Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/Psalms

From Wikisource
For other versions of this work, see Psalms (Bible).

Chapter 1

[edit]
1Blessed is the man who has not walked in the counsel of the ungodly, and has not stood in the way of sinners, and has not sat in the seat of evil men. μακάριος ανήρ ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν
2But his pleasure is in the law of the Lord; and in his law will he meditate day and night. αλλ΄ εν τω νόμω κυρίου το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός
3And he shall be as a tree planted by the brooks of waters, which shall yield its fruit in its season, and its leaf shall not fall off; and whatsoever he shall do shall be prospered. και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται και πάντα όσα αν ποιή κατευοδωθήσεται
4Not so the ungodly; —not so: but rather as the chaff which the wind scatters away from the face of the earth. ουχ ούτως οι ασεβείς ουχ ούτως αλλ΄ ωσεί χνούς ον εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης
5Therefore the ungodly shall not rise in judgment, nor sinners in the counsel of the just. διά τούτο ουκ αναστήσονται οι ασεβείς εν κρίσει ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων
6For the Lord knows the way of the righteous; but the way of the ungodly shall perish. ότι γινώσκει κύριος οδόν δικαίων και οδός ασεβών απολείται

Chapter 2

[edit]
1 Wherefore did the heathen rage, and the nations imagine vain things? ψαλμός τω Δαυίδ
2The kings of the earth stood up, and the rulers gathered themselves together, against the Lord, and against his Christ; ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά
3saying, Let us break through their bonds, and cast away their yoke from us. παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επιτοαυτό κατά του κυρίου και κατά του χριστού αυτού
4He that dwells in the heavens shall laugh them to scorn, and the Lord shall mock them. διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ΄ ημών τον ζυγόν αυτών
5Then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury. ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο κύριος εκμυκτηριεί αυτούς
6But I have been made king by him on Sion his holy mountain, τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς
7declaring the ordinance of the Lord: the Lord said to me, Thou art my Son, to-day have I begotten thee. εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ΄ αυτού επί Σιών όρος το άγιον αυτού
8Ask of me, and I will give thee the heathen for thine inheritance, and the ends of the earth for thy possession. διαγγέλλων το πρόσταγμα κυρίου κύριος είπε προς με υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε
9Thou shalt rule them with a rod of iron; thou shalt dash them in pieces as a potter's vessel. αίτησαι παρ΄ εμού και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσίν σου τα πέρατα της γης
10Now therefore understand, ye kings: be instructed, all ye that judge the earth. ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς
11Serve the Lord with fear, and rejoice in him with trembling. και νυν βασιλείς σύνετε παιδεύθητε πάντες οι κρίνοντες την γην
12 Accept correction, lest at any time the Lord be angry, and ye should perish from the righteous way: whensoever his wrath shall be suddenly kindled, blessed are all they that trust in him. δουλεύσατε τω κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω
13 δράξασθε παιδείας μήποτε οργισθή κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτώ

Chapter 3

[edit]
1A Psalm of David, when he fled from the presence of his son Abessalom. ψαλμός τω Δαυίδ οπότε απεδίδρασκεν από προσώπου Αβεσαλώμ του υιού αυτού
2O Lord, why are they that afflict me multiplied? many rise up against me. κύριε τι επληθύνθησαν οι θλίβοντές με πολλοί επανίστανται επ΄ εμέ
3Many say concerning my soul, There is no deliverance for him in his God. Pause. πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω θεώ αυτού διάψαλμα
4But thou, O Lord, art my helper: my glory, and the one that lifts up my head. συ δε κύριε αντιλήπτωρ μου ει δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου
5I cried to the Lord with my voice, and he heard me out of his holy mountain. Pause. φωνή μου προς κύριον εκέκραξα και επήκουσέ μου εξ όρους αγίου αυτού
6I lay down and slept; I awaked; for the Lord will help me. εγώ δε εκοιμήθην και ύπνωσα εξηγέρθην ότι κύριος αντιλήψεταί μου
7I will not be afraid of ten thousands of people, who beset me round about. ου φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι
8Arise, Lord; deliver me, my God: for thou hast smitten all who were without cause mine enemies; thou hast broken the teeth of sinners. ανάστα κύριε σώσόν με ο θεός μου ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντάς μοι ματαίως οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας
9Deliverance is the Lord's, and thy blessing is upon thy people. του κυρίου η σωτηρία και επί τον λαόν σου η ευλογία σου

Chapter 4

[edit]
1For the End, a Song of David among

the Psalms.

εις το τέλος εν ύμνοις ψαλμός τω Δαυίδ
2When I called upon him, the God of my righteousness heard me: thou hast made room for me in tribulation; pity me, and hearken to my prayer. εν τω επικαλείσθαί με εισήκουσέ μου ο θεός της δικαιοσύνης μου εν θλίψει επλάτυνάς με οικτείρησόν με και εισάκουσον της προσευχής μου
3O ye sons of men, how long will ye be slow of heart? wherefore do ye love vanity, and seek falsehood? Pause. υιοί ανθρώπων έως πότε βαρυκάρδιοι ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος
4But know ye that the Lord has done wondrous things for his holy one: the Lord will hear me when I cry to him. και γνώτε ότι εθαυμάστωσε κύριος τον όσιον αυτού κύριος εισακούσεταί μου εν τω κεκραγέναι με προς αυτόν
5 Be ye angry, and sin not; feel compunction upon your beds for what ye say in your hearts. Pause. οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε α λέγετε εν ταις καρδίαις υμών επί ταις κοίταις υμών κατανύγητε διάψαλμα
6Offer the sacrifice of righteousness, and trust in the Lord. θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης και ελπίσατε επί κύριον
7Many say, Who will shew us good things? the light of thy countenance, O Lord, has been manifested towards us. πολλοί λέγουσι τις δείξει ημίν τα αγαθά εσημειώθη εφ΄ ημάς το φως του προσώπου σου κύριε
8Thou hast put gladness into my heart: they have been satisfied with the fruit of their corn and wine and oil. έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου από καρπού σίτου οίνου και ελαίου αυτών επληθύνθησαν
9I will both lie down in peace and sleep: for thou, Lord, only hast caused me to dwell securely. εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω ότι συ κύριε κατά μονας επ΄ ελπίδι κατώκισάς με

Chapter 5

[edit]
1For the end, a Psalm of David, concerning her that inherits. εις το τέλος υπέρ της κληρονομούσης ψαλμός τω Δαυίδ
2Hearken to my words, O Lord, attend to my cry. τα ρήματά μου ενώτισαι κύριε σύνες της κραυγής μου
3Attend to the voice of my supplication, my King, and my God: for to thee, O Lord, will I pray. πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου ο βασιλεύς μου και ο θεός μου ότι προς σε προσεύξομαι κύριε
4In the morning thou shalt hear my voice: in the morning will I wait upon thee, and will look up. τοπρωϊ εισακούση της φωνής μου τοπρωϊ παραστήσομαί σοι και επόψει με
5For thou art not a god that desires iniquity; neither shall the worker of wickedness dwell with thee. ότι ουχί θεός θέλων ανομίαν συ ει ουδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος
6Neither shall the transgressors continue in thy sight: thou hatest, O Lord, all them that work iniquity. ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν
7Thou wilt destroy all that speak falsehood: the Lord abhors the bloody and deceitful man. απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται κύριος
8But I will enter into thine house in the multitude of thy mercy: I will worship in thy fear toward thy holy temple. εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου προσκυνήσω προς ναόν άγιόν σου εν φόβω σου
9Lead me, O Lord, in thy righteousness because of mine enemies; make my way plain before thy face. κύριε οδήγησόν με εν τη δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου κατεύθυνον ενώπιόν σου την οδόν μου
10For there is no truth in their mouth; their heart is vain; their throat is an open sepulchre; with their tongues they have used deceit. ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια η καρδία αυτών ματαία τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν
11Judge them, O God; let them fail of their counsels: cast them out according to the abundance of their ungodliness; for they have provoked thee, O Lord. κρίνον αυτούς ο θεός αποπεσάτωσαν από των διαβουλιών αυτών κατά το πλήθος των ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς ότι παρεπίκρανάν σε κύριε
12But let all that trust on thee be glad in thee: they shall exult for ever, and thou shalt dwell among them; and all that love thy name shall rejoice in thee. και ευφρανθείησαν πάντες ελπίζοντες επί σε εις αιώνα αγαλλιάσονται και κατασκηνώσεις εν αυτοίς και καυχήσονται εν σοι οι αγαπώντες το όνομά σου
13For thou, Lord, shalt bless the righteous: thou hast compassed us as with a shield of favour. ότι συ ευλογήσεις δίκαιον κύριε ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς

Chapter 6

[edit]
1For the End, a Psalm of David among the Hymns for the eighth. εις το τέλος εν ύμνοις υπέρ της ογδόης ψαλμός τω Δαυίδ
2O Lord, rebuke me not in thy wrath, neither chasten me in thine anger. κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με
3Pity me, O Lord; for I am weak: heal me, O Lord; for my bones are vexed. ελέησόν με κύριε ότι ασθενής ειμί ίασαί με κύριε ότι εταράχθη τα οστά μου
4My soul also is grievously vexed: but thou, O Lord, how long? και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα και συ κύριε έως πότε
5Return, O Lord, deliver my soul: save me for thy mercy's sake. επίστρεψον κύριε ρύσαι την ψυχήν μου σώσόν με ένεκεν του ελέους σου
6For in death no man remembers thee: and who will give thee thanks in Hades? ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου εν δε τω άδη τις εξομολογήσεταί σοι
7 I am wearied with my groaning; I shall wash my bed every night; I shall water my couch with tears. εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου λούσω καθ΄ εκάστην νύκτα την κλίνη μου εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω
8Mine eye is troubled because of my wrath; I am worn out because of all my enemies. εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου
9Depart from me, all ye that work iniquity; for the Lord has heard the voice of my weeping. απόστητε απ΄ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν ότι εισήκουσε κύριος της φωνής του κλαυθμού μου
10The Lord has hearkened to my petition; the Lord has accepted my prayer. ήκουσε κύριος της δεήσεώς μου κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο
11Let all mine enemies be put to shame and sore troubled: let them be turned back and grievously put to shame speedily. αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν πάντες οι εχθροί μου αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα διά τάχους

Chapter 7

[edit]
1A Psalm of David, which he sang to the Lord because of the words of Chusi the
Benjamite.
ψαλμός τω Δαυίδ ον ήσε τω κυρίω υπέρ των λόγων Χουσί υιόυ Ιεμενεί
2O Lord my God, in thee have I trusted: save me from all them that persecute me, and deliver me. κύριε ο θεός μου επί σοι ήλπισα σώσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαί με
3Lest at any time the enemy seize my soul as a lion, while there is none to ransom, nor to save. μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος
4O Lord my God, if I have done this; (if there is unrighteousness in my hands;) κύριε ο θεός μου ει εποίησα τούτο ει έστιν αδικία εν χερσί μου
5if I have requited with evil those who requited me with good; may I then perish empty by means of my enemies. ει ανταπέδωκα τοις ανταποδιδούσί μοι κακά αποπέσοιμι άρα από των εχθρών μου κενός
6Let the enemy persecute my soul, an take it; and let him trample my life on the ground, and lay my glory in the dust. Pause. καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι και καταπατήσαι εις γην την ζωήν μου και την δόξαν μου εις χουν κατασκηνώσαι
7Arise, O Lord, in thy wrath; be exalted in the utmost boundaries of mine enemies: awake, O Lord my God, according to the decree which thou didst command. ανάστηθι κύριε εν οργή σου υψώθητι εν τοις πέρασι των εχθρών σου και εξεγέρθητι κύριε ο θεός μου εν προστάγματι ω ενετείλω
8And the congregation of the nations shall compass thee: and for this cause do thou return on high. και συναγωγή λαών κυκλώσει σε και υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον
9The Lord shall judge the nations: judge me, O Lord, according to my righteousness, and according to my innocence that is in me. κύριος κρινεί λαούς κρίνόν με κύριε κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την ακακίαν μου επ΄ εμοί
10Oh let the wickedness of sinners come to an end; and then thou shalt direct the righteous, O God that searchest the hearts and reins. συντελεσθήτω δη πονηρία αμαρτωλών και κατευθυνείς δίκαιον ετάζων καρδίας και νεφρούς ο θεός δικαιώς
11My help is righteous, coming from God who saves the upright in heart. η βοήθειά μου παρά του θεού του σώζοντος τους ευθείς τη καρδία
12God is a righteous judge, and strong, and patient, not inflicting vengeance every day. ο θεός κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος μη οργήν επάγων καθ΄ εκάστην ημέραν
13If ye will not repent, he will furbish his sword; he has bent his bow, and made it ready. εάν μη επιστραφήτε την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό
14And on it he has fitted the instruments of death; he has completed his arrows for the raging ones. και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο
15Behold, he has travailed with unrighteousness, he has conceived trouble, and brought forth iniquity. ιδού ωδίνησεν αδικίαν συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν
16He has opened a pit, and dug it up, and he shall fall into the ditch which he has made. λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον ον ειργάσατο
17His trouble shall return on his own head, and his unrighteousness shall come down on his own crown. επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται
18I will give thanks to the Lord according to his righteousness; I will sing to the name of the Lord most high. εξομολογήσομαι τω κυρίω κατά την δικαιοσύνην αυτού και ψάλω τω ονόματι κυρίου του υψίστου

Chapter 8

[edit]
1For the end, concerning the wine-presses, a Psalm of David. εις το τέλος υπέρ των ληνών ψαλμός τω Δαυίδ
2O Lord, our Lord, how wonderful is thy name in all the earth! for thy magnificence is exalted above the heavens. κύριε ο κυριός ημών ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου υπεράνω των ουρανών
3 Out of the mouth of babes and sucklings hast thou perfected praise, because of thine enemies; that thou mightest put down the enemy and avenger. εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα των εχθρών σου του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν
4For I will regard the heavens, the work of thy fingers; the moon and stars, which thou hast established. ότι όψομαι τους ουρανούς έργα των δακτύλων σου σελήνην και αστέρας α συ εθεμελίωσας
5 What is man, that thou art mindful of him? or the son of man, that thou visitest him? τι εστιν άνθρωπος ότι μιμνήσκη αυτού η υιός ανθρώπου ότι επισκέπτη αυτόν
6Thou madest him a little less than angels, thou hast crowned him with glory and honour; ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ΄ αγγέλους δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν
7and thou hast set him over the works of thy hands: thou hast put all things under his feet: και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού
8sheep and all oxen, yea and the cattle of the field; πρόβατα και βόας απάσας έτι δε και τα κτήνη του πεδίου
9the birds of the sky, and the fish of the sea, the creatures passing through the paths of the sea. τα πετεινά του ουρανού και τους ιχθύας της θαλάσσης τα διαπορεύομενα τρίβους θαλασσών
10O Lord our Lord, how wonderful is thy name in all the earth! κύριε ο κυριός ημών ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη

Chapter 9

[edit]
1For the end, a Psalm of David, concerning the secrets of the Son. εις το τέλος υπέρ των κρυφίων του υιόυ ψαλμός τω Δαυίδ
2I will give thanks to thee, O Lord, with my whole heart; I will recount all thy wonderful works. εξομολογήσομαί σοι κύριε εν όλη καρδία μου διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου
3I will be glad and exult in thee: I will sing to thy name, O thou Most High. ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι ψάλω τω ονόματί σου ύψιστε
4When mine enemies are turned back, they shall be feeble and perish at thy presence. εν τω αποστραφήναι τον εχθρόν μου εις τα οπίσω ασθενήσουσι και απολούνται από προσώπου σου
5For thou hast maintained my cause and my right; thou satest on the throne, that judgest righteousness. ότι εποίησας την κρίσιν μου και την δίκην μου εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην
6Thou hast rebuked the nations, and the ungodly one has perished; thou hast blotted out their name for ever, even for ever and ever. επετίμησας έθνεσι και απώλετο ο ασεβής το όνομα αυτού εξήλειψας εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος
7The swords of the enemy have failed utterly; and thou hast destroyed cities: their memorial has been destroyed with a noise, του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος και πόλεις καθείλες απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ΄ ήχου
8but the Lord endures for ever: he has prepared his throne for judgment. και ο κύριος εις τον αιώνα μένει ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού
9And he will judge the world in righteousness, he will judge the nations in uprightness. και αυτός κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη κρινεί λαούς εν ευθύτητι
10The Lord also is become a refuge for the poor, a seasonable help, in affliction. και εγένετο κύριος καταφυγή τω πένητι βοηθός εν ευκαιρίαις εν θλίψεσι
11And let them that know thy name hope in thee: for thou, O Lord, hast not failed them that diligently seek thee. και ελπισάτωσαν επί σοι οι γινώσκοντες το όνομά σου ότι ουκ εγκατέλιπες τους εκζητούντάς σε κύριε
12Sing praises to the Lord, who dwells in Sion: declare his dealings among the nations. ψάλατε τω κυρίω τω κατοικούντι εν Σιών αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα επιτηδεύματα αυτού
13For he remembered them, in making inquisition for blood: he has not forgotten the supplication of the poor. ότι ο εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη ουκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων
14Have mercy upon me, O Lord; look upon my affliction which I suffer of mine enemies, thou that liftest me up from the gates of death: ελέησόν με κύριε ίδε την ταπείνωσίν μου εκ των εχθρών μου ο υψών με εκ των πυλών του θανάτου
15that I may declare all thy praises in the gates of the daughter of Sion: I will exult in thy salvation. όπως αν εξαγγείλω πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου
16The heathen are caught in the destruction which they planned: in the very snare which they hid is their foot taken. ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά η εποίησαν εν παγίδι ταύτη η έκρυψαν συνελήφθη ο πους αυτών
17The Lord is known as executing judgments: the sinner is taken in the works of his hands. A song of Pause. γινώσκεται κύριος κρίματα ποιών εν τοις έργοις των χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός ωδή
18Let sinners be driven away into Hades, even all the nations that forget God. αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τον άδην πάντα τα έθνη τα επιλανθανόμενα του θεού
19For the poor shall not be forgotten for ever: the patience of the needy ones shall not perish for ever. ότι ουκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός η υπομονή των πενήτων ουκ απολείται εις τέλος
20Arise, O Lord, let not man prevail: let the heathen be judged before thee. ανάστηθι κύριε μη κραταιούσθω άνθρωπος κριθήτωσαν έθνη ενώπιόν σου
21Appoint, O Lord, a lawgiver over them: let the heathen know that they are men. Pause. κατάστησον κύριε νομοθέτην επ΄ αυτούς γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποί εισι

Chapter 10

[edit]
1Why standest thou afar off, O Lord? why dost thou overlook us in times of need, in affliction? ινατί κύριε αφέστηκας μακρόθεν υπεροράς εν ευκαιρίαις εν θλίψεσιν
2While the ungodly one acts proudly, the poor is hotly pursued: the wicked are taken in the crafty counsels which they imagine. εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή εμπυρίζεται ο πτωχός συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις οις διαλογίζονται
3Because the sinner praises himself for the desires of his heart; and the unjust one blesses himself. ότι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταις επιθυμίαις της ψυχής αυτού και ο αδικών ευλογείται
4The sinner has provoked the Lord: according to the abundance of his pride he will not seek after him: God is not before him. παρώξυνε τον κύριον ο αμαρτωλός κατά το πλήθος της οργής αυτού ουκ εκζητήσει ουκ έστιν ο θεός ενώπιον αυτού
5His ways are profane at all times; thy judgments are removed from before him: he will gain the mastery over all his enemies. βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ ανταναιρείται τα κρίματά σου από προσώπου αυτού πάντων των εχθρών αυτού κατακυριεύσει
6For he has said in his heart, I shall not be moved, continuing without evil from generation to generation. είπε γαρ εν καρδία αυτού ου σαλευθώ από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού
7Whose mouth is full of cursing, and bitterness, and fraud: under his tongue are trouble and pain. ου αράς το στόμα αυτού γέμει και πικρίας και δόλου υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος
8He lies in wait with rich men in secret places, in order to slay the innocent: his eyes are set against the poor. εγκάθηται ενέδρα μετά πλουσίων εν αποκρύφοις του αποκτείναι αθώον οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσιν
9He lies in wait in secret as a lion in his den: he lies in wait to ravish the poor, to ravish the poor when he draws him after him: he will bring him down in his snare. ενεδρεύει εν αποκρύφω ως λέων εν τη μάνδρα αυτού ενεδρεύει του αρπάσαι πτωχόν αρπάσαι πτωχόν εν τω ελκύσαι αυτόν εν τη παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν
10He will bow down and fall when he has mastered the poor. κύψει και πεσείται εν τω αυτόν κατακυριεύσαι των πενήτων
11For he has said in his heart, God has forgotten: he has turned away his face so as never to look. είπε γαρ εν τη καρδία αυτού επιλέλησται ο θεός απέστρεψε το πρόσωπον αυτού του μη βλέπειν εις τέλος
12Arise, O Lord God; let thy hand be lifted up: forget not the poor. ανάστηθι κύριε ο θεός μου υψωθήτω η χειρ σου μη επιλάθη των πενήτων σου εις τέλος
13Wherefore, has the wicked provoked God? for he has said in his heart, He will not require it. ένεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τον θεόν είπε γαρ εν καρδία αυτού ουκ εκζητήσει
14Thou seest it; for thou dost observe trouble and wrath, to deliver them into thy hands: the poor has been left to thee; thou wast a helper to the orphan. βλέπεις ότι συ πόνον και θυμόν κατανοείς του παραδούναι αυτόν εις χείράς σου σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός ορφανώ συ ήσθα βοηθός
15Break thou the arm of the sinner and wicked man: his sin shall be sought for, and shall not be found. σύντριψον τον βραχίονα του αμαρτωλού και πονηρού ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού και ου ευρεθή
16The Lord shall reign for ever, even for ever and ever: ye Gentiles shall perish out his land. κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος απολείσθε έθνη εκ της γης αυτού
17The Lord has heard the desire of the poor: thine ear has inclined to the preparation of their heart; την επιθυμίαν των πενήτων εισήκουσας κύριε την ετοιμασία της καρδίας αυτών προσέσχε το ους σου
18to plead for the orphan and afflicted, that man may no more boast upon the earth. κρίναι ορφανώ και ταπεινώ ίνα μη προσθή έτι του μεγαλαυχείν άνθρωπος επί της γης

Chapter 11

[edit]
1For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2In the Lord I have put my trust: how will ye say to my soul, επί τω κυρίω πέποιθα πως ερείτε τη ψυχή μου μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον
3Flee to the mountains as a sparrow? ότι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν του κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τους ευθείς τη καρδία
4For behold the sinners have bent their bow, they have prepared their arrows for the quiver, to shoot For privily at the upright in heart. ότι α συ κατηρτίσω αυτοί καθείλον ο δε δίκαιος τι εποίησε
5For they have pulled down what thou didst frame, but what has the righteous done? κύριος εν ναώ αγίω αυτού κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα επιβλέπουσι τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων
6The Lord is in his holy temple, as for the Lord, his throne is in heaven: his eyes look upon the poor, his eyelids try the sons of men. κύριος εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή ο δε αγαπών αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν
7The Lord tries the righteous and the ungodly: and he that loves unrighteousness hates his own soul. επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας πυρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών
8He shall rain upon sinners snares, fire, and brimstone, and a stormy blast shall be the portion of their cup. ότι δίκαιος κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού
9For the Lord is righteous, and loves righteousness; his face beholds uprightness.

Chapter 12

[edit]
1(12) For the end, A Psalm of David, upon the eighth. εις το τέλος υπέρ της ογδόης ψαλμός τω Δαυίδ
2Save me, O Lord; for the godly man has failed; for truth is diminished from among the children of men. σώσόν με κύριε ότι εκλέλοιπεν όσιος ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων
3Every one has spoken vanity to his neighbour: their lips are deceitful, they have spoken with a double heart. μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού χείλη δόλια εν καρδία και εν καρδία ελάλησε κακά
4Let the Lord destroy all the deceitful lips, and the tongue that speaks great words: εξολοθρεύσαι κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα
5who have said, We will magnify our tongue; our lips are our own: who is Lord of us? τους ειπόντας την γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν τα χείλη ημών παρ΄ ημίν εστι τις ημών κύριος εστίν
6Because of the misery of the poor, and because of the sighing of the needy, now will I arise, saith the Lord, I will set them in safety; I will speak to them thereof openly. ένεκεν της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμόυ των πενήτων νυν αναστήσομαι λέγει κύριος θήσομαι εν σωτηρίω παρρησιάσομαι εν αυτώ
7The oracles of the Lord are pure oracles; as silver tried in the fire, proved in a furnace of earth, purified seven times. τα λόγια κυρίου λόγια αγνά αργύριον πεπυρωμένον δοκίμιον τη γη κεκαθαρισμένον επταπλασίως
8Thou, O Lord, shalt keep us, and shalt preserve us, from this generation, and for ever. συ κύριε φυλάξεις ημάς και διατηρήσεις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα
9The ungodly walk around: according to thy greatness thou has greatly exalted the sons of men. κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων

Chapter 13

[edit]
1(13) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2How long, O Lord, wilt thou forget me? for ever? how long wilt thou turn away thy face from me? έως πότε κύριε επιλήση μου εις τέλος έως πότε αποστρέφεις το πρόσωπόν σου απ΄ εμού
3How long shall I take counsel in my soul, having sorrows in my heart daily? how long shall my enemy be exalted over me? έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου οδύνας εν καρδία μου ημέρας και νυκτός έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ΄ εμέ
4Look on me, hearken to me, O Lord my God: lighten mine eyes, lest I sleep in death; επίβλεψον εισάκουσόν μου κύριε ο θεός μου φώτισον τους οφθαλμούς μου μήποτε υπνώσω εις θάνατον
5lest at any time mine enemy say, I have prevailed against him: my persecutors will exult if ever I should be moved. μήποτε είποι ο εχθρός μου ίσχυσα προς αυτόν οι θλίβοντές με αγαλλιάσονται εάν σαλευθώ
6But I have hoped in thy mercy; my heart shall exult in thy salvation. εγώ δε επί τω ελέει σου ήλπισα αγαλλιάσεται η καρδία μου επι τω σωτηρίω σου
7I will sing to the Lord who has dealt bountifully with me, and I will sing psalms to the name of the Lord most high. άσω τω κυρίω τω ευεργετήσαντί με και ψαλώ τω ονόματι κυρίου του υψίστου

Chapter 14

[edit]
1(14) For the end, Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2The fool has said in his heart, There is no God. They have corrupted themselves, and become abominable in their devices; there is none that does goodness, there is not even so much as one. είπεν άφρων εν καρδία αυτού ουκ έστι θεός διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν ουκ έστι ποιών χρηστότητα
3The Lord looked down from heaven upon the sons of men, to see if there were any that understood, or sought after god. κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων του ιδείν ει έστι συνιών η εκζητών τον θεόν
4They are all gone out of the way, they are together become good for nothing, there is none that does good, no not one. Their throat is an open sepulchre; with their tongues they have used deceit; the poison of asps is under their lips: whose mouth is full of cursing and bitterness; their feet are swift to shed blood: destruction and misery are in their ways; and the way of peace they have not known: there is no fear of God before their eyes. πάντες εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν ουκ έστι ποιών χρηστότητα ουκ έστιν έως ενός
5Will not all the workers of iniquity know, who eat up my people as they would eat bread? they have not called upon the Lord. ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν οι εσθίοντες τον λαόν μου βρώσει άρτου τον κύριον ουκ επεκαλέσαντο
6There were they alarmed with fear, where there was no fear; for God is in the righteous generation. εκεί εδειλίασαν φόβω ου ουκ ην φόβος ότι ο θεός εν γενεά δίκαια
7Ye have shamed the counsel of the poor, because the Lord is his hope. βουλήν πτωχού κατησχύνατε ότι κύριος ελπίς αυτού εστι
8Who will bring the salvation of Israel out of Sion? when the Lord brings back the captivity of his people, let Jacob exult, and Israel be glad. τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ εν τω επιστρέψαι κύριον την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ

Chapter 15

[edit]
1(15) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2O Lord, who shall sojourn in thy tabernacle? and who shall dwell in thy holy mountain? κύριε τις παροικήσει εν τω σκηνώματί σου η τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου
3He that walks blameless, and works righteousness, who speaks truth in his heart. πορευόμενος άμωμος και εργαζόμενος δικαιοσύνην λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού
4Who has not spoken craftily with is tongue, neither has done evil to his neighbour, nor taken up a reproach against them that dwelt nearest to him. ος ουκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού και ουκ εποίησε τω πλησίον αυτού κακόν και ονειδισμόν ουκ έλαβεν επί τοις έγγιστα αυτού
5In his sight an evil-worker is set at nought, but he honours them that fear the Lord. He swears to his neighbour, and disappoints him not. εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος τους δε φοβουμένους τον κύριον δοξάζει ο ομνύων τω πλησίον αυτού και ουκ αθετών
6He has not lent his money on usury, and has not received bribes against the innocent. He that does these things shall never be moved. το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω και δώρα επ΄ αθώοις ουκ έλαβεν ο ποιών ταύτα ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα

Chapter 16

[edit]
1(16) A writing of David. στηλογραφία τω Δαυίδ
2Keep me, O Lord; for I have hoped in thee. φύλαξόν με κύριε ότι επί σοι ήλπισα
3I said to the Lord, Thou art my Lord; for thou has no need of my goodness. είπα τω κυρίω κύριός μου ει συ ότι των αγαθών μου ου χρείαν έχεις
4On behalf of the saints that are in his land, he has magnified all his pleasure in them. τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο κύριος πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς
5Their weaknesses have been multiplied; afterward they hasted. I will by no means assemble their bloody meetings, neither will I make mention of their names with my lips. επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών μετά ταύτα ετάχυναν ου συναγάγω τας συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων ουδ΄ ου μνησθώ των ονομάτων αυτών διά χειλέων μου
6The Lord is the portion of mine inheritance and of my cup: thou art he that restores my inheritance to me. κύριος μερίς της κληρονομίας μου και του ποτηρίου μου συ ει ο αποκαθιστών την κληρονομίαν μου εμοί
7The lines have fallen to me in the best places, yea, I have a most excellent heritage. σχοινία επεπεσάν μοι εν τοις κρατίστοις και γαρ η κληρονομία μου κρατίστη μοι εστίν
8I will bless the Lord who has instructed me; my reins too have chastened me even till night. ευλογήσω τον κύριον τον συνετίσαντά με έτι δε και έως νυκτός επαίδευσάν με οι νεφροί μου
9I foresaw the Lord always before my face; for he is on my right hand, that I should not be moved. προωρώμην τον κύριον ενώπιόν μου διαπαντός ότι εκ δεξιών μου εστίν ίνα μη σαλευθώ
10Therefore my heart rejoiced an my tongue exulted; moreover also my flesh shall rest in hope: διά τούτο ηυφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσά μου έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ΄ ελπίδι
11because thou wilt not leave my soul in hell, neither wilt thou suffer thine Holy One to see corruption. ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν
12Thou hast made known to me the ways of life; thou wilt fill me with joy with thy countenance: at thy right hand there are delights for ever. εγνώρισάς μοι οδούς ζωής πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου τερπνότητες εν τη δεξία σου εις τέλος

Chapter 17

[edit]
1(17) A prayer of David. προσευχή τω Δαυίδ
2Hearken, O Lord of my righteousness, attend to my petition; give ear to my prayer not uttered with deceitful lips. εισάκουσον κύριε της δικαιοσύνης μου πρόσχες τη δεήσει μου ενώτισαι την προσευχήν μου ουκ εν χείλεσι δολίοις
3Let my judgment come forth from thy presence; let mine eyes behold righteousness. εκ προσώπου σου το κρίμά μου εξέλθοι οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας
4Thou has proved mine heart; thou hast visited me by night; thou hast tried me as with fire, and unrighteousness has not been found in me: I am purposed that my mouth shall not speak amiss. εδοκίμασας την καρδίαν μου επεσκέψω νυκτός επύρωσάς με και ουχ ευρέθη εν εμοί αδικία όπως αν μη λαλήση το στόμα μου
5As for the works of men, by the words of thy lips I have guarded myself from hard ways. τα έργα των ανθρώπων διά τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς
6Direct my steps in thy paths, that my steps slip not. κατάρτισαι τα διαβήματά μου εν ταις τρίβοις σου ίνα μη σαλευθώσι τα διαβήματά μου
7I have cried, for thou heardest me, O God: incline thine ear to me, and hearken to my words. εγώ εκέκραξα ότι επήκουσάς μου ο θεός κλίνον το ους σου εμοί και εισάκουσον των ρημάτων μου
8Shew the marvels of thy mercies, thou that savest them that hope in thee. θαυμάστωσον τα ελέη σου ο σώζων τους ελπίζοντας επί σε εκ των ανθεστηκότων τη δεξιά σου
9Keep me as the apple of the eye from those that resist thy right hand: thou shalt screen me by the covering of thy wings, φύλαξόν με κύριε ως κόρην οφθαλμού εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με
10from the face of the ungodly that have afflicted me: mine enemies have compassed about my soul. από προσώπου ασεβών των ταλαιπωρησάντων με οι εχθροί μου την ψυχήν μου περιέσχον
11They have enclosed themselves with their own fat: their mouth has spoken pride. το στέαρ αυτών συνέκλεισαν το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν
12They have now cast me out and compassed me round about: they have set their eyes so as to bow them down to the ground. εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με τους οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλίναι εν τη γη
13They laid wait for me as a lion ready for prey, and like a lion's whelp dwelling in secret places. υπέλαβόν με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν και ωσεί σκύμνος οίκων εν αποκρύφοις
14Arise, O Lord, prevent them, and cast them down: deliver my soul from the ungodly: draw thy sword, ανάστηθι κύριε πρόφθασον αυτούς και υποσκέλισον αυτούς ρύσαι την ψυχήν μου από ασεβούς ρομφαίαν σου
15because of the enemies of thine hand: O Lord, destroy them from the earth; scatter them in their life, though their belly has been filled with thy hidden treasures: they have been satisfied with uncleanness, and have left the remnant of their possessions to their babes. από εχθρών της χειρός σου κύριε από ολίγων από γης διαμέρισον αυτούς εν τη ζωή αυτών και των κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών εχορτάσθησαν υιών και αφήκαν τα κατάλοιπα τοις νηπίοις αυτών
16But I shall appear in righteousness before thy face: I shall be satisfied when thy glory appears. εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου χορτασθήσομαι εν τω οφθήναί μοι την δόξαν σου

Chapter 18

[edit]
1(18) For the end,

a Psalm of David, the servant of the Lord; the words which he spoke to the Lord, even the words of this Song, in the day in which the Lord delivered him out the hand of all his enemies, and out the hand of Saul: and he said:

εις το τέλος τω παιδί κυρίου τω Δαυίδ α ελάλησε τω κυρίω τους λόγους της ωδής ταύτης εν ημέρα η ερρύσατο αυτόν ο κύριος εκ χειρός πάντων των εχθρών αυτού και εκ χειρός Σαούλ και είπεν
2I will love thee, O Lord, my strength. αγαπήσω σε κύριε ισχύς μου
3The Lord is my firm support, and my refuge, and my deliverer; my God is my helper, I will hope in him; he is my defender, and the horn of my salvation, and my helper. κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου ο θεός μου βοηθός μου και ελπιώ επ΄ αυτόν υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου
4I will call upon the Lord with praises, and I shall be saved from mine enemies. αινών επικαλέσομαι τον κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι
5The pangs of death compassed me, and the torrents of ungodliness troubled me exceedingly. περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με
6The pangs of hell came round about me: the snares of death prevented me. ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με προέφθασάν με παγίδες θανάτου
7And when I was afflicted I called upon the Lord, and cried to my God: he heard my voice out of this holy temple, and my cry shall enter before him, even into his ears. και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον κύριον και προς τον θεόν μου εκέκραξα ήκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου και η κραυγή μου ενώπιον αυτού εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού
8Then the earth shook and quaked, and the foundations of the mountains were disturbed, and were shaken, because God was angry with them. και εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν ότι ωργίσθη αυτοίς ο θεός
9There went up a smoke in his wrath, and fire burst into a flame at his presence: coals were kindled at it. ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πυρ από προσώπου αυτού καταφλεγήσεται άνθρακες ανήφθησαν απ΄ αυτού
10And he bowed the heaven, and came down: and thick darkness was under his feet. και έκλινεν ουρανούς και κατέβη και γνόφος υπό τους πόδας αυτού
11And he mounted on cherubs and flew: he flew on the wings of winds. και επέβη επί χερουβίμ και επετάσθη επετάσθη επί πτερύγων ανέμων
12And he made darkness his secret place: round about him was his tabernacle, even dark water in the clouds of the air. και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού κύκλω αυτού η σκηνή αυτού σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων
13At the brightness before him the clouds passed, hail and coals of fire. από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον χάλαζα και άνθρακες πυρός
14The Lord also thundered from heaven, and the Highest uttered his voice. και εβρόντησεν εξ ουρανού κύριος και ο ύψιστος έδωκε φωνήν αυτού
15And he sent forth his weapons, and scattered them; and multiplied lightnings, and routed them. και εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς
16And the springs of waters appeared, and the foundations of the world were exposed, at thy rebuke, O Lord, at the blasting of the breath of thy wrath. και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων και ανεκαλύφθη τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεώς σου κύριε από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου
17He sent from on high and took me, he drew me to himself out of many waters. εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβέ με προσελάβετό με εξ υδάτων πολλών
18He will deliver me from my mighty enemies, and from them that hate me; for they are stronger than I. ρύσεταί με εξ εχθρών μου δυνατών και εκ των μισούντων με ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ
19They prevented me in the day of mine affliction: but the Lord was my stay against them. προέφθασάν με εν ημέρα κακώσεώς μου και εγένετο κύριος αντιστήριγμά μου
20And he brought me out into a wide place: he will deliver me, because he has pleasure in me. και εξήγαγέ με εις πλατυσμόν ρύσεταί με ότι ηθέλησέ με
21And the Lord will recompense me according to my righteousness; even according to the purity of my hands will he recompense me. και ανταποδώσει μοι κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταποδώσει μοι
22For I have kept the way of the Lord and have not wickedly departed from my God. ότι εφύλαξα τας οδούς κυρίου και ουκ ησέβησα από του θεού μου
23For all his judgments were before me, and his ordinances departed not from me. ότι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιόν μου και τα δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν απ΄ εμού
24And I shall be blameless with hem, and shall keep myself from mine iniquity. και έσομαι άμωμος μετ΄ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου
25And the Lord shall recompense me according to my righteousness, and according to the purity of my hands before his eyes. και ανταποδώσει μοι κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ενώπιον των οφθαλμών αυτού
26With the holy thou wilt be holy; and with the innocent man thou wilt be innocent. μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση
27And with the excellent man thou wilt be excellent; and with the perverse thou wilt shew frowardness. και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση και μετά στρεβλού διαστρέψεις
28For thou wilt save the lowly people, and wilt humble the eyes of the proud. ότι συ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις
29For thou, O Lord, wilt light my lamp: my God, thou wilt lighten my darkness. ότι συ φωτιείς λύχνον μου κύριε ο θεός μου φωτιείς το σκότος μου
30For by thee shall I be delivered from a troop; and by my God I will pass over a wall. ότι εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τω θεώ μου υπερβήσομαι τείχος
31As for my God, his way is perfect: the oracles of the Lord are tried in the fire; he is a protector of all them that hope in him. ο θεός μου άμωμος η οδός αυτού τα λόγια κυρίου πεπυρωμένα υπερασπιστής εστι πάντων των ελπιζόντων επ΄ αυτόν
32For who is God but the Lord? and who is a God except our God? ότι τις θεός πάρεξ του κυρίου η τις θεός πλην του θεού ημών
33It is God that girds me with strength, and has made my way blameless: ο θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου
34who strengthens my feet as hart's feet, and sets me upon high places. ο καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με
35He instructs my hands for war: and thou hast made my arms as a brazen bow. διδάσκων χείράς μου εις πόλεμον και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονάς μου
36And thou hast made me secure in my salvation: and thy right hand has helped me, and thy correction has upheld me to the end; yea, thy correction itself shall instruct me. και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας και η δεξιά σου αντελάβετό μου και η παιδεία σου ανώρθωσέ με εις τέλος και η παιδεία σου αυτή με διδάξει
37Thou has made room for my goings under me, and by footsteps did not fail. επλάτυνας τα διαβήματά μου υποκάτω μου και ουκ ησθένησε τα ίχνη μου
38I will pursue mine enemies, and overtake them; and I will not turn back until they are consumed. καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς και ουκ αποστραφήσομαι έως αν εκλείπωσιν
39I will dash them to pieces and they shall not be able to stand: they shall fall under my feet. εκθλίψω αυτούς και ου δύνωνται στήναι πεσούνται υπό τους πόδας μου
40For thou hast girded me with strength for war: thou hast beaten down under me all that rose up against me. και περιέζωσάς με δύναμιν εις πόλεμον συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ΄ εμέ υποκάτω μου
41And thou has made mine enemies turn their backs before me; and thou hast destroyed them that hated me. και τους εχθρούς μου έδωκάς μοι νώτον και τους μισούντάς με εξωλόθρευσας
42They cried, but there was no deliverer: even to the Lord, but he hearkened not to them. εκέκραξαν και ουκ ην ο σώζων προς κύριον και ουκ εισήκουεν αυτών
43I will grind them as the mud of the streets: and I will beat them small as dust before the wind. και λεπτυνώ αυτούς ωσεί χουν κατά πρόσωπον ανέμου ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς
44Deliver me from the gain sayings of the people: thou shalt make me head of the Gentiles: a people whom I knew not served me, ρύσαι με εξ αντιλογίας λαού καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών λαός ον ουκ έγνων εδούλευσέ μοι
45at the hearing of the ear they obeyed me: the strange children lied to me. εις ακοήν ωτίου υπήκουσέ υιοί αλλότριοι εψεύσαντό μοι
46The strange children waxed old, and fell away from their paths through lameness. υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών
47The Lord lives; and blessed be my God; and let the God of my salvation be exalted. ζη κύριος και ευλογητός ο θεός και υψωθήτω ο θεός της σωτηρίας μου
48It is God that avenges me, and has subdued the nations under me; ο θεός ο διδούς εκδικήσεις εμοί και υποτάξας λαούς υπ΄ εμέ
49my deliverer from angry enemies: thou shalt set me on high above them that rise up against me: thou shalt deliver me from the unrighteous man. ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων από των επανισταμένων επ΄ εμέ υψώσεις με από ανδρός αδίκου ρύση με
50Therefore will I confess to thee, O Lord, among the Gentiles, and sing to thy name. διά τούτο εξομολογήσομαί σοι εν έθνεσι κύριε και τω ονόματί σου ψαλώ
51God magnifies the deliverances of his king; and deals mercifully with David his anointed, and his seed, for ever. μεγαλύνων τας σωτηρίας του βασιλέως και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού τω Δαυίδ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος

Chapter 19

[edit]
1(19) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2The heavens declare the glory of God; and the firmament proclaims the work of his hands. οι ουρανοί διήγουνται δόξαν θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα
3Day to day utters speech, and night to night proclaims knowledge. ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν
4There are no speeches or words, in which their voices are not heard. ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών
5 Their voice is gone out into all the earth, and their words to the ends of the world. εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού
6In the sun he has set his tabernacle; and he comes forth as a bridegroom out of his chamber: he will exult as a giant to run his course. και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν
7His going forth is from the extremity of heaven, and his circuit to the other end of heaven: and no one shall be hidden from his heat. απ΄ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού και το κατάντημα αυτού έως άκρου του ουρανού και ουκ έστιν ος αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού
8The law of the Lord is perfect, converting souls: the testimony of the Lord is faithful, instructing babes. ο νόμος του κυρίου άμωμος επιστρέφων ψυχάς η μαρτύρια κυρίου πιστή σοφίζουσα νήπια
9The ordinances of the Lord are right, rejoicing the heart: the commandment of the Lord is bright, enlightening the eyes. τα δικαιώματα κυρίου ευθέα ευφραίνοντα καρδίαν η εντολή κυρίου τηλαυγής φωτίζουσα οφθαλμούς
10The fear of the Lord is pure, enduring for ever and ever: the judgments of the Lord are true, and justified altogether. ο φόβος κυρίου αγνός διαμένων εις αιώνα αιώνος τα κρίματα κυρίου αληθινά δεδικαιωμένα επί το αυτό
11To be desired more than gold, and much precious stone: sweeter also than honey and the honey-comb. επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον
12For thy servant keeps to them: in the keeping of them there is great reward. και γαρ ο δούλός σου φυλάσσει αυτά εν τω φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή
13Who will understand his transgressions? purge thou me from my secret sins. παραπτώματα τις συνήσει εκ των κρυφίων μου κάθαρισόν με
14And spare thy servant the attack of strangers: if they do not gain the dominion over me, then shall I be blameless, and I shall be clear from great sin. και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου εάν μη μου κατακυριεύσωσι τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης
15So shall the sayings of my mouth, and the meditation of my heart, be pleasing continually before thee, O Lord my helper, and my redeemer. και έσονται εις ευδοκίαν το λόγια του στόματός μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιόν σου διαπαντός κύριε βοηθέ μου και λυτρωτά μου

Chapter 20

[edit]
1(20) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2The Lord hear thee in the day of trouble; the name of the God of Jacob defend thee. επακούσαι σου κύριος εν ημέρα θλίψεως υπερασπίσαι σου το όνομα του θεού Ιακώβ
3Send thee help from the sanctuary, and aid thee out of Sion. εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και εκ Σιών αντιλάβοιτό σου
4Remember all thy sacrifice, and enrich thy whole-burnt-offering. Pause. μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμά σου πιανάτω
5Grant thee according to thy heart, and fulfill all thy desire. δωή σοι κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι
6We will exult in thy salvation, and in the name of our God shall we be magnified: the Lord fulfil all thy petitions. αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου και εν ονόματι κυρίου θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα πληρώσαι κύριος πάντα τα αιτήματά σου
7Now I know that the Lord has saved his Christ: he shall hear him from his holy heaven: the salvation of his right hand is mighty. νυν έγνων ότι έσωσε κύριος τον χριστόν αυτού επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού εν δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού
8Some glory in chariots, and some in horses: but we will glory in the name of the Lord our God. ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις ημείς δε εν ονόματι κυρίου θεού ημών επικαλεσόμεθα
9They are overthrown and fallen: but we are risen, and have been set upright. αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσον ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν
10O Lord, save the king: and hear us in whatever day we call upon thee. κύριε σώσον τον βασιλέα και επάκουσον ημών εν η αν ημέρα επικαλεσώμεθά σε

Chapter 21

[edit]
1(21) For the end, a Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2O Lord, the king shall rejoice in thy strength; and in thy salvation he shall greatly exult. κύριε εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς και επί τω σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα
3Thou hast granted him the desire of his soul, and hast not withheld from him the request of his lips. Pause. την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας αυτώ και την δέησιν των χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν
4For thou hast prevented him with blessings of goodness: thou has set upon his head a crown of precious stone. ότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου
5He asked life of thee, and thou gavest him length of days for ever and ever. ζωήν ητήσατό σε και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος
6His glory is great in thy salvation: thou wilt crown him with glory and majesty. μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ΄ αυτόν
7For thou wilt give him a blessing for ever and ever: thou wilt gladden him with joy with thy countenance. ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά του προσώπου σου
8For the king trusts in the Lord, and through the mercy of the Highest he shall not be moved. ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί κύριον και εν τω ελέει του υψίστου ου σαλευθή
9Let thy hand be found by all thine enemies: let thy right hand find all that hate thee. ευρεθείη η χειρ σου πάσι τοις εχθροίς σου η δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντάς σε
10Thou shalt make them as a fiery oven at the time of thy presence: the Lord shall trouble them in his anger, and fire shall devour them. ότι θήσεις αυτούς ως κλίβανον πυρός εις καιρόν του προσώπου σου κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ
11Thou shalt destroy their fruit from the earth, and their seed from among the sons of men. τον καρπόν αυτών από γης απολείς και το σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων
12For they intended evils against thee; they imagined a device which they shall by no means be able to perform. ότι έκλιναν εις σε κακά διελογίσαντο βουλάς αις ου δύνωνται στήναι
13For thou shalt make them turn their back in thy latter end, thou wilt prepare their face. ότι θήσεις αυτούς νώτον εν τοις περιλοίποις σου ετοιμάσεις το πρόσωπον αυτών
14Be thou exalted, O Lord, in thy strength: we will sing and praise thy mighty acts. υψώθητι κύριε εν τη δυνάμει σου άσομεν και ψαλούμεν τας δυναστείας σου

Chapter 22

[edit]
1(22) For the end, concerning the morning aid, a Psalm of David. εις το τέλος υπέρ της αντιλήψεως της εωθινής ψαλμός τω Δαυίδ
2 O God, my God, attend to me: why hast thou forsaken me? the account of my transgressions is far from my salvation. ο θεός ο θεός μου πρόσχες μοι ινατί εγκατέλιπές με μακράν από της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου
3O my God, I will cry to thee by day, but thou wilt not hear: and by night, and it shall not be accounted for folly to me. ο θεός μου κεκράξομαι ημέρας και ουκ εισακούση και νυκτός και ουκ εις άνοιαν εμοί
4But thou, the praise of Israel, dwellest in a sanctuary. συ δε εν αγίω κατοικείς ο έπαινος του Ισραήλ
5Our fathers hoped in thee; they hoped, and thou didst deliver them. επί σοι ήλπισαν οι πατέρες ημών ήλπισαν και ερρύσω αυτούς
6They cried to thee, and were saved: they hoped in thee, and were not ashamed. προς σε εκέκραξαν και εσώθησαν επί σοι ήλπισαν και ου κατησχύνθησαν
7But I am a worm, and not a man; a reproach of men, and scorn of the people. εγώ δε ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού
8All that saw me mocked me: they spoke with their lips, they shook the head, saying, πάντες οι θεωρούντές με εξεμυκτήρισαν με ελάλησαν εν χείλεσιν εκίνησάν κεφαλήν
9He hoped in the Lord: let him deliver him, let him save him, because he takes pleasure in him. ήλπισεν επί κύριον ρυσάσθω αυτόν σωσάτω αυτόν ότι θέλει αυτόν
10For thou art he that drew me out of the womb; my hope from my mother's breasts. ότι συ ει ο εκσπάσας με εκ γαστρός η ελπίς μου από μαστών της μητρός μου
11I was cast on thee from the womb: thou art my God from my mother's belly. επί σε επερρίφην εκ μήτρας εκ κοιλίας μητρός μου θεός μου ει συ
12Stand not aloof from me; for affliction is near; for there is no helper. μη αποστής απ΄ εμού ότι θλίψις εγγύς ότι ουκ έστιν ο βοηθών μοι
13Many bullocks have compassed me: fat bulls have beset me round. περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί ταύροι πίονες περιέσχον με
14They have opened their mouth against me, as a ravening and roaring lion. ηνοίξαν επ΄ εμέ το στόμα αυτών ως λέων αρπαζών και ωρυόμενος
15I am poured out like water, and all my bones are loosened: my heart in the midst of my belly is become like melting wax. ωσεί ύδωρ εξεχύθη και διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος εν μέσω της κοιλίας μου
16My strength is dried up, like a potsherd; and my tongue is glued to my throat; and thou hast brought me down to the dust of death. εξηράνθη ως όστρακον η ισχύς μου και η γλώσσά μου κεκόλληται τω λάρυγγί μου και εις χουν θανάτου κατήγαγές με
17For many dogs have compassed me: the assembly of the wicked doers has beset me round: they pierced my hands and my feet. ότι εκύκλωσάν με κύνες πολλοί συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με ώρυξαν χείράς μου και πόδας μου
18They counted all my bones; and they observed and looked upon me. εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου αυτοί δε κατενόησαν και επείδόν με
19 They parted my garments among themselves, and cast lots upon my raiment. διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον
20But thou, O Lord, remove not my help afar off: be ready for mine aid. συ δε κύριε μη μακρύνης την βοήθειάν σου απ΄ εμού εις την αντίληψίν μου πρόσχες
21Deliver my soul from the sword; my only-begotten one from the power of the dog. ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν μου και εκ χειρός κυνός την μονογενή μου
22Save me from the lion's mouth; and regard my lowliness from the horns of the unicorns. σώσόν με εκ στόματος λέοντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσίν μου
23I will declare thy name to my brethren: in the midst of the church will I sing praise to thee. διηγήσομαι το όνομά σου τοις αδελφοίς μου εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε
24Ye that fear the Lord, praise him; all ye seed of Jacob, glorify him: let all the seed of Israel fear him. οι φοβούμενοι τον κύριον αινέσατε αυτόν άπαν το σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αυτόν φοβηθήτω δη απ΄ αυτού άπαν το σπέρμα Ισραήλ
25For he has not despised nor been angry at the supplication of the poor; nor turned away his face from me; but when I cried to him, he heard me. ότι ουκ εξουδένωσεν ουδέ προσώχθισε τη δεήσει του πτωχού ουδέ απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ΄ εμού και εν τω κεκραγέναι με προς αυτόν εισήκουσέ μου
26My praise is of thee in the great congregation: I will pay my vows before them that fear him. παρά σου ο έπαινός μου εν εκκλησία μεγάλη εξομολογήσομαί σοι τας ευχάς μου αποδώσω ενώπιον των φοβουμένων αυτόν
27The poor shall eat and be satisfied; and they shall praise the Lord that seek him: their heart shall live for ever. φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι κύριον οι εκζητούντες αυτόν ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος
28All the ends of the earth shall remember and turn to the Lord: and all the kindreds of the nations shall worship before him. μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς κύριον πάντα τα πέρατα της γης και προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού πάσαι αι πατριαί των εθνών
29For the kingdom is the Lord's; and he is the governor of the nations. ότι του κυρίου η βασιλεία και αυτός δεσπόζει των εθνών
30All the fat ones of the earth have eaten and worshipped: all that go down to the earth shall fall down before him: my soul also lives to him. έφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γης ενώπιον αυτού προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις την γην και η ψυχή μου αυτώ ζη
31And my seed shall serve him: the generation that is coming shall be reported to the Lord. και το σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ αναγγελήσεται τω κυρίω γενεά η ερχομένη
32And they shall report his righteousness to the people that shall be born, whom the Lord has made. και αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τω τεχθησομένω ον εποίησεν ο κύριος

Chapter 23

[edit]
1(23) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2The Lord tends me as a shepherd, and I shall want nothing. κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει
3In a place of green grass, there he has made me dwell: he has nourished me by the water of rest. εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με
4He has restored my soul: he has guided me into the paths of righteousness, for his name's sake. την ψυχήν μου επέστρεψεν ωδήγησέ με επί τρίβους δικαιοσύνης ένεκεν του ονόματος αυτού
5Yea, even if I should walk in the midst of the shadow of death, I will not be afraid of evils: for thou art with me; thy rod and thy staff, these have comforted me. εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά ότι συ μετ΄ εμού ει η ράβδος σου και η βακτηρία σου αύταί με παρεκάλεσαν
6Thou has prepared a table before me in presence of them that afflict me: thou hast thoroughly anointed my head with oil; and thy cup cheers me like the best wine. ητοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν εξεναντίας των θλιβόντων με ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου και το ποτήριόν σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον
7Thy mercy also shall follow me all the days of my life: and my dwelling shall be in the house of the Lord for a very long time. και το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου και το κατοικείν με εν οίκω κυρίου εις μακρότητα ημερών

Chapter 24

[edit]
1(24) A Psalm for David on the first day of the week. ψαλμός τω Δαυίδ της μιάς των σαββάτων
2A Psalm for David on the first day of the week. The earth is the Lord's and the fullness thereof; the world, and all that dwell in it. του κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή
3He has founded it upon the seas, and prepared it upon the rivers. αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν
4Who shall go up to the mountain of the Lord, and who shall stand in his holy place? τις αναβήσεται εις το όρος του κυρίου η τις στήσεται εν τόπω αγίω αυτού
5He that is innocent in his hands and pure in his heart; who has not lifted up his soul to vanity, nor sworn deceitfully to his neighbour. αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία ος ουκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού και ουκ ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού
6He shall receive a blessing from the Lord, and mercy from God his Saviour. ούτος λήψεται ευλογίαν παρά κυρίου και ελεημοσύνην παρά θεού σωτήρος αυτού
7This is the generation of them that seek him, that seek the face of the God of Jacob. Pause. αύτη η γενεά ζητούντων τον κύριον ζητούντων το πρόσωπον του θεού Ιακώβ
8Lift up your gates, ye princes, and be ye lifted up, ye everlasting doors; and the king of glory shall come in. άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης
9Who is this king of Glory? the Lord strong and mighty, the Lord mighty in battle. τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης κύριος κραταιός και δυνατός κύριος δυνατός εν πολέμω
10Lift up your gates, ye princes; and be ye lift up, ye everlasting doors; and the king of glory shall come in. άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης
11Who is this king of glory? The Lord of hosts, he is this king of glory. τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης κύριος των δυνάμεων αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης

Chapter 25

[edit]
1(25) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2To thee, O Lord, have I lifted up my soul. προς σε κύριε ήρα την ψυχήν μου
3O my God, I have trusted in thee: let me not be confounded, neither let mine enemies laugh me to scorn. ο θεός μου επί σοι πέποιθα μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα μηδέ καταγελάσατωσάν με οι εχθροί μου
4For none of them that wait on thee shall in any wise be ashamed: let them be ashamed that transgress without cause. και γαρ πάντες οι υπομένοντές σε ου καταισχυνθώσιν αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής
5Shew me thy ways, O Lord; and teach me thy paths. τας οδούς σου κύριε γνώρισόν μοι και τας τρίβους σου δίδαξόν με
6Lead me in thy truth, and teach me: for thou art God my Saviour: and I have waited on thee all the day. οδήγησόν με επί την αλήθειάν σου και δίδαξόν με ότι συ ει ο θεός ο σωτήρ μου και σε υπέμεινα όλην την ημέραν
7Remember thy compassions, O Lord, and thy mercies, for they are from everlasting. μνήσθητι των οικτιρμών σου κύριε και τα ελέη σου ότι από του αιώνός εισιν
8Remember not the sins of my youth, nor my sins of ignorance: remember me according to thy mercy, for thy goodness' sake, O Lord. αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής κατά το έλεός σου μνήσθητί μου συ ένεκεν της χρηστότητός σου κύριε
9Good and upright is the Lord: therefore will he instruct sinners in the way. χρηστός και ευθής ο κύριος διά τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ
10The meek will he guide in judgment: the meek will he teach his ways. οδηγήσει πραείς εν κρίσει διδάξει πραείς οδούς αυτού
11All the ways of the Lord are mercy and truth to them that seek his covenant and his testimonies. πάσαι αι οδοί κυρίου έλεος και αλήθεια τοις εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού
12For thy name's sake, O Lord, do thou also be merciful to my sin; for it is great. ένεκεν του ονόματός σου κύριε και ιλάσθητι τη αμαρτία μου πολλή γαρ εστι
13Who is the man that fears the Lord? he shall instruct him in the way which he has chosen. τις εστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τον κύριον νομοθετήσει αυτώ εν οδώ η ηρετίσατο
14His soul shall dwell in prosperity; and his seed shall inherit the earth. η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γην
15The Lord is the strength of them that fear him; and his covenant is to manifest truth to them. κραταίωμα κύριος των φοβουμένων αυτόν και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς
16Mine eyes are continually to the Lord; for he shall draw my feet out of the snare. οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον κύριον ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου
17Look upon me, and have mercy upon me; for I am an only child and poor. επίβλεψον επ΄ εμέ και ελέησόν με ότι μονογενής και πτωχός ειμι εγώ
18The afflictions of my heart have been multiplied; deliver me from my distresses. αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν εκ των αναγκών μου εξάγαγέ με
19Look upon mine affliction and my trouble; and forgive all my sins. ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου
20Look upon mine enemies; for they have been multiplied; and they have hated me with unjust hatred. ίδε τους εχθρούς μου ότι επληθύνθησαν και μίσος άδικον εμίσησάν με
21Keep my soul, and deliver me: let me not be ashamed; for I have hoped in thee. φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαί με μη καταισχυνθείην ότι ήλπισα επί σε
22The harmless and upright joined themselves to me: for I waited for thee, O Lord. άκακοι και ευθείς εκολλώντό μοι ότι υπέμεινά σε κύριε
23Deliver Israel, O God, out of all his afflictions. λύτρωσαι ο θεός τον Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού

Chapter 26

[edit]
1(26)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2Judge me, O Lord; for I have walked in my innocence: and hoping in the Lord I shall not be moved. κρίνόν με κύριε ότι εγώ εν ακακία μου επορεύθην και επί τω κυρίω ελπίζων ου ασθενήσω
3Prove me, O Lord, and try me; purify as with fire my reins and my heart. δοκίμασόν με κύριε και πείρασόν με πύρωσον τους νεφρούς μου και την καρδίαν μου
4For thy mercy is before mine eyes: and I am well pleased with thy truth. ότι το έλεός σου κατέναντι των οφθαλμών μου εστί και ευηρέστησα εν τη αληθεία σου
5I have not sat with the council of vanity, and will in nowise enter in with transgressors. ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος και μετά παρανομούντων ου εισέλθω
6I have hated the assembly of wicked doers; and will not sit with ungodly men. εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου καθίσω
7I will wash my hands in innocency, and compass thine altar, O Lord: νίψομαι εν αθώοις τας χείράς μου και κυκλώσω το θυσιαστήριόν σου κύριε
8to hear the voice of praise, and to declare all thy wonderful works. του ακούσαί με φωνής αινέσεώς σου και διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσιά σου
9O Lord, I have loved the beauty of thy house, and the place of the tabernacle of thy glory. κύριε ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου
10Destroy not my soul together with the ungodly, nor my life with bloody men: μη συναπολέσης μετά ασεβών την ψυχήν μου και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου
11in whose hands are iniquities, and their right hand is filled with bribes. ων εν χερσίν αι ανομίαι η δεξιά αυτών επλήσθη δώρων
12But I have walked in my innocence: redeem me, and have mercy upon me. εγώ δε εν ακακία μου επορεύθην λύτρωσαί με και ελέησόν με
13My foot stands in an even place: in the congregations will I bless thee, O Lord. ο πους μου έστη εν ευθύτητι εν εκκλησίαις ευλογήσω σε κύριε

Chapter 27

[edit]
1(27)

A Psalm of David, before he was anointed.

