Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/Zacharias

From Wikisource
For other versions of this work, see Zacharias (Bible).

Chapter 1

[edit]
1In the eighth month, in the second year of the reign of Darius, the word of the Lord came to Zacharias, the son of Barachias, the son of Addo, the prophet, saying, εν τω ογδόω μηνί έτους δευτέρου επί Δαρείου εγένετο λόγος κυρίου προς Ζαχαρίαν τον του Βαραχίου υιού Αδδώ τον προφήτην λέγων
2The Lord has been very angry with your fathers. ωργίσθη κύριος επί τους πατέρας υμών οργήν μεγάλην
3And thou shalt say to them, Thus saith the Lord Almighty: Turn to me, saith the Lord of hosts, and I will turn to you, saith the Lord of hosts. και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων επιστρέψατε προς με λέγει κύριος των δυνάμεων και επιστραφήσομαι προς υμάς λέγει κύριος των δυνάμεων
4And be ye not as your fathers, whom the prophets before charged, saying, Thus saith the Lord Almighty: Turn ye from your evil ways, and from your evil practices: but they hearkened not, and attended not to hearken to me, saith the Lord. και μη γίνεσθε καθώς οι πατέρες υμών οις ενεκάλεσαν αυτοίς οι προφήται οι έμπροσθεν λέγοντες τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων αποστρέψατε από των οδών υμών των πονηρών και από των επιτηδευμάτων υμών των πονηρών και ου εισήκουσαν και ου προσέσχον του εισακούσαί μου λέγει κύριος
5Where are your fathers, and the prophets? Will they live for ever? οι πατέρες υμών που εισί και οι προφήται μη εις τον αιώνα ζήσονται
6But do ye receive my words and mine ordinances, all that I command by my Spirit to my servants the prophets, who lived in the days of your fathers; and they answered and said, As the Lord Almighty determined to do to us, according to our ways, and according to our practices, so has he done to us. πλην τους λόγους μου και τα νόμιμά μου δέχεσθε όσα εγώ εντέλλομαι εν πνεύματί μου τοις δούλοις μου τοις προφήταις οι κατέλαβον τους πατέρας υμών και απεκρίθησαν και είπαν καθώς παρατέτακται κύριος των δυνάμεων του ποιήσαι ημίν κατά τας οδούς ημών και κατά τα επιτηδεύματα ημών ούτως εποίησεν ημίν
7On the twenty-fourth day in the eleventh month, this is the month Sabat, in the second year of the reign of Darius, the word of the Lord came to Zacharias, the son of Barachias, the son of Addo, the prophet, saying, τη τετράδι και εικάδι εν τω ενδεκάτω μηνί ούτος ο μην Σαβάτ εν τω δευτέρω έτει επί Δαρείου εγένετο λόγος κυρίου προς Ζαχαρίαν τον του Βαραχίου υιόν Αδδώ τον προφήτην λέγων
8I saw by night, and behold a man mounted on a red horse, and he stood between the shady mountains; and behind him were red horses, and grey, and piebald, and white. εώρακα την νύκτα και ιδού ανήρ επιβεβηκώς ίππον πυρρόν και ούτος ειστήκει αναμέσον των ορέων των κατασκίων και οπίσω αυτού ίπποι πυρροί και λευκοί και ποικίλοι
9And I said, What are these, my lord? And the angel spoke with me said to me, I will shew thee what these things are. και είπα τι ούτοι κύριε και είπε προς με ο άγγελος ο λαλών εν εμοί εγώ δείξω σοι τι εστι ταύτα
10And the man that stood between the mountains answered, and said to me, These are they whom the Lord has sent forth to go round the earth. και απεκρίθη ο ανήρ ο εφεστηκώς αναμέσον των ορέων και είπε προς με ούτοί εισιν ους εξαπέστειλε κύριος περιοδεύσαι την γην
11And they answered the angel of the Lord that stood between the mountains, and said, We have gone round all the earth, and, behold, all the earth is inhabited, and is at rest. και απεκρίθησαν τω αγγέλω κυρίου τω εφεστώτι αναμέσον των ορέων και είπαν περιωδεύκαμεν την γην και ιδού πάσα η γη κατοικείται και ησυχάζει
12Then the angel of the Lord answered and said, O Lord Almighty, how long wilt thou have no mercy on Jerusalem, and the cities of Juda, which thou has disregarded these seventy years? και απεκρίθη ο άγγελος κυρίου και είπε κύριε των δυνάμεων έως τίνος ου ελεήσης την Ιερουσαλήμ και τας πόλεις Ιούδα αις εθυμώθης τούτο εβδομηκοστόν έτος
13And the Lord Almighty answered the angel that spoke with me good words and consolatory sayings. και απεκρίθη κύριος τω αγγέλω τω λαλούντι εν εμοί ρήματα καλά λόγους παρακλητικούς
14And the angel that spoke with me said to me, Cry out and say, Thus saith the Lord Almighty; I have been jealous for Jerusalem and Sion with great jealousy. και είπε προς με ο άγγελος ο λαλών εν εμοί ανάκραγε λέγων τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ εζήλωκα την Ιερουσαλήμ και την Σιών ζήλον μέγαν
15And I am very angry with the heathen that combine to attack her: forasmuch as I indeed was a little angry, but they combined to attack her for evil. και οργήν μεγάλην εγώ οργίζομαι επί τα έθνη τα συνεπιτιθέμενα ανθ΄ ων εγώ μεν ωργίσθην ολίγα αυτοί δε συνεπέθεντο εις κακά
16Therefore thus saith the Lord: I will return to Jerusalem with compassion; and my house shall be rebuilt in her, saith the Lord Almighty, and a measuring line shall yet be stretched out over Jerusalem. διά τούτο τάδε λέγει κύριος επιστρέψω επί Ιερουσαλήμ εν οικτιρμώ και ο οίκός μου ανοικοδομηθήσεται εν αυτή λέγει κύριος των δυνάμεων και μέτρον εκταθήσεται επί Ιερουσαλήμ
17And the angel that spoke with me said to me, Cry yet, and say, Thus saith the Lord Almighty; Yet shall cities be spread abroad through prosperity; and the Lord shall yet have mercy upon Sion, and shall choose Jerusalem. έτι ανάκραγε λέγων τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων έτι διαχυθήσονται πόλεις εν αγαθοίς και ελεήσει έτι την Σιών και αιρετιει έτι την Ιερουσαλήμ
18And I lifted up mine eyes and looked, and behold four horns. και ήρα τους οφθαλμούς μου και ίδον και ιδού τέσσαρα κέρατα
19And I said to the angel that spoke with me, What are these things, my lord? And he said to me, These are the horns that have scattered Juda, and Israel, and Jerusalem. και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί τι εστι ταύτα κύριε και είπε προς με ταύτα τα κέρατα τα διασκορπίσαντα τον Ιούδαν και τον Ισραήλ και την Ιερουσαλήμ
20And the Lord shewed me four artificers. και έδειξέ μοι κύριος τέσσαρας τέκτονας
21And I said, What are these coming to do? And he said, These are the horns that scattered Juda, and they broke Israel in pieces, and none of them lifted up his head: and these are come forth to sharpen them for their hands, even the four horns, the nations that lifted up the horn against the land of the Lord to scatter it. και είπα τι ούτοι έρχονται ποιήσαι και είπε προς με λέγων ταύτα τα κέρατα τα διασκορπίσαντα τον Ιούδαν και τον Ισραήλ κατεαξαν και ουδείς αυτών ήρε κεφαλήν και εξηλθοσαν ούτοι του οξύναι αυτά εις χείρας αυτών τα τέσσαρα κέρατα έθνη εισίν επαιρόμενα κέρας επί την γην κυρίου του διασκορπίσαι αυτήν

