniquities that are done in the midst of them. | και είπεν κύριος προς αυτόν δίελθε μέσην την πόλιν και μέσην την Ιερουσαλήμ και δος το σημείον επί τα μέτωπα των ανδρών των καταστεναζόντων και των κατοδυνωμένων επί πάσαις ταις ανομίαις ταις γινομέναις εν μέσω αυτών |
5And he said to the first in my hearing, Go after him into the city, and smite: and let not your eyes spare, and have no mercy. | και τούτοις είπεν ακούοντός μου πορεύεσθε εις την πόλιν οπίσω αυτού και κόπτετε και μη φείδεσθε τοις οφθαλμοίς υμών και μη ελεήσητε |
6Slay utterly old man and youth, and virgin, and infants, and women: but go ye not nigh any on whom is the mark: begin at my sanctuary. So they began with the elder men who were within in the house. | πρεσβύτερον και νεανίσκον και παρθένον και νήπια και γυναίκας αποκτείνατε εις εξάλειψιν επί δε πάντας εφ΄ ους εστί το σημείον μη εγγίσητε και από των αγίων μου άρξασθε και ήρξαντο από των ανδρών των πρεσβυτέρων οι ήσαν έσω εν τω οίκω |
7And he said to them, Defile the house, and go out and fill the ways with dead bodies, and smite. | και είπε προς αυτούς μιάνατε τον οίκον και πλήσατε τας οδούς νεκρών και εκπορευόμενοι κόπτετε |
8And it came to pass as they were smiting, that I fell upon my face, and cried out, and said, Alas, O Lord! wilt thou destroy the remnant of Israel, in pouring out thy wrath upon Jerusalem? | και εγένετο εν τω κόπτειν αυτούς και πίπτω επί πρόσωπόν μου και ανεβόησα και είπα οίμοι Αδωναϊ κύριε εξαλείφεις συ τους καταλοίπους του Ισραήλ εν τω εκχέαι τον θυμόν επί Ιερουσαλήμ |
9Then said he to me, The iniquity of the house of Israel and Juda is become very exceedingly great: for the land is filled with many nations, and the city is filled with iniquity and uncleanness: because they have said, The Lord has forsaken the earth, The Lord looks not upon it. | και είπε προς με αδικία του οίκου Ισραήλ και Ιούδα μεμεγάλυνται σφόδρα σφόδρα ότι επλήσθη η γη λαών πολλών και η πόλις επλήσθη αδικίας και ακαθαρσίας ότι είπαν εγκαταλέλοιπε κύριος την γην ουκ εφορά ο κύριος |
10Therefore mine eye shall not spare, neither will I have any mercy: I have recompensed their ways upon their heads. | και ου φείσεται ο οφθαλμός μου ουδέ ελεήσω τας οδούς αυτών εις κεφαλάς αυτών δέδωκα |
11And, behold, the man clothed with the long robe, and girt with the girdle about his loins, answered and said, I have done as thou didst command me. | και ιδού ο ανήρ ο ενδεδυκώς τον ποδήρη και εζωσμένος τη ζώνη την οσφύν αυτού και απεκρίνατο λέγων πεποίηκα καθώς ενετείλω μοι |
Chapter 10
[edit]1Then I looked, and, behold, over the firmament that was above the head of the cherubs there was a likeness of a throne over them, as a sapphire stone. | και ίδον και ιδού επάνω του στερεώματος του υπέρ κεφαλής των χερουβείμ ως λίθος σαπφείρου ομοίωμα θρόνου επ΄ αυτών |
2And he said to the man clothed with the long robe, Go in between the wheels that are under the cherubs, and fill thine hands with coals of fire from between the cherubs, and scatter them over the city. And he went in my sight. | και είπε προς τον άνδρα τον ενδεδυκότα την στολήν είσελθε εις το μέσον των τροχών των υποκάτω των χερουβείμ και πλήσον τας δράκας σου ανθράκων πυρός εκ μέσου των χερουβείμ και διασκόρπισον επί την πόλιν και εισήλθεν ενώπιόν μου |
3And the cherubs stood on the right hand of the house, as the man went in; and the cloud filled the inner court. | και τα χερουβείμ ειστήκει εκ δεξιών του οίκου εν τω εισπορεύεσθαι τον άνδρα και η νεφέλη έπλησε την αυλήν την εσωτέραν |
4Then the glory of the Lord departed from the cherubs to the porch of the house; and the cloud filled the house, and the court was filled with the brightness of the glory of the Lord. | και απήρεν η δόξα κυρίου από των χερουβείμ εις το αίθριον του οίκου και έπλησε τον οίκον η νεφέλη και η αυλή επλήσθη του φέγγους της δόξης κυρίου |
5And the sound of the cherubs' wings was heard as far as the outer court, as the voice of the Almighty God speaking. | και φωνή των πτερύγων των χερουβείμ ηκούετο έως της αυλής της εξωτέρας ως φωνή θεού σαδδαϊ λαλούντος |
6And it came to pass, when he gave a charge to the man clothed with the sacred robe, saying, Take fire from between the wheels from between the cherubs, that he went in, and stood near the wheels. | και εγένετο εν τω εντέλλεσθαι αυτόν τω ανδρί τω ενδεδυκότι την στολήν την αγίαν λέγων λάβε πυρ εκ μέσου των τροχών εκ του μεταξύ των χερουβείμ και εισήλθε και έστη εχόμενος των τροχών |
7And he stretched forth his hand into the midst of the fire that was between the cherubs, and took thereof, and put it into the hands of the man clothed with the sacred robe: and he took it, and went out. | και εξέτεινεν ο χερούβ την χείρα αυτού εις μέσον του πυρός του όντος εις μέσω των χερουβείμ και έλαβε και έδωκεν εις τας χείρας του ενδεδυκότος την στολήν την αγίαν και έλαβε και εξήλθε |
8And I saw the cherubs having the likeness of men's hands under their wings. | και ίδον τα χερουβείμ ομοίωμα χειρών ανθρώπων υποκάτωθεν των πτερύγων αυτών |
9And I saw, and behold, four wheels stood by the cherubs, one wheel by each cherub: and the appearance of the wheels was as the appearance of a carbuncle stone. | και ίδον και ιδού τέσσαρες τροχοί ειστήκεισαν εχόμενοι των χερουβείμ τροχός εις εχόμενος χερούβ ενός και τροχός εις εχόμενος χερούβ ενός και η όψις των τροχών ως όψις λίθου άνθρακος |
10And as for their appearance, there was one likeness to the four, as if there should be a wheel in the midst of a wheel. | και όψις αυτών ομοίωμα εν τοις τέσσαρσιν ον τρόπον όταν η τροχός εν μέσω τροχού |
11When they went, they went on their four sides; they turned not when they went, for whichever way the first head looked, they went; and they turned not as they went. | εν τω πορεύεσθαι αυτά εις τα τέσσαρα μέρη αυτών επορεύοντο ουκ επέστρεφον εν τω πορεύεσθαι αυτά ότι εις ον αν τόπον επέβλεψεν η αρχή η μία οπίσω αυτού επορεύοντο και ουκ επέστρεφον εν τω πορεύεσθαι |
12And their backs, and their hands, and their wings, and the wheels, were full of eyes round about the four wheels. | και πάσα η σαρξ αυτών και οι νώτοι αυτών και αι χείρες και αι πτέρυγες αυτών και οι τροχοί πλήρεις οφθαλμών κυκλόθεν τοις τέσσαρσι τροχοίς αυτών |
13And these wheels were called Gelgel in my hearing. | τοις δε τροχοίς τούτοις επεκλήθη Γέλγελ ακούοντός μου |
14And the cherubs were the same living creature which I saw by the river of Chobar. | και τέσσαρα πρόσωπα τω ενί το πρόσωπον του ενός πρόσωπον του χερούβ και το πρόσωπον το δευτέρον πρόσωπον ανθρώπου και το τρίτον πρόσωπον λέοντος και το τέταρτον πρόσωπον αετού |
15And when the cherubs went, the wheels went, and they were close to them: and when the cherubs lifted up their wings to mount up from the earth, their wheels turned not. | και απήραν τα χερουβείμ τούτο το ζώον ο ίδον επί του ποταμού του Χοβάρ |
16When they stood, the wheels stood; and when they mounted up, the wheels mounted up with them: because the spirit of life was in them. | και εν τω πορεύεσθαι τα χερουβείμ επορεύοντο οι τροχοί και ούτοι εχόμενοι αυτών και εν τω εξαίρειν τα χερουβείμ τας πτέρυγας αυτών του μετεωρίζεσθαι από της γης ουκ επέστρεφον οι τροχοί αυτών και γε αυτοί από των εχόμενα αυτών |
17Then the glory of the Lord departed from the house, and went up on the cherubs. | εν τω εστάναι αυτά ειστήκεισαν και εν τω μετεωρίζεσθαι αυτα εμετεωρίζοντο μετ΄ αυτών διότι πνεύμα ζωής ην εν αυτοίς |
18And the cherubs lifted up their wings, and mounted up from the earth in my sight: when they went forth, the wheels were also beside them, and they stood at the entrance of the front gate of the house of the Lord; and the glory of the God of Israel was upon them above. | και εξήλθε δόξα κυρίου από του αιθρίου του οίκου και επέβη επί τα χερουβείμ |
19This is the living creature which I saw under the God of Israel by the river of Chobar; and I knew that they were cherubs. | και ανέλαβον τα χερουβείμ τας πτέρυγας αυτών και εμετεωρίσθησαν από της γης ενώπιόν μου εν τω εξελθείν αυτά και οι τροχοί εχόμενοι αυτών και έστησαν επί τα πρόθυρα της πύλης οίκου κυρίου της απέναντι και δόξα θεού Ισραήλ ην επ΄ αυτών υπεράνω |
20Each one had four faces, and each one had eight wings; and under their wings was the likeness of men's hands. | τούτο το ζώόν εστιν ο ίδον υποκάτω θεού Ισραήλ επί του ποταμού του Χοβάρ και έγνων ότι χερουβείμ εστι |
21And as for the likeness of their faces, these are the same faces which I saw under the glory of the God of Israel by the river of Chobar: and they went each straight forward. | τέσσαρα πρόσωπα τω ενί και τέσσαρες πτέρυγες τω ενί και ομοίωμα χειρών ανθρώπων υποκάτωθεν των πτερύγων αυτών |
22 | και ομοίωμα των προσώπων αυτών ταύτα τα πρόσωπά εστιν α ίδον υποκάτω της δόξης του θεού Ισραήλ επί του ποταμού του Χοβάρ την όρασιν αυτών και αυτά έκαστον αυτών κατά πρόσωπον αυτών επορεύοντο |
Chapter 11
[edit]1Moreover the Spirit took me up, and brought me to the front gate of the house of the Lord, that looks eastward: and behold at the entrance of the gate were about five and twenty men; and I saw in the midst of them Jechonias the son of Ezer, and Phaltias the son of Banaeas, the leaders of the people. | και ανέλαβέ με πνεύμα και ήγαγέ με επί την πύλην του οίκου κυρίου την κατέναντι την βλέπουσαν κατά ανατολάς και ιδού επί των προθύρων της πύλης ως είκοσι και πέντε άνδρες και ίδον εν μέσω αυτών τον Ιεχονίαν τον του Εζερ και Φαλτίαν τον του Βαναίου τους αφηγουμένους του λαού |
2And the Lord said to me, Son of man, these are the men that devise vanities, and take evil counsel in this city: | και είπε προς με υιέ ανθρώπου ούτοι οι άνδρες οι λογιζόμενοι μάταια και βουλευόμενοι βουλήν πονηράν εν τη πόλει ταύτη |
3who say, Have not the houses been newly built? This is the caldron, and we are the flesh. | οι λέγοντες ουχί προσφάτως ωκοδόμηνται αι οικίαι αύτη εστίν ο λέβης ημείς δε τα κρέα |
4Therefore prophesy against them, prophesy, son of man. | διά τούτο προφήτευσον επ΄ αυτούς προφήτευσον υιέ ανθρώπου |
5And the Spirit of the Lord fell upon me, and said to me, say; Thus saith the Lord; Thus have ye said, O house of Israel: and I know the devices of your spirit. | και έπεσεν επ΄ εμέ πνεύμα κυρίου και είπε προς με λέγε τάδε λέγει κύριος ούτως είπατε οίκος Ισραήλ και τα διαβούλια του πνεύματος υμών εγώ επίσταμαι |
6Ye have multiplied your dead in this city, and ye have filled your ways with slain men. | επληθύνατε νεκρούς υμών εν τη πόλει ταύτη και ενεπλήσατε τας οδούς αυτής τραυματιών |
7Therefore thus saith the Lord; Your dead whom ye have smitten in the midst of it, these are the flesh, and thiscity is the caldron: but I will bring you forth out of the midst of it. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τους νεκρούς υμών ους επατάξατε εν μέσω αυτής ούτοι εισί τα κρέα αύτη δε εστι ο λέβης και υμάς εξάξω εκ μέσου αυτής |
8Ye fear the sword; and I will bring a sword upon you, saith the Lord. | ρομφαίαν φοβείσθε και ρομφαίαν επάξω εφ΄ υμάς λέγει Αδωναϊ κύριος |
9And I will bring you forth out of the midst of it, and will deliver you into the hands of strangers, and will execute judgments among you. | και εξάξω υμάς εκ μέσου αυτής και παραδώσω υμάς εις χείρας αλλοτρίων και ποιήσω εν υμίν κρίματα |
10Ye shall fall by the sword; I will judge you on the mountains of Israel; and ye shall know that I am the Lord. | εν ρομφαία πεσείσθε επί των ορίων του Ισραήλ κρινώ υμάς και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
11And it came to pass, while I was prophesying, that Phaltias the son of Banaeas died. And I fell upon my face, and cried with a loud voice, and said, Alas, alas, O Lord! wilt thou utterly destroy the remnant of Israel? | αύτη υμίν ουκ έσται εις λέβητα και υμείς ου γένησθε εν μέσω αυτής εις κρέα |
12And the word of the Lord came to me, saying, | επί των ορίων του Ισραήλ κρινώ υμάς και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος ότι εν ταις εντολαίς μου ουκ επορεύθητε και τα κρίματά μου ουκ εποιήσατε και κατά τα κρίματα των εθνών των περικύκλω υμών εποιήσατε |
13Son of man, thy brethren, and the men of thy captivity, and all the house of Israel are come to the full, to whom the inhabitants of Jerusalem said, Keep ye far away from the Lord: the land is given to us for an inheritance. | και εγένετο εν τω προφητεύειν με και Φαλτίας ο του Βαναίου απέθανε και πίπτω επί πρόσωπόν μου και ανεβόησα φωνή μεγάλη και είπον οίμοι Αδωναϊ κύριε εις συντέλειαν ποιείς συ τους καταλοίπους του Ισραήλ |
14Therefore say thou, Thus saith the Lord; I will cast them off among the nations, and will disperse them into every land, yet will I be to them for a little sanctuary in the countries which they shall enter. | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
15Therefore say thou, Thus saith the Lord; I will also take them from the heathen, and gather them out of the lands wherein I have scattered them, and will give them the land of Israel. | υιέ ανθρώπου οι αδελφοί σου και οι άνδρες της αιχμαλωσίας σου και πας ο οίκος του Ισραήλ συντετέλεσται οις είπαν αυτοίς οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ μακράν απέχετε από του κυρίου ημίν δέδοται η γη εις κληρονομίαν |
16And they shall enter in there, and shall remove all the abominations of it, and all its iniquities from it. | διά τούτο είπον τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ότι απώσομαι αυτούς εις τα έθνη και διασκορπιώ αυτούς εις πάσαν γην και έσομαι αυτοίς εις αγίασμα μικρόν εν ταις χώραις ου εάν εισέλθωσιν εκεί |
17And I will give them another heart, and will put a new spirit within them; and will extract the heart of stone from their flesh, and give them a heart of flesh: | διά τούτο είπον τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και εισδέξομαι αυτούς εκ των εθνών και συνάξω αυτούς εκ των χωρών ου διέσπειρα αυτούς εν αυταίς και δώσω αυτοίς την γην του Ισραήλ |
18that they may walk in my commandments, and keep mine ordinances, and do them: and they shall be to me a people, and I will be to them a God. | και εισελεύσονται εκεί και εξαρούσι πάντα τα βδελύγματα αυτής και πάσας τας ανομίας αυτής εξ αυτής |
19And as for the heart set upon their abominations and their iniquities, as their heart went after them, I have recompensed their ways on their heads, saith the Lord. | και δώσω αυτοίς καρδίαν ετέραν και πνεύμα καινόν δώσω εν αυτοίς και εκσπάσω την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός αυτών και δώσω αυτοίς καρδίαν σαρκίνην |
20Then the cherubs lifted up their wings, and the wheels beside them; and the glory of the God of Israel was over them above. | όπως εν τοις προστάγμασί μου πορεύωνται και τα δικαιώματά μου φυλάσσωνται και ποιώσιν αυτά και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις θεόν |
21And the glory of the Lord went up from the midst of the city, and stood on the mountain which was in front of the city. | και εις την καρδίαν των βδελυγμάτων αυτών και των ανομιών αυτών ως η καρδία αυτών επορεύετο τας οδούς αυτών εις κεφαλάς αυτών δέδωκα λέγει Αδωναϊ κύριος |
22And the Spirit took me up, and brought me to the land of the Chaldeans, to the captivity, in a vision by the Spirit of God: and I went up after the vision which I saw. | και εξήραν τα χερουβείμ τας πτέρυγας αυτών και οι τροχοί εχόμενοι αυτών και η δόξα θεού Ισραήλ επ΄ αυτά υπεράνω αυτών |
23And I spoke to the captivity all the words of the Lord which he had shewed me. | και ανέβη η δόξα κυρίου εκ μέσης της πόλεως και έστη επί του όρους ο ην απέναντι της πόλεως |
24 | και πνεύμα ανέλαβέ με και ήγαγέ με εις γην Χαλδαίων εις την αιχμαλωσίαν εν οράσει εν πνεύματι θεού και ανέβην από της οράσεως ης ίδον |
25 | και ελάλησα προς την αιχμαλωσίαν πάντας τους λόγους του κυρίου ους έδειξέ μοι |
Chapter 12
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, thou dwellest in the midst of the iniquities of those, who have eyes to see, and see not; and have ears to hear, and hear not: because it is a provoking house. | υιέ ανθρώπου εν μέσω των αδικιών αυτών συ κατοικείς οι έχουσιν οφθαλμούς του βλέπειν και ου βλέπουσι και ώτα έχουσι του ακούειν και ουκ ακούουσι διότι οίκος παραπικραίνων εστί |
3Thou therefore, son of man, prepare thyself baggage for going into captivity by day in their sight; and thou shalt be led into captivity from thy place into another place in their sight; that they may see that it is a provoking house. | και συ υιέ ανθρώπου ποίησον σεαυτώ σκεύη αιχμαλωσίας και αιχμαλωτεύθητι ημέρας ενώπιον αυτών και αιχμαλωτευθήση εκ του τόπου σου εις έτερον τόπον ενώπιον αυτών όπως ίδωσι διότι οίκος παραπικραίνων εστί |
4And thou shalt carry forth thy baggage, baggage for captivity, by day before their eyes: and thou shalt go forth at even, as a captive goes forth, in their sight. | και εξοίσεις τα σκεύη σου σκεύη αιχμαλωσίας ημέρας κατ΄ οφθαλμούς αυτών και συ εξελεύση εσπέρας ενώπιον αυτών ως εκπορεύεται αιχμάλωτος ενώπιον αυτών |
5Dig for thyself into the wall of the house, and thou shalt pass through it in their sight: | διόρυξον σεαυτώ εις τον τοίχον και διεξελεύση δι΄ αυτού |
6thou shalt be lifted up on men's shoulders, and shalt go forth in secret: thou shalt cover thy face, and shalt not see the ground: because I have made thee a sign to the house of Israel. | ενώπιον αυτών επ΄ ώμον αναληφθήση και κεκρυμμένος εξελεύση το πρόσωπόν σου συγκαλύψεις και ου είδης την γην διότι τέρας δέδωκά σε τω οίκω Ισραήλ |
7And I did thus according to all that he commanded me; and I carried forth my baggage for captivity by day, and in the evening I dug through the wall for myself, and went out secretly; I was taken up on men's shoulders before them. | και εποίησα ούτως κατά πάντα όσα ενετείλατό μοι και εξήνεγκαν σκεύη αιχμαλωσίας ημέρας και εσπέρας διώρυξα εμαυτώ τον τοίχον τη χειρί και κεκρυμμένος εξήλθον επ΄ ώμον ανελήφθην ενώπιον αυτών |
8And the word of the Lord came to me in the morning, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με τοπρωϊ λέγων |
9Son of man, have not the house of Israel, the provoking house, said to thee, What doest thou? | υιέ ανθρώπου ουκ είπον προς σε ο οίκος του Ισραήλ οίκος ο παραπικραίνων τι συ ποιείς |
10Say to them, Thus saith the Lord God, the Prince and the Ruler in Israel, even to all the house of Israel who are in the midst of them: | είπον προς αυτούς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τω άρχοντι και αφηγουμένω εν Ιερουσαλήμ και παντί οίκω Ισραήλ οι εισίν εν μέσω αυτών |
11say, I am performing signs: as I have done, so shall it be to him: they shall go into banishment and captivity. | είπον ότι εγώ τέρατα ποιώ ον τρόπον πεποίηκα ούτως έσται αυτοίς εν μετοικεσία και εν αιχμαλωσία πορεύσονται |
12And the prince in the midst of them shall be borne upon shoulders, and shall go forth in secret through the wall, and shall dig so that he may go forth thereby: he shall cover his face, that he may not be seen by any eye, and he himself shall not see the ground. | και ο άρχων εν μέσω αυτών επ΄ ώμον αρθήσεται και κεκρυμμένος εξελεύσεται διά του τοίχου και διορύξει του εξελθείν αυτόν δι΄ αυτού το πρόσωπον αυτού συγκαλύψει όπως μη οραθή οφθαλμώ και αυτός την γην ουκ όψεται |
13And I will spread out my net upon him, and he shall be caught in my toils: and I will bring him to Babylon to the land of the Chaldeans; but he shall not see it, though he shall die there. | και εκπετάσω το δίκτυόν μου επ΄ αυτόν και συλληφθήσεται εν τη περιοχή μου και άξω αυτόν εις Βαβυλώνα εις γην Χαλδαίων και αυτήν ουκ όψεται και εκεί τελευτήσει |
14And I will scatter to every wind all his assistants round about him, and all that help him; and I will draw out a sword after them; | και πάντας τους κύκλω αυτού τους βοηθούς αυτού και πάντας τους αντιλαμβανομένους αυτού διασπερώ εις πάντα άνεμον και ρομφαίαν εκχεώ οπίσω αυτών |
15And they shall know that I am the Lord, when I have scattered them among the nations; and I will disperse them in the countries. | και γνώσονται ότι εγώ κύριος εν τω διασκορπίσαι με αυτούς εν τοις έθνεσι και διασπερώ αυτούς εν ταις χώραις |
16And I will leave of them a few men in number spared from the sword, and from famine, and pestilence; that they may declare all their iniquities among the nations whither they have gone; and they shall know that I am the Lord. | και υπολείψομαι εξ αυτών άνδρας αριθμώ εκ ρομφαίας και εκ λιμού και εκ θανάτου όπως αν εκδιηγώνται πάσας τας ανομίας εν τοις έθνεσιν ου εισήλθοσαν εκεί και γνώσονται ότι εγώ κύριος |
17And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
18Son of man, eat thy bread with sorrow, and drink thy water with torment and affliction. | υιέ ανθρώπου τον άρτον σου μετ΄ οδύνης φαγεσαι και το ύδωρ σου μετά βασάνου και θλίψεως πίεσαι |
19And thou shalt say to the people of the land, Thus saith the Lord to the inhabitants of Jerusalem, on the land of Israel; They shall eat their bread in scarcity, and shall drink their water in desolation, that the land may be desolate with all that it contains: for all that dwell in it are ungodly. | και ερείς προς τον λαόν της γης τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ επί της γης του Ισραήλ τους άρτους αυτών μετ΄ ενδείας φάγονται και το ύδωρ αυτών μετά αφανισμού πίονται όπως αφανισθή η γη συν πληρώματι αυτής εν ασεβεία πάντων των κατοικούντες εν αυτή |
20And their inhabited cities shall be laid utterly waste, and the land shall be desolate; and ye shall know that I am the Lord. | και αι πόλεις αυτών αι κατοικούμεναι εξερημωθήσονται και η γη εις αφανισμόν έσται και επιγνώσεσθε ότι εγώ κύριος |
21And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
22Son of man, what is your parable on the land of Israel, that ye say, The days are long, the vision has perished? | υιέ ανθρώπου τις η παραβολή αύτη υμίν επί της γης του Ισραήλ λέγοντες αι ημέραι μακράν απόλωλε πάσα όρασις |
23Therefore say to them, Thus saith the Lord; I will even set aside this parable, and the house of Israel shall no more at all use this parable: for thou shalt say to them, The days are at hand, and the import of every vision. | διά τούτο είπε προς αυτούς τάδε λέγει αδωναϊ κύριος και αποστρέψω την παραβολήν ταύτην και ουκέτι μη είπωσι την παραβολήν ταύτην ο οίκος του Ισραήλ ότι λαλήσεις προς αυτούς ηγγίκασιν αι ημέραι και λόγος πάσης οράσεως |
24For there shall no more be any false vision, nor any one prophesying flatteries in the midst of the children of Israel. | διότι ουκ έσται έτι πάσα όρασις ψευδής και μαντευόμενος τα προς χάριν εν μέσω των υιών Ισραήλ |
25For I the Lord will speak my words; I will speak and perform them, and will no more delay, for in your days, O provoking house, I will speak the word, and will perform it, saith the Lord. | διότι εγώ κύριος λαλήσω τους λόγους μου και ποιήσω και ου μηκυνώ έτι διότι εν ταις ημέραις υμών οίκος ο παραπικραίνων λαλήσω λόγον και ποιήσω λέγει Αδωναϊ κύριος |
26Moreover the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
27Son of man, behold, the provoking house of Israel boldly say, The vision which this man sees is for many days, and he prophesies for times afar off. | υιέ ανθρώπου ιδού ο οίκος Ισραήλ ο παραπικραίνων λέγοντες λέγουσιν η όρασις ην ούτος ορά εις ημέρας πολλάς και εις καιρούς μακρούς ούτος προφητεύει |
28Therefore say to them, Thus saith the Lord; Henceforth none of my words shall linger, which I shall speak: I will speak and do, saith the Lord. | διά τούτο ειπέ προς αυτούς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ου μηκυνώσιν έτι πάντες οι λόγοι μου ους αν λαλήσω ότι λαλήσω λόγον και ποιήσω λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 13
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, prophesy against the prophets of Israel, and thou shalt prophesy, and shalt say to them, Hear ye the word of the Lord: | υιέ ανθρώπου προφήτευσον επί τους προφήτας του Ισραήλ τους προφητεύοντας και ερείς τοις προφήταις τοις προφητεύουσιν από καρδίας αυτών και προφητεύσεις και ερείς προς αυτούς ακούσατε λόγον κυρίου |
3Thus saith the Lord, Woe to them that prophesy out of their own heart, and who see nothing at all. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ουαί τοις προφητεύουσιν από καρδίας αυτών τοις πορευομένοις οπίσω του πνεύματος αυτών και το καθόλου μη βλέπουσιν |
4Thy prophets, O Israel, are like foxes in the deserts. | ως αλώπεκες εν ταις ερήμοις οι προφήταί σου Ισραήλ |
5They have not continued steadfast, and they have gathered flocks against the house of Israel, they that say, | ουκ έστησάν εν στερεώματι και ου συνήγαγον ποιμνια επί τον οίκον του Ισραήλ ουκ ανέστησαν εν πολέμω οι λέγοντες εν ημέρα κυρίου |
6In the day of the Lord, have not stood, seeing false visions, prophesying vanities, who say, The Lord saith, and the Lord has not sent them, and they began to try to confirm the word. | βλέποντες ψευδή μαντεύομενοι μάταια οι λέγοντες λέγει κύριος και κύριος ουκ απέσταλκεν αυτούς και ήρξαντο του αναστήσαι λόγον |
7Have ye not seen a false vision? and spoken vain prophecies? | ουχί όρασιν ψευδή εωράκατε και μαντείας ματαίας ειρήκατε και λέγετε φησί κύριος και εγώ ουκ ελάλησα |
8And therefore say, Thus saith the Lord; Because your words are false, and your prophecies are vain, therefore, behold, I am against you, saith the Lord. | διά τούτο είπον τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ οι λόγοι υμών ψευδείς και αι μαντείαι υμών μάταιαι διά τούτο ιδού εγώ εφ΄ υμάς λέγει Αδωναϊ κύριος |
9And I will stretch forth my hand against the prophets that see false visions, and those that utter vanities: they shall not partake of the instruction of my people, neither shall they be written in the roll of the house of Israel, and they shall not enter into the land of Israel; and they shall know that I am the Lord. | και εκτενώ την χείρά μου επί τους προφήτας τους ορώντας ψευδή και τους αποφθεγγομένους μάταια εν παιδεία του λαού μου ουκ έσονται ουδέ εν γραφή οίκου Ισραήλ ου γραφήσονται και εις την γην του Ισραήλ ουκ εισελεύσονται και γνώσονται διότι εγώ Αδωναϊ κύριος |
10Because they have caused my people to err, saying, Peace; and there is no peace; and one builds a wall, and they plaster it, —it shall fall. | ανθ΄ επλάνησαν τον λαόν λέγοντες ειρήνη και ουκ ην ειρήνη και ούτος οικοδομεί τοίχον και αυτοί αλείφουσιν αυτόν πεσείται |
11Say to them that plaster it, It shall fall; and there shall be a flooding rain; and I will send great stones upon their joinings, and they shall fall; and there shall be a sweeping wind, and it shall be broken. | είπε προς τους αλείφοντας αυτόν ότι πεσείται και έσται υετός κατακλύζων και δώσω λίθους πετροβόλους εις τους ενδέσμους αυτών και πεσούνται και πνεύμα εξαίρον και ραγήσεται |
12And lo! the wall has fallen; and will they not say to you, Where is your plaster wherewith ye plastered it? | και ιδού πέπτωκεν ο τοίχος και ουκ ερούσι προς υμάς που εστιν η αλοιφή υμών ην ηλείψατε |
13Therefore thus saith the Lord; I will even cause to burst forth a sweeping blast with fury, and there shall be a flooding rain in my wrath; and in my fury I will bring on great stones for complete destruction. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και ρήξω πνοήν εξαίρουσαν μετά θυμού και υετός κατακλύζων εν οργή μου έσται και τους λίθους τους πετροβόλους εν θυμώ επάξω εις συντέλειαν |
14And I will break down the wall which ye have plastered, and it shall fall; and I will lay it on the ground, and its foundations shall be discovered, and it shall fall; and ye shall be consumed with rebukes: and ye shall know that I am the Lord. | και κατασκάψω τον τοίχον ον ηλείψατε και πεσείται και θήσω αυτόν επί την γην και αποκαλυφθήσεται τα θεμέλια αυτού και πεσείται και συντελεσθήσεσθε μετ΄ ελέγχων και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
15And I will accomplish my wrath upon the wall, and upon them that plaster it; it shall fall: and I said to you, The wall is not, nor they that plaster it, | και συντελέσω τον θυμόν μου επί τον τοίχον και επί τους αλείφοντας αυτόν και πεσείται και είπον προς υμάς ουκ έστιν ο τοίχος ουδέ οι αλείφοντες αυτόν |
16even the prophets of Israel, who prophesy concerning Jerusalem, and who see visions of peace for her, and there is no peace, saith the Lord. | οι προφήται του Ισραήλ οι προφητεύοντες επί Ιερουσαλήμ και οι ορώντες αυτήν ειρήνην και ουκ έστιν ειρήνη λέγει Αδωναϊ κύριος |
17And thou, son of man, set thy face firmly against the daughters of thy people, that prophesy out of their own heart; and prophesy against them. | και συ υιέ ανθρώπου στήριξον το πρόσωπόν σου επί τας θυγατέρες του λαού σου τας προφητευούσας από καρδίας αυτών και προφήτευσον επ΄ αυτάς |
18And thou shalt say, Thus saith the Lord, Woe to the women that sew pillows under every elbow, and make kerchiefs on the head of every stature to pervert souls! The souls of my people are perverted, and they have saved souls alive. | και ερείς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ουαί ταις συρραπτούσαις προσκεφάλαια υπό πάντα αγκώνα χειρός και ποιούσαις επιβόλαια επί πάσαν κεφαλήν πάσης ηλικίας του διαστρέφειν ψυχάς αι ψυχαί διεστράφησαν του λαού μου και ψυχάς περιεποιούντο |
19And they have dishonoured me before my people for a handful of barley, and for pieces of bread, to slay the souls which should not die, and to save alive the souls which should not live, while ye speak to a people hearing vain speeches. | και εβεβήλουν με προς τον λαόν μου ένεκεν δρακός κριθών και ένεκεν κλασμάτων άρτων του αποκτείναι ψυχάς ας ουκ έδει αποθανείν και του περιποιήσασθαι ψυχάς ας ουκ έδει ζήσαι εν τω αποφθέγγεσθαι υμάς λαώ εισακούοντι μάταια αποφθέγματα |
20Therefore thus saith the Lord God, Behold, I am against your pillows, whereby ye there confound souls, and I will tear them away from your arms, and will set at liberty their souls which ye pervert to scatter them. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επί τα προσκεφάλαια υμών εφ΄ α υμείς εκεί συστρέφετε ψυχάς και διαρρήξω αυτά από των βραχιόνων υμών και εξαποστελώ τας ψυχάς ας υμείς εξεστρέψατε τας ψυχάς αυτών εις διασκορπισμόν |
21And I will tear your kerchiefs, and will rescue my people out of your hands, and they shall no longer be in your hands to be confounded; and ye shall know that I am the Lord. | και διαρρήξω τα επιβόλαια υμών και ρύσομαι τον λαόν μου εκ χειρός υμών και ουκέτι έσονται εν χερσίν υμών εις συστροφήν και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
22Because ye have perverted the heart of the righteous, whereas I perverted him not, and that in order to strengthen the hands of the wicked, that he should not at all turn from his evil way and live: | ανθ΄ διεστρέφετε καρδίαν δικαίου αδίκως και εγώ ου διέστρεφον αυτόν και του κατισχύσαι χείρας ανόμου το καθόλου μη αποστρέψαι αυτόν από της οδού αυτού της πονηράς και ζήσαι αυτόν |
23therefore ye shall not see false visions, and ye shall no more utter prophecies: but I will deliver my people out of your hand; and ye shall know that I am the Lord. | διά τούτο ψευδή ου ίδητε και μαντείας ου μαντεύσησθε έτι και ρύσομαι τον λαόν μου εκ χειρός υμών και γνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
Chapter 14
[edit]1And there came to me men of the people of Israel, of the elders, and sat before me. | και ήλθον προς με άνδρες εκ των πρεσβυτέρων του λαού Ισραήλ και εκάθισαν προ προσώπου μου |
2And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
3Son of man, these men have conceived their devices in their hearts, and have set before their faces the punishment of their iniquities: shall I indeed answer them? | υιέ ανθρώπου οι άνδρες ούτοι έθεντο τα διανοήματα αυτών επί τας καρδίας και την κόλασιν των αδικιών έθηκαν προ προσώπου αυτών ει αποκρινόμενος αποκριθώ αυτοίς |
4Therefore speak to them, and thou shalt say to them, Thus saith the Lord; Any man of the house of Israel, who shall conceive his devices in his heart, and shall set the punishment of his iniquity before his face, and shall come to the prophet; I the Lord will answer him according to the things in which his mind is entangled, | διά τούτο λάλησον αυτοίς και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος άνθρωπος άνθρωπος εκ του οίκου Ισραήλ ος αν θη τα διανοήματα αυτού επί την καρδίαν αυτού και την κόλασιν της αδικίας αυτού τάξη προ προσώπου αυτού και έλθη προς τον προφήτην εγώ κύριος αποκριθήσομαι αυτώ εν αυτοίς εν οις ενέχεται η διάνοια αυτού |
5that he should turn aside the house of Israel, according to their hearts that are estranged from me in their thoughts. | όπως πλαγιάση τον οίκον του Ισραήλ κατά τας καρδίας αυτών τας απηλλοτριωμένας απ΄ εμού εν τοις ενθυμήμασιν αυτών |
6Therefore say to the house of Israel, Thus saith the Lord God, Be converted, and turn from your evil practices, and from all your sins, and turn your faces back again. | διά τούτο είπον προς τον οίκον του Ισραήλ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος επιστρέψατε και αποστραφητε από των επιτηδευμάτων υμών και από πασών των ασεβειών υμών και επιστρεψατε τα πρόσωπα |
7For any man of the house of Israel, or of the strangers that sojourn in Israel, who shall separate himself from me, and conceive his imaginations in his heart, and set before his face the punishment of his iniquity, and come to the prophet to enquire of him concerning me; I the Lord will answer him, according to the things wherein he is entangled. | διότι άνθρωπος άνθρωπος εκ του οίκου Ισραήλ και εκ των προσηλύτων των προσηλυτευόντων εν τω Ισραήλ ος αν απαλλοτριωθή απ΄ εμού και θήται τα ενθυμήματα αυτού επί την καρδίαν αυτού και την κόλασιν της αδικίας αυτού τάξη προ προσώπου αυτού και έλθη προς τον προφήτην του επερωτήσαι αυτόν εν εμοί εγώ κύριος αποκριθήσομαι αυτώ εν οις ενέχεται εν αυτοίς |
8And I will set my face against that man, and will make him desolate and ruined, and will cut him off from the midst of my people; and ye shall know that I am the Lord. | και στηριώ το πρόσωπόν μου επί τον άνθρωπον και θήσομαι αυτόν εις έρημον και εις αφανισμόν και εξαρώ αυτόν εκ μέσου του λαού μου και επιγνώσεσθε ότι εγώ κύριος |
9And if a prophet should cause to err and should speak, I the Lord have caused that prophet to err, and will stretch out my hand upon him, and will utterly destroy him from the midst of my people Israel. | και ο προφήτης εάν πλανηθή και λαλήση λόγον εγώ κύριος πεπλάνηκα τον προφήτην εκείνον και εκτενώ την χείρά μου επ΄ αυτόν και αφανιώ αυτόν εκ μέσου του λαού Ισραήλ |
10And they shall bear their iniquity according to the trespass of him that asks; and it shall be in like manner to the prophet according to the trespass: | και λήψονται την αδικίαν αυτών κατά το αδίκημα του επερωτώντος ωσαύτως και το αδίκημα του προφήτου έσται |
11that the house of Israel may no more go astray from me, and that they may no more defile themselves with any of their transgressions: so shall they be my people, and I will be their God, saith the Lord. | όπως μη πλανάται έτι ο οίκος του Ισραήλ απ΄ εμού και ίνα μη μιαίνωνται έτι εν πάσι τοις παραπτώμασιν αυτών και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις θεόν λέγει Αδωναϊ κύριος |
12And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
13Son of man, if a land shall sin against me by committing a trespass, then will I stretch out my hand upon it, and will break its staff of bread, and will send forth famine upon it, and cut off from it man and beast. | υιέ ανθρώπου γη η εάν αμάρτη μοι του παραπεσείν παραπτώματι και εκτενώ την χείρά μου επ΄ αυτήν και συντρίψω αυτής στήριγμα άρτου και εξαποστελώ επ΄ αυτήν λιμόν και εξαρώ εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος |
14And though these three men should be in the midst of it, Noe, and Daniel, and Job, they alone should be delivered by their righteousness, saith the Lord. | και εάν ώσιν οι τρεις άνδρες ούτοι εν μέσω αυτής Νώε και Δανιήλ και Ιώβ ούτοι εν τη δικαιοσύνη αυτών σωθήσονται λέγει Αδωναϊ κύριος |
15If again I bring evil beasts upon the land, and take vengeance upon it, and it be ruined, and there be no one to pass through for fear of the wild beasts: | εάν και θηρία πονηρά επάγω επί την γην και τιμωρήσομαι αυτήν και έσται εις αφανισμόν και ουκ έσται ο διοδεύων από προσώπου των θηρίων |
16and if these three men should be in the midst of it, as I live, saith the Lord, neither sons nor daughters shall be saved, but these only shall be saved, and the land shall be destroyed. | και οι τρεις άνδρες ούτοι εν μέσω αυτής ζω εγω λέγει Αδωναϊ κύριος ει υιοί η θυγατέρες σωθήσονται αλλά αυτοί μόνοι σωθήσονται η δε γη έσται εις όλεθρον |
17Or again if I bring a sword upon that land, and say, Let the sword go through the land; and I cut off from them man and beast: | η και ρομφαίαν εάν επάγω επί την γην εκείνην και είπω ρομφαία διελθέτω διά της γης και εξαρώ εξ αυτών άνθρωπον και κτήνος |
18though these three men were in the midst of it, as I live, saith the Lord, they shall not deliver sons or daughters, but they only shall be saved themselves. | και τρεις άνδρες ούτοι εν μέσω αυτής ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος ότι ου ρύσονται υιούς ουδέ θυγατέρας αλλ΄ αυτοί μονοι σωθήσονται |
19Or if again I send pestilence upon that land, and pour out my wrath upon it in blood, to destroy from off it man and beast: | η και θάνατον εάν επαποστέλλω επί την γην εκείνην και εκχεώ τον θυμόν μου επ΄ αυτήν εν αίματι του εξολοθρεύσαι εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος |
20and should Noe, and Daniel, and Job, be in the midst of it, as I live, saith the Lord, there shall be left them neither sons nor daughters; only they by their righteousness shall deliver their souls. | και Νώε και Δανιήλ και Ιώβ εν μέσω αυτής ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος εάν υιούς η θυγατέρας εξέλωνται οτι αυτοί εν τη δικαιοσύνη αυτών ρύσονται τας ψυχάς αυτών |
21Thus saith the Lord, And if I even send upon Jerusalem my four sore judgments, sword, and famine, and evil beasts, and pestilence, to destroy from out of it man and beast; | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος εάν δε και τας τέσσαρας εκδικήσεις μου τας πονηράς ρομφαίαν και λιμόν και θηρία πονηρά και θάνατόν εξαποστειλω επί Ιερουσαλήμ του εξολοθρεύσαι εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος |
22yet, behold, there shall be men left in it, the escaped thereof, who shall lead forth of it sons and daughters: behold, they shall go forth to you, and ye shall see their ways and their thoughts: and ye shall mourn over the evils which I have brought upon Jerusalem, even all the evils which I have brought upon it. | και ιδού αυτοί υπολελειμμένοι εν αυτή οι ανασεσωσμένοι εξ αυτής οίτινες εξάξουσιν εξ αυτής υιούς και θυγατέρας ιδού αυτοί εκπορεύσονται προς υμάς και όψεσθε τας οδούς αυτών και τα ενθυμήματα αυτών και μεταμεληθήσεσθε επί τα κακά α επήγαγον επί Ιερουσαλήμ επί πάσιν οις επήγαγον επ΄ αυτήν |
23And they shall comfort you, because ye shall see their ways and their thoughts: and ye shall know that I have not done in vain all that I have done in it, saith the Lord. | και παρακαλέσουσιν υμάς διότι όψεσθε τας οδούς αυτών και τα ενθυμήματα αυτών και επιγνώσεσθε διότι ου μάτην πεποίηκα πάντα όσα εποίησα εν αυτή λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 15
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2And thou, son of man—of all the wood, of the branches that are among the trees of the forest, what shall be made of the wood of the vine? | και συ υιέ ανθρώπου τι αν γένοιτο το ξύλον της αμπέλου εκ πάντων των ξύλων των κλημάτων των όντων εν τοις ξύλοις του δρυμού |
3Will they take wood of it to make it fit for work? will they take of it a peg to hang any vessel upon it? | ει λήψονται εξ αυτής ξύλον του ποιήσαι εις εργασίαν ει λήψονται εξ αυτής πάσσαλον του κρεμάσαι επ΄ αυτόν παν σκεύος |
4It is only given to the fire to be consumed; the fire consumes that which is yearly pruned of it, and it is utterly gone. Will it be useful for any work? | ιδού πυρί δέδοται εις ανάλωσιν την κατ΄ ενιαυτόν κάθαρσιν απ΄ αυτής αναλίσκει το πυρ και εκλείπει εις τέλος μη χρήσιμόν εστιν εις εργασίαν |
5Not even while it is yet whole will it be useful for any work: if the fire shall have utterly consumed it, will it still be fit for work? | ουδέ έτι αυτού όντος ολοκλήρου ουκ έσται εις εργασίαν μη ότι εάν και πυρ αυτό αναλώση εις τέλος ει ποιηθήσεται εις εργασίαν |
6Therefore say, Thus saith the Lord, As the vine-tree among the trees of the forest, which I have given up to the fire to be consumed, so have I given up the inhabitants of Jerusalem. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ον τρόπον το ξύλον της αμπέλου εν τοις ξύλοις του δρυμού ο δέδωκα αυτό τω πυρί εις ανάλωσιν ούτως δέδωκα τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ |
7And I will set my face against them; they shall go forth of the fire, and yet fire shall devour them; and they shall know that I am the Lord, when I have set my face against them. | και δώσω το πρόσωπόν μου επ΄ αυτούς εκ του πυρός εξελεύσονται και πυρ καταφάγεται αυτούς και γνώσονται ότι εγώ κύριος εν τω στηρίσαι με το πρόσωπόν μου επ΄ αυτούς |
8And I will give up the land to ruin, because they have utterly transgressed, saith the Lord. | και δώσω την γην εις αφανισμόν ανθ΄ παρέπεσον παραπτώματι λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 16
[edit]1Moreover the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, testify to Jerusalem of her iniquities; | υιέ ανθρώπου διαμάρτυραι τη Ιερουσαλήμ τας ανομίας αυτής |
3and thou shalt say, Thus saith the Lord to Jerusalem; Thy root and thy birth are of the land of Chanaan: thy father was an Amorite, and thy mother a Chettite. | και ερείς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τη Ιερουσαλήμ η ρίζα σου και η γένεσίς σου εκ γης Χαναάν ο πατήρ σου Αμορραίος και η μήτηρ σου Χετταία |
4And as for thy birth in the day wherein thou wast born, thou didst not bind thy breasts, and thou wast not washed in water, neither wast thou salted with salt, neither wast thou swathed in swaddling-bands. | και η γένεσίς σου εν η ημέρα ετέχθης ουκ ετμήθη ο ομφαλός σου και εν ύδατι ουκ ελούσθης εις σωτηρίαν ουδέ αλί ηλίσθης και σπαργάνοις ουκ εσπαργανώθης |
5Nor did mine eye pity thee, to do for thee one of all these things, to feel at all for thee; but thou wast cast out on the face of the field, because of the deformity of thy person, in the day wherein thou wast born. | ουδέ εφείσατο επί σοι ο οφθαλμός μου του ποιήσαι επί σοι εν εκ πάντων τούτων του παθείν τι επί σοι και απερρίφης επί πρόσωπον του πεδίου τη σκολιότητι της ψυχής σου εν η ημέρα ετέχθης |
6And I passed by to thee, and saw thee polluted in thy blood; and I said to thee, Let there be life out of thy blood: | και διήλθον επί σε και ειδόν σε πεφυρμένην εν τω αίματί και είπόν σοι εκ του αίματός σου ζήσον και είπόν σοι συν τω αίματί σου ζωή |