ψαλμός τω Δαυίδ προ του χρισθήναι
2The Lord is my light and my Saviour; whom shall I fear? the Lord is the defender of my life; of whom shall I be afraid? κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου τίνα φοβηθήσομαι κύριος υπερασπιστής της ζωής μου από τίνος δειλιάσω
3When evil-doers drew nigh against me to eat up my flesh, my persecutors and mine enemies, they fainted and fell. εν τω εγγίζειν επ΄ εμέ κακούντας του φαγείν τας σάρκας μου οι θλίβοντές με και οι εχθροί μου αυτοί ησθένησαν και έπεσον
4Though an army should set itself in array against me, my heart shall not be afraid: though war should rise up against me, in this am I confident. εάν παρατάξηται επ΄ εμέ παρεμβολή ου φοβηθήσεται η καρδία μου εάν επαναστή επ΄ εμέ πόλεμος εν ταύτη εγώ ελπίζω
5One thing have I asked of the Lord, this will I earnestly seek: that I should dwell in the house of the Lord, all the days of my life, that I should behold the fair beauty of the Lord, and survey his temple. μίαν ητησάμην παρά κυρίου ταύτην ζητήσω του κατοικείν με εν οίκω κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου του θεωρείν με την τερπνότητα κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού
6For in the day of mine afflictions he hid me in his tabernacle: he sheltered me in the secret of his tabernacle; he set me up on a rock. ότι έκρυψέ με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου εσκέπασέ με εν αποκρύφω της σκηνής αυτού εν πέτρα ύψωσέ με
7And now, behold, he has lifted up mine head over mine enemies: I went round and offered in his tabernacle the sacrifice of joy; I will sing even sing psalms to the Lord. και νυν ιδού ύψωσε την κεφαλήν μου επ΄ εχθρούς μου εκύκλωσα και έθυσα εν τη σκηνή αυτού θυσίαν αινέσεως και αλαλαγμού άσω και ψαλώ τω κυρίω
8Hear, O Lord, my voice which I have uttered aloud: pity me, and hearken to me. εισάκουσον κύριε της φωνής μου ης εκέκραξα ελέησόν με και εισάκουσόν μου
9My heart said to thee, I have diligently sought thy face: thy face, O Lord, I will seek. σοι είπεν η καρδία μου κύριον ζητήσω εξεζήτησά σε το πρόσωπόν μου το πρόσωπόν σου κύριε ζητήσω
10Turn not thy face away from me, turn not thou away from thy servant in anger: be thou my helper, forsake me not; and, O God my Saviour, overlook me not. μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ΄ εμού και μη εκκλίνης εν οργή από του δούλου σου βοηθός μου γενού μη αποσκορακίσης με και μη εγκαταλίπης με και μη υπερίδης με ο θεός ο σωτήρ μου
11For my father and my mother have forsaken me, but the Lord has taken me to himself. ότι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με ο δε κύριος προσελάβετό με
12Teach me, O Lord, in thy way, and guide me in a right path, because of mine enemies. νομοθέτησόν με κύριε εν τη οδώ σου και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία ένεκα των εχθρών μου
13Deliver me not over to the desire of them that afflict me; for unjust witnesses have risen up against me, and injustice has lied within herself. μη παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με ότι επανέστησάν μοι μάρτυρες άδικοι και εψεύσατο η αδικία εαυτή
14I believe that I shall see the goodness of the Lord in the land of the living. πιστεύω του ιδείν τα αγαθά κυρίου εν γη ζώντων
15Wait on the Lord: be of good courage, and let thy heart be strengthened: yea wait on the Lord. υπόμεινον τον κύριον ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου και υπόμεινον τον κύριον

Chapter 28

[edit]
1(28)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2To thee, O Lord, have I cried; my God, be not silent toward me: lest thou be silent toward me, and so I should be likened to them that go down to the pit. προς σε κύριε κεκράξομαι ο θεός μου μη παρασιωπήσης απ΄ εμού μή παρασιωπήσης και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον
3Hearken to the voice of my supplication, when I pray to thee, when I lift up my hands toward thy holy temple. εισάκουσον κύριε της φωνής της δέησεώς μου εν τω δέεσθαί με προς σε εν τω αίρειν με χείράς μου προς ναόν άγιόν σου
4Draw not away my soul with sinners, and destroy me not with the workers of iniquity, who speak peace with their neighbours, but evils are in their hearts. μη συνελκύσης με μετά αμαρτωλών και μετά εργαζομένων αδικίαν μη συναπολέσης με των λαλούντων ειρήνην μετά των πλησίον αυτών κακά δε εν ταις καρδίας αυτών
5Give them according to their works, and according to the wickedness of their devices: give them according to the works of their hands; render their recompense unto them. δος αυτοίς κύριε κατά τα έργα αυτών και κατά την πονηρίαν των επιτηδευμάτων αυτών κατά τα έργα των χειρών αυτών δος αυτοίς απόδος το ανταπόδομα αυτών αυτοίς
6Because they have not attended to the works of the Lord, even to the works of his hands, thou shalt pull them down, and shalt not build them up. ότι ου συνήκαν εις τα έργα κυρίου και εις τα έργα των χειρών αυτού καθελείς αυτούς και ου οικοδομήσεις αυτούς
7Blessed be the Lord, for he has hearkened to the voice of my petition. ευλογητός κύριος ότι εισήκουσε της φωνής της δεήσεώς μου
8The Lord is my helper and my defender; my heart has hoped in him, and I am helped: my flesh has revived, and willingly will I give praise to him. κύριος βοηθός μου και υπερασπιστής μου επ΄ αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σαρξ μου και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ
9The Lord is the strength of his people, and the saving defender of his anointed. κύριος κραταίωμα του λαού αυτού και υπερασπιστής των σωτηρίων του χριστού αυτού εστι
10Save thy people, and bless thine inheritance: and take care of them, and lift them up for ever. σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου και ποίμανον αυτούς και έπαρον αυτούς έως του αιώνος

Chapter 29

[edit]
1(29) A Psalm of David

on the occasion of the solemn assembly of the Tabernacle.

ψαλμός τω Δαυίδ εξοδίου σκηνής
2Bring to the Lord, ye sons of God, bring to the Lord young rams; bring to the Lord glory and honour. ενέγκατε τω κυρίω υιοί θεού ενέγκατε τω κυρίω υιούς κριών ενέγκατε τω κυρίω δόξαν και τιμήν
3Bring to the Lord glory, due to his name; worship the lord in his holy court. ενέγκατε τω κυρίω δόξαν ονόματι αυτού προσκυνήσατε τω κυρίω εν αυλή αγία αυτού
4The voice of the Lord is upon the waters: the God of glory has thundered: the Lord is upon many waters. φωνή κυρίου επί των υδάτων ο θεός της δόξης εβρόντησε κύριος επί υδάτων πολλών
5The voice of the Lord is mighty; the voice of the Lord is full of majesty. φωνή κυρίου εν ισχύϊ φωνή κυρίου εν μεγαλοπρεπεία
6There is the voice of the Lord who breaks the cedars; the Lord will break the cedars of Libanus. φωνή κυρίου συντρίβοντος κέδρους και συντρίψει κύριος τας κέδρους του Λιβάνου
7And he will beat them small, even Libanus itself, like a calf; and the beloved one is as a young unicorn. και λεπτυνεί αυτάς ως τον μόσχον τον Λίβανον και ο ηγαπημένος ως υιός μονοκερώτων
8There is a voice of the Lord who divides a flame of fire. φωνή κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός
9A voice of the Lord who shakes the wilderness; the Lord will shake the wilderness of Cades. φωνή κυρίου συσσείοντος έρημον και συσσείσει κύριος την έρημον Κάδης
10The voice of the Lord strengthens the hinds, and will uncover the thickets: and in his temple every one speaks of his glory. φωνή κυρίου καταρτιζομένη ελάφους και αποκαλύψει δρυμούς και εν τω ναώ αυτού πας τις λέγει δόξαν
11The Lord will dwell on the waterflood: and the Lord will sit a king for ever. κύριος τον κατακλυσμόν κατοικιεί και καθιείται κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα
12The Lord will give strength to his people; the Lord will bless his people with peace. κύριος ισχύν τω λαώ αυτού δώσει κύριος ευλογήσει τον λαόν αυτού εν ειρήνη

Chapter 30

[edit]
1(30) For the end, a Psalm
and Song at the dedication of the house of David.
ψαλμός ωδής του εγκαινισμού του οίκου Δαυίδ
2I will exalt thee, O Lord; for thou hast lifted me up, and not caused mine enemies to rejoice over me. υψώσω σε κύριε ότι υπέλαβές με και ουκ εύφρανας τους εχθρούς μου επ΄ εμέ
3O Lord my God, I cried to thee, and thou didst heal me. κύριε ο θεός μου εκέκραξα προς σε και ιάσω με
4O Lord, thou hast brought up my soul from Hades, thou hast delivered me from among them that go down to the pit. κύριε ανήγαγες εξ άδου την ψυχήν μου έσωσάς με από των καταβαινόντων εις λάκκον
5Sing to the Lord, ye his saints, and give thanks for the remembrance of his holiness. ψάλατε τω κυρίω οι όσιοι αυτού και εξομολογείσθε τη μνήμη της αγιωσύνης αυτού
6For anger is in his wrath, but life in his favour: weeping shall tarry for the evening, but joy shall be in the morning. ότι οργή εν τω θυμώ αυτού και ζωή εν τω θελήματι αυτού το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις τοπρωϊ αγαλλίασις
7And I said in my prosperity, I shall never be moved. εγώ δε είπα εν τη ευθηνία μου ου σαλευθώ εις τον αιώνα
8O Lord, in thy good pleasure thou didst add strength to my beauty: but thou didst turn away thy face, and I was troubled. κύριε εν τω θελήματί σου παρέσχου τω κάλλει μου δύναμιν απέστρεψάς δε το πρόσωπόν σου και εγενήθην τεταραγμένος
9To thee, O Lord, will I cry; and to my God will I make supplication. προς σε κύριε κεκράξομαι και προς τον θεόν μου δεηθήσομαι
10What profit is there in my blood, when I go down to destruction? Shall the dust give praise to thee? or shall it declare thy truth? τις ωφέλεια εν τω αίματί μου εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν μη εξομολογήσεταί σοι χους η αναγγελεί την αλήθειάν σου
11The Lord heard, and had compassion upon me; the Lord is become my helper. ήκουσε κύριος και ηλέησέ με κύριος εγενήθη βοηθός μου
12Thou hast turned my mourning into joy for me: thou hast rent off my sackcloth, and girded me with gladness; έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην
13that my glory may sing praise to thee, and I may not be pierced with sorrow. O Lord my God, I will give thanks to thee for ever. όπως αν ψάλη σοι η δόξα μου και ου κατανυγώ κύριε ο θεός μου εις τον αιώνα εξομολογήσομαί σοι

Chapter 31

[edit]
1(31) For the end, a Psalm of David,

an utterance of

extreme fear.
εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ εκστάσεως
2O Lord, I have hoped in thee; let me never be ashamed: deliver me in thy righteousness and rescue me. επί σοι κύριε ήλπισα μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα εν τη δικαιοσύνη σου ρύσαί με και εξελού με
3Incline thine ear to me; make haste to rescue me: be thou to me for a protecting God, and for a house of refuge to save me. κλίνον προς με το ους σου τάχυνον του εξελέσθαι με γενού μοι εις θεόν υπερασπιστήν και εις οίκον καταφυγής του σώσαί με
4For thou art my strength and my refuge; and thou shalt guide me for thy name's sake, and maintain me. ότι κραταίωμά μου και καταφυγή μου ει συ και ένεκεν του ονόματός σου οδηγήσεις με και διαθρέψεις με
5Thou shalt bring me out of the snare which they have hidden for me; for thou, O Lord, art my defender. εξάξεις με εκ παγίδος ταύτης ης έκρυψάν μοι ότι συ ει ο υπερασπιστής μου κύριε
6Into thine hands I will commit my spirit: thou hast redeemed me, O Lord God of truth. εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμά μου ελυτρώσω με κύριε ο θεός της αληθείας
7Thou has hated them that idly persist in vanities: but I have hoped in the Lord. εμίσησας τους διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενής εγώ δε επί τω κυρίω ήλπισα
8I will exult and be glad in thy mercy: for thou hast looked upon mine affliction; thou hast saved my soul from distresses. αγαλλιάσομαι και ευφρανθήσομαι επί τω ελέει σου ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου
9And thou hast not shut me up into the hands of the enemy: thou hast set my feet in a wide place. και ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου
10Pity me, O Lord, for I am afflicted: my eye is troubled with indignation, my soul and by belly. ελέησόν με κύριε ότι θλίβομαι εταράχθη εν θυμώ ο οφθαλμός μου η ψυχή μου και η γαστήρ μου
11For my life is spent with grief, and my years with groanings: my strength has been weakened through poverty, and my bones are troubled. ότι εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς ησθένησεν εν πτωχεία η ισχύς μου και τα οστά μου εταράχθησαν
12I became a reproach among all mine enemies, but exceedingly so to my neighbours, and a fear to mine acquaintance: they that saw me without fled from me. παρά πάντας τους εχθρούς μου εγενήθην όνειδος και τοις γείτοσί μου σφόδρα και φόβος τοις γνωστοίς μου οι θεωρούντές με έξω έφυγον απ΄ εμού
13I have been forgotten as a dead man out of mind: I am become as a broken vessel. επελήσθην ωσεί νεκρός από καρδίας εγενήθην ωσεί σκεύος απολωλός
14For I heard the slander of many that dwelt round about: when they were gathered together against me, they took counsel to take my life. ότι ήκουσα ψόγον πολλών παροικούντων κυκλόθεν εν τω συναχθήναι αυτούς άμα επ΄ εμέ του λαβείν την ψυχήν μου εβουλεύσαντο
15But I hoped in thee, O Lord: I said, Thou art my God. εγώ δε επί σοι κύριε ήλπισα είπα συ ει ο θεός μου
16My lots are in thy hands: deliver me from the hand of mine enemies, εν ταις χερσί σου οι κλήροί μου ρύσαί με εκ χειρός εχθρών μου και εκ των καταδιωκόντων με
17and from them that persecute me. Make thy face to shine upon thy servant: save me in thy mercy. επίφανον το πρόσωπόν σου επί τον δούλόν σου σώσόν με εν τω ελέει σου
18O Lord, let me not be ashamed, for I have called upon thee: let the ungodly be ashamed, and brought down to Hades. κύριε μη καταισχυνθείην ότι επεκαλεσάμην σε αισχυνθείησαν οι ασεβείς και καταχθείησαν εις άδου
19Let the deceitful lips become dumb, which speak iniquity against the righteous with pride and scorn. άλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια τα λαλούντα κατά του δικαίου ανομίαν εν υπερηφανία και εξουδενώσει
20How abundant is the multitude of thy goodness, O Lord, which thou hast laid up for them that fear thee! thou hast wrought it out for them that hope on thee, in the presence of the sons of men. ως πολύ το πλήθος της χρηστότητός σου κύριε ης έκρυψας τοις φοβουμένοις σε εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε εναντίον των υιών των ανθρώπων
21Thou wilt hide them in the secret of thy presence from the vexation of man: thou wilt screen them in a tabernacle from the contradiction of tongues. κατακρύψεις αυτούς εν αποκρύφω του προσώπου σου από ταραχής ανθρώπων σκεπάσεις αυτούς εν σκηνή από αντιλογίας γλωσσών
22Blessed be the Lord: for he has magnified his mercy in a fortified city. ευλογητός κύριος ότι εθαυμάστωσε το έλεος αυτού εν πόλει περιοχής
23But I said in my extreme fear, I am cast out from the sight of thine eyes: therefore thou didst hearken, O Lord, to the voice of my supplication when I cried to thee. εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου απέρριμμαι από προσώπου των οφθαλμών σου διά τούτο εισήκουσας της φωνής της δεήσεώς μου εν τω κεκραγέναι με προς σε
24Love the Lord, all ye his saints: for the Lord seeks for truth, and renders a reward to them that deal very proudly. αγαπήσατε τον κύριον πάντες οι όσιοι αυτού ότι αληθείας εκζητεί κύριος και ανταποδίδωσι τοις περισσώς ποιούσιν υπερηφανίαν
25Be of good courage, and let your heart be strengthened, all ye that hope in the Lord. ανδρίζεσθε και κραταιούσθω η καρδία υμών πάντες οι ελπίζοντες επί κύριον

Chapter 32

[edit]
1(32)

A Psalm of

instruction by David.
ψαλμός τω Δαυίδ συνέσεως
2 Blessed are they whose transgressions are forgiven, and who sins are covered. μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι
3Blessed is the man to whom the Lord will not impute sin, and whose mouth there is no guile. μακάριος ανήρ ω ου λογίσηται κύριος αμαρτίαν ουδέ έστιν εν τω στόματι αυτού δόλος
4Because I kept silence, my bones waxed old, from my crying all the day. ότι εσίγησα επαλαιώθη τα οστά μου από του κράζειν με όλην την ημέραν
5For day and night thy hand was heavy upon me: I became thoroughly miserable while a thorn was fastened in me. Pause. ότι ημέρας και νυκτός εβαρύνθη επ΄ εμέ η χειρ σου εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τω εμπαγήναί μοι άκανθαν
6I acknowledged my sin, and hid not mine iniquity: I said, I will confess mine iniquity to the Lord against myself; and thou forgavest the ungodliness of my heart. Pause. την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα είπα εξαγορεύσω κατ΄ εμού την ανομίαν μου τω κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου διάψαλμα
7Therefore shall every holy one pray to thee in a fit time: only in the deluge of many waters they shall not come nigh to him. υπέρ ταύτης προσεύξεται προς σε πας όσιος εν καιρώ ευθέτω πλην εν κατακλυσμώ υδάτων πολλών προς αυτόν ουκ εγγιούσι
8Thou art my refuge from the affliction that encompasses me; my joy, to deliver me from them that have compassed me. Pause. συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με το αγαλλίαμά μου λύτρωσαί με από των κυκλωσάντων με διάψαλμα
9I will instruct thee and guide thee in this way wherein thou shalt go: I will fix mine eyes upon thee. συνετίω σε και συμβιβώ σε εν οδώ ταύτη η πορεύση επιστηριώ επί σε τους οφθαλμούς μου
10Be ye not as horse and mule, which have no understanding; but thou must constrain their jaws with bit and curb, lest they should come nigh to thee. μη γίνεσθε ως ίππος και ημίονος οις ουκ έστι σύνεσις εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις των μη εγγιζόντων προς σε
11Many are the scourges of the sinner: but him that hopes in the Lord mercy shall compass about. πολλαί αι μάστιγες του αμαρτωλού τον δε ελπίζοντα επί κύριον έλεος κυκλώσει
12Be glad in the Lord, and exult, ye righteous: and glory, all ye that are upright in heart. ευφράνθητε επί κύριον και αγαλλιάσθε δίκαιοι και καυχάσθε πάντες οι ευθείς τη καρδία

Chapter 33

[edit]
1(33)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2Rejoice in the Lord, ye righteous; praise becomes the upright. αγαλλιάσθε δίκαιοι εν τω κυρίω τοις ευθέσι πρέπει αίνεσις
3 Praise the Lord on the harp; platy to him on a psaltery of ten strings. εξομολογείσθε τω κυρίω εν κιθάρα εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλατε αυτώ
4Sing to him a new song; play skillfully with a loud noise. άσατε αυτώ άσμα καινόν καλώς ψάλατε αυτώ εν αλαλαγμώ
5For the word of the Lord is right; and all his works are faithful. ότι ευθής ο λόγος του κυρίου και πάντα τα έργα αυτού εν πίστει
6He loves mercy and judgment; the earth is full the mercy of the Lord. αγαπά ελεημοσύνην και κρίσιν ο κύριος του ελέους κυρίου πλήρης η γη
7By the word of the Lord the heavens were established; and all the host of them by the breath of his mouth. τω λόγω του κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών
8Who gathers the waters of the sea as in a bottle; who lays up the deeps in treasuries. συνάγων ωσεί ασκόν ύδατα θαλάσσης τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους
9Let all the earth fear the Lord; and let all that dwell in the world be moved because of him. φοβηθήτω τον κύριον πάσα η γη απ΄ αυτού δε σαλευθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην
10For he spoke, and they were made; he commanded, and they were created. ότι αυτός είπε και εγενήθησαν αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν
11The Lord frustrates the counsels of the nations; he brings to nought also the reasonings of the peoples, and brings to nought the counsels of princes. κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών αθετεί δε λογισμούς λαών και άθετει βουλάς αρχόντων
12But the counsel of the Lord endures for ever, the thoughts of his heart from generation to generation. η δε βουλή του κυρίου εις τον αιώνα μένει λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν
13Blessed is the nation whose God is the Lord; the people whom he has chosen for his own inheritance. μακάριον το έθνος ου εστι κύριος ο θεός αυτού λαός ον εξελέξατο εις κληρονομίαν εαυτώ
14The Lord looks out of heaven; he beholds all the sons of men. εξ ουρανού επέβλεψεν ο κύριος είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων
15He looks from his prepared habitation on all the dwellers on the earth; εφ΄ ετοίμου κατοικητηρίου αυτού επέβλεψεν επί πάντας τους κατοικούντας την γην
16who fashioned their hearts alone; who understands all their works. ο πλάσας κατάμόνος τας καρδίας αυτών ο συνιείς εις πάντα τα έργα αυτών
17A king is not saved by reason of a great host; and a giant shall not be delivered by the greatness of his strength. ου σώζεται βασιλεύς διά πολλήν δύναμιν και γίγας ου σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού
18A horse is vain for safety; neither shall he be delivered by the greatness of his power. ψευδής ίππος εις σωτηρίαν εν δε πλήθει δυνάμεως αυτού ου σωθήσεται
19Behold, the eyes of the Lord are on them that fear him, those that hope in his mercy; ιδού οι οφθαλμοί κυρίου επί τους φοβουμένους αυτόν τους ελπίζοντας επί το έλεος αυτού
20to deliver their souls from death, and to keep them alive in famine. ρύσασθαι εκ θανάτου τας ψυχάς αυτών και διαθρέψαι αυτούς εν λιμώ
21Our soul waits on the Lord; for he is our helper and defender. η δε ψυχή ημών υπομενεί τω κυρίω ότι βοηθός και υπερασπιστής ημών εστιν
22For our heart shall rejoice in him, and we have hoped in his holy name. ότι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών και εν τω ονόματι τω αγίω αυτού ηλπίσαμεν
23Let thy mercy, O Lord, be upon us, according as we have hoped in thee. γένοιτο το έλεός σου κύριε εφ΄ ημάς καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε

Chapter 34

[edit]
1(34)

A Psalm of David, when he changed his countenance before Abimelech; and he let him go, and he departed.

ψαλμός τω Δαυίδ ότε ηλλοίωσε το πρόσωπον αυτού εναντίον Αβιμέλεχ και απέλυσεν αυτόν και απήλθεν
2I will bless the Lord at all times: his praise shall be continually in my mouth. ευλογήσω τον κύριον εν παντί καιρώ διαπαντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματί μου
3My soul shall boast herself in the Lord: let the meek hear, and rejoice. εν τω κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή μου ακουσάτωσαν πραείς και ευφρανθήτωσαν
4Magnify ye the Lord with me, and let us exalt his name together. μεγαλύνατε τον κύριον συν εμοί και υψώσωμεν το όνομα αυτού επιτοαυτό
5I sought the Lord diligently, and he hearkened to me, and delivered me from all my sojournings. εξεζήτησα τον κύριον και επήκουσέ μου και εκ πασών των θλίψεων μου ερρύσατό με
6Draw near to him, and be enlightened: and your faces shall not by any means be ashamed. προσέλθατε προς αυτόν και φωτίσθητε και τα πρόσωπα υμών ου καταισχυνθή
7This poor man cried, and the Lord hearkened to him, and delivered him out of all his afflictions. ούτος ο πτωχός εκέκραξε και ο κύριος εισήκουσεν αυτού και εκ πασών των θλίψεων αυτού έσωσεν αυτόν
8The angel of the Lord will encamp round about them that fear him, and will deliver them. παρεμβαλεί άγγελος κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς
9Taste and see that the Lord is good: blessed is the man who hopes in him. γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο κύριος μακάριος ανήρ ος ελπίζει επ΄ αυτόν
10Fear the Lord, all ye his saints: for there is no want to them that fear him. φοβήθητε τον κύριον πάντες οι άγιοι αυτού ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις αυτόν
11The rich have become poor and hungry: but they that seek the Lord diligently shall not want any good thing. Pause. πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες τον κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού
12Come, ye children, hear me: I will teach you the fear of the Lord. δεύτε τέκνα ακούσατέ μου φόβον κυρίου διδάξω υμάς
13 What man is there that desires life, loving to see good days? τις εστιν άνθρωπος ο θέλων ζωήν αγαπών ημέρας ιδείν αγαθάς
14Keep thy tongue from evil, and thy lips from speaking guile. παύσον την γλώσσάν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον
15Turn away from evil, and do good; seek peace, and pursue it. έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν ζήτησον ειρήνην και δίωξον αυτήν
16The eyes of the Lord are over the righteous, and his ears are open to their prayer: οι οφθαλμοί κυρίου επί δικαίους και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών
17but the face of the Lord is against them that do evil, to destroy their memorial from the earth. The righteous cried, and the Lord hearkened to them, πρόσωπον δε κυρίου επί ποιούντας κακά του εξολοθρεύσαι εκ γης το μνημόσυνον αυτών
18and delivered them out of all their afflictions. εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο κύριος εισήκουσεν αυτών και εκ πασών των θλίψεων αυτών ερρύσατο αυτούς
19The Lord is near to them that are of a contrite heart; and will save the lowly in spirit. εγγύς κύριος τοις συντετριμμένοις την καρδίαν και τους ταπεινούς τω πνεύματι σώσει
20Many are the afflictions of the righteous: but out of them all Lord will deliver them. πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο κύριος
21He keeps all their bones: not one of them shall be broken. φυλάσσει κύριος πάντα τα οστα αυτών εν εξ αυτών ου συντριβήσεται
22The death of sinners is evil: and they that hate righteousness will go wrong. θάνατος αμαρτωλών πονηρός και οι μισούντες το δίκαιον πλημμελήσουσι
23The Lord will redeem the souls of his servants: and none of those that hope in him shall go wrong. λυτρώσεται κύριος ψυχάς δούλων αυτού και ου πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ΄ αυτόν

Chapter 35

[edit]
1(35)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2Judge thou, O Lord, them that injure me, fight against them that fight against me. δίκασον κύριε τους αδικούντάς με πολέμησον τους πολεμούντάς με
3Take hold of shield and buckler, and arise for my help. επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις βοήθειάν μου
4Bring forth a sword, and stop the way against them that persecute me: say to my soul, I am thy salvation. έκχεον ρομφαίαν και σύγκλεισον εξεναντίας των καταδιωκόντων με είπον τη ψυχή μου σωτηρία σου ειμί εγώ
5Let them that seek my soul be ashamed and confounded: let them that devise evils against me be turned back and put to shame. αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοί μοι κακά
6Let them be as dust before the wind, and an angel of the Lord afflicting them. γενηθήτωσαν ωσεί χνους κατά πρόσωπον ανέμου και άγγελος κυρίου εκθλίβων αυτούς
7Let their way be dark and slippery, and an angel of the Lord persecuting them. γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα και άγγελος κυρίου καταδιώκων αυτούς
8For without cause they have hid for me their destructive snare: without a cause they have reproached my soul. ότι δωρεάν έκρυψάν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου
9Let a snare which they know not come upon them; and the gin which they hid take them; and let them fall into the very same snare. ελθέτω αυτώ παγίς ην ου γινώσκει και η θήρα ην έκρυψε συλλαβέτω αυτόν και εν τη παγίδι πεσείται εν αυτή
10But my soul shall exult in the Lord: it shall delight in his salvation. η δε ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τω κυρίω τερφθήσεται επί τω σωτηρίω αυτού
11All my bones shall say, O Lord, who is like to thee? delivering the poor out of the hand of them that are stronger than he, yea, the poor and needy one from them that spoil him. πάντα τα οστά μου ερούσι κύριε κύριε τις όμοιός σοι ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν
12Unjust witnesses arose, and asked me of things I new not. αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι α ουκ εγίνωσκον ερώτων με
13They rewarded me evil for good, and bereavement to my soul. ανταπεδίδοσάν μοι πονηρά αντί αγαθών και ατεκνίαν τη ψυχή μου
14But I, when they troubled me, put on sackcloth, and humbled my soul with fasting: and my prayer shall return to my own bosom. εγώ δε εν τω αυτούς παρενοχλείν μοι ενεδυόμην σάκκον και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται
15I behaved agreeably towards them as if it had been our neighbour or brother: I humbled myself as one mourning and sad of countenance. ως πλησίον ως αδελφώ ημετέρω ούτως ευηρέστουν ως πενθών και σκυθρωπάζων ούτως εταπεινούμην
16Yet they rejoiced against me, and plagues were plentifully brought against me, and I knew it not: they were scattered, but repented not. και κατ΄ εμού ευφράνθησαν και συνήχθησαν συνήχθησαν επ΄ εμέ μάστιγες και ουκ έγνων διεσχίσθησαν και ου κατενύγησαν
17They tempted me, they sneered at me most contemptuously, they gnashed their teeth upon me. επείρασάν με εξεμυκτήρισάν με μυκτηρισμώ έβρυξαν επ΄ εμέ τους οδόντας αυτών
18O Lord, when wilt thou look upon me? Deliver my soul from their mischief, mine only-begotten one from the lions. κύριε πότε επόψη αποκατάστησον την ψυχήν μου από της κακουργίας αυτών από λεόντων την μονογενή μου
19I will give thanks to thee even in a great congregation: in an abundant people I will praise thee. εξομολογήσομαί σοι εν εκκλησία πολλή εν λαώ βαρεί αινέσω σε
20Let not them that are mine enemies without a cause rejoice against me; who hate me for nothing, and wink with their eyes. μη επιχαρείησάν μοι οι εχθραίνοντές μοι αδίκως οι μισούντες με δωρεάν και διανεύοντες οφθαλμοίς
21For to me they spoke peaceably, but imagined deceits in their anger. ότι εμοί μεν ειρηνικά ελάλουν και επ΄ οργήν δόλους διελογίζοντο
22And they opened wide their mouth upon me; they said Aha, aha, our eyes have seen it. και επλάτυναν επ΄ εμέ το στόμα αυτών είπον εύγε εύγε είδον οι οφθαλμοί ημών
23Thou hast seen it, O Lord: keep not silence: O Lord, withdraw not thyself from me. είδες κύριε μη παρασιωπήσης κύριε μη αποστής απ΄ εμού
24Awake, O Lord, and attend to my judgment, even to my cause, my God and my Lord. εξεγέρθητι κύριε και πρόσχες τη κρίσει μου ο θεός μου και ο κυριός μου εις την δίκην μου
25Judge me, O Lord, according to thy righteousness, O Lord my God; and let them not rejoice against me. κρίνόν με κύριε κατά την δικαιοσύνην σου κύριε ο θεός μου και μη επιχαρείησάν μοι
26Let them not say in their hearts, Aha, aha, it is pleasing to our soul: neither let them say, We have devoured him. μη είποισαν εν καρδίαις αυτών εύγε εύγε τη ψυχή ημών μηδέ είποιεν κατεπίομεν αυτόν
27Let them be confounded and ashamed together that rejoice at my afflictions: let them be clothed with shame and confusion that speak great swelling words against me. αισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοις κακοίς μου ενδυσάσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ΄ εμέ
28Let them that rejoice in my righteousness exult and be glad: and let them say continually, The Lord be magnified, who desire the peace of his servant. αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου και ειπάτωσαν διαπαντός μεγαλυνθήτω ο κύριος οι θέλοντες την ειρήνην του δούλου αυτού
29And my tongue shall meditate on thy righteousness, and on thy praise all the day. και η γλώσσά μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου όλην την ημέραν τον έπαινόν σου

Chapter 36

[edit]
1(36) For the end, by David the servant of the Lord. εις το τέλος τω παιδί κυρίου τω Δαυίδ
2The transgressor, that he may sin, says within himself, that there is no fear of God before his eyes. φησίν ο παράνομος του αμαρτάνειν εν εαυτώ ουκ έστι φόβος θεού απέναντι των οφθαλμών αυτού
3For he has dealt craftily before him, to discover his iniquity and hate it. ότι εδόλωσεν ενώπιον αυτού του ευρείν την ανομίαν αυτού και μισήσαι
4The words of his mouth are transgression and deceit: he is not inclined to understand how to do good. τα ρήματα του στόματος αυτού ανομία και δόλος ουκ ηβουλήθη συνιέναι του αγαθύναι
5He devises iniquity on his bed; he gives himself to every evil way; and does not abhor evil. ανομίαν διελογίσατο επί της κοίτης αυτού παρέστη πάση οδώ ουκ αγαθή κακία δε ου προσώχθισε
6O Lord, thy mercy is in the heaven; and thy truth reaches to the clouds. κύριε εν τω ουρανώ το έλεός σου και η αλήθειά σου έως των νεφελών
7Thy righteousness is as the mountains of God, thy judgments are as a great deep: O Lord, thou wilt preserve men and beasts. η δικαιοσύνη σου ως όρη θεού τα κρίματά σου άβυσσος πολλή ανθρώπους και κτήνη σώσεις κύριε
8How hast thou multiplied thy mercy, O God! so the children of men shall trust in the shelter of thy wings. ως επλήθυνας το έλεός σου ο θεός οι δε υιοί των ανθρώπων εν σκέπη των πτερύγων σου ελπιούσι
9They shall be fully satisfied with the fatness of thine house; and thou shalt cause them to drink of the full stream of thy delights. μεθυσθήσονται από πιότητος οίκου σου και τον χειμάρρουν της τρυφής σου ποτιείς αυτούς
10For with thee is the fountain of life: in thy light we shall see light. ότι παρά σοι πηγή ζωής εν τω φωτί σου οψόμεθα φως
11Extend thy mercy to them that know thee; and thy righteousness to the upright in heart. παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε και την δικαιοσύνην σου τοις ευθέσι τη καρδία
12Let not the foot of pride come against me, and let not the hand of sinners move me. μη ελθέτω μοι πους υπερηφανίας και χειρ αμαρτωλού μη σαλεύσαι με
13There have all the workers of iniquity fallen: they are cast out, and shall not be able to stand. εκεί έπεσον πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν εξώσθησαν και ου δύνωνται στήναι

Chapter 37

[edit]
1(37)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2Fret not thyself because of evil-doers, neither be envious of them that do iniquity. μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους ποιούντας την ανομίαν
3For they shall soon be withered as the grass, and shall soon fall away as the green herbs. ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται
4Hope in the Lord, and do good; and dwell on the land, and thou shalt be fed with the wealth of it. έλπισον επί κύριον και ποίει χρηστότητα και κατασκήνου την γην και ποιμανθήση επί τω πλούτω αυτής
5Delight thyself in the Lord; and he shall grant thee the requests of thine heart. κατατρύφησον του κυρίου και δωή σοι τα αιτήματα της καρδίας σου
6Disclose thy way to the Lord, and hope in him; and he shall bring it to pass. αποκάλυψον προς κύριον την οδόν σου και έλπισον επ΄ αυτόν και αυτός ποιήσει
7And he shall bring forth thy righteousness as the light, and thy judgment as the noon-day. και εξοίσει ως φως την δικαιοσύνην σου και το κρίμά σου ως μεσημβρίαν
8Submit thyself to the Lord, and supplicate him: fret not thyself because of him that prospers in his way, at the man that does unlawful deeds. υποτάγηθι τω κυρίω και ικέτευσον αυτόν μη παραζήλου εν τω κατευοδουμένω εν τη οδώ αυτού εν ανθρώπω ποιούντι παρανομίαν
9ease from anger, and forsake wrath: fret not thyself so as to do evil. παύσαι από οργής και εγκατάλιπε θυμόν μη παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι
10For evil-doers shall be destroyed: but they that wait on the Lord, they shall inherit the land. ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται οι δε υπομένοντες τον κύριον αυτοί κληρονομήσουσι την γην
11And yet a little while, and the sinner shall not be, and thou shalt seek for his place, and shalt not find it. και έτι ολίγον και ου υπάρξη αμαρτωλός και ζητήσεις τον τόπον αυτού και ου εύρης
12But the meek shall inherit the earth; and shall delight themselves in the abundance of peace. οι δε πραείς κληρονομήσουσι γην και κατατρυφήσουσιν επί πλήθει ειρήνης
13The sinner will watch for the righteous, and gnash his teeth upon him. παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τον δίκαιον και βρύξει επ΄ αυτόν τους οδόντας αυτού
14But the Lord shall laugh at him: for he foresees that his day will come. ο δε κύριος εκγελάσεται αυτόν ότι προβλέπει ότι ήξει η ημέρα αυτού
15Sinners have drawn their swords, they have bent their bow, to cast down the poor and needy one, and to slay the upright in heart. ρομφαίαν εσπάσαντο οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον αυτών του καταβαλείν πτωχόν και πένητα του σφάξαι τους ευθείς τη καρδία
16Let their sword enter into their own heart, and their bows be broken. η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις τας καρδίας αυτών και τα τόξα αυτών συντριβείη
17A little is better to the righteous than abundant wealth of sinners. κρείσσον ολίγον τω δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν
18For the arms of sinners shall be broken; but the Lord supports the righteous. ότι βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται υποστηρίζει δε τους δικαίους ο κύριος
19The Lord knows the ways of the perfect; and their inheritance shall be for ever. γινώσκει κύριος τας οδούς των αμώμων και η κληρονομία αυτών εις τον αιώνα έσται
20They shall not be ashamed in an evil time; and in days of famine they shall be satisfied. ου καταισχυνθήσονται εν καιρώ πονηρώ και εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται
21For the sinners shall perish; and the enemies of the Lord at the moment of their being honoured and exalted have utterly vanished like smoke. ότι οι αμαρτωλοί απολούνται οι δε εχθροί του κυρίου άμα τω δοξασθήναι αυτούς και υψωθήναι εκλείποντες ωσεί καπνός εξέλιπον
22The sinner borrows, and will not pay again: but the righteous has compassion, and gives. δανείζεται ο αμαρτωλός και ουκ αποτίσει ο δε δίκαιος οικτείρει και διδοί
23For they that bless him shall inherit the earth; and they that curse him shall be utterly destroyed. ότι οι ευλογούντες αυτόν κληρονομήσουσι γην οι δε καταρώμενοι αυτόν εξολοθρευθήσονται
24The steps of a man are rightly ordered by the Lord: and he will take pleasure in his way. παρά κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται και την οδόν αυτού θελήσει σφόδρα
25When he falls, he shall not be ruined: for the Lord supports his hand. όταν πέση ου καταραχθήσεται ότι κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτώ
26I was once young, indeed I am now old; yet I have not seen the righteous forsaken, nor his seed seeking bread. νεώτερος εγενόμην και γαρ εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους
27He is merciful, and lends continually; and his seed shall be blessed. όλην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος και το σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έσται
28Turn aside from evil, and do good; and dwell for ever. έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν και κατασκήνου εις αιώνα αιώνος
29For the Lord loves judgment, and will not forsake his saints; they shall be preserved for ever: the blameless shall be avenged, but the seed of the ungodly shall be utterly destroyed. ότι κύριος αγαπά κρίσιν και ουκ εγκαταλείψει τους οσίους αυτού εις τον αιώνα φυλαχθήσονται άνομοι δε εκδιωχθήσονται και σπέρμα ασεβών εξολοθρευθήσεται
30But the righteous shall inherit the earth, and dwell upon it for ever. δίκαιοι δε κληρονομήσουσι γην και κατασκηνώσουσιν εις αιώνα αιώνος επ΄ αυτής
31The mouth of the righteous will meditate wisdom, and his tongue will speak of judgment. στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν και η γλώσσα αυτού λαλήσει κρίσιν
32The law of his God is in his heart; and his steps shall not slide. ο νόμος του θεού αυτού εν καρδία αυτού και ουχ υποσκελισθήσεται τα διαβήματα αυτού
33The sinner watches the righteous, and seeks to slay him. κατανοεί ο αμαρτωλός τον δίκαιον και ζητεί του θανατώσαι αυτόν
34But the Lord will not leave him in his hands, nor by any means condemn him when he is judged. ο δε κύριος ου εγκαταλίπει αυτόν εις τας χείρας αυτού ουδ΄ ου καταδικάσηται αυτόν όταν κρίνηται αυτώ
35Wait on the Lord, and keep his way, and he shall exalt thee to inherit the land: when the wicked are destroyed, thou shalt see it. υπόμεινον τον κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού και υψώσει σε του κατακληρονομήσαι την γην εν τω εξολοθρεύεσθαι αμαρτωλούς όψει
36I saw the ungodly very highly exalting himself, and lifting himself up like the cedars of Libanus. είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου
37Yet I passed by, and lo! he was not: and I sought him, but his place was not found. και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού
38Maintain innocence, and behold uprightness: for there is a remnant to the peaceable man. φύλασσε ακακίαν και ίδε ευθύτητα ότι εστίν εγκατάλειμμα ανθρώπω ειρηνικώ
39But the transgressors shall be utterly destroyed together: the remnants of the ungodly shall be utterly destroyed. οι δε παράνομοι εξολοθρευθήσονται επιτοαυτό τα εγκαταλείμματα των ασεβών εξολοθρευθήσονται
40But the salvation of the righteous is of the Lord; and he is their defender in the time of affliction. σωτηρία δε των δικαίων παρά κυρίου και υπερασπιστής αυτών εστιν εν καιρώ θλίψεως
41And the Lord shall help them, and deliver them: and he shall rescue them from sinners, and save them, because they have hoped in him. και βοηθήσει αυτοίς κύριος και ρύσεται αυτούς και εξελείται αυτούς εξ αμαρτωλών και σώσει αυτούς ότι ήλπισαν επ΄ αυτόν

Chapter 38

[edit]
1(38) A Psalm of David for remembrance concerning the Sabbath-day. ψαλμός τω Δαυίδ εις ανάμνησιν περί του σαββάτου
2O Lord, rebuke me not in thy wrath, neither chasten me in thine anger. κύριε μη τω θυμώ σου ελέγξης με μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με
3For thy weapons are fixed in me, and thou hast pressed thy hand heavily upon me. ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι και επεστήριξας επ΄ εμέ την χείρά σου
4For there is no health in my flesh because of thine anger; there is no peace to my bones because of my sins. ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου
5For my transgressions have gone over mine head: they have pressed heavily upon me like a weighty burden. ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ΄ εμέ
6My bruises have become noisome and corrupt, because of my foolishness. προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου
7I have been wretched and bowed down continually: I went with a mourning countenance all the day. εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην
8For my soul is filled with mockings; and there is no health in my flesh. ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων και ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου
9I have been afflicted and brought down exceedingly: I have roared for the groaning of my heart. εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου
10But all my desire is before thee; and my groaning is not hidden from thee. κύριε εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη
11My heart is troubled, my strength has failed me; and the light of mine eyes is not with me. η καρδία μου εταράχθη εγκατέλιπέ με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ΄ εμού
12My friends and my neighbours drew near before me, and stood still; and my nearest of kin stood afar off. οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξεναντίας μου ήγγισαν και έστησαν και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν
13While they pressed hard upon me that sought my soul: and they that sought my hurt spoke vanities, and devised deceits all the day. και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν
14But I, as a deaf man, heard not; and was as a dumb man not opening his mouth. εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού
15And I was as a man that hears not, and who has no reproofs in his mouth. και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς
16For I hoped in thee, O Lord: thou wilt hear, O Lord my God. ότι επί σοι κύριε ήλπισα συ εισακούση κύριε ο θεός μου
17For I said, Lest mine enemies rejoice against me: for when my feet were moved, they spoke boastingly against me. ότι είπον μήποτε επιχαρώσί μοι οι εχθροί μου και εν τω σαλευθήναι πόδας μου επ΄ εμέ εμεγαλορρημόνησαν
18For I am ready for plagues, and my grief is continually before me. ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος και η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός
19For I will declare mine iniquity, and be distressed for my sin. ότι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου
20But mine enemies live, and are mightier than I: and they that hate me unjustly are multiplied. οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ και επληθύνθησαν οι μισούντές με αδίκως
21They that reward evil for good slandered me; because I followed righteousness. οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλόν με επει κατεδίωκον δικαιοσύνην
22Forsake me not, O Lord my God: depart not from me. μη εγκαταλίπης με κύριε ο θεός μου μη αποστής απ΄ εμού
23Draw nigh to my help, O Lord of my salvation. πρόσχες εις την βοήθειαν μου κύριε της σωτηρίας μου

Chapter 39

[edit]
1(39) For the end, a Song of David, to Idithun. εις το τέλος τω Ιδιθούμ ωδή τω Δαυίδ
2I said, I will take heed to my ways, that I sin not with my tongue: I set a guard on my mouth, while the sinner stood in my presence. είπα φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου εθέμην τω στόματί μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου
3I was dumb, and humbled myself, and kept silence from good words; and my grief was renewed. εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών και το άλγημά μου ανεκαινίσθη
4My heart grew hot within me, and a fire would kindle in my meditation: I spoke with my tongue, εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ ελάλησα εν γλώσση μου
5O Lord, make me to know mine end, and the number of my days, what it is; that I may know what I lack. γνώρισόν μοι κύριε το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου τις εστιν ίνα γνώ τι υστερώ εγω
6Behold, thou hast made my days old; and my existence is as nothing before thee: nay, every man living is altogether vanity. Pause. ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου και υπόστασίς μου ωσεί ουθέν ενώπιόν σου πλην τα σύμπαντα ματαιότης πας άνθρωπος ζων
7Surely man walks in a shadow; nay, he is disquieted in vain: he lays up treasures, and knows not for whom he shall gather them. μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος πλην μάτην ταράσσεται θησαυρίζει και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά
8And now what is my expectation? is it not the Lord? and my ground of hope is with thee. Pause. και νυν τις η υπομονή μου ουχί ο κύριος και η υπόστασίς μου παρά σου εστιν
9Deliver me from all my transgressions: thou hast made me a reproach to the foolish. από πασών των ανομιών μου ρύσαί με όνειδος άφρονι έδωκάς με
10I was dumb, and opened not my mouth; for thou art he that made me. εκωφώθην και ουκ ήνοιξα το στόμα μου ότι συ εποίησας
11Remove thy scourges from me: I have fainted by reason of the strength of thine hand. απόστησον απ΄ εμού τας μαστιγάς σου από της ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον
12Thou chastenest man with rebukes for iniquity, and thou makest his life to consume away like a spider's web; nay, every man is disquieted in vain. Pause. εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού πλήν μάτην πας άνθρωπος διάψαλμα
13O Lord, hearken to my prayer and my supplication: attend to my tears: be not silent, for I am a sojourner in the land, and a stranger, as all my fathers were. εισάκουσον της προσευχής μου κύριε και της δεήσεώς μου ενώτισαι των δακρύων μου μη παρασιωπήσης ότι πάροικος εγώ ειμι παρά σοι και παρεπίδημος καθώς πάντες οι πατέρες μου
14Spare me, that I may be refreshed, before I depart, and be no more. άνες μοι ίνα αναψύξω προ του με απελθείν και ουκέτι ου υπάρξω

Chapter 40

[edit]
1(40) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2I waited patiently for the Lord; and he attended to me, and hearkened to my supplication. υπομένων υπέμεινα τον κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου
3And he brought me up out of a pit of misery, and from miry clay: and he set my feet on a rock, and ordered my goings aright. και ανήγαγέ με εκ λάκκου ταλαιπωρίας και από πηλού ιλύος και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου
4And he put a new song into my mouth, even a hymn to our God: many shall see it, and fear, and shall hope in the Lord. και ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα καινόν ύμνον τω θεώ ημών όψονται πολλοί και φοβηθήσονται και ελπιούσιν επί κύριον
5Blessed is the man whose hope is in the name of the Lord, and who has not regarded vanities and false frenzies. μακάριος ανήρ ου εστι το όνομα κυρίου ελπίς αυτού και ουκ επέβλεψεν εις ματαιότητας και μανίας ψευδείς
6O Lord my God, thou hast multiplied thy wonderful works, and in thy thoughts there is none who shall be likened to thee: I declared and spoke of them: they exceeded number. πολλά εποίησας συ κύριε ο θεός μου τα θαυμάσιά σου και τοις διαλογισμοίς σου ουκ έστι τις ομοιωθήσεταί σοι απήγγειλα και ελάλησα επληθύνθησαν υπέρ αριθμόν
7 Sacrifice and offering thou wouldest not; but a body hast thou prepared me: whole-burnt-offering and sacrifice for sin thou didst not require. θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας σώμα δε κατηρτίσω μοι ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ουκ εζήτησας
8Then I said, Behold, I come: in the volume of the book it is written concerning me, τότε είπον ιδού ήκω εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού
9I desired to do thy will, O my God, and thy law in the midst of mine heart. του ποιήσαι το θέλημά σου ο θεός μου ηβουλήθην και τον νόμον σου εν μέσω της κοιλίας μου
10I have preached righteousness in the great congregation; lo! I will not refrain my lips; O Lord, thou knowest my righteousness. ευηγγελισάμην δικαιοσύνην εν εκκλησία μεγάλη ιδού τα χείλη μου ου κωλύσω κύριε συ έγνως
11I have not hid thy truth within my heart, and I have declared thy salvation; I have not hid thy mercy and thy truth from the great congregation. την δικαιοσύνην μου ουκ έκρυψα εν τη καρδία μου την αλήθειάν σου και το σωτήριόν σου είπα ουκ έκρυψα το έλεός σου και την αλήθειάν σου από συναγωγής πολλής
12But thou, Lord, remove not thy compassion far from me; thy mercy and thy truth have helped me continually. συ δε κύριε μη μακρύνης τους οικτιρμούς σου απ΄ εμού το έλεός σου και η αλήθειά σου διαπαντός αντιλάβοιντό μου
13For innumerable evils have encompassed me; my transgressions have taken hold of me, and I could not see; they are multiplied more than the hairs of my head; and my heart has failed me. ότι περιέσχον με κακά ων ουκ έστιν αριθμός κατέλαβόν με αι ανομίαι μου και ουκ ηδυνήθην του βλέπειν επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου και η καρδία μου εγκατέλιπέ με
14Be pleased, O Lord, to deliver me; O Lord, draw nigh to help me. ευδόκησον κύριε του ρύσασθαί με κύριε εις το βοηθήσαί μοι πρόσχες
15Let those that seek my soul, to destroy it, be ashamed and confounded together; let those that wish me evil be turned backward and put to shame. καταισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι ζητούντες την ψυχήν μου του εξάραι αυτήν αποστραφείησαν εις τα οπίσω και εντραπείησαν οι θέλοντές μοι κακά
16Let those that say to me, Aha, aha, quickly receive shame for their reward. κομισάσθωσαν παραχρήμα αισχύνην αυτών οι λέγοντές μοι εύγε εύγε
17Let all those that seek thee, O Lord, exult and rejoice in thee; and let them that love thy salvation say continually, The Lord be magnified. αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοι πάντες οι ζητούντές σε κύριε και ειπάτωσαν διαπαντός μεγαλυνθήτω ο κύριος οι αγαπώντες το σωτήριόν σου
18But I am poor and needy; the Lord will take care of me; thou art my helper, and my defender, O my God, delay not. εγώ δε πτωχός ειμί και πένης κύριος φροντιεί μου βοηθός μου και υπερασπιστής μου ει συ ο θεός μου μη χρονίσης

Chapter 41

[edit]
1(41) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2Blessed is the man who thinks, on the poor and needy: the Lord shall deliver him in an evil day. μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο κύριος
3May the Lord preserve him and keep him alive, and bless him on the earth, and not deliver him into the hands of his enemy. κύριος διαφυλάξαι αυτόν και ζήσαι αυτόν και μακαρίσαι αυτόν εν τη γη και μη παραδοί αυτόν εις χείρας εχθρών αυτού
4May the Lord help him upon the bed of his pain; thou hast made all his bed in his sickness. κύριος βοηθήσαι αυτώ επί κλίνης οδύνης αυτού όλην την κοίτην αυτού έστρεψας εν τη αρρωστία αυτού
5I said, O Lord, have mercy upon me; heal my soul; for I have sinned against thee. εγώ είπα κύριε ελέησόν με ίασαι την ψυχήν μου ότι ήμαρτόν σοι
6Mine enemies have spoken evil against me, saying, When shall he die, and his name perish? οι εχθροί μου είπον κακά μοι πότε αποθανείται και απολείται το όνομα αυτού
7And if he came to see me, his heart spoke vainly; he gathered iniquity to himself; he went forth and spoke in like manner. και ει εισεπορεύετο του ιδείν μάτην ελάλει η καρδία αυτού συνήγαγεν ανομίαν εαυτώ εξεπορεύετο έξω και ελάλει επί το αυτό
8All my enemies whispered against me; against me they devised my hurt. κατ΄ εμού εψιθύριζον πάντες οι εχθροί μου κατ΄ εμού ελογίζοντο κακά μοι
9They denounced a wicked word against me, saying, Now that he lies, shall he not rise up again? λόγον παράνομον κατέθεντο κατ΄ εμού μη ο κοιμώμενος ουχί προσθήσει του αναστήναι
10For even the man of my peace, in whom I trusted, who ate my bread, lifted up his heel against me. και γαρ ο άνθρωπος της ειρήνης μου εφ΄ ον ήλπισα ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ΄ εμέ πτερνισμόν
11But thou, O Lord, have compassion upon me, and raise me up, and I shall requite them. συ δε κύριε ελέησόν με και ανάστησόν με και ανταποδώσω αυτοίς
12By this I know that thou hast delighted in me, because mine enemy shall not rejoice over me. εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με ότι ου επιχαρή ο εχθρός μου επ΄ εμέ
13But thou didst help me because of mine innocence, and hast established me before thee for ever. εμού δε διά την ακακίαν αντελάβου και εβεβαίωσάς με ενώπιόν σου εις τον αιώνα
14Blessed be the Lord God of Israel from everlasting, and to everlasting. So be it, so be it. ευλογητός κύριος ο θεός Ισραήλ από του αιώνος και εις τον αιώνα γένοιτο γένοιτο

Chapter 42

[edit]
1(42) For the end,

a Psalm for instruction, for the sons of Core.