Chapter 2

[edit]
1And I lifted up mine eyes, and looked, and behold a man, and in his hand a measuring line. και ήρα τους οφθαλμούς μου και ίδον και ιδού ανήρ και εν τη χειρί αυτού σχοινίον γεωμετρικόν
2And I said to him, Whither goest thou? And he said to me, To measure Jerusalem, to see what is the breadth of it, and what is the length of it. και είπα προς αυτόν που πορεύη και είπε προς με του διαμετρήσαι την Ιερουσαλήμ και ιδείν πηλίκον το πλάτος αυτής εστι και πηλίκον το μήκος
3And, behold, the angel that spoke with me stood by, and another angel went forth to meet him, και ιδού ο άγγελος ο λαλών εν εμοί ειστήκει και έτερος άγγελος εξεπορεύετο εις συνάντησιν αυτώ
4and spoke to him, saying, Run and speak to that young man, saying, Jerusalem shall be fully inhabited by reason of the abundance of men and cattle in the midst of her. και είπεν προς αυτόν δράμε και λάλησον προς τον νεανίαν εκείνον λέγων κατάκαρπως κατοικηθήσεται Ιερουσαλήμ από πλήθους ανθρώπων και κτηνών εν μέσω αυτής
5And I will be to her, saith the Lord, a wall of fire round about, and I will be for a glory in the midst of her. και εγώ έσομαι αυτή λέγει κύριος τείχος πυρός κυκλόθεν και εις δόξαν έσομαι εν μέσω αυτής
6Ho, ho, flee from the land of the north, saith the Lord: for I will gather you from the four winds of heaven, saith the Lord, ω ω φεύγετε από γης βορρά λέγει κύριος διότι εκ των τεσσάρων ανέμων του ουρανού συνάξω υμάς λέγει κύριος
7even to Sion: deliver yourselves, ye that dwell with the daughter of Babylon. εις Σιών ανασώζεσθε οι κατοικούντες θυγατέρα Βαβυλώνος
8For thus saith the Lord Almighty; After the glory has he sent me to the nations that spoiled you: for he that touches you is as one that touches the apple of his eye. διότι τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ οπίσω δόξης εξαπέσταλκέ με επί τα έθνη τα σκυλεύσαντα υμάς διότι ο απτόμενος υμών ως ο απτόμενος της κόρης του οφθαλμού αυτού
9For, behold, I bring my hand upon them, and they shall be a spoil to them that serve them: and ye shall know that the Lord Almighty has sent me. διότι ιδού εγώ επιφέρω την χείρά μου επ΄ αυτούς και έσονται σκύλα τοις δουλευουσιν αυτοίς και γνώσεσθε ότι κύριος παντοκράτωρ εξαπέσταλκέ με
10Rejoice and be glad, O daughter of Sion: for, behold, I come, and will dwell in the midst of thee, saith the Lord. τέρπου και ευφραίνου θύγατερ Σιών διότι ιδού εγώ έρχομαι και κατασκηνώσω εν μέσω σου λέγει κύριος
11And many nations shall flee for refuge to the Lord in that day, and they shall be for a people to him, and they shall dwell in the midst of thee: and thou shalt know that the Lord Almighty has sent me to thee. και καταφεύξονται έθνη πολλά επί τον κύριον εν τη ημέρα εκείνη και έσονται αυτώ εις λαόν και κατασκηνώσω εν μέσω σου και επιγνώση ότι κύριος παντοκράτωρ εξαπέσταλκέ με προς σε
12And the Lord shall inherit Juda his portion in the holy land, and he will yet choose Jerusalem. και κατακληρονομήσει κύριος τον Ιούδαν την μερίδα αυτού επί την γην την αγίαν και αιρετιει έτι την Ιερουσαλήμ
13Let all flesh fear before the Lord: for he has risen up from his holy clouds. ευλαβείσθω πάσα σαρξ από προσώπου κυρίου ότι εξεγήγερται εκ νεφελών αγίων αυτού

Chapter 3

[edit]
1And the Lord shewed me Jesus the high priest standing before the angel of the Lord, and the Devil stood on his right hand to resist him. και έδειξέ μοι κύριος Ιησούν τον ιερέα τον μέγαν εστώτα προ προσώπου αγγέλου κυρίου και ο διάβολος ειστήκει εκ δεξιών αυτού του αντικείσθαι αυτώ
2And the Lords said to the Devil, και είπεν κύριος προς τον διάβολον επιτιμήσαι κύριος εν σοι διάβολε και επιτιμήσαι κύριος εν σοι ο εκλεξάμενος την Ιερουσαλήμ ουχί ούτος δαλός εξεσπασμένος εκ πυρός
3 The Lord rebuke thee, O Devil, even the Lord that has chosen Jerusalem rebuke thee: behold! is not this as a brand plucked from the fire? και Ιησούς ην ενδεδυμένος ιμάτια ρυπαρά και ειστήκει προ προσώπου του αγγέλου
4Now Jesus was clothed in filthy raiment, and stood before the angel. και απεκρίθη και είπε προς τους εστηκότας προ προσώπου αυτού λέγων αφέλετε τα ιμάτια τα ρυπαρά απ΄ αυτού και είπεν προς αυτόν ιδού εξειλόμην τας αδικίας σου και ενδύσατε αυτόν ποδήρη
5And the Lord answered and spoke to those who stood before him, saying, Take away the filthy raiment from him: and he said to him, Behold, I have taken away thine iniquities: and clothe ye him with a long robe, ανδ είπεν επίθετε και μίτραν και κίδαριν καθαράν επί την κεφαλήν αυτού και επέθηκαν μίτραν και κίδαριν καθαράν επί την κεφαλήν αυτού και περιέβαλον αυτόν ιμάτια και ο άγγελος κυρίου ειστήκει
6and place a pure mitre upon his head. So they placed a pure mitre upon his head, and clothed him with garments: and the angel of the Lord stood by. και διεμαρτύρετο ο άγγελος κυρίου προς Ιησούν λέγων
7And the angel of the Lord testified to Jesus, saying, τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ εάν εν ταις οδοίς μου πορεύση και τα προστάγματά μου φυλάξης και συ διακρινείς τον οίκόν μου και συ φυλάξεις την αυλήν μου και δώσω σοι αναστρεφομένους εν μέσω των εστηκότων τούτων
8Thus saith the Lord Almighty; If thou wilt walk in my ways, and take heed to my charges, then shalt thou judge my house: and if thou wilt diligently keep my court, then will I give thee men to walk in the midst of these that stand here. άκουε δη Ιησού ο ιερεύς ο μέγας συ και οι πλησίον σου οι καθήμενοι πρό προσώπου σου διότι άνδρες τερατοσκόποι εισίν διότι ιδού εγώ άγω τον δούλον μου ανατολήν
9Hear now, Jesus the high priest, thou, and thy neighbours that are sitting before thee: for they are diviners, for, behold, I bring forth my servant The Branch. διότι ο λίθος ον έδωκα προ προσώπου Ιησού επί τον λίθον τον ένα επτά οφθαλμοί εισιν ιδού εγώ ορύσσω βόθρον λέγει κύριος παντοκράτωρ και ψηλαφήσω πάσαν την αδικίαν της γης εν ημέρα μία
10For as for the stone which I have set before the face of Jesus, on the one stone are seven eyes: behold, I am digging a trench, saith the Lord Almighty, and I will search out all the iniquity of that land in one day. εν τη ημέρα εκείνη λέγει κύριος παντοκράτωρ συγκαλέσετε έκαστος τον πλησίον αυτού υποκάτω αμπέλου και υποκάτω συκής
11In that day, saith the Lord Almighty, ye shall call together every man his neighbour under the vine and under the fig-tree.

Chapter 4

[edit]
1And the angel that talked with me returned, and awakened me, as when a man is awakened out of his sleep. και επέστρεψεν ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και εξήγειρέ με ον τρόπον όταν εξεγερθή άνθρωπος εξ ύπνου αυτού
2And he said to me, What seest thou? And I said, I have seen, and behold a candlestick all of gold, and its bowl upon it, and seven lamps upon it, and seven oil funnels to the lamps upon it: και είπε προς με τι συ βλέπεις και είπα εώρακα και ιδού λυχνία χρυσή όλη και το λαμπάδιον επάνω αυτής και επτά λύχνοι επάνω αυτής και επτά επαρυστρίδες τοις επτά λύχνοις τοις επάνω αυτής
3and two olive-trees above it, one on the right of the bowl, and one on the left. και δύο ελαίαι επάνω αυτής μία εκ δεξιών του λαμπαδίου αυτής και μία εξ ευωνύμων
4And I inquired, and spoke to the angel that talked with me, saying, What are these things, my lord? και επηρώτησα και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί λέγων τι εστι ταύτα κύριε
5And the angel that talked with me answered, and spoke to me, saying, Knowest thou not what these things are? And I said, No, my lord. και απεκρίθη ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και είπε προς με ου γινώσκεις τι εστι ταύτα και είπα ουχί κύριε
6And he answered and spoke to me, saying, This is the word of the Lord to Zorobabel, saying, Not by mighty power, nor by strength, but by my Spirit, saith the Lord Almighty. και απεκρίθη και είπε προς με λέγων ούτος ο λόγος κυρίου προς Ζοροβάβελ λέγων ουκ εν δυνάμει μεγάλη ουδέ εν ισχύϊ αλλ΄ εν πνεύματί μου λέγει κύριος παντοκράτωρ
7Who art thou, the great mountain before Zorobabel, that thou shouldest prosper? whereas I will bring out the stone of the inheritance, the grace of it the equal of my grace. τις ει συ το όρος το μέγα προ προσώπου Ζοροβάβελ του κατορθώσαι και εξοίσω τον λίθον της κληρονομίας ισότητα χάριτος χάριτα αυτής
8And the word of the Lord came to me, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
9The hands of Zorobabel have laid the foundation of this house, and his hands shall finish it: and thou shalt know that the Lord Almighty has sent me to thee. αι χείρες Ζοροβάβελ εθεμελίωσαν τον οίκον τούτον και αι χείρες αυτού επιτελέσουσιν αυτόν και επιγνώση διότι κύριος παντοκράτωρ εξαπέσταλκέ με προς σε
10For who has despised the small days? surely they shall rejoice, and shall see the plummet of tin in the hand of Zorobabel: these are the seven eyes that look upon all the earth. διότι τις εξουδένωσεν ημέρας μικράς και χαρήσονται και όψονται τον λίθον τον κασσιτέρινον εν χειρί Ζοροβάβελ επτά ούτοι οφθαλμοί κυρίου εισίν οι επιβλέποντες επί πάσαν την γην
11And I answered, and said to him, What are these two olive-trees, which are on the right and left hand of the candlestick? και απεκρίθην και είπα προς αυτόν τι αι δύο ελαίαι αύται αι εκ δεξιών της λυχνίας και εξ ευωνύμων
12And I asked the second time, and said to him, What are the two branches of the olive-trees that are by the side of the two golden pipes that pour into and communicate with the golden oil funnels? και επηρώτησα εκ δευτέρου και είπα προς αυτόν τι οι δύο κλάδοι των ελαιών οι εν ταις χερσί των δύο μυξωτήρων των χρυσών των επιχεόντων και επαναγόντων τας επαρυστρίδας τας χρυσάς
13And he said to me, Knowest thou not what these are? and I said, No, my lord. και είπε προς με λέγων ουκ οίδας τι εστι ταύτα και είπον ουχί κύριε
14And he said, These are the two anointed ones that stand by the Lord of the whole earth. και είπεν ούτοί εισιν οι δύο υιοί της πιότητος παρεστήκασιν τω κυρίω πάσης της γης