7increase; I have made thee as the springing grass of the field. So thou didst increase and grow, and didst enter into great cities: thy breasts were set, and thy hair grew, whereas thou wast naked and bare. | πληθύνου καθώς η ανατολή του αγρού δέδωκά σε και επληθύνθης και εμεγαλύνθης και εισήλθες εις πόλεις πόλεων οι μαστοί σου ανωρθώθησαν και η θριξ σου ανέτειλε συ δε ήσθα γυμνή και ασχημονούσα |
8And I passed by thee and saw thee, and, behold, it was thy time and a time of resting; and I spread my wings over thee, and covered thy shame, and swear to thee: and I entered into covenant with thee, saith the Lord, and thou becamest mine. | και διήλθον διά σου και είδόν σε και ιδού καιρός σου και καιρός καταλυόντων και διεπέτασα τας πτέρυγάς μου επί σε και εκάλυψα την ασχημοσύνην σου και ώμοσά σοι και εισήλθον εν διαθήκη μετά σου λέγει Αδωναϊ κύριος και εγένου μοι |
9And I washed thee in water, and washed thy blood from thee, and anointed thee with oil. | και έλουσά σε εν ύδατι και απέπλυνα το αίμά σου από σου και έχρισά σε εν ελαιώ |
10And I clothed thee with embroidered garments, and clothed thee beneath with purple, and girded thee with fine linen, and clothed thee with silk, | και ενέδυσά σε ποικίλα και υπέδησά σε υάκινθον και έζωσά σε βύσσω και περιέβαλόν σε τριχάπτω |
11and decked thee also with ornaments, and put bracelets on thine hands, and a necklace on thy neck. | και εκόσμησά σε κόσμω και περιέθηκα ψέλλια περί τας χείράς σου και κάθεμα περί τον τράχηλόν σου |
12And I put a pendant on thy nostril, and rings in thine ears, and a crown of glory on thine head. | και έδωκα ενώτιον περί τον μυκτήρά σου και τροχίσκους επί τα ώτά σου και στέφανον καυχήσεως επί την κεφαλήν σου |
13So thou wast adorned with gold and silver; and thy raiment was of fine linen, and silk, and variegated work: thou didst eat fine flour, and oil, and honey, and didst become extremely beautiful. | και εκοσμήθης χρυσίω και αργυρίω και τα περιβόλαιά βύσσινα και τρίχαπτα και ποικίλα σεμίδαλιν και έλαιον και μέλι έφαγες και εγένου καλή σφόδρα σφοδρώς και κατευθύνθης εις βασιλείαν |
14And thy name went forth among the nations for thy beauty: because it was perfected with elegance, and in the comeliness which I put upon thee, saith the Lord. | και εξήλθέ σου όνομα εν τοις έθνεσιν εν τω κάλλει σου διότι συντετελεσμένον ην εν ευπρεπεία εν τη ωραιότητι η έταξα επί σε λέγει Αδωναϊ κύριος |
15Thou didst trust in thy beauty, and didst go a-whoring because of thy renown, and didst pour out thy fornication on every passer by. | και επεποίθεις εν τω κάλλει σου και επόρνευσας επί τω ονόματί σου και εξέχεας την πορνείαν σου επί πάντα πάροδον αυτώ εγίνετο |
16And thou didst take of thy garments, and madest to thyself idols of needlework, and didst go a-whoring after them; therefore thou shalt never come in, nor shall the like take place. | και έλαβες εκ των ιματίων σου και εποίησας σεαυτή είδωλα ραπτά και εξεπόρνευσας επ΄ αυτά και ου εισέλθης ουδέ γένηται |
17And thou tookest thy fair ornaments of my gold and of my silver, of what I gave thee, and thou madest to thyself male images, and thou didst commit whoredom with them. | και έλαβες τα σκεύη της καυχήσεως σου εκ του χρυσίου μου και εκ του αργυρίου μου εξ ων έδωκά σοι και εποίησας σεαυτή εικόνας αρσενικάς και εξεπόρνευσας εν αυταίς |
18And thou didst take thy variegated apparel and didst clothe them, and thou didst set before them mine oil and mine incense. | και έλαβες τον ιματισμόν τον ποικίλον σου και περιέβαλες αυτα και το έλαιόν μου και το θυμίαμά μου έθηκας προ προσώπου αυτών |
19And thou tookest my bread which I gave thee, (yea I fed thee with fine flour and oil and honey) and didst set them before them for a sweet-smelling savour: yea, it was so, saith the Lord. | και τους άρτους μου ους έδωκά σοι σεμίδαλιν και έλαιον και μέλι εψώμισά σε και έθηκας αυτά προ προσώπου αυτών εις οσμήν ευωδίας και εγένετο λέγει Αδωναϊ κύριος |
20And thou tookest thy sons and thy daughters, whom thou borest, and didst sacrifice these to them to be destroyed. Thou didst go a-whoring as if that were little, | και έλαβες τους υιούς σου και τας θυγατέρας σου ας εγέννησας και έθυσας αυτοίς εις ανάλωσιν ως μικρά εξεπόρνευσας |
21and didst slay thy children, and gavest them up in offering them to them for an expiation. | και έσφαξας τα τέκνα σου και έδωκας αυτά εν τω αποτροπιάζεσθαί σε αυτά αυτοίς |
22This is beyond all thy fornication, and thou didst not remember thine infancy, when thou wast naked and bare, and didst live though defiled in thy blood. | τούτο παρά πάσαν πορνείαν σου και τα βδελύγματά σου και ουκ εμνήσθης της ημέρας της νηπιότητός σου ότε ήσθα γυμνή και ασχημονούσα πεφυρμένη εν τω αίματί σου και έζησας |
23And it came to pass after all thy wickedness, saith the Lord, | και εγένετο μετά πάσας τας καίας σου ουαί ουαί σοι λέγει Αδωναϊ κύριος |
24that thou didst build thyself a house of fornication, and didst make thyself a public place in every street; | και ωκοδόμησας σεαυτή οίκημα πορνικόν και εποίησας σεαυτή έκθεμα εν πάση πλατεία |
25and on the head of every way thou didst set up thy fornications, and didst defile thy beauty, and didst open thy feet to every passer by, and didst multiply thy fornication. | και επ΄ αρχής πάσης οδού ωκοδόμησας τας πορνείας σου και ελυμήνω το κάλλος σου και διήγαγες τα σκέλη σου παντί παρόδω και επλήθυνας την πορνείαν σου |
26And thou didst go a-whoring after the children of Egypt thy neighbors, great of flesh; and didst go a-whoring, often to provoke me to anger. | και εξεπόρνευσας επί τους υιούς Αιγύπτου τους ομορούντάς σοι τους μεγαλοσάρκους και πολλαχώς εξεπόρνευσας του παροργίσαι με |
27And if I stretch out my hand against thee, then will I abolish thy statutes, and deliver thee up to the wills of them that hate thee, even to the daughters of the Philistines that turned thee aside from the way wherein thou sinned. | και ιδού εκτείνω την χείρά μου επί σε και εξαρώ τα νόμιμά σου και παραδώσω εις ψυχάς μισούντων σε θυγατέρας αλλοφύλων τας εκκλινούσας από της οδού σου ης ησέβησας |
28And thou didst go a-whoring to the daughters of Assur, and not even thus wast thou satisfied; yea, thou didst go a-whoring, and wast not satisfied. | και εξεπόρνευσας επί τας υιούς Ασσούρ και ουδ΄ ούτως ενεπλήσθης και εξεπόρνευσας και ουκ ενεπλήσθης |
29And thou didst multiply thy covenants with the land of the Chaldeans; and not even with these wast thou satisfied. | και επλήθυνας τας πορνείας σου προς γην Χαναάν και εις τους Χαλδαίους και ουδέ εν τούτοις ενεπλήσθης |
30Why should I make a covenant with thy daughter, saith the Lord, while thou doest all these things, the works of a harlot? and thou hast gone a-whoring in a threefold degree with thy daughters. | τι ποιήσω τη καρδία σου λέγει Αδωναϊ κύριος εν τω ποιήσαί σε πάντα ταύτα έργα γυναικός πόρνης παρρησιαζομένης και εξεπόρνευσας τρισσώς εν ταις θυγατράσι σου |
31Thou hast built a house of harlotry in every top of a way, and hast set up thine high place in every street; and thou didst become as a harlot gathering hires. | εν τω ωκοδομήσαί σε το πορνείόν σου εν αρχή πάσης οδού και την βάσιν σου εποίησας εν πάση πλατεία και ουκ εγένου ως πόρνη συνάγουσα μισθώματα |
32An adulteress resembles thee, taking rewards of her husband. | η γυνή η μοιχωμένη ομοία σοι η παρά του ανδρός αυτής λαμβάνουσα μισθώματα |
33She has even given rewards to all that went a-whoring after her, and thou hast given rewards to all thy lovers, yea, thou didst load them with rewards, that they should come to thee from every side for thy fornication. | και πάσι τοις εκπορνεύσασιν αυτήν προσεδίδου μισθώματα και συ δέδωκας μισθώματα πάσι τοις ερασταίς σου και εφόρτιζες αυτούς του έρχεσθαι προς σε κυκλόθεν εν τη πορνεία σου |
34And there has happened in thee perverseness in thy fornication beyond other women, and they have committed fornication with thee, in that thou givest hires over and above, and hires were not given to thee; and thus perverseness happened in thee. | και εγένετο εν σοι διεστραμμένον παρά τας γυναίκας εν τη πορνεία σου και μετά σε ον πορνεύσουσιν εν τω γαρ προσδιδόναι σε μισθώματα και μισθώματα ουκ εδόθη σοι γέγονεν εν σοι διεστραμμένον |
35Therefore, harlot, hear the word of the Lord: | διά τούτο πόρνη άκουε λόγον κυρίου |
36Thus saith the Lord, Because thou hast poured forth thy money, therefore thy shame shall be discovered in thy harlotry with thy lovers, and with regard to all the imaginations of thine iniquities, and for the blood of thy children which thou hast given to them. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ εξέχεας τον χαλκόν σου και αποκαλυφθήσεται η αισχύνη εν τη πορνεία σου προς τους εραστάς σου και εις πάντα τα ενθυμήματα των ανομιών και εν τοις αίμασι των τέκνων σου ων δέδωκας αυτοίς |
37Therefore, behold, I will gather all thy lovers with whom thou hast consorted, and all whom thou hast loved, with all whom thou didst hate; and I will gather them against thee round about, and will expose thy wickedness to them, and they shall see all thy shame. | διά τούτο ιδού εγώ επί σε συνάγω πάντας τους εραστάς σου εν οις επεμίγης εν αυτοίς και πάντας ους ηγάπησας συν πάσιν οις εμίσεις και συνάξω αυτούς επί σε κυκλόθεν και αποκαλύψω τας κακίας σου προς αυτούς και όψονται πάσαν την αισχύνην σου |
38And I will be avenged on thee with the vengeance of an adulteress, and I will bring upon thee blood of fury and jealousy. | και εκδικήσω σε εκδικήσει μοιχαλίδος και εκχεούσης αίμα και θήσω σε εν αίματι θυμού και ζήλου |
39And I will deliver thee into their hands, and they shall break down thy house of harlotry, and destroy thine high place; and they shall strip thee of thy garments, and shall take thy proud ornaments, and leave thee naked and bare. | και παραδώσω σε εις χείρας αυτών και κατασκάψουσι το πορνείόν σου και καθελούσι την βάσιν σου και εκδύσουσί σε τα ιμάτιά σου και λήψονται τα σκεύη της καυχήσεώς σου και αφήσουσί σε γυμνήν και ασχημονούσαν |
40And they shall bring multitudes upon thee, and they shall stone thee with stones, and pierce thee with their swords. | και άξουσιν επί σε όχλους και λιθοβολήσουσί σε εν λίθοις και κατασφάξουσί σε εν τοις ξίφεσιν αυτών |
41And they shall burn thine houses with fire, and shall execute vengeance on thee in the sight of many women: and I will turn thee back from harlotry, and I will no more give thee rewards. | και εμπρήσουσι τους οίκους εν πυρί και ποιήσουσιν εν σοι εκδικήσεις ενώπιον γυναικών πολλών και αποστρέψω σε από πορνείας και μισθώματα ου δώσω ουκέτι |
42So will I slacken my fury against thee, and my jealousy shall be removed from thee, and I will rest, and be no more careful for thee. | και επαφήσω τον θυμόν μου επί σε και εξαρθήσεται ο ζήλός μου εκ σου και αναπαύσομαι και ου μεριμνήσω έτι |
43Because thou didst not remember thine infancy, and thou didst grieve me in all these things; therefore, behold, I have recompensed thy ways upon thine head, saith the Lord: for thus hast thou wrought ungodliness above all thine other iniquities. | ανθ΄ ουκ εμνήσθης την ημέραν της νηπιότητός σου και ελύπεις με εν πάσι τούτοις και ιδού εγώ τας οδούς σου εις κεφαλήν σου δέδωκα λέγει Αδωναϊ κύριος και ούτως ουκ εποίησας την ασεβειαν επί πάσαις ταις ανομίαις σου |
44These are all the things they have spoken against thee in a proverb, saying, | ταύτα εστι πάντα όσα είπον κατά σου εν παραβολή λέγοντες καθώς η μήτηρ ούτως και η θυγάτηρ |
45As is the mother, so is thy mother's daughter: thou art she that has rejected her husband and her children; and the sisters of thy sisters have rejected their husbands and their children: your mother was a Chettite, and your father an Amorite. | η θυγάτηρ της μητρός σου συ ει η απωσαμένη τον άνδρα αυτής και τα τέκνα αυτής και αδελφή των αδελφών σου των απωσαμένων τους άνδρας αυτών και τα τέκνα αυτών η μήτηρ υμών Χετταία και ο πατήρ υμών Αμορραίος |
46Your elder sister who dwells on thy left hand is Samaria, she and her daughters: and thy younger sister, that dwells on the right hand, is Sodom and her daughters. | η αδελφή σου η πρεσβυτέρα Σαμάρεια αυτή και αι θυγατέρες αυτής αι κατοικούσαι εξ ευωνύμων σου και η αδελφή σου η νεωτέρα η κατοικούσα εκ δεξιών σου Σόδομα και αι θυγατέρες αυτής |
47Yet notwithstanding thou hast not walked in their ways, neither hast thou done according to their iniquities within a little, but thou hast exceeded them in all thy ways. | και ουδ΄ ως εν ταις οδοίς αυτών επορεύθης ουδέ κατά τας ανομίας αυτών εποίησας κατά μικρόν και υπέρκεισαι αυτάς εν πάσαις ταις οδοίς σου |
48As I live, saith the Lord, this Sodom and her daughters have not done as thou and thy daughters have done. | ζω εγώ λέγει Αδωνάϊί κύριος ει πεποίηκε Σόδομα η αδελφή σου αυτή και αι θυγατέρες αυτής ον τρόπον εποίησας συ και αι θυγατέρες σου |
49Moreover this was the sin of thy sister Sodom, pride: she and her daughters lived in pleasure, in fullness of bread and in abundance: this belonged to her and her daughters, and they helped not the hand of the poor and needy. | πλην τούτο το ανόμημα Σοδόμων της αδελφής σου υπερηφανία εν πλησμονή άρτων και εν ευθηνία εσπατάλων αυτή και αι θυγατέρες αυτής τούτο υπήρχεν εν αυτή και ταις θυγατράσιν αυτής και χείρα πτωχού και πένητος ουκ αντελαμβάνοντο |
50And they boasted, and wrought iniquities before me: so I cut them off as I saw fit. | και εμεγαλαύχουν και εποίησαν ανομήματα ενώπιον μού και εξήρα αυτας καθώς είδον |
51Also Samaria has not sinned according to half of thy sins; but thou hast multiplied thine iniquities beyond them, and thou hast justified thy sisters in all thine iniquities which thou hast committed. | και Σαμάρεια κατά τας ημίσεις των αμαρτιών σου ουχ ήμαρτε και επλήθυνας τας ανομίας σου υπέρ αυτάς και εδικαίωσας τας αδελφάς σου εν πάσαις ταις ανομίαις σου αις εποίησας |
52Thou therefore bear thy punishment, for that thou hast corrupted thy sisters by thy sins which thou hast committed beyond them; and thou hast made them appear more righteous than thyself: thou therefore be ashamed, and bear thy dishonour, in that thou hast justified thy sisters. | και σου κόμισαι την βάσανόν σου εν η έφθειρας τας αδελφάς σου εν ταις αμαρτίαις σου αις ηνόμησας υπέρ αυτάς και εδικαίωσας αυτάς υπέρ σεαυτήν και συ αισχύνθητι και λάβε την ατιμίαν σου εν τω δικαιώσαί σε τας αδελφάς σου |
53And I will turn their captivity, even the captivity of Sodom and her daughters; and I will turn the captivity of Samaria and her daughters; and I will turn thy captivity in the midst of them: | και αποστρέψω τας αποστροφάς αυτών την αποστροφήν Σοδόμων και των θυγατέρων αυτής και αποστρέψω την αποστροφήν Σαμαρείας και των θυγατέρων αυτής και αποστρέψω την αποστροφήν εν μέσω αυτών |
54that thou mayest bear thy punishment, and be dishonoured for all that thou hast done in provoking me to anger. | όπως κομίση την βάσανόν σου και ατιμωθήση εκ πάντων ων εποίησας εν τω σε παροργίσαι με |
55And thy sister Sodom and her daughters shall be restored as they were at the beginning, and thou and thy daughters shall be restored as ye were at the beginning. | και η αδελφή σου Σόδομα και αι θυγατέρες αυτής αποκατασταθήσονται καθώς ήσαν απ΄ αρχής και Σαμάρεια και αι θυγατέρες αυτής αποκατασταθήσονται καθώς ήσαν απ΄ αρχής και συ και αι θυγατέρες σου αποκατασταθήσεσθε καθώς ήτε απ΄ αρχής |
56And surely thy sister Sodom was not mentioned by thy mouth in the days of thy pride: | και ει μη Σόδομα η αδελφή σου εις ακοήν εν τω στόματί σου εν ταις ημέραις της υπερηφανίας σου |
57before thy wickedness was discovered, even now thou art the reproach of the daughters of Syria, and of all that are round about her, even of the daughters of the Philistines that compass thee round about. | προ του αποκαλυφθήναι τας κακίας σου ον τρόπον νυν όνειδος ει θυγατέρων Συρίας και πάντων των κύκλω σου και θυγατέρων αλλοφύλων των περιεχουσών σε κύκλω |
58As for thine ungodliness and thine iniquities, thou hast borne them, saith the Lord. | τας ασεβείας σου και τας ανομίας σου συ κεκόμισαι αυτάς λέγει κύριος |
59Thus saith the Lord; I will even do to thee as thou hast done, as thou hast dealt shamefully in these things to transgress my covenant. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και ποιήσω εν σοι καθώς εποίησας ως ητίμωσας την αράν τούτο παραβήναι την διαθήκην μου |
60And I will remember my covenant made with thee in the days of thine infancy, and I will establish to thee an everlasting covenant. | και μνησθήσομαι εγω της διαθήκης μου της μετά σου εν ημέραις νηπιότητός σου και αναστήσω σοι την διαθήκην αιώνιον |
61Then thou shalt remember thy way, and shalt be utterly dishonoured when thou receivest thine elder sisters with thy younger ones: and I will give them to thee for building up, but not by thy covenant. | και μνησθήση των οδών σου και εξατιμωθήση εν τω αναλαμβάνειν σε τας αδελφάς σου τας πρεσβυτέρας σου συν ταις νεωτέραις σου και δώσω αυτάς σοι εις οικοδομήν και ουκ εκ διαθήκης σου |
62And I will establish my covenant with thee; and thou shalt know that I am the Lord: | και αναστήσω εγώ την διαθήκην μου μετά σου και επιγνώση ότι εγώ κύριος |
63that thou mayest remember, and be ashamed, and mayest no more be able to open thy mouth for thy shame, when I am reconciled to thee for all that thou hast done, saith the Lord. | όπως μνησθής και αισχυνθής και μη η σοι έτι ανοίξαι το στόμα σου από προσώπου της ατιμίας σου εν τω εξιλάσκεσθαί με σοι κατά πάντα όσα εποίησας λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 17
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, relate a tale, and speak a parable to the house of Israel: | υιέ ανθρώπου διήγησαι διήγημα και ειπέ παραβολήν επί τον οίκον του Ισραλη |
3and thou shalt say, Thus saith the Lord; A great eagle with large wings, spreading them out very far, with many claws, which has the design of entering into Libanus—and he took the choice branches of the cedar: | και ερείς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ο αετός ο μέγας ο μεγαλοπτέρυγος ο μακρός τη εκτάσει πλήρης ονύχων ος έχει το ήγημα εισελθείν εις τον Λίβανον και έλαβε τα επίλεκτα της κέδρου |
4he cropped off the ends of the tender twigs, and brought them into the land of Chanaan; he laid them up in a walled city. | τα άκρα της απαλότητος απέκνισε και ήνεγκεν αυτά εις γην Χαναάν εις πόλιν τετειχισμένην έθετο αυτά |
5And he took of the seed of the land, and sowed it in a field planted by much water; he set it in a conspicuous place. | και έλαβεν από του σπέρματος της γης και έδωκεν αυτό εις το πεδίον σπόριμον φυτόν εν ύδατι πολλώ επιβλεπόμενον έταξεν αυτό |
6And it sprang up, and became a weak and little vine, so that the branches thereof appeared upon it, and its roots were under it: and it became a vine, and put forth shoots, and sent forth its tendrils. | και ανέτειλε και εγένετο εις άμπελον ασθενούσαν και μικράν τω μεγέθει του επιφαίνεσθαι τα κλήματα αυτής επ΄ αυτήν και αι ρίζαι αυτής υποκάτω αυτής ήσαν και εγένετο εις άμπελον και εποίησεν απώρυγας και εξέτεινε την αναδενδράδα αυτής |
7And there was another great eagle, with great wings and many claws: and, behold, this vine bent itself round toward him, and her roots were turned towards him, and she sent forth her branches towards him, that he might water her together with the growth of her plantation. | και εγένετο αετός έτερος μέγας μεγαλοπτέρυγος και πολύς όνυξι και ιδού η άμπελος αυτή περιπεπλεγμένη επ΄ αυτόν και αι ρίζαι αυτής επ΄ αυτόν και τα κλήματα αυτής εξαπέστειλεν αυτώ του ποτίσαι αυτήν συν τω βόλω από της φυτείας |
8She thrives in a fair field by much water, to produce shoots and bear fruit, that she might become a great vine. | εις πεδίον καλόν εφ΄ ύδατι πολλώ αύτη πιαίνεται του ποιήσαι βλαστούς και φέρειν καρπόν του είναι εις άμπελον μεγάλην |
9Therefore say, Thus saith the Lord; Shall it prosper? shall not the roots of her tender stem and her fruit be blighted? yea, all her early shoots shall be dried up, and that not by a mighty arm, nor by many people, to tear her up from her roots. | διά τούτο ειπέ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ει κατευθυνεί ουχί αι ρίζαι της απαλότητος αυτής και ο καρπός σαπήσεται και ξηρανθήσεται πάντα τα προανατέλλοντα αυτής και ουκ εν βραχίονι μεγάλω ουδέ εν λαώ πολλώ του εκσπάσαι αυτήν εκ ριζών αυτής |
10And, behold, it thrives: shall it prosper? shall it not wither as soon as the east wind touches it? it shall be withered together with the growth of its shoots. | και ιδού πιαίνεται μη κατευθηνή ουχί εν τω άψασθαι αυτής άνεμον τον καύσωνα ξηρανθήσεται ξηρασία συν τω βόλω της ανατολής αυτής ξηρανθήσεται |
11Moreover the word of the Lord came to me saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
12Son of man, say now to the provoking house, Know ye not what these things were? say to them, Whenever the king of Babylon shall come against Jerusalem, then he shall take her king and her princes, and shall take them home to Babylon. | είπον δη προς τον οίκον τον παραπικραίνοντα ουκ επίστασθε τι εστιν ταύτα είπον αυτοίς ιδού έρχεται βασιλεύς Βαβυλώνος επί Ιερουσαλήμ και λήψεται τον βασιλέα αυτής και τους άρχοντας αυτής και άξει αυτούς προς εαυτόν εις Βαβυλώνα |
13And he shall take of the seed royal, and shall make a covenant with him, and shall bind him with an oath: and he shall take the princes of the land: | και λήψεται εκ του σπέρματος της βασιλείας και διαθήσεται προς αυτόν διαθήκην και εισάξει αυτόν εν αρά και τους ηγουμένους της γης λήψεται |
14that it may become a weak kingdom, so as never to lift itself up, that he may keep his covenant, and establish it. | του γενέσθαι εις βασιλείαν ασθενή το καθόλου μη επαίρεσθαι αλλά φυλάσσειν την διαθήκην αυτού και ιστάνειν αυτήν |
15And if he shall revolt from him, to send his messengers into Egypt, that they may give him horses and much people; shall he prosper? shall he that acts as an adversary be preserved? and shall he that transgresses the covenant be preserved? | και αποστήσεται απ΄ αυτού του εξαποστέλλειν αγγέλους εις Αίγυπτον του δούναι αυτώ ίππους και λαόν πολύν ει κατευθυνεί ει διασωθήσεται ο ποιών εναντία και παραβαίνων διαθήκην ει διασωθήσεται |
16As I live, saith the Lord, verily in the place where the king is that made him king, who dishonoured my oath, and who broke my covenant, shall he die with him in the midst of Babylon. | ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος εάν μη εν τω τόπω του βασιλέως του βασιλεύσαντος αυτόν ος ητίμωσε την αράν μου και παρέβη την διαθήκην μου μετ΄ αυτού εν μέσω Βαβυλώνος τελευτήσει |
17And Pharaoh shall make war upon him not with a large force or great multitude, in throwing up a mound, and in building of forts, to cut off souls. | και ουκ εν δυνάμει μεγάλη ουδέ εν όχλω πολλώ ποιήσει προς αυτόν Φαραώ πόλεμον εν χαρακοβολία και εν οικοδομή βελοστάσεων του εξάραι ψυχάς πολλάς |
18Whereas he has profaned the oath so as to break the covenant, when, behold, I engage his hand, and he has done all these things to him, he shall not escape. | και ητίμωσεν ορκωμοσίαν του παραβήναι διαθήκην και ιδού δέδωκε την χείρα αυτού και πάντα ταύτα εποίησεν αυτώ μη σωθήσεται |
19Therefore say, Thus saith the Lord; As I live, surely mine oath which he has profaned, and my covenant which he has transgressed, I will even recompense it upon his head. | διά τούτο ειπέ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ζω εγώ εάν την ορκωμοσίαν μου ην ητίμωσε και την διαθήκην μου ην παρέβη και δώσω αυτήν εις κεφαλήν αυτού |
20And I will spread a net upon him, and he shall be caught in its snare. | και εκπετάσω επ΄ αυτόν το δικτυόν μου και αλώσεται εν τη περιοχή αυτού και άξω αυτόν εις Βαβυλώνα και διακριθήσομαι μετ΄ αυτού εκεί περί της αδικίας αυτού ης ηδίκησεν εν εμοί |
21In every battle of his they shall fall by the sword, and I will scatter his remnant to every wind: and ye shall know that I the Lord have spoken it. | εν πάσαις ταις φυγάσιν αυτού εν πάση παραταξει αυτού εν ρομφαία πεσούνται και τους καταλοίπους εις πάντα άνεμον διασπερώ και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος λελάληκα |
22For thus saith the Lord; I will even take of the choice branches of the cedar from the top thereof, I will crop off their hearts, and I will plant it on a high mountain: | ότι τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και λήψομαι εγώ εκ των επιλέκτων της κέδρου εκ κορυφής και δώσω από κεφαλής παραφυάδων αυτής εκ καρδίας αυτής αποκνιώ και καταφυτεύσω επ΄ όρος υψηλού |
23and I will hang it on a lofty mountain of Israel: yea, I will plant it, and it shall put forth shoots, and shall bear fruit, and it shall be a great cedar: and every bird shall rest beneath it, even every fowl shall rest under its shadow: its branches shall be restored. | και κρεμάσω αυτόν εν όρει μετεώρω Ισραήλ και καταφυτεύσω αυτό και εξοίσει βλαστόν και ποιήσει καρπόν και έσται εις κέδρον μεγάλην και αναπαύσεται υποκάτω αυτού παν όρνεον και παν πετεινόν υπό την σκιάν των κλάδων αυτού αναπαύσεται και τα κλήματα αυτού αποκατασταθήσεται |
24And all the trees of the field shall know that I am the Lord that bring low the high tree, and exalt the low tree, and wither the green tree, and cause the dry tree to flourish: I the Lord have spoken, and will do it. | και γνώσονται πάντα τα ξύλα του πεδίου ότι εγώ κύριος ο ταπεινών ξύλον υψηλόν και υψών ξύλον ταπεινόν και ξηραίνων ξύλον χλωρόν και αναθάλλων ξύλον ξηρόν εγώ κύριος λελάληκα και ποιήσω |
Chapter 18
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, what mean ye by this parable among the children of Israel, saying, The fathers have eaten unripe grapes, and the children's teeth have been set on edge? | υιέ ανθρώπου τις υμίν η παραβολή αυτη επί της γης του Ισραήλ λέγοντες οι πατέρες έφαγον όμφακα και οι οδόντες των τέκνων εγομφίασαν |
3As I live, saith the Lord, surely this parable shall no more be spoken in Israel. | ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος εάν γένηται έτι λεγομένη η παραβολή αύτη εν τω Ισραήλ |
4For all souls are mine; as the soul of the father, so also the soul of the son, they are mine: the soul that sins, it shall die. | ότι πάσαι αι ψυχαί εμαί εισιν ον τρόπον η ψυχή του πατρός και η ψυχή του υιόυ εμαί εισιν η ψυχή η αμαρτάνουσα αύτη αποθανείται |
5But the man who shall be just, who executes judgment and righteousness, | ο δε άνθρωπος ος έσται δίκαιος ο ποιών κρίμα και δικαιοσύνην |
6who shall not eat upon the mountains, and shall not at all lift up his eyes to the devices of the house of Israel, and shall not defile his neighbor's wife, and shall not draw nigh to her that is removed, | επί των ορέων ου φάγεται και τους οφθαλμούς αυτού ου επάρη προς τα ενθυμήματα οίκου Ισραήλ και την γυναίκα του πλησίον αυτού ου μιανή και προς γυναίκα εν αφέδρω ούσαν ου προσεγγιεί |
7and shall not oppress any man, but shall return the pledge of the debtor, and shall be guilty of no plunder, shall give his bread to the hungry, and clothe the naked; | και άνθρωπον ου καταδυναστεύση και ενεχυρασμόν οφείλοντος αποδώσει και άρπαγμα ουχ αρπάται τον άρτον αυτού τω πεινώντι δώσει και γυμνόν περιβαλεί ιμάτιον |
8and shall not lend his money upon usury, and shall not receive usurious increase, and shall turn back his hand from injustice, shall execute righteous judgment between a man and his neighbor, | το αργύριον αυτού επί τόκω ου δώσει και πλεονασμόν ου λήψεται απο αδικίας αποστρέψει την χείρα αυτού κρίμα δίκαιον ποιήσει αναμέσον ανδρός και του πλησίον αυτού |
9and has walked in my commandments and kept mine ordinances, to do them; he is righteous, he shall surely live, saith the Lord. | και εν τοις προστάγμασί μου πεπόρευται και τα δικαιώματά μου πεφύλακται του ποιήσαι αυτά δίκαιος ούτός εστι ζωή ζήσεται λέγει Αδωναϊ κύριος |
10And if he beget a mischievous son, shedding blood and committing sins, | και εάν γεννήση υιόν λοιμόν εκχέοντα αίμα και ποιούντα αμαρτήματα |
11who has not walked in the way of his righteous father, but has even eaten upon the mountains, and has defiled his neighbor's wife, | εν τη οδώ του πατρός αυτού του δικαίου ουκ επορεύθη αλλα και επί των ορέων έφαγε και την γυναίκα του πλησίον αυτού εμίανε |
12and has oppressed the poor and needy, and has committed robbery, and not restored a pledge, and has set his eyes upon idols, has wrought iniquities, | και πτωχόν και πένητα κατεδυνάστευσε και άρπαγμα ήρπασε και ενεχυρασμόν ουκ απέδωκε και εις τα είδωλα έθετο τους οφθαλμούς αυτού ανομίαν πεποίηκε |
13has lent upon usury, and taken usurious increase; he shall by no means live: he has wrought all these iniquities; he shall surely die; his blood shall be upon him. | μετά τόκου έδωκε και πλεονασμόν έλαβεν ούτος ζωή ου ζήσεται πάσας τας ανομίας ταύτας εποίησε θανάτω θανατωθήσεται το αίμα αυτού επ΄ αυτόν έσται |
14And if he beget a son, and the son see all his father's sins which he has wrought, and fear, and not do according to them, | εάν δε γεννήση υιόν και είδη πάσας τας αμαρτίας του πατρός αυτού ας εποίησε και φοβηθή και μη ποιήση κατά ταύτα |
15and if he has not eaten on the mountains, and has not set his eyes on the devices of the house of Israel, and has not defiled his neighbor's wife, | επί των ορέων ου βέβρωκε και τους οφθαλμούς αυτού ουκ έθετο εις τα ενθυμήματα οίκου Ισραήλ και την γυναίκα του πλησίον αυτού ουκ εμίανε |
16and has not oppressed a man, and has not retained the pledge, nor committed robbery, has given his bread to the hungry, and has clothed the naked, | και άνθρωπον ου κατεδυνάστευσε και ενεχυρασμόν ουκ ενεχύρασε και άρπαγμα ουχήρπασε τον άρτον αυτού πεινώντι έδωκε και γυμνόν περιέβαλεν ιμάτιον |
17and has turned back his hand from unrighteousness, has not received interest or usurious increase, has wrought righteousness, and walked in mine ordinances; he shall not die for the iniquities of his father, he shall surely live. | και από αδικίας απέστρεψε την χείρα αυτού τόκον και πλεονασμόν ουκ έλαβε δικαιοσύνην εποίησε και εν τοις προστάγμασί μου επορεύθη ου τελευτήσει εν ταις αδικίας του πατρός αυτού ζωή ζήσεται |
18But if his father grievously afflict, or plunder, he has wrought enmity in the midst of my people, and shall die in his iniquity. | ο δε πατήρ αυτού θλίψει έθλιψε και αρπαγμα ήρπασε και εναντία εποίησεν εν μέσω του λαού αυτού και αποθανειται εν τη αδικία αυτού |
19But ye will say, Why has not the son borne the iniquity of the father? Because the son has wrought judgment and mercy, has kept all my statues, and done them, he shall surely live. | και ερείτε τι ότι ουκ έλαβε ο υιός την αδικίαν του πατρός αυτού ότι ο υιός κρίμα και δικαιοσύνην και έλεος πεποίηκε πάντα τα νόμιμά μου συνετήρησε και εποίησεν αυτά ζωή ζήσεται |
20But the soul that sins shall die: and the son shall not bear the iniquity of the father, nor shall the father bear the iniquity of the son: the righteousness of the righteous shall be upon him, and the iniquity of the transgressor shall be upon him. | η δε ψυχή η αμαρτάνουσα αυτη αποθανείται ο δε υιός ου λήψεται την αδικίαν του πατρός και ο πατήρ ου λήψεται την αδικίαν του υιόυ δικαιοσύνη δικαίου επ΄ αυτόν έσται και ανομία ανόμου επ΄ αυτόν έσται |
21And if the transgressor turn away from all his iniquities which he has committed, and keep all my commandments, and do justice and mercy, he shall surely live, and shall by no means die. | και ο άνομος εάν επιστρέψη εκ πασών των ανομιών αυτού ων εποίησε και φυλάξηται πάσας τας εντολάς μου και ποιήση κρίμα και δικαιοσύνην και έλεος ζωή ζήσεται και ουκ αποθανείται |
22None of his trespasses which he has committed shall be remembers: in his righteousness which he has done he shall live. | πάντα τα παραπτώματα αυτού όσα εποίησεν ου μνησθήσεται αυτώ εν τη δικαιοσύνη η εποίησε ζήσεται |
23Shall I at all desire death of the sinner, saith the Lord, as I desire that he should turn from his evil way, and live? | μη θελήσει θελήσω τον θάνατον του ανόμου λέγει Αδωναϊ κύριος ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού αυτού της πονηράς και ζήσαι αυτόν |
24But when the righteous man turns away from his righteousness, and commits iniquity, according to all the transgressions which the transgressor has wrought, none of his righteousness which he has wrought shall be at all remembered: in his trespass wherein he has trespassed, and in his sins wherein he has sinned, in them shall he die. | εν δε τω αποστρέψαι δίκαιον από της δικαιοσύνης αυτού και ποιήσαι αδικίαν κατά πάσας τας αδικίας ας εποίησεν ο άνομος εάν ποιήση ου ζήσεται πάσαι αι δικαιοσύναι αυτού ας εποίησεν ου μνησθώσιν εν τω παραπτώματι αυτού ω παρέπεσε και εν ταις αμαρτίαις αις ήμαρτεν εν αυταίς αποθανείται |
25Yet ye have said, The way of the Lord is not straight. Hear now, all the house of Israel; will not my way be straight? Is your way straight? | και είπατε ου κατευθύνει η οδός κυρίου ακούσατε δη οίκος Ισραήλ μη η οδός μου ου κατευθύνει ουχί αι οδοί υμών κατευθυνει |
26When the righteous turns away from his righteousness and commits a trespass, and dies in the trespass he has committed, he shall even die in it. | εν τω αποστρέψαι τον δίκαιον από της δικαιοσύνης αυτού και ποιήση παράπτωμα και αποθανη εν τω παραπτώματι ω εποίησεν εν αυτώ αποθανείται |
27And when the wicked man turns away from his wickedness that he has committed, and shall do judgment and justice, he has kept his soul, | και εν τω αποστρέψαι άνομον από της ανομίας αυτού ης εποίησε και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην ούτος την ψυχήν αυτού εφύλαξε |
28and has turned away from all his ungodliness which he has committed: he shall surely live, he shall not die. | και είδε και απέστρεψεν από πασών των ασεβειών αυτού ων εποίησε ζωή ζήσεται ου αποθάνη |
29Yet the house of Israel say, The way of the Lord is not right. Is not my way right, O house of Israel? is not your way wrong? | και λέγουσιν ο οίκος του Ισραήλ ου κατορθοί η οδός κυρίου μη η οδός μου ου κατορθοί οίκος Ισραήλ ουχί η οδός υμών ου κατορθοί |
30I will judge you, O house of Israel, saith the Lord, each one according to his way: be converted, and turn from all your ungodliness, and it shall not become to you the punishment of iniquity. | διά τούτο έκαστον κατά την οδόν αυτού κρινώ υμάς οίκος Ισραήλ λέγει Αδωναϊ κύριος επιστράφητε και αποστρέψατε εκ πασών των ασεβειών υμών και ουκ έσονται υμίν εις κόλασιν αδικίας |
31Cast away from yourselves all your ungodliness wherein ye have sinned against me; and make to yourselves a new heart and a new spirit: for why should ye die, O house of Israel? | απορρίψατε αφ΄ εαυτών πάσας τας ασεβείας υμών ας ησεβήσατε εις εμέ και ποιήσατε εαυτοίς καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν και ινατί αποθνήσκετε οίκος Ισραήλ |
32For I desire not the death of him that dies, saith the Lord. | διότι ου βούλομαι τον θάνατον του αποθνήσκοντος λέγει Αδωναϊ κύριος επιστρέψατε ουν και ζήσετε |
Chapter 19
[edit]1Moreover do thou take up a lamentation for the prince of Israel, | και συ λάβε θρήνον επί τον άρχοντα του Ισραήλ |
2and say, Why is thy mother become a whelp in the midst of lions? in the midst of lions she has multiplied her whelps. | και ερείς τι η μήτηρ σου επί σκύμνους εν μέσω λεόντων εγενήθη εν μέσω λεόντων επλήθυνε σκύμνους αυτής |
3And one of her whelps sprang forth; he became a lion, and learned to take prey, he devoured men. | και απεπήδησεν εις των σκύμνων αυτής λέων εγένετο και έμαθε του αρπάζειν αρπάγματα ανθρώπους έφαγε |
4And the nations heard a report of him; he was caught in their pit, and they brought him into the land of Egypt in chains. | και ήκουσαν περί αυτού έθνη και συνελήφθη εν τη διαφθορά αυτών και ήγαγον αυτόν εν κημώ εις γην Αιγύπτου |
5And she saw that he was driven away from her, and her hope of him perished, and she took another of her whelps; she made him a lion. | και είδεν ότι απώσται απ΄ αυτής και απώλετο η υπόστασις αυτής και έλαβεν άλλον εκ των σκύμνων αυτής λέοντα έταξεν αυτόν |
6And he went up and down in the midst of lions, he became a lion, and learned to take prey, he devoured men. | και ανεστρέφετο εν μέσω λεόντων λέων εγένετο και έμαθεν αρπάζειν αρπάγματα και ανθρώπους έφαγε |
7And he prowled in his boldness and laid waste their cities, and made the land desolate, and the fullness of it, by the voice of his roaring. | και ενέμετο εν τω θράσει αυτού και τας πόλεις αυτών εξηρήμωσε και ηφάνισε γην και το πλήρωμα αυτής από φωνής ωρυώματος |
8Then the nations set upon him from the countries round about, and they spread their nets upon him: he was taken in their pit. | και επέθεντο επ΄ αυτόν έθνη κυκλόθεν εκ των χωρών και εξεπέτασαν επ΄ αυτόν δίκτυα αυτών και εν τη διαφθορά αυτών συνελήφθη |
9And they put him in chains and in a cage, and he came to the king of Babylon; and he cast him into prison, that his voice should not be heard on the mountains of Israel. | και έθεντο αυτόν εν κημώ και εν γαλεάγρα και ήγαγον αυτόν προς τον βασιλέα Βαβυλώνος και εισήγαγον αυτόν εις φυλακήν όπως μη ακουσθή η φωνή αυτού έτι επί τα όρη του Ισραήλ |
10Thy mother was as a vine and as a blossom on a pomegranate tree, planted by water: her fruit and her shoot abounded by reason of much water. | η μήτηρ σου ως άμπελος ως άνθος ροάς εν ύδατι πεφυτευμένης ο καρπός αυτής και ο βλαστός αυτής εγένετο εξ ύδατος πολλού |
11And she became a rod for a tribe of princes, and was elevated in her bulk in the midst of other trees, and she saw her bulk in the multitude of her branches. | και εγένετο αυτή ράβδος ισχύος επί φυλήν ηγουμένων και υψώθη τω μεγέθει αυτής εν μέσω στελέχων και είδε το μέγεθος αυτής εν πλήθει κλημάτων αυτής |
12But she was broken down in wrath, she was cast upon the ground, and the east wind dried up her choice branches: vengeance came upon them, and the rod of her strength was withered; fire consumed it. | και κατεκλάσθη εν θυμώ επί την γην ερρίφη και άνεμος καύσων εξήρανε τα εκλεκτά αυτής εξεδικήθησαν και εξηράνθσαν αι ράβδοι της ισχύος αυτής πυρ ανήλωσεν αυτήν |
13And now they have planted her in the wilderness, in a dry land. | και νυν πεφυτεύκασιν αυτήν εν τη ερήμω εν γη ανύδρω και διψώση |
14And fire is gone out of a rod of her choice boughs, and has devoured her; and there was no rod of strength in her. Her race is become a parable of lamentation, and it shall be for a lamentation. | και εξήλθε πυρ εκ ράβδου εκλεκτών αυτής και κατέφαγεν αυτήν και ουκ ην εν αυτή ράβδος ισχύος φυλής εις παραβολήν θρήνου εστί και έσται εις θρήνον |
Chapter 20
[edit]1And it came to pass in the seventh year, on the fifteenth day of the month, there came men of the elders of the house of Israel to enquire of the Lord, and they sat before me. | και εγένετο εν τω έτει τω εβδόμω εν τω πέμπτω μηνί δεκάτη του μηνός ήλθον άνδρες εκ των πρεσβυτέρων του οίκου Ισραήλ επερωτήσαι τον κύριον και εκάθισαν προ προσώπου μου |
2And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
3Son of man, speak to the elders of the house of Israel, and thou shalt say to them, Thus saith the Lord; Are ye come to enquire of me? As I live, I will not be enquired of by you, saith the Lord. | υιέ ανθρώπου λάλησον προς τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ει επερωτήσαί με υμείς έρχεσθε ζω εγώ ει αποκριθήσομαι υμίν λέγει Αδωναϊ κύριος |
4Shall I utterly take vengeance on them, son of man? testify to them of the iniquities of their fathers: | ει εκδικήσω αυτούς εκδικήσει υιέ ανθρώπου τας ανομίας των πατέρων αυτών διαμάρτυραι αυτοίς |
5and thou shalt say to them, Thus saith the Lord; From the day that I chose the house of Israel, and became known to the seed of the house of Jacob, and was known to them in the land of Egypt, and helped them with my hand, saying, I am the Lord your God; | και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κυριός αφ΄ ης ημέρας ηρέτισα τον οίκον του Ισραήλ και εγνωρίσθην τω σπέρματι οίκου του Ιακώβ και εγνώσθην αυτοίς εν γη Αιγύπτου και αντελαβόμην τη χειρί μου αυτών λέγων εγώ κύριος ο θεός υμών |
6in that day I helped them with my hand, to bring them out of the land of Egypt into the land which I prepared for them, a land flowing with milk and honey, it is abundant beyond every land. | εν εκείνη τη ημέρα αντελαβόμην αυτών τη χειρί μου του εξαγαγείν αυτούς εκ γης Αιγύπτου εις την γην ην ητοίμασα αυτοίς γην ρέουσαν γάλα και μέλι κηρίον εστί παρά πάσαν την γην |
7And I said to them, Let every one cast away the abominations of his eyes, and defile not yourselves with the devices of Egypt: I am the Lord your God. | και είπα προς αυτούς έκαστος τα βδελύγματα των οφθαλμών αυτού απορριψάτω και εν τοις επιτηδεύμασιν Αιγύπτου μη μιαίνεσθε εγώ κύριος ο θεός υμών |
8But they revolted from me, and would not hearken to me: they cast not away the abominations of their eyes, and forsook not the devices of Egypt: then I said that I would pour out my wrath upon them, to accomplish my wrath upon them in the midst of Egypt. | και απέστησαν απ΄ εμού και ουκ ηθέλησαν εισακούσαί μου έκαστος τα βδελύγματα των οφθαλμών αυτών ουκ απέρριψαν και τα επιτηδεύματα Αιγύπτου ουκ εγκατέλιπον και είπα του εκχέαι τον θυμόν μου επ΄ αυτούς του συντελέσαι την οργήν μου εν αυτοίς εν μέσω της Αιγύπτου |
9But I wrought so that my name should not be at all profaned in the sight of the Gentiles, in the midst of whom they are, among whom I was made known to them in their sight, to bring them out of the land of Egypt. | και εποίησα όπως το όνομά μου το παράπαν μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών ων αυτοί εισιν εν μέσω αυτών εν οις εγνώσθην προς αυτούς ενώπιον αυτών του εξαγαγείν αυτούς εκ γης Αιγύπτου |
10And I brought them into the wilderness. | και εξήγαγον αυτούς εκ γης Αιγύπτου και ήγαγον αυτούς εις την έρημον |
11And I gave them my commandments, and made known to them mine ordinances, all which if a man shall do, he shall even live in them. | και έδωκα αυτοίς τα προστάγματά μου και τα δικαιώματά μου εγνώρισα αυτοίς ως αν ποιήση αυτά άνθρωπος και ζήσεται εν αυτοίς |
12And I gave them my sabbaths, that they should be for a sign between me and them, that they should know that I am the Lord that sanctify them. | και τα σάββατά μου έδωκα αυτοίς του είναι εις σημείον αναμέσον εμού και αναμέσον αυτών του γνώναι αυτούς ότι εγώ κύριος ο αγιάζων αυτούς |
13And I said to the house of Israel in the wilderness, Walk ye in my commandments: but they walked not in them, and they rejected mine ordinances, which if a man shall do, he shall even live in them; and they grievously profaned my sabbaths: and I said that I would pour out my wrath upon them in the wilderness, to consume them. | και παρεπίκρανάν με ο οίκος του Ισραήλ εν τη ερήμω εν τοις προστάγμασί μου ουκ εκπορεύθησαν και τα δικαιώματά μου απώσαντο α ποιήσει αυτά άνθρωπος και ζήσεται εν αυτοίς και τα σάββατά μου εβεβήλωσαν σφόδρα και είπα του εκχέαι τον θυμόν μου επ΄ αυτούς εν τη ερήμω του εξαναλώσαι αυτούς |