εις το τέλος εις σύνεσιν τοις υιοίς Κορέ
2As the hart earnestly desires the fountains of water, so my soul earnestly longs for thee, O God. ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε ο θεός
3My soul has thirsted for the living God: when shall I come and appear before God? εδίψησεν η ψυχή μου προς τον θεόν τον ισχυρόν τον ζώντα πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του θεού
4My tears have been bread to me day and night, while they daily said to me, Where is thy God? εγενήθη τα δακρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός εν τω λέγεσθαί μοι καθ΄ εκάστην ημέραν που εστιν ο θεός σου
5I remembered these things, and poured out my soul in me, for I will go to the place of thy wondrous tabernacle, even to the house of God, with a voice of exultation and thanksgiving and of the sound of those who keep festival. ταύτα εμνήσθην και εξέχεα επ΄ εμέ την ψυχήν μου ότι διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής έως του οίκου του θεού εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος
6Wherefore art thou very sad, O my soul? and wherefore dost thou trouble me? hope in God; for I will give thanks to him; he is the salvation of my countenance. ινατί περίλυπος ει η ψυχή μου και ινατί συνταράσσεις με έλπισον επί τον θεόν ότι εξομολογήσομαι αυτώ σωτήριον του προσώπου μου
7O my God, my soul has been troubled within me: therefore will I remember thee from the land of Jordan, and of the Ermonites, from the little hill. ο θεός μου προς εμαυτόν η ψυχή μου εταράχθη διά τούτο μνησθήσομαί σου εκ γης Ιορδάνου και Ερμωνιείμ από όρους μικρού
8Deep calls to deep at the voice of thy cataracts: all thy billows and thy waves have gone over me. άβυσσος άβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρρακτών σου πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ΄ εμέ διήλθον
9By day the Lord will command his mercy, and manifest it by night: with me is prayer to the God of my life. ημέρας εντελείται κύριος το έλεος αυτού και νυκτός ωδή αυτού παρ΄ εμοί προσευχή τω θεώ της ζωής μου
10I will say to God, Thou art my helper; why hast thou forgotten me? wherefore do I go sad of countenance, while the enemy oppresses me? ερώ τω θεώ αντιλήπτωρ μου ει διατί μου επελάθου ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν
11While my bones were breaking, they that afflicted me reproached me; while they said to me daily, Where is thy God? εν τω καταθλάσθαι τα οστά μου ωνείδισάν με οι θλίβοντές με εν τω λέγειν αυτούς μοι καθ΄ εκάστην ημέραν που εστιν ο θεός σου
12Wherefore art thou very sad, O my soul? and wherefore dost thou trouble me? hope in God; for I will give thanks to him; he is the health of my countenance, and my God. ινατί περίλυπος ει η ψυχή μου και ινατί συνταράσσεις με έλπισον επί τον θεόν ότι εξομολογήσομαι αυτώ σωτήριον του προσώπου μου και ο θεός μου

Chapter 43

[edit]
1(43) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2Judge me, O God, and plead my cause, against an ungodly nation: deliver me from the unjust and crafty man. κρίνόν μοι ο θεός και δίκασον την δίκην μου εξ έθνους ουχ οσίου από ανθρώπου αδίκου και δολίου ρύσαί με
3For thou, O God, art my strength: wherefore hast thou cast me off? and why do I go sad of countenance, while the enemy oppresses me? ότι συ ει ο θεός κραταίωμά μου ινατί απώσω με και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν
4Send forth thy light and thy truth: they have led me, and brought me to thy holy mountain, and to thy tabernacles. εξαπόστειλον το φως σου και την αλήθειάν σου αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου
5And I will go in to the altar of God, to God who gladdens my youth: I will give thanks to thee on the harp, O God, my God. και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του θεού προς τον θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου εξομολογήσομαί σοι εν κιθάρα ο θεός ο θεός μου
6Wherefore art thou very sad, O my soul? and wherefore dost thou trouble me? Hope in God; for I will give thanks to him, who is the health of my countenance, and my God. ινατί περίλυπος ει η ψυχή μου και ινατί συνταράσσεις με έλπισον επί τον θεόν ότι εξομολογήσομαι αυτώ σωτήριον του προσώπου μου και ο θεός μου

Chapter 44

[edit]
1(44) For the end, a Psalm for
instruction, for the sons of Core.
εις το τέλος τοις υιοίς Κορέ εις σύνεσιν
2O God, we have heard with our ears, our fathers have told us, the work which thou wroughtest in their days, in the days of old. ο θεός εν τοις ωσίν ημών ηκούσαμεν και οι πατέρες ημών ανήγγειλαν ημίν έργον ο ειργάσω εν ταις ημέραις αυτών εν ημέραις αρχαίαις
3Thine hand utterly destroyed the heathen, and thou didst plant them: thou didst afflict the nations, and cast them out. η χειρ σου έθνη εξωλόθρευσε και κατεφύτευσας αυτούς εκάκωσας λαούς και εξέβαλες αυτούς
4For they inherited not the land by their own sword, and their own arm did not deliver them; but thy right hand, and thine arm, and the light of thy countenance, because thou wert well pleased in them. ου γαρ εν τη ρομφαία αυτών εκληρονόμησαν γην και ο βραχίων αυτών ουκ έσωσεν αυτούς αλλ΄ η δεξιά σου και ο βραχίων σου και ο φωτισμός του προσώπου σου ότι ευδόκησας εν αυτοίς
5Thou art indeed my King and my God, who commandest deliverances for Jacob. συ ει αυτός ο βασιλεύς μου και ο θεός μου ο εντελλόμενος τας σωτηρίας Ιακώβ
6In thee will we push down our enemies, and in thy name will we bring to nought them that rise up against us. εν σοι τους εχθρούς ημών κερατιούμεν και εν τω ονόματί σου εξουδενώσομεν τους επανισταμένους ημίν
7For I will not trust in my bow, and my sword shall not save me. ου γαρ επί τω τόξω μου ελπιώ και η ρομφαία μου ου σώσει με
8For thou hast saved us from them that afflicted us, and hast put to shame them that hated us. έσωσας γαρ ημάς εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας
9In God will we make our boast all the day, and to thy name will we give thanks for ever. Pause. εν τω θεώ επαινεθησόμεθα όλην την ημέραν και εν τω ονόματί σου εξομολογησόμεθα εις τον αιώνα
10But now thou hast cast off, and put us to shame; and thou wilt not go forth with our hosts. νυνί δε απώσω και κατήσχυνας ημάς και ουκ εξελεύση ο θεός εν ταις δυνάμεσιν ημών
11Thou hast turned us back before our enemies; and they that hated us spoiled for themselves. απέστρεψας ημάς εις τα οπίσω παρά τους εχθρούς ημών και οι μισούντες ημάς διήρπαζον εαυτοίς
12Thou madest us as sheep for meat; and thou scatteredst us among the nations. έδωκας ημάς ως πρόβατα βρώσεως και εν τοις έθνεσι διέσπειρας ημάς
13Thou hast sold thy people without price, and there was no profit by their exchange. απέδου τον λαόν σου άνευ τιμής και ουκ ην πλήθος εν τοις αλαλάγμασιν αυτών
14Thou hast made us a reproach to our neighbours, a scorn and derision them that are round about us. έθου ημάς όνειδος τοις γείτοσιν ημών μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις κύκλω ημών
15Thou hast made us a proverb among the Gentiles, a shaking of the head among the nations. έθου ημάς εις παραβολήν εν τοις έθνεσι κίνησιν κεφαλής εν τοις λαοίς
16All the day my shame is before me, and the confusion of my face has covered me, όλην την ημέραν η εντροπή μου κατεναντίον μου εστί και η αισχύνη του προσώπου μου εκάλυψέ με
17because of the voice of the slanderer and reviler; because of the enemy and avenger. από φωνής ονειδίζοντος και παραλαλούντος από προσώπου εχθρού και εκδιώκοντος
18All these things are come upon us: but we have not forgotten thee, neither have we dealt unrighteously in thy covenant. ταύτα πάντα ήλθεν εφ΄ ημάς και ουκ επελαθόμεθά σου και ουκ ηδικήσαμεν εν διαθήκη σου
19And our heart has not gone back; but thou hast turned aside our paths from thy way. και ουκ απέστη εις τα οπίσω η καρδία ημών και εξέκλινας τας τρίβους ημών από της οδού σου
20For thou hast laid us low in a place of affliction, and the shadow of death has covered us. ότι εταπείνωσας ημάς εν τόπω κακώσεως και επεκάλυψεν ημάς σκιά θανάτου
21If we have forgotten the name of our God, and if we have spread out our hands to a strange god; shall not God search these things out? ει επελαθόμεθα του ονόματος του θεού ημών και ει διεπετάσαμεν χείρας ημών προς θεόν αλλότριον
22for he knows the secrets of the heart. ουχί ο θεός εκζητήσει ταύτα αυτός γαρ γινώσκει τα κρύφια της καρδίας
23 For, for thy sake we are killed all the day long; we are counted as sheep for slaughter. ότι ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής
24Awake, wherefore sleepest thou, O Lord? arise, and do not cast us off for ever. εξεγέρθητι ινατί υπνοίς κύριε ανάστηθι και μη απώση εις τέλος
25Wherefore turnest thou thy face away, and forgettest our poverty and our affliction? ινατί το πρόσωπόν σου αποστρέφεις επιλανθάνη της πτωχείας ημών και της θλίψεως ημών
26For our soul has been brought down to the dust; our belly has cleaved to the earth. ότι εταπεινώθη εις χούν η ψυχή ημών εκολλήθη εις γην η γαστήρ ημών
27Arise, O Lord, help us, and redeem us for thy name's sake. ανάστα κύριε βοήθησον ημίν και λύτρωσαι ημάς ένεκεν του ονόματός σου

Chapter 45

[edit]
1(45) For the end, for
alternate

strains by the sons of Core; for instruction, a Song concerning the beloved.

εις το τέλος υπέρ των αλλοιωθησομένων τοις υιοίς Κορέ εις σύνεσιν ωδή υπέρ του αγαπητού
2My heart has uttered a good matter: I declare my works to the king: my tongue is the pen of a quick writer. εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν λέγω εγώ τα έργα μου τω βασιλεί η γλώσσά μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου
3Thou art more beautiful than the sons of men: grace has been shed forth on thy lips: therefore God has blessed thee for ever. ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου διά τούτο ευλόγησέ σε ο θεός εις τον αιώνα
4Gird thy sword upon thy thigh, O Mighty One, in thy comeliness, and in thy beauty; περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου δυνατέ ωραιότητί σου
5and bend thy bow, and prosper, and reign, because of truth and meekness and righteousness; and thy right hand shall guide thee wonderfully. και τω κάλλει σου και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης και οδηγήσει σε θαυμαστώς η δεξιά σου
6Thy weapons are sharpened, Mighty One, (the nations shall fall under thee) they are in the heart of the king's enemies. τα βέλη σου ηκονημένα δυνατέ λαοί υποκάτω σου πεσούνται εν καρδία των εχθρών του βασιλέως
7 Thy throne, O God, is for ever and ever: the sceptre of thy kingdom is a sceptre of righteousness. ο θρόνος σου ο θεός εις τον αιώνα του αιώνος ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου
8Thou hast loved righteousness, and hated iniquity: therefore God, thy God, has anointed thee with the oil of gladness beyond thy fellows. ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν διά τούτο έχρισέ σε ο θεός ο θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου
9Myrrh, and stacte, and cassia are exhaled from thy garments, and out of the ivory palaces, σμύρνα και στακτή και κασία από των ιματίων σου από βάρεων ελεφαντίνων
10with which kings' daughters have gladdened thee for thine honour: the queen stood by on thy right hand, clothed in vesture wrought with gold, and arrayed in divers colours. εξ ων ηύφρανάν σε θυγατέρες βασιλέων εν τη τιμή σου παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη
11Hear, O daughter, and see, and incline thine ear; forget also thy people, and thy father's house. άκουσον θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου
12Because the king has desired thy beauty; for he is thy Lord. και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου ότι αυτός εστιν κυριός σου και προσκυνήσεις αυτώ
13And the daughter of Tyre shall adore him with gifts; the rich of the people of the land shall supplicate thy favour. και θυγάτηρ Τύρου εν δώροις το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού
14All her glory is that of the daughter of the king of Esebon, robed as she is in golden fringed garments, πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν εν κροσσωτοίς χρυσοίς
15in embroidered clothing: virgins shall be brought to the king after her: her fellows shall be brought to thee. περιβεβλημένη πεποικιλμένη απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι
16They shall be brought with gladness and exultation: they shall be led into the king's temple. απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει αχθήσονται εις ναόν βασιλέως
17Instead of thy fathers children are born to thee: thou shalt make them princes over all the earth. αντί των πατέρων σου εγενήθησαν οι υιοί σου καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν την γην
18They shall make mention of thy name from generation to generation: therefore shall the nations give thanks to thee for ever, even for ever and ever. μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά διά τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος

Chapter 46

[edit]
1(46) For the end, for the sons of Core; a Psalm concerning secret things. εις το τέλος υπέρ των υιών Κορέ υπέρ των κρυφίων ψαλμός
2God is our refuge and strength, a help in the afflictions that have come heavily upon us. ο θεός ημών καταφυγή και δύναμις βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα
3Therefore will we not fear when the earth is troubled, and the mountains are removed into the depths of the seas. διά τούτο ου φοβηθησόμεθα εν τω ταράσσεσθαι την γην και μετατίθεσθαι όρη εν καρδίαις θαλασσών
4Their waters have roared and been troubled, the mountains have been troubled by his might. Pause. ήχησαν και εταράχθησαν τα ύδατα αυτών εταράχθησαν τα όρη εν τη κραταιότητι αυτού
5The flowings of the river gladden the city of God: the Most High has sanctified his tabernacle. του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του θεού ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο ύψιστος
6God is in the midst of her; she shall not be moved: God shall help her with his countenance. ο θεός εν μέσω αυτής και ου σαλευθήσεται βοηθήσει αυτή ο θεός το προς πρωϊ πρωϊ
7The nations were troubled, the kingdoms tottered: he uttered his voice, the earth shook. εταράχθησαν έθνη έκλιναν βασιλείαι έδωκε φωνήν αυτού ο ύψιστος εσαλεύθη η γη
8The Lord of hosts is with us; the God of Jacob is our helper. Pause. κύριος των δυνάμεων μεθ΄ ημών αντιλήπτωρ ημών ο θεός Ιακώβ
9Come, and behold the works of the Lord, what wonders he has achieved on the earth. δεύτε και ίδετε τα έργα του θεού α έθετο τέρατα επί της γης
10Putting an end to wars as for the ends of the earth; he will crush the bow, and break in pieces the weapon, and burn the bucklers with fire. ανταναιρών πολέμους μέχρι των περάτων της γης τόξον συντρίψει και συγκλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί
11Be still, and know that I am God: I will be exalted among the nations, I will be exalted in the earth. σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο θεός υψωθήσομαι εν τοις έθνεσιν υψωθήσομαι εν τη γη
12The Lord of hosts is with us; the God of Jacob is our helper. κύριος των δυνάμεων μεθ΄ ημών αντιλήπτωρ ημών ο θεός Ιακώβ

Chapter 47

[edit]
1(47) For the end, a Psalm for the sons of Core. εις το τέλος υπέρ των υιών Κορέ ψαλμός
2Clap your hands, all ye nations; shout to God with a voice of exultation. πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας αλαλάξατε τω θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως
3For the Lord most high is terrible; he is a great king over all the earth. ότι κύριος ύψιστος φοβερός βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην
4He has subdued the peoples under us, and the nations under our feet. υπέταξε λαούς ημίν και έθνη υπό τους πόδας ημών
5He has chosen out his inheritance for us, the beauty of Jacob which he loved. Pause. εξελέξατο ημίν την κληρονομίαν εαυτώ την καλλονήν Ιακώβ ην ηγάπησεν
6God is gone up with a shout, the Lord with a sound of a trumpet. ανέβη ο θεός εν αλαλαγμώ κύριος εν φωνή σάλπιγγος
7Sing praises to our God, sing praises: sing praises to our King, sing praises. ψάλατε τω θεώ ημών ψάλατε ψάλατε τω βασιλεί ημών ψάλατε
8For God is king of all the earth: sing praises with understanding. ότι βασιλεύς πάσης της γης ο θεός ψάλατε συνετώς
9God reigns over the nations: God sits upon the throne of his holiness. εβασίλευσεν ο θεός επί τα έθνη ο θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού
10The rulers of the people are assembled with the God of Abraam: for God's mighty ones of the earth have been greatly exalted. άρχοντες λαών συνήχθησαν μετά του θεού Αβραάμ ότι του θεού οι κραταιοί της γης σφόδρα επήρθησαν

Chapter 48

[edit]
1(48) A Psalm of
praise for the sons of Core on the second

day of the week.

ψαλμός ωδής τοις υιοίς Κορέ δευτέρα σαββάτου
2Great is the Lord, and greatly to be praised in the city of our God, in his holy mountain. μέγας κύριος και αινετός σφόδρα εν πόλει του θεού ημών εν όρει αγίω αυτού
3The city of the great King is well planted on the mountains of Sion, with the joy of the whole earth, on the sides of the north. ευρίζω αγαλλιάματι πάσης της γης όρη Σιών τα πλευρά του βορρά η πόλις του βασιλέως του μεγάλου
4God is known in her palaces, when he undertakes to help her. ο θεός εν ταις βάρεσιν αυτής γινώσκεται όταν αντιλαμβάνηται αυτής
5For, behold the kings of the earth were assembled, they came together. ότι ιδού οι βασιλείς της γης συνήχθησαν διήλθοσαν επιτοαυτό
6They saw, and so they wondered: they were troubled, they were moved. αυτοί ιδόντες ούτως εθαύμασαν εταράχθησαν εσαλεύθησαν
7Trembling took hold on them: there were the pangs as of a woman in travail. τρόμος επελάβετο αυτών εκεί ωδίνες ως τικτούσης
8Thou wilt break the ships of Tharsis with a vehement wind. εν πνεύματι βιαίω συντρίψεις πλοία Θαρσείς
9As we have heard, so have we also seen, in the city of the Lord of hosts, in the city of our God: God has founded it for ever. Pause. καθάπερ ηκούσαμεν ούτως και είδομεν εν πόλει κυρίου των δυνάμεων εν πόλει του θεού ημών ο θεός εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα
10We have thought of thy mercy, O God, in the midst of thy people. υπελάβομεν ο θεός το ελεός σου εν μέσω του λαού σου
11According to thy name, O God, so is also thy praise to the ends of the earth: thy right hand is full of righteousness. κατά το όνομά σου ο θεός ούτως και η αίνεσίς σου επί τα πέρατα της γης δικαιοσύνης πλήρης η δεξιά σου
12Let mount Sion rejoice, let the daughters of Judaea exult, because of thy judgments, O Lord. ευφρανθήτω το όρος Σιών και αγαλλιάσθωσαν αι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν των κριμάτων σου κύριε
13Go round about Sion, and encompass her: tell ye her towers. κυκλώσατε Σιών και περιλάβετε αυτήν διηγήσασθε εν τοις πύργοις αυτής
14Mark ye well her strength, and observe her palaces; that ye may tell the next generation. θέσθε τας καρδίας υμών εις την δύναμιν αυτής και καταδίελεσθε τας βάρεις αυτής όπως αν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν
15For this is our God for ever and ever: he will be our guide for evermore. ότι ούτος εστιν ο θεός ημών εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος αυτός ποιμανεί ημάς εις τους αιώνας

Chapter 49

[edit]
1(49) For the end, a Psalm for the sons of Core. εις το τέλος τοις υιοίς Κορέ ψαλμός
2Hear these words, all ye nations, hearken, all ye that dwell upon the earth: ακούσατε ταύτα πάντα τα έθνη ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην
3both the sons of mean men, and sons of great men; the rich and poor man together. οι τε γηγενείς και οι υιοί των ανθρώπων επιτοαυτό πλούσιος και πένης
4My mouth shall speak of wisdom; and the meditation of my heart shall bring forth understanding. το στόμα μου λαλήσει σοφίαν και η μελέτη της καρδίας μου σύνεσιν
5I will incline mine ear to a parable: I will open my riddle on the harp. κλινώ εις παραβολήν το ους μου ανοίξω εν ψαλτηρίω το πρόβλημά μου
6Wherefore should I fear in the evil day? the iniquity of my heel shall compass me. ινατί φοβούμαι εν ημέρα πονηρά η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με
7They that trust in their strength, and boast themselves in the multitude of their wealth— οι πεποιθότες επί τη δυνάμει αυτών και επί τω πλήθει του πλούτου αυτών καυχώμενοι
8A brother does not redeem, shall a man redeem? he shall not give to God a ransom for himself, αδελφός ου λυτρούται λυτρώσεται άνθρωπος ου δώσει τω θεώ εξίλασμα εαυτού
9or the price of the redemption of his soul, though he labour for ever, και την τιμήν της λυτρώσεως της ψυχής αυτού και εκοπίασεν εις τον αιώνα
10and live to the end, so that he should not see corruption. και ζήσεται εις τέλος οτι ουκ όψεται καταφθοράν
11When he shall see wise men dying, the fool and the senseless one shall perish together; and they shall leave their wealth to strangers. όταν ίδη σοφούς αποθνήσκοντας επιτοαυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον αυτών
12And their sepulchres are their houses for ever, even their tabernacles to all generations: they have called their lands after their own names. και οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα σκηνώματα αυτών εις γενεάν και γενεάν επεκαλέσαντο τα ονόματα αυτών επί των γαιών
13And man being in honour, understands not: he is compared to the senseless cattle, and is like to them. και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς
14This their way is an offence to them: yet afterwards men will commend their sayings. Pause. αύτη η οδός αυτών σκάνδαλον αυτοίς και μετά ταύτα εν τω στόματι αυτών ευδοκήσουσιν
15They have laid them as sheep in Hades; death shall feed on them; and the upright shall have dominion over them in the morning, and their help shall fail in Hades from their glory. ως πρόβατα εν άδη έθεντο θάνατος ποιμανεί αυτούς και κατακυριεύσουσιν αυτών οι ευθείς τοπρωϊ και η βοήθεια αυτών παλαιωθήσεται εν τω άδη εκ της δόξης αυτών εξώσθησαν
16But God shall deliver my soul from the power of Hades, when he shall receive me. Pause. πλην ο θεός λυτρώσεται την ψυχήν μου εκ χειρός άδου όταν λαμβάνη με
17Fear not when a man is enriched, and when the glory of his house is increased. μη φοβού όταν πλουτήση άνθρωπος η όταν πληθυνθή η δόξα του οίκου αυτού
18For he shall take nothing when he dies; neither shall his glory descend with him. ότι ουκ εν τω αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού
19For his soul shall be blessed in his life: he shall give thanks to thee when thou dost well to him. ότι η ψυχή αυτού εν τη ζωή αυτού ευλογηθήσεται εξομολογήσεταί σοι όταν αγαθύνης αυτώ
20Yet he shall go in to the generation of his fathers; he shall never see light. εισελεύσεται έως γενεάς πατέρων αυτού έως αιώνος ουκ όψεται φως
21Man that is in honour, understands not: he is compared to the senseless cattle, and is like them. και άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς

Chapter 50

[edit]
1(50) A Psalm
for Asaph.
ψαλμός τω Ασάφ
2The God of gods, the Lord, has spoken, and called the earth from the rising of the sun to the going down thereof. ο θεός θεών κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών
3Out of Sion comes the excellence of his beauty. εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού
4God, our God, shall come manifestly, and shall not keep silence: a fire shall be kindled before him, and round about him there shall be a very great tempest. ο θεός εμφανώς ήξει ο θεός ημών και ου παρασιωπήσεται πυρ ενώπιον αυτού καυθήσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα
5He shall summon the heaven above, and the earth, that he may judge his people. προσκαλέσεται τον ουρανόν άνω και την γην διακρίναι τον λαόν αυτού
6Assemble ye his saints to him, those that have engaged in a covenant with him upon sacrifices. συναγάγετε αυτώ τους οσίους αυτού τους διατιθεμένους την διαθήκην αυτού επί θυσίας
7And the heavens shall declare his righteousness: for God is judge. Pause. και αναγγελούσιν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού ότι ο θεός κριτής εστιν
8Hear, my people, and I will speak to thee, O Israel: and I will testify to thee: I am God, thy God. άκουσον λαός μου και λαλήσω σοι Ισραήλ και διαμαρτύρομαί σοι ο θεός ο θεός σου ειμί εγώ
9I will not reprove thee on account of thy sacrifices; for thy whole-burnt-offerings are before me continually. ουκ επί ταις θυσίαις σου ελέγξω σε τα δε ολοκαυτώματά σου ενώπιόν μου εστί διαπαντός
10I will take no bullocks out of thine house, nor he-goats out of thy flocks. ου δέξομαι εκ του οίκου σου μόσχους ουδέ εκ των ποιμνίων σου χιμάρους
11For all the wild beasts of the thicket are mine, the cattle on the mountains, and oxen. ότι εμά εστι πάντα τα θηρία του αγρού κτήνη εν τοις όρεσι και βόες
12I know all the birds of the sky; and the beauty of the field is mine. έγνωκα πάντα τα πετεινά του ουρανού και ωραιότης αγρού μετ΄ εμού εστιν
13If I should be hungry, I will not tell thee: for the world is mine, and the fullness of it. εάν πεινάσω ου σοι είπω εμή γαρ εστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής
14Will I eat the flesh of bulls, or drink the blood of goats? μη φάγομαι κρέα ταύρων η αίμα τράγων πίομαι
15Offer to God the sacrifice of praise; and pay thy vows to the Most High. θύσον τω θεώ θυσίαν αινέσεως και απόδος τω υψίστω τας ευχάς σου
16And call upon me in the day of affliction; and I will deliver thee, and thou shalt glorify me. Pause. και επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς και εξελούμαί σε και δοξάσεις με
17But to the sinner God has said, Why dost thou declare my ordinances, and take up my covenant in thy mouth? τω δε αμαρτωλώ είπεν ο θεός ινατί συ διηγή τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου διά στόματός σου
18Whereas thou hast hated instruction, and hast cast my words behind thee. συ δε εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω
19If thou sawest a thief, thou rannest along with him, and hast cast in thy lot with adulterers. ει εθεώρεις κλέπτην συνέτρεχες αυτώ και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις
20Thy mouth has multiplied wickedness, and thy tongue has framed deceit. το στόμα σου επλεόνασε κακίαν και η γλώσσά σου περιέπλεκε δολιότητας
21Thou didst sit and speak against thy brother, and didst scandalize thy mother's son. καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις και κατά του υιόυ της μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον
22These things thou didst, and I kept silence: thou thoughtest wickedly that I should be like thee, but I will reprove thee, and set thine offences before thee. ταύτα εποίησας και εσίγησα υπέλαβες ανομίαν ότι έσομαί σοι όμοιος ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τας αμαρτίας σου
23Now consider these things, ye that forget God, lest he rend you, and there is no deliverer. σύνετε δη ταύτα οι επιλανθανόμενοι του θεού μήποτε αρπάση και ου η ο ρυόμενος
24The sacrifice of praise will glorify me: and that is the way wherein I will shew to him the salvation of God. θυσία αινέσεως δοξάσει με και εκεί οδός η δείξω αυτώ το σωτήριόν μου

Chapter 51

[edit]
1(51) For the end, a Psalm of David, when Nathan the prophet came to him, when he had gone to Bersabee. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ εν τω εισελθείν προς αυτόν Ναθάν τον προφήτην ηνίκα εισήλθε προς Βηρσαβεαί την γυναίκα Ουρίου
2Have mercy upon me, O God, according to thy great mercy; and according to the multitude of thy compassions blot out my transgression. ελέησόν με ο θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου
3Wash me thoroughly from mine iniquity, and cleanse me from my sin. επί πλείον πλύνόν με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με
4For I am conscious of mine iniquity; and my sin is continually before me. ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός
5Against thee only have I sinned, and done evil before thee: that thou mightest be justified in thy sayings, and mightest overcome when thou art judged. σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε
6For, behold, I was conceived in iniquities, and in sins did my mother conceive me. ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου
7For, behold, thou lovest truth: thou hast manifested to me the secret and hidden things of thy wisdom. ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι
8Thou shalt sprinkle me with hyssop, and I shall be purified: thou shalt wash me, and I shall be made whiter than snow. ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι
9Thou shalt cause me to hear gladness and joy: the afflicted bones shall rejoice. ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην αγαλλιάσονται οστεά τεταπεινωμένα
10Turn away thy face from my sins, and blot out all mine iniquities. απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον
11Create in me a clean heart, O God; and renew a right spirit in my inward parts. καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο θεός και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου
12Cast me not away from thy presence; and remove not thy holy Spirit from me. μη απορρίψης με απο του προσώπου σου και το πνεύμά το άγιον μη αντανέλης απ΄ εμού
13Restore to me the joy of thy salvation: establish me with thy directing Spirit. απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με
14Then will I teach transgressors thy ways; and ungodly men shall turn to thee. διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι
15Deliver me from blood-guiltiness, O God, the God of my salvation: and my tongue shall joyfully declare thy righteousness. ρύσαί με εξ αιμάτων ο θεός ο θεός της σωτηρίας μου αγαλλιάσεται η γλώσσά μου την δικαιοσύνην σου
16O Lord, thou shalt open my lips; and my mouth shall declare thy praise. κύριε τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου
17For if thou desiredst sacrifice, I would have given it: thou wilt not take pleasure in whole-burnt-offerings. ότι ει ηθέλησας θυσίαν έδωκα αν ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις
18Sacrifice to God is a broken spirit: a broken and humbled heart God will not despise. θυσία τω θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο θεός ουκ εξουδενώσει
19Do good, O Lord, to Sion in thy good pleasure; and let the walls of Jerusalem be built. αγάθυνον κύριε εν τη ευδοκία σου την Σιών και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ
20Then shalt thou be pleased with a sacrifice of righteousness, offering, and whole-burnt-sacrifices: then shall they offer calves upon thine altar. τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης αναφοράν και ολοκαυτώματα τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους

Chapter 52

[edit]
1(52) For the end,

a Psalm of

instruction by David, when Doec the Idumean came and told Saul, and said to him, David is gone to the house of Abimelech.
εις το τέλος συνέσεως τω Δαυίδ εν τω ελθείν Δωήκ τον Ιδουμαίον και αναγγείλαι τω Σαούλ και ειπείν αυτώ ήλθε Δαυίδ εις τον οίκον Αβιμέλεχ
2Why dost thou, O mighty man, boast of iniquity in thy mischief? All the day τι εγκαυχά εν κακία ο δυνατός ανομίαν όλην την ημέραν
3thy tongue has devised unrighteousness; like a sharpened razor thou hast wrought deceit. αδικίαν ελογίσατο η γλώσσά σου ωσεί ξυρόν ηκονημένον εποίησας δόλον
4Thou hast loved wickedness more than goodness; unrighteousness better than to speak righteousness. Pause. ηγάπησας κακίαν υπέρ αγαθωσύνην αδικίαν υπέρ το λαλήσαι δικαιοσύνην
5Thou has loved all words of destruction, and a deceitful tongue. ηγάπησας πάντα τα ρήματα καταποντισμού γλώσσαν δολίαν
6Therefore may God destroy thee for ever, may he pluck thee up and utterly remove thee from thy dwelling, and thy root from the land of the living. Pause. διά τούτο ο θεός καθέλοι σε εις τέλος εκτίλαι σε και μεταναστεύσαι σε από σκηνώματός σου και το ρίζωμά σου εκ γης ζώντων
7And the righteous shall see, and fear, and shall laugh at him, and say, όψονται δίκαιοι και φοβηθήσονται και επ΄ αυτόν γελάσονται και ερούσιν
8Behold the man who made not God his help; but trusted in the abundance of his wealth, and strengthened himself in his vanity. ιδού άνθρωπος ος ουκ έθετο τον θεόν βοηθόν αυτού αλλ΄ επήλπισεν επί το πλήθει του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη επί τη ματαιότητι αυτού
9But I am as a fruitful olive in the house of God: I have trusted in the mercy of God for ever, even for evermore. εγώ δε ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του θεού ήλπισα επί το έλεος του θεού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος
10I will give thanks to thee for ever, for thou hast done it: and I will wait on thy name; for it is good before the saints. εξομολογήσομαί σοι εις τον αιώνα ότι εποίησας και υπομενώ το όνομά σου ότι χρηστόν εναντίον των οσίων σου

Chapter 53

[edit]
1(53) For the end,

a Psalm of David upon Maeleth, of instruction.

εις το τέλος υπέρ μαελέθ συνέσεως τω Δαυίδ
2The fool has said in his heart, There is no God. They have corrupted themselves, and become abominable in iniquities: there is none that does good. είπεν άφρων εν καρδία αυτού ουκ έστι θεός διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν ανομίαις ουκ έστι ποιών αγαθόν
3God looked down from heaven upon the sons of men, to see if there were any that understood, or sought after God. ο θεός εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων του ιδείν ει έστι συνιών η εκζητών τον θεόν
4 They have all gone out of the way, they are together become unprofitable; there is none that does good, there is not even one. πάντες εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν ουκ έστι ποιών αγαθόν ουκ έστιν έως ενός
5Will none of the workers of iniquity know, who devour my people as they would eat bread? they have not called upon God. There were they greatly afraid, where there was no fear: ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν οι κατεσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου τον κύριον ουκ επεκαλέσαντο
6or God has scattered the bones of the men-pleasers; they were ashamed, for God despised them. εκεί εφοβήθησαν φόβον ου ουκ ην φόβος ότι ο θεός διεσκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων κατησχύνθησαν ότι ο θεός εξουδένωσε αυτούς
7Who will bring the salvation of Israel out of Sion? When the Lord turns the captivity of his people, Jacob shall exult, and Israel shall be glad. τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ εν τω επιστρέψαι τον θεον την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού αγαλλιάσεται Ιακωβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ

Chapter 54

[edit]
1(54) For the end, among Hymns of instruction by David, when the Ziphites came and said to Saul, Lo, is not David hid with us? εις το τέλος εν ύμνοις συνέσεως τω Δαυίδ εν τω ελθείν τους Ζιφαίους και ειπείν τω Σαούλ ουκ ιδού Δαυίδ κέκρυπται παρ΄ ημίν
2Save me, O God, by thy name, and judge me by thy might. ο θεός εν τω όνοματί σου σώσόν με και εν τη δυνάμει σου κρίνόν με
3O God, hear my prayer; hearken to the words of my mouth. ο θεός εισάκουσον της προσευχής μου ενώτισαι τα ρήματα του στόματός μου
4For strangers have risen up against me, and mighty men have sought my life: they have not set God before them. Pause. ότι αλλότριοι επανέστησαν επ΄ εμέ και κραταιοί εζήτησαν την ψυχήν μου και ου προέθεντο τον θεόν ενώπιον αυτών
5For lo! God assists me; and the Lord is the helper of my soul. ιδού γαρ ο θεός βοηθεί μοι και ο κύριος αντιλήπτωρ της ψυχής μου
6He shall return evil to mine enemies; utterly destroy them in thy truth. αποστρέψει τα κακά τοις εχθροίς μου εν τη αληθεία σου εξολόθρευσον αυτούς
7I will willingly sacrifice to thee: I will give thanks to thy name, O Lord; for it is good. εκουσίως θύσω σοι εξομολογήσομαι τω όνοματί σου κύριε ότι αγαθόν
8For thou hast delivered me out of all affliction, and mine eye has seen my desire upon mine enemies. ότι εκ πάσης θλίψεως ερρύσω με και εν τοις εχθροίς μου επείδεν ο οφθαλμός μου

Chapter 55

[edit]
1(55) For the end, among Hymns of instruction by David. εις το τέλος εν ύμνοις συνέσεως τω Ασάφ
2Hearken, O God, to my prayer; and disregard not my supplication. ενώτισαι ο θεός την προσευχήν μου και μη υπερίδης την δέησίν μου
3Attend to me, and hearken to me: I was grieved in my meditation, and troubled; πρόσχες μοι και εισάκουσόν μου ελυπήθην εν τη αδολεσχία μου και εταράχθην
4because of the voice of the enemy, and because of the oppression of the sinner: for they brought iniquity against me, and were wrathfully angry with me. από φωνής εχθρού και από θλίψεως αμαρτωλού ότι εξέκλιναν επ΄ εμέ ανομίαν και εν οργή ενεκότουν μοι
5My heart was troubled within me; and the fear of death fell upon me. η καρδία μου εταράχθη εν εμοί και δειλία θανάτου επέπεσεν επ΄ εμέ
6Fear and trembling came upon me, and darkness covered me. φόβος και τρόμος ήλθεν επ΄ εμέ και εκάλυψέ με σκότος
7And I said, O that I had wings as those of a dove! then would I flee away, and be at rest. και είπα τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω
8Lo! I have fled afar off, and lodged in the wilderness. Pause. ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω
9I waited for him that should deliver me from distress of spirit and tempest. προσεδεχόμην τον σώζοντά με από ολιγοψυχίας και καταιγίδος
10Destroy, O Lord, and divide their tongues: for I have seen iniquity and gain saying in the city. καταπόντισον κύριε και καταδίελε τας γλώσσας αυτών ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει
11Day and night he shall go round about it upon its walls: iniquity and sorrow and unrighteousness are in the midst of it; ημέρας και νυκτός κυκλώσει αυτήν επί τα τείχη αυτής και ανομία και πόνος εν μέσω αυτής
12and usury and craft have not failed from its streets. και αδικία και ουκ εξέλιπεν εκ των πλατειών αυτής τόκος και δόλος
13For if an enemy had reproached me, I would have endured it; and if one who hated me had spoken vauntingly against me, I would have hid myself from him. ότι ει εχθρός ωνείδισέ με υπήνεγκα αν και ει ο μισών με επ΄ εμέ εμεγαλορρημόνησεν εκρύβην αν απ΄ αυτού
14But thou, O man like minded, my guide, and my acquaintance, συ δε άνθρωπε ισόψυχε ηγεμών μου και γνωστέ μου
15who in companionship with me sweetened our food: we walked in the house of God in concord. ος επιτοαυτό εγλύκανας εδέσματα εν τω οίκω του θεού επορεύθημεν εν ομονοία
16Let death come upon them, and let them go down alive into Hades, for iniquity is in their dwellings, in the midst of them. ελθέτω δε θάνατος επ΄ αυτούς και καταβήτωσαν εις άδου ζώντες ότι πονηρία εν ταις παροικίαις αυτών εν μέσω αυτών
17I cried to God, and the Lord hearkened to me. εγώ προς τον θεόν εκέκραξα και ο κύριος εισήκουσέ μου
18Evening, and morning, and at noon I will declare and make known my wants: and he shall hear my voice. εσπέρας και πρωϊ και μεσημβρίας διηγήσομαι και απαγγελώ και εισακούσεται της φωνής μου
19He shall deliver my soul in peace from them that draw nigh to me: for they were with me in many cases. λυτρώσεται εν ειρήνη την ψυχήν μου από των εγγιζόντων μοι ότι εν πολλοίς ήσαν συν εμοί
20God shall hear, and bring them low, even he that has existed from eternity. Pause. For they suffer no reverse, and therefore they have not feared God. εισακούσεται ο θεός και ταπεινώσει αυτούς ο υπάρχων προ των αιώνων διάψαλμα ου γαρ εστιν αυτοίς αντάλλαγμα ότι ουκ εφοβήθησαν τον θεόν
21He has reached forth his hand for retribution; they have profaned his covenant. εξέτεινε την χείρα αυτού εν τω αποδιδόναι εβεβήλωσαν την διαθήκην αυτού
22They were scattered at the anger of his countenance, and his heart drew nigh them. His words were smoother than oil, yet are they darts. διεμερίσθησαν από οργής του προσώπου αυτού και ήγγισαν αι καρδίαι αυτών ηπαλύνθησαν οι λόγοι αυτού υπέρ έλαιον και αυτοί εισι βολίδες
23 Cast thy care upon the Lord, and he shall sustain thee; he shall never suffer the righteous to be moved. επίρριψον επί κύριον την μέριμνάν σου και αυτός σε διαθρέψει ου δώσει εις τον αιώνα σάλον τω δικαίω
24But thou, O God, shalt bring them down to the pit of destruction; bloody and crafty men shall not live out half their days; but I will hope in thee, O Lord. συ δε ο θεός κατάξεις αυτούς εις φρέαρ διαφθοράς άνδρες αιμάτων και δολιότητος ου ημισεύσωσι τας ημέρας αυτών εγώ δε κύριε ελπιώ επί σε

Chapter 56

[edit]
1(56) For the end, concerning the people that were removed from the
sanctuary, by David for a memorial, when the Philistines caught him in Geth.
εις το τέλος υπέρ του λαού του από των αγίων μεμακρυμμένου τω Δαυίδ εις στηλογραφίαν οπότε εκράτησαν αυτόν οι αλλόφυλοι εν Γεθ
2Have mercy upon me, O God; for man has trodden me down; all the day long he warring has afflicted me. ελέησόν με ο θεός ότι κατεπάτησέ με άνθρωπος όλην την ημέραν πολεμών έθλιψέ με
3Mine enemies have trodden me down all the day from the dawning of the day; for there are many warring against me. κατεπάτησάν με οι εχθροί μου όλην την ημέραν ότι πολλοί οι πολεμούντές με από ύψους
4They shall be afraid, but I will trust in thee. ημέρας ου φοβηθήσομαι εγώ δε ελπιώ επί σε
5In God I will praise my words; all the day have I hoped in God; I will not fear what flesh shall do to me. εν τω θεώ επαινέσω τους λόγους μου επί τω θεώ ήλπισα ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι σαρξ
6All the day long they have abominated my words; all their devices are against me for evil. όλην την ημέραν τους λόγους μου εβδελύσσοντο κατ΄ εμού πάντες οι διαλογισμοί αυτών εις κακόν
7They will dwell near and hide themselves; they will watch my steps, accordingly as I have waited patiently in my soul. παροικήσουσι και κατακρύψουσιν αυτοί την πτέρναν μου φυλάξουσι καθάπερ υπέμειναν την ψυχήν μου
8Thou wilt on no account save them; thou wilt bring down the people in wrath. υπέρ του μηθενός σώσεις αυτούς εν οργή λαούς κατάξεις
9O God, I have declared my life to thee; thou has set my tears before thee, even according to thy promise. ο θεός την ζωήν μου εξήγγειλά σοι έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου ως και εν τη επαγγελία σου
10Mine enemies shall be turned back, in the day wherein I shall call upon thee; behold, I know that thou art my God. επιστρέψουσιν οι εχθροί μου εις τα οπίσω εν η αν ημέρα επικαλέσωμαι σε ιδού έγνων ότι θεός ει συ
11In God, will I praise his word; in the Lord will I praise his saying. επί τω θεώ αινέσω ρήμα επί τω κυρίω αινέσω λόγον
12I have hoped in God; I will not be afraid of what man shall do to me. επί τω θεώ ήλπισα ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος
13The vows of thy praise, O God, which I will pay, are upon me. εν εμοί ο θεός αι ευχαί ας αποδώσω αινέσεώς σου
14For thou hast delivered my soul from death, and my feet from sliding, that I should be well-pleasing before God in the land of the living. ότι ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου τους οφθαλμούς από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος ευαρεστήσω ενώπιον κυρίου εν φωτί ζώντων

Chapter 57

[edit]
1(57) For the end. Destroy not: by David, for a memorial, when he fled from the presence of Saul to the cave. εις το τέλος μη διαφθείρης τω Δαυίδ εις στηλογραφίαν εν τω αυτόν αποδιδράσκειν από προσώπου Σαούλ εις το σπήλαιον
2Have mercy, upon me, O God, have mercy upon me: for my soul has trusted in thee: and in the shadow of thy wings will I hope, until the iniquity have passed away. ελέησόν με ο θεός ελέησόν με ότι επί σοι πέποιθεν η ψυχή μου και εν τη σκιά των πτερύγων σου ελπιώ έως ου παρέλθη η ανομία
3I will cry to God most high; the God who has benefited me. Pause. κεκράξομαι προς τον θεόν τον ύψιστον τον θεόν τον ευεργετήσαντά με
4He sent from heaven and saved me; he gave to reproach them that trampled on me: God has sent forth his mercy and his truth; εξαπέστειλεν εξ ουρανού και έσωσέ με έδωκεν εις όνειδος τους καταπατούντάς με εξαπέστειλεν ο θεός το έλεος αυτού και την αλήθειαν αυτού
5and he has delivered my soul from the midst of lions'whelps: I lay down to sleep, though troubled. As for the sons of men, their teeth are arms and missile weapons, and their tongue a sharp sword. και ερρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσου σκύμνων εκοιμήθην τεταραγμένος υιοί ανθρώπων οι οδόντες αυτών όπλα και βέλη και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία
6Be thou exalted, O God, above the heavens; and thy glory above all the earth. υψώθητι επί τους ουρανούς ο θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου
7They have prepared snares for my feet, and have bowed down my soul: they have dug a pit before my face, and fallen into it themselves. Pause. παγίδα ητοίμασαν τοις ποσί μου και κατέκαμψαν την ψυχήν μου ώρυξαν προ προσώπου μου βόθρον και ενέπεσον εις αυτόν διάψαλμα
8My heart, O God, is ready, my heart is ready: I will sing, yea will sing psalms. ετοίμη η καρδία μου ο θεός ετοίμη η καρδία μου άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου
9Awake, my glory; awake, psaltery and harp: I will awake early. εξεγέρθητι η δόξα μου εξεγέρθητι ψαλτήριον και κιθάρα εξεγερθήσομαι όρθρου
10O Lord, I will give thanks to thee among the nations: I will sing to thee among the Gentiles. εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς κύριε ψαλώ σοι εν έθνεσιν
11For thy mercy has been magnified even to the heavens, and thy truth to the clouds. ότι εμεγαλύνθη έως των ουρανών το έλεός σου και έως των νεφελών η αλήθειά σου
12Be thou exalted, O God, above the heavens; and thy glory above all the earth. υψώθητι επί τους ουρανούς ο θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου

Chapter 58

[edit]
1(58) For the end. Destroy not: by David, for a memorial. εις το τέλος μη διαφθείρης τω Δαυίδ εις στηλογραφίαν
2If ye do indeed speak righteousness, then do ye judge rightly, ye sons of men. ει αληθώς άρα δικαιοσύνην λαλείτε ευθείας κρίνατε υιοί των ανθρώπων
3For ye work iniquities in your hearts in the earth: your hands plot unrighteousness. και γαρ εν καρδία ανομίαν εργάζεσθε εν τη γη αδικίαν αι χείρες υμών συμπλέκουσιν
4Sinners have gone astray from the womb: they go astray from the belly: they speak lies. απηλλοτριώθησαν οι αμαρτωλοί από μήτρας επλανήθησαν από γαστρός ελάλησαν ψευδή
5Their venom is like that of a serpent; as that of a deaf asp, and that stops her ears; θυμός αυτοίς κατά την ομοίωσιν του όφεως ωσεί ασπίδος κωφής και βυούσης τα ώτα αυτής
6which will not hear the voice of charmers, nor heed the charm prepared skillfully by the wise. ήτις ουκ εισακούσεται φωνής επαδόντων φαρμακού τε φαρμακευομένη παρά σοφού
7God has crushed their teeth in their mouth: God has broken the cheek-teeth of the lions. ο θεός συνέτριψε τους οδόντας αυτών εν τω στόματι αυτών τας μύλας των λέοντων συνέθλασεν ο κύριος
8They shall utterly pass away like water running through: he shall bend his bow till they shall fail. εξουδενωθήσονται ως ύδωρ διαπορευόμενον εντενεί το τόξον αυτού έως ου ασθενήσουσιν
9They shall be destroyed as melted wax: the fire has fallen and they have not seen the sun. ωσεί κηρός τακείς ανταναιρεθήσονται έπεσε πυρ επ΄ αυτούς και ουκ είδον τον ήλιον
10Before your thorns feel the white thorn, he shall swallow you up as living, as in his wrath. προ του συνιέναι τας ακάνθας υμών την ράμνον ωσεί ζώντας ωσεί εν οργή καταπίεται αυτούς
11The righteous shall rejoice when he sees the vengeance of the ungodly: he shall wash his hands in the blood of the sinner. ευφρανθήσεται δίκαιος όταν ίδη εκδίκησιν τας χείρας αυτού νίψεται εν τω αίματι του αμαρτωλού
12And a man shall say, Verily then there is a reward for the righteous: verily there is a God that judges them in the earth. και ερεί άνθρωπος ει άρα εστί καρπός τω δικαίω άρα εστίν ο θεός κρίνων αυτούς εν τη γη

Chapter 59

[edit]
1(59) For the end. Destroy not: by David for a memorial, when Saul sent, and watched his house to kill him. εις το τέλος μη διαφθείρης τω Δαυίδ εις στηλογραφίαν οπότε απέστειλε Σαούλ και εφύλαξε τον οίκον αυτού του θανατώσαι αυτόν
2Deliver me from mine enemies, O God; and ransom me from those that rise up against me. εξελού με εκ των εχθρών μου ο θεός και εκ των επανισταμένων επ΄ εμέ λύτρωσαί με
3Deliver me from the workers of iniquity, and save me from bloody men. ρύσαί με εκ των εργαζομένων την ανομίαν και εξ ανδρών αιμάτων σώσόν με
4For, behold, they have hunted after my soul; violent men have set upon me: neither is it my iniquity, nor my sin, O Lord. ότι ιδού εθήρευσαν την ψυχήν μου επέθεντο επ΄ εμέ κραταιοί ούτε η ανομία μου ούτε η αμαρτία μου κύριε
5Without iniquity I ran and directed my course aright: awake to help me, and behold. άνευ ανομίας έδραμον και κατεύθυνα εξεγέρθητι εις συνάντησίν μου και ίδε
6And thou, Lord God of hosts, the God of Israel, draw nigh to visit all the heathen; pity not any that work iniquity. Pause. και συ κύριε ο θεός των δυνάμεων ο θεός του Ισραήλ πρόσχες του επισκέψασθαι πάντα τα έθνη μη οικτειρήσης πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν
7They shall return at evening, and hunger like a dog, and go round about the city. επιστρέψουσιν εις εσπέραν και λιμώξουσιν ως κύων και κυκλώσουσι πόλιν
8Behold, they shall utter a voice with their mouth, and a sword is in their lips; for who, say they, has heard? ιδού αυτοί αποφθέγξονται εν τω στόματι αυτών και ρομφαία εν τοις χείλεσιν αυτών ότι τις ήκουσε
9But thou, Lord, wilt laugh them to scorn; thou wilt utterly set at nought all the heathen. και συ κύριε εκγελάσεις αυτούς εξουδενώσεις πάντα τα έθνη
10will keep my strength, looking to thee; for thou, O God, art my helper. το κράτος μου προς σε φυλάξω ότι συ ο θεός αντιλήπτωρ μου ει
11As for my God, his mercy shall go before me: my God will shew me vengeance on mine enemies. ο θεός μου το έλεος αυτού προφθάσει με ο θεός μου δείξει μοι εν τοις εχθροίς μου
12Slay them not, lest they forget thy law; scatter them by thy power; and bring them down, O Lord, my defender. μη αποκτείνης αυτούς μήποτε επιλάθωνται του νόμου σου διασκόρπισον αυτούς εν τη δυνάμει σου και κατάγαγε αυτούς ο υπερασπιστής μου κύριε
13For the sin of their mouth, and the word of their lips, let them be even taken in their pride. αμαρτία στόματος αυτών λόγος χειλέων αυτών και συλληφθήτωσαν εν τη υπερηφανία αυτών και εξ αράς και ψεύδους διαγγελήσονται
14And for their cursing and falsehood shall utter destruction be denounced: they shall fall by the wrath of utter destruction, and shall not be; so shall they know that the God of Jacob is Lord of the ends of the earth. Pause. εν συντελεία εν οργή συντελείας και ου υπάρξωσι και γνώσονται ότι ο θεός δεσπόζει του Ιακώβ και των περάτων της γης διάψαλμα
15They shall return at evening, and be hungry as a dog, and go round about the city. επιστρέψουσιν εις εσπέραν και λιμώξουσιν ως κύων και κυκλώσουσι πόλιν
16They shall be scattered hither and thither for meat; and if they be not satisfied, they shall even murmur. αυτοί διασκορπισθήσονται του φαγείν εάν δε μη χορτασθώσι και γογγύσουσιν
17But I will sing to thy strength, and in the morning will I exult in thy mercy; for thou hast been my supporter, and my refuge in the day of mine affliction. εγώ δε άσομαι τη δυνάμει σου και αγαλλιάσομαι τοπρωϊ το έλεός σου ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου
18Thou art my helper; to thee, my God, will I sing; thou art my supporter, O my God, and my mercy. βοηθός μου ει συ σοι ψαλώ ότι συ ο θεός αντιλήπτωρ μου ει ο θεός μου το έλεός μου

Chapter 60

[edit]
1(60) For the end, for them that shall yet be changed; for an inscription by David for instruction, when he

had burned Mesopotamia of Syria, and Syria Sobal, and Joab had returned and smitten in the valley of salt twelve thousand.