Chapter 5

[edit]
1And I turned, and lifted up mine eyes, and looked and behold a flying sickle. και επέστρεψα και ήρα τους οφθαλμούς μου και ίδον και ιδού δρέπανον πετόμενον
2And he said to me, What seest thou? And I said, I see a flying sickle, of the length of twenty cubits, and of the breadth of ten cubits. και είπεν προς με τι συ βλέπεις και είπον εγώ ορώ δρέπανον πετόμενον μήκους πηχεών είκοσι και πλάτους πηχεών δέκα
3And he said to me, This is the curse that goes forth over the face of the whole earth: for every thief shall be punished with death on this side, and every false swearer shall be punished on that side. και είπεν προς με αύτη η άρα η εκπορευομένη επί πρόσωπον πάσης της γης διότι πας ο κλέπτης εκ τούτου έως θανάτου εκδικηθήσεται και πας ο επίορκος εκ τούτου έως θανάτου εκδικηθήσεται
4And I will bring it forth, saith the Lord Almighty, and it shall enter into the house of the thief, and into the house of him that swears falsely by my name: and it shall rest in the midst of his house, and shall consume it, and the timber of it, and the stones of it. και εξοίσω αυτό λέγει κύριος παντοκράτωρ και εισελεύσεται εις τον οίκον του κλέπτου και εις τον οίκον του ομνύοντος τω ονόματί μου επί ψεύδει και καταλύσει εν μέσω του οίκου αυτού και συντελέσει αυτόν και τα ξύλα αυτού και τους λίθους αυτού
5And the angel that talked with me went forth, and said to me, Lift up thine eyes, and see this that goes forth. και εξήλθεν ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και είπε προς με ανάβλεψον τοις οφθαλμοίς σου και ίδε τι το εκπορευόμενον τούτο
6And I said, What is it? And he said, This is the measure that goes forth. And he said, This is their iniquity in all the earth. και είπα τι εστι και είπεν τούτο το μέτρον το εκπορευόμενον και είπεν αύτη εστίν η αδικία αυτών εν πάση τη γη
7And behold a talent of lead lifted up: and behold a woman sat in the midst of the measure. και ιδού τάλαντον μολίβδου εξαιρόμενον και ιδού γυνή μία εκάθητο εν μέσω του μέτρου
8And he said, This is iniquity. And he cast it into the midst of the measure, and cast the weight of lead on the mouth of it. και είπεν αύτη εστίν η ανομία και έρριψεν αυτήν εις μέσον του μέτρου και έρριψε τον λίθον του μολίβδου εις το στόμα αυτής
9And I lifted up mine eyes, and saw, and, behold, two women coming forth, and the wind was in their wings; and they had stork's wings: and they lifted up the measure between the earth and the sky. και ήρα τους οφθαλμούς μου και ίδον και ιδού δύο γυναίκες εκπορευόμεναι και πνεύμα εν ταις πτέρυξιν αυτών και αύται είχον πτέρυγας ως πτέρυγας έποπος και ανέλαβον το μέτρον αναμέσον της γης και του ουρανού
10And I said to the angel that spoke with me, Whither do these carry away the measure? και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί που αύται αποφέρουσιν το μέτρον
11And he said to me, To build it a house in the land of Babylon, and to prepare a place for it; and they shall set it there on its own base. και είπεν προς με οικοδομήσαι αυτώ οικίαν εν γη Βαβυλώνος και ετοιμάσαι και θήσουσιν αυτό εκεί επί την ετοιμασίαν αυτού

Chapter 6

[edit]
1And I turned, and lifted up mine eyes, and looked, and, behold, four chariots coming out from between two mountains; and the mountains were brazen mountains. και επέστρεψα και ήρα τους οφθαλμούς μου και ίδον και ιδού τέσσαρα άρματα εκπορευόμενα εκ μέσου δύο ορέων και τα όρη ην όρη χαλκά
2In the first chariot were red horses; and in the second chariot black horses; εν τω άρματι τω πρώτω ίπποι πυρροί και εν τω άρματι τω δευτέρω ίπποι μέλανες
3and in the third chariot white horses; and in the fourth chariot piebald and ash-coloured horses. και εν τω άρματι τω τρίτω ίπποι λευκοί και εν τω άρματι τω τετάρτω ίπποι ποικίλοι και ψαροί
4And I answered and said to the angel that talked with me, What are these, my Lord? και απεκρίθην και είπα προς τον άγγελον τον λαλούντα εν εμοί τι εστι ταύτα κύριε
5And the angel that talked with me answered and said, These are the four winds of heaven, and they are going forth to stand before the Lord of all the earth. και απεκρίθη ο άγγελος ο λαλών εν εμοί και είπεν ταύτά εστιν οι τέσσαρες άνεμοι του ουρανού και εκπορεύονται παραστήναι τω κυρίω πάσης της γης
6As for the chariot in which were the black horses, they went out to the land of the north; and the white went out after them; and the piebald went out to the land of the south. εν ω ήσαν ίπποι οι μέλανες εξεπορεύοντο επί γην βορρά και οι λευκοί εξεπορεύοντο κατόπισθεν αυτών και οι ποικίλοι εξεπορεύοντο επί γην νότου
7And the ash-coloured went out, and looked to go and compass the earth: and he said, Go, and compass the earth. And they compassed the earth. και ψαροί εξεπορεύοντο και επέβλεπον του περιοδεύσαι την γην και είπεν πορεύεσθε και περιοδεύσατε την γην και περιώδευσαν την γην
8And he cried out and spoke to me, saying, Behold, these go out to the land of the north, and they have quieted mine anger in the land of the north. και ανεβόησε και ελάλησεν προς με λέγων ιδού οι εκπορευόμενοι επί γην βορρά ανέπαυσαν τον θυμόν μου εν γη βορρά
9And the word of the Lord came to me, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
10Take the things of the captivity from the chief men, and from the useful men of it, and from them that have understood it; and thou shalt enter in that day into the house of Josias the son of Sophonias that came out of Babylon. λάβε τα εκ της αιχμαλωσίας παρά των αρχόντων και παρά των χρησίμων αυτής και παρά των επεγνωκότων αυτήν και εισελεύση εν τη ημέρα εκείνη εις τον οίκον Ιωσίου του Σοφονίου του ήκοντος εκ Βαβυλώνος
11And thou shalt take silver and gold, and make crowns, and thou shalt put them upon the head of Jesus the son of Josedec the high priest; και λήψη αργύριον και χρυσίον και ποιήσεις στεφάνους και επιθήσεις επί την κεφαλήν Ιησού του Ιωσεδέκ του ιερέως του μεγάλου
12and thou shalt say to him, Thus saith the Lord Almighty; Behold the man whose name is The Branch; and he shall spring up from his stem, and build the house of the Lord. και ερείς προς αυτόν τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ ιδού ανήρ ανατολή όνομα αυτόυ και υποκάτωθεν αυτού ανατελεί και οικοδομήσει τον οίκον κυρίου
13And he shall receive power, and shall sit and rule upon his throne; and there shall be a priest on his right hand, and a peaceable counsel shall be between them both. και αυτός λήψεται αρετήν και καθιείται και κατάρξει επί του θρόνου αυτού και έσται ιερεύς εκ δεξιών αυτού και βουλή ειρηνική έσται αναμέσον αμφοτέρων
14And the crown shall be to them that wait patiently, and to the useful men of the captivity, and to them that have known it, and for the favour of the son of Sophonias, and for a psalm in the house of the Lord. ο δε στέφανος έσται τοις υπομένουσιν και τοις χρησίμοις αυτής και τοις επεγνωκόσιν αυτήν και εις χάριτα υιού Σοφονίου και εις ψαλμόν εν οίκω κυρίου
15And they that are far from them shall come and build in the house of the Lord, and ye shall know that the Lord Almighty has sent me to you: and this shall come to pass, if ye will diligently hearken to the voice of the Lord your God. και οι μακράν απ΄ αυτών ήξουσιν και οικοδομήσουσιν εν τω οίκω κυρίου και γνώσεσθε διότι κύριος παντοκράτωρ απέσταλκέ με προς υμάς και έσται εάν εισακούοντες εισακούσητε της φωνής κυρίου του θεού υμών

