Septuagint (Brenton 1879)/Esaias
Appearance
For other versions of this work, see Esaias (Bible).
Chapter 1
[edit]1The vision which Esaias the son of Amos saw, which he saw against Juda, and against Jerusalem, in the reign of Ozias, and Joatham, and Achaz, and Ezekias, who reigned over Judea. | όρασις ην είδεν Ησαϊας υιός Αμώς ην είδε κατά της Ιουδαίας και κατά Ιερουσαλήμ εν βασιλεία Οζίου και Ιωαθάμ και Άχαζ και Εζεκίου οι εβασίλευσαν της Ιουδαίας |
2Hear, O heaven, and hearken, O earth: for the Lord has spoken, saying, I have begotten and reared up children, but they have rebelled against me. | άκουε ουρανέ και ενωτίζου γη ότι κύριος ελάλησεν υιούς εγέννησα και ύψωσα αυτοί δε με ηθέτησαν |
3The ox knows his owner, and the ass his master's crib: but Israel does not know me, and the people has not regarded me. | έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν |
4Ah sinful nation, a people full of sins, an evil seed, lawless children: ye have forsaken the Lord, and provoked the Holy One of Israel. | ουαί έθνος αμαρτωλόν λαός πλήρης αμαρτιών σπέρμα πονηρόν υιοί άνομοι εγκατελίπατε τον κύριον και παρωργίσατε τον άγιον του Ισραήλ απηλλοτριώθησαν εις τα οπίσω |
5Why should ye be smitten any more, transgressing more and more? the whole head is pained, and the whole heart sad. | τι έτι πληγήτε προστιθέντες ανομίαν πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην |
6From the feet to the head, there is no soundness in them; neither wound, nor bruise, nor festering ulcer are healed: it is not possible to apply a plaister, nor oil, nor bandages. | από ποδών έως κεφαλής ουκ έστιν εν αυτώ ολοκληρία ούτε τραύμα ούτε μώλωψ ούτε πληγή φλεγμαίνουσα ουκ έστι μάλαγμα επιθείναι ούτε έλαιον ούτε καταδέσμους |
7Your land is desolate, your cities burned with fire: your land, strangers devour it in your presence, and it is made desolate, overthrown by strange nations. | η γη υμών έρημος αι πόλεις υμών πυρίκαυστοι την χώραν υμών ενώπιον υμών αλλότριοι κατεσθίουσιν αυτήν και ηρήμωται κατεστραμμένη υπό λαών αλλοτρίων |
8The daughter of Sion shall be deserted as a tent in a vineyard, and as a storehouse of fruits in a garden of cucumbers, as a besieged city. | εγκαταλειφθήσεται η θυγάτηρ Σιών ως σκηνή εν αμπελώνι και ως οπωροφυλάκιον εν σικυηράτω ως πόλις πολιορκουμένη |
9 And if the Lord of Sabaoth had not left us a seed, we should have been as Sodom, and we should have been made like Gomorrha. | και ει κύριος σαβαώθ εγκατέλιπεν ημίν σπέρμα ως Σόδομα αν εγενήθημεν και ως Γόμορρα αν ωμοιώθημεν |
10Hear the word of the Lord, ye rulers of Sodoma; attend to the law of God, thou people of Gomorrha. | ακούσατε λόγον κυρίου άρχοντες Σοδόμων προσέχετε νόμον θεού ημών λαός Γομόρρας |
11Of what value to me is the abundance of your sacrifices? saith the Lord: I am full of whole-burnt-offerings of rams; and I delight not in the fat of lambs, and the blood of bulls and goats: | τι μοι πλήθος των θυσιών υμών λέγει κύριος πλήρης ειμί ολοκαυτωμάτων κριών και στέαρ αρνών και αίμα ταύρων και τράγων ου βούλομαι |
12neither shall ye come with these to appear before me; for who has required these things at your hands? Ye shall no more tread my court. | ουδ΄ αν έρχησθε οφθήναί μοι τις γαρ εξεζήτησε ταύτα εκ των χειρών υμών πατείν την αυλήν μου ου προσθήσεσθε |
13Though ye bring fine flour, it is vain; incense is an abomination to me; I cannot bear your new moons, and your sabbaths, and the great day; | εάν φέρητε σεμίδαλιν μάταιον θυμίαμα βδέλυγμά μοι εστί τας νουμηνίας υμών και τα σάββατα και ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι |
14your fasting, and rest from work, your new moons also, and your feasts my soul hates: ye have become loathsome to me; I will no more pardon your sins. | νηστείαν και αργίαν και τας νουμηνίας υμών και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου εγενήθητέ μοι εις πλησμονήν ουκέτι ανήσω τας αμαρτίας υμών |
15When ye stretch forth your hands, I will turn away mine eyes from you: and though ye make many supplications, I will not hearken to you; for your hands are full of blood. | όταν εκτείνητε τας χείρας αποστρέψω τους οφθαλμούς μου αφ΄ υμών και εάν πληθύνητε την δέησιν ουκ εισακούσομαι υμών αι γαρ χείρες υμών αίματος πλήρεις |
16Wash you, be clean; remove your iniquities from your souls before mine eyes; cease from your iniquities; | λούσασθε καθαροί γίνεσθε αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου παύσασθε από των πονηριών υμών |
17learn to do well; diligently seek judgment, deliver him that is suffering wrong, plead for the orphan, and obtain justice for the widow. | μάθετε καλόν ποιείν εκζητήσατε κρίσιν ρύσασθε αδικούμενον κρίνατε ορφανώ και δικαιώσατε χήραν |
18And come, let us reason together, saith the Lord: and though your sins be as purple, I will make them white as snow; and though they be as scarlet, I will make them white as wool. | και δεύτε διελεγχθώμεν λέγει κύριος και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν ως χίονα λευκανώ εάν δε ώσιν ως κόκκινον ως έριον λευκανώ |
19And if ye be willing, and hearken to me, ye shall eat the good of the land: | και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου τα αγαθά της γης φάγεσθε |
20but if ye be not willing, nor hearken to me, a sword shall devour you: for the mouth of the Lord has spoken this. | εάν δε μη θέλητε μηδέ εισακούσητέ μου μάχαιρα υμάς κατέδεται το γαρ στόμα κυρίου ελάλησε ταύτα |
21How has the faithful city Sion, once full of judgment, become a harlot! wherein righteousness lodged, but now murderers. | πως εγένετο πόρνη πόλις πιστή Σιών πλήρης κρίσεως εν η δικαιοσύνη εκοιμήθη εν αυτή νυν δε φονευταί |
22Your silver is worthless, thy wine merchants mix the wine with water. | το αργύριον υμών αδόκιμον οι κάπηλοί σου μίσγουσι τον οίνον ύδατι |
23Thy princes are rebellious, companions of thieves, loving bribes, seeking after rewards; not pleading for orphans, and not heeding the cause of widows. | οι άρχοντές σου απειθούσι κοινωνοί κλεπτών αγαπώντες δώρα διώκοντες ανταπόδομα ορφανοίς ου κρίνοντες και κρίσιν χηρών ου προσέχοντες |
24Therefore thus saith the Lord, the Lord of hosts, Woe to the mighty men of Israel; for my wrath shall not cease against mine adversaries, and I will execute judgment on mine enemies. | διά τούτο τάδε λέγει ο δεσπότης κύριος σαβαώθ ουαί οι ισχύοντες Ισραήλ ου παύσεται γαρ μου ο θυμός εν τοις υπεναντίοις και κρίσιν εκ των εχθρών μου ποιήσω |
25And I will bring my hand upon thee, and purge thee completely, and I will destroy the rebellious, and will take away from thee all transgressors. | και επάξω την χείρά μου επί σε και πυρώσω σε εις καθαρόν τους δε απειθούντας απολέσω και αφελώ πάντας ανόμους από σου |
26And I will establish thy judges as before, and thy counsellors as at the beginning: and afterward thou shalt be called the city of righteousness, the faithful mother-city of Sion. | και πάντας υπερηφάνους ταπεινώσω και επιστήσω τους κριτάς σου ως το πρότερον και τους συμβούλους σου ως το απ΄ αρχής και μετά ταύτα κληθήση πόλις δικαιοσύνης μητρόπολις πιστή Σιών |
27For her captives shall be saved with judgment, and with mercy. | μετά γαρ κρίματος σωθήσεται η αιχμαλωσία αυτής και μετά ελεημοσύνης |
28And the transgressors and the sinners shall be crushed together, and they that forsake the Lord shall be utterly consumed. | και συντριβήσονται οι άνομοι και οι αμαρτωλοί άμα και οι εγκαταλιπόντες τον κύριον συντελεσθήσονται |
29For they shall be ashamed of their idols, which they delighted in, and they are made ashamed of the gardens which they coveted. | διότι αισχυνθήσονται από των ειδώλων αυτών α αυτοί ηβούλοντο και επησχύνθησαν επί τοις κήποις α επεθύμησαν |
30For they shall be as a turpentine tree that has cast its leaves, and as a garden that has no water. | έσονται γαρ ως τερέβινθος αποβεβληκύια τα φύλλα και ως παράδεισος ύδωρ μη έχων |
31And their strength shall be as a thread of tow, and their works as sparks, and the transgressors and the sinners shall be burnt up together, and there shall be none to quench them. | και έσται η ισχύς αυτών ως καλάμη στιππύου και αι εργασίαι αυτών ως σπινθήρες και κατακαυθήσονται οι άνομοι και οι αμαρτωλοί άμα και ουκ έσται ο σβέσων |
Chapter 2
[edit]1The word which came to Esaias the son of Amos concerning Judea, and concerning Jerusalem. | ο λόγος ο γενόμενος προς Ησαϊαν υιόν Αμώς περί της Ιουδαίας και περί Ιερουσαλήμ |
2For in the last days the mountain of the Lord shall be glorious, and the house of God shall be on the top of the mountains, and it shall be exalted above the hills; and all nations shall come to it. | ότι έσται εν ταις εσχάταις ημέραις εμφανές το όρος κυρίου και ο οίκος του θεού επ΄ άκρου των ορέων και υψωθήσεται υπεράνω των βουνών και ήξουσιν επ΄ αυτόν πάντα τα έθνη |
3And many nations shall go and say, Come, and let us go up to the mountain of the Lord, and to the house of the God of Jacob; and he will tell us his way, and we will walk in it: for out of Sion shall go forth the law, and the word of the Lord out of Jerusalem. | και πορεύσονται έθνη πολλά και ερούσι δεύτε και αναβώμεν εις το όρος κυρίου και εις τον οίκον του θεού Ιακώβ και αναγγελεί ημίν την οδόν αυτού και πορευσόμεθα εν αυτή εκ γαρ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος κυρίου εξ Ιερουσαλήμ |
4And he shall judge among the nations, and shall rebuke many people: and they shall beat their swords into plow-shares, and their spears into sickles: and nation shall not take up sword against nation, neither shall they learn to war any more. | και κρινεί αναμέσον των εθνών και εξελεγξει λαόν πολύν και συγκόψουσι τας μαχαίρας αυτών εις άροτρα και τας ζιβύνας αυτών εις δρέπανα και ου λήψεται έθνος επ΄ έθνος μάχαιραν και ου μάθωσιν έτι πολεμείν |
5And now, O house of Jacob, come, and let us walk in the light of the Lord. | και νυν ο οίκος του Ιακώβ δεύτε και πορευθώμεν τω φωτί κυρίου |
6For he has forsaken his people the house of Israel, because their land is filled as at the beginning with divinations, as the land of the Philistines, and many strange children were born to them. | ανήκε γαρ τον λαόν αυτού τον οίκον του Ιακώβ ότι ενεπλήσθη ως το απ΄ αρχής η χώρα αυτών κληδονισμών ως η των αλλοφύλων και τέκνα πολλά αλλόφυλα εγενήθη αυτοίς |
7For their land is filled with silver and gold, and there was no number of their treasures; their land also is filled with horses, and there was no number of chariots. | ενεπλήσθη γαρ η χώρα αυτών αργυρίου και χρυσίου και ουκ ην αριθμός των θησαυρών αυτών και ενεπλήσθη η γη ίππων και ουκ ην αριθμός των αρμάτων αυτών |
8And the land is filled with abominations, even the works of their hands; and they have worshipped the works which their fingers made. | και ενεπλήσθη η γη βδελυγμάτων των έργων των χειρών αυτών και προσεκύνησαν οις εποίησαν οι δάκτυλοι αυτών |
9And the mean man bowed down, and the great man was humbled: and I will not pardon them. | και έκυψεν άνθρωπος και εταπεινώθη ανήρ και ου ανήσω αυτούς |
10Now therefore enter ye into the rocks, and hide yourselves in the earth, for fear of the Lord, and by reason of the glory of his might, when he shall arise to strike terribly the earth. | και νυν εισέλθετε εις τας πέτρας και κρύπτεσθε εις την γην από προσώπου του φόβου κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού όταν αναστή θραύσαι την γην |
11For the eyes of the Lord are high, but man is low; and the haughtiness of men shall be brought low, and the Lord alone shall be exalted in that day. | οι γαρ οφθαλμοί κυρίου υψηλοί ο δε άνθρωπος ταπεινός και ταπεινωθήσεται το ύψος των ανθρώπων και υψωθήσεται κύριος μόνος εν τη ημέρα εκείνη |
12For the day of the Lord of hosts shall be upon every one that is proud and haughty, and upon every one that is high and towering, and they shall be brought down; | ημέρα γαρ κυρίου σαβαώθ επί πάντα υβριστήν και υπερήφανον και επί πάντα υψηλόν και μετέωρον και ταπεινωθήσονται |
13and upon every cedar of Libanus, of them that are high and towering, and upon every oak of Basan, | και επί πάσαν κέδρον του Λιβάνου των υψηλών και μετεώρων και επί παν δένδρον βαλάνου Βασάν |
14and upon every high mountain, and upon every high hill, | και επί παν υψηλόν όρος και επί πάντα βουνόν υψηλόν |
15and upon every high tower, and upon every high wall, | και επί πάντα πύργον υψηλόν και επί παν τείχος υψηλόν |
16and upon every ship of the sea, and upon every display of fine ships. | και επί παν πλοίον θαλάσσης και επί πάσαν θέαν πλοίων κάλλους |
17And every man shall be brought low, and the pride of men shall fall: and the Lord alone shall be exalted in that day. | και ταπεινωθήσεται πας άνθρωπος και πεσείται το ύψος των ανθρώπων και υψωθήσεται κύριος μόνος εν τη ημέρα εκείνη |
18And they shall hide all idols made with hands, | και τα χειροποίητα πάντα κατακρύψουσιν |
19having carried them into the caves, and into the clefts of the rocks, and into the caverns of the earth, for fear of the Lord, and by reason of the glory of his might, when he shall arise to strike terribly the earth. | εισενέγκαντες εις τα σπήλαια και εις τας σχισμάς των πετρών και εις τας τρώγλας της γης από προσώπου του φόβου κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού όταν αναστή θραύσαι την γην |
20For in that day a man shall cast forth his silver and gold abominations, which they made in order to worship vanities and bats; | τη γαρ ημέρα εκείνη εκβαλεί άνθρωπος τα βδελύγματα αυτού τα αργυρά και τα χρυσά α εποίησαν προσκυνείν τοις ματαίοις και ταις νυκτερίσι |
21to enter into the caverns of the solid rock, and into the clefts of the rocks, for fear of the Lord, and by reason of the glory of his might, when he shall arise to strike terribly the earth. | του εισελθείν εις τας τρώγλας της στερεάς πέτρας και τας σχισμάς των πετρών από προσώπου του φόβου κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού όταν αναστή θραύσαι την γην |
22 | παύσασθε υμίν από του ανθρώπου ο αναπνοή εν μυκτήρι αυτού ότι εν τίνι ελογίσθη |
Chapter 3
[edit]1Behold now, the Lord, the Lord of hosts, will take away from Jerusalem and from Judea the mighty man and mighty woman, the strength of bread, and the strength of water, | ιδού δη ο δεσπότης κύριος σαβαώθ αφελεί από Ιερουσαλήμ και από της Ιουδαίας ισχύοντα και ισχύουσαν ισχύν άρτου και ισχύν ύδατος |
2the great and mighty man, the warrior and the judge, and the prophet, and the counsellor, and the elder, | γίγαντα και ισχύοντα και άνθρωπον πολεμιστήν και δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν και πρεσβύτην |
3the captain of fifty also, and the honourable counsellor, and the wise artificer, and the intelligent hearer. | και πεντηκόνταρχον και θαυμαστόν σύμβουλον και σοφόν αρχιτέκτονα και συνετόν ακροατήν |
4And I will make youths their princes, and mockers shall have dominion over them. | και επιστήσω νεανίσκους άρχοντας αυτών και εμπαίκται κυριεύσουσιν αυτών |
5And the people shall fall, man upon man, and every man upon his neighbor: the child shall insult the elder man, and the base the honourable. | και συμπεσείται ο λαός άνθρωπος προς άνθρωπον και άνθρωπος προς τον πλησίον αυτού προσκόψει το παιδίον προς τον πρεσβύτην ο άτιμος προς τον έντιμον |
6For a man shall lay hold of his brother, as one of his father's household, saying, Thou hast raiment, be thou our ruler, and let my meat be under thee. | ότι επιλήψεται άνθρωπος του αδελφού αυτού η του οικείου του πατρός αυτού λέγων ιμάτιον έχεις αρχηγός γενού ημών και το βρώμα το εμόν υπό σε έστω |
7And he shall answer in that day, and say, I will not be thy ruler; for I have no bread in my house, nor raiment: I will not be the ruler of this people. | και αποκριθείς εν τη ημέρα εκείνη ερεί ουκ έσομαί σου αρχηγός ου γαρ εν τω οίκω μου έστιν άρτος ουδέ ιμάτιον ουκ έσομαι αρχηγός του λαού τούτου |
8For Jerusalem is ruined, and Judea has fallen, and their tongues have spoken with iniquity, disobedient as they are towards the Lord. | ότι ανείται Ιερουσαλήμ και η Ιουδαία συμπέπτωκε και αι γλώσσαι αυτών μετά ανομίας τα προς κύριον απειθούντες |
9Wherefore now their glory has been brought low, and the shame of their countenance has withstood them, and they have proclaimed their sin as Sodom, and made it manifest. | διότι νυν εταπεινώθη η δόξα αυτών και η αισχύνη του προσώπου αυτών αντέστη αυτοίς την δε αμαρτίαν αυτών ως Σοδόμων ανήγγειλαν και ενεφάνισαν ουαί τη ψυχή αυτών διότι βεβούλευνται βουλήν πονηράν καθ΄ εαυτών |
10Woe to their soul, for they have devised an evil counsel against themselves, saying against themselves, Let us bind the just, for he is burdensome to us: therefore shall they eat the fruits of their works. | ειπόντες δήσωμεν τον δίκαιον ότι δύσχρηστος ημίν εστι τοίνυν τα γεννήματα των έργων αυτών φάγονται |
11Woe to the transgressor! evils shall happen to him according to the works of his hands. | ουαί τω ανόμω πονηρά κατά τα έργα των χειρών αυτού συμβήσεται αυτώ |
12O my people, your exactors strip you, and extortioners rule over you: O my people, they that pronounce you blesses lead you astray, and pervert the path of your feet. | λαός μου οι πράκτορες υμών καλαμώνται υμάς και οι απαιτούντες κυριεύουσιν υμών λαός μου οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς και τας τρίβους των ποδών υμών εκταράσσουσιν |
13But now the Lord will stand up for judgment, and will enter into judgment with his people. | αλλά νυν καταστήσεται εις κρίσιν κύριος και στήσει εις κρίσιν τον λαόν αυτού |
14The Lord himself shall enter into judgment with the elders of the people, and with their rulers: but why have ye set my vineyard on fire, and why is the spoil of the poor in your houses? | αυτός κύριος εις κρίσιν ήξει μετά των πρεσβυτέρων του λαού και μετά των αρχόντων αυτού υμείς δε τι ενεπυρίσατε τον αμπελώνά μου και η αρπαγή του πτωχού εν τοις οίκοις υμών |
15Why do ye wrong my people, and shame the face of the poor? | τι υμείς αδικείτε τον λαόν μου και το πρόσωπον των πτωχών καταισχύνετε φησί κύριος κύριος στρατιών |
16Thus saith the Lord, Because the daughters of Sion are haughty, and have walked with an outstretched neck, and with winking of the eyes, and motion of the feet, at the same time drawing their garments in trains, and at the same time sporting with their feet: | τάδε λέγει κύριος ανθ΄ υψώθησαν αι θυγατέρες Σιών και επορεύθησαν υψηλώ τραχήλω και εν νεύμασιν οφθαλμών και τη πορεία των ποδών άμα σύρουσαι τους χιτώνας και τοις ποσίν άμα παίζουσαι |
17therefore the Lord will humble the chief daughters of Sion, and the Lord will expose their form in that day; | και ταπεινώσει κύριος αρχούσας θυγατέρας Σιών και κύριος ανακαλύψει το σχήμα αυτών |
18and the Lord will take away the glory of their raiment, the curls and the fringes, and the crescents, | εν τη ημέρα εκείνη και αφελεί κύριος την δόξαν του ιματισμού αυτών και τους κοσύμβους και τους μηνίσκους |
19and the chains, and the ornaments of their faces, | και το κάθεμα και τον κόσμον του προσώπου αυτών |
20and the array of glorious ornaments, and the armlets, and the bracelets, and the wreathed work, and the finger-rings, and the ornaments for the right hand, | και την σύνθεσιν του κόσμου της δόξης και τους χλιδώνας και τα ψέλλια και τα εμπλόκια και τους δακτυλίους και τα περιδέξια |
21and the ear-rings, and the garments with scarlet borders, and the garments with purple grounds, and the shawls to be worn in the house, and the Spartan transparent dresses, and those made of fine linen, and the purple ones, and the scarlet ones, and the fine linen, interwoven with gold and purple, and the light coverings for couches. | και τα ενώτια και τα περιπόρφυρα και τα μεσοπόρφυρα |
22And there shall be instead of a sweet smell, dust; and instead of a girdle, thou shalt gird thyself with a rope; and instead of a golden ornament for the head, thou shalt have baldness on account of thy works; and instead of a tunic with a scarlet ground, thou shalt gird thyself with sackcloth. | και τα επιβλήματα κατά την οικίαν και τα διαφανή Λακωνικά |
23And thy most beautiful son whom thou lovest shall fall by the sword; and your mighty men shall fall by the sword, and shall be brought low. | και τα βύσσινα και τα υακίνθινα και κόκκινα και την βύσσον συν χρυσώ και υακίνθω συγκαθυφασμένην και θέριστρα κατάκλιτα |
24And the stores of your ornaments shall mourn, and thou shalt be left alone, and shalt be levelled with the ground. | και έσται αντί οσμής ηδείας κονιορτός και αντί ζώνης σχοινίω ζώση και αντί του κόσμου της κεφαλής του χρυσίου φαλάκρωμα έξεις διά τα έργα σου και αντί του χιτώνος του μεσοπορφύρου περιζώση σάκκον |
25 | και ο υιός σου ο κάλλιστος ον αγαπάς μαχαίρα πεσείται και οι ισχυροί υμών μαχαίρα πεσούνται και ταπεινωθήσονται |
26 | και πενθήσουσιν αι θήκαι του κόσμου υμών και καταλειφθήση μόνη και εις την γην εδαφισθήση |
Chapter 4
[edit]1And seven women shall take hold of one man, saying, We will eat our own bread, and wear our own raiment: only let thy name be called upon us, and take away our reproach. | και επιλήψονται επτά γυναίκες ανθρώπου ενός εν εκείνη τη ημέρα λέγουσαι τον άρτον ημών φαγόμεθα και τα ιμάτια ημών περιβαλούμεθα πλην το όνομά σου κεκλήσθω εφ΄ ημάς άφελε τον ονειδισμόν ημών |
2And in that day God shall shine gloriously in counsel on the earth, to exalt and glorify the remnant of Israel. | εν τη ημέρα εκείνη επιλάμψει ο θεός εν βουλή μετά δόξης επί της γης του υψώσαι και δοξάσαι το καταλειφθέν του Ισραήλ |
3And it shall be, that the remnant left in Sion, and the remnant left in Jerusalem, even all that are appointed to life in Jerusalem, shall be called holy. | και έσται το υπολειφθέν εν Σιών και το καταλειφθέν εν Ιερουσαλήμ άγιοι κληθήσονται πάντες οι γραφέντες εις ζωήν εν Ιερουσαλήμ |
4For the Lord shall wash away the filth of the sons and daughters of Sion, and shall purge out the blood from the midst of them, with the spirit of judgment, and the spirit of burning. | ότι εκπλυνεί κύριος τον ρύπον των υιών και των θυγατέρων Σιών και το αίμα Ιερουσαλήμ εκκαθαριεί εκ μέσου αυτής εν πνεύματι κρίσεως και πνεύματι καύσεως |
5And he shall come, and it shall be with regard to every place of mount Sion, yea, all the region round about it shall a cloud overshadow by day, and there shall be as it were the smoke and light of fire burning by night: and upon all the glory shall be a defence. | και ήξει και έσται πας τόπος του όρους Σιών και πάντα τα περικύκλω αυτής σκιάσει νεφέλη ημέρας και ως καπνού και φωτός πυρός καιομένου νυκτός πάση τη δόξη σκεπασθήσεται |
6And it shall be for a shadow from the heat, and as a shelter and a hiding place from inclemency of weather and from rain. | και έσται εις σκιάν από καύματος και εν σκέπη και εν αποκρύφω από σκληρότητος και υετού |
Chapter 5
[edit]1Now I will sing to my beloved a song of my beloved concerning my vineyard. My beloved had a vineyard on a high hill in a fertile place. | άσω δη τω ηγαπημένω μου άσμα του αγαπητού μου τω αμπελώνι αυτού αμπελών εγενήθη τω ηγαπημένω εν κέρατι εν τόπω πίονι |
2And I made a hedge round it, and dug a trench, and planted a choice vine, and built a tower in the midst of it, and dug a place for the wine-vat in it: and I waited for it to bring forth grapes, and it brought forth thorns. | και φραγμόν περιέθηκα και εχαράκωσα και εφύτευσα άμπελον σωρήκ και ωκοδόμησα πύργον εν μέσω αυτού και προλήνιον ώρυξα εν αυτώ και έμεινα του ποιήσαι σταφυλήν και εποίησεν ακάνθας |
3And now, ye dwellers in Jerusalem, and every man of Juda, judge between me and my vineyard. | και νυν οι ενοικούντες εν Ιερουσαλήμ και άνθρωπος του Ιούδα κρίνατε δη εν εμοί και αναμέσον του αμπελώνός μου |
4What shall I do any more to my vineyard, that I have not done to it? Whereas I expected it to bring forth grapes, but it has brought forth thorns. | τι ποιήσω έτι τω αμπελώνί μου και ουκ εποίησα αυτώ διότι έμεινα του ποιήσαι σταφυλήν εποίησε δε ακάνθας |
5And now I will tell you what I will do to my vineyard: I will take away its hedge, and it shall be for a spoil; and I will pull down its walls, and it shall be left to be trodden down. | νυν ουν αναγγελώ υμίν τι εγώ ποιήσω τω αμπελώνί μου αφελώ τον φραγμόν αυτού και έσται εις διαρπαγήν και καθελώ τον τοίχον αυτού και έσται εις καταπάτημα |
6And I will forsake my vineyard; and it shall not be pruned, nor dug, and thorns shall come up upon it as on barren land; and I will command the clouds to rain no rain upon it. | και ανήσω τον αμπελώνά μου και ου τμηθή ουδε σκαφή και αναβήσεται εις αυτόν ως εις χέρσον άκανθα και ταις νεφέλαις εντελούμαι του μη βρέξαι εις αυτόν υετόν |
7For the vineyard of the Lord of hosts is the house of Israel, and the men of Juda his beloved plant: I expected it to bring forth judgment, and it brought forth iniquity; and not righteousness, but a cry. | ο γαρ αμπελών κυρίου σαβαώθ οίκος του Ισραήλ εστι και άνθρωπος του Ιούδα νεόφυτον ηγαπημένον έμεινα του ποιήσαι κρίσιν εποίησε δε ανομίαν και ου δικαιοσύνην αλλά κραυγήν |
8Woe to them that join house to house, and add field to field, that they may take away something of their neighbor's: will ye dwell alone upon the land? | ουαί οι συνάπτοντες οικίαν προς οικίαν και αγρόν προς αγρόν εγγίζοντες ίνα του πλησίον αφέλωνταί τι μη οικήσετε μόνοι επί της γης |
9For these things have reached the ears of the Lord of hosts: for though many houses should be built, many and fair houses shall be desolate, and there shall be no inhabitants in them. | ηκούσθη γαρ εις τα ώτα κυρίου σαβαώθ ταύτα εάν γαρ γένωνται οικίαι πολλαί εις έρημον έσονται μεγάλαι και καλαί και ουκ έσονται οι ενοικούντες εν αυταίς |
10For where ten yoke of oxen plough the land shall yield one jar-full, and he that sows six homers shall produce three measures. | ου γαρ εργώνται δέκα ζεύγη βοών ποιήσει κεράμιον εν και ο σπείρων αρτάβας εξ ποιήσει μέτρα τρία |
11Woe to them that rise up in the morning, and follow strong drink; who wait at it till evening: for the wine shall inflame them. | ουαί οι εγειρόμενοι τοπρωϊ και το σίκερα διώκοντες οι μένουντες το οψέ ο γαρ οίνος συγκαύσει αυτούς |
12For they drink wine with harp, and psaltery, and drums, and pipes: but they regard not the works of the Lord, and consider not the works of his hands. | μετά γαρ κιθάρας και ψαλτηρίου και τυμπάνων και αυλών τον οίνον πίνουσι τα δε έργα κυρίου ουκ εμβλέπουσι και τα έργα των χειρών αυτού ου κατανοούσι |
13Therefore my people have been taken captive, because they know not the Lord: and there has been a multitude of dead bodies, because of hunger and of thirst for water. | τοίνυν αιχμάλωτος ο λαός μου εγενήθη διά το μη ειδέναι αυτούς τον κύριον και πλήθος εγενήθη νεκρών διά λιμόν και δίψαν ύδατος |
14Therefore hell has enlarged its desire and opened its mouth without ceasing: and her glorious and great, and her rich and her pestilent men shall go down into it. | και επλάτυνεν ο άδης την ψυχήν αυτού και διήνοιξε το στόμα αυτού του μη διαλιπείν και καταβήσονται οι ένδοξοι και οι μεγάλοι και οι πλούσιοι και ο αγαλλιώμενος εν αυτή |
15And the mean man shall be brought low, and the great man shall be disgraced, and the lofty eyes shall be brought low. | και ταπεινωθήσεται άνθρωπος και ατιμασθήσεται ανήρ και οι οφθαλμοί οι μετέωροι ταπεινωθήσονται |
16But the Lord of hosts shall be exalted in judgment, and the holy God shall be glorified in righteousness. | και υψωθήσεται κύριος σαβαώθ εν κρίματι και ο θεός ο άγιος δοξασθήσεται εν δικαιοσύνη |
17And they that were spoiled shall be fed as bulls, and lambs shall feed on the waste places of them that are taken away. | και βοσκηθήσονται οι διηρπασμένοι ως ταύροι και τας ερήμους των απειλημμένων άρνες φάγονται |
18Woe to them that draw sins to them as with a long rope, and iniquities as with a thong of the heifer's yoke: | ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας ως σχοινίω μακρώ και ως ζυγού ιμάντι δαμάλεως τας ανομίας |
19who say, Let him speedily hasten what he will do, that we may see it: and let the counsel of the Holy One of Israel come, that we may know it. | οι λέγοντες το τάχος εγγισάτω α ποιήσει ίνα ίδωμεν και ελθέτω η βουλή του αγίου Ισραήλ ίνα γνώμεν |
20Woe to them that call evil good, and good evil; who make darkness light, and light darkness; who make bitter sweet, and sweet bitter. | ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν |
21Woe to them that are wise in their own conceit, and knowing in their own sight. | ουαί οι σοφοί εν αυτοίς και ενώπιον εαυτών επιστήμονες |
22Woe to the strong ones of you that drink wine, and the mighty ones that mingle strong drink: | ουαί οι ισχύοντες υμών οι πίνοντες τον οίνον και οι δυνάσται οι κεραννύντες το σίκερα |
23who justify the ungodly for rewards, and take away the righteousness of the righteous. | οι δικαιούντες τον ασεβή ένεκεν δώρων και το δίκαιον του δικαίου αίροντες |
24Therefore as stubble shall be burnt by a coal of fire, and shall be consumed by a violent flame, their root shall be as chaff, and their flower shall go up as dust: for they rejected the law of the Lord of hosts, and insulted the word of the Holy One of Israel. | διά τούτο ον τρόπον καυθήσεται καλάμη υπό άνθρακος πυρός και συγκαυθήσεται υπό φλογός ανειμένης η ρίζα αυτών ως χνούς έσται και το άνθος αυτών ως κονιορτός αναβήσεται ου γαρ ηθέλησαν τον νόμον κυρίου σαβαώθ αλλά το λόγιον του αγίου Ισραήλ παρώξυναν |
25Therefore the Lord of hosts was greatly angered against his people, and he reached forth his hand upon them, and smote them: and the mountains were troubled, and their carcasses were as dung in the midst of the way: yet for all this his anger has not been turned away, but his hand is yet raised. | και εθυμώθη οργή κύριος σαβαώθ επί τον λαόν αυτού και επέβαλε την χείρα επ΄ αυτούς και επάταξεν αυτούς και παρωξύνθη τα όρη και εγενήθη τα θνησιμαία αυτών ως κοπρία εν μέσω οδού και εν πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός αυτού αλλ΄ έτι η χειρ αυτού υψηλή |
26Therefore shall he lift up a signal to the nations that are afar, and shall hiss for them from the end of the earth; and, behold, they are coming very quickly. | τοιγαρούν αρεί σύσσημον εν τοις έθνεσι τοις μακρόθεν και συριεί αυτούς απ΄ άκρου της γης και ιδού ταχύ κούφως έρχονται |
27They shall not hunger nor be weary, neither shall they slumber nor sleep; neither shall they loose their girdles from their loins, neither shall their shoe-latchets be broken. | ου πεινάσουσιν ουδέ κοπιάσουσιν ουδέ νυστάξουσιν ουδέ κοιμηθήσονται ουδέ λύσουσι τας ζώνας αυτών από των οσφύων αυτών ουδ΄ ραγώσιν οι ιμάντες των υποδημάτων αυτών |
28Whose arrows are sharp, and their bows bent; their horses' hoofs are counted as solid rock: their chariot-wheels are as a storm. | ων τα βέλη οξείά εστι και τα τόξα αυτών εντεταμένα οι πόδες των ίππων αυτών ως στερεά πέτρα ελογίσθησαν οι τροχοί των αρμάτων αυτών ως καταιγίς |
29They rage as lions, and draw nigh as a lion's whelps: and he shall seize, and roar as a wild beast, and he shall cast them forth, and there shall be none to deliver them. | ορμώσιν ως λέοντες και παρέστησαν ως σκύμνοι λέοντος και επιλήψεται και βοήσει ως θηρίον και εκβαλεί και ουκ έσται ο ρυόμενος αυτούς |
30And he shall roar on account of them in that day, as the sound of the swelling sea; and they shall look to the land, and, behold, there shall be thick darkness in their perplexity. | και βοήσει δι΄ αυτούς τη ημέρα εκείνη ως φωνή θαλάσσης κυμαινούσης και εμβλέψονται εις τον ουρανόν άνω και κάτω και ιδού σκότος σκληρόν εν τη απορία αυτών |
Chapter 6
[edit]1And it came to pass in the year in which king Ozias died, that I saw the Lord sitting on a high and exalted throne, and the house was full of his glory. | και εγένετο του ενιαυτού ου απέθανεν ο βασιλεύς Οζίας είδον τον κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου και πλήρης ο οίκος της δόξης |
2And seraphs stood round about him: each one had six wings: and with two they covered their face, and with two they covered their feet, and with two they flew. | και σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού εξ πτέρυγες τω ενί και εξ πτέρυγες τω ενί και ταις μεν δυσί κατεκάλυπτον το πρόσωπον ταις δε δυσί κατεκάλυπτον τους πόδας και ταις δυσίν επέταντο |
3And one cried to the other, and they said, Holy, holy, holy is the Lord of hosts: the whole earth is full of his glory. | και εκέκραγον έτερος προς τον έτερον και έλεγον άγιος άγιος άγιος κύριος σαβαώθ πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού |
4And the lintel shook at the voice they uttered, and the house was filled with smoke. | και επήρθη το υπέρθυρον από της φωνής ης εκέκραγον και ο οίκος ενεπλήσθη καπνού |
5And I said, Woe is me, for I am pricked to the heart; for being a man, and having unclean lips, I dwell in the midst of a people having unclean lips; and I have seen with mine eyes the King, the Lord of hosts. | και είπον ω τάλας εγώ ότι κατανένυγμαι ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα κύριον σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου |
6And there was sent to me one of the seraphs, and he had in his hand a coal, which he had taken off the altar with the tongs: | και απεστάλη προς με εν των σεραφείμ και εν τη χειρί είχεν άνθρακα ον τη λαβίδι έλαβεν από του θυσιαστηρίου |
7and he touched my mouth, and said, Behold, this has touched thy lips, and will take away thine iniquities, and will purge off thy sins. | και ήψατο του στόματός μου και είπεν ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί |
8And I heard the voice of the Lord, saying, Whom shall I send, and who will go to this people? And I said, behold, I am here, send me. And he said, Go, and say to this people, | και ήκουσα της φωνής κυρίου λέγοντος τίνα αποστείλω και τις πορεύσεται προς τον λαόν τούτον και είπον ιδού εγώ ειμι απόστειλόν με |
9Ye shall hear indeed, but ye shall not understand; and ye shall see indeed, but ye shall not perceive. | και είπε πορεύθητι και είπον τω λαώ τούτω ακοή ακούσετε και ου συνείτε και βλέποντες βλέψετε και ου ίδητε |
10 For the heart of this people has become gross, and their ears are dull of hearing, and their eyes have they closed; lest they should see with their eyes, and hear with their ears, and understand with their heart, and be converted, and I should heal them. | επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου και τοις ωσίν αυτών βαρέως ήκουσαν και τους οφθαλμούς εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς αυτών και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι και ίασομαι αυτούς |
11And I said, How long, O Lord? And he said, Until cities be deserted by reason of their not being inhabited, and the houses by reason of there being no men, and the land shall be left desolate. | και είπα έως πότε κύριε και είπεν έως αν ερημωθώσι πόλεις παρά το μη κατοικείσθαι και οίκοι παρά το μη είναι ανθρώπους και η γη καταλειφθήσεται έρημος |
12And after this God shall remove the men far off, and they that are left upon the land shall be multiplied. | και μετά ταύτα μακρυνεί ο θεός τους ανθρώπους και πληθυνθήσονται οι εγκαταλειφθέντες επί της γης |
13And yet there shall be a tenth upon it, and again it shall be for a spoil, as a turpentine tree, and as an acorn when it falls out of its husk. | και έτι επ΄ αυτής εστι το επιδέκατον και πάλιν έσται εις προνομήν ως τερέβινθος και ως βάλανος όταν εκπέση εκ της θήκης αυτής σπέρμα άγιον το στήλωμα |
Chapter 7
[edit]1And it came to pass in the days of Achaz the son of Joatham, the son of Ozias, king of Juda, there came up Rasim king of Aram, and Phakee son of Romelias, king of Israel, against Jerusalem to war against it, but they could not take it. | και εγένετο εν ταις ημέραις Άχαζ υιού Ιωαθάμ του υιόυ Οζίου βασιλέως Ιούδα ανέβη Ρασίν βασιλεύς Αράμ και Φακεέ υιός Ρομελίου βασιλεύς Ισραήλ επί Ιερουσαλήμ πολεμήσαι αυτήν και ουκ ηδυνήθησαν πολιορκήσαι αυτήν |
2And a message was brought to the house of David, saying, Aram has conspired with Ephraim. And his soul was amazed, and the soul of his people, as in a wood a tree is moved by the wind. | και ανηγγέλη εις τον οίκον Δαυίδ λέγων συνεφώνησεν Αράμ προς τον Εφραϊμ και εξέστη η ψυχή αυτού και η ψυχή του λαού αυτού ον τρόπον εν δρυμώ ξύλον υπό πνεύματος σαλευθή |
3And the Lord said to Esaias, Go forth to meet Achaz, thou, and thy son Jasub who is left, to the pool of the upper way of the fuller's field. | και είπε κύριος προς Ησαϊαν έξελθε εις συνάντησιν Άχαζ συ και ο καταλειφθείς Ιασούβ ο υιός σου προς την κολυμβήθραν της άνω οδού αγρού του κναφέως |
4And thou shalt say to him, Take care to be quiet, and fear not, neither let thy soul be disheartened because of these two smoking firebrands: for when my fierce anger is over, I will heal again. | και ερείς αυτώ φύλαξαι του ησυχάσαι και μη φόβου μηδέ η ψυχή σου ασθενείτω από των δύο ξύλων των δαλών των καπνιζομένων τούτων όταν γαρ οργή του θυμού μου γένηται πάλιν ιάσομαι |
5And as for the son of Aram, and the son of Romelias, forasmuch as they have devised an evil counsel, saying, | και ο υιός του Αράμ και ο υιός του Ρομελίου ότι εβουλεύσαντο βουλήν πονηράν |
6We will go up against Judea, and having conferred with them we will turn them away to our side, and we will make the son of Tabeel king of it; | αναβησόμεθα εις την Ιουδαίαν και συλλαλήσαντες αυτοίς αποστρέψομεν αυτούς προς ημάς και βασιλεύσομεν αυτοίς τον υιόν Ταβέλ |
7thus saith the Lord of hosts, This counsel shall not abide, nor come to pass. | τάδε λέγει κύριος σαβαώθ ου μείνη η βουλή αύτη ουδέ έσται |
8But the head of Aram is Damascus, and the head of Damascus, Rasim; and yet within sixty and five years the kingdom of Ephraim shall cease from being a people. | αλλά η κεφαλή Αράμ Δαμασκός και η κεφαλή Δαμασκού Ρασίν αλλ΄ έτι εξήκοντα και πέντε ετών εκλείψει η βασιλεία Εφραϊμ από λαού |
9And the head of Ephraim is Somoron, and the head of Somoron the son of Romelias: but if ye believe not, neither will ye at all understand. | και η κεφαλή Εφραϊμ Σομόρων και η κεφαλή Σομόρων υιός του Ρομελίου και εάν μη πιστεύσητε ουδε συνήτε |
10And the Lord again spoke to Achaz, saying, | και προσέθετο κύριος λαλήσαι τω Άχαζ λέγων |
11Ask for thyself a sign of the Lord thy God, in the depth or in the height. | αίτησαι σεαυτώ σημείον παρά κυρίου θεού σου εις βάθος η εις ύψος |