εις το τέλος τοις αλλοιωθησομένοις εις στηλογραφίαν τω Δαυίδ εις διδαχήν οπότε ενεπύρισε την Μεσοποταμίαν Συρίας και την Συρίαν Σοβάλ και επέστρεψεν Ιωάβ και επάταξε τον Εδώμ εν την φάραγγι των αλών δώδεκα χιλιάδας
2O God, thou hast rejected and destroyed us; thou hast been angry, yet hast pitied us. ο θεός απώσω ημάς και καθείλες ημάς ωργίσθης και ωκτείρησας ημάς
3Thou hast shaken the earth, and troubled it; heal its breaches, for it has been shaken. συνέσεισας την γην και συνετάραξας αυτήν ίασαι τα συντρίμματα αυτής ότι εσαλεύθη
4Thou hast shewn thy people hard things: thou has made us drink the wine of astonishment. έδειξας τω λαώ σου σκληρά επότισας ημάς οίνον κατανύξεως
5Thou hast given a token to them that fear thee, that they might flee from the bow. Pause. έδωκας τοις φοβουμένοις σε σημείωσιν του φυγείν από προσώπου τόξου διάψαλμα
6That thy beloved ones may be delivered; save with thy right hand, and hear me. όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου σώσον τη δεξιά σου και επάκουσόν μου
7God has spoken in his holiness; I will rejoice, and divide Sicima, and measure out the valley of tents. ο θεός ελάλησεν εν τω αγίω αυτού αγαλλιάσομαι και διαμεριώ Σίκιμα και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω
8Galaad is mine, and Manasse is mine; and Ephraim is the strength of my head; εμός εστι Γαλαάδ και εμός εστι Μανασσή και Εφραϊμ κραταίωσις της κεφαλής μου Ιούδας βασιλεύς μου
9Judas is my king; Moab is the caldron of my hope; over Idumea will I stretch out my shoe; the Philistines have been subjected to me. Μωάβ λέβης της ελπίδος μου επί την Ιδουμαίαν εκτενώ το υπόδημά μου εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν
10Who will lead me into the fortified city? who will guide me as far a Idumea? τις απάξει με εις πόλιν περιοχής η τις οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας
11Wilt not thou, O God, who hast cast us off? and wilt not thou, O God, go forth with our forces? ουχί συ ο θεός ο απωσάμενος ημάς και ουκ εξελεύση ο θεός εν ταις δυνάμεσιν ημών
12Give us help from trouble: for vain is the deliverance of man. δος ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως και ματαία σωτηρία ανθρώπου
13In God will we do valiantly; and he shall bring to nought them that harass us. εν τω θεώ ποιήσομεν δύναμιν και αυτός εξουδενώσει τους θλίβοντας ημάς

Chapter 61

[edit]
1(61) For the end, among the Hymns of David. εις το τέλος εν ύμνοις τω Δαυίδ ψαλμός
2O God, hearken to my petition; attend to my prayer. εισάκουσον ο θεός της δεήσεώς μου πρόσχες τη προσευχή μου
3From the ends of the earth have I cried to thee, when my heart was in trouble: thou liftedst me up on a rock thou didst guide me: από των περάτων της γης προς σε εκέκραξα εν τω ακηδιάσαι την καρδίαν μου εν πέτρα ύψωσάς με οδήγησάς με
4because thou wert my hope, a tower of strength from the face of the enemy. ότι εγενήθης ελπίς μου πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού
5I will dwell in thy tabernacle for ever; I will shelter myself under the shadow of thy wings. Pause. παροικήσω εν τω σκηνώματί σου εις τους αιώνας σκεπασθήσομαι εν τη σκεπη των πτερύγων σου
6For thou, o God, hast heard my prayers; thou hast given an inheritance to them that fear thy name. ότι συ ο θεός εισήκουσας των ευχών μου έδωκας κληρονομίαν τοις φοβουμένοις το όνομά σου
7Thou shalt add days to the days of the king; thou shalt lengthen his years to all generations. ημέρας εφ΄ ημέρας του βασιλέως προσθήσεις τα έτη αυτού έως ημέρας γενεάς και γενεάς
8He shall endure for ever before God: which of them will seek out his mercy and truth? διαμενεί εις τον αιώνα ενώπιον του θεού έλεος και αλήθειαν αυτού τις εκζητήσει
9So will I sing to thy name for ever and ever, that I may daily perform my vows. ούτως ψαλώ τω ονόματί σου εις τους αιώνας του αποδούναί με τας ευχάς μου ημέραν εξ ημέρας

Chapter 62

[edit]
1(62) For the end, a Psalm of David for Idithun. εις το τέλος υπέρ Ιδιθούμ ψαλμός τω Δαυίδ
2Shall not my soul be subjected to God? for of him is my salvation. ουχί τω θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου παρ΄ αυτώ γαρ το σωτήριόν μου
3For he is my God, and my saviour; my helper, I shall not be moved very much. και γαρ αυτός θεός μου και σωτήρ μου αντιλήπτωρ μου ου σαλευθώ επί πλείον
4How long will ye assault a man? ye are all slaughtering as with a bowed wall and a broken hedge. έως πότε επιτίθεσθε επ΄ άνθρωπον φονεύετε πάντες υμείς ως τοίχω κεκλιμένω και φραγμώ ωσμένω
5They only took counsel to set at nought mine honour: I ran in thirst: with their mouth they blessed, but with their heart they cursed. Pause. πλην την τιμήν μου εβουλεύσαντο απώσασθαι έδραμον εν δίψη τω στόματι αυτών ευλόγουν και τη καρδία αυτών κατηρώντο
6Nevertheless do thou, my soul, be subjected to God; for of him is my patient hope. πλην τω θεώ υποτάγηθι η ψυχή μου ότι παρ΄ αυτώ η υπομονή μου
7For he is my God and my Saviour; my helper, I shall not be moved. ότι αυτός θεός μου και σωτήρ μου αντιλήπτωρ μου ου μεταναστεύσω
8 In God is my salvation and my glory: he is the God of my help, and my hope is in God. επί τω θεώ το σωτήριόν μου και η δόξα μου ο θεός της βοηθείας μου και η ελπίς μου επί τω θεώ
9Hope in him, all ye congregation of the people; pour out your hearts before him, for God is our helper. Pause. ελπίσατε επ΄ αυτόν πάσα συναγωγή λαού εκχέετε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών ότι ο θεός βοηθός ημών διάψαλμα
10But the sons of men are vain; the sons of men are false, so as to be deceitful in the balances; they are all alike formed out of vanity. πλην μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων ψευδείς οι υιοί των ανθρώπων εν ζυγοίς του αδικήσαι αυτοί εκ ματαιότητος επιτοαυτό
11Trust not in unrighteousness, and lust not after robberies: if wealth should flow in, set not your heart upon it. μη ελπίζετε επ΄ αδικίαν και επί άρπαγμα μη επιποθείτε πλούτος εάν ρέη μη προστίθεσθε καρδίαν
12God has spoken once, and I have heard these two things, that power is of God; άπαξ ελάλησεν ο θεός δύο ταύτα ήκουσα ότι το κράτος του θεού
13and mercy is thine, O Lord; for thou wilt recompense every one according to his works. και σου κύριε το έλεος ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού

Chapter 63

[edit]
1(63) A Psalm of David, when he was in the wilderness of Idumea. ψαλμός τω Δαυίδ εν τω είναι αυτόν εν τη ερήμω της Ιουδαίας
2O God, my God, I cry to thee early; my soul has thirsted for thee: how often has my flesh longed after thee, in a barren and trackless and dry land! ο θεός ο θεός μου προς σε ορθρίζω εδίψησέ σε η ψυχή μου ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω
3Thus have I appeared before thee in the sanctuary, that I might see thy power and thy glory. ούτως εν τω αγίω ώφθην σοι του ιδείν την δύναμιν σου και την δόξαν σου
4For thy mercy is better than life: my lips shall praise thee. ότι κρείσσον το έλεός σου υπέρ ζωάς τα χείλη μου επαινέσουσί σε
5Thus will I bless thee during my life: I will lift up my hands in thy name. ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου εν τω ονόματί σου αρώ τας χείράς μου
6Let my soul be filled as with marrow and fatness; and my joyful lips shall praise thy name. ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου
7 Forasmuch as I have remembered thee on my bed: in the early seasons I have meditated on thee. ει εμνημόνευόν σου επί της στρωμνής μου εν τοις όρθροις εμελέτων εις σε
8For thou hast been my helper, and in the shelter of thy wings will I rejoice. ότι εγενήθης βοηθός μου και εν τη σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι
9My soul has kept very close behind thee: thy right hand has upheld me. εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου
10But they vainly sought after my soul; they shall go into the lowest parts o the earth. αυτοί δε εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν μου εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γης
11They shall be delivered up to the power of the sword; they shall be portions for foxes. παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας μερίδες αλωπέκων έσονται
12But the king shall rejoice in God; every one that swears by him shall be praised; for the mouth of them that speak unjust things has been stopped. ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τω θεώ επαινεθήσεται πας ο ομνύων εν αυτώ ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα

Chapter 64

[edit]
1(64) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2Hear my prayer, O God, when I make my petition to thee; deliver my soul from fear of the enemy. εισάκουσον ο θεός της φωνής μου εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου
3Thou hast sheltered me from the conspiracy of them that do wickedly; from the multitude of them that work iniquity; σκέπασόν με από συστροφής πονηρευομένων από πλήθους εργαζομένων αδικίαν
4who have sharpened their tongues as a sword; they have bent their bow maliciously; οίτινες ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών ενέτειναν τόξον αυτών πράγμα πικρόν
5to shoot in secret at the blameless; they will shoot him suddenly, and will not fear. του κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον εξάπινα κατατοξεύσουσιν αυτόν και ου φοβηθήσονται
6They have set up for themselves an evil matter, they have given counsel to hide snares; they have said, Who shall see them? εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν διηγήσαντο του κρύψαι παγίδας είπον τις όψεται αυτούς
7They have searched out iniquity; they have wearied themselves with searching diligently, a man shall approach and the heart is deep, εξηρεύνησαν ανομίαν εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις προσελεύσεται άνθρωπος και καρδία βαθεία
8and God shall be exalted, their wounds were caused by the weapon of the foolish children, και υψωθήσεται ο θεός βέλος νηπίων εγενήθησαν αι πληγαί αυτών
9and their tongues have set him at nought, all that saw them were troubled; και εξουθένησαν αυτόν αι γλώσσαι αυτών εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς
10and every man was alarmed, and they related the works of God, and understood his deeds. και εφοβήθη πας άνθρωπος και ανήγγειλαν τα έργα του θεού και τα ποιήματα αυτού συνήκαν
11The righteous shall rejoice in the Lord, and hope on him, and all the upright in heart shall be praised. ευφρανθήσεται δίκαιος εν τω κυρίω και ελπιεί επ΄ αυτόν και επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τη καρδία

Chapter 65

[edit]
1(65) For the end, a Psalm

and Song of David.

εις το τέλος ψαλμός ωδής τω Δαυίδ
2Praise becomes thee, O God, in Sion; and to thee shall the vow be performed. σοι πρέπει ύμνος ο θεός εν Σιών και σοι αποδοθήσεται ευχή εν Ιερουσαλήμ
3Hear my prayer; to thee all flesh shall come. εισάκουσον προσευχής μου προς σε πάσα σαρξ ήξει
4The words of transgressors have overpowered us; but do thou pardon our sins. λόγοι ανόμων υπερεδυνάμωσαν ημάς και ταις ασεβείας ημών συ ιλάση
5Blessed is he whom thou hast chosen and adopted; he shall dwell in thy courts; we shall be filled with the good things of thy house; thy temple is holy. μακάριος ον εξελέξω και προσελάβου κατασκηνώσει εν ταις αυλαίς σου πλησθησόμεθα εν τοις αγαθοίς του οίκου σου άγιος ο ναός σου
6Thou art wonderful in righteousness. Hearken to us, O God our Saviour; the hope of all the ends of the earth, and of them that are on the sea afar off: θαυμαστός εν δικαιοσύνη επάκουσον ημών ο θεός ο σωτήρ ημών η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν
7who dost establish the mountains in thy strength, being girded about with power; ετοιμάζων όρη εν τη ίσχύϊ αυτού περιεζωσμένος εν δυναστεία
8who troublest the depth of the sea, the sounds of its waves. ο συνταράσσων το κύτος της θαλάσσης ήχους κυμάτων αυτής τις υποστήσεται
9The nations shall be troubled, and they that inhabit the ends of the earth shall be afraid of thy signs; thou wilt cause the outgoings of morning and evening to rejoice. ταραχθήσονται τα έθνη και φοβηθήσονται οι κατοικούντες τα πέρατα από των σημείων σου εξόδους πρωίας και εσπέρας τέρψεις
10Thou hast visited the earth, and saturated it; thou hast abundantly enriched it. The river of God is filled with water; thou hast prepared their food, for thus is the preparation of it. επεσκέψω την γην και εμέθυσας αυτήν επλήθυνας του πλουτίσαι αυτήν ο ποταμός του θεού επληρώθη υδάτων ητοίμασας την τροφήν αυτών ότι ούτως η ετοιμασία
11Saturate her furrows, multiply her fruits; the crop springing up shall rejoice in its drops. τους αύλακας αυτής μέθυσον πλήθυνον τα γεννήματα αυτής εν ταις σταγόσιν αυτής ευφρανθήσεται ανατέλλουσα
12Thou wilt bless the crown of the year because of thy goodness; and thy plains shall be filled with fatness. ευλογήσεις τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου και τα πεδία σου πλησθήσονται πιότητος
13The mountains of the wilderness shall be enriched; and the hills shall gird themselves with joy. πιανθήσονται τα ωραία όρη της ερήμου και αγαλλίασιν οι βουνοί περιζώσονται
14The rams of the flock are clothed with wool, and the valleys shall abound in corn; they shall cry aloud, yea they shall sing hymns. ενεδύσαντο οι κριοί των προβάτων και αι κοιλάδες πληθυνούσι σίτον κεκράξονται και γαρ υμνήσουσιν

Chapter 66

[edit]
1(66) For the end, a Song of Psalm of resurrection. εις το τέλος ωδή ψαλμού αναστάσεως
2Shout unto God, all the earth. αλαλάξατε τω κυρίω πάσα η γη
3O sing praises to his name; give glory to his praise. ψάλατε δη τω ονόματι αυτού δότε δόξαν αινέσει αυτού
4Say unto God, How awful are thy works! through the greatness of thy power thine enemies shall lie to thee. είπατε τω θεώ ως φοβερά τα έργα σου εν τω πλήθει της δυνάμεώς σου ψεύσονταί σε οι εχθροί σου
5Let all the earth worship thee, and sing to thee; let them sing to thy name. Pause. πάσα η γη προσκυνησάτωσάν σοι και ψαλάτωσάν σοι ψαλάτωσαν τω ονόματί σου ύψιστε διάψαλμα
6Come and behold the works of God; he is terrible in his counsels beyond the children of men. δεύτε και ίδετε τα έργα του θεού ως φοβερός εν βουλαίς υπέρ τους υιούς των ανθρώπων
7Who turns the sea into dry land; they shall go through the river on foot; there shall we rejoice in him, ο μεταστρέφων την θάλασσαν εις ξηράν εν ποταμώ διελεύσονται ποδί εκεί ευφρανθησόμεθα επ΄ αυτώ
8who by his power is Lord over the age, his eyes look upon the nations; let not them that provoke him be exalted in themselves. Pause. τω δεσπόζοντι εν τη δυναστεία αυτού του αιώνος οι οφθαλμοί αυτού επί τα έθνη επιβλέπουσιν οι παραπικραίνοντες μη υψούσθωσαν εν εαυτοίς διάψαλμα
9Bless our God, ye Gentiles, and make the voice of his praise to be heard; ευλογείτε έθνη τον θεόν ημών και ακουτίσατε την φωνήν της αινέσεως αυτού
10who quickens my soul in life, and does not suffer my feet to be moved. του θεμένου την ψυχήν μου εις ζωήν και μη δόντος εις σάλον τους πόδας μου
11For thou, O God, has proved us; thou hast tried us with fire as silver is tried. ότι εδοκίμασας ημάς ο θεός επύρωσας ημάς ως πυρούται το αργύριον
12Thou broughtest us into the snare; thou laidest afflictions on our back. εισήγαγες ημάς εις την παγίδα έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών
13Thou didst mount men upon our heads; we went through the fire and water; but thou broughtest us out into a place of refreshment. επεβίβασας ανθρώπους επί τας κεφαλάς ημων διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν
14I will go into thine house with whole-burnt-offerings; I will pay thee my vows, εισελεύσομαι εις τον οίκόν σου εν ολοκαυτώμασιν αποδώσω σοι τας ευχάς μου
15which my lips framed, and my mouth uttered in my affliction. ας διέστειλε τα χείλη μου και ελάλησε το στόμα μου εν τη θλίψει μου
16I will offer to thee whole-burnt-sacrifices full of marrow, with incense and rams; I will sacrifice to thee oxen with goats. Pause. ολοκαυτώματα μεμυελωμένα ανοίσω σοι μετά θυμιάματος και κριών ανοίσω σοι βόας μετά χιμάρων διάψαλμα
17Come, hear, and I will tell, all ye that fear God, how great things he has done for my soul. δεύτε ακούσατε και διηγήσομαι υμίν πάντες οι φοβούμενοι τον θεόν όσα εποίησε τη ψυχή μου
18I cried to him with my mouth, and exalted him with my tongue. προς αυτόν τω στόματί μου εκέκραξα και ύψωσα υπό την γλώσσάν μου
19If I have regarded iniquity in my heart, let not the Lord hearken to me. αδικίαν ει εθεώρουν εν καρδία μου μη εισακουσάτω μου κύριος
20Therefore God has hearkened to me; he has attended to the voice of my prayer. διά τούτο εισήκουσέ μου ο θεός προσέσχε τη φωνή της δεήσεώς μου
21Blessed be God, who has not turned away my prayer, nor his mercy from me. ευλογητός ο θεός ος ουκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ΄ εμού

Chapter 67

[edit]
1(67) For the end, a Psalm of David among the Hymns. εις το τέλος εν ύμνοις ψαλμός ωδής τω Δαυίδ
2God be merciful to us, and bless us; and cause his face to shine upon us. Pause. ο θεός οικτειρήσαι ημάς και ευλογήσαι ημάς επιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ΄ ημάς και ελεήσαι ημάς
3That men may know thy way on the earth, thy salvation among all nations. του γνώναι εν τη γη την οδόν σου εν πάσιν έθνεσι το σωτήριόν σου
4Let the nations, O God, give thanks to thee; let all the nations give thanks to thee. εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί ο θεός εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες
5Let the nations rejoice and exult, for thou shalt judge the peoples in equity, and shalt guide the nations on the earth. Pause. ευφρανθήτωσαν και αγαλλιάσθωσαν έθνη ότι κρινείς λαούς εν ευθύτητι και έθνη εν τη γη οδηγήσεις διάψαλμα
6Let the peoples, O God, give thanks to thee; let all the peoples give thanks to thee. εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί ο θεός εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες
7The earth has yielded her fruit; let God, our God bless us. γη έδωκε τον καρπόν αυτής ευλογήσαι ημάς ο θεός ο θεός ημών
8Let God bless us; and let all the ends of the earth fear him. ευλογήσαι ημάς ο θεός και φοβηθήτωσαν αυτόν πάντα τα πέρατα της γης

Chapter 68

[edit]
1(68) For the end, a Psalm of a Song by David. εις το τέλος ωδής ψαλμός τω Δαυίδ
2Let God arise, and let his enemies be scattered; and let them that hate him flee from before him. αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν
3As smoke vanishes, let them vanish: as wax melts before the fire, so let the sinners perish from before God. ως εκλείπει καπνός εκλιπέτωσαν ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του θεού
4But let the righteous rejoice; let them exult before God: let them be delighted with joy. και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του θεού τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη
5Sing to God, sing praises to his name: make a way for him that rides upon the west (the Lord is his name) and exult before him. They shall be troubled before the face of him, άσατε τω θεώ ψάλατε τω ονόματι αυτού οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών κύριος όνομα αυτώ και αγαλλιάσθε ενώπιον αυτού ταραχθήσονται από προσώπου αυτού
6who is the father of the orphans, and judge of the widows: such is God in his holy place. του πατρός των ορφανών και κριτού των χηρών ο θεός εν τόπω αγίω αυτού
7God settles the solitary in a house; leading forth prisoners mightily, also them that act provokingly, even them that dwell in tombs. ο θεός κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω εξάγων πεπεδημένους εν ανδρεία ομοίως τους παραπικραίνοντας τους κατοικούντας εν τάφοις
8O God, when thou wentest forth before thy people, when thou wentest through the wilderness; Pause: ο θεός εν τω εκπορεύεσθαί σε ενώπιον του λαού σου εν τω διαβαίνειν σε εν τη ερήμω
9the earth quaked, yea, the heavens dropped water at the presence of the God of Sina, at the presence of the God of Israel. γη εσείσθη και γαρ οι ουρανοί έσταξαν από προσώπου του θεού του Σινά από προσώπου του θεού Ισραήλ
10O God, thou wilt grant to thine inheritance a gracious rain; for it was weary, but thou didst refresh it. βροχήν εκούσιον αφοριείς ο θεός τη κληρονομία σου και ησθένησε συ δε κατηρτίσω αυτήν
11Thy creatures dwell in it: thou hast in thy goodness prepared for the poor. τα ζωά σου κατοικούσιν εν αυτή ητοίμασας εν τη χρηστότητί σου τω πτωχώ
12The Lord God will give a word to them that preach it in a great company. ο θεός κύριος δώσει ρήμα τοις ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή
13The king of the forces of the beloved, of the beloved, will even grant them for the beauty of the house to divide the spoils. ο βασιλεύς των δυνάμεων του αγαπητού τη ωραιότητι του οίκου διελέσθαι σκύλα
14Even if ye should lie among the lots, ye shall have the wings of a dove covered with silver, and her breast with yellow gold. εάν κοιμηθήτε αναμέσον των κλήρων πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμέναι και τα μετάφρενα αυτής εν χλωρότητι χρυσίου
15When the heavenly One scatters kings upon it, they shall be made snow-white in Selmon. εν τω διαστέλλειν τον επουράνιον βασιλείς επ΄ αυτής χιονωθήσονται εν Σελμών
16The mountain of God is a rich mountain; a swelling mountain, a rich mountain. όρος του θεού όρος πίον όρος τετυρωμένον όρος πίον
17Wherefore do ye conceive evil, ye swelling mountains? this is the mountain which God has delighted to dwell in; yea, the Lord will dwell in it for ever. ινατί υπολαμβάνετε όρη τετυρωμένα το όρος ο ευδόκησεν ο θεός κατοικείν εν αυτώ και γαρ ο κύριος κατασκηνώσει εις τέλος
18The chariots of God are ten thousand fold, thousands of rejoicing ones: the Lord is among them, in Sina, in the holy place. το άρμα του θεού μυριοπλάσιον χιλιάδες ευθηνούντων κύριος εν αυτοίς εν Σιναίν εν τω αγίω
19 Thou art gone up on high, thou hast led captivity captive, thou hast received gifts for man, yea, for they were rebellious, that thou mightest dwell among them. ανέβης εις ύψος ηχμαλώτευσας αιχμαλωσίαν έλαβες δόματα εν ανθρώποις και γαρ απειθούντες του κατασκηνώσαι
20Blessed be the Lord God, blessed be the Lord daily; and the God of our salvation shall prosper us. Pause. κύριος ο θεός ευλογητός ευλογητός κύριος ημέραν καθ΄ ημέραν και κατευοδώσαι ημίν ο θεός των σωτηρίων ημών
21Our God is the God of salvation; and to the Lord belong the issues from death. ο θεός ημών ο θεός του σώζειν και του κυρίου αι διέξοδοι του θανάτου
22But God shall crust the heads of his enemies; the hairy crown of them that go on in their trespasses. πλην ο θεός συνθλάσει κεφαλάς εχθρών αυτού κορυφήν τριχός διαπορευομένων εν πλημμελείαις αυτών
23The Lord said, I will bring again from Basan, I will bring my people again through the depths of the sea. είπε κύριος εκ Βασάν επιστρέψω επιστρέψω εν βυθοίς θαλάσσης
24That thy foot may be dipped in blood, and the tongue of thy dogs be stained with that of thine enemies. όπως αν βαφή ο πους σου εν αίματι η γλώσσα των κυνών σου εξ εχθρών παρ΄ αυτού
25Thy goings, O God, have been seen; the goings of my God, the king, in the sanctuary. εθεωρήθησαν αι πορίαί σου ο θεός αι πορείαι του θεού μου του βασιλέως του εν τω αγίω
26The princes went first, next before the players on instruments, in the midst of damsels playing on timbrels. προέφθασαν άρχοντες εχόμενα ψαλλόντων εν μέσω νεανίδων τυμπανιστριών
27Praise God in the congregations, the Lord from the fountains of Israel. εν εκκλησίαις ευλογείτε τον θεόν τον κύριον εκ πηγών Ισραήλ
28There is Benjamin the younger one in ecstasy, the princes of Juda their rulers, the princes of Zabulon, the princes of Nephthali. εκεί Βενιαμίν νεώτερος εν εκστάσει άρχοντες Ιούδα ηγεμόνες αυτών άρχοντες Ζαβουλών άρχοντες Νεφθαλί
29O God, command thou thy strength: strengthen, O God, this which thou hast wrought in us. έντειλαι ο θεός τη δυνάμει σου δυνάμωσον ο θεός τούτο ο κατειργάσω εν ημίν
30Because of thy temple at Jerusalem shall kings bring presents to thee. από του ναού σου επί Ιερουσαλήμ σοι οίσουσι βασιλείς δώρα
31Rebuke the wild beasts of the reed: let the crowd of bulls with the heifers of the nations be rebuked, so that they who have been proved with silver may not be shut out: scatter thou the nations that wish for wars. επιτίμησον τοις θηρίοις του καλάμου η συναγωγή των ταύρων εν ταις δαμάλεσι των λαών του εγκλεισθήναι τους δεδοκιμασμένους τω αργυρίω διασκόρπισον έθνη τα τους πολέμους θέλοντα
32Ambassadors shall arrive out of Egypt; Ethiopia shall hasten to stretch out her hand readily to God. ήξουσι πρέσβεις εξ Αιγύπτου Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τω θεώ
33Sing to God, ye kingdoms of the earth; sing psalms to the Lord. Pause. αι βασιλείαι της γης άσατε τω θεώ ψάλατε τω κυρίω διάψαλμα
34Sing to God that rides on the heaven of heaven, eastward: lo, he will utter a mighty sound with his voice. τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς ιδού δώσει τη φωνή αυτού φωνήν δυνάμεως
35Give ye glory to God: his excellency is over Israel, and his power is in the clouds. δότε δόξαν τω θεώ επί τον Ισραήλ η μεγαλοπρέπεια αυτού και η δύναμις αυτού εν ταις νεφέλαις
36God is wonderful in his holy places, the God of Israel: he will give power and strength to his people: blessed be God. θαυμαστός ο θεός εν τοις αγίοις αυτού ο θεός Ισραήλ αυτός δώσει δύναμιν και κραταίωσιν τω λαώ αυτού ευλογητός ο θεός

Chapter 69

[edit]
1(69) For the end,

a Psalm of David, for

alternate

strains.

εις το τέλος υπέρ των αλλοιωθησομένων ψαλμός τω Δαυίδ
2Save me, O God; for the waters have come in to my soul. σώσόν με ο θεός ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου
3I am stuck fast in deep mire, and there is no standing: I am come in to the depths of the sea, and a storm has overwhelmed me. ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστιν υπόστασις ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με
4I am weary of crying, my throat has become hoarse; mine eyes have failed by my waiting on my God. εκοπίασα κράζων εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον θεόν μου
5They that hate me without a cause are more than the hairs of my head: my enemies that persecute me unrighteously are strengthened: then I restored that which I took not away. επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου οι μισούντές με δωρεάν εκραταιώθησαν οι εχθροί μου οι εκδιώκοντές με αδίκως α ουχ ήρπαζον τότε απετίννυον
6O God, thou knowest my foolishness; and my transgressions are not hidden from thee. ο θεός συ έγνως την αφροσύνην μου και αι πλημμέλειαί μου από σου ουκ απεκρύβησαν
7Let not them that wait on thee, O Lord of hosts, be ashamed on my account: let not them that seek thee, be ashamed on my account, O God of Israel. μη αισχυνθείησαν επ΄ εμέ οι υπομένοντές σε κύριε κύριε των δυνάμεων μη εντραπείησαν επ΄ εμέ οι ζητούντές σε ο θεός του Ισραήλ
8For I have suffered reproach for thy sake; shame has covered my face. ότι ένεκά σου υπήνεγκα ονειδισμόν εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπόν μου
9I became strange to my brethren, and a stranger to my mother's children. απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου
10 For the zeal of thine house has eaten me up; and the reproaches of them that reproached thee are fallen upon me. ότι ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με και οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ΄ εμέ
11And I bowed down my soul with fasting, and that was made my reproach. και συνεκάλυψα εν νηστεία την ψυχήν μου και εγενήθη εις ονειδισμούς εμοί
12And I put on sackcloth for my covering; and I became a proverb to them. και εθέμην το ενδυμά μου σάκκον και εγενόμην αυτοίς εις παραβολήν
13They that sit in the gate talked against me, and they that drank wine sang against me. κατ΄ εμού ηδολέσχουν οι καθήμενοι εν πύλαις και εις εμέ έψαλλον οι πίνοντες τον οίνον
14But I will cry to thee, O Lord, in my prayer; O God, it is a propitious time: in the multitude of thy mercy hear me, in the truth of thy salvation. εγώ δε τη προσευχή μου προς σε κύριε καιρός ευδοκίας ο θεός εν τω πλήθει του ελέους σου επάκουσόν μου εν αληθεία της σωτηρίας σου
15Save me from the mire, that I stick not in it: let me be delivered from them that hate me, and from the deep waters. σώσόν με από πηλού ίνα μη εμπαγώ ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων
16Let not the waterflood drown me, nor let the deep swallow me up; neither let the well shut its mouth upon me. μη με καταποντισάτω καταιγίς ύδατος μηδέ καταπιέτω με βυθός μηδέ συσχέτω επ΄ εμέ φρέαρ το στόμα αυτού
17Hear me, O Lord; for thy mercy is good: according to the multitude of thy compassions look upon me. εισάκουσόν μου κύριε ότι χρηστόν το έλεός σου κατά το πλήθος των οικτιρμών σου επίβλεψον επ΄ εμέ
18And turn not away thy face from thy servant; for I am afflicted: hear me speedily. μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από του παιδός σου ότι θλίβομαι ταχύ επάκουσόν μου
19Draw nigh to my soul and redeem it: deliver me because of mine enemies. πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν ένεκα των εχθρών μου ρύσαί με
20For thou knowest my reproach, and my shame, and my confusion; all that afflict me are before thee. συ γαρ γινώσκεις τον ονειδισμόν μου και την αισχύνην μου και την εντροπήν μου εναντίον σου πάντες οι θλίβοντές με
21My soul has waited for reproach and misery; and I waited for one to grieve with me, but there was none; and for one to comfort me, but I found none. ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν και υπέμεινα συλλυπούμενον και ουχ υπήρξε και παρακαλούντας και ουχ εύρον
22They gave me also gall for my food, and made me drink vinegar for my thirst. και έδωκαν εις το βρώμά μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος
23 Let their table before them be for a snare, and for a recompense, and for a stumbling-block. γενηθήτω η τράπεζα αυτών ενώπιον αυτών εις παγίδα και εις ανταπόδοσιν και εις σκάνδαλον
24Let their eyes be darkened that they should not see; and bow down their back continually. σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη βλέπειν και τον νώτον αυτών διαπαντός σύγκαμψον
25Pour out thy wrath upon them, and let the fury of thine anger take hold on them. έκχεον επ΄ αυτούς την οργήν σου και ο θυμός της οργής σου καταλάβοι αυτούς
26 Let their habitation be made desolate; and let there be no inhabitant in their tents: γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη και εν τοις σκηνώμασιν αυτών μη έστω ο κατοικών
27Because they persecuted him whom thou hast smitten; and they have added to the grief of my wounds. ότι ον συ επάταξας αυτοί κατεδίωξαν και επί το άλγος των τραυμάτων μου προσέθηκαν
28Add iniquity to their iniquity; and let them not come into thy righteousness. πρόσθες ανομίαν επί τη ανομία αυτών και μη εισελθέτωσαν εν δικαιοσύνη σου
29Let them be blotted out of the book of the living, and let them not be written with the righteous. εξαλειφθήτωσαν εκ βίβλου ζώντων και μετά δικαίων μη γραφήτωσαν
30I am poor and sorrowful; but the salvation of thy countenance has helped me. πτωχός και αλγών ειμί εγώ η σωτηρία σου ο θεός αντιλάβοιτό μου
31I will praise the name of my God with a song, I will magnify him with praise; αινέσω το όνομα του θεού μου μετ΄ ωδής μεγαλυνώ αυτόν εν αινέσει
32and this shall please God more than a young calf having horns and hoofs. και αρέσει τω θεώ υπέρ μόσχον νέον κέρατα εκφέροντα και οπλάς
33Let the poor see and rejoice; seek the Lord diligently, and ye shall live. ιδέτωσαν πτωχοί και ευφρανθήτωσαν εκζητήσατε τον θεόν και ζήσεται η ψυχή υμών
34For the Lord hears the poor, and does not set at nought his fettered ones. ότι εισήκουσε των πενήτων ο κύριος και τους πεπεδημένους αυτού ουκ εξουδένωσεν
35Let the heavens and the earth raise him, the sea, and all things moving in them. αινεσάτωσαν αυτόν οι ουρανοί και η γη θάλασσα και πάντα τα έρποντα εν αυτή
36For God will save Sion, and the cities of Judea shall be built; and men shall dwell there, and inherit it. ότι ο θεός σώσει την Σιών και οικοδομηθήσονται αι πόλεις της Ιουδαίας και κατοικήσουσιν εκεί και κληρονομήσουσιν αυτήν
37And the seed of his servants shall possess it, and they that love his name shall dwell therein. και το σπέρμα των δούλων σου καθέξουσιν αυτήν και οι αγαπώντες το όνομα αυτού κατασκηνώσουσιν εν αυτή

Chapter 70

[edit]
1(70) For the end, by David for a remembrance, that the Lord may save me. εις το τέλος τω Δαυίδ εις ανάμνησιν εις το σώσαί με κύριον
2Draw nigh, O God, to my help. ο θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες κύριε εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον
3Let them be ashamed and confounded that seek my soul: let them be turned backward and put to shame, that wish me evil. αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοί μοι κακά
4Let them that say to me, Aha, aha, be turned back and put to shame immediately. αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι εύγε εύγε
5Let all that seek thee exult and be glad in thee: and let those that love thy salvation say continually, Let God be magnified. αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοι πάντες οι ζητούντές σε ο θεός και λεγέτωσαν διαπαντός μεγαλυνθήτω ο κύριος οι αγαπώντες το σωτήριόν σου
6But I am poor and needy; O God, help me: thou art my helper and deliverer, O Lord, delay not. εγώ δε πτωχός και πένης ο θεός βοήθησόν μοι βοηθός μου και ρύστης μου ει συ κύριε μη χρονίσης

Chapter 71

[edit]
1(71) By David,

a Psalm sung by the sons of Jonadab, and the first that were taken captive.

τω Δαυιδ ψαλμός των υιών Ιωναδάβ και των πρώτως αιχμαλωτισθέντων
2O Lord, I have hoped in thee: let me never be put to shame. επί σοι κύριε ήλπισα μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα
3In thy righteousness deliver me and rescue me: incline thine ear to me, and save me. εν τη δικαιοσύνη σου ρύσαί με και εξελού με κλίνον προς με το ους σου και σώσόν με
4Be to me a protecting God, and a strong hold to save me: for thou art my fortress and my refuge. γενού μοι εις θεόν υπερασπιστήν και εις τόπον οχυρόν του σώσαί με ότι στερέωμά μου και καταφυγή μου ει συ
5Deliver me, O my God, from the hand of the sinner, from the hand of the transgressor and unjust man. ο θεός μου ρύσαί με εκ χειρός αμαρτωλού εκ χειρός παρανομούντος και αδικούντος
6For thou art my support, O Lord; O Lord, thou art my hope from my youth. ότι συ ει η υπομονή μου κύριε κύριε η ελπίς μου εκ νεότητός μου
7On thee have I been stayed from the womb: from the belly of my mother thou art my protector: of thee is my praise continually. επί σε επεστηρίχθην από γαστρός εκ κοιλίας μητρός μου συ μου ει σκεπαστής εν σοι η ύμνησίς μου διαπαντός
8I am become as it were a wonder to many: but thou art my strong helper. ωσεί τέρας εγενήθην τοις πολλοίς και συ βοηθός μου κραταιός
9Let my mouth be filled with praise, that I may hymn thy glory, and thy majesty all the day. πληρωθήτω το στόμα μου αινέσεως όπως υμνήσω την δόξαν σου όλην την ημέραν την μεγαλοπρέπειάν σου
10Cast me not off at the time of old age; forsake me not when my strength fails. μη απορρίψης με εις καιρόν γήρους εν τω εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με
11For mine enemies have spoken against me; and they that lay wait for my soul have taken counsel together, ότι είπον οι εχθροί μου εμοί και οι φυλάσσοντες την ψυχήν μου εβουλεύσαντο επιτοαυτό
12saying, God has forsaken him: persecute ye and take him; for there is none to deliver him. λέγοντες ο θεός εγκατέλιπεν αυτόν καταδιώξατε και καταλάβετε αυτόν ότι ουκ έστιν ο ρυόμενος
13O God, go not far from me, O my God, draw nigh to my help. ο θεός μου μη μακρύνης απ΄ εμού ο θεός μου εις την βοήθειάν μου πρόσχες
14Let those that plot against my soul be ashamed and utterly fail: let those that seek my hurt be clothed with shame and dishonour. αισχυνθήτωσαν και εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες την ψυχήν μου περιβαλλέσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι ζητούντες τα κακά μοι
15But I will hope continually, and will praise thee more and more. εγώ δε διαπαντός ελπιώ επί σε και προσθήσω επί πάσαν την αίνεσίν σου
16My mouth shall declare thy righteousness openly, and thy salvation all the day; for I am not acquainted with the affairs of men. το στόμα μου αναγγελεί την δικαιοσύνην σου όλην την ημέραν την σωτηρίαν σου ότι ουκ έγνων γραμματείας
17I will go on in the might of the Lord: O Lord, I will make mention of thy righteousness only. εισελεύσομαι εν δυναστεία κυρίου κύριε μνησθήσομαι της δικαιοσύνης σου μόνου
18O God, thou hast taught me from my youth, and until now will I declare thy wonders; εδίδαξάς με ο θεός εκ νεότητός μου και μέχρι του νυν απαγγελώ τα θαυμάσιά σου
19even until I am old and advanced in years. O God, forsake me not; until I shall have declared thine arm to all the generation that is to come: και έως γήρους και πρεσβείου ο θεός μου μη εγκαταλίπης με έως αν απαγγειλώ τον βραχίονά σου τη γενεά πάση τη ερχομένη
20even thy power and thy righteousness, O God, up to the highest heavens, even the mighty works which thou has done: O God, who is like to thee? την δυναστείαν σου και την δικαιοσύνην σου ο θεός έως των υψίστων α εποίησάς μοι μεγαλεία ο θεός τις όμοιός σοι
21What afflictions many and sore hast thou shewed me! yet thou didst turn and quicken me, and broughtest me again from the depths of the earth. όσας έδειξάς μοι θλίψεις πολλάς και κακάς και επιστρέψας εζωοποίησάς με και εκ των αβύσσων της γης ανήγαγές με
22Thou didst multiply thy righteousness, and didst turn and comfort me, and broughtest me again out of the depths of the earth. επλεόνασας επ΄ εμέ την μεγαλωσύνην και επιστρέψας παρεκάλεσάς με και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγές με
23I will also therefore give thanks to thee, O God, because of thy truth, on an instrument of psalmody: I will sing psalms to thee on the harp, O Holy One of Israel. και γαρ εγώ εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς κύριε εν σκεύει ψαλμού την αλήθειαν σου ο θεός ψαλώ σοι εν κιθάρα ο άγιος του Ισραήλ
24My lips shall rejoice when I sing to thee; and my soul, which thou hast redeemed. αγαλλιάσονται τα χείλη μου όταν ψαλώ σοι και η ψυχή μου ην ελυτρώσω
25Moreover also my tongue shall dwell all the day upon thy righteousness; when they shall be ashamed and confounded that seek my hurt. έτι δε και η γλωσσά μου όλην την ημέραν μελετήσει την δικαιοσύνην σου όταν αισχυνθώσι και εντραπώσιν οι ζητούντες τα κακά μοι

Chapter 72

[edit]
1(72) For Solomon. εις Σολομών ψαλμός τω Δαυίδ
2O God, give thy judgment to the king, and thy righteousness to the king's son; ο θεός το κρίμά σου τω βασιλεί δος και την δικαιοσύνην σου τω υιώ του βασιλέως
3that he may judge thy people with righteousness, and thy poor with judgment. κρίνειν τον λαόν σου εν δικαιοσύνη και τους πτωχούς σου εν κρίσει
4Let the mountains and the hills raise peace to thy people: αναλαβέτω τα όρη ειρήνην τω λαώ και οι βουνοί δικαιοσύνην
5he shall judge the poor of the people in righteousness, and save the children of the needy; and shall bring low the false accuser. κρινεί τους πτωχούς του λαού και σώσει τους υιούς των πενήτων και ταπεινώσει συκοφάντην
6And he shall continue as long as the sun, and before the moon for ever. και συμπαραμενεί τω ηλίω και προ της σελήνης γενεάς γενεών
7He shall come down as rain upon a fleece; and as drops falling upon the earth. καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγόνες στάζουσαι επί την γην
8In his days shall righteousness spring up; and abundance of peace till the moon be removed. ανατελεί εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης έως ου ανταναιρεθή η σελήνη
9And he shall have dominion from sea to sea, and from the river to the ends of the earth. και κατακυριεύσει από θαλάσσης έως θαλάσσης και από ποταμών έως περάτων της οικουμένης
10The Ethiopians shall fall down before him; and his enemies shall lick the dust. ενώπιον αυτού προπεσούνται Αιθίοπες και οι εχθροί αυτού χουν λείξουσι
11The kings of Tharsis, and the isles, shall bring presents: the kings of the Arabians and Saba shall offer gifts. βασιλείς Θαρσείς και αι νήσοι δώρα προσοίσουσι βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι
12And all kings shall worship him; all the Gentiles shall serve him. και προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης πάντα τα έθνη δουλεύσουσιν αυτώ
13For he has delivered the poor from the oppressor; and the needy who had no helper. ότι ερρύσατο πτωχόν εκ δυνάστου και πένητα ω ουχ υπήρχε βοηθός
14He shall spare the poor and needy, and shall deliver the souls of the needy. φείσεται πτωχού και πένητος και ψυχάς πενήτων σώσει
15He shall redeem their souls from usury and injustice: and their name shall be precious before him. εκ τόκου και εξ αδικίας λυτρώσεται τας ψυχάς αυτών και έντιμον το όνομα αυτού ενώπιον αυτών
16And he shall live, and there shall be given him of the gold of Arabia: and men shall pray for him continually; and all the day shall they praise him. και ζήσεται και δοθήσεται αυτώ εκ του χρυσίου της Αραβίας και προσεύξονται περί αυτού διαπαντός όλην την ημέραν ευλογήσουσιν αυτόν
17There shall be an establishment on the earth on the tops of the mountains: the fruit thereof shall be exalted above Libanus, and they of the city shall flourish as grass of the earth. έσται στήριγμα εν τη γη επ΄ άκρων των ορέων υπεραρθήσεται υπέρ τον Λίβανον ο καρπός αυτού και εξανθήσουσιν εκ πόλεως ωσεί χόρτος της γης
18Let his name be blessed for ever: his name shall endure longer than the sun: and all the tribes of the earth shall be blessed in him: all nations shall call him blessed. έσται το όνομα αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας προ του ηλίου διαμένει το όνομα αυτού και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάσαι αι φυλαί της γης πάντα τα έθνη μακαριούσιν αυτόν
19Blessed is the Lord God of Israel, who alone does wonders. ευλογητός κύριος ο θεός του Ισραήλ ο ποιών θαυμάσια μόνος
20And blessed is his glorious name for ever, even for ever and ever: and all the earth shall be filled with his glory. So be it, so be it. και ευλογημένον το όνομα της δόξης αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος και πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα η γη γένοιτο γένοιτο
21The hymns of David the son of Jessae are ended. εξέλιπον οι ύμνοι Δαυίδ του υιόυ Ιεσσαί

Chapter 73

[edit]
1(73) A Psalm for Asaph. ψαλμός τω Ασάφ
2How good is God to Israel, to the upright in heart! ως αγαθός ο θεός τω Ισραήλ τοις ευθέσι τη καρδία
3But my feet were almost overthrown; my goings very nearly slipped. εμού δε παρά μικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες παρ ολίγον εξεχύθη τα διαβήματά μου
4For I was jealous of the transgressors, beholding the tranquility of sinners. ότι εζήλωσα επί τοις ανόμοις ειρήνην αμαρτωλών θεωρών
5For there is no sign of reluctance in their death: and they have firmness under their affliction. ότι ουκ έστιν ανάνευσις εν τω θανάτω αυτών και στερέωμα εν τη μάστιγι αυτών
6They are not in the troubles of other men; and they shall not be scourged with other men. εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί και μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται
7Therefore pride has possessed them; they have clothed themselves with their injustice and ungodliness. διά τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία αυτών εις τέλος περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών
8Their injustice shall go forth as out of fatness: they have fulfilled their intention. εξελεύσεται ως εκ στέατος η αδικία αυτών διήλθοσαν εις διάθεσιν καρδίας
9They have taken counsel and spoken in wickedness: they have uttered unrighteousness loftily. διενοήθησαν και ελάλησαν εν πονηρία αδικίαν εις το ύψος ελάλησαν
10They have set their mouth against heaven, and their tongue has gone through upon the earth. έθεντο εις ουρανόν το στόμα αυτών και η γλώσσα αυτών διήλθεν επί της γης
11Therefore shall my people return hither: and full days shall be found with them. διά τούτο επιστρέψει ο λαός μου ενταύθα και ημέραι πλήρεις ευρεθήσονται εν αυτοίς
12And they said, How does God know? and is there knowledge in the Most High? και είπον πως έγνω ο θεός και ει έστι γνώσις εν τω υψίστω
13Behold, these are the sinners, and they that prosper always: they have possessed wealth. ιδού ούτοι οι αμαρτωλοί και ευθηνούντες εις τον αιώνα κατέσχον πλούτου
14And I said, Verily in vain have I justified my heart, and washed my hands in innocency. και είπα άρα ματαίως εδικαίωσα την καρδίαν μου και ενιψάμην εν αθώοις τας χείράς μου
15For I was plagued all the day, and my reproof was every morning. και εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην την ημέραν και ο έλεγχός μου εις τας πρωϊας
16If I said, I will speak thus; behold, I should have broken covenant with the generation of thy children. ει έλεγον διηγήσομαι ούτως ιδού τη γενεά των υιών σου ησυνθέτηκα
17And I undertook to understand this, but it is too hard for me, και υπέλαβον του γνώναι τούτο κόπος εστίν ενώπιόν μου
18until I go into the sanctuary of God; and so understand the latter end. έως ου εισέλθω εις το αγιαστήριον του θεού και συνώ εις τα έσχατα αυτών
19Surely thou hast appointed judgments to them because of their crafty dealings: thou hast cast them down when they were lifted up. πλην διά τας δολιότητας αυτών έθου αυτοις κακά κατέβαλες αυτούς εν τω επαρθήναι
20How have they become desolate! suddenly they have failed: they have perished because of their iniquity. πως εγένοντο εις ερήμωσιν εξάπινα εξέλιπον απώλοντο διά την ανομίαν αυτών
21As the dream of one awakening, O Lord, in thy city thou wilt despise their image. ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου κύριε εν τη πόλει σου την εικόνα αυτών εξουδενώσεις
22For my heart has rejoiced, and my reins have been gladdened. ότι εξεκαύθη η καρδία μου και οι νεφροί μου ηλλοιώθησαν
23But I was vile and knew not: I became brutish before thee. καγώ εξουδενωμένος και ουκ έγνων κτηνώδης εγενήθην παρά σοι
24Yet I am continually with thee: thou hast holden my right hand. καγώ διαπαντός μετά σου εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου
25Thou hast guided me by thy counsel, and thou hast taken me to thyself with glory. και εν τη βουλή σου ωδήγησάς με και μετά δόξης προσελάβου με
26For what have I in heaven but thee? and what have I desired upon the earth beside thee? τι γαρ μοι υπάρχει εν τω ουρανώ και παρά σου τι ηθέλησα επί της γης
27My heart and my flesh have failed: but God is the strength of my heart, and God is my portion for ever. εξέλιπεν η καρδία μου και η σαρξ μου ο θεός της καρδίας μου και η μερίς μου ο θεός εις τον αιώνα
28For, behold, they that remove themselves far from thee shall perish: thou hast destroyed every one that goes a whoring from thee. ότι ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σου απολούνται εξωλόθρευσας πάντα τον πορνεύοντα από σου
29But it is good for me to cleave close to God, to put my trust in the Lord; that I may proclaim all thy praises in the gates of the daughter of Sion. εμοί δε το προσκολλάσθαι τω θεώ αγαθόν εστι τίθεσθαι εν τω κυρίω την ελπίδα μου του εξαγγείλαί με πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών

Chapter 74

[edit]
1(74)

A Psalm of

instruction for Asaph.
συνέσεως τω Ασάφ
2Wherefore hast thou rejected us, O God, for ever? wherefore is thy wrath kindled against the sheep of thy pasture? ο θεός ινατί απώσω εις τέλος ωργίσθη ο θυμός σου επί πρόβατα νομής σου
3Remember thy congregation which thou hast purchased from the beginning; thou didst ransom the rod of thine inheritance; this mount Sion wherein thou hast dwelt. μνήσθητι της συναγωγής σου ης εκτήσω απ΄ αρχής ελυτρώσω ράβδον κληρονομίας σου όρος Σιών τούτο ο κατεσκήνωσας εν αυτώ
4Lift up thine hands against their pride continually; because of all that the enemy has done wickedly in thy holy places. έπαρον τας χείράς σου επί τας υπερηφανίας αυτών εις τέλος όσα επονηρεύσατο ο εχθρός εν τω αγίω σου
5And they that hate thee have boasted in the midst of thy feast; they have set up their standards for signs, και ενεκαυχήσαντο οι μισούντές σε εν μέσω της εορτής σου έθεντο τα σημεία αυτών σημεία
6ignorantly as it were in the entrance above; και ουκ έγνωσαν ως εις την έξοδον υπεράνω ως εν δρυμώ ξύλων αξίναις εξέκοψαν
7they cut down its doors at once with axes as in a wood of trees; they have broken it down with hatchet and stone cutter. τας θύρας αυτής επιτοαυτό εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν αυτήν
8They have burnt thy sanctuary with fire to the ground; they have profaned the habitation of thy name. ενεπύρισαν εν πυρί το αγιαστήριόν σου εις την γην εβεβήλωσαν το σκήνωμα του ονόματός σου
9They have said in their heart, even all their kindred together, Come, let us abolish the feasts of the Lord from the earth. είπαν εν τη καρδία αυτών αι συγγένεια αυτών επιτοαυτό δεύτε και καταπαύσωμεν πάσας τας εορτάς του θεού από της γης
10We have not seen our signs; there is no longer a prophet; and God will not know us any more. τα σημεία ημών ουκ είδομεν ουκ έστιν έτι προφήτης και ημάς ου γνώσεται έτι
11How long, O God, shall the enemy reproach? shall the enemy provoke thy name forever? έως πότε ο θεός ονειδιεί ο εχθρός παροξυνεί ο υπεναντίος το όνομά σου εις τέλος
12Wherefore turnest thou away thine hand, and thy right hand from the midst of thy bosom for ever? ινατί αποστρέφεις την χείρά σου και την δεξιάν σου εκ μέσου του κόλπου σου εις τέλος
13But God is our King of old; he has wrought salvation in the midst of the earth. ο δε θεός βασιλεύς ημών προ αιώνος ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης
14Thou didst establish the sea, in thy might, thou didst break to pieces the heads of the dragons in the water. συ εκραταίωσας εν τη δυνάμει σου την θάλασσαν συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος
15Thou didst break to pieces the heads of the dragon; thou didst give him for meat to the Ethiopian nations. συ συνέθλασας τας κεφαλάς του δράκοντος έδωκας αυτόν βρώμα λαοίς τοις Αιθίοψι
16Thou didst cleave fountains and torrents; thou driedst up mighty rivers. συ διέρρηξας πηγάς και χειμάρρους συ εξήρανας ποταμούς ηθάμ
17The day is thine, and the night is thine; thou hast prepared the sun and the moon. ση εστιν η ημέρα και ση εστιν η νυξ συ κατηριτίσω φαύσιν και ήλιον
18Thou hast made all the borders of the earth; thou hast made summer and spring. συ εποίησας πάντα τα όρια της γης θέρος και έαρ συ έπλασας αυτά
19Remember this thy creation: an enemy has reproached the Lord, and a foolish people has provoked thy name. μνήσθητι ταύτης εχθρός ωνείδισε τον κύριον και λαός άφρων παρώξυνε το όνομά σου
20Deliver not to the wild beasts a soul that gives praise to thee: forget not for ever the souls of thy poor. μη παραδώς τοις θηρίοις ψυχήν εξομολογουμένην σοι των ψυχών των πενήτων σου μη επιλάθη εις τέλος
21Look upon thy covenant: for the dark places of the earth are filled with the habitations of iniquity. επίβλεψον εις την διαθήκην σου ότι επληρώθησαν οι εσκοτισμένοι της γης οίκων ανομιών
22let not the afflicted and shamed one be rejected: the poor and needy shall praise thy name. μη αποστραφήτω τεταπεινωμένος κατησχυμμένος πτωχός και πένης αινέσουσι το όνομά σου
23Arise, O God, plead thy cause: remember thy reproaches that come from the foolish one all the day. ανάστα ο θεός δίκασον την δίκην σου μνήσθητι του ονειδισμού σου του υπό άφρονος όλην την ημέραν
24Forget not the voice of thy suppliants: let the pride of them that hate thee continually ascend before thee. μη επιλάθη της φωνής των οικετών σου η υπερηφανία των μισούντων σε ανέβη διαπαντός

Chapter 75

[edit]
1(75) For the end, Destroy not, a Psalm of a Song for Asaph. εις το τέλος μη διαφθείρης ψαλμός ωδής τω Ασάφ
2We will give thanks to thee, O God, we will give thanks, and call upon thy name: I will declare all thy wonderful works. εξομολογησόμεθά σοι ο θεός εξομολογησόμεθά και επικαλεσόμεθα το όνομά σου διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου
3When I shall take a set time, I will judge righteously. όταν λάβω καιρόν εγώ ευθύτητας κρινώ
4The earth is dissolved, and all that dwell in it: I have strengthened its pillars. Pause. ετάκη η γη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή διάψαλμα εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής
5I said unto the transgressors, Do not transgress; and to the sinners, Lift not up the horn. είπα τοις παρανομούσι μη παρανομείτε και τοις αμαρτάνουσι μη υψούτε κέρας
6Lift not up your horn on high; speak not unrighteousness against God. μη επαίρετε εις ύψος το κέρας υμών και μη λαλείτε κατά του θεού αδικίαν
7For good comes neither from the east, nor from the west, nor from the desert mountains. ότι ούτε εξ εξόδων ούτε από δυσμών ούτε από ερήμων ορέων
8For God is the judge; he puts down one, and raises up another. ότι ο θεός κριτής εστι τούτον ταπεινοί και τούτον υψοί
9For there is a cup in the hand of the Lord, full of unmingled wine; and he has turned it from side to side, but its dregs have not been wholly poured out; all the sinners of the earth shall drink them. ότι ποτήριον εν χειρί κυρίου οίνου ακράτου πλήρες κεράσματος και έκλινεν εκ τούτου εις τούτο πλην ο τρυγίας αυτού ουκ εξεκενώθη πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γης
10But I will exult for ever: I will sing praises to the God of Jacob. εγώ δε αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα ψαλώ τω θεώ Ιακώβ
11And I will break all the horns of sinners; but the horns of the righteous one shall be exalted. και πάντα τα κέρατα των αμαρτωλών συνθλάσω και υψωθήσεται το κέρας του δικαίου

Chapter 76

[edit]
1(76) For the end, among the Hymns, a Psalm for Asaph; a Song for the Assyrian. εις το τέλος εν ύμνοις ψαλμός τω Ασάφ ωδή προς τον Ασσύριον
2God is known in Judea: his name is great in Israel. γνωστός εν τη Ιουδαία ο θεός εν τω Ισραήλ μέγα το όνομα αυτού
3And his place has been in peace, and his dwelling-place in Sion. και εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού και το κατοικητήριον αυτού εν Σιών
4There he broke the power of the bows, the shield, and the sword, and the battle. Pause. εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων όπλον και ρομφαίαν και πόλεμον
5Thou dost wonderfully shine forth from the everlasting mountains. φωτίζεις συ θαυμαστώς από ορέων αιωνίων
6All the simple ones in heart were troubled; all the men of wealth have slept their sleep, and have found nothing in their hands. εταράχθησαν πάντες οι ασύνετοι τη καρδία ύπνωσαν ύπνον αυτών και ουχ εύρον ουδέν πάντες οι άνδρες του πλούτου ταις χερσίν αυτών
7At thy rebuke, O God of Jacob, the riders on horses slumbered. από επιτιμήσεώς σου ο θεός Ιακώβ ενύσταξαν οι επιβεβηκότες τοις ίπποις
8Thou art terrible; and who shall withstand thee, because of thine anger? συ φοβερός ει και τις αντιστήσεταί σοι από πότε η οργή σου
9Thou didst cause judgment to be heard from heaven; the earth feared, and was still, εκ του ουρανού ηκούτισας κρίσιν γη εφοβήθη και ησύχασεν
10when God arose to judgment, to save all the meek in heart. Pause. εν τω αναστήναι εις κρίσιν τον θεόν του σώσαι πάντας τους πραείς τη γης διάψαλμα
11For the inward thought of man shall give thanks to thee: and the memorial of his inward thought shall keep a feast to thee. ότι ενθύμιον ανθρώπου εξομολογήσεταί σοι και εγκατάλειμμα ενθυμίου εορτάσει σοι
12Vow, and pay your vows to the Lord our God; all that are round about him shall bring gifts, even to him that is terrible, εύξασθε και απόδοτε κυρίω τω θεώ ημών πάντες οι κύκλω αυτού οίσουσι δώρα
13and that takes away the spirits of princes; to him that is terrible among the kings of the earth. τω φοβερώ και αφαιρουμένω πνεύματα αρχόντων φοβερώ παρά τοις βασιλεύσι της γης