14But I wrought so that my name should not be at all profaned before the Gentiles, before whose eyes I brought them out. | και εποίησα όπως το όνομά μου το παράπαν μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών ων εξήγαγον αυτούς κατ΄ οφθαλμούς αυτών |
15But I lifted up my hand against them in the wilderness once for all, that I would not bring them into the land which I gave them, a land flowing with milk and honey, it is sweeter than all lands: | και εγώ εξήρα την χείρά μου επ΄ αυτούς εν τη ερήμω το παράπαν του μη εισαγαγείν αυτούς εις την γην ην έδωκα αυτοίς γην ρέουσαν γάλα και μέλι κηρίον εστί παρά πάσαν την γην |
16because they rejected mine ordinances, and walked not in my commandments, but profaned my sabbaths, and went after the imaginations of their hearts. | ανθ΄ τα δικαιώματά μου απώσαντο και εν τοις προστάγμασί μου ουκ επορεύθησαν εν αυτοίς και τα σάββατά μου εβεβήλουν και οπίσω των ενθυμημάτων των καρδιών αυτών επορεύοντο |
17Yet mine eyes spared them, so as not to destroy them utterly, and I did not make an end of them in the wilderness. | και εφείσατο αυτών ο οφθαλμός μου του μη εξαλείψαι αυτούς και ουκ εποίησα αυτούς εις συντέλειαν εν τη ερήμω |
18And I said to their children in the wilderness, Walk not ye in the customs of your fathers, and keep not their ordinances, and have no fellowship with their practices, nor defile yourselves with them. | και είπον προς τα τέκνα αυτών εν τη ερήμω εν τοις νομίμοις των πατέρων υμών μη πορεύεσθε και τα δικαιώματα αυτών μη φυλάσσεσθε και εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών μη συναναμίγνυσθε και μη μιαίνεσθε |
19I am the Lord your God; walk in my commandments, and keep mine ordinances, and do them; | εγώ κύριος ο θεός υμών εν τοις προστάγμασί πορεύεσθε και τα δικαιώματά μου φυλάσσεσθε και ποιείτε αυτά |
20and hallow my sabbaths, and let them be a sign between me and you, that ye may know that I am the Lord your God. | και τα σάββατά μου αγιάζετε αυτά και έσται εις σημείον αναμέσον εμού και υμών του γινώσκειν ότι εγώ κύριος ο θεός υμών |
21But they provoked me, and their children walked not in my commandments, and they took no heed to mine ordinances to do them, which if a man shall do, he shall even live in them, and they profaned my sabbaths: then I said that I would pour out my wrath upon them in the wilderness, to accomplish mine anger upon them. | και παρεπίκρανάν με και τα τέκνα αυτών εν τοις προστάγμασί μου ουκ επορεύθησαν και τα δικαιώματά ουκ εφυλάξαντο του ποιήσαι αυτά α ποιήσει άνθρωπος και ζήσεται εν αυτοίς και τα σάββατά μου εβεβήλωσαν και είπον του εκχέαι τον θυμόν μου επ΄ αυτούς και του συντελέσαι την οργήν μου επ΄ αυτούς εν τω ερήμω |
22But I wrought so that my name might not be at all profaned before the Gentiles; and I brought them out in their sight. | και επέστρεψα την χείρά μου αυτοίς και εποίησα ένεκεν εμού όπως το όνομά μου το παράπαν μη βεβηλωθή ενώπιον των εθνών αφ΄ ων εξήγαγον αυτούς κατ΄ οφθαλμούς αυτών |
23I lifted up my hand against them in the wilderness, that I would scatter them among the Gentiles, and disperse them in the countries; | και εξήρα την χείρά μου επ΄ αυτούς εν τη ερήμω του διασκορπίσαι αυτούς εν τοις έθνεσι και διασπείραι αυτούς εν ταις χώραις |
24because they kept not mine ordinances, and rejected my commandments, and profaned my sabbaths, and their eyes went after the imaginations of their fathers. | ανθ΄ τα δικαιώματά μου ουκ εποίησαν και τα προστάγματά μου απώσαντο και τα σάββατά μου εβεβήλουν και οπίσω των ενθυμημάτων των πατέρων αυτών ήσαν οι οφθαλμοί |
25So I gave them commandments that were not good, and ordinances in which they should not live. | και εγώ έδωκα αυτοίς προστάγματα ου καλά και δικαιώματα εν οις ου ζήσονται εν αυτοίς |
26And I will defile them by their own decrees, when I pass through upon every one that opens the womb, that I may destroy them. | και μιανώ αυτούς εν τοις δόγμασιν αυτών εν τω διαπορεύεσθαί με παν διανοίγον μήτραν όπως αφανίσω αυτούς ίνα γνώσιν ότι εγώ κύριος |
27Therefore, son of man, speak to the house of Israel, and thou shalt say to them, Thus saith the Lord: Hitherto have your fathers provoked me in their trespasses in which they transgressed against me. | διά τούτο λάλησον προς τον οίκον του Ισραήλ υιέ ανθρώπου και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος έως τούτου παρώργισάν με οι πατέρες υμών εν τοις παραπτώμασιν αυτών εν οις παρέπεσον εις εμέ |
28Whereas I brought them into the land concerning which I lifted up mine hand to give it them; and they looked upon every high hill, and every shady tree, and they sacrificed there to their gods, and offered there sweet-smelling savour, and there they poured out their drink-offerings. | και εισήγαγον αυτούς εις την γην ην ήρα την χείρά μου του δούναι αυτήν αυτοίς και είδον πάντα βουνόν υψηλόν και παν ξύλον κατάσκιον και έθυσαν εκεί τοις θεοίς αυτών και έταξαν εκεί οργήν των δώρων και έταξαν εκεί οσμήν ευωδίας αυτών και έσπεισαν εκεί σπονδάς αυτών |
29And I said to them, What is Abama, that ye go in thither? and they called its name Abama, until this day. | και είπα προς αυτούς τι εστίν Αβαμά ότι υμείς εισπορεύεσθε εκεί και επεκάλεσαν το όνομα αυτού Αβαμά έως της σήμερον ημέρας |
30Therefore say to the house of Israel, Thus saith the Lord, Do ye pollute yourselves with the iniquities of your fathers, and do ye go a-whoring after their abominations, | διά τούτο είπον προς τον οίκον του Ισραήλ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ει εν ταις ανομίαις των πατέρων υμών υμείς μιαίνεσθε και οπίσω των βδελυγμάτων αυτών υμείς εκπορνεύετε |
31and do ye pollute yourselves with the first-fruits of your gifts, in the offerings wherewith ye pollute yourselves in all your imaginations, until this day; and shall I answer you, O house of Israel? As I live, saith the Lord, I will not answer you, neither shall this thing come upon your spirit. | και εν ταις απαρχαίς των δομάτων υμών και εν τοις αφορισμοίς υμών εν τω διάγειν τα τέκνα υμών εν πυρί υμείς μιαίνεσθε εν πάσι τοις ενθυμήμασιν υμών έως της σήμερον ημέρας και εγώ αποκριθώ υμίν οίκος του Ισραήλ ζω λέγει Αδωναϊ κύριος ει αποκριθήσομαι υμίν και ει αναβήσεται επί το πνεύμα υμών τούτο |
32And it shall not be as ye say, We will be as the nations, and as the tribes of the earth, to worship stocks and stones. | και ουκ έσται ον τρόπον υμείς λέγετε εσόμεθα ως τα έθνη και ως αι φυλαί της γης του λατρεύειν ξύλοις και λίθοις |
33Therefore, as I live, saith the Lord, I will reign over you with a strong hand, and with a high arm, and with outpoured wrath: | διά τούτο ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ και εν θυμώ κεχυμένω βασιλεύσω εφ΄ υμάς |
34I will bring you out from the nations, and will take you out of the lands wherein ye were dispersed, with a strong hand, and with a high arm, and with outpoured wrath. | και εξάξω υμάς εκ των λαών και εισδέξομαι υμάς εκ των χωρών ου διεσκορπίσθητε εν αυταίς εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ και εν θυμώ κεχυμένω |
35And I will bring you into the wilderness of the nations, and will plead with you there face to face. | και άξω υμάς εις την έρημον των λαών και διακριθήσομαι προς υμάς εκεί πρόσωπον κατά πρόσωπον |
36As I pleaded with your fathers in the wilderness of the land of Egypt, so will I judge you, saith the Lord. | ον τρόπον διεκρίθην προς τους πατέρας υμών εν τη ερήμω γης Αιγύπτου ούτως κρινώ υμάς λέγει Αδωναϊ κύριος |
37And I will cause you to pass under my rod, and I will bring you in by number. | και διάξω υμάς υπό την ράβδον μου και εισάξω υμάς εν αριθμώ |
38And I will separate from among you the ungodly and the revolters; for I will lead them forth out of their place of sojourning, and they shall not enter into the land of Israel: and ye shall know that I am the Lord, even the Lord. | και εκλέξω εξ υμών τους ασεβείς και τους αφεστηκότας διότι εκ της παροικεσίας εξάξω αυτούς και εις την γην του Ισραήλ ουκ εισελεύσονται και επιγνωσεσθε διότι εγώ κύριος |
39And as to you, O house of Israel, thus saith the Lord, even the Lord; Put away each one his evil practices, and hereafter if ye hearken to me, then shall ye no more profane my holy name by your gifts and by devices. | και υμείς οίκος Ισραήλ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος έκαστος τα επιτηδεύματα αυτού εξάρατε και μετά ταύτα ει υμείς εισακούετέ μου και το όνομά μου το άγιον ου βεβηλώσετε ουκέτι εν τοις δώροις υμών και εν τοις επιτηδεύμασιν υμών |
40For upon my holy mountain, on the high mountain, saith the Lord, even the Lord, there shall all the house of Israel serve me for ever: and there will I accept you, and there will I have respect to your first-fruits, and the first-fruits of your offerings, in all your holy things. | διότι επί του όρους μου του αγίου επ΄ όρους υψηλού Ισραήλ λέγει Αδωναϊ κύριος εκεί δουλεύσουσί μοι πας οίκος Ισραήλ εις τέλος επί της γης και εκεί προσδέξομαι αυτούς και εκεί επισκέψομαι τας απαρχάς υμών και τας απαρχάς των αφορισμών υμών εν πάσι τοις αγιάσμασιν υμών |
41I will accept you with a sweet-smelling savour, when I bring you out from the nations, and take you out of the countries wherein ye have been dispersed; and I will be sanctified among you in the sight of the nations. | εν οσμή ευωδίας προσδέξομαι υμάς εν τω εξαγαγείν με υμάς εκ των λαών και εισδέχεσθαι υμάς εκ των χωρών εν αις διεσκορπίσθητε εν αυταίς και αγιασθήσομαι εν υμίν κατ΄ οφθαλμούς των λαών |
42And ye shall know that I am the Lord, when I have brought you into the land of Israel, into the land concerning which I lifted up my hand to give it to your fathers. | και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος εν τω εισαγαγείν με υμάς εις την γην του Ισραήλ εις ην ήρα την χείρά μου του δούναι αυτήν τοις πατράσιν υμών |
43And ye shall there remember your ways, and your devices wherewith ye defiled yourselves; and ye shall bewail yourselves for all your wickedness. | και μνησθήσεσθε εκεί των οδών υμών και των επιτηδευμάτων υμών οις εμιαίνεσθε εν αυτοίς και κόψεσθε τα πρόσωπα υμών εν πάσαις ταις κακίαις υμών |
44And ye shall know that I am the Lord, when I have done thus to you, that my name may not be profaned in your evil ways, and in your corrupt devices, saith the Lord. | και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος εν τω ποιήσαί με ούτως υμίν όπως το όνομά μου μη βεβηλωθή ου κατά τας οδούς υμών τας πονηράς ουδέ κατά τα επιτηδεύματα υμών τα διεφθαρμένα οίκος Ισραήλ λέγει Αδωναϊ κύριος |
45And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
46Son of man, set thy face against Thaeman, and look toward Darom, and prophesy against the chief forest of Nageb, | υιέ ανθρώπου στήρισον το πρόσωπόν σου επί Θαιμάν και επίβλεψον επί Δαρώρ και προφήτευσον επί δρυμόν ηγούμενον Ναγέβ |
47and thou shalt say to the forest of Nageb, Hear the word of the Lord; thus saith the Lord, even the Lord; Behold, I will kindle a fire in thee, and it shall devour in thee every green tree, and every dry tree: the flame that is kindled shall not be quenched, and every face shall be scorched with it from the south to the north. | και ερείς τω δρυμώ Ναγέβ άκουε λόγον κυρίου τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ ανάπτω εν σοι πυρ και καταφάγεται εν σοι παν ξύλον χλωρόν και παν ξύλον ξηρόν ου σβεσθήσεται η φλοξ η εξαφθείσα και κατακαυθήσεται εν αυτή παν πρόσωπον από απηλιώτου έως βορρά |
48And all flesh shall know that I the Lord have kindled it: it shall not be quenched. | και επιγνώσεται πάσα σαρξ ότι εγώ κύριος εξέκαυσα αυτό και ου σβεσθήσεται |
49And I said, Not so, O Lord God! they say to me, Is not this that is spoken a parable? | και είπον μηδαμώς κύριε κύριε αυτοί λέγουσι προς με ουχί παραβολή εστι λεγομένη αύτη |
Chapter 21
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Therefore prophesy, son of man, set thy face steadfastly toward Jerusalem, and look toward their holy places, and thou shalt prophesy against the land of Israel, | διά τούτο προφήτευσον υιέ ανθρώπου και στηρισον το πρόσωπόν σου επί Ιερουσαλήμ και επίβλεψον επί τα άγια και προφήτευσον επί την γην του Ισραήλ |
3and thou shalt say to the land of Israel, Thus saith the Lord; Behold, I am against thee, and I will draw forth my sword out of its sheath, and I will destroy out of thee the transgressor and unrighteous. | και ερείς προς την γην του Ισραήλ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ προς σε και εκσπάσω το εγχειρίδιόν μου εκ του κολεού αυτού και εξολοθρεύσω εκ σου άνομον και άδικον |
4Because I will destroy out of thee the unrighteous and the transgressor, therefore so shall my sword come forth out of its sheath against all flesh from the south to the north: | ανθ΄ εξολοθρεύσω εκ σου άδικον και άνομον ούτως εξελεύσεται το εγχειρίδιόν μου εκ του κολεού αυτού επί πάσαν σάρκα από απηλιώτου έως βορρά |
5and all flesh shall know that I the Lord have drawn forth my sword out of its sheath: it shall not return any more. | και επιγνώσεται πάσα σαρξ ότι εγώ κύριος εξέσπασα το εγχειρίδιον μου εκ του κολεού αυτού και ουκ αποστρέψει ουκέτι |
6And thou, son of man, groan with the breaking of thy loins; thou shalt even groan heavily in their sight. | και συ υιέ ανθρώπου καταστέναξον εν συντριβή οσφύος σου και εν οδύναις στενάξεις κατ΄ οφθαλμούς αυτών |
7And it shall come to pass, if they shall say to thee, Wherefore dost thou groan? that thou shalt say, For the report; because it comes: and every heart shall break, and all hands shall become feeble, and all flesh and every spirit shall faint, and all thighs shall be defiled with moisture: behold, it comes, saith the Lord. | και έσται εάν είπωσι προς σε ένεκε τίνος συ στενάζεις και ερείς επί τη αγγελία διότι έρχεται και θραυσθήσεται πάσα καρδία και παραλυθήσονται πάσαι χείρες και εκψύξει πάσα σαρξ και παν πνεύμα και πάντες μηροί μολυνθήσονται υγρασία ιδού έρχεται και έσται λέγει κύριος ο θεός |
8And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
9Son of man, prophesy, and thou shalt say, Thus saith the Lord; Say, Sword, sword, be sharpened and rage, | υιέ ανθρώπου προφήτευσον και ερείς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος είπον ρομφαία ρομφαία οξύνου και θυμώθητι |
10that thou mayest slay victims; be sharpened that thou mayest be bright, ready for slaughter, slay, set at nought, despise every tree. | όπως σφάξης σφάγια οξύνου όπως γένη εις στίλβωσιν ετοίμη εις παράλυσιν σφάζε εξουδένει απόθου παν ξύλον |
11And he made it ready for his hand to hold: the sword is sharpened, it is ready to put into the hand of the slayer. | και έδωκεν αυτήν ετοίμην του κρατείν χείρα αυτού εξηκονήθη η ρομφαία εστίν ετοίμη του δούναι αυτήν εις χείρα αποκεντούντος |
12Cry out and howl, son of man: for this sword is come upon my people, this sword is come upon all the princes of Israel: they shall be as strangers: judgment with the sword is come upon my people: therefore clap thine hands, for sentence has been passed: | ανάκραγε και ολόλυξον υιέ ανθρώπου ότι αυτή εγένετο εν τω λαώ μου αυτή εν πάσι τοις αφηγουμένοις του Ισραήλ παροικήσουσιν επί ρομφαία εγένετο εν τω λαώ μου διά τούτο κρότησον επί την χείρά σου |
13and what if even the tribe be rejected? it shall not be, saith the Lord God. | ότι δεδικαίωται και τι ει φυλή απωσθή ουκ έσται λέγει Αδωναϊ κύριος |
14And thou, son of man, prophesy, and clap thine hands, and take a second sword: the third sword is the sword of the slain, the great sword of the slain: and thou shalt strike them with amazement, lest the heart should faint | και συ υιέ ανθρώπου προφήτευσον και κρότησον χείρα επί χείρα και διπλασιάσον ρομφαίαν η τρίτη ρομφαία τραυματιών εστι ρομφαία τραυματιών η μεγάλη και εκστήσεις αυτούς |
15and the weak ones be multiplied at every gate—they are given up to the slaughter of the sword: it is well fitted for slaughter, it is well fitted for glittering. | όπως θραυσθή η καρδία και πληθυνθώσιν οι ασθενούντες επί πάσαν πύλην αυτών παραδέδονται εις σφάγια ρομφαίας εύγε οξεία γέγονεν εις σφαγήν εύγε γέγονεν εις στίλβωσιν ως αστραπή διαπορεύου |
16And do thou go on, sharpen thyself on the right and on the left whithersoever thy face may set itself. | οξύνου εκ δεξιών και εξ ευωνύμων ου αν το πρόσωπόν σου εξεγείρηται |
17And I also will clap my hands, and let loose my fury: I the Lord have spoken it. | και εγώ δε κροτήσω χείρά μου προς χείρά μου και επαφήσω τον θυμόν μου εγώ κύριος λελάληκα |
18And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
19and thou, son of man, appoint thee two ways, that the sword of the king of Babylon may enter in: the two shall go forth of one country; and there shall be a force at the top of the way of the city, thou shalt set it at the top of the way, | και συ υιέ ανθρώπου διάταξον σεαυτώ δύο οδούς του εισελθείν ρομφαίαν βασιλέως Βαβυλώνος εκ χώρας μιάς εξελεύσονται αι δύο αρχαί και χειρ εν αρχή οδού πόλεως επ΄ αρχής οδού διατάξεις |
20that the sword may enter in upon Rabbath of the children of Ammon, and upon Judea, and upon Jerusalem in the midst thereof. | του εισελθείν ρομφαίαν επί Ραββάθ υιών Αμμών και επί τον Ιούδαν και επί Ιερουσαλήμ εν πολιορκία |
21For the king of Babylon shall stand on the old way, at the head of the two ways, to use divination, to make bright the arrow, and to enquire of the graven images, and to examine the victims. | διότι στήσεται βασιλεύς Βαβυλώνος επί την αρχαίαν οδόν επ΄ αρχής των δύο οδών του μαντεύσασθαι μαντείαν του αναβράσαι ράβδον και επερωτήσαι εν τοις γλυπτοίς και ήπατι σκοπήσασθαι |
22On his right was the divination against Jerusalem, to cast a mound, to open the mouth in shouting, to lift up the voice with crying, to cast a mound against her gates, to cast up a heap, and to build forts. | εκ δεξιών αυτού εγένετο το μαντείον επί Ιερουσαλήμ του βαλείν χάρακα του διανοίξαι στόμα εν βοή υψώσαι φωνήν μετά κραυγής του βαλείν χάρακα επί τας πύλας αυτής και βαλείν χώμα και οικοδομήσαι βελοστάσεις |
23And he was to them as one using divination before them, and he himself recounting his iniquities, that they might be borne in mind. | και αυτός αυτοίς ως μαντευόμενος μαντείαν ενώπιον αυτών και αυτός αναμιμνήσκων αδικίαν αυτών του συλληφθήναι |
24Therefore thus saith the Lord, Because ye have caused your iniquities to be remembered, in the discovery of your wickedness, so that your sins should be seen, in all your wickedness and in your evil practices; because ye have caused remembrance of them, in these shall ye be taken. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ ανεμνήσατε τας αδικίας υμών εν τω αποκαλυφθήναι τας ασεβείας υμών του οραθήναι τας αμαρτίας υμών εν πάσαις ταις ανομίαις υμών και εν πάσι τοις επιτηδεύμασιν υμών ανθ΄ ανεμνήσατε εν τούτοις αλώσεσθε |
25And thou profane wicked prince of Israel, whose day, even an end, is come in a sea of iniquity, thus saith the Lord; | και συ βέβηλε άνομε αφηγούμενε του Ισραήλ ου ήκει η ημέρα εν καιρώ αδικίας πέρας |
26Thou hast taken off the mitre and put on the crown, it shall not have such another after it: thou hast abased that which was high, and exalted that which was low. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος αφελού την κίδαριν και απόθου τον στέφανον αύτη ου τοιαύτη έσται εταπείνωσας το υψηλόν και ύψωσας το ταπεινόν |
27Injustice, injustice, injustice, will I make it: woe to it: such shall it be until he comes to whom it belongs; and I will deliver it to him. | αδικίαν αδικίαν θήσομαι αυτήν ουδέ αυτή τοιαύτη έσται έως ου έλθη ω καθήκει και παραδώσω αυτώ |
28And thou, son of man, prophesy, and thou shalt say, Thus saith the Lord, concerning the children of Ammon, and concerning their reproach; and thou shalt say, O sword, sword, drawn for slaughter, and drawn for destruction, awake, that thou mayest gleam. | και συ υιέ ανθρώπου προφήτευσον και ερείς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος προς τους υιούς Αμμών και προς τον ονειδισμόν αυτών και ερείς ρομφαία ρομφαία εσπασμένη εις σφάγια και εσπασμένη εις συντέλειαν εγείρου όπως στιλβής |
29While thou art seeing vain visions, and while thou art prophesying falsehoods, to bring thyself upon the necks of ungodly transgressors, the day is come, even an end, in a season of iniquity. | εν τη οράσει σου τη ματαία και εν τω μαντεύεσθαί σε ψευδή του παραδούναί σε επί τραχήλους τραυματιών ανόμων ων ήκει η ημέρα εν καιρώ αδικίας πέρας |
30Turn, rest not in this place wherein thou wert born: in thine own land will I judge thee. | απόστρεφε εις τον κουλεόν σου εν τω τόπω τούτω ω γεγέννησαι εν τη γη τη ιδία σου κρινώ σε |
31And I will pour out my wrath upon thee, I will blow upon thee with the fire of my wrath, and I will deliver thee into the hands of barbarians skilled in working destruction. | και εκχεώ επί σοι την οργήν μου εν πυρί οργής μου εμφυσήσω εις σε και παραδώσω σε εις χείρας ανδρών βαρβάρων τεκταινόντων διαφθοράς |
32Thou shalt be fuel for fire; thy blood shall be in the midst of thy land; there shall be no remembrance at all of thee: for I the Lord have spoken it. | εν πυρί έση κατάβρωμα το αίμά σου έσται εν μέσω της γης σου ου γένηταί σου μνεία διότι εγώ κύριος λελάληκα |
Chapter 22
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2And thou, son of man, wilt thou judge the bloody city? yea, declare thou to her all her iniquities. | και συ υιέ ανθρώπου ει κρίνεις την πόλιν των αιμάτων και παράδειξον αυτή πάσας τας ανομίας αυτής |
3And thou shalt say, Thus saith the Lord God: O city that sheds blood in the midst of her, so that her time should come, and that forms devices against herself, to defile herself; | και ερείς τάδε λέγει κύριος κύριος ω πόλις εκχέουσα αίμα εν μέσω αυτής του ελθείν καιρόν αυτής και ποιούσα ενθυμήματα καθ΄ εαυτής του μιαίνειν αυτήν |
4in their blood which thou hast shed, thou hast transgressed; and in thy devices which thou hast formed, thou hast polluted thyself; and thou hast brought nigh thy days, and hast brought on the time of thy years: therefore have I made thee a reproach to the Gentiles, and a mockery to all the countries, | εν τοις αίμασίν σου οις εξέχεας παραπέπτωκας και εν τοις ενθυμήμασί σου οις εποίησας εμιαίνου και προσήγγισας τας ημέρας σου και ήγαγες καιρόν ετών σου διά τούτο δέδωκά σε εις ονειδισμόν τοις έθνεσι και εις εμπαιγμόν πάσαις ταις χώραις |
5to those near thee, and to those far distant from thee; and they shall mock thee, thou that art notoriously unclean, and abundant in iniquities. | ταις εγγιζούσαις προς σε και ταις μακράν απεχούσαις από σου και εμπαίξονταί σοι ακάθαρτος η ονομαστή και πολλή εν ταις ανομίαις |
6Behold, the princes of the house of Israel have conspired in thee each one with his kindred, that they might shed blood. | ιδού οι αφηγούμενοι οίκου Ισραήλ έκαστος προς τους συγγενείς αυτού συνεφύροντο εν σοι όπως εκχέωσιν αίμα |
7In thee they have reviled father and mother; and in thee they have behaved unjustly toward the stranger: they have oppressed the orphan and widow. | πατέρα και μητέρα εκακολόγουν εν σοι και προς τον προσήλυτον ανεστρέφοντο εν αδικίαις εν σοι ορφανόν και χήραν κατεδυνάστευον εν σοι |
8And they have set at nought my holy things, and in thee they have profaned my sabbaths. | και τα άγιά μου εξουδένουν και τα σάββατά μου εβεβήλουν εν σοι |
9There are robbers in thee, to shed blood in thee; and in thee they have eaten upon the mountains: they have wrought ungodliness in the midst of thee. | άνδρες λησταί ήσαν εν σοι όπως εκχέωσιν αίμα εν σοι και επί των ορέων ήσθιον εν σοι ανόσια εποίουν εν μέσω σου |
10In thee they have uncovered the father's shame; and in thee they have humbled her that was set apart for uncleanness. | αισχύνην πατρός απεκάλυψαν εν σοι και εν ακαθαρσίαις αποκαθημένην εταπείνουν εν σοι |
11They have dealt unlawfully each one with his neighbor's wife; and each one in ungodliness has defiled his daughter-in-law: and in thee they have humbled each one his sister, the daughter of his father. | έκαστος την γυναίκα του πλησίον αυτού ηνόμουν και έκαστος την νύμφην αυτού εμίαινεν εν ασεβεία και έκαστος την αδελφήν αυτού θυγατέρα του πατρός αυτού εταπείνουν εν σοι |
12In thee they have received gifts to shed blood; they have received in thee interest and usurious increase; and by oppression thou hast brought thy wickedness to the full, and hast forgotten me, saith the Lord. | δώρα ελάμβανον εν σοι όπως εκχέωσιν αίμα τόκον και πλεονασμόν ελάμβανον εν σοι και συνετελέσω συντέλειαν κακίας σου την εν καταδυναστεία εμού δε επελάθου λέγει Αδωναϊ κύριος |
13And if I shall smite my hand at thine iniquities which thou hast accomplished, which thou hast wrought, and at thy blood that has been shed in the midst of thee, | εάν δε πατάξω χείρά μου προς χείρά μου εφ΄ οις συντετέλεσαι οις εποίησας και επί τοις αίμασί σου τοις γεγενημένοις εν μέσω σου |
14shall thy heart endure? shall thine hands be strong in the days which I bring upon thee? I the Lord have spoken, and will do it. | ει υποστήσεται η καρδία σου ει κρατήσουσιν αι χείρές σου εν ταις ημέραις αις εγώ ποιώ εν σοι εγώ κύριος λελάληκα και ποιήσω |
15And I will scatter thee among the nations, and disperse thee in the countries, and thy uncleanness shall be removed out of thee. | και διασκορπιώ σε εν τοις έθνεσι και διασπερώ σε εν ταις χώραις και εκλείψει η ακαθαρσία σου εκ σου |
16And I will give heritages in thee in the sight of the nations, and ye shall know that I am the Lord. | και κατακληρονομήσω εν σοι κατ΄ οφθαλμούς των εθνών και γνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
17And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
18Son of man, behold, the house of Israel are all become to me as it were mixed with brass, and iron, and tin, and lead; they are mixed up in the midst of the silver. | υιέ ανθρώπου ιδού γεγόνασί μοι ο οίκος Ισραήλ αναμεμιγμένος πάντες χαλκώ και σιδήρω και κασσιτέρω και μολίβδω εν μέσω καμίνου αργυρίου αναμεμιγμένοι εισί |
19Therefore say, Thus saith the Lord God; Because ye have become one mixture, therefore I will gather you into the midst of Jerusalem. | διά τούτο ειπέ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ εγένεσθε πάντες εις σύγκρασιν μίαν διά τούτο εγώ εισδέξομαι υμάς εν μέσον Ιερουσαλήμ |
20As silver, and brass, and iron, and tin, and lead, are gathered into the midst of the furnace, to blow fire into it, that they may be melted: so will I take you in my wrath, and I will gather and melt you. | καθώς εισδέχεται άργυρος και χαλκός και σίδηρος και κασσίτερος και μόλιβδος εν μέσον καμίνου του εκφυσήσαι εις αυτήν πυρ εις το χωνευθήναι ούτως εισδέξομαι υμάς εν τη οργή μου και εν τω θυμώ μου και συνάξω και χωνεύσω υμάς |
21And I will blow upon you in the fire of my wrath, and ye shall be melted in the midst thereof. | και εκφυσήσω εφ΄ υμάς εν πυρί οργής μου και χωνευθήσεσθε εν μέσω αυτής |
22As silver is melted in the midst of a furnace, so shall ye be melted in the midst thereof; and ye shall know that I the Lord have poured out my wrath upon you. | ον τρόπον χωνεύεται αργύριον εν μέσω καμίνου ούτως χωνευθήσεσθε εν μέσω αυτής και επιγνώσεσθε ότι εγώ κύριος εξέχεα τον θυμόν μου εφ΄ υμάς |
23And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
24Son of man, say to her, Thou art the land that is not rained upon, neither has rain come upon thee in the day of wrath; | υιέ ανθρώπου ειπέ αυτή συ ει γη η ου βρεχομένη ουδέ υετός εγένετο επί σε εν ημέρα οργής |
25whose princes in the midst of her are as roaring lions seizing prey, devouring souls by oppression, and taking bribes; and thy widows are multiplied in the midst of thee. | ης οι αφηγούμενοι εν μέσω αυτής ως λέοντες ωρυόμενοι αρπάζοντες αρπάγματα ψυχάς κατεσθίοντες εν δυναστεία και τιμάς λαμβάνοντες και αι χήραί σου επληθύνθησαν εν μέσω σου |
26Her priests also have set at nought my law, and profaned my holy things: they have not distinguished between the holy and profane, nor have they distinguished between the unclean and the clean, and have hid their eyes from my sabbaths, and I was profaned in the midst of them. | και οι ιερείς αυτής ηθέτησαν τον νόμον μου και εβεβήλουν τα άγιά μου αναμέσον αγίου και βεβήλου ου διέστελλον και αναμέσον ακαθάρτου και του καθαρού ου διέστελλον και από των σαββάτων μου παρεκάλυπτον τους οφθαλμούς αυτών και εβεβηλούμην εν μέσω αυτών |
27Her princes in the midst of her are as wolves ravening to shed blood, that they may get dishonest gain. | οι άρχοντες αυτής εν μέσω αυτής ως λύκοι αρπάζοντες αρπάγματα του εκχέαι αίμα του απολέσαι ψυχάς όπως πλεονεξία πλεονεκτώσι |
28And her prophets that daub them shall fall, that see vanities, that prophesy falsehoods, saying, Thus saith the Lord, when the Lord has not spoken. | και οι προφήται αυτής αλείφοντες αυτούς πεσούνται ορώντες μάταια μαντευόμενοι ψευδή λέγοντες τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και κύριος ου λελάληκε |
29That sorely oppress the people of the land with injustice, and commit robbery; oppressing the poor and needy, and not dealing justly with the stranger. | τον λαόν της γης εκπιέζουντες αδικίαν και διαρπάζοντες αρπάγματα πτωχόν και πένητα καταδυναστεύοντες και προς τον προσήλυτον ουκ αναστρεφόμενοι μετά κρίματος |
30And I sought from among them a man behaving uprightly, and standing before me perfectly in the time of wrath, so that I should not utterly destroy her: but I found him not. | και εζήτουν εξ αυτών άνδρα αναστρεφόμενον ορθώς και εστώτα προ προσώπου μου ολοσχερώς εν τω καιρώ της οργής του μη εις τέλος εξαλείψαι αυτήν και ουχ εύρον |
31So I have poured out my wrath upon her in the fury of mine anger, to accomplish it. I have recompensed their ways on their own heads, saith the Lord God. | και εξέχεα επ΄ αυτήν τον θυμόν μου εν πυρί οργής μου του συντελέσαι τας οδούς αυτών εις κεφαλάς αυτών δέδωκα λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 23
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, there were two women, daughters of one mother: | υιέ ανθρώπου δύο γυναίκες ήσαν θυγατέρες μητρός μιάς |
3and they went a-whoring in Egypt in their youth: there their breasts fell, there they lost their virginity. | και εξεπόρνευσαν εν Αιγύπτω εν τη νεότητι αυτών επόρνευσαν εκεί έπεσον οι μαστοί εκεί διεπαρθενεύθησαν |
4And their names were Oola the elder, and Ooliba her sister: and they were mine, and bore sons and daughters: and as for their names, Samaria was Oola, and Jerusalem was Ooliba. | και τα ονόματα αυτών Οολλά η πρεσβυτέρα και Οολιβά η αδελφή αυτής και εγένοντό μοι και έτεκον υιούς και θυγατέρας και τα ονόματα αυτών Σαμάρεια Οολλά και Ιερουσαλήμ Οολιβά |
5And Oola went a-whoring from me, and doted on her lovers, on the Assyrians that were her neighbors, | και εξεπόρνευσεν η Οολλά απ΄ εμού και επέθετο επί τους εραστάς αυτής επί τους Ασσυρίους τους εγγίζοντας αυτή |
6clothed with purple, princes and captains; they were young men and choice, all horseman riding on horses. | ενδεδυκότας υακίνθινα ηγουμένους και στρατηγούς νεανίσκοι επιλέκτους πάντες ιππείς ιππαζομένους εφ΄ ίππων |
7And she bestowed her fornication upon them; all were choice sons of the Assyrians: and on whomsoever she doted herself, with them she defiled herself in all their devices. | και έδωκε την πορνείαν αυτής επ΄ αυτούς τους επιλεκτούς υιούς Ασσυρίων πάντες και επί πάντας εφ΄ ους επέθετο εν πάσι τοις ενθυμήμασιν αυτής εμιαίνετο |
8And she forsook not her fornication with the Egyptians: for in her youth they committed fornication with her, and they deflowered her, and poured out their fornication upon her. | και την πορνείαν αυτής την εξ Αιγύπτου ουκ εγκατέλιπεν ότι μετ΄ αυτής εκοιμώντο εν νεότητι αυτής και αυτοί διεπαρθένευσαν αυτήν και εξέχεαν την πορνείαν αυτών επ΄ αυτήν |
9Therefore I delivered her into the hands of her lovers, into the hands of the children of the Assyrians, on whom she doted. | διά τούτο παρέδωκα αυτήν εις χείρας των εραστών αυτής εις χείρας υιών Ασσυρίων εφ΄ ους επετίθετο |
10They uncovered her shame: they took her sons and daughters, and slew her with the sword: and she became a byword among women: and they wrought vengeance in her for the sake of the daughters. | αυτοί απεκάλυψαν την αισχύνην υιούς και θυγατέρας αυτής έλαβον και αυτήν εν ρομφαία απέκτειναν και εγένετο λάλημα εις γυναίκας και εποίησαν εκδικήσεις εν αυτή |
11And her sister Ooliba saw it, and she indulged in her fondness more corruptly than she, and in her fornication more than the fornication of her sister. | και είδεν η αδελφή αυτής Οολιβά και διέφθειρε την επίθεσιν αυτής υπέρ αυτήν και την πορνείαν αυτής υπέρ την πορνείαν της αδελφής αυτής |
12She doted upon the sons of the Assyrian, princes and captains, her neighbours, clothed with fine linen, horsemen riding on horses; they were all choice young men. | επί τους υιούς των Ασσυρίων επέθετο ηγουμένους και στρατηγούς εγγύς αυτής ενδεδυκότας ευπάρυφα ιππείς ιππαζομένους εφ΄ ίππων νεανίσκους επιλέκτους πάντες |
13And I saw that they were defiled, that the two had one way. | και ίδον ότι μεμίανται οδός μία των δύο |
14And she increased her fornication, and she saw men painted on the wall, likenesses of the Chaldeans painted with a pencil, | και προσέθετο επι την πορνείαν αυτής και ίδεν άνδρας εζωγραφημένους επί του τοίχου εικόνας Χαλδαίων εζωγραφημένους εν γραφίδι |
15having variegated girdles on their loins, having also richly dyed attire upon their heads; all had a princely appearance, the likeness of the children of the Chaldeans, of their native land. | εζωσμένους ποικίλματα επί τας οσφύας αυτών παραβαπτά επί των κεφαλών αυτών όψις τρισσή πάντων ομοίωμα υιών Βαβυλώνος Χαλδαίων γης πατρίδος αυτών |
16And she doted upon them as soon as she saw them, and sent forth messengers to them into the land of the Chaldeans. | και επέθετο επ΄ αυτούς τη οράσει των οφθαλμών αυτής και εξαπέστειλεν αγγέλους προς αυτούς εις γην Χαλδαίων |
17And the sons of Babylon came to her, into the bed of rest, and they defiled her in her fornication, and she was defiled by them, and her soul was alienated from them. | και ήλθον προς αυτήν υιοί Βαβυλώνος εις κοίτην καταλυόντων και εμίαινον αυτήν επί τη πορνεία αυτών και εμιάνθη εν αυτοίς και απέστη η ψυχή αυτής απ΄ αυτών |
18And she exposed her fornication, and exposed her shame: and my soul was alienated from her, even as my soul was alienated from her sister. | και απεκάλυψε την πορνείαν και απεκάλυψεν την αισχύνην αυτής και απέστη η ψυχή μου απ΄ αυτής ον τρόπον απέστη η ψυχή μου από της αδελφής αυτής |
19And thou didst multiply thy fornication, so as to call to remembrance the days of thy youth, wherein thou didst commit whoredom in Egypt, | και επλήθυνας την πορνείαν σου του αναμνήσαι ημέρας νεότητός σου εν αις επόρνευσας εν Αιγύπτω |
20and thou didst dote upon the Chaldeans, whose flesh is as the flesh of the asses, and their members as the members of horses. | και επέθου επί τους Χαλδαίους ων αι σάρκες αυτων ως σάρκες όνων και αιδοία ίππων τα αιδοία αυτών |
21And thou didst look upon the iniquity of thy youth, the things which thou wroughtest in Egypt in thy lodgings, where were the breasts of thy youth. | και επεσκέψω την ανομίαν της νεότητός σου α εποίεις εν Αιγύπτω εν τω καταλύματί σου ου οι μαστοί της νεότητός σου έπεσον |
22Therefore, Ooliba, thus saith the Lord; Behold, I will stir up thy lovers against thee, from whom thy soul is alienated, and I will bring them upon thee round about, | διά τούτο Οολιβά τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ εξεγείρω τους εραστάς σου επί σε αφ΄ ων απέστη η ψυχή σου απ΄ αυτών και επάξω αυτούς επί σε κυκλόθεν |
23the children of Babylon, and all the Chaldeans, Phacuc, and Sue, and Hychue, and all the sons of the Assyrians with them; choice young men, governors and captains, all princes and renowned, riding on horses. | υιούς Βαβυλώνος και πάντας τους Χαλδαίους Φακούθ και Σουδέ και Κουδέ και πάντας υιούς Ασσυρίων μετ΄ αυτών νεανίσκους επιλέκτους ηγεμόνας και στρατηγούς πάντας τριστάτας και ονομαστούς ιππεύοντας εφ΄ ίππων |
24And they all shall come upon thee from the north, chariots and wheels, with a multitude of nations, shields and targets; and the enemy shall set a watch against thee round about: and I will set judgment before them, and they shall take vengeance on thee with their judgments. | και ήξουσιν επί σε πάντες από βορρά μεθ΄ όπλων και αρμάτων και τροχών και πλήθους λαών και θώρακας και ασπίδας και περικεφαλαίας περιθήσονται επί σε και βαλούσιν επί σε φυλακήν κύκλω και δώσω προ προσώπου αυτών κρίμα και εκδικήσουσί σε εν τοις κρίμασιν αυτών |
25And I will bring upon thee my jealousy, and they shall deal with thee in great wrath: they shall take away thy nose and thine ears; and shall cast down thy remnant with the sword: they shall take thy sons and thy daughters; and thy remnant fire shall devour. | και δώσω τον ζηλόν μου εν σοι και ποιήσουσι μετά σου εν οργή θυμού μυκτηρά σου και τα ώτά σου αφελούσι και τους καταλοίπους σου εν ρομφαία καταβαλούσιν αυτοί υιούς σου και τας θυγατέρας σου λήψονται και τους καταλοίπους σου καταφάγεται πυρ |
26And they shall strip thee of thy raiment, and take away thine ornaments. | και εκδύσουσί σε τον ιματισμόν σου και λήψονται τα σκεύη της καυχήσεως σου |
27So I will turn back thine ungodliness from thee, and thy fornication from the land of Egypt: and thou shalt not lift up thine eyes upon them, and shalt no more remember Egypt. | και αποστρέψω τας ασεβείας σου εκ σου και την πορνείαν σου εκ γης Αιγύπτου και ου άρης τους οφθαλμούς σου επ΄ αυτούς και Αιγύπτου ου μνησθή έτι |
28Wherefore thus saith the Lord God; Behold, I will deliver thee into the hands of those whom thou hatest, from whom thy soul is alienated. | διότι τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ παραδίδωμί σε εις χείρας ων μισείς αφ΄ ων απέστη η ψυχή σου απ΄ αυτών |
29And they shall deal with thee in hatred, and shall take all the fruits of thy labours and thy toils, and thou shalt be naked and bare: and the shame of thy fornication shall be exposed: and thy ungodliness and thy fornication | και ποιήσουσιν εν σοι εν μίσει και λήψονται πάντας τους πόνους σου και έση γυμνή και ασχημονούσα και αποκαλυφθήσεται η αισχύνη της πορνείας σου και της ασεβείας σου και η πορνεία σου |
30brought this upon thee, in that thou wentest a-whoring after the nations, and didst defile thyself with their devices. | εποίησέ σοι ταύτα εν τω εκπορνεύσαι σε οπίσω των εθνών και εμιαίνου εν τοις ενθυμήμασιν αυτών |
31Thou didst walk in the way of thy sister; and I will put her cup into thine hands. | εν τη οδώ της αδελφής σου επορεύθης και δώσω το ποτήριον αυτής εις τας χείράς |
32Thus saith the Lord; Drink thy sister's cup, deep and large, and full, to cause complete drunkenness. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος το ποτήριον της αδελφής σου πίεσαι το βαθύ και το πλατύ έσται εις γέλωτα και μυκτηρισμόν το πλεονάζον του συντελέσαι μέθην |
33And thou shalt be thoroughly weakened; and the cup of destruction, the cup of thy sister Samaria, | και εκλύσεως πλησθήση ποτήριον αφανισμού και ποτήριον αδελφής σου Σαμαρείας |
34drink thou it, and I will take away her feasts and her new moons: for I have spoken it, saith the Lord. | και πίεσαι αυτό και εκστραγγιείς και τα όστρακα αυτού κατατρώξη και τους μαστούς σου κατατιλείς και τας εορτάς σου και τας νουμηνίας σου αποστρέψω διότι εγώ λελάληκα λέγει Αδωναϊ κύριος |
35Therefore thus saith the Lord; Because thou has forgotten me, and cast me behind thy back, therefore receive thou the reward of thine ungodliness and thy fornication. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ επέλαθου μου και απέρριψάς με οπίσω του σώματός σου και συ λάβε την ασέβειάν σου και την πορνείαν σου |
36And the Lord said to me, Son of man, wilt thou not judge Oola and Ooliba? and declare to them their iniquities? | και είπε κύριος προς με υιέ ανθρώπου ει κρινείς την Οολλάν και την Οολιβάν και απαγγελείς αυταίς τας ανομίας αυτών |
37For they have committed adultery, and blood was in their hands, they committed adultery with their devices, and they passed through the fire to them their children which they bore to me. | ότι εμοιχώντο και αίμα εν ταις χερσίν αυτών και τοις ενθυμήμασιν αυτών εμοιχώντο και τα τέκνα αυτών α εγέννησάν μοι διήγαγον αυτά αυτοίς διά πυρός |
38So long too as they did these things to me, they defiled my sanctuary, and profaned my sabbaths. | έως και ταύτα εποίησάν μοι εμίαινον τα άγιά μου εν τη ημέρα εκείνη και τα σάββατά μου εβεβήλουν |
39And when they sacrificed their children to their idols, they also went into my sanctuary to profane it: and whereas they did thus in the midst of my house; | και εν τω σφάζειν αυτούς τα τέκνα αυτών τοις ειδώλοις αυτών και εισεπορεύοντο εις τα άγιά μου εν τη ημέρα εκείνη του βεβήλουν αυτά και ιδού ούτως εποίουν εν μέσω του οίκου μου |
40and whereas they did thus to the men that came from afar, to whom they sent messengers, and as soon as they came, immediately thou didst wash thyself, and didst paint thine eyes and adorn thyself with ornaments, | και έπεμπον τοις ανδράσι τοις ερχομένοις μακρόθεν οις αγγέλους εξαπέστειλαν προς αυτούς και άμα τω έρχεσθαι αυτούς ευθύς ελούου και εστιβίζου τους οφθαλμούς σου και εκόσμου κόσμω |
41and satest on a prepared bed, and before it there was a table set out, and as for mine incense and mine oil, they rejoiced in them, | και εκάθου επί κλίνης εστρωμένης και τράπεζα κεκοσμημένη έμπροσθεν αυτης και το θυμίαμα μου και το έλαιόν μου ετίθης έμπροσθεν αυτών και ευφραίνοντο εν αυτοίς |
42and they raised a sound of music, and that with men coming from the wilderness out of a multitude of men, and they put bracelets on their hands, and a crown of glory on their heads; | και φωνήν αρμονίας ανεκρούοντο προς άνδρας εκ πλήθους ανθρώπων ήκοντας οινωμένους εκ της ερήμου και εδίδουν ψέλλια επί τας χείρας αυτών και στέφανον καυχήσεως επί τας κεφαλάς αυτών |
43Therefore I said, Do they not commit adultery with these? and has she also gone a-whoring after the manner of a harlot? | και είπον ουκ εν τούτοις μοιχεύουσι και έργα πόρνης και αυτή εξεπόρνευσε |
44And they went in to her, as men go in to a harlot; so they went in to Oola and to Ooliba to work iniquity. | και εισεπορεύοντο προς αυτήν ον τρόπον εισπορεύονται προς γυναίκα πόρνην ούτως εισεπορεύοντο προς Οολλάν και προς Οολιβάν τας γυναίκας τας ανόμους του ποιήσαι ανομίαν |
45And they are just men, and shall take vengeance on them with the judgment of an adulteress and the judgment of blood: for they are adulteresses, and blood is in their hands. | και άνδρες δίκαιοι αυτοί και εκδικήσουσιν αυτάς εκδικήσει μοιχαλίδων και κρίσει εκχέουσιν αίμα ότι μοιχαλίδες εισί και αίμα εν χερσίν αυτών |
46Thus saith the Lord God, Bring up a multitude upon them, and send trouble and plunder into the midst of them. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανάγαγε επ΄ αυτάς όχλον και δος εν αυταίς ταραχήν και διαρπαγήν |