12And Achaz said, I will not ask, neither will I tempt the Lord. | και είπεν Άχαζ ου αιτήσω ουδέ πειράσω κύριον |
13And he said, Hear ye now, O house of David; is it a little thing for you to contend with men? and how do ye contend against the Lord? | και είπεν ακούσατε δη οίκος Δαυίδ μη μικρόν υμίν αγώνα παρέχειν ανθρώποις και πως κυρίω παρέχετε αγώνα |
14Therefore the Lord himself shall give you a sign; behold, a virgin shall conceive in the womb, and shall bring forth a son, and thou shalt call his name Emmanuel. | διά τούτο δώσει κύριος αυτός υμίν σημείον ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ |
15Butter and honey shall he eat, before he knows either to prefer evil or choose the good. | βούτυρον και μέλι φάγεται πριν η γνώναι αυτόν προελέσθαι πονηρά η εκλέξασθαι το αγαθόν |
16For before the child shall know good or evil, he refuses evil, to choose the good; and the land shall be forsaken which thou art afraid of because of the two kings. | διότι πριν η γνώναι το παιδίον αγαθόν η κακόν απειθεί πονηρία εκλέξασθαι το αγαθόν και καταλειφθήσεται η γη ην συ φοβή από προσώπου των δύο βασιλέων |
17But God shall bring upon thee, and upon thy people, and upon the house of thy father, days which have never come, from the day that Ephraim took away from Juda the king of the Assyrians. | αλλά επάξει επί σε ο θεός και επί τον λαόν σου και επί τον οίκον του πατρός σου ημέρας αι ούπω ήκασιν αφ΄ ης ημέρας αφείλεν Εφραϊμ από Ιούδα τον βασιλέα των Ασσυρίων |
18And it shall come to pass in that day that the Lord shall hiss for the flies, which insect shall rule over a part of the river of Egypt, and for the bee which is in the land of the Assyrians. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη συριεί κύριος μυίαις αι κυριεύσουσι μέρος ποταμού Αιγύπτου και τη μελίσση η εστιν εν χώρα Ασσυρίων |
19And they all shall enter into the clefts of the land, and into the holes of the rocks, and into the caves, and into every ravine. | και ελεύσονται και αναπαύσονται πάντες εν ταις φάραγξι της χώρας και εν ταις τρώγλαις των πετρών και εις τα σπήλαια και εις πάσαν ραγάδα και εν παντί ξύλω |
20In that day the Lord shall shave with the hired razor of the king of Assyria beyond the river the head, and the hairs of the feet, and will remove the beard. | εν τη ημέρα ξυρήσει κύριος εν τω ξυρώ τω μεμεθυσμένω πέραν του ποταμού βασιλέως Ασσυρίων την κεφαλήν και τας τρίχας των ποδών και τον πώγωνα αφελεί |
21And it shall come to pass in that day, that a man shall rear a heifer, and two sheep. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη θρέψει άνθρωπος δάμαλιν βοών και δύο πρόβατα |
22And it shall come to pass from their drinking an abundance of milk, that every one that is left on the land shall eat butter and honey. | και έσται από του πλείστον πιείν γάλα βούτυρον και μέλι φάγεται πας ο καταλειφθεις επί της γης |
23And it shall come to pass in that day, for every place where there shall be a thousand vines at a thousand shekels, they shall become barren land and thorns. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη πας τόπος ου εάν ώσι χίλιαι άμπελοι χιλίων σικλών εις χέρσον έσονται και εις άκανθαν |
24Men shall enter thither with arrow and bow; for all the land shall be barren ground and thorns. | μετά βέλους και τοξεύματος εισελεύσονται εκεί ότι χέρσος και άκανθα έσται πάσα η γη |
25And every mountain shall be certainly ploughed: there shall no fear come thither: for there shall be from among the barren ground and thorns that whereon cattle shall feed and oxen shall tread. | και παν όρος αροτριώμενον αροτριωθήσεται ου επέλθη εκεί φόβος έσται γαρ από της χέρσου και ακάνθης εις βόσκημα προβάτου και καταπάτημα βοός |
Chapter 8
[edit]1And the Lord said to me, Take to thyself a volume of a great new book, and write in it with a man's pen concerning the making a rapid plunder of spoils; for it is near at hand. | και είπε κύριος προς με λάβε σεαυτώ τόμον καινόν μέγαν και γράψον εις αυτόν γραφίδι ανθρώπου του οξέως προνομήν ποιήσαι σκύλων πάρεστι γαρ |
2And make me witnesses of faithful men, Urias, and Zacharias the son of Barachias. | και μάρτυράς μοι ποίησον πιστούς ανθρώπους τον Ουρίαν τον ιερέα και Ζαχαρίαν υιόν Βαραχίου |
3And I went in to the prophetess; and she conceived, and bore a son. And the Lord said to me, Call his name, Spoil quickly, plunder speedily. | και προσήλθον προς την προφήτιν και εν γαστρί έλαβε και έτεκεν υιόν και είπε κύριός μοι κάλεσον το όνομα αυτού ταχέως σκύλευσον οξέως προνόμευσον |
4For before the child shall know how to call his father or his mother, one shall take the power of Damascus and the spoils of Samaria before the king of the Assyrians. | διότι πριν η γνώναι το παιδίον καλείν πατέρα η μητέρα λήψεται δύναμιν Δαμασκού και τα σκύλα Σαμαρείας έναντι βασιλέως Ασσυρίων |
5And the Lord spoke to me yet again, saying, | και προσέθετο κύριος λαλήσαί μοι έτι λέγων |
6Because this people chooses not the water of Siloam that goes softly, but wills to have Rassin, and the son of Romelias to be king over you; | διά το μη βούλεσθαι τον λαόν τούτον το ύδωρ του Σιλωάμ το πορευόμενον ησυχή αλλά βούλεσθαι έχειν τον Ρασσίν και τον υιόν Ρομελίου βασιλέα εφ΄ υμών διά τούτο |
7therefore, behold, the Lord brings up upon you the water of the river, strong and abundant, even the king of the Assyrians, and his glory: and he shall come up over every valley of yours, and shall walk over every wall of yours: | ιδού κύριος ανάγει εφ΄ υμάς το ύδωρ του ποταμού το ισχυρόν και πολύ τον βασιλέα των Ασσυρίων και την δόξαν αυτού και αναβήσεται επί πάσαν φάραγγα υμών και περιπατήσει επί παν τείχος υμών |
8and he shall take away from Juda every man who shall be able to lift up his head, and every one able to accomplish anything; and his camp shall fill the breadth of thy land, O God with us. | και αφελεί από της Ιουδαίας άνθρωπον ος δυνήσεται κεφαλήν άραι η δυνατόν συντελέσασθαί τι και έσται η παρεμβολή αυτού ώστε πληρώσαι το πλάτος της χώρας σου μεθ΄ ημών ο θεός |
9Know, ye Gentiles, and be conquered; hearken ye, even to the extremity of the earth: be conquered, after ye strengthened yourselves; for even if ye should again strengthen yourselves, ye shall again be conquered. | γνώτε έθνη και ηττάσθε επακούσατε έως εσχάτου της γης ισχυκότες ηττάσθε εάν γαρ πάλιν ισχύσητε πάλιν ηττηθήσεσθε |
10And whatsoever counsel ye shall take, the Lord shall bring it to nought; and whatsoever word ye shall speak, it shall not stand among you: for God is with us. | και ην αν βουλεύσησθε βουλήν διασκεδάσει κύριος και λόγον ον εάν λαλήσητε ου εμμείνη εν υμίν ότι μεθ΄ ημών ο θεός |
11Thus saith the Lord, With a strong hand they revolt from the course of the way of this people, saying, | ούτω λέγει κύριος τη ισχυρά χειρί απειθούσι τη πορεία της οδού του λαού τούτου λέγοντες |
12Let them not say, It is hard, for whatsoever this people says, is hard: but fear not ye their fear, neither be dismayed. | μήποτε είπωσι σκληρόν παν γαρ ο εάν είπη ο λαός ούτος σκληρόν εστι τον δε φόβον αυτού ου φοβηθήτε ουδε ταραχθήτε |
13Sanctify ye the Lord himself; and he shall be thy fear. | τον κύριον των δυνάμεων αυτόν αγιάσατε και αυτός έσται σου φόβος |
14And if thou shalt trust in him, he shall be to thee for a sanctuary; and ye shall not come against him as against a stumbling-stone, neither as against the falling of a rock: but the houses of Jacob are in a snare, and the dwellers in Jerusalem in a pit. | καν επ΄ αυτώ πεποιθώς ης έσται σοι εις αγίασμα και ουχ ως λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε ουδ΄ ως πέτρας πτώματι οι δε οίκοι Ιακώβ εν παγίδι και εν κοιλώματι εγκαθήμενοι εν Ιερουσαλήμ |
15Therefore many among them shall be weak, and fall, and be crushed; and they shall draw nigh, and men shall be taken securely. | διά τούτο αδυνατήσουσιν εν αυτοίς πολλοί και πεσούνται και συντριβήσονται και εγγιούσι και αλώσονται άνθρωποι εν ασφαλεία |
16Then shall those who seal themselves that they may not learn the law be made manifest. | τότε φανεροί έσονται οι σφραγιζόμενοι τον νόμον του μη μαθείν |
17And one shall say, I will wait for God, who has turned away his face from the house of Jacob, and I will trust in him. | και ερεί μενώ τον θεόν τον αποστρέψαντα το πρόσωπον αυτού από του οίκου Ιακώβ και πεποιθώς έσομαι επ΄ αυτώ |
18 Behold I and the children which God has given me: and they shall be for signs and wonders in the house of Israel from the Lord of hosts, who dwells in mount Sion. | ιδού εγώ και τα παιδία α έδωκέ μοι ο θεός και έσται σημεία και τέρατα εν τω οίκω Ισραήλ παρά κυρίου σαβαώθ ος κατοικεί εν τω όρει Σιών |
19And if they should say to you, Seek those who have in them a divining spirit, and them that speak out of the earth, them that speak vain words, who speak out of their belly: shall not a nation diligently seek to their God? why do they seek to the dead concerning the living? | και εάν είπωσι προς υμάς ζητήσατε τους εγγαστριμύθους και τους από της γης φωνούντας και τους κενολογούντας οι εκ της κοιλίας φωνούνσιν ουκ έθνος προς θεόν αυτού εκζητήσουσι τι εκζητούσι περί των ζώντων τους νεκρούς |
20For he has given the law for a help, that they should not speak according to this word, concerning which there are no gifts to give for it. | νόμον γαρ εις βοήθειαν έδωκεν ίνα είπωσιν ουχ ως το ρήμα τούτο περί ου ουκ έστι δώρα δούναι περί αυτού |
21And famine shall come sorely upon you, and it shall come to pass, that when ye shall be hungry, ye shall be grieved, and ye shall speak ill of the prince and your fathers' ordinances: and they shall look up to heaven above, | και ήξει εφ΄ υμάς σκληρά λιμός και έσται ως αν πεινάσητε λυπηθήσεσθε και κακώς ερείτε τον άρχοντα και τα πάτρια και αναβλέψονται εις τον ουρανόν άνω |
22and they shall look on the earth below, and behold severe distress, and darkness, affliction, and anguish, and darkness so that one cannot see; and he that is in anguish shall not be distressed only for a time. | και εις την γην κάτω εμβλέψονται και ιδού σκότος θλίψις και στενοχωρία και σκότος ώστε μη βλέπειν έως καιρου |
Chapter 9
[edit]1Drink this first. Act quickly, O land of Zabulon, land of Nephthalim, and the rest inhabiting the sea-coast, and the land beyond Jordan, Galilee of the Gentiles. | τούτο πρώτον ταχύ πίε ταχύ ποίει χώρα Ζαβυλών η γη Νεφθαλείμ και οι λοιποί την παραλίαν και πέραν του Ιορδάνου Γαλιλαία των εθνών |
2O people walking in darkness, behold a great light: ye that dwell in the region and shadow of death, a light shall shine upon you. | ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει είδε φως μέγα οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου φως λάμψει εφ΄ υμάς |
3The multitude of the people which thou hast brought down in thy joy, they shall even rejoice before thee as they that rejoice in harvest, and as they that divide the spoil. | το πλείστον του λαού κατήγαγες εν ευφροσύνη και ευφρανθήσονται ενώπιόν σου ως οι ευφραινόμενοι εν αμήτω και ον τρόπον οι διαιρούμενοι σκύλα |
4Because the yoke that was laid upon them has been taken away, and the rod that was on their neck: for he has broken the rod of the exactors, as in the day of Madiam. | διότι αφήρηται ο ζυγός ο επ΄ αυτών κείμενος και η ράβδος η επί του τραχήλου αυτών την γαρ ράβδον των απαιτούντων διεσκέδασεν ως τη ημέρα τη επί Μαδιάμ |
5For they shall compensate for every garment that has been acquired by deceit, and all raiment with restitution; and they shall be willing, even if they were burnt with fire. | ότι πάσαν στολήν επισυνηγμένην δόλω και ιμάτιον μετά καταλλαγής αποτίσουσι και θελήσουσιν ει εγένοντο πυρίκαυστοι |
6For a child is born to us, and a son is given to us, whose government is upon his shoulder: and his name is called the Messenger of great counsel: for I will bring peace upon the princes, and health to him. | ότι παιδίον εγεννήθη ημίν υιός εδόθη ημίν ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος θαυμαστός σύμβουλος θεός ισχυρός εξουσιαστής άρχων ειρήνης πατήρ του μέλλοντος αιώνος άξω γαρ ειρήνην επί τους άρχοντας και υγίειαν αυτού |
7His government shall be great, and of his peace there is no end: it shall be upon the throne of David, and upon his kingdom, to establish it, and to support it with judgment and with righteousness, from henceforth and forever. The seal of the Lord of hosts shall perform this. | και μεγάλη η αρχή αυτού και της ειρήνης αυτού ουκ έστιν τέλος επί τον θρόνον Δαυίδ και την βασιλείαν αυτού κατορθώσαι αυτήν και αντιλαβέσθαι εν κρίματι και εν δικαιοσύνη από του νυν και εις τον αιώνα ο ζήλος κυρίου σαβαώθ ποιήσει ταύτα |
8The Lord has sent death upon Jacob, and it has come upon Israel. | θάνατον απέστειλε κύριος επί Ιακώβ και ήλθεν επί Ισραήλ |
9And all the people of Ephraim, and they that dwelt in Samaria shall know, who say in their pride and lofty heart, | και γνώσονται πας ο λαός του Εφραϊμ και οι καθήμενοι εν Σαμαρεία εφ΄ ύβρει και υψηλή καρδία λέγοντες |
10The bricks are fallen down, but come, let us hew stones, and cut down sycamores and cedars, and let us build for ourselves a tower. | πλίνθοι πεπτώκασιν αλλά δεύτε λαξεύσωμεν λίθους και κόψωμεν συκαμίνους και κέδρους και οικοδομήσωμεν εαυτοίς πύργον |
11And God shall dash down them that rise up against him on mount Sion, and shall scatter his enemies; | και ράξει ο θεός τους επανισταμένους επί όρος Σιών επί αυτόν και τους εχθρούς αυτού διασκεδάσει |
12even Syria from the rising of the sun, and the Greeks from the setting of the sun, who devour Israel with open mouth. For all this his anger is not turned away, but still his hand is exalted. | Συρίαν αφ΄ ηλίου ανατολών και τους Έλληνας αφ΄ ηλίου δυσμών τους κατεσθίοντας τον Ισραήλ όλω τω στόματι επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός αλλ΄ έτι η χειρ υψηλή |
13But the people turned not until they were smitten, and they sought not the Lord. | και ο λαός ουκ απεστράφη έως επλήγη και τον κύριον των δυνάμεων ουκ εζήτησαν |
14So the Lord took away from Israel the head and tail, great and small, in one day: | και αφείλε κύριος από Ισραήλ κεφαλήν και ουράν μέγαν και μικρόν εν μία ημέρα |
15the old man, and them that respect persons, this is the head; and the prophet teaching unlawful things, he is the tail. | πρεσβύτην και τους τα πρόσωπα θαυμάζοντας αύτη η αρχή και προφήτην διδάσκοντα άνομα ούτος η ουρά |
16And they that pronounce this people blessed shall mislead them; and they mislead them that they may devour them. | και έσονται οι μακαρίζοντες τον λαόν τούτον πλανώντες και πλανώσιν όπως καταπίωσιν αυτούς |
17Therefore the Lord shall not take pleasure in their young men, neither shall he have pity on their orphans or on their widows: for they are all transgressors and wicked, and every mouth speaks unjustly. For all this his anger is not turned away, but his hand is yet exalted. | διά τούτο επί τους νεανίσκους αυτών ουκ ευφρανθήσεται ο κύριος και τους ορφανούς αυτών και τας χήρας αυτών ουκ ελεήσει ότι πάντες άνομοι και πονηροί και παν στόμα λαλεί άδικα επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός αυτού αλλ΄ έτι η χειρ αυτού υψηλή |
18And iniquity shall burn as fire, and shall be devoured by fire as dry grass: and it shall burn in the thickets of the wood, and shall devour all that is round about the hills. | και καυθήσεται ως πυρ η ανομία και ως άγρωστις ξηρά βρωθήσεται υπό πυρός και καυθήσεται εν τοις δάσεσι του δρυμού και συγκαταφάγεται τα κύκλω των βουνών πάντα |
19The whole earth is set on fire because of the fierce anger of the Lord, and the people shall be as men burnt by fire: no man shall pity his brother. | διά θυμόν οργής κυρίου συγκέκαυται η γη όλη και έσται ο λαός ως κατακεκαυμένος υπό πυρός άνθρωπος τον αδελφόν αυτού ουκ ελεήσει |
20But one shall turn aside to the right hand, for he shall be hungry; and shall eat on the left, and a man shall by no means be satisfied with eating the flesh of his own arm. | αλλ΄ εκκλινεί εις τα δεξιά ότι πεινάσει και φάγεται εκ των αριστερών και ου εμπλησθήσεται άνθρωπος εσθίων τας σάρκας του βραχίονος αυτού |
21For Manasses shall eat the flesh of Ephraim, and Ephraim the flesh of Manasses; for they shall besiege Juda together. For all this his anger is not turned away, but his hand is yet exalted. | φάγεται γαρ Μανασσής του Εφραϊμ και Εφραϊμ του Μανασσή ότι άμα πολιορκήσουσι τον Ιούδαν επί τούτοις πάσιν ουκ απεστράφη ο θυμός αλλ΄ έτι η χειρ αυτού υψηλή |
Chapter 10
[edit]1Woe to them that write wickedness; for when they write they do write wickedness, | ουαί τοις γράφουσι πονηρίαν γράφοντες γαρ πονηρίαν γράφουσιν |
2perverting the cause of the poor, violently wresting the judgment of the needy ones of my people, that the widow may be a prey to them, and the orphan a spoil. | εκκλίνοντες κρίσιν πτωχών αρπάζοντες κρίμα πενήτων του λαού μου ώστε είναι αυτοίς χήραν εις διαρπαγήν και ορφανόν εις προνομήν |
3And what will they do in the day of visitation? for affliction shall come to you from afar: and to whom will ye flee for help? and where will ye leave your glory, | και τι ποιήσουσιν εν τη ημέρα της επισκοπής η γαρ θλίψις υμίν πόρρωθεν ήξει και προς τίνα καταφεύξεσθε του βοηθήναι και που καταλείψετε την δόξαν υμών |
4that ye may not fall into captivity? For all this his wrath is not turned away, but his hand is yet exalted. | του μη εμπεσείν εις απαγωγήν και υποκάτω ανηρημένων πεσούνται και επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη η οργή αυτού αλλ΄ έτι η χειρ αυτού υψηλή |
5Woe to the Assyrians; the rod of my wrath, and anger are in their hands. | ουαί Ασσυρίοις η ράβδος του θυμού μου και οργή εστιν εν ταις χερσίν αυτών |
6I will send my wrath against a sinful nation, and I will charge my people to take plunder and spoil, and to trample the cities, and to make them dust. | την οργήν μου εις έθνος άνομον αποστελώ και τω εμώ λαώ συντάξω ποιήσαι σκύλα και προνομήν και καταπατείν τας πόλεις και θείναι αυτάς εις κονιορτόν |
7But he meant not thus, neither did he devise thus in his soul: but his mind shall change, and that to destroy nations not a few. | αυτός δε ουχ ούτως ενεθυμήθη και τη ψυχή ουχ ούτω λελόγισται αλλά απαλλάξει ο νους αυτού και του εξολοθρεύσαι έθνη ουκ ολίγα |
8And if they should say to him, Thou alone art ruler; | και εάν είπωσιν αυτώ συ μόνος ει άρχων |
9then shall he say, Have I not taken the country above Babylon and Chalanes, where the tower was built? and have I not taken Arabia, and Damascus, and Samaria? | και ερεί ουκ έλαβον την χώραν την επάνω Βαβυλώνος και Χαλάνης ου ο πύργος ωκοδομήθη και έλαβον Αραβίαν και Δαμασκόν και Σαμάρειαν |
10As I have taken them, I will also take all the kingdoms: howl, ye idols in Jerusalem, and in Samaria. | ον τρόπον έλαβον ταύτας πάσας τας αρχάς λήψομαι ολολύξατε τα γλυπτά εν Ιερουσαλήμ και εν Σαμαρεία |
11For as I did to Samaria and her idols, so will I do also to Jerusalem and her idols. | ον τρόπον γαρ εποίησα Σαμαρεία και τοις χειροποιήτοις αυτής ούτω ποιήσω και τη Ιερουσαλήμ και τοις ειδώλοις αυτής |
12And it shall come to pass, when the Lord shall have finished doing all things on Mount Sion and Jerusalem, that I will visit upon the proud heart, even upon the ruler of the Assyrians, and upon the boastful haughtiness of his eyes. | και έσται όταν συντελέση κύριος πάντα ποιών εν τω όρει Σιών και Ιερουσαλήμ επάξει επί τον νουν τον μεγαν επί τον άρχοντα των Ασσυρίων και επί το ύψος της δόξης των οφθαλμών αυτού |
13For he said, I will act in strength, and in the wisdom of my understanding I will remove the boundaries of nations, and will spoil their strength. | είπε γαρ εν τη ισχύϊ ποιήσω και εν τη σοφία της συνέσεως αφελώ όρια εθνών και την ισχύν αυτών προνομεύσω |
14And I will shake the inhabited cities: and I will take with my hand all the world as a nest: and I will even take them as eggs that have been left; and there is none that shall escape me, or contradict me. | και σείσω πόλεις κατοικουμένας και την οικουμένην όλην καταλήψομαι τη χειρί ως νοσσιάν και ως καταλελειμμένα ωά αρώ και ουκ έστιν ος διαφεύξεταί με η αντείπη μοι και ανοίγων στόμα και στρουθίζων |
15Shall the axe glorify itself without him that hews with it? or shall the saw lift up itself without him that uses it, as if one should lift a rod or staff? but it shall not be so; | μη δοξασθήσεται αξίνη άνευ του κόπτοντος εν αυτή η υψωθήσεται πρίων άνευ του έλκοντος αυτόν ωσαύτως εάν τις άρη ράβδον η ξύλον και ουχ ούτως |
16but the Lord of hosts shall send dishonour upon thine honour, and burning fire shall be kindled upon thy glory. | αλλά αποστελεί κύριος σαβαώθ εις την σην τιμήν ατιμίαν και εις την σην δόξαν πυρ καιόμενον καυθήσεται |
17And the light of Israel shall be for a fire, and he shall sanctify him with burning fire, and it shall devour the wood as grass. | και έσται το φως του Ισραήλ εις πυρ και αγιάσει αυτήν εν πυρί καιομένω και φάγεται ωσεί χόρτον την ύλην τη ημέρα εκείνη |
18In that day the mountains shall be consumed, and the hills, and the forests, and fire shall devour both soul and body: and he that flees shall be as one fleeing from burning flame. | αποσβεσθήσεται τα όρη και οι βουνοί και οι δρυμοί και καταφάγεται από ψυχής έως σαρκών και έσται ο φεύγων ως ο φεύγων από φλογός καιομένης |
19And they that are left of them shall be a small number, and a child shall write them. | και οι καταλειφθέντες αυτών αριθμός έσονται και παιδίον μικρόν γράψει αυτούς |
20And it shall come to pass in that day that the remnant of Israel shall no more join themselves with, and the saved of Jacob shall no more trust in, them that injured them; but they shall trust in the Holy God of Israel, in truth. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη ουκέτι προστεθήσεται το καταλειφθέν Ισραήλ και οι σωθέντες του Ιακώβ ουκέτι μη πεποιθότες ώσιν επί τους αδικήσαντας αυτούς αλλ΄ έσονται πεποιθότες επί τον θεόν τον άγιον του Ισραήλ τη αληθέια |
21And the remnant of Jacob shall trust on the mighty God. | και έσται το καταλειφθέν του Ιακώβ επί θεόν ισχύοντα |
22 And though the people of Israel be as the sand of the sea, a remnant of them shall be saved. | και εάν γένηται ο λαός Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης το κατάλειμμα αυτών σωθήσεται |
23 He will finish the work, and cut it short in righteousness: because the Lord will make a short work in all the world. | λόγον γαρ συντελών και συντέμνων εν δικαιοσύνη ότι λόγον συντετμημένον κύριος κύριος δυνάμεων ποιήσει εν τη οικουμένη όλη |
24Therefore thus saith the Lord of hosts, Be not afraid, my people who dwell in Sion, of the Assyrians, because he shall smite thee with a rod: for I am bringing a stroke upon thee, that thou mayest see the way of Egypt. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος σαβαώθ μη φοβού λαός μου οι κατοικούντες εν Σιών από Ασσυρίων ότι εν ράβδω πατάξει σε πληγήν γαρ επάγει επί σε του ιδείν οδόν Αιγύπτου |
25For yet a little while, and the indignation shall cease: but my wrath shall be against their council. | έτι γαρ μικρόν και παύσεται η οργή ο δε θυμός μου επί την βουλήν αυτών |
26And God will stir up enemies against them, according to the stroke of Madiam in the place of affliction: and his wrath shall be by the way of the sea, even to the way that leads to Egypt. | και εγερεί απ΄ αυτούς κύριος ο θεός των δυνάμεων κατά την πληγήν Μαδιάμ εν τόπω θλίψεως και ο θυμός αυτού τη οδώ τη κατά θάλασσαν εις την οδόν την κατ΄ Αίγυπτον |
27And it shall come to pass in that day, that his yoke shall be taken away from thy shoulder, and his fear from thee, and the yoke shall be destroyed from off your shoulders. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη αφαιρεθήσεται ο ζυγός αυτού από του ώμου σου και ο φόβος αυτού από σου και καταφθαρήσεται ο ζυγός από των ώμων υμών |
28For he shall arrive at the city of Angai, and shall pass on to Maggedo, and shall lay up his stores in Machmas. | ήξει γαρ εις την πόλιν Αγγαϊ και παρελεύσεται εις Μαγγεδώ και εν Μαχμάς θήσει τα σκεύη αυτού |
29And he shall pass by the valley, and shall arrive at Angai: fear shall seize upon Rama, the city of Saul. | και παρελεύσεται φάραγγα και ήξει εις Αγγαϊ φόβος λήψεται Ραμά πόλιν Σαούλ φεύξεται |
30The daughter of Gallim shall flee; Laisa shall hear; one shall hear in Anathoth. | χρεμέτισον φωνήν σου θυγάτηρ Γαλλίμ επάκουσεται Λαϊσα επακούσεται εν Αναθώθ |
31Madebena also is amazed, and the inhabitants of Gibbir. | και εξέστη Μαδεβηνά και οι κατοικούντες Γεβίμ |
32Exhort ye them to-day to remain in the way: exhort ye beckoning with the hand the mountain, the daughter of Sion, even ye hills that are in Jerusalem. | παρακαλείτε σήμερον εν οδώ του μείναι παρακαλείτε εν τω όρει την θυγατέρα Σιών και οι βουνοί εν Ιερουσαλήμ |
33Behold, the Lord, the Lord of hosts, will mightily confound the glorious ones; and the haughty in pride shall be crushed, and the lofty shall be brought low: | ιδού ο δεσπότης κύριος σαβαώθ συνταράσσει τους ενδόξους μετά ισχύος και οι υψηλοί τη ύβρει συντριβήσονται και οι υψηλοί ταπεινωθήσονται |
34and the lofty ones shall fall by the sword, and the Libanus shall fall with his lofty ones. | και πεσούνται υψηλοί μαχαίρα ο δε Λίβανος συν τοις υψηλοίς πεσείται |
Chapter 11
[edit]1 And there shall come forth a rod out of the root of Jesse, and a blossom shall come up from his root: | και εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εκ της ρίζης αυτού αναβήσεται |
2and the Spirit of God shall rest upon him, the spirit of wisdom and understanding, the spirit of counsel and strength, the spirit of knowledge and godliness shall fill him; | και αναπαύσεται επ΄ αυτόν πνεύμα κυρίου πνεύμα σοφίας και συνέσεως πνεύμα βουλής και ισχύος πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας |
3the spirit of the fear of God. He shall not judge according to appearance, nor reprove according to report: | εμπλήσει αυτόν πνεύμα φόβου θεού ου κατά την δόξαν κρινεί ουδέ κατά την λαλιάν ελέγξει |
4but he shall judge the cause of the lowly, and shall reprove the lowly of the earth: and he shall smite the earth with the word of his mouth, and with the breath of his lips shall he destroy the ungodly one. | αλλά κρινεί ταπεινώ κρίσιν και ελέγξει τους ταπεινούς της γης και πατάξει γην τω λόγω του στόματος αυτού και εν πνεύματι διά χειλέων ανελεί ασεβή |
5And he shall have his loins girt with righteousness, and his sides clothed with truth. | και έσται δικαιοσύνη εζωσμένος την οσφύν αυτού και αληθεία ειλημένος τας πλευράς αυτού |
6And the wolf shall feed with the lamb, and the leopard shall lie down with the kid; and the young calf and bull and lion shall feed together; and a little child shall lead them. | και συμβοσκηθήσεται λύκος μετά αρνού και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω και μοσχάριον και λέων και ταύρος άμα βοσκηθήσονται και παιδίον μικρόν άξει αυτούς |
7And the ox and bear shall feed together; and their young shall be together: and the lion shall eat straw like the ox. | και βούς και άρκτος βοσκηθήσονται άμα και άμα έσονται τα παιδία αυτών και λέων ως βους φάγεται άχυρα |
8And an infant shall put his hand on the holes of asps, and on the nest of young asps. | και παιδίον νήπιον επί τρώγλων ασπίδων και επί κοίτην εκγόνων ασπίδων την χείρα επιβαλεί |
9And they shall not hurt, nor shall they at all be able to destroy any one on my holy mountain: for the whole world is filled with the knowledge of the Lord, as much water covers the seas. | και ου κακοποιήσωσιν ουδέ δύνωνται απολέσαι ουδένα επί το όρος το άγιόν μου ότι ενεπλήσθη η σύμπασα του γνώναι τον κύριον ως ύδωρ πολύ κατακαλύψαι θαλάσσας |
10And in that day there shall be a root of Jesse, and he that shall arise to rule over the Gentiles; in him shall the Gentiles trust, and his rest shall be glorious. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη η ρίζα του Ιεσσαί και ο ανιστάμενος άρχειν εθνών επ΄ αυτώ έθνη ελπιούσι και έσται η ανάπαυσις αυτού τιμή |
11And it shall be in that day, that the Lord shall again shew his hand, to be zealous for the remnant that is left of the people, which shall be left by the Assyrians, and that from Egypt, and from the country of Babylon, and from Ethiopia, and from the Elamites, and from the rising of the sun, and out of Arabia. | και έσται τη ημέρα εκείνη προσθήσει ο κύριος του δείξαι την χείρα αυτού του ζηλώσαι το καταλειφθέν υπόλοιπον του λαού ο εαν καταλειφθή από των Ασσυρίων και από Αιγύπτου και από Βαβυλώνος και από Αιθιοπίας και από Ελαμιτών και από ηλίου ανατολών και εξ Αραβίας |
12And he shall lift up a standard for the nations, and he shall gather the lost ones of Israel, and he shall gather the dispersed of Juda from the four corners of the earth. | και αρεί σημείον εις τα έθνη και συνάξει τους απολομένους Ισραήλ και τους διεσπαρμένους Ιούδα συνάξει εκ των τεσσάρων πτερύγων της γης |
13And the envy of Ephraim shall be taken away, and the enemies of Juda shall perish: Ephraim shall not envy Juda, and Juda shall not afflict Ephraim. | και αφαιρεθήσεται ο ζήλος Εφραϊμ και οι εχθροί Ιούδα απολούνται Εφραϊμ ου ζηλώσει Ιούδαν και Ιούδας ου θλίψει Εφραϊμ |
14And they shall fly in the ships of the Philistines: they shall at the same time spoil the sea, and them that come from the east, and Idumea: and they shall lay their hands on Moab first; but the children of Ammon shall first obey them. | και πετασθήσονται εν πλοίοις αλλοφύλων θάλασσαν άμα προνομεύσουσι και τους αφ΄ ηλίου ανατολών και Ιδουμαίαν και επί Μωάβ πρώτον τας χείρας επιβαλούσιν οι δε υιοί Αμμών πρώτοι υπακούσονται |
15And the Lord shall make desolate the sea of Egypt; and he shall lay his hand on the river with a strong wind, and he shall smite the seven channels, so that men shall pass through it dry-shod. | και ερημώσει κύριος την θάλασσαν Αιγύπτου και επιβαλεί την χείρα αυτού επί τον ποταμόν πνεύματι βιαίω και πατάξει επτά φάραγγας ώστε διαπορεύεσθαι αυτόν εν υποδήμασι |
16And there shall be a passage for my people that is left in Egypt: and it shall be to Israel as the day when he came forth out of the land of Egypt. | και έσται δίοδος τω καταλειφθέντι λαώ μου τω καταλειφθέντι από Ασσυρίων και έσται τω Ισραήλ ως τη ημέρα ότε εξήλθεν εκ γης Αιγύπτου |
Chapter 12
[edit]1And in that day thou shalt say, I will bless thee, O Lord; for thou wast angry with me, but thou hast turned aside thy wrath, and hast pitied me. | και ερεί εν τη ημέρα εκείνη ευλογήσω σε κύριε διότι ωργίσθης μοι και απέστρεψας τον θυμόν σου και ηλεήσας με |
2Behold, my God is my Saviour; I will trust in him, and not be afraid: for the Lord is my glory and my praise, and is become my salvation. | ιδού ο θεός μου σωτήρ μου πεποιθώς έσομαι επ΄ αυτού και ου φοβηθήσομαι διότι η δόξα μου και η αίνεσίς μου κύριος και εγένετό μοι εις σωτηρίαν |
3Draw ye therefore water with joy out of the wells of salvation. | και αντλήσατε ύδωρ μετ΄ ευφροσύνης εκ των πηγών του σωτηρίου |
4And in that day thou shalt say, sing to the Lord, call aloud upon his name, proclaim his glorious deeds among the Gentiles; make mention that his name is exalted. | και ερείς εν τη ημέρα εκείνη υμνείτε κύριον βοάτε το όνομα αυτού αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα ένδοξα αυτού μιμνήσκεσθε ότι υψώθη το όνομα αυτού |
5Sing praise to the name of the Lord; for he has done great things: declare this in all the earth. | υμνήσατε το όνομα κυρίου ότι υψηλά εποίησεν αναγγείλατε ταύτα εν πάση τη γη |
6Exalt and rejoice, ye that dwell in Sion: for the Holy One of Israel is exalted in the midst of her. | αγαλλιάσθε και ευφραίνεσθε οι κατοικούντες Σιών ότι υψώθη ο άγιος του Ισραήλ εν μέσω αυτής |
Chapter 13
[edit]1THE VISION WHICH ESAIAS SON OF AMOS SAW AGAINST BABYLON. | όρασις κατά Βαβυλώνος ην είδεν Ησαϊας υιός Αμώς |
2Lift up a standard on the mountain of the plain, exalt the voice to them, beckon with the hand, open the gates, ye rulers. | επ΄ όρους πεδινού άρατε σημείον υψώσατε την φωνήν αυτοίς μη φοβείσθε παρακαλείτε τη χειρί ανοίξατε οι άρχοντες |
3I give command, and I bring them: giants are coming to fulfil my wrath, rejoicing at the same time and insulting. | εγώ συντάσσω και εγώ άγω αυτούς γίγαντες έρχονται πληρώσαι τον θυμόν μου χαίροντες άμα και υβρίζοντες |
4A voice of many nations on the mountains, even like to that of many nations; a voice of kings and nations gathered together: the Lord of hosts has given command to a war-like nation, | φωνή εθνών πολλών επί των ορέων ομοία εθνών πολλών φωνή βασιλέων και εθνών συνηγμένων κύριος σαβαώθ εντέταλται έθνει οπλομάχω |
5to come from a land afar off, from the utmost foundation of heaven; the Lord and his warriors are coming to destroy all the world. | έρχεσθε εκ γης πόρρωθεν απ΄ άκρου θεμελίου του ουρανού κύριος και οι οπλόμαχοι αυτού καταφθείραι πάσαν την οικουμένην |
6Howl ye, for the day of the Lord is near, and destruction from God shall arrive. | ολολύζετε εγγύς γαρ ημέρα κυρίου και συντριβή παρά θεού ήξει |
7Therefore every hand shall become powerless, and every soul of man shall be dismayed. | διά τούτο πάσα χειρ εκλυθήσεται και πάσα ψυχή ανθρώπου δειλιάσει |
8The elders shall be troubled, and pangs shall seize them, as of a woman in travail: and they shall mourn one to another, and shall be amazed, and shall change their countenance as a flame. | και ταραχθήσονται οι πρέσβεις και ωδίνες αυτούς έξουσιν ως γυναικός τικτούσης και συμφοράσουσιν έτερος προς τον έτερον και εκστήσονται και το πρόσωπον ως φλοξ μεταβαλούσιν |
9For behold! the day of the Lord is coming which cannot be escaped, a day of wrath and anger, to make the world desolate, and to destroy sinners out of it. | ιδού γαρ ημέρα κυρίου έρχεται ανίατος θυμού και οργής θείναι την οικουμένην έρημον και τους αμαρτωλούς απολέσαι εξ αυτής |
10For the stars of heaven, and Orion, and all the host of heaven, shall not give their light; and it shall be dark at sunrise, and the moon shall not give her light. | οι γαρ αστέρες του ουρανού και ο Ωρίων και πας ο κόσμος του ουρανού το φως αυτων ου δώσουσι και σκοτισθήσεται του ηλίου ανατέλλοντος και η σελήνη ου δώσει το φως αυτής |
11And I will command evils for the whole world, and will visit their sins on the ungodly: and I will destroy the pride of transgressors, and will bring low the pride of the haughty. | και εντελούμαι τη οικουμένη όλη κακά και τοις ασεβέσι τας αμαρτίας αυτών και απολώ ύβριν ανόμων και ύβριν υπερηφάνων ταπεινώσω |
12And they that are left shall be more precious than gold tried in the fire; and a man shall be more precious than the stone that is in Suphir. | και έσονται οι καταλελειμμένοι έντιμοι μάλλον η το χρυσίον το άπυρον και άνθρωπος μάλλον έντιμος έσται η ο λίθος ο εξ Οπφείρ |
13For the heaven shall be enraged, and the earth shall be shaken from her foundation, because of the fierce anger of the Lord of hosts, in the day in which his wrath shall come on. | ο γαρ ουρανός θυμωθήσεται και η γη σεισθήσεται εκ των θεμελίων αυτής διά θυμόν οργής κυρίου σαβαώθ εν τη ημέρα ος αν επέλθη ο θυμός αυτού |
14And they that are left shall be as a fleeing fawn, and as a stray sheep, and there shall be none to gather them: so that a man shall turn back to his people, and a man shall flee to his own land. | και έσονται οι καταλελειμμένοι ως δορκάδιον φεύγον και ως πρόβατον πλανώμενον και ουκ έστιν ο συνάγων ώστε άνθρωπον εις τον λαόν αυτού αποστραφήναι και άνθρωπος εις την χώραν εαυτού διώξεται |
15For whosoever shall be taken shall be overcome; and they that are gathered together shall fall by the sword. | ος γαρ αν αλώ ηττηθήσεται και οίτινες συνηγμένοι εισί πεσούνται εν μαχαίρα |
16And they shall dash their children before their eyes; and they shall spoil their houses, and shall take their wives. | και τα τέκνα αυτών ράξουσιν ενώπιον αυτών και τας οικίας αυτών προνομεύσουσι και τας γυναίκας αυτών έξουσιν |
17Behold, I will stir up against you the Medes, who do not regard silver, neither have they need of gold. | ιδού επεγείρω υμίν τους Μήδους οι αργύριον ου λογίζονται ουδέ χρυσίου χρείαν έχουσι |
18They shall break the bows of the young men; and they shall have no mercy on your children; nor shall their eyes spare thy children. | τοξεύματα νεανίσκων συντρίψουσι και τα τέκνα υμών ου ελεήσωσιν ουδέ επί τοις τέκνοις σου φείσονται οι οφθαλμοί αυτών |
19And Babylon, which is called glorious by the king of the Chaldeans, shall be as when God overthrew Sodoma, and Gomorrha. | και έσται Βαβυλών η καλείται ένδοξος από βασιλέων Χαλδαίων ον τρόπον κατέστρεψεν ο θεός Σόδομα και Γόμορρα |
20It shall never be inhabited, neither shall any enter into it for many generations: neither shall the Arabians pass through it; nor shall shepherds at all rest in it. | ου κατοικηθήσεται εις τον αιώνα ουδέ εισέλθωσιν εις αυτήν διά πολλών γενεών ουδέ διελθωσιν αυτήν Αραβες ουδέ ποιμένες ου αναπαύσονται εν αυτή |
21But wild beasts shall rest there; and the houses shall be filled with howling; and monsters shall rest there, and devils shall dance there, and satyrs shall dwell there; and hedgehogs shall make their nests in their houses. It will come soon, and will not tarry. | και αναπαύσονται εκεί θηρία και εμπλησθήσονται αι οικίαι ήχου και αναπαύσονται εκεί σειρήνες και δαιμόνια ορχήσονται εκεί |
22 | και ονοκένταυροι εκεί κατοικήσουσι και νοσσοποιήσουσιν εχίνοι εν τοις οίκοις αυτών |
Chapter 14
[edit]1And the Lord will have mercy on Jacob, and will yet choose Israel, and they shall rest on their land: and the stranger shall be added to them, yea, shall be added to the house of Jacob. | ταχύ έρχεται και ου χρονιεί και ημέραι αυτών ου εφελκυσθώσι και ελεήσει κύριος τον Ιακώβ και εκλέξεται έτι τον Ισραήλ και αναπαύσονται επί της γης αυτών και ο γειώρας προστεθήσεται προς αυτούς και προστεθήσεται προς τον οίκον Ιακώβ |
2And the Gentiles shall take them, and bring them into their place: and they shall inherit them, and they shall be multiplied upon the land for servants and handmaidens: and they that took them captives shall become captives to them; and they that had lordship over them shall be under their rule. | και λήψονται αυτούς έθνη και εισάξουσιν εις τον τόπον αυτών και κατακληρονομήσουσι και πληθυνθήσονται επί της γης του θεού εις δούλους και δούλας και έσονται αιχμάλωτοι οι αιχμαλωτεύσαντες αυτούς και κυριευθήσονται οι κυριεύσαντες αυτούς |