Chapter 77

[edit]
1(77) For the end, for Idithun, a Psalm of Asaph. εις το τέλος υπέρ Ιδιθούμ ψαλμός τω Ασάφ
2I cried to the Lord with my voice, yea, my voice was addressed to God; and he gave heed to me. φωνή μου προς κύριον εκέκραξα φωνή μου προς τον θεόν και προσέσχε μοι
3In the day of mine affliction I earnestly sought the Lord; even with my hands by night before him, and I was not deceived; my soul refused to be comforted. εν ημέρα θλίψεώς μου τον θεόν εξεζήτησα ταις χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού και ουκ ηπατήθην απηνήνατο παρακληθήναι η ψυχή μου
4I remembered God, and rejoiced; I poured out my complaint, and my soul fainted. Pause. εμνήσθην του θεού και ευφράνθην ηδολέσχησα και ωλιγοψύχησε το πνεύμά μου διάψαλμα
5All mine enemies set a watch against me: I was troubled, and spoke not. προκατελάβοντο φυλακάς οι οφθαλμοί μου εταράχθην και ουκ ελάλησα
6I considered the days of old, and remembered ancient years. διελογισάμην ημέρας αρχαίας και έτη αιώνια εμνήσθην
7And I meditated; I communed with my heart by night, and diligently searched my spirit, saying, και εμελέτησα νυκτός μετά της καρδίας μου ηδολέσχουν και έσκαλλε το πνεύμά μου
8Will the Lord cast off for ever? and will he be well pleased no more? μη εις τους αιώνας απώσεται κύριος και ου προσθήσει του ευδοκήσαι έτι
9Will he cut off his mercy for ever, even for ever and ever? η εις τέλος το έλεος αυτού αποκόψει συνετέλεσε ρήμα από γενεάς εις γενεάν
10Will God forget to pity? or will he shut up his compassions in his wrath? Pause. μη επιλήσεται του οικτειρήσαι ο θεός η συνέξει εν τη οργή αυτού τους οικτιρμούς αυτού διάψαλμα
11And I said, Now I have begun; this is the change of the right hand of the Most High. και είπα νυν ηρξάμην αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του υψίστου
12I remembered the works of the Lord; for I will remember thy wonders from the beginning. εμνήσθην των έργων κυρίου ότι μνησθήσομαι από της αρχής των θαυμασίων σου
13And I will meditate on all thy works, and will consider thy doings. και μελετήσω εν πάσι τοις έργοις σου και εν τοις επιτηδεύμασί σου αδολεσχήσω
14O God, thy way is in the sanctuary; who is a great God as our God? ο θεός εν τω αγίω η οδός σου τις θεός μέγας ως ο θεός ημών
15Thou art the God that doest wonders; thou hast made known thy power among the nations. συ ει ο θεός ο ποιών θαυμάσια εγνώρισας εν τοις λαοίς την δύναμίν σου
16Thou hast with thine arm redeemed thy people, the sons of Jacob and Joseph. Pause. ελυτρώσω εν τω βραχίονί σου τον λαόν σου τους υιούς Ιακώβ και Ιωσήφ
17The waters saw thee, O God, the waters saw thee, and feared; and the depths were troubled. είδοσάν σε ύδατα ο θεός είδοσάν σε ύδατα και εφοβήθησαν εταράχθησαν άβυσσοι
18There was an abundant sound of waters: the clouds uttered a voice; for thine arrows went abroad. πλήθος ήχους υδάτων φωνήν έδωκαν αι νεφέλαι και γαρ τα βέλη σου διαπορεύονται
19The voice of thy thunder was abroad, and around thy lightnings appeared to the world; the earth trembled a quaked. φωνή της βροντής σου εν τω τροχώ έφαναν αι αστραπαί σου τη οικουμενή εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη
20Thy way is in the sea, and thy paths in many waters, and thy footsteps cannot be known. εν τη θαλάσση αι οδοί σου και αι τρίβοι σου εν ύδασι πολλοίς και τα ίχνη σου ου γνωσθήσονται
21Thou didst guide thy people as sheep by the hand of Moses and Aaron. ωδήγησας ως πρόβατα τον λαόν σου εν χειρί Μωυσή και Ααρών

Chapter 78

[edit]
1(78)

A Psalm of

instruction for Asaph.
συνέσεως τω Ασάφ
2Give heed, O my people, to my law: incline your ear to the words of my mouth. προσέχετε λαός μου τω νόμω μου κλίνατε το ους υμών εις τα ρήματα του στόματός μου
3 I will open my mouth in parables: I will utter dark sayings which have been from the beginning. ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου φθέγξομαι προβλήματα απ΄ αρχής
4All which we have heard and known, and our fathers have declared to us. όσα ηκούσαμεν και έγνωμεν αυτά και οι πατέρες ημών διηγήσαντο ημίν
5They were not hid from their children to a second generations; the fathers declaring the praises of the Lord, and his mighty acts, and his wonders which he wrought. ουκ εκρύβη από των τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν απαγγέλλοντες τας αινέσεις του κυρίου και τας δυναστείας αυτού και τα θαυμάσια αυτού α εποίησε
6And he raised up a testimony in Jacob, and appointed a law in Israel, which he commanded our fathers, to make it known to their children: και ανέστησε μαρτύριον εν Ιακώβ και νόμον έθετο εν Ισραήλ ον ενετείλατο τοις πατράσιν ημών του γνωρίσαι αυτά τοις υιοίς αυτών
7that another generation might know, even the sons which should be born; and they should arise and declare them to their children. όπως αν γνώ γενεά ετέρα υιοί οι τεχθησόμενοι και αναστήσονται και απαγγελούσιν αυτά τοις υιοίς αυτών
8That they might set their hope on God, and not forget the works of God, but diligently seek his commandments. ίνα θώνται επί τον θεόν την ελπίδα αυτών και μη επιλάθωνται των έργων του θεού και τας εντολάς αυτού εκζητήσωσιν
9That they should not be as their fathers, a perverse and provoking generation; a generation which set not its heart aright, and its spirit was not steadfast with God. ίνα μη γένωνται ως οι πατέρες αυτών γενεά σκολιά και παραπικραίνουσα γενεά ήτις ου κατεύθυνεν την καρδίαν εαυτής και ουκ επιστώθη μετά του θεού το πνεύμα αυτής
10The children of Ephraim, bending and shooting with the bow, turned back in the day of battle. υιοί Εφραϊμ εντείνοντες και βάλλοντες τόξοις εστράφησαν εν ημέρα πολέμου
11They kept not the covenant of God, and would not walk in his law. ουκ εφύλαξαν την διαθήκην του θεού και εν τω νόμω αυτού ουκ εβουλήθησαν πορεύεσθαι
12And they forgot his benefits, and his miracles which he had shewed them; και επελάθοντο των ευεργεσιών αυτού και των θαυμασίων αυτού ων έδειξεν αυτοίς
13the miracles which he wrought before their fathers, in the land of Egypt, in the plain of Tanes. εναντίον των πατέρων αυτών α εποίησε θαυμάσια εν γη Αιγύπτω εν πεδίω Τάνεως
14He clave the sea, and led them through: he made the waters to stand as in a bottle. διέρρηξε θάλασσαν και διήγαγεν αυτούς παρέστησεν ύδατα ωσεί ασκόν
15And he guided them with a cloud by day, and all the night with a light of fire. και ωδήγησεν αυτούς εν νεφέλη ημέρας και όλην την νύκτα εν φωτισμώ πυρός
16he clave a rock in the wilderness, and made them drink as in a great deep. διέρρηξε πέτραν εν ερήμω και επότισεν αυτούς ως εν αβύσσω πολλή
17And he brought water out of the rock, and caused waters to flow down as rivers. και εξήγαγεν ύδωρ εκ πέτρας και κατήγαγεν ως ποταμούς ύδατα
18And they sinned yet more against him; they provoked the Most High in the wilderness. και προσέθεντο έτι του αμαρτάνειν αυτώ παρεπίκραναν τον ύψιστον εν ανύδρω
19And they tempted God in their hearts, in asking meat for the desire of their souls. και εξεπείρασαν τον θεόν εν ταις καρδίαις αυτών του αιτήσαι βρώματα ταις ψυχαίς αυτών
20They spoke also against God, and said, Will God be able to prepare a table in the wilderness? και κατελάλησαν του θεού και είπον μη δυνήσεται ο θεός ετοιμάσαι τράπεζαν εν ερήμω
21Forasmuch as he smote the rock, and the waters flowed, and the torrents ran abundantly; will he be able also to give bread, or prepare a table for his people? επεί επάταξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν μη και άρτον δύναται δούναι η ετοιμάσαι τράπεζαν τω λαώ αυτού
22Therefore the Lord heard, and was provoked: and fire was kindled in Jacob, and wrath went up against Israel. διά τούτο ήκουσε κύριος και ανεβάλετο και πυρ ανήφθη εν Ιακώβ και οργή ανέβη επί τον Ισραήλ
23Because they believed not in God, and trusted not in his salvation. ότι ουκ επίστευσαν εν τω θεώ ουδέ ήλπισαν επί το σωτήριον αυτού
24Yet he commanded the clouds from above, and opened the doors of heaven, και ενετείλατο νεφέλαις υπεράνωθεν και θύρας ουρανού ανέωξε
25and rained upon them manna to eat, and gave them the bread of heaven. και έβρεξεν αυτοίς μάννα φαγείν και άρτον ουρανού έδωκεν αυτοίς
26Man ate angels' bread; he sent them provision to the full. άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος επισιτισμόν απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν
27He removed the south wind from heaven; and by his might he brought in the south-west wind. απήρε νότον εξ ουρανού και επήγαγεν εν τη δυνάμει αυτού λίβα
28And he rained upon them flesh like dust, and feathered birds like the sand of the seas. και έβρεξεν επ΄ αυτούς ωσεί χουν σάρκας και ωσεί άμμον θαλασσών πετεινά πτερωτά
29And they fell into the midst of their camp, round about their tents. και επέπεσον εις μέσω της παρεμβολής αυτών κύκλω των σκηνωμάτων αυτών
30So they ate, and were completely filled; and he gave them their desire. και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς
31They were not disappointed of their desire: but when their food was yet in their mouth, ουκ εστερήθησαν από της επιθυμίας αυτών έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών
32then the indignation of God rose up against them, and slew the fattest of them, and overthrew the choice men of Israel. και οργή του θεού ανέβη επ΄ αυτούς και απέκτεινεν εν τοις πίοσιν αυτών και τους εκλεκτούς του Ισραήλ συνεπόδισεν
33In the midst of all this they sinned yet more, and believed not his miracles. εν πάσι τούτοις ήμαρτον έτι και ουκ επίστευσαν εν τοις θαυμασίοις αυτού
34And their days were consumed in vanity, and their years with anxiety. και εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι αυτών και τα έτη αυτών μετά σπουδής
35When he slew them, they sought him: and they returned and called betimes upon God. όταν απέκτεινεν αυτούς τότε εζήτουν αυτόν και επέστρεφον και ώρθριζον προς τον θεόν
36And they remembered that God was their helper, and the most high God was their redeemer. και εμνήσθησαν ότι ο θεός βοηθός αυτών εστι και ο θεός ο ύψιστος λυτρωτής αυτών εστι
37Yet they loved him only with their mouth, and lied to him with their tongue. και ηγάπησαν αυτόν εν τω στόματι αυτών και τη γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ
38For their heart was not right with him, neither were they steadfast in his covenant. η δε καρδία αυτών ουκ ευθεία μετ΄ αυτού ουδέ επιστώθησαν εν τη διαθήκη αυτού
39But he is compassionate, and will forgive their sins, and will not destroy them: yea, he will frequently turn away his wrath, and will not kindle all his anger. αυτός δε εστιν οικτίρμων και ιλάσεται ταις αμαρτίαις αυτών και ου διαφθερεί και πληθυνεί του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού και ουχί εκκαύσει πάσαν την οργήν αυτού
40And he remembered that they are flesh; a wind that passes away, and returns not. και εμνήσθη ότι σαρξ εισι πνεύμα πορευόμενον και ουκ επιστρέφον
41How often did they provoke him in the wilderness, and anger him in a dry land! ποσάκις παρεπίκραναν αυτόν εν τη ερήμω παρώργισαν αυτόν εν γη ανύδρω
42Yea, they turned back, and tempted God, and provoked the Holy One of Israel. και επέστρεψαν και επείρασαν τον θεόν και τον άγιον του Ισραήλ παρώξυναν
43They remembered not his hand, the day in which he delivered them from the hand of the oppressor. ουκ εμνήσθησαν της χειρός αυτού ημέρας ης ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός θλίβοντος
44How he had wrought his signs in Egypt, and his wonders in the field of Tanes: ως έθετο εν Αιγύπτω τα σημεία αυτού και τα τέρατα αυτού εν πεδίω Τάνεως
45and had changed their rivers into blood; and their streams, that they should not drink. και μετέστρεψεν εις αίμα τους ποταμούς αυτών και τα ομβρήματα αυτών όπως μη πίωσιν
46He sent against them the dog-fly, and it devoured them; and the frog, and it spoiled them. εξαπέστειλεν εις αυτούς κυνόμυιαν και κατέφαγεν αυτούς και βάτραχον και διέφθειρεν αυτούς
47And he gave their fruit to the canker worm, and their labours to the locust. και έδωκε τη ερυσίβη τους καρπούς αυτών και τους πόνους αυτών τη ακρίδι
48He killed their vines with hail, and their sycamores with frost. απέκτεινεν εν χαλάζη την άμπελον αυτών και τας συκαμίνους αυτών εν τη πάχνη
49And he gave up their cattle to hail, and their substance to the fire. και παρέδωκεν εις χάλαζαν τα κτήνη αυτών και την ύπαρξιν αυτών τω πυρί
50He sent out against them the fury of his anger, wrath, and indignation, and affliction, a message by evil angels. εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού θυμόν και οργήν και θλίψιν αποστολήν δι΄ αγγέλων πονηρών
51He made a way for his wrath; he spared not their souls from death, but consigned their cattle to death; ωδοποίησε τρίβον τη οργή αυτού ουκ εφείσατο από θανάτου των ψυχών αυτών και τα κτήνη αυτών εις θάνατον συνέκλεισε
52and smote every first-born in the land of Egypt; the first-fruits of their labours in the tents of Cham. και επάταξε παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω απαρχήν πάντος πόνου αυτών εν τοις σκηνώμασι Χαμ
53And he removed his people like sheep; he led them as a flock in the wilderness. και απήρεν ως πρόβατα τον λαόν αυτού και ανήγαγεν αυτούς ωσεί ποίμνιον εν ερήμω
54And he guided them with hope, and they feared not: but the sea covered their enemies. και ωδήγησεν αυτούς επ΄ ελπίδι και ουκ εδείλίασαν και τους εχθρούς αυτών εκάλυψε θάλασσα
55And he brought them in to the mountain of his sanctuary, this mountain which his right hand had purchased. και εισήγαγεν αυτούς εις όρος αγιάσματος αυτού όρος τούτο ο εκτήσατο η δεξιά αυτού
56And he cast out the nations from before them, and made them to inherit by a line of inheritance, and made the tribes of Israel to dwell in their tents. και εξέβαλεν από προσώπου αυτών έθνη και εκληροδότησεν αυτούς εν σχοινίω κληροδοσίας και κατεσκήνωσεν εν τοις σκηνώμασιν αυτών τας φυλάς του Ισραήλ
57Yet they tempted and provoked the most high God, and kept not his testimonies. και επείρασαν και παρεπίκραναν τον θεόν τον ύψιστον και τα μαρτύρια αυτού ουκ εφυλάξαντο
58And they turned back, and broke covenant, even as also their fathers: they became like a crooked bow. και απέστρεψαν και ηθέτησαν καθώς και οι πατέρες αυτών μετεστράφησαν εις τόξον στρεβλόν
59And they provoked him with their high places, and moved him to jealousy with their graven images. και παρώργισαν αυτόν εν τοις βουνοίς αυτών και εν τοις γλυπτοίς αυτών παρεζήλωσαν αυτόν
60God heard and lightly regarded them, and greatly despised Israel. ήκουσεν ο θεός και υπερείδε και εξουδένωσε σφόδρα τον Ισραήλ
61And he rejected the tabernacle of Selom, his tent where he dwelt among men. και απώσατο την σκηνήν Σηλώμ σκήνωμα ο κατεσκήνωσεν εν ανθρώποις
62And he gave their strength into captivity, and their beauty into the enemy's hand. και παρέδωκεν εις αιχμαλωσίαν την ισχύν αυτών και την καλλονήν αυτών εις χείρας εχθρών
63And he gave his people to the sword; and disdained his inheritance. και συνέκλεισεν εν ρομφαία τον λαόν αυτού και την κληρονομίαν αυτού υπερείδε
64Fire devoured their young men; and their virgins mourned not. τους νεανίσκους αυτών κατέφαγε πυρ και αι παρθένοι αυτών ουκ επενθήθησαν
65Their priests fell by the sword; and their widows shall not be wept for. οι ιερείς αυτών εν ρομφαία έπεσον και αι χήραι αυτών ουκ κλαυσθήσονται
66So the Lord awaked as one out of sleep, and as a mighty man who has been heated with wine. και εξηγέρθη ως ο υπνών κύριος ως δυνατός κεκραιπαληκώς εξ οίνου
67And he smote his enemies in the hinder parts: he brought on them a perpetual reproach. και επάταξε τους εχθρούς αυτού εις τα οπίσω όνειδος αιώνιον έδωκεν αυτοίς
68And he rejected the tabernacle of Joseph, and chose not the tribe of Ephraim; και απώσατο το σκήνωμα Ισωήφ και την φυλήν Εφραϊμ ουκ εξελέξατο
69but chose the tribe of Juda, the mount Sion which he loved. εξελέξατο την φυλήν Ιούδα το όρος το Σιών ο ηγάπησε
70And he built his sanctuary as the place of unicorns; he founded it for ever on the earth. και ωκοδόμησεν ως μονοκέρωτος το αγίασμα αυτού εν τη γη εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα
71He chose David also his servant, and took him up from the flocks of sheep. και εξελέξατο Δαυίδ τον δούλον αυτού και ανέλαβεν αυτόν εκ των ποιμνίων των προβάτων
72He took him from following the ewes great with young, to be the shepherd of Jacob his servant, and Israel his inheritance. εξόπισθεν των λοχευομένων έλαβεν αυτόν ποιμαίνειν Ιακώβ τον δούλον αυτού και Ισραήλ την κληρονομίαν αυτού
73So he tended them in the innocency of his heart; and guided them by the skillfulness of his hands. και εποίμανεν αυτούς εν τη ακακία της καρδίας αυτού και εν ταις συνέσεσι των χειρών αυτού ωδήγησεν αυτούς

Chapter 79

[edit]
1(79) A Psalm for Asaph. ψαλμός τω Ασάφ
2O God, the heathen are come into thine inheritance; they have polluted thy holy temple; they have made Jerusalem a storehouse of fruits. ο θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον
3They have given the dead bodies of thy servants to be food for the birds of the sky, the flesh of thy holy ones for the wild beasts of the earth. έθεντο το θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού τας σάρκας των οσίων σου τοις θηρίοις της γης
4They have shed their blood as water, round about Jerusalem; and there was none to bury them. εξέχεαν το αίμα αυτών ωσεί ύδωρ κύκλω Ιερουσαλήμ και ουκ ην ο θάπτων
5We are become a reproach to our neighbours, a scorn and derision to them that are round about us. εγενήθημεν όνειδος τοις γείτοσιν ημών μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών
6How long, O Lord? wilt thou be angry for ever? shall thy jealousy burn like fire? έως πότε κύριε οργισθήση εις τέλος εκκαυθήσεται ως πυρ ο ζήλός σου
7Pour out thy wrath upon the heathen that have not known thee, and upon the kingdoms which have not called upon thy name. έκχεον την οργήν σου επί έθνη τα μη γινώσκοντά σε και επί βασιλείας αι το όνομά σου ουκ επεκαλέσαντο
8For they have devoured Jacob, and laid his place waste. ότι κατέφαγον τον Ιακώβ και τον τόπον αυτού ηρήμωσαν
9Remember not our old transgressions; let thy tender mercies speedily prevent us; for we are greatly impoverished. μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα
10Help us, O God our Saviour; for the glory of thy name, O Lord, deliver us; and be merciful to our sins, for thy name's sake. βοήθησον ημίν ο θεός ο σωτήρ ημών ένεκε της δόξης του ονόματός σου κύριε ρύσαι ημάς και ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών ένεκε του ονόματός σου
11Lets haply they should say among the heathen, Where is their God? and let the avenging of thy servant's blood that has been shed be known among the heathen before our eyes. μήποτε είπωσι τα έθνη που εστιν ο θεός αυτών και γνωσθήτω εν τοις έθνεσιν ενώπιον των οφθαλμών ημών η εκδίκησις του αίματος των δούλων σου του εκκεχυμένου
12Let the groaning of the prisoners come in before thee; according to the greatness of thine arm preserve the sons of the slain ones. εισελθέτω ενώπιόν σου ο στεναγμός των πεπεδημένων κατά την μεγαλωσύνην του βραχίονός σου περιποίησαι τους υιούς των τεθανατωμένων
13Repay to our neighbours sevenfold into their bosom their reproach, with which they have reproached thee, O Lord. απόδος τοις γείτοσιν ημών επταπλασίονα εις τον κόλπον αυτών τον ονειδισμόν αυτών ον ωνείδισάν σε κύριε
14For we are thy people and the sheep of thy pasture; we will give thee thanks for ever; we will declare thy praise throughout all generations. ημείς δε λαός σου και πρόβατα νομής σου ανθομολογησόμεθά σοι ο θεός εις τον αιώνα εις γενεάν και γενεάν εξαγγελούμεν την αίνεσίν σου

Chapter 80

[edit]
1(80) For the
end, for alternate

strains, a testimony for Asaph, a Psalm concerning the Assyrian.

εις το τέλος υπέρ των αλλοιωθησομένων μαρτύριον τω Ασάφ ψαλμός
2Attend, O Shepherd of Israel, who guidest Joseph like a flock; thou who sittest upon the cherubs, manifest thyself; ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες ο οδηγών ωσεί πρόβατα τον Ιωσήφ ο καθήμενος επί των χερουβίμ εμφάνηθι
3before Ephraim and Benjamin and Manasse, stir up thy power, and come to deliver us. εναντίον Εφραϊμ και Βενιαμίν και Μανασσή εξέγειρον την δυναστείαν σου και ελθέ εις το σώσαι ημάς
4Turn us, O God, and cause thy face to shine; and we shall be delivered. ο θεός επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου και σωθησόμεθα
5O Lord God of hosts, how long art thou angry with the prayer of thy servant? κύριος ο θεός των δυνάμεων έως πότε οργίζη επί την προσευχήν των δούλων σου
6Thou wilt feed us with bread of tears; and wilt cause us to drink tears by measure. ψωμιείς ημάς άρτον δακρύων και ποτιείς ημάς εν δάκρυσιν εν μέτρω
7Thou has made us a strife to our neighbours; and our enemies have mocked at us. έθου ημάς εις αντιλογίαν τοις γείτοσιν ημών και οι εχθροί ημών εμυκτήρισαν ημάς
8Turn us, O Lord God of hosts, and cause thy face to shine; and we shall be saved. Pause. κύριε ο θεός των δυνάμεων επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου και σωθησόμεθα
9Thou hast transplanted a vine out of Egypt: thou hast cast out the heathen, and planted it. άμπελον εξ Αιγύπτου μετήρας εξέβαλες έθνη και κατεφύτευσας αυτήν
10Thou madest a way before it, and didst cause its roots to strike, and the land was filled with it. ωδοποίησας έμπροσθεν αυτής και κατεφύτευσας τας ρίζας αυτής και επλήρωσε την γην
11Its shadow covered the mountains, and its shoots equalled the goodly cedars. εκάλυψεν όρη η σκιά αυτής και αι αναδενδράδες αυτής τας κέδρους του θεού
12It sent forth its branches to the sea, and its shoots to the river. εξέτεινε τα κλήματα αυτής έως θαλάσσης και έως ποταμών τας παραφυάδας αυτής
13Wherefore hast thou broken down its hedge, while all that pass by the way pluck it? ινατί καθείλες τον φραγμόν αυτής και τρυγώσιν αυτήν πάντες οι παραπορευόμενοι την οδόν
14The boar out of the wood has laid it waste, and the wild beast has devoured it. ελυμήνατο αυτήν υς εκ δρυμού και μονιός άγριος κατενεμήσατο αυτήν
15O God of hosts, turn, we pray thee: look on us from heaven, and behold and visit this vine; ο θεός των δυνάμεων επίστρεψον δη και επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψαι την άμπελον ταύτην
16and restore that which thy right hand has planted: and look on the son of man whom thou didst strengthen for thyself. και κατάρτισαι αυτήν ην εφύτευσεν η δεξιά σου και επί υιόν ανθρώπου ον εκραταίωσας σεαυτώ
17It is burnt with fire and dug up: they shall perish at the rebuke of thy presence. εμπεπυρισμένη πυρί και ανεσκαμμένη από επιτιμήσεως του προσώπου σου απολούνται
18Let thy hand be upon the man of thy right hand, and upon the son of man whom thou didst strengthen for thyself. γενηθήτω η χειρ σου επ΄ άνδρα δεξιάς σου και επί υιόν ανθρώπου ον εκραταίωσας σεαυτώ
19So will we not depart from thee: thou shalt quicken us, and we will call upon thy name. και ου αποστώμεν από σου ζωώσεις ημάς και το όνομά σου επικαλεσόμεθα
20Turn us, O Lord God of hosts, and make thy face to shine; and we shall be saved. κύριε ο θεός των δυνάμεων επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου και σωθησόμεθα

Chapter 81

[edit]
1(81) For the end, a Psalm for
Asaph, concerning the wine-presses.
εις το τέλος υπέρ των ληνών ψαλμός τω Ασάφ
2Rejoice ye in God our helper; shout aloud to the God of Jacob. αγαλλιάσθε τω θεώ τω βοηθώ ημών αλαλάξατε τω θεώ Ιακώβ
3Take a psalm, and produce the timbrel, the pleasant psaltery with the harp. λάβετε ψαλμόν και δότε τύμπανον ψαλτήριον τερπνόν μετά κιθάρας
4Blow the trumpet at the new moon, in the glorious day of your feast. σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι εν ευσήμω ημέρα εορτής υμών
5For this is an ordinance for Israel, and a statute of the God of Jacob. ότι πρόσταγμα τω Ισραήλ εστι και κρίμα τω θεώ Ιακώβ
6He made it to be a testimony in Joseph, when he came forth out of the land of Egypt: he heard a language which he understood not. μαρτύριον εν τω Ισωήφ έθετο αυτόν εν τω εξελθείν αυτόν εκ γης Αιγύπτου γλώσσαν ην ουκ έγνω ήκουσεν
7He removed his back from burdens: his hands slaved in making the baskets. απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν
8Thou didst call upon me in trouble, and I delivered thee; I heard thee in the secret place of the storm: I proved thee at the water of Strife. Pause. εν θλίψει επεκαλέσω με και ερρυσάμην σε επήκουσά σου εν αποκρύφω καταιγίδος διάψαλμα εδοκίμασά σε επί ύδατος αντιλογίας
9Hear, my people, and I will speak to thee, O Israel; and I will testify to thee: if thou wilt hearken to me; άκουσον λαός μου και διαμαρτύρομαί σοι Ισραήλ εάν ακούσης μου
10there shall be no new god in thee; neither shalt thou worship a strange god. ουκ έσται εν σοι θεός πρόσφατος ουδέ προσκυνήσεις θεώ αλλοτρίω
11For I am the Lord thy God, that brought thee out of the land of Egypt: open thy mouth wide, and I will fill it. εγώ γαρ ειμι κύριος ο θεός σου ο αναγαγών σε εκ γης Αιγύπτου πλάτυνον το στόμα σου και πληρώσω αυτό
12But my people hearkened not to my voice; and Israel gave no heed to me. και ουκ ήκουσεν ο λαός μου της φωνής μου και Ισραήλ ου προσέσχε μοι
13So I let them go after the ways of their own hearts: they will go on in their own ways. και εξαπέστειλα αυτούς κατά τα επιτηδεύματα των καρδιών αυτών πορεύσονται εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών
14If my people had hearkened to me, if Israel had walked in my ways, ει ο λαός μου ήκουσέ μου Ισραήλ ταις οδοίς μου ει επορεύθη
15I should have put down their enemies very quickly, and should have laid my hand upon those that afflicted them. εν τω μηδενί αν τους εχθρούς αυτών εταπείνωσα και επί τους θλίβοντας αυτούς επέβαλον αν την χείρά μου
16The Lord's enemies should have lied to him: but their time shall be for ever. οι εχθροί κυρίου εψεύσαντο αυτώ και έσται ο καιρός αυτών εις τον αιώνα
17And he fed them with the fat of wheat; and satisfied them with honey out of the rock. και εψώμισεν αυτούς εκ στέατος πυρού και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς

Chapter 82

[edit]
1(82) A Psalm for Asaph. ψαλμός τω Ασάφ
2God stands in the assembly of gods; and in the midst of them will judge gods. ο θεός έστη εν συναγωγή θεών εν μέσω δε θεούς διακρίνει
3How long will ye judge unrighteously, and accept the persons of sinners? Pause. έως πότε κρίνετε αδικίαν και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε
4Judge the orphan and poor: do justice to the low and needy. κρίνατε ορφανώ και πτωχώ ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε
5Rescue the needy, and deliver the poor out of the hand of the sinner. εξέλεσθε πένητα και πτωχόν εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν
6They know not, nor understand; they walk on in darkness: all the foundations of the earth shall be shaken. ουκ έγνωσαν ουδέ συνήκαν εν σκότει διαπορεύονται σαλευθήσονται πάντα τα θεμέλια της γης
7I have said, Ye are gods; and all of you children of the Most High. εγώ είπα θεοί εστέ και υιοί υψίστου πάντες
8But ye die as men, and fall as one of the princes. υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε
9Arise, O God, judge the earth: for thou shalt inherit all nations. ανάστα ο θεός κρίνον την γην ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσιν

Chapter 83

[edit]
1(83) A Song of a Psalm for Asaph. ωδη ψαλμού τω Ασάφ
2O God, who shall be compared to thee? be not silent, neither be still, O God. ο θεός τις ομοιωθήσεταί σοι μη σιγήσης μηδέ καταπραύνης ο θεός
3For behold, thine enemies have made a noise; and they that hate thee have lifted up the head. ότι ιδού οι εχθροί σου ήχησαν και οι μισούντές σε ήραν κεφαλήν
4Against thy people they have craftily imagined a device, and have taken counsel against thy saints. επί τον λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην και εβουλεύσαντο κατά των αγίων σου
5They have said, Come, and let us utterly destroy them out of the nation; and let the name of Israel be remembered no more at all. είπαν δεύτε και εξολοθρεύσωμεν αυτούς εξ έθνους και ου μνησθή το όνομα Ισραήλ έτι
6For they have taken counsel together with one consent: they have made a confederacy against thee; ότι εβουλεύσαντο εν ομονοία επιτοαυτό κατά σου διαθήκην διέθεντο
7even the tents of the Idumeans, and the Ismaelites; Moab, and the Agarenes; τα σκηνώματα των Ιδουμαίων και οι Ισμαηλίται Μωάβ και οι Αγαρηνοί
8Gebal, and Ammon, and Amalec; the Philistines also, with them that dwell at Tyre. Γεβάλ και Αμμών και Αμαλήκ αλλόφυλοι μετά των κατοικούντων Τύρον
9Yea, Assur too is come with them: they have become a help to the children of Lot. Pause. και γαρ και Ασσούρ συμπαρεγένετο μετ΄ αυτών εγενήθησαν εις αντίληψιν τοις υιοίς Λωτ διάψαλμα
10Do thou to them as to Madiam, and to Sisera; as to Jabin at the brook of Kison. ποίησον αυτοίς ως τη Μαδιάμ και τω Σισάρα ως τω Ιαβίμ εν τω χειμάρρω Κισών
11They were utterly destroyed at Aendor: they became as dung for the earth. εξωλοθρεύθησαν εν Αενδώρ εγενήθησαν ωσεί κόπρος τη γη
12Make their princes as Oreb and Zeb, and Zebee and Salmana; even all their princes: θου τους άρχοντας αυτών ως τον Ωρήβ και Ζηβ και Ζεβεέ και Σαλμανάν πάντας τους άρχοντας αυτών
13who said, let us take to ourselves the altar of God as an inheritance. οίτινες είπον κληρονομήσωμεν εαυτοίς το αγιαστήριον του θεού
14O my God, make them as a wheel; as stubble before the face of the wind. ο θεός μου θου αυτούς ως τροχόν ως καλάμην κατά πρόσωπον ανέμου
15As fire which shall burn up a wood, as the flame may consume the mountains; ωσεί πυρ ο διαφλέξει δρυμόν ωσεί φλοξ η κατακαύσει όρη
16so shalt thou persecute them with thy tempest, and trouble them in thine anger. ούτως καταδιώξεις αυτούς εν τη καταιγίδι σου και εν τη οργή σου ταράξεις αυτούς
17Fill their faces with dishonour; so shall they seek thy name, O Lord. πλήρωσον τα πρόσωπα αυτών ατιμίας και ζητήσουσι το όνομά σου κύριε
18Let them be ashamed and troubled for evermore; yea, let them be confounded and destroyed. αισχυνθήτωσαν και ταραχθήτωσαν εις τον αιώνα του αιώνος και εντραπήτωσαν και απολέσθωσαν
19And let them know that thy name is Lord; that thou alone art Most High over all the earth. και γνώτωσαν ότι όνομά σοι κύριος συ μόνος ύψιστος επί πάσαν την γην

Chapter 84

[edit]
1(84) For the end, a Psalm for the sons of Core, concerning the wine-presses. εις το τέλος υπέρ των ληνών τοις υιοίς Κορέ ψαλμός
2How amiable are thy tabernacles, O Lord of hosts! ως αγαπητά τα σκηνώματά σου κύριε των δυνάμεων
3My soul longs, and faints for the courts of the Lord: my heart and my flesh have exulted in the living god. επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του κυρίου η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί θεόν ζώντα
4Yea, the sparrow has found himself a home, and the turtle-dove a nest for herself, where she may lay her young, even thine altars, O Lord of hosts, my King, and my God. και γαρ στρουθίον εύρεν εαυτώ οικίαν και τρυγών νοσσιάν εαυτή ου θήσει τα νοσσία εαυτής τα θυσιαστήριά σου κύριε των δυνάμεων ο βασιλεύς μου και ο θεός μου
5Blessed are they that dwell in thy house: they will praise thee evermore. Pause. μακάριοι οι κατοικούντες εν τω οίκω σου εις τους αιώνας των αιώνων αινέσουσί σε διάψαλμα
6Blessed is the man whose help is of thee, O Lord; in his heart he has purposed to go up μακάριος ανήρ ω εστιν η αντίληψις αυτώ παρά σου αναβάσεις εν τη καρδία αυτού διέθετο
7the valley of weeping, to the place which he has appointed, for there the law-giver will grant blessings. εις την κοιλάδα του κλαυθμώνος εις τον τόπον ον έθετο και γαρ ευλογίας δώσει ο νομοθετών
8They shall go from strength to strength: the God of gods shall be seen in Sion. πορεύσονται εκ δυνάμεως εις δύναμιν οφθήσεται ο θεός των θεών εν Σιών
9O Lord God of hosts, hear my prayer: hearken, O God of Jacob. Pause. κύριε ο θεός των δυνάμεων εισάκουσον της προσευχής μου ενώτισαι ο θεός Ιακώβ διάψαλμα
10Behold, O God our defender, and look upon the face of thine anointed. υπερασπιστά ημών ίδε ο θεός και επίβλεψον εις το πρόσωπον του χριστού σου
11For one day in thy courts is better than thousands. I would rather be an abject in the house of God, than dwell in the tents of sinners. ότι κρείσσων ημέρα μία εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του θεού μου μάλλον η οικείν με επί σκηνώμασιν αμαρτωλών
12For the Lord loves mercy and truth: God will give grace and glory: the Lord will not withhold good things from them that walk in innocence. ότι έλεον και αλήθειαν αγαπά κύριος ο θεός χάριν και δόξαν δώσει κύριος ου στερήσει τα αγαθά τοις πορευομένοις εν ακακία
13O Lord of hosts, blessed is the man that trusts in thee. κύριε ο θεός των δυνάμεων μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί σε

Chapter 85

[edit]
1(85) For the end, a Psalm for the sons of Core. εις το τέλος τοις υιοίς Κορέ ψαλμός
2O Lord, thou has taken pleasure in thy land: thou hast turned back the captivity of Jacob. ευδόκησας κύριε την γην σου απέστρεψας την αιχμαλωσίαν Ιακώβ
3Thou hast forgiven thy people their transgressions; thou has covered all their sins. Pause. αφήκας τας ανομίας τω λαώ σου εκάλυψας πάσας τας αμαρτίας αυτών
4Thou has caused all thy wrath to cease: thou hast turned from thy fierce anger. κατέπαυσας πάσαν την οργήν σου απέστρεψας από οργής θυμόυ σου
5Turn us, O God of our salvation, and turn thy anger away from us. επίστρεψον ημάς ο θεός των σωτηρίων ημών και απόστρεψον τον θυμόν σου αφ΄ ημών
6Wouldest thou be angry with us for ever? or wilt thou continue thy wrath from generation to generation? μη εις τους αιώνας οργισθής ημίν η διατενείς την οργήν σου από γενεάς εις γενεάν
7O God, thou wilt turn and quicken us; and thy people shall rejoice in thee. ο θεός συ επιστρέψας ζωώσεις ημάς και ο λαός σου ευφρανθήσεται επί σοι
8Shew us thy mercy, O Lord, and grant us thy salvation. δείξον ημίν κύριε το έλεός σου και το σωτήριόν σου δώης ημίν
9I will hear what the Lord God will say concerning me: for he shall speak peace to his people, and to his saints, and to those that turn their heart toward him. ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί κύριος ο θεός ότι λαλήσει ειρήνην επί τον λαόν αυτού και επί τους οσίους αυτού και επί τους επιστρέφοντας καρδίας επ΄ αυτόν
10Moreover his salvation is near them that fear him; that glory may dwell in our land. πλην εγγύς των φοβουμένων αυτόν το σωτήριον αυτού του κατασκηνώσαι δόξαν εν τη γη ημών
11Mercy and truth are met together: righteousness and peace have kissed each other. έλεος και αλήθεια συνήντησαν δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν
12Truth has sprung out of the earth; and righteousness has looked down from heaven. αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψε
13For the Lord will give goodness; and our land shall yield her fruit. και γαρ ο κύριος δώσει χρηστότητα και η γη ημών δώσει τον καρπόν αυτής
14Righteousness shall go before him; and shall set his steps in the way. δικαιοσύνη ενώπιον αυτού προπορεύσεται και θήσει εις οδόν τα διαβήματα αυτού

Chapter 86

[edit]
1(86) A Prayer of David. προσευχή τω Δαυίδ
2O Lord, incline thine ear, and hearken to me; for I am poor and needy. κλίνον κύριε το ους σου και επάκουσόν μου ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ
3Preserve my soul, for I am holy; save thy servant, O God, who hopes in thee. φύλαξον την ψυχήν μου ότι όσιός ειμι σώσον τον δούλόν σου ο θεός μου τον ελπίζοντα επί σε
4Pity me, O Lord: for to thee will I cry all the day. ελέησόν με κύριε ότι προς σε κεκράξομαι όλην την ημέραν
5Rejoice the sold of thy servant: for to thee, O Lord, have I lifted up my soul. εύφρανον την ψυχήν του δούλου σου ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου
6For thou, O Lord, art kind, and gentle; and plenteous in mercy to all that call upon thee. ότι συ κύριε χρηστός και επιεικής και πολυέλεος πάσι τοις επικαλουμένοις σε
7Give ear to my prayer, o Lord; and attend to the voice of my supplication. ενώτισαι κύριε την προσευχήν μου και πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου
8In the day of my trouble I cried to thee: for thou didst hear me. εν ημέρα θλίψεώς μου εκέκραξα προς σε ότι επήκουσάς μου
9There is none like to thee, O Lord, among the god; and there are no works like to thy works. ουκ έστιν όμοιός σοι εν θεοίς κύριε και ουκ έστι κατά τα έργα σου
10All nations whom thou hast made shall come, and shall worship before thee, O Lord; and shall glorify thy name. πάντα τα έθνη όσα εποίησας ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου κύριε και δοξάσουσι το όνομά σου
11For thou art great, and doest wonders: thou art the only and the great God. ότι μέγας ει συ και ποιών θαυμάσια συ ει ο θεός μόνος
12Guide me, O Lord, in thy way, and I will walk in thy truth: let my heart rejoice, that I may fear thy name. οδήγησόν με κύριε εν τη οδώ σου και πορεύσομαι εν τη αληθεία σου ευφρανθήτω η καρδία μου του φοβείσθαι το όνομά σου
13I will give thee thanks, O Lord my God, with all my heart; and I will glorify thy name for ever. εξομολογήσομαί σοι κύριε ο θεός μου εν όλη καρδία μου και δοξάσω το όνομά σου εις τον αιώνα
14For thy mercy is great toward me; and thou hast delivered my soul from the lowest hell. ότι το έλεός σου μέγα επ΄ εμέ και ερρύσω την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου
15O God, transgressors have risen up against me, and an assembly of violent men have sought my life; and have not set thee before them. ο θεός παράνομοι επανέστησαν επ΄ εμέ και συναγωγή κραταιών εζήτησαν την ψυχήν μου και ου προέθεντό σε ενώπιον αυτών
16But thou, O Lord God, art compassionate and merciful, long-suffering, and abundant in mercy and true. και συ κύριε ο θεός οικτίρμων και ελεήμων μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός
17Look thou upon me, and have mercy upon me: give thy strength to thy servant, and save the son of thine handmaid. επίβλεψον επ΄ εμέ και ελέησόν με δος το κράτος σου τω παιδί σου και σώσον τον υιόν της παιδίσκης σου
18Establish with me a token for good; and let them that hate me see it and be ashamed; because thou, O Lord, hast helped me, and comforted me. ποίησον μετ΄ εμού σημείον εις αγαθόν και ιδέτωσαν οι μισούντές με και αισχυνθήτωσαν ότι συ κύριε εβοήθησάς μοι και παρεκάλεσάς με

Chapter 87

[edit]
1(87) A Psalm of a Song for the sons of Core. τοις υιοίς Κορέ ψαλμός ωδής
2His foundations are in the holy mountains. οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις
3The Lord loves the gates of Sion, more than all the tabernacles of Jacob. αγαπά κύριος τας πύλας Σιών υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ
4Glorious things have been spoken of thee, O city of God. Pause. δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του θεού
5I will make mention of Raab and Babylon to them that know me: behold also the Philistines, and Tyre, and the people of the Ethiopians: these were born there. μνησθήσομαι Ραάβ και Βαβυλώνος τοις γινώσκουσί με και ιδού αλλόφυλοι και Τύρος και λαός Αιθιόπων ούτοι εγενήθησαν εκεί
6A man shall say, Sion is my mother; and such a man was born in her; and the Highest himself has founded her. μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος και άνθρωπος εγεννήθη εν αυτή και αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο ύψιστος
7The Lord shall recount it in the writing of the people, and of these princes that were born in her. κύριος διηγήσεται εν γραφή λαών και αρχόντων τούτων των γεγενημένων εν αυτή διάψαλμα
8The dwelling of all within thee is as the dwelling of those that rejoice. ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοι

Chapter 88

[edit]
1(88) A song of a Psalm for the sons of Core for the end, upon Maeleth for responsive

strains, of

instruction for Aeman the Israelite.
ωδή ψαλμού τοις υιοίς Κορέ εις το τέλος υπέρ μαελέθ του αποκριθήναι συνέσεως Αιμάν τω Ισραηλίτη
2O Lord God of my salvation, I have cried by day and in the night before thee. κύριε ο θεός της σωτηρίας μου ημέρας εκέκραξα και εν νυκτί εναντίον σου
3Let my prayer come in before thee; incline thine ear to my supplication, O Lord. εισελθέτω ενώπιόν σου η προσευχή μου κλίνον το ους σου εις την δέησίν μου
4For my soul is filled with troubles, and my life has drawn nigh to Hades. ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου και η ζωή μου τω άδη ήγγισε
5I have been reckoned with them that go down to the pit; I became as a man without help; προσελογίσθην μετά των καταβαινόντων εις λάκκον εγενήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος
6free among the dead, as the slain ones cast out, who sleep in the tomb; whom thou rememberest no more; and they are rejected from thy hand. εν νεκροίς ελεύθερος ωσεί τραυματίαι καθεύδοντες εν τάφω ων ουκ εμνήσθης έτι και αυτοί εκ της χειρός σου απώσθησαν
7They laid me in the lowest pit, in dark places, and in the shadow of death. έθεντό με εν λάκκω κατωτάτω εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου
8Thy wrath has pressed heavily upon me, and thou hast brought upon me all thy billows. Pause. επ΄ εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου και πάντας τους μετεωρισμούς σου επήγαγες επ΄ εμέ διάψαλμα
9Thou hast removed my acquaintance far from me; they have made me an abomination to themselves; I have been delivered up, and have not gone forth. εμάκρυνας τους γνωστούς μου απ΄ εμού έθεντό με βδέλυγμα εαυτοίς παρεδόθην και ουκ εξεπορευόμην
10Mine eyes are dimmed from poverty; but I cried to thee, O Lord, all the day; I spread forth my hands to thee. οι οφθαλμοί μου ησθένησαν από πτωχείας εκέκραξα προς σε κύριε όλην την ημέραν διεπέτασα προς σε τας χείράς μου
11Wilt thou work wonders for the dead? or shall physicians raise them up, that they shall praise thee? μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια η ιατροί αναστήσουσι και εξομολογήσονταί σοι
12Shall any one declare thy mercy in the tomb? and thy truth in destruction? μη διηγήσεταί τις εν τάφω το έλεός σου και την αλήθειάν σου εν τη απωλεία
13Shall thy wonders be known in darkness? and thy righteousness in a forgotten land? μη γνωσθήσεται εν τω σκότει τα θαυμάσιά σου και η δικαιοσύνη σου εν γη επιλελησμένη
14But I cried to thee, O Lord; and in the morning shall my prayer prevent thee. καγώ προς σε κύριε εκέκραξα και τοπρωϊ η προσευχή μου προφθάσει σε
15Wherefore, O Lord, dost thou reject my prayer, and turn thy face away from me? ινατί κύριε απωθείς την ψυχήν μου αποστρέφεις το πρόσωπόν σου απ΄ εμού
16I am poor and in troubles from my youth; and having been exalted, I was brought low and into despair. πτωχός ειμι εγώ και εν κόποις εκ νεότητός μου υψωθείς δε εταπεινώθην και εξηπορήθην
17Thy wrath has passed over me; and thy terrors have greatly disquieted me. επ΄ εμέ διήλθον αι οργαί σου οι φοβερισμοί σου εξετάραξάν με
18They compassed me like water; all the day they beset me together. εκύκλωσάν με ωσεί ύδωρ όλην την ημέραν περιέσχον με άμα
19Thou hast put far from me every friend, and mine acquaintances because of my wretchedness. εμάκρυνας απ΄ εμού φίλον και πλησίον και τους γνωστούς μου από ταλαιπωρίας

Chapter 89

[edit]
1(89)

A Psalm of instruction for Aetham the Israelite.

συνέσεως Αιθάμ τω Ισραηλίτη
2I will sing of thy mercies, O Lord, for ever: I will declare thy truth with my mouth to all generations. τα ελέη σου κύριε εις τον αιώνα άσομαι εις γενεάν και γενεάν απαγγελώ την αλήθειαν σου εν τω στόματί μου
3For thou hast said, Mercy shall be built up for ever: thy truth shall be established in the heavens. ότι είπας εις τον αιώνα έλεος οικοδομηθήσεται εν τοις ουρανοίς ετοιμασθήσεται η αλήθειά σου
4I made a covenant with my chosen ones, I sware unto David my servant. διεθέμην διαθήκην τοις εκλεκτοίς μου ώμοσα Δαυίδ τω δούλω μου
5I will establish thy seed for ever, and build up thy throne to all generations. Pause. έως του αιώνος ετοιμάσω το σπέρμα σου και οικοδομήσω εις γενεάν και γενεάν τον θρόνον σου
6The heavens shall declare thy wonders, O Lord; and thy truth in the assembly of the saints. εξομολογήσονται οι ουρανοί τα θαυμάσιά σου κύριε και την αλήθειάν σου εν εκκλησία αγίων
7For who in the heavens shall be compared to the Lord? and who shall be likened to the Lord among the sons of God? ότι τις εν νεφέλαις ισωθήσεται τω κυρίω ομοιωθήσεται τω κυρίω εν υιοίς θεού
8God is glorified in the council of the saints; great and terrible toward all that are round about him. ο θεός ενδοξαζόμενος εν βουλή αγίων μέγας και φοβερός εστιν επί πάντας τους περικύκλω αυτού
9O Lord God of hosts, who is like to thee? thou art mighty, O Lord, and thy truth is round about thee. κύριε ο θεός των δυνάμεων τις όμοιός σοι δυνατός ει κύριε και η αλήθειά σου κύκλω σου
10Thou rulest the power of the sea; and thou calmest the tumult of its waves. συ δεσπόζεις του κράτους της θαλάσσης τον δε σάλον των κυμάτων αυτής συ καταπραύνεις
11Thou has brought down the proud as one that is slain; and with the arm of thy power thou has scattered thine enemies. συ εταπείνωσας ως τραυματίαν υπερήφανον εν τω βραχίονι της δυνάμεώς σου διεσκόρπισας τους εχθρούς σου
12The heavens are thine, and the earth is thine: thou hast founded the world, and the fullness of it. σοι εισιν οι ουρανοί και ση εστιν η γη την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής συ εθεμελίωσας
13Thou hast created the north and the west: Thabor and Hermon shall rejoice in thy name. τον βορράν και θάλασσαν συ έκτισας Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται
14Thine is the mighty arm: let thy hand be strengthened, let thy right hand be exalted. σος ο βραχίων μετά δυναστείας κραταιωθήτω η χειρ σου υψωθήτω η δεξιά σου
15Justice and judgment are the establishment of thy throne: mercy and truth shall go before thy face. δικαιοσύνη και κρίμα ετοιμασία του θρόνου σου έλεος και αλήθεια προπορεύσονται προ προσώπου σου
16Blessed is the people that knows the joyful sound: they shall walk, O Lord, in the light of thy countenance. μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλαλαγμόν κύριε εν τω φωτί του προσώπου σου πορεύσονται
17And in thy name shall they rejoice all the day: and in thy righteousness shall they be exalted. και εν τω ονόματί σου αγαλλιάσονται όλην την ημέραν και εν τη δικαιοσύνη σου υψωθήσονται
18For thou art the boast of their strength; and in thy good pleasure shall our horn be exalted, ότι το καύχημα της δυνάμεως αυτών συ ει και εν τη ευδοκία σου υψωθήσεται το κέρας ημών
19for our help is of the Lord; and of the Holy One of Israel, our king. ότι του κυρίου η αντίληψις και του αγίου Ισραήλ βασιλέως ημών
20Then thou spokest in vision to thy children, and saidst, I have laid help on a mighty one; I have exalted one chosen out of my people. τότε ελάλησας εν οράσει τοις υιοίς σου και είπας εθέμην βοήθειαν επί δυνατόν ύψωσα εκλεκτόν εκ του λαού μου
21 I have found David my servant; I have anointed him by my holy mercy. εύρον Δαυίδ τον δούλόν μου εν ελαίω αγίω μου έχρισα αυτόν
22For my hand shall support him; and mine arm shall strengthen him. η γαρ χειρ μου συναντιλήψεται αυτώ και ο βραχίων μου κατισχύσει αυτόν
23The enemy shall have no advantage against him; and the son of transgression shall not hurt him again. ουκ ωφελήσει εχθρός εν αυτώ και υιός ανομίας ου προσθήσει του κακώσαι αυτόν
24And I will hew down his foes before him, and put to flight those that hate him. και συγκόψω από προσώπου αυτού τους εχθρούς αυτού και τους μισούντας αυτόν τροπώσομαι
25But my truth and my mercy shall be with him; and in my name shall his horn be exalted. και η αλήθειά μου και το έλεός μου μετ΄ αυτού και εν τω ονόματί μου υψωθήσεται το κέρας αυτού
26And I will set his hand in the sea, and his right hand in the rivers. και θήσομαι εν θαλάσση χείρα αυτού και εν ποταμοίς δεξιάν αυτού
27He shall call upon me, saying, Thou art my Father, my God, and the helper of my salvation. αυτός επικαλέσεταί με πατήρ μου ει συ θεός μου και αντιλήπτωρ της σωτηρίας μου
28And I will make him my first-born, higher than the kings of the earth. καγώ πρωτότοκον θήσομαι αυτόν υψηλόν παρά τοις βασιλεύσι της γης
29I will keep my mercy for him for ever, and my covenant shall be firm with him. εις τον αιώνα φυλάξω αυτώ το έλεός μου και η διαθήκη μου πιστή αυτώ
30And I will establish his seed for ever and ever, and his throne as the days of heaven. και θήσομαι εις τον αιώνα του αιώνος το σπέρμα αυτού και τον θρόνον αυτού ως τας ημέρας του ουρανού
31If his children should forsake my law, and walk not in my judgments; εάν εγκαταλίπωσιν οι υιοί αυτού τον νόμον μου και τοις κρίμασί μου μη πορευθώσιν
32if they should profane my ordinances, and not keep my commandments; εάν τα δικαιώματά μου βεβηλώσωσι και τας εντολάς μου μη φυλάξωσιν
33I will visit their transgressions with a rod, and their sins with scourges. επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών
34But my mercy I will not utterly remove from him, nor wrong my truth. το δε έλεός μου ου διασκεδάσω απ΄ αυτών ουδ΄ ου αδικήσω εν τη αληθεία μου
35Neither will I by any means profane my covenant; and I will not make void the things that proceed out of my lips. ουδ΄ ου βεβηλώσω την διαθήκην μου και τα εκπορευόμενα διά των χειλεών μου ου αθετήσω
36Once have I sworn by my holiness, that I will not lie to David. άπαξ ώμοσα εν τω αγίω μου ει τω Δαυίδ ψεύσομαι
37His see shall endure for ever, and his throne as the sun before me; το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα μενεί και ο θρόνος αυτού ως ο ήλιος εναντίον μου
38and as the moon that is established for ever, and as the faithful witness in heaven. Pause. και ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τον αιώνα και ο μάρτυς εν ουρανώ πιστός διάψαλμα
39But thou hast cast off and set at nought, thou has rejected thine anointed. συ δε απώσω και εξουδένωσας ανεβάλου τον χριστόν σου
40Thou hast overthrown the covenant of thy servant; thou has profaned his sanctuary, casting it to the ground. κατέστρεψας την διαθήκην του δούλου σου εβεβήλωσας εις την γην το αγίασμα αυτού
41Thou hast broken down all his hedges; thou hast made his strong holds a terror. καθείλες πάντας τους φραγμούς αυτού έθου τα οχυρώματα αυτού δειλίαν
42All that go by the way have spoiled him: he is become a reproach to his neighbours. διήρπαζον αυτόν πάντες οι διοδεύοντες οδόν εγενήθη όνειδος τοις γείτοσιν αυτού
43Thou hast exalted the right hand of his enemies; thou hast made all his enemies to rejoice. ύψωσας την δεξιάν των θλιβόντων αυτόν εύφρανας πάντας τους εχθρούς αυτού
44Thou hast turned back the help of his sword, and hast not helped him in the battle. απέστρεψας την βοήθειαν της ρομφαίας αυτού και ουκ αντελάβου αυτού εν τω πολέμω
45Thou hast deprived him of glory: thou hast broken down his throne to the ground. κατέλυσας από καθαρισμού αυτού τον θρόνον αυτού εις την γην κατέρραξας
46Thou hast shortened the days of his throne: thou hast poured shame upon him. Pause. εσμίκρυνας τας ημέρας του θρόνου αυτού κατέχεας αυτού αισχύνην
47How long, O Lord, wilt thou turn away, for ever? shall thine anger flame out as fire? έως πότε κύριε αποστρέφη εις τέλος εκκαυθήσεται ως πυρ η οργή σου
48Remember what my being is: for hast thou created all the sons of men in vain? μνήσθητι τις η υπόστασις μου μη γαρ ματαίως έκτισας πάντας τους υιούς των ανθρώπων
49What man is there who shall live, and not see death? shall any one deliver his soul from the hand of Hades? Pause. τις έστιν άνθρωπος ος ζήσεται και ουκ όψεται θάνατον ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου διάψαλμα
50Where are thine ancient mercies, O Lord, which thou swarest to David in thy truth? που εισι τα ελέη σου τα αρχαία κύριε α ώμοσας τω Δαυίδ εν τη αληθεία σου
51Remember, O Lord, the reproach of thy servants, which I have borne in my bosom, even the reproach of many nations; μνήσθητι κύριε του ονειδισμού των δούλων σου ου υπέσχον εν τω κόλπω μου πολλών εθνών
52wherewith thine enemies have reviled, O Lord: wherewith they have reviled the recompense of thine anointed. ου ωνείδισαν οι εχθροί σου κύριε ου ωνείδισαν το αντάλλαγμα του χριστού σου
53Blessed be the Lord for ever. So be it, so be it. ευλογητός κύριος εις τον αιώνα γένοιτο γένοιτο

Chapter 90

[edit]
1(90) A Prayer of Moses the man of God. προσευχή Μωυσή ανθρώπου του θεού
2Lord, thou hast been our refuge in all generations. κύριε καταφυγή εγενήθης ημίν εν γενεά και γενεά
3Before the mountains existed, and before the earth and the world were formed, even from age to age, Thou art. προ του όρη γενηθήναι και πλασθήναι την γην και την οικουμένην και από του αιώνος και έως του αιώνος συ ει
4Turn not man back to his low place, whereas thou saidst, Return, ye sons of men? μη αποστρέψης άνθρωπον εις ταπείνωσιν και είπας επιστρέψατε υιοί ανθρώπων
5For a thousand years in thy sight are as the yesterday which is past, and as a watch in the night. ότι χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου κύριε ως ημέρα η εχθές ήτις διήλθε και φυλακή εν νυκτί
6Years shall be vanity to them: let the morning pass away as grass. τα εξουδενώματα αυτών έτη έσονται τοπρωϊ ωσεί χλόη παρέλθοι
7In the morning let it flower, and pass away: in the evening let it droop, let it be withered and dried up. τοπρωϊ ανθήσαι και παρέλθοι το εσπέρας αποπέσοι σκληρυνθείη και ξηρανθείη
8For we have perished in thine anger, and in thy wrath we have been troubled. ότι εξελίπομεν εν τη οργή σου και εν τω θυμώ σου εταράχθημεν
9Thou hast set our transgressions before thee: our age is in the light of thy countenance. έθου τας ανομίας ημών εναντίον σου ο αιών ημών εις φωτισμόν του προσώπου σου
10For all our days are gone, and we have passed away in thy wrath: our years have spun out their tale as a spider. ότι πάσαι αι ημέραι ημών εξέλιπον και εν τη οργή σου εξελίπομεν τα έτη ημών ωσεί αράχνη εμελέτων
11As for the days of our years, in them are seventy years; and if men should be in strength, eighty years: and the greater part of them would be labour and trouble; for weakness overtakes us, and we shall be chastened. αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη εάν δε εν δυναστείαις ογδοήκοντα έτη και το πλείον αυτών κόπος και πόνος ότι επήλθε πραότης εφ΄ ημάς και παιδευθησόμεθα
12Who knows the power of thy wrath? τις γινώσκει το κράτος της οργής σου και από του φόβου σου τον θυμόν σου εξαριθμήσασθαι
13and who knows how to number his days because of the fear of thy wrath? So manifest thy right hand, and those that are instructed in wisdom in the heart. την δεξιάν σου ούτως γνώρισόν μοι και τους πεπαιδευμένους τη καρδία εν σοφία
14Return, O Lord, how long? and be intreated concerning thy servants. επίστρεψον κύριε έως πότε και παρακλήθητι επί τοις δούλοις σου
15We have been satisfied in the morning with thy mercy; and we did exult and rejoice: ενεπλήσθημεν τοπρωϊ του ελέους σου κύριε και ηγαλλιασάμεθα και ευφράνθημεν εν πάσαις ταις ημεραις ημών
16let us rejoice in all our days, in return for the days wherein thou didst afflict us, the years wherein we saw evil. ευφρανθείημεν ανθ΄ ημερών εταπείνωσας ημάς ετών ων είδομεν κακά
17And look upon thy servants, and upon thy works; and guide their children. και ίδε επί τους δούλους σου και επί τα έργα σου και οδήγησον τους υιούς αυτών
18And let the brightness of the Lord our God be upon us: and do thou direct for us the works of our hands. και έστω η λαμπρότης κυρίου του θεού ημών εφ΄ ημάς και τα έργα των χειρών ημών κατεύθυνον εφ΄ ημάς και το έργον των χειρών κατεύθυνον

Chapter 91

[edit]
1(91) Praise of a Song, by David. αίνος ωδής τω Δαυίδ
2He that dwells in the help of the Highest, shall sojourn under the shelter of the God of heaven. ο κατοικών εν βοηθεία του υψίστου εν σκέπη του θεού του ουρανού αυλισθήσεται
3He shall say to the Lord, Thou art my helper and my refuge: my God; I will hope in him. ερεί τω κυρίω αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου ο θεός μου και ελπιώ επ΄ αυτόν
4For he shall deliver thee from the snare of the hunters, from every troublesome matter. ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών από λόγου ταραχώδους
5He shall overshadow thee with his shoulders, and thou shalt trust under his wings: his truth shall cover thee with a shield. εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού
6Thou shalt not be afraid of terror by night; nor of the arrow flying by day; ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού από βέλους πετομένου ημέρας
7nor of the evil thing that walks in darkness; nor of calamity, and the evil spirit at noon-day. από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού
8A thousand shall fall at thy side, and ten thousand at thy right hand; but it shall not come nigh thee. πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου προς σε δε ουκ εγγιεί
9Only with thine eyes shalt thou observe and see the reward of sinners. πλην τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει
10For thou, O Lord, art my hope: thou, my soul, hast made the Most High thy refuge. ότι συ κύριε η ελπίς μου τον ύψιστον έθου καταφυγήν σου
11No evils shall come upon thee, and no scourge shall draw nigh to thy dwelling. ου προσελεύσεται προς σε κακά και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου
12For he shall give his angels charge concerning thee, to keep thee in all thy ways. ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταις οδοίς σου
13 They shall bear thee up on their hands, lest at any time thou dash thy foot against a stone. επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου
14Thou shalt tread on the asp and basilisk: and thou shalt trample on the lion and dragon. επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα
15For he has hoped in me, and I will deliver him: I will protect him, because he has known my name. ότι επ΄ εμέ ήλπισε και ρύσομαι αυτόν σκεπάσω αυτόν ότι έγνω το όνομά μου
16He shall call upon me, and I will hearken to him: I am with him in affliction; and I will deliver him, and glorify him. κεκράξεται προς με και επακούσομαι αυτού μετ΄ αυτού ειμί εν θλίψει εξελούμαι αυτόν και δοξάσω αυτόν
17I will satisfy him with length of days, and shew him my salvation. μακρότητα ημερών εμπλήσω αυτόν και δείξω αυτώ το σωτήριόν μου

Chapter 92

[edit]
1(92) A Psalm of a Song for the Sabbath-day. ψαλμός ωδής εις την ημέραν του σαββάτου
2It is a good thing to give thanks to the Lord, and to sing praises to thy name, O thou Most High; αγαθόν το εξομολογείσθαι τω κυρίω και ψάλλειν τω ονόματί σου ύψιστε
3to proclaim thy mercy in the morning, and thy truth by night, του αναγγέλλειν τοπρωϊ το έλεός σου και την αλήθειάν σου κατά νύκτα
4on a psaltery of ten strings, with a song on the harp. εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω μετ΄ ωδής εν κιθάρα
5For thou, O Lord, hast made me glad with thy work: and in the operations of thy hands will I exult. ότι εύφρανάς με κύριε εν τω ποιήματί σου και εν τοις έργοις των χειρών σου αγαλλιάσομαι
6How have thy works been magnified, O Lord! thy thoughts are very deep. ως εμεγαλύνθη τα έργα σου κύριε σφόδρα εβαθύνθησαν οι διαλογισμοί σου
7A foolish man will not know, and a senseless man will not understand this. ανήρ άφρων ου γνώσεται και ασύνετος ου συνήσει ταύτα
8When the sinners spring up as the grass, and all the workers of iniquity have watched; it is that they may be utterly destroyed for ever. εν τω ανατείλαι τους αμαρτωλούς ωσεί χόρτον και διέκυψαν πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν όπως αν εξολοθρευθώσιν εις τον αιώνα του αιώνος
9But thou, O Lord, art most high for ever. συ δε ύψιστος εις τον αιώνα κύριε
10 For, behold, thine enemies shall perish; and all the workers of iniquity shall be scattered. ότι ιδού οι εχθροί σου κύριε ότι ιδού οι εχθροί σου απολούνται και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν
11But my horn shall be exalted as the horn of a unicorn; and mine old age with rich mercy. και υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήράς μου εν ελαίω πίονι
12And mine eye has seen mine enemies, and mine ear shall hear the wicked that rise up against me. και επείδεν ο οφθαλμός μου εν τοις εχθροίς μου και εν τοις επανισταμένοις επ΄ εμέ πονηρευομένοις ακούσεται το ους μου
13The righteous shall flourish as a palm-tree: he shall be increased as the cedar in Libanus. δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει ωσεί κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται
14They that are planted in the house of the Lord shall flourish in the courts of our God. πεφυτευμένοι εν τω οίκω κυρίου εν ταις αυλαίς του θεού ημών εξανθήσουσιν
15Then shall they be increased in a fine old age; and they shall be prosperous; that they may declare έτι πληθυνθήσονται εν γήρει πίονι και ευπαθούντες έσονται του αναγγείλαι
16that the Lord my God is righteous, and there is no iniquity in him. ότι ευθής κύριος ο θεός ημών και ουκ έστιν αδικία εν αυτώ

Chapter 93

[edit]
1(93) For
the day before the Sabbath, when the land was

first inhabited, the praise of a Song by David.