Chapter 7

[edit]
1And it came to pass in the fourth year of Darius the king, that the word of the Lord came to Zacharias on the fourth day of the ninth month, which is Chaseleu. και εγένετο εν τω τετάρτω έτει επί Δαρείου του βασιλέως εγένετο λόγος κυρίου προς Ζαχαρίαν τετράδι του μηνός του εννάτου ος εστι Χασελεύ
2And Sarasar and Arbeseer the king and his men sent to Bethel, and that to propitiate the Lord, και απέστειλεν εις Βαιθήλ Σαρασάρ και Ρογώμ ο βασιλεύς και οι άνδρες αυτού εξιλάσασθαι τον κύριον
3speaking to the priests that were in the house of the Lord Almighty, and to the prophets, saying, The holy offering has come in hither in the fifth month, as it has done already many years. λέγων προς τους ιερείς τους εν τω οίκω κυρίου παντοκράτορος και προς τους προφήτας λέγων εισελήλυθεν ώδε εν τω πέμπτω μηνί το άγιασμα καθότι εποίησεν ήδη ικανά έτη
4And the word of the Lord of hosts came to me, saying, και εγένετο λόγος κυρίου των δυνάμεων προς εμέ λέγων
5Speak to the whole people of the land, and to the priests, saying, Though ye fasted or lamented in the fifth or seventh months (yea, behold, these seventy years) have ye at all fasted to me? είπον παντί τω λαώ της γης και προς τους ιερείς λέγων εάν νηστεύσητε η κόψησθε εν ταις πέμπταις η εν ταις εβδόμαις και ιδού εβδομήκοντα έτη μη νηστείαν νενηστεύκατέ μοι
6And if ye eat or drink, do ye not eat and drink for yourselves? και εάν φάγητε η πίητε ουκ υμείς εσθίετε και υμείς πίνετε
7Are not these the words which the Lord spoke by the former prophets, when Jerusalem was inhabited and in prosperity, and her cities round about her, and the hill country and the low country was inhabited? ουχ ούτοι οι λόγοι μου εισίν ους ελάλησε κύριος εν χερσί των προφητών των έμπροσθεν ότε ην Ιερουσαλήμ κατοικουμένη και ευθηνούσα και αι πόλεις αυτής κυκλόθεν και η ορεινή και η πεδινή κατώκειτο
8And the word of the Lord came to Zacharias, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς Ζαχαρίαν λέγων
9Thus saith the Lord Almighty; Judge righteous judgment, and deal mercifully and compassionately every one with his brother: τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ λέγων κρίμα δίκαιον κρίνατε και έλεον και οικτιρμόν ποιείτε έκαστος προς τον αδελφόν αυτού
10and oppress not the widow, or the fatherless, or the stranger, or the poor; and let not one of you remember in his heart the injury of his brother. και χήραν και ορφανόν και προσήλυτον και πένητα μη καταδυναστεύετε και κακίαν έκαστος του αδελφού αυτού μη μνησικακείτω εν ταις καρδίαις υμών
11But they refused to attend, and madly turned their back, and made their ears heavy, so that they should not hear. και ηπείθησαν του προσέχειν και έδωκαν νώτον παραφρονούντα και τα ώτα αυτών εβάρυναν του μη εισακούειν
12And they made their heart disobedient, so as not to hearken to my law, and the words which the Lord Almighty sent forth by his Spirit by the former prophets: so there was great wrath from the Lord Almighty. και την καρδίαν αυτών έταξαν απειθή του μη εισακούειν του νόμου μου και τους λόγους ους εξαπέστειλε κύριος παντοκράτωρ εν πνεύματι αυτού εν χερσίν των προφητών των έμπροσθεν και εγένετο οργή μεγάλη παρά κυρίου παντοκράτορος
13And it shall come to pass, that as he spoke, and they hearkened not, so they shall cry, and I will not hearken, saith the Lord Almighty. και έσται ον τρόπον είπον και ουκ εισήκουσαν αυτου ούτως κεκράξονται και ου εισακούσω λέγει κύριος παντοκράτωρ
14And I will cast them out among all the nations, whom they know not; and the land behind them shall be made utterly destitute of any going through or returning: yea they have made the choice land a desolation. και εκβαλώ αυτούς εις πάντα τα έθνη α ουκ έγνωσαν και η γη αφανισθήσεται κατόπισθεν αυτών εκ διοδεύοντος και εξ αναστρέφοντος και έταξαν την γην εκλεκτήν εις αφανισμόν

Chapter 8

[edit]
1And the word of the Lord Almighty came, saying, και εγένετο λόγος κυρίου παντοκράτορος λέγων
2Thus saith the Lord Almighty; I have been jealous for Jerusalem and for Sion with great jealousy, and I have been jealous for her with great fury. τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ εζήλωκα την Ιερουσαλήμ και την Σιών ζήλον μέγαν και θυμώ μεγάλω εζήλωκα αυτήν
3Thus saith the Lord; I will return to Sion, and dwell in the midst of Jerusalem: and Jerusalem shall be called a true city, and the mountain of the Lord Almighty a holy mountain. τάδε λέγει κύριος επιστρέψω επί Σιών και κατασκηνώσω εν μέσω Ιερουσαλήμ και κληθήσεται Ιερουσαλήμ πόλις αληθινή και το όρος κυρίου παντοκράτορος όρος άγιον
4Thus saith the Lord Almighty; There shall yet dwell old men and old women in the streets of Jerusalem, every one holding his staff in his hand for age. τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ έτι καθήσονται πρεσβύτεροι και πρεσβυτέραι εν ταις πλατείαις Ιερουσαλήμ έκαστος την ράβδον αυτού έχων εν τη χειρί αυτού από πλήθους ημερών
5And the broad places of the city shall be filled with boys and girls playing in the streets thereof. και αι πλατείαι της πόλεως πλησθήσονται παιδαρίων και κορασίων παιζόντων εν ταις πλατείαις αυτής
6Thus saith the Lord Almighty; If it shall be impossible in the sight of the remnant of this people in those days, shall it also be impossible in my sight? saith the Lord Almighty. τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ ει αδυνατήσει ενώπιον των καταλοίπων του λαού τούτου εν ταις ημέραις εκείναις μη και ενώπιον εμού αδυνατήσει λέγει κύριος παντοκράτωρ
7Thus saith the Lord Almighty; Behold, I will save my people from the east country, and the west country; τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ ιδού εγώ σώζω τον λαόν μου από γης ανατολών και από γης δυσμών
8and I will bring them in, and cause them to dwell in the midst of Jerusalem: and they shall be to me a people, and I will be to them a God, in truth and in righteousness. και εισάξω αυτούς και κατασκηνωσώσουσιν εν μέσω Ιερουσαλήμ και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις θεόν εν αληθεία και εν δικαιοσύνη
9Thus saith the Lord Almighty; Let your hands be strong, ye that hear in these days these words out of the mouth of the prophets, from the day that the house of the Lord Almighty was founded, and from the time that the temple was built. τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ κατισχυέτωσαν αι χείρες υμών των ακουόντων εν ταις ημέραις ταύταις τους λόγους τούτους εκ στόματος των προφητών αφ΄ ης ημέρας τεθεμελίωται ο οίκος κυρίου παντοκράτορος και ο ναός αφ΄ ου ωκοδόμηται
10For before those days the wages of men could not be profitable, and there could be no hire of cattle, and there could be no peace by reason of the affliction to him that went out or to him that came in: for I would have let loose all men, every one against his neighbour. διότι προ των ημερών εκείνων ο μισθός των ανθρώπων ουκ έσται εις όνησιν και ο μισθός των κτηνών ουχ υπάρξει και τω εκπορευομένω και τω εισπορευομένω ουκ έσται ειρήνη από της θλίψεως και εξαποστελώ πάντας τους ανθρώπους έκαστον επί τον πλησίον αυτού
11But now I will not do to the remnant of this people according to the former days, saith the Lord Almighty. και νυν ου κατά τας ημέρας τας έμπροσθεν εγώ ποιώ τοις καταλοίποις του λαού τούτου λέγει κύριος παντοκράτωρ
12But I will shew peace: the vine shall yield her fruit, and the land shall yield her produce, and the heaven shall give its dew: and I will give as an inheritance all these things to the remnant of my people. αλλ΄ δείξω ειρήνη η άμπελος δώσει τον καρπόν αυτής και η γη δώσει τα γεννήματα αυτής και ο ουρανός δώσει τον δρόσον αυτού και κατακληρονομήσω τοις καταλοίποις του λαού μου πάντα ταύτα
13And it shall come to pass, as ye were a curse among the nations, O house of Juda, and house of Israel; so will I save you, and ye shall be a blessing: be of good courage, and strengthen your hands. και έσται ον τρόπον ήτε κατάρα εν τοις έθνεσιν ο οίκος Ιούδα και ο οίκος Ισραήλ ούτως διασώσω υμάς και έσεσθε εν ευλογία θαρσείτε και κατισχύετε εν ταις χερσίν υμών
14For thus saith the Lord Almighty; As I took counsel to afflict you when your fathers provoked me, saith the Lord Almighty, and I repented not: διότι τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ ον τρόπον διενοήθην του κακώσαι υμάς εν τω παροργίσαι με τους πατέρας υμών λέγει κύριος παντοκράτωρ και ου μετενόησα
15so have I prepared and taken counsel in these days to do good to Jerusalem and to the house of Juda: be ye of good courage. ούτως παρατέταγμαι και διανενόημαι εν ταις ημέραις ταύταις του καλώς ποιήσαι την Ιερουσαλήμ και τον οίκον Ιούδα θαρσείτε
16These are the things which ye shall do; speak truth every one with his neighbour; judge truth and peaceable judgment in your gates: ούτοί εισιν οι λόγοι ους ποιήσετε λαλείτε αλήθειαν έκαστος προς τον πλησίον αυτού και κρίμα ειρηνικόν και δίκαιον κρίνατε εν ταις πύλαις υμών
17and let none of you devise evil in his heart against his neighbour; and love not a false oath: for all these things I hate, saith the Lord Almighty. και έκαστος την κακίαν του πλησίον αυτού μη λογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών και όρκον ψευδή μη αγαπάτε διότι ταύτα πάντα εμίσησα λέγει κύριος παντοκράτωρ
18And the word of the Lord Almighty came to me, saying, και εγένετο λόγος κυρίου παντοκράτορος προς με λέγων
19Thus saith the Lord Almighty, The fourth fast, and the fifth fast, and the seventh fast, and the tenth fast, shall be to the house of Juda for joy and gladness, and for good feasts; and ye shall rejoice; and love ye the truth and peace. τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ νηστεία η τετάρτη και νηστεία η πέμπτη και νηστεία η εβδόμη και νηστεία η δεκάτη έσονται τω οίκω Ιούδα εις χαράν και ευφροσύνην και εις εορτάς αγαθάς και ευφρανθήσεσθε και την αλήθειαν και την ειρήνην αγαπήσατε
20Thus saith the Lord Almighty; Yet shall many peoples come, and the inhabitants of many cities; τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ έτι ήξουσι λαοί πολλοί και κατοικούντες πόλεις πολλάς
21and the inhabitants of five cities shall come together to one city, saying, Let us go to make supplication to the Lord, and to seek the face of the Lord Almighty; I will go also. και συνελεύσονται κατοικούντες πόλεις εις μίαν πόλιν λέγοντες πορευθώμεν δεηθήναι του προσώπου κυρίου και εκζητήσαι το πρόσωπον κυρίου παντοκράτορος πορεύσομαι και εγώ
22And many peoples and many nations shall come to seek earnestly the face of the Lord Almighty in Jerusalem, and to obtain favour of the Lord. και ήξουσιν λαοί πολλοί και έθνη πολλά εκζητήσαι το πρόσωπον κυρίου παντοκράτορος εν Ιερουσαλήμ και εξιλάσασθαι το πρόσωπον κυρίου
23Thus saith the Lord Almighty; In those days my word shall be fulfilled if ten men of all the languages of the nations should take hold—even take hold of the hem of a Jew, saying, We will go with thee; for we have heard that God is with you. τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ εν ταις ημέραις εκείναις εάν επιλάβωνται δέκα άνδρες εκ πασών των γλωσσών εθνών και επιλάβωνται του κρασπέδου ανδρός Ιουδαίου λέγοντες πορευσόμεθα μετά σου διότι ακηκόαμεν ότι ο θεός μεθ΄ υμών εστι