3And it shall come to pass in that day, that the Lord shall give thee rest from thy sorrow and vexation, and from thy hard servitude wherein thou didst serve them. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη αναπαύσει σε κύριος από της οδύνης και του θυμού σου και της δουλείας σου της σκληράς ης εδούλευσας αυτοίς |
4And thou shalt take up this lamentation against the king of Babylon, How has the extortioner ceased, and the taskmaster ceased! | και λήψη τον θρήνον τούτον επί τον βασιλέα Βαβυλώνος και ερείς εν τη ημέρα εκείνη πως αναπέπαυται ο απαιτών και αναπέπαυται ο επισπουδαστής |
5The Lord has broken the yoke of sinners, the yoke of princes. | συνέτριψε κύριος τον ζυγόν των αμαρτωλών τον ζυγόν των αρχόντων |
6Having smitten a nation in wrath, with an incurable plague, smiting a nation with a wrathful plague, which spared them not, he rested in quiet. | πατάξας έθνος θυμώ πληγή ανιάτω παίων έθνος πληγή θυμόυ η ουκ εφείσατο ανεπαύσατο πεποιθώς |
7All the earth cries aloud with joy: | πάσα η γη βοά μετ΄ ευφροσύνης |
8the trees also of Libanus rejoice against thee, and the cedar of Libanus, saying, From the time that thou hast been laid low, no one has come up to cut us down. | και τα ξύλα του Λιβάνου ευφράνθησαν επί σοι και η κέδρος του Λιβάνου αφ΄ ου συ κεκοίμησαι ουκ ανέβη ο κόπτων ημάς |
9Hell from beneath is provoked to meet thee: all the great ones that have ruled over the earth have risen up together against thee, they that have raised up from their thrones all the kings of the nations. | ο άδης κάτωθεν επικράνθη συναντήσας σοι συνηγέρθησάν σοι πάντες οι γίγαντες οι άρξαντες της γης οι εγείραντες εκ των θρόνων αυτών πάντας βασιλείς εθνών |
10All shall answer and say to thee, Thou also hast been taken, even as we; and thou art numbered amongst us. | πάντες αποκριθήσονται και ερούσί σοι και συ εάλως ώσπερ και ημείς εν ημίν δε κατελογίσθης |
11Thy glory has come down to Hades, and thy great mirth: under thee they shall spread corruption, and the worm shall be thy covering. | κατέβη εις άδου η δόξα σου η πολλή ευφροσύνη σου υποκάτω σου στρώσουσι σήψιν και το κατακάλυμμά σου σκώληξ |
12How has Lucifer, that rose in the morning, fallen from heaven! He that sent orders to all the nations is crushed to the earth. | πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωϊ ανατέλλων συνετρίβης εις την γην ο αποστέλλων προς πάντα τα έθνη |
13But thou saidst in thine heart, I will go up to heaven, I will set my throne above the stars of heaven: I will sit on a lofty mount, on the lofty mountains toward the north: | συ δε είπας εν τη καρδία σου εις τον ουρανόν αναβήσομαι επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου καθιώ εν όρει υψηλώ επί τα όρη τα υψηλά τα προς βορράν |
14I will go up above the clouds: I will be like the Most High. | αναβήσομαι επάνω των νεφελών έσομαι όμοιος τω υψίστω |
15But now thou shalt go down to hell, even to the foundations of the earth. | νυν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γης |
16They that see thee shall wonder at thee, and say, This is the man that troubled the earth, that made kings to shake; | οι ιδόντες σε θαυμάσουσιν επί σοι και ερούσιν ούτος ο άνθρωπος ο παροξύνων την γην ο σείων βασιλείς |
17that made the whole world desolate, and destroyed its cities; he loosed not those who were in captivity. | ο θείς την οικουμένην έρημον και τας πόλεις αυτού καθείλε τους εν απαγωγή ουκ έλυσε |
18All the kings of the nations lie in honour, every man in his house. | πάντες οι βασιλείς των εθνών εκοιμήθησαν εν τιμή άνθρωπος εν τω οίκω αυτού |
19But thou shalt be cast forth on the mountains, as a loathed carcase, with many dead who have been pierced with swords, going down to the grave. | συ δε ριφήση εν τοις όρεσιν ως νεκρός εβδελυγμένος μετά πολλών τεθνηκότων εκκεκεντημένων μαχαίρα καταβαινόντων εις άδου |
20As a garment defiled with blood shall not be pure, so neither shalt thou be pure; because thou hast destroyed my land, and hast slain my people: thou shalt not endure for ever, —thou an evil seed. | ον τρόπον ιμάτιον εν αίματι πεφυρμένον ουκ έσται καθαρόν ούτως ουδέ συ έση καθαρός διότι την γην μου απώλεσας και τον λαόν μου απέκτεινας ου μείνης εις τον αιώνα χρόνον σπέρμα πονηρόν |
21Prepare thy children to be slain for the sins of their father; that they arise not, and inherit the earth, nor fill the earth with wars. | ετοίμασον τα τέκνα σου σφαγήναι ταις αμαρτίαις του πατρός αυτών ίνα μη αναστώσι και κληρονομήσωσι την γην και εμπλήσωσι την γην πολέμων |
22And I will rise up against them, saith the Lord of hosts, and I will destroy their name, and remnant, and seed: thus saith the Lord. | και επαναστήσομαι αυτοίς λέγει κύριος σαβαώθ και απολέσω αυτών όνομα και κατάλειμμα και σπέρμα τάδε λέγει κύριος |
23And I will make the region of Babylon desert, so that hedgehogs shall dwell there, and it shall come to nothing: and I will make it a pit of clay for destruction. | και θήσω την Βαβυλώνιαν έρημον ώστε κατοικείν εχίνους και έσται εις ουδέν και θήσω αυτήν πηλού βάραθρον εις απώλειαν |
24Thus saith the Lord of hosts, As I have said, so it shall be: and as I have purposed, so the matter shall remain: | τάδε λέγει κύριος σαβαώθ ον τρόπον είρηκα ούτως έσται και ον τρόπον βεβούλευμαι ούτως μένει |
25even to destroy the Assyrians upon my land, and upon my mountains: and they shall be for trampling; and their yoke shall be taken away from them, and their glory shall be taken away from their shoulders. | του απολέσαι τους Ασσυρίους επί της γης της εμής και επί των ορέων μου και έσονται εις καταπάτημα και αφαιρεθήσεται απ΄ αυτών ο ζυγός αυτών και το κύδος αυτών από των ώμων αυτων αφαιρεθήσεται |
26This is the purpose which the Lord has purposed upon the whole earth: and this the hand that is uplifted against all the nations. | αύτη η βουλή ην βεβούλευται κύριος επί όλην την οικουμένην και αύτη η χειρ η υψηλή επί πάντα τα έθνη |
27For what the Holy God has purposed, who shall frustrate? and who shall turn back his uplifted hand? | α γαρ ο θεός ο άγιος βεβούλευται τις διασκεδάσει και την χείρα αυτού την υψηλήν τις αποστρέψει |
28In the year in which king Achaz died this word came. | του έτους ου απέθανεν Άχαζ ο βασιλεύς εγενήθη το ρήμα τούτο |
29Rejoice not, all ye Philistines, because the yoke of him that smote you is broken: for out of the seed of the serpent shall come forth the young asps, and their young shall come forth flying serpents, | μη ευφρανθείητε οι αλλόφυλοι παντες συνετρίβη γαρ ο ζυγός του παίοντος υμάς εκ γαρ σπέρματος όφεως εξελεύσεται έκγονα ασπίδων και τα έκγονα αυτών εξελεύσονται όφεις πετώμενοι |
30And the poor shall be fed by him, and poor men shall rest in peace: but he shall destroy thy seed with hunger, and shall destroy thy remnant. | και βοσκηθήσονται πτωχοί δι΄ αυτού πτωχοί δε άνθρωποι επί ειρήνης αναπαύσονται ανελεί δε εν λιμώ το σπέρμα σου και το καταλειμμά σου ανελεί |
31Howl, ye gates of cities; let the cities be troubled and cry, even all the Philistines: for smoke is coming from the north, and there is no possibility of living. | ολολύξατε πύλαι πόλεων κεκραγέτωσαν πόλεις τετραγμέναι οι αλλόφυλοι πάντες ότι από βορρά καπνός έρχεται και ουκ έστι του είναι |
32And what shall the kings of the nations answer? That the Lord has founded Sion, and by him the poor of the people shall be saved. | και τι αποκριθήσονται βασιλείς εθνών ότι κύριος εθεμελίωσε Σιών και δι΄ αυτού σωθήσονται λαοί πολλοί |
Chapter 15
[edit]1THE WORD AGAINST THE LAND OF MOAB. By night the land of Moab shall be destroyed; for by night the wall of the land of Moab shall be destroyed. | το ρήμα κατά του Μωάβ νυκτός απολείται η Μωαβίτις νυκτός γαρ απολείται το τείχος της Μωαβίτιδος |
2Grieve for yourselves; for even Debon, where your altar is, shall be destroyed: thither shall ye go up to weep, over Nabau of the land of Moab: howl ye: baldness shall be on every head, and all arms shall be wounded. | λυπείσθε εφ΄ αυτοίς απολείται γαρ και Δεβών ου ο βωμός υμών εκεί αναβήσεσθε κλαίειν επί Ναβαύ της Μωαβίτιδος ολολύξατε επί πάσης κεφαλής φαλάκρωμα πάντες βραχίονες κατατετμημένοι |
3Gird yourselves with sackcloth in her streets: and lament upon her roofs, and in her streets, and in her ways; howl all of you with weeping. | εν ταις πλατείαις αυτών περιζώσατε σάκκους και κόπτεσθε επί των δωμάτων αυτής και εν ταις πλατείαις αυτής και εν ταις ρύμαις αυτής πάντες ολολύζετε μετά κλαυθμού |
4For Esebon and Eleale have cried: their voice was heard to Jassa: therefore the loins of the region of Moab cry aloud; her soul shall know. | ότι κέκραγεν Εσεβών και Ελέαλη έως Ιασσά ηκούσθη η φωνή αυτών διά τούτο η οσφύς της Μωαβίτιδος βοά η ψυχή αυτής γνώσεται |
5The heart of the region of Moab cries within her to Segor; for it is as a heifer of three years old: and on the ascent of Luith they shall go up to thee weeping by the way of Aroniim: she cries, Destruction, and trembling. | η καρδία της Μωαβίτιδος βοά εν αυτή έως Σηγώρ δάμαλις γαρ εστι τριετής επί δε της αναβάσεως Λουήθ προς σε κλαίοντες αναβήσονται τη οδώ Αρωνιείμ βοά σύντριμμα και σεισμός |
6The water of Nemerim shall be desolate, and the grass thereof shall fail: for there shall be no green grass. | το ύδωρ της Νεβρίμ έρημον έσται και ο χόρτος αυτής εκλείψει χόρτος γαρ χλωρός ουκ έσται |
7Shall Moab even thus be delivered? for I will bring the Arabians upon the valley, and they shall take it. | μη και ούτως μέλλει σωθήναι επάξω γαρ επί την φάραγγα Άραβας και λήψονται αυτήν |
8For the cry has reached the border of the region of Moab, even of Agalim; and her howling has gone as far as the well of Aelim. | συνήψε γαρ η βοή το όριον της Μωαβίτιδος της Αγαλλείμ και ολολυγμός αυτής έως του φρέατος του Ελείμ ολολυγμός αυτής |
9And the water of Dimon shall be filled with blood: for I will bring Arabians upon Dimon, and I will take away the seed of Moab, and Ariel, and the remnant of Adama. | το γαρ ύδωρ το Διβών πλησθήσεται αίματος επάξω γαρ επί Διβών Άραβας και αρώ το σπέρμα Μωάβ και Αριήλ και το κατάλοιπον Άδαμα |
Chapter 16
[edit]1I will send as it were reptiles on the land: is not the mount of the daughter of Sion a desolate rock? | αποστελώ αμνόν κυριεύοντα επί την γην μη πέτρα έρημός εστι το όρος της θυγατρός Σιών |
2For thou shalt be as a young bird taken away from a bird that has flown: even thou shalt be so, daughter of Moab: and then do thou, O Arnon, | έση γαρ ως πετεινού ανιπταμένου νεοσσός αφηρημένος θυγάτηρ Μωάβ έπειτα δε Αρνών |
3take farther counsel, and continually make thou a shelter from grief: they flee in darkness at mid-day; they are amazed; be not thou led captive. | πλείονα βουλεύου ποιεί τε σκέπην πένθους αυτη διαπαντός εν μεσημβρινή σκοτία φεύγουσιν εξέστησαν μη αχθής |
4The fugitives of Moab shall sojourn with thee; they shall be to you a shelter from the face of the pursuer: for thine alliance has been taken away, and the oppressing ruler has perished from off the earth. | παροικήσουσί σοι οι φυγάδες Μωάβ έσονται σκέπη υμίν από προσώπου διώκοντος ότι ήρθη η συμμαχία σου και ο άρχων απώλετο ο καταπατών από της γης |
5And a throne shall be established with mercy; and one shall sit upon it with truth in the tabernacle of David, judging, and earnestly seeking judgments, and hasting righteousness. | και διορθωθήσεται μετ΄ ελέους θρόνος και καθιείται επ΄ αυτού μετά αληθείας εν σκηνή Δαυίδ κρίνων και εκζητών κρίμα και σπεύδων δικαιοσύνην |
6We have heard of the pride of Moab; he is very proud. I have cut off his pride: thy prophecy shall not be thus, no not thus. | ηκούσαμεν την ύβριν Μωάβ υβριστήν σφόδρα την υπερηφανίαν και την ύβριν αυτού και η μήνις αυτού ουχ ούτως μαντεία σου |
7Moab shall howl; for all shall howl in the land of Moab: but thou shalt care for them that dwell in Seth, and thou shalt not be ashamed. | ολολύξει Μωάβ εν γαρ τη Μωαβίτιδι πάντες ολολύξουσι εν τοις κατοικούσι δε Σεθ μελετήσεις και ουκ εντραπήσεις |
8The plains of Esebon shall mourn, the vine of Sebama: swallowing up the nations, trample ye her vines, even to Jazer: ye shall not come together; wander ye in the desert: they that were sent are deserted, for they have gone over to the sea. | τα πεδία Εσεβών πενθήσει άμπελος Σεβαμά καταπίνοντες τα έθνη καταπατήσαντες τας αμπέλους αυτής έως Ιαζήρ ου συνάψητε πλανήθητε την έρημον οι απεσταλμένοι απ΄ αυτής εγκατελείφθησαν διέβησαν γαρ την θάλασσαν |
9Therefore will I weep as with the weeping of Jazer for the vine of Sebama; Esebon and Eleale have cast down thy trees; for I will trample on thy harvest and on thy vintages, and all thy plants shall fall. | διά τούτο κλαύσομαι ως τον κλαυθμόν Ιαζήρ άμπελον Σεβαμά τα δένδρα σου κατέβαλεν Εσεβών και Ελεάλη ότι επί τω θερισμώ και επί τω τρυγητώ σου καταπατήσω και πάντα πεσούνται |
10And gladness and rejoicing shall be taken away from the vineyards; and they shall not at all tread wine into the vats; for the vintage has ceased. | και αρθήσεται ευφροσύνη και αγαλλίαμα εκ των αμπέλωνων και εν τοις αμπελώσι σου ου ευφρανθήσονται και ου πατήσουσιν οίνον εις τα υπολήνια πέπαυται γαρ |
11Therefore my belly shall sound as a harp for Moab, and thou hast repaired my inward parts as a wall. | διά τούτο η κοιλία μου επί Μωάβ ως κιθάρα ηχήσει και τα εντός μου ως τείχος ενεκαίνισας |
12And it shall be to thy shame, (for Moab is wearied at the altars,) that he shall go in to the idols thereof to pray, but they shall not be at all able to deliver him. | και έσται εις το εντραπήναί ότι εκοπίασε Μωάβ επί τοις βωμοίς και εισελεύσεται εις τα χειροποίητα αυτής ώστε προσεύξασθαι και ου δύνηται εξελέσθαι αυτήν |
13This is the word which the Lord spoke against Moab, when he spoke. | τούτο το ρήμα ο ελάλησε κύριος επί Μωάβ |
14And now I say, in three years, of the years of an hireling, the glory of Moab shall be dishonoured with all his great wealth; and he shall be left few in number, and not honoured. | και νυν ελάλησε κύριος λέγων εν τρισίν έτεσιν ετών μισθωτού ατιμασθήσεται η δόξα Μωάβ εν παντί τω πλούτω τω πολλώ και καταλειφθήσεται ολιγοστός και ουκ έντιμος |
Chapter 17
[edit]1THE WORD AGAINST DAMASCUS. Behold, Damascus shall be taken away from among cities, and shall become a ruin; | το ρήμα το κατά Δαμασκού ιδού Δαμασκός αρθήσεται από πόλεων και έσται εις πτώσιν |
2abandoned for ever, to be a fold and resting-place for flocks, and there shall be none to go after them. | καταλελειμμένη εις τον αιώνα εις κοίτην ποιμνίων και ανάπαυσιν και ουκ έσται ο διώκων |
3And she shall no longer be a strong place for Ephraim to flee to, and there shall no longer be a kingdom in Damascus, or a remnant of Syrians; for thou art no better than the children of Israel, even than their glory; thus saith the Lord of hosts. | και ουκέτι έσται οχυρά του καταφυγείν εκεί τον Εφραϊμ και ουκέτι βασιλεία εν Δαμασκώ και το κατάλοιπον των Συρίων ου γαρ συ βελτίων ει των υιών Ισραήλ και της δόξης αυτών τάδε λέγει κύριος σαβαώθ |
4There shall be in that day a failure of the glory of Jacob, and the riches of his glory shall be shaken. | έσται εν τη ημέρα εκείνη έκλειψις της δόξης Ιακώβ και τα πίονα της δόξης αυτού σεισθήσεται |
5And it shall be as if one should gather standing corn, and reap the grain of the ears; and it shall be as if one should gather ears in a rich valley; | και έσται ον τρόπον εάν τις συναγάγη αμητόν εστηκότα και σπέρμα σταχύων αμήση και έσται ον τρόπον εάν τις συναγάγη στάχυν εν φάραγγι στερεά |
6and as if there should be left stubble therein, or as it were the berries of an olive tree, two or three on the topmost bough, or as if four or five should be left on their branches; thus saith the Lord, the God of Israel. | και καταλειφθή εν αυτή καλάμη η ως ρώγες ελαίας δύο η τρεις απ΄ άκρου μετεώρου η τέσσαρες η πέντε επί των κλάδων αυτών καταλειφθώσι τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ |
7In that day a man shall trust in him that made him, and his eyes shall have respect to the Holy One of Israel. | τη ημέρα εκείνη πεποιθώς έσται ο άνθρωπος επί τω ποιήσαντι αυτόν οι δε οφθαλμοί αυτού εις τον άγιον του Ισραήλ εμβλέψονται |
8And they shall not at all trust in their altars, nor in the works of their hands, which their fingers made; and they shall not look to the trees, nor to their abominations. | και ου πεποιθότες ώσιν επί τοις βωμοίς ουδέ επί τοις έργοις των χειρών αυτών α εποίησαν οι δάκτυλοι αυτών και ουκ όψονται τα δένδρα ουδέ τα βδελύγματα αυτών |
9In that day thy cities shall be deserted, as the Amorites and the Evaeans deserted theirs, because of the children of Israel; and they shall be desolate. | τη ημέρα εκείνη έσονται αι πόλεις σου εγκαταλελειμμέναι ον τρόπον κατέλιπον οι Αμορραίοι και οι Ευαίοι από προσώπου των υιών Ισραήλ και έσονται έρημοι |
10Because thou hast forsaken God thy Saviour, and hast not been mindful of the Lord thy helper; therefore shalt thou plant a false plant, and a false seed. | διότι κατελίπες τον θεόν τον σωτήρά σου και θεού σου ουκ εμνήσθης διά τούτο φυτεύσεις φύτευμα άπιστον και σπέρμα άπιστον |
11In the day wherein thou shalt plant thou shalt be deceived; but if thou sow in the morning, the seed shall spring up for a crop in the day wherein thou shalt obtain an inheritance, and as a man's father, thou shalt obtain an inheritance for thy sons. | τη δε ημέρα η αν φυτεύσης πλανηθήση το δε πρωϊ εάν σπείρης ανθήσει εις αμητόν η αν ημέρα κληρονομίας και ως πατήρ ανθρώπου κληρώση τους υιούς σου |
12Woe to the multitude of many nations, as the swelling sea, so shall ye be confounded; and the force of many nations shall sound like water; | ουαί πλήθος εθνών πολλών ως θάλασσα κυμαίνουσα ούτως ταραχθήσεσθε και ήχος εθνών πολλών ως ύδωρ ηχήσει |
13many nations like much water, as when much water rushes violently: and they shall drive him away, and pursue him afar, as the dust of chaff when men winnow before the wind, and as a storm whirling the dust of the wheel. | ος ύδωρ πολύ έθνη πολλά ως ύδατος πολλού βία φερομένου και αποσκορακιεί αυτούς και πόρρω αυτούς διώξεται ως χνουν ορέων λελικμωμένον απέναντι ανέμου και ως κονιορτόν τροχού καταιγίδος φερούσης |
14Toward evening, and there shall be grief; before the morning, and he shall not be. This is the portion of them that spoiled you, and the inheritance to them that robbed you of your inheritance. | προς εσπέραν έσται πένθος πρινή πρωϊ και ουκ έσται αύτη η μερίς των προνομευσάντων ημάς και κληρονομία τοις κληρονομήσασιν ημάς |
Chapter 18
[edit]1Woe to you, ye wings of the land of ships, beyond the rivers of Ethiopia. | ουαί γης πλοίων πτερύγων επέκεινα ποταμών Αιθιοπίας |
2 He sends messengers by the sea, and paper letters on the water: for swift messengers shall go to a lofty nation, and to a strange and harsh people. Who is beyond it? a nation not looked for, and trodden down. | ο αποστέλλων εν θαλάσση όμηρα και επιστολάς βιβλίνας επάνω του ύδατος πορεύσονται γαρ άγγελοι κούφοι προς έθνος μετέωρον και ξένον λαόν και χαλεπόν τις εστίν επέκεινα έθνος ανέλπιστον και καταπεπατημένον νυν οι ποταμοί της γης πάντες |
3Now all the rivers of the land shall be inhabited as an inhabited country; their land shall be as when a signal is raised from a mountain; it shall be audible as the sound of a trumpet. | ως χώρα κατοικουμένη κατοικηθήσεται η χώρα αυτών ωσεί σημείον από όρους αρθή ως σάλπιγγος φωνή ακουστόν |
4For thus said the Lord to me, There shall be security in my city, as the light of noonday heat, and it shall be as a cloud of dew in the day of harvest. | διότι ούτως είπε κύριος μοι ασφάλεια έσται εν τη εμή πόλει ως φως καύματος μεσημβρίας και ως νεφέλη δρόσου ημέρας αμητού έσται |
5Before the reaping time, when the flower has been completely formed, and the unripe grape has put forth its flower and blossomed, then shall he take away the little clusters with pruning-hooks, and shall take away the small branches, and cut them off; | προ του θερισμού όταν συντελεσθή άνθος και όμφαξ εξανθήση άνθος ομφακίζουσα και αφελεί τα βοτρύδια τα μικρά τοις δρεπάνοις και τας κληματίδας αφελεί και αποκόψει |
6And he shall leave them together to the birds of the sky, and to the wild beasts of the earth: and the fowls of the sky shall be gathered upon them, and all the beasts of the land shall come upon him. | και καταλείψει άμα τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης και συναχθήσεται επ΄ αυτούς τα πετεινά του ουρανού και πάντα τα θηρία της γης επ΄ αυτήν ήξει |
7In that time shall presents be brought to the Lord of hosts from a people afflicted and peeled, and from a people great from henceforth and for ever; a nation hoping and yet trodden down, which is in a part of a river of his land, to the place where is the name of the Lord of hosts, the mount Sion. | εν τω καιρώ εκείνω ανενεχθήσεται δώρα κυρίω σαβαώθ εκ λαού τεθλιμμένου και τετιλμένου και από λαού μεγάλου από του νυν και εις τον αιώνα χρόνον έθνος ελπίζον και καταπεπατημένον ο εστιν εν μέρει ποταμού της χώρας αυτού εις τον τόπον ου το όνομα κυρίου σαβαώθ εις όρος άγιον |
Chapter 19
[edit]1THE VISION OF EGYPT. Behold, the Lord sits on a swift cloud, and shall come to Egypt: and the idols of Egypt shall be moved at his presence, and their heart shall faint within them. | όρασις Αιγύπτου ιδού κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον και σεισθήσεται τα χειροποίητα Αιγύπτου από προσώπου αυτού και η καρδία αυτών ηττηθήσεται εν αυτοίς |
2And the Egyptians shall be stirred up against the Egyptians: and a man shall fight against his brother, and a man against his neighbor, city against city, and law against law. | και επεγερθήσονται Αιγύπτιοι επ΄ Αιγυπτίους και πολεμήσει άνθρωπος τον αδελφόν αυτού και άνθρωπος τον πλησίον αυτού πόλις επί πόλιν και νόμος επί νόμον |
3And the spirit of the Egyptians shall be troubled within them; and I will frustrate their counsel: and they shall enquire of their gods and their images, and them that speak out of the earth, and them that have in them a divining spirit. | και ταραχθήσεται το πνεύμα των Αιγυπτίων εν αυτοίς και την βουλήν αυτών διασκεδάσω και επερωτήσουσι τους θεούς αυτών και τα αγάλματα αυτών και τους εκ της γης φωνούντας και τους εγγαστριμύθους |
4And I will deliver Egypt into the hands of men, of cruel lords; and cruel kings shall rule over them: thus saith the Lord of hosts. | και παραδώσω την Αίγυπτον εις χείρας ανθρώπων κυρίων σκληρών και βασιλείς σκληροί κυριεύσουσιν αυτών τάδε λέγει κύριος σαβαώθ |
5And the Egyptians shall drink the water that is by the sea, but the river shall fail, and be dried up. | και πίονται οι Αιγύπτιοι ύδωρ το παρά θάλασσαν ο δε ποταμός εκλείψει και ξηρανθήσεται |
6And the streams shall fail, and the canals of the river; and every reservoir of water shall be dried up, in every marsh also of reed and papyrus. | και εκλείψουσιν οι ποταμοί και αι διώρυγες του ποταμού και ξηρανθήσεται πάσα συναγωγή ύδατος και εν παντί έλει καλάμου και παπύρου |
7And all the green herbage round about the river, and everything sown by the side of the river, shall be blasted with the wind and dried up. | και το χλωρόν παν το κύκλω του ποταμού και παν το σπειρόμενον διά του ποταμού ξηρανθήσεται ανεμοφθόρον |
8And the fishermen shall groan, and all that cast a hook into the river shall groan; they also that cast nets, and the anglers shall mourn. | και στενάξουσιν οι αλιείς και στενάξουσι πάντες οι βάλλοντες άγκιστρον εις τον ποταμόν και οι βάλλοντες σαγήνας και οι αμφιβολείς πενθήσουσι |
9And shame shall come upon them that work fine flax, and them that make fine linen. | και αισχύνη λήψεται τους εργαζομένους το λινόν το σχιστόν και τους εργαζομένους την βύσσον |
10And they that work at them shall be in pain, and all that make beer shall be grieved, and be pained in their souls. | και έσονται οι εργαζόμενοι αυτά εν οδύνη και πάντες οι ποιούντες τον ζύθον λυπηθήσονται και τας ψυχάς πονέσουσι |
11And the princes of Tanis shall be fools: as for the king's wise counsellors, their counsel shall be turned into folly: how will ye say to the king, we are sons of wise men, sons of ancient kings? | και μωροί έσονται οι άρχοντες Τάνεως οι σοφοί σύμβουλοι του βασιλέως η βουλή αυτών μωρανθήσεται πως ερείτε τω βασιλεί υιοί συνετών ημείς υιοί βασιλέων των εξ αρχής |
12Where are now thy wise men? and let them declare to thee, and say, What has the Lord of hosts purposed upon Egypt? | που εισι νυν οι σοφοί σου και αναγγειλάτωσάν σοι και ειπάτωσαν τι βεβούλευται κύριος σαβαώθ επ΄ Αίγυπτον |
13The princes of Tanis have failed, and the princes of Memphis are lifted up with pride, and they shall cause Egypt to wander by tribes. | εξέλιπον οι άρχοντες Τάνεως και υψώθησαν οι άρχοντες Μέμφεως και πλανήσουσιν Αίγυπτον και τας φυλάς |
14For the Lord has prepared for them a spirit of error, and they have caused Egypt to err in all their works, as one staggers who is drunken and vomits also. | κυριός γαρ εκέρασεν αυτοίς πνεύμα πλανήσεως και επλάνησαν Αίγυπτον εν πάσι τοις έργοις αυτής ως πλανάται ο μεθύων και ο εμών άμα |
15And there shall be no work to the Egyptians, which shall make head or tail, or beginning or end. | και ουκ έσται τοις Αιγυπτίοις έργον ο ποιήσει κεφαλήν και ουράν και αρχήν και τέλος |
16But in that day the Egyptians shall be as women, in fear and in trembling because of the hand of the Lord of hosts, which he shall bring upon them. | τη ημέρα εκείνη έσονται οι Αιγύπτιοι ως γυναίκες εν φόβω και εν τρόμω από προσώπου της χειρός κυρίου σαβαώθ ην αυτός επιβαλεί αυτοίς |
17And the land of the Jews shall be for a terror to the Egyptians: whosoever shall name it to them, they shall fear, because of the counsel which the Lord of hosts has purposed concerning it. | και έσται η χώρα των Ιουδαίων τοις Αιγυπτίοις εις φόβητρον πας ος εάν ονομάση αυτήν αυτοίς φοβηθήσονται διά την βουλήν ην κύριος σαβαώθ βεβούλευται επ΄ αυτήν |
18In that day there shall be five cities in Egypt speaking the language of Chanaan, and swearing by the name of the Lord of hosts; one city shall be called the city of Asedec. | τη ημέρα εκείνη έσονται πέντε πόλεις εν τη Αιγύπτω λαλούσαι τη γλώσση τη Χαναανίτιδι και ομνύοντες τω ονόματι κυρίου σαβαώθ πόλις Ασεδεκ κληθήσεται η μία πόλις |
19In that day there shall be an altar to the Lord in the land of the Egyptians, and a pillar to the Lord by its border. | τη ημέρα εκείνη έσται θυσιαστήριον τω κυρίω εν χώρα Αιγυπτίων και στήλη προς το όριον αυτής τω κυρίω |
20And it shall be for a sign to the Lord for ever in the land of Egypt: for they shall presently cry to the Lord by reason of them that afflict them, and he shall send them a man who shall save them; he shall judge and save them. | και έσται εις σημείον εις τον αιώνα κυρίω εν χώρα Αιγύπτου ότι κεκράξονται προς κύριον διά τους θλίβοντας αυτούς και αποστελεί αυτοίς άνθρωπον ος σώσει αυτούς κρίνων σώσει αυτούς |
21And the Lord shall be known to the Egyptians, and the Egyptians shall know the Lord in that day; and they shall offer sacrifices, and shall vow vows to the Lord, and pay them. | και γνωστός έσται κύριος τοις Αιγυπτίοις και γνώσονται οι Αιγύπτιοι τον κύριον εν τη ημέρα εκείνη και ποιήσουσι θυσίαν και δώρον και εύξονται ευχάς τω κυρίω και αποδώσουσι |
22And the Lord shall smite the Egyptians with a stroke, and shall completely heal them: and they shall return to the Lord, and he shall hear them, and thoroughly heal them. | και πατάξει κύριος τους Αιγυπτίους πληγή και ιάσεται αυτούς και επιστραφήσονται προς κύριον και εισακούσεται αυτών και ιάσεται αυτούς ιάσει |
23In that day there shall be a way from Egypt to the Assyrians, and the Assyrians shall enter into Egypt, and the Egyptians shall go to the Assyrians, and the Egyptians shall serve the Assyrians. | τη ημέρα εκείνη έσται οδός Αιγύπτου προς Ασσυρίους και εισελεύσονται Ασσύριοι εις Αίγυπτον και Αιγύπτιοι πορεύσονται προς Ασσυρίους και δουλεύσουσιν οι Αιγύπτιοι τοις Ασσυρίοις |
24In that day shall Israel be third with the Egyptians and the Assyrians, blessed in the land which the Lord of hosts has blessed, | τη ημέρα εκείνη έσται Ισραήλ τρίτος εν τοις Αιγυπτίοις και εν τοις Ασσυρίοις ευλογημένος εν τη γη |
25saying, Blessed be my people that is in Egypt, and that is among the Assyrians, and Israel mine inheritance. | ην ευλόγησε κύριος σαβαώθ λέγων ευλογημένος ο λαός μου ο εν Αιγύπτω και ο εν Ασσυρίοις και η κληρονομία μου Ισραήλ |
Chapter 20
[edit]1In the year when Tanathan came to Azotus, when he was sent by Arna king of the Assyrians, and warred against Azotus, and took it; | του έτους ου εισήλθε Ταναθάν εις Άζωτον ηνίκα απεστάλη υπό Ναρνά βασιλέως Ασσυρίων και επολέμησε την Άζωτον και κατελάβετο αυτήν |
2then the Lord spoke to Esaias the son of Amos, saying, Go and take the sackcloth off thy loins, and loose thy sandals from off thy feet, and do thus, going naked and barefoot. | τότε ελάλησε κύριος προς Ησαϊαν υιόν Αμως λέγων πορεύου και άφελε τον σάκκον από της οσφύος σου και τα σανδάλιά σου υπόλυσαι από των ποδών σου και ποίησεν ούτως πορευόμενος γυμνός και ανυπόδετος |
3And the Lord said, As my servant Esaias has walked naked and barefoot three years, there shall be three years for signs and wonders to the Egyptians and Ethiopians; | και είπε κύριος ον τρόπον πεπόρευται Ησαϊας ο παις μου γυμνός και ανυπόδετος τρία έτη έσται σημεία και τέρατα τοις Αιγυπτίοις και Αιθίοψιν |
4for thus shall the king of the Assyrians lead the captivity of Egypt and the Ethiopians, young men and old, naked and barefoot, having the shame of Egypt exposed. | ότι ούτως άξει βασιλεύς Ασσυρίων την αιχμαλωσίαν Αιγύπτου και Αιθιόπων νεανίσκους και πρεσβύτας γυμνούς και ανυποδέτους ανακεκαλυμμένους την αισχύνην Αιγύπτου |
5And the Egyptians being defeated shall be ashamed of the Ethiopians, in whom they had trusted; for they were their glory. | και αισχυνθήσονται ηττηθέντες επί τοις Αιθίοψιν εφ΄ οις ήσαν πεποιθότες οι Αιγύπτιοι ήσαν γαρ αυτοίς δόξα |
6And they that dwell in this island shall say in that day, Behold, we trusted to flee to them for help, who could not save themselves from the king of the Assyrians: and how shall we be saved? | και ερούσιν οι κατοικούντες εν τη νήσω ταύτη εν τη ημέρα εκείνη ιδού ημείς ήμεν πεποιθότες του φυγείν εις αυτούς εις βοήθειαν οι ουκ ηδύναντο σωθήναι από βασιλέως Ασσυρίων και πως ημείς σωθησόμεθα |
Chapter 21
[edit]1THE VISION OF THE DESERT. As though a whirlwind should pass through the desert, coming from a desert, even from such a land, | το όραμα της ερήμου ως καταιγίς δι΄ ερήμου διέλθοι εξ ερήμου ερχομένη εκ γης |
2so a fearful and a grievous vision was declared to me: he that is treacherous deals treacherously, the transgressor transgresses. The Elamites are upon me, and the ambassadors of the Persians come against me: now will I groan and comfort myself. | φοβερόν το όραμα και σκληρόν ανηγγέλη μοι ο αθετών αθετεί ο ανομών ανομεί επ΄ εμοί οι Ελαμίται και οι πρέσβεις των Περσών επ΄ εμέ έρχονται νυν στενάξω και παρακαλέσω εμαυτόν |
3Therefore are my loins filled with feebleness, and pangs have seized me as a travailing woman: I dealt wrongfully that I might not hear; I hasted that I might not see. | διά τούτο ενεπλήσθη η οσφύς μου εκλύσεως και ωδίνες έλαβόν με ως την τίκτουσαν ηδίκησα του μη ακούσαι εσπούδασα του μη βλέπειν |
4My heart wanders, and transgression overwhelms me; my soul is occupied with fear. | η καρδία μου πλανάται και η ανομία με βαπτίζει η ψυχή μου εφέστηκεν εις φόβον |
5Prepare the table, eat, drink: arise, ye princes, and prepare your shields. | ετοιμάσατε την τράπεζαν φάγετε πίετε αναστάντες οι άρχοντες ανασπάσατε θυρεούς |
6For thus said the Lord to me, Go and station a watchman for thyself, and declare whatever thou shalt see. | ότι ούτως είπε κύριος προς με βαδίσας σεαυτώ στήσον σκοπόν και ο αν ίδης ανάγγειλον |
7And I saw two mounted horsemen, and a rider on an ass, and a rider on a camel. | και είδον αναβάτας ιππείς δύο ανάβατην όνου και αναβάτην καμήλου ακρόασαι ακρόασιν πολλήν |
8Hearken with great attention, and call thou Urias to the watch-tower: the Lord has spoken. I stood continually during the day, and I stood in the camp all night: | και κάλεσον Ουρίαν εις την σκοπιάν κυρίου και είπεν έστην διαπαντός ημέρας και επί της παρεμβολής έστην όλην την νύκτα |
9and, behold, he comes riding in a chariot and pair: and he answered and said, Babylon is fallen, is fallen; and all her images and her idols have been crushed to the ground. | και ιδού αυτός έρχεται αναβάτης ξυνωρίδος και αποκριθείς είπε πέπτωκε πέπτωκε Βαβυλών και πάντα τα αγάλματα αυτής και τα χειροποίητα αυτής συνετρίβησαν εις την γην |
10Hear, ye that are left, and ye that are in pain, hear what things I have heard of the Lord of hosts which the God of Israel has declared to us. THE VISION OF IDUMEA. | ακούσατε οι καταλελειμμένοι και οι οδυνώμενοι ακούσατε α ήκουσα παρά κυρίου σαβαώθ ο θεός του Ισραήλ ανήγγειλεν υμίν |
11Call to me out of Seir; guard ye the bulwarks. | το όραμα της Ιδουμαίας προς εμέ κάλει παρά του Σηείρ φυλάσσετε επάλξεις |
12I watch in the morning and the night: if thou wouldest enquire, enquire, and dwell by me. | φυλάσσω τοπρωϊ και την νύκτα εάν ζητής ζήτει και παρ΄ εμοί οίκει |
13Thou mayest lodge in the forest in the evening, or in the way of Daedan. | εν τω δρυμώ εσπέρας κοιμηθήση εν τη οδώ Δαιδάν |
14Ye that dwell in the country of Thaeman, bring water to meet him that is thirsty; | εις συνάντησιν διψώντι ύδωρ φέρετε οι ενοικούντες εν χώρα Θεμάν άρτοις συναντάτε τοις φεύγουσι |
15meet the fugitives with bread, because of the multitude of the slain, and because of the multitude of them that lose their way, and because of the multitude of swords, and because of the multitude of bent bows, and because of the multitude of them that have fallen in war. | διά το πλήθος των κτεινομένων και διά το πλήθος των πλανωμένων και διά το πλήθος της μαχαίρας και διά το πλήθος των τοξευμάτων των διατεταμένων και διά το πλήθος των πεπτωκότων εν τω πολέμω |
16For thus said the Lord to me, Yet a year, as the year of an hireling, and the glory of the sons of Kedar shall fail: | οτι ούτως είπέ μοι κύριος έτι ενιαυτός ως ενιαυτός μισθωτού εκλείψει η δόξα Κηδάρ |
17and the remnant of the strong bows of the sons of Kedar shall be small: for the Lord God of Israel has spoken it. | και το κατάλοιπον των τοξευμάτων των ισχυρών υιών Κηδάρ έσται ολίγον διότι κύριος ο θεός Ισραήλ ελάλησε |
Chapter 22
[edit]1THE WORD OF THE VALLEY OF SION. What has happened to thee, that now ye are all gone up to the housetops which help you not? | το ρήμα της φάραγγος Σιών τι εγένετό σοι ότι νυν ανέβητε πάντες εις δώματα μάταια |
2The city is filled with shouting men: thy slain are not slain with swords, nor are thy dead those who have died in battle. | ενεπλήσθη η πόλις βοώντων οι τραυματίαι σου ου τραυματίαι εν μαχαίραις ουδέ οι νεκροί σου νεκροί πολέμου |
3All thy princes have fled, and thy captives are tightly bound, and the mighty men in thee have fled far away. | πάντες οι άρχοντές σου πεφεύγασι άμα από του τόξου δεδεμένοι εισί και οι ισχύοντες εν σοι πόρρω πεφεύγασι |
4Therefore I said, Let me alone, I will weep bitterly; labour not to comfort me for the breach of the daughter of my people. | διά τούτο είπα άφετέ με πικρώς κλαύσομαι μη κατισχύσητε παρακαλείν με επί το σύντριμμα της θυγατρός του λαού μου |
5For it is a day of trouble, and of destruction, and of treading down, and there is perplexity sent from the Lord of hosts: they wander in the valley of Sion; they wander from the least to the greatest on the mountains. | ότι ημέρα ταραχής και απωλείας και καταπατήματος και πλάνησις παρά κυρίου σαβαώθ εν φάραγγι Σιών πλανώνται από μικρού έως μεγάλου πλανώνται επί τα όρη |
6And the Elamites took their quivers, and there were men mounted on horses, and there was a gathering for battle. | οι δε Ελαμίται έλαβον φαρέτρας και αναβάται άνθρωποι εφ΄ ίππους και συναγωγή παρατάξεως |
7And it shall be that thy choice valleys shall be filled with chariots, and horsemen shall block up thy gates. | και έσονται αι εκλεκταί φάραγγές σου πλησθήσονται αρμάτων οι δε ιππείς εμφράξουσι τας πύλας σου |
8And they shall uncover the gates of Juda, and they shall look in that day on the choice houses of the city. | και ανακαλύψουσι τας πύλας Ιούδα και εμβλέψονται τη ημέρα εκείνη εις τους εκλεκτούς οίκους της πόλεως |
9And they shall uncover the secret places of the houses of the citadel of David: and they saw that they were many, and that one had turned the water of the old pool into the city; | και ανακαλύψουσι τα κρυπτά των οίκων της άκρας Δαυίδ και ειδοσαν ότι πλείους εισί και απέστρεψαν το ύδωρ της αρχαίας κολυμβήθρας εις την πόλιν |
10and that they had pulled down the houses of Jerusalem, to fortify the wall of the city. | και ότι καθείλοσαν τους οίκους Ιερουσαλήμ εις οχύρωμα τείχους τη πόλει |
11And ye procured to yourselves water between the two walls within the ancient pool: but ye looked not to him that made it from the beginning, and regarded not him that created it. | και εποιήσατε εαυτοίς ύδωρ αναμέσον των δύο τειχέων εσώτερον της κολυμβήθρας της αρχαίας και ουκ ενεβλέψατε εις τον απ΄ αρχής ποιήσαντα αυτήν και τον κτίσαντα αυτήν ουκ είδετε |
12And the Lord, the Lord of hosts, called in that day for weeping, and lamentation, and baldness, and for girding with sackcloth: | και εκάλεσε κύριος σαβαώθ εν τη ημέρα εκείνη κλαυθμόν και κοπετόν και ξύρησιν και ζώσιν σάκκων |
13but they engaged in joy and gladness, slaying calves, and killing sheep, so as to eat flesh, and drink wine; saying, Let us eat and drink; for to-morrow we die. | αυτοί δε εποιήσαντο ευφροσύνην και αγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους και θύοντες πρόβατα ώστε φαγείν κρέατα και πιείν οίνον λέγοντες φάγωμεν και πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν |
14And these things are revealed in the ears of the Lord of hosts: for this sin shall not be forgiven you, until ye die. | και ανακεκαλυμμένα ταύτά εστιν εν τοις ωσί κυρίου σαβαώθ ότι ουκ αφεθήσεται υμίν αύτη η αμαρτία έως αν αποθάνητε |