εις την ημέραν του προσαββάτου ότε κατώκισται η γη αίνος ωδής τω Δαυίδ
2The Lord reigns; he has clothed himself with honour: the Lord has clothed and girded himself with strength; for he has established the world, which shall not be moved. ο κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο ενεδύσατο κύριος δύναμιν και περιεζώσατο και γαρ εστερέωσε την οικουμένην ήτις ου σαλευθήσεται
3Thy throne is prepared of old: thou art from everlasting. έτοιμος ο θρόνος σου από τότε από του αιώνος συ ει
4The rivers have lifted up, O Lord, the rivers have lifted up their voices, επήραν οι ποταμοί κύριε επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών
5at the voices of many waters: the billows of the sea are wonderful: the Lord is wonderful in high places. αρούσιν οι ποταμοί επιτρίψεις αυτών από φωνών υδάτων πολλών θαυμαστοί οι μετεωρισμοί της θαλάσσης θαυμαστός εν υψηλοίς ο κύριος
6Thy testimonies are made very sure: holiness becomes thine house, O Lord, for ever. τα μαρτύριά σου επιστώθησαν σφόδρα τω οίκω σου πρέπει αγίασμα κύριε εις μακρότητα ημερών

Chapter 94

[edit]
1(94) A Psalm of David for the fourth

day of the week.

ψαλμός τω Δαυίδ τετράδι σαββάτου
2The Lord is a God of vengeance; the God of vengeance has declared himself. θεός εκδικήσεων κύριος ο θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο
3Be thou exalted, thou that judgest the earth: render a reward to the proud. υψώθητι ο κρίνων την γην απόδος ανταπόδοσιν τοις υπερηφάνοις
4How long shall sinners, O Lord, how long shall sinners boast? έως πότε αμαρτωλοί κύριε έως πότε αμαρτωλοί καυχήσονται
5They will utter and speak unrighteousness; all the workers of iniquity will speak so. φθέγξονται και λαλήσουσιν αδικίαν λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν
6They have afflicted thy people, O Lord, and hurt thine heritage. τον λαόν σου κύριε εταπείνωσαν και την κληρονομίαν σου εκάκωσαν
7They have slain the widow and fatherless, and murdered the stranger. χήραν και ορφανόν απέκτειναν και προσήλυτον εφόνευσαν
8And they said, The Lord shall not see, neither shall the God of Jacob understand. και είπαν ουκ όψεται κύριος ουδέ συνήσει ο θεός του Ιακώβ
9Understand now, ye simple among the people; and ye fools, at length be wise. σύνετε δη άφρονες εν τω λαώ και μωροί ποτέ φρονήσατε
10He that planted the ear, does he not hear? or he that formed the eye, does not he perceive? ο φυτεύσας το ους ουχί ακούει η ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί
11He that chastises the heathen, shall not he punish, even he that teaches man knowledge? ο παιδεύων έθνη ουχί ελέγξει ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν
12 The Lord knows the thoughts of men, that they are vain. κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων ότι εισί μάταιοι
13Blessed is the man whomsoever thou shalt chasten, O Lord, and shalt teach him out of thy law; μακάριος άνθρωπος ον αν παιδεύσης κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν
14to give him rest from evil days, until a pit be digged for the sinful one. του πραύναι αυτόν αφ΄ ημερών πονηρών έως ου ορυγή τω αμαρτωλώ βόθρος
15For the Lord will not cast off his people, neither will he forsake his inheritance; ότι ουκ απώσεται κύριος τον λαόν αυτού και την κληρονομίαν αυτού ουκ εγκαταλείψει
16until righteousness return to judgment, and all the upright in heart shall follow it. Pause. έως ου δικαιοσύνη επιστρέψει εις κρίσιν και εχόμενοι αυτής πάντες οι ευθείς τη καρδία διάψαλμα
17Who will rise up for me against the transgressors? or who will stand up with me against the workers of iniquity? τις αναστήσεταί μοι επί πονηρευομένοις η τις συμπαραστήσεταί μοι επί τοις εργαζομένοις την ανομίαν
18If the Lord had not helped me, my soul had almost sojourned in Hades. ει ότι κύριος εβοήθησέ μοι παρά βραχύ παρώκησε τω άδη η ψυχή μου
19If I said, My foot has been moved; ει έλεγον σεσάλευται ο πους μου το έλεός σου κύριε εβοήθει μοι
20thy mercy, O Lord, helped me. O Lord, according to the multitude of my griefs within my heart, thy consolation have soothed my soul. κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου
21Shall the throne of iniquity have fellowship with thee, which frames mischief by an ordinance? μη συμπροσέσται σοι θρόνος ανομίας ο πλάσσων κόπον επί πρόσταγμα
22They will hunt for the soul of the righteous, and condemn innocent blood. θηρεύσουσιν επί ψυχήν δικαίου και αίμα αθώον καταδικάσονται
23But the Lord was my refuge; and my God the helper of my hope. και εγένετό μοι κύριος εις καταφυγήν και ο θεός μου εις βοηθόν ελπίδος μου
24And he will recompense to them their iniquity and their wickedness: the Lord our God shall utterly destroy them. και αποδώσει αυτοίς την ανομίαν αυτών και κατά την πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς κύριος ο θεός

Chapter 95

[edit]
1(95) The praise of a Song by David. αίνος ωδής τω Δαυίδ
2Come, let us exult in the Lord; let us make a joyful noise to God our Saviour. δεύτε αγαλλιασώμεθα τω κυρίω αλαλάξωμεν τω θεώ τω σωτήρι ημών
3Let us come before his presence with thanksgiving, and make a joyful noise to him with psalms. προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ
4For the Lord is a great God, and a great king over all gods: for the Lord will not cast off his people. ότι θεός μέγας κύριος και βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην
5For the ends of the earth are in his hands; and the heights of the mountains are his. ότι εν τη χειρί αυτού τα πέρατα της γης και τα ύψη των ορέων αυτού εισιν
6For the sea is his, and he made it: and is hands formed the dry land. ότι αυτού εστιν η θάλασσα και αυτός εποίησεν αυτήν και την ξηράν χείρες αυτού έπλασαν
7Come, let us worship and fall down before him; and weep before the Lord that made us. δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ και κλαύσωμεν εναντίον κυρίου του ποιήσαντος ημάς
8For he is our God; and we are the people of his pasture, and the sheep of his hand. ότι αυτός εστιν ο θεός ημών και ημείς λαός νομής αυτού και πρόβατα χειρός αυτού σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε
9 To-day, if ye will hear his voice, harden not your hearts, as in the provocation, according to the day of irritation in the wilderness: μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω
10where your fathers tempted me, proved me, and saw my works. ου επείρασάν με οι πατέρες υμών εδοκίμασάν με και είδον τα έργα μου
11Forty years was I grieved with this generation, and said, They do always err in their heart, and they have not known my ways. τεσσαράκοντα έτη προσώχθισα τη γενεά εκείνη και είπα αεί πλανώνται τη καρδία αυτοί δε ουκ έγνωσαν τας οδούς μου
12So I sware in my wrath, They shall not enter into my rest. ως ώμοσα εν τη οργή μου ει εισελεύσονται εις την κατάπαυσίν μου

Chapter 96

[edit]
1(96) When the house was built after the Captivity, a Song of David. ότε ο οίκος ωκοδόμηται μετά την αιχμαλωσίαν ωδή τω Δαυίδ
2Sing to the Lord a new song; sing to the Lord, all the earth. άσατε τω κυρίω άσμα καινόν άσατε τω κυρίω πάσα η γη
3Sing to the Lord, bless his name: proclaim his salvation from day to day. άσατε τω κυρίω ευλογήσατε το όνομα αυτού ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον αυτού
4Publish his glory among the Gentiles, his wonderful works among all people. αναγγείλατε εν τοις έθνεσι την δόξαν αυτού εν πάσι τοις λαοίς τα θαυμάσια αυτού
5For the Lord is great, and greatly to be praised: he is terrible above all gods. ότι μέγας κύριος και αινετός σφόδρα φοβερός εστιν υπέρ πάντας τους θεούς
6For all the gods of the heathen are devils: but the Lord made the heavens. ότι πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια ο δε κύριος τους ουρανούς εποίησεν
7Thanksgiving and beauty are before him: holiness and majesty are in his sanctuary. εξομολόγησις και ωραιότης ενώπιον αυτού αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τω αγιάσματι αυτού
8Bring to the Lord, ye families of the Gentiles, bring to the Lord glory and honour. ενέγκατε τω κυρίω αι πατριαί των εθνών ενέγκατε τω κυρίω δόξαν και τιμήν
9Bring to the Lord the glory becoming his name: take offerings, and go into his courts. ενέγκατε τω κυρίω δόξαν ονόματι αυτού άρατε θυσίας και εισπορεύεσθε εις τας αυλάς αυτού
10Worship the Lord in his holy court: let all the earth tremble before him. προσκυνήσατε τω κυρίω εν αυλή άγια αυτού σαλευθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γη
11Say among the heathen, The Lord reigns: for he has established the world so that it shall not be moved: he shall judge the people in righteousness. είπατε εν τοις έθνεσιν ότι κύριος εβασίλευσε και γαρ κατώρθωσε την οικουμένην ήτις ου σαλευθήσεται κρινεί λαούς εν ευθύτητι
12Let the heavens rejoice, and the earth exult; let the sea be moved, and the fullness of it. ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής
13The plains shall rejoice, and all things in them: then shall all the trees of the wood exult before the presence of the Lord: χαρήσεται τα πεδία και πάντα τα εν αυτοίς τότε αγαλλιάσονται πάντα τα ξύλα του δρυμού
14for he comes, for he comes to judge the earth; he shall judge the world in righteousness, and the people with his truth. από προσώπου του κυρίου ότι έρχεται ότι έρχεται κρίναι την γην κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν τη αληθεία αυτού

Chapter 97

[edit]
1(97) For David, when his land is established. ψαλμός τω Δαυίδ ότε η γη αυτού καθίσταται
2The Lord reigns, let the earth exult, let many islands rejoice. ο κύριος εβασίλευσεν αγαλλιάσθω η γη ευφρανθήτωσαν νήσοι πολλαί
3Cloud, and darkness are round about him; righteousness and judgment are the establishment of his throne. νεφέλη και γνόφος κύκλω αυτού δικαιοσύνη και κρίμα κατόρθωσις του θρόνου αυτού
4Fire shall go before him, and burn up his enemies round about. πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού
5His lightnings appeared to the world; the earth saw, and trembled. έφαναν αι αστραπαί αυτού τη οικουμένη είδε και εσαλεύθη η γη
6The mountains melted like wax at the presence of the Lord, at the presence of the Lord of the whole earth. τα όρη ωσεί κηρός ετάκησαν από προσώπου κυρίου από προσώπου κυρίου πάσης της γης
7The heavens have declared his righteousness, and all the people have seen his glory. ανήγγειλαν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού και είδοσαν πάντες οι λαοί την δόξαν αυτού
8Let all that worship graven images be ashamed, who boast of their idols; worship him, all ye his angels. αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτών προσκυνήσατε αυτώ πάντες άγγελοι αυτού
9Sion heard and rejoiced; and the daughters of Judea exulted, because of thy judgments, O Lord. ήκουσε και ευφράνθη η Σιών και ηγαλλιάσαντο αι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν των κριμάτων σου κύριε
10For thou art Lord most high over all the earth; thou art greatly exalted above all gods. ότι συ κύριος ο ύψιστος επί πάσαν την γην σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τους θεούς
11Ye that love the Lord, hate evil; the Lord preserves the souls of his saints; he shall deliver them from the hand of sinners. οι αγαπώντες τον κύριον μισείτε πονηρά φυλάσσει κύριος τας ψυχάς των οσίων αυτού εκ χειρός αμαρτωλού ρύσεται αυτούς
12Light is sprung up for the righteous, and gladness for the upright in heart. φως ανέτειλε τω δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη
13Rejoice in the Lord, ye righteous; and give thanks for a remembrance of his holiness. ευφράνθητε δίκαιοι εν τω κυρίω και εξομολογείσθε τη μνήμη της αγιωσύνης αυτού

Chapter 98

[edit]
1(98) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2Sing to the Lord a new song; for the Lord has wrought wonderful works, his right hand, and his holy arm, have wrought salvation for him. άσατε τω κυρίω άσμα καινόν ότι θαυμαστά εποίησεν ο κύριος έσωσεν αυτόν η δεξιά αυτού και ο βραχίων ο άγιος αυτού
3The Lord has made known his salvation, he has revealed his righteousness in the sight of the nations. εγνώρισε κύριος το σωτήριον αυτού εναντίον των εθνών απεκάλυψε την δικαιοσύνην αυτού
4He has remembered his mercy to Jacob, and his truth to the house of Israel; all the ends of the earth have seen the salvation of our God. εμνήσθη του ελέους αυτού τω Ιακώβ και της αληθείας αυτού τω οίκω Ισραήλ είδοσαν πάντα τα πέρατα της γης το σωτήριον του θεού ημών
5Shout to God, all the earth; sing, and exult, and sing psalms. αλαλάξατε τω θεώ πάσα η γη άσατε και αγαλλιάσθε και ψάλατε
6Sing to the Lord with a harp, with a harp, and the voice of a psalm. ψάλατε τω κυρίω εν κιθάρα εν κιθάρα και φωνή ψαλμού
7With trumpets of metal, and the sound of a trumpet of horn make a joyful noise to the Lord before the king. εν σάλπιγξιν ελαταίς και φωνή σάλπιγγος κερατίνης αλαλάξατε ενώπιον του βασιλέως κυρίου
8Let the sea be moved, and the fullness of it; the world, and they that dwell in it. σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή
9The rivers shall clap their hands together; the mountains shall exult. ποταμοί κροτήσουσι χειρί επιτοαυτό τα όρη αγαλλιάσονται απο προσώπου κυρίου ότι έρχεται
10For he is come to judge the earth; he shall judge the world in righteousness, and the nations in uprightness. ότι ήκει κρίναι την γην κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν ευθύτητι

Chapter 99

[edit]
1(99) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2The Lord reigns; —let the people rage; it is he that sits upon the cherubs, let the earth be moved. ο κύριος εβασίλευσεν οργιζέσθωσαν λαοί ο καθήμενος επί των χερουβίμ σαλευθήτω η γη
3The Lord is great in Sion, and is high over all the people. κύριος εν Σιών μέγας και υψηλός εστιν επί πάντας τους λαούς
4Let them give thanks to thy great name; for it is terrible and holy. εξομολογησάσθωσαν τω ονόματί σου τω μεγάλω ότι φοβερόν και άγιόν εστι
5And the king's honour loves judgment; thou hast prepared equity, thou hast wrought judgment and justice in Jacob. και τιμή βασιλέως κρίσιν αγαπά συ ητοίμασας ευθύτητας κρίσιν και δικαιοσύνην εν Ιακώβ συ εποίησας
6Exalt ye the Lord our God, and worship at his footstool; for he is holy. υψούτε κύριον τον θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού ότι άγιός εστι
7Moses and Aaron among his priests, and Samuel among them that call upon his name; they called upon the Lord, and he heard them. Μωυσής και Ααρών εν τοις ιερεύσιν αυτού και Σαμουήλ εν τοις επικαλουμένοις το όνομα αυτού επεκαλούντο τον κύριον και αυτός εισήκουεν αυτών
8He spoke to them in a pillar of cloud; they kept his testimonies, and the ordinances which he gave them. εν στύλω νεφέλης ελάλει προς αυτούς ότι εφύλασσον τα μαρτύρια αυτού και τα προστάγματα αυτού α έδωκεν αυτοίς
9O Lord our God, thou heardest them; O God, thou becamest propitious to them, though thou didst take vengeance on all their devices. κύριε ο θεός ημών συ επήκουες αυτών ο θεός συ ευίλατος εγίνου αυτοίς και εκδικών επί πάντα τα επιτηδεύματα αυτών
10Exalt ye the Lord our God, and worship at his holy mountain; for the Lord our God is holy. υψούτε κύριον τον θεόν ημών και προσκυνείτε εις όρος άγιον αυτού ότι άγιος κύριος ο θεός ημών

Chapter 100

[edit]
1(100) A Psalm for Thanksgiving. ψαλμός τω Δαυίδ εις εξομολόγησιν
2Make a joyful noise to the Lord, all the earth. αλαλάξατε τω θεώ πάσα η γη
3Serve the Lord with gladness; come before his presence with exultation. δουλεύσατε τω κυρίω εν ευφροσύνη εισέλθατε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει
4Know that the Lord he is God; he made us, and not we ourselves; we are his people, and the sheep of his pasture. γνώτε ότι κύριος αυτός εστιν ο θεός ημών αυτός εποίησεν ημάς και ουχ ημείς ημείς δε λαός αυτού και πρόβατα της νομής αυτού
5Enter into his gates with thanksgiving, and his courts with hymns; give thanks to him, praise his name. εισέλθατε εις τας πύλας αυτού εν εξομολογήσει εις τας αυλάς αυτού εν ύμνοις εξομολογείσθε αυτώ αινείτε το όνομα αυτού
6For the Lord is good, his mercy is for ever; and his truth endures to generation and generation. ότι χρηστός κύριος εις τον αιώνα το έλεος αυτού και έως γενεάς και γενεάς η αλήθεια αυτού

Chapter 101

[edit]
1(101) ψαλμός τω Δαυίδ
2A Psalm of David. I will sing to thee, O Lord, of mercy and judgment; I will sing a psalm, έλεον και κρίσιν άσομαί σοι κύριε
3and I will be wise in a blameless way. When wilt thou come to me? I walked in the innocence of my heart, in the midst of my house. ψαλώ και συνήσω εν οδώ αμώμω πότε ήξεις προς με διεπορευόμην εν ακακία καρδίας μου εν μέσω του οίκου μου
4I have not set before mine eyes any unlawful ting; I have hated transgressors. ου προεθέμην προ οφθαλμών μου πράγμα παράνομον ποιούντας παραβάσεις εμίσησα
5A perverse heart has not cleaved to me; I have not known an evil man, forasmuch as he turns away from me. ουκ εκολλήθη μοι καρδία σκαμβή εκκλίνοντος απ΄ εμού του πονηρού ουκ εγίνωσκον
6Him that privily speaks against his neighbour, him have I driven from me: he that is proud in look and insatiable in heart, —with him I have not eaten. τον καταλαλούντα λάθρα των πλησίον αυτού τούτον εξεδίωκον υπερηφάνω οφθαλμώ και απλήστω καρδία τούτω ου συνήσθιον
7Mine eyes shall be upon the faithful of the land, that they may dwell with me: he that walked in a perfect way, the same ministered to me. οι οφθαλμοί μου επί τους πιστούς της γης του συγκαθήσθαι αυτούς μετ΄ εμού πορευόμενος εν οδώ αμώμω ούτός μοι ελειτούργει
8The proud doer dwelt not in the midst of my house; the unjust speaker prospered not in my sight. ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν λαλών άδικα ου κατεύθυνεν ενώπιον των οφθαλμών μου
9Early did I slay all the sinners of the land, that I might destroy out of the city of the Lord all that work iniquity. εις τας πρωϊας απέκτενον πάντας τους αμαρτωλούς της γης του εξολοθρεύσαι εκ πόλεως κυρίου πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν

Chapter 102

[edit]
1(102) A Prayer for the Poor; when he is deeply afflicted, and pours out his supplication before the Lord. προσευχή τω πτωχώ όταν ακηδιάση και εναντίον κυρίου εκχέη την δέησιν αυτού
2Hear my prayer, O Lord, and let my cry come to thee. κύριε εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω
3Turn not away thy face from me: in the day when I am afflicted, incline thine ear to me: in the day when I shall call upon thee, speedily hear me. μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ΄ εμού εν η αν ημέρα θλίβομαι κλίνον προς με το ους σου εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε ταχύ επάκουσόν μου
4For my days have vanished like smoke, and my bones have been parched like a stick. ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν
5I am blighted like grass, and my heart is dried up; for I have forgotten to eat my bread. επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου
6By reason of the voice of my groaning, my bone has cleaved to my flesh. από φωνής του στεναγμού μου εκολλήθη το οστούν μου τη σαρκί μου
7I have become like a pelican of the wilderness; ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω
8I have become like an owl in a ruined house. I have watched, and am become as a sparrow dwelling alone on a roof. ηγρύπνησα και εγενόμην ωσεί στρουθίον μονάζον επί δώματος
9All the day long mine enemies have reproached me; and they that praised me have sworn against me. όλην την ημέραν ωνείδιζόν με οι εχθροί μου και οι επαινούντές με κατ΄ εμού ώμνυον
10For I have eaten ashes as it were bread, and mingled my drink with weeping; ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων
11because of thine anger and thy wrath: for thou hast lifted me up, and dashed me down. από προσώπου της οργής σου και του θυμού σου ότι επάρας κατέρραξάς με
12My days have declined like a shadow; and I am withered like grass. αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην
13But thou, Lord, endurest for ever, and thy memorial to generation and generation. συ δε κύριε εις τον αιώνα μένεις και το μνημόσυνόν σου εις γενεάν και γενεάν
14Thou shalt arise, and have mercy upon Sion: for it is time to have mercy upon her, for the set time is come. συ αναστάς οικτειρήσεις την Σιών ότι καιρός του οικτειρήσαι αυτήν ότι ήκει καιρός
15For thy servants have taken pleasure in her stones, and they shall pity her dust. ότι ευδόκησαν οι δούλοί σου τους λίθους αυτής και τον χουν αυτής οικτειρήσουσι
16So the nations shall fear thy name, O Lord, and all kings thy glory. και φοβηθήσονται τα έθνη το όνομα κυρίου και πάντες οι βασιλείς της γης την δόξαν σου
17For the Lord shall build up Sion, and shall appear in his glory. ότι οικοδομήσει κύριος την Σιών και οφθήσεται εν τη δόξη αυτού
18He has had regard to the prayer of the lowly, and has not despised their petition. επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ουκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών
19Let this be written for another generation; and the people that shall be created shall praise the Lord. γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν και λαός ο κτιζόμενος αινέσει τον κύριον
20For he has looked out from the height of his sanctuary; the Lord looked upon the earth from heaven; ότι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού κύριος εξ ουρανού επί την γην επέβλεψε
21to hear the groaning of the fettered ones, to loosen the sons of the slain; του ακούσαι του στεναγμού των πεπεδημένων του λύσαι τους υιούς των τεθανατωμένων
22to proclaim the name of the Lord in Sion, and his praise in Jerusalem; του αναγγείλαι εν Σιών το όνομα κυρίου και την αίνεσιν αυτού εν Ιερουσαλήμ
23when the people are gathered together, and the kings, to serve the Lord. εν τω επισυναχθήναι λαούς επιτοαυτό και βασιλείς του δουλεύειν τω κυρίω
24He answered him in the way of his strength: tell me the fewness of my days. απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού την ολιγότητα των ημερών μου ανάγγειλόν μοι
25Take me not away in the midst of my days: thy years are through all generations. μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου εν γενεά γενεών τα έτη σου
26In the beginning thou, O Lord, didst lay the foundation of the earth; and the heavens are the works of thine hands. κατ΄ αρχάς συ κύριε την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί
27They shall perish, but thou remainest: and they all shall wax old as a garment; and as a vesture shalt thou fold them, and they shall be changed. αυτοί απολούνται συ δε διαμένεις και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται
28But thou art the same, and thy years shall not fail. συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσιν
29The children of thy servants shall dwell securely, and their seed shall prosper for ever. οι υιοί των δούλων σου κατασκηνώσουσι και το σπέρμα αυτών εις τον αιώνα κατευθυνθήσεται

Chapter 103

[edit]
1(103)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2Bless the Lord, O my soul; and all that is within me, bless his holy name. ευλόγει η ψυχή μου τον κύριον και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού
3Bless the Lord, O my soul, and forget not all his praises: ευλόγει η ψυχή μου τον κύριον και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού
4who forgives all thy transgressions, who heals all thy diseases; τον ευιλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου
5who redeems thy life from corruption; who crowns thee with mercy and compassion; τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου τον στεφανούντά σε εν ελέει και οικτιρμοίς
6who satisfies thy desire with good things: so that thy youth shall be renewed like that of the eagle. τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου
7The Lord executes mercy and judgment for all that are injured. ποιών ελεημοσύνας ο κύριος και κρίμα πάσι τοις αδικουμένοις
8He made known his ways to Moses, his will to the children of Israel. εγνώρισε τας οδούς αυτού τω Μωυσή τοις υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού
9The Lord is compassionate and pitiful, long-suffering, and full of mercy. οικτίρμων και ελεήμων ο κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος
10He will not be always angry; neither will he be wrathful for ever. ουκ εις τέλος οργισθήσεται ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί
11He has not dealt with us according to our sins, nor recompensed us according to our iniquities. ου κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν
12For as the heaven is high above the earth, the Lord has so increased his mercy toward them that fear him. ότι κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν
13As far as the east is from the west, so far has he removed our transgressions from us. καθ΄ όσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών εμάκρυνεν αφ΄ ημών τας ανομίας ημών
14As a father pities his children, the Lord pities them that fear him. καθώς οικτείρει πατήρ υιούς ωκτείρησε κύριος τους φοβουμένους αυτόν
15For he knows our frame: remember that we are dust. ότι αυτός έγνω το πλάσμα ημών εμνήσθη ότι χους εσμέν
16As for man, his days are as grass; as a flower of the field, so shall he flourish. άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει
17For the wind passes over it, and it shall not be; and it shall know its place no more. ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ουχ υπάρξει και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού
18But the mercy of the Lord is from generation to generation upon them that fear him, and his righteousness to children's children; το δε έλεος του κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών
19to them that keep his covenant, and remember his commandments to do them. τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς
20The Lord has prepared his throne in the heaven; and his kingdom rules over all. κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει
21Bless the Lord, all ye his angels, mighty in strength, who perform his bidding, ready to hearken to the voice of his words. ευλογείτε τον κύριον πάντες αγγελοί αυτού δυνατοί ισχύϊ ποιούντες τον λόγον αυτού του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού
22Bless the Lord, all ye his hosts; ye ministers of his that do his will. ευλογείτε τον κύριον πάσαι αι δυνάμεις αυτού λειτουργοί αυτού ποιούντες το θέλημα αυτού
23Bless the Lord, all his works, in every place of his dominion: bless the Lord, O my soul. ευλογείτε τον κύριον πάντα τα έργα αυτού εν παντί τόπω της δυναστείας αυτού ευλόγει η ψυχή μου τον κύριον

Chapter 104

[edit]
1(104)

A Psalm of David.

ψαλμός τω Δαυίδ
2Bless the Lord, O my soul. O Lord my God, thou art very great; thou hast clothed thyself with praise and honour: ευλόγει η ψυχή μου τον κύριον κύριε ο θεός μου εμεγαλύνθης σφόδρα εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω
3who dost robe thyself with light as with a garment; spreading out the heaven as a curtain. αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν
4Who covers his chambers with waters; who makes the clouds his chariot; who walks on the wings of the wind. ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων
5 Who makes his angels spirits, and his ministers a flaming fire. ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα
6Who establishes the earth on her sure foundation: it shall not be moved for ever. ο θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής ου κλιθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος
7The deep, as it were a garment, is his covering: the waters shall stand on the hills. άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού επί των ορέων στήσονται ύδατα
8At thy rebuke they shall flee; at the voice of thy thunder they shall be alarmed. από επιτιμήσεως σου φεύξονται από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν
9They go up to the mountains, and down to the plains, to the place which thou hast founded for them. αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τόπον ον εθεμελίωσας αυτά
10Thou hast set a bound which they shall not pass, neither shall they turn again to cover the earth. όριον έθου ο ου παρελεύσονται ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην
11He sends forth his fountains among the valleys: the waters shall run between the mountains. ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν αναμέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα
12They shall give drink to all the wild beasts of the field: the wild asses shall take of them to quench their thirst. ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών
13By them shall the birds of the sky lodge: they shall utter a voice out of the midst of the rocks. επ΄ αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν
14He waters the mountains from his chambers: the earth shall be satisfied with the fruit of thy works. ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη
15He makes grass to grow for the cattle, and green herb for the service of men, to bring bread out of the earth; ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων του εξαγαγείν άρτον εκ της γης
16and wine makes glad the heart of man, to make his face cheerful with oil: and bread strengthens man's heart. και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω και άρτος καρδίαν ανθρώπου στήριζει
17The trees of the plain shall be full of sap; even the cedars of Libanus which he has planted. χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου αι κέδροι του Λιβάνου ας εφύτευσας
18There the sparrows will build their nests; and the house of the heron takes the lead among them. εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών
19The high mountains are a refuge for the stags, and the rock for the rabbits. όρη τα υψηλά ταις ελάφοις πέτρα καταφυγή τοις χοιρογρυλλίοις
20He appointed the moon for seasons: the sun knows his going down. εποίησε σελήνην εις καιρούς ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού
21Thou didst make darkness, and it was night; in it all the wild beasts of the forest will be abroad: έθου σκότος και εγένετο νυξ εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία του δρυμού
22even young lions roaring for prey, and to seek meat for themselves from God. σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω θεώ βρώσιν αυτοίς
23The sun arises, and they shall be gathered together, and shall lie down in their dens. ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται
24Man shall go forth to his work, and to his labour till evening. εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας
25How great are thy works, O Lord! in wisdom hast thou wrought them all: the earth is filled with thy creation. ως εμεγαλύνθη τα έργα σου κύριε πάντα εν σοφία εποίησας επληρώθη η γη της κτίσεώς σου
26So is this great and wide sea: there are things creeping innumerable, small animals and great. αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος εκεί ερπετά ων ουκ έστιν αριθμός ζώα μικρά μετά μεγάλων
27There go the ships; and this dragon whom thou hast made to play in it. εκεί πλοία διαπορεύονται δράκων ούτος ον έπλασας εμπαίζειν αυτώ
28All wait upon thee, to give them their food in due season. πάντα προς σε προσδοκώσι δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον
29When thou hast given it them, they will gather it; and when thou hast opened thine hand, they shall all be filled with good. δόντος σου αυτοίς συλλέξουσιν ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος
30But when thou hast turned away thy face, they shall be troubled: thou wilt take away their breath, and they shall fail, and return to their dust. αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και εις τον χουν αυτών επιστρέψουσιν
31Thou shalt send forth thy Spirit, and they shall be created; and thou shalt renew the face of the earth. εξαποστελείς το πνεύμά σου και κτισθήσονται και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης
32Let the glory of the Lord be for ever: the Lord shall rejoice in his works; ήτω η δόξα κυρίου εις τους αιώνας ευφρανθήσεται κύριος επί τοις έργοις αυτού
33who looks upon the earth, and makes it tremble; who touches the mountains, and they smoke. ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται
34I will sing to the Lord while I live; I will sing praise to my God while I exist. άσω τω κυρίω εν τη ζωή μου ψαλώ τω θεώ μου έως υπάρχω
35Let my meditation be sweet to him: and I will rejoice in the Lord. ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω κυρίω
36Let the sinners fail from off the earth, and transgressors, so that they shall be no more. Bless the Lord, O my soul. εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι ώστε μη υπάρχειν αυτούς ευλόγει η ψυχή μου τον κύριον

Chapter 105

[edit]
1(105) Alleluia. αλληλούϊα
2Give thanks to the Lord, and call upon his name; declare his works among the heathen. εξομολογείσθε τω κυρίω και επικαλείσθε το όνομα αυτού απαγγείλατε εν τοις έθνεσι τα έργα αυτού
3Sing to him, yea, sing praises to him: tell forth all his wonderful works. άσατε αυτώ και ψάλατε αυτώ διηγήσασθε πάντα τα θαυμάσια αυτού
4Glory in his holy name: let the heart of them that seek the Lord rejoice. επαινείσθε εν τω ονόματι τω αγίω αυτού ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τον κύριον
5Seek ye the Lord, and be strengthened; seek his face continually. ζητήσατε τον κύριον και κραταιώθητε ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός
6Remember his wonderful works that he has done; his wonders, and the judgments of his mouth; μνήσθητε των θαυμασίων αυτού ων εποίησε τα τέρατα αυτού και τα κρίματα του στόματος αυτού
7ye seed of Abraam, his servants, ye children of Jacob, his chosen ones. σπέρμα Αβραάμ δούλοι αυτού υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού
8He is the Lord our God; his judgments are in all the earth. αυτός κύριος ο θεός ημών εν πάση τη γη τα κρίματα αυτού
9He has remembered his covenant for ever, the word which he commanded for a thousand generation: εμνήσθη εις τον αιώνα διαθήκης αυτού λόγου ου ενετείλατο εις χιλίας γενεάς
10which he established as a covenant to Abraam, and he remembered his oath to Isaac. ον διέθετο τω Αβραάμ και του όρκου αυτού τω Ισαάκ
11And he established it to Jacob for an ordinance, and to Israel for an everlasting covenant; και έστησεν αυτόν τω Ιακώβ εις πρόσταγμα και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον
12saying To thee will I give the land of Chanaan, the line of your inheritance: λέγων σοι δώσω την γην Χαναάν σχοίνισμα κληρονομίας υμών
13when they were few in number, very few, and sojourners in it. εν τω είναι αυτούς αριθμώ βραχείς ολιγοστούς και παροίκους εν αυτή
14And they went from nation to nation, and from one kingdom to another people. και διήλθον εξ έθνους εις έθνος και εκ βασιλείας εις λαόν έτερον
15He suffered no man to wrong them; and he rebuked kings for their sakes: ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ηλέγξεν υπέρ αυτών βασιλείς
16saying, Touch not my anointed ones; and do my prophets no harm. μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε
17Moreover he called for a famine upon the land; he broke the whole support of bread. και εκάλεσε λιμόν επί την γην παν στήριγμα άρτου συνέτριψεν
18He sent a man before them; Joseph was sold for a slave. απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον εις δούλον επράθη Ιωσήφ
19They hurt his feet with fetters; his soul passed into iron, εταπείνωσαν εν πέδαις τους πόδας αυτού σίδηρον διήλθεν η ψυχή αυτού
20until the time that his cause came on; the word of the Lord tried him as fire. μέχρι του ελθείν τον λόγον αυτού το λόγιον του κυρίου επύρωσεν αυτόν
21The king sent and loosed him; even the prince of the people, and let him go free. απέστειλε βασιλεύς και έλυσεν αυτόν άρχων λαού και αφήκεν αυτόν
22He made him Lord over his house, and ruler of all his substance; κατέστησεν αυτόν κύριον του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της κτήσεως αυτού
23to chastise his rulers at his pleasure, and to teach his elders wisdom. του παιδεύσαι τους άρχοντας αυτού ως εαυτόν και τους πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι
24Israel also came into Egypt, and Jacob sojourned in the land of Cham. και εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον και Ιακώβ παρώκησεν εν γη Χαμ
25And he increased his people greatly, and made them stronger than their enemies. και ηύξησε τον λαόν αυτού σφόδρα και εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τους εχθρούς αυτού
26And he turned their heart to hate his people, to deal craftily with his servants. μετέστρεψε την καρδίαν αυτού του μισήσαι τον λαόν αυτού του δολιούσθαι εν τοις δούλοις αυτού
27He sent fort Moses his servant, and Aaron whom he had chosen. εξαπέστειλε Μωυσήν τον δούλον αυτού Ααρών ον εξελέξατο εαυτώ
28He established among them his signs, and his wonders in the land of Cham. έθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού και των τεράτων αυτού εν γη Χαμ
29He sent forth darkness, and made it dark; yet they rebelled against his words. εξαπέστειλε σκότος και εσκότασε και παρεπίκραναν τους λόγους αυτού
30He turned their waters into blood, and slew their fish. μετέστρεψε τα ύδατα αυτών εις αίμα και απέκτεινε τους ιχθύας αυτών
31Their land produced frogs abundantly, in the chambers of their kings. εξήρψεν η γη αυτών βατράχους εν τοις ταμείοις των βασιλέων αυτών
32He spoke, and the dog-fly came, and lice in all their coasts. είπε και ήλθε κυνόμυια και σκνίπες εν πάσι τοις ορίοις αυτών
33He turned their rain into hail, and sent flaming fire in their land. έθετο τας βροχάς αυτών χάλαζαν πυρ καταφλέγον εν τη γη αυτών
34And he smote their vines and their fig trees; and broke every tree of their coast. και επάταξε τας αμπέλους αυτών και τας συκάς αυτών και συνέτριψε παν ξύλον ορίου αυτών
35He spoke, and the locust came, and caterpillars innumerable, είπε και ήλθεν ακρίς και βρούχος ου ουκ ην αριθμός
36and devoured all the grass in their land, and devoured the fruit of the ground. και κατέφαγε πάντα τον χόρτον εν τη γη αυτών και κατέφαγε τον καρπόν της γης αυτών
37He smote also every first-born of their land, the first-fruits of all their labour. και επάταξε παν πρωτότοκον εν τη γη αυτών απαρχήν παντός πόνου αυτών
38And he brought them out with silver and gold; and there was not a feeble one among their tribes. και εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω και χρυσίω και ουκ ην εν ταις φυλαίς αυτών ο ασθενών
39Egypt rejoiced at their departing; for the fear of them fell upon them. ευφράνθη Αίγυπτος εν τη εξόδω αυτών ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ΄ αυτούς
40He spread out a cloud for a covering to them, and fire to give them light by night. διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς και πυρ του φωτίσαι αυτοίς την νύκτα
41They asked, and the quail came, and he satisfied them with the bread of heaven. ήτησαν και ήλθεν ορτυγομήτρα και άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς
42He clave the rock, and the waters flowed, rivers ran in dry places. διέρρηξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί
43For he remembered his holy word, which he promised to Abraam his servant. ότι εμνήσθη του λόγου του αγίου αυτού του προς Αβραάμ τον δούλον αυτού
44And he brought out his people with exultation, and his chosen with joy; και εξήγαγε τον λαόν αυτού εν αγαλλιάσει και τους εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη
45and gave them the lands of the heathen; and they inherited the labours of the people; και έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών και πόνους λαών κατεκληρονόμησαν
46that they might keep his ordinances, and diligently seek his law. όπως αν φυλάξωσι τα δικαιώματα αυτού και τον νόμον αυτού εκζητήσωσιν

Chapter 106

[edit]
1(106) Alleluia. αλληλούϊα
2Give thanks to the Lord; for he is good: for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω κυρίω ότι χρηστός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
3Who shall tell the mighty acts of the Lord? who shall cause all his praises to be heard? τις λαλήσει τας δυναστείας του κυρίου ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού
4Blessed are they that keep judgment, and do righteousness at all times. μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν και ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ
5Remember us, O Lord, with the favour thou hast to thy people: visit us with thy salvation; μνήσθητι ημών κύριε εν τη ευδοκία του λαού σου επίσκεψαι ημάς εν τω σωτηρίω σου
6that we may behold the good of thine elect, that we may rejoice in the gladness of thy nation, that we may glory with thine inheritance. του ιδείν εν τη χρηστότητι των εκλεκτών σου του ευφρανθήναι εν τη ευφροσύνη του έθνους σου του επαινείσθαι μετά της κληρονομίας σου
7We have sinned with our fathers, we have transgressed, we have done unrighteously. ημάρτομεν μετά των πατέρων ημών ηνομήσαμεν ηδικήσαμεν
8Our fathers in Egypt understood not thy wonders, and remembered not the multitude of thy mercy; but provoked him as they went up by the Red Sea. οι πατέρες ημών εν Αιγύπτω ου συνήκαν τα θαυμάσιά σου ουκ εμνήσθησαν του πλήθους του ελέους σου και παρεπίκραναν αναβαίνοντες εν τη ερυθρά θαλάσση
9Yet he saved them for his name's sake, that he might cause his mighty power to be known. και έσωσεν αυτούς ένεκεν του ονόματος αυτού του γνωρίσαι την δυναστείαν αυτού
10And he rebuked the Red Sea, and it was dried up: so he led them through the deep as through the wilderness. και επετίμησε τη ερυθρά θαλάσση και εξηράνθη και ωδήγησεν αυτούς εν αβύσσω ως εν ερήμω
11And he saved them out of the hand of them that hated them, and redeemed them out of the hand of the enemy. και έσωσεν αυτούς εκ χειρός μισούντος και ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός εχθρών
12The water covered those that oppressed them: there was not one of them left. εκάλυψεν ύδωρ τους θλίβοντας αυτούς εις εξ αυτών ουχ υπελείφθη
13Then they believed his words, and celebrated his praise. και επίστευσαν τω λόγω αυτού και ήσαν την αίνεσιν αυτού
14They made haste, they forgot his works; they waited not for his counsel. ετάχυναν επελάθοντο των έργων αυτού ουχ υπέμειναν την βουλήν αυτού
15And they lusted exceedingly in the wilderness, and tempted God in the dry land. και επεθύμησαν επιθυμίαν εν τη ερήμω και επείρασαν τον θεόν εν ανύδρω
16And he gave them their request, and sent fullness into their souls. και έδωκεν αυτοίς το αίτημα αυτών εξαπέστειλε πλησμονήν εις τας ψυχάς αυτών
17They provoked Moses also in the camp, and Aaron the holy one of the Lord. και παρώργισαν Μωυσήν εν τη παρεμβολή και Ααρών τον άγιον κυρίου
18The earth opened and swallowed up Dathan, and closed upon the congregation of Abiron. ηνοίχθη η γη και κατέπιε Δαθάν και εκάλυψεν επί την συναγωγήν Αβειρών
19And a fire was kindled in their congregation, and a flame burnt up the sinners. και εξεκαύθη πυρ εν τη συναγωγή αυτών φλοξ κατέφλεξεν αμαρτωλούς
20And they made a calf in Choreb, and worshipped the graven image, και εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ και προσεκύνησαν τω γλυπτώ
21and they changed their glory into the similitude of a calf that feeds on grass. και ηλλάξαντο την δόξαν αυτών εν ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον
22They forgot God that saved them, who had wrought great deeds in Egypt; και επελάθοντο του θεού του σώζοντος αυτούς του ποιήσαντος μεγάλα εν Αιγύπτω
23wondrous works in the land of Cham, and terrible things at the Red Sea. θαυμάσια εν γη Χαμ φοβερά επί θαλάσσης ερυθράς
24So he said that he would have destroyed them, had not Moses his chosen stood before him in the breach, to turn him away from the fierceness of his anger, so that he should not destroy them. και είπε του εξολοθρεύσαι αυτούς ει Μωυσής ο εκλεκτός αυτού έστη εν τη θραύσει ενώπιον αυτού του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού του μη εξολοθρεύσαι αυτούς
25Moreover they set at nought the desirable land, and believed not his word. και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν ουκ επίστευσαν τω λόγω αυτού
26And they murmured in their tents: they hearkened not to the voice of the Lord. και εγόγγυσαν εν τοις σκηνώμασιν αυτών ουκ εισήκουσαν της φωνής κυρίου
27So he lifted up his hand against them, to cast them down in the wilderness; και επήρε την χείρα αυτού επ΄ αυτούς του καταβαλείν αυτούς εν τη ερήμω
28and to cast down their seed among the nations, and to scatter them in the countries. και του καταβαλείν το σπέρμα αυτών εν τοις έθνεσι και διασκορπίσαι αυτούς εν ταις χώραις
29They were joined also to Beelphegor, and ate the sacrifices of the dead. And they provoked him with their devices; και ετελέσθησαν τω Βεελφεγώρ και έφαγον θυσίας νεκρών
30and destruction, was multiplied among them. και παρώξυναν αυτόν εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών και επληθύνθη εν αυτοίς η πτώσις
31Then Phinees stood up, and made atonement: and the plague ceased. και έστη Φινεές και εξιλάσατο και εκόπασεν η θραύσις
32And it was counted to him for righteousness, to all generations for ever. και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην εις γενεάν και γενεάν έως του αιώνος
33They provoked him also at the water of Strife, and Moses was hurt for their sakes; και παρώργισαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας και εκακώθη Μωυσής δι΄ αυτούς
34for they provoked his spirit, and he spoke unadvisedly with his lips. ότι παρεπίκραναν το πνεύμα αυτού και διέστειλεν εν τοις χείλεσιν αυτού
35They destroyed not the nations which the Lord told them to destroy; ουκ εξωλόθρευσαν τα έθνη α είπε κύριος αυτοίς
36but were mingled with the heathen, and learned their works. και εμίγησαν εν τοις έθνεσι και έμαθον τα έργα αυτών
37And they served their graven images; and it became an offence to them. και εδούλευσαν τοις γλυπτοίς αυτών και εγενήθη αυτοίς εις σκάνδαλον
38And they sacrificed their sons and their daughters to devils, και έθυσαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τοις δαιμονίοις
39and shed innocent blood, the blood of their sons and daughters, whom they sacrificed to the idols of Chanaan; and the land was defiled with blood. και εξέχεαν αίμα αθώον αίμα υιών αυτών και θυγατέρων ων έθυσαν τοις γλυπτοίς Χαναάν και εφονοκτονήθη η γη εν τοις αίμασι
40and was polluted with their works; and they went a whoring with their own devices. και εμιάνθη εν τοις έργοις αυτών και επόρνευσαν εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών
41So the Lord was very angry with his people, and he abhorred his inheritance. και ωργίσθη θυμώ κύριος επί τον λαόν αυτού και εβδελύξατο την κληρονομίαν αυτού
42And he delivered them into the hands of their enemies; and they that hated them ruled over them. και παρέδωκεν αυτούς εις χείρας εχθρών και εκυρίευσαν αυτών οι μισούντες αυτούς
43Ands their enemies oppressed them, and they were brought down under their hands. και έθλιψαν αυτούς οι εχθροί αυτών και εταπεινώθησαν υπό τας χείρας αυτών
44Many a time he delivered them; but they provoked him by their counsel, and they were brought low by their iniquities. πλεονάκις ερρύσατο αυτούς αυτοί δε παρεπίκραναν αυτόν εν τη βουλή αυτών και εταπεινώθησαν εν ταις ανομίαις αυτών
45Ye the Lord looked upon their affliction, when he heard their petition. και είδε κύριος εν τω θλίβεσθαι αυτούς εν τω αυτόν εισακούσαι της δεήσεως αυτών
46And he remembered his covenant, and repented according to the multitude of his mercy. και εμνήσθη της διαθήκης αυτού και μετεμελήθη κατά το πλήθος του ελέους αυτού
47And he caused them to be pitied in the sight of all who carried them captive. και έδωκεν αυτούς εις οικτιρμούς εναντίον πάντων των αιχμαλωτευσάντων αυτούς
48Save us, O Lord our God, and gather us from among the heathen, that we may give thanks to thy holy name, that we may glory in thy praise. σώσον ημάς κύριε ο θεός ημών και επισυνάγαγε ημάς εκ των εθνών του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου τω αγίω του εγκαυχάσθαι εν τη αινέσει σου
49Blessed be the Lord God of Israel from everlasting and to everlasting; and all the people shall say, Amen, Amen. ευλογητός κύριος ο θεός Ισραήλ από του αιώνος και έως του αιώνος και ερεί πας ο λαός γένοιτο γένοιτο