Chapter 9

[edit]
1The burden of the word of the Lord, in the land of Sedrach, and his sacrifice shall be in Damascus; for the Lord looks upon men, and upon all the tribes of Israel. λήμμα λόγου κυρίου εν γη Σεδράχ και Δαμασκού θυσία αυτού διότι κύριος εφορά ανθρώπους και πάσας τας φυλάς του Ισραήλ
2And in Emath, even in her coasts, are Tyre and Sidon, because they were very wise. και Εμάθ εν τοις ορίοις αυτής Τύρος και Σιδών διότι εφρόνησαν σφόδρα
3And Tyrus built strong-holds for herself, and heaped up silver as dust, and gathered gold as the mire of the ways. και ωκοδόμησεν Τύρος οχύρωμα εαυτή και εθησαύρισεν αργύριον ως χουν και συνήγαγεν χρυσίον ως πηλόν οδών
4And therefore the Lord will take them for a possession, and will smite her power in the sea; and she shall be consumed with fire. διά τούτο κύριος κληρονομήσει αυτήν και πατάξει εις θάλασσαν δύναμιν αυτής και αύτη εν πυρί καταναλωθήσεται
5Ascalon shall see, and fear; Gaza also, and shall be greatly pained, and Accaron; for she is ashamed at her trespass; and the king shall perish from Gaza, and Ascalon shall not be inhabited. όψεται Ασκαλών και φοβηθήσεται και Γάζα και οδυνηθήσεται σφόδρα και Ακκαρών ότι ησχύνθη επί τω παραπτώματι αυτής και απολείται βασιλεύς εκ Γάζης και Ασκαλών ου κατοικηθή
6And aliens shall dwell in Azotus, and I will bring down the pride of the Philistines. και αλλογενείς κατοικήσουσιν εν Αζώτω και καθελώ ύβριν αλλοφύλων
7And I will take their blood out of their mouth, and their abominations from between their teeth; and these also shall be left to our God, and they shall be as a captain of a thousand in Juda, and Accaron as a Jebusite. και εξαρώ το αίμα αυτών εκ στόματος αυτών και τα βδελύγματα αυτών εκ μέσου οδόντων αυτών και υπολειφθήσονται και ούτοι τω θεώ ημών και έσονται ως χιλίαρχος εν Ιούδα και Ακκαρών ως ο Ιεβουσαίος
8And I will set up a defence for my house, that they may not pass through, nor turn back, neither shall there any more come upon them one to drive them away: for now have I seen with mine eyes. και υποστήσομαι τω οίκω μου ανάστημα του μη διαπορεύεσθαι μηδέ ανακάμπτειν και ου επέλθη επ΄ αυτούς ουκέτι εξελαύνων διότι νυν εώρακα εν τοις οφθαλμοίς μου
9Rejoice greatly, O daughter of Sion; proclaim it aloud, O daughter of Jerusalem; behold, the King is coming to thee, just, and a Saviour; he is meek and riding on an ass, and a young foal. χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών κήρυσσε θύγατερ Ιερουσαλήμ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι δίκαιος και σώζων αυτός πραϋς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον
10And he shall destroy the chariots out of Ephraim, and the horse out of Jerusalem, and the bow of war shall be utterly destroyed; and there shall be abundance and peace out of the nations; and he shall rule over the waters as far as the sea, and the rivers to the ends of the earth. και εξολοθρεύσει άρματα εξ Εφραϊμ και ίππον εξ Ιερουσαλήμ εξολοθρεύσει τόξον πολεμικόν και πλήθος και ειρήνη εξ εθνών και κατάρξει υδάτων έως θαλάσσης και από ποταμών διεκβολάς γης
11And thou by the blood of thy covenant has sent forth thy prisoners out of the pit that has no water. και συ εν αίματι διαθήκης σου εξαπέστειλας δεσμίους σου εκ λάκκου ουκ έχοντος ύδωρ
12Ye shall dwell in strongholds, ye prisoners of the congregation: and for one day of thy captivity I will recompense thee double. καθήσεσθε εν οχυρώμασι δέσμιοι της συναγωγής και αντί μιάς ημέρας παροικεσίας σου διπλά ανταποδώσω σοι
13For I have bent thee, O Juda, for myself as a bow, I have filled Ephraim; and I will raise up thy children, O Sion, against the children of the Greeks, and I will handle thee as the sword of a warrior. διότι ενέτεινά σε εμαυτώ Ιούδα τόξον έπλησα τον Εφραϊμ και εξεγερώ τα τέκνα σου Σιών επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω σε ως ρομφαίαν μαχητού
14And the Lord shall be over them, and his arrow shall go forth as lightning: and the Lord Almighty shall blow with the trumpet; and shall proceed with the tumult of his threatening. και κύριος επ΄ αυτούς οφθήσεται και εξελεύσεται ως αστραπή βολίς αυτού και κύριος ο θεός εν σάλπιγγι σαλπιεί και πορεύεται εν σάλω απειλής αυτού
15The Lord Almighty shall protect them, and they shall destroy them, and overwhelm them with sling-stones; and they shall swallow them down as wine, and fill the bowls as the altar. κύριος παντοκράτωρ υπερασπιεί αυτών και καταναλώσουσιν αυτούς και καταχώσουσιν αυτούς εν λίθοις σφενδόνης και εκπίονται το αίμα αυτών ως οίνον και πλήσουσιν τας φιάλας ως θυσιαστήριον
16And the Lord their God shall save them in that day, even his people as a flock; for holy stones are rolled upon his land. και σώσει αυτούς κύριος ο θεός αυτών εν τη ημέρα εκείνη ως πρόβατα τον λαόν αυτού διότι λίθοι άγιοι κυλίονται επί γης αυτού
17For if he has anything good, and if he has anything fair, the young men shall have corn, and there shall be fragrant wine to the virgins. ότι ει αγαθόν αυτού και ει καλόν αυτού σίτος νεανίσκοις και οίνος ευωδιάζων εις παρθένους