15Thus saith the Lord of hosts, Go into the chamber, to Somnas the treasurer, and say to him, Why art thou here? | τάδε λέγει κύριος σαβαώθ πορεύου εις το παστοφόριον προς Σομνάν τον ταμίαν και είπον αυτώ |
16and what hast thou to do here, that thou hast here hewn thyself a sepulchre, and madest thyself a sepulchre on high, and hast graven for thyself a dwelling in the rock? | τι συ ώδε και τι σοι έστιν ώδε ότι ελατόμησας σεαυτώ ώδε μνημείον και εποίησας σεαυτώ εν υψηλώ μνημείον και έγραψας σεαυτώ εν πέτρα σκηνήν |
17Behold now, the Lord of hosts casts forth and will utterly destroy such a man, and will take away thy robe and thy glorious crown, | ιδού δη κύριος σαβαώθ εκβαλλεί και εκτρίψει άνδρα και αφελεί την στολήν σου και τον στέφανόν σου τον ένδοξον |
18and will cast thee into a great and unmeasured land, and there thou shalt die: and he will bring thy fair chariot to shame, and the house of thy prince to be trodden down. | και ρίψει σε εις χώραν μεγάλην και αμέτρητον και εκεί αποθανείς και θήσει το άρμα σου το καλόν εις άτιμιαν και τον οίκον του άρχοντός σου εις καταπάτημα |
19And thou shalt be removed from thy stewardship, and from thy place. | και αφαιρεθήση εκ της οικονομίας σου και εκ της στάσεως σου |
20And it shall come to pass in that day, that I will call my servant Eliakim the son of Chelcias: | και έσται εν τη ημέρα εκείνη και καλέσω τον παίδά μου Ελιακείμ τον του Χελκίου |
21and I will put on him thy robe, and I will grant him thy crown with power, and I will give thy stewardship into his hands: and he shall be as a father to them that dwell in Jerusalem, and to them that dwell in Juda. | και ενδύσω αυτόν την στολήν σου και τον στέφανόν σου δώσω αυτώ και το κράτος και την οικονομίαν σου δώσω εις τας χείρας αυτού και έσται ως πατήρ τοις ενοικούσιν Ιερουσαλήμ και τοις ενοικούσιν Ιούδα |
22And I will give him the glory of David; and he shall rule, and there shall be none to speak against him: and I will give him the key of the house of David upon his shoulder; and he shall open, and there shall be none to shut; and he shall shut, and there shall be none to open. | και δώσω αυτώ την κλείδα οίκου Δαυίδ επί τω ώμω αυτού και ανοίξει και ουκ έσται ο αποκλείων και κλείσει και ουκ έσται ο ανοίγων και δώσω την δόξαν Δαυίδ αυτώ και άρξει και ουκ έσται ο αντιλέγων |
23And I will make him a ruler in a sure place, and he shall be for a glorious throne of his father's house. | και στήσω αυτόν άρχοντα εν τόπω πιστώ και έσται εις θρόνον δόξης του οίκου του πατρός αυτού |
24And every one that is glorious in the house of his father shall trust in him, from the least to the greatest; and they shall depend upon him in that day. | και έσται πεποιθώς επ΄ αυτόν πας ένδοξος εν τω οίκω του πατρός αυτού από μικρού έως μεγάλου παν το σκεύος το μικρόν από σκευούς των αγανώθ και έσονται επικρεμάμενοι αυτώ εν τη ημέρα εκείνη |
25Thus saith the Lord of hosts, The man that is fastened in the sure place shall be removed and be taken away, and shall fall; and the glory that is upon him shall be utterly destroyed: for the Lord has spoken it. | τάδε λέγει κύριος σαβαώθ κινηθήσεται ο άνθρωπος ο εστηριγμένος εν τόπω πιστώ και αφαιρεθήσεται και πεσείται και απολύσεται η δόξα η επ΄ αυτόν ότι κύριος ελάλησε |
Chapter 23
[edit]1THE WORD CONCERNING TYRE. Howl, ye ships of Carthage; for she has perished, and men no longer arrive from the land of the Citians: she is led captive. | το ρήμα Τύρου ολολύξατε πλοία Καρχηδόνος ότι απώλετο και ουκέτι έρχονται εκ γης Κιτιαίων ήκται αιχμάλωτος |
2To whom are the dwellers in the island become like, the merchants of Phoenice, passing over the sea | τίνι όμοιοι γεγόνασιν οι ενοικούντες εν τη νήσω μετάβολοι Φοινίκης διαπερώντες την θάλασσαν |
3in great waters, a generation of merchants? as when the harvest is gathered in, so are these traders with the nations. | εν ύδατι πολλώ σπέρμα μεταβόλων ως αμητού εισφερομένου οι μετάβολοι των εθνών |
4Be ashamed, O Sidon: the sea has said, yea, the strength of the sea has said, I have not travailed, nor brought forth, nor have I brought up young men, nor reared virgins. | αισχύνθητι Σιδών είπεν η θάλασσα η δε ισχύς της θαλάσσης είπεν ουχ ώδινον ουδέ έτεκον ουδέ εξέθρεψα νεανίσκους ουδέ ύψωσα παρθένους |
5Moreover when it shall be heard in Egypt, sorrow shall seize them for Tyre. | όταν δε ακουστόν γένηται Αιγύπτω λήψεται αυτούς οδύνη περί Τύρου |
6Depart ye to Carthage; howl, ye that dwell in this island. | απέλθατε εις Καρχηδόνα ολολύξατε οι κατοικούντες εν τη νήσω ταύτη |
7Was not this your pride from the beginning, before she was given up? | ουχ αύτη ην η ύβρις υμών η απ΄ αρχής πριν η παραδοθήναι αυτήν |
8Who has devised this counsel against Tyre? Is she inferior? or has she no strength? her merchants were the glorious princes of the earth. | τις ταύτα εβούλευσεν επί Τύρον μη ήσσων εστίν η ουκ ισχύει οι έμποροι αυτής ένδοξοι άρχοντες της γης |
9The Lord of hosts has purposed to bring down all the pride of the glorious ones, and to disgrace every glorious thing on the earth. | κύριος σαβαώθ εβουλεύσατο παραλύσαι πάσαν την ύβριν των ενδόξων και ατιμάσαι παν ένδοξον επί της γης |
10Till thy land; for ships no more come out of Carthage. | εργάζου την γην σου και γαρ πλοία ουκέτι έρχεται εκ Καρχηδόνος |
11And thy hand prevails no more by sea, which troubled kings: the Lord of hosts has given a command concerning Chanaan, to destroy the strength thereof. | η δε χειρ σου ουκέτι ισχύει κατά θάλασσαν η παροξύνουσα βασιλείς κύριος σαβαώθ ενετείλατο περί Χαναάν απολέσαι αυτής την ισχύν |
12And men shall say, Ye shall no longer at all continue to insult and injure the daughter of Sidon: and if thou depart to the Citians, neither there shalt thou have rest. | και ερούσιν ουκέτι ου προστεθήτε του υβρίζειν και αδικείν την θυγατέρα Σιών και εάν απέλθης εις Κιτιείς ουδέ εκεί ανάπαυσις έσται σοι |
13And if thou depart to the land of the Chaldeans, this also is laid waste by the Assyrians, for her wall is fallen. | και εις γην Χαλδαίων και αύτη ηρήμωται από των Ασσυρίων ουδέ εκεί σοι ανάπαυσις έσται ότι ο τοίχος αυτής πέπτωκεν |
14Howl, ye ships of Carthage: for your strong hold is destroyed. | ολολύξατε πλοία Καρχηδόνος ότι απόλωλε το οχύρωμα υμών |
15And it shall come to pass in that day, that Tyre shall be left seventy years, as the time of a king, as the time of a man: and it shall come to pass after seventy years, that Tyre shall be as the song of a harlot. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη καταλειφθήσεται Τύρος έτη εβδομήκοντα ως χρόνος βασιλέως ενός ως χρόνος ανθρώπου και μετά εβδομήκοντα έτη έσται Τύρος ως άσμα πόρνης |
16Take a harp, go about, O city, thou harlot that hast been forgotten; play well on the harp, sing many songs, that thou mayest be remembered. | λάβε κιθάραν ρέμβευσον πόλις πόρνη επιλελησμένη καλώς κιθάρισον πολλά άσον ίνα σου μνεία γένηται |
17And it shall come to pass after the seventy years, that God will visit Tyre, and she shall be again restored to her primitive state, and she shall be a mart for all the kingdoms of the world on the face of the earth. | και έσται μετά τα εβδομήκοντα έτη επισκοπήν ποιήσει ο θεός Τύρου και πάλιν αποκατασταθήσεται εις το αρχαίον και έσται εμπόριον πάσαις ταις βασιλείας της οικουμένης επί πρόσωπον της γης |
18And her trade and her gain shall be holiness to the Lord: it shall not be gathered for them, but for those that dwell before the Lord, even all her trade, to eat and drink and be filled, and for a covenant and a memorial before the Lord. | και έσται αυτής η εμπορία και ο μισθός άγιος τω κυρίω ουκ αυτοίς συναχθήσεται αλλά τοις κατοικούσιν έναντι κυρίου πάσα η εμπορία αυτής φαγείν και πιείν και εμπλησθήναι και εις συμβολήν μνημόσυνον έναντι κυρίου |
Chapter 24
[edit]1Behold, the Lord is about to lay waste the world, and will make it desolate, and will lay bare the surface of it, and scatter them that dwell therein. | ιδού κύριος καταφθείρει την οικουμένην όλην και ερημώσει αυτήν και ανακαλύψει το πρόσωπον αυτής και διασπερεί τους ενοικούντας εν αυτή |
2And the people shall be as the priest, and the servant as the lord, and the maid as the mistress; the buyer shall be as the seller, the lender as the borrower, and the debtor as his creditor. | και έσται ο λαός ως ιερεύς και ο παις ως ο κύριος και η θεράπαινα ως η κυρία έσται ο αγοράζων ως ο πωλών ο δανείζων ως ο δανειζόμενος και ο οφείλων ως ω οφείλει |
3The earth shall be completely laid waste, and the earth shall be utterly spoiled: for the mouth of the Lord has spoken these things. | φθορά φθαρήσεται η γη και προνομή προνομευθήσεται η γη το γαρ στόμα κυρίου ελάλησε ταύτα |
4The earth mourns, and the world is ruined, the lofty ones of the earth are mourning. | επένθησεν η γη και εφθάρη η οικουμένη επένθησαν οι υψηλοί της γης |
5And she has sinned by reason of her inhabitants; because they have transgressed the law, and changed the ordinances, even the everlasting covenant. | και η γη ηνόμησε διά τους κατοικούντας αυτήν διότι παρέβησαν τον νόμον κυρίου και διεσκέδασαν και ήλλαξαν τα προστάγματα διαθήκην αιώνιον |
6Therefore a curse shall consume the earth, because the inhabitants thereof have sinned: therefore the dwellers in the earth shall be poor, and few men shall be left. | διά τούτο αρά έδεται την γην ότι ημάρτοσαν οι κατοικούντες αυτήν διά τούτο πτωχοί έσονται οι ενοικούντες εν τη γη και καταλειφθήσονται άνθρωποι ολίγοι |
7The wine shall mourn, the vine shall mourn, all the merry-hearted shall sigh. | πενθήσει οίνος πενθήσει άμπελος στενάξουσι πάντες οι ευφραινόμενοι την ψυχήν |
8The mirth of timbrels has ceased, the sound of the harp has ceased. | πέπαυται ευφροσύνη τυμπάνων πέπαυται αυθάδεια και πλούτος ασεβών πέπαυται φωνή κιθάρας |
9They are ashamed, they have not drunk wine; strong drink has become bitter to them that drink it. | ησχύνθησαν ουκ έπιον οίνον πικρόν εγένετο το σίκερα τοις πίνουσιν |
10All the city has become desolate: one shall shut his house so that none shall enter. | ηρημώθη πάσα πόλις κλείσει οικίαν του μη εισελθείν |
11There is a howling for the wine everywhere; all the mirth of the land has ceased, all the mirth of the land has departed. | ολολύζετε περί του οίνου πανταχή πέπαυται πάσα ευφροσύνη της γης απήλθε πάσα ευφροσύνη της γης |
12And cities shall be left desolate, and houses being left shall fall to ruin. | και καταλειφθήσονται πόλεις έρημοι και οίκοι εγκαταλελειμμένοι απολούνται |
13All this shall be in the land in the midst of the nations, as if one should strip an olive tree, so shall they strip them; but when the vintage is done, | ταύτα πάντα έσονται εν τη γη εν μέσω των εθνών ον τρόπον εάν τις καλαμήσηται ελαίαν ούτως καλαμήσονται αυτούς και εάν παύσηται ο τρυγητός |
14these shall cry aloud; and they that are left on the land shall rejoice together in the glory of the Lord: the water of the sea shall be troubled. | και ούτοι φωνή βοήσονται οι δε καταλειφθέντες επί της γης ευφρανθήσονται άμα τη δόξη κυρίου ταραχθήσεται το ύδωρ της θαλάσσης |
15Therefore shall the glory of the Lord be in the isles of the sea; the name of the Lord shall be glorious. | διά τούτο η δόξα κυρίου εν ταις νήσοις έσται της θαλάσσης το όνομα κυρίου ένδοξον έσται |
16O Lord God of Israel, from the ends of the earth we have heard wonderful things, and there is hope to the godly: but they shall say, Woe to the despisers, that despise the law. | κύριε ο θεός Ισραήλ από των πτερύγων της γης τέρατα ηκούσαμεν ελπίς τω ευσεβεί και ερούσιν ουαί τοις αθετούσιν οι αθετούντες τον νόμον |
17Fear, and a pit, and a snare, are upon you that dwell on the earth. | φόβος και βόθυνος και παγίς εφ΄ υμάς τους ενοικούντας επί της γης |
18And it shall come to pass, that he that flees from the fear shall fall into the pit; and he that comes up out of the pit shall be caught by the snare: for windows have been opened in heaven, and the foundations of the earth shall be shaken, | και έσται ο φεύγων τον φόβον εμπεσείται εις τον βόθυνον και ο εκβαίνων εκ του βοθύνου αλώσεται υπό της παγίδος ότι θυρίδες εκ του ουρανού ανεώχθησαν και σεισθήσεται τα θεμέλια της γης |
19the earth shall be utterly confounded, and the earth shall be completely perplexed. | ταραχή ταραχθήσεται η γη και απορία απορηθήσεται η γη |
20It reels as a drunkard and one oppressed with wine, and the earth shall be shaken as a storehouse of fruits; for iniquity has prevailed upon it, and it shall fall, and shall not be able to rise. | έκλινεν και σεισθήσεται ως οπωροφυλάκιον η γη ως ο μεθύων και κραιπαλών και πεσείται και ου δύνηται αναστήναι κατίσχυσε γαρ επ΄ αυτής η ανομία |
21And God shall bring his hand upon the host of heaven, and upon the kings of the earth. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη επάξει ο θεός επί τον κόσμον του ουρανού την χείρα και επί τους βασιλείς της γης |
22And they shall gather the multitude thereof into prisons, and they shall shut them into a strong hold: after many generations they shall be visited. | και συνάξουσι συναγωγήν αυτής και αποκλείσουσιν εις οχύρωμα και εις δεσμωτήριον διά πολλών γενεών επισκοπή έσται αυτών |
23And the brick shall decay, and the wall shall fall; for the Lord shall reign from out of Sion, and out of Jerusalem, and shall be glorified before his elders. | και τακήσεται η πλίνθος και πεσείται το τείχος και εντραπήσεται η σελήνη και αισχυνθήσεται ο ήλιος ότι βασιλεύσει κύριος εν Σιών και εξ Ιερουσαλήμ και ενώπιον των πρεσβυτέρων δοξασθήσεται |
Chapter 25
[edit]1O Lord God, I will glorify thee, I will sing to thy name; for thou hast done wonderful things, even an ancient and faithful counsel. So be it. | κύριε ο θεός μου δοξάσω σε υμνήσω το όνομά σου ότι εποίησας θαυμαστά πράγματα βουλήν αρχαίαν αληθινήν γένοιτο |
2For thou hast made cities a heap, even cities made strong that their foundations should not fall: the city of ungodly men shall not be built for ever. | ότι έθηκας πόλεις εις χώμα πόλεις οχυράς του μη πεσείν αυτών τα θεμέλια των ασεβών πόλις τον αιώνα ου οικοδομηθή |
3Therefore shall the poor people bless thee, and cities of injured men shall bless thee. | διά τούτο ευλογήσει σε ο λαός πτωχός και πόλεις ανθρώπων αδικουμένων ευλογήσουσί σε |
4For thou hast been a helper to every lowly city, and a shelter to them that were disheartened by reason of poverty: thou shalt deliver them from wicked men: thou hast been a shelter of them that thirst, and a refreshing air to injured men. | εγένου γαρ πάση πόλει ταπεινή βοηθός και τοις αθυμήσασι δι΄ ένδειαν σκέπη από ανθρώπων πονηρών ρύση αυτούς σκέπη διψώντων και πνεύμα ανθρώπων αδικουμένων |
5We were as faint-hearted men thirsting in Sion, by reason of ungodly men to whom thou didst deliver us. | ως άνθρωποι ολιγόψυχοι διψώντες εν Σιών ότι ρύση αυτούς από ανθρώπων ασεβών οις ημάς παρέδωκας |
6And the Lord of hosts shall make a feast for all the nations: on this mount they shall drink gladness, they shall drink wine: | και ποιήσει κύριος σαβαώθ πάσι τοις έθνεσιν επί το όρος τούτο πίονται εν ευφροσύνην πίονται οίνον |
7they shall anoint themselves with ointment in this mountain. Impart thou all these things to the nations; for this is God's counsel upon all the nations. | χρίσονται μύρον εν τω όρει τούτω παράδος ταύτα πάντα τοις έθνεσιν η γαρ βουλή αύτη επί πάντα τα έθνη |
8 Death has prevailed and swallowed men up; but again the Lord God has taken away every tear from every face. He has taken away the reproach of his people from all the earth: for the mouth of the Lord has spoken it. | κατέπιεν ο θάνατος ισχύσας και πάλιν αφείλε κύριος ο θεός παν δάκρυον από παντός προσώπου το όνειδος του λαού αφείλεν από πάσης της γης το γαρ στόμα κυρίου ελάλησε |
9And in that day they shall say, behold our God in whom we have trusted, and he shall save us: this is the Lord; we have waited for him, and we have exulted, and will rejoice in our salvation. | και ερούσι τη ημέρα εκείνη ιδού ο θεός ημών εφ ω ηλπίζομεν και σώσει ημάς ούτος κύριος υπεμείναμεν αυτώ και ηγαλλιώμεθα και ευφρανθησόμεθα επί τη σωτηρία ημών |
10God will give rest on this mountain, and the country of Moab shall be trodden down, as they tread the floor with waggons. | ανάπαυσιν δώσει ο θεός επί το όρος τούτο και καταπατηθήσεται η Μωαβίτις ον τρόπον πατούσιν άλωνα εν αμάξαις |
11And he shall spread forth his hands, even as he also brings down man to destroy him: and he shall bring low his pride in regard to the thing on which he has laid his hands. | και ανήσει τας χείρας αυτού ον τρόπον και αυτός εταπείνωσε του απολέσαι και ταπεινώσει την ύβριν αυτού εφ΄ α τας χείρας επέβαλε |
12And he shall bring down the height of the refuge of the wall, and it shall come down even to the ground. | και το ύψος της καταφυγής του οίκου σου ταπεινώσει και καταβήσεται έως του εδάφους |
Chapter 26
[edit]1In that day they shall sing this song in the land of Judea; Behold a strong city; and he shall make salvation its wall and bulwark. | τη ημέρα εκείνη άσονται το άσμα τούτο επί γης της Ιουδαίας ιδού πόλις ισχυρά και σωτήριον ημών θήσει το τείχος και περίτειχος |
2Open ye the gates, let the nation enter that keeps righteousness, and keeps truth, | ανοίξατε πύλας εισελθέτω λαός φυλάσσων δικαιοσύνην και φυλάσσων αλήθειαν |
3supporting truth, and keeping peace: for on thee, O Lord, | αντιλαμβανόμενος αληθείας και φυλάσσων ειρήνην |
4they have trusted with confidence for ever, the great, the eternal God; | ότι επί σοι ηλπίσαμεν κύριε έως του αιώνος ο θεός ο μέγας ο αιώνιος |
5who hast humbled and brought down them that dwell on high, thou shalt cast down strong cities, and bring them to the ground. | ος ταπεινώσας κατήγαγεν τους ενοικούντας εν υψηλοίς πόλεις οχυράς καταβαλείς και κατάξεις έως εδάφους |
6And the feet of the meek and lowly shall trample them. | και πατήσουσιν αυτάς πόδες πραέων και ταπεινών βήματα |
7The way of the godly is made straight: the way of the godly is also prepared. | οδός ευσεβών ευθεία εγένετο και παρεσκευασμένη η οδός των ευσεβών |
8For the way of the Lord is judgment: we have hoped in thy name, and on the remembrance of thee, | η γαρ οδός κυρίου κρίσις ηλπίσαμεν επί τω ονόματί σου και επί τη μνεία |
9which our soul longs for: my spirit seeks thee very early in the morning, O God, for thy commandments are a light on the earth: learn righteousness, ye that dwell upon the earth. | η επιθύμει η ψυχή ημών εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμά μου προς σε ο θεός διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης |
10For the ungodly one is put down: no one who will not learn righteousness on the earth, shall be able to do the truth: let the ungodly be taken away, that he see not the glory of the Lord. | πέπαυται γαρ ο ασεβής ου μάθη δικαιοσύνην επί της γης αλήθειαν ου ποιήση αρθήτω ο ασεβής ίνα μη ίδη την δόξαν κυρίου |
11O Lord, thine arm is exalted, yet they knew it not: but when they know they shall be ashamed: jealousy shall seize upon an untaught nation, and now fire shall devour the adversaries. | κύριε υψηλός σου ο βραχίων και ουκ ήδεισαν γνόντες δε αισχυνθήσονται ζήλος λήψεται λαόν απαίδευτον και νυν πυρ τους υπεναντίους έδεται |
12O Lord our God, give us peace: for thou hast rendered to us all things. | κύριε ο θεός ημών ειρήνην δος ημίν πάντα γαρ απέδωκας ημίν |
13O Lord our God, take possession of us: O Lord, we know not any other beside thee: we name thy name. | κύριε ο θεός ημών κτήσαι ημάς κύριε εκτός σου άλλον ουκ οίδαμεν το όνομά σου ονομάζομεν |
14But the dead shall not see life, neither shall physicians by any means raise them up: therefore thou hast brought wrath upon them, and slain them, and hast taken away every male of them. Bring more evils upon them, O Lord; | οι δε νεκροί ζωήν ου ίδωσιν ουδέ ιατροί ου αναστήσουσι διά τούτο επήγαγες και απώλεσας και ήρας παν άρσεν αυτών |
15bring more evils on the glorious ones of the earth. | πρόσθες αυτοίς κακά κύριε πρόσθες κακά τοις ενδόξοις της γης |
16Lord, in affliction I remembered thee; thy chastening was to us with small affliction. | κύριε εν θλίψει εμνήσθημέν σου εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν |
17And as a woman in travail draws nigh to be delivered, and cries out in her pain; so have we been to thy beloved. | και ωσεί η ωδίνουσα εγγίζει του τεκείν και επί τη ωδίνι αυτής εκέκραξεν ούτως εγένηθημεν τω αγαπητώ σου |
18We have conceived, O Lord, because of thy fear, and have been in pain, and have brought forth the breath of thy salvation, which we have wrought upon the earth: we shall not fall, but all that dwell upon the land shall fall. | διά τον φόβον σου κύριε εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν πνεύμα σωτηρίας σου ο εποίησας επί της γης ου πεσούμεθα αλλά πεσούνται πάντες οι ενοικούντες επί της γης |
19The dead shall rise, and they that are in the tombs shall be raised, and they that are in the earth shall rejoice: for the dew from thee is healing to them: but the land of the ungodly shall perish. | αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις και ευφρανθήσονται οι εν τη γη η γαρ δρόσος η παρά σου ίαμα αυτοίς εστιν η δε γη των ασεβών πεσείται |
20Go, my people, enter into thy closets, shut thy door, hide thyself for a little season, until the anger of the Lord have passed away. | βάδιζε λαός μου είσελθε εις τα ταμείά σου απόκλεισον την θύραν σου αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον έως αν παρέλθη η οργή κυρίου |
21For, behold, the Lord is bringing wrath from his holy place upon the dwellers on the earth: the earth also shall disclose her blood, and shall not cover her slain. | ιδού γαρ κύριος από του αγίου επάγει την οργήν επί τους κατοικούντας επί της γης και ανακαλύψει η γη το αίμα αυτής και ου κατακαλύψει τους ανηρημένους έτι |
Chapter 27
[edit]1In that day God shall bring his holy and great and strong sword upon the dragon, even the serpent that flees, upon the dragon, the crooked serpent: he shall destroy the dragon. | εν τη ημέρα εκείνη επάξει ο θεός την μάχαιραν την αγίαν και την μεγάλην και την ισχυράν επί τον δράκοντα όφιν φεύγοντα επί τον δράκοντα όφιν σκολιόν και ανελεί τον δράκοντα τον εν τη θαλάσση |
2In that day there shall be a fair vineyard, and a desire to commence a song concerning it. | τη ημέρα εκείνη αμπελών καλός επιθύμημα εξάρχειν κατ΄ αυτής |
3I am a strong city, a city in a siege: in vain shall I water it; for it shall be taken by night, and by day the wall shall fall. | εγώ πόλις οχυρά πόλις πολιορκουμένη μάτην ποτιώ αυτήν αλώσεται γαρ νυκτός ημέρας δε πεσείται το τείχος αυτής |
4There is no woman that has not taken hold of it; who will set me to watch stubble in the field? because of this enemy I have set her aside; therefore on this account the Lord has done all that he appointed. | ουκ έστιν η ουκ επελάβετο αυτής τοίνυν διά τούτο εποίησε κύριος πάντα όσα συνέταξε κατακέκαυμαι |
5I am burnt up; they that dwell in her shall cry, Let us make peace with him, let us make peace, | βοήσονται πάντες οι ενοικούντες εν αυτή ποιήσωμεν ειρήνην αυτώ ποιήσωμεν ειρήνην |
6they that are coming are the children of Jacob. Israel shall bud and blossom, and the world shall be filled with his fruit. | οι ερχόμενοι τέκνα Ιακώβ βλαστήσει και εξανθήσει Ισραήλ και εμπλησθήσεται η οικουμένη του καρπού αυτού |
7Shall he himself be thus smitten, even as he smote? and as he slew, shall he be thus slain? | μη ως αυτός επάταξε και αυτός ούτως πληγήσεται και ως αυτός ανείλεν και αυτός ούτως αναιρεθήσεται |
8Fighting and reproaching he will dismiss them; didst thou not meditate with a harsh spirit, to slay them with a wrathful spirit? | μαχόμενος και ονειδίζων εξαποστελεί αυτους ου συ ήσθα ο μελετών τω πνεύματι τω σκληρώ ανελείν αυτούς πνεύματι θυμού |
9Therefore shall the iniquity of Jacob be taken away; and this is his blessing, when I shall have taken away his sin; when they shall have broken to pieces all the stones of the altars as fine dust, and their trees shall not remain, and their idols shall be cut off, as a thicket afar off. | διά τούτο αφαιρεθήσεται η ανομία Ιακώβ και τούτό εστιν η ευλογία αυτού όταν αφέλωμαι αυτού την αμαρτίαν όταν θώσι πάντας τους λίθους των βωμών κατακεκομμένους ως κονίαν λεπτήν και ου μείνη τα δένδρα αυτών και τα είδωλα αυτών εκκεκομμένα ώσπερ δρυμός μακράν |
10The flock that dwelt there shall be left, as a deserted flock; and the ground shall be for a long time for pasture, and there shall flocks lie down to rest. | το κατοικούμενον ποίμνιον ανειμένον έσται ως ποίμνιον καταλελειμμένον και έσται πολύν χρόνον εις βόσκημα και εκεί αναπαύσονται |
11And after a time there shall be in it no green thing because of the grass being parched. Come hither, ye women that come from a sight; for it is a people of no understanding; therefore he that made them shall have no pity upon them, and he that formed them shall have no mercy upon them. | και μετά πολύν χρόνον ουκ έσται εν αυτή παν χλωρόν διά το ξηρανθήναι γυναίκες ερχόμεναι από θέας δεύτε ου γαρ λαός εστιν έχων σύνεσιν διά τούτο ου οικτειρήση ο ποιήσας αυτούς ουδέ ο πλάσας αυτούς ου ελεήση |
12And it shall come to pass in that day that God shall fence men off from the channel of the river as far as Rhinocorura; but do ye gather one by one the children of Israel. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη συμφράξει κύριος από της διώρυγος του ποταμού έως Ρινοκούρων υμείς δε συνάγαγετε τους υιούς Ισραήλ κατά ένα ένα |
13And it shall come to pass in that day that they shall blow the great trumpet, and the lost ones in the land of the Assyrians shall come, and the lost ones in Egypt, and shall worship the Lord on the holy mountain in Jerusalem. | και έσται εν τη ημέρα εκείνη σαλπιούσι τη σάλπιγγι τη μεγάλη και ήξουσιν οι απολόμενοι εν τη χώρα των Ασσυρίων και οι απολόμενοι εν Αιγύπτω και προσκυνήσουσι τω κυρίω επί το όρος το άγιον εν Ιερουσαλήμ |
Chapter 28
[edit]1Woe to the crown of pride, the hirelings of Ephraim, the flower that has fallen from the glory of the top of the fertile mountain, they that are drunken without wine. | ουαί τω στεφάνω της ύβρεως οι μισθωτοί Εφραϊμ το άνθος το εκπεσόν της δόξης επί της κορυφής του όρους του παχέος οι μεθύοντες άνευ οίνου |
2Behold, the anger of the Lord is strong and severe, as descending hail where there is no shelter, violently descending; as a great body of water sweeping away the soil, he shall make rest for the land. | ιδού ισχυρός και σκληρός ο θυμός κυρίου ως χάλαζα καταφερομένη ουκ έχουσα σκέπην βία καταφερομένη ως ύδατος πολύ πλήθος σύρον χώραν εν τη γη ποιήσει ανάπαυμα ταις χερσί |
3The crown of pride, the hirelings of Ephraim, shall be beaten down with the hands and with the feet. | και τοις ποσί καταπατηθήσεται ο στέφανος της ύβρεως οι μισθωτοί του Εφραϊμ |
4And the fading flower of the glorious hope on the top of the high mountain shall be as the early fig; he that sees it, before he takes it into his hand, will desire to swallow it down. | και έσται το άνθος το εκπεσόν της ελπίδος της δόξης επ΄ άκρου του όρους του υψηλού ως πρόδρομος σύκου ο ιδών αυτό πριν εις την χείρα αυτού λαβείν θελήσει αυτο καταπιείν |
5In that day the Lord of hosts shall be the crown of hope, the woven crown of glory, to the remnant of the people. | τη ημέρα εκείνη έσται κύριος σαβαώθ ο στέφανος της ελπίδος ο πλεκείς της δόξης τω καταλειφθέντι μου λαώ |
6They shall be left in the spirit of judgment for judgment, and for the strength of them that hinder slaying. | και καταλειφθήσονται εν πνεύματι κρίσεως επί κρίσιν και ισχύν κωλυόντων ανελείν |
7For these have trespassed through wine; they have erred through strong drink: the priest and the prophet are mad through strong drink, they are swallowed up by reason of wine, they have staggered through drunkenness; they have erred: this is their vision. | ούτοι γαρ οίνω πεπλανημένοι εισίν επλανήθησαν διά το σίκερα ιερεύς και προφήτης εξέστησαν διά το σίκερα κατεπόθησαν διά τον οίνον εσείσθησαν από της μέθης του σίκερα επλανήθησαν τουτ΄ φάσμα |
8A curse shall devour this counsel, for this is their counsel for the sake of covetousness. | αρά έδεται ταύτην την βουλήν αύτη γαρ η βουλή ένεκα πλεονεξίας |
9To whom have we reported evils? and to whom have we reported a message? even to those that are weaned from the milk, who are drawn from the breast. | τίνι ανηγγείλαμεν κακά και τίνι ανηγγείλαμεν αγγελίαν οι απογεγαλακτισμένοι από γάλακτος και οι απεσπασμένοι από μαστού |
10Expect thou affliction on affliction, hope upon hope: yet a little, and yet a little, | θλίψιν επί θλίψιν προσδέχου ελπίδα επ΄ ελπίδι έτι μικρόν έτι μικρόν |
11 by reason of the contemptuous words of the lips, by means of another language: for they shall speak to this people, saying to them, | διά φαυλισμόν χειλέων διά γλώσσης ετέρας ότι λαλήσουσι τω λαώ τούτω |
12This is the rest to him that is hungry, and this is the calamity: but they would not hear. | λέγοντες αυτώ τούτο το ανάπαυμα τω πεινώντι και τούτο το σύντριμμα και ουκ ηθέλησαν ακούειν |
13Therefore the oracle of God shall be to them affliction on affliction, hope on hope, yet a little, and yet a little, that they may go and fall backward; and they shall be crushed and shall be in danger, and shall be taken. | και έσται αυτοίς το λόγιον του θεού θλίψις επί θλίψιν ελπίς επ΄ ελπίδι έτι μικρόν έτι μικρόν ίνα πορευθώσι και πέσωσιν εις τα οπίσω και κινδυνεύσουσι και συντριβήσονται και αλώσονται |
14Therefore hear ye the word of the Lord, ye afflicted men, and ye princes of this people that is in Jerusalem. | διά τούτο ακούσατε λόγον κυρίου άνδρες τεθλιμμένοι και οι άρχοντες του λαού τούτου του εν Ιερουσαλήμ |
15Because ye have said, We have made a covenant with Hades, and agreements with death; if the rushing storm should pass, it shall not come upon us: we have made falsehood our hope, and by falsehood shall we be protected: | ότι είπατε εποιήσαμεν διαθήκην μετά του άδου και μετά του θανάτου συνθηκας καταιγίς φερομένη εάν παρέλθη ου έλθη ημίν εθήκαμεν ψεύδος την ελπίδα ημών και τω ψεύδει σκεπασθησόμεθα |
16Therefore thus saith the Lord, even the Lord, Behold, I lay for the foundations of Sion a costly stone, a choice, a corner-stone, a precious stone, for its foundations; and he that believes on him shall by no means be ashamed. | διά τούτο ούτω λέγει κύριος ιδού εγώ εμβαλλώ εις τα θεμέλια Σιών λίθον πολυτελή εκλεκτόν ακρογωνιαίον έντιμον εις τα θεμέλια αυτής και ο πιστεύων επ΄ αυτώ ου καταισχυνθή |
17And I will cause judgment to be for hope, and my compassion shall be for just measures, and ye that trust vainly in falsehood shall fall: for the storm shall by no means pass by you, | και θήσω κρίσιν εις ελπίδα η δε ελεημοσύνη μου εις σταθμούς και οι πεποιθότες μάτην ψεύδει ότι ου παρέλθη υμάς καταιγίς |
18 except it also take away your covenant of death, and your trust in Hades shall by no means stand: if the rushing storm should come upon you, ye shall be beaten down by it. | και μη αφελή υμών την διαθήκην του θανάτου και η ελπίς υμών η προς τον άδην ου εμμείνη καταιγίς φερομένη εάν επέλθη έσεσθε αυτή εις καταπάτημα |
19Whenever it shall pass by, it shall take you; morning by morning it shall pass by in the day, and in the night there shall be an evil hope. Learn to hear, | όταν παρέλθη λήψεται υμάς πρωϊ πρωϊ παρελεύσεται υμάς και εν νυκτί έσται ελπίς πονηρά μάθετε ακούειν |
20ye that are distressed; we cannot fight, but we are ourselves too weak for you to be gathered. | στενοχωρούμενοι ου δυνάμεθα μάχεσθαι αυτοί δε ασθενούμεν του υμάς συναχθήναι |
21The Lord shall rise up as a mountain of ungodly men, and shall be in the valley of Gabaon; he shall perform his works with wrath, even a work of bitterness, and his wrath shall deal strangely, and his destruction shall be strange. | ώσπερ όρος ασεβών αναστήσεται κύριος και έσται εν τη φάραγγι Γαβαών μετά θυμού ποιήσει τα έργα αυτού πικρίας έργον ο δε θυμός αυτού αλλοτρίως χρήσεται και η σαπρία αυτού αλλοτρία |
22Therefore do not ye rejoice, neither let your bands be made strong; for I have heard of works finished and cut short by the Lord of hosts, which he will execute upon all the earth. | και υμείς μη ευφρανθείητε μηδέ ισχυσάτωσαν υμίν οι δεσμοί διότι συντετελεσμένα και συντετμημένα πράγματα ήκουσα παρά κυρίου σαβαώθ α ποιήσει επί πάσαν την γην |
23Hearken, and hear my voice; attend, and hear my words. | ενωτίζεσθε και ακούετε της φωνής μου προσέχετε και ακούετε των λόγων μου |
24Will the ploughman plough all the day? or will he prepare the seed beforehand, before he tills the ground? | μη όλην την ημέραν μέλλει ο αροτριών αροτριάν η σπόρον προετοιμάσει πριν εργάσασθαι την γην |
25Does he not, when he has levelled the surface thereof, then sow the small black poppy, or cumin, and afterward sow wheat, and barley, and millet, and bread-corn in thy borders? | ουχ όταν ομαλίση το πρόσωπον αυτής τότε σπείρει μικρόν μελάνθιον η κύμινον και πάλιν σπείρει πυρόν και κριθήν και ζέαν εν τοις ορίοις σου |
26So thou shalt be chastened by the judgment of thy God, and shalt rejoice. | και παιδευθήση κρίματι θεού σου και ευφρανθήση |
27For the black poppy is not cleansed with harsh treatment, nor will a wagon-wheel pass over the cumin; but the black poppy is threshed with a rod, and the cumin shall be eaten with bread; | ου γαρ μετά σκληρότητος καθαιρείται το μελάνθιον ουδέ τροχός αμάξης περιάξει επί το κύμινον αλλά ράβδω εκτινάσσεται το μελάνθιον |
28for I will not be wroth with you for ever, neither shall the voice of my anger crush you. | το δε κύμινον μετά άρτου βρωθήσεται ου γαρ εις τον αιώνα εγώ οργισθήσομαι υμίν ουδέ φωνή της πικρίας μου καταπατήσει υμάς |
29And these signs came forth from the Lord of hosts. Take counsel, exalt vain comfort. | και ταύτα παρά κυρίου σαβαώθ εξήλθε τα τέρατα βουλεύσασθε υψώσατε ματαίαν παράκλησιν |
Chapter 29
[edit]1 Alas for the city of Ariel, which David besieged. Gather ye fruits year by year; eat ye, for ye shall eat with Moab. | ουαί πόλις Αριήλ ην Δαυίδ επολέμησε συναγάγετε γεννήματα ενιαυτόν επί ενιαυτόν φάγεσθε γαρ συν Μωάβ |
2For I will grievously afflict Ariel: and her strength and her wealth shall be mine. | εκθλίψω γαρ Αριήλ και έσται αυτής η ισχύς και ο πλούτος εμοί |
3And I will compass thee about like David, and will raise a mound about thee, and set up towers round thee. | και κυκλώσω ως Δαυίδ επί σε και βαλώ περί σε χάρακα και οικοδομήσω και θήσω περί σε πύργους |
4And thy words shall be brought down to the earth, and thy words shall sink down to the earth, and thy voice shall be as they that speak out of the earth, and thy voice shall be lowered to the ground. | και ταπεινωθήσονται οι λόγοι σου εις την γην και εις την γην οι λόγοι σου δύσονται και έσται ως οι φωνούντες εκ της γης η φωνή σου και προς το έδαφος η φωνή σου ασθενήσει |
5But the wealth of the ungodly shall be as dust from a wheel, and the multitude of them that oppress thee as flying chaff, and it shall be suddenly as a moment, | και έσται ως κονιορτός από τροχού ο πλούτος των ασεβών και ως χνους φερόμενος το πλήθος των θλιψάντων σε και έσται ως στιγμή παραχρήμα |
6from the Lord of Hosts: for there shall be a visitation with thunder, and earthquake, and a loud noise, a rushing tempest, and devouring flame of fire. | παρά κυρίου σαβαώθ επισκοπή γαρ έσται μετά βροντής και σεισμού και φωνής μεγάλης καταιγίς φερομένη και φλοξ πυρός κατεσθίουσα |
7And the wealth of all the nations together, as many as have fought against Ariel, and all they that war against Jerusalem, and all who are gathered against her, and they that distress her, shall be as one that dreams in sleep by night. | και έσται ως ενυπνιαζόμενος εν ύπνω ο πλούτος πάντων των εθνών όσοι επεστράτευσαν επί Αριήλ και πάντες οι στρατευόμενοι επί Ιερουσαλήμ και πάντες οι συνηγμένοι επ΄ αυτήν και οι θλίβοντες αυτήν |
8And as men drink and eat in sleep, and when they have arisen, the dream is vain: and as a thirsty man dreams as if he drank, and having arisen is still thirsty, and his soul has desired in vain: so shall be the wealth of all the nations, as many as have fought against the mount Sion. | και έσονται ως οι εν ύπνω πίνοντες και έσθοντες και εξαναστάντων μάταιον αυτων το ενύπνιον και ον τρόπον ενυπνιάζεται ο διψών και πίνων και εξαναστάς έτι διψά η δε ψυχή αυτού εις κενόν ήλπισεν ούτως έσται ο πλούτος πάντων των εθνών όσοι επεστράτευσαν επί το όρος Σιών |
9Faint ye, and be amazed, and be overpowered, not with strong drink nor with wine. | εκλύθητε έκστητε και κραιπαλήσατε ουκ από σίκερα ουδέ από οίνου |
10For the Lord has made you to drink a spirit of deep sleep; and he shall close their eyes, and the eyes of their prophets and of their rulers, who see secret things. | ότι πεπότικεν υμάς κύριος πνεύματι κατανύξεως και καμμύσει τους οφθαλμούς αυτών και των προφητών αυτών και των αρχόντων οι ορώντες τα κρυπτά |
11And all these things shall be to you as the words of this sealed book, which if they shall give to a learned man, saying, Read this, he shall then say, I cannot read it, for it is sealed. | και έσονται υμίν πάντα τα ρήματα ταύτα ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου τούτου ω εάν δώσιν αυτό ανθρώπω επισταμένω γράμματα λέγοντες ανάγνωθι ταύτα και ερεί ου δύναμαι αναγνώναι εσφράγισται γαρ |
12And this book shall be given into the hands of a man that is unlearned, and one shall say to him, Read this; and he shall say, I am not learned. | και δοθήσεται το βιβλίον τούτο εις χείρας ανθρώπου μη επισταμένου γράμματα και ερεί αυτώ ανάγνωθι τούτο και ερεί ουκ επίσταμαι γράμματα |
13And the Lord has said, This people draw nigh to me with their mouth, and they honour me with their lips, but their heart is far from me: but in vain do they worship me, teaching the commandments and doctrines of men. | και είπε κύριος εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτού και εν τοις χείλεσιν αυτών τιμώσί με η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ΄ εμού μάτην δε σέβονταί με διδάσκοντες εντάλματα ανθρώπων και διδασκαλίας |
14Therefore behold I will proceed to remove this people, and I will remove them: and I will destroy the wisdom of the wise, and will hide the understanding of the prudent. | διά τούτο ιδού εγώ προσθήσω του μεταθείναι τον λαόν τούτον και μεταθήσω αυτούς και απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών κρύψω |