Chapter 107

[edit]
1(107) Alleluia. αλληλούϊα
2Give thanks to the Lord, for he is good; for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω κυρίω ότι χρηστός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
3Let them say so who have been redeemed by the Lord, whom he has redeemed from the hand of the enemy; ειπάτωσαν οι λελυτρωμένοι υπό κυρίου ους ελυτρώσατο εκ χειρός εχθρού
4and gathered them out of the countries, from the east, and west, and north, and south. και εκ των χωρών συνήγαγεν αυτούς από ανατολών και δυσμών και βορρά και θαλάσσης
5They wandered in the wilderness in a dry land; they found no way to a city of habitation. επλανήθησαν εν τη ερήμω εν ανύδρω οδόν πόλεως κατοικητηρίου ουχ εύρον
6Hungry and thirsty, their soul fainted in them. πεινώντες και διψώντες η ψυχή αυτών εν αυτοίς εξέλιπε
7Then they cried to the Lord in their affliction, and he delivered them out of their distresses. και εκέκραξαν προς κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς
8And he guided them into a straight path, that they might go to a city of habitation. και ωδήγησεν αυτούς εις οδόν ευθείαν του πορευθήναι εις πόλιν κατοικητηρίου
9Let them acknowledge to the Lord his mercies, and his wonderful works to the children of men. εξομολογησάσθωσαν τω κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων
10For he satisfies the empty soul, and fills the hungry soul with good things, ότι εχόρτασε ψυχήν κενήν και ψυχήν πεινώσαν ενέπλησεν αγαθών
11even them that sit in darkness and the shadow of death, fettered in poverty and iron; καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου πεπεδημένους εν πτωχεία και σιδήρω
12because they rebelled against the words of God, and provoked the counsel of the Most High. ότι παρεπίκραναν τα λόγια του θεού και την βουλήν του υψίστου παρώξυναν
13So their heart was brought low with troubles; they were weak, and there was no helper. και εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών ησθένησαν και ουκ ην ο βοηθών
14Then they cried to the Lord in their affliction, and he saved them out of their distresses. και εκέκραξαν προς κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς
15And he brought them out of darkness and the shadow of death, and broke their bonds asunder. και εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους και σκιάς θανάτου και τους δεσμούς αυτών διέρρηξεν
16Let them acknowledge to the Lord his mercies, and his wonders to the children of men. εξομολογησάσθωσαν τω κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων
17For he broke to pieces the brazen gates, and crushed the iron bars. ότι συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν
18 He helped them out of the way of their iniquity; for they were brought low because of their iniquities. αντελάβετο αυτών εξ οδού ανομίας αυτών διά γαρ τας ανομίας αυτών εταπεινώθησαν
19Their soul abhorred all meat; and they drew near to the gates of death. παν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών και ήγγισαν έως των πυλών του θανάτου
20Then they cried to the Lord in their affliction, and he saved them out of their distresses. και εκέκραξαν προς κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς
21He sent his word, and healed them, and delivered them out of their destructions. απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών
22Let them acknowledge to the Lord his mercies, and his wonderful works to the children of men. εξομολογησάσθωσαν τω κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων
23And let them offer to him the sacrifice of praise, and proclaim this works with exultation. και θυσάτωσαν αυτώ θυσίαν αινέσεως και εξαγγειλάτωσαν τα έργα αυτού εν αγαλλιάσει
24They that go down to the sea in ships, doing business in many waters; οι καταβαίνοντες εις θάλασσαν εν πλοίοις ποιούντες εργασίαν εν ύδασι πολλοίς
25these men have seen the works of the Lord, and his wonders in the deep. αυτοί είδον τα έργα κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εν τω βυθώ
26He speaks, and the stormy wind arises, and its waves are lifted up. είπε και έστη πνεύμα καταιγίδος και υψώθη τα κύματα αυτής
27They go up to the heavens, and go down to the depths; their soul melts because of troubles. αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων η ψυχή αυτών εν κακοίς ετήκετο
28They are troubled, they stagger as a drunkard, and all their wisdom is swallowed up. εταράχθησαν εσαλεύθησαν ως ο μεθύων και πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη
29Then they cry to the Lord in their affliction, and he brings them out of their distresses. και εκέκραξαν προς κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών εξήγαγεν αυτούς
30And he commands the storm, and it is calmed into a gentle breeze, and its waves are still. και επέταξε τη καταιγίδι και έστη εις αύραν και εσίγησαν τα κύματα αυτής
31And they are glad, because they are quiet; and he guides them to their desire haven. και ευφράνθησαν ότι ησύχασαν και ωδήγησεν αυτούς επί λιμένα θελήματος αυτών
32Let them acknowledge to the Lord his mercies, and his wonderful works to the children of men. εξομολογησάσθωσαν τω κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων
33Let them exalt him in the congregation of the people, and praise him in the seat of the elders. υψωσάτωσαν αυτόν εν εκκλησία λαού και εν καθέδρα πρεσβυτέρων αινεσάτωσαν αυτόν
34He turns rivers into a desert, and streams of water into a dry land; έθετο ποταμούς εις έρημον και διεξόδους υδάτων εις δίψαν
35a fruitful land into saltness, for the wickedness of them that dwell in it. γην καρποφόρον εις άλμην από κακίας των κατοικούντων εν αυτή
36He turns a wilderness into pools of water, and a dry land into streams of water. έθετο έρημον εις λίμνας υδάτων και γην άνυδρον εις διεξόδους υδάτων
37And there he causes the hungry to dwell, and they establish for themselves cities of habitation. και κατώκισεν εκεί πεινώντας και συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας
38And they sow fields, and plant vineyards, and they yield fruit of increase. και έσπειραν αγρούς και εφύτευσαν αμπελώνας και εποίησαν καρπόν γεννήματος
39And he blesses them, and they multiply exceedingly, and he diminishes not the number of their cattle. και ευλόγησεν αυτούς και επληθύνθησαν σφόδρα και τα κτήνη αυτών ουκ εσμίκρυνε
40Again they become few, and are brought low, by the pressure of evils and pain. και ωλιγώθησαν και εκακώθησαν από θλίψεως κακών και οδύνης
41Contempt is poured upon their princes, and he causes them to wander in a desert and trackless land. εξεχύθη εξουδένωσις επ΄ άρχοντας αυτών και επλάνησεν αυτούς εν αβάτω και ουχ οδώ
42But he helps the poor out of poverty, and makes him families as a flock. και εβοήθησε πένητι εκ πτωχείας και έθετο ως πρόβατα πατριάς
43The upright shall see and rejoice; and all iniquity shall stop her mouth. όψονται ευθείς και ευφρανθήσονται και πάσα ανομία εμφράξει το στόμα αυτής
44Who is wise, and will observe these things, and understand the mercies of the Lord? τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνησει τα ελέη του κυρίου

Chapter 108

[edit]
1(108) Song of a Psalm by David. ωδή ψαλμού τω Δαυίδ
2O God, my heart is ready, my heart is ready; I will sing and sing psalms with my glory. ετοίμη η καρδία μου ο θεός ετοίμη η καρδία μου άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου
3Awake, psaltery and harp; I will awake early. εξεγέρθητι η δόξα εξεγέρθητι ψαλτήριον και κιθάρα εξεγερθήσομαι όρθρου
4I will give thanks to thee, O Lord, among the people; I will sing praise to thee among the Gentiles. εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς κύριε ψαλώ σοι εν έθνεσιν
5For thy mercy is great above the heavens, and thy truth reaches to the clouds. ότι μέγα επάνω των ουρανών το έλεός σου και έως των νεφελών η αλήθειά
6Be thou exalted, O God, above the heavens; and thy glory above all the earth. υψώθητι επί τους ουρανούς ο θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου
7That thy beloved ones may be delivered, save with thy right hand, and hear me. God has spoken in his sanctuary; όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου σώσον τη δεξιά σου και επάκουσόν μου
8I will be exalted, and will divide Sicima, and will measure out the valley of tents. ο θεός ελάλησεν εν τω αγίω αυτού υψωθήσομαι και διαμεριώ Σίκιμα και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω
9Galaad is mine; and Manasses is mine; and Ephraim is the help of mine head; Judas is my king; εμός εστι Γαλαάδ και εμός εστι Μανασσής και Εφραϊμ αντίληψις της κεφαλής μου
10Moab is the caldron of my hope; over Idumea will I cast my sandal; the Philistines are made subject to me. Ιούδας βασιλεύς μου Μωάβ λέβης της ελπίδος μου επί την Ιδουμαίαν επιβαλώ το υπόδημά μου εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν
11Who will bring me into the fortified city? or who will guide me to Idumea? τις απάξει με εις πόλιν περιοχής η τις οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας
12Wilt not thou, O God, who hast rejected us? and wilt not thou, O God, go forth with our hosts? ουχί συ ο θεός ο απωσάμενος ημάς και ουκ εξελεύση ο θεός εν ταις δυνάμεσιν ημών
13Give us help from tribulation: for vain is the help of man. δος ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως και ματαία σωτηρία ανθρώπου
14Through God we shall do valiantly; and he will bring to nought our enemies. εν τω θεώ ποιήσομεν δύναμιν και αυτός εξουδενώσει τους εχθρούς ημών

Chapter 109

[edit]
1(109) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2For the end, a Psalm of David. O God, pass not over my praise in silence; ο θεός την αίνεσίν μου μη παρασιωπήσης
3for the mouth of the sinner and the mouth of the crafty man have been opened against me: they have spoken against me with a crafty tongue. ότι στόμα αμαρτωλού και στόμα δολίου επ΄ εμέ ηνοίχθη ελάλησαν κατ΄ εμού γλώσση δολία
4And they have compassed me with words of hatred; and fought against me without a cause. και λόγοις μίσους εκύκλωσάν με και επολέμησάν με δωρεάν
5 Instead of loving me, they falsely accused me: but I continued to pray. αντί του αγαπάν με ενδιέβαλλόν με εγώ δε προσηυχόμην
6And they rewarded me evil for good, and hatred for my love. και έθεντο κατ΄ εμού κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγαπήσεώς μου
7Set thou a sinner against him; and let the devil stand at his right hand. κατάστησον επ΄ αυτόν αμαρτωλόν και διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού
8When he is judged, let him go forth condemned: and let his prayer become sin. εν τω κρίνεσθαι αυτόν εξέλθοι καταδεδικασμένος και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν
9Let his days be few: and let another take his office of overseer. γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος
10Let his children be orphans, and his wife a widow. γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί και η γυνή αυτού χήρα
11Let his children wander without a dwelling-place, and beg: let them be cast out of their habitations. σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτού και επαιτησάτωσαν εκβληθήτωσαν εκ των οικοπέδων αυτών
12Let his creditor exact all that belongs to him: and let strangers spoil his labours. εξερευνησάτω δανειστής πάντα όσα υπάρχει αυτώ και διαρπασάτωσαν αλλότριοι τους πόνους αυτού
13Let him have no helper; neither let there be any one to have compassion on his fatherless children. μη υπαρξάτω αυτώ αντιλήπτωρ μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοις ορφανοίς αυτού
14Let his children be given up to utter destruction: in one generation let his name be blotted out. γενηθήτω τα τέκνα αυτού εις εξολόθρευσιν εν γενεά μία εξαλειφθείη το όνομα αυτού
15Let the iniquity of his fathers be remembered before the Lord; and let not the sin of his mother be blotted out. αναμνησθείη η ανομία των πατέρων αυτού έναντι κυρίου και η αμαρτία της μητρός αυτού μη εξαλειφθείη
16Let them be before the Lord continually; and let their memorial be blotted out from the earth. γενηθήτωσαν εναντίον κυρίου διαπαντός και εξολοθρευθείη εκ γης το μνημόσυνον αυτών
17Because he remembered not to shew mercy, but persecuted the needy and poor man, and that to slay him that was pricked in the heart. ανθ΄ ουκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος και κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν και κατανενυγμένον τη καρδία του θανατώσαι
18He loved cursing also, and it shall come upon him; and he took not pleasure in blessing, so it shall be removed far from him. και ηγάπησε κατάραν και ήξει αυτώ και ουκ ηθέλησεν ευλογίαν και μακρυνθήσεται απ΄ αυτού
19Yea, he put on cursing as a garment, and it is come as water into his bowels, and as oil into his bones. και ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον και εισήλθεν ωσεί ύδωρ εις τα έγκατα αυτού και ωσεί έλαιον εν τοις οστέοις αυτού
20Let it be to him as a garment which he puts on, and as a girdle with which he girds himself continually. γενηθήτω αυτώ ως ιμάτιον ο περιβάλλεται και ωσεί ζώνη ην διαπαντός περιζώννυται
21This is the dealing of the Lord with those who falsely accuse me, and of them that speak evil against my soul. τούτο το έργον των ενδιαβαλλόντων με παρά κυρίου και των λαλούντων πονηρά κατά της ψυχής μου
22But thou, O Lord, Lord, deal mercifully with me, for thy name's sake: for thy mercy is good. και συ κύριε κύριε ποίησον μετ΄ εμού ένεκεν του ονόματός σου ότι χρηστόν το έλεός σου
23Deliver me, for I am poor and needy; and my heart is troubled within me. ρύσαί με ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ και η καρδία μου τετάρακται εντός μου
24I am removed as a shadow in its going down: I am tossed up and down like locusts. ωσεί σκιά εν τω εκκλίναι αυτήν αντανηρέθην εξετινάχθην ωσεί ακρίδες
25My knees are weakened through fasting, and my flesh is changed by reason of the want of oil. το γόνατά μου ησθένησαν από νηστείας και η σαρξ μου ηλλοιώθη δι΄ έλαιον
26I became also a reproach to them: when they saw me they shook their heads. καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς είδοσάν με εσάλευσαν κεφαλάς αυτών
27Help me, O Lord my God; and save me according to thy mercy. βοήθησόν μοι κύριε ο θεός μου και σώσόν με κατά το έλεός σου
28And let them know that this is thy hand; and that thou, Lord, hast wrought it. και γνώτωσαν ότι η χειρ σου αύτη και συ κύριε εποίησας αυτήν
29Let them curse, but thou shalt bless: let them that rise up against me be ashamed, but let thy servant rejoice. καταράσονται αυτοί και συ ευλογήσεις οι επανιστάμενοί μοι αισχυνθήτωσαν ο δε δούλός σου ευφρανθήσεται
30Let those that falsely accuse me be clothed with shame, and let them cover themselves with their shame as with a mantle. ενδυσάσθωσαν οι ενδιαβάλλοντές με εντροπήν και περιβαλέσθωσαν ως διπλοϊδα αισχύνην αυτών
31I will give thanks to the Lord abundantly with my mouth; and in the midst of many I will praise him. εξομολογήσομαι τω κυρίω σφόδρα εν τω στόματί μου και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν
32For he stood on the right hand of the poor, to save me from them that persecute my soul. ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος του σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου

Chapter 110

[edit]
1(110) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2 The Lord said to my Lord, Sit thou on my right hand, until I make thine enemies thy footstool. είπεν ο κύριος τω κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου
3The Lord shall send out a rod of power for thee out of Sion: rule thou in the midst of thine enemies. ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι κύριος εκ Σιών και κατακυρίευε εν μέσω τον εχθρών σου
4With thee is dominion in the day of thy power, in the splendours of thy saints: I have begotten thee from the womb before the morning. μετά σου η αρχή εν ημέρα της δυνάμεώς σου εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου εκ γαστρός προ Εωσφόρου εγέννησά σε
5The Lord sware, and will not repent, Thou art a priest for ever, after the order of Melchisedec. ώμοσε κύριος και ου μεταμεληθήσεται συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ
6The Lord at thy right hand has dashed in pieces kings in the day of his wrath. κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς
7He shall judge among the nations, he shall fill up the number of corpses, he shall crush the heads of many on the earth. κρινεί εν τοις έθνεσι πληρώσει πτώματα συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών
8He shall drink of the brook in the way; therefore shall he lift up the head. εκ χειμάρρου εν οδώ πίεται διά τούτο υψώσει κεφαλήν

Chapter 111

[edit]
1(111) Alleluia. αλληλούϊα
2I will give thee thanks, O Lord, with my whole heart, in the council of the upright, and in the congregation. εξομολογήσομαί σοι κύριε εν όλη καρδία μου εν βουλή ευθέων και συναγωγή
3The works of the Lord are great, sought out according to all his will. μεγάλα τα έργα κυρίου εξεζητημένα εις πάντα τα θελήματα αυτού
4His work is worthy of thanksgiving and honour: and his righteousness endures for ever and ever. εξομολόγησις και μεγαλοπρέπεια το έργον αυτού και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος
5He has caused his wonderful works to be remembered: the Lord is merciful and compassionate. μνείαν εποιήσατο των θαυμασίων αυτού ελεήμων και οικτίρμων ο κύριος
6He has given food to them that fear him: he will remember his covenant for ever. τροφήν έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν μνησθήσεται εις τον αιώνα διαθήκης αυτού
7He has declared to his people the power of his works, to give them the inheritance of the heathen. ισχύν έργων αυτού ανήγγειλε τω λαώ αυτού του δούναι αυτοίς κληρονομίαν εθνών
8The works of his hands are truth and judgment: all his commandments are sure: έργα χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις πισταί πάσαι αι εντολαί αυτού
9established for ever and ever, done in truth and uprightness. εστηριγμέναι εις τον αιώνα του αιώνος πεποιημέναι εν αλήθεια και ευθύτητι
10He sent redemption to his people: he commanded his covenant for ever: holy and fearful is his name. λύτρωσιν απέστειλε τω λαώ αυτού ενετείλατο εις τον αιώνα διαθήκην αυτού άγιον και φοβερόν το όνομα αυτού
11The fear of the Lord is the beginning of wisdom, and all that act accordingly have a good understanding; his praise endures for ever and ever. αρχή σοφίας φόβος κυρίου σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν η αίνεσις αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος

Chapter 112

[edit]
1(112) Alleluia. αλληλούϊα
2Blessed is the man that fears the Lord: he will delight greatly in his commandments. μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον κύριον εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα
3His seed shall be mighty in the earth: the generation of the upright shall be blessed. δυνατόν εν τη γη έσται το σπέρμα αυτού γενεά ευθέων ευλογηθήσεται
4Glory and riches shall be in his house; and his righteousness endures for evermore. δόξα και πλούτος εν τω οίκω αυτού και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος
5To the upright light has sprung up in darkness: he is pitiful, and merciful, and righteous. εξανέτειλεν εν σκότει φως τοις ευθέσιν ελεήμων και οικτίρμων και δίκαιος
6The good man is he that pities and lends: he will direct his affairs with judgment. χρηστός ανήρ ο οικτείρων και κιχρών οικονομήσει τους λόγους αυτού εν κρίσει
7For he shall not be moved for ever; the righteous shall be in everlasting remembrance. ότι εις τον αιώνα ου σαλευθήσεται εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος
8He shall not be afraid of any evil report: his heart is ready to trust in the Lord. από ακοής πονηράς ου φοβηθήσεται ετοίμη η καρδία αυτού ελπίζειν επί κύριον
9His heart is established, he shall not fear, till he shall see his desire upon his enemies. εστήρικται η καρδία αυτού ου φοβηθή έως ου επίδη επί τους εχθρούς αυτού
10 He has dispersed abroad; he has given to the poor; his righteousness endures for evermore: his horn shall be exalted with honour. εσκόρπισεν έδωκε τοις πένησιν η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος το κέρας αυτού υψωθήσεται εν δόξη
11The sinner shall see and be angry, he shall gnash his teeth, and consume away: the desire of the sinner shall perish. αμαρτωλός όψεται και οργισθήσεται τους οδόντας αυτού βρύξει και τακήσεται επιθυμία αμαρτωλού απολείται

Chapter 113

[edit]
1(113) Alleluia. αλληλούϊα
2Praise the Lord, ye servants of his, praise, the name of the Lord. αινείτε παίδες κύριον αινείτε το όνομα κυρίου
3Let the name of the Lord be blessed, from this present time and for ever. είη το όνομα κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος
4From the rising of the sun to his setting, the name of the Lord is to be praised. από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αινετόν το όνομα κυρίου
5The Lord is high above all the nations; his glory is above the heavens. υψηλός επί πάντα τα έθνη ο κύριος επί τους ουρανούς η δόξα αυτού
6Who is as the Lord our God? who dwells in the high places, τις ως κύριος ο θεός ημών ο εν υψηλοίς κατοικών
7and yet looks upon the low things in heaven, and on the earth: και τα ταπεινά εφορών εν τω ουρανώ και εν τη γη
8who lifts up the poor from the earth, and raises up the needy from the dunghill; ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα
9to set him with princes, even with the princes of his people: του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων μετά αρχόντων λαού αυτού
10who settles the barren woman in a house, as a mother rejoicing over children. ο κατοικίζων στείραν εν οίκω μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην

Chapter 114

[edit]
1(114) Alleluia. αλληλούϊα
2At the going forth of Israel from Egypt, of the house of Jacob from a barbarous people, εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου οίκου Ιακώβ εκ λαού βαρβάρου
3Judea became his sanctuary, and Israel his dominion. εγενήθη Ιουδαία αγίασμα αυτού Ισραήλ εξουσία αυτού
4The sea saw and fled: Jordan was turned back. η θάλασσα είδε και έφυγεν ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω
5The mountains skipped like rams, and the hills like lambs. τα όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων
6What ailed thee, O sea, that thou fleddest? and thou Jordan, that thou wast turned back? τι σοι εστί θάλασσα ότι έφυγες και συ Ιορδάνη ότι εστράφης εις τα οπίσω
7Ye mountains, that ye skipped like rams, and ye hills, like lambs? τα όρη ότι εσκιρτήσατε ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων
8The earth trembled at the presence of the Lord, at the presence of the God of Jacob; από προσώπου κυρίου εσαλεύθη η γη από προσώπου του θεού Ιακώβ
9who turned the rock into pools of water, and the flint into fountains of water. του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων

Chapter 115

[edit]
1(115) μη ημίν κύριε μη ημίν αλλ΄ τω ονόματί σου δος δόξαν επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου
2Not to us, O Lord, not to us, but to thy name give glory, because of thy mercy and thy truth; μήποτε είπωσι τα έθνη που εστιν ο θεός αυτών
3lest at any time the nations should say, Where is their God? ο δε θεός ημών εν τω ουρανώ και εν τη γη πάντα όσα ηθέλησεν εποίησε
4But our God has done in heaven and on earth, whatsoever he has pleased. τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον έργα χειρών ανθρώπων
5The idols of the nations are silver and gold, the works of men's hands. στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται
6They have a mouth, but they cannot speak; they have eyes, but they cannot see: ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσονται
7they have ears, but they cannot hear; they have noses, but they cannot smell; χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών
8they have hands, but they cannot handle; they have feet, but they cannot walk: they cannot speak through their throat. όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτοίς
9Let those that make them become like to them, and all who trust in them. οίκος Ισραήλ ήλπισεν επί κύριον βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστιν
10The house of Israel trusts in the Lord: he is their helper and defender. οίκος Ααρών ήλπισεν επί κύριον βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστιν
11The house of Aaron trusts in the Lord: he is their helper and defender. οι φοβούμενοι τον κύριον ήλπισαν επί κύριον βοηθός και υπερασπιστής αυτών εστι
12They that fear the Lord trust in the Lord: he is their helper and defender. κύριος μνησθείς ημών ευλόγησεν ημάς ευλόγησε τον οίκον Ισραήλ ευλόγησε τον οίκον Ααρών
13The Lord has remembered us, and blessed us: he has blessed the house of Israel, he has blessed the house of Aaron. ευλόγησε τους φοβουμένους τον κύριον τους μικρούς μετά των μεγάλων
14He has blessed them that fear the Lord, both small and great. προσθείη κύριος εφ΄ υμάς εφ΄ υμάς και επί τους υιούς υμών
15The Lord add blessings to you and to your children. ευλογημένοι υμείς τω κυρίω τω ποιήσαντι τον ουρανόν και την γην
16Blessed are ye of the Lord, who made the heaven and the earth. ο ουρανός του ουρανού τω κυρίω την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων
17The heaven of heavens belongs to the Lord: but he has given the earth to the sons of men. ουχ οι νεκροί αινέσουσί σε κύριε ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις άδου
18The dead shall not praise thee, O Lord, nor any that go down to Hades. αλλ΄ ημείς οι ζώντες ευλογήσομεν τον κύριον από του νυν και έως του αιώνος
19But we, the living, will bless the Lord, from henceforth and for ever.

Chapter 116

[edit]
1(116) Alleluia. αλληλούϊα
2I am well pleased, because the Lord will hearken to the voice of my supplication. ηγάπησα ότι εισακούσεται κύριος της φωνής της δεήσεώς μου
3Because he has inclined his ear to me, therefore will I call upon him while I live. ότι έκλινε το ους αυτού εμοί και εν ταις ημέραις μου επικαλέσομαι
4The pangs of death compassed me; the dangers of hell found me: I found affliction and sorrow. περιέσχον με ωδίνες θανάτου κίνδυνοι άδου εύροσάν με θλίψιν και οδύνην εύρον
5Then I called on the name of the Lord: O Lord, deliver my soul. και το όνομα κυρίου επεκαλεσάμην ω κύριε ρύσαι την ψυχήν μου
6The Lord is merciful and righteous; yea, our God has pity. ελεήμων ο κύριος και δίκαιος και ο θεός ημών ελεεί
7The Lord preserves the simple: I was brought low, and he delivered me. φυλάσσων τα νήπια ο κύριος εταπεινώθην και έσωσέ με
8Return to thy rest, O my soul; for the Lord has dealt bountifully with thee. επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου ότι κύριος ευηργέτησέ σε
9For he has delivered my soul from death, mine eyes from tears, and my feet from falling. ότι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος
10I shall be well-pleasing before the Lord in the land of the living. ευαρεστήσω ενώπιον κυρίου εν χώρα ζώντων
11 I believed, wherefore I have spoken: but I was greatly afflicted. επίστευσα διό ελάλησα εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα
12And I said in mine amazement, Every man is a liar. εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου πας άνθρωπος ψεύστης
13What shall I render to the Lord for all the things wherein he has rewarded me? τι ανταποδώσω τω κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκέ μοι
14I will take the cup of salvation, and call upon the name of the Lord. ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα κυρίου επικαλέσομαι
15I will pay my vows to the Lord, in the presence of all his people. τας ευχάς μου τω κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού
16Precious in the sight of the Lord is the death of his saints. τίμιος εναντίον κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού
17O Lord, I am thy servant; I am thy servant, and the son of thine handmaid: thou hast burst by bonds asunder. ω κύριε εγώ δούλος σος εγώ δούλος σος και υιός της παιδίσκης σου διέρρηξας τους δεσμούς μου
18I will offer to thee the sacrifice of praise, and will call upon the name of the Lord. σοι θύσω θυσίαν αινέσεως και εν ονόματι κυρίου επικαλέσομαι
19I will pay my vows unto the Lord, in the presence of all his people, τας ευχάς μου τω κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού
20in the courts of the Lord's house, in the midst of thee, Jerusalem. εν αυλαίς οίκου κυρίου εν μέσω σου Ιερουσαλήμ

Chapter 117

[edit]
1(117) Alleluia. αλληλούϊα
2 Praise the Lord, all ye nations: praise him, all ye peoples. αινείτε τον κύριον πάντα τα έθνη επαινέσατε αυτόν πάντες οι λαοί
3For his mercy has been abundant toward us: and the truth of the Lord endures for ever. ότι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ΄ ημάς και η αλήθεια του κυρίου μένει εις τον αιώνα

Chapter 118

[edit]
1(118) Alleluia. αλληλούϊα
2Give thanks to the Lord; for he is good: for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω κυρίω ότι αγαθός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
3Let now the house of Israel say, that he is good: for his mercy endures for ever. ειπάτω δη οίκος Ισραήλ ότι αγαθός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
4Let now the house of Aaron say, that he is good: for his mercy endures for ever. ειπάτω δη οίκος Ααρών ότι αγαθός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
5Let now all that fear the Lord say, that he is good: for his mercy endures for ever. ειπάτωσαν δη πάντες οι φοβούμενοι τον κύριον ότι αγαθός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
6I called on the Lord out of affliction: and he hearkened to me, so as to bring me into a wide place. εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τον κύριον και επήκουσέ μου εις πλατυσμόν
7 The Lord is my helper; and I will not fear what man shall do to me. κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος
8The Lord is my helper; and I shall see my desire upon mine enemies. κύριος εμοί βοηθός καγώ επόψομαι τους εχθρούς μου
9It is better to trust in the Lord than to trust in man. αγαθόν πεποιθέναι επί κύριον η πεποιθέναι επ΄ άνθρωπον
10It is better to hope in the Lord, than to hope in princes. αγαθόν ελπίζειν επί κύριον η ελπίζειν επ΄ άρχουσι
11All nations compassed me about: but in the name of the Lord I repulsed them. πάντα τα έθνη εκύκλωσάν με και τω ονόματι κυρίου ημυνάμην αυτούς
12They completely compassed me about: but in the name of the Lord I repulsed them. κυκλώσαντες εκύκλωσάν με και τω ονόματι κυρίου ημυνάμην αυτούς
13They compassed me about as bees do a honeycomb, and they burst into flame as fire among thorns: but in the name of the Lord I repulsed them. εκύκλωσάν με ωσεί μέλισσαι κηρίον και εξεκαύθησαν ως πυρ εν ακάνθαις και τω ονόματι κυρίου ημυνάμην αυτούς
14I was thrust, and sorely shaken, that I might fall: but the Lord helped me. ωσθείς ανετράπην του πεσείν και ο κύριος αντελάβετό μου
15The Lord is my strength and my song, and is become my salvation. ισχύς μου και ύμνησίς μου ο κύριος και εγένετό μοι εις σωτηρίαν
16The voice of exultation and salvation is in the tabernacles of the righteous: the right hand of the Lord has wrought mightily. φωνή αγαλλιάσεως και σωτηρίας εν σκηναίς δικαίων δεξιά κυρίου εποίησε δύναμιν
17The right hand of the Lord has exalted me: the right hand of the Lord has wrought powerfully. δεξιά κυρίου ύψωσέ με δεξιά κυρίου εποίησε δύναμιν
18I shall not die, but live, and recount the works of the Lord. ουκ αποθανούμαι αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα κυρίου
19The Lord has chastened me sore: but he has not given me up to death. παιδεύων επαίδευσέ με ο κύριος και τω θανάτω ου παρέδωκέ με
20Open to me the gates of righteousness: I will go into them, and give praise to the Lord. ανοίξατέ μοι πύλας δικαιοσύνης εισελθών εν αυταίς εξομολογήσομαι τω κυρίω
21This is the gate of the Lord: the righteous shall enter by it. αύτη η πύλη του κυρίου δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή
22I will give thanks to thee; because thou hast heard me, and art become my salvation. εξομολογήσομαί σοι ότι επήκουσάς μου και εγένου μου εις σωτηρίαν
23 The stone which the builders rejected, the same is become the head of the corner. λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας
24This has been done of the Lord; and it is wonderful in our eyes. παρά κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών
25This is the day which the Lord has made: let us exult and rejoice in it. αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο κύριος αγαλλιασόμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή
26O Lord, save now: O Lord, send now prosperity. ω κύριε σώσον δη ω κύριε ευόδωσον δη
27 Blessed is he that comes in the name of the Lord: we have blessed you out of the house of the Lord. ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι κυρίου ευλογήκαμεν υμάς εξ οίκου κυρίου
28God is the Lord, and he has shined upon us: celebrate the feast with thick branches, binding the victims even to the horns of the altar. θεός κύριος και επέφανεν ημίν συστήσασθε εορτήν εν τοις πυκάζουσιν έως των κεράτων του θυσιαστηρίου
29Thou art my God, and I will give thee thanks: thou art my God, and I will exalt thee. I will give thanks to thee, for thou hast heard me, and art become my salvation. θεός μου ει συ και εξομολογήσομαί σοι θεός μου ει συ και υψώσω σε εξομολογήσομαί σοι ότι επήκουσάς μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν
30Give thanks to the Lord; for he is good: for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω κυρίω ότι αγαθός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού

Chapter 119

[edit]
1(119) Alleluia. αλληλούϊα
2Blessed are the blameless in the way, who walk in the law of the Lord. μακάριοι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω κυρίου
3Blessed are they that search out his testimonies: they will diligently seek him with the whole heart. μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν
4For they that work iniquity have not walked in his ways. ου γαρ οι εργαζόμενοι την ανομίαν εν ταις οδοίς αυτού επορεύθησαν
5Thou hast commanded us diligently to keep thy precepts. συ ενετείλω τας εντολάς σου του φυλάξασθαι σφόδρα
6O that my ways were directed to keep thine ordinances. όφελον κατευθυνθείησαν αι οδοί μου του φυλάξασθαι τα δικαιώματά σου
7Then shall I not be ashamed, when I have respect to all thy commandments. τότε ου αισχυνθώ εν τω με επιβλέπειν επί πάσας τας εντολάς σου
8I will give thee thanks with uprightness of heart, when I have learnt the judgments of thy righteousness. εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας εν τω μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου
9I will keep thine ordinances: O forsake me not greatly. τα δικαιώματά σου φυλάξω μη με εγκαταλίπης έως σφόδρα
10Wherewith shall a young man direct his way? by keeping thy words. εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού εν τω φυλάξασθαι τους λόγους σου
11With my whole heart have I diligently sought thee: cast me not away from thy commandments. εν όλη καρδία μου εξεζήτησά σε μη απώση με από των εντολών σου
12I have hidden thine oracles in my heart, that I might not sin against thee. εν τη καρδία μου έκρυψα τα λόγιά σου όπως αν μη αμάρτω σοι
13Blessed art thou, O Lord: teach me thine ordinances. ευλογητός ει κύριε δίδαξόν με τα δικαιώματά σου
14With my lips have I declared all the judgments of thy mouth. εν τοις χείλεσί μου εξήγγειλα πάντα τα κρίματα του στόματός σου
15I have delighted in the way of thy testimonies, as much as in all riches. εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω
16I will meditate on thy commandments, and consider thy ways. εν ταις εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου
17I will meditate on thine ordinances: I will not forget thy words. εν τοις δικαιώμασί σου μελετήσω ουκ επιλήσομαι των λόγων σου
18Render a recompense to thy servant: so shall I live, and keep thy words. ανταπόδος τω δούλω σου ζήσόν με και φυλάξω τους λόγους σου
19Unveil thou mine eyes, and I shall perceive wondrous things of thy law. αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου
20I am a stranger in the earth: hide not thy commandments from me. πάροικος εγώ ειμι εν τη γη μη αποκρύψης απ΄ εμού τας εντολάς σου
21My soul has longed exceedingly for thy judgments at all times. επεπόθησεν η ψυχή μου του επιθυμήσαι τα κρίματά σου εν παντί καιρώ
22Thou has rebuked the proud: cursed are they that turn aside from thy commandments. επετίμησας υπερηφάνοις επικατάρατοι οι εκκλίνοντες από των εντολών σου
23Remove from me reproach and contempt; for I have sought out thy testimonies. περίελε απ΄ εμού όνειδος και εξουδένωσιν ότι τα μαρτύριά σου εξεζήτησα
24For princes sat and spoke against me: but thy servant was meditating on thine ordinances. και γαρ εκάθισαν άρχοντες και κατ΄ εμού κατελάλουν ο δε δούλός σου ηδολέσχει εν τοις δικαιώμασί σου
25For thy testimonies are my meditation, and thine ordinances are my counsellors. και γαρ τα μαρτύριά σου μελέτη μου εστί και αι συμβουλίαι μου τα δικαιώματά σου
26My soul has cleaved to the ground; quicken thou me according to thy word. εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου ζήσόν με κατά τον λόγον σου
27I declared my ways, and thou didst hear me: teach me thine ordinances. τας οδούς μου εξήγγειλα και επήκουσάς μου δίδαξόν με τα δικαιώματά σου
28Instruct me in the way of thine ordinances; and I will meditate on thy wondrous works. οδόν δικαιωμάτων σου συνέτισόν με και αδολεσχήσω εν τοις θαυμασίοις σου
29My soul has slumbered for sorrow; strengthen thou me with thy words. ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας βεβαίωσόν με εν τοις λόγοις σου
30Remove from me the way of iniquity; and be merciful to me by thy law. οδόν αδικίας απόστησον απ΄ εμού και τω νόμω σου ελέησόν με
31I have chosen the way of truth; and have not forgotten thy judgments. οδόν αληθείας ηρετισάμην και τα κρίματά σου ουκ επελαθόμην
32I have cleaved to thy testimonies, O Lord; put me not to shame. εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου κύριε μη με καταισχύνης
33I ran the way of thy commandments, when thou didst enlarge my heart. οδόν εντολών σου έδραμον όταν επλάτυνας την καρδίαν μου
34 Teach me, O Lord, the way of thine ordinances, and I will seek it out continually. νομοθέτησόν με κύριε την οδόν των δικαιωμάτων σου και εκζητήσω αυτήν διαπαντός
35Instruct me, and I will search out thy law, and will keep it with my whole heart. συνέτισόν με και εξερευνήσω τον νόμον σου και φυλάξω αυτόν εν όλη καρδία μου
36Guide me in the path of thy commandments; for I have delighted in it. οδήγησόν με εν τη τρίβω των εντολών σου ότι αυτήν ηθέλησα
37Incline mine heart to thy testimonies, and not to covetousness. κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύριά σου και μη εις πλεονεξίαν
38Turn away mine eyes that I may not behold vanity: quicken thou me in thy way. απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα εν τη οδώ σου ζήσόν με
39Confirm thine oracle to thy servant, that he may fear thee. στήσον τω δούλω σου το λόγιόν σου εις τον φόβον σου
40Take away my reproach which I have feared: for thy judgments are good. περίελε τον ονειδισμόν μου ον υπώπτευσα ότι τα κρίματά σου χρηστά
41Behold, I have desired thy commandments: quicken me in thy righteousness. ιδού επεθύμησα τας εντολάς σου εν τη δικαιοσύνη σου ζήσόν με
42And let thy mercy come upon me, O Lord; even thy salvation, according to thy word. και έλθοι επ΄ εμέ το έλεός σου κύριε το σωτήριόν σου κατά τον λόγον σου
43And so I shall render an answer to them that reproach me: for I have trusted in thy words. και αποκριθήσομαι τοις ονειδίζουσί μοι λόγον ότι ήλπισα επί τοις λόγοις σου
44And take not the word of truth utterly out of my mouth; for I have hoped in thy judgments. So shall I keep thy law continually, for ever and ever. και μη περιέλης εκ του στόματός μου λόγον αληθείας έως σφόδρα ότι επί τοις κρίμασί σου επήλπισα
45I walked also at large: for I sought out thy commandments. και φυλάξω τον νόμον σου διαπαντός εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος
46And I spoke of thy testimonies before kings, and was not ashamed. και επορευόμην εν πλατυσμώ ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα
47And I meditated on thy commandments, which I loved exceedingly. και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην
48And I lifted up my hands to thy commandments which I loved; and I meditated in thine ordinances. και εμελέτων εν ταις εντολαίς σου αις ηγάπησα σφόδρα
49Remember thy words to thy servant, wherein thou hast made me hope. και ήρα τας χείράς μου προς τας εντολάς σου ας ηγάπησα και ηδολέσχουν εν τοις δικαιώμασί σου
50This has comforted me in mine affliction: for thine oracle has quickened me. μνήσθητι των λόγων σου τω δούλω σου ων επήλπισάς με
51The proud have transgressed exceedingly; but I swerved not from thy law. αύτη με παρεκάλεσεν εν τη ταπεινώσει μου ότι το λόγιόν σου έζησέ με
52I remembered thy judgments of old, O Lord; and was comforted. υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα από δε του νόμου σου ουκ εξέκλινα
53Despair took hold upon me, because of the sinners who forsake thy law. εμνήσθην των κριμάτων σου απ΄ αιώνος κύριε και παρεκλήθην
54Thine ordinances were my songs in the place of my sojourning. αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου
55I remembered thy name, O Lord, in the night, and kept thy law. ψαλτά ήσαν μοι τα δικαιώματά σου εν τόπω παροικίας μου
56This I had, because I diligently sought thine ordinances. εμνήσθην εν νυκτί του ονόματός σου κύριε και εφύλαξα τον νόμον σου
57Thou art my portion, O Lord: I said that I would keep thy law. αύτη εγενήθη μοι ότι τα δικαιώματά σου εξεζήτησα
58I besought thy favour with my whole heart: have mercy upon me according to thy word. μερίς μου ει κύριε είπα του φυλάξασθαι τον νόμον σου
59I thought on thy ways, and turned my feet to thy testimonies. εδεήθην του προσώπου σου εν όλη καρδία μου ελέησόν με κατά το λόγιόν σου
60I prepared myself, (and was not terrified,) to keep thy commandments. διελογισάμην τας οδούς σου και επέστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύριά σου
61The snares of sinners entangled me: but I forgot not thy law. ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην του φυλάξασθαι τας εντολάς σου
62At midnight I arose, to give thanks to thee for the judgments of thy righteousness. σχοινία αμαρτωλών περιεπλάκησάν μοι και του νόμου σου ουκ επελαθόμην
63I am a companion of all them that fear thee, and of them that keep thy commandments. μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαί σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου
64O Lord, the earth is full of thy mercy: teach me thine ordinances. μέτοχος εγώ ειμι πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου
65Thou hast wrought kindly with thy servant, o Lord, according to thy word. του ελέους σου κύριε πλήρης η γη τα δικαιώματά σου δίδαξόν με
66Teach me kindness, and instruction, and knowledge: for I have believed thy commandments. χρηστότητα εποίησας μετά του δούλου σου κύριε κατά τον λόγον σου
67Before I was afflicted, I transgressed; therefore have I kept thy word. χρηστότητα και παιδείαν και γνώσιν δίδαξόν με ότι ταις εντολαίς σου επίστευσα
68Good art thou, O Lord; therefore in thy goodness teach me thine ordinances. προ του με ταπεινωθήναι εγώ επλημμέλησα διά τούτο το λόγιόν σου εφύλαξα
69The injustice of the proud has been multiplied against me: but I will search out thy commandments with all my heart. χρηστός ει συ κύριε και εν τη χρηστότητί σου δίδαξόν με τα δικαιώματά σου
70Their heart has been curdled like milk; but I have meditated on thy law. επληθύνθη επ΄ εμέ αδικία υπερηφάνων εγώ δε εν όλη καρδία μου εξερευνήσω τας εντολάς σου
71It is good for me that thou hast afflicted me; that I might learn thine ordinances. ετυρώθη ως γάλα η καρδία αυτών εγώ δε τον νόμον σου εμελέτησα
72The law of thy mouth is better to me than thousands of gold and silver. αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου
73Thy hands have made me, and fashioned me: instruct me, that I may learn thy commandments. αγαθός μοι ο νόμος του στόματός σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου
74They that fear thee will see me and rejoice: for I have hoped in thy words. αι χείρές σου εποίησάν με και έπλασάν με συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου
75I know, O Lord, that thy judgments are righteousness, and that thou in truthfulness hast afflicted me. οι φοβούμενοί σε όψονταί με και ευφρανθήσονται ότι εις τους λόγους σου επήλπισα
76Let, I pray thee, thy mercy be to comfort me, according to thy word to thy servant. έγνων κύριε ότι δικαιοσύνη τα κρίματά σου και αληθεία εταπείνωσάς με
77Let thy compassions come to me, that I may live: for thy law is my meditation. γενηθήτω δη το έλεός σου του παρακαλέσαι με κατά το λόγιόν σου τω δούλω σου
78Let the proud be ashamed; for they transgressed against me unjustly: but I will meditate in thy commandments. ελθέτωσάν μοι οι οικτιρμοί σου και ζήσομαι ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστιν
79Let those that fear thee, and those that know thy testimonies, turn to me. αισχυνθήτωσαν υπερήφανοι ότι αδίκως ηνόμησαν εις εμέ εγώ δε αδολεσχήσω εν ταις εντολαίς σου
80Let mine heart be blameless in thine ordinances, that I may not be ashamed. επιστρεψάτωσάν με οι φοβούμενοί σε και οι γινώσκοντες τα μαρτύριά σου
81My soul faints for thy salvation: I have hoped in thy words. γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοις δικαιώμασί σου όπως αν μη αισχυνθώ
82Mine eyes failed in waiting for thy word, saying, When wilt thou comfort me? εκλείπει εις το σωτήριόν σου η ψυχή μου εις τους λόγους σου επήλπισα
83For I am become as a bottle in the frost: yet I have not forgotten thine ordinances. εξέλιπον οι οφθαλμοί μου εις το λόγιόν σου λέγοντες πότε παρακαλέσεις με
84How many are the days of thy servant? when wilt thou execute judgment for me on them that persecute me? ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην
85Transgressors told me idle tales; but not according to thy law, O Lord. πόσαι εισίν αι ημέραι του δούλου σου πότε ποιήσεις μοι εκ των καταδιωκόντων με κρίσιν
86All thy commandments are truth; they persecuted me unjustly; help thou me. διηγήσαντό μοι παράνομοι αδολεσχίας αλλ΄ ουχ ως ο νόμος σου κύριε
87They nearly made an end of me in the earth; but I forsook not thy commandments. πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια αδίκως κατεδίωξάν με βοήθησόν μοι
88Quicken me according to thy mercy; so shall I keep the testimonies of thy mouth. παρά βραχύ συνετέλεσάν με εν τη γη εγώ δε ουκ εγκατέλιπον τας εντολάς σου
89Thy word, O Lord, abides in heaven for ever. κατά το έλεός σου ζήσόν με και φυλάξω τα μαρτύρια του στόματός σου
90Thy truth endures to all generations; thou hast founded the earth, and it abides. εις τον αιώνα κύριε ο λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ
91The day continues by thy arrangement; for all things are thy servants. εις γενεάν και γενεάν η αλήθεία σου εθεμελίωσας την γην και διαμένει
92Were it not that thy law is my meditation, then I should have perished in mine affliction. τη διατάξει σου διαμένει ημέρα ότι τα σύμπαντα δούλα σα
93I will never forget thine ordinances; for with them thou hast quickened me. ει ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστί τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου
94I am thine, save me; for I have sought out thine ordinances. εις τον αιώνα ου επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου ότι εν αυτοίς έζησάς με
95Sinners laid wait for me to destroy me; but I understood thy testimonies. σος ειμι εγώ σώσόν με ότι τα δικαιώματά σου εξεζήτησα
96have seen an end of all perfection; but thy commandment is very broad. εμέ υπέμειναν αμαρτωλοί του απολέσαι με τα μαρτύριά σου συνήκα
97How I have loved thy law, O Lord! it is my meditation all the day. πάσης συντελείας είδον πέρας πλατεία η εντολή σου σφόδρα
98Thou hast made me wiser than mine enemies in thy commandment; for it is mine for ever. ως ηγάπησα τον νόμον σου κύριε όλην την ημέραν μελέτη μου εστίν
99I have more understanding than all my teachers; for thy testimonies are my medication. υπέρ τους εχθρούς μου εσόφισάς με την εντολήν σου ότι εις τον αιώνα εμοί εστιν
100I understand more that the aged; because I have sought out thy commandments. υπέρ πάντας τους διδάσκοντάς με συνήκα ότι τα μαρτύριά σου μελέτη μου εστίν
101I have kept back my feet from every evil way, that I might keep thy words. υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα
102I have not declined from thy judgments; for thou hast instructed me. εκ πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τους πόδας μου όπως αν φυλάξω τους λόγους σου
103How sweet are thine oracles to my throat! more so than honey to my mouth! από των κριμάτων σου ουκ εξέκλινα ότι συ ενομοθέτησάς με
104I gain understanding by thy commandments: therefore I have hated every way of unrighteousness. ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγιά σου υπέρ μέλι τω στόματί μου
105Thy law is a lamp to my feet, and a light to my paths. από των εντολών σου συνήκα διά τούτο εμίσησα πάσαν οδόν αδικίας
106I have sworn and determined to keep the judgments of thy righteousness. λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου
107I have been very greatly afflicted, O Lord: quicken me, according to thy word. ώμοσα και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου
108Accept, I pray thee, O Lord, the freewill-offerings of my mouth, and teach me thy judgments. εταπεινώθην έως σφόδρα κύριε ζήσόν με κατά τον λόγον σου
109My soul is continually in thine hands; and I have not forgotten thy law. τα εκούσια του στόματός μου ευδόκησον δη κύριε και τα κρίματά σου δίδαξόν με
110Sinners spread a snare for me; but I erred not from thy commandments. η ψυχή μου εν ταις χερσί σου διαπαντός και του νόμου σου ουκ επελαθόμην
111I have inherited thy testimonies for ever; for they are the joy of my heart. έθεντο αμαρτωλοί παγίδα μοι και εκ των εντολών σου ουκ επλανήθην
112I have inclined my heart to perform thine ordinances for ever, in return for thy mercies. εκληρονόμησα τα μαρτύριά σου εις τον αιώνα ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου εισίν
113I have hated transgressors; but I have loved thy law. έκλινα την καρδίαν μου του ποιήσαι τα δικαιώματά σου εις τον αιώνα δι΄ αντάμειψιν
114Thou art my helper and my supporter; I have hoped in thy words. παρανόμους εμίσησα τον δε νόμον σου ηγάπησα
115Depart from me, ye evil-doers; for I will search out the commandments of my God. βοηθός μου και αντιλήπτωρ μου ει συ εις τους λόγους σου επήλπισα
116Uphold me according to thy word, and quicken me; and make me not ashamed of my expectation. εκκλίνατε απ΄ εμού πονηρευόμενοι και εξερευνήσω τας εντολάς του θεού μου
117Help me, and I shall be saved; and I will meditate in thine ordinances continually. αντιλαβού μου κατά το λόγιόν σου και ζήσόν με και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου
118Thou hast brought to nought all that depart from thine ordinances; for their inward thought is unrighteous. βοήθησόν μοι και σωθήσομαι και μελετήσω εν τοις δικαιώμασί σου διαπαντός
119I have reckoned all the sinners of the earth as transgressors; therefore have I loved thy testimonies. εξουδένωσας πάντας τους αποστατούντας από των δικαιωμάτων σου ότι άδικον το ενθύμημα αυτών
120Penetrate my flesh with thy fear; for I am afraid of thy judgments. παραβαίνοντας ελογισάμην πάντας τους αμαρτωλούς της γης διά τούτο ηγάπησα τα μαρτύριά σου
121I have done judgment and justice; deliver me not up to them that injure me. καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην
122Receive thy servant for good: let not the proud accuse me falsely. εποίησα κρίμα και δικαιοσύνην μη παραδώς με τοις αδικούσί με
123Mine eyes have failed for thy salvation, and for the word of thy righteousness. έκδεξαι τον δούλον σου εις αγαθόν μη συκοφαντησάτωσάν με υπερήφανοι
124Deal with thy servant according to thy mercy, and teach me thine ordinances. οι οφθαλμοί μου εξέλιπον εις το σωτήριόν σου και εις το λόγιον της δικαιοσύνης σου
125I am thy servant; instruct me, and I shall know thy testimonies. ποίησον μετά του δούλου σου κατά το έλεός σου και τα δικαιώματά σου δίδαξόν με
126It is time for the Lord to work: they have utterly broken thy law. δουλός σου ειμί εγώ συνέτισόν με και γνώσομαι τα μαρτύριά σου
127Therefore have I loved thy commandments more than gold, or the topaz. καιρός του ποιήσαι τω κυρίω διεσκέδασαν τον νόμον σου
128Therefore I directed myself according to all thy commandments: I have hated every unjust way. διά τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον
129Thy testimonies are wonderful: therefore my soul has sought them out. διά τούτο προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην πάσαν οδόν άδικον εμίσησα
130The manifestation of thy words will enlighten, and instruct the simple. θαυμαστά τα μαρτυριά σου διά τούτο εξηρεύνησεν αυτά η ψυχή μου
131I opened my mouth, and drew breath: for I earnestly longed after thy commandments. η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους
132Look upon me and have mercy upon me, after the manner of them that love thy name. το στόμα μου ήνοιξα και είλκυσα πνεύμα ότι τας εντολάς σου επεπόθουν
133Order my steps according to thy word: and let not any iniquity have dominion over me. επίβλεψον επ΄ εμέ και ελέησόν με κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομά σου
134Deliver me from the false accusation of men: so will I keep thy commandments. τα διαβήματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία
135Cause thy face to shine upon thy servant: and teach me thine ordinances. λύτρωσαί με από συκοφαντίας ανθρώπων και φυλάξω τας εντολάς σου
136Mine eyes have been bathed in streams of water, because I kept not thy law. το πρόσωπόν σου επίφανον επί τον δούλόν σου και δίδαξόν με τα δικαιώματά σου
137Righteous art thou, O Lord, and upright are thy judgments. διεξόδους υδάτων κατέβησαν οι οφθαλμοί μου επεί ουκ εφύλαξα τον νόμον σου
138Thou has commanded righteousness and perfect truth, as thy testimonies. δίκαιος ει κύριε και ευθείς αι κρίσεις σου
139Thy zeal has quite wasted me: because mine enemies have forgotten thy words. ενετείλω δικαιοσύνην τα μαρτύριά σου και αλήθειαν σφόδρα
140Thy word has been very fully tried; and thy servant loves it. εξέτηξέ με ο ζήλός σου ότι επελάθοντο των λόγων σου οι εχθροί μου
141I am young and despised: yet I have not forgotten thine ordinances. πεπυρωμένον το λόγιόν σου σφόδρα και ο δούλός σου ηγάπησεν αυτό
142Thy righteousness is an everlasting righteousness, and thy law is truth. νεώτερος εγώ ειμι και εξουδενωμένος τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην
143Afflictions and distresses found me: but thy commandments were my meditation. η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα και ο νόμος σου αλήθεια
144Thy testimonies are an everlasting righteousness: instruct me, and I shall live. θλίψεις και ανάγκαι εύροσάν με εντολαί σου μελέτη μου
145I cried with my whole heart; hear me, O Lord: I will search out thine ordinances. δικαιοσύνη τα μαρτύριά σου εις τον αιώνα συνέτισόν με και ζήσομαι
146I cried to thee; save me, and I will keep thy testimonies. εκέκραξα εν όλη καρδία μου επάκουσόν μου κύριε τα δικαιώματά σου εκζητήσω
147I arose before the dawn, and cried: I hoped in thy words. εκέκραξά σοι σώσόν με και φυλάξω τα μαρτύριά σου
148Mine eyes prevented the dawn, that I might meditate on thine oracles. προέφθασα εν αωρία και εκέκραξα εις τους λόγους σου επήλπισα
149Hear my voice, O Lord, according to thy mercy; quicken me according to thy judgment. προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον του μελετάν τα λόγιά σου
150They have drawn nigh who persecuted me unlawfully; and they are far removed from thy law. της φωνής μου άκουσον κύριε κατά το έλεός σου κατά το κρίμά σου ζήσόν με
151Thou art near, O Lord; and all thy ways are truth. προσήγγισαν οι καταδιώκοντές με ανομία από δε του νόμου σου εμακρύνθησαν
152I have known of old concerning thy testimonies, that thou hast founded them for ever. εγγύς ει κύριε και πάσαι αι οδοί σου αλήθεια
153Look upon mine affliction, and rescue me; for I have not forgotten thy law. κατ΄ αρχάς έγνων εκ των μαρτυρίων σου ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά
154Plead my cause, and ransom me: quicken me because of thy word. ίδε την ταπείνωσίν μου και εξελού με ότι του νόμου σου ουκ επελαθόμην
155Salvation is far from sinners: for they have not searched out thine ordinances. κρίνον την κρίσιν μου και λύτρωσαί με διά τον λόγον σου ζήσόν με
156Thy mercies, O Lord, are many: quicken me according to thy judgment. μακράν από αμαρτωλών σωτηρία ότι τα δικαιώματά σου ουκ εξεζήτησαν
157Many are they that persecute me and oppress me: but I have not declined from thy testimonies. οι οικτιρμοί σου πολλοί κύριε κατά το κρίμά σου ζήσόν με
158I beheld men acting foolishly, and I pined away; for they kept not thine oracles. πολλοί οι εκδιώκοντές με και θλίβοντές με εκ των μαρτυρίων σου ουκ εξέκλινα
159Behold, I have loved thy commandments, O Lord: quicken me in thy mercy. είδον ασυνετούντας και εξετηκόμην ότι τα λόγιά σου ουκ εφυλάξαντο
160The beginning of thy words is truth; and all the judgments of thy righteousness endure for ever. ίδε ότι τας εντολάς σου ηγάπησα κύριε εν τω ελέει σου ζήσόν με
161Princes persecuted me without a cause, but my heart feared because of thy words. αρχή των λόγων σου αλήθεια και εις τον αιώνα πάντα τα κρίματα της δικαιοσύνης σου
162I will exult because of thine oracles, as one that finds much spoil. άρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν και από των λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου
163I hate and abhor unrighteousness; but I love thy law. αγαλλιάσομαι εγώ επί τα λόγιά σου ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά
164Seven times in a day have I praised thee because of the judgments of thy righteousness. αδικίαν εμίσησα και εβδελυξάμην τον δε νόμον σου ηγάπησα
165Great peace have they that love thy law: and there is no stumbling-block to them. επτάκις της ημέρας ήνεσάσε σε επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου
166I waited for thy salvation, O Lord, and have loved thy commandments. ειρήνη πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου και ουκ έστιν αυτοις σκάνδαλον
167My soul has kept thy testimonies, and loved them exceedingly. προσεδόκων το σωτήριόν σου κύριε και τας εντολάς σου ηγάπησα
168I have kept thy commandments and thy testimonies; for all my ways are before thee, O Lord. εφύλαξεν η ψυχή μου τα μαρτύριά σου και ηγάπησεν αυτά σφόδρα
169Let my supplication come near before thee, o Lord; instruct me according to thine oracle. εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου ότι πάσαι αι οδοί μου εναντίον σου κύριε
170Let my petition come in before thee, O Lord; deliver me according to thine oracle. εγγισάτω η δέησίς μου ενώπιόν σου κύριε κατά το λόγιόν σου συνέτισόν με
171Let my lips utter a hymn, when thou shalt have taught me thine ordinances. εισέλθοι το αξίωμα μου ενώπιόν σου κύριε κατά το λόγιόν σου ρύσαί με
172Let my tongue utter thine oracles; for all thy commandments are righteous. εξερεύξαιντο τα χείλη μου ύμνον όταν διδάξης με τα δικαιώματά σου
173Let thine hand be prompt to save me; for I have chosen thy commandments. φθέγξαιτο η γλώσσά μου τα λόγιά σου ότι πάσαι αι εντολαί σου δικαιοσύνη
174I have longed after thy salvation, O Lord; and thy law is my meditation. γενέσθω η χειρ σου του σώσαί με ότι τας εντολάς σου ηρετισάμην
175My soul shall live, and shall praise thee; and thy judgments shall help me. επεπόθησα το σωτήριόν σου κύριε και ο νόμος σου μελέτη μου εστί
176I have gone astray like a lost sheep; seek thy servant; for I have not forgotten thy commandments. ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε και τα κρίματά σου βοηθήσει μοι
177 επλανήθην ως πρόβατον απολωλός ζήτησον τον δούλον σου ότι τας εντολάς σου ουκ επελαθόμην

Chapter 120

[edit]
1(120) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2In mine affliction I cried to the Lord, and he hearkened to me. προς κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου
3Deliver my soul, O Lord, from unjust lips, and from a deceitful tongue. κύριε ρύσαι την ψυχήν μου από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας
4What should be given to thee, and what should be added to thee, for thy crafty tongue? τι δοθείη σοι και τι προστεθείη σοι προς γλώσσαν δολίαν
5Sharpened weapons of the mighty, with coals of the desert. τα βέλη του δυνατού ηκονημένα συν τοις άνθραξι τοις ερημικοίς
6Woe is me, that my sojourning is prolonged; I have tabernacled among the tents of Kedar. οίμοι ότι η παροικία μου εμακρύνθη κατεσκήνωσα μετά των σκηνωμάτων Κηδάρ
7My soul has long been a sojourner; πολλά παρώκησεν η ψυχή μου μετά των μισούντων την ειρήνην
8I was peaceable among them that hated peace; when I spoke to them, they warred against me without a cause. ήμην ειρηνικός όταν ελάλουν αυτοίς επολέμουν με δωρεάν