47And stone them with the stones of a multitude, and pierce them with their swords: they shall slay their sons and their daughters, and shall burn up their houses. | και λιθοβοληθήτωσαν λίθοις όχλων και κατακέντει αυτάς εν τοις ξίφεσιν αυτών υιούς αυτών και θυγατέρας αυτών αποκτενούσι και τους οίκους αυτών εμπρήσουσι |
48And I will remove ungodliness out of the land, and all the women shall be instructed, and shall not do according to their ungodliness. | και αποστρέψω ασέβειαν εκ της γης και παιδευθήσονται πάσαι αι γυναίκες και ου ποιήσουσι κατά τας ασεβείας αυτών |
49And your ungodliness shall be recompensed upon you, and ye shall bear the guilt of your devices: and ye shall know that I am the Lord. | και δοθήσεται η ασέβεια υμών εφ΄ υμάς και τας αμαρτίας των ενθυμημάτων υμών λήψεσθε και γνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
Chapter 24
[edit]1And the word of the Lord came to me, in the ninth year, in the tenth month, on the tenth day of the month, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με εν τω έτει τω εννάτω εν τω μηνί τω δεκάτω δεκάτη του μηνός λέγων |
2Son of man, write for thyself daily from this day, on which the king of Babylon set himself against Jerusalem, even from this day. | υιέ ανθρώπου γράψον σεαυτώ το όνομα της ημέρας από της ημέρας ταύτης αφ΄ ης απηρείσατο βασιλεύς Βαβυλώνος επί Ιερουσαλήμ από της ημέρας της σήμερον |
3And speak a parable to the provoking house, and thou shalt say to them, Thus saith the Lord; Set on the caldron, and pour water into it: | και ειπέ επί τον οίκον τον παραπικραίνοντα παραβολήν και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος επίστησον τον λέβητα επίστησον και έκχεε εις αυτόν ύδωρ |
4and put the pieces into it, every prime piece, the leg and shoulder taken off from the bones, | και έμβαλε εις αυτόν τα διχοτομήματα αυτής παν διχοτόμημα καλόν σκέλος και ώμον εκσεσαρκισμένα από των οστών |
5which are taken from choice cattle, and burn the bones under them: her bones are boiled and cooked in the midst of her. | εξ επιλέκτων κτηνών ειλημμένων και υπόκαιε τα οστά υποκάτω αυτών έζεσε εξέζεσε και ήψηται τα οστά αυτής εν μέσω αυτής |
6Therefore thus saith the Lord; O bloody city, the caldron in which there is scum, and the scum has not gone out of, she has brought it forth piece by piece, no lot has fallen upon it. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ω πόλις αιμάτων λέβης εν ω εστιν ιός εν αυτώ και ο ιός ουκ εξήλθεν εξ αυτής κατά μέλος αυτής εξήνεγκεν ουκ έπεσεν επ΄ αυτήν κλήρος |
7For her blood is in the midst of her; I have set it upon a smooth rock: I have not poured it out upon the earth, so that the earth should cover it; | ότι αίμα αυτής εν μέσω αυτής εγένετο επί λεωπετρίαν τέταχα αυτό ουκ εκκέχυκα αυτό επί την γην του καλύψαι επ΄ αυτό γην |
8that my wrath should come up for complete vengeance to be taken: I set her blood upon a smooth rock, so as not to cover it. | του αναβήναι θυμόν εις εκδίκησιν εκδικηθήναι δέδωκα το αίμα αυτής επί λεωπετρίαν του μη καλύψαι αυτό |
9Therefore thus saith the Lord, I will also make the firebrand great, | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ουαί πόλις των αιμάτων καγώ μεγαλυνώ τον δαλόν |
10and I will multiply the wood, and kindle the fire, that the flesh may be consumed, and the liquor boiled away; | και πληθυνώ τα ξύλα και ανακαύσω το πυρ όπως τακή τα κρέα και ελαττωθή ο ζωμός και τα οστά συμφρυγήσονται |
11and that it may stand upon the coals, that her brass may be thoroughly heated, and be melted in the midst of her filthiness, and her scum may be consumed, | και στη επί τους άνθρακας αυτής οπως προσκαυθή και θερμανθή ο χαλκός αυτής και τακή εν μέσω αυτής ακαθαρσιας αυτής και εκλείπη ο ιός αυτής |
12and her abundant scum may not come forth of her. | και ου εξέλθη εξ αυτής πολύς ο ιός |
13Her scum shall become shameful, because thou didst defile thyself: and what if thou shalt be purged no more until I have accomplished my wrath? | καταισχυνθήσεται ο ιός αυτής εν τη ακαθαρσία σου ζέμα και ανθ΄ εμιαίνου συ και ουκ εκαθαρίσθης από ακαθαρσίας σου και τι εάν μη καθαρισθής ουκέτι έως ου εμπλήσω τον θυμόν εν σοι |
14I the Lord have spoken; and it shall come, and I will do it; I will not delay, neither will I have any mercy: I will judge thee, saith the Lord, according to thy ways, and according to thy devices: therefore will I judge thee according to thy bloodshed, and according to thy devices will I judge thee, thou unclean, notorious, and abundantly provoking one. | εγώ κύριος λελάληκα και ήξει και ποιήσω ου διαστελώ ουδέ ελεήσω και ου παρακληθώ κατά τας οδούς σου και κατά τα ενθυμήματά σου κρινώ σε λέγει Αδωναϊ κύριος |
15And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
16Son of man, behold I take from thee the desire of thine eyes by violence: thou shalt not lament, neither shalt thou weep. | υιέ ανθρώπου ιδού εγώ λαμβάνω εκ σου τα επιθυμήματα των οφθαλμών σου εν παρατάξει ου κοπής ουδ΄ ου κλαυσθής ουδ΄ ου έλθη σοι δάκρυα |
17Thou shalt groan for blood, and have mourning upon thy loins; thy hair shall not be braided upon thee, and thy sandals shall be on thy feet; thou shalt in no wise be comforted by their lips, and thou shalt not eat the bread of men. | στενάξεις σιγών στεναγμός αίματος οσφύος εστίν ανθρώπινον πένθος ου ποιήση ουκ έσται το τρίχωμά σου συμπεπλεγμένον επί σε και τα υποδήματά σου εν τοις ποσί σου και ου παρακληθής εν χείλεσιν αυτών και άρτον ανδρών ου φάγης |
18And I spoke to the people in the morning, as he commanded me in the evening, and I did in the morning as it was commanded me. | και ελάλησα προς τον λαόν τοπρωϊ ον τρόπον ενετείλατό μοι και απέθανεν η γυνή μου εσπέρας και εποίησα τοπρωϊ ον τρόπον επετάγη μοι |
19And the people said to me, Wilt thou not tell us what these things are that thou doest? | και είπε προς με ο λαός ουκ απαγγέλεις ημίν τι εστι ταύτα α συ ποιείς |
20Then I said to them, The word of the Lord came to me, saying, | και είπα προς αυτούς λόγος κυρίου εγένετο προς με λέγων |
21Say to the house of Israel, Thus saith the Lord; Behold, I will profane my sanctuary, the boast of your strength, the desire of your eyes, and for which your souls are concerned; and your sons and your daughters, whom ye have left, shall fall by the sword. | ειπέ προς τον οίκον του Ισραήλ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ βεβηλώ τα άγιά μου φρύαγμα ισχύος υμών επιθυμήματα οφθαλμών υμών και υπέρ ων φείδονται αι ψυχαί υμών και οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών ους εγκατελίπετε εν ρομφαία πεσούνται |
22And ye shall do as I have done: ye shall not be comforted at their mouth, and ye shall not eat the bread of men. | και ποιήσετε ον τρόπον πεποίηκα από στόματος αυτών ου παρακληθήσεσθε και άρτον ανδρών ου φάγεσθε |
23And your hair shall be upon your head, and your shoes on your feet: neither shall ye at all lament or weep; but ye shall pine away in your iniquities, and shall comfort every one his brother. | και αι κόμαι υμών επί της κεφαλής υμών και τα υποδήματα υμών εν τοις ποσίν υμών ούτε μη κόψησθε ούτε μη κλαύσητε και εντακήσεσθε εν ταις αδικίαις υμών και παρακαλέσετε έκαστος τον αδελφόν αυτού |
24And Jezekiel shall be for a sign to you: according to all that I have done shall ye do, when these things shall come; and ye shall know that I am the Lord. | και έσται Ιεζεκιήλ υμίν εις τέρας και κατά πάντα όσα εποίησε ποιήσετε όταν έλθη ταύτα και επιγνώσεσθε διότι εγώ κύριος |
25And thou, son of man, shall it not be in the day when I take their strength from them, the pride of their boasting, the desires of their eyes, and the pride of their soul, their sons and their daughters, | και συ υιέ ανθρώπου ουχί εν τη ημέρα όταν λαμβάνω την ισχύν αυτών παρ΄ αυτών την έπαρσιν της καυχήσεως αυτών τα επιθυμήματα των οφθαλμών αυτών και την έπαρσιν της ψυχής αυτών υιούς αυτών και θυγατέρας αυτών |
26that in that day he that escapes shall come to thee, to tell it thee in thine ears? | εν τη ημέρα εκείνη ήξει ο ανασωζόμενος προς σε του αναγγείλαί σοι εις τα ώτά σου |
27In that day thy mouth shall be opened to him that escapes; thou shalt speak, and shalt be no longer dumb: and thou shalt be for a sign to them, and they shall know that I am the Lord. | εν τη ημέρα εκείνη διανοιχθήσεται το στόμα σου προς τον ανασωζόμενον και λαλήσεις και ου αποκωφωθής ουκέτι και έση αυτοίς εις τέρας και επιγνώσονται διότι εγώ κύριος |
Chapter 25
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, set thy face steadfastly against the children of Ammon, and prophesy against them; | υιέ ανθρώπου στήρισον το πρόσωπόν επί τους υιούς Αμμών και προφήτευσον επ΄ αυτούς |
3and thou shalt say to the children of Ammon, Hear ye the word of the Lord; thus saith the Lord; Forasmuch as ye have rejoiced against my sanctuary, because it was profaned; and against the land of Israel, because it was laid waste; and against the house of Juda, because they went into captivity; | και ερείς τοις υιοίς Αμμών ακούσατε λόγον Αδωναϊ κυρίου τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ επεχάρητε επί τα άγιά μου ότι εβεβηλώθη και επί την γην του Ισραήλ ότι ηφανίσθη και επί τον οίκον του Ιούδα ότι επορεύθησαν εν αιχμαλωσία |
4therefore, behold, I will deliver you to the children of Kedem for an inheritance, and they shall lodge in thee with their stuff, and they shall pitch their tents in thee: they shall eat thy fruits, and they shall drink thy milk. | διά τούτο ιδού εγώ παραδίδωμι υμάς τοις υιοίς Κεδέμ εις κληρονομίαν και κατασκηνώσουσιν εν τη απαρτία αυτών εν σοι και δώσουσιν εν σοι τα σκηνώματα αυτών αυτοί φάγονται τους καρπούς σου και αυτοί πίονται την πιότητά |
5And I will give up the city of Ammon for camels' pastures, and the children of Ammon for a pasture of sheep: and ye shall know that I am the Lord. | και δώσω την πόλιν του Αμμών εις νομάς καμήλων και τους υιούς Αμμών εις νομήν προβάτων και επιγνώσεσθε ότι εγώ κύριος |
6For thus saith the Lord; Because thou hast clapped thine hands, and stamped with thy foot, and heartily rejoiced against the land of Israel; | διότι τάδε λέγει κύριος ανθ΄ εκρότησας τη χειρί σου και εψόφησας τω ποδί σου και επεχάρης εν ψυχή σου επί την γην του Ισραήλ |
7therefore I will stretch out my hand against thee, and I will make thee a spoil to the nations; and I will utterly destroy thee from among the peoples, and I will completely cut thee off from out of the countries: and thou shalt know that I am the Lord. | διά τούτο ιδού εγώ εκτενώ την χείρά μου επί σε και δώσω σε εις διαρπαγήν εν τοις έθνεσι και εξολοθρεύσω σε εκ των λαών και απολώ σε εκ των χωρών απωλεία και επιγνώση ότι εγώ κύριος |
8Thus saith the Lord; Because Moab has said, Behold, are not the house of Israel and Juda like all the other nations? | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ είπε Μωάβ και Σηείρ ιδού ον τρόπον πάντα τα έθνη ο οίκος Ιούδα |
9Therefore, behold, I will weaken the shoulder of Moab from his frontier cities, even the choice land, the house of Bethasimuth above the fountain of the city, by the sea-side. | διά τούτο ιδού εγώ παραλύσω τον ώμον Μωάβ από πόλεων ακρωτηρίων αυτού εκλεκτήν γην οίκον Βεθιεσιμούθ επάνω πηγής πόλεως παραθαλασσίας |
10I have given him the children of Kedem in addition to the children of Ammon for an inheritance, that there may be no remembrance of the children of Ammon. | τους υιούς Κέδεμ επί τους υιούς Αμμών δέδωκα αυτούς εις κληρονομίαν όπως μη γένηται μνεία των υιών Αμμών εν τοις έθνεσι |
11And I will execute vengeance on Moab; and they shall know that I am the Lord. | και εν Μωάβ ποιήσω εκδίκησιν και επιγνώσονται ότι εγώ κύριος |
12Thus saith the Lord; Because of what the Idumeans have done in taking vengeance on the house of Juda, and because they have remembered injuries, and have exacted full recompense; | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ εποίησεν η Ιδουμαία εν τω εκδικήσαι εκδίκησιν εις τον οίκον Ιούδα και εμνησικάκησαν και εξεδίκησαν δίκην απ΄ αυτών |
13therefore thus saith the Lord; I will also stretch out my hand upon Idumea, and will utterly destroy out of it man and beast; and will make it desolate; and they that are pursued out of Thaeman shall fall by the sword. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και εκτενώ την χείρά μου επί την Ιδουμαίαν και εξολοθρεύσω εξ αυτής άνθρωπον και κτήνος και θήσομαι αυτήν έρημον και εκ Θαιμάν και εκ Λεδάν διωκόμενοι εν ρομφαία πεσούνται |
14And I will execute my vengeance on Idumea by the hand of my people Israel: and they shall deal in Idumea according to mine anger and according to my wrath, and they shall know my vengeance, saith the Lord. | και δώσω την εκδίκησίν μου επί την Ιδουμαίαν εν χειρί λαού μου Ισραήλ και ποιήσουσιν εν τη Ιδουμαία κατά την οργήν μου και κατά τον θυμόν μου και επιγνώσονται την εκδίκησίν μου λέγει Αδωναϊ κύριος |
15Therefore thus saith the Lord, Because the Philistines have wrought revengefully, and raised up vengeance rejoicing from their heart to destroy the Israelites to a man; | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ εποίησαν οι αλλόφυλοι εν εκδικήσει και εξανέστησαν εκδίκησιν επιχαίροντες εκ ψυχής του εξαλείψαι έως αιώνος |
16therefore thus saith the Lord; Behold, I will stretch out my hand upon the Philistines, and will utterly destroy the Cretans, and will cut off the remnant that dwell by the sea-coast. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ εκτείνω την χείρά μου επί τους αλλοφύλους και εξολοθρεύσω Κρήτας και απολώ τους καταλοίπους τους κατοικούντας την παραλίαν |
17And I will execute great vengeance upon them; and they shall know that I am the Lord, when I have brought my vengeance upon them. | και ποιήσω εν αυτοίς εκδικήσεις μεγάλας εν ελεγμοίς θυμού και επιγνώσονται ότι εγώ Αδωναϊ κύριος εν τω δούναι την εκδίκησίν μου επ΄ αυτούς |
Chapter 26
[edit]1And it came to pass in the eleventh year, on the first day of the month, that the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο εν τω ενδεκάτω έτει μία του μηνός εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, because Sor has said against Jerusalem, Aha, she is crushed: the nations are destroyed: she is turned to me: she that was full is made desolate: | υιέ ανθρώπου ανθ΄ είπε Σορ επί Ιερουσαλήμ εύγε συνετρίβη απόλωλε τα έθνη επεστράφη προς με η πλήρης ηρήμωται |
3therefore thus saith the Lord; Behold, I am against thee, O Sor, and I will bring up many nations against thee, as the sea comes up with its waves. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επί σε Σορ και ανάξω επί σε έθνη πολλά ως αναβαίνει η θάλασσα τοις κύμασιν αυτής |
4And they shall cast down the walls of Sor, and shall cast down thy towers: and I will scrape her dust from off her, and make her a bare rock. | και καταβαλούσι τα τείχη Σορ και καταβαλούσι τους πύργους σου και λικμήσω τον χουν αυτής απ΄ αυτής και δώσω αυτήν εις λεωπετρίαν |
5She shall be in the midst of the sea a place for repairing nets: for I have spoken it, saith the Lord: and it shall be a spoil for the nations. | ψυγμός σαγηνών έσται εν μέσω της θαλάσσης ότι εγώ λελάληκα λέγει Αδωναϊ κύριος και έσται εις προνομήν τοις έθνεσι |
6And her daughters which are in the field shall be slain with the sword, and they shall know that I am the Lord. | και αι θυγατέρες αυτής εν τω πεδίω μαχαίρα αναιρεθήσονται και γνώσονται ότι εγώ κύριος |
7For thus saith the Lord; Behold, I will bring up against thee, O Sor, Nabuchodonosor king of Babylon from the north: he is a king of kings, with horses, and chariots, and horsemen, and a concourse of very many nations. | ότι τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επάγω επί σε Σορ τον Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος από του βορρά βασιλεύς βασιλέων εστί μεθ΄ ίππων και αρμάτων και ιππέων και συναγωγής εθνών πολλών σφόδρα |
8He shall slay thy daughters that are in the field with the sword, and shall set a watch against thee, and build forts around thee, and carry a rampart round against thee, and set up warlike works, and array his spears against thee. | ούτος τας θυγατέρας τας εν τω πεδίω μαχαίρα ανελεί και δώσει επί σε προφυλακήν και περιοικοδομήσει σε και περιβαλεί σοι τάφρον και περιοικοδομήσει επί σε χάρακα κύκλω και περίστασιν όπλων και τας λόγχας αυτού απέναντί σου δώσει |
9He shall cast down with his swords thy walls and thy towers. | τα τείχη σου και τους πύργους σου καθελεί εν τοις όπλοις εαυτού |
10By reason of thy multitude of his horses their dust shall cover thee, and by reason of the sound of his horsemen and the wheels of his chariots the walls shall be shaken, when he enters into thy gates, as one entering into a city from the plain. | από του πλήθους των ίππων αυτού κατακαλύψει σε ο κονιορτός αυτών και από της φωνής των ιππέων αυτού και των τροχών των αρμάτων αυτού σεισθήσεται τα τείχη σου εισπορευομένου αυτού τας πύλας σου ως εισπορευόμενος εις πόλιν εκ πεδίου |
11With the hoofs of his horses they shall trample all thy streets: he shall slay thy people with the sword, and shall bring down to the ground the support of thy strength. | εν ταις οπλαίς των ίππων αυτού καταπατήσουσιν πάσας τας πλατείας σου τον λαόν σου μαχαίρα ανελεί και την υπόστασιν της ισχύος σου επί την γην κατάξει |
12And he shall prey upon thy power, and plunder thy substance, and shall cast down thy walls, and break down thy pleasant houses: and he shall cast thy stones and thy timber and thy dust into the midst of thy sea. | και προνομεύσει την δύναμίν σου και σκυλεύσει τα υπάρχοντά σου και καταβαλεί τα τείχη σου και τους οίκους σου τους επιθυμητούς καθελεί και τους λίθους σου και τα ξύλα και τον χούν σου εις μέσον της θαλάσσης εμβαλεί |
13And he shall destroy the multitude of thy musicians, and the sound of thy psalteries shall be heard no more. | και καταλύσει το πλήθος των μουσικών σου και η φωνή των ψαλτηρίων σου ου ακουσθή έτι |
14And I will make thee a bare rock: thou shalt be a place to spread nets upon; thou shalt be built no more: for I the Lord have spoken it, saith the Lord. | και δώσω σε εις λεωπετρίαν ψυγμός σαγηνών έση ου οικοδομηθής έτι ότι εγώ κύριος ελάλησα λέγει Αδωναϊ κύριος |
15For thus saith the Lord God to Sor; Shall not the isles shake at the sound of thy fall, while the wounded are groaning, while they have drawn a sword in the midst of thee? | διότι τάδε λέγει κύριος τη Σουρ ουκ από φωνής της πτώσεως σου εν τω στενάξαι τραυματίας εν τω σπάσαι μάχαιραν εν μέσω σου σεισθήσονται αι νήσοι |
16And all the princes of the nations of the sea shall come down from their thrones, and shall take off their crowns from their heads, and shall take off their embroidered raiment: they shall be utterly amazed; they shall sit upon the ground, and fear their own destruction, and shall groan over thee. | και καταβήσονται από των θρόνων αυτών πάντες οι άρχοντες της θαλάσσης και αφελούνται τας μίτρας αυτών και τον ιματισμόν αυτών τον ποικίλον εκδύσονται εκστάσει εκστήσονται επί γην καθεδούνται και φοβηθήσονται την απώλειάν αυτων και στενάξουσιν επί σε |
17And they shall take up a lamentation for thee, and shall say to thee, How art thou destroyed from out of the sea, the renowned city, that brought her terror upon all her inhabitants. | και λήψονται επί σε θρήνον και ερούσί σοι πως απώλου και κατελύθης εκ θαλάσσης η πόλις η επαινετή ήτις εγενήθη ισχυρά εν τη θαλάσση αυτή και οι κατοικούντες αυτήν η δούσα τον φόβον αυτής πάσι τοις κατοικούσιν αυτήν |
18And the isles shall be alarmed at the day of thy fall. | και φοβηθήσονται αι νήσοι απ΄ ημέρας πτώσεως σου και ταραχθήσονται αι νήσοι εν τη θαλάσση από της εξοδίας σου |
19For thus saith the Lord God; When I shall make the city desolate, as the cities that shall not be inhabited, when I have brought the deep up upon thee, | ότι τάδε λέγει κύριος κύριος όταν δω σε πόλιν ηρημωμένην ως τας πόλεις τας μη κατοικηθησομένας εν τω αναγαγείν με επί σε την άβυσσον και κατακαλύψει σε ύδωρ πολύ |
20and great waters shall cover thee; and I shall bring thee down to them that go down to the pit, to the people of old time, and shall cause thee to dwell in the depths of the earth, as in everlasting desolation, with them that go down to the pit, that thou mayest not be inhabited, nor stand upon the land of life; | και καταβιβάσω σε προς τους καταβαίνοντας εις βόθρον προς λαόν αιώνος και κατοικιώ σε εις βάθη της γης ως έρημον αιώνιον μετά καταβαινόντων εις βόθρον όπως μη κατοικηθής επί γης ζωής |
21I will make thee a destruction, and thou shalt be no more for ever, saith the Lord God. | απώλειάν σε δώσω και ουχ υπάρξεις έτι και ζητηθήση και ουχ ευρεθήση εις τον αιώνα λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 27
[edit]1And the word of the Lord came to me saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2And thou, son of man, take up a lamentation against Sor; | και συ υιέ ανθρώπου λάβε επί Σορ θρήνον |
3and thou shalt say to Sor that dwells at the entrance of the sea, to the mart of the nations coming from many islands, Thus saith the Lord to Sor; Thou hast said, I have clothed myself with my beauty. | και ερείς τη Σορ τη κατοικούση επί της εισόδου της θαλάσσης τω εμπορίω των λαών από νήσων πολλών τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος τη Σορ συ είπας εγώ περιέθηκα εμαυτή κάλλος μου |
4In the heart of the sea thy sons have put beauty upon thee for Beelim. | εν καρδία θαλάσσης τα όριά σου υιοί σου περιέθηκάν σοι κάλλος |
5Cedar in Senir was employed for thee in building: boards of cypress timber were taken out of Libanus, and wood to make thee masts of fir. | κέδρος εκ Σάνειρ ωκοδομήθη σοι ταινίαι σανίδων κυπαρίσσου εκ του Λιβάνου ελήφθησαν του ποιήσαί σοι ιστούς ελατίνους |
6They made thine oars of wood out of the land of Basan; thy sacred utensils they made of ivory, thy shady houses of wood from the isles of Chetiim. | εκ της Βασανίτιδος εποίησαν τας κώπας σου τα ιερά σου εποίησαν εξ ελέφαντος οίκους αλσώδεις από νήσων των Χετείμ |
7Fine linen with embroidery from Egypt supplied the couch, to put honour upon thee, and to clothe thee with blue and purple from the isles of Elisai; and they became thy coverings. | βύσσος μετά ποικιλίας εξ Αιγύπτου εγένετό σοι εν στρωμνή του περιθείναί σοι δόξαν και περιβαλείν σε υάκινθος και πορφύρα εκ των νήσων Ελισαί και εγένετο περιβόλαιά σου |
8And thy princes were the dwellers in Sidon, and the Aradians were thy rowers: thy wise men, O Sor, who were in thee, these were thy pilots. | και οι άρχοντές σου οι κατοικούντες Σιδώνα και Αράδιοι εγένοντο κωπηλάται σου οι σοφοί σου Σορ οι ήσαν εν σοι ούτοι κυβερνήταί σου |
9The elders of the Biblians, and their wise men, who were in thee, these helped thy counsel: and all the ships of the sea and their rowers traded for thee to the utmost west. | οι πρεσβύτεροι Βιβλίων και οι σοφοί αυτών οι ήσαν εν σοι ούτοι ενίσχυον την βουλήν σου και πάντα τα πλοία της θαλάσσης και οι κωπηλάται αυτών εγένοντό σοι επί δυσμάς δυσμών |
10Persians and Lydians and Libyans were in thine army: thy warriors hung in thee shields and helmets; these gave thee thy glory. | Πέρσαι και Λυδοί και Λίβυες ήσαν εν τη δυνάμει σου άνδρες πολεμισταί σου πέλτας και περικεφαλαίας εκρέμασαν εν σοι ούτοι έδωκαν την δόξαν σου |
11The sons of the Aradians and thine army were upon the walls; there were guards in thy towers: they hung their quivers on thy battlements round about; these completed thy beauty. | υιοί Αραδίων και η δύναμίς σου επί των τειχέων σου κύκλω αλλά και μηδοι εν τοις πύργοις σου ήσαν φυλακες τας φαρέτρας αυτών εκρέμασαν επί των ορμών σου κύκλω ούτοι ετελείωσάν σου το κάλλος |
12The Carthaginians were thy merchants because of the abundance of all thy strength; they furnished thy market with silver, and gold, and iron, and tin, and lead. | Καρχηδόνιοι έμποροί σου από πλήθους πάσης ισχύος σου αργύριον και χρυσίον και χαλκόν και σίδηρον και κασσίτερον και μόλιβδον έδωκαν την αγοράν σου |
13Greece, both the whole world, and the adjacent coasts, these traded with thee in the persons of men, and they gave as thy merchandise vessels of brass. | η Ελλάς και η σύμπασα και τα παρατείνοντα ούτοι ενεπορεύοντό σοι εν ψυχαίς ανθρώπων και σκεύη χαλκά έδωκαν τη εμπορία σου |
14Out of the house of Thogarma horses and horsemen furnished the market. | εξ οίκου Θοργαμά ίππους και ιππείς και ημιόνους έδωκαν αγοράν σου |
15The sons of the Rhodians were thy merchants; from the islands they multiplied thy merchandise, even elephants' teeth: and to them that came in thou didst return thy prices, | υιοί Ροδίων έμποροί σου από νήσων επλήθυναν την εμπορίαν σου οδόντας ελεφαντίνους και τοις εισαγομένοις αντεδίδους τους μισθούς σου |
16even men as thy merchandise, from the multitude of thy trading population, myrrh and embroidered works from Tharsis: Ramoth also and Chorchor furnished thy market. | ανθρώπους εμπορίαν σου από πλήθους του συμμίκτου σου στακτήν και πορφύραν και βύσσον και ποικίλματα εκ Θαρσείς και Ρααμώθ και Κοδχόδ έδωκαν την αγοράν σου |
17Juda and the children of Israel, these were thy merchants; in the sale of corn and ointments and cassia: and they gave the best honey, and oil, and resin, to thy trading population. | Ιούδας και οι υιοί Ισραήλ ούτοι έμποροί σου εν πράσει σίτου και μύρων και πρώτον μέλι και έλαιον και ρητίνην έδωκαν εις τον σύμμικτόν σου |
18The people of Damascus were thy merchants by reason of the abundance of all thy power; wine out of Chelbon, and wool from Miletus; and they brought wine into thy market. | Δαμασκός εμπορία εν πλήθει έργων σου εκ πλήθους δυνάμεώς σου οίνος εκ Χελμόν και έριον στιλβον εκ Μιλήτου |
19Out of Asel came wrought iron, and there is the sound of wheels among thy trading population. | Δαν και Ιαουάν και Μοόζηλ εις την αγοράν σου σίδηρος ειργασμένος και τροχοί εν τω συμμίκτω σου εισί |
20The people of Daedan were thy merchants, with choice cattle for chariots. | Δαιδάν έμποροί σου μετά κτηνών εκλεκτών εις άρματα |
21Arabia and all the princes of Kedar, these were thy traders with thee, bringing camels, and lambs, and rams, in which they trade with thee. | η Αραβία και πάντες οι άρχοντες Κηδάρ ούτοι έμποροί σου διά χειρός σου καμήλους και αμνούς και κριούς εν οις εμπορεύονταί σε |
22The merchants of Sabba and Ramma, these were thy merchants, with choice spices, and precious stones: and they brought gold to thy market. | οι έμποροί σου Σαβά και Ραγμά αύτοι έμποροί σου μετά πρώτων ηδυσμάτων και λίθων χρηστών και χρυσόν έδωκαν την αγοράν σου |
23Charra, and Chanaa, these were thy merchants: Assur, and Charman, were thy merchants: | Χαράν και Χαναά και Αιδάν ούτοι έμποροί σου Σαβά και Ασσούρ και Χαλμάβ έμποροί σου |
24bringing for merchandise blue, and choice stores bound with cords, and cypress wood. | φέροντες εμπορίαν υάκινθον και θησαυρούς εκλεκτούς δεδεμένους εν σχοινίοις και κυπαρίσσινα |
25Ships were thy merchants, in abundance, with thy trading population: and thou wast filled and very heavily loaded in the heart of the sea. | πλοία εν αυτοίς η εμποροί σου εν τω πλήθει των συμμίκτων σου και ενεπλήσθης και εβαρύνθης σφόδρα εν καρδία θαλασσών |
26Thy rowers have brought thee into great waters: the south wind has broken thee in the heart of the sea. | εν ύδατι πολλώ ήγόν σε οι κωπηλάται σου το πνεύμα του νότου συνέτριψέ σε εν καρδία θαλάσσης |
27Thy forces, and thy gain, and that of thy traders, and thy rowers, and thy pilots, and thy counselors, and they that traffic with thee, and all thy warriors that are in thee: and all thy company in the midst of thee shall perish in the heart of the sea, in the day of thy fall. | αι δυνάμεις σου και ο μισθός σου και οι σύμμικτοί και οι κωπηλάται σου και οι κυβερνήταί σου και οι σύμβουλοί σου και οι σύμμικτοί σου εκ των συμμίκτων σου και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί σου οι εν σοι και πάσα συναγωγή σου εν μέσω σου πεσούνται εν καρδία θαλάσσης εν τη ημέρα της πτώσεώς σου |
28At the cry of thy voice thy pilots shall be greatly terrified. | προς την φωνήν της κραυγής σου οι κυβερνήταί σου φόβω φοβηθήσονται |
29And all the rowers and the mariners shall come down from the ships, and the pilots of the sea shall stand on the land. | και καταβήσονται από των πλοίων αυτών πάντες οι κωπηλάται σου και οι επιβάται και οι πρωρείς της θαλάσσης επί την γην στήσονται |
30And they shall wail over thee with their voice, and cry bitterly, and put earth on their heads, and spread ashes under them. | και αλαλάξουσιν επί σε την φωνή αυτών και κεκράξονται πικρόν και επιθήσουσι γην επί την κεφαλήν αυτών και σποδόν υποστρώσονται |
31And their sons shall take up a lament for thee, even a lamentation for Sor, saying, | και ξυρήσονται επί σοι φαλάκρωμα και περιζώσονται σάκκον και κλαύσονται περί σου εν πικρασμώ ψυχής και κοπετόν πικρόν |
32How large a reward hast thou gained from the sea? thou hast filled nations out of thine abundance; and out of thy mixed merchandise thou hast enriched all the kings of the earth. | λήψονται οι υιοί αυτών επί σε θρήνον και θρήνημα Σορ τις ώσπερ Τύρος κατασιγηθείσα εν μέσω της θαλάσσης |
33Now art thou broken in the sea, thy traders are in the deep water, and all thy company in the midst of thee: all thy rowers have fallen. | πόσον τινά εύρες μισθόν από της θαλάσσης ενέπλησας έθνη από του πλήθους σου και από του συμμίκτου σου επλούτησας πάντας βασιλείς της γης |
34All the dwellers in the islands have mourned over thee, and their kings have been utterly amazed, and their countenance has wept. | νυν δε συνετρίβης εν τη θαλάσση εν βάθει ύδατος ο σύμμικτός σου και πάσα η συναγωγή σου εν μέσω σου έπεσον πάντες οι κωπηλάται σου |
35Merchants from the nations have hissed at thee; thou art utterly destroyed, and shalt not be any more for ever. | πάντες οι κατοικούντες τας νήσους στυγνάσουσιν επί σε και οι βασιλείς αυτών εκστάσει εκστήσονται και δακρύσει το πρόσωπον αυτών |
36 | έμποροί από εθνών εσύρισαν σε απώλεια εγένου και ουκέτι έση εις τον αιώνα |
Chapter 28
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2And thou, son of man, say to the prince of Tyrus, Thus saith the Lord; Because thine heart has been exalted, and thou hast said, I am God, I have inhabited the dwelling of God in the heart of the sea; yet thou art man and not God, though thou hast set thine heart as the heart of God: | και συ υιέ ανθρώπου ειπέ τω άρχοντι Τύρου τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ υψώθη η καρδία σου και είπας ο θεός ειμί εγώ κατοικίαν θεού κατώκησα εν καρδία θαλάσσης συ δε ει άνθρωπος και ου θεός και έδωκας την καρδίαν σου ως καρδίαν θεού |
3art thou wiser than Daniel? or have not the wise instructed thee with their knowledge? | μη σοφώτερος ει συ του Δανιήλ η σοφοί ουκ επαίδευσάν σε τη επιστήμη αυτών |
4Hast thou gained power for thyself by thine own knowledge or thine own prudence, and gotten gold and silver in thy treasures? | μη εν τη επιστήμη σου η εν τη φρονήσει σου εποίησας σεαυτώ δύναμιν και περιεποιήσω χρυσίον και αργύριον εν τοις θησαυροίς σου |
5By thy abundant knowledge and thy traffic thou hast multiplied thy power; thy heart has been lifted up by thy power. | η εν τη πολλή επιστήμη σου και τη εμπορία σου επλήθυνας δύναμίν σου και υψώθη η καρδία σου εν τη δυνάμει σου |
6Therefore thus saith the Lord; Since thou hast set thine heart as the hart of God; | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος επειδή έδωκας την καρδίαν σου ως καρδίαν θεού |
7because of this, behold, I will bring on thee strange plagues from the nations; and they shall draw their swords against thee, and against the beauty of thy knowledge, | αντί τούτου ιδού εγώ επάγω επί σε αλλοτρίους λοιμούς από εθνών και εκκενώσουσι τας μαχαίρας αυτών επί σε επί το κάλλος της επιστήμης σου και στρώσουσι το κάλλος σου εις απώλειαν |
8and they shall bring down thy beauty to destruction. And they shall bring thee down; and thou shalt die the death of the slain in the heart of the sea. | και καταβιβάσουσί σε και αποθάνη θανάτω τραυματιών εν καρδία θαλάσσης |
9Wilt thou indeed say, I am God, before them that slay thee? whereas thou art man, and not God. | μη λέγων ερείς θεός ειμι εγώ ενώπιον των αναιρούντων σε συ δε ει άνθρωπος και ου θεός εν χειρί τιτρωσκόντων σε |
10Thou shalt perish by the hands of strangers among the multitude of the uncircumcised: for I have spoken it, saith the Lord. | θανατοις απεριτμήτων αποθάνη εν χερσίν αλλοτρίων ότι εγώ ελάλησα λέγει Αδωναϊ κύριος |
11And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
12Son of man, take up a lamentation for the prince of Tyre, and say to him, Thus saith the Lord God; Thou art a seal of resemblance, and crown of beauty. | υιέ ανθρώπου λάβε θρήνον επί τον άρχοντα Τύρου και ειπέ αυτώ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος συ αποσφράγισμα ομοιώσεως πλήρης σοφίας και στέφανος κάλλους |
13Thou wast in the delight of the paradise of God; thou hast bound upon thee every precious stone, the sardius, and topaz, and emerald, and carbuncle, and sapphire, and jasper, and silver, and gold, and ligure, and agate, and amethyst, and chrysolite, and beryl, and onyx: and thou hast filled thy treasures and thy stores in thee with gold. | εν τη τρυφή του παραδείσου του θεού εγενήθης πάντα λίθον χρηστόν ενδέδεσαι σάρδιον και τοπάζιον και σμάραγδον και άνθρακα και σάπφειρον και ίασπιν και αργύριον και χρυσίον και λιγύριον και αχάτην και αμέθυστον και χρυσόλιθον και βηρύλλιον και ονύχιον και χρυσίου ενέπλησας τους θησαυρούς σου και τας αποθήκας σου εν σοι |
14From the day that thou wast created thou wast with the cherub: I set thee on the holy mount of God; thou wast in the midst of the stones of fire. | αφ ης ημέρας εκτίσθης και κατεσκευάσθης μετά του χερούβ κεχρισμένος παρά θεού και του κατασκηνούντος εν σκηνώματι και έθηκά σε εν όρει αγίω θεού εγενήθης εν μέσω λίθων πυρίνων |
15Thou wast faultless in thy days, from the day that thou wast created, until iniquity was found in thee. | εγενήθης συ άμωμος εν ταις ημέραις σου αφ΄ ης ημέρας εκτίσθης έως ου ευρέθη τα αδικήματα εν σοι |
16Of the abundance of thy merchandise thou hast filled thy storehouses with iniquity, and hast sinned: therefore thou hast been cast down wounded from the mount of God, and the cherub has brought thee out of the midst of the stones of fire. | από πλήθους της εμπορίας σου έπλησας τα ταμεία σου ανομίας και ήμαρτες και ετραυματίσθης από όρους του θεού και ήγαγέ σε το χερούβ το συσκιάζον εκ μέσων λίθων πυρίνων |
17Thy heart has been lifted up because of thy beauty; thy knowledge has been corrupted with thy beauty: because of the multitude of thy sins I have cast thee to the ground, I have caused thee to be put to open shame before kings. | υψώθη η καρδία σου επί τω κάλλει σου διεφθάρη η επιστήμη σου μετά του κάλλους σου διά το πλήθος των αμαρτιών σου επί την γην έρριψά σε εναντίον βασιλέων έδωκά σε παραδειγματισθήναι |
18Because of the multitude of thy sins and the iniquities of thy merchandise, I have profaned thy sacred things; and I will bring fire out of the midst of thee, this shall devour thee; and I will make thee to be ashes upon thy land before all that see thee. | διά το πλήθος των αμαρτιών σου και των αδικιών της εμπορίας σου εβεβήλωσας τα ιερά σου και εξάξω πυρ εκ μέσου σου τούτο καταφάγεταί σε και δώσω σε εις σποδόν επί της γης εναντίον πάντων των ορώντων σε |
19And all that know thee among the nations shall groan over thee: thou art gone to destruction, and thou shalt not exist any more. | και πάντες οι επιστάμενοί σε εν τοις έθνεσι στυγνάσουσιν επί σε απώλεια εγένου και ουχ υπάρξεις έτι εις τον αιώνα |
20And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
21Son of man, set thy face against Sidon, and prophesy against it, | υιέ ανθρώπου στήρισον το πρόσωπόν σου επί Σιδώνα και προφήτευσον επ΄ αυτήν |
22and say, Thus saith the Lord; Behold, I am against thee, O Sidon; and I will be glorified in thee; and thou shalt know that I am the Lord, when I have wrought judgments in thee, and I will be sanctified in thee. | και ειπέ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επί σε Σιδών και ενδοξασθήσομαι εν σοι και γνώση ότι εγώ ειμι κύριος εν τω ποιήσαί με εν σοι κρίματα και αγιασθήσομαι εν σοι |
23Blood and death shall be in thy streets; and men wounded with swords shall fall in thee and on every side of thee; and they shall know that I am the Lord. | και εξαποστελώ επί σε θάνατον και αίμα εν ταις πλατείαις σου και πεσούνται τετραυματισμένοι εν μαχαίραις εν σοι περικύκλω σου και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος |
24And there shall no more be in the house of Israel a thorn of bitterness and a pricking briar proceeding from them that are round about them, who dishonoured them; and they shall know that I am the Lord. | και ουκ έσονται ουκέτι εν τω οίκω Ισραήλ σκόλοψ πικρίας και άκανθα οδύνης από πασών των περικύκλω αυτών των ατιμασάντων αυτούς και γνώσονται ότι εγώ ειμι Αδωναϊ κύριος |
25Thus saith the Lord God; I will also gather Israel from the nations, among whom they have been scattered, and I will be sanctified among them, and before the peoples and nations: and they shall dwell upon their land, which I gave to my servant Jacob. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και συνάξω τον οίκον Ισραήλ εκ των εθνών ου διεσκορπίσθησαν εκεί και αγιασθήσομαι εν αυτοίς ενώπιον των λαών και των εθνών και κατοικήσουσι επί της γης αυτών ην έδωκα τω δούλω μου Ιακώβ |
26Yea, they shall dwell upon it safely, and they shall build houses, and plant vineyards, and dwell securely, when I shall execute judgment on all that have dishonoured them, even on those that are round about them; and they shall know that I am the Lord their God, and the God of their fathers. | και κατοικήσουσιν επ΄ αυτήν εν ελπίδι και οικοδομήσουσιν οικίας και φυτεύσουσιν αμπελώνας και κατοικήσουσιν εν ελπίδι όταν ποιήσω κρίμα εν πάσι τοις ατιμάσασιν αυτούς εν τοις κύκλω αυτών και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός αυτών και ο θεός των πατέρων αυτών |
Chapter 29
[edit]1In the twelfth year, in the tenth month, on the first day of the month, the word of the Lord came to me, saying, | εν τω έτει τω δεκάτω εν τω δεκάτω μηνί μία του μηνός εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, set thy face against Pharao king of Egypt, and prophesy against him, and against the whole of Egypt: | υιέ ανθρώπου στήρισον το πρόσωπόν σου επί Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και προφήτευσον επ΄ αυτόν και επ΄ Αίγυπτον όλην |
3and say, Thus saith the Lord; Behold, I am against Pharao, the great dragon that lies in the midst of his rivers, that says, The rivers are mine, and I made them. | λάλησον και ειπέ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επί σε Φαραώ βασιλεύ Αιγύπτου τον δράκοντα τον μέγαν τον εγκαθήμενον εν μέσω των ποταμών αυτού τον λέγοντα εμοί εισιν οι ποταμοί και εγώ εποίησα αυτούς |
4And I will put hooks in thy jaws, and I will cause the fish of thy river to stick to thy sides, and I will bring thee up out of the midst of thy river: | και εγώ δώσω παγίδας εις τας σιαγόνας σου και προσκολλήσω τους ιχθύας του ποταμού σου προς τας πτέρυγάς σου και ανάξω σε εκ μέσου του ποταμού σου και πάντας τους ιχθύας του ποταμού ταις λεπίσιν σου προσκολλήσω |
5and I will quickly cast down thee and all the fish of thy river: thou shalt fall on the face of the plain, and shalt by no means be gathered, and shalt not be brought together: I have given thee for food to the wild beasts of the earth and to the fowls of the sky. | και καταβαλώ σε εν τάχει και πάντας τους ιχθύας του ποταμού σου επί προσώπου του πεδίου πέση και ου συναχθής και ου περισταλής τοις θηρίοις της γης και τοις πετεινοίς του ουρανού δέδωκά σε εις κατάβρωμα |
6And all the dwellers in Egypt shall know that I am the Lord, because thou hast been a staff of reed to the house of Israel. | και γνώσονται πάντες οι κατοικούντες Αίγυπτον ότι εγώ ειμι κύριος ανθ΄ εγενήθης ράβδος καλαμίνη τω οίκω Ισραήλ |
7When they took hold of thee with their hand, thou didst break: and when every hand was clapped against them, and when they leaned on thee, thou wast utterly broken, and didst crush the loins of them all. | ότε επελάβοντό σου τη χειρί αυτών και εθλάσθης και ότε επεκράτησεν επ΄ αυτούς πάσα χειρ και ότε επανεπαύσαντο επί σε συνετρίβης και συνέκλασας αυτών πάσαν οσφύν |
8Therefore thus saith the Lord; Behold, I will bring a sword upon thee, and will cut off from thee man and beast; | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επάγω επί σε ρομφαίαν και απολώ ανθρώπους από σου και κτήνη |
9and the land of Egypt shall be ruined and desert; and they shall know that I am the Lord; because thou sayest, The rivers are mine, and I made them. | και έσται η γη Αιγύπτου απώλεια και έρημος και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος αντί του λέγειν σε οι ποταμοί εμοί εισι και εγώ εποίησα αυτούς |
10Therefore, behold, I am against thee, and against all thy rivers, and I will give up the land of Egypt to desolation, and the sword, and destruction, from Magdol and Syene even to the borders of the Ethiopians. | διά τούτο ιδού εγώ επί σε και επί πάντας τους ποταμούς σου και δώσω την γην Αιγύπτου εις έρημον ρομφαίαν και απώλειαν από Μαγδολού και Συήνης και έως ορίων Αιθιόπων |
11No foot of man shall pass through it, and no foot of beast shall pass through it, and it shall not be inhabited for forty years. | ου διέλθη εν αυτή πους ανθρώπου και πους κτήνους ου διέλθη αυτήν και ου κατοικηθήσεται τεσσαράκοντα έτη |
12And I will cause her land to be utterly destroyed in the midst of a land that is desolate, and her cities shall be desolate forty years in the midst of cities that are desolate: and I will disperse Egypt among the nations, and will utterly scatter them into the countries. | και δώσω την γην αυτής εις απώλειαν εν μέσω γης ηρημωμένης και αι πόλεις αυτής εν μέσω πόλεων ηρημωμένων έσονται αφανισμός τεσσαράκοντα έτη και διασπερώ Αίγυπτον εν τοις έθνεσι και λικμήσω αυτούς εν ταις χώραις |
13Thus saith the Lord; After forty years I will gather the Egyptians from the nations among whom they have been scattered; | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος μετά τεσσαράκοντα έτη συνάξω Αιγυπτίους από των εθνών ου διεσκορπίσθησαν εκεί |
14and I will turn the captivity of the Egyptians, and will cause them to dwell in the land of Phathore, in the land whence they were taken; | και αποστρέψω την αιχμαλωσίαν των Αιγυπτίων και κατοικιώ αυτούς εν γη Φαθωρής εν τη γη όθεν ελήφθησαν και έσται αρχή ταπεινή εκεί |
15and it shall be a base kingdom beyond all other kingdoms; it shall not any more be exalted over the nations; and I will make them few in number, that they may not be great among the nations. | παρά πάσας τας αρχάς και έσται ταπεινωτάτη του μη υψωθήναι έτι επί τα έθνη και ολιγοστούς αυτούς ποιήσω του μη είναι αυτούς πλείονας εν τοις έθνεσι |
16And they shall no more be to the house of Israel a confidence bringing iniquity to remembrance, when they follow after them; and they shall know that I am the Lord. | και ουκέτι έσονται ετι τω οίκω Ισραήλ εις ελπίδα αναμιμνήσκουσαν ανομίαν εν τω ακολουθήσαι αυτούς οπίσω αυτών και γνώσονται ότι εγώ ειμι Αδωναϊ κύριος |