15Woe to them that deepen their counsel, and not by the Lord. Woe to them that take secret counsel, and whose works are in darkness, and they say, Who has seen us? and who shall know us, or what we do? | ουαί οι βαθέως βουλήν ποιούντες και ου διά κυρίου ουαί οι εν κρυφή βουλήν ποιούντες και έσται εν σκότει τα έργα αυτών και ερούσι τις εώρακεν ημάς και τις ημάς γνώσεται η α ημείς ποιούμεν |
16Shall ye not be counted as clay of the potter? Shall the thing formed say to him that formed it, Thou didst not form me? or the work to the maker, Thou hast not made me wisely? | ουχ ως πηλός του κεραμέως λογισθήσεσθε μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι ου συ με έπλασας η το ποίημα τω ποιήσαντι ου συνετώς με εποίησας |
17Is it not yet a little while, and Libanus shall be changed as the mountains of Chermel, and Chermel shall be reckoned as a forest? | ουκέτι μικρόν και μετατεθήσεται ο Λίβανος ως το όρος το Χερμέλ και το όρος Χερμέλ εις δρυμόν λογισθήσεται |
18And in that day the deaf shall hear the words of the book, and they that are in darkness, and they that are in mist: the eyes of the blind shall see, | και ακούσονται εν τη ημέρα εκείνη κωφοί λόγους βιβλίου και οι εν τω σκότει και οι εν τη ομίχλη οφθαλμοί τυφλών όψονται |
19and the poor shall rejoice with joy because of the Lord, and they that had no hope among men shall be filled with joy. | και αγαλλιάσονται πτωχοί διά κύριον εν ευφροσύνη και οι απηλπισμέννοι των ανθρώπων εμπλησθήσονται ευφροσύνης |
20The lawless man has come to nought, and the proud man has perished, and they that transgress mischievously have been utterly destroyed: | εξέλιπεν άνομος και απώλετο υπερήφανος και εξωλοθρεύθησαν οι ανομούντες επί κακία |
21and they that cause men to sin by a word: and men shall make all that reprove in the gates an offence, because they have unjustly turned aside the righteous. | και οι ποιούντες αμαρτείν ανθρώπους εν λόγω πάντας δε τους ελέγχοντας εν πύλαις πρόσκομμα θήσουσιν ότι επλαγίασαν επ΄ αδίκοις δίκαιον |
22Therefore thus saith the Lord concerning the house of Jacob, whom he set apart from Abraam, Jacob shall not now be ashamed, neither shall he now change countenance. | διά τούτο τάδε λέγει κύριος επί τον οίκον Ιακώβ ον αφώρισεν εξ Αβραάμ ου νυν αισχυνθήσεται Ιακώβ ουδέ νυν το πρόσωπον μεταβαλεί Ισραήλ |
23But when their children shall have seen my works, they shall sanctify my name for my sake, and they sanctify the Holy One of Jacob, and shall fear the God of Israel. | αλλ΄ όταν ίδωσι τα τέκνα αυτών τα έργα μου δι΄ εμέ αγιάσουσι το όνομά μου και αγιάσουσι τον άγιον Ιακώβ και τον θεόν του Ισραήλ φοβηθήσονται |
24And they that erred in spirit shall know understanding, and the murmurers shall learn obedience, and the stammering tongues shall learn to speak peace. | και γνώσονται οι πλανώμενοι τω πνεύματι σύνεσιν οι δε γογγύζοντες μαθήσονται υπακούειν και αι γλώσσαι αι ψελλίζουσαι μαθήσονται λαλείν ειρήνην |
Chapter 30
[edit]1Woe to the apostate children, saith the Lord: ye have framed counsel, not by me, and covenants not by my Spirit, to add sins to sins: | ουαί τέκνα αποστάται τάδε λέγει κύριος εποιήσατε βουλήν ου δι΄ εμού και συνθήκας ου διά του πνεύματός μου προσθείναι αμαρτίας εφ΄ αμαρτίας |
2even they that proceed to go down into Egypt, but they have not enquired of me, that they might be helped by Pharao, and protected by the Egyptians. | οι πορευόμενοι καταβήναι εις Αίγυπτον εμέ δε ουκ επηρώτησαν του βοηθηθήναι υπό Φαραώ και σκεπασθήναι υπό Αιγυπτίων |
3For the protection of Pharaoh shall be to you a disgrace, and there shall be a reproach to them that trust in Egypt. | έσται γαρ υμίν η σκέπη Φαραώ εις αισχύνην και τοις πεποιθόσιν επ΄ Αίγυπτον όνειδος |
4For there are princes in Tanes, evil messengers. | ότι εισίν εν Τάνει αρχηγοί άγγελοι πονηροί |
5In vain shall they labour in seeking to a people, which shall not profit them for help, but shall be for a shame and reproach. | μάτην κοπιάσουσι προς λαόν ος ουκ ωφελήσει αυτούς ούτε εις βοήθειαν ούτε εις ωφέλειαν αλλά εις αισχύνην και όνειδος |
6THE VISION OF THE QUADRUPEDS IN THE DESERT. In affliction and distress, where are the lion and lion's whelp, thence come also asps, and the young of flying asps, there shall they be who bore their wealth on asses and camels to a nation which shall not profit them. | η όρασις των τετραπόδων των εν τη ερήμω εν τη θλίψει και τη στενοχωρία λέων και σκύμνος λέοντος εκείθεν και ασπίδες και έκγονα ασπίδων πετομένων οι έφερον επί όνων και καμήλων τον πλούτον αυτών προς έθνος ο ουκ ωφελήσει αυτούς εις βοήθειαν αλλά εις αισχύνην και όνειδος |
7The Egyptians shall help you utterly in vain: tell them, This your consolation is vain. | Αιγύπτιοι μάταια και κενά ωφελήσουσιν υμάς απάγγελον αυτοίς ότι μάταια η παράκλησις υμών αύτη |
8Now then sit down and write these words on a tablet, and in a book; for these things shall be for many long days, and even for ever. | νυν ουν καθίσας γράψον επί πυξίου ταύτα και εις βιβλίον ότι έσται εις καιρων ημέρας ταύτα και έως εις τον αιώνα |
9For the people is disobedient, false children, who would not hear the law of God: | ότι λαός απειθής εστιν υιοί ψευδείς οι ουκ ηβούλοντο ακούειν τον νόμον του θεού |
10who say to the prophets, Report not to us; and to them that see visions, Speak them not to us, but speak and report to us another error; | οι λέγοντες τοις προφήταις μη αναγγέλλετε ημίν και τοις τα οράματα ορώσι μη λαλείτε ημίν αλλά ημίν λαλείτε και αναγγέλλετε ημίν ετέραν πλάνησιν |
11and turn us aside from this way; remove from us this path, and remove from us the oracle of Israel. | και αποστρέψατε ημάς από της οδού ταύτης αφέλετε αφ΄ ημών τον τρίβον τούτον και αφέλετε αφ΄ ημών το λόγιον του Ισραήλ |
12Therefore thus saith the Holy One of Israel, Because ye have refused to obey these words, and have trusted in falsehood; and because thou hast murmured, and been confident in this respect: | διά τούτο τάδε λέγει κύριος ο άγιος του Ισραήλ ότι ηπειθήσατε τοις λόγοις τούτοις και ηλπίσατε επί ψεύδει και ότι εγόγγυσας και πεποιθώς εγένου επί τω λόγω τούτω |
13therefore shall this sin be to you as a wall suddenly falling when a strong city has been taken, of which the fall is very near at hand. | διά τούτο έσται υμίν η αμαρτία αύτη ως τείχος πίπτον παραχρήμα πόλεως οχυράς εαλωκυίας ης παραχρήμα πάρεστι το πτώμα |
14And the fall thereof shall be as the breaking of an earthen vessel, as small fragments of a pitcher, so that thou shouldest not find among them a sherd, with which thou mightest take up fire, and with which thou shouldest draw a little water. | και το πτώμα αυτής έσται ως σύντριμμα αγγείου οστρακίνου εκ κεραμίου λεπτού ώστε μη ευρείν εν αυτοίς όστρακον εν ω πυρ αρείς και εν ω αποσυριείς ύδωρ μικρόν |
15Thus saith the Lord, the Holy Lord of Israel; When thou shalt turn and mourn, then thou shalt be saved; and thou shalt know where thou wast, when thou didst trust in vanities: then your strength became vain, yet ye would not hearken: | ούτω λέγει κύριος κύριος ο άγιος του Ισραήλ όταν αποστραφείς στενάξης τότε σωθήση και γνώσεις που ήσθα ότε επεποίθεις επί τοις ματαίοις ματαία η ισχύς υμών εγενήθη και ουκ ηβούλεσθε ακούειν |
16but ye said, We will flee upon horses; therefore shall ye flee: and, We will be aided by swift riders; therefore shall they that pursue you be swift. | αλλ΄ είπατε εφ΄ ίππων φευξόμεθα διά τούτο φεύξεσθε και είπατε επί κούφοις αναβάταις εσομεθα διά τούτο κούφοι έσονται οι διώκοντες υμάς |
17A thousand shall flee because of the voice of one, and many shall flee on account of the voice of five; until ye be left as a signal-post upon a mountain, and as one bearing an ensign upon a hill. | διά φωνήν ενός φεύξονται χίλιοι και διά φωνήν πέντε φεύξονται πολλοί έως αν καταλειφθήτε ως ιστός επ΄ όρους και ως σημαίαν φέρων επί βουνού |
18And the Lord will again wait, that he may pity you, and will therefore be exalted that he may have mercy upon you: because the Lord your God is a judge: blessed are they that stay themselves upon him. | και πάλιν μένει ο θεός του οικτειρήσαι υμάς και διά τούτο υψωθήσεται του ελεήσαι υμάς διότι κριτής κύριος ο θεός υμών εστι μακάριοι πάντες οι εμμένοντες εν αυτώ |
19For the holy people shall dwell in Sion: and whereas Jerusalem has wept bitterly, saying, Pity me; he shall pity thee: when he perceived the voice of thy cry, he hearkened to thee. | διότι λαός άγιος εν Σιών οικήσει και Ιερουσαλήμ κλαυθμώ έκλαυσεν ελέησόν με ελεήσει σε την φωνήν της κραυγής σου ηνίκα είδεν επήκουσέ σε |
20And though the Lord shall give you the bread of affliction and scant water, yet they that cause thee to err shall no more at all draw nigh to thee; for thine eyes shall see those that cause thee to err, | δώσει κύριος υμίν άρτον θλίψεως και ύδωρ στενόν και ουκ μη εγγίσωσί σοι οι πλανώντές σε ότι οι οφθαλμοί σου όψονται τους πλανώντάς σε |
21and thine ears shall hear the words of them that went after thee to lead thee astray, who say, This is the way, let us walk in it, whether to the right or to the left. | και τα ωτά σου ακούσονται τους λόγους των οπίσω σε πλανησάντων οι λέγοντες αύτη η οδός πορευθώμεν εν αυτή είτε δεξιά είτε αριστερά |
22And thou shalt pollute the plated idols, and thou shalt grind to powder the gilt ones, and shalt scatter them as the water of a removed woman, and thou shalt thrust them forth as dung. | και εξαρείς τα είδωλα τα περιηργυρωμένα και περικεχρυσωμένα λεπτά ποιήσεις και λικμήσεις ως ύδωρ αποκαθημένης και ως κόπρον ώσεις αυτά |
23Then shall there be rain to the seed of thy land; and the bread of the fruit of thy land shall be plenteous and rich: and thy cattle shall feed in that day in a fertile and spacious place. | τότε έσται ο υετός τω σπέρματι της γης σου και ο άρτος του γεννήματός της γης σου έσται πλησμονή και λιπαρός και βοσκηθήσονταί σου τα κτήνη εν τη ημέρα εκείνη τόπον πίονα και ευρύχωρον |
24Your bulls and your oxen that till the ground, shall eat chaff mixed with winnowed barley. | οι ταύροι υμών και οι βόες οι εργαζόμενοι την γην φάγονται άχυρα αναπεποιημένα εκ κριθή λελικμημένη |
25And there shall be upon every lofty mountain and upon every high hill, water running in that day, when many shall perish, and when the towers shall fall. | και έσται επί παντός όρους υψηλού και επί παντός βουνού μετεώρου ύδωρ διαπορευόμενον εν τη ημέρα εκείνη όταν απόλωνται πολλοί και όταν πέσωσι πύργοι |
26And the light of the moon shall be as the light of the sun, and the light of the sun shall be sevenfold in the day when the Lord shall heal the breach of his people, and shall heal the pain of thy wound. | και έσται το φως της σελήνης ως το φως του ηλίου και το φως του ηλίου έσται επταπλάσιον εν τη ημέρα όταν ιάσηται κύριος το σύντριμμα του λαού αυτού και την οδύνην της πληγής σου ιάσεται |
27Behold, the name of the Lord comes after a long time, burning wrath: the word of his lips is with glory, a word full of anger, and the anger of his wrath shall devour as fire. | ιδού το όνομα κυρίου έρχεται διά χρόνου πολλού καιόμενος θυμός μετά δόξης το λόγιον των χειλέων αυτού λόγιον οργής πλήρες και η οργή του θυμού αυτού ως πυρ έδεται |
28And his breath, as rushing water in a valley, shall reach as far as the neck, and be divided, to confound the nations for their vain error: error also shall pursue them, and overtake them. | και το πνεύμα αυτού ως ύδωρ εν φάραγγι σύρον ήξει έως του τραχήλου και διαιρεθήσεται ταράξει έθνη επί πλανήσει ματαία και διώξεται αυτούς πλάνησις και λήψεται αυτούς κατά πρόσωπον αυτών |
29Must ye always rejoice, and go into my holy places continually, as they that keep a feast? and must ye go with a pipe, as those that rejoice, into the mountain of the Lord, to the God of Israel? | μη διαπαντός δει υμάς ευφραίνεσθαι και εισπορεύεσθαι εις τα άγιά μου διαπαντός ωσεί εορτάζοντας και ωσεί ευφραινομένους εισελθείν μετά αυλού εις το όρος κυρίου προς τον θεόν του Ισραήλ |
30And the Lord shall make his glorious voice to be heard, and the wrath of his arm, to make a display with wrath and anger and devouring flame: he shall lighten terribly, and his wrath shall be as water and violent hail. | και ακουστήν ποιήσει κύριος την δόξαν της φωνής αυτού και τον θυμόν του βραχίονος αυτού δείξει μετά θυμού και οργής και φλογός κατεσθιούσης κεραυνώσει βιαίως και ως ύδωρ και χάλαζα συγκαταφερομένη βία |
31For by the voice of the Lord the Assyrians shall be overcome, even by the stroke wherewith he shall smite them. | διά γαρ της φωνής κυρίου ηττηθήσονται Ασσύριοι τη πληγή η αν πατάξη αυτούς |
32And it shall happen to him from every side, that they from whom their hope of assistance was, in which he trusted, themselves shall war against him in turn with drums and with harp. | και έσται αυτώ κυκλόθεν όθεν ην αυτώ η ελπίς της βοηθείας εφ΄ ην αυτός επεποίθει αυτοί μετά τυμπάνων και κιθάρας πολεμήσουσιν αυτόν εκ μεταβολής |
33For thou shalt be required before thy time: has it been prepared for thee also to reign? nay, God has prepared for thee a deep trench, wood piled, fire and much wood: the wrath of the Lord shall be as a trench kindled with sulphur. | συ γαρ προ ημερών απαιτηθήση μη και σοι ητοιμάσθη βασιλεύειν φάραγγα βαθείαν ξύλα κείμενα πυρ και ξύλα πολλά ο θυμός κυρίου ως φάραγξ υπό θείου καιομένη |
Chapter 31
[edit]1Woe to them that go down to Egypt for help, who trust in horses and chariots, for they are many; and in horses, which are a great multitude; and have not trusted in the Holy One of Israel, and have not sought the Lord. | ουαί οι καταβαίνοντες εις Αίγυπτον επί βοήθειαν οι εφ΄ ίπποις πεποιθότες και εφ΄ άρμασιν έστι γαρ πολλά και εφ΄ ίπποις πλήθος σφόδρα και ουκ ήκουσαν πεποιθότες επί τον άγιον του Ισραήλ και τον θεόν ουκ εζήτησαν |
2Therefore he has wisely brought evils upon them, and his word shall not be frustrated; and he shall rise up against the houses of wicked men, and against their vain hope, | και αυτός σοφώς ήγεν επ΄ αυτούς κακά και ο λόγος αυτού ου αθετηθή και επαναστήσεται επ΄ οίκους ανθρώπων πονηρών και επί την ελπίδα αυτών την ματαίαν |
3even an Egyptian, a man, and not God; the flesh of horses, and there is no help in them: but the Lord shall bring his hand upon them, and the helpers shall fail, and all shall perish together. | Αιγύπτιος άνθρωπος και ου θεός ίπποι αυτών σάρκας και ου βοήθεια ο δε κύριος επάξει την χείρα αυτού επ΄ αυτούς και κοπιάσουσιν οι βοηθούντες και άμα πάντες απολούνται |
4For thus said the Lord to me, As a lion would roar, or a lion's whelp over prey which he has taken, and cry over it, until the mountains are filled with his voice, and the animals are awe-struck and tremble at the fierceness of his wrath: so the Lord of hosts shall descend to fight upon the mount Sion, even upon her mountains. | ότι ούτως είπέ μοι κύριος ον τρόπον όταν βοήση ο λέων η ο σκύμνος επί τη θήρα η έλαβε και κεκράξη επ΄ αυτή έως αν εμπλησθή τα όρη της φωνής αυτού και ηττήθησαν και το πλήθος του θυμού επτοήθησαν ούτως καταβήσεται κύριος σαβαώθ επιστρατεύσαι επί το όρος Σιών επί τα όρη αυτής |
5As birds flying, so shall the Lord of hosts defend; he shall defend Jerusalem, and he shall rescue, and save and deliver. | ως όρνεα πετόμενα ούτως υπερασπιεί κύριος σαβαώθ υπέρ Ιερουσαλήμ και εξελείται και περιποιήσεται και σώσει |
6Turn, ye children of Israel, who devise a deep and sinful counsel. | επιστράφητε οι την βαθείαν βουλήν βουλευόμενοι και άνομον υιοί Ισραήλ |
7For in that day men shall renounce their silver idols and their golden idols, which their hands made. | ότι τη ημέρα εκείνη απαρνήσονται οι άνθρωποι τα χειροποίητα τα αργυρά και τα χρυσά α εποίησαν αι χείρες αυτών |
8And the Assyrian shall fall: not the sword of a great man, nor the sword of a mean man shall devour him; neither shall he flee from the face of the sword: but the young men shall be overthrown: | και πεσείται Ασσούρ ου μάχαιρα ανδρός ουδέ μάχαιρα ανθρώπου καταφάγεται αυτόν και φεύξεται ουκ από προσώπου μαχαίρας οι δε νεανίσκοι έσονται ήττημα |
9for they shall be compassed with rocks as with a trench, and shall be worsted; and he that flees shall be taken. Thus saith the Lord, Blesses is he that has a seed in Sion, and household friends in Jerusalem. | πέτρα γαρ περιληφθήσονται ως χάρακι και ηττηθήσονται ο δε φεύγων αλώσεται τάδε λέγει κύριος μακάριος ος έχει εν Σιών σπέρμα και οικείους εν Ιερουσαλήμ |
Chapter 32
[edit]1For, behold, a righteous king shall reign, and princes shall govern with judgment. | ιδού γαρ βασιλεύς δίκαιος βασιλεύσει και άρχοντες μετά κρίσεως άρξουσι |
2And a man shall hide his words, and be hidden, as from rushing water, and shall appear in Sion as a rushing river, glorious in a thirsty land. | και έσται ο άνθρωπος κρύπτων τους λόγους αυτού και κρυβήσεται ως αφ΄ ύδατος φερομένου και φανήσεται εν Σιών ως ποταμός φερόμενος ένδοξος εν γη διψώση |
3And they shall no more trust in men, but they shall incline their ears to hear. | και ουκέτι έσονται πεποιθότες επ΄ ανθρώποις αλλά τα ώτα δώσουσι ακούειν |
4And the heart of the weak ones shall attend to hear, and the stammering tongues shall soon learn to speak peace. | και η καρδία των ασθενούντων προσέξει του ακούειν και αι γλώσσαι ψελλίζουσαι ταχύ μαθήσονται λαλείν ειρήνην |
5And they shall no more at all tell a fool to rule, and thy servants shall no more at all say, Be silent. | και ουκέτι μη είπωσι τω μωρώ άρχειν και ουκέτι μη είπωσιν οι υπηρέται σου σίγα |
6For the fool shall speak foolish words, and his heart shall meditate vanities, and to perform lawless deeds and to speak error against the Lord, to scatter hungry souls, and he will cause the thirsty souls to be empty. | ο γαρ μωρός μωρά λαλήσει και η καρδία αυτού μάταια νοήσει του συντελείν άνομα και λαλείν προς κύριον πλάνησιν του διασπείραι ψυχάς πεινώσας και τας ψυχάς τας διψώσας κενάς ποιήσαι |
7For the counsel of the wicked will devise iniquity, to destroy the poor with unjust words, and ruin the cause of the poor in judgment. | η γαρ βουλή των πονηρών άνομα βουλεύσεται καταφθείραι ταπεινούς εν λόγοις αδίκοις και διασκεδάσαι λόγους ταπεινών εν κρίσει |
8But the godly have devised wise measures, and this counsel shall stand. | οι δε ευσεβείς συνετά εβουλεύσαντο και αύτη η βουλή μένει |
9Rise up, ye rich women, and hear my voice; ye confident daughters, hearken to my words. | γυναίκες πλούσιαι ανάστητε και ακούσατε της φωνής μου θυγατέρες εν ελπίδι εισακούσατε λόγους μου |
10Remember for a full year in pain, yet with hope: the vintage has been cut off; it has ceased, it shall by no means come again. | ημέρας ενιαυτού μνείαν ποιήσασθε εν οδύνη μετ΄ ελπίδος ανήλωται ο τρυγητός πέπαυται ο σπόρος και ουκέτι μη έλθη |
11Be amazed, be pained, ye confident ones: strip you, bare yourselves, gird your loins; | έκστητε λυπήθητε αι πεποιθύιαι εκδύσασθε γυμναί γενέσθε περιζώσασθε τας οσφύας |
12and beat your breasts, because of the pleasant field, and the fruit of the vine. | και επί των μαστών κόπτεσθε από αγρού επιθυμήματος και αμπέλου γεννήματος |
13As for the land of my people, the thorn and grass shall come upon it, and joy shall be removed from every house. | η γη του λαού μου άκανθα και χόρτος αναβήσεται και εκ πάσης οικίας ευφροσύνη αρθήσεται |
14As for the rich city, the houses are deserted; they shall abandon the wealth of the city, and the pleasant houses: and the villages shall be caves for ever, the joy of wild asses, shepherds' pastures; | οίκοι εγκαταλελειμμένοι πλούτον πόλεως αφήσουσιν και οίκους επιθυμητούς και έσονται αι κώμαι σπήλαια έως του αιώνος ευφροσύνη όνων αγρίων βοσκήματα ποιμένων |
15until the Spirit shall come upon you from on high, and Chermel shall be desert, and Chermel shall be counted for a forest. | έως αν έλθη εφ΄ υμάς πνεύμα αφ΄ υψηλού και έσται έρημος ο χερμέλ και ο χερμέλ εις δρυμόν λογισθήσεται |
16Then judgment shall abide in the wilderness, and righteousness shall dwell in Carmel. | και αναπαύσεται εν τη ερήμω κρίμα και δικαιοσύνη εν τω Καρμήλω κατοικήσει |
17And the works of righteousness shall be peace; and righteousness shall ensure rest, and the righteous shall be confident for ever. | και έσται τα έργα της δικαιοσύνης ειρήνη και κρατήσει η δικαιοσύνη ανάπαυσιν και πεποιθότες έσονται έως του αιώνος |
18And his people shall inhabit a city of peace, and dwell in it in confidence, and they shall rest with wealth. | και κατοικήσει ο λαός αυτού εν πόλει ειρήνης και ενοικήσει πεποιθώς και αναπαύσονται μετά πλούτου |
19And if the hail should come down, it shall not come upon you; and they that dwell in the forests shall be in confidence, as those in the plain country. | η δε χάλαζα εαν καταβή ουκ εφ΄ υμάς ήξει και έσονται οι ενοικούντες εν τοις δρυμοίς πεποιθότες ως οι εν τω πεδινή |
20Blessed are they that sow by every water, where the ox and ass tread. | μακάριοι οι σπείροντες επί παν ύδωρ ου βους και όνος πατεί |
Chapter 33
[edit]1Woe to them that afflict you; but no one makes you miserable: and he that deals perfidiously with you does not deal perfidiously: they that deal perfidiously shall be taken and given up, and as a moth on a garment, so shall they be spoiled. | ουαί τοις ταλαιπωρούσιν υμάς δε ουδείς ποιεί ταλαιπώρους και ο αθετών υμάς ουκ αθετεί αλώσονται οι αθετούντες και παραδοθήσονται και ως σης επί ιματίου ούτως ηττηθήσονται |
2Lord, have mercy upon us; for we have trusted in thee: the seed of the rebellious is gone to destruction, but our deliverance was in a time of affliction. | κύριε ελέησον ημάς επί σοι γαρ πεποίθαμεν εγενήθη το σπέρμα των απειθούντων εις απώλειαν η δε σωτηρία ημών εν καιρώ θλίψεως |
3By reason of the terrible sound the nations were dismayed for fear of thee, and the heathen were scattered. | διά φωνήν του φόβου σου εξέστησαν λαοί από του φόβου σου και διεσπάρησαν τα έθνη |
4And now shall the spoils of your small and great be gathered: as if one should gather locusts, so shall they mock you. | νυν δε συναχθήσεται τα σκύλα υμών μικρού και μεγάλου ον τρόπον εάν τις συναγάγη ακρίδας ούτως εμπαίξουσιν υμίν |
5The God who dwells on high is holy: Sion is filled with judgment and righteousness. | άγιος ο θεός ο κατοικών εν ουρανοίς ενεπλήσθη Σιών κρίσεως και δικαιοσύνης |
6They shall be delivered up to the law: our salvation is our treasure: there are wisdom and knowledge and piety toward the Lord; these are the treasures of righteousness. | εν νόμω παραδοθήσονται εν θησαυροίς η σωτηρία ημών εκεί σοφία και επιστήμη και ευσέβεια προς τον κύριον ούτοι εισι θησαυροί δικαιοσύνης |
7Behold now, these shall be terrified with fear of you: those whom ye feared shall cry out because of you: messengers shall be sent, bitterly weeping, entreating for peace. | ιδού δη εν τω φόβω υμών ούτοι φοβηθήσονται ους εφοβείσθε βοήσονται αφ΄ υμών άγγελοι γαρ αποσταλήσονται παρακαλούντες ειρήνην πικρώς κλαίοντες |
8For the ways of these shall be made desolate: the terror of the nations has been made to cease, and the covenant with these is taken away, and ye shall by no means deem them men. | ερημωθήσονται γαρ αι τούτων οδοί πέπαυται ο φόβος των εθνών και η διαθήκη αίρεται και ου λογίσησθε αυτούς ανθρώπους |
9The land mourns; Libanus is ashamed: Saron is become marshes; Galilee shall be laid bare, and Chermel. | επένθησεν η γη ησχύνθη ο Λίβανος έλη εγένετο ο Σαρών φανερά έσται η Γαλιλαία και ο Κάρμελος |
10Now will I arise, saith the Lord, now will I be glorified; now will I be exalted. | νυν αναστήσομαι λέγει κύριος νυν δοξασθήσομαι νυν υψωθήσομαι |
11Now shall ye see, now shall ye perceive; the strength of your breath, shall be vain; fire shall devour you. | νυν όψεσθε νυν αισθηθήσεσθε ματαία έσται η ισχύς του πνεύματος υμών πυρ κατεδέται υμάς |
12And the nations shall be burnt up; as a thorn in the field cast out and burnt up. | και έσονται έθνη κατακεκαυμένα ως άκανθα εν αγρώ ερριμμένη και κατακεκαυμένη |
13They that are afar off shall hear what I have done; they that draw nigh shall know my strength. | ακούσονται οι πόρρωθεν α εποίησα και γνώσονται οι εγγίζοντες την ισχύν μου |
14The sinners in Sion have departed; trembling shall seize the ungodly. Who will tell you that a fire is kindled? Who will tell you of the eternal place? | απέστησαν οι εν Σιών άνομοι λήψεται τρόμος τους ασεβείς τις αναγγελεί υμίν ότι πυρ καίεται τις αναγγελεί υμίν τον τόπον τον αιώνιον |
15He that walks in righteousness, speaking rightly, hating transgression and iniquity, and shaking his hands from gifts, stopping his ears that he should not hear the judgment of blood, shutting his eyes that he should not see injustice. | πορευόμενος εν δικαιοσύνη λαλών ευθείαν οδόν μισών ανομίαν και αδικίαν και τας χείρας αποσειόμενος από δώρων βαρύνων τα ώτα ίνα μη ακούση κρίσιν αίματος καμμύων τους οφθαλμούς ίνα μη ίδη αδικίαν |
16he shall dwell in a high cave of a strong rock: bread shall be given him, and his water shall be sure. | ούτος οικήσει εν υψηλώ σπηλαίω πέτρας ισχυράς άρτος αυτώ δοθήσεται και το ύδωρ αυτού πιστόν |
17Ye shall see a king with glory: your eyes shall behold a land from afar. | βασιλέα μετά δόξης όψεσθε και οι οφθαλμοί υμών όψονται γην πόρρωθεν |
18Your soul shall meditate terror. Where are the scribes? where are the counsellors, where is he that numbers them that are growing up, | η ψυχή υμών μελετήσει φόβον που εισίν οι γραμματικοί που εισίν οι συμβουλεύοντες που εστίν ο αριθμών τους τρεφομένους |
19even the small and great people? with whom he took not counsel, neither did he understand a people of deep speech, so that a despised people should not hear, and there is no understanding to him that hears. | μικρόν και μέγαν λαόν ω ου συνεβουλεύσατο ουδέ ήδει βαθύφωνον ώστε μη ακούσαι λαός πεφαυλισμένος και ουκ έστι τω ακούοντι σύνεσις |
20Behold the city of Sion, our refuge: thine eyes shall behold Jerusalem, a rich city, tabernacles which shall not be shaken, neither shall the pins of her tabernacle be moved for ever, neither shall her cords be at all broken: | ιδού Σιών η πόλις το σωτήριον ημών οι οφθαλμοί σου όψονται Ιερουσαλήμ πόλις πλουσία σκηναί αι ου σεισθώσιν ουδέ κινηθώσιν οι πάσσαλοι της σκηνής αυτής εις τον αιώνα χρόνον ουδέ τα σχοινία αυτής ου διαρραγώσιν |
21for the name of the Lord is great to you: ye shall have a place, even rivers and wide and spacious channels: thou shalt not go this way, neither a vessel with oars go thereby. | ότι το όνομα κυρίου μέγα υμίν έσται ποταμοί και διώρυγες πλατείς και ευρύχωροι ου πορεύση ταύτην την οδόν ουδέ πορεύσεται πλοίον ελαύνον |
22For my God is great: the Lord our judge shall not pass me by: the Lord is our prince, the Lord is our king; the Lord, he shall save us. | ο γαρ θεός μου μέγας εστίν ου παρελεύσεταί με κύριος κύριος κριτής ημών κύριος άρχων ημών κύριος βασιλεύς ημών κύριος αυτός ημάς σώσει |
23Thy cords are broken, for they had no strength: thy meat has given way, it shall not spread the sails, it shall not bear a signal, until it be given up for plunder; therefore shall many lame men take spoil. | ερράγησαν τα σχοινία σου ότι ουκ ενίσχυσεν ο ιστός σου έκλινεν ου χαλάσει τα ιστία ουκ αρεί σημείον έως ου παραδοθή εις προνομήν τοίνυν πολλοί χωλοί προνομήν ποιήσουσι |
24And the people dwelling among them shall by no means say, I am in pain: for their sin shall be forgiven them. | και ου είπωσι κοπιώ ο λαός ο ενοικών εν αυτή αφέθη γαρ αυτοίς η αμαρτία |
Chapter 34
[edit]1Draw near, ye nations; and hearken, ye princes; let the earth hear, and they that are in it; the world, and the people that are therein. | προσαγάγετε έθνη και ακούσατε άρχοντες ακουσάτω η γη και οι εν αυτή οικούντες η οικουμένη και ο λαός ο εν αυτή |
2For the wrath of the Lord is upon all nations, and his anger upon the number of them, to destroy them, and give them up to slaughter. | διότι ο θυμός κυρίου επί πάντα τα έθνη και οργή επί τον αριθμόν αυτών του απολέσαι αυτούς και παραδούναι αυτούς εις σφαγήν |
3And their slain shall be cast forth, and their corpses; and their ill savour shall come up, and the mountains shall be made wet with their blood. | οι δε τραυματίαι αυτών ριφήσονται και οι νεκροί και αναβήσεται αυτών η οσμή και βραχήσεται το όρη από του αίματος αυτών |
4And all the powers of the heavens shall melt, and the sky shall be rolled up like a scroll: and all the stars shall fall like leaves from a vine, and as leaves fall from a fig-tree. | και τακήσονται πάσαι αι δυνάμεις των ουρανών και ελιγήσεται ο ουρανός ως βιβλίον και πάντα το άστρα πεσείται ως φύλλα εξ αμπέλου και ως πίπτει φύλλα από συκής |
5My sword has been made drunk in heaven: behold, it shall come down upon Idumea, and with judgment upon the people doomed to destruction. | ότι εμεθύσθη η μάχαιρά μου εν τω ουρανώ ιδού επί την Ιδουμαίαν καταβήσεται και επί τον λαόν της απωλείας μετά κρίσεως |
6The sword of the Lord is filled with blood, it is glutted with fat, with the blood of goats and lambs, and with the fat of goats and rams: for the Lord has a sacrifice in Bosor, and a great slaughter in Idumea. | η μάχαιρα του κυρίου ενεπλήσθη αίματος επαχύνθη από στέατος αρνών και από στέατος τράγων και κριών ότι θυσία τω θεώ εν Βοσόρ και σφαγή μεγάλη εν τη Ιδουμαία |
7And the mighty ones shall fall with them, and the rams and the bulls; and the land shall be soaked with blood, and shall be filled with their fat. | και συμπεσούνται οι αδροί μετ΄ αυτών και οι κριοί και οι ταύροι και μεθυσθήσεται η γη από του αίματος και το χώμα αυτών και από του στέατος αυτών εμπλησθήσεται |
8For it is the day of judgment of the Lord, and the year of the recompence of Sion in judgment. | ημέρα γαρ κρίσεως κυρίου και ενιαυτός ανταποδόσεως κρίσεως Σιών |
9And her valleys shall be turned into pitch, and her land into sulphur; and her land shall be as pitch burning night and day; | και στραφήσονται αι φάραγγες αυτής εις πίσσαν και η γη αυτής εις θείον και έσται η γη αυτής εις πίσσαν καιομένην |
10and it shall never be quenched, and her smoke shall go up: it shall be made desolate throughout her generations, | νυκτός και ημέρας και ου σβεσθήσεται εις τον αιώνα χρόνον και αναβήσεται ο καπνός αυτής άνω εις γενεάς αυτής ερημωθήσεται και εις χρόνον πολύν ερημωθήσεται |
11and for a long time birds and hedgehogs, and ibises and ravens shall dwell in it: and the measuring line of desolation shall be cast over it, and satyrs shall dwell in it. | όρνεα και εχίνοι και ίβεις και κόρακες κατοικήσουσιν εν αυτή και επιβληθήσεται επ΄ αυτήν σπαρτίον γεωμετρίας ερήμου και ονοκένταυροι οικήσουσιν εν αυτή |
12Her princes shall be no more; for her kings and her great men shall be destroyed. | οι άρχοντες αυτής ουκ έσονται οι γαρ βασιλείς αυτής και οι μεγιστάνες αυτής έσονται εις απώλειαν |
13And thorns shall spring up in their cities, and in her strong holds: and they shall be habitations of monsters, and a court of ostriches. | και αναφύσει εις τας πόλεις αυτών ακάνθινα ξύλα και εις τα οχυρώματα αυτής και έσονται επαύλεις σειρήνων και αυλή στρουθών |
14And devils shall meet with satyrs, and they shall cry one to the other: there shall satyrs rest, having found for themselves a place of rest. | και συναντήσουσι δαιμόνια ονοκενταύροις και βοήσονται έτερος προς τον έτερον εκεί αναπαύσονται ονοκένταυροι εύρον γαρ αυτοίς ανάπαυσιν |
15There has the hedgehog made its nest, and the earth has safely preserved its young: there have the deer met, and seen one another's faces. | εκεί ενόσσευσεν εχίνος και έσωσεν η γη τα παιδία αυτής μετά ασφαλείας εκεί έλαφοι συνήντησαν και είδον τα πρόσωπα αλλήλων |
16They passed by in full number, and not one of them perished: they sought not one another; for the Lord commanded them, and his Spirit gathered them. | αριθμώ παρήλθον και μία αυτών ουκ απώλετο ετέρα την ετέραν ουκ εζήτησαν ότι ο κύριος αυταίς ενετείλατο και το πνεύμα αυτού συνήγαγεν αυτας |
17And he shall cast lots for them, and his hand has portioned out their pasture, saying, Ye shall inherit the land for ever: they shall rest on it through all generations. | και αυτός επιβαλεί αυτοίς κλήρους και η χειρ αυτού διεμέρισε αυτοίς βόσκεσθαι εις τον αιώνα χρόνον κληρονομήσετε εις γενεάς γενεών αναπαύσονται επ΄ αυτής |
Chapter 35
[edit]1Be glad, thou thirsty desert: let the wilderness exult, and flower as the lily. | ευφράνθητι έρημος διψώσα αγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον |
2And the desert places of Jordan shall blossom and rejoice; the glory of Libanus has been given to it, and the honour of Carmel; and my people shall see the glory of the Lord, and the majesty of God. | και εξανθήσει και αγαλλιάσεται τα έρημα του Ιορδάνου η δόξα του Λιβάνου εδόθη αυτή και η τιμή του Καρμήλου και ο λαός μου όψεται την δόξαν κυρίου και το ύψος του θεού |
3 Be strong, ye relaxed hands and palsied knees. | ισχύσατε χείρες ανειμέναι και γόνατα παραλελυμένα |
4Comfort one another, ye fainthearted; be strong, fear not; behold, our God renders judgment, and he will render it; he will come and save us. | παρακαλέσατε οι ολιγόψυχοι τη διανοία ισχύσατε μη φοβείσθε ιδού ο θεός ημών κρίσιν ανταποδίδωσι και ανταποδώσει αυτός ήξει και σώσει ημάς |
5Then shall the eyes of the blind be opened, and the ears of the deaf shall hear. | τότε ανοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών και ώτα κωφών ακούσονται |
6Then shall the lame man leap as an hart, and the tongue of the stammerers shall speak plainly; for water has burst forth in the desert, and a channel of water in a thirsty land. | τότε αλείται ως έλαφος ο χωλός και τρανή έσται γλώσσα μογιλάλων ότι ερράγη εν τη ερήμω ύδωρ και φάραγξ εν γη διψώση |
7And the dry land shall become pools, and a fountain of water shall be poured into the thirsty land; there shall there be a joy of birds, ready habitations and marshes. | και έσται η άνυδρος εις έλη και εις την διψώσαν γην πηγή ύδατος έσται εκεί ευφροσύνη ορνέων έπαυλεις καλάμου και έλη |
8There shall be there a pure way, and it shall be called a holy way; and there shall not pass by there any unclean person, neither shall there be there an unclean way; but the dispersed shall walk on it, and they shall not go astray. | έσται εκεί οδός καθαρά και οδός αγία κληθήσεται και ου παρέλθη εκεί ακάθαρτος ουδέ έσται εκεί οδός ακάθαρτος οι δε διεσπαρμένοι πορεύσονται επ΄ αυτής και ου πλανηθώσι |
9And there shall be no lion there, neither shall any evil beast go up upon it, nor at all be found there; but the redeemed and gathered on the Lord's behalf, shall walk in it, | και ουκ έσται εκεί λέων ουδέ των πονηρών θηρίων ου αναβή εις αυτήν ουδέ ευρεθή εκεί αλλά πορεύσονται εν αυτή λελυτρωμένοι |
10and shall return, and come to Sion with joy, and everlasting joy shall be over their head; for on their head shall be praise and exultation, and joy shall take possession of them: sorrow and pain, and groaning have fled away. | και συνηγμένοι διά κύριον και αποστραφήσονται και ήξουσιν εις Σιών μετ΄ ευφροσύνης και ευφροσύνη αιώνιος υπέρ κεφαλής αυτών επί γαρ της κεφαλής αυτών αίνεσις και αγαλλίαμα και ευφροσύνη καταλήψεται αυτούς απέδρα οδύνη και λύπη και στεναγμός |
Chapter 36
[edit]1Now it came to pass in the fourteenth year of the reign of Ezekias, that Sennacherim, king of the Assyrians, came up against the strong cities of Judea, and took them. | και εγένετο του τεσσαρεσκαιδεκάτου έτους βασιλεύοντος Εζεκίου ανέβη Σενναχηρείμ βασιλεύς Ασσυρίων επί τας πόλεις της Ιουδαίας τας οχυράς και έλαβεν αυτάς |
2And the king of the Assyrians sent Rabsaces out of Laches to Jerusalem to king Ezekias with a large force: and he stood by the conduit of the upper pool in the way of the fuller's field. | και απέστειλε βασιλεύς Ασσυρίων τον Ραψάκην εκ Λάχης εις Ιερουσαλήμ προς τον βασιλέα Εζεκίαν μετά δυνάμεως πολλής και έστη εν τω υδραγωγώ της κολυμβήθρας της άνω εν τη οδώ του αγρού του κναφέως |
3And there went forth to him Heliakim the steward, the son of Chelcias, and Somnas the scribe, and Joach the son of Asaph, the recorder. | και εξήλθε προς αυτόν Ελιακείμ ο του Χελκίου ο οικονόμος και Σομνάς ο γραμματεύς και Ιωάχ ο του Ασάφ ο υπομνηματογράφος |
4And Rabsaces said to them, Say to Ezekias, Thus says the great king, the king of the Assyrians, Why art thou secure? | και είπεν αυτοίς Ραψάκης είπατε δε προς Εζεκίαν τάδε λέγει ο βασιλεύς ο μέγας βασιλεύς Ασσυρίων τι πεποιθώς ει |
5Is war carried on with counsel and mere words of the lips? and now on whom dost thou trust, that thou rebellest against me? | μη εν βουλή η λόγοις χειλέων παράταξις γίνεται και νυν επί τίνα πέποιθας ότι απειθείς μοι |
6Behold, thou trustest on this bruised staff of reed, on Egypt: as soon as a man leans upon it, it shall go into his hand, and pierce it: so is Pharao king of Egypt and all that trust in him. | ιδού πεποιθώς ει επί την ράβδον την καλαμίνην την τεθλασμένην ταύτην επ΄ Αίγυπτον η αν επιστηρισθή ανήρ επ΄ αυτήν εισελεύσεται εις την χείρα αυτού και τρήσει αυτήν ούτως εστί Φαραώ βασιλεύς Αιγύπτου και πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτώ |
7But if ye say, We trust in the Lord our God; | ει δε λέγετε επί κύριον τον θεόν ημών πεποίθαμεν ουκ αυτός εστι ους αφείλεν Εζεκίας τα υψηλά αυτού και τα θυσιαστήρια αυτού και είπε τω Ιούδα και τη Ιερουσαλήμ κατά πρόσωπον του θυσιαστηρίου τούτου προσκυνήσατε νυν |
8yet now make an agreement with my lord the king of the Assyrians, and I will give you two thousand horses, if ye shall be able to set riders upon them. | μίχθητε δε τω κυρίω μου τω βασιλεί Ασσυρίων και δώσω υμίν δισχιλίαν ίππον ει δυνήσεσθε δούναι αναβάτας επ΄ αυτούς |
9And how can ye then turn to the face of the satraps? They that trust on the Egyptians for horse and rider, are our servants. | και πως δύνασθε αποστρέψαι εις πρόσωπον των τοπαρχών οικέται εισίν οι πεποιθότες επ΄ Αιγυπτίοις εις ίππον και αναβάτην |
10And now, Have we come up against this land to fight against it without the Lord? The Lord said to me, Go up against this land, and destroy it. | και νυν μη άνευ κυρίου ανέβημεν επί την χώραν ταύτην πολεμήσαι αυτήν κύριος είπε προς με ανάβηθι επί την γην ταύτην και διάφθειρον αυτήν |