Chapter 121

[edit]
1(121) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2I lifted up mine eyes to the mountains, whence my help shall come. ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη όθεν ήξει η βοήθειά μου
3My help shall come from the Lord, who made the heaven and the earth. η βοήθειά μου παρά κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην
4Let not thy foot be moved; and let not thy keeper slumber. μη δώη εις σάλον τον πόδα σου μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε
5Behold, he that keeps Israel shall not slumber nor sleep. ιδού ου νυστάξει ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ
6The Lord shall keep thee: the Lord is thy shelter upon thy right hand. κύριος φυλάξει σε κύριος σκέπη σοι επί χείρα δεξιάν σου
7The sun shall not burn thee by day, neither the moon by night. ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε ουδέ η σελήνη την νύκτα
8May the Lord preserve thee from all evil: the Lord shall keep thy soul. κύριος φυλάξει σε από παντός κακού φυλαξει την ψυχήν σου ο κύριος
9The Lord shall keep thy coming in, and thy going out, from henceforth and even for ever. κύριος φυλάξει την είσοδόν σου και την έξοδόν σου από του νυν και έως του αιώνος

Chapter 122

[edit]
1(122) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2I was glad when they said to me, Let us go into the house of the Lord. ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον κυρίου πορευσόμεθα
3Our feet stood in thy courts, O Jerusalem. εστώτες ήσαν οι πόδες ημών εν ταις αυλαίς σου Ιερουσαλήμ
4Jerusalem is built as a city whose fellowship is complete. Ιερουσαλήμ οικοδομουμένη ως πόλις ης η μετοχή αυτής επιτοαυτό
5For thither the tribes went up, the tribes of the Lord, as a testimony for Israel, to give thanks unto the name of the Lord. εκεί γαρ ανέβησαν αι φυλαί φυλαί κυρίου μαρτύριον του Ισραήλ του εξομολογήσασθαι τω ονόματι κυρίου
6For there are set thrones for judgment, even thrones for the house of David. ότι εκεί εκάθισαν θρόνοι εις κρίσιν θρόνοι επί οίκον Δαυίδ
7 Pray now for the peace of Jerusalem: and let there be prosperity to them that love thee. ερωτήσατε δη τα εις ειρήνην την Ιερουσαλήμ και ευθηνία τοις αγαπώσί σε
8Let peace, I pray, be within thine host, and prosperity in thy palaces. γενέσθω ειρήνη εν τη δυνάμει σου και ευθηνία εν ταις πυργοβάρεσί σου
9For the sake of my brethren and my neighbours, I have indeed spoken peace concerning thee. ένεκα των αδελφών μου και των πλησίον μου ελάλουν δη ειρήνην περί σου
10Because of the house of the Lord our God, I have diligently sought thy good. ένεκα του οίκου κυρίου του θεού ημών εξεζήτησα αγαθά σοι

Chapter 123

[edit]
1(123) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2Unto thee who dwellest in heaven have I lifted up mine eyes. προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου τον κατοικούντα εν τω ουρανώ
3Behold, as the eyes of servants are directed to the hands of their masters, and as the eyes of a maidservant to the hands of her mistress; so our eyes are directed to the Lord our God, until he have mercy upon us. ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών ως οφθαλμοί παιδίσκης εις χείρας της κυρίας αυτής ούτως οι οφθαλμοί ημών προς κύριον τον θεόν ημών έως ου οικτειρήσαι ημάς
4Have pity upon us, O Lord, have pity upon us: for we are exceedingly filled with contempt. ελέησον ημάς κύριε ελέησον ημάς ότι επ΄ πολύ επλήσθημεν εξουδενώσεως
5Yea, our soul has been exceedingly filled with it: let the reproach be to them that are at ease, and contempt to the proud. επί πλείον επλήσθη η ψυχή ημών το όνειδος τοις ευθηνούσι και η εξουδένωσις τοις υπερηφάνοις

Chapter 124

[edit]
1(124) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2If it had not been that the Lord was among us, let Israel now say; ει ότι κύριος ην εν ημίν ειπάτω δη Ισραήλ
3if it had not been that the Lord was among us, when men rose up against us; ει ότι κύριος ην εν ημίν εν τω επαναστήναι ανθρώπους εφ΄ ημάς
4verily they would have swallowed us up alive, when their wrath was kindled against us: άρα ζώντας αν κατέπιον ημάς εν τω οργισθήναι τον θυμόν αυτού εφ΄ ημάς
5verily the water would have drowned us, our soul would have gone under the torrent. άρα το ύδωρ αν κατεπόντισεν ημάς χείμαρρον διήλθεν η ψυχή ημών
6Yea, our soul would have gone under the overwhelming water. άρα διήλθεν η ψυχή ημών το ύδωρ το ανυπόστατον
7Blessed be the Lord, who has not given us for a prey to their teeth. ευλογητός κύριος ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών
8Our soul has been delivered as a sparrow from the snare of the fowlers: the snare is broken, and we are delivered. η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν
9Our help is in the name of the Lord, who made heaven and earth. η βοήθεια ημών εν ονόματι κυρίου του ποιήσαντος του ουρανόν και την γην

Chapter 125

[edit]
1(125) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2They that trust in the Lord shall be as mount Sion: he that dwells in Jerusalem shall never be moved. οι πεποιθότες επί κύριον ως όρος Σιών ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοικών Ιερουσαλήμ
3The mountains are round about her, and so the Lord is round about his people, from henceforth and even for ever. όρη κύκλω αυτής και ο κύριος κύκλω του λαού αυτού από του νυν και έως του αιώνος
4For the Lord will not allow the rod of sinners to be upon the lot of the righteous; lest the righteous should stretch forth their hands to iniquity. ότι ουκ αφήσει κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών
5Do good, O Lord, to them that are good, and to them that are upright in heart. αγάθυνον κύριε τοις αγαθοίς και τοις ευθέσι τη καρδία
6But them that turn aside to crooked ways the Lord will lead away with the workers of iniquity: but peace shall be upon Israel. τους δε εκκλίνοντας εις τας στραγγαλιάς απάξει κύριος μετά των εργαζομένων την ανομίαν ειρήνη επί τον Ισραήλ

Chapter 126

[edit]
1(126) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2When the Lord turned the captivity of Sion, we became as comforted ones. εν τω επιστρέψαι κύριον την αιχμαλωσίαν Σιών εγενήθημεν ωσεί παρακεκλημένοι
3Then was our mouth filled with joy, and our tongue with exultation: then would they say among the Gentiles, τότε επλήσθη χαράς το στόμα ημών και η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως τότε ερούσιν εν τοις έθνεσιν εμεγάλυνε κύριος του ποιήσαι μετ΄ αυτών
4The Lord has done great things among them. The Lord has done great things for us, we became joyful. εμεγάλυνε κύριος του ποιήσαι μετ΄ ημών εγενήθημεν ευφραινόμενοι
5Turn, O Lord, our captivity, as the steams in the south. επίστρεψον κύριε την αιχμαλωσίαν ημών ως χειμάρρους εν τω νότω
6They that sow in tears shall reap in joy. οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι
7They went on and wept as they cast their seeds; but they shall surely come with exultation, bringing their sheaves with them. πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον βάλλοντες τα σπέρματα αυτών ερχόμενοι δε ήξουσιν εν αγαλλιάσει αίροντες τα δράγματα αυτών

Chapter 127

[edit]
1(127) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2Except the Lord build the house, they that build labour in vain: except the Lord keep the city, the watchman watches in vain. εάν μη κύριος οικοδομήση οίκον εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες εάν μη κύριος φυλάξη πόλιν εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων
3It is vain for you to rise early: ye rise up after resting, ye that eat the bread of grief; while he gives sleep to his beloved. εις μάτην υμίν εστί το ορθρίζειν εγείρεσθε μετά το καθήσθαι οι εσθίοντες άρτον οδύνης όταν δω τοις αγαπητοίς αυτού ύπνον
4Behold, the inheritance of the Lord, children, the reward of the fruit of the womb. ιδού η κληρονομία κυρίου υιοί ο μισθός του καρπού της γαστρός
5As arrows in the hand of a mighty man; so are the children of those who were outcasts. ωσεί βέλη εν χειρί δυνατού ούτως οι υιοί των εκτετιναγμένων
6Blessed is the man who shall satisfy his desire with them: they shall not be ashamed when they shall speak to their enemies in the gates. μακάριος ος πληρώσει την επιθυμίαν αυτού εξ αυτών ου καταισχυνθήσονται όταν λαλώσι τοις εχθροίς αυτού εν πύλαις

Chapter 128

[edit]
1(128) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2Blessed are all they that fear the Lord; who walk in his ways. μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον κύριον οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού
3Thou shalt eat the labours of thy hands: blessed art thou, and it shall be well with thee. τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι μακάριος ει και καλώς σοι έσται
4Thy wife shall be as a fruitful vine on the sides of thy house: thy children as young olive-plants round about thy table. η γυνή σου ως άμπελος ευθηνούσα εν ταις κλίτεσι της οικίας σου οι υιοί σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου
5Behold, thus shall the man be blessed that fears the Lord. ιδού ούτως ευλογηθήσεται άνθρωπος ο φοβούμενος τον κύριον
6May the Lord bless thee out of Sion; and mayest thou see the prosperity of Jerusalem all the days of thy life. ευλογήσαι σε κύριος εκ Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ πάσας τας ημέρας της ζωής σου
7And mayest thou see thy children's children. Peace be upon Israel. και ίδοις υιούς των υιών σου ειρήνη επί τον Ισραήλ

Chapter 129

[edit]
1A Song of Degrees. Many a time have they warred against me from my youth, let Israel now say: ωδή των αναβαθμών
2Many a time have they warred against me from my youth: and yet they prevailed not against me. πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου ειπάτω δη Ισραήλ
3The sinners wrought upon my back: they prolonged their iniquity. πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
4The righteous Lord has cut asunder the necks of sinners. επί τον νώτόν μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί εμάκρυναν την ανομίαν αυτών
5Let all that hate Sion be put to shame and turned back. κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλών
6Let them be as the grass of the house-tops, which withers before it is plucked up. αισχυνθήτωσαν και αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών
7Wherewith the reaper fills not his hand, nor he that makes up the sheaves, his bosom. γενηθήτωσαν ωσεί χόρτος δωμάτων ος προ του εκσπασθήναι εξηράνθη
8Neither do they that go by say, The blessing of the Lord be upon you: we have blessed you in the name of the Lord. ου ουκ επλήρωσε την χείρα αυτού ο θερίζων και τον κόλπον αυτού ο τα δράγματα συλλέγων
9 και ουκ είπαν οι παράγοντες ευλογία κυρίου εφ΄ υμάς ευλογήκαμεν υμάς εν ονόματι κυρίου

Chapter 130

[edit]
1(130) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2Out of the depths have I cried to thee, O Lord. εκ βαθέων εκέκραξά σοι κύριε
3O Lord, hearken to my voice; let thine ears be attentive to the voice of my supplication. κύριε εισάκουσον της φωνής μου γενηθήτω τα ωτά σου προσέχοντα εις την φωνήν της δεήσεώς μου
4If thou, O Lord, shouldest mark iniquities, O Lord, who shall stand? εάν ανομίας παρατηρήσης κύριε κύριε τις υποστήσεται
5For with thee is forgiveness: for thy name's sake ότι παρά σοι ο ιλασμός εστιν ένεκεν του ονόματός σου υπέμεινά σε κύριε
6have I waited for thee, O Lord, my soul has waited for thy word. υπέμεινεν η ψυχή μου εις τον λόγον σου
7My soul has hoped in the Lord; from the morning watch till night. ήλπισεν η ψυχή μου επί τον κύριον από φυλακής πρωϊας μέχρι νυκτός
8Let Israel hope in the Lord: for with the Lord is mercy, and with him is plenteous redemption. ελπισάτω Ισραήλ επί τον κύριον ότι παρά τω κυρίω το έλεος και πολλή παρ΄ αυτώ λύτρωσις
9And he shall redeem Israel from all his iniquities. και αυτός λυτρώσεται τον Ισραήλ εκ πασών των ανομιών αυτού

Chapter 131

[edit]
1(131)
A Song of Degrees.
ωδή των αναβαθμών
2O Lord, my heart is not exalted, neither have mine eyes been haughtily raised: neither have I exercised myself in great matters, nor in things too wonderful for me. κύριε ουχ υψώθη η καρδία μου ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ
3I shall have sinned if I have not been humble, but have exulted my soul: according to the relation of a weaned child to his mother, so wilt thou recompense my soul. ει εταπεινοφρόνουν αλλά ύψωσα την ψυχήν μου ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού ως ανταποδώσεις επί την ψυχήν μου
4Let Israel hope in the Lord, from henceforth and for ever. ελπισάτω Ισραήλ επί τον κύριον από του νυν και έως του αιώνος

Chapter 132

[edit]
1(132) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2Lord, remember David, and all his meekness: μνήσθητι κύριε του Δαυίδ και πάσης της πραότητος αυτού
3how he sware to the Lord, and vowed to the God of Jacob, saying, ως ώμοσε τω κυρίω ηύξατο τω θεώ Ιακώβ
4 I will not go into the tabernacle of my house; I will not go up to the couch of my bed; ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου ει αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου
5I will not give sleep to mine eyes, nor slumber to mine eyelids, nor rest to my temples, ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου
6until I find a place for the Lord, a tabernacle for the God of Jacob. έως ου εύρω τόπον τω κυρίω σκήνωμα τω θεώ Ιακώβ
7Behold, we heard of it in Ephratha; we found it in the fields of the wood. ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Εφραθά εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού
8Let us enter into his tabernacles: let us worship at the place where his feet stood. εισελευσώμεθα εις τα σκηνώματα αυτού προσκυνήσωμεν εις τον τόπον ου έστησαν οι πόδες αυτού
9Arise, O Lord, into thy rest; thou, and the ark of thine holiness. ανάστηθι κύριε εις την ανάπαυσίν σου συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου
10Thy priests shall clothe themselves with righteousness; and thy saints shall exult. οι ιερείς σου ενδύσονται δικαιοσύνην και οι όσιοί σου αγαλλιάσονται
11For the sake of thy servant David turn not away the face of thine anointed. ένεκεν Δαυίδ του δούλου σου μη αποστρέψης το πρόσωπον του χριστού σου
12The Lord sware in truth to David, and he will not annul it, saying, Of the fruit of thy body will I set a king upon thy throne. ώμοσε κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου αθετήσει αυτήν εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου
13If thy children will deep my covenant, and these my testimonies which I shall teach them, their children also shall sit upon thy throne for ever. εάν φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην μου και τα μαρτύριά μου ταύτα α διδάξω αυτούς και οι υιοί αυτών έως του αιώνος καθιούνται επί του θρόνου σου
14For the Lord has elected Sion, he has chosen her for a habitation for himself, saying, ότι εξελέξατο κύριος την Σιών ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ
15This is my rest for ever: here will I dwell; for I have chosen it. αύτη η κατάπαυσίς μου εις αιώνα αιώνος ώδε κατοικήσω ότι ηρετισάμην αυτήν
16I will surely bless her provision: I will satisfy her poor with bread. την θήραν αυτής ευλογών ευλογήσω τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων
17I will clothe her priests with salvation; and her saints shall greatly exult. τους ιερείς αυτής ενδύσω σωτηρίαν και οι όσιοι αυτής αγαλλιάσει αγαλλιάσονται
18There will I cause to spring up a horn to David: I have prepared a lamp for mine anointed. εκεί εξανατελώ κέρας τω Δαυίδ ητοίμασα λύχνον τω χριστώ μου
19His enemies will I clothe with a shame; but upon himself shall my holiness flourish. τους εχθρούς αυτού ενδύσω αισχύνην επί δε αυτόν εξανθήσει το αγίασμά μου

Chapter 133

[edit]
1(133)
A Song of Degrees.
ωδή των αναβαθμών
2See now! what is so good, or what so pleasant, as for brethren to dwell together? ιδού δη τι καλόν η τι τερπνόν αλλ΄ το κατοικείν αδελφούς επιτοαυτό
3It is as ointment on the head, that ran down to the beard, even the beard of Aaron; that ran down to the fringe of his clothing. ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα τον πώγωνα τον Ααρών το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού
4As the dew of Aermon, that comes down on the mountains of Sion: for there, the Lord commanded the blessing, even life for ever. ως δρόσος Αερμών η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών ότι εκεί ενετείλατο κύριος την ευλογίαν ζωήν έως του αιώνος

Chapter 134

[edit]
1(134) A Song of Degrees. ωδή των αναβαθμών
2Behold now, bless ye the Lord, all the servants of the Lord, who stand in the house of the Lord, in the courts of the house of our God. ιδού δη ευλογείτε τον κύριον πάντες οι δούλοι κυρίου οι εστώτες εν οίκω κυρίου εν αυλαίς οίκου θεού ημών εν ταις νυξίν
3Lift up your hands by night in the sanctuaries, and bless the Lord. επάρατε τας χείρας υμών εις τα άγια και ευλογείτε τον κύριον
4May the Lord, who made heaven and earth, bless thee out of Sion. ευλογήσαι σε κύριος εκ Σιών ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην

Chapter 135

[edit]
1(135) Alleluia. αλληλούϊα
2Praise ye the name of the Lord; praise the Lord, ye his servants, αινείτε το όνομα κυρίου αινείτε δούλοι κύριον
3who stand in the house of the Lord, in the courts of the house of our God. οι εστώτες εν οίκω κυρίου εν αυλαίς οίκου θεού ημών
4Praise ye the Lord; for the Lord is good: sing praises to his name; for it is good. αινείτε τον κύριον ότι αγαθός κύριος ψάλατε τω ονόματι αυτού ότι καλόν
5For the Lord has chosen Jacob for himself, and Israel for his peculiar treasure. ότι τον Ιακώβ εξελέξατο εαυτώ ο κύριος Ισραήλ εις περιουσιασμόν εαυτώ
6For I know that the Lord is great, and our Lord is above all gods; ότι εγώ έγνωκα ότι μέγας ο κύριος και ο κυριός ημών παρά πάντας τους θεούς
7all that the Lord willed, he did in heaven, and on the earth, in the sea, and in all deeps. πάντα όσα ηθέλησεν ο κύριος εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη εν ταις θαλάσσαις και εν πάσαις ταις αβύσσοις
8Who brings up clouds from the extremity of the earth: he has made lightnings for the rain: he brings winds out of his treasures. ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γης αστραπάς εις υετόν εποίησεν ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού
9Who smote the first-born of Egypt, both of man and beast. ος επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους
10He sent signs and wonders into the midst of thee, O Egypt, on Pharao, and on all his servants. εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω σου Αίγυπτε εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού
11Who smote many nations, and slew mighty kings; ος επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς
12Seon king of the Amorites, and Og king of Basan, and all the kingdoms of Chanaan: τον Σηών βασιλέα των Αμμορραίων και τον Ωγ βασιλέα της Βασάν και πάσας τας βασιλείας Χαναάν
13and gave their land for an inheritance, an inheritance to Israel his people. και έδωκε την γην αυτών κληρονομίαν κληρονομίαν Ισραήλ λαώ αυτού
14O Lord, thy name endures for ever, and thy memorial to all generations. κύριε το όνομά σου εις τον αιώνα και το μνημόσυνόν σου εις γενεάν και γενεάν
15For the Lord shall judge his people, and comfort himself concerning his servants. ότι κρινεί κύριος τον λαόν αυτού και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται
16The idols of the heathen are silver and gold, the works of men's hands. τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον έργα χειρών ανθρώπων
17They have a mouth, but they cannot speak; they have eyes, but they cannot see; στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται
18they have ears, but they cannot hear; for there is no breath in their mouth. ώτα έχουσι και ουκ ενωτισθήσονται ουδέ γαρ εστι πνεύμα εν τω στόματι αυτών
19Let those who make them be made like to them; and all those who trust in them. όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτοίς
20O house of Israel, bless ye the Lord: O house of Aaron, bless ye the Lord: οίκος Ισραήλ ευλογήσατε τον κύριον οίκος Ααρών ευλογήσατε τον κύριον
21O house of Levi, bless ye the Lord: ye that fear the Lord, bless the Lord. οίκος Λευί ευλογήσατε τον κύριον οι φοβούμενοι τον κύριον ευλογήσατε τον κύριον
22Blessed in Sion be the Lord, who dwells in Jerusalem. ευλογητός κύριος εν Σιών ο κατοικών Ιερουσαλήμ

Chapter 136

[edit]
1(136) Alleluia. αλληλούϊα
2Give thanks to the Lord: for he is good: for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω κυρίω ότι αγαθός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
3Give thanks to the God of gods; for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω θεώ των θεών ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
4Give thanks to the Lord of lords: for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω κυρίω των κυρίων ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
5To him who along has wrought great wonders: for his mercy endures for ever. τω ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνω ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
6To him who made the heavens by understanding; for his mercy endures for ever. τω ποιήσαντι τους ουρανούς εν συνέσει ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
7To him who established the earth on the waters; for his mercy endures for ever. τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
8To him who alone made great lights; for his mercy endures for ever. τω ποιήσαντι φώτα μεγάλα μόνω ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
9The sun to rule by day; for his mercy endures for ever. τον ήλιον εις εξουσίαν της ημέρας ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
10The moon and the stars to rule the night; for his mercy endures for ever. την σελήνην και τους αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
11To him who smote Egypt with their first-born; for his mercy endures for ever. τω πατάξαντι Αίγυπτον συν τοις πρωτοτόκοις αυτών ότι εις τον αιώνα το έλεος
12And brought Israel out of the midst of them; for his mercy endures for ever: και εξαγαγόντι τον Ισραήλ εκ μέσου αυτών ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
13with a strong hand, and a high arm: for his mercy endures for ever. εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
14To him who divided the Red Sea into parts: for his mercy endures for ever: τω καταδιελόντι την ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
15and brought Israel through the midst of it: for his mercy endures for ever: και διαγαγόντι τον Ισραήλ διά μέσου αυτής ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
16and overthrew Pharao and his host in the Red Sea: for his mercy endures for ever. και εκτινάξαντι Φαραώ και την δύναμιν αυτού εις θάλασσαν ερυθράν ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
17To him who led his people through the wilderness: for his mercy endures for ever. τω διαγαγόντι τον λαόν αυτού εν τη ερήμω ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
18To him who smote great kings: for his mercy endures for ever: τω πατάξαντι βασιλείς μεγάλους ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
19and slew mighty kings; for his mercy endures for ever: και αποκτείναντι βασιλείς κραταιούς ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
20Seon king of the Amorites: for his mercy endures for ever: τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
21and Og king of Basan: for his mercy endures for ever: και τον Ωγ βασιλέα της Βασάν ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
22and gave their land for an inheritance: for his mercy endures for ever: και δόντι την γη αυτών κληρονομίαν ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
23even an inheritance to Israel his servant: for his mercy endures for ever. κληρονομίαν Ισραήλ δούλω αυτού ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
24For the Lord remembered us in our low estate; for his mercy endures for ever: ότι εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο κύριος ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
25and redeemed us from our enemies; for his mercy endures for ever. και ελυτρώσατο ημάς εκ των εχθρών ημών ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
26Who gives food to all flesh; for his mercy endures for ever. ο διδούς τροφήν πάση σαρκί ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού
27Give thanks to the God of heaven; for his mercy endures for ever. εξομολογείσθε τω θεώ του ουρανού ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού

Chapter 137

[edit]
1(137)
For David,

a Psalm of Jeremias.

τω Δαυίδ διά Ιερεμίου
2By the rivers of Babylon, there we sat; and wept when we remembered Sion. επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών
3We hung our harps on the willows in the midst of it. επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών
4For there they that had taken us captive asked of us the words of a song; and they that had carried us away asked a hymn, saying, Sing us one of the songs of Sion. ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς ύμνον άσατε ημίν εκ των ωδών Σιών
5How should we sing the Lord's song in a strange land? πως άσωμεν την ωδήν κυρίου επί γης αλλοτρίας
6If I forget thee, O Jerusalem, let my right hand forget its skill. εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ επιλησθείη η δεξιά μου
7May my tongue cleave to my throat, if I do not remember thee; if I do not prefer Jerusalem as the chief of my joy. κολληθείη η γλώσσά μου τω λάρυγγί μου εάν μη σου μνησθώ εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου
8Remember, O Lord, the children of Edom in the day of Jerusalem; who said, Rase it, rase it, even to its foundations. μνήσθητι κύριε των υιών Εδώμ την ημέραν Ιερουσαλήμ των λεγόντων εκκενούτε εκκενούτε έως των θεμελίων αυτής
9Wretched daughter of Babylon! blessed shall he be who shall reward thee as thou hast rewarded us. θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος μακάριος ος ανταποδώσει σοι το ανταπόδομά σου ο ανταπέδωκας ημίν
10Blessed shall he be who shall seize and dash thine infants against the rock. μακάριος ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν

Chapter 138

[edit]
1(138) A Psalm for David, of Aggaeus and Zacharias. ψαλμός τω Δαυίδ Αγγαίου και Ζαχαρίου
2I will give thee thanks, O Lord, with my whole heart; and I will sing psalms to thee before the angels; for thou hast heard all the words of my mouth. εξομολογήσομαί σοι κύριε εν όλη καρδία μου και εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι ότι ήκουσας πάντα τα ρήματα του στόματός μου
3I will worship toward thy holy temple, and give thanks to thy name, on account of thy mercy and thy truth; for thou hast magnified thy holy name above every thing. προσκυνήσω προς ναόν άγιόν σου και εξομολογήσομαι τω ονόματί σου επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου ότι εμεγάλυνας επί παν το όνομα το άγιόν σου
4In whatsoever day I shall call upon thee, hear me speedily; thou shalt abundantly provide me with thy power in my soul. εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε ταχύ επάκουσόν μου πολυωρήσεις με εν ψυχή μου δυνάμει σου
5Let all the kings of the earth, o Lord, give thanks unto thee; for they have heard all the words of thy mouth. εξομολογησάσθωσάν σοι κύριε πάντες οι βασιλείς της γης ότι ήκουσαν πάντα τα ρήματα του στόματός σου
6And let them sing in the ways of the Lord; for great is the glory of the Lord. και ασάτωσαν εν ταις οδοίς κυρίου ότι μεγάλη η δόξα κυρίου
7For the Lord is high, and yet regards the lowly; and he knows high things from afar off. ότι υψηλός κύριος και τα ταπεινά εφορά και τα υψηλά από μακρόθεν γινώσκει
8Though I should walk in the midst of affliction, thou wilt quicken me; thou hast stretched forth thine hands against the wrath of mine enemies, and thy right hand has saved me. εάν πορευθώ εν μέσω θλίψεως ζήσεις με επ΄ οργήν εχθρών μου εξέτεινας χείράς σου και έσωσέ με η δεξιά σου
9O Lord, thou shalt recompense them on my behalf: thy mercy, O Lord, endures for ever: overlook not the works of thine hands. κύριος ανταποδώσει υπέρ εμού κύριε το έλεός σου εις τον αιώνα τα έργα των χειρών σου μη παρίδης

Chapter 139

[edit]
1(139) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος τω Δαυίδ ψαλμος
2O Lord, thou hast proved me, and known me. κύριε εδοκίμασάς με και έγνως με
3Thou knowest my down-sitting and mine up-rising: thou understandest my thoughts long before. συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου συ συνήκας τους διαλογισμούς μου από μακρόθεν
4Thou hast traced my path and my bed, and hast foreseen all my ways. την τρίβον μου και την σχοίνόν μου εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες
5For there is no unrighteous word in my tongue: behold, O Lord, thou hast known all things, ότι ουκ έστι δόλος εν γλώσση μου ιδού κύριε συ έγνως πάντα
6the last and the first: thou hast fashioned me, and laid thine hand upon me. τα έσχατα και τα αρχαία συ έπλασάς με και έθηκας επ΄ εμέ την χείρά σου
7The knowledge of thee is too wonderful for me; it is very difficult, I cannot attain to it. εθαυμαστώθη η γνώσίς σου εξ εμού εκραταιώθη ου δύνωμαι προς αυτήν
8Whither shall I go from thy Spirit? and whither shall I flee from my presence? που πορευθώ από του πνεύματός σου και από του προσώπου σου που φύγω
9If I should go up to heaven, thou art there: if I should go down to hell, thou art present. εάν αναβώ εις τον ουρανόν συ εκεί ει εάν καταβώ εις τον άδην πάρει
10If I should spread my wings to fly straight forward, and sojourn at the extremity of the sea, it would be vain, εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγάς μου κατ΄ όρθρον και κατασκνηώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης
11for even there thy hand would guide me, and thy right hand would hold me. και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου
12When I said, Surely the darkness will cover me; even the night was light in my luxury. και είπα άρα σκότος καταπατήσει με και νυξ φωτισμός εν τη τρυφή μου
13For darkness will not be darkness with thee; but night will be light as day: as its darkness, so shall its light be to thee. ότι σκότος ου σκοτισθήσεται από σου και νυξ ως ημέρα φωτισθήσεται ως το σκότος αυτής ούτως και το φως αυτής
14For thou, O Lord, hast possessed my reins; thou hast helped me from my mother's womb. ότι συ εκτήσω τους νεφρούς μου αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου
15I will give thee thanks; for thou art fearfully wondrous; wondrous are thy works; and my soul knows it well. εξομολογήσομαί σοι ότι φοβερώς εθαυμαστώθης θαυμάσια τα έργα σου και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα
16My bones, which thou madest in secret were not hidden from thee, nor my substance, in the lowest parts of the earth. ουκ εκρύβη το οστούν μου από σου ο εποίησας εν κρυφή και η υπόστασίς μου εν τοις κατωτάτοις της γης
17Thine eyes saw my unwrought substance, and all men shall be written in thy book; they shall be formed by day, though there should for a time be no one among them. ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται ημέραι πλασθήσονται και ουθείς εν αυτοίς
18But thy friends, O God, have been greatly honoured by me; their rule has been greatly strengthened. εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο θεός λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών
19I will number them, and they shall be multiplied beyond the sand; I awake, and am still with thee. εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται εξηγέρθην και έτι ειμί μετά σου
20Oh that thou wouldest slay the wicked, O God; depart from me, ye men of blood. εάν αποκτείνης αμαρτωλούς ο θεός άνδρες αιμάτων εκκλίνατε απ΄ εμού
21For thou wilt say concerning their thought, that they shall take thy cities in vain. ότι ερείς εις διαλογισμούς λήψονται εις ματαιότητα τας πόλεις σου
22Have I not hated them, O Lord, that hate thee? and wasted away because of thine enemies? ουχί τους μισούντάς σε κύριε εμίσησα και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην
23I have hated them with perfect hatred; they were counted my enemies. τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς εις εχθρούς εγένοντό μοι
24Prove me, O God, and know my heart; examine me, and know my paths; δοκίμασόν με ο θεός και γνώθι την καρδίαν μου ετασόν με και γνώθι τας τρίβους μου
25and see if there is any way of iniquity in me, and lead me in an everlasting way. και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία

Chapter 140

[edit]
1(140) For the end, a Psalm of David. εις το τέλος ψαλμός τω Δαυίδ
2Rescue me, O Lord, from the evil man; deliver me from the unjust man. εξελού με κύριε εξ ανθρώπου πονηρού από ανδρός αδίκου ρύσαί με
3Who have devised injustice in their hearts; all the day they prepared war. οίτινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία όλην την ημέραν παρετάσσοντο πολέμους
4They have sharpened their tongue as the tongue of a serpent; the poison of asps is under their lips. Pause. ηκόνησαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών διάψαλμα
5Keep me, O Lord, from the hand of the sinner; rescue me from unjust men; who have purposed to overthrow my goings. φύλαξόν με κύριε εκ χειρός αμαρτωλού από ανθρώπων αδίκων εξελού με οίτινες διελογίσαντο του υποσκελίσαι τα διαβήματά μου
6The proud have hid a snare for me, and have stretched out ropes for snares for my feet; they set a stumbling-block for me near the path. Pause. έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι και σχοινίοις διέτειναν παγίδα τοις ποσί μου εχόμενα τρίβου σκάνδαλον έθεντό μοι διάψαλμα
7I said to the Lord, Thou art my God; hearken, O Lord, to the voice of my supplication. είπα τω κυρίω θεός μου ει συ ενώτισαι κύριε την φωνήν της δεήσεώς μου
8O Lord God, the strength of my salvation; thou hast screened my head in the day of battle. κύριε κύριε δύναμις της σωτηρίας μου επεσκίασας επί την κεφαλήν μου εν ημέρα πολέμου
9Deliver me not, O Lord, to the sinner, according to my desire: they have devised mischief against me; forsake me not, lest they should be exalted. Pause. μη παραδώς με κύριε από της επιθυμίας μου αμαρτωλώ διελογίσαντο κατ΄ εμού μη εγκαταλίπης με μήποτε υψωθώσι διάψαλμα
10As for the head of them that compass me, the mischief of their lips shall cover them. η κεφαλή του κυκλώματος αυτών κόπος των χειλέων αυτών καλύψει αυτούς
11Coals of fire shall fall upon them on the earth; and thou shalt cast them down in afflictions: they shall not bear up under them. πεσούνται επ΄ αυτούς άνθρακες εν πυρί καταβαλείς αυτούς εν ταλαιπωρίαις και ου υποστώσιν
12A talkative man shall not prosper on the earth: evils shall hunt the unrighteous man to destruction. ανήρ γλωσσώδης ου κατευθυνθήσεται επί της γης άνδρα άδικον κακά θηρεύσει εις καταφθοράν
13I know that the Lord will maintain the cause of the poor, and the right of the needy ones. έγνων ότι ποιήσει κύριος την κρίσιν των πτωχών και την δίκην των πενήτων
14Surely the righteous shall give thanks to thy name: the upright shall dwell in thy presence. πλην δίκαιοι εξομολογήσονται τω ονόματί σου και κατοικήσουσιν ευθείς συν τω προσώπω σου

Chapter 141

[edit]
1(141) A Psalm of David. ψαλμός τω Δαυίδ
2O Lord, I have cried to thee; hear me: attend to the voice of my supplication, when I cry to thee. κύριε εκέκραξα προς σε εισάκουσόν μου πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου εν τω κεκραγέναι με προς σε
3Let my prayer be set forth before thee as incense; the lifting up of my hands as an evening sacrifice. κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή
4Set a watch, O Lord, on my mouth, and a strong door about by lips. θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου
5Incline not my heart to evil things, to employ pretexts for sins, with me who work iniquity: and I will not. let me not unite with their choice ones. μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις συν ανθρώποις εργαζομένοις την ανομίαν και ου συνδοίασω μετά των εκλεκτών αυτών
6The righteous shall chasten me with mercy, and reprove me: but let not the oil of the sinner anoint my head: for yet shall my prayer also be in their pleasures. παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει και ελέγξει με έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου ότι έτι και η προσευχή μου εν ταις ευδοκίαις αυτών
7Their mighty ones have been swallowed up near the rock: they shall hear my words, for they are sweet. κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών ακούσονται τα ρήματά μου ότι ηδύνθησαν
8As a lump of earth is crushed upon the ground, our bones have been scattered by the mouth of the grave. ωσεί πάχος γης ερράγη επί της γης διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον άδην
9For mine eyes are to thee, O Lord God: I have hoped in thee; take not away my life. ότι προς σε κύριε κύριε οι οφθαλμοί μου επί σοι ήλπισα μη αντανέλης την ψυχήν μου
10Keep me from the snare which they have set for me, and from the stumbling blocks of them that work iniquity. φύλαξόν με από παγίδος ης συνεστήσαντό μοι και από σκανδάλων των εργαζομένων την ανομίαν
11Sinners shall fall by their own net: I am alone until I shall escape. πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών αμαρτωλοί καταμόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω

Chapter 142

[edit]
1(142)

A Psalm of instruction for David, when he was in the cave, —a Prayer.

συνέσεως τω Δαυίδ εν τω είναι αυτόν εν τω σπηλαίω προσευχόμενον
2I cried to the Lord with my voice; with my voice I made supplication to the Lord. φωνή μου προς κύριον εκέκραξα φωνή μου προς κύριον εδεήθην
3I will pour out before him my supplication: I will declare before him mine affliction. εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησίν μου την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ
4When my spirit was fainting within me, then thou knewest my paths; in the very way wherein I was walking, they hid a snare for me. εν τω εκλείπειν εξ εμού το πνεύμά μου και συ έγνως τας τρίβους μου εν οδώ ταύτη η επορευόμην έκρυψαν παγίδα μοι
5I looked on my right hand, and behold, for there was none that noticed me; refuge failed me; and there was none that cared for my soul. κατενόουν εις τα δεξιά και επέβλεπον ότι ουκ ην ο επιγινώσκων με απώλετο φυγή απ΄ εμού και ουκ έστιν ο εκζητών την ψυχήν μου
6I cried unto thee, O Lord, and said, Thou art my hope, my portion in the land of the living. εκέκραξα προς σε κύριε είπα συ ει η ελπίς μου μερίς μου ει εν γη ζώντων
7Attend to my supplication, for I am brought very low; deliver me from them that persecute me; for they are stronger than I. πρόσχες προς την δέησίν μου ότι εταπεινώθην σφόδρα ρύσαί με εκ των καταδιωκόντων με ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ
8Bring my soul out of prison, that I may give thanks to thy name, O Lord; the righteous shall wait for me, until thou recompense me. εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου εμέ υπομενούσι δίκαιοι έως ου ανταποδώς μοι

Chapter 143

[edit]
1(143) A Psalm of David, when his son pursued him. ψαλμός τω Δαυίδ ότε αυτόν ο υιός κατεδίωκεν
2O Lord, attend to my prayer: hearken to my supplication in thy truth; hear me in thy righteousness. κύριε εισάκουσον της προσευχής μου ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου
3And enter not into judgment with thy servant, for in thy sight shall no man living be justified. και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων
4For the enemy has persecuted my soul; he has brought my life down to the ground; he has made me to dwell in a dark place, as those that have been long dead. ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου εταπείνωσεν εις την γην την ζωήν μου εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος
5Therefore my spirit was grieved in me; my heart was troubled within me. και ηκηδίασεν επ΄ εμέ το πνεύμά μου εν εμοί εταράχθη η καρδία μου
6I remembered the days of old; and I meditated on all thy doings: yea, I meditated on the works of thine hands. εμνήσθην ημερών αρχαίων εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων
7I spread forth my hands to thee; my soul thirsts for thee, as a dry land. Pause. διεπέτασα προς σε τας χείράς μου η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι
8Hear me speedily, O Lord; my spirit has failed; turn not away thy face from me, else I shall be like to them that go down to the pit. ταχύ εισάκουσόν μου κύριε εξέλιπε το πνεύμά μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ΄ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον
9Cause me to hear thy mercy in the morning; for I have hoped in thee; make known to me, O Lord, the way wherein I should walk; for I have lifted up my soul to thee. ακουστόν ποίησόν μοι τοπρωϊ το έλεός σου ότι επί σοι ήλπισα γνώρισόν μοι κύριε οδόν εν η πορεύσομαι ότι προς σε ήρα την ψυχή μου
10Deliver me from mine enemies, O Lord; for I have fled to thee for refuge. εξελού με εκ των εχθρών μου κύριε προς σε κατέφυγον
11Teach me to do thy will; for thou art my God; thy good Spirit shall guide me in the straight way. δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου ότι συ ει ο θεός μου το πνεύμά σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία
12Thou shalt quicken me, O Lord, for thy name's sake; in thy righteousness thou shalt bring my soul out of affliction. ένεκεν του ονόματός σου κύριε ζήσεις με εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου
13And in thy mercy thou wilt destroy mine enemies, and wilt destroy all those that afflict my soul; for I am thy servant. και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου ότι δούλός σου ειμί

Chapter 144

[edit]
1(144)

A Psalm of David concerning Goliad.

ψαλμός τω Δαυίδ προς τον Γολιάθ
2Blessed be the Lord my God, who instructs my hands for battle, and my fingers for war. ευλογητός κύριος ο θεός μου ο διδάσκων τας χείρας μου εις παράταξιν τους δακτύλους μου εις πόλεμον
3My mercy, and my refuge; my helper, and my deliverer; my protector, in whom I have trusted; who subdues my people under me. έλεος μου και καταφυγή μου αντιλήπτωρ μου και ρύστης μου υπερασπιστής μου και επ΄ αυτώ ήλπισα ο υποτάσσων τον λαόν μου υπ΄ εμέ
4Lord, what is man, that thou art made known to him? or the son of man, that thou takest account of him? κύριε τι εστιν άνθρωπος ότι εγνώσθης αυτώ η υιός ανθρώπου ότι λογίζη αυτώ
5Man is like to vanity: his days pass as a shadow. άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι
6O Lord, bow thy heavens, and come down: touch the mountains, and they shall smoke. κύριε κλίνον ουρανούς σου και κατάβηθι άψαι των ορέων και καπνισθήσονται
7Send lightning, and thou shalt scatter them: send forth thine arrows, and thou shalt discomfit them. άστραψον αστραπήν και σκορπιείς αυτούς εξαπόστειλον τα βέλη σου και συνταράξεις αυτούς
8Send forth thine hand from on high; rescue me, and deliver me out of great waters, out of the hand of strange children; εξαπόστειλον την χείρά σου εξ ύψους εξελού με και ρύσαί με εξ υδάτων πολλών εκ χειρός υιών αλλοτρίων
9whose mouth has spoken vanity, and their right hand is a right hand of iniquity. ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας
10O God, I will sing a new song to thee: I will play to thee on a psaltery of ten strings. ο θεός ωδήν καινήν άσομαί σοι εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψαλώ σοι
11Even to him who gives salvation to kings: who redeems his servant David from the hurtful sword. τω διδόντι την σωτηρίαν τοις βασιλεύσι τω λυτρουμένω Δαυίδ τον δούλον αυτού εκ ρομφαίας πονηράς
12Deliver me, and rescue me from the hand of strange children, whose mouth has spoken vanity, and their right hand is a right hand of iniquity; ρύσαί με και εξελού με εκ χειρός υιών αλλοτρίων ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας
13whose children are as plants, strengthened in their youth: their daughters are beautiful, sumptuously adorned after the similitude of a temple. ων οι υιοί αυτών ως νεόφυτα ιδρυμένα εν τη νεότητι αυτών αι θυγατέρες αυτών κακαλλωπισμέναι περικεκοσμημέναι ως ομοίωμα ναού
14Their garners are full, and bursting with one kind of store after another; their sheep are prolific, multiplying in their streets. τα ταμιεία αυτών πλήρη εξερευγόμενα εκ τούτου εις τούτο τα πρόβατα αυτών πολύτοκα πληθύνοντα εν ταις εξόδοις αυτών
15Their oxen are fat: there is no falling down of a hedge, nor going out, nor cry in their folds. οι βόες αυτών παχείς ουκ έστι κατάπτωμα φραγμού ουδέ διέξοδος ουδέ κραυγή εν ταις πλατείαις αυτών
16Men bless the people to whom this lot belongs, but blessed is the people whose God is the Lord. εμακάρισαν τον λαόν ω ταύτά εστι μακάριος ο λαός ου κύριος ο θεός αυτού

Chapter 145

[edit]
1(145) David's

Psalm of praise.

αίνεσις τω Δαυίδ
2I will exalt thee, my God, my king; and I will bless thy name for ever and ever. υψώσω σε ο θεός μου ο βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος
3Every day will I bless thee, and I will praise thy name for ever and ever. καθ΄ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε και αινέσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος
4The Lord is great, and greatly to be praised; and there is no end to his greatness. μέγας ο κύριος και αινετός σφόδρα και της μεγαλωσύνης αυτού ουκ έστι πέρας
5Generation after generation shall praise thy works, and tell of thy power. γενεά και γενεά επαινέσει το έργα σου και την δύναμίν σου απαγγελούσι
6And they shall speak of the glorious majesty of thy holiness, and recount thy wonders. την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιωσύνης σου λαλήσουσι και τα θαυμάσιά σου διηγήσονται
7And they shall speak of the power of thy terrible acts; and recount thy greatness. και την δύναμιν των φοβερών σου ερούσι και την μεγαλωσύνην σου διηγήσονται
8They shall utter the memory of the abundance of thy goodness, and shall exult in thy righteousness. μνήμην του πλήθους της χρηστότητός σου εξερεύξονται και τη δικαιοσύνη σου αγαλλιάσονται
9The Lord is compassionate, and merciful; long suffering, and abundant in mercy. οικτίρμων και ελεήμων ο κύριος μακρόθυμος και πολυέλεος
10The Lord is good to those that wait on him; and his compassions are over all his works. χρηστός κύριος τοις σύμπασι και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού
11Let all thy works, O Lord, give thanks to thee; and let thy saints bless thee. εξομολογησάσθωσάν σοι κύριε πάντα τα έργα σου και οι όσιοί σου ευλογησάτωσάν σε
12They shall speak of the glory of thy kingdom, and talk of thy dominion; δόξαν της βασιλείας σου ερούσι και την δυναστείαν σου λαλήσουσι
13to make known to the sons of men thy power, and the glorious majesty of thy kingdom. του γνωρίσαι τοις υιοίς των ανθρώπων την δυναστείαν σου και την δόξαν της μεγαλοπρεπείας της βασιλείας σου
14Thy kingdom is an everlasting kingdom, and thy dominion endures through all generations. The Lord is faithful in his words, and holy in all his works. η βασιλεία σου βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία σου εν πάση γενεά και γενεά πιστός κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού
15The Lord supports all that are falling, and sets up all that are broken down. υποστηρίζει κύριος πάντας τους καταπίπτοντας και ανορθοί πάντας τους κατερραγμένους
16The eyes of all wait upon thee; and thou givest them their food in due season. οι οφθαλμοί πάντων εις σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία
17Thou openest thine hands, and fillest every living thing with pleasure. ανοίγεις συ την χείρά σου και εμπιπλάς παν ζώον ευδοκίας
18The Lord is righteous in all his ways, and holy in all his works. δίκαιος κύριος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού
19The Lord is near to all that call upon him, to all that call upon him in truth. εγγύς κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία
20He will perform the desire of them that fear him: and he will hear their supplication, and save them. θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς
21The Lord preserves all that love him: but all sinners he will utterly destroy. φυλάσσει κύριος πάντας τους αγαπώντας αυτόν και πάντας τους αμαρτωλούς εξολοθρεύσει
22My mouth shall speak the praise of the Lord: and let all flesh bless his holy name for ever and ever. αίνεσιν κυρίου λαλήσει το στόμα μου και ευλογείτω πάσα σαρξ το όνομα το άγιον αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος

Chapter 146

[edit]
1(146) Alleluia,

a Psalm of Aggaeus and Zacharias.

αλληλούϊα Αγγαίου και Ζαχαρίου
2My soul, praise the Lord. αίνει η ψυχή μου τον κύριον
3While I live will I praise the Lord: I will sing praises to my God as long as I exist. αινέσω κύριον εν τη ζωή μου ψαλώ τω θεώ μου έως υπάρχω
4Trust not in princes, nor in the children of men, in whom there is no safety. μη πεποίθατε επ΄ άρχοντας επί υιούς ανθρώπων οις ουκ έστι σωτηρία
5His breath shall go forth, and he shall return to his earth; in that day all his thoughts shall perish. εξελεύσεται το πνεύμα αυτού και επιστρέψει εις την γην αυτού εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού
6Blessed is he whose helper is the God of Jacob, whose hope is in the Lord his God: μακάριος ου ο θεός Ιακώβ βοηθός αυτού η ελπίς αυτού επί κύριον τον θεόν αυτού
7who made heaven, and earth, the sea, and all things in them: who keeps truth for ever: τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς τον φυλάσσοντα αλήθειαν εις τον αιώνα
8who executes judgment for the wronged: who gives food to the hungry. The Lord looses the fettered ones: ποιούντα κρίμα τοις αδικουμένοις διδόντα τροφήν τοις πεινώσι κύριος λύει πεπεδημένους
9the Lord gives wisdom to the blind: The Lord sets up the broken down: the Lord loves the righteous: the Lord preserves the strangers; κύριος σοφοί τυφλούς κύριος ανορθοί κατερραγμένους κύριος αγαπά δικαίους
10he will relieve the orphan and widow: but will utterly remove the way of sinners. κύριος φυλάσσει τους προσηλύτους ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί
11The Lord shall reign for ever, even thy God, O Sion, to all generations. βασιλεύσει κύριος εις τον αιώνα ο θεός σου Σιών εις γενεάν και γενεάν

Chapter 147

[edit]
1(147) Alleluia,

a Psalm of Aggaeus and Zacharias.

αλληλούϊα
2Praise ye the Lord: for psalmody is a good thing; let praise be sweetly sung to our God. αινείτε τον κύριον ότι αγαθός ψαλμός τω θεώ ημών ηδυνθείη αίνεσις
3The Lord builds up Jerusalem; and he will gather together the dispersed of Israel. οικοδομών Ιερουσαλήμ ο κύριος τας διασποράς του Ισραήλ επισυνάξει
4He heals the broken in heart, and binds up their wounds. ο ιώμενος τους συντετριμμένους την καρδίαν και δεσμεύων τα συντρίμματα αυτών
5He numbers the multitudes of stars; and calls them all by names. ο αριθμών πλήθη άστρων και πάσιν αυτοίς ονόματα καλών
6Great is our Lord, and great is his strength; and his understanding is infinite. μέγας ο κυριός ημών και μεγάλη η ισχύς αυτού και της συνέσεως αυτού ουκ έστιν αριθμός
7The Lord lifts up the meek; but brings sinners down to the ground. αναλαμβάνων πραείς ο κύριος ταπεινών δε αμαρτωλούς έως της γης
8Begin the song with thanksgiving to the Lord; sing praises on the harp to our God: εξάρξατε τω κυρίω εν εξομολογήσει ψάλατε τω θεώ ημών εν κιθάρα
9who covers the heaven with clouds, who prepares rain for the earth, who causes grass to spring up on the mountains, [and green herb for the service of men;] τω περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις τω ετοιμάζοντι τη γη υετόν τω εξανατέλλοντι εν όρεσι χόρτον και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων
10and gives cattle their food, and to the young ravens that call upon him. διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν
11He will not take pleasure in the strength of a horse; neither is he well-pleased with the legs of a man. ουκ εν τη δυναστεία του ίππου θελήσει ουδέ εν ταις κνήμαις του ανδρός ευδοκεί
12The Lord takes pleasure in them that fear him, and in all that hope in his mercy. ευδοκεί κύριος εν τοις φοβουμένοις αυτόν και εν τοις ελπίζουσιν επί το έλεος αυτού
13Praise the Lord, O Jerusalem; praise thy God, O Sion. επαίνει Ιερουσαλήμ τον κύριον αίνει τον θεόν σου Σιών
14For he has strengthened the bars of thy gates; he has blessed thy children within thee. ότι ενίσχυσε τους μοχλούς των πυλών σου ευλόγησε τους υιούς σου εν σοι
15He makes thy borders peaceful, and fills thee with the flour of wheat. ο τιθείς τα όριά σου ειρήνην και στέαρ πυρού εμπιπλών σε
16He sends his oracle to the earth: his word will run swiftly. ο αποστέλλων το λόγιον αυτού τη γη έως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού
17He gives snow like wool: he scatters the mist like ashes. διδόντος χιόνα αυτού ωσεί έριον ομίχλην ωσεί σποδόν πάσσοντος
18Casting forth his ice like morsels: who shall stand before his cold? βάλλοντος κρύσταλλον αυτού ωσεί ψωμούς κατά πρόσωπον ψύχους αυτού τις υποστήσεται
19He shall send out his word, and melt them: he shall blow with his wind, and the waters shall flow. εξαποστελεί τον λόγον αυτού και τήξει αυτά πνεύσει το πνεύμα αυτού και ρυήσεται ύδατα
20He sends his word to Jacob, his ordinances and judgments to Israel. ο απαγγέλλων το λόγιον αυτού τω Ιακώβ δικαιώματα και κρίματα αυτού τω Ισραήλ
21He has not done so to any other nation; and he has not shewn them his judgments. ουκ εποίησεν ούτως παντί έθνει και τα κρίματα αυτού ουκ εδήλωσεν αυτοίς

Chapter 148

[edit]
1Alleluia,

a Psalm of Aggaeus and Zacharias.

αλληλούϊα Αγγαίου και Ζαχαρίου
2Praise ye the Lord from the heavens: praise him in the highest. αινείτε τον κύριον εκ των ουρανών αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις
3Praise ye him, all his angels: praise ye him, all his hosts. αινείτε αυτόν πάντες οι άγγελοι αυτού αινείτε αυτόν πάσαι αι δυνάμεις αυτού
4Praise him, sun and moon; praise him, all ye stars and light. αινείτε αυτόν ήλιος και σελήνην αινείτε αυτόν πάντα τα άστρα και το φως
5Praise him, ye heavens of heavens, and the water that is above the heavens. αινείτε αυτόν οι ουρανοί των ουρανών και το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών
6Let them praise the name of the Lord: for he spoke, and they were made; he commanded, and they were created. αινεσάτωσαν το όνομα κυρίου ότι αυτός είπε και εγενήθησαν αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν
7He has established them for ever, even for ever and ever: he has made an ordinance, and it shall not pass away. έστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος πρόσταγμα έθετο και ου παρελεύσεται
8Praise the Lord from the earth, ye serpents, and all deeps. αινείτε τον κύριον εκ της γης δράκοντες και πάσαι άβυσσοι
9Fire, hail, snow, ice, stormy wind; the things that perform his word. πυρ χάλαζα χιών κρύσταλλος πνεύμα καταιγίδος τα ποιούντα τον λόγον αυτού
10Mountains, and all hills; fruitful trees, and all cedars: τα όρη και πάντες βουνοί ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι
11wild beasts, and all cattle; reptiles, and winged birds: τα θηρία και πάντα τα κτήνη ερπετά και πετεινά πτερωτά
12kings of the earth, and all peoples; princes, and all judges of the earth: βασιλείς της γης και πάντες λαοί άρχοντες και πάντες κρίται γης
13young men and virgins, old men with youths: νεανίσκοι και παρθένοι πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων
14let them praise the name of the Lord: for his name only is exalted; his praise is above the earth and heaven, αινεσάτωσαν το όνομα κυρίου ότι υψώθη το όνομα αυτού μόνου η εξομολόγησις αυτού επί γης και ουρανού
15and he shall exalt the horn of his people, there is a hymn for all his saints, even of the children of Israel, a people who draw near to him. και υψώσει κέρας λαού αυτού ύμνος πάσι τοις οσίοις αυτού τοις υιοίς Ισραήλ λαώ εγγίζοντι αυτώ

Chapter 149

[edit]
1Alleluia. αλληλούϊα
2Sing to the Lord a new song: his praise is in the assembly of the saints. άσατε τω κυρίω άσμα καινόν η αίνεσις αυτού εν εκκλησία οσίων
3Let Israel rejoice in him that made him; and let the children of Sion exult in their king. ευφρανθήτω Ισραήλ επί τω ποιήσαντι αυτόν και υιοί Σιών αγαλλιάσθωσαν επί τω βασιλεί αυτών
4Let them praise his name in the dance: let them sings praises to him with timbrel and psaltery. αινεσάτωσαν το όνομα αυτού εν χορώ εν τυμπάνω και ψαλτηρίω ψαλάτωσαν αυτώ
5For the Lord takes pleasure in his people; and will exalt the meek with salvation. ότι ευδοκεί κύριος εν λαώ αυτού και υψώσει πραείς εν σωτηρία
6The saints shall rejoice in glory; and shall exult on their beds. καυχήσονται όσιοι εν δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών
7The high praises of God shall be in their throat, and two-edged swords in their hands; αι υψώσεις του θεού εν τω λάρυγγι αυτών και ρομφαίαι δίστομοι εν ταις χερσίν αυτών
8to execute vengeance on the nations, and punishments among the peoples; του ποιήσαι εκδίκησιν εν τοις έθνεσιν ελεγμούς εν τοις λαοίς
9to bind their kings with fetters, and their nobles with manacles of iron; to execute on them the judgment written: this honour have all his saints. του δήσαι τους βασιλείς αυτών εν πέδαις και τους ενδόξους αυτών εν χειροπέδαις σιδηραίς
10 του ποιήσαι εν αυτοίς κρίμα έγγραπτον δόξα αύτη εστί πάσι τοις οσίοις αυτού

Chapter 150

[edit]
1Alleluia. αλληλούϊα
2Praise God in his holy places: praise him in the firmament of his power. αινείτε τον θεόν εν τοις αγίοις αυτού αινείτε αυτόν εν στερεώματι δυνάμεως αυτού
3Praise him on account of his mighty acts: praise him according to his abundant greatness. αινείτε αυτόν επί ταις δυναστείαις αυτού αινείτε αυτόν κατά το πλήθος της μεγαλωσύνης αυτού
4Praise him with the sound of a trumpet: praise him with psaltery and harp. αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα
5Praise him with timbrel and dance: praise him with stringed instruments and the organ. αινείτε αυτόν εν τυμπάνω και χορώ αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω
6Praise him with melodious cymbals: praise him with loud cymbals. αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού
7Let every thing that has breath praise the Lord. πάσα πνοή αινεσάτω τον κύριον