17And it came to pass in the twenty-seventh year, on the first day of the month, the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο εν τω εβδόμω και εικοστώ έτει μιά του μηνός του πρώτου εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
18Son of man, Nabuchodonosor king of Babylon caused his army to serve a great service against Tyre; every head was bald, and every shoulder peeled; yet there was no reward to him or to his army serving against Tyre, nor for the service wherewith they served against it. | υιέ ανθρώπου Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος κατεδουλώσατο την δύναμιν αυτού δουλεία μεγάλη επί Τύρου πάσα κεφαλή φαλακρά και πας ώμος μαδών και μισθός ουκ εγένετο αυτώ και τη δυνάμει αυτού επί Τύρον διά της δουλείας ης εδούλευσαν επ΄ αυτήν |
19Thus saith the Lord God; Behold, I will give to Nabuchodonosor king of Babylon the land of Egypt, and he shall take the plunder thereof, and seize the spoils thereof; and it shall be a reward for his army. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού δίδωμι τω Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος την γην Αιγύπτου και σκυλεύσει τα σκύλα αυτής και προνομεύσει την προνομήν αυτής και έσται μισθός τη δυνάμει αυτού |
20In return for his service wherewith he served against Tyre, I have given him the land of Egypt; thus saith the Lord God: | αντί της λειτουργίας αυτού ης εδούλευσεν επί Τύρον δέδωκα αυτώ γην Αιγύπτου ανθ΄ όσα ειργάσατο εμοί λέγει Αδωναϊ κύριος |
21In that day shall a horn spring forth for all the house of Israel, and I will give thee an open mouth in the midst of them; and they shall know that I am the Lord. | εν τη ημέρα εκείνη ανατελεί κέρας παντί τω οίκω Ισραήλ και δώσω σοι στόμα ανεωγμένον εν μέσω αυτών και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος |
Chapter 30
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, prophesy, and say, Thus saith the Lord; Woe, woe worth the day! | υιέ ανθρώπου προφήτευσον και ειπέ τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ω ω ημέρα |
3For the day of the Lord is nigh, a day of cloud; it shall be the end of the nations. | ότι εγγύς η ημέρα του κυρίου και εγγίζει ημέρα του κυρίου ημέρα νεφέλης και καιρός εθνών έσται |
4And the sword shall come upon the Egyptians, and there shall be tumult in Ethiopia, and in Egypt men shall fall down slain together, and her foundations shall fall. | και ήξει μάχαιρα επ΄ Αιγυπτίους και έσται ταραχή εν γη Αιθιοπία και πεσούνται τετραυματισμένοι εν Αιγύπτω και λήψονται το πλήθος αυτής και συμπεσείται τα θεμέλια αυτής |
5Persians, and Cretans, and Lydians, and Libyans, and all the mixed multitude, and they of the children of my covenant, shall fall by the sword therein. | Πέρσαι και Κρήτες και Λυδοί και Λίβυες και Αιθίοπες και πάντες οι επίμικτοι και εκ των υιών της διαθήκης μου μαχαίρα πεσούνται μετ΄ αυτών |
6And the supports of Egypt shall fall; and the pride of her strength shall come down from Magdol to Syene: they shall fall by the sword in it, saith the Lord. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και πεσούνται τα υποστηρίγματα Αιγύπτου και καταβήσεται η ύβρις της ισχύος αυτής από Μαγδολού έως Συήνης μαχαίρα πεσούνται εν αυτή λέγει Αδωναϊ κύριος |
7And it shall be made desolate in the midst of desolate countries, and their cities shall be desolate in the midst of desolate cities: | και ερημωθήσεται εν μέσω χωρών ηφανισμένων και αι πόλεις αυτής εν μέσω πόλεων ηρημωμένων έσονται |
8and they shall know that I am the Lord, when I shall send fire upon Egypt, and when all that help her shall be broken. | και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος όταν δω πυρ επ΄ Αίγυπτον και συντριβώσι πάντες οι βοηθούντες αυτή |
9In that day shall messengers go forth hasting to destroy Ethiopia utterly, and there shall be tumult among them in the day of Egypt: for, behold it comes. | εν τη ημέρα εκείνη εξελεύσονται άγγελοι σπεύδοντες αφανίσαί την Αιθιοπίας ελπίδα και έσται ταραχή εν αυτοίς εν τη ημέρα Αιγύπτου ότι ιδού ήκει |
10Thus saith the Lord God; I will also destroy the multitude of the Egyptians by the hand of Nabuchodonosor king of Babylon, | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και απολώ το πλήθος Αιγυπτίων διά χειρός Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος |
11his hand and his people's; they are plagues sent forth from the nations to destroy the land: and they all shall unsheath their swords against Egypt, and the land shall be filled with slain. | αυτού και του λαού αυτού μετ΄ αυτού λοιμοί από εθνών απεσταλμένοι απολέσαι την γην και εκκενώσουσι πάντες τας μαχαίρας αυτών επ΄ Αίγυπτον και πλησθήσεται η γη τραυματιών |
12And I will make their rivers desolate, and will destroy the land and the fulness of it by the hands of strangers: I the Lord have spoken. | και δώσω τους ποταμούς αυτών ερήμους και αποδώσομαι την γην εν χειρί πονηρών και αφανιώ την γην και το πλήρωμα αυτής εν χερσίν αλλοτρίων εγώ κύριος λελάληκα |
13For thus saith the Lord God; I will also destroy the nobles from Memphis, and the princes of Memphis out of the land of Egypt; and they shall be no more. | ότι τάδε λέγει κύριος ο θεός και απολώ βδελύγματα και καταπαύσω μεγιστάνας από Μέμφεως και άρχοντας εκ γης Αιγύπτου και ουκ έσονται έτι και δώσω φόβον εν γη Αιγύπτου |
14And I will destroy the land of Phathore, and will send fire upon Tanis, and will execute vengeance on Diospolis. | και απολώ γην Φαθωρής και δώσω πυρ επί Τανήν και ποιήσω εκδίκησιν εν Διοσπόλει |
15And I will pour out my wrath upon Sais the strength of Egypt, and will destroy the multitude of Memphis. | και εκχεώ τον θυμόν μου επί Σαείν την ισχύν Αιγύπτου και απολώ το πλήθος Μέμφεως |
16And I will send fire upon Egypt; and Syene shall be sorely troubled; and there shall be a breaking in Diospolis, and waters shall be poured out. | και δώσω πυρ επ΄ Αίγυπτον και ταραχή ταραχθήσεται η Σαϊς και εν Διοσπόλει έσται έκρηγμα και διαχυθήσεται ύδατα |
17The youths of Heliopolis and Bubastum shall fall by the sword, and the women shall go into captivity. | νεανίσκοι Ηλιουπόλεως και Βουβαστού εν μαχαίρα πεσούνται και αι γυναίκες εν αιχμαλωσία πορεύσονται |
18And the day shall be darkened in Taphnae, when I have broken there the scepters of Egypt: and the pride of her strength shall perish there: and a cloud shall cover her, and her daughters shall be taken prisoners. | και εν Τάφναις συσκοτάσει η ημέρα εν τω συντρίψαι με εκεί τα σκήπτρα Αιγύπτου και απολείται εκεί η ύβρις της ισχύος αυτής και αυτήν νεφέλη καλύψει και αι θυγατέρες αυτής αιχμάλωτοι αχθήσονται |
19And I will execute judgment on Egypt; and they shall know that I am the Lord. | και ποιήσω κρίμα εν Αιγύπτω και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος |
20And it came to pass in the eleventh year, in the first month, on the seventh day of the month, the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο εν τω ενδεκάτω έτει εν τω πρώτω μηνί εβδόμη του μηνός εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
21Son of man, I have broken the arms of Pharao, king of Egypt; and, behold, it has not been bound up to be healed, to have a plaster put upon it, or to be strengthened to lay hold of the sword. | υιέ ανθρώπου τους βραχίονας Φαραώ βασιλέως Αιγύπτου συνέτριψα και ιδού ου κατεδέθη του δοθήναι αυτώ ιασιν του δοθηναι επ΄ αυτόν μάλαγμα του δοθήναι ισχύν επιλαβέσθαι μαχαίρας |
22Therefore thus saith the Lord God; Behold, I am against Pharao king of Egypt, and I will break his strong and outstretched arms, and will smite down his sword out of his hand. | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ιδού εγώ επί Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και συντρίψω τους βραχίονας αυτού τους ισχυρούς και τους συντριβομένους και καταβαλώ την μάχαιραν αυτού εκ της χειρός αυτού |
23And I will disperse the Egyptians among the nations, and will utterly scatter them among the countries. | και διασπερώ Αίγυπτον εις τα έθνη και λικμήσω αυτούς εις τας χώρας |
24And I will strengthen the arms of the king of Babylon, and put my sword into his hand: and he shall bring it upon Egypt, and shall take her plunder and seize her spoils. | και κατισχύσω τους βραχίονας βασιλέως Βαβυλώνος και δώσω την ρομφαίαν μου εις την χείρα αυτού και επάξει αυτήν επ΄ Αίγυπτον και προνομεύσει την προνομήν αυτής και σκυλεύσει τα σκύλα αυτής |
25Yea, I will strengthen the arms of the king of Babylon, and the arms of Pharao shall fail: and they shall know that I am the Lord, when I have put my sword into the hands of the king of Babylon, and he shall stretch it out over the land of Egypt. | και ενισχύσω τους βραχίονας βασιλέως Βαβυλώνος οι δε βραχίονες Φαραώ πεσούνται και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος εν τω δούναι την ρομφαίαν μου εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος και εκτενεί αυτήν επί γην Αιγύπτου |
26And I will disperse the Egyptians among the nations, and utterly scatter them among the countries; and they all shall know that I am the Lord. | και διασπερώ Αίγυπτον εις τα έθνη και λικμήσω αυτούς εις τας χώρας και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος |
Chapter 31
[edit]1And it came to pass in the eleventh year, in the third month, on the first day of the month, the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο εν τω ενδεκάτω έτει εν τω τρίτω μηνί μία του μηνός εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, say to Pharao king of Egypt, and to his multitude; To whom hast thou compared thyself in thy haughtiness? | υιέ ανθρώπου ειπέ προς Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και τω πλήθει αυτού τίνι ωμοίωσας σεαυτόν εν τω ύψει σου |
3Behold, the Assyrian was a cypress in Libanus, and was fair in shoots, and high in stature: his top reached to the midst of the clouds. | ιδού Ασσούρ κυπάρισσος εν τω Λιβάνω και καλός ταις παραφυάσι και πυκνός εν τη σκέπη και υψηλός τω μεγέθει και εις μέσον νεφελών εγένετο η αρχή αυτού |
4The water nourished him, the depth made him grow tall; she led her rivers round about his plants, and she sent forth her streams to all the trees of the field. | ύδωρ εξέθρεψεν αυτόν η άβυσσος ύψωσεν αυτόν τους ποταμούς αυτής ήγαγε κύκλω των φυτών αυτού και τα συστήματα αυτής εξαπέστειλεν εις πάντα τα ξύλα του πεδίου |
5Therefore was his stature exalted above all the trees of the field, and his branches spread far by the help of much water. | ένεκεν τούτου υψώθη το μέγεθος αυτού παρά πάντα τα ξύλα του πεδίου και επληθύνθησαν οι κλάδοι αυτού και υψώθησαν αι παραφυάδες αυτού εφ΄ ύδατος πολλού εν τω εκτείναι αυτόν |
6All the birds of the sky made their nests in his boughs, and under his branches all the wild beasts of the field bred; the whole multitude of nations dwelt under his shadow. | εν ταις παραφυάσιν αυτού ενόσσευσαν πάντα τα πετεινά του ουρανού και υποκάτω των κλάδων αυτού εγεννώσαν πάντα τα θηρία του πεδίου εν τη σκιά κατώκησε παν πλήθος εθνών |
7And he was fair in his height by reason of the multitude of his branches: for his roots were amidst much water. | και εγένετο καλός εν τω ύψει αυτού διά το πλήθος των κλάδων αυτού ότι εγενήθησαν αι ρίζαι αυτού εις ύδωρ πολύ |
8And such cypresses as this were in the paradise of God; and there were no pines like his shoots, and there were no firs like his branches: no tree in the paradise of God was like him in his beauty, | και κυπάρισσοι τοιαύται εν τω παραδείσω του θεού και αι πίτυες ουχ όμοιαι ταις παραφυάσιν και ελάται ουκ εγένοντο όμοιαι τοις κλάδοις αυτού παν ξύλον εν τω παραδείσω του θεού ουχ ωμοιώθη αυτώ εν τω κάλλει αυτού |
9because of the multitude of his branches: and the trees of God's paradise of delight envied him. | διά του πλήθος των κλάδων αυτού καλόν εποίησα αυτόν εν τω πλήθει των κλάδων και εζήλωσαν αυτόν τα ξύλα του παραδείσου της τρυφής του θεού |
10Therefore thus saith the Lord; Because thou art grown great, and hast set thy top in the midst of the clouds, and I saw when he was exalted; | διά τούτο τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος ανθ΄ εγένου μέγας τω μεγέθει και έδωκας την αρχήν σου εις μέσον νεφελών και επήρθη η καρδία αυτού επί τω ύψει αυτού |
11therefore I delivered him into the hands of the prince of the nations, and he wrought his destruction. | και παρέδωκα αυτόν εις χείρας άρχοντος εθνών και εποίησε την απώλειαν αυτού |
12And ravaging strangers from the nations have destroyed him, and have cast him down upon the mountains: his branches fell in all the valleys, and his boughs were broken in every field of the land; and all the people of the nations are gone down from their shelter, and have laid him low. | και εξωλόθρευσαν αυτόν αλλότριοι λοιμοί από εθνών και κατέβαλον επί των ορέων εν πάσαις ταις φάραγξιν έπεσον οι κλάδοι αυτού και συνετρίβη τα στελέχη αυτού εν παντί πεδίω της γης και κατέβησαν από της σκέπης αυτού πάντες οι λαοί των εθνών και ηδάφισαν αυτόν |
13All the birds of the sky have settled on his fallen trunk, and all the wild beasts of the field came upon his boughs: | επί την πτώσιν ανεπαύσαντο πάντα τα πετεινά του ουρανού και επί τα στελέχη αυτού εγένετο πάντα τα θηρία του αγρού |
14in order that none of the trees by the water should exalt themselves by reason of their size: whereas they set their top in the midst of the clouds, yet they continued not in their high state in their place, all that drank water, all were consigned to death, to the depth of the earth, in the midst of the children of men, with them that go down to the pit. | όπως μη υψωθώσιν εν τω μεγέθει αυτών πάντα τα ξύλα τα εν τω ύδατι και ουκ έδωκαν την αρχήν αυτών εις μέσον νεφελών και ουκ έστησαν εν τω ύψει αυτών προς αυτόν πάντες οι πίνοντες ύδωρ πάντες εδόθησαν εις θάνατον εις γης βάθος εν μέσω υιών ανθρώπων καταβαίνοντας εις βόθρον |
15Thus saith the Lord God; In the day wherein he went down to Hades, the deep mourned for him: and I stayed her floods, and restrained her abundance of water: and Libanus saddened for him, all the trees of the field fainted for him. | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος εν η ημέρα κατέβη εις άδου επένθησεν αυτόν η άβυσσος και επέστησα τους ποταμούς αυτής και εκώλυσα πλήθος ύδατος και εσκότασεν επ΄ αυτώ ο Λίβανος πάντα τα ξύλα του πεδίου επ΄ αυτώ εξελύθησαν |
16At the sound of his fall the nations quaked, when I brought him down to Hades with them that go down to the pit: and all the trees of Delight comforted him in the heart, and the choice of plants of Libanus, all that drink water. | από της φωνής της πτώσεως αυτού εσείσθησαν τα έθνη ότε κατεβίβαζον εις άδου μετά των καταβαινόντων εις λάκκον και παρεκάλουν αυτόν εν γη κατωτάτη πάντα τα ξύλα της τρυφής και τα εκλεκτά και τα κάλλιστα του Λιβάνου πάντα τα πίνοντα ύδωρ |
17For they went down to hell with him among the slain with the sword; and his seed, even they that dwelt under his shadow, perished in the midst of their life. | και γαρ και αυτοί κατέβησαν μετ΄ αυτού εις άδου εν τοις τραυματίαις από μαχαίρας και το σπέρμα αυτού οι κατοικούντες υπό την σκέπην αυτόν εν μέσω της ζωής αυτών απώλοντο |
18To whom art thou compared? descend, and be thou debased with the trees of paradise to the depth of the earth: thou shalt lie in the midst of the uncircumcised with them that are slain by the sword. Thus shall Pharao be, and the multitude of his host, saith the Lord God. | τίνι ωμοιώθης εν δυνάμει και εν δόξη και εν μεγέθει εν τοις ξύλοις της τρυφής κατάβηθι μετά των ξύλων της τρυφής εις γης βάθος εν μέσω απεριτμήτων κοιμηθήση μετά τραυματιών μαχαίρας ούτως Φαραώ και παν το πλήθος της ισχύος αυτού λέγει Αδωναϊ κύριος |
Chapter 32
[edit]1And it came to pass in the twelfth year, in the tenth month, on the first day of the month, that the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο εν τω δωδεκάτω έτει εν τω δωδεκάτω μηνί μία του μηνός εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, take up a lamentation for Pharao king of Egypt, and say to him, Thou art become like a lion of the nations, and as a serpent that is in the sea: and thou didst make assaults with thy rivers, and didst disturb the water with thy feet, and didst trample thy rivers. | υιέ ανθρώπου λάβε θρήνον επί Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και ερείς αυτώ λέοντι εθνών ωμοιώθης συ και ως δράκων ο εν τη θαλάσση και εκεράτιζες εν τοις ποταμοίς σου και ετάρασσες ύδωρ τοις ποσί σου και κατεπάτεις τους ποταμούς σου |
3Thus saith the Lord; I will also cast over thee the nets of many nations, and will bring thee up with my hook: | τάδε λέγει Αδωναϊ κύριος και περιβαλώ επί σε δίκτυόν μου εν εκκλησία λαών πολλών και ανάξω σε εν τω αγκίστρω μου |
4and I will stretch thee upon the earth: the fields shall be covered with thee, and I will cause all the birds of the sky to settle upon thee, and I will fill with thee all the wild beasts of the earth. | και εκτενώ σε επί την γην πεδία πλησθήσεται και επικαθιώ επί σε πάντα τα πετεινά του ουρανού και εμπλήσω εκ σου πάντα τα θηρία πάσης της γης |
5And I will cast thy flesh upon the mountains, and will saturate them with thy blood. | και δώσω τας σάρκας σου επί τα όρη και εμπλήσω φάραγγας από του αίματός σου |
6And the land shall be drenched with thy dung, because of thy multitude upon the mountains: I will fill the valleys with thee. | και ποτισθήσεται η γη από των προχωρημάτων από του πλήθους σου επί των ορέων φάραγγας εμπλήσω από σου |
7And I will veil the heavens when thou art extinguished, and will darken the stars thereof; I will cover the sun with a cloud, and the moon shall not give her light. | και κατακαλύψω εν τω σβεσθήναί σε ουρανόν και συσκοτάσω τα άστρα αυτού ήλιον εν νεφέλη καλύψω και σελήνη ου φάνη το φως αυτής |
8All the bodies that give light in the sky, shall be darkened over thee, and I will bring darkness upon the earth, saith the Lord God. | πάντα τα φαίνοντα φως εν τω ουρανώ συσκοτάσουσιν επί σε και δώσω σκότος επί την γην σου λέγει κύριος κύριος |
9And I will provoke to anger the heart of many people, when I shall lead thee captive among the nations, to a land which thou hast not known. | και παροργιώ καρδίαν πολλών λαών ηνίκα αν άγω αιχμαλωσίαν σου εις τα έθνη εις γην ην ουκ έγνως |
10And many nations shall mourn over thee, and their kings shall be utterly amazed, when my sword flies in their faces, as they wait for their own fall from the day of thy fall. | και στυγνάσουσιν επί σε έθνη πολλά και οι βασιλείς αυτών εκστάσει εκστήσονται εν τω πετάσθαι την ρομφαίαν μου επί πρόσωπα αυτών προσδεχόμενοι την πτώσιν αυτών αφ΄ ημέρας πτώσεώς |
11For thus saith the Lord God; The sword of the king of Babylon shall come upon thee, | ότι τάδε λέγει κύριος κύριος ρομφαία βασιλέως Βαβυλώνος ήξει σοι |
12with the swords of mighty men; and I will cast down thy strength: they are all destroying ones from the nations, and they shall destroy the pride of Egypt, and all her strength shall be crushed. | εν μαχαίραις γιγάντων και καταβαλώ την ισχύν σου λοιμοί από εθνών πάντες και απολούσι την ύβριν Αιγύπτου και συντριβήσεται πάσα η ισχύς αυτής |
13And I will destroy all her cattle from beside the great water; and the foot of man shall not trouble it any more, and the step of cattle shall no more trample it. | και απολώ πάντα τα κτήνη αυτής αφ΄ ύδατος πολλού και ου ταράξη αυτό πους ανθρώπου έτι και ίχνος κτηνών ου καταπατήση αυτό |
14Thus shall their waters then be at rest, and their rivers shall flow like oil, saith the Lord, | τότε ησυχάσει τα ύδατα αυτών και οι ποταμοί αυτών ως έλαιον πορεύσονται λέγει Αδωναϊ κύριος |
15when I shall give up Egypt to destruction, and the land shall be made desolate with the fullness thereof; when I shall scatter all that dwell in it, and they shall know that I am the Lord. | όταν δω Αίγυπτον εις απώλειαν και ερημωθή η γη συν τη πληρώσει αυτής όταν διασπέρω πάντας τους κατοικούντας εν αυτή και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος |
16There is a lamentation, and thou shalt utter it; and the daughters of the nations shall utter it, even for Egypt, and they shall mourn for it over all the strength thereof, saith the Lord God. | θρήνός εστι και θρηνήσουσιν αυτόν και αι θυγατέρες των εθνών θρηνήσουσιν αυτόν επ΄ Αίγυπτον και επί πάσαν την ισχύν αυτής θρηνήσουσιν αυτήν λέγει κύριος κύριος |
17And it came to pass in the twelfth year, in the first month, on the fifteenth day of the month, the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο εν τω δωδεκάτω έτει εν πεντεκαιδεκάτη του μηνός εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
18Son of man, lament over the strength of Egypt, for the nations shall bring down her daughters dead to the depth of the earth, to them that go down to the pit. | υιέ ανθρώπου θρήνησον επί την πλήθος Αιγύπτου και καταβιβάσουσιν αυτής τας θυγατέρας τα έθνη νεκράς εις τα βάθη της γης προς τους καταβαίνοντας εις βόθρον |
19They shall fall with him in the midst of them that are slain with the sword, and all his strength shall perish: the giants also shall say to thee, | εξ υδάτων ευπρεπούς κατάβηθι και κοιμήθητι μετά απεριτμήτων |
20Be thou in the depth of the pit: to whom art thou superior? yea, go down, and lie with the uncircumcised, in the midst of them that are slain with the sword. | εν μέσω τραυματιών μαχαίρας πεσούνται μετ΄ αυτού και κοιμηθήσεται πάσα η ισχύς αυτού |
21There are Assur and all his company: all his slain have been laid there: | και ερούσι σοι οι γίγαντες εις βάθος λάκκου ου βελτίων ει κατάβηθι και κοιμήθητι μετά των απεριτμήτων εν μέσω των τραυματιών μαχαίρας |
22and their burial is in the depth of the pit, and his company are set around about his tomb: all the slain that fell by the sword, who had caused the fear of them to be upon the land of the living. | εκεί Ασσούρ και πάσα η συναγωγή αυτού εν κύκλω του τάφου αυτού πάντες τραυματίαι οι πεπτωκότες μαχαίρα |
23There is Aelam and all his host round about his tomb: all the slain that fell by the sword, and the uncircumcised that go down to the deep of the earth, who caused their fear to be upon the land of the living: and they have received their punishment with them that go down to the pit, | οι δεδωκότες τους τάφους αυτού εις πλευράς λάκκου και εγενήθη η συναγωγή περικύκλω του μνήματος αυτού πάντες οι τραυματίαι οι πεπτωκότες μαχαίρα οι δόντες τον φόβον αυτών επί της γης ζωής |
24in the midst of the slain. | εκεί Αιλάμ και πάσα η δύναμις αυτού περικύκλω του μνήματος αυτού πάντες οι τραυματίαι οι πεπτωκότες μαχαίρα και οι καταβαίνοντες απερίτμητοι εις γης βάθος οι δεδωκότες τον φόβον αυτών επί γης ζωής και έλαβον την βάσανον αυτών μετά των καταβαινόντων εις βόθρον |
25There were laid Mosoch, and Thobel, and all his strength round about his tomb: all his slain men, all the uncircumcised, slain with the sword, who caused their fear to be in the land of the living. | εν μέσω τραυματιών |
26And they are laid with the giants that fell of old, who went down to Hades with their weapons of war: and they laid their swords under their heads, but their iniquities were upon their bones, because they terrified all men during their life. | εκεί εδόθησαν Μοσόχ και Θοβέλ και πάσα η ισχύς αυτού περικύκλω του μνήματος αυτού πάντες οι τραυματίαι αυτού πάντες απερίτμητοι τραυματίαι από μαχαίρας οι δεδωκότες τον φόβον αυτών επί γης ζωής |
27And thou shalt lie in the midst of the uncircumcised, with them that have been slain by the sword. | και εκοιμήθησαν μετά των γιγάντων των πεπτωκότων από αιώνος οι κατέβησαν εις άδου εν όπλοις πολεμικοίς και έθηκαν τας μαχαίρας αυτών υπό τας κεφαλάς αυτών και εγενήθησαν αι ανομίαι αυτών επί των οστεών αυτών ότι εξεφοβήθησαν γίγαντες εν τη ζωή αυτών |
28There are laid the princes of Assur, who yielded their strength to a wound of the sword: these are laid with the slain, with them that go down to the pit. | και συ εν μέσω απεριτμήτων συντριβήση και κοιμηθήση μετά τετραυματισμένων μαχαίρα |
29There are the princes of the north, even all the captains of Assur, who go down slain to Hades: they lie uncircumcised among the slain with the sword together with their terror and their strength, and they have received their punishment with them that go down to the pit. | εκεί Εδώμ και οι βασιλείς αυτής και πάντα οι άρχοντες Ασσούρ οι δόντες την ισχύν αυτών εις τραύμα μαχαίρας ούτοι μετά τραυματιών εκοιμήθησαν μετά καταβαινόντων εις βόθρον |
30King Pharao shall see them, and shall be comforted over all their force, saith the Lord God. | εκεί οι άρχοντες του βορρά πάντες ούτοι πάντες οι στρατηγοί Ασσούρ οι καταβαίνοντες μετά τραυματιών συν τω φόβω αυτών και εν τη ισχύϊ αυτών αισχυνθέντες εκοιμήθησαν απερίτμητοι μετά τραυματιών μαχαίρας και απήνεγκαν την βάσανον αυτών μετά των καταβαινόντων εις βόθρον |
31For I have caused his fear to be upon the land of the living yet he shall lie in the midst of the uncircumcised with them that are slain with the sword, even Pharao, and all his multitude with him, saith the Lord God. | εκείνους όψεται βασιλεύς Φαραώ και παρακληθήσεται επί πάσαν την ισχύν αυτών τραυματίαι μαχαίρα Φαραώ και πάσα η δύναμις αυτού λέγει κύριος κύριος |
32 | ότι δέδωκα τον φόβον αυτού επί γης ζωής και κοιμηθήσεται εν μέσω απεριτμήτων μετά τραυματιών μαχαίρας Φαραώ και παν το πλήθος αυτού λέγει κύριος κύριος |
Chapter 33
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, speak to the children of thy people, and thou shalt say to them, On whatsoever land I shall bring a sword, and the people of the land take one man of them, and set him for their watchman: | υιέ ανθρώπου λάλησον τοις υιοίς του λαού σου και ερείς προς αυτούς γη εφ΄ ην αν επάγω ρομφαίαν και λάβη ο λαός της γης άνθρωπον ένα εξ αυτών και δώσιν αυτόν εαυτοίς εις σκοπόν |
3and he shall see the sword coming upon the land, and blow the trumpet, and sound an alarm to the people; | και ίδη την ρομφαίαν ερχομένην επί την γην και σαλπίση τη σάλπιγγι και σημανή τω λαώ |
4and he that hears the sound of the trumpet shall hear indeed, and yet not take heed, and the sword shall come upon him, and overtake him, his blood shall be upon his own head. | και ακούση ο ακούσας της φωνής της σάλπιγγος και μη φυλάξηται και επέλθη η ρομφαία και καταλάβη αυτόν το αίμα αυτού επί της κεφαλής αυτού έσται |
5Because he heard the sound of the trumpet, and took no heed, his blood shall be upon him: but the other, because he took heed, has delivered his soul. | ότι την φωνήν της σάλπιγγος ακούσας ουκ εφυλάξατο το αίμα αυτού επ΄ αυτόν έσται και ούτος ότι εφυλάξατο την ψυχήν αυτού εξείλατο |
6But if the watchman see the sword coming, and do not sound the trumpet, and the people do not watch; and the sword come, and take a soul from among them, that soul is taken because of its iniquity; but the blood thereof will I require at the watchman's hand. | και ο σκοπός εάν ίδη την ρομφαίαν ερχομένην και μη σημανή τη σάλπιγγι και ο λαός μη φυλάξηται και ελθούσα η ρομφαία λάβη εξ αυτών ψυχήν αύτη διά την αυτής ανομίαν ελήφθη και το αίμα εκ της χειρός του σκοπού εκζητήσω |
7And thou, son of man, I have set thee as a watchman to the house of Israel, and thou shalt hear a word from my mouth. | και συ υιέ ανθρώπου σκοπόν δέδωκά σε τω οίκω Ισραήλ και ακούση εκ του στόματός μου λόγον και αναγγελείς αυτοίς απ΄ εμού |
8When I say to the sinner, Thou shalt surely die; if thou speak not to warn the wicked from his way, the wicked himself shall die in his iniquity; but his blood will I require at thine hand. | εν τω ειπείν με τω αμαρτωλώ θανάτω αποθάνη και μη λαλήσης του φυλάξασθαι τον ασεβή από της οδού αυτού αυτός ο άνομος τη ανομία αυτού αποθανείται το δε αίμα αυτού εκ της χειρός σου εκζητήσω |
9But if thou forewarn the wicked of his way to turn from it, and he turn not from his way, he shall die in his ungodliness; but thou hast delivered thine own soul. | συ δε εάν προαπαγγείλης τω ασεβεί την οδόν αυτού αποστρέψαι απ΄ αυτής και μη αποστρέψη από της οδού αυτού ούτος τη ασεβεία αυτού αποθανείται και συ την ψυχήν σαυτού εξήρησαι |
10And thou, son of man, say to the house of Israel; Thus have ye spoken, saying, Our errors, and our iniquities weigh upon us, and we pine away in them, and how then shall we live? | και συ υιέ ανθρώπου είπον τω οίκω Ισραήλ ούτως ελαλήσατε λέγοντες αι πλάναι ημών και αι ανομίαι ημών εφ΄ ημίν εισι και εν αυταίς ημείς τηκόμεθα και πως ζησόμεθα |
11Say to them, Thus saith the Lord; As I live, I desire not the death of the ungodly, as that the ungodly should turn from his way and live: turn ye heartily from your way; for why will ye die, O house of Israel? | είπον αυτοίς ζω εγώ λέγει Αδωναϊ κύριος ου βούλομαι τον θάνατον του ασεβούς ως αποστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν αποστροφή αποστρέψατε από της οδού υμών της πονηράς και ινατί αποθνήσκετε οίκος Ισραήλ |
12Say to the children of thy people, The righteousness of the righteous shall not deliver him, in the day wherein he errs: and the iniquity of the ungodly shall not harm him, in the day wherein he turns from his iniquity, but the righteous erring shall not be able to deliver himself. | και συ υιέ ανθρώπου είπον προς τους υιούς του λαού σου δικαιοσύνη δικαίου ου εξέληται αυτόν εν η αν ημέρα πλανηθή και ανομία ασεβούς ου κακώση αυτόν εν η αν ημέρα αποστρέψη από της ανομίας αυτού και δίκαιος ου δύνηται σωθήναι εν ημέρα αμαρτίας αυτού |
13When I say to the righteous, Thou shalt live; and he trusts in his righteousness, and shall commit iniquity, none of his righteousnesses shall be remembered; in his unrighteousness which he has wrought, in it shall he die. | εν τω ειπείν με τω δικαίω ζωή ζήσεται και ούτος πέποιθεν επί τη δικαιοσύνη αυτού και ποιήσει ανομίαν πάσαι αι δικαιοσύναι αυτού ου αναμνησθώσιν εν τη αδικία η εποίησεν εν αυτή αποθανείται |
14And when I say to the ungodly, Thou shalt surely die; and he shall turn from his sin, and do judgment and justice, | και εν τω ειπείν εμέ τω ασεβεί θανάτω θανατωθήση και αποστρέψει από της αμαρτίας αυτού και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην |
15and return the pledge, and repay that which he has robbed, and walk in the ordinances of life, so as to do no wrong; he shall surely live, and shall not die. | και ενεχύρασμα αποδώ και αρπάγματα αποτίσει εν προστάγμασι ζωής διαπορεύηται του μη ποιήσαι άδικον ζωή ζήσεται και ου αποθάνη |
16None of his sins which he has committed shall be remembered: because he has wrought judgment and righteousness; by them shall he live. | πάσαι αι αμαρτίαι αυτού ας ήμαρτεν ου αναμνησθώσιν ότι κρίμα και δικαιοσύνην εποίησεν εν αυταίς ζήσεται |
17Yet the children of thy people will say, The way of the Lord is not straight: whereas this their way is not straight. | και ερούσιν οι υιοί του λαού σου ουκ ευθεία η οδός του κυρίου και αύτη η οδός αυτών ουκ ευθεία |
18When the righteous turns away from his righteousness, and shall commit iniquities, then shall he die in them. | εν τω αποστρέψαι δίκαιον από της δικαιοσύνης αυτού και ποιήση ανομίας αποθανείται εν αυταίς |
19And when the sinner turns from his iniquity, and shall do judgment and righteousness, he shall live by them. | και εν τω αποστρέψαι τον αμαρτωλόν από της ανομίας και ποιήση κρίμα και δικαιοσύνην εν αυτοίς αυτός ζήσεται |
20And this is that which ye said, The way of the Lord is not straight. I will judge you, O house of Israel, every one for his ways. | και είπατε ουκ ευθεία η οδός κυρίου έκαστον εν ταις οδοίς αυτού κρινώ υμάς οίκος Ισραήλ |
21And it came to pass in the tenth year of our captivity, in the twelfth month, on the fifth day of the month, that one that had escaped from Jerusalem came to me, saying, The city is taken. | και εγένετο εν τω δωδεκάτω έτει εν τω δεκάτω μηνί πέμπτη του μηνός της αιχμαλωσίας ημών ήλθε προς με ο ανασωθείς από Ιερουσαλήμ λέγων εάλω η πόλις |
22Now the hand of the Lord had come upon me in the evening, before he came; and he opened my mouth, when he came to me in the morning: and my mouth was open, it was no longer kept closed. | και χειρ κυρίου εγενήθη επ΄ εμέ εσπέρας πριν ελθείν αυτόν και ήνοιξέ μου το στόμα ως ήλθε προς με τοπρωϊ και ανοιχθέν το στόμα μου ου συνεσχέθη έτι |
23And the word of the Lord came to me, saying, | και εγενήθη λόγος κυρίου προς με λέγων |
24Son of man, they that inhabit the desolate places on the land of Israel say, Abram was one, and he possessed the land: and we are more numerous; to us the land is given for a possession. | υιέ ανθρώπου οι κατοικούντες τας ηρημωμένας επί της γης του Ισραήλ λέγοντες λέγουσιν εις ην Αβραάμ και κατέσχε την γην και ημείς πλείους εσμέν ημίν δέδοται η γη εις κατάσχεσιν |
25Therefore say to them, Thus saith the Lord God, As I live, surely they that are in the desolate places shall fall by swords and they that are in the open plain shall be given for food to the wild beasts of the field, and them that are in the fortified cities and them that are in the caves I will slay with pestilence. | διά τούτο είπον αυτοίς τάδε λέγει κύριος κύριος επί αίματος τρώγετε και τους οφθαλμούς υμών αίρετε εις τα βδελύγματα υμών και αίμα εκχέετε και την γην κληρονομήσετε |
26And I will make the land desert, and the pride of her strength shall perish; and the mountains of Israel shall be made desolate by reason of no man passing through. | και έστητε εν ταις ρομφαίαις υμών εποιήσατε προσόχθισμα και έκαστος την γυναίκα του πλησίον αυτού εμολύνατε και την γην κληρονομήσετε |
27And they shall know that I am the Lord; and I will make their land desert, and it shall be made desolate because of all their abominations which they have wrought. | τάδε ερείς αυτοίς τάδε λέγει κύριος κύριος ζω εγώ ημήν οι εν ταις ηρημωμέναις μαχαίραις πεσούνται και οι επί προσώπου του πεδίου τοις θηρίοις του αγρού δοθήσονται εις κατάβρωμα και τους εν ταις τετειχισμέναις και τους εν τοις σπηλαίοις θανάτω αποκτενώ |
28And as for thee, son of man, the children of thy people are they that speak concerning thee by the walls, and in the porches of the houses, and they talk one to another, saying, Let us come together, and let us hear the words that proceed from the Lord. | και δώσω την γην έρημον και απολείται η ύβρις της ισχύος αυτής και ερημωθήσεται τα όρη Ισραήλ διά το μη είναι διαπορευόμενον |
29They approach thee as a people comes together, and sit before thee, and hear thy words, but they will not do them: for there is falsehood in their mouth, and their heart goes after their pollutions. | και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος και ποιήσω την γην αυτών έρημον και ερημωθήσεται διά πάντα τα βδελύγματα αυτών α εποίησαν |
30And thou art to them as a sound of a sweet, well-tuned psaltery, and they will hear thy words, but they will not do them. | και συ υιέ ανθρώπου οι υιοί του λαού σου οι λαλούντες περί σου παρά τα τείχη και εν τοις πυλώσι των οικιών και λαλούσιν έκαστος τω αδελφώ αυτού λέγοντες συνέλθωμεν και ακούσωμεν τα εκπορευόμενα παρά κυρίου |
31But whenever it shall come to pass, they will say, Behold, it is come: and they shall know that there was a prophet in the midst of them. | και έρχονται προς σε ως συμπορεύεται λαός και κάθηνται εναντίον σου και ακούουσι τα ρήματά σου και ου ποιήσουσιν αυτά ότι ψεύδος εν τω στόματι αυτών και οπίσω των μιασμάτων αυτών η καρδία αυτών πορεύεται |
32 | και γίνη αυτοίς ως φωνή ψαλτηρίου ηδυφώνου ευαρμόστου και ακούσονταί σου τα ρήματα και ου ποιήσουσιν αυτά |
33 | και ηνίκα εάν έλθη ερούσιν ιδού ήκει και γνώσονται ότι προφήτης ην εν μέσω αυτών |
Chapter 34
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, prophesy against the shepherds of Israel, prophesy, and say to the shepherds, Thus saith the Lord God; O shepherds of Israel, do shepherds feed themselves? do not the shepherds feed the sheep? | υιέ ανθρώπου προφήτευσον επί τους ποιμένας του Ισραήλ προφήτευσον και ειπέ τοις ποιμέσι τάδε λέγει κύριος κύριος ω ποιμένες Ισραήλ μη βόσκουσι οι ποιμένες εαυτούς ου τα πρόβατα βόσκουσιν οι ποιμένες |
3Behold, ye feed on the milk, and clothe yourselves with the wool, and slay the fat: but ye feed not my sheep. | ιδού το γάλα κατέσθετε και τα έρια περιβάλλεσθε και το παχύ σφάζετε και τα πρόβατά μου ου βόσκετε |
4The weak one ye have not strengthened, and the sick ye have not cherished, and the bruised ye have not bound up, and the stray one ye have not turned back, and the lost ye have not sought; and the strong ye have wearied with labour. | το ησθενηκός ουκ ενισχύσατε και το κακώς έχον ουκ εσωματοποιήσατε και το συντετριμμένον ου κατεδήσατε και το πλανώμενον ουκ απεστρέψατε και το απολωλός ουκ εζητήσατε και το ισχυρόν κατειργάσασθε μόχθω |
5And my sheep were scattered, because there were no shepherds: and they became meat to all the wild beasts of the field. | και διεσπάρη τα πρόβατά μου διά το μη είναι ποιμένας και εγενήθη εις κατάβρωμα πάσι τοις θηρίοις του αγρού |
6And my sheep were scattered on every mountain, and on every high hill: yea, they were scattered on the face of the earth, and there was none to seek them out, nor to bring them back. | και διεσπάρη τα πρόβατά μου επί πάντα όρει και επί παν βουνόν υψηλόν και επί πρόσωπον πάσης της γης διεσπάρη και ουκ ην ο εκζητών ουδέ ο αποστρέφων |
7Therefore, ye shepherds, hear the word of the Lord. | διά τούτο ποιμένες ακούσατε λόγον κυρίου |
8As I live, saith the Lord God, surely because my sheep became a prey, and my sheep became meat to all the wild beasts of the field, because there were no shepherds, and the shepherds sought not out my sheep, and the shepherds fed themselves, but fed not my sheep. | ζω εγώ λέγει κύριος κύριος ήμην αντί του γενέσθαι τα πρόβατά μου εις προνομήν και γενέσθαι τα πρόβατά μου εις κατάβρωμα πάσι τοις θηρίοις του πεδίου παρά το μη είναι ποιμένας και ουκ εξεζήτησαν οι ποιμένες τα πρόβατά μου και εβόσκησαν οι ποιμένες εαυτούς τα δε πρόβατά μου ουκ εβοσκήθησαν |
9For this cause, O shepherds, | διά τούτου ποιμένες ακούσατε λόγον κυρίου |
10thus saith the Lord God, Behold, I am against the shepherds; and I will require my sheep at their hands, and will turn them back that they shall not feed my sheep, and the shepherds shall no longer feed them; and I will deliver my sheep out of their mouth, and they shall no longer be meat for them. | τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ επί τους ποιμένας και εκζητήσω τα πρόβατά μου εκ των χειρών αυτών και αποστρέψω αυτούς του μη ποιμαίνειν τα πρόβατά μου και ου βοσκήσουσιν έτι οι ποιμένες αυτά και εξελούμαι τα πρόβατά μου εκ του στόματος αυτών και ουκ έσονται αυτοίς έτι εις κατάβρωμα |
11For thus saith the Lord God, Behold, I will seek out my sheep, and will visit them. | διότι τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ εκζητήσω τα πρόβατά μου και επισκέψομαι αυτά |
12As the shepherd seeks his flock, in the day when there is darkness and cloud, in the midst of the sheep that are separated: so will I seek out my sheep, and will bring them back from every place where they were scattered in the day of cloud and darkness. | ώσπερ ζητεί ο ποιμήν το ποίμνιον αυτού εν ημέρα όταν αν η γνόφος και νεφέλη εν μέσω προβάτων αυτού διακεχωρισμένων ούτως εκζητήσω τα πρόβατά μου και απελάσω αυτά από παντός τόπου ου διεσπάρησαν εκεί εν ημέρα νεφέλης και γνόφου |
13And I will bring them out from the Gentiles, and will gather them from the countries, and will bring them into their own land, and will feed them upon the mountains of Israel, and in the valleys, and in every inhabited place of the land. | και εξάξω αυτούς εκ των εθνών και συνάξω αυτούς από των χωρών και εισάξω αυτούς εις την γην αυτών και βοσκήσω αυτούς επί τα όρη Ισραήλ και εν ταις φάραγξι και εν πάση κατοικία της γης |
14I will feed them in a good pasture, on a high mountain of Israel: and their folds shall be there, and they shall lie down, and there shall they rest in perfect prosperity, and they shall feed in a fat pasture on the mountains of Israel. | εν νομή αγαθή βοσκήσω αυτούς εν τω όρει τω υψηλώ Ισραήλ και έσονται αι μάνδραι αυτών εκεί και κοιμηθήσονται εκεί και αναπαύσονται εν τρυφή αγαθή και εν νομή πίονι βοσκηθήσονται επί των ορέων Ισραήλ |
15I will feed my sheep, and I will cause them to rest; and they shall know that I am the Lord: thus saith the Lord God. | εγώ βοσκήσω τα πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω αυτά τάδε λέγει κύριος κύριος |
16I will seek that which is lost, and I will recover the stray one, and will bind up that which was broken, and will strengthen the fainting, and will guard the strong, and will feed them with judgment. | το απολωλός ζητήσω και το πλανώμενον επιστρέψω και το συντετριμμένον καταδήσω και το εκλείπον ενισχύσω και το ισχυρόν φυλάξω και βοσκήσω αυτά μετά κρίματος |
17And as for you, ye sheep, thus saith the Lord God, Behold, I will distinguish between sheep and sheep, between rams and he-goats. | και υμείς πρόβατά μου τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ διακρινώ αναμέσον προβάτου και προβάτου κριών και τράγων |
18And is it not enough for you that ye fed on the good pasture, that ye trampled with your feet the remnant of your pasture? and that ye drank the standing water, that ye disturbed the residue with your feet? | και ουχ ικανόν υμίν ότι την καλήν νομήν ενέμεσθε και τα κατάλοιπα της νομής υμών κατεπατείτε τοις ποσίν υμών και το καθεστηκός ύδωρ επίνετε και το κατάλοιπόν τοις ποσίν υμών εταράσσετε |
19So my sheep fed on that which ye had trampled with your feet; and they drank the water that had been disturbed by your feet. | και τα πρόβατά μου τα πατήματα των ποδών υμών ενέμοντο και το τεταραγμένον ύδωρ υπό των ποδών υμών έπινον |
20Therefore thus saith the Lord God; Behold, I will separate between the strong sheep and the weak sheep. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ διακρινώ αναμέσον προβάτου ισχυρού και ασθενούς |
21Ye did thrust with your sides and shoulders, and pushed with your horns, and ye cruelly treated all the sick. | επί ταις πλευραίς και τοις ώμοις υμών διωθείσθε και τοις κέρασιν υμών εκερατίζετε και παν το εκλείπον εξεθλίβετε έως ου εξώσατε αυτά έξω |
22Therefore I will save my sheep, and they shall not be any more for a prey; and will judge between ram and ram. | και σώσω τα πρόβατά μου και ου ώσιν έτι εις προνομήν και κρινώ αναμέσον κριού προς κριόν |
23And I will raise up one shepherd over them, and he shall tend them, even my servant David, and he shall be their shepherd; | και αναστήσω επ΄ αυτούς ποιμένα ένα και ποιμανεί αυτούς ως τον δούλόν μου Δαυίδ αυτός ποιμανεί αυτούς και έσται αυτών ποιμήν |
24and I the Lord will be to them a God, and David a prince in the midst of them; I the Lord have spoken it. | και εγώ κύριος έσομαι αυτοίς εις θεόν και ο δούλός μου ο Δαυίδ εν μέσω αυτών άρχων εγώ κύριος λελάληκα |