11Then Eliakim and Somnas and Joach said to him, Speak to thy servants in the Syrian tongue; for we understand it: and speak not to us in the Jewish tongue: and wherefore speakest thou in the ears of the men on the wall? | και είπε προς αυτόν Ελιακείμ και Σομνάς και Ιωάς προς Ραψάκην λάλησον δη προς τους παίδάς σου Συριστί ακούομεν γαρ ημείς και μη λαλεί προς ημάς Ιουδαϊστι και ινατί λαλείς εις τα ώτα των ανθρώπων των εστηκότων επί τω τείχει |
12And Rabsaces said to them, Has my lord sent me to your lord or to you, to speak these words? has he not sent me to the men that sit on the wall, that they may eat dung, and drink their water together with you? | και είπε προς αυτούς Ραψάκης μη προς τον κύριόν σου η προς υμάς απέστειλέ με ο κυριός μου λαλήσαι τους λόγους τούτους ουχί προς τους ανθρώπους τους καθημένους επί τω τείχει ίνα φάγωσι την κόπρον αυτών και πιώσιν το ούρον αυτών μεθ΄ υμών άμα |
13And Rabsaces stood and cried with a loud voice in the Jewish language, and said, Hear ye the words of the great king, the king of the Assyrians: | και έστη Ραψάκης και ανεβόησε φωνή μεγάλη Ιουδαϊστι και είπεν ακούσατε δη τους λόγους του βασιλέως του μεγάλου βασιλέως Ασσυρίων |
14thus says the king, Let not Ezekias deceive you with words: he will not be able to deliver you. | τάδε λέγει ο βασιλεύς μη απατάτω υμάς Εζεκίας λόγοις ου δύνηται ρύσασθαι υμάς |
15And let not Ezekias say to you, That God will deliver you, and this city will not at all be delivered into the hand of the king of the Assyrians. | και μη λέγετω υμίν Εζεκίας ότι ρύσεται υμάς ο θεός και ου παραδοθή η πόλις αύτη εν χειρί βασιλέως Ασσυρίων |
16Hearken not to Ezekias: thus says the king of the Assyrians, If ye wish to be blessed, come out to me: and ye shall eat every one of his vine and his fig-trees, and ye shall drink water out of your own cisterns: | μη ακούετε Εζεκίου τάδε λέγει ο βασιλεύς Ασσυρίων ει βούλεσθε ευλογηθήναι εκπορεύεσθε προς με και φάγεσθε έκαστος την άμπελον αυτού και τας συκάς και πίεσθε ύδωρ εκ του λάκκου αυτού |
17until I come and take you to a land, like your own land, a land of corn and wine, and bread, and vineyards. | έως αν έλθω και λάβω υμάς εις γην ως η γη υμών γη σίτου και οίνου και άρτων και αμπελώνων |
18Let not Ezekias deceive you, saying, God will deliver you. Have the gods of the nations delivered each one his own land out of the hand of the king of the Assyrians? | μη απατάτω υμάς Εζεκίας λέγων ο θεός ρύσεται ημάς μη ερρύσαντο οι θεοί των εθνών έκαστος την εαυτού χώραν εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων |
19Where is the god of Emath, and Arphath? and where is the god of Eppharuaim? have they been able to deliver Samaria out of my hand? | που εστιν ο θεός Εμάθ και Αρφάθ και που ο θεός της πόλεως Σεπφαρουϊμ μη εδύναντο ρύσασθαι την Σαμάρειαν εκ χειρός μου |
20Which is the god of all these nations, that has delivered his land out of my hand, that God should deliver Jerusalem out of my hand? | τις των θεών πάντων των εθνών τούτων όστις ερρύσατο την γην αυτού εκ χειρός μου ότι ρύση κύριος Ιερουσαλήμ εκ χειρός μου |
21And they were silent, and none answered him a word; because the king had commanded that none should answer. | και εσιώπησαν και ουδείς απεκρίθη αυτώ λόγον διά το προστάξαι τον βασιλέα μηδέν αποκριθήναι |
22And Heliakim the son of Chelcias, the steward, and Somnas the military scribe, and Joach the son of Asaph, the recorder, came in to Ezekias, having their garments rent, and they reported to him the words of Rabsaces. | και εισήλθεν Ελιακείμ ο του Χελκίου ο οικονόμος και Σομνάς ο γραμματεύς και Ιωάς ο του Ασάφ ο υπομνηματογράφος προς Εζεκίαν περιεσχισμένοι τους χιτώνας και ανήγγειλαν αυτώ τους λόγους Ραψάκου |
Chapter 37
[edit]1And it came to pass, when king Ezekias heard it, that he rent his clothes, and put on sackcloth, and went up to the house of the Lord. | και εγένετο εν τω ακούσαι τον βασιλέα Εζεκίαν έσχισε τα ιμάτια αυτού και περιεβάλετο σάκκον και ανέβη εις τον οίκον κυρίου |
2And he sent Heliakim the steward, and Somnas the scribe, and the elders of the priests clothed with sackcloth, to Esaias the son of Amos, the prophet. And they said to him, Thus says Ezekias, | και απέστειλεν τον Ελιακείμ τον οικονόμον και Σομνάν τον γραμματέα και τους πρεσβυτέρους των ιερέων περιβεβλημένους σάκκους προς Ησαϊαν υιόν Αμώς τον προφήτην |
3To-day is a day of affliction, and reproach, and rebuke, and anger: for the pangs are come upon the travailing woman, but she has not strength to bring forth. | και είπαν αυτώ τάδε λέγει Εζεκίας ημέρα θλίψεως και ονειδισμού και ελεγμού και οργής η σήμερον ημέρα ότι ήκει η ωδίν τη τικτούση ισχύν δε ουκ έχει του τεκείν |
4May the Lord thy God hear the words of Rabsaces, which the king of the Assyrians has sent, to reproach the living God, even to reproach with the words which the Lord thy God has heard: therefore thou shalt pray to thy Lord for these that are left. | είπως εισακούσαι κύριος ο θεός σου τους λόγους Ραψάκου ους απέστειλε βασιλεύς Ασσυρίων ο κυριός αυτού ονειδίζειν θεόν ζώντα και ονειδίζειν λόγους ους ήκουσε κύριος ο θεός σου και δεηθήση προς κύριον τον θεόν σου περί των καταλελειμμένων τούτων |
5So the servants of king Ezekias came to Esaias. | και ήλθον οι παίδες του βασιλέως Εζεκίου προς Ησαϊαν |
6And Esaias said to them, Thus shall ye say to your master, Thus saith the Lord, Be not thou afraid at the words which thou hast heard, wherewith the ambassadors of the king of the Assyrians have reproached me, | και είπεν αυτοίς Ησαϊας ούτως ερείτε προς τον κύριον υμών τάδε λέγει κύριος μη φοβηθής από των λόγων ων ήκουσας ους ωνείδισάν με οι πρέσβεις βασιλέως Ασσυρίων |
7Behold, I will send a blast upon him, and he shall hear a report, and return to his own country, and he shall fall by the sword in his own land. | ιδού εγώ εμβαλώ επ΄ αυτόν πνεύμα και ακούσας αγγελίαν αποστρέψει εις την χώραν αυτού και πεσείται μαχαίρα εν τη γη αυτού |
8So Rabsaces returned, and found the king of the Assyrians besieging Lobna: for he had heard that he had departed from Lachis. | και απέστρεψε Ραψάκης και κατέλαβε τον βασιλέα Ασσυρίων πολιορκούντα Λόβναν και ήκουσεν ότι απήρεν από Λάχις |
9And Tharaca king of the Ethiopians went forth to attack him. And when he heard it, he turned aside, and sent messengers to Ezekias, saying, | και εξήλθε Θαρρά βασιλεύς Αιθιόπων του πολιορκήσαι αυτόν και ακούσας απέστρεψε και απέστειλεν αγγέλους προς Εζεκίαν λέγων |
10Thus shall ye say to Ezekias king of Judea, Let not thy God, in whom thou trustest, deceive thee, saying, Jerusalem shall not be delivered into the hand of the king of the Assyrians. | ούτως ερείτε Εζεκία βασιλεί της Ιουδαίας μη απατάτω σε ο θεός σου εφ΄ ω συ πέποιθας επ΄ αυτώ λέγων ου παραδοθή Ιερουσαλήμ εν χειρί βασιλέως Ασσυρίων |
11Hast thou not heard what the kings of the Assyrians have done, how they have destroyed the whole earth? and shalt thou be delivered? | ιδού συ ουκ ήκουσας α εποίησαν βασιλείς Ασσυρίων πάσαν την γην ως απώλεσαν και συ ρυσθήση |
12Have the gods of the nations which my fathers destroyed delivered them, both Gozan, and Charrhan, and Rapheth, which are in the land of Theemath? | μη ερρύσαντο αυτούς οι θεοί των εθνών ους απώλεσαν οι πατέρες μου την τε Γώζαν και Χαρράν και Ρασέμ αι εισιν εν χώρα Θεεμάθ |
13Where are the kings of Emath? and where is the king of Arphath? and where is the king of the city of Eppharuaim, and of Anagugana? | που εισίν οι βασιλείς Εμάθ και που Αρφάθ και που πόλεως Σεπφαρουϊμ Ανανεού και Γαυσά |
14And Ezekias received the letter from the messengers, and read it, and went up to the house of the Lord, and opened it before the Lord. | και έλαβεν Εζεκίας το βιβλίον παρά των αγγέλων και ανέγνω αυτό και ανέβη εις οίκον κυρίου και ήνοιξεν αυτό εναντίον κυρίου |
15And Ezekias prayed to the Lord, saying, | και προσηύξατο Εζεκίας προς κύριον λέγων |
16O Lord of hosts, God of Israel, who sittest upon the cherubs, thou alone art the God of every kingdom of the world: thou hast made heaven and earth. | Κύριε σαβαώθ ο θεός Ισραήλ ο καθήμενος επί των χερουβίμ συ ει ο θεός μόνος πάσης βασιλείας της οικουμένης συ εποίησας τον ουρανόν και την γην |
17Incline thine ear, O Lord, hearken, O Lord; open thine eyes, O Lord, look, O Lord: and behold the words of Sennacherim, which he has sent to reproach the living God. | κλίνον κύριε το ους σου εισάκουσον κύριε άνοιξον κύριε τους οφθαλμούς σου είσβλεψον κύριε και ίδε και άκουσον πάντας τους λόγους Σενναχηρείμ ους απέστειλεν ονειδίζειν θεόν ζώντα |
18For of a truth, Lord, the kings of the Assyrians have laid waste the whole world, and the countries thereof, | επ΄ αληθείας γαρ κύριε ηρήμωσαν βασιλείς Ασσυρίων την οικουμένην όλην και την χώραν αυτών |
19and have cast their idols into the fire: for, they were no gods, but the work of men's hands, wood and stone; and they have cast them away. | και ανέβαλον τα είδωλα αυτών εις το πυρ ου γαρ θεοί ήσαν αλλ΄ έργα χειρών ανθρώπων ξύλα και λίθοι και απώλεσαν αυτούς |
20But now, O Lord our God, deliver us from his hands, that every kingdom of the earth may know that thou art God alone. | νυν δε κύριε ο θεός ημών σώσον ημάς εκ χειρός αυτού ίνα γνω πάσα βασιλεία της γης ότι συ ει ο θεός μόνος |
21And Esaias the son of Amos was sent to Ezekias, and said to him, Thus saith the Lord, the God of Israel, I have heard thy prayer to me concerning Sennacherim king of the Assyrians. | και απεστάλη Ησαϊας υιός Αμώς προς Εζεκίαν και είπεν αυτώ τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ ήκουσα α προσηύξω προς με περί Σενναχηρείμ βασιλέως Ασσυρίων |
22This is the word which God has spoken concerning him; The virgin daughter of Sion has despised thee, and mocked thee; the daughter of Jerusalem has shaken her head at thee. | ούτος ο λόγος ον ελάλησε περί αυτού ο θεός εφαύλισέ σε και εμυκτήρισέ σε παρθένος θυγάτηρ Σιών επί σοι κεφαλήν εκίνησε θυγάτηρ Ιερουσαλήμ |
23Whom hast thou reproached and provoked? and against whom hast thou lifted up thy voice? and hast thou not lifted up thine eyes on high against the Holy One of Israel? | τίνα ωνείδισας και παρώξυνας η προς τίνα ύψωσας την φωνήν σου και ήρας εις ύψος τους οφθαλμούς σου προς τον άγιον του Ισραήλ |
24For thou hast reproached the Lord by messengers; for thou hast said, With the multitude of chariots have I ascended to the height of mountains, and to the sides of Libanus; and I have cropped the height of his cedars and the beauty of his cypresses; and I entered into the height of the forest region: | ότι δι΄ αγγέλων ωνείδισας κύριον συ γαρ είπας τω πλήθει των αρμάτων εγώ ανέβην εις ύψος ορέων και εις τα έσχατα του Λιβάνου και έκοψα το ύψος κέδρου αυτού και το κάλλος της κυπαρίσσου και εισήλθον εις ύψος μέρους του δρυμού |
25and I have made a bridge, and dried up the waters, and every pool of water. | και έθηκα γέφυραν και ηρήμωσα ύδατα και πάσαν συναγωγήν ύδατος |
26Hast thou not heard of these things which I did of old? I appointed them from ancient times; but now have I manifested my purpose of desolating nations in their strong holds, and them that dwell in strong cities. | ου ταύτα ήκουσας πάλαι α εγώ εποίησα εξ ημερών αρχαίων συνέταξα νυν δε επέδειξα εξερημώσαι έθνη εν οχυροίς και οικούντας εν πόλεσιν οχυραίς |
27I weakened their hands, and they withered; and they became as dry grass on the house-tops, and as grass. | ανήκα τας χείρας και εξηράνθησαν και εγένοντο ως χόρτος ξηρός επί δωμάτων και ως άγρωστις |
28But now I know thy rest, and thy going out, and thy coming in. | νυν δε την ανάπαυσίν σου και την έξοδόν σου και την είσοδόν σου εγώ επίσταμαι |
29And thy wrath wherewith thou hast been enraged, and thy rancour has come up to me; therefore I will put a hook in thy nose, and a bit in thy lips, and will turn thee back by the way by which thou camest. | ο δε θυμός σου ον εθυμώθης και η πικρία σου ανέβη προς με και εμβαλώ φιμόν εις την ρινά σου και χαλινόν εις τα χείλη σου και αποστρέψω σε τη οδώ η ήλθες εν αυτή |
30And this shall be a sign to thee, Eat this year what thou hast sown; and the second year that which is left: and the third year sow, and reap, and plant vineyards, and eat the fruit of them. | τούτο δε σοι το σημείον φάγε τούτον τον ενιαυτόν α έσπαρκας τω δε ενιαυτώ τω δευτέρω το κατάλειμμα τω δε τρίτω σπείραντες αμήσατε και φυτεύσατε αμπελώνας και φάγεσθε τον καρπόν αυτών |
31And they that are left in Judea shall take root downward, and bear fruit upward: | και έσονται οι καταλελειμμένοι εν τη Ιουδαία φυήσουσι ρίζαν κάτω και ποιήσουσι σπέρμα άνω |
32for out of Jerusalem there shall be a remnant, and the saved ones out of mount Sion: the zeal of the Lord of hosts shall perform this. | ότι εξ Ιερουσαλήμ εξελεύσονται οι καταλελειμμένοι και οι σωζόμενοι εξ όρους Σιών ο ζήλος κυρίου σαβαώθ ποιήσει ταύτα |
33Therefore thus saith the Lord concerning the king of the Assyrians, He shall not enter into this city, nor cast a weapon against it, nor bring a shield against it, nor make a rampart round it. | διά τούτο ούτως λέγει κύριος επί βασιλέα Ασσυρίων ου εισέλθη εις την πόλιν ταύτην ουδέ βάλη επ΄ αυτήν βέλος ουδέ επιβάλη επ΄ αυτήν θυρεόν ουδέ μη κυκλώση επ΄ αυτήν χάρακα |
34But by the way by which he came, by it shall he return, and shall not enter into this city: thus saith the Lord. | αλλά τη οδώ η ήλθεν επ΄ αυτή αποστραφήσεται και εις την πόλιν ταύτην ου εισέλθη τάδε λέγει κύριος |
35I will protect this city to save it for my own sake, and for my servant David's sake. | υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης του σώσαι αυτήν δι΄ εμέ και διά Δαυίδ τον παίδά μου |
36And the angel of the Lord went forth, and slew out of the camp of the Assyrians a hundred and eighty-five thousand: and they arose in the morning and found all these bodies dead. | και εξήλθεν άγγελος κυρίου και ανείλεν εκ της παρεμβολής των Ασσυρίων εκατόν ογδοηκονταπέντε χιλιάδας και αναστάντες τοπρωϊ εύρον πάντα τα σώματα νεκρά |
37And Sennacherim king of the Assyrians turned and departed, and dwelt in Nineve. | και απήλθεν αποστραφείς και απέστρεψεν Σενναχηειρείμ βασιλεύς Ασσυρίων και ώκησεν εν Νινευή |
38And while he was worshipping Nasarach his country's god in the house, Adramelech and Sarasar his sons smote him with swords; and they escaped into Armenia: and Asordan his son reigned in his stead. | και εν τω αυτόν προσκύνειν εν τω οίκω Ασαράχ θεού αυτού Αδραμελέχ και Σαρασάρ οι υιοί αυτού επάταξαν αυτόν μαχαίραις αυτοί δε διεσώθησαν εις Αρμενίαν και εβασίλευσεν Ασορδάν ο υιός αυτού αντ΄ αυτού |
Chapter 38
[edit]1And it came to pass at that time, that Ezekias was sick even to death. And Esaias the prophet the son of Amos came to him, and said to him, Thus saith the Lord, Give orders concerning thy house: for thou shalt die, and not live. | εγένετο δε εν τω καιρώ εκείνω εμαλακίσθη Εζεκίας έως θανάτου και ήλθε προς αυτόν Ησαϊας υιός Αμώς ο προφήτης και είπε προς αυτόν τάδε λέγει κύριος τάξαι περί του οίκου σου αποθνήσκεις γαρ συ και ου ζήση |
2And Ezekias turned his face to the wall, and prayed to the Lord, saying, | και απέστρεψεν Εζεκίας το πρόσωπον αυτού προς τον τοίχον και προσηύξατο προς κύριον |
3Remember, O Lord, how I have walked before thee in truth, with a true heart, and have done that which was pleasing in thy sight. And Ezekias wept bitterly. | λέγων μνήσθητι κύριε ως επορεύθην ενώπιόν σου μετά αληθείας εν καρδία αληθινή και τα αρεστά ενώπιόν σου εποίησα και έκλαυσεν Εζεκίας κλαυθμώ μεγάλω |
4And the word of the Lord came to Esaias, saying, Go, and say to Ezekias, | και εγένετο λόγος κυρίου προς Ησαϊαν λέγων |
5Thus saith the Lord, the God of David thy father, I have heard thy prayer, and seen thy tears: behold, I will add to thy time fifteen years. | πορεύθητι και είπον Εζεκία τάδε λέγει κύριος ο θεός Δαυίδ του πατρός σου ήκουσα της προσευχής σου και είδον τα δάκρυά σου ιδού προστίθημι προς τον χρόνον σου δεκαπέντε έτη |
6And I will deliver thee and this city out of the hand of the king of the Assyrians: and I will defend this city. | και εκ χειρός βασιλέως Ασσυρίων ρύσομαί σε και την πόλιν ταύτην και υπερασπιώ υπέρ της πόλεως ταύτης |
7And this shall be a sign to thee from the Lord, that God will do this thing; | τούτο δε σοι το σημείον παρά κυρίου ότι ποιήσει ο θεός το ρήμα τούτο ος ελάλησεν |
8behold, I will turn back the shadow of the degrees of the dial by which ten degrees on the house of thy father the sun has gone down—I will turn back the sun the ten degrees; so the sun went back the ten degrees by which the shadow had gone down. | ιδού εγώ στρέψω την σκιάν των αναβαθμών ους κατέβη τους δέκα αναβαθμούς του οίκου του πατρός σου ο ήλιος αποστρέψω τον ήλιον τους δέκα αναβαθμούς ους κατέβη η σκιά |
9THE PRAYER OF EZEKIAS KING OF JUDEA, WHEN HE HAD BEEN SICK, AND WAS RECOVERED FROM HIS SICKNESS. | προσευχή Εζεκίου βασιλέως της Ιουδαίας ηνίκα εμαλακίσθη και ανέστη εκ της μαλακίας αυτού |
10I said in the end of my days, I shall go to the gates of the grave: I shall part with the remainder of my years. | εγώ είπα εν τω ύψει των ημερών μου πορεύσομαι εν πύλαις άδου καταλείψω τα έτη τα επίλοιπα |
11I said, I shall no more at all see the salvation of God in the land of the living: I shall no more at all see the salvation of Israel on the earth: I shall no more at all see man. | είπα ουκέτι ου ίδω το σωτήριον του θεού επί γης ζώντων ουκέτι ου ίδω άνθρωπον μετά κατοικούντων |
12My life has failed from among my kindred: I have parted with the remainder of my life: it has gone forth and departed from me, as one that having pitched a tent takes it down again: my breath was with me as a weaver's web, when she that weaves draws nigh to cut off the thread. | εξέλιπον συγγενείας μου κατέλιπον το λοιπόν της ζωής μου εξήλθε και απήλθεν απ΄ εμού ώσπερ ο καταλύων σκηνήν πήξας το πνεύμα μου παρ΄ εμοί εγένετο ως ιστός ερίθου εγγιζούσης εκτεμείν |
13In that day I was given up as to a lion until the morning: so has he broken all my bones: for I was so given up from day even to night. | εν τη ημέρα εκείνη παρεδόθην έως πρωϊ ως λέων ούτως συνέτριψε πάντα τα οστά μου από γαρ της ημέρας έως της νυκτός παρεδόθην |
14As a swallow, so will I cry, and as a dove, so do I mourn: for mine eyes have failed with looking to the height of heaven to the Lord, who has delivered me, and removed the sorrow of my soul. | ως χελιδών ούτως φωνήσω και ως περιστερά ούτως μελετήσω εξέλιπον γαρ μου οι οφθαλμοί του βλέπειν εις το ύψος του ουρανού προς τον κύριον ος εξείλατό με |
15Yea, O Lord, for it was told thee concerning this; and thou hast revived my breath; and I am comforted, and live. | και αφείλατό μου την οδύνην της ψυχής και αυτός εποίησε |
16For thou hast chosen my soul, that it should not perish: and thou hast cast all my sins behind me. | κύριε περί αυτής γαρ ανηγγέλη σοι και εξήγειράς μου την πνοήν και παρακληθείς έζησα |
17For they that are in the grave shall not praise thee, neither shall the dead bless thee, neither shall they that are in Hades hope for thy mercy. | ιδού εν ειρήνη πικρία μου είλου γαρ μου την ψυχήν ίνα μη απόληται και απέρριψας οπίσω μου πάσας τας αμαρτίας μου |
18The living shall bless thee, as I also do: for from this day shall I beget children, who shall declare thy righteousness, | ου γαρ οι εν άδου αινέσουσί σε ουδέ οι αποθνήσκοντες ευλογήσουσί σε ουδέ ελπιούσιν οι εν άδου την ελεημοσύνην σου |
19O God of my salvation; and I will not cease blessing thee with the psaltery all the days of my life before the house of God. | οι ζώντες ευλογήσουσί σε ον τρόπον καγώ από γαρ της σήμερον παιδία ποιήσω α αναγγελούσι την δικαιοσύνην σου |
20Now Esaias had said to Ezekias; Take a cake of figs, and mash them, and apply them as a plaster, and thou shalt be well. | κύριε της σωτηρίας μου και ου παύσομαι ευλογών σε μετά ψαλτηρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου κατέναντι του οίκου του θεού |
21And Ezekias said, This is a sign to Ezekias, that I shall go up to the house of God. | και είπεν Ησαϊας προς Εζεκίαν λάβε παλάθην σύκων και τρίψον και κατάπλασαι και υγιής έση |
22 | και είπεν Εζεκίας τι το σημείον ότι αναβήσομαι εις τον οίκον του θεού |
Chapter 39
[edit]1At that time Marodach Baladan, the son of Baladan, the king of Babylonia, sent letters and ambassadors and gifts to Ezekias: for he had heard that he had been sick even to death, and was recovered. | εν τω καιρώ εκείνω απέστειλε Μαρωδόχ Βαλαδάν ο υιός του Βαλαδάν ο βασιλεύς της Βαβυλωνίας επιστολάς και πρέσβεις και δώρα Εζεκία ήκουσε γαρ ότι εμαλακίσθη έως θανάτου και ανέστη |
2And Ezekias was glad of their coming, and he shewed them the house of his spices, and of silver, and gold, and myrrh, and incense, and ointment, and all the houses of his treasures, and all that he had in his stores: and there was nothing in his house, nor in all his dominion, which Ezekias did not shew. | και εχάρη επ΄ αυτοίς Εζεκίας χαράν μεγάλην και έδειξεν αυτοίς τον οίκον του νεχωθά και του αργυρίου και του χρυσίου και της στακτής και των θυμιαμάτων και του μύρου και πάντας τους οίκους των σκευών της γάζης και πάντα όσα ην εν τοις θησαυροίς αυτού και ουκ ην ουθέν ο ουκ έδειξεν αυτοίς Εζεκίας εν τω οίκω αυτού |
3And Esaias the prophet came to king Ezekias, and said to him, What say these men? and whence came they to thee? and Ezekias said, They are come to me from a land afar off, from Babylon. | και ήλθεν Ησαϊας ο προφήτης προς τον βασιλέα Εζεκίαν και είπε προς αυτόν τι λέγουσιν οι άνθρωποι ούτοι και πόθεν ήκασι προς σε και είπεν Εζεκίας εκ γης πόρρωθεν ήκασι προς με εκ Βαβυλώνος |
4And Esaias said, What have they seen in thine house? and Ezekias said, They have seen everything in my house; and there is nothing in my house which they have not seen: yea, also the possessions in my treasuries. | και είπεν Ησαϊας τι είδοσαν εν τω οίκω σου και είπεν Εζεκίας πάντα τα εν τω οίκω μου είδοσαν και ουκ έστιν εν τω οίκω μου ο ουκ είδοσαν αλλά και τα εν τοις θησαυροίς μου |
5And Esaias said to him, Hear the word of the Lord of hosts: | και είπεν Ησαϊας αυτώ άκουσον τον λόγον κυρίου σαβαώθ |
6Behold, the days come, when they shall take all the things that are in thine house, and all that thy fathers have gathered until this day, shall go to Babylon; and they shall not leave anything at all: and God hath said, | ιδού ημέραι έρχονται και λήψονται πάντα τα εν τω οίκω σου και όσα συνήγαγον οι πατέρες σου έως της ημέρας ταύτης εις Βαβυλώνα ήξει και ουθέν ου καταλείπωσιν είπε δε ο θεός |
7that they shall take also of thy children whom thou shalt beget; and they shall make them eunuchs in the house of the king of the Babylonians. | ότι και από των τέκνων σου ων εγέννησας λήψονται και ποιήσουσι σπάδοντας εν τω οίκω του βασιλέως των Βαβυλωνίων |
8And Ezekias said to Esaias, Good is the word of the Lord, which he hath spoken: let there, I pray, be peace and righteousness in my days. | και είπεν Εζεκαις Ησαϊα αγαθός ο λόγος κυρίου ον ελάλησας γενέσθω δη ειρήνη και δικαιοσύνη εν ταις ημέραις μου |
Chapter 40
[edit]1Comfort ye, comfort ye my people, saith God. | παρακαλείτε παρακαλείτε λαός μου λέγει ο θεός υμών |
2Speak, ye priests, to the heart of Jerusalem; comfort her, for her humiliation is accomplished, her sin is put away: for she has received of the Lord's hand double the amount of her sins. | ιερείς λαλήσατε εις την καρδίαν Ιερουσαλήμ παρακαλέσατε αυτήν ότι επλήσθη η ταπείνωσις αυτής λέλυται αυτής η αμαρτία ότι εδέξατο εκ χειρός κυρίου διπλά τα αμαρτήματα αυτής |
3 The voice of one crying in the wilderness, Prepare ye the way of the Lord, make straight the paths of our God. | φωνή βοώντος εν τη ερήμω ετοιμάσατε την οδόν κυρίου ευθείας ποιείτε τας τρίβους του θεού ημών |
4Every valley shall be filled, and every mountain and hill shall be brought low: and all the crooked ways shall become straight, and the rough places plains. | πάσα φάραγξ πληρωθήσεται και παν όρος και βουνός ταπεινωθήσεται και έσται πάντα τα σκολιά εις ευθεία και η τραχεία εις πεδία λεία |
5And the glory of the Lord shall appear, and all flesh shall see the salvation of God: for the Lord has spoken it. | και οφθήσεται η δόξα κυρίου και όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του θεού ότι κύριος ελάλησε |
6The voice of one saying, Cry; and I said, What shall I cry? All flesh is grass, and all the glory of man as the flower of grass: | φωνή λέγοντος βοήσον και είπα τι βοήσω πάσα σαρξ χόρτος και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου |
7The grass withers, and the flower fades: but the word of our God abides for ever. | εξηράνθη ο χόρτος και το άνθος εξέπεσε ότι πνεύμα θεού ενεφύσησεν εν αυτώ αληθώς ο χόρτος εστίν ο λαός |
8O thou that bringest glad tidings to Zion, go up on the high mountain; lift up thy voice with strength, thou that bringest glad tidings to Jerusalem; lift it up, fear not; say unto the cities of Juda, Behold your God! | εξηράνθη ο χόρτος άνθος εξέπεσεν το δε ρήμα του θεού ημών μένει εις τον αιώνα |
9Behold the Lord! The Lord is coming with strength, and his arm is with power: behold, his reward is with him, and his work before him. | επ΄ όρος υψηλόν ανάβηθι ο ευαγγελιζόμενος Σιών ύψωσον εν τη ισχύϊ την φωνήν σου ο ευαγγελιζόμενος Ιερουσαλήμ ύψωσατε μη φόβου είπον ταις πόλεσιν Ιούδα ιδού ο θεός υμών |
10He shall tend his flock as a shepherd, and he shall gather the lambs with his arm, and shall soothe them that are with young. | ιδού κύριος κύριος μετά ισχύος έρχεται και ο βραχίων μετά κυρίας ιδού ο μισθός αυτού μετ΄ αυτού και το έργον εναντίον αυτού |
11Who has measured the water in his hand, and the heaven with a span, and all the earth in a handful? Who has weighed the mountains in scales, and the forests in a balance? | ως ποιμήν ποιμανεί το ποίμνιον αυτού και τω βραχίονι αυτού συνάξει άρνας και εν γαστρί εχούσας παρακαλέσει |
12 Who has known the mind of the Lord? and who has been his counsellor, to instruct him? | τις εμέτρησε τη χειρί το ύδωρ και τον ουρανόν σπιθαμή και πάσαν την γην δρακί τις έστησε τα όρη σταθμώ και τας νάπας ζυγώ |
13Or with whom has he taken counsel, and he has instructed him? or who has taught him judgment, or who has taught him the way of understanding; | τις έγνω νουν κυρίου και τις αυτού σύμβουλος εγένετο ος συμβιβάσει αυτόν |
14since all the nations are counted as a drop from a bucket, and as the turning of a balance, and shall be counted as spittle? | η τίνα συνεβουλεύσατο και συνεβίβασεν αυτόν η τις έδειξεν αυτώ κρίσιν η οδόν συνέσεως τις έδειξεν αυτώ |
15And Libanus is not enough to burn, nor all beasts enough for a whole-burnt offering: | ει πάντα τα έθνη ως σταγών από κάδου και ως ροπή ζυγού ελογίσθησαν και ως σιελός λογισθήσονται |
16and all the nations are as nothing, and counted as nothing. | ο δε Λίβανος ουχ ικανός εις καύσιν και πάντα τα τετράποδα ουχ ικανά εις ολοκάρπωσιν |
17To whom have ye compared the Lord? and with what likeness have ye compared him? | και πάντα τα έθνη ως ουδέν εισι και εις ουδέν ελογίσθησαν αυτώ |
18Has not the artificer made an image, or the goldsmith having melted gold, gilt it over, and made it a similitude? | τίνι ωμοιώσατε κύριον και τίνι ομοιώματι ωμοιώσατε αυτόν |
19For the artificer chooses out a wood that will not rot, and will wisely enquire how he shall set up his image, and that so that it should not be moved. | μη εικόνα εποίησε τέκτων η χρυσοχόος χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν ομοίωμα κατεσκεύασεν αυτόν |
20Will ye not know? will ye not hear? has it not been told you of old? Have ye not known the foundations of the earth? | ξύλον γαρ άσηπτον εκλέγεται τέκτων και σοφώς ζητεί πως στήσει αυτου εικόνα ίνα μη σαλεύηται |
21It is he that comprehends the circle of the earth, and the inhabitants in it are as grasshoppers; he that set up the heaven as a chamber, and stretched it out as a tent to dwell in: | ου γνώσεσθε ουκ ακούσεσθε ουκ ανηγγέλη εξ αρχής υμίν ουκ έγνωτε τα θεμέλια της γης |
22he that appoints princes to rule as nothing, and has made the earth as nothing. | ο κατέχων τον γύρον της γης και οι ενοικούντες εν αυτή ως ακρίδες ο στήσας ως καμάραν τον ουρανόν και διατείνας ως σκηνήν κατοικείν |
23For they shall not plant, neither shall they sow, neither shall their root be fixed in the ground: he has blown upon them, and they are withered, and a storm shall carry them away like sticks. | ο διδούς άρχοντας ως ουδέν άρχειν την δε γην ως ουδέν εποίησεν |
24Now then to whom have ye compared me, that I may be exalted? saith the Holy One. | ου γαρ μη φυτεύσονται ουδέ σπείρωσιν ουδέ ριζωθή εις την γην η ρίζα αυτών έπνευσεν επ΄ αυτούς και εξηράνθησαν και καταιγίς ως φρύγανα αναλήψεται αυτούς |
25Lift up your eyes on high, and see, who has displayed all these things? even he that brings forth his host by number: he shall call them all by name by means of his great glory, and by the power of his might: nothing has escaped thee. | νυν ουν τίνι με ωμοιώσατε και υψωθήσομαι είπεν ο άγιος |
26For say not thou, O Jacob, and why hast thou spoken, Israel, saying, My way is hid from God, and my God has taken away my judgement, and has departed? | αναβλέψατε εις ύψος τους οφθαλμούς υμών και ίδετε τις κατέδειξε ταύτα πάντα ο εκφέρων κατά αριθμόν τον κόσμον αυτού πάντας επ΄ ονόματι καλέσει από πολλής δόξης και εν κράτει ισχύος ουδέν σε έλαθε |
27And now, hast thou not known? hast thou not heard? the eternal God, the God that formed the ends of the earth, shall not hunger, nor be weary, and there is no searching of his understanding. | μη γαρ είπης Ιακώβ και τι ελάλησας Ισραήλ απεκρύβη η οδός μου από του θεού και ο θεός μου την κρίσιν αφείλε και απέστη |
28He gives strength to the hungry, and sorrow to them that are not suffering. | και νυν ουκ έγνως ει ήκουσας θεός αιώνιος ο θεός ο κατασκευάσας τα άκρα της γης ου πεινάσει ουδέ κοπιάσει ουδέ έστιν εξεύρεσις της φρονήσεως αυτού |
29For the young men shall hunger, and the youths shall be weary, and the choice men shall be powerless: | διδούς τοις πεινώσιν ισχύν και τοις μη οδυνωμένοις λύπην |
30but they that wait on God shall renew their strength; they shall put forth new feathers like eagles; they shall run, and not be weary; they shall walk, and not hunger. | πεινάσουσι γαρ νεώτεροι και κοπιάσουσι νεανίσκοι και εκλεκτοί ανίσχυες έσονται |
31 | οι δε υπομένοντες τον θεόν αλλάξουσιν ισχύν πτεροφυήσουσιν ως αετοί δραμούνται και ου κοπιάσουσι βαδιούνται και ου πεινάσουσιν |
Chapter 41
[edit]1Hold a feast to me, ye islands: for the princes shall renew their strength: let them draw nigh and speak together: then let them declare judgment. | εγκαινίζεσθε προς με νήσοι οι γαρ άρχοντες αλλάξουσιν ισχύν εγγισάτωσαν και λαλησάτωσαν άμα τότε κρίσιν αναγγειλάτωσαν |
2Who raised up righteousness from the east, and called it to his feet, so that it should go? shall appoint it an adversary of Gentiles, and shall dismay kings, and bury their swords in the earth, and cast forth their bows and arrows as sticks? | τις εξήγειρεν απ΄ ανατολών δικαιοσύνην εκάλεσεν αυτήν κατά πόδας αυτού και πορεύσεται δώσει εναντίον εθνών και βασιλείς εκστήσει και δώσει εις γην τας μαχαίρας αυτών και ως φρύγανα εξωσμένα τα τόξα αυτών |
3And he shall pursue them; the way of his feet shall proceed in peace. | και διώξεται αυτούς διελεύσεται εν ειρήνη την οδόν των ποδών αυτού |
4Who has wrought and done these things? he has called it who called it from the generations of old; I God, the first and to all futurity, I AM. | τις ενήργησε και εποίησε ταύτα εκάλεσεν αυτήν ο καλών αυτήν από γενεών αρχής εγώ ο θεός πρώτος και εις τα επερχόμενα εγώ ειμι |
5The nations saw, and feared; the ends of the earth drew nigh, and came together, | είδοσαν έθνη και εφοβήθησαν τα άκρα της γης έκστησαν ήγγισαν και ήλθοσαν άμα |
6every one judging for his neighbor and that to assist his brother: and one will say, | κρίνων έκαστος τω πλησίον και τω αδελφώ βοηθήσων και ερεί |
7The artificer has become strong, and the coppersmith that smites with the hammer, and forges also: sometimes he will say, It is a piece well joined: they have fastened them with nails; they will fix them, and they shall not be moved. | ίσχυσεν ανήρ τέκτων και χαλκεύς τύπτων σφύρη άμα ελαύνων ποτέ μεν ερεί σύμβλημα καλόν εστιν ισχύρωσαν αυτά εν ήλοις θήσουσιν αυτά και ου κινηθήσεται |
8But thou, Israel, art my servant Jacob, and he whom I have chosen, the seed of Abraam, whom I have loved: | συ δε Ισραήλ παις μου Ιακώβ ον εξελεξάμην σπέρμα Αβραάμ ον ηγάπησα |
9whom I have taken hold of from the ends of the earth, and from the high places of it I have called thee, and said to thee, Thou art my servant; I have chosen thee, and I have not forsaken thee. | ου αντελαβόμην απ΄ άκρων της γης και εκ των σκοπιών αυτής εκάλεσά σε και είπα σοι παις μου ει εξελεξάμην σε και ουκ εγκατέλιπόν σε |
10Fear not; for I am with thee: wander not; for I am thy God, who have strengthened thee; and I have helped thee, and have established thee with my just right hand. | μη φόβου μετά σου γαρ ειμι μη πλανώ εγώ γαρ ειμι ο θεός σου ο ενισχύσας σε και εβοήθησά σοι και ησφαλισάμην σε τη δεξιά τη δικαία μου |
11Behold, all thine adversaries shall be ashamed and confounded; for they shall be as if they were not: and all thine opponents shall perish. | ιδού αισχυνθήσονται και εντραπήσονται πάντες οι αντικείμενοί σοι έσονται γαρ ως ουκ υπάρχοντες και απολούνται πάντες οι αντίδικοί σου |
12Thou shalt seek them, and thou shalt not find the men who shall insolently rage against thee: for they shall be as if they were not, and they that war against thee shall not be. | ζητήσεις αυτούς και ου εύρης τους ανθρώπους οι παροινήσουσιν εις σε έσονται γαρ ως ουκ όντες και ουκ έσονται οι αντιπολεμούντές σε |
13For I am thy God, who holdeth thy right hand, who saith to thee, | ότι εγώ ο θεός σου ο κρατών της δεξιάς σου ο λέγων σοι |
14Fear not, Jacob, and thou Israel few in number; I have helped thee, saith thy God, he that redeems thee, O Israel. | μη φόβου Ιακώβ ολιγοστός Ισραήλ εγώ εβοήθησά σοι λέγει ο θεός σου ο λυτρούμενός σε Ισραήλ |
15Behold, I have made thee as new saw-shaped threshing wheels of a waggon; and thou shalt thresh the mountains, and beat the hills to powder, and make them as chaff: | ιδού εποίησά σε ως τροχούς αμάξης αλοώντας καινούς πριστηροειδείς και αλοήσεις όρη και λεπτυνείς βουνούς και ως χουν θήσεις |
16and thou shalt winnow them, and the wind shall carry them away, and a tempest shall scatter them: but thou shalt rejoice in the holy ones of Israel. | και λικμήσεις και άνεμος λήψεται αυτούς και καταιγίς διασπερεί αυτούς συ δε ευφρανθήση εν τοις αγίοις Ισραήλ |
17And the poor and the needy shall exult; for when they shall seek water, and there shall be none, and their tongue is parched with thirst, I the Lord God, I the God of Israel will hear, and will not forsake them: | και αγαλλιάσονται οι πτωχοί και οι ενδεείς ζητήσουσι γαρ ύδωρ και ουκ έσται η γλώσσα αυτών από της δίψης εξηράνθη εγώ κύριος επακούσομαι ο θεός Ισραήλ και ουκ εγκαταλείψω αυτούς |
18but I will open rivers on the mountains, and fountains in the midst of plains: I will make the desert pools of water, and a thirsty land watercourses. | αλλ΄ ανοίξω επί των ορέων ποταμούς και εν μέσω πεδίων πηγάς ποιήσω την έρημον εις έλη υδάτων και την διψώσαν γην εν υδραγωγοίς |
19I will plant in the dry land the cedar and box, the myrtle and cypress, and white poplar: | θήσω εις την άνυδρον γην κέδρον και πύξον και μυρσίνην και κυπάρισσον και λεύκην |
20that they may see, and know, and perceive, and understand together, that the hand of the Lord has wrought these works, and the Holy One of Israel has displayed them. | ίνα ίδωσι και γνώσι και εννοηθώσι και επιστώνται άμα ότι χειρ κυρίου εποίησε ταύτα και ο άγιος του Ισραήλ κατέδειξεν |
21Your judgment draws nigh, saith the Lord God; your counsels have drawn nigh, saith the King of Jacob. | εγγίζει η κρίσις υμών λέγει κύριος ο θεός ήγγισαν αι βουλαί υμών λέγει ο βασιλεύς Ιακώβ |
22Let them draw nigh, and declare to you what things shall come to pass; or tell us what things were of old, and we will apply our understanding, and we shall know what are the last and the future things: | εγγισάτωσαν και αναγγειλάτωσαν υμίν α συμβήσεται η τα πρότερα τίνα ην είπατε και επιστήσομεν τον νουν και γνωσόμεθα α τα έσχατα και τα επερχόμενα |
23tell us, declare ye to us the things that are coming on at the last time, and we shall know that ye are gods: do good, and do evil, and we shall wonder, and see at the same time | είπατε ημίν αναγγείλατε τα επερχόμενα επ΄ εσχάτου και γνωσόμεθα ότι θεοί εστέ ευ ποιήσατε και κακώσατε και θαυμασόμεθα και οψόμεθα άμα |
24whence ye are, and whence is your works: they have chosen you an abomination out of the earth. | ότι πόθεν εστέ υμείς και πόθεν η εργασία υμών εκ γης βδέλυγμα εξελέξαντο υμάς |
25But I have raised up him that comes from the north, and him that comes from the rising of the sun: they shall be called by my name: let the princes come, and as potter's clay, and as a potter treading clay, so shall ye be trodden down. | εγώ δε ήγειρα τον από βορρά και τον αφ΄ ηλίου ανατολών κληθήσονται τω ονόματί μου ερχέσθωσαν άρχοντες και ως πηλός κεραμέως και ως κεραμεύς καταπατών τον πηλόν ούτω καταπατηθήσεσθε |
26For who will declare the things from the beginning, that we may know also the former things, and we will say that they are true? there is no one that speaks beforehand, nor anyone that hears your words. | τις γαρ αναγγελεί τα εξ αρχής ίνα γνώμεν και τα έμπροσθεν και ερούμεν ότι αληθή εστιν ουκ έστιν ο προλέγων ουδέ ο ακούων υμών τους λόγους |
27I will give dominion to Sion, and will comfort Jerusalem by the way. | αρχήν Σιών δώσω και Ιερουσαλήμ παρακαλέσω εις οδόν |
28For from among the nations, behold, there was no one; and of their idols there was none to declare anything: and if I should ask them, Whence are ye? they could not answer me. | από γαρ των εθνών ιδού ουθέν και από των ειδώλων αυτών ουκ ην ο αναγγέλλων και εάν ερωτήσω αυτούς πόθεν εστέ ου αποκριθώσί μοι |
29For these are your makers, as ye think, and they that cause you to err in vain. | εισί γαρ οι ποιούντες υμάς και μάτην πλανώντες υμάς |
Chapter 42
[edit]1Jacob is my servant, I will help him: Israel is my chosen, my soul has accepted him; I have put my Spirit upon him; he shall bring forth judgment to the Gentiles. | Ιακώβ ο παις μου αντιλήψομαι αυτού Ισραήλ ο εκλεκτός μου προσεδέξατο αυτόν η ψυχή μου δέδωκα το πνεύμά μου επ΄ αυτόν κρίσιν τοις έθνεσιν εξοίσει |