Chapter 10

[edit]
1Ask ye of the Lord rain in season, the early and the latter: the Lord has given bright signs, and will give them abundant rain, to every one grass in the field. αιτείσθε παρά κυρίου υετόν καθ΄ ώραν πρώϊμον και όψιμον κύριος εποίησεν φαντασίας και υετόν χειμερινόν δώσει αυτοίς εκάστω βοτάνην εν αγρώ
2For the speakers have uttered grievous things, and the diviners have seen false visions, and they have spoken false dreams, they have given vain comfort: therefore have they fallen away like sheep, and been afflicted, because there was no healing. διότι οι αποφθεγγόμενοι ελάλησαν κόπους και οι μάντεις οράσεις ψευδείς και ενύπνια ψευδή ελάλουν μάταια παρεκάλουν διά τούτο εξήρανθησαν ως πρόβατα και εκακώθησαν ότι ουκ ην ίασις
3Mine anger was kindled against the shepherds, and I will visit the lambs; and the Lord God Almighty shall visit his flock, the house of Juda, and he shall make them as his goodly horse in war. επί τους ποιμένας παρωξύνθη ο θυμός μου και επί τους αμνούς επισκέψομαι και επισκέψεται κύριος ο θεός ο παντοκράτωρ το ποίμνιον αυτού τον οίκον του Ιούδα και τάξει αυτούς ως ίππον ευπρεπή αυτού εν πολέμω
4And from him he looked, and from him he set the battle in order, and from him came the bow in anger, and from him shall come forth every oppressor together. και εξ αυτού επέβλεψεν και εξ αυτού έταξεν τόξον εν θυμώ και εξ αυτού εξελεύσεται πας εξελαύνων εν αυτώ
5And they shall be as warriors treading clay in the ways in war; and they shall set the battle in array, because the Lord is with them, and the riders on horses shall be put to shame. και έσονται ως μαχηταί πατούντες πηλόν εν ταις οδοίς εν πολέμω και παρατάξονται ότι κύριος μετ΄ αυτών και καταισχυνθήσονται αναβάται ίππων
6And I will strengthen the house of Juda, and save the house of Joseph, and I will settle them; because I have loved them: and they shall be as if I had not cast them off: for I am the Lord their God, and I will hear them. και κατισχύσω τον οίκον Ιούδα και τον οίκον Ιωσήφ σώσω και κατοικιώ αυτούς ότι ηγάπησα αυτούς και έσονται ον τρόπον οτε ουκ αυτούς απέρριψα διότι εγώ κύριος ο θεός αυτών και επακούσομαι αυτών
7And they shall be as the warriors of Ephraim, and their heart shall rejoice as with wine: and their children also shall see it, and be glad; and their heart shall rejoice in the Lord. και έσονται ως μαχηταί τω Εφραϊμ και χαρήσεται η καρδία αυτών ως εν οίνω και τα τέκνα αυτών όψονται και ευφρανθήσονται και χαρείται η καρδία αυτών επί τω κυρίω
8I will make a sign to them, and gather them in; for I will redeem them, and they shall be multiplied according to their number before. σημανώ αυτούς και εισδέξομαι αυτούς διότι λυτρώσομαι αυτούς και πληθυνθήσονται καθότι ήσαν πολλοί
9And I will sow them among the people; and they that are afar off shall remember me: they shall nourish their children, and they shall return. και σπερώ αυτούς εν λαοίς και οι μακράν μνησθήσονται μου και εκθρέψουσι τα τέκνα αυτών και επιστρέψουσι
10And I will bring them again from the land of Egypt, and I will gather them in from among the Assyrians; and I will bring them into the land of Galaad and to Libanus; and there shall not even one of them be left behind. και επιστρέψω αυτούς εκ γης Αιγύπτου και εξ Ασσυρίων εισδέξομαι αυτούς και εις την Γαλααδίτιν και εις τον Λίβανον εισάξω αυτούς και ου υπολειφθή εξ αυτών ουδέ εις
11And they shall pass through a narrow sea, they shall smite the waves in the sea, and all the deep places of the rivers shall be dried up: and all the pride of the Assyrians shall be taken away, and the sceptre of Egypt shall be removed. και διελεύσονται εν θαλάσση στενή και πατάξουσιν εν θαλάσση κύματα και ξηρανθήσεται πάντα τα βάθη ποταμών και αφαιρεθήσεται πάσα η ύβρις Ασσυρίων και σκήπτρον Αιγύπτου περιαιρεθήσεται
12And I will strengthen them in the Lord their God; and they shall boast in his name, saith the Lord. και κατισχύσω αυτούς εν κυρίω θεώ αυτών και εν τω ονόματι αυτού καυχήσονται λέγει κύριος

Chapter 11

[edit]
1Open thy doors, O Libanus, and let the fire devour thy cedars. διάνοιξον ο Λίβανος τας θύρας σου και καταφαγέτω πυρ τας κέδρους σου
2Let the pine howl, because the cedar has fallen; for the mighty men have been greatly afflicted: howl, ye oaks of the land of Basan; for the thickly planted forest has been torn down. ολολυξάτω πίτυς διότι πέπτωκεν κέδρος διότι εταλαιπώρηθησαν μεγιστάνες ολολύξατε δρύες της Βασανίτιδος ότι κατεσπάσθη ο δρυμός ο σύμφυτος
3There is a voice of the shepherds mourning; for their greatness is brought low: a voice of roaring lions; for the pride of Jordan is brought down. φωνή θρηνούντων ποιμένων ότι τεταλαιπώρηκεν η μεγαλωσύνη αυτών φωνή ωρυομένων λεόντων ότι τεταλαιπώρηκεν το φρύαγμα του Ιορδάνου
4Thus saith the Lord Almighty, Feed the sheep of the slaughter; τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ ποίμαινε τα πρόβατα της σφαγής
5which their possessors have slain, and have not repented: and they that sold them said, Blessed be the Lord; for we have become rich: and their shepherds have suffered no sorrow for them. α οι κτησάμενοι κατέσφαζον και ου μετεμελούντο και οι πωλούντες αυτά έλεγον ευλογητός κύριος πεπλουτήκαμεν και οι ποιμένες αυτών ουκ έπασχον ουδέν επ΄ αυτοίς
6Therefore I will no longer have mercy upon the inhabitants of the land, saith the Lord: but, behold, I will deliver up the men every one into the hand of his neighbour, and into the hand of his king; and they shall destroy the land, and I will not rescue out of their hand. διά τούτο ου φείσομαι ουκέτι επί τους κατοικούντας την γην λέγει κύριος και ιδού εγώ παραδίδωμι τους ανθρώπους έκαστον εις χείρα του πλησίον αυτού και εις χείρα βασιλέως αυτού και κατακόψουσι την γην και ου εξέλωμαι εκ χειρός αυτών
7And I will tend the flock of slaughter in the land of Chanaan: and I will take for myself two rods; the one I called Beauty, and the other I called Line; and I will tend the flock. και ποιμανώ τα πρόβατα της σφαγής εις την Χαναανίτιν και λήψομαι εμαυτώ δύο ράβδους την μίαν εκάλεσα κάλλος και την ετέραν εκάλεσα σχοίνισμα και ποιμανώ τα πρόβατα
8And I will cut off three shepherds in one month; and my soul shall grieve over them, for their souls cried out against me. και εξαρώ τους τρεις ποιμένας εν μηνί ενί και βαρυνθήσεται η ψυχή μου επ΄ αυτούς και γαρ αι ψυχαί αυτών επωρύοντο επ΄ εμέ
9And I said, I will not tend you: that which dies, let it die; and that which falls off, let it fall off; and let the rest eat every one the flesh of his neighbour. και είπα ου ποιμανώ υμάς το αποθνήσκον αποθνησκέτω και το εκλείπον εκλιπέτω και τα κατάλοιπα κατεσθιέτωσαν έκαστος τας σάρκας του πλησίον αυτού
10And I will take my beautiful staff, and cast it away, that I may break my covenant which I made with all the people. και λήψομαι την ράβδον μου την καλήν και απορρίψω αυτήν διασκεδάσαι την διαθήκην μου ην διεθέμην προς πάντας τους λαούς
11And it shall be broken in that day; and the Chananites, the sheep that are kept for me, shall know that it is the word of the Lord. και διασκεδασθήσεται εν τη ημέρα εκείνη και γνώσονται οι Χαναναίοι τα πρόβατα φυλασσόμενά μοι διότι λόγος κυρίου εστί
12And I will say to them, If it be good in your eyes, give me my price, or refuse it. And they weighed for my price thirty pieces of silver. και ερώ προς αυτούς ει καλόν ενώπιον υμών εστι δότε τον μισθόν μου η απείπασθε και έστησαν τον μισθόν μου τριάκοντα αργυρούς
13And the Lord said to me, Drop them into the furnace, and I will see if it is good metal, as I was proved for their sakes. And I took the thirty pieces of silver, and cast them into the furnace in the house of the Lord. και είπεν κύριος προς με κάθες αυτούς εις το χωνευτήριον και σκέψαι ει δόκιμόν εστιν ον τρόπον εδοκιμάσθην υπέρ αυτών και έλαβον τους τριάκοντα αργυρός και ενέβαλον αυτούς εις τον οίκον κυρίου εις το χωνευτήριον
14And I cast away my second rod, even Line, that I might break the possession between Juda and Israel. και απέρριψα την ράβδον μου την δευτέραν το σχοίνισμα του διασκεδάσαι την κατάσχεσιν την αναμέσον Ιούδα και αναμέσον Ισραήλ
15And the Lord said to me, Take yet to thee shepherd's implements belonging to an unskillful shepherd. και είπε κύριος προς με έτι λάβε σεαυτώ σκεύη ποιμενικά ποιμένος απείρου
16For, behold, I will raise up a shepherd against the land: he shall not visit that which is perishing, and he shall not seek that which is scattered, and he shall not heal that which is bruised, nor guide that which is whole: but he shall devour the flesh of the choice ones, and shall dislocate the joints of their necks. διότι ιδού εξεγείρω ποιμένα επί την γην όστις το εκλείπον ου επισκέψηται και το εσκορπισμένον ου ζητήση και το συντετριμμένον ου ιάσηται και το ολόκληρον ου κατευθύνη και τα κρέα των εκλεκτών καταφάγεται και τους αστραγάλους αυτών εκστρέψει
17Alas for the vain shepherds that have forsaken the sheep! the sword shall be upon the arms of such a one, and upon his right eye: his arm shall be completely withered, and his right eye shall be utterly darkened. ω οι ποιμαίνοντες τα μάταια και καταλελοιπότες τα πρόβατα μάχαιρα επί τον βραχίονα αυτού και επί τον οφθαλμόν τον δεξιόν αυτού ο βραχίων αυτού ξηραινόμενος ξηρανθήσεται και ο οφθαλμός ο δεξιός αυτού εκτυφλούμενος εκτυφλωθήσεται