25And I will make with David a covenant of peace and I will utterly destroy evil beasts from off the land; and they shall dwell in the wilderness, and sleep in the forests. | και διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην ειρήνης και αφανιώ θηρία πονηρά από της γης και κατοικήσουσιν εν τη ερήμω και υπνώσουσιν εν τοις δρυμοίς |
26And I will settle them round about my mountain; and I will give you the rain, the rain of blessing. | και δώσω αυτούς περικύκλω του όρους μου και δώσω τον υετόν κατά καιρόν υετόν ευλογίας |
27And the trees that are in the field shall yield their fruit, and the earth shall yield her strength, and they shall dwell in the confidence of peace on their land, and they shall know that I am the Lord, when I have broken their yoke; and I will deliver them out of the hand of those that enslaved them. | και τα ξύλα τα εν τω πεδίω δώσει τον καρπόν αυτών και η γη δώσει την ισχύν αυτής και κατοικήσουσιν επί της γης αυτών εν ελπίδι ειρήνης και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος εν τω συντρίψαι με την σειράν του ζυγού αυτών και εξελούμαι αυτούς εκ χειρός των καταδουλωσαμένων |
28And they shall no more be a spoil to the nations, and the wild beasts of the land shall no more at all devour them; and they shall dwell safely, and there shall be none to make them afraid. | και ουκ έσονται έτι εν προνομή τοις έθνεσι και τα θηρία της γης ουκέτι ου φάγωσιν αυτούς και κατοικήσουσιν εν ελπίδι και ουκ έσται ο εκφοβών αυτούς |
29And I will raise up for them a plant of peace, and they shall no more perish with hunger upon the land, and they shall no more bear the reproach of the nations. | και αναστήσω αυτοίς φυτόν ειρήνης και ουκέτι έσονται απολλύμενοι λιμώ επί της γης και ου ενέγκωσιν έτι ονειδισμόν εθνών |
30And they shall know that I am the Lord their God, and they my people. O house of Israel, saith the Lord God, | και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός αυτών μετ΄ αυτών και αυτοί λαός μου οίκος Ισραήλ λέγει κύριος κύριος |
31ye are my sheep, even the sheep of my flock, and I am the Lord your God, saith the Lord God. | και υμείς πρόβατά μου και πρόβατα νομής μου άνθρωπον εστέ και εγώ κύριος ο θεός υμών λέγει κύριος κύριος |
Chapter 35
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, set thy face against mount Seir, and prophesy against it, | υιέ ανθρώπου επίστρεψον το πρόσωπόν σου επ΄ όρος Σηείρ και προφήτευσον επ αυτώ |
3and say to it, Thus saith the Lord God; Behold, I am against thee, O mount Seir, and I will stretch out my hand against thee, and will make thee a waste, and thou shalt be made desolate. | και ειπέ αυτώ τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ επί σε όρος Σηείρ και εκτενώ την χείρά μου επί σε και δώσω σε εις έρημον και ερημωθήση |
4And I will cause desolation in thy cities, and thou shalt be desolate, and thou shalt know that I am the Lord. | και ταις πόλεσί σου ερημίαν ποιήσω και συ έρημος έση και γνώση ότι εγώ ειμι κύριος |
5Because thou hast been a perpetual enemy, and hast laid wait craftily for the house of Israel, with the hand of enemies with a sword, in the time of injustice, at the last: | αντί του γενέσθαι σε έχθραν αιώνιαν και ενεκάθισας τω οίκω Ισραήλ εν δόλω εν χειρί εχθρών μαχαίρα εν καιρώ αδικίας επ΄ εσχάτων |
6Therefore, as I live, saith the Lord God, verily thou hast sinned even to blood, therefore blood shall pursue thee. | διά τούτο ζω εγώ λέγει κύριος κύριος ει μεν εις αίμα ήμαρτες και αίμα διωξεταί σε και αίμα εμίσησας και αίμα διώξεταί σε |
7And I will make mount Seir a waste, and desolate, and I will destroy from off it men and cattle: | και δώσω το όρος Σηείρ εις έρημον και ηρημωμένον και απολώ απ΄ αυτού ανθρώπους και κτήνη |
8and I will fill thy hills and thy valleys with slain men, and in all thy plains there shall fall in thee men slain with the sword. | και εμπλήσω των τραυματιών βουνούς σου και τας φάραγγάς σου και εν πάσι τοις πεδίοις σου τετραυματισμένοι μαχαίρα πεσούνται εν σοι |
9I will make thee a perpetual desolation, and thy cities shall not be inhabited any more: and thou shalt know that I am the Lord. | ερημίαν αιώνιον θήσομαί σε και αι πόλεις σου ου κατοικηθήσονται έτι και γνώση ότι εγώ ειμι κύριος |
10Because thou saidst, The two nations and the two countries shall be mine, and I shall inherit them; whereas the Lord is there: | διά το ειπείν σε τα δύο έθνη και αι δύο χώραι εμαί έσονται και κληρονομήσω αυτάς και κύριός εστιν εκεί |
11therefore, as I live, saith the Lord, I will even deal with thee according to thine enmity, and I will be made known to thee when I shall judge thee: | διά τούτο ζω εγώ λέγει κύριος και ποιήσω σοι κατά την έχθραν σου και κατά τον ζήλόν σου ον εποίησας εν τω μισήσαί σε αυτούς και γνωσθήσομαί σοι ηνίκα αν κρινώ σε |
12and thou shalt know that I am the Lord. I have heard the voice of thy blasphemies, whereas thou hast said, The desert mountains of Israel are given to us for food; | και γνώση ότι εγώ ειμι κύριος ήκουσα της φωνής των βλασφημιών σου ότι είπας τα όρη Ισραήλ έρημα ημίν δέδοται εις κατάβρωμα |
13and thou hast spoken swelling words against me with thy mouth: I have heard them. | και εμεγαλορρημόνησας επ΄ εμέ τω στόματί σου και εφωνήσατε κατ΄ εμού τα ρήματα υμών εγώ ήκουσα |
14Thus saith the Lord; When all the earth is rejoicing, I will make thee desert. | τάδε λέγει κύριος εν τη ευφροσύνη πάσης της γης έρημον ποιήσω σε |
15Thou shalt be desert, O mount Seir, and all Idumea; and it shall be utterly consumed: and thou shalt know that I am the Lord their God. | καθώς επευφράνθης τη κληρονομία οίκου Ισραήλ ότι ηφανίσθη ούτως ποιήσω σε εις ερημον έση όρος Σηείρ και πάσα η Ιδουμαία εξαναλωθήσεται και γνώση ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός |
Chapter 36
[edit]1And thou, son of man, prophesy to the mountains of Israel, and say to the mountains of Israel, Hear ye the word of the Lord: | και συ υιέ ανθρώπου προφήτευσον επί τα όρη Ισραήλ και ειπέ τοις όρεσιν Ισραήλ ακούσατε λόγον κυρίου |
2Thus saith the Lord God; Because the enemy has said against you, Aha, the old waste places are become a possession for us: | τάδε λέγει κύριος κύριος ανθ΄ είπεν υμάς ο εχθρός εύγε έρημα αιώνια εις κατάσχεσιν ημίν εγενήθη |
3therefore prophesy, and say, Thus saith the Lord God; Because ye have been dishonoured, and hated by those round about you, that ye might be a possession to the remainder of the nations, and ye became a by-word, and a reproach to the nations: | διά τούτο προφήτευσον και ειπέ τάδε λέγει κύριος κύριος αντί του ατιμασθήναι υμάς και μισηθήναι υμάς υπό των κύκλω υμών του είναι υμάς εις κατάσχεσιν τοις λοιποίς έθνεσι και ανέβητε λάλημα γλώσση και ονειδισμός έθνεσι |
4therefore, ye mountains of Israel, hear the word of the Lord; Thus saith the Lord to the mountains, and to the hills, and to the streams, and to the valleys, and to the places that have been made desolate and destroyed, and to the cities that have been deserted, and have become a spoil and a trampling to the nations that were left round about; | διά τούτο όρη Ισραήλ ακούσατε λόγον κυρίου τάδε λέγει κύριος τοις όρεσι και τοις βουνοίς και τοις χειμάρροις και ταις φάραγξι και τοις εξηρημωμένοις και ηφανισμένοις και ταις πόλεσι ταις εγκαταλελειμμέναις και εγένοντο εις προνομήν και εις καταπάτημα τοις καταλειφθείσιν έθνεσι περικύκλω |
5therefore, thus saith the Lord; Verily in the fire of my wrath have I spoken against the rest of the nations, and against all Idumea, because they have appropriated my land to themselves for a possession with joy, disregarding the lives of the inhabitants, to destroy it by plunder: | διά τούτο τάδε λέγει κύριος κύριος ημήν εν πυρί θυμού μου ελάλησα επί τα λοιπά έθνη και επί την Ιδουμαίαν πάσαν ότι έδωκαν την γην μου εαυτοίς εις κατάσχεσιν μετ΄ ευφροσύνης ατιμάσαντες ψυχάς του αφανίσαι εν προνομή |
6therefore prophesy concerning the land of Israel, and say to the mountains, and to the hills, and to the valleys, and to the forests, Thus saith the Lord; Behold, I have spoken in my jealousy and in my wrath, because ye have borne the reproaches of the heathen: | διά τούτο προφήτευσον επί την γην του Ισραήλ και ειπέ τοις όρεσι και τοις βουνοίς και ταις φάραγξι και ταις νάπαις τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ εν τω ζήλω μου και εν τω θυμώ μου ελάλησα αντί του ονειδισμού σου ον έθνη ήνεγκαν υμίν |
7therefore I will lift up my hand against the nations that are round about you; they shall bear their reproach. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος κύριος εγώ αρώ την χείρά μου επί τα έθνη τα περικύκλω υμών ούτοι την ατιμίαν αυτών λήψονται |
8But your grapes and your fruits, O mountains of Israel, shall my people eat; for they are hoping to come. | υμών δε όρη Ισραήλ την σταφυλήν και τον καρπόν υμών καταφάγεται λαός μου ότι ελπίζουσι του ελθείν |
9For, behold, I am toward you, and I will have respect to you, and ye shall be tilled and sown: | ότι ιδού εγώ εφ΄ υμάς και επιβλέψω εφ΄ υμάς και κατεργασθήσεσθε και σπαρήσεσθε |
10and I will multiply men upon you, even all the house of Israel to the end: and the cities shall be inhabited, and the desolate land shall be built upon. | και πληθυνώ εφ΄ υμάς ανθρώπους παν οίκον Ισραήλ εις τέλος και κατοικηθήσονται αι πόλεις και η ηρημωμένη οικοδομηθήσεται |
11And I will multiply men and cattle upon you; and I will cause you to dwell as at the beginning, and will treat you well, as in your former times: and ye shall know that I am the Lord. | και πληθυνώ εφ΄ υμάς ανθρώπους και κτήνη και πληθυνθήσονται και αυξηθήσονται και κατοικιώ υμάς ως το εν αρχή υμών και ευ ποιήσω υμάς ώσπερ τα έμπροσθεν υμών και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι κύριος |
12And I will increase men upon you, even my people Israel; and they shall inherit you, and ye shall be to them for a possession; and ye shall no more be bereaved of them. | και γεννήσω εφ΄ υμάς ανθρώπους αντί του λαού μου Ισραήλ και κληρονομήσουσιν υμάς και έσεσθε αυτοίς εις κατάσχεσιν και ου προστεθήτε έτι ατεκνωθήναι απ΄ αυτών |
13Thus saith the Lord God: Because they said to thee, Thou land devourest men, and hast been bereaved of thy nation; | τάδε λέγει κύριος κύριος ανθ΄ είπάν σοι κατεσθίουσα ανθρώπους και ητεκνωμένη υπό του έθνους σου εγένου |
14therefore thou shalt no more devour men, and thou shalt no more bereave thy nation, saith the Lord God. | διά τούτο ανθρώπους ουκέτι φάγεσαι και το έθνος σου ουκ ατεκνώσεις έτι λέγει κύριος κύριος |
15And there shall no more be heard against you the reproach of the nations, and ye shall no more bear the revilings of the peoples, saith the Lord God. | και ουκ ακουσθήσεται ουκέτι εφ΄ υμάς ατιμία εθνών και ονειδισμόν λαών ου ανενέγκητε έτι και το έθνος σου ουκ ατεκνωθήσεται έτι λέγει κύριος κύριος |
16And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
17Son of man, the house of Israel dwelt upon their land, and defiled it by their way, and with their idols, and with their uncleannesses; and their way was before me like the uncleanness of a removed woman. | υιέ ανθρώπου οίκος Ισραήλ κατώκησεν επί της γης αυτών και εμίαναν αυτήν εν τη οδώ αυτών και εν ταις ακαθαρσίαις αυτών και κατά την ακαθαρσίαν της αποκαθημένης εγενήθε η οδος αυτών προ προσώπου μου |
18So I poured out my wrath upon them: | και εξέχεα τον θυμόν μου επ΄ αυτούς αντί του αίματος ου εξέχεον επί την γην και εν τοις βδελύγμασιν αυτών εμόλυναν αυτήν |
19and I dispersed them among the nations, and utterly scattered them through the countries: I judged them according to their way and according to their sin. | και διέσπειρα αυτούς εις τα έθνη και ελίκμησα αυτούς εις τας χώρας κατά την οδόν αυτών και κατά την αμαρτίαν αυτών έκρινα αυτούς |
20And they went in among the nations, among which they went, and they profaned my holy name, while it was said of them, These are the people of the Lord, and they came forth out of his land. | και εισήλθον εις τα έθνη ου εισήλθον εκεί και εβεβήλωσαν το όνομά μου το άγιον εν τω λέγεσθαι αυτούς λαός κυρίου ούτοι και εκ της γης αυτού εξεληλύθασι |
21But I spared them for the sake of my holy name, which the house of Israel profaned among the nations, among whom they went. | και εφεισάμην αυτών διά το όνομά μου το άγιον ο εβεβήλωσαν οίκος Ισραήλ εν τοις έθνεσιν ου εισήλθοσαν εκεί |
22Therefore say to the house of Israel, Thus saith the Lord; I do not this, O house of Israel, for your sakes, but because of my holy name, which ye have profaned among the nations, among whom ye went. | διά τούτο είπον τω οίκω Ισραήλ τάδε λέγει κύριος κύριος ουχ υμίν εγώ ποιώ οίκος Ισραήλ αλλά διά το όνομά μου το άγιον ο εβεβηλώσατε εν τοις έθνεσιν ου εισήλθετε εκεί |
23And I will sanctify my great name, which was profaned among the nations, which ye profaned in the midst of them; and the nations shall know that I am the Lord, when I am sanctified among you before their eyes. | και αγιάσω το όνομά μου το μέγα το βεβηλωθέν εν τοις έθνεσιν ο εβεβηλώσατε εν μέσω αυτών και γνώσονται τα έθνη ότι εγώ ειμι κύριος λέγει κύριος κύριος εν τω αγιασθήναί με εν υμίν κατ΄ οφθαλμούς αυτών |
24And I will take you out from the nations, and will gather you out of all the lands, and will bring you into your own land: | και λήψομαι υμάς εκ των εθνών και αθροίσω υμάς εκ πασών των γαιών και εισάξω υμάς εις την γην υμών |
25and I will sprinkle clean water upon you, and ye shall be purged from all your uncleannesses, and from all your idols, and I will cleanse you. | και ρανώ εφ΄ υμάς καθαρόν ύδωρ και καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών και από πάντων των ειδώλων καθαριώ υμάς |
26And I will give you a new heart, and will put a new spirit in you: and I will take away the heart of stone out of your flesh, and will give you a heart of flesh. | και δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην |
27And I will put my Spirit in you, and will cause you to walk in mine ordinances, and to keep my judgments, and do them. | και το πνεύμά μου δώσω εν υμίν και ποιήσω ίνα εν τοις δικαιώμασί μου πορεύησθε και τα κρίματά φυλάξησθε και ποιήσητε αυτά |
28And ye shall dwell upon the land which I gave to your fathers; and ye shall be to me a people, and I will be to you a God. | και κατοικήσετε επί της γης ης έδωκα τοις πατράσιν υμών και έσεσθέ μοι εις λαόν και εγώ έσομαι υμίν εις θεόν |
29And I will save you from all your uncleannesses: and I will call for the corn, and multiply it, and will not bring famine upon you. | και σώσω υμάς εκ πασών των ακαθαρσιών υμών και καλέσω τον σίτον και πληθυνώ αυτόν και ου δώσω εφ΄ υμάς λιμόν |
30And I will multiply the fruit of the trees, and the produce of the field, that ye may not bear the reproach of famine among the nations. | και πληθυνώ τον καρπόν του ξύλου και τα γεννήματα του αγρού όπως αν μη λάβητε έτι ονειδισμόν λιμού εν τοις έθνεσι |
31And ye shall remember your evil ways and your practices that were not good, and ye shall be hateful in your own sight for your transgressions and for your abominations. | και μνησθήσεσθε τας οδούς υμών τας πονηράς και τα επιτηδεύματα υμών τα μη αγαθά και προσοχθιείτε κατά πρόσωπον αυτών εν ταις ανομίαις και επί τοις βδελύγμασιν υμών |
32Not for your sakes do I this, saith the Lord God, as it is known to you: be ye ashamed and confounded for your ways, O house of Israel. | ου δι΄ υμάς εγώ ποιώ λέγει κύριος κύριος γνωστόν εστιν υμίν αισχύνθητε και εντράπητε εκ των οδών υμών οίκος Ισραήλ |
33Thus saith the Lord God; In the day wherein I shall cleanse you from all your iniquities I will also cause the cities to be inhabited, and the waste places shall be built upon: | τάδε λέγει κύριος κύριος εν ημέρα η καθαριώ υμάς εκ πασών ανομιών υμών και κατοικιώ τας πόλεις και οικοδομηθήσονται έρημοι |
34and the desolate land shall be cultivated, whereas it was desolate in the eyes of every one that passed by. | και η γη ηφανισμένη εργασθήσεται ανθ΄ ότι ηφανισμένη κατ΄ οφθαλμούς παντός παροδεύοντος |
35And they shall say, That desolate land is become like a garden of delight; and the waste and desolate and ruined cities are inhabited. | και ερούσιν η γη εκείνη η ηφανισμένη εγενήθη ως κήπος τρυφής και αι πόλεις αι έρημοι και ηφανισμέναι και κατεσκαμμέναι οχυραί εκάθισαν |
36And the nations, as many as shall have been left round about you, shall know that I the Lord have built the ruined cities and planted the waste lands: I the Lord have spoken, and will do it. | και γνώσονται τα έθνη όσα αν καταλειφθώσι κύκλω υμών ότι εγώ κύριος ωκοδόμησα τας καθηρημένας και κατεφύτευσα τας ηφανισμένας ότι εγώ κύριος ελάλησα και ποιήσω |
37Thus saith the Lord God; Yet for this will I be sought by the house of Israel, to establish them; I will multiply them even men as sheep; | τάδε λέγει κύριος κύριος έτι τούτο ζητηθήσομαι τω οίκω Ισραήλ του ποιήσαι αυτούς πληθυνώ αυτούς ως πρόβατα ανθρώπους |
38as holy sheep, as the sheep of Jerusalem in her feasts; thus shall the desert cities be full of flocks of men: and they shall know that I am the Lord. | ως πρόβατα άγια ως πρόβατα Ιερουσαλήμ εν ταις εορταίς αυτής ούτως έσονται αι πόλεις έρημοι πλήρεις προβάτων ανθρώπων και γνώσονται ότι εγώ κύριος |
Chapter 37
[edit]1And the hand of the Lord came upon me, and the Lord brought me forth by the Spirit, and set me in the midst of the plain, and it was full of human bones. | και εγένετο επ΄ εμέ χειρ κυρίου και εξήγαγέ με εν πνεύματι κυρίου και έθηκέ με εν μέσω του πεδίου και τούτο ην μεστόν οστών ανθρωπίνων |
2And he led me round about them every way: and, behold, there were very many on the face of the plain, very dry. | και περιήγαγέ με επ΄ αυτά κυκλόθεν κύκλω και ιδού πολλά σφόδρα επί προσώπου του πεδίου ξηρά σφόδρα |
3And he said to me, Son of man, will these bones live? and I said, O Lord God, thou knowest this. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου ει ζήσεται τα οστά ταύτα και είπα κύριε κύριε συ επίστασαι ταύτα |
4And he said to me, Prophesy upon these bones, and thou shalt say to them, Ye dry bones, hear the word of the Lord. | και είπε προς με προφήτευσον επί τα οστά ταύτα και ερείς αυτοίς τα οστά τα ξηρά ακούσατε λόγον κυρίου |
5Thus saith the Lord to these bones; Behold, I will bring upon you the breath of life: | τάδε λέγει κύριος κύριος τοις οστέοις τούτοις ιδού εγώ οίσω εις υμάς πνεύμα ζωής |
6and I will lay sinews upon you, and will bring up flesh upon you, and will spread skin upon you, and will put my Spirit into you, and ye shall live; and ye shall know that I am the Lord. | και δώσω εφ΄ υμάς νεύρα και ανάξω εφ΄ υμάς σάρκα και εκτενώ εφ΄ υμάς δέρμα και δώσω πνεύμά μου εις υμάς και ζήσεσθε και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι κύριος |
7So I prophesied as the Lord commanded me: and it came to pass while I was prophesying, that, behold, there was a shaking, and the bones approached each one to his joint. | και προεφήτευσα καθώς ενετείλατό μοι και εγένετο φωνή εν τω εμέ προφητεύσαι και ιδού σεισμός και προσήγαγε τα οστά προς οστούν προς την αρμονίαν αυτού |
8And I looked, and behold, sinews and flesh grew upon them, and skin came upon them above: but there was not breath in them. | και είδον και ιδού επ΄ αυτά νεύρα και σάρκες εφύοντο και ανέβαινεν επ΄ αυτά δέρματα επάνω και πνεύμα ουκ ην επ΄ αυτοίς |
9And he said to me, Prophesy to the wind, prophesy, son of man, and say to the wind, Thus saith the Lord; Come from the four winds, and breathe upon these dead men, and let them live. | και είπε προς με προφήτευσον επί το πνεύμα προφήτευσον υιέ ανθρώπου και ειπέ τω πνεύματι τάδε λέγει κύριος κύριος εκ των τεσσάρων πνευμάτων ελθέ πνεύμα και εμφύσησον εις τους νεκρούς τούτους και ζησάτωσαν |
10So I prophesied as he commanded me, and the breath entered into them, and they lived, and stood upon their feet, a very great congregation. | και προεφήτευσα καθότι ενετείλατό μοι και εισήλθεν εις αυτούς το πνεύμα και έζησαν και έστησαν επί των ποδών αυτών συναγωγή πολλή σφόδρα σφόδρα |
11And the Lord spoke to me, saying, Son of man, these bones are the whole house of Israel: and they say, Our bones are become dry, our hope has perished, we are quite spent. | και ελάλησε κύριος προς με λέγων υιέ ανθρώπου τα οστά ταύτα πας οίκος Ισραήλ εστι και αυτοί λέγουσι ξηρά γέγονε τα οστά ημών απόλωλεν η ελπίς ημών διαπεφωνήκαμεν |
12Therefore prophesy and say, Thus saith the Lord; Behold, I will open your tombs, and will bring you up out of your tombs, and will bring you into the land of Israel. | διά τούτο προφήτευσον και ειπέ τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ ανοίξω τα μνήματα και ανάξω υμάς εκ των μνημάτων υμών και εισάξω υμάς εις την γην του Ισραήλ |
13And ye shall know that I am the Lord, when I have opened your graves, that I may bring up my people from their graves. | και γνώσεσθε ότι εγώ ειμι κύριος εν τω ανοίξαί με τους τάφους του αναγαγείν με υμάς εκ των τάφων υμών τον λαός μου |
14And I will put my Spirit within you, and ye shall live, and I will place you upon your own land: and ye shall know that I am the Lord; I have spoken, and will do it, saith the Lord. | και δώσω πνεύμά μου εις υμάς και ζήσεσθε και θήσομαι υμάς επί την γην υμών και γνώσεσθε ότι εγώ κύριος λελάληκα και ποιήσω λέγει κυριός |
15And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
16Son of man, take for thyself a rod, and write upon it, Juda, and the children of Israel his adherents; and thou shalt take for thyself another rod, and thou shalt inscribe it for Joseph, the rod of Ephraim, and all the children of Israel that belong to him. | και συ υιέ ανθρώπου λάβε σεαυτώ ράβδον μίαν και γράψον επ΄ αυτήν τον Ιούδαν και τους υιούς Ισραήλ τους προτεθέντας προς αυτόν και ράβδον δευτέραν λήψη σεαυτώ και γράψεις αυτήν τω Ιωσήφ ράβδον Εφραϊμ και πάντας τους υιούς Ισραήλ τους προτεθέντας προς αυτόν |
17And thou shalt joint them together for thyself, so as that they should bind themselves into one stick; and they shall be in thine hand. | και συνάψεις αυτάς προς αλλήλας σεαυτώ εις ράβδον μίαν του δήσαι αυτάς και έσονται εν τη χειρί σου |
18And it shall come to pass, when the children of thy people shall say to thee, Wilt thou not tell us what thou meanest by these things? | και έσται όταν λέγωσι προς σε οι υιοί του λαού σου λέγοντες ουκ αναγγελλείς ημίν τι εστι ταύτά σοι |
19Then shalt thou say to them, Thus saith the Lord; behold, I will take the tribe of Joseph, which is in the hand of Ephraim, and the tribes of Israel that belong to him, and I will add them to the tribe of Juda, and they shall become one rod in the hand of Juda. | και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος ο θεός ιδού εγώ λήψομαι την φυλήν Ιωσήφ την διά χειρός Εφραϊμ και τας φυλάς Ισραήλ τας προσκειμένας προς αυτόν και δώσω αυτούς επί την φυλήν Ιούδα και έσονται εις ράβδον μίαν και έσονται μία εν τη χειρί Ιούδα |
20And the rods on which thou didst write shall be in thine hand in their presence. | και έσονται αι ράβδοι εφ΄ αις συ έγραψας επ΄ αυταίς εν τη χειρί σου ενώπιον αυτών |
21And thou shalt say to them, Thus saith the Lord God; Behold, I will take the whole house of Israel out of the midst of the nations, among whom they have gone, and I will gather them from all that are round about them, and I will bring them into the land of Israel. | και ερείς αυτοίς τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ λαμβάνω πάντα οίκον Ισραήλ εκ μέσου των εθνών ων εισήλθοσαν εκεί και συνάξω αυτούς από πάντων των περικύκλω αυτών και εισάξω αυτούς εις την γην του Ισραήλ |
22And I will make them a nation in my land, even on the mountains of Israel; and they shall have one prince: and they shall be no more two nations, neither shall they be divided any more at all into two kingdoms: | και δώσω αυτούς εις έθνος εν τη γη μου εν τοις όρεσιν Ισραήλ και άρχων εις έσται πάντων τούτων εις βασιλέα και ουκ έσονται ουκέτι εις δύο έθνη ουδέ διαιρεθώσιν ουκέτι εις δύο βασιλείας |
23that they may no more defile themselves with their idols; and I will deliver them from all their transgressions whereby they have sinned, and will cleanse them; and they shall be to me a people, and I the Lord will be to them a God. | ίνα μη μιαίνωνται έτι εν τοις ειδώλοις αυτών και εν τοις προσκόμμασιν αυτών και εν πάσαις ασεβείαις αυτών και ρύσομαι αυτούς από πασών των ανομιών αυτών ων ημάρτοσαν εν αυταίς και καθαριώ αυτούς και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις θεόν |
24And my servant David shall be a prince in the midst of them: there shall be one shepherd of them all; for they shall walk in mine ordinances, and keep my judgments, and do them. | και ο δούλός μου Δαυίδ άρχων εν μέσω αυτών και έσται ποιμήν εις πάντων ότι εν τοις προστάγμασί μου πορεύσονται και τα κρίματά μου φυλάξονται και ποιήσουσιν αυτά |
25And they shall dwell in their land, which I have given to my servant Jacob, where their fathers dwelt; and they shall dwell upon it: and David my servant shall be their prince forever. | και κατοικήσουσιν επί της γης αυτών ης έδωκα τω δούλω μου Ιακώβ ου κατώκησαν εκεί οι πατέρες αυτών και κατοικήσουσιν επ΄ αυτής αυτοί και οι υιοί αυτών και οι υιοί των υιών αυτών έως του αιώνος και Δαυίδ ο δούλός μου άρχων αυτών εις τον αιώνα |
26And I will make with them a covenant of peace; it shall be an everlasting covenant with them; and I will establish my sanctuary in the midst of them for ever. | και διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην ειρήνης διαθήκη αιωνία έσται μετ΄ αυτών και δώσω αυτούς και πληθυνώ αυτούς και θήσω τα άγιά μου εν μέσω αυτών εις τον αιώνα |
27And my tabernacle shall be among them; and I will be to them a God, and they shall be my people. | και έσται η κατασκήνωσίς μου εν αυτοίς και έσομαι αυτοίς θεός και αυτοί μου έσονται λαός |
28And the nations shall know that I am the Lord that sanctifies them, when my sanctuary is in the midst of them for ever. | και γνώσονται τα έθνη ότι εγώ ειμι κύριος ο αγιάζων αυτούς εν τω είναι τα άγιά μου εν μέσω αυτών εις τον αιώνα |
Chapter 38
[edit]1And the word of the Lord came to me, saying, | και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων |
2Son of man, set thy face against Gog, and the land of Magog, Rhos, prince of Mesoch and Thobel, and prophesy against him, | υιέ ανθρώπου στήριξον το πρόσωπόν σου επί Γωγ και την γην του Μαγώγ άρχοντα Ρως Μοσόχ και Θουβάλ και προφήτευσον επ΄ αυτόν |
3and say to him, Thus saith the Lord God; Behold, I am against thee, Rhos prince of Mesoch and Thobel: | και είπον τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ επί σε άρχοντα Ρως Μοσόχ και Θουβάλ |
4and I will gather thee, and all thine host, horses and horsemen, all wearing breast-plates, with a great multitude, shields and helmets and swords: | και περιάξω σε και θήσομαι χαλινόν εις τους σιαγόνας και συνάξω σε και πάσαν την δύναμίν σου ίππους και ιππείς ενδεδυμένους θώρακας πάντας συναγωγή πολλή πέλται και περικεφαλαίαι και μάχαιραι |
5Persians, and Ethiopians, and Libyans; all with helmets and shields. | Πέρσαι και Αιθίοπες και Λίβυες πάντες περικεφαλαίαις και πέλταις |
6Gomer, and all belonging to him; the house of Thorgama, from the end of the north, and all belonging to him; and many nations with thee. | Γόμερ και πάντες οι περί αυτόν οίκος του Θογαρμά απ΄ εσχάτου βορρά και πάντες οι περί αυτόν και έθνη πολλά μετά σου |
7Be thou prepared, prepare thyself, thou, and all thy multitude that is assembled with thee, and thou shalt be to me for a guard. | ετοιμάσθητι ετοίμασον σεαυτόν συ και πάσα η συναγωγή σου η συνηγμένη μετά σου και έση μοι εις προφυλακήν |
8He shall be prepared after many days, and he shall come at the end of years, and shall come to a land that is brought back from the sword, when the people are gathered from many nations against the land of Israel, which was entirely desolate: and he is come forth out of the nations, and they shall all dwell securely. | αφ΄ ημερών πλειόνων ετοιμασθήσεται και επ΄ εσχάτου ετών ελεύσεται εις την γην την απεστραμμένην από μαχαίρας συνηγμένων από εθνών πολλών επί την γην Ισραήλ η εγενήθη έρημος διόλου και ούτος εξ εθνών εξελήλυθε και κατοικησούσιν επ΄ ειρήνης άπαντες |
9And thou shalt go up as rain, and shalt arrive as a cloud to cover the land, and there shall be thou, and all that are about thee, and many nations with thee. | και αναβήση ως υετός και ήξεις ως νεφέλη κατακαλύψαι γην και έση συ και πάντες οι περί σε και έθνη πολλά μετά σου |
10Thus saith the Lord God; It shall also come to pass in that day, that thoughts shall come up into thine heart, and thou shalt devise evil devices. | τάδε λέγει κύριος κύριος και έσται εν τη ημέρα εκείνη αναβήσεται ρήματα επί την καρδίαν σου και λογιή λογισμούς πονηρούς |
11And thou shalt say, I will go up to the rejected land; I will come upon them that are at ease in tranquility, and dwelling in peace, all inhabiting a land in which there is no wall, nor bars, nor have they doors; | και ερείς αναβήσομαι επί γην απερριμμένην ήξω επί ησυχάζοντας εν ησυχία και οικούντας επ΄ ειρήνης πάντας κατοικούντας γην εν η ουχ υπάρχει τείχος ουδέ μοχλοί και θύραι ουκ εισίν αυτοίς |
12to seize plunder, and to take their spoil; to turn my hands against the desolate land that is now inhabited, and against a nation that is gathered from many nations, that have acquired property, dwelling in the midst of the land. | προνομεύσαι προνομήν και σκυλεύσαι σκύλα του επιστρέψαι χείρά μου εις την ηρημωμένην η κατωκίσθη και επ΄ έθνος συνηγμένον από εθνών πολλών πεποιηκότας κτήσεις κατοικούντας επί τον ομφαλόν της γης |
13Sabba, and Daedan, and Carthaginian merchants, and all their villages shall say to thee, Thou art come for plunder to take a prey, and to get spoils: thou hast gathered thy multitude to take silver and gold, to carry off property, to take spoils. | Σαβά και Δαιδάν και έμποροι Καρχηδόνιοι και πάσαι αι κώμαι αυτών ερούσί σοι εις προνομήν του προνομεύσαι συ έρχη και σκυλεύσαι σκύλα συνήγαγες συναγωγήν σου λαβείν αργύριον και χρυσίον απενέγκασθαι κτήσιν του σκυλεύσαι σκύλα μεγάλα |
14Therefore prophesy, son of man, and say to Gog, Thus saith the Lord; Wilt thou not arise in that day, when my people Israel are dwelling securely, | διά τούτο προφήτευσον υιέ ανθρώπου και είπον τω Γωγ τάδε λέγει κυριός ουκ εν τη ημέρα εκείνη εν τω κατοικισθήναι τον λαόν μου Ισραήλ επ΄ ειρήνης εγερθήση |
15and come out of thy place from the farthest north, and many nations with thee? all of them mounted on horses, a great gathering, and a large force? | και ήξεις εκ του τόπου σου απ΄ εσχάτου του βορρά και έθνη πολλά μετά σου αναβάται ίππων πάντες συναγωγή μεγάλη και δύναμις πολλή |
16And thou shalt come up upon my people Israel as a cloud to cover the land; it shall come to pass in the last days, that I will bring thee up upon my land, that all the nations may know me, when I am sanctified in thee before them. | και αναβήση επί τον λαόν μου Ισραήλ ως νεφέλη καλύψαι γην επ΄ εσχάτου των ημερών έσται και ανάξω σε επί την γην μου ίνα γνώσι πάντα τα έθνη εμέ εν τω αγιασθήναί με εν σοι ενώπιον αυτών |
17Thus saith the Lord God, to Gog; Thou art he concerning whom I spoke in former times, by the hand of my servants the prophets of Israel, in those days and years, that I would bring thee up against them. | τάδε λέγει κύριος κύριος ω Γωγ συ ει περί ου ελάλησα προ ημερών των έμπροσθεν διά χειρός των δούλων μου των προφητών του Ισραήλ οι προφητεύσαντες εν ταις ημέραις εκείναις και έτεσι του αναγαγείν σε επ΄ αυτούς |
18And it shall come to pass in that day, in the day when Gog shall come against the land of Israel, saith the Lord God, | και έσται εν τη ημέρα εκείνη εν ημέρα η αν έλθη τω Γωγ επί την γην Ισραήλ λέγει κύριος κύριος αναβήσεται ο θυμός μου |
19that my wrath and my jealousy shall arise, I have spoken in the fire of mine anger, verily in that day there shall be a great shaking in the land of Israel; | και ο ζηλός μου εν πυρί της οργής ελάλησα ημήν εν τη ημέρα εκείνη έσται σεισμός μέγας επί γης Ισραήλ |
20and the fish of the sea shall quake at the presence of the Lord, and the birds of the sky and the wild beasts of the field, and all the reptiles that creep upon the earth, and all the men that are on the face of the earth; and the mountains shall be rent, and the valleys shall fall, and every wall on the land shall fall. | και σεισθήσονται από προσώπου μου οι ιχθύες της θαλάσσης και τα πετεινά του ουρανού και τα θηρία του πεδίου και πάντα τα ερπετά τα έρποντα επί της γης και πάντες οι άνθρωποι οι επί προσώπου της γης και ραγήσεται τα όρη και πεσούνται αι φάραγγες και παν τείχος επί την γην πεσείται |
21And I will summon against it even every fear, saith the Lord: the sword of every man shall be against his brother. | και καλέσω επ΄ αυτόν πάντα φόβον λέγει κύριος μαχαίρα ανθρώπου επί τον αδελφόν έσται |
22And I will judge him with pestilence, and blood, and sweeping rain, and hailstones; and I will rain upon him fire and brimstone, and upon all that are with him, and upon many nations with him. | και κρινώ αυτόν θανάτω και αίματι και υετώ κατακλύζοντι και λίθοις χαλάζης και πυρ και θείον βρέξω επ΄ αυτόν και επί πάντας τους μετ΄ αυτού και επί έθνη πολλά μετ΄ αυτού |
23And I will be magnified, and sanctified, and glorified; and I will be known in the presence of many nations, and they shall know that I am the Lord. | και μεγαλυνθήσομαι και αγιασθήσομαι και ενδοξασθήσομαι και γνωσθήσομαι εναντίον πολλών εθνών και γνώσονται ότι εγώ κύριος |
Chapter 39
[edit]1And thou, son of man, prophesy against Gog, and say, Thus saith the Lord; Behold, I am against thee, O Gog, Rhos prince of Mesoch and Thobel: | και συ υιέ ανθρώπου προφήτευσον επί Γωγ και είπον τάδε λέγει κύριος κύριος ιδού εγώ επί σε Γωγ άρχοντα Ρως Μοσόχ και Θουβάλ |
2and I will assemble thee, and guide thee, and raise thee up on the extremity of the north, and I will bring thee up upon the mountains of Israel. | και συνάξω σε και κατάξω σε και αναβιβάσω σε επ΄ εσχάτου βορρά και ανάξω σε επί τα όρη Ισραήλ |
3And I will destroy the bow out of thy left hand, and thine arrows out of thy right hand, and I will cast thee down on the mountains of Israel; | και απολώ το τόξον σου από της χειρός σου της αριστεράς και τα τοξεύματά σου από της χειρός σου της δεξιάς |
4and thou and all that belong to thee shall fall, and the nations that are with thee shall be given to multitudes of birds, even to every fowl, and I have given thee to all the wild beasts of the field to be devoured. | και καταβαλώ σε επί τα όρη Ισραήλ και πέση συ και πάντες οι περί σε και τα έθνη τα μετά σου δοθήσονται εις πλήθος ορνέων παντί πετεινώ και πάσι τοις θηρίοις του πεδίου δέδωκά σε καταβρωθήναι |
5Thou shalt fall on the face of the field: for I have spoken it, saith the Lord. | επί προσώπου του πεδίου πέση ότι εγώ ελάλησα λέγει κύριος κύριος |
6And I will send a fire upon Gog, and the islands shall be securely inhabited: and they shall know that I am the Lord. | και αποστελώ πυρ επί Μαγώγ και κατοικηθήσονται αι νήσοι επ΄ ειρήνης και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος |
7And my holy name shall be known in the midst of my people Israel; and my holy name shall no more be profaned: and the nations shall know that I am the Lord, the Holy One in Israel. | και το όνομά μου το άγιον γνωσθήσεται εν μέσω λαού μου Ισραήλ και ου βεβηλωθήσεται το όνομά μου το άγιον ουκέτι και γνώσονται τα έθνη ότι εγώ ειμι κύριος άγιος εν Ισραήλ |
8Behold it is come, and thou shalt know that it shall be, saith the Lord God; this is the day concerning which I have spoken. | ιδού ήκει και γνώση ότι έσται λέγει κύριος κύριος αύτη εστίν η ημέρα εν η ελάλησα |
9And they that inhabit the cities of Israel shall come forth, and make a fire with the arms, the shields and the spears, and bows and arrows, and hand-staves, and lances, and they shall keep fire burning with them for seven years: | και εξελεύσονται οι κατοικούντες τας πόλεις Ισραήλ και καύσουσιν εν τοις όπλοις πέλταις και κόντοις και τόξοις και τοξεύμασι και ράβδοις χειρών και λόγχαις και καύσουσιν εν αυτοίς πυρ επτά έτη |
10and they shall not take any wood out of the field, neither shall they cut any out of the forests, but they shall burn the weapons with fire: and they shall plunder those that plundered them, and spoil those that spoiled them, saith the Lord. | και ου λάβωσι ξύλα εκ του πεδίου ουδέ κόψωσιν εκ των δρυμών αλλ΄ τα όπλα κατακαύσουσι πυρί και προνομεύσουσι τους προνομεύσαντας αυτούς και σκυλεύσουσι τους σκυλεύσαντας αυτούς λέγει κυριός |
11And it shall come to pass that in that day I will give to Gog a place of renown, a tomb in Israel, the burial-place of them that approach the sea: and they shall build round about the outlet of the valley, and there they shall bury Gog and all his multitude: and the place shall then be called the burial-place of Gog. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη δώσω τω Γωγ τόπον ονομαστόν μνημείον εν Ισραήλ πολυάνδριον των επελθόντων προς τη θαλάσση και περιοικοδομήσουσι το περιστόμιον της φάραγγος και κατορύξουσιν εκεί τον Γωγ και παν το πλήθος αυτού και κληθήσεται τότε το πολυάνδριον του Γωγ |
12And the house of Israel shall bury them, that the land may be cleansed in the space of seven months. | και κατορύξουσιν αυτούς οίκος Ισραήλ ίνα καθαρισθή η γη εν επταμνήω |
13Yea, all the people of the land shall bury them; and it shall be to them a place of renown in the day wherein it was glorified, saith the Lord. | και κατορύξουσιν αυτούς πας ο λαός της γης και έσται αυτοίς εις ονομαστόν η ημέρα εδοξάσθην λέγει κύριος κύριος |
14And they shall appoint men continually to go over the land, to bury them that have been left on the face of the earth, to cleanse it after the space of seven months, and they shall seek them out. | και άνδρας διαπαντός διαστελούσιν επιπορευομένους την γην θάψαι τους καταλελειμμένους επί προσώπου της γης καθαρίσαι αυτήν μετά την επτάμηνον και εκζητήσουσι |
15And every one that goes through the land, and sees a man's bone, shall set up a mark by it, until the buriers shall have buried it in the valley, the burial place of Gog. | και πας ο διαπορευόμενος την γην και ιδών οστούν ανθρώπου οικοδομήσει παρ΄ αυτό σημείον έως ότου θάψουσιν αυτό οι θάπτοντες εις το πολυάνδριον του Γωγ |
16For the name of the city shall be Burial-place: so shall the land be cleansed. | και γαρ το όνομα της πόλεως Πολυάνδριον και καθαρισθήσεται η γη |
17And thou, son of man, say, Thus saith the Lord; Say to every winged bird, and to all the wild beasts of the field, Gather yourselves, and come; gather yourselves from all places round about to my sacrifice, which I have made for you, even a great sacrifice on the mountains of Israel, and ye shall eat flesh, and drink blood. | και συ υιέ ανθρώπου τάδε λέγει κύριος κύριος είπον παντί ορνέω πετεινώ και προς πάντα τα θηρία του πεδίου συνάχθητε και έρχεσθε συνάχθητε από πάντων των περικύκλω επί την θυσίαν μου ην τέθυκα υμίν θυσίαν μεγάλην επί τα όρη Ισραήλ και φάγεσθε κρέα και πίεσθε αίμα |
18Ye shall eat the flesh of mighty men, and ye shall drink the blood of princes of the earth, rams, and calves and goats, and they are all fatted calves. | κρέα γιγάντων φάγεσθε και αίμα αρχόντων της γης πίεσθε κριούς και μόσχους και τράγους και οι μόσχοι εστεατωμένοι πάντες |
19And ye shall eat fat till ye are full, and shall drink wine till ye are drunken, of my sacrifice which I have prepared for you. | και φάγεσθε στέαρ εις πλησμονήν και πίεσθε αίμα εις μέθην από της θυσίας μου η έθυσα υμίν |
20And ye shall be filled at my table, eating horse, and rider, and mighty man, and every warrior, saith the Lord. | και εμπλησθήσεσθε από της τραπέζης μου ίππον και αναβάτην και γίγαντα και πάντα άνδρα πολεμιστήν λέγει κύριος κύριος |
21And I will set my glory among you, and all the nations shall see my judgment which I have wrought, and my hand which I have brought upon them. | και δώσω την δόξαν μου εν υμίν και όψονται πάντα τα έθνη την κρίσιν μου ην εποίησα και την χείρά μου ην επήγαγον επ΄ αυτούς |
22And the house of Israel shall know that I am the Lord their God, from this day and onwards. | και γνώσονται οίκος Ισραήλ ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός αυτών από της ημέρας ταύτης και επέκεινα |
23And all the nations shall know that the house of Israel were led captive because of their sins, because they rebelled against me, and I turned away my face from them, and delivered them into the hands of their enemies, and they all fell by the sword. | και γνώσονται πάντα τα έθνη ότι διά τας αμαρτίας αυτών ηχμαλωτεύθησαν οίκος Ισραήλ ανθ΄ ηθέτησαν εις εμέ και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ΄ αυτών και παρέδωκα αυτούς εις χείρας των εχθρών αυτών και έπεσαν πάντες μαχαίρα |
24According to their uncleannesses and according to their transgressions did I deal with them, and I turned away my face from them. | κατά τας ακαθαρσίας αυτών και κατά τα ανομήματα αυτών εποίησα αυτοίς και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ΄ αυτών |
25Therefore thus saith the Lord God, Now will I turn back captivity in Jacob, and will have mercy on the house of Israel, and will be jealous for the sake of my holy name. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος κύριος νυν αναστρέψω αιχμαλωσίαν εν Ιακώβ και ελεήσω τον οίκον Ισραήλ και ζηλώσω διά το όνομα το άγιόν μου |
26And they shall bear their reproach, and the iniquity which they committed when they dwelt upon their land in peace. Yet there shall be none to terrify them | και λήψονται την ατιμίαν εαυτών και την αδικίαν ην ηδίκησαν εν τω κατοικισθήναι αυτούς επί την γην αυτών επ΄ ειρήνης και ουκ έσται ο εκφοβών |
27when I have brought them back from the nations, and gathered them out of the countries of the nations: and I will be sanctified among them in the presence of the nations. | εν τω αποστρέψαι με αυτούς εκ των εθνών και συναγαγείν με αυτούς εκ των χωρών των εθνών και αγιασθήσομαι εν αυτοίς ενώπιον των εθνών |
28And they shall know that I am the Lord their God, when I have been manifested to them among the nations. | και γνώσονται ότι εγώ ειμι κύριος ο θεός αυτών εν τω επιφανήναί με αυτοίς εν τοις έθνεσι και εν τω συνάξαι με αυτούς επί την γην αυτών και ουκ εγκαταλείψω έτι αυτών ουδένα εκεί |
29And I will no more turn away my face from them, because I have poured out my wrath upon the house of Israel, saith the Lord God. | και ουκ αποστρέψω ουκέτι το πρόσωπόν μου απ΄ αυτών ανθ΄ εξέχεα τον θυμόν μου επί τον οίκον Ισραήλ λέγει κύριος κύριος |
Chapter 40
[edit]1And it came to pass in the twenty-fifth year of our captivity, in the first month, on the tenth day of the month, in the fourteenth year after the taking of the city, in that day the hand of the Lord was upon me, and brought me | και εγένετο εν τω πέμπτω και εικοστώ έτει της αιχμαλωσίας ημών εν τω πρώτω μηνί δεκάτη του μηνός εν τω τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει μετά το αλώναι την πόλιν εν τη ημέρα εκείνη εγένετο επ΄ εμέ χειρ κυρίου |