2He shall not cry, nor lift up his voice, nor shall his voice be heard without. | ου κεκράξεται ουδέ ανήσει ουδέ ακουσθήσεται έξω η φωνή αυτού |
3A bruised reed shall he not break, and smoking flax shall he not quench; but he shall bring forth judgment to truth. | κάλαμον συντεθλασμένον ου συντρίψει και λίνον καπνιζόμενον ου σβέσει αλλά εις αληθή εξοίσει κρίσιν |
4He shall shine out, and shall not be discouraged, until he have set judgment on the earth: and in his name shall the Gentiles trust. | αναλάμψει και ου θραυσθήσεται έως αν θη επί της γης κρίσιν και επί τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσιν |
5Thus saith the Lord God, who made the heaven, and established it; who settled the earth, and the things in it, and gives breath to the people on it, and spirit to them that tread on it: | ούτω λέγει κύριος ο θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και πήξας αυτόν στερεώσας την γην και τα εν αυτή και διδούς πνοήν τω λαώ τω επ΄ αυτής και πνεύμα τοις πατούσιν αυτήν |
6I the Lord God have called thee in righteousness, and will hold thine hand, and will strengthen thee: and I have given thee for the covenant of a race, for a light of the Gentiles: | εγώ κύριος ο θεός εκάλεσά σε εν δικαιοσύνη και κρατήσω της χειρός σου και ενισχύσω σε και έδώκα σε εις διαθήκην γένους εις φως εθνών |
7to open the eyes of the blind, to bring the bound and them that sit in darkness out of bonds and the prison-house. | ανοίξαι οφθαλμούς τυφλών εξαγαγείν εκ δεσμών δεδεμένους εξ οίκου φυλακής και καθημένους εν σκότει |
8I am the Lord God: that is my name: I will not give my glory to another, nor my praises to graven images. | εγώ κύριος ο θεός τούτό μου εστί το όνομα την δόξαν μου ετέρω ου δώσω ουδέ τας αρετάς μου τοις γλυπτοίς |
9Behold, the ancient things have come to pass, and so will the new things which I tell you: yea, before I tell them they are made known to you. | τα απ΄ αρχής ιδού ήκασι και καινά α εγώ αναγγελώ και προ του αναγγείλαι εδηλώθη υμίν |
10Sing a new hymn to the Lord: ye who are his dominion, glorify his name from the end of the earth: ye that go down to the sea, and sail upon it; the islands, and they that dwell in them. | υμνήσατε τω κυρίω ύμνον καινόν δοξάζετε το όνομα αυτού απ΄ άκρου της γης οι καταβαίνοντες εις την θάλασσαν και πλέοντες αυτήν αι νήσοι και οι κατοικούντες αυτάς |
11Rejoice, thou wilderness, and the villages thereof, the hamlets, and the dwellers in Kedar: the inhabitants of the rock shall rejoice, they shall shout from the top of the mountains. | ευφράνθητι έρημος και αι κώμαι αυτής επαύλεις και οι κατοικούντες Κηδάρ ευφρανθήσονται οι κατοικούντες πέτραν απ΄ άκρου των ορέων βοήσουσι |
12They shall give glory to God, and shall proclaim his praises in the islands. | δώσουσι τω θεώ δόξαν τας αρετάς αυτού εν ταις νήσοις απαγγελούσι |
13The Lord God of hosts shall go forth, and crush the war: he shall stir up jealousy, and shall shout mightily against his enemies. | κύριος ο θεός των δυνάμεων εξελεύσεται και συντρίψει πόλεμον επεγερεί ζήλον και βοήσεται επί τους εχθρούς αυτού μετά ισχύος |
14I have been silent: shall I also always be silent and forbear: I have endured like a travailing woman: I will now amaze and wither at once. | εσιώπησα απ΄ αιώνος μη και αεί σιωπήσομαι και ανέξομαι ως η τίκτουσα εκαρτέρησα εκστήσω και ξηρανώ άμα |
15I will make desolate mountains and hills, and will dry up all their grass; and I will make the rivers islands, and dry up the pools. | ερημώσω όρη και βουνούς και πάντα τον χόρτον αυτών ξηρανώ και θήσω ποταμούς εις νήσους και έλη ξηρανώ |
16And I will bring the blind by a way that they knew not, and I will cause them to tread paths which they have not known: I will turn darkness into light for them, and crooked things into straight. These things will I do, and will not forsake them. | και άξω τυφλούς εν οδώ η ουκ έγνωσαν και τρίβους ας ουκ ήδεισαν πατήσαι ποιήσω αυτούς ποιήσω αυτοίς σκότος εις φως και σκολία εις ευθεία ταύτα τα ρήματα ποιήσω αυτοίς και ουκ εγκαταλείψω αυτούς |
17But they are turned back: be ye utterly ashamed that trust in graven images, who say to the molten images, Ye are our gods. | αυτοί δε απεστράφησαν εις τα οπίσω αισχύνθητε αισχύνην οι πεποιθότες επί τοις γλυπτοίς οι λέγοντες τοις χωνευτοίς υμείς εστέ θεοί ημών |
18Hear, ye deaf, and look up, ye blind, to see. | οι κωφοί ακούσατε και οι τυφλοί αναβλέψατε ιδείν |
19And who is blind, but my servants? and deaf, but they that rule over them? yea, the servants of God have been made blind. | και τις τυφλός αλλ΄ οι παίδες μου και κωφοί αλλ΄ οι κυριεύοντες αυτών τις τυφλός ως ο απεσχηκώς και ετυφλώθησαν οι δούλοι του θεού |
20Ye have often seen, and have not taken heed; your ears have been opened, and ye have not heard. | είδετε πλεονάκις και ουκ εφυλαξάσθε ηνοιγμένα τα ώτα και ουκ ηκούσατε |
21The Lord God has taken counsel that he might be justified, and might magnify his praise. | κύριος ο θεός εβούλετο ίνα δικαιωθή και μεγαλύνη αίνεσιν |
22And I beheld, and the people were spoiled and plundered: for there is a snare in the secret chambers everywhere, and in the houses also, where they have hidden them: they became a spoil, and there was no one that delivered the prey, and there was none who said, Restore. | και είδον και εγένετο ο λαός πεπρονομευμένος και διηρπασμένος η γαρ παγίς εν τοις ταμείοις πανταχού και εν οίκοις άμα όπου έκρυψαν αυτούς εγένοντο εις προνομήν και ουκ ην ο εξαιρούμενος άρπαγμα και ουκ ην ο λέγων απόδος |
23Who is there among you that will give ear to these things? hearken ye to the things which are coming to pass. | τις εν υμίν ενωτιείται ταύτα ος εισακούσατε εις τα επερχόμενα |
24 For what did he give to Jacob up to spoil, and Israel to them that plundered him? Did not God do it against whom they sinned? and they would not walk in his ways, nor hearken to his law. | τις έδωκεν εις διαρπαγήν Ιακώβ και Ισραήλ τοις προνομεύουσιν ουχί ο θεός ω ημάρτοσαν και ουκ ηβούλοντο εν ταις οδοίς αυτού πορεύεσθαι ουδέ ακούειν του νόμου αυτού |
25So he brought upon them the fury of his wrath; and the war, and those that burnt round about them, prevailed against them; yet no one of them knew it, neither did they lay it to heart. | και επήγαγεν επ΄ αυτούς οργήν θυμού αυτού και κατίσχυσεν αυτούς πόλεμος και οι συμφλέγοντες αυτούς κύκλω και ουκ έγνωσαν έκαστος αυτών ουδέ έθεντο επί ψυχήν |
Chapter 43
[edit]1And now thus saith the Lord God that made thee, O Jacob, and formed thee, O Israel, Fear not: for I have redeemed thee, I have called thee by thy name; thou art mine. | και νυν ούτως λέγει κύριος ο θεός ο ποιήσας σε Ιακώβ και ο πλάσας σε Ισραήλ μη φοβού ότι ελυτρωσάμην σε εκάλεσά σε το όνομά σου εμός ει συ |
2And if thou pass through water, I am with thee; and the rivers shall not overflow thee: and if thou go through fire, thou shalt not be burned; the flame shall not burn thee. | και εάν διαβαίνης δι΄ ύδατος μετά σου ειμί και ποταμοί ου συγκλύσουσί σε και εάν διέλθης διά πυρός ου κατακαυθής φλοξ ου κατακαύσει σε |
3For I am the Lord thy God, the Holy One of Israel, that saves thee: I have made Egypt and Ethiopia thy ransom, and given Soene for thee. | ότι εγώ κύριος ο θεός σου ο άγιος Ισραήλ ο σώζων σε εποίησα άλλαγμά σου Αίγυπτον και Αιθιοπίαν και Σούηνην υπέρ σου |
4Since thou becamest precious in my sight, thou hast become glorious, and I have loved thee: and I will give men for thee, and princes for thy life. | αφ΄ ου έντιμος εγένου εναντίον εμού εδοξάσθης και εγώ ηγάπησά σε και δώσω ανθρώπους υπέρ σου και άρχοντας υπέρ της κεφαλής σου |
5Fear not; for I am with thee: I will bring thy seed from the east, and will gather thee from the west. | μη φοβού ότι μετά σου ειμι από ανατολών άξω το σπέρμα σου και από δυσμών συνάξω σε |
6I will say to the north, Bring; and to the south, Keep not back; bring my sons from the land afar off, and my daughters from the ends of the earth; | ερώ τω βορρά άγε και τω λιβί μη κώλυε άγε τους υιούς μου από γης πόρρωθεν και τας θυγατέρας μου απ΄ άκρων της γης |
7even all who are called by my name: for I have prepared him for my glory, and I have formed him, and have made him: | πάντας όσοι επικέκληνται τω ονόματί μου εν γαρ τη δόξη μου κατεσκεύασα αυτόν και έπλασα αυτόν και εποίησα αυτόν |
8and I have brought forth the blind people; for their eyes are alike blind, and they that have ears are deaf. | και εξήγαγον λαόν τυφλόν και οφθαλμοί εισιν ωσαύτως τυφλοί και κωφά τα ώτα έχοντες |
9All the nations are gathered together, and princes shall be gathered out of them: who will declare these things? or who will declare to you things from the beginning? let them bring forth their witnesses, and be justified; and let them hear, and declare the truth. | πάντα τα έθνη συνήχθησαν άμα και συναχθήσονται άρχοντες εξ αυτών τις αναγγελεί ταύτα η τα εξ αρχής τις αναγγελεί αγαγέτωσαν τους μάρτυρας αυτών και δικαιωθήτωσαν και ακουσάτωσαν και ειπάτωσαν αληθή |
10Be ye my witnesses, and I too am a witness, saith the Lord God, and my servant whom I have chosen: that ye may know, and believe, and understand that I am he: before me there was no other God, and after me there shall be none. | γίνεσθέ μοι μάρτυρες και εγώ μάρτυς λέγει κύριος ο θεός και ο παις μου ον εξελεξάμην ίνα γνώτε και πιστεύσητε και συνήτε ότι εγώ ειμι έμπροσθέν μου ουκ εγένετο άλλος θεός και μετ΄ εμέ ουκ έσται |
11I am God; and beside me there is no Saviour. | εγώ θεός και ουκ έστι πάρεξ εμού σώζων |
12I have declared, and have saved; I have reproached, and there was no strange god among you: ye are my witnesses, and I am the Lord God, | εγώ ανήγγειλα και έσωσα ωνείδισα και ουκ ην εν υμίν αλλότριος υμείς εμοί μάρτυρες και εγώ κύριος ο θεός |
13even from the beginning; and there is none that can deliver out of my hands: I will work, and who shall turn it back? | έτι απ΄ αρχής και ουκ έστιν ο εκ των χειρών μου εξαιρούμενος ποιήσω και τις αποστρέψει αυτό |
14Thus saith the Lord God that redeems you, the Holy One of Israel; for your sakes I will send to Babylon, and I will stir up all that flee, and the Chaldeans shall be bound in ships. | ούτως λέγει κύριος ο θεός ο λυτρούμενος υμάς ο άγιος του Ισραήλ ένεκεν υμών αποστελώ εις Βαβυλώνα και επεγερώ φεύγοντας πάντας και Χαλδαίοι εν πλοίοις δεθήσονται |
15I am the Lord God, your Holy One, who have appointed for Israel your king. | εγώ κύριος ο θεός ο άγιος υμών ο καταδείξας Ισραήλ βασιλέα υμών |
16Thus saith the Lord, who makes a way in the sea, and a path in the mighty water; | ότι τάδε λέγει κύριος ο διδούς εν θαλάσση οδόν και εν ύδατι ισχυρώ τρίβον |
17who brought forth chariots and horse, and a mighty multitude: but they have lain down, and shall not rise: they are extinct, as quenched flax. | ο εξαγαγών άρματα και ίππον και όχλον ισχυρόν αλλ΄ εκοιμήθησαν και ουκ αναστήσονται εσβέσθησαν ως λινόν εσβεσμένον |
18Remember ye not the former things, and consider not the ancient things. | μη μνημονεύετε τα πρώτα και τα αρχαία μη συλλογίζεσθε |
19Behold, I will do new things, which shall presently spring forth, and ye shall know them: and I will make a way in the wilderness, and rivers in the dry land. | ιδού εγώ ποιώ καινά α νυν ανατελεί και γνώσεσθε αυτά και ποιήσω εν τη ερήμω οδόν και εν τη ανύδρω ποταμούς |
20the beasts of the field shall bless me, the owls and young ostriches; for I have given water in the wilderness, and rivers in the dry land, to give drink to my chosen race, | ευλογήσουσί μου τα θηρία του αγρού σειρήνες και θυγατέρες στρουθών ότι έδωκα εν τη ερήμω ύδωρ και ποταμούς εν τη ανύδρω ποτίσαι το γένος μου το εκλεκτόν |
21my people whom I have preserved to tell forth my praises. | λαόν μου ον περιεποιησάμην τας αρετάς μου διηγείσθαι |
22I have not now called thee, O Jacob; neither have I made thee weary, O Israel. | ου νυν εκάλεσά σε Ιακώβ ουδέ κοπιάσαι σε εποίησα Ισραήλ |
23Thou hast not brought me the sheep of thy whole-burnt-offering; neither hast thou glorified me with thy sacrifices. I have not caused thee to serve with sacrifices, neither have I wearied thee with frankincense. | ουκ ήνεγκάς μοι πρόβατα σου της ολοκαρπώσεώς σου ουδέ εν ταις θυσίαις σου εδόξασάς με ουκ εδούλωσας εν θυσίαις ουδέ έγκοπον εποίησας σε εν λιβάνω |
24Neither hast thou purchased for me victims for silver, neither have I desired the fat of thy sacrifices: but thou didst stand before me in thy sins, and in thine iniquities. | ουδέ εκτήσω μοι θυσιασμα αργυρίου ουδέ το στέαρ των θυσιών σου επεθύμησα αλλ΄ εν ταις αμαρτίαις σου προέστης μου και εν ταις αδικίαις σου |
25 I, even I, am he that blots out thy transgressions for mine own sake, and thy sins; and I will not remember them. | εγώ ειμι εγώ ειμι αυτός ο εξαλείφων τας ανομίας σου ένεκεν εμου και τας αμαρτίας σου ου μνησθήσομαι |
26But do thou remember, and let us plead together: do thou first confess thy transgressions, that thou mayest be justified. | συ δε μνήσθητι και κριθώμεν άμα λέγε συ τας ανομίας σου πρώτος ίνα δικαιωθής |
27Your fathers first, and your princes have transgressed against me. | οι πατέρες υμών πρώτοι ήμαρτον και οι άρχοντες υμών ηνόμησαν εις εμέ |
28And the princes have defiled my sanctuaries: so I gave Jacob to enemies to destroy, and Israel to reproach. | και εμίαναν οι άρχοντες τα άγιά μου και έδωκα απολέσαι Ιακώβ και Ισραήλ εις ονειδισμόν |
Chapter 44
[edit]1But now hear, Jacob my servant; and Israel, whom I have chosen. | νυν δε άκουσον Ιακώβ ο παις μου και Ισραήλ ον εξελεξάμην |
2Thus saith the Lord God that made thee, and he that formed thee from the womb; Thou shalt yet be helped: fear not, my servant Jacob; and beloved Israel, whom I have chosen. | ούτως λέγει κύριος ο θεός ο κτίσας σε και πλάσας σε εκ κοιλίας έτι βοηθήση μη φοβού παις μου Ιακώβ και ο ηγαπημένος Ισραήλ ον εξελεξάμην |
3For I will give water to the thirsty that walk in a dry land: I will put my Spirit upon thy seed, and my blessings upon thy children: | ότι εγώ δώσω ύδωρ εν δίψη τοις πορευομένοις εν ανύδρω επιθήσω το πνεύμα μου επί το σπέρμα σου και τας ευλογίας μου επί τα τέκνα σου |
4and they shall spring up as grass between brooks, and as willows on the banks of running water. | και ανατελούσιν ως αναμέσον ύδατος χόρτος και ως ιτέα επί παραρρέον ύδωρ |
5One shall say, I am God's; and another shall call himself by the name of Jacob; and another shall write with his hand, I am God's, and shall call himself by the name of Israel. | ούτος ερεί το θεού ειμι και ούτος βοήσεται επί τω ονόματι Ιακώβ και έτερος επιγράψει χειρί αυτού του θεού ειμι και επί τω ονόματι Ισραήλ βοήσεται |
6Thus saith God the King of Israel, and the God of hosts that delivered him; I am the first, and I am hereafter: beside me there is no God. | ούτως λέγει ο θεός ο βασιλεύς Ισραήλ και ο ρυσάμενος αυτόν θεός σαβαώθ εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα πλην εμού ουκ έστι θεός |
7Who is like me? let him stand, and call, and declare, and prepare for me from the time that I made man for ever; and let them tell you the things that are coming before they arrive. | τις ώσπερ εγώ στήτω και καλεσάτω και αναγγειλάτω και ετοιμασάτω μοι αφ΄ ου εποίησα άνθρωπον εις τον αιώνα και τα επερχόμενα προ του ελθείν αναγγειλάτωσαν υμίν |
8Hide not yourselves, nor go astray: have ye not heard from the beginning, and have not I told you? ye are witnesses if there is a God beside me. | μη παρακαλύπτεσθε μηδέ πλανάσθε ουκ απ΄ αρχής ηνωτίσασθε και απήγγειλα υμίν μάρτυρες υμείς εστέ ει έστι θεός πλην εμού |
9But they that framed false gods did not then hearken; and they that graved images are all vain, performing their own desires, which shall not profit them, but they shall be ashamed | και ουκ ήκουσαν τότε οι πλάσσοντες και οι γλύφοντες πάντες μάταιοι ποιούντες τα καταθύμια αυτών α ουκ ωφελήσει αυτούς και μάρτυρες αυτών εισιν ουκ όψονται και ου γνώσονται ίνα αισχυνθώσι τις πλάσσει ισχυρόν και γλυπτόν χωνεύσει εις ανωφελή ιδού πάντες οι κοινωνούντες αυτώ αισχυνθήσονται |
10that form a god, and all that grave worthless things: | οι πλάσσοντες θεόν και γλύφοντες πάντες ανωφελή |
11and all by whom they were made are withered: yea, let all the deaf be gathered from among men, and let them stand together; and let them be ashamed and confounded together: | και πάντα όθεν εγένοντο εξηράνθησαν και κωφοί από ανθρώπων συναχθήτωσαν πάντες και στήτωσαν άμα και εντραπήτωσαν και αισχυνθήτωσαν άμα |
12For the artificer sharpens the iron; he fashions the idol with an axe, and fixes it with an awl, and fashions it with the strength of his arm: and he will be hungry and weak, and will drink no water. | ότι ώξυνε τέκτων σίδηρον σκεπάρνω ειργάσατο αυτό εν άνθραξι και εν τερέτρω έστησεν αυτό και ειργάσατο αυτό εν τω βραχίονι της ισχύος αυτού και πεινάσει και ασθενήσει και ου πίη ύδωρ |
13The artificer having chosen a piece of wood, marks it out with a rule, and fits it with glue, and makes it as the form of a man, and as the beauty of a man, to set it up in the house. | εκλεξάμενος τέκτων ξύλον έστησεν αυτό εν μέτρω και εμόρφωσεν αυτό εν παραγραφίδι εποίησεν αυτό εν παραγωνίσκοις και εν κόλλη ερρύθμισεν αυτό και εποίησεν αυτό ως μορφήν ανδρός και ως ωραιότητα ανθρώπου στήσαι αυτό εν οικίσκω |
14He cuts wood out of the forest, which the Lord planted, even a pine tree, and the rain made it grow, | ω έκοψε εαυτώ κέδρους και έλαβε αγριοβάλανον και δρύν και εκαρτέρωσεν αυτώ ξύλον εκ του δρυμού ο εφύτευσε κύριος πίτυν και υετός εμήκυνεν |
15that it might be for men to burn: and having taken part of it he warms himself; yea, they burn part of it, and bake loaves thereon; and of the rest they make for themselves gods, and they worship them. | ίνα η ανθρώποις εις καύσιν και λαβών απ΄ αυτού εθερμάνθη και καύσαντες έπεψαν άρτους επ΄ αυτώ το δε λοιπόν ειργάσαντο θεούς και προσκυνούσιν αυτοίς εποίησε αυτό γλυπτόν και κάμπτει αυτοίς |
16Half thereof he burns in the fire, and with half of it he bakes loaves on the coals; and having roasted flesh on it he eats, and is satisfied, and having warmed himself he says, I am comfortable, for I have warmed myself, and have seen the fire. | ου το ήμισυ αυτού κατέκαυσεν εν πυρί και επί του ημίσους κρέας έφαγεν οπτήσας ώπτησεν οπτόν και ενεπλήσθη και θερμανθείς είπεν ηδύ μοι ότι εθερμάνθην και είδον πυρ |
17And the rest he makes a graven god, and worships, and prays, saying, Deliver me; for thou art my God. | το δε λοιπόν εποίησεν εις θεόν γλυπτόν κάμπτει αυτώ και προσκυνεί και προσεύχεται λέγων εξελού με ότι θεός μου ει συ |
18They have no understanding to perceive; for they have been blinded so that they should not see with their eyes, nor perceive with their heart. | ουκ έγνωσαν φρονήσαι ότι απημαυρώθησαν του βλέπειν τοις οφθαλμοίς αυτών και του νοήσαι τη καρδία αυτών |
19And one has not considered in his mind, nor known in his understanding, that he has burnt up half of it in the fire, and baked loaves on the coals thereof and has roasted and eaten flesh, and of the rest of it he has made an abomination, and they worship it. | και ουκ ελογίσατο τη ψυχή ουδέ έγνω τη φρονήσει ότι το ήμισυ αυτού κατέκαυσεν εν πυρί και έπεψεν επί των ανθράκων αυτού άρτους και οπτήσας κρέας έφαγε και το λοιπόν αυτού εις βδέλυγμα εποίησε και προσκυνούσιν αυτώ |
20Know thou that their heart is ashes, and they err, and no one is able to deliver his soul: see, ye will not say, There is a lie in my right hand. | γνώθι ότι σποδός η καρδία αυτών και πλανώνται και ουδείς δύναται εξελέσθαι την ψυχήν αυτού ίδετε ουκ ερείτε ότι ψεύδος εν τη δεξιά μου |
21Remember these things, O Jacob and Israel; for thou art my servant; I have formed thee to be my servant: and do thou, Israel, not forget me. | μνήσθητι ταύτα Ιακώβ και Ισραήλ ότι παις μου ει συ έπλασά σε παίδά μου και συ Ισραήλ μη επιλανθάνου μου |
22For behold, I have blotted out as a cloud thy transgressions, and thy sin as darkness: turn to me, and I will redeem thee. | ιδού απήλειψα ως νεφέλην τας ανομίας σου και ως γνόφον τας αμαρτίας σου επιστράφητι προς με και λυτρώσομαί σε |
23Rejoice, ye heavens; for God has had mercy upon Israel: sound the trumpet, ye foundations of the earth: ye mountains, shout with joy, ye hills, and all the trees therein: for God has redeemed Jacob, and Israel shall be glorified. | ευφράνθητε ουρανοί ότι ηλέησεν ο θεός τον Ισραήλ σαλπίσατε τα θεμέλια της γης βοήσατε όρη ευφροσύνην οι βουνοί και πάντα τα ξύλα τα εν αυτοίς ότι ελυτρώσατο κύριος τον Ιακώβ και Ισραήλ δοξασθήσεται |
24Thus saith the Lord that redeems thee, and who formed thee from the womb, I am the Lord that performs all things: I stretched out the heaven alone, and established the earth. | ούτω λέγει κύριος ο λυτρούμενός σε και πλάσσων σε εκ κοιλίας εγώ κύριος ο συντελών πάντα εξέτεινα τον ουρανόν μόνος και εστερέωσα την γην |
25Who else will frustrate the tokens of those that have divining spirits, and prophecies from the heart of man? turning the wise back, and making their counsel foolishness; | τις έτερος διασκεδάσει σημεία εγγαστριμύθων και μαντείας από καρδίας αποστρέφων φρονίμους εις τα οπίσω και την βουλήν αυτών μωραίνων |
26and confirming the word of his servant, and verifying the counsel of his messengers: who says to Jerusalem, Thou shalt be inhabited; and to the cities of Idumea, Ye shall be built, and her desert places shall spring forth. | και ιστών ρήμα παιδός αυτού και την βουλήν των αγγέλων αυτού αληθεύων ο λέγων τη Ιερουσαλήμ κατοικηθήση και ταις πόλεσι της Ιουδαίας οικοδομηθήσεσθε και τα έρημα αυτής αναστήσω |
27Who says to the deep, Thou shalt be dried up, and I will dry up the rivers. | ο λέγων τη αβύσσω ερημωθήση και τους ποταμούς σου ξηρανώ |
28Who bids Cyrus be wise, and he shall perform all my will: who says to Jerusalem, Thou shalt be built, and I will lay the foundation of my holy house. | ο λέγων Κύρω φρονείν και πάντα τα θελήματά μου ποιήσει ο λέγων Ιερουσαλήμ οικοδομηθήση και τον οίκον τον άγιόν θεμελιώσω |
Chapter 45
[edit]1Thus saith the Lord God to my anointed Cyrus, whose right hand I have held, that nations might be obedient before him; and I will break through the strength of kings; I will open doors before him, and cities shall not be closed. | ούτω λέγει κύριος ο θεός τω χριστώ μου Κύρω ου εκράτησα της δεξιάς επακούσαι έμπροσθεν αυτού έθνη και ισχύν βασιλέων διαρρήξω ανοίξω έμπροσθεν αυτού θύρας και πύλαι ου συγκλεισθήσονται |
2I will go before thee, and will level mountains: I will break to pieces brazen doors, and burst iron bars. | εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω |
3And I will give thee the treasures of darkness, I will open to thee hidden, unseen treasures, that thou mayest know that I, the Lord thy God, that call thee by name, am the God of Israel. | και δώσω σοι θησαυρούς σκοτεινούς αποκρύφους αοράτους ανοίξω σοι ίνα γνως ότι εγώ κύριος ο θεός σου ο καλών το όνομά σου ο θεός Ισραήλ |
4For the sake of my servant Jacob, and Israel mine elect, I will call thee by thy name, and accept thee: but thou hast not known me. | ένεκεν του παιδός μου Ιακώβ και Ισραήλ του εκλεκτού μου εγώ καλέσω σε τω ονόματί σου και προσδέξομαί σε συ δε ουκ έγνως με |
5For I am the Lord God, and there is no other God beside me; I strengthened thee, and thou hast not known me. | ότι εγώ κύριος ο θεός και ουκ έστιν έτι πλην εμού ουκ έστι θεός ενίσχυσά σε και ουκ ήδεις με |
6That they that come from the east and they that come from the west may know that there is no God but me. I am the Lord God, and there is none beside. | ίνα γνώσιν οι απ΄ ανατολών ηλίου και οι από δυσμών ότι ουκ έστι πλην εμού εγώ κύριος ο θεός και ουκ έστιν έτι |
7I am he that prepared light, and formed darkness; who make peace, and create evil; I am the Lord God, that does all these things. | εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά εγώ κύριος ο θεός ο ποιών πάντα ταύτα |
8Let the heaven rejoice from above, and let the clouds rain righteousness: let the earth bring forth, and blossom with mercy, and bring forth righteousness likewise: I am the Lord that created thee. | ευφρανθήτω ο ουρανός άνωθεν και αι νεφέλαι ρανάτωσαν δικαιοσύνην ανατειλάτω η γη και βλαστήσατω έλεος και δικαιοσύνην βλαστησάτω άμα εγώ ειμι κύριος ο κτίσας σε |
9What excellent thing have I prepared as clay of the potter? Will the ploughman plough the earth all day? shall the clay say to the potter, What art thou doing that thou dost not work, nor hast hands? shall the thing formed answer him that formed it? | τι εποίησα βελτίων πηλόν κεραμέως μη ο αροτριών αροτριάσει την γην όλην την ημέραν μη ερεί ο πηλός τω κεραμεί τι ποιείς ότι ουκ εργάζη ουδέ έχεις χείρας |
10As though one should say to his father, What wilt thou beget me? and to his mother, What art thou bringing forth? | ουαί ο λέγων τω πατρί τι γεννήσεις και τη μητρί τι ωδίνεις |
11For thus saith the Lord God, the Holy One of Israel, who has formed the things that are to come, Enquire of me concerning my sons, and concerning the works of my hands command me. | ότι ούτως λέγει κύριος ο θεός ο άγιος Ισραήλ ο ποιήσας τα επερχόμενα ερωτήσατέ με περί των υιών μου και περί των έργων των χειρών μου εντελείσθέ μοι |
12I have made the earth, and man upon it: I with my hand have established the heaven; I have given commandment to all the stars. | εγώ εποίησα γην και άνθρωπον επ΄ αυτής εγώ τη χειρί μου εστερέωσα τον ουρανόν εγώ πάσι τοις άστροις ενετειλάμην |
13I have raised him up to be a king with righteousness, and all his ways are right: he shall build my city, and shall turn the captivity of my people, not for ransoms, nor for rewards, saith the Lord of hosts. | εγώ ηγειρα αυτόν μετά δικαιοσύνης βασιλέα και πάσαι αι οδοί αυτού ευθείαι ούτος οικοδομήσει την πόλιν μου και την αιχμαλωσίαν του λαού μου επιστρέψει ου μετά λύτρων ουδέ μετά δώρων είπε κύριος σαβαώθ |
14Thus saith the Lord of hosts, Egypt has laboured for thee; and the merchandise of the Ethiopians, and the Sabeans, men of stature, shall pass over to thee, and shall be thy servants; and they shall follow after thee bound in fetters, and shall pass over to thee, and shall do obeisance to thee, and make supplication to thee: because God is in thee; and there is no God beside thee, O Lord. | ούτως λέγει κύριος σαβαώθ εκοπίασεν Αίγυπτος και εμπορία Αιθιόπων και οι Σαβαείν άνδρες υψηλοί επί σε διαβήσονται και σοι έσονται δούλοι και οπίσω σου ακολουθήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις και διαβήσονται προς σε και προσκυνήσουσί σοι και εν σοι προσεύξονται ότι εν σοι ο θεός εστι και ουκ έστι θεός πλην σου |
15For thou art God, yet we knew it not, the God of Israel, the Saviour. | συ γαρ ει θεός και ουκ ήδειμεν θεός του Ισραήλ σωτήρ |
16All that are opposed to him shall be ashamed and confounded, and shall walk in shame: ye isles, keep a feast to me. | αισχυνθήσονται και εντραπήσονται πάντες οι αντικείμενοι αυτώ και πορεύσονται εν αισχύνη εγκαινίζεσθε προς με νήσοι |
17Israel is saved by the Lord with an everlasting salvation: they shall not be ashamed nor confounded for evermore. | Ισραήλ σώζεται υπό κυρίου σωτηρίαν αιώνιον ουκ αισχυνθήσονται ουδε εντραπώσιν έως του αιώνος έτι |
18Thus saith the Lord that made the heaven, this God that created the earth, and made it; he marked it out, he made it not in vain, but formed it to be inhabited: I am the Lord, and there is none beside. | ότι ούτως λέγει κύριος ο ποιήσας τον ουρανόν ούτος ο θεός ο καταδείξας την γην και ποιήσας αυτήν αυτός διώρισεν αυτήν ουκ εις κενόν εποίησεν αυτήν αλλά κατοικείσθαι έπλασεν αυτήν εγώ ειμι κύριος και ουκ έστιν έτι |
19I have not spoken in secret, nor in a dark place of the earth: I said not to the seed of Jacob, Seek vanity: I, even I, am the Lord, speaking righteousness, and proclaiming truth. | ουκ εν κρυφή λελάληκα ουδέ εν τόπω γης σκοτεινώ ουκ είπα τω σπέρματι Ιακώβ μάταιον ζητήσατε εγώ ειμι κύριος ο λαλών δικαιοσύνην και αναγγέλλων αλήθειαν |
20Assemble yourselves and come; take counsel together, ye that escape of the nations: they that set up wood, even their graven image, have no knowledge, nor they who pray to gods that do not save. | συνάχθητε και ήκετε βουλεύσασθε άμα οι σωζόμενοι από των εθνών ουκ έγνωσαν οι αίροντες το ξύλον γλύμμα αυτών και οι προσευχόμενοι προς θεούς οι ου σώζουσιν |
21If they will declare, let them draw nigh, that they may know together, who has caused these things to be heard from the beginning: then was it told you. I am God, and there is not another beside me; a just God and a Saviour; there is none but me. | οι αναγγέλουσιν εγγισάτωσαν ίνα γνώσιν άμα τις ακουστά εποίησε ταύτα απ΄ αρχής εκ τότε αναγγελλεί υμίν ουχί εγώ κύριος ο θεός ουκ έστιν άλλος πλην εμού δίκαιος και σωτήρ ουκ έστι παρεξεμού |
22Turn ye to me, and ye shall be saved, ye that come from the end of the earth: I am God, and there is none other. | επιστράφητε επ΄ εμέ και σωθήσεσθε οι απ΄ εσχάτου της γης εγώ ειμι ο θεός και ουκ έστιν άλλος |
23By myself I swear, righteousness shall surely proceed out of my mouth; my words shall not be frustrated; that to me every knee shall bend, and every tongue shall swear by God, | κατ΄ εμαυτού ομνύω ει εξελεύσεται εκ του στόματός μου δικαιοσύνη οι λόγοι μου ουκ αποστραφήσονται ότι εμοί κάμψει παν γόνυ και ομείται πάσα γλώσσα τον θεόν |
24saying, Righteousness and glory shall come to him: and all that remove them from their borders shall be ashamed. | λέγων δικαιοσύνη και δόξα προς αυτόν ήξει και αισχυνθήσονται πάντες οι διορίζοντες αυτούς από κυρίου |
25By the Lord shall they be justified, and in God shall all the seed of the children of Israel be glorified. | δικαιωθήσονται και εν τω θεώ ενδοξασθήσεται παν το σπέρμα των υιών Ισραήλ |
Chapter 46
[edit]1Bel has fallen, Nabo is broken to pieces, their graven images are gone to the wild beasts and the cattle: ye take them packed up as a burden to the weary, exhausted, hungry, and at the same time helpless man; | έπεσε Βηλ συνετρίβη Δαγών εγένετο τα γλυπτά αυτών εις θηρία και κτήνη αίρετε αυτά καταδεδεμένα ως φορτίον κοπιώντι εκλελυμένω |
2who will not be able to save themselves from war, but they themselves are led away captive. | και πεινώντι ουκ ισχύοντι άμα οι ου δυνήσονται σωθήναι από πολέμου αυτοί δε αιχμάλωτοι ήχθησαν |
3Hear me, O house of Jacob, and all the remnant of Israel, who are borne by me from the womb, and taught by me from infancy, even to old age: | ακούσατέ μου οίκος του Ιακώβ και παν το κατάλοιπον του Ισραήλ οι αιρόμενοι εκ κοιλίας και παιδευόμενοι εκ παιδίου |
4I am he; and until ye shall have grown old, I am he: I bear you, I have made, and I will relieve, I will take up and save you. | έως γήρως εγώ ειμι και έως αν καταγηράσητε εγώ ειμι εγώ ανέχομαι υμάς εγώ εποίησα και εγώ ανήσω εγώ αναλήψομαι και σώσω υμάς |
5To whom have ye compared me? see, consider, ye that go astray. | τίνι με ωμοιώσατε ίδετε τεχνάσασθε οι πλανώμενοι |
6They that furnish gold out of a purse, and silver by weight, will weigh it in a scale, and they hire a goldsmith and make idols, and bow down, and worship them. | και οι συμβαλλόμενοι χρυσίον εκ μαρσυππίου και αργύριον εν ζυγώ στήσουσιν εν σταθμώ και μισθωσάμενοι χρυσοχόον εποίησαν χειροποίητα και κύψαντες προσκυνούσιν αυτώ |
7They bear it upon the shoulder, and go; and if they put it upon its place, it remains, it cannot move: and whosoever shall cry to it, it cannot hear; it cannot save him from trouble. | αίρουσιν αυτό επί του ώμου και πορεύονται εάν δε θώσιν αυτό επί του τόπου αυτού μένει ου κινηθή και ος εάν βοήση προς αυτόν ου εισακούση από κακού ου σώση αυτόν |
8Remember ye these things, and groan: repent, ye that have gone astray, return in your heart; | μνήσθητε ταύτα και στενάξατε μετανοήσατε οι πεπλανημένοι επιστρέψατε τη καρδία |
9and remember the former things that were of old: for I am God, and there is none other beside me, | μνήσθητε τα πρότερα από του αιώνος ότι εγώ ειμι ο θεός και ουκ έστιν άλλος πλην εμού |
10telling beforehand the latter events before they come to pass, and they are accomplished together: and I said, all my counsel shall stand, and I will do all things that I have planned: | αναγγέλλων πρότερον τα έσχατα πριν αυτά γενέσθαι και συνετελέσθη και είπα πάσα η βουλή μου στήσεται και πάντα όσα βεβούλευμαι ποιήσω |
11calling a bird from the east, and from a land afar off, for the things which I have planned: I have spoken, and brought him; I have created and made him; I have brought him, and prospered his way. | καλών από ανατολών πετεινόν και από γης πόρρωθεν περί ων βεβούλευμαι και γε ελάλησα και γε ήγαγον έκτισα και εποίησα ήγαγον αυτόν και ευώδωσα την οδόν αυτού |
12Hearken to me, ye senseless ones, that are far from righteousness: | ακούσατέ μου οι απολωλεκότες την καρδίαν οι μακράν από της δικαιοσύνης |
13I have brought near my righteousness, and I will not be slow with the salvation that is from me: I have given salvation in Sion to Israel for glory. | ήγγισα την δικαιοσύνην μου ου μακρυνθή και την σωτηρίαν την παρ΄ εμού ου βραδύνω δέδωκα εν Σιών σωτηρίαν τω Ισραήλ εις δόξασμα |
Chapter 47
[edit]1Come down, sit on the ground, O virgin daughter of Babylon: sit on the ground, O daughter of the Chaldeans: for thou shalt no more be called tender and luxurious. | κατάβηθι κάθισον επί την γην παρθένος θύγατερ Βαβυλώνος κάθισον εις την γην ουκ έστι θρόνος θυγάτηρ Χαλδαίων ότι ουκέτι προσθήση κληθήναι απαλή και τρυφερά |
2Take a millstone, grind meal: remove thy veil, uncover thy white hairs, make bare the leg, pass through the rivers. | λάβε μύλον άλεσον άλευρον αποκάλυψαι το κατακάλυμμά σου αποκάλυψαι τας πολιάς αποκάλυψαι τας κνήμας διάβηθι ποταμούς |
3Thy shame shall be uncovered, thy reproaches shall be brought to light: I will exact of thee due vengeance, I will no longer deliver thee to men. | ανακαλυφθήσεται η αισχύνη σου φανήσονται οι ονειδισμοί σου το δίκαιον εκ σου λήψομαι ουκέτι μη παραδώ ανθρώποις |
4Thy deliverer is the Lord of hosts, the Holy One of Israel is his name. | ο ρυσάμενός σε κύριος σαβαώθ όνομα αυτώ άγιος Ισραήλ |
5Sit thou down pierced with woe, go into darkness, O daughter of the Chaldeans: thou shalt no more be called the strength of a kingdom. | κάθισον κατανενυγμένη είσελθε εις το σκότος θύγατερ Χαλδαίων ουκέτι μη κληθής ισχύς βασιλείας |
6I have been provoked with my people; thou hast defiled mine inheritance: I gave them into thy hand, but thou didst not extend mercy to them: thou madest the yoke of the aged man very heavy, | παρωξύνθην επί τω λαώ μου εμίανας την κληρονομίαν μου εγώ έδωκα αυτούς εις την χείρα σου συ δε ουκ έδωκας αυτοίς έλεος του πρεσβύτου εβάρυνας τον ζύγον σφόδρα |
7and saidst, I shall be a princess for ever: thou didst not perceive these things in thine heart, nor didst thou remember the latter end. | και είπας εις τον αιώνα έσομαι άρχουσα ουκ ενόησας ταύτα εν τη καρδία σου ουδέ εμνήσθης τα έσχατα |
8But now hear these words, thou luxurious one, who art the one that sits at ease, that is secure, that says in her heart, I am, and there is not another; I shall not sit a widow, neither shall I know bereavement. | νυν δε άκουε ταύτα τρυφερά η καθημένη η πεποιθύια η λέγουσα εν τη καρδία αυτής εγώ ειμι και ουκ έστιν ετέρα ου καθίσω χήρα ουδέ γνώσομαι ορφανίαν |
9But now these two things shall come upon thee suddenly in one day, the loss of children and widowhood shall come suddenly upon thee, for thy sorcery, for the strength of thine enchantments, | νυν δε ήξει επί σε τα δύο ταύτα εξαίφνης εν ημέρα μία ατεκνία και χηρεία ήξει εξαίφνης επί σε εν τη φαρμακεία σου εν τη ισχύϊ των επαοιδών σου σφόδρα |
10for thy trusting in wickedness: for thou saidst, I am, and there is not another: know thou, the understanding of these things and thy harlotry shall be thy shame; for thou saidst in thy heart, I am, and there is not another. | τη ελπίδι της πονηρίας σου συ γαρ είπας εγώ ειμι και ουκ έστιν ετέρα γνώθι ότι η σύνεσις τούτων και η πορνεία σου σοι έσται αισχύνη και είπας εν τη καρδία σου εγώ ειμι και ουκ έστιν ετέρα |
11And destruction shall come upon thee, and thou shalt not be aware; there shall be a pit, and thou shalt fall into it: and grief shall come upon thee, and thou shalt not be able to be clear; and destruction shall come suddenly upon thee, and thou shalt not know. | και ήξει επί σε απώλεια και ου γνως βόθυνον και εμπεσή εις αυτόν και ήξει επί σε ταλαιπωρία και ου δυνήση καθαρά γενέσθαι και ήξει επί σε εξαπίνης απώλεια και ου γνώση |
12Stand now with thine enchantments, and with the abundance of thy sorcery, which thou hast learned from thy youth; if thou canst be profited. | στήθι νυν εν ταις επαοιδαίς σου και εν τη πολλή φαρμακεία σου α εμάνθανες εκ νεότητός σου ει δυνήση ωφεληθήναι |
13Thou art wearied in thy counsels. Let now the astrologers of the heaven stand and deliver thee, let them that see the stars tell thee what is about to come upon thee. | κεκοπίακας εν ταις βουλαίς σου στήτωσαν δη και σωσάτωσάν σε οι αστρολόγοι του ουρανού οι ορώντες τους αστέρας αναγγειλάτωσάν σοι τι μέλλει έρχεσθαι επί σε |
14Behold, they all shall be burnt up as sticks in the fire; neither shall they at all deliver their life from the flame. Because thou hast coals of fire, sit thou upon them; | ιδού πάντες ως φρύγανα επί πυρί κατακαυθήσονται και ου εξέλωνται την ψυχήν αυτών εκ φλογός ότι έχεις άνθρακας πυρός κάθισαι επ΄ αυτούς |
15these shall be thy help. Thou hast wearied thyself with traffic from thy youth: every man has wandered to his own home, but thou shalt have no deliverance. | ούτοι έσονταί σοι βοήθεια εκοπίασας εν τη μεταβολή απο της νεότητός σου άνθρωπος καθ΄ εαυτόν επλανήθη σοι δε ουκ έσται σωτηρία |
Chapter 48
[edit]1Hear these words, ye house of Jacob, who are called by the name of Israel, and have come forth out of Juda, who swear by the name of the Lord God of Israel, making mention of it, but not with truth, nor with righteousness; | ακούσατε ταύτα οίκος Ιακώβ οι κεκλημένοι επί τω ονόματι Ισραήλ και εξ ύδατος Ιούδα εξελθόντες οι ομνύοντες τω ονόματι κυρίου θεού Ισραήλ μιμνησκόμενοι ου μετά αληθείας ουδέ μετά δικαιοσύνης |