Chapter 12

[edit]
1The burden of the word of the Lord for Israel; saith the Lord, that stretches out the sky, and lays the foundation of the earth, and forms the spirit of man within him. λήμμα λόγου κυρίου επί τον Ισραήλ λέγει κύριος τον εκτείνων τον ουρανόν και θεμελιών γην και πλάσσων πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ
2Behold, I will make Jerusalem as trembling door-posts to all the nations round about, and in Judea there shall be a siege against Jerusalem. ιδού εγώ τίθημι την Ιερουσαλήμ ως πρόθυρα σαλευόμενα πάσι τοις λαοίς κύκλω και εν τη Ιουδαία έσται περιοχή επί Ιερουσαλήμ
3And it shall come to pass in that day that I will make Jerusalem a trodden stone to all the nations: every one that tramples on it shall utterly mock at it, and all the nations of the earth shall be gathered together against it. και έσται εν τη ημέρα εκείνη θήσομαι την Ιερουσαλήμ λίθον καταπατούμενον πάσι τοις έθνεσι πας ο καταπατών αυτήν εμπαίζων εμπαίξεται και επισυναχθήσονται επ΄ αυτήν πάντα τα έθνη της γης
4In that day, saith the Lord Almighty, I will smite every horse with amazement, and his rider with madness: but I will open mine eyes upon the house of Juda, and I will smite all the horses of the nations with blindness. εν τη ημέρα εκείνη λέγει κύριος παντοκράτωρ πατάξω πάντα ίππον εν εκστάσει και τον αναβάτην αυτού εν παραφρονήσει επί δε τον οίκον Ιούδα διανοίξω τους οφθαλμούς μου και πάντας τους ίππους των λαών πατάξω εν αποτυφλώσει
5And the captains of thousands of Juda shall say in their hearts, We shall find for ourselves the inhabitants of Jerusalem in the Lord Almighty their God. και ερούσιν οι χιλίαρχοι Ιούδα εν ταις καρδίαις αυτών ευρήσομεν εαυτοίς τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ εν κυρίω παντοκράτορι θεώ αυτών
6In that day I will make the captains of thousands of Juda as a firebrand among wood, and as a torch of fire in stubble; and they shall devour on the right hand and on the left all the nations round about: and Jerusalem shall dwell again by herself, even in Jerusalem. εν τη ημέρα εκείνη θήσομαι τους χιλιάρχους Ιούδα ως δαλόν πυρός εν ξύλοις και ως λαμπάδα πυρός εν καλάμη και καταφάγονται εκ δεξιών και εξ ευωνύμων πάντας τους λαούς κυκλόθεν και κατοικήσει Ιερουσαλήμ έτι καθ΄ εαυτήν εν Ιερουσαλήμ
7And the Lord shall save the tabernacles of Juda as at the beginning, that the boast of the house of David, and the pride of the inhabitants of Jerusalem, may not magnify themselves against Juda. και σώσει κύριος τα σκηνώματα Ιούδα καθώς απ΄ αρχής όπως μη μεγαλύνηται καύχημα οίκου Δαυίδ και επαρσις των κατοικούντων εν Ιερουσαλήμ επί τον Ιούδαν
8And it shall come to pass in that day, that the Lord shall defend the inhabitants of Jerusalem; and the weak one among them in that day shall be as David, and the house of David as the house of God, as the angel of the Lord before them. και έσται εν τη ημέρα εκείνη υπερασπιεί κύριος υπέρ των κατοικούντων Ιερουσαλήμ και έσται ο ασθενών εν αυτοίς εν εκείνη τη ημέρα ως Δαυίδ ο δε οίκος Δαυίδ ως οίκος θεού ως άγγελος κυρίου ενώπιον αυτών
9And it shall come to pass in that day, that I will seek to destroy all the nations that come against Jerusalem. και έσται εν τη ημέρα εκείνη ζητήσω του εξάραι πάντα τα έθνη τα ερχόμενα επί Ιερουσαλήμ
10And I will pour upon the house of David, and upon the inhabitants of Jerusalem, the spirit of grace and compassion: and they shall look upon me, because they have mocked me, and they shall make lamentation for him, as for a beloved friend, and they shall grieve intensely, as for a firstborn son. και εκχεώ επί τον οίκον Δαυίδ και επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ πνεύμα χάριτος και οικτιρμού και επιβλέψονται προς με ανθ΄ κατωρχήσαντο και κόψονται επ΄ αυτώ κοπετόν ως επ΄ αγαπητώ και οδυνηθήσονται οδύνην ως επί τω πρωτοτόκω
11In that day the lamentation in Jerusalem shall be very great, as the mourning for the pomegranate grove cut down in the plain. εν τη ημέρα εκείνη μεγαλυνθήσεται ο κοπετός εν Ιερουσαλήμ ως κοπετός ροώνος εν πεδίω εκκοπτομενου
12And the land shall lament in separate families, the family of the house of David by itself, and their wives by themselves; the family of the house of Nathan by itself, and their wives by themselves; και κόψεται η γη κατά φυλάς φυλάς φυλή οίκου Δαυίδ καθ΄ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς φυλή οίκου Νάθαν καθ΄ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς
13the family of the house of Levi by itself, and their wives by themselves; the family of Symeon by itself, and their wives by themselves; φυλή οίκου Λευί καθ΄ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς φυλή Συμεών καθ΄ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς
14all the families that are left, each family by itself, and their wives by themselves. πάσαι αι φυλαί αι υπολελειμμέναι φυλή καθ΄ εαυτήν και αι γυναίκες αυτών καθ΄ εαυτάς

Chapter 13

[edit]
1In that day every place shall be opened to the house of David and to the inhabitants of Jerusalem for removal and for separation. εν τη ημέρα εκείνη έσται πας τόπος διανοιγόμενος τω οίκω Δαυίδ και τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ εις την μετακινησιν και εις τον ραντισμον
2And it shall come to pass in that day, saith the Lord of hosts, that I will utterly destroy the names of the idols from off the land, and there shall be no longer any remembrance of them: and I will cut off the false prophets and the evil spirit from the land. και έσται εν τη ημέρα εκείνη λέγει κύριος σαβαώθ εξολοθρεύσω τα ονόματα των ειδώλων από της γης και ουκ έσται έτι αυτών μνεία και τους ψευδοπροφήτας και το πνεύμα το ακάθαρτον εξαρώ από της γης
3And it shall come to pass, if a man will yet prophesy, that his father and his mother which gave birth to him shall say to him, Thou shalt not live; for thou has spoken lies in the name of the Lord: and his father and his mother who gave him birth shall bind him as he is prophesying. και έσται εάν προφητεύση άνθρωπος έτι και ερεί προς αυτόν ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού οι γεννήσαντες αυτόν ου ζήση ότι ψευδή ελάλησας επ΄ ονόματι κυρίου και συμποδιούσιν αυτόν ο πατήρ αυτού και η μήτηρ αυτού οι γεννήσαντες αυτόν εν τω προφητεύειν αυτόν
4And it shall come to pass in that day, that the prophets shall be ashamed every one of his vision when he prophesies; and they shall clothe themselves with a garment of hair, because they have lied. και έσται εν τη ημέρα εκείνη καταισχυνθήσονται οι προφήται έκαστος εκ της οράσεως αυτού εν τω προφητεύειν αυτόν και ενδύσονται δέρριν τριχίνην ανθ΄ ων εψεύσαντο
5And one shall say, I am not a prophet, for I am a tiller of the ground, for a man brought me up thus from my youth. και ερει ουκ ειμί προφήτης εγώ διότι άνθρωπος εργαζόμενος την γην εγώ ειμί ότι άνθρωπος εγέννησέ με εκ νεότητός μου
6And I will say to him, What are these wounds between thine hands? and he shall say, Those with which I was wounded in my beloved house. και ερώ προς αυτόν τι αι πληγαί αύται αναμέσον των χειρών σου και ερεί ας επλήγην εν τω οίκω του αγαπητού μου
7Awake, O sword, against my shepherds, and against the man who is my citizen, saith the Lord Almighty: smite the shepherds, and draw out the sheep: and I will bring mine hand upon the little ones. ρομφαία εξεγέρθητι επί τους ποιμένας μου και επ΄ άνδρα πολίτην μου λέγει κύριος παντοκράτωρ πάταξον τον ποιμένα και διασκορπισθήτωσαν τα πρόβατα και επάξω την χείρά μου επί τους ποιμένας
8And it shall come to pass, that in all the land, saith the Lord, two parts thereof shall be cut off and perish; but the third shall be left therein. και έσται εν τη ημέρα εκείνη λέγει κύριος τα δύο μέρη εξολοθρευθήσεται και εκλείψει το δε τρίτον υπολειφθήσεται εν αυτή
9And I will bring the third part through the fire, and I will try them as silver is tried, and I will prove them as gold is proved: they shall call upon my name, and I will hear them, and say, This is my people: and they shall say, The Lord is my God. και διάξω το τρίτον διά πυρός και πυρώσω αυτούς ως πυρούται το αργύριον και δοκιμώ αυτούς ως δοκιμάζεται το χρυσίον αυτός επικαλέσεται το όνομά μου και εγώ επακούσομαι αυτού και ερώ λαός μου ούτος εστί και αυτός ερεί κύριος ο θεός μου