2in a vision of God into the land of Israel, and set me on a very high mountain, and upon it there was as it were the frame of a city before me. | και ήγαγέ με εν οράσει θεού εις την γην Ισραήλ και έθηκέ με επ΄ όρους υψηλού σφόδρα και επ΄ αυτού ως οικοδομή πόλεως απέναντι |
3And he brought me in thither, and, behold, there was a man, and the appearance of him was as the appearance of shining brass, and in his hand was a builder's line, and a measuring reed; and he stood at the gate. | και εισήγαγέ με εκεί και ιδού ανήρ και η όρασις αυτού ην ωσεί όρασις χαλκού στίλβοντος και εν τη χειρί αυτού ην σπαρτίον οικοδόμων και κάλαμος μέτρον και αυτός ειστήκει επί της πύλης |
4And the man said to me, Look with thine eyes at him whom thou hast seen, son of man, and hear with thine ears, and lay up in thine heart all things that I show thee; for thou hast come in hither that I might show thee, and thou shalt show all things that thou seest to the house of Israel. | και είπε προς με ο ανήρ εώρακας υιέ ανθρώπου εν τοις οφθαλμοίς σου ίδε και εν τοις ωσί σου άκουε και τάξον εις την καρδίαν σου πάντα όσα εγώ δεικνύω σοι διότι ένεκα του δείξαί σοι εισελήλυθας ώδε και δείξεις πάντα όσα συ οράς τω οίκω του Ισραήλ |
5And behold a wall round about the house without, and in the man's hand a reed, the measure of it was six cubits by the cubit, and a span: and he measured across the front wall; the breadth was equal to the reed, and the length of it equal to the reed. | και ιδού περίβολος έξωθεν του οίκου κύκλω και εν τη χειρί του ανδρός κάλαμος το μέτρον πηχών εξ εν πήχει και παλαιστής και διεμέτρησε το προτείχισμα πλάτος ίσον τω καλάμω και το ύψος αυτού ίσον τω καλάμω |
6And he entered by seven steps into the gate that looks eastward, and he measured across the porch of the gate equal to the reed. | και εισήλθεν εις την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς εν επτά αναβαθμοίς και διεμέτρησε το θεέ εξ εξ το αιλάμ της πύλης ίσον τω καλάμω πλάτος |
7And the chamber was equal in length to the reed, and equal in breadth to the reed; and the porch between the chambers six cubits; and the second chamber equal in breadth to the reed, and equal in length to the reed, and the porch five cubits. | και το θεέ ισον τω καλάμω μήκος και ίσον τω καλάμω πλάτος και το αιλάμ αναμέσον του θεηλάθ πηχών εξ και το θεέ το δεύτερον ίσον τω καλάμω πλάτος και ίσον τω καλάμω μήκος και το αιλάμ πηχεών πέντε |
8And the third chamber equal in length to the reed, and equal in breadth to the reed. | και το θεέ το τρίτον ίσον τω καλάμω μήκος και ίσον τω καλάμω πλάτος |
9And the porch of the gateway (near the porch of the gate) eight cubits; and the posts there of two cubits; and the porch of the gate was inward: | και το αιλάμ του πυλώνος πλησίον του αιλάμ της πύλης πηχών οκτώ και τα αιλεύ πηχών δύο και τα αιλάμ της πύλης έσωθεν |
10and the chambers of the gate of the chamber in front were three on one side and three on the other, and there was one measure to the three: there was one measure to the porches on this side and on that. | και το αιλάμ της πύλης έσωθεν και το θεέ της πύλης κατέναντι τρεις ένθεν και τρεις ένθεν και μέτρον εν τοις τρισί μέτρον εν τοις αιλάμ ένθεν |
11And he measured the breadth of the door of the gateway, ten cubits; and the breadth of the gateway thirteen cubits. | και διεμέτρησε το πλάτος της θύρας του πυλώνος πηχών δέκα και το εύρος του πυλώνος πηχών δεκατριών |
12And the space before the chambers was narrowed to a cubit in front of the chambers on this side and on that side: and the chamber was six cubits this way, and six cubits that way. | και πήχυς εις επισυναγόμενος κατά πρόσωπον τω θεείμ και πήχεως ενός όρος ένθεν και ένθεν και το θεέ πηχών εξ ένθεν και πηχών εξ ένθεν |
13And he measured the gate from the wall of one chamber to the wall of the other chamber: the breadth was twenty-five cubits, the one gate over against the other gate. | και διεμέτρησε την πύλην από του τοίχου του θεέ επί τον τοίχον του θεέ πλάτος πήχεις είκοσι πέντε αύτη πύλη επί πύλην |
14And the open space of the porch of the gate without, was twenty cubits to the chambers round about the gate. | και το αίθριον του αιλάμ της πύλης εξήκοντα πήχεις και θεείμ της πύλης κύκλω |
15And the open space of the gate without to the open space of the porch of the gate within was fifty cubits. | και το αίθριον της πύλης έξωθεν εις το αίθριον αιλάμ της πύλης έσωθεν πηχών πεντήκοντα |
16And there were secret windows to the chambers, and to the porches within the gate of the court round about, and in the same manner windows to the porches round about within: and on the porch there were palm-trees on this side and on that side. | και θυρίδες κρυπταί επί τα θεείμ και επί τα αιλάμ έσωθεν της πύλης της αυλής κυκλόθεν και ωσαύτως τοις αιλαμώθ θυρίδας κύκλω έσωθεν και επί το αιλάμ φοίνικες ένθεν |
17And he brought me into the inner court, and, behold, there were chambers, and peristyles round about the court; thirty chambers within the ranges of columns. | και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν και ιδού παστοφόρια και περίστυλα της αυλής κύκλω τριάκοντα παστοφόρια εν τοις περιστύλοις |
18And the porticos were behind the gates; according to the length of the gates, was the lower peristyle. | και αι στοαί κατά νώτου των πυλών κατά το μήκος των πυλών το περίστυλον το υποκάτω |
19And he measured the breadth of the court, from the open space of the outer gate inwards to the open space of the gate looking outwards: a hundred cubits was the distance to the place of the gate looking eastward: and he brought me to the north; | και διεμέτρησε το πλάτος της αυλής από του αιθρίου της πύλης της εξωτέρας έως έσωθεν επί το αίθριον της πύλης εσωτέρας της βλεπούσης έξω πήχεις εκατόν της βλεπούσης κατά ανατολάς και ήγαγέ με επί βορράν |
20and behold a gate looking northwards belonging to the outer court, and he measured it, both the length of it and the breadth; | και ιδού πύλη βλέπουσα προς βορράν τη αυλή τη εξωτέρα και διεμέτρησεν αυτήν το μήκος αυτής και το πλάτος |
21and the chambers, three on this side and three on that; and the posts, and the porches, and the palm-trees thereof: and they were according to the measures of the gate that looks eastward: the length thereof was fifty cubits, and the breadth thereof was twenty-five cubits. | και το θεέ τρεις ένθεν και τρεις ένθεν και το αιλευ και τα αιλαμμών και τους φοίνικας αυτής και εγένετο κατά τα μέτρα της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς πηχών πεντήκοντα το μήκος αυτής και πηχών εικοσιπέντε το εύρος αυτής |
22And its windows, and its porches, and its palm-trees, were according to the dimensions of the gate looking eastward; and they went up to it by seven steps; and the porches were within. | και θυρίδες αυτής και τα αιλαμμών και οι φοίνικες αυτής καθώς η πύλη η βλέπουσα κατά ανατολάς και εν επτά κλημακτήρσιν ανέβαινον επ΄ αυτήν και τα αιλαμμών έσωθεν |
23And there was a gate to the inner court looking toward the north gate, after the manner of the gate looking toward the east; and he measured the court from gate to gate, a hundred cubits. | και πύλη τη αυλή τη εσωτέρα βλεπουσά επί πύλην του βορρά ον τρόπον της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς και διεμέτρησε την αυλήν από πύλης επί πύλην πήχεις εκατόν |
24And he brought me to the south side, and behold a gate looking southwards: and he measured it, and its chambers, and its posts, and its porches, according to these dimensions. | και ήγαγέ με κατά νότον και ιδού πύλη βλέπουσα προς νότον και διεμέτρησεν αυτήν και τα θεέ και τα αιλεύ και τα αιλαμμών κατά τα μέτρα ταύτα |
25And its windows and its porches round about were according to the windows of the porch: the length thereof was fifty cubits, and the breadth thereof was five and twenty cubits. | και αι θυρίδες αυτής και τα αιλαμμών κυκλόθεν καθώς αι θυρίδες του αιλάμ πηχών πεντήκοντα το μήκος αυτής και πηχών εικοσιπέντε το εύρος αυτής |
26And it had seven steps, and porches within: and it had palm-trees on the posts, one on one side, and one on the other side. | και επτά κλημακτήρες αυτής και αιλαμμών έσωθεν και φοίνικες αυτής εις ένθεν και εις ένθεν επί τα αιλεύ |
27And there was a gate opposite the gate of the inner court southward: and he measured the court from gate to gate, a hundred cubits in breadth southward. | και πύλη κατέναντι της πύλης της αυλής της εσωτέρας προς νότον και διεμέτρησε την αυλήν από πύλης επί πύλην πήχεις εκατόν το εύρος προς νότον |
28And he brought me into the inner court of the south gate: and he measured the gate according to these measures; | και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν της πύλης της προς νότον και διεμέτρησε την πύλην κατά τα μέτρα ταύτα |
29and the chambers, and the posts, | και τα θεέ και τα αιλεύ |
30and the porches, according to these measures: and there were windows to it and to the porches round about: its length was fifty cubits, and its breadth twenty-five cubits, | και τα αιλαμμών κατά τα μέτρα ταύτα και θυρίδες αυτή και τω αιλαμμών κύκλω πήχεις πεντήκοντα το μήκος και εύρος αυτής πήχεις εικοσιπέντε |
31from the porch to the outer court: and there were palm-trees to the post thereof, and eight steps. | και αιλαμμών αυτού προς την αυλήν την εξωτέραν φοίνικες τω αιλεύ και εν οκτώ κλημακτήρσιν ανέβαινον επ΄ αυτήν |
32And he brought me in at the gate that looks eastward: and he measured it according to these measures: | και εισήγαγέ με εις την αυλήν εσωτέραν οδώ κατ΄ ανατολάς και διεμέτρησεν την θύραν κατά τα μέτρα ταύτα |
33and the chambers, and the posts, and the porches according to these measures: and there were windows to it, and porches round about: the length of it was fifty cubits, and the breadth of it twenty-five cubits. | και τα θεέ και τα αιλεύ και τα αιλαμώθ κατά τα μέτρα ταύτα και θυρίδες αυτή και τα αιλαμμώθ κύκλω πήχεις πεντήκοντα το μήκος και εύρος αυτής εικοσιπέντε πηχεών |
34And there were porches opening into the inner court, and palm-trees on the posts on this side and on that side: and it had eight steps. | και αιλαμμώθ της αυλής της εσωτέρας και φοίνικες αιλαύ ένθεν και οκτώ κλημακτήρσιν ανέβαινον επ΄ αυτήν |
35And he brought me in at the northern gate, and measured it according to these measures; | και εισήγαγέ με εις την θύραν την προς βορράν και διεμέτρησε κατά τα μέτρα ταύτα |
36and the chambers, and the posts, and the porches: and it had windows round about, and it had its porches: the length of it was fifty cubits, and the breadth twenty-five cubits. | και τα θεέ και τα αιλαύ και τα αιλαμώθ και θυρίδες αυτής κύκλω πήχεις πεντήκοντα το μήκος και εύρος πήχεις εικοσιπέντε |
37And its porches were toward the inner court; and there were palm-trees to the posts on this side and on that side: and it had eight steps. | και τα αιλαύ της αυλής της εξωτέρας και φοίνικες αιλαύ ένθεν και οκτώ κλημακτήρες |
38Its chambers and its door-ways, and its porches at the second gate served as a drain, | και τα παστοφόρια αυτής και τα θυρώματα αυτής και τα αιλαμμών αυτής επί της πύλης της δευτέρας έκρυσις |
39that they might slay in it the sin-offerings, and the trespass-offerings. | όπως σφαζωσιν εν αυτή τα υπέρ αμαρτίας και τα υπέρ αγνοίας |
40And behind the drain for the whole-burnt-offerings at the north gate, two tables eastward behind the second gate; and behind the porch of the gate two tables eastward. | και κατά νώτου του ρύακος των ολοκαυτωμάτων της βλεπούσης προς βορράν δύο τράπεζαι κατά νώτου ετέρου και τω αιλάμ της πύλης δύο τράπεζαι κατά ανατολάς |
41Four on one side and four on the other side behind the gate; upon them they kill the victims, in front of the eight tables of sacrifices. | τέσσαρες τράπεζαι ένθεν και τέσσαρες ένθεν κατά νώτου της πύλης επ΄ αυτάς σφάξουσι τα θύματα και κατέναντι των οκτώ τράπεζαι των θυμάτων |
42And there were four tables of hewn stone for whole-burnt-offerings, the breadth of them was a cubit and a half, and the length of them two cubits and a half, and their height was a cubit: on them they shall place the instruments with which they slay there the whole-burnt-offerings and the victims. | και τέσσαρες τραπεζαι των ολοκαυτωμάτων λίθιναι λελαξευμέναι πήχεως και ημίσους το πλάτος και πηχών δύο και ημίσους το μήκος και πήχεως το ύψος επ΄ αυτά επιθησουσι τα σκεύη εν οις σφάζουσι τα ολοκαυτώματα εκεί και τα θύματα |
43And they shall have within a border of hewn stone round about of a span broad, and over the tables above screens for covering them from the wet and from the heat. | και παλαιστής έξουσι κυμάτιον λελαξευμένον έσωθεν κύκλω και επί τας τραπέζας επάνωθεν στέγας του καλυπτεσθαι από του υετού και της ξηρασίας |
44And he brought me into the inner court, and behold there were two chambers in the inner court, one behind the gate looking to the north, turning southward, and one behind the southern gate, but which looks to the north. | και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν και ιδού δύο εξέδραι εν τη αυλή τη εσωτέρα μία κατά νώτου της πύλης της προς βορράν φέρουσα κατά νότον και μία κατά νώτου της πύλης της προς νότον της βλεπούσης προς βορράν |
45And he said to me, This chamber that looks to the south, is for the priests that keep the charge of the house. | και είπε προς με η εξέδρα αύτη η βλέπουσα προς νότον τοις ιερεύσι τοις φυλάσσουσι την φυλακήν του οίκου |
46And the chamber that looks to the north is for the priests that keep the charge of the altar: they are the sons of Sadduc, those of the tribe of Levi who draw near to the Lord to serve him. | και η εξέδρα η βλέπουσα προς βορράν τοις ιερεύσι τοις φυλάσσουσι την φυλακήν του θυσιαστηρίου εκείνοί εισιν οι υιοί Σαδδούκ οι εγγίζοντες εκ του Λευί προς κυρίου του λειτουργείν αυτώ |
47And he measured the court, the length whereof was a hundred cubits, and the breadth a hundred cubits, on its four sides; and the altar in front of the house. | και διεμέτρησε την αυλήν μήκος πηχών εκατόν και εύρος πηχών εκατόν επί τα τέσσαρα μέρη αυτής και το θυσιαστήριον απέναντι του οίκου |
48And he brought me into the porch of the house; and he measured the post of the porch, the breadth was five cubits on one side and five cubits on the other side; and the breadth of the door was fourteen cubits, and the side-pieces of the door of the porch were three cubits on one side, and three cubits on the other side. | και εισήγαγέ με εις το αιλάμ του οίκου και διεμέτρησε το αιλ του αιλάμ πηχών πέντε το πλάτος ένθεν και πηχών πέντε ένθεν και το εύρος του θυρώματος πηχών δεκατεσσάρων και επωμίδες της θύρας του αιλάμ πηχών τριών ένθεν και πηχών τριών ένθεν |
49And the length of the porch was twenty cubits, and the breadth twelve cubits; and they went up to it by ten steps; and there were pillars to the porch, one on this side and one on that side. | και το μήκος του αιλάμ πηχών είκοσι και το εύρος πηχών δώδεκα και επί δέκα αναβαθμών ανέβαινον επ΄ αυτό και στύλοι ήσαν επί το αιλάμ εις εντεύθεν και εις εντεύθεν |
Chapter 41
[edit]1And he brought me into the temple, the porch of which he measured, six cubits the breadth on one side, and six cubits the breadth of the porch on the other side. | και εισήγαγέ με εις τον ναόν και διεμέτρησε το αιλάμ πηχών εξ το εύρος του αιλάμ ένθεν και το εύρος πηχών εξ ένθεν το εύρος της σκηνής |
2And the breadth of the gateway was ten cubits, and the side-pieces of the gateway were five cubits on this side, and five cubits on that side: and he measured the length of it, forty cubits, and the breadth, twenty cubits. | και το εύρος του πυλώνος πηχών δέκα και επωμίδες του πυλώνος πηχών πέντε ένθεν και πηχών πέντε ένθεν και διεμέτρησε το μήκος αυτού πηχών τεσσαράκοντα και το εύρος πηχών είκοσι |
3And he went into the inner court, and measured the post of the door, two cubits; and the door, six cubits; and the side-pieces of the door, seven cubits on one side, and seven cubits on the other side. | και εισήλθεν εις την αυλήν την εσωτέραν και διεμέτρησε το αιλ του θυρώματος πηχών δύο και το θύρωμα πηχών εξ και τας επωμίδας του θυρώματος πηχών επτά ένθεν |
4And he measured the length of the doors, forty cubits; and the breadth, twenty cubits, in front of the temple: and he said, This is the holy of holies. | και διεμέτρησε το μήκος των πυλών πηχών είκοσι και εύρος πηχών είκοσι κατά πρόσωπον του ναού και είπε προς με τούτο το άγιον των αγίων |
5And he measured the wall of the house, six cubits: and the breadth of each side, four cubits round about. | και διεμέτρησε τον τοίχον του οίκου πηχών εξ και το εύρος της πλευράς πηχών τεσσάρων κυκλόθεν |
6And the sides were twice ninety, side against side; and there was a space in the wall of the house at the sides round about, that they should be for them that take hold of them to see, that they should not at all touch the walls of the house. | και τα πλευρά πλευρόν επί πλευρόν τριάκοντα και τριών και διάστημα εν τω τοίχω του οίκου εν τοις πλευροίς κύκλω του είναι τοις επιλαμβανομένοις οράν όπως το παράπαν μη άπτωνται των τοίχων του οίκου |
7And the breadth of the upper side was made according to the projection out of the wall, against the upper one round about the house, that it might be enlarged above, and that men might go up to the upper chambers from those below, and from the ground-sills to the third story. | και το εύρος της ανωτέρας των πλευρών κατά το πρόσθεμα εκ του τοίχου προς την ανωτέραν κύκλω του οίκου όπως διαπλατύνηται άνωθεν και εκ των κάτωθεν αναβαίνωσιν επί τα υπερώα και εκ των μέσων επί τα τριώροφα |
8And as for the height of the house round about, each space between the sides was equal to a reed of six cubits; | και τα θραέλ του οίκου ύψος κύκλω διάστημα των πλευρών ίσον τω καλάμω πηχών εξ διάστηματα |
9and the breadth of the wall of each side without was five cubits; and the spaces that were left between the sides of the house, | και εύρος του τοίχου της πλευράς έξωθεν πηχών πέντε και τα απόλοιπα αναμέσον των πλευρών του οίκου |
10and between the chambers, were a width of twenty cubits, the circumference of the house. | και αναμέσον των εξεδρών εύρος πηχών είκοσι το περιφερές τω οίκω κύκλω |
11And the doors of the chambers were toward the space left by the one door that looked northward, and there was one door southward; and the breadth of the remaining open space was five cubits in extent round about. | και αι θύραι των εξεδρών επί το απόλοιπον της θύρας της μιάς της προς βορράν και η θύρα η μία προς νότον και το εύρος του τόπου του απολοίπου πηχών πέντε πλάτος κυκλόθεν |
12And the partition wall in front of the remaining space, toward the west, was seventy cubits in breadth; the breadth of the partition wall was five cubits round about, and the length of it ninety cubits. | και το διορίζον κατά πρόσωπον του απολοίπου του προς θάλασσαν πηχών εβδομήκοντα πλάτος του τοίχου του διορίζοντος και πηχών πέντε το εύρος κυκλόθεν και μήκος αυτού πηχών εννενήκοντα |
13And he measured in front of the house a length of a hundred cubits, and the remaining spaces and the partitions; and the walls thereof were in length a hundred cubits. | και διεμέτρησε κατέναντι του οίκου μήκος πηχών εκατόν και τα απόλοιπα και τα διορίζοντα και οι τοίχοι μήκος πηχών εκατόν |
14And the breadth in front of the house, and the remaining spaces before it were a hundred cubits. | και το εύρος κατά πρόσωπον του ναού και τα απόλοιπα κατέναντι πηχών εκατόν |
15And he measured the length of the partition in front of the space left by the back parts of that house; and the spaces left on this side and on that side were in length a hundred cubits: and the temple and the corners and the outer porch were ceiled. | και διεμέτρησε το μήκος του διορίζοντος κατά πρόσωπον των απολοίπων των κατόπισθεν του οίκου εκείνου και τα απόλοιπα ένθεν πηχών εκατόν μήκος και ο ναός και αι γωνίαι και το αιλάμ το εξώτερον πεφατωνμένα |
16And the windows were latticed, giving light round about to the three stories, so as to look through: and the house and the parts adjoining were planked round about, and so was the floor, and from the floor up to the windows, and the window shutters folded back in three parts for one to look through. | και αι θυρίδες δικτυωταί υποφαύσεις κύκλω τοις τρισίν ώστε διακύπτειν και ο οίκος και τα πλησίον εξυλωμένα κύκλω και από το εδάφος έως των θυρίδων και αι θυρίδες αναπτυσσόμεναι τρισσώς εις διακύπτειν |
17And almost all the way to the inner, and close to the outer side, and upon all the wall round about within and without, | και έως του οίκου του εσωτέρου και του εξωτέρου και εφ΄ όλον τον τοίχον κύκλω τον έσωθεν και τον έξωθεν |
18were carved cherubs and palm-trees between the cherubs, and each cherub had two faces. | γεγλυμμένα χερουβείμ και φοίνικες αναμέσον χερούβ και χερούβ δύο πρόσωπα τω χερούβ |
19The face of a man was toward one palm-tree on this side and on that side, and the face of a lion toward another palm-tree on this side and on that side: the house was carved all round. | πρόσωπον ανθρώπου προς τον φοίνικα ένθεν και πρόσωπον λέοντος προς τον φοίνικα ένθεν διαγεγλυμμένος όλος ο οίκος κυκλόθεν |
20From the floor to the ceiling were cherubs and palm-trees carved. | εκ του εδάφους έως φατνώματος χερουβείμ και οι φοίνικες διαγεγλυμμένοι |
21And the holy place and the temple opened on four sides; in front of the holy places the appearance was as the look of | και το άγιον και ο ναός αναπτυσσόμενος τετράγωνα κατά πρόσωπον των αγίων όρασις ως όψις |
22a wooden altar, the height of it three cubits, and the length two cubits, and the breadth two cubits; and it had horns, and the base of it and the sides of it were of wood: and he said to me, This is the table, which is before the face of the Lord. | θυσιαστηρίου ξυλίνου πηχών τριών το ύψος αυτού και πηχών δύο το μήκος και το εύρος πηχών δύο και κέρατα είχε και η βάσις αυτού και οι τοίχοι αυτού ξύλινοι και είπε προς με αύτη η τράπεζα η προ προσώπου κυρίου |
23And the temple had two doors, and the sanctuary had two doors, with two turning leaves apiece; | και δύο θυρώματα τω ναώ και τω αγίω δύο θυρώματα τοις δυσί θυρώμασι τοις στροφωτοίς |
24two leaves to the one, and two leaves to the other door. | δύο θυρώματα τω ενί και δύο θυρώματα τη θύρα τη δευτέρα |
25And there was carved work upon them, and cherubs on the doors of the temple, and palm-trees according to the carving of the sanctuary; and there were stout planks in front of the porch without. | και γλυφή επ΄ αυτών και επί τα θυρώματα του ναού χερουβείμ και φοίνικες κατά την γλυφήν των αγίων και σπουδαία ξύλα κατά πρόσωπον του αιλάμ έξωθεν |
26And there were secret windows; and he measured from side to side, to the roofing of the porch; and the sides of the house were closely planked. | και θυρίδες κρυπταί και διεμέτρησεν ένθεν εις τα οροφώματα του αιλάμ και τα πλευρά του οίκου εζυγωμένα |
Chapter 42
[edit]1And he brought me into the inner court eastward, opposite the northern gate: and he brought me in, and behold five chambers near the vacant space, and near the northern partition, | και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εξωτέραν κατά ανατολάς κατέναντι της πύλης της προς βορράν και εισήγαγέ με και ιδού εξέδραι πέντε εχόμεναι του απολοίπου και εχόμεναι του διορίζοντος προς βορράν |
2a hundred cubits in length toward the north, and in breadth fifty, | πηχών εκατόν μήκος προς βορράν και το εύρος πηχεών πεντήκοντα |
3ornamented accordingly as the gates of the inner court, and arranged accordingly as the peristyles of the outer court, with triple porticos fronting one another. | διαγεγραμμέναι ον τρόπον αι πύλαι της αυλής της εσωτέρας και ον τρόπον αι περίστυλοι της αυλής της εξωτέρας εστοιχισμέναι αντιπρόσωποι στοαί τρισσαί |
4And in front of the chambers was a walk ten cubits in breadth, the length reaching to a hundred cubits; and their doors were northward. | και κατέναντι των εξεδρών περίπατος πηχών δέκα το πλάτος επί πήχεις εκατόν το μήκος εις την εσωτέραν οδόν πήχους ενός και τα θυρώματα αυτών προς βορράν |
5And the upper walks were in like manner: for the peristyle projected from it, even from the range of columns below, and there was a space between; so were there a peristyle and a space between, and so were there two porticos. | και οι περίπατοι οι υπερώων ωσαύτως ότι εξείχετο το περίστυλον εξ αυτού εκ του υποκάτωθεν περιστύλου και το διάστημα ούτως περίστυλον και διάστημα και ούτως |
6For they were triple, and they had not pillars like the pillars of the outer ones: therefore they projected from the lower ones and the middle ones from the ground. | διότι τριπλαί ήσαν και στύλους ουκ είχον καθώς οι στύλοι των εξεδρών διά τούτο εξείχον από των υποκάτωθεν και των εν μέσω από της γης |
7And there was light without, corresponding to the chambers of the outer court looking toward the front of the northern chambers; the length of them was fifty cubits. | και φλιά έξωθεν ον τρόπον αι εξέδραι της αυλής της έξωθεν αι βλέπουσαι απέναντι των εξεδρών των προς βορράν μήκος πηχών πεντήκοντα |
8For the length of the chambers looking toward the inner court was fifty cubits, and these are the ones that front the others; the whole was a hundred cubits. | ότι το μήκος των εξεδρών των βλεπουσών εις την αυλήν την εξωτέραν πηχών πεντήκοντα και αύται εισίν αι αντιπρόσωποι ταύταις το παν πηχών εκατόν |
9And there were doors of these chambers for an outlet toward the east, so that one should go through them out of the outer court, | και αι θύραι των εξεδρών τούτων της εισόδου της προς ανατολάς του εισπορεύεσθαι δι΄ αυτών εκ της αυλής της εξωτέρας |
10by the opening of the walk at the corner; and the south parts were toward the south, toward the remaining space, and toward the partition, and so were the chambers. | κατά το φως του εν αρχή του περιπάτου και προς νότον και τα πρόσωπον του νότον κατά πρόσωπον του απολοίπου και κατά πρόσωπον του διορίζοντος και αι εξέδραι |
11And the walk was in front of them, according to the measures of the chambers toward the north, both according to the length of them, and according to the breadth of them, and according to all their openings, an according to all their turnings, and according to their lights, and according to their doors. | και ο περίπατος κατά πρόσωπα αυτών κατά τα μέτρα των εξεδρών των προς βορράν και κατά το μήκος αυτών και κατά το εύρος αυτών και κατά πάσας τας εξόδους αυτών και κατά τα φώτα αυτών και κατά τα θυρώματα αυτών |
12So were the measures of the chambers toward the south, and according to the doors at the entrance of the walk, as it were the distance of a reed for light, and eastward as one went in by them. | των εξεδρών των προς νότον κατά τα θυρώματα απ΄ αρχής του περιπάτου επί φως διαστήματος καλάμου κατά ανατολάς του εισπορεύεσθαι αυτά |
13And he said to me, The chambers toward the north, and the chambers toward the south, in front of the void spaces, these are the chambers of the sanctuary, wherein the priests the sons of Sadduc, who draw night to the Lord, shall eat the most holy things: and there shall they lay the most holy things, and the meat-offering, and the sin-offerings, and the trespass-offerings; because the place is holy. | και είπε προς με αι εξέδραι αι προς βορράν και αι εξέδραι αι προς νότον ούσαι κατά πρόσωπον των διαστημάτων αύται εισίν αι εξέδραι του αγίου εν αις εσθίονται εκεί οι ιερείς οι εγγίζοντες προς κύριον τα άγια των αγίων και εκεί θήσουσι τα άγια των αγίων και την θυσίαν και τα περί αμαρτίας και τα περί αγνοίας διότι ο τόπος άγιος |
14None shall go in thither except the priests, and they shall not go forth of the holy place into the outer court, that they that draw nigh to me may be continually holy, and may not touch their garments in which they minister, with defilement, for they are holy; and they shall put on other garments whenever they come in contact with the people. | ουκ εισελεύσονται εκεί πάρεξ των ιερέων και ουκ εξελεύσονται εκ του αγίου εις την αυλήν την εξωτέραν όπως διαπαντός άγιοι ώσιν οι προσάγοντες και μη άπτωνται του στολισμού αυτών εν οις λειτουργούσιν εν αυτοίς διότι άγιά εστι και ενδύσονται ιμάτια έτερα όταν άπτωνται του λαού |
15So the measurement of the house within was accomplished: and he brought me forth by the way of the gate that looks eastward, and measured the plan of the house round about in order. | και συνετελέσθη η διαμέτρησις του οίκου έσωθεν και εξήγαγέ με κατά την οδόν της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς και διεμέτρησε το υπόδειγμα του οίκου κυκλόθεν εν διατάξει |
16And he stood behind the gate looking eastward, and measured five hundred cubits with the measuring reed. | και έστη κατά νώτου της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς και διεμέτρησε πεντακοσίους εν τω καλάμω του μέτρου |
17And he turned to the north and measured in front of the north side five hundred cubits with the measuring reed. | και επέστρεψε προς βορράν και διεμέτρησε κατά πρόσωπον του βορρά πήχεις πεντακοσίους εν τω καλάμω του μέτρου |
18And he turned to the west, and measured in front of the west side, five hundred cubits with the measuring reed. | και επέστρεψε προς θάλασσαν και διεμέτρησε κατά πρόσωπον θαλάσσης πήχεις πεντακοσίους εν τω καλάμω του μέτρου |
19And he turned to the south, and measured in front of the south side, five hundred cubits by the measuring reed. | και επέστρεψε προς νότον και διεμέτρησε το κατά πρόσωπον του νότου πεντακοσίους εν τω καλάμω του μέτρου |
20The four sides he measured by the same reed, and he marked out the house and the circumference of the parts round about, a space of five hundred cubits eastward, and a breadth of five hundred cubits, to make a division between the sanctuary and the outer wall, that belonged to the design of the house. | τα τέσσαρα μέρη αυτού και διέταξεν περίβολον αυτών κύκλω πεντακοσίων προς ανατολάς και πεντακοσίων πηχών εύρος του διαστέλλειν αναμέσον των αγίων και αναμέσον του προτειχίσματος εν διατάξει του οίκου |
Chapter 43
[edit]1Moreover he brought me to the gate looking eastward, and led me forth. | και ήγαγέ με επί την πύλην την προς ανατολάς και εξήγαγέ με |
2And, behold, the glory of the God of Israel came by the eastern way; and there was a voice of an army, as the sound of many redoubling their shouts, and the earth shone like light from the glory round about. | και ιδού δόξα θεού Ισραήλ ήρχετο κατά την οδόν την προς ανατολάς και φωνή της παρεμβολής ως φωνή διπλασιαζόντων πολλών και η γη εξέλαμπεν ως φέγγος εν τη δόξη κυκλόθεν |
3And the vision which I saw was like the vision which I saw when I went in to anoint the city: and the vision of the chariot which I saw was like the vision which I saw at the river Chobar; and I fell upon my face. | και η όρασις ην ίδον κατά την όρασιν ην ίδον ότε εισεπορευόμην του χρίσαι την πόλιν και η όρασις του άρματος ου ίδον κατά την όρασιν ην ίδον επί του ποταμού του Χοβάρ και έπεσα επί προσώπον μου |
4And the glory of the Lord came into the house, by the way of the gate looking eastward. | και η δόξα κυρίου εισήλθεν εις τον οίκον κατά την οδόν της πύλης της βλεπούσης κατά ανατολάς |
5And the Spirit took me up, and brought me into the inner court; and, behold, the house of the Lord was full of glory. | και ανέλαβέ με πνεύμα και εισήγαγέ με εις την αυλήν την εσωτέραν και ιδού πλήρης δόξης κυρίου ο οίκος |
6And I stood, and behold there was a voice out of the house of one speaking to me, and a man stood near me, | και έστην και ιδού φωνή εκ του οίκου λαλούντος προς με και ο ανήρ ειστήκει εχόμενός μου |
7and he said to me, Son of man, thou hast seen the place of my throne, and the place of the soles of my feet, in which my name shall dwell in the midst of the house of Israel for ever; and the house of Israel shall no more profane my holy name, they and their princes, by their fornication, or by the murders of their princes in the midst of them; | και είπε προς με εώρακας συ υιέ ανθρώπου τον τόπον του θρόνου και τον τόπον του ίχνους των ποδών μου εν οις κατασκηνώσει το όνομά μου εν μέσω του οίκου Ισραήλ εις τον αιώνα και ου βεβηλώσουσιν ουκέτι οίκος Ισραήλ το όνομά το άγιον μου αυτοί και οι ηγούμενοι αυτών εν τη πορνεία και εν τοις φονοίς των ηγουμένων αυτών εν μέσω αυτών |
8when they set my door-way by their door-way, and my thresholds near to their thresholds: and they made my wall as it were joining myself and them, and they profaned my holy name with their iniquities which they wrought: and I destroyed them in my wrath and with slaughter. | εν τω τιθέναι αυτούς το πρόθυρόν μου εν τοις προθύροις και τας φλιάς μου εχομένας των φλιών αυτών και έδωκαν τοίχον μου ως συνεχόμενον εμού και αυτών και εβεβήλωσαν το όνομα το άγιον μου εν ταις ανομίαις αυτών αις εποίουν και εξέτριψα αυτούς εν θυμώ μου και εν φόνω |
9And now let them put away from me their fornication, and the murders of their princes, and I will dwell in the midst of them forever. | και νυν απωσάσθωσαν την πορνείαν αυτών και τους φόνους των ηγουμένων αυτών απ΄ εμού και κατασκηνώσω εν μέσω αυτών εις τον αιώνα |
10And thou, son of man, shew the house to the house of Israel, that they may cease from their sins; and shew its aspect and the arrangement of it. | και συ υιέ ανθρώπου δείξον τω οίκω Ισραήλ τον οίκον και κοπάσουσιν από των αμαρτιών αυτών και την όρασιν αυτού και την διάταξιν αυτού |
11And they shall bear their punishment for all the things that they have done: and thou shalt describe the house, and its entrances, and the plan thereof, and all its ordinances, and thou shalt make known to them all the regulations of it, and describe them before them: and they shall keep all my commandments, and all my ordinances, and do them. | και αυτοί λήψονται την κόλασιν αυτών περί πάντων ων εποίησαν και διαγράψεις τον οίκον και την ετοιμασίαν αυτού και τας εξόδους αυτού και εισόδους αυτού και την υπόστασιν αυτού και πάντα τα προστάγματα αυτού και πάντα τα νόμιμα αυτού και πάντας τους νόμους αυτού γνωριείς αυτοίς και διαγράψεις εναντίον αυτών και φυλαξόνται πάντα τα δικαιώματά μου και πάντα τα προστάγματά μου και ποιήσουσιν αυτά |
12And thou shalt shew the plan of the house on the top of the mountain: all its limits round about shall be most holy. | και διαγραφήν του οίκου επί της κορυφής του όρους πάντα τα όρια αυτού κυκλόθεν άγια αγίων ούτός εστιν ο νόμος του οίκου |
13And these are the measures of the altar by the cubit of a cubit and a span, the cavity shall be a cubit deep, and a cubit shall be the breadth, and the border on the rim of it round about shall be a span: and this shall be the height of the altar | και ταύτα τα μέτρα του θυσιαστηρίου εν πήχει του πήχεως και παλαιστής το κόλπωμα βάθους πήχυν και πήχυς το εύρος και γείσος επί το χείλος κυκλόθεν σπιθαμής και τούτο το ύψος του θυσιαστηρίου |
14from the bottom at the commencement of the hollow part to this great mercy-seat, from beneath was two cubits, and the breadth was a cubit; and from the little mercy-seat to the great mercy-seat, four cubits, and the breadth was a cubit. | εκ βάθους της αρχής του κοιλώματος αυτού προς το ιλαστήριον το υποκάτωθεν πηχών δύο και το εύρος πήχεως και από του ιλαστηρίου του μικρού επί το ιλαστήριον μέγα πήχεις τέσσαρες και εύρος πήχυς |
15And the altar shall be four cubits; and from the altar and above the horns a cubit. | και το αριήλ πηχεών τέσσαρα και από του αριήλ και υπεράνω των κεράτων πήχυς |
16And the altar shall be of the length of twelve cubits, by twelve cubits in breadth, square upon its four sides. | και το αριήλ πηχεών δώδεκα μηκους επί πήχεις δώδεκα τετράγωνον επί τα τέσσαρα μέρη αυτού |
17And the mercy-seat shall be fourteen cubits in length, by fourteen cubits in breadth on its four sides; and there shall be a border to it carried round about it of half a cubit; and the rim of it shall be a cubit round about; and the steps thereof looking eastward. | και το ιλαστήριον πηχών δεκατεσσάρων το μήκος επί πήχεις δεκατέσσαρας το εύρος επί τέσσαρα μέρη αυτού και το γείσος αυτού κυκλούμενον αυτώ κυκλόθεν ήμισυ πήχεως και το κύκλωμα αυτού πήχυς κυκλόθεν και οι κλημακτήρες αυτού βλέποντες κατά ανατολάς |
18And he said to me, Son of man, thus saith the Lord God of Israel; These are the ordinances of the altar in the day of its being made, to offer upon it whole-burnt-offerings, and to pour blood upon it. | και είπε προς με υιέ ανθρώπου τάδε λέγει κύριος ο θεός ταύτα τα προστάγματα του θυσιαστηρίου εν τη ημέρα ποιήσεως αυτού του αναφέρειν επ΄ αυτό ολοκαυτώματα και προσχέειν προς αυτό αίμα |
19And thou shalt appoint to the priests the Levites of the seed of Sadduc, that draw nigh to me, saith the Lord God, to minister to me, a calf of the herd for a sin-offering. | και δώσεις τοις ιερεύσι τοις Λευίταις τοις εκ του σπέρματος Σαδδούκ τοις εγγίζουσι προς με λέγει κύριος ο θεός του λειτουργείν μοι μόσχον εκ βοών περί αμαρτίας |
20And they shall take of its blood, and shall put it on the four horns of the altar, and upon the four corners of the propitiatory, and upon the base round about, and they shall make atonement for it. | και λήψονται εκ του αίματος αυτού και θήσουσιν επί τέσσαρα κέρατα του θυσιαστηρίου και επί τας τέσσαρας γωνίας του ιλαστηρίου και επί την βάσιν κύκλω και καθαρίσουσι και εξιλάσονται αυτό |
21And they shall take the calf of the sin-offering, and it shall be consumed by fire in the separate place of the house, outside the sanctuary. | και λήψονται τον μόσχον τον περί αμαρτίας και κατακαυθήσεται εν τω αποκεχωρισμένω του οίκου έξωθεν των αγίων |
22And on the second day they shall take two kids of the goats without blemish for a sin-offering; and they shall make atonement for the altar, as they made atonement with the calf. | και τη ημέρα τη δευτέρα λήψη έριφον εξ αιγών αμώμους υπέρ αμαρτίας και εξιλάσονται το θυσιαστήριον καθότι εξιλάσαντο εν τω μόσχω |
23And after they have finished the atonement, they shall bring an unblemished calf of the herd, and an unblemished ram of the flock. | και μετά το συντελέσαι τον εξιλασμόν προσοίσουσι μόσχον εκ βοών άμωμον και κριόν εκ των προβάτων άμωμον |
24And ye shall offer them before the Lord, and the priests shall sprinkle salt upon them, and shall offer them up as whole-burnt-offerings to the Lord. | και προσοίσετε εναντίον κυρίου και επιρρίψουσιν οι ιερείς επ΄ αυτά άλα και ανοίσουσιν αυτά ολοκαυτώματα τω κυρίω |
25Seven days shalt thou offer a kid daily for a sin-offering, and a calf of the herd, and a ram out of the flock: they shall sacrifice them unblemished for seven days: | επτά ημέρας ποιήσεις έριφον υπέρ αμαρτίας καθ΄ ημέραν και μόσχον εκ βοών και κριόν εκ προβάτων άμωμα ποιήσουσιν |
26and they shall make atonement for the altar, and shall purge it; and they shall consecrate themselves. | επτά ημέρας και εξιλάσονται το θυσιαστήριον και καθαριούσιν αυτό και πλήσουσι τας χείρας |
27And it shall come to pass from the eighth day and onward, that the priests shall offer your whole-burnt-offerings on the altar, and your peace-offerings; and I will accept you, saith the Lord. | και συντελέσουσι τας ημέρας και έσται από της ημέρας της ογδόης και επέκεινα και ποιήσουσιν οι ιερείς επί το θυσιαστήριον τα ολοκαυτώματα υμών και τα του σωτηρίου υμών και προσδέξομαι υμάς λέγει κύριος ο θεός |
Chapter 44
[edit]1Then he brought me back by the way of the outer gate of the sanctuary that looks eastward; and it was shut. | και επέστρεψέ με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς και αύτη ην κεκλεισμένη |
2And the Lord said to me, This gate shall be shut, it shall not be opened, and no one shall pass through it; for the Lord God of Israel shall enter by it, and it shall be shut. | και είπε κύριος προς με η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς διέλθη δι΄ αυτής ότι κύριος ο θεός Ισραήλ διελεύσεται δι΄ αυτής και έσται κεκλεισμένη |
3For the prince, he shall sit in it, to eat bread before the Lord; he shall go in by the way of the porch of the gate, and shall go forth by the way of the same. | διότι ο ηγούμενος ούτος καθήσεται εν αυτή του φαγείν άρτον ενώπιον του κυρίου κατά την οδόν αιλάμ της πύλης εισελεύσεται και κατά την οδόν αυτού εξελεύσεται |
4And he brought me in by the way of the gate that looks northward, in front of the house: and I looked, and, behold, the house was full of the glory of the Lord: and I fell upon my face. | και εισήγαγέ με κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν κατέναντι του οίκου και ίδον και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος του κυρίου και πίπτω επί πρόσωπόν μου |
5And the Lord said to me, Son of man, attend with thine heart, and see with thine eyes, and hear with thine ears all that I say to thee, according to all the ordinances of the house of the Lord, and all the regulations thereof; and thou shalt attend well to the entrance of the house, according to all its outlets, in all the holy things. | και είπε κύριος προς με υιέ ανθρώπου τάξαι επί την καρδίαν σου και ίδε τοις οφθαλμοίς σου και τοις ωσί σου άκουε πάντα όσα εγώ προς σε λαλώ κατά πάντα τα προστάγματα του οίκου κυρίου και πάντα τα νόμιμα αυτού και τάξεις την καρδίαν σου εις την εισοδον του οίκου κατά πάσας τας εξόδους αυτού εν πάσι τοις αγίοις |
6And thou shalt say to the provoking house, even to the house of Israel, Thus saith the Lord God; Let it suffice you to have committed all your iniquities, O house of Israel! | και ερείς προς τον παραπικραίνοντα προς τον οίκον Ισραήλ τάδε λέγει κύριος κύριος ικανούσθω υμίν από πασών ανομιών οίκος Ισραήλ |
7that ye have brought in aliens, uncircumcised in heart, and uncircumcised in flesh, to be in my sanctuary, and to profane it, when ye offered bread, flesh, and blood; and ye transgressed my covenant by all your iniquities; | του εισαγαγείν υμάς υιούς αλλογενείς απεριτμήτους καρδία και απεριτμήτους σαρκί του γίνεσθαι εν τοις αγίος μου και βεβηλούν αυτά εν τω προσφέρειν υμάς άρτους μου και στέαρ και αίμα και παρεβαίνετε την διαθήκην μου εν πάσαις ταις ανομίαις υμών |
8and ye appointed others to keep the charges in my sanctuary. | και ουκ εφυλάξατε τα προστάγματα του αγιάσματός μου και διετάξατε του φυλάσσειν φυλακάς εν τοις άγιοις μου υμίν |
9Therefore thus saith the Lord God; No alien, uncircumcised in heart or uncircumcised in flesh, shall enter into my sanctuary, of all the children of strangers that are in the midst of the house of Israel. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος ο θεός πας υιός αλλογενής απερίτμητος καρδία και απερίτμητος σαρκί ουκ εισελεύσεται εις τα άγιά μου από πάντων αλλογενών εν μέσω οίκου Ισραήλ |
10But as for the Levites who departed far from me when Israel went astray from me after their imaginations, they shall even bear their iniquity. | αλλ΄ οι Λευίται οίτινες αφείηλαντο απ΄ εμού εν τω πλανάσθαι τον Ισραήλ απ΄ εμού κατόπισθεν των ενθυμημάτων αυτών και λήψονται αδικίαν αυτών |