Chapter 14

[edit]
1Behold, the days of the Lord come, and thy spoils shall be divided in thee. ιδού ημέραι έρχονται του κυρίου και διαμερισθήσονται τα σκυλά σου εν σοι
2And I will gather all the Gentiles to Jerusalem to war, and the city shall be taken, and the houses plundered, and the women ravished; and half of the city shall go forth into captivity, but the rest of my people shall not be utterly cut off from the city. και επισυνάξω πάντα τα έθνη επί Ιερουσαλήμ εις πόλεμον και αλώσεται η πόλις και διαρπαγήσονται αι οικίαι και αι γυναίκες μολυνθήσονται και εξελεύσεται το ήμισυ της πόλεως εν αιχμαλωσία οι δε κατάλοιποι του λαού μου ου εξολοθρευθώσιν από της πόλεως
3And the Lord shall go forth, and fight with those Gentiles as when he fought in the day of war. και εξελεύσεται κύριος και παρατάξεται εν τοις έθνεσιν εκείνοις καθώς ημέρα παρατάξεως αυτού εν ημέρα πολέμου
4And his feet shall stand in that day on the mount of Olives, which is before Jerusalem on the east, and the mount of Olives shall cleave asunder, half of it toward the east and the west, a very great division; and half the mountain shall lean to the north, and half of it to the south. και στήσονται οι πόδες αυτού εν τη ημέρα εκείνη επί το όρος των ελαιών το κατέναντι Ιερουσαλήμ κατά ανατολών και σχισθήσεται το όρος των ελαιών το ήμισυ αυτού προς ανατολάς και θάλασσαν χάος μέγα σφόδρα και κλινεί το ήμισυ του όρους προς τον βορράν και το ήμισυ αυτού προς νότον
5And the valley of my mountains shall be closed up, and the valley of the mountains shall be joined on to Jasod, and shall be blocked up as it was blocked up in the days of the earthquake, in the days of Ozias king of Juda; and the Lord my God shall come, and all the saints with him. και εμφραχθήσεται η κοιλάς των ορέων μου και εγκολληθήσεται φάραγξ ορέων έως Ασαήλ και εμφραχθήσεται ον τρόπον ενεφράγη από προσώπου του σεισμού εν ταις ημέραις Οζίου βασιλέως Ιούδα και ήξει κύριος ο θεός μου και πάντες οι άγιοι μετ΄ αυτού
6And it shall come to pass in that day that there shall be no light, και έσται εν εκείνη τη ημέρα ουκ έσται φως και ψύχος και πάγος
7and there shall be for one day cold and frost, and that day shall be known to the Lord, and it shall not be day nor night: but towards evening it shall be light. έσται μίαν ημέραν και η ημέρα εκείνη γνωσθήσεται τω κυρίω και ούτε ημέρα ούτε νυξ και προς εσπέραν έσται φως
8And in that day living water shall come forth out of Jerusalem; half of it toward the former sea, and half of it toward the latter sea: and so shall it be in summer and spring. και έσται εν τη ημέρα εκείνη εξελεύσεται ύδωρ ζων εξ Ιερουσαλήμ το ήμισυ αυτού εις την θάλασσαν την πρώτην και το ήμισυ αυτού εις την θάλασσαν την εσχάτην εν θέρει και εν έαρι ούτως έσται
9And the Lord shall be king over all the earth: in that day there shall be one Lord, and his name one, και έσται κύριος εις βασιλέα επί πάσαν την γην εν τη ημέρα εκείνη έσται κύριος εις και το όνομα αυτού εν
10compassing all the earth, and the wilderness from Gabe unto Remmon south of Jerusalem. And Rama shall remain in its place. From the gate of Benjamin to the place of the first gate, to the gate of the corners, and to the tower of Anameel, as far as the king's winepresses, κυκλών πάσαν την γην και την έρημον από Γαβαών έως Ρεμμών κατά νότον Ιερουσαλήμ Ραμά δε επί τόπου μένει από της πύλης Βενιαμίν έως του τόπου της πύλης της πρώτης και έως της πύλης των γωνιών και έως του πύργου Αναμεήλ έως των υποληνίων του βασιλέως
11they shall dwell in the city; and there shall be no more any curse, and Jerusalem shall dwell securely. και κατοικήσουσιν εν αυτή και ανάθεμα ουκ έσται έτι και κατοικήσει Ιερουσαλήμ πεποιθότως
12And this shall be the overthrow with which the Lord will smite all the nations, as many as have fought against Jerusalem; their flesh shall consume away while they are standing upon their feet, and their eyes shall melt out of their holes, and their tongue shall consume away in their mouth. και αύτη έσται η πτώσις η κόψει κύριος πάντας τους λαούς όσοι επεστράτευσαν επί Ιερουσαλήμ τακήσονται αι σάρκες αυτών εστηκότων επί των ποδών αυτών και οι οφθαλμοί αυτών ρυήσονται εκ των οπών αυτών και η γλώσσα αυτών τακήσεται εν τω στόματι αυτών
13And there shall be in that day a great panic from the Lord upon them; and they shall lay hold every man of the hand of his neighbour, and his hand shall be clasped with the hand of his neighbour. και έσται εν τη ημέρα εκείνη έκστασις κυρίου μεγάλη επ΄ αυτούς και επιλήψονται έκαστος της χειρός του πλησίον αυτού και συμπλακήσεται η χειρ αυτού προς την χείρα του πλησίον αυτού
14Juda also shall fight in Jerusalem; and God shall gather the strength of all the nations round about, gold, and silver, and apparel, in great abundance. και Ιούδας παρατάξεται εν Ιερουσαλήμ και συνάξει την ισχύν πάντων των λαών κυκλόθεν χρυσίον και αργύριον και ιματισμόν εις πλήθος σφόδρα
15And this shall be the overthrow of the horses, and mules, and camels, and asses, and all the beasts that are in those camps, according to this overthrow. και αύτη έσται η πτώσις των ίππων και των ημιόνων και των καμήλων και των όνων και πάντων των κτηνών των όντων εν ταις παρεμβολαίς εκείναις κατά την πτώσιν ταύτην
16And it shall come to pass, that whosoever shall be left of all the nations that came against Jerusalem, shall even come up every year to worship the king, the Lord Almighty, and to keep the feast of tabernacles. και έσται όσοι αν καταλειφθώσιν εκ πάντων των εθνών των ελθόντων επί Ιερουσαλήμ και αναβήσονται κατ΄ ενιαυτόν του προσκυνήσαι τω βασιλεί κυρίω παντοκράτορι και του εορτάζειν την εορτήν της σκηνοπηγίας
17And it shall come to pass, that whosoever of all the families of the earth shall not come up to Jerusalem to worship the king, the Lord Almighty, even these shall be added to the others. και έσται όσοι εάν μη αναβώσιν εκ πασών των φυλών της γης εις Ιερουσαλήμ του προσκυνήσαι τω βασιλεί κυρίω παντοκράτορι και ούτοι εκείνοις προστεθήσονται ουκ έσται επ΄ αυτοίς υετος
18And if the family of Egypt shall not go up, nor come; then upon them shall be the overthrow with which the Lord shall smite all the nations, whichever of them shall not come up to keep the feast of tabernacles. εάν δε φυλή Αιγύπτου μη αναβή μηδέ έλθη και επί τούτους έσται η πτώσις η πατάξει κύριος πάντα τα έθνη όσα αν μη αναβή του εορτάσαι την εορτήν της σκηνοπηγίας
19This shall be the sin of Egypt, and the sin of all the nations, whosoever shall not come up to keep the feast of tabernacles. αύτη έσται η αμαρτία Αιγύπτου και η αμαρτία πάντων των εθνών ος αν μη αναβή εορτάσαι την εορτήν της σκηνοπηγίας
20In that day there shall be upon the bridle of every horse Holiness to the Lord Almighty; and the caldrons in the house of the Lord shall be as bowls before the altar. εν τη ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω κυρίω παντοκράτορι και έσονται οι λέβητες εν τω οίκω κυρίου ως φιάλαι προ προσώπου του θυσιαστηρίου
21And every pot in Jerusalem and in Juda shall be holy to the Lord Almighty: and all that sacrifice shall come and take of them, and shall seethe meat in them: and in that day there shall be no more the Chananite in the house of the Lord Almighty. και έσται πας λέβης εν Ιερουσαλήμ και εν τω Ιούδα άγιος τω κυρίω παντοκράτορι και ήξουσιν πάντες οι θυσιάζοντες και λήψονται εξ αυτών και εψήσουσιν εν αυτοίς και ουκ έσται έτι Χαναναίος εν τω οίκω κυρίου των δυνάμεων εν τη ημέρα εκείνη