11yet they shall minister in my sanctuary, being porters at the gates of the house, and serving the house: they shall slay the victims and the whole-burnt-offerings for the people, and they shall stand before the people to minister to them. | και έσονται εν τοις αγίοις μου λειτουργούντες θυρωροί επί των πυλών του οίκου και λειτουργούντες εν τω οίκω ούτοι σφάξουσι τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας τω λαώ και ούτοι στήσονται εναντίον του λαού του λειτουργείν αυτοίς |
12Because they ministered to them before their idols, and it became to the house of Israel a punishment of iniquity; therefore have I lifted up my hand against them, saith the Lord God. | ανθ΄ ελειτούργουν αυτοίς προ προσώπου των ειδώλων αυτών και εγένετο τω οίκω Ισραήλ εις κόλασιν αδικίας ένεκα τούτου ήρα την χείρά μου επ΄ αυτούς λέγει κύριος κύριος |
13And they shall not draw nigh to me to minister to me in the priests' office, nor to approach the holy things of the children of Israel, nor to approach my holy of holies: but they shall bear their reproach for the error wherein they erred. | και λήψονται την ανομίαν αυτών και ουκ εγγιούσι προς με του ιερατεύειν μοι ουδέ του προσάγειν προς πάντα τα άγια των αγίων και λήψονται ατιμίαν αυτών εν τη πλανήσει η επλανήθησαν |
14They shall bring them to keep the charges of the house, for all the service of it, and for all that they shall do. | και τάξω αυτούς φυλάσσειν φυλακάς του οίκου εις πάντα τα έργα αυτού και εις πάντα όσα αν ποιήσωσιν |
15The priests the Levites, the sons of Sadduc, who kept the charges of my sanctuary when the house of Israel went astray from me, these shall draw night to me to minister to me, and shall stand before my face, to offer sacrifice to me, the fat and the blood, saith the Lord God. | οι ιερείς οι Λευίται οι υιοί του Σαδδούκ οι εφύλαξαν φυλακάς των αγίων μου εν τω πλανάσθαι τον οίκον Ισραήλ απ΄ εμού ούτοι προσάξουσι προς με του λειτουργείν μοι και στήσονται προ προσώπου μου του προσφέρειν μοι στέαρ και αίμα λέγει κύριος κύριος |
16These shall enter into my sanctuary, and these shall approach my table, to minister to me, and they shall keep my charges. | ούτοι εισελεύσονται εις τα άγιά μου και ούτοι προσελεύσονται προς την τράπεζάν μου του λειτουργείν μοι και φυλάξουσι τας φυλακάς μου |
17And it shall come to pass when they enter the gates of the inner court, that they shall put on linen robes; and they shall not put on woollen garments when they minister at the gate of the inner court. | και έσονται εν τω εισπορεύεσθαι αυτούς εις τας πύλας της αυλής της εσωτέρας στολάς λινάς ενδύσονται και ουκ ενδύσονται έρια εν τω λειτουργείν αυτούς από της πύλης της εσωτέρας αυλής |
18And they shall have linen mitres upon their heads, and shall have linen drawers upon their loins; and they shall not tightly gird themselves. | και κιδάρεις λινάς έξουσιν επί των κεφαλών αυτών και περισκέλη λινά έξουσιν επί τας οσφύας αυτών και ου περιζώσονται βία |
19And when they go out into the outer court to the people, they shall put off their robes, in which they minister; and they shall lay them up in the chambers of the sanctuary, and shall put on other robes, and they shall not sanctify the people with their robes. | και εν τω εκπορεύεσθαι αυτούς εις την αυλήν την εξωτέραν προς τον λαόν εκδύσονται τας στολάς αυτών εν αις λειτουργούσιν εν αυταίς και θήσουσιν αυτάς εν ταις εξέδραις των αγίων και ενδύσονται στολάς ετέρας και ου αγιάσωσι τον λαόν εν ταις στολαίς αυτών |
20And they shall not shave their heads, nor shall they pluck off their hair; they shall carefully cover their heads. | και τας κεφαλάς αυτών ου ξυρήσονται και τας κόμας αυτών ου ψιλώσουσι καλύπτοντες καλύψουσι τας κεφαλάς αυτών |
21And no priest shall drink any wine, when they go into the inner court. | και οίνον ου πίωσι πας ιερεύς εν τω εισπορεύεσθαι αυτούς εις την αυλήν την εσωτέραν |
22Neither shall they take to themselves to wife a widow, or one that is put away, but a virgin of the seed of Israel: but if there should happen to be a priest's widow, they shall take her. | και χήραν και εκβεβλημένην ου λήψονται εαυτοίς εις γυναίκα αλλ΄ παρθένον εκ του σπέρματος οίκου Ισραήλ και εάν γένηται χήρα εξ ιερέως λήψονται |
23And they shall teach my people to distinguish between holy and profane, and they shall make known to them the difference between unclean and clean. | και τον λαόν μου διδάξουσιν αναμέσον αγίου και βεβήλου και αναμέσον ακαθάρτου και καθαρού γνωριούσιν αυτοίς |
24And these shall attend at a judgment of blood to decide it: they shall rightly observe my ordinances, and judge my judgments, and keep my statutes and my commandments in all my feasts; and they shall hallow my sabbaths. | και επί κρίσιν αίματος ούτοι επιστήσονται του διακρίνειν τα δικαιώματά μου δικαιώσουσι και τα κρίματά μου κρινούσι και τα νόμιμά μου και τα προστάγματά μου εν πάσαις ταις εορταίς μου φυλάξονται και τα σάββατά μου αγιάσουσι |
25And they shall not go in to the dead body of a man to defile themselves: only a priest may defile himself for a father, or for a mother, or for a son, or for a daughter, or for a brother, or for his sister, who has not been married. | και επί ψυχήν ανθρώπου ουκ εισελεύσονται του μιανθήναι αλλ΄ επί πατρί και επί μητρί και επί υιώ και επί θυγατρί και επ΄ αδελφώ και επ΄ αδελφή αυτού η ου γέγονεν ανδρί μιανθήσεται |
26And after he has been cleansed, let him number to himself seven days. | και μετά το καθαρισθήναι αυτόν επτά ημέρας εξαριθμήση αυτώ |
27And on whatsoever day they shall enter into the inner court to minister in the holy place, they shall bring a propitiation, saith the Lord God. | και η αν ημέρα εισπορεύωνται εις την αυλήν την εσωτέραν του λειτουργείν εν τω αγίω προσοίσει ιλασμόν λέγει κύριος ο θεός |
28And it shall be to them for an inheritance: I am their inheritance: and no possession shall be given them among the children of Israel; for I am their possession. | και έσται αυτοίς εις κληρονομίαν εγώ κληρονομία αυτοίς και κατάσχεσις ου δοθήσεται αυτοίς εν τοις υιοίς Ισραήλ εγώ κατάσχεσις αυτών |
29And these shall eat the meat-offerings, and the sin-offerings, and the trespass-offerings; and every special offering in Israel shall be theirs. | και τας θυσίας και τα υπέρ αμαρτίας και τα υπέρ αγνοίας ούτοι φάγονται και παν αφόρισμα εν τω Ισραήλ αυτοίς έσται |
30And the first-fruits of all things, and the first-born of all animals and all offerings, of all your first-fruits there shall be a share for the priests; and ye shall give your earliest produce to the priest, to bring your blessings upon your houses. | και αι απαρχαί πάντων και τα πρωτότοκα πάντων και τα αφαιρέματα πάντα εκ πάντων των απαρχών υμών τοις ιερεύσιν έσται και τα πρωτογεννήματα υμών δώσετε τω ιερεί του θείναι ευλογίας επί τους οίκους υμών |
31And the priests shall eat no bird or beast that dies of itself, or is taken of wild beasts. | και παν θνησιμαίον και θηριάλωτον εκ των πετεινών και εκ των κτηνών ου φάγονται οι ιερείς |
Chapter 45
[edit]1And when ye measure the land for inheritance, ye shall set apart first-fruits to the Lord, a holy space of the land, in length twenty and five thousand reeds, and in breadth twenty thousand; it shall be holy in all the borders thereof round about. | και εν τω καταμετρείσθαι υμάς την γην εν κληρονομία αφοριείτε απαρχήν τω κυρίω άγιον από της γης πέντε και είκοσι χιλιάδας μήκος και το εύρος δέκα χιλιάδας άγιον έσται εν πάσι τοις ορίοις αυτού κυκλόθεν |
2And there shall be a sanctuary out of this, five hundred reeds in length by five hundred in breadth, a square round about; and there shall be a vacant space beyond this of fifty cubits round about. | και έσται εκ τούτου αγίασμα πεντακόσιοι επί πεντακοσίους τετράγωνον κυκλόθεν και πεντήκοντα πήχεις διάστημα αυτών κυκλόθεν |
3And out of this measurement shalt thou measure the length five and twenty thousand, and the breadth twenty thousand: and in it shall be the holy of holies. | και εκ ταύτης της διαμετρήσεως διαμετρήσεις μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδας και το εύρος δέκα χιλιάδας και εν αυτή έσται το αγίασμα το άγιον των αγίων |
4Of the land shall be a portion for the priests that minister in the holy place, and it shall be for them that draw nigh to minister to the Lord: and it shall be to them a place for houses set apart for their sacred office; | ηγιασμένον από της γης έσται τοις ιερεύσι τοις λειτουργούσιν εν τω αγίω και έσται τοις εγγίζουσι λειτουργείν τω κυρίω και έσται αυτοίς τόπος εις οίκους αφωρισμένους τω αγιασμώ αυτών |
5the length shall be twenty-five thousand, and the breadth twenty thousand: and the Levites that attend the house, they shall have cities to dwell in for a possession. | είκοσι και πέντε χιλιάδας μήκος και εύρος είκοσι χιλιάδες έσται τοις Λευίταις τοις λειτουργούσι τω οίκω αυτοίς εις κατάσχεσιν πόλεις του κατοικείν |
6And ye shall appoint for the possession of the city five thousand in breadth, and in length twenty-five thousand: after the manner of the first-fruits of the holy portion, they shall be for all the house of Israel. | και την κατάσχεσιν της πόλεως δώσεις πέντε χιλιάδας το εύρος και το μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδας ον τρόπον η απαρχή των αγίων παντί οίκω Ισραήλ έσται |
7And the prince shall have a portion out of this, and out of this there shall be a portion for the first-fruits of the sanctuary, and for the possession of the city, in front of the first-fruits of the sanctuary, and in front of the possession of the city westward, and from the western parts eastward: and the length shall be equal to one of the parts of the western borders, and the length shall be to the eastern borders of the land. | και τω ηγουμένω εκ τούτου και από τούτου εις τας απαρχάς των αγίων εις κατάσχεσιν της πόλεως κατά πρόσωπον των απαρχών των αγίων και κατά πρόσωπον της κατασχέσεως της πόλεως τα προς θάλασσαν και από των προς θάλασσαν προς ανατολάς και το μήκος ως μία των μερίδων από των ορίων των προς θάλασσαν επί τα όρια τα προς ανατολάς της γης |
8And he shall have it for a possession in Israel: and the princes of Israel shall no more oppress my people; but the house of Israel shall inherit the land according to their tribes. | και έσται αυτώ εις κατάσχεσιν εν τω Ισραήλ και ου καταδυναστεύσουσιν ουκέτι οι αφηγούμενοι τον λαόν μου και την γην κατακληρονομήσουσιν οίκος Ισραήλ κατά φυλάς αυτών |
9Thus saith the Lord God; Let it suffice you, ye princes of Israel: remove injustice and misery, execute judgment and justice; take away oppression from my people, saith the Lord God. | τάδε λέγει κύριος ο θεός ικανούσθω υμίν οι αφηγούμενοι του Ισραήλ αδικίαν και ταλαιπωρίαν αφέλεσθε και κρίμα και δικαιοσύνην ποιείτε εξάρατε τας καταδυναστείας από του λαού μου λέγει κύριος ο θεός |
10Ye shall have a just balance, and a just measure, and a just choenix for measure. | ζυγόν δίκαιον και μέτρον δίκαιον και χοίνιξ δίκαια έσται υμίν του μέτρου |
11And in like manner there shall be one choenix as a measure of capacity; the tenth of the gomor shall be the choenix, and the tenth of the gomor shall be in fair proportion to the gomor. | και η χοίνιξ ομοίως μία έσται του λαβείν το δέκατον του γόμορ χοίνιξ και δέκατον του γόμορ οίφί το γόμορ έστω ίσον |
12And the weights shall be twenty oboli, your pound shall be five shekels, fifteen shekels and fifty shekels. | και το στάθμιον είκοσι οβολοί πέντε σίκλοι είκοσι πέντε σίκλοι και πέντε και δέκα σίκλοι η μνα έσται υμίν |
13And these are the first-fruits which ye shall offer; a sixth part of a gomor of wheat, and the sixth part of it shall consist of an ephah of a core of barley. | και αύτη εστίν η απαρχή ην αφοριείτε το έκτον μέρος του μέτρου από του γόμορ των πυρών και το έκτον μέρος του οίφι από του κόρου των κριθών |
14And ye shall give as the appointed measure of oil one bath of oil out of ten baths; for ten baths are a gomor. | και το πρόσταγμα του ελαίου κοτύλην ελαίου από δέκα κοτυλών ότι αι δέκα κοτύλαι εισί γόμορ |
15And one sheep from the flock out of ten, as an oblation from all the tribes of Israel, for sacrifices, and for whole-burnt-offerings, and for peace-offerings, to make atonement for you, saith the Lord God. | και πρόβατον από των διακοσίων προβάτων αφαίρεμα εκ πασών των πατριών Ισραήλ εις θυσαίς και ολοκαυτώματα και εις σωτηρίου του εξιλασκεσθαι περί υμών λέγει κύριος θεός |
16And all the people shall give these first-fruits to the prince of Israel. | και πας ο λαός δώσει την απαρχήν ταύτην τω αφηγουμένω του Ισραήλ |
17And through the prince shall be offered the whole-burnt-offerings and the meat-offerings, and the drink-offerings in the feasts, and at the new moons, and on the sabbaths; and in all the feasts of the house of Israel: he shall offer the sin-offerings, and the meat-offering, and the whole-burnt-offerings, and the peace-offerings, to make atonement for the house of Israel. | και διά του αφηγουμένου έσται τα ολοκαυτώματα και αι θυσίαι και αι σπονδαί εν ταις εορταίς και εν ταις νουμηνίαις και εν τοις σάββασι και εν πάσαις ταις εορταίς οίκου Ισραήλ αυτός ποιήσει τα περί αμαρτίας και την θυσίαν και τα ολοκαυτώματα και τα του σωτηρίου του εξιλάσκεσθαι περί του οίκου Ισραήλ |
18Thus saith the Lord God; In the first month, on the first day of the month, ye shall take a calf without blemish out of the herd, to make atonement for the holy place. | τάδε λέγει κύριος ο θεός εν τω πρώτω μηνί μία του μηνός λήψεσθε μόσχον εκ βοών άμωμον του εξιλάσασθαι το άγιον |
19And the priest shall take of the blood of the atonement, and put it on the thresholds of the house, and upon the four corners of the temple, and upon the altar, and upon the thresholds of the gate of the inner court. | και λήψεται ο ιερεύς από του αίματος και δώσει επί τας φλιάς του οίκου και επί τας τέσσαρας γνωίας του ιερού και επί το θυσιαστήριον και επί τας φλιάς της πύλης της αυλής της εσωτέρας |
20And thus shalt thou do in the seventh month; on the first day of the month thou shalt take a rate from each one; and ye shall make atonement for the house. | και ούτως ποιήσεις εν τω μηνί τω εβδόμω μία του μηνός παρ΄ εκάστου ασυνέτου και νηπίου και εξιλάσεσθε τον οίκον |
21And in the first month, on the fourteenth day of the month, ye shall have the feast of the passover; seven days shall ye eat unleavened bread. | και εν τω πρώτω μηνί τεσσαρεσκαιδεκάτη του μηνός έσται υμίν το πάσχα εορτή επτά ημέρας άζυμα έδεσθε |
22And the prince shall offer in that day a calf for a sin-offering for himself, and the house, and for all the people of the land. | και ποιήσει ο αφηγούμενος εν εκείνη τη ημέρα υπέρ αυτού και υπέρ παντός του λαού της γης μόσχον υπέρ αμαρτίας |
23And for the seven days of the feast he shall offer as whole-burnt-offerings to the Lord seven calves and seven rams without blemish daily for the seven days; and a kid of the goats daily for a sin-offering, and a meat-offering. | και επτά ημέρας της εορτής ποιήσει ολοκαυτώματα τω κυρίω επτά μόσχους και επτά κριούς αμώμους καθ΄ ημέραν επτά ημέρας και περί αμαρτίας έριφον αιγών καθ΄ ημέραν και θυσίαν |
24And thou shalt prepare a cake for the calf, and cakes for the ram, and a hin of oil for the cake. | και πέμμα τω μόσχω και πέμμα τω κριώ ποιήσει και ελαίου το ιν τω πέμματι |
25And in the seventh month, on the fifteenth day of the month, thou shalt sacrifice in the feast in the same way seven days, as they sacrificed the sin-offerings, and the whole-burnt-offerings, and the freewill-offering, and the oil. | και εν τω εβδόμω μηνί πεντεκαιδεκάτη του μηνός εν τη εορτή ποιήσει κατά τα αυτά επτά ημέρας και καθώς τα υπέρ της αμαρτίας και καθώς τα ολοκαυτώματα και καθώς το μαναα και καθώς το έλαιον |
Chapter 46
[edit]1Thus saith the Lord God; The gate that is in the inner court, that looks eastward, shall be shut the six working days; but let it be opened on the sabbath-day, and it shall be opened on the day of the new moon. | τάδε λέγει κύριος ο θεός η πύλη εν τη αυλή τη εσωτέρα η βλεπουσα προς ανατολάς έσται κεκλεισμένη εξ ημέρας τας ενεργούς εν δε τη ημέρα των σαββάτων ανοιχθήσεται και εν τη ημέρα της νουμηνίας ανοιχθήσεται |
2And the prince shall enter by the way of the porch of the inner gate, and shall stand at the entrance of the gate, and the priests shall prepare his whole-burnt-offerings and his peace-offerings, and he shall worship at the entrance of the gate: then shall he come forth; but the gate shall not be shut till evening. | και εισελεύσεται ο αφηγούμενος κατά την οδόν του αιλάμ της πύλης έξωθεν και στήσεται επί τα πρόθυρα της πύλης και ποιήσουσιν οι ιερείς τα ολοκαυτωματα αυτού και τα του σωτηρίου αυτού και προσκυνήσει επί του προθύρου της πύλης και εξελεύσεται και η πύλη ου κλεισθή έως εσπέρας |
3And the people of the land shall worship at the entrance of that gate, both on the sabbaths and at the new moons, before the Lord. | και προσκυνήσει ο λαός της γης κατά τα πρόθυρα της πύλης εκείνης εν τοις σαββάτοις και εν ταις νουμηνίαις εναντίον κυρίου |
4And the prince shall offer whole-burnt-offerings to the Lord on the sabbath-day, six lambs without blemish, and a ram without blemish; | και τα ολοκαυτώματα προσοίσει ο αφηγούμενος τω κυρίου εν τη ημέρα των σαββάτων εξ αμνούς αμώμους και κριόν άμωμον |
5and a freewill-offering, a meat-offering for the ram, and a meat-offering for the lambs, the gift of his hand, and a hin of oil for the meat-offering. | και μαναά πέμμα τω κριώ και τοις αμνοίς θυσίαν δόμα χειρός αυτού και ελαίου το ιν τω πέμματι |
6And on the day of the new moon a calf without blemish, and six lambs, and there shall be a ram without blemish; | και εν τη ημέρα της νουμηνίας μόσχον άμωμον και εξ αμνούς και κριόν άμωμον έσονται |
7and a meat-offering for the ram, and there shall be a meat-offering for the calf as a freewill-offering, and for the lambs, according as his hand can furnish, and there shall be a hin of oil for the cake. | και πέμμα τω κριώ και πέμμα τω μόσχω έσται μαναά και τοις αμνοίς καθώς αν εκποιή η χειρ αυτού και ελαίου το ιν τω πέμματι |
8And when the prince goes in, he shall go in by the way of the porch of the gate, and he shall go forth by the way of the gate. | και εν τω εισπορεύεσθαι τον αφηγούμενον κατά την οδόν του αιλάμ της πύλης εισελεύσεται και κατά την οδόν αυτής εξελεύσεται |
9And whenever the people of the land shall go in before the Lord at the feasts, he that goes in by the way of the north gate to worship shall go forth by the way of the south gate; and he that goes in by the way of the south gate shall go forth by the way of the north gate: he shall not return by the gate by which he entered, but he shall go forth opposite it. | και όταν εισπορεύηται ο λαός της γης εναντίον κυρίου εν ταις εορταίς ο εισπορευόμενος κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν προσκυνείν εξελεύσεται κατά την οδόν της πύλης της προς νότον και ο εισπορευόμενος κατά την οδόν της πύλης της προς νότον εξελεύσεται κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν ουκ αναστρέψει κατά την πύλην εις ην εισελήλυθεν αλλά κατευθύ αυτής εξελεύσεται |
10And the prince shall enter with them in the midst of them when they go in; and when they go forth, he shall go forth. | και ο αφηγούμενος εν μέσω αυτών εν τω εισπορεύεσθαι αυτούς εισελεύσεται και εν τω εκπορεύεσθαι αυτούς εξελεύσεται |
11And in the feasts and in the general assemblies the freewill oblation shall be a meat-offering for the calf, and a meat-offering for the ram, and for the lambs, as his hand can furnish, and a hin of oil for the meat-offering. | και εν ταις εορταίς και εν ταις πανηγύρεσιν έσται το μαναά πέμμα τω μόσχω και πέμμα τω κριώ και τοις αμνοίς καθώς εκποιή η χειρ αυτού και ελαίου ιν τω πέμματι |
12And if the prince should prepare as a thanksgiving a whole-burnt-peace-offering to the Lord, and should open for himself the gate looking eastward, and offer his whole-burnt-offering, and his peace-offerings, as he does on the sabbath-day; then shall he go out, and shall shut the doors after he has gone out. | εάν δε ποιήση ο αφηγούμενος ομολογίαν ολοκαύτωμα σωτηρίου τω κυρίω και ανοίξη αυτώ την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς και ποιήση το ολοκαύτωμα αυτού και τα του σωτηρίου αυτού ον τρόπον εποίει εν τη ημέρα των σαββάτων και εξελεύσεται και κλεισεί τας θύρας μετά το εξελθείν αυτόν |
13And he shall prepare daily as a whole-burnt-offering to the Lord a lamb of a year old without blemish: in the morning shall he prepare it. | και αμνόν ενιαύσιον άμωμον ποιήσει εις ολοκαύτωμα τω κυρίω καθ΄ ημέραν πρωϊ πρωϊ ποιήσει αυτόν |
14And he shall prepare a freewill-offering for it in the morning, the sixth part of a measure of flour, and a third part of a hin of oil to mix therewith the fine flour, as a freewill-offering to the Lord, a perpetual ordinance. | και μαναά ποιήσει επ΄ αυτώ τοπρωϊ πρωϊ το έκτον του μέτρου και ελαίου το τρίτον του ιν του αναμίξαι την σεμίδαλιν μαναά τω κυρίω πρόσταγμα διαπαντός |
15Ye shall prepare the lamb, and the freewill-offering, and the oil in the morning, for a perpetual whole-burnt-sacrifice. | ποιήσετε τον αμνόν και το μαναά και το έλαιον ποιήσετε τοπρωϊ πρωϊ ολοκαύτωμα διαπαντός |
16Thus saith the Lord God; If the prince shall give a gift to one of his sons out of his inheritance, this shall be to his sons a possession as an inheritance. | τάδε λέγει κύριος ο θεός εάν δω ο αφηγούμενος δόμα ενί εκ των υιών αυτού εκ της κληρονομίας αυτού τούτο τοις υιοίς αυτού έσται κατάσχεσις εν κληρονομία |
17But if he give a gift to one of his servants, then it shall belong to him until the year of release; and then he shall restore it to the prince: but of the inheritance of his sons the possession shall continue to them. | και δω δόμα ενί των παίδων αυτού και έσται αυτώ έως του έτους της αφέσεως και αποδοθήσεται τω αφηγουμένω πλην της κληρονομίας των υιών αυτού αυτοίς έσται |
18And the prince shall by no means take of the inheritance of the people, to oppress them: he shall give an inheritance to his sons out of his own possession: that my people be not scattered, every one from his possession. | και ου λάβη ο αφηγούμενος εκ της κληρονομίας του λαού του καταδυναστεύσαι αυτούς εκ της κατασχέσεως αυτού κατακληρονομήσει τοις υιοίς αυτού όπως μη διασκορπίζηται ο λαός μου έκαστος από της κατασχέσεως αυτού |
19And he brought me into the entrance of the place behind the gate, into the chamber of the sanctuary belonging to the priests, that looks toward the north: and, behold, there was a place set apart. | και εισήγαγέ με εις την οδόν της κατά νώτου της πύλης εις την εξέδραν των αγίων των ιερέων την βλέπουσαν προς βορράν και ιδού τόπος εκεί κεχωρισμένος |
20And he said to me, This is the place where the priests shall boil the trespass-offerings and the sin-offerings, and there shall they bake the meat-offering always; so as not to carry them out into the outer court, to sanctify the people. | και είπε προς με ούτος ο τόπος εστίν ου εψήσουσιν εκεί οι ιερείς τα υπέρ αγνοίας και τα υπέρ αμαρτίας και εκεί πέψουσι το μαναά το παράπαν του μη εκφέρειν εις την αυλήν την εξωτέραν του αγιάζειν τον λαόν |
21And he brought me into the outer court, and led me round upon the four sides of the court; and, behold, there was a court on each of the sides of the court, | και εξήγαγέ με εις την αυλήν την εξωτέραν και περίηγαγέ με επί τα τέσσαρα μέρη της αυλής και ιδού αυλή κατά τα κλίτη της αυλής |
22on every side a court, even a court for all the four sides, and each little court belonging to the court was in length forty cubits, and in breadth thirty cubits, there was one measure to the four. | επί τα τέσσαρα κλίτη της αυλής αυλαί μικραί μήκους πηχών τεσσαράκοντα και εύρος πηχών τριάκοντα μέτρον εν ταις τέσσαρσι |
23And there were chambers in them round about, round about the four, and cooking-places formed under the chambers round about. | και εξέδραι κύκλω αυταίς ταις τέσσαρσι και μαγειρεία γεγονότα υποκάτωθεν των εξεδρών κύκλω |
24And he said to me, These are the cooks' houses, where they that serve the house shall boil the sacrifices of the people. | και είπε προς με ούτοι οι οίκοι των μαγείρων ου εψήσουσιν εκεί οι λειτουργούντες τω οίκω τα θύματα του λαού |
Chapter 47
[edit]1And he brought me to the entrance of the house; and, behold, water issued from under the porch eastward, for the front of the house looked eastward; and the water came down from the right side, from the south to the altar. | και εισήγαγέ με επί τα πρόθυρα του οίκου και ιδού ύδωρ εξεπορεύετο υποκάτωθεν του αιθρίου του οίκου κατά ανατολάς ότι το πρόσωπον του οίκου έβλεπε κατά ανατολάς και το ύδωρ κατέβαινεν από του νότου του οίκου του δεξιού επί τον νότον του θυσιαστήριον |
2And he brought me out by the way of the northern gate, and he led me round by the way outside to the gate of the court that looks eastward; and, behold, water came down from the right side, | και εξήγαγέ με κατά την οδόν της πύλης της προς βορράν και περιήγαγέ με την οδόν έξωθεν προς την πύλην της αυλής της βλεπούσης κατά ανατολάς και ιδού το ύδωρ κατεφέρετο από του κλίτους του δεξιού |
3in the direction in which a man went forth opposite; and there was a measuring line in his hand, and he measured a thousand cubits with the measure; | καθώς έξοδος ανδρός εξεναντίας και μέτρον εν τη χειρί αυτού και διεμέτρησεν χιλίους |
4and he passed through the water; it was water of a fountain: and again he measured a thousand, and passed through the water; and the water was up to the thighs: and again he measured a thousand; and he passed through water up to the loins. | και διήλθεν εν τω ύδατι ύδωρ αφέσεως και διεμέτρησεν χιλίους και διήλθεν το ύδωρ έως των γονάτων και διεμέτρησεν χιλίους και διήλθεν το ύδωρ έως οσφύος |
5and again he measured a thousand; and he could not pass through: for the water rose as of a torrent which men cannot pass over. | και διεμέτρησε χιλίους και ουκ ηδύνατο διελθείν έτι ότι εξύβριζεν το ύδωρ ως ροίζος χειμάρρου ου ου διαβήσονται |
6And he said to me, Hast thou seen this, son of man? Then he brought me, and led me back to the brink of the river | και είπε προς με εώρακας υιέ ανθρώπου και ήγαγέ με και επέστρεψέ με επί το χείλος του ποταμού |
7as I returned; and, behold, on the brink of the river there were very many trees on this side and on that side. | εν τη επιστροφή μου και ιδού επί του χείλους του ποταμού δένδρα πολλά σφόδρα ένθεν |
8And he said to me, This is the water that goes forth to Galilee that lies eastward, and it is gone down to Arabia, and has reached as far as to the sea to the outlet of the water: and it shall heal the waters. | και είπε προς με το ύδωρ τούτο το εκπορευόμενον εις την Γαλιλαίαν την προς ανατολάς και κατεβαίνεν επί την Αραβίαν και ήρχετο έως επί την θάλασσαν επί το ύδωρ της διεκβολής και υγιάσει τα ύδατα |
9And it shall come to pass, that every animal of living and moving creatures, all on which the river shall come, shall live: and there shall be there very many fish; for this water shall go thither, and it shall heal them, and they shall live: everything on which the river shall come shall live. | και έσται πάσα ψυχή των ζώων των εκζεόντων επί πάντα εφ α αν επέλθη εκεί ο ποταμός ζήσεται και έσται εκεί ιχθύς πολύς σφόδρα ότι ήκει εκεί το ύδωρ τούτο και υγιάσει και ζήσεται παν εφ΄ ο αν επέλθη ο ποταμός εκεί ζήσεται |
10And fishers shall stand there from Ingadin to Enagallim; it shall be a place to spread out nets upon; it shall be distinct; and the fishes thereof shall be as the fishes of the great sea, a very great multitude. | και στήσονται εκεί αλιείς από Εγαδδί έως Εναγαλείμ ψυγμός σαγηνών έσται κατ΄ εαυτήν έσται και οι ιχθύες αυτής ως οι ιχθύες της θαλάσσης της μεγάλης πλήθος πολύ σφόδρα |
11But at the outlet of the water, and the turn of it, and where it overflows its banks, they shall not heal at all; they are given to salt. | και εν τη διεκβολή αυτού και εν τη επιστροφή αυτού και εν τη υπεράρσει αυτού ου υγιάσωσιν εις άλας δέδονται |
12And every fruit tree shall grow by the river, even on the bank of it on this side and on that side: they shall not decay upon it, neither shall their fruit fail: they shall bring forth the first-fruit of their early crop, for these their waters come forth of the sanctuary: and their fruit shall be for meat, and their foliage for health. | και επί του ποταμού αναβήσεται επί του χείλους αυτού ένθεν παν ξύλον βρώσιμον ου παλαιωθή επ΄ αυτού ουδέ εκλείπη ο καρπός αυτού της καινότητος αυτού πρωτοβολήσει διότι τα ύδατα αυτών εκ των αγίων ταύτα εκπορεύονται και έσται ο καρπός αυτών εις βρώσιν και ανάβασις αυτών εις υγίειαν |
13Thus saith the Lord God; Ye shall inherit these borders of the land; they are given by lot to the twelve tribes of the children of Israel. | τάδε λέγει κύριος ο θεός ταύτα τα όρια κατακληρονομήσετε της γης ταις δώδεκα φυλαίς των υιών Ισραήλ πρόσθεσις σχοινίσματος |
14And ye shall inherit it, each according to his brother's portion, even the land concerning which I lifted up my hand to give it to your fathers: and this land shall fall to you by lot. | και κατακληρονομήσετε αυτήν έκαστος καθώς ο αδελφός αυτού εις ην ήρα την χείρά μου του δούναι τοις πατράσιν αυτών και πεσείται η γη αύτη υμίν εν κληρονομία |
15And these are the borders of the land that lies northward, from the great sea that comes down, and divides the entrance of Emaseldam; | και ταύτα τα όρια της γης της προς βορράν από της θαλάσσης της μεγάλης οδόν Αιθαλών της εισόδου Σηδάδα |
16Maabthera, Ebrameliam, between the coasts of Damascus and the coasts of Emathi, the habitation of Saunan, which places are above the coasts of Auranitis. | Αιμάθ Βεροθά Σαβαρίμ τα αναμέσον ορίων Δαμασκού και αναμέσον ορίων Ημαθί αυλαί του Θίχων αι εισίν επάνω των ορίων Αυρανίτιδος |
17These are the borders from the sea, from the habitations of Aenan, the coasts of Damascus, and the northern coasts. | ταύτα τα όρια από της θαλάσσης από της αυλής του Αινάν όρια Δαμασκού και τα προς βορράν και τα όρια Αιμάθ τα προς βορράν |
18And the eastern coasts between Loranitis, and Damascus, and the land of Galaad, and the land of Israel, the Jordan divides to the sea that is east of the city of palm-trees. These are the eastern coasts. | και τα προς ανατολάς αναμέσον της Αυρανίτιδος και αναμέσον Δαμασκού και αναμέσον της Γαλααδίτιδος και αναμέσον της γης του Ισραήλ ο Ιορδάνης διορίζει επί την θάλασσαν την προς ανατολάς φοινικώνος ταύτα τα προς ανατολάς |
19And the southern and south-western coasts are from Thaeman and the city of palm-trees, to the water of Marimoth Cadem, reaching forth to the great sea. This part is the south and south-west. | και ταύτα τα προς νότον και λίβα από Θαιμάν και φοινικώνος έως ύδατος Μαριβώθ Κάδης παρεκτείνον επί την θάλασσαν την μεγάλην τούτο το μέρος νότος και λίψ |
20This part of the great sea forms a border, till one comes opposite the entrance of Emath, even as far as the entrance thereof. These are the parts west of Emath. | τούτο το μέρος της θαλάσσης της μεγάλης ορίζει έως κατέναντι της εισόδου Ημάθ έως εισόδου αυτού ταύτά εστι τα προς θάλασσαν |
21So ye shall divide this land to them, even to the tribes of Israel. | και διαμεριειτε την γην ταύτην αυτοίς ταις φυλαίς του Ισραήλ |
22Ye shall cast the lot upon it, for yourselves and the strangers that sojourn in the midst of you, who have begotten children in the midst of you: and they shall be to you as natives among the children of Israel; they shall eat with you in their inheritance in the midst of the tribes of Israel. | βαλείτε αυτήν εν κλήρω υμίν και τοις προσηλύτοις τοις παροικούσιν εν μέσω υμών οίτινες εγέννησαν υιούς εν μέσω υμών και έσονται υμών ως αυτόχθονες εν τοις υιοίς του Ισραήλ μεθ΄ υμών φάγονται εν κληρονομία εν μέσω των φυλών του Ισραήλ |
23And they shall be in the tribe of proselytes among the proselytes that are with them: there shall ye give them an inheritance, saith the Lord God. | και έσονται εν φυλή προσηλύτων εν τοις προσηλύτοις τοις μετ΄ αυτών εκεί δώσετε κληρονομίαν αυτοίς λέγει κύριος ο θεός |
Chapter 48
[edit]1And these are the names of the tribes from the northern corner, on the side of the descent that draws a line to the entrance of Emath the palace of Aelam, the border of Damascus northward on the side of Emath the palace; and they shall have the eastern parts as far as the sea, for Dan, one portion. | και ταύτα τα ονόματα των φυλών από της αρχής της προς βορράν κατά το μέρος της καταβάσεως του περισχίζοντος επί την είσοδον της Ημάθ αυλής του Αιμώμ όριον Δαμασκού προς βορράν κατά μέρος Ημάθ αυλής και έσται αυτοίς τα προς ανατολάς έως προς θάλασσαν Δαν μία |
2And from the borders of Dan eastward as far as the west sea-coast, for Asser, one. | και από των ορίων του Δαν τα προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ασήρ μία |
3And from the borders of Asser, from the eastern parts as far as the west coasts, for Nephthalim, one. | και από των ορίων Ασήρ από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Νεφθαλείμ μία |
4And from the borders of Nephthalim, from the east as far as the west coasts, for Manasse, one. | και από των ορίων Νεφθαλείμ από των ανατολών έως των προς θάλασσαν Μανασσή μία |
5And from the borders of Manasse, from the eastern parts as far as the west coasts, for Ephraim, one. | και από των ορίων Μανασσή από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Εφραϊμ μία |
6And from the borders of Ephraim, from the eastern parts to the west coasts, for Ruben, one. | και από των ορίων Εφραϊμ από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ρουβήν μία |
7And from the borders of Ruben, from the eastern parts as far as the west coasts, for Juda, one. | και από των ορίων Ρουβήν από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ιούδα μία |
8And from the borders of Juda, from the eastern parts shall be the offering of first-fruits, in the breadth twenty-five thousand reeds, and in length as one of the portions measured from the east even to the western parts: and the sanctuary shall be in the midst of them. | και από των ορίων Ιούδα από των προς ανατολάς έσται η απαρχή του αφορισμού πέντε και είκοσι χιλιάδες εύρος και μήκος καθώς μία των μερίδων από των προς ανατολάς και έως των προς θάλασσαν και έσται το άγιον εν μέσω αυτών |
9As for the first-fruits which they shall offer to the Lord, it shall be in length twenty-five thousand, and in breadth twenty-five thousand. | απαρχήν ην αφοριούσι τω κυρίω μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδες και εύρος δέκα χιλιάδες |
10Out of this shall be the first-fruits of the holy things to the priests, northward, five and twenty-thousand, and towards the west, ten thousand, and southward, five and twenty thousand: and the mountain of the sanctuary, shall be in the midst of it, | τούτων έσται η απαρχή των αγίων τοις ιερεύσι προς βορράν πέντε και είκοσι χιλιάδες και προς θάλασσαν δέκα χιλιάδες και προς ανατολάς δέκα χιλιάδες και προς νότον είκοσι και πέντε χιλιάδες και το όρος των αγίων έσται εν μέσω αυτού |
11for the priests, for the consecrated sons of Sadduc, who keep the charges of the house, who erred not in the error of the children of Israel, as the Levites erred. | τοις ιερεύσι τοις ηγιασμένοις υιοίς Σαδδούκ τοις φυλάσσουσι τας φυλακάς του οίκου οίτινες ουκ επλανήθησαν εν τη πλανήσει υιών Ισραήλ ον τρόπον επλανήθησαν οι Λευίται |
12And the first-fruits shall be given to them out of the first-fruits of the land, even a most holy portion from the borders of the Levites. | και έσται αυτοίς η απαρχή δεδομένη εκ των απαρχών της γης άγιον αγίων από των ορίων των Λευιτών |
13And the Levites shall have the part, next to the borders of the priests, in length twenty-five thousand, and in breadth ten thousand: the whole length shall be five and twenty thousand, and the breadth twenty thousand. | τοις δε Λευίταις τα εχόμενα των ορίων των ιερέων μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδες και εύρος δέκα χιλιάδες παν το μήκος πέντε και είκοσι χιλιάδες και εύρος δέκα χιλιάδες |
14No part of it shall be sold, nor measured as for sale, neither shall the first-fruits of the land be taken away: for they are holy to the Lord. | ου πραθήσεται εξ αυτού ουδέ καταμετρηθήσεται ουδέ αφαιρεθήσεται τα πρωτογεννήματα της γης ότι άγιόν εστι τω κυρίω |
15But concerning the five thousand that remain in the breadth in the five and twenty thousand, they shall be a suburb to the city for dwelling, and for a space before it: and the city shall be in the midst thereof. | τας δε πέντε χιλιάδας τας περισσάς επί τω πλάτει επί ταις πέντε και είκοσι χιλιάσι προτείχισμα έσται τη πόλει εις την κατοικίαν και εις διάστημα αυτού και έσται η πόλις εν μέσω αυτού |
16And these shall be its dimensions; from the northern side four thousand and five hundred, and from the southern side four thousand and five hundred, and from the eastern side four thousand and five hundred, and from the western side they shall measure four thousand five hundred. | και ταύτα τα μέτρα αυτής από των προς βορράν πεντακόσιοι και τετρακισχίλιοι και από των προς νότον πεντακόσιοι και τέσσαρες χιλιάδες και από των προς ανατολάς πεντακόσιοι και τέσσαρες χιλιάδες και από των προς θάλασσαν τετρακισχιλίους πεντακοσίους |
17And there shall be a space to the city northward two hundred and fifty, and southward two hundred and fifty, and eastward two hundred and fifty, and westward two hundred and fifty. | και έσται διάστημα τη πόλει προς βορράν διακόσιοι πεντήκοντα και προς νότον διακόσιοι και πεντήκοντα και προς ανατολάς διακόσιοι πεντήκοντα και προς θάλασσαν διακόσιοι πεντήκοντα |
18And the remainder of the length that is next to the first-fruits of the holy portion shall be ten thousand eastward, and ten thousand westward: and they shall be the first-fruits of the sanctuary; and the fruits thereof shall be for bread to them that labour for the city. | και το περισσόν του μήκους το εχόμενον των απαρχών των αγίων δέκα χιλιάδες προς ανατολάς και δέκα χιλιάδες προς θάλασσαν και έσονται αι απαρχαί του αγίου και έσται τα γεννήματα αυτής εις άρτους τοις εργαζομένοις την πόλιν |
19And they that labour for the city shall labour for it out of all the tribes of Israel. | οι δε εργαζόμενοι την πόλιν εργώνται αυτήν εκ πασών των φυλών του Ισραήλ |
20The whole offering shall be a square of twenty-five thousand by twenty-five thousand: ye shall separate again part of it, the first-fruits of the sanctuary, from the possession of the city. | πάσα η απαρχή πέντε και είκοσι χιλιάδες επί πέντε και είκοσι χιλιάδας τετράγωνον αφοριείτε αυτού την απαρχήν του αγίου από της κατασχέσεως της πόλεως |
21And the prince shall have the remainder on this side and on that side from the first-fruits of the sanctuary, and there shall be a possession of the city, for five and twenty thousand cubits in length, to the eastern and western borders, for five and twenty thousand to the western borders, next to the portions of the prince; and the first-fruits of the holy things and the sanctuary of the house shall be in the midst of it. | το δε περισσόν τω αφηγουμένω εκ τούτου και εκ τούτου από των απαρχών του αγίου και εις την κατάσχεσιν της πόλεως επί πέντε και είκοσι χιλιάδας μήκος έως των ορίων των προς ανατολάς και προς θάλασσαν επί πέντε και είκοσι χιλιάδας έως των ορίων των προς θάλασσαν εχόμενα των μερίδων του αφηγουμένου και έσται η απαρχή των αγίων και το αγίασμα του οίκου εν μέσω αυτής |
22And there shall be a portion taken from the Levites, from the possession of the city in the midst of the princes between the borders of Juda and the borders of Benjamin, and it shall be the portion of the princes. | και παρά των Λευιτών από της κατασχέσεως της πόλεως εν μέσω του αφηγουμένου έσται αναμέσον των ορίων Ιούδα και αναμέσον των ορίων Βενιαμίν και τω αφηγουμένω έσται |
23And as for the rest of the tribes, from the eastern parts as far as the western, Benjamin shall have one portion. | και το περισσόν των φυλών από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Βενιαμίν μία |
24And from the borders of Benjamin, from the eastern parts to the western, Symeon, one. | και από των ορίων των Βενιαμίν από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Συμεών μία |
25And from the borders of Symeon, from the eastern parts to the western, Issachar, one. | και από των ορίων των Συμεών από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ισσάχαρ μία |
26And from the borders of Issachar, from the eastern parts to the western, Zabulon, one. | και από των ορίων των Ισσάχαρ από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Ζαβουλών μία |
27And from the borders of Zabulon, from the east to the western parts, Gad, one. | και από των ορίων των Ζαβουλών από των προς ανατολάς έως των προς θάλασσαν Γαδ μία |
28And from the borders of Gad, from the eastern parts to the south-western parts; his coasts shall even be from Thaeman, and the water of Barimoth Cades, for an inheritance, unto the great sea. | και από των ορίων των Γαδ από των προς λίβα και έσται τα όρια αυτού από Θαιμάν και ύδατος Μαριβώθ Κάδης κληρονομίας έως της θαλάσσης της μεγάλης |
29This is the land, which ye shall divide by lot to the tribes of Israel, and these are their portions, saith the Lord God. | αύτη η γη ην βαλείτε εν κλήρω ταις φυλαίς Ισραήλ και ούτοι οι διαμερισμοί αυτών λέγει κύριος ο θεός |
30And these are the goings out of the city northward, four thousand and five hundred by measure. | και αύται αι διεκβολαί της πόλεως αι προς βορράν τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι μέτρω |
31And the gates of the city shall be after the names of the tribes of Israel: three gates northward; the gate of Ruben, one, and the gate of Juda, one, and the gate of Levi, one. | και αι πύλαι της πόλεως επ΄ ονόμασι φυλών του Ισραήλ πύλαι τρεις προς βορράν πύλη Ρουβήν μία και πύλη Ιούδα μία και πύλη Λευί μία |
32And eastward four thousand and five hundred: and three gates; the gate of Joseph, one, and the gate of Benjamin, one, and the gate of Dan, one. | και τα προς ανατολάς τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι και πύλαι τρεις πύλη Ιωσήφ μία και πύλη Βενιαμίν μία και πύλη Δαν μία |
33And southward, four thousand and five hundred by measure: and three gates; the gate of Symeon, one, and the gate of Issachar, one, and the gate of Zabulon, one. | και τα προς νότον τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι μέτρω και πύλαι τρεις πύλη Συμεών μία και πύλη Ισσάχαρ μία και πύλη Ζαβουλών μία |
34And westward, four thousand and five hundred by measure: and three gates; the gate of Gad, one, and the gate of Asser, one, and the gate of Nephthalim, one. | και τα προς θάλασσαν τετρακισχίλιοι και πεντακόσιοι μέτρω πύλαι τρεις πύλη Γαδ μία και πύλη Ασήρ μία και πύλη Νεφθαλείμ μία |
35The circumference, eighteen thousand measures: and the name of the city, from the day that it shall be finished, shall be the name thereof. | κύκλωμα δέκα και οκτώ χιλιάδες και το όνομα της πόλεως αφ΄ ης αν ημέρας γένηται έσται το όνομα αυτής |