2maintaining also the name of the holy city, and staying themselves on the God of Israel: the Lord of hosts is his name. The former things I have already declared; | και αντεχόμενοι τω ονόματι της πόλεως της αγίας και επί τω θεώ Ισραήλ αντιστηριζόμενοι κύριος σαβαώθ όνομα αυτώ |
3and they that have proceeded out of my mouth, and it became well known; I wrought suddenly, and the events came to pass. | τα πρότερα έτι ανήγγειλα και εκ του στόματός μου εξήλθε και ακουστόν εγένετο εξάπινα εποίησα και επήλθε |
4I know that thou art stubborn, and thy neck is an iron sinew, and thy forehead brazen. | γινώσκω ότι σκληρός ει και νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός σου και το μέτωπόν σου χαλκούν |
5And I told thee of old what should be before it came upon thee; I made it known to thee, lest thou shouldest say, My idols have done it for me; and shouldest say, My graven and molten images have commanded me. | και ανήγγειλά σοι πάλαι α πριν ελθείν επί σε ακουστόν σοι εποίησα μη ποτε είπης ότι τα είδωλά μου εποίησε και είπης ότι τα γλυπτά και τα χωνευτά ενετείλατό μοι |
6Ye have heard all this, but ye have not known: yet I have made known to thee the new things from henceforth, which are coming to pass, and thou saidst not, | ηκούσατε πάντα και υμείς ουκ έγνωτε αλλά και ακουστά σοι εποίησα τα καινά από του νυν α μέλλει γενέσθαι και ουκ είπας |
7Now they come to pass, and not formerly: and thou heardest not of them in former days: say not thou, Yea, I know them. | νυν γίνεται και ου πάλαι και ου προτέραις ημέραις και ουκ ήκουσας αυτά μη είπης ναι γινώσκω αυτά |
8Thou hast neither known, nor understood, neither from the beginning have I opened thine ears: for I knew that thou wouldest surely deal treacherously, and wouldest be called a transgressor even from the womb. | ούτε έγνως ούτε ηπίστω ούτε απ΄ αρχής ήνοιξά τα ώτα έγνων γαρ ότι αθετών αθετήσεις και άνομος έτι εκ κοιλίας κληθήση |
9For mine own sake will I shew thee my wrath, and will bring before thee my glorious acts, that I may not utterly destroy thee. | ένεκεν του εμού ονόματος δείξω σοι τον θυμόν μου και τα ένδοξά μου επάξω επί σε ίνα μη εξολοθρεύσω σε |
10Behold, I have sold thee, but not for silver; but I have rescued thee from the furnace of affliction. | ιδού πέπρακά σε ουχ ένεκεν αργυρίου εξειλάμην δε σε εκ καμίνου πτωχείας |
11For mine own sake I will do this for thee, because my name is profaned; and I will not give my glory to another. | ένεκεν εμού ποιήσω ότι το εμόν όνομα βεβηλούται και την δόξαν μου ετέρω ου δώσω |
12Hear me, O Jacob, and Israel whom I call; I am the first, and I endure for ever. | άκουέ μου Ιακώβ και Ισραήλ ον εγώ καλώ εγώ ειμι πρώτος και εγώ εις τον αιώνα |
13My hand also has founded the earth, and my right hand has fixed the sky: I will call them, and they shall stand together. | και η χειρ μου εθεμελίωσε την γην και η δεξιά μου εστερέωσε τον ουρανόν καλέσω εγώ αυτούς και στήσονται άμα |
14And all shall be gathered, and shall hear: who has told them these things? Out of love to thee I have fulfilled thy desire on Babylon, to abolish the seed of the Chaldeans. | και συναχθήσονται πάντες και ακούσονται τις αυτοίς ανήγγειλε ταύτα αγαπών σε εποίησα το θέλημά σου επί Βαβυλώνα άραι σπέρμα Χαλδαίων |
15I have spoken, I have called, I have brought him, and made his way prosperous. | εγώ ελάλησα και εγώ εκάλεσα ήγαγον αυτόν και ευώδωσα την οδόν αυτού |
16Draw nigh to me, and hear ye these words; I have not spoken in secret from the beginning: when it took place, there was I, and now the Lord, even the Lord, and his Spirit, hath sent me. | προσαγάγετε προς με και ακούσατε ταύτα ουκ απ΄ αρχής εν κρυφή λελάληκα ηνίκα εγένετο εκεί ήμην και νυν κύριος κύριος απέστειλέ με και το πνεύμα αυτού |
17Thus saith the Lord that delivered thee, the Holy One of Israel; I am thy God, I have shewn thee how thou shouldest find the way wherein thou shouldest walk. | ούτω λέγει κύριος ο ρυσάμενός σε ο άγιος Ισραήλ εγώ κύριος ο θεός σου δέδειχά σοι του ευρείν σε την οδόν εν η πορεύση εν αυτή |
18And if thou hadst hearkened to my commandments, then would thy peace have been like a river, and thy righteousness as a wave of the sea. | και ει ήκουσας των εντολών μου εγένετο αν ως ποταμός η ειρήνη σου και η δικαιοσύνη σου ως κύμα θαλάσσης |
19Thy seed also would have been as the sand, and the offspring of thy belly as the dust of the ground: neither now shalt thou by any means be utterly destroyed, neither shall thy name perish before me. | και εγένετο αν ωσεί άμμος το σπέρμα σου και τα έκγονα της κοιλίας σου ως χους της γης ουδέ νυν ου εξολοθρευθής ουδέ απολείται το όνομά σου ενώπιον εμού |
20Go forth of Babylon, thou that fleest from the Chaldeans: utter aloud a voice of joy, and let this be made known, proclaim it to the end of the earth; say ye, The Lord hath delivered his servant Jacob. | έξελθε εκ Βαβυλώνος φεύγων από των Χαλδαίων φωνήν ευφροσύνης αναγγείλατε και ακουστόν γενέσθω τούτο απαγγείλατε έως εσχάτου της γης λέγετε ερρύσατο κύριος τον δούλον αυτού Ιακώβ |
21And if they shall thirst, he shall lead them through the desert; he shall bring forth water to them out of the rock: the rock shall be cloven, and the water shall flow forth, and my people shall drink. | και εάν διψήσωσι δι΄ ερήμου άξει αυτούς ύδωρ εκ πέτρας εξάξει αυτοίς σχισθήσεται πέτρα και ρυήσεται ύδωρ και πίεται ο λαός μου |
22There is no joy, saith the Lord, to the ungodly. | ουκ έστι χαίρειν λέγει κύριος τοις ασεβέσιν |
Chapter 49
[edit]1Hearken to me, ye islands; and attend, ye Gentiles; after a long time it shall come to pass, saith the Lord: from my mother's womb he has called my name: | ακούσατε νήσοι και προσέχετε έθνη διά χρόνου πολλού στήσεται λέγει κύριος εκ κοιλίας μητρός μου εκάλεσε το όνομά μου |
2and he has made my mouth as a sharp sword, and he has hid me under the shadow of his hand; he has made me as a choice shaft, and he has hid me in his quiver; | και έθηκε το στόμα μου ως μάχαιραν οξείαν και υπό την σκέπην της χειρός αυτού έκρυψέ με έθηκέ με ωσεί βέλος εκλεκτόν και εν τη φαρέτρα αυτού έκρυψέ με |
3and said to me, Thou art my servant, O Israel, and in thee I will be glorified. | και είπε μοι δούλός μου ει συ Ισραήλ και εν σοι ενδοξασθήσομαι |
4Then I said, I have laboured in vain, I have given my strength for vanity and for nothing: therefore is my judgment with the Lord, and my labour before my God. | και εγώ είπα κενώς εκοπίασα εις μάταιον και εις ουδέν έδωκα την ισχύν μου διά τούτο η κρίσις μου παρά κύριον και ο πόνος μου εναντίον του θεού μου |
5And now, thus saith the Lord that formed me from the womb to be his own servant, to gather Jacob to him and Israel. I shall be gathered and glorified before the Lord, and my God shall be my strength. | και νυν ούτως λέγει κύριος ο πλάσας με εκ κοιλίας δούλον εαυτώ του συναγαγείν τον Ιακώβ προς αυτόν και Ισραήλ συναχθήσομαι και δοξασθήσομαι εναντίον κυρίου και ο θεός μου έσται ισχύς μου |
6And he said to me, It is a great thing for thee to be called my servant, to establish the tribes of Jacob, and to recover the dispersion of Israel: behold, I have given thee for the covenant of a race, for a light of the Gentiles, that thou shouldest be for salvation to the end of the earth. | και είπε μέγα σοι εστί του κληθήναι παίδά μου του στήσαι τας φυλάς Ιακώβ και την διασποράν του Ισραήλ επιστρέψαι ιδού δέδωκά σε εις διαθήκην γένους εις φως εθνών του ειναί σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης |
7Thus saith the Lord that delivered thee, the God of Israel, Sanctify him that despises his life, him that is abhorred by the nations that are the servants of princes: kings shall behold him, and princes shall arise, and shall worship him, for the Lord's sake: for the Holy One of Israel is faithful, and I have chosen thee. | ούτως λέγει κύριος ο ρυσάμενός σε ο θεός Ισραήλ αγιάσατε τον φαυλίζοντα την ψυχήν αυτού τον βδελυσσόμενον υπό των εθνών του δούλου των αρχόντων βασιλείς όψονται αυτόν και αναστήσονται άρχοντες και προσκυνήσουσιν αυτώ ένεκεν κυρίου ότι πιστός εστιν ο άγιος Ισραήλ και εξελεξάμην σε |
8Thus saith the Lord, In an acceptable time have I heard thee, and in a day of salvation have I succored thee: and I have formed thee, and given thee for a covenant of the nations, to establish the earth, and to cause to inherit the desert heritages: | ούτως λέγει κύριος καιρώ δεκτώ επήκουσά σου και εν ημέρα σωτηρίας εβοήθησά σοι και έπλασά σε και έδωκά σε εις διαθήκην εθνών του καταστήσαι την γην και κληρονομήσαι κληρονομίας ερήμους |
9saying to them that are in bonds, Go forth; and bidding them that are in darkness shew themselves. They shall be fed in all the ways, and in all the paths shall be their pasture. | λέγοντα τοις εν δεσμοίς εξέλθετε και τοις εν τω σκότει ανακαλυφθήναι εν πάσαις ταις οδοίς βοσκηθήσονται και εν πάσαις ταις τρίβοις η νομή αυτών |
10 They shall not hunger, neither shall they thirst; neither shall the heat nor the sun smite them; but he that has mercy on them shall comfort them, and by fountains of waters shall he lead them. | ου πεινάσουσιν ουδέ διψήσουσιν ουδέ πατάξει αυτούς καύσων ουδέ ήλιος αλλ΄ ος ελεεί αυτούς παρακαλέσει αυτούς και διά πηγών υδάτων άξει αυτούς |
11And I will make every mountain a way, and every path a pasture to them. | και θήσω παν όρος εις οδόν και πάσαν τρίβον εις βόσκημα αυτοίς |
12Behold, these shall come from far: and these from the north and the west, and others from the land of the Persians. | ιδού ούτοι πόρρωθεν ήξουσιν ούτοι από βορρά και θαλάσσης άλλοι δε εκ γης Περσών |
13Rejoice, ye heavens; and let the earth be glad: let the mountains break forth with joy; for the Lard has had mercy on his people, and has comforted the lowly ones of his people. | ευφραίνεσθε ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη ρηξάτωσαν τα όρη ευφροσύνην ότι ηλέησεν ο θεός τον λαόν αυτού και τους ταπεινούς του λαού αυτού παρεκάλεσεν |
14But Sion said, The Lord has forsaken me, and, The Lord has forgotten me. | είπεν Σιών εγκατέλιπέ με κύριος και ο κύριος επελάθετό μου |
15Will a woman forget her child, so as not to have compassion upon the offspring of her womb? but if a woman should even forget these, yet I will not forget thee, saith the Lord. | μη επιλήσεται γυνή του παιδός αυτής η του μη ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής ει ταύτα επιλάθοιτο γυνή αλλ΄ εγώ ουκ επιλήσομαί σου λέγει κύριος |
16Behold, I have painted thy walls on my hands, and thou art continually before me. | ιδού επί των χειρών μου εζωγράφησά σου τα τείχη και ενώπιόν μου ει διαπαντός |
17And thou shalt soon be built by those by whom thou were destroyed, and they that made thee desolate shall go forth of thee. | και ταχύ οικοδομηθηση υφ ων καθηρέθης και οι ερημώσαντές σε εξελεύσονται εκ σου |
18Lift up thine eyes round about, and look on them all; behold, they are gathered together, and are come to thee. As I live, saith the Lord, thou shalt clothe thyself with them all as with an ornament, and put them on as a bride her attire. | άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου και ίδε πάντας ιδού συνήχθησαν και ήλθοσαν προς σε ζω εγώ λέγει κύριος ότι πάντας αυτούς ως κόσμον ενδύση και περιθήση αυτούς ως κόσμον νύμφη |
19For thy desert and marred and ruined places shall now be too narrow by reason of the inhabitants, and they that devoured thee shall be removed far from thee. | ότι τα έρημά σου και τα διεφθαρμένα και τα πεπτωκότα ότι νυν στενοχωρήση από των κατοικούντων και μακρυνθήσονται από σου οι καταπίνοντες σε |
20For thy sons whom thou hast lost shall say in thine ears, The place is too narrow for me: make room for me that I may dwell. | ερούσι γαρ εις τα ώτά σου οι υιοί σου ους απολώλεκας στενός μοι ο τόπος ποίησόν μοι τόπον ίνα κατοικήσω |
21And thou shalt say in thine heart, Who has begotten me these? whereas I was childless, and a widow; but who has brought up these for me? and I was left alone; but whence came these to me? | και ερείς εν τη καρδία σου τις εγέννησέ μοι τούτους εγώ δε άτεκνος και χήρα πάροικος και εγκεκλεισμένη τούτους δε τις εξέθρεψέ μοι εγώ δε κατελείφθην μόνη ούτοι δε μοι που ήσαν |
22Thus saith the Lord, even the Lord, Behold, I lift up mine hand to the nations, and I will lift up my signal to the islands: and they shall bring thy sons in their bosom, and shall bear thy daughters on their shoulders. | ούτως λέγει κύριος κύριος ιδού αίρω εις τα έθνη την χείρά μου και εις τας νήσους αρώ σύσσημόν μου και άξουσι τους υιούς σου εν κόλπω τας δε θυγατέρας σου επ΄ ώμων αρούσι |
23And kings shall be thy nursing fathers, and their princesses thy nurses, they shall bow down to thee on the face of the earth, and shall lick the dust of thy feet; and thou shalt know that I am the Lord, and they that wait on me shall not be ashamed. | και έσονται βασιλείς τιθηνοί σου αι δε άρχουσαι αυτών τροφοί σου επί πρόσωπον της γης προσκυνήσουσί σοι και τον χουν των ποδών σου λείξουσι και γνώση ότι εγώ κύριος και ουκ αισχυνθήσονται οι υπομένοντές με |
24Will any one take spoils from a giant? and if one should take a man captive unjustly, shall he be delivered? | μη λήψεταί τις παρά γίγαντος σκύλα και εάν αιχμαλωτεύση τις αδίκως σωθήσεται |
25For thus saith the Lord, If one should take a giant captive, he shall take spoils, and he who takes them from a mighty man shall be delivered: for I will plead thy cause, and I will deliver thy children. | ότι ούτω λέγει κύριος εάν τις αιχμαλωτεύση γίγαντα λήψεται σκύλα λαμβάνων δε παρά ισχύοντος σωθήσεται εγώ δε την κρίσιν σου κρινώ και εγώ τους υιούς σου ρύσομαι |
26And they that afflicted thee shall eat their own flesh; and they shall drink their own blood as new wine, and shall be drunken: and all flesh shall perceive that I am the Lord that delivers thee, and that upholds the strength of Jacob. | και φάγονται οι θλίψαντές σε τας σάρκας αυτών και πίονται ως οίνον νέον το αίμα αυτών και μεθυσθήσονται και αισθανθήσεται πάσα σαρξ ότι εγώ κύριος ο ρυσάμενός σε και αντιλαμβανόμενος ισχύος Ιακώβ |
Chapter 50
[edit]1Thus saith the Lord, Of what kind is your mother's bill of divorcement, by which I put her away? or to which debtor have I sold you? Behold, ye are sold for your sins, and for your iniquities have I put your mother away. | ούτως λέγει κύριος ποίον τούτο βιβλίον του αποστασίου της μητρός υμών ω εξαπέστειλα αυτήν η τίνι υπόχρεω των πρασσόντων με πέπρακα υμάς αυτώ ιδού ταις αμαρτίαις υμών επράθητε και ταις ανομίαις υμών εξαπέστειλα την μητέρα υμών |
2Why did I come, and there was no man? why did I call, and there was none to hearken? Is not my hand strong to redeem? or can I not deliver? behold, by my rebuke I will dry up the sea, and make rivers a wilderness; and their fish shall be dried up because there is no water, and shall die for thirst. | τι ότι ήλθον και ουκ ην άνθρωπος εκάλεσα και ουκ ην ο υπακούων μη ισχύει η χειρ μου του ρύσασθαι η ουκ ισχύω του εξελέσθαι ιδού τω ελεγμώ μου εξερημώσω την θάλασσαν και θήσω ποταμούς ερήμους και ξηρανθήσονται οι ιχθύες αυτών από του μη είναι ύδωρ και αποθανούνται εν δίψει |
3I will clothe the sky with darkness, and will make its covering as sackcloth. | ενδύσω τον ουρανόν σκότος και ως σάκκον θήσω το περιβόλαιον αυτού |
4 The Lord even God gives me the tongue of instruction, to know when it is fit to speak a word: he has appointed for me early, he has given me an ear to hear: | κύριος κύριος δίδωσί μοι γλώσσαν παιδείας του γνώναι ηνίκα δει ειπείν λόγον έθηκέ με πρωϊ πρωϊ προσέθηκέ μοι ωτίον ακούειν |
5and the instruction of the Lord, even the Lord, opens mine ears, and I do not disobey, nor dispute. | και η παιδεία κυρίου ανοίγει μου τα ώτα εγώ δε ουκ απειθώ ουδέ αντιλέγω |
6I gave my back to scourges, and my cheeks to blows; and I turned not away my face from the shame of spitting: | τον νώτόν μου δέδωκα εις μάστιγας τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα το δε πρόσωπόν μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων |
7but the Lord God became my helper; therefore I was not ashamed, but I set my face as a solid rock; and I know that I shall never be ashamed, | και κύριος κύριος βοηθός μοι εγενήθη διά τούτο ουκ ενετράπην αλλ΄ έθηκα το πρόσωπόν μου ως στερεάν πέτραν και έγνων ότι ου αισχυνθώ |
8for he that has justified me draws near; who is he that pleads with me? let him stand up against me at the same time: yea, who is he that pleads with me? let him draw nigh to me. | ότι εγγίζει ο δικαιώσας με τις ο κρινόμενός μοι αντιστήτω μοι άμα και τις ο κρινόμενός μοι εγγισάτω μοι |
9Behold, the Lord, the Lord, will help me; who will hurt me? behold, all ye shall wax old as a garment, and a moth shall devour you. | ιδού κύριος βοηθήσει μοι τις κακώσει με ιδού πάντες υμείς ως ιμάτιον παλαιωθήσεσθε και ως σης καταφάγεται υμάς |
10Who is among you that fears the Lord? let him hearken to the voice of his servant: ye that walk in darkness, and have no light, trust in the name of the Lord, and stay upon God. | τις εν υμίν ο φοβούμενος τον κύριον υπακουσάτω της φωνής του παιδός αυτού οι πορευόμενοι εν σκότει και ουκ έστιν αυτοίς φως πεποίθατε επί τω ονόματι κυρίου και αντιστηρίσασθε επί τω θεώ |
11Behold, ye all kindle a fire, and feed a flame: walk in the light of your fire, and in the flame which ye have kindled. This has happened to you for my sake; ye shall lie down in sorrow. | ιδού πάντες υμείς πυρ καίετε και κατισχύετε φλόγα πορεύεσθε τω φωτί του πυρός υμών και τη φλογί η εξεκαύσατε δι΄ εμέ εγένετο ταύτα υμίν εν λύπη κοιμηθήσεσθε |
Chapter 51
[edit]1Hearken to me, ye that follow after righteousness, and seek the Lord: look to the solid rock, which ye have hewn, and to the hole of the pit which ye have dug. | ακούσατέ μου οι διώκοντες το δίκαιον και ζητούντες τον κύριον εμβλέψατε εις την στερεάν πέτραν ην ελατομήσατε και εις τον βόθυνον του λάκκου ον ωρύξατε |
2Look to Abraam your father, and to Sarrha that bore you: for he was alone when I called him, and blessed him, and loved him, and multiplied him. | εμβλέψατε εις Αβραάμ τον πατέρα υμών και εις Σάρραν την ωδίνουσαν υμάς ότι εις ην και εκάλεσα αυτόν και ευλόγησα αυτόν και ηγάπησα αυτόν και επλήθυνα αυτόν |
3And now I will comfort thee, O Sion: and I have comforted all her desert places; and I will make her desert places as a garden, and her western places as the garden of the Lord; they shall find in her gladness and exultation, thanksgiving and the voice of praise. | και σε νυν παρακαλέσω Σιών και παρεκάλεσα πάντα τα έρημα αυτής και θήσω το έρημα αυτής ως παράδεισον και τα προς δυσμαίς αυτής ως παράδεισον κυρίου ευφροσύνην και αγαλλίαμα ευρήσουσιν εν αυτή εξομολόγησιν και φωνήν αινέσεως |
4Hear me, hear me, my people; and ye kings, hearken to me: for a law shall proceed from me, and my judgment shall be for a light of the nations. | ακούσατέ μου ακούσατέ μου λαός μου και οι βασιλείς προς με ενωτίσασθε ότι νόμος παρ΄ εμού εξελεύσεται και η κρίσις μου εις φως εθνών |
5My righteousness speedily draws nigh, and my salvation shall go forth as light, and on mine arm shall the Gentiles trust: the isles shall wait for me, and on mine arm shall they trust. | εγγίζει ταχύ η δικαιοσύνη μου και εξελεύσεται ως φως το σωτήριόν μου και εις τον βραχίονά μου ελπιούσιν εμέ νήσοι υπομενούσι και εις τον βραχιονά μου ελπιούσιν |
6Lift up your eyes to the sky, and look on the earth beneath: for the sky was darkened like smoke, and the earth shall wax old like a garment, and the inhabitants shall die in like manner: but my righteousness shall not fail. | άρατε εις τον ουρανόν τους οφθαλμούς υμών και εμβλέψατε εις την γην κάτω ότι ο ουρανός ως καπνός εστερεώθη η δε γη ως ιμάτιον παλαιωθήσεται οι δε κατοικούντες ώσπερ ταύτα αποθανούνται το δε σωτήριόν μου εις τον αιώνα έσται η δε δικαιοσύνη μου ου εκλείπη |
7Hear me, ye that know judgment, the people in whose heart is my law: fear not the reproach of men, and be not overcome by their contempt. | ακούσατέ μου οι ειδότες κρίσιν λαός ου ο νόμος μου εν τη καρδία αυτών μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε |
8For as a garment will be devoured by time, and as wool will be devoured by a moth, so shall they be consumed; but my righteousness shall be for ever, and my salvation for all generations. | ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου και ως έρια βρωθήσεται υπό σητός η δε δικαιοσύνη μου εις τον αιώνα έσται το δε σωτήριόν μου εις γενεάς γενεών |
9Awake, awake, O Jerusalem, and put on the strength of thine arm; awake as in the early time, as the ancient generation. | εξεγείρου εξεγείρου Ιερουσαλήμ και ένδυσαι την ισχύν του βραχίονός σου εξεγείρου ως εν αρχή ημέρας ως γενεά αιώνος ου συ ει η λατομήσασα πλάτος διαρρήξασα δράκοντα |
10Art thou not it that dried the sea, the water, even the abundance of the deep; that made the depths of the sea a way of passage for the delivered and redeemed? | ου συ ει η ερημούσα θάλασσαν ύδωρ αβύσσου πλήθος η θείσα τα βάθη της θαλάσσης οδόν διαβάσεως ρυομένοις |
11for by the help of the Lord they shall return, and come to Sion with joy and everlasting exultation, for praise and joy shall come upon their head: pain, and grief, and groaning, have fled away. | και λελυτρωμένοις υπο γαρ κυρίου αποστραφήσονται και ήξουσιν εις Σιών μετ΄ ευφροσύνης και αγαλλιάματος αιωνίου επί κεφαλής γαρ αυτών αίνεσις και ευφροσύνη καταλήψεται αυτούς απέδρα οδύνη και λύπη και στεναγμός |
12I, even I, am he that comforts thee: consider who thou art, that thou wast afraid of mortal man, and of the son of man, who are withered as grass. | εγώ ειμι εγώ ειμι αυτός ο παρακαλών σε γνώθι τις ούσα ίνα φοβηθής από ανθρώπου θνητού και από υιόυ ανθρώπου οι ωσεί χόρτος εξηράνθησαν |
13And thou hast forgotten God who made thee, who made the sky and founded the earth; and thou wert continually afraid because of the wrath of him that afflicted thee: for whereas he counselled to take thee away, yet now where is the wrath of him that afflicted thee? | και επελάθου θεόν τον ποιήσαντά σε τον ποιήσαντα τον ουρανόν και θεμελιώσαντα την γην και φοβού αεί πάσας τας ημέρας το πρόσωπον του θυμού του θλίβοντός σε ον τρόπον εβουλεύσατο του άραι σε και νυν που ο θυμός του θλίβοντός σε |
14For in thy deliverance he shall not halt, nor tarry; | εν γαρ τω σώζεσθαί σε ου στήσεται ουδέ χρονιεί και ου θανατώσει εις διαφθοράν και ου υστερήσει ο άρτος αυτού |
15for I am thy God, that troubles the sea, and causes the waves thereof to roar: the Lord of hosts is my name. | ότι εγώ ο θεός σου ο ταράσσων την θάλασσαν και ηχών τα κύματα αυτής κύριος σαβαώθ όνομά μοι |
16I will put my words into thy mouth, and I will shelter thee under the shadow of mine hand, with which I fixed the sky, and founded the earth: and the Lord shall say to Sion, Thou art my people. | θήσω τους λόγους μου εις το στόμα σου και υπό την σκιάν χειρός μου σκεπάσω σε εν η έστησα τον ουρανόν και εθεμελίωσα την γην και ερεί Σιών λαός μου ει συ |
17Awake, awake, stand up, O Jerusalem, that hast drunk at the hand of the Lord the cup of his fury: for thou hast drunk out and drained the cup of calamity, the cup of wrath: | εξεγείρου εξεγείρου ανάστηθι Ιερουσαλήμ η πιούσα εκ χειρός κυρίου το ποτήριον του θυμού αυτού το ποτήριον γαρ της πτώσεως το κόνδυ του θυμού εξέπιες και εξεκένωσας |
18and there was none to comfort thee of all the children whom thou borest; and there was none to take hold of thine hand, not even of all the children whom thou has reared. | και ουκ ην ο παρακαλών σε από πάντων των τέκνων ων έτεκες και ουκ ην ο αντιλαμβανόμενος της χειρός σου ουδέ από πάντων των υιών σου ων ύψωσας |
19Wherefore these things are against thee; who shall sympathize with thee in thy grief? downfall, and destruction, famine, and sword: who shall comfort thee? | διό ταύτα αντικείμενά σοι τις συλλυπηθήσεται σοι πτώμα και σύντριμμα λιμός και μάχαιρα τις παρακαλέσει σε |
20Thy sons are the perplexed ones, that sleep at the top of every street as a half-boiled beet; they that are full of the anger of the Lord, caused to faint by the Lord God. | οι υιοί σου οι απορούμενοι οι καθεύδοντες επ΄ άκρου πασών εξόδων ως σεύτλιον ημίεφθον οι πλήρεις θυμού κυρίου εκλελυμένοι από κυρίου του θεού |
21Therefore hear, thou afflicted one, and drunken, but not with wine; | διά τούτο άκουε τεταπεινωμένη και μεθύουσα ουκ από οίνου |
22thus saith the Lord God that judges his people, Behold, I have taken out of thine hand the cup of calamity, the cup of my wrath; and thou shalt not drink it any more. | ούτω λέγει κύριος ο θεός ο κρίνων τον λαόν αυτού ιδού είληφα εκ της χειρός σου το ποτήριον της πτώσεως το κόνδυ του θυμού μου και ου προσθήση πιείν αυτό έτι |
23And I will give it into the hands of them that injured thee, and them that afflicted thee; who said to thy soul, Bow down, that we may pass over: and thou didst level thy body with the ground to them passing by without. | και δώσω αυτό εις τας χείρας των αδικησάντων σε και των ταπεινωσάντων σε οι είπαν τη ψυχή σου κύψον ίνα παρέλθωμεν και έθηκας ίσα τη γη τα μέσα σου έξω τοις παραπορευομένοις |
Chapter 52
[edit]1Awake, awake, Sion; put on thy strength, O Sion; and o thou put on thy glory, Jerusalem the holy city: there shall no more pass through thee, the uncircumcised and unclean. | εξεγείρου εξεγείρου Σιών ένδυσαι την ισχύν σου Σιών και συ ένδυσαι την δόξαν σου Ιερουσαλήμ πόλις η αγία ουκέτι προστεθήσεται διελθείν διά σου απερίτμητος και ακάθαρτος |
2Shake off the dust and arise; sit down, Jerusalem: put off the band of thy neck, captive daughter of Sion. | εκτίναξαι τον χουν και ανάστηθι κάθισον Ιερουσαλήμ έκδυσαι τον δεσμόν του τραχήλου σου η αιχμάλωτος θυγάτηρ Σιών |
3For thus saith the Lord, Ye have been sold for nought; and ye shall not be ransomed with silver. | ότι τάδε λέγει κύριος δωρεάν επράθητε και ου μετά αργυρίου λυτρωθήσεσθε |
4Thus saith the Lord, My people went down before to Egypt to sojourn there; and were carried away forcibly to the Assyrians. | ότι ούτως λέγει κύριος κύριος εις Αίγυπτον κατέβη ο λαός μου το πρότερον παροικήσαι εκεί και εις Ασσυρίους βία ήχθησαν |
5And now why are ye here? Thus saith the Lord, Because my people was taken for nothing, wonder ye and howl. Thus saith the Lord, On account of you my name is continually blasphemed among the Gentiles. | και νυν τι έσται ώδε τάδε λέγει κύριος ότι ελήφθη ο λαός μου δωρεάν θαυμάζετε και ολολύζετε τάδε λέγει κύριος δι΄ υμάς διαπαντός το όνομά μου βλασφημείται εν τοις έθνεσι |
6Therefore shall my people know my name in that day, for I am he that speaks: I am present, | διά τούτο γνώσεται ο λαός μου το όνομά μου διά τούτο εν τη ημέρα εκείνη ότι εγώ ειμι αυτός ο λαλών πάρειμι |
7as a season of beauty upon the mountains, as the feet of one preaching glad tidings of peace, as one preaching good news: for I will publish thy salvation, saying, O Sion, thy God shall reign. | ως ώρα επί των ορέων ως πόδες ευαγγελιζόμενου ακοήν ειρήνης ως ευαγγελιζομένου αγαθά ότι ακουστήν ποιήσω την σωτηρίαν σου λέγων Σιών βασιλεύσει ο θεός σου |
8For the voice of them that guard thee is exalted, and with the voice together they shall rejoice: for eyes shall look to eyes, when the Lord shall have mercy upon Sion. | φωνή των φυλασσόντων σε υψώθη και τη φωνή άμα ευφρανθήσονται ότι οφθαλμοί προς οφθαλμούς όψονται ηνίκα αν ελεήση κύριος την Σιών |
9Let the waste places of Jerusalem break forth in joy together, because the Lord has had mercy upon her, and has delivered Jerusalem. | ρηξάτω ευφροσύνην άμα τα έρημα Ιερουσαλήμ ότι ηλέησε κύριος αυτήν και ερρύσατο Ιερουσαλήμ |
10And the Lord shall reveal his holy arm in the sight of all the nations; and all the ends of the earth shall see the salvation that comes from our God. | και αποκαλύψει κύριος τον βραχίονα τον άγιον αυτού ενώπιον πάντων των εθνών και όψονται πάντα τα άκρα της γης την σωτηρίαν την παρά του θεού ημών |
11 Depart ye, depart, go out from thence, and touch not the unclean thing; go ye out from the midst of her; separate yourselves, ye that bear the vessels of the Lord. | απόστητε απόστητε εξέλθετε εκείθεν και ακαθάρτου μη άπτεσθε εξέλθετε εκ μέσου αυτού αφορίσθητε οι φέροντες τα σκεύη κυρίου |
12For ye shall not go forth with tumult, neither go by flight: for the Lord shall go first in advance of you; and the God of Israel shall be he that brings up your rear. | ότι ου μετά ταραχής εξελεύσεσθε ουδέ φυγή πορεύσεσθε προπορεύσεται γαρ πρότερος υμών κύριος και ο επισυνάγων υμάς ο θεός Ισραήλ |
13Behold, my servant shall understand, and be exalted, and glorified exceedingly. | ιδού συνήσει ο παίς μου και υψωθήσεται και δοξασθήσεται και μετεωρισθήσεται σφόδρα |
14As many shall be amazed at thee, so shall thy face be without glory from men, and thy glory shall not be honoured by the sons of men. | ον τρόπον εκστήσονται επί σε πολλοί ούτως αδοξήσει από των ανθρώπων το ειδός σου και η δόξα σου από υιών ανθρώπων |
15Thus shall many nations wonder at him; and kings shall keep their mouths shut: for they to whom no report was brought concerning him, shall see; and they who have not heard, shall consider. | ούτω θαυμάσονται έθνη πολλά επ΄ αυτώ και συνέξουσι βασιλείς το στόμα αυτών ότι οις ουκ ανηγγέλη περί αυτού όψονται και οι ουκ ακηκόασι συνήσουσι |
Chapter 53
[edit]1O Lord, who has believed our report? and to whom has the arm of the Lord been revealed? | κύριε τις επίστευσε τη ακοή ημών και ο βραχίων κυρίου τίνι απεκαλύφθη |
2We brought a report as of a child before him; he is as a root in a thirsty land: he has no form nor comeliness; and we saw him, but he had no form nor beauty. | ανηγγείλαμεν ως παιδίον εναντίον αυτού ως ρίζα εν γη διψώση ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα και είδομεν αυτόν και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος |
3But his form was ignoble, and inferior to that of the children of men; he was a man in suffering, and acquainted with the bearing of sickness, for his face is turned from us: he was dishonoured, and not esteemed. | αλλά το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά υιούς των ανθρώπων άνθρωπος εν πληγή ων και ειδώς φέρειν μαλακίαν ότι απέστραπται το πρόσωπον αυτού ητιμάσθη και ουκ ελογίσθη |
4 He bears our sins, and is pained for us: yet we accounted him to be in trouble, and in suffering, and in affliction. | ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται και ημείς ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πόνω και εν πληγή υπό θεού και εν κακώσει |
5But he was wounded on account of our sins, and was bruised because of our iniquities: the chastisement of our peace was upon him; and by his bruises we were healed. | αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμαλάκισται διά τας ανομίας ημών παιδεία ειρήνης ημιν επ΄ αυτόν τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν |
6All we as sheep have gone astray; every one has gone astray in his way; and the Lord gave him up for our sins. | πάντες ως πρόβατα επλανήθημεν άνθρωπος τη οδώ αυτού επλανήθη και κύριος παρέδωκεν ταις αμαρτίαις ημών |
7And he, because of his affliction, opens not his mouth: he was led as a sheep to the slaughter, and as a lamb before the shearer is dumb, so he opens not his mouth. | και αυτός διά το κεκακώσθαι ουκ ήνοιξε το στόμα αυτού ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός έμπροσθεν του κείροντος άφωνος ούτως ουκ ήνοιξε το στόμα αυτού |
8In his humiliation his judgment was taken away: who shall declare his generation? for his life is taken away from the earth: because of the iniquities of my people he was led to death. | εν τη ταπεινώσει η κρίσις αυτού ήρθη την γενεάν αυτού τις διηγήσεται ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού από των ανομιών του λαού μου ήχθη εις θάνατον |
9And I will give the wicked for his burial, and the rich for his death; for he practised no iniquity, nor craft with his mouth. | και δώσω τους πονηρούς αντί τας ταφής αυτού και τους πλουσίους αντί του θανάτου αυτού ότι ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ δόλος εν τω στόματι αυτού |
10The Lord also is pleased to purge him from his stroke. If ye can give an offering for sin, your soul shall see a long-lived seed: | και κύριος βούλεται καθαρίσαι αυτόν της πληγής εάν δώτε περί αμαρτίας την ψυχηήν υμών όψεται σπέρμα μακρόβιον |
11the Lord also is pleased to take away from the travail of his soul, to shew him light, and to form him with understanding; to justify the just one who serves many well; and he shall bear their sins. | και βούλεται κύριος εν χειρί αυτού αφελείν πόνον της ψυχής αυτού δείξαι αυτώ φως και πλάσαι τη συνέσει δικαιώσαι δίκαιον ευ δουλεύοντα πολλοίς και τας αμαρτίας αυτών αυτός ανοίσει |
12Therefore he shall inherit many, and he shall divide the spoils of the mighty; because his soul was delivered to death: and he was numbered among the transgressors; and he bore the sins of many, and was delivered because of their iniquities. | διά τούτο αυτός κληρονομήσει πολλούς και των ισχυρών μεριεί σκύλα ανθ΄ παρεδόθη εις θάνατον η ψυχή αυτού και εν τοις ανόμοις ελογίσθη και αυτός αμαρτίας πολλών ανήνεγκε και διά τας ανομίας αυτών παρεδόθη |
Chapter 54
[edit]1 Rejoice, thou barren that bearest not; break forth and cry, thou that dost not travail: for more are the children of the desolate than of her that has a husband: for the Lord has said, | ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον η της εχούσης τον άνδρα είπε γαρ κύριος |
2Enlarge the place of thy tent, and of thy curtains: fix the pins, spare not, lengthen thy cords, and strengthen thy pins; | πλάτυνον τον τόπον της σκηνής σου και τας δέρρεις των αυλαιών σου πήξον μη φείση μάκρυνον τα σχοινίσματά σου και τους πασσάλους σου κατίσχυσον |
3spread forth thy tent yet to the right and the left: for thy seed shall inherit the Gentiles, and thou shalt make the desolate cities to be inhabited. | έτι εις τα δεξιά και τα αριστερά εκπέτασον και το σπέρμα σου έθνη κληρονομήσει και πόλεις ηρημωμένας κατοικιείς |
4Fear not, because thou has been put to shame, neither be confounded, because thou was reproached: for thou shalt forget thy former shame, and shalt no more at all remember the reproach of thy widowhood. | μη φόβου ότι κατησχύνθης μηδέ εντραπής ότι ωνειδίσθης ότι αισχύνην αιώνιον επιλήση και όνειδος της χηρείας σου ου μνησθήση έτι |
5For it is the Lord that made thee; the Lord of hosts is his name: and he that delivered thee, he is the God of Israel, and shall be called so by the whole earth. | ότι κύριος ο ποιών σε κύριος σαβαώθ όνομα αυτώ και ο ρυσάμενός σε αυτός ο θεός Ισραήλ θεός πάσης της γης κληθήσεται |
6The Lord has not called thee as a deserted and faint-hearted woman, nor as a woman hated from her youth, saith thy God. | ουχ ως γυναίκα καταλελειμμένην και ολιγόψυχον κέκληκέ σε ο κύριος ουδ΄ ως γυναίκα εκ νεότητος μεμισημένην είπεν ο θεός σου |
7For a little while I left thee: but with great mercy will I have compassion upon thee. | χρόνον μικρόν κατέλιπόν σε και μετ΄ ελέους μεγάλου ελεήσω σε |
8In a little wrath I turned away my face from thee; but with everlasting mercy will I have compassion upon thee, saith the Lord that delivers thee. | εν θυμώ μικρώ απέστρεψα το πρόσωπόν μου από σου και εν ελέει αιωνίω ελεήσω σε είπεν ο ρυσάμενός σε κύριος |
9From the time of the water of Noe this is my purpose: as I sware to him at that time, saying of the earth, I will no more be wroth with thee, neither when thou art threatened, | από του ύδατος του επί Νώε τούτό μοι εστι καθότι ώμοσα αυτώ εν τω χρόνω εκείνω τη γη μη θυμωθήσεσθαι επί σοι έτι μηδέ εν απειλή σου |
10shall the mountains depart, nor shall thy hills be removed: so neither shall my mercy fail thee, nor shall the covenant of thy peace be at all removed: for the Lord who is gracious to thee has spoken it. | τα όρη μεταστήσεσθαι ουδ΄ οι βουνοί σου μετακινηθήσονται ούτως ουδέ το παρ΄ εμού σοι έλεος εκλείψει ουδέ η διαθήκη της ειρήνης σου ου μεταστή είπε γαρ ιλεώς σοι κύριος |
11Afflicted and outcast thou has not been comforted: behold, I will prepare carbuncle for thy stones, and sapphire for thy foundations; | ταπεινή και ακατάστατος ου παρεκλήθης ιδού εγώ ετοιμάζω σοι άνθρακα τον λίθον σου και τα θεμέλιά σου σάπφειρον |
12and I will make thy buttresses jasper, and thy gates crystal, and thy border precious stones. | και θήσω τας επάλξεις σου ίασπιν και τας πύλας σου λίθους κρυστάλλους και τον περίβολόν σου λίθους εκλεκτούς |
13 And I will cause all thy sons to be taught of God, and thy children to be in great peace. | και πάντας τους υιούς σου διδακτούς θεού και πολλή ειρήνη τοις τέκνοις σου |
14And thou shalt be built in righteousness: abstain from injustice, and thou shalt not fear; and trembling shall not come nigh thee. | και εν δικαιοσύνη οικοδομηθήση απέχου από αδίκου και ου φοβηθήση και τρόμος ουκ εγγιεί σοι |
15Behold, strangers shall come to thee by me, and shall sojourn with thee, and shall run to thee for refuge. | ιδού προσήλυτοι προσελεύσονταί σοι δι΄ εμού και παροικήσουσί σοι και επί σε καταφεύξονται |
16Behold, I have created thee, not as the coppersmith blowing coals, and bringing out a vessel fit for work; but I have created thee, not for ruin, that I should destroy thee. | ιδού εγώ έκτισά σε ουχ ως χαλκεύς φυσών εν πυρί άνθρακας και εκφέρων σκεύος εις έργον εγώ δε έκτισά σε ουκ εις απώλειαν φθείραι |
17I will not suffer any weapon formed against thee to prosper; and every voice that shall rise up against thee for judgment, thou shalt vanquish them all; and thine adversaries shall be condemned thereby. There is an inheritance to them that serve the Lord, and ye shall be righteous before me, saith the Lord. | παν σκεύος σκευαστόν επί σε ουκ ευοδωθήσεται και πάσα φωνή αναστήσεται επί σε εις κρίσιν πάντας αυτούς ηττήσεις οι δε ένοχοί σου έσονται εν αυτή έστι κληρονομία τοις θεραπεύουσι κύριον και υμείς έσεσθέ μοι δίκαιοι λέγει κύριος |
Chapter 55
[edit]1Ye that thirst, go to the water, and all that have no money, go and buy; and eat and drink wine and fat without money or price. | ουαί οι διψώντες πορεύεσθε εφ΄ ύδωρ και όσοι μη έχετε αργύριον βαδίσαντες αγοράσατε και φάγετε και πορεύεσθε και αγοράσατε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον και στέαρ |
2Wherefore do ye value at the price of money, and give your labour for that which will not satisfy? hearken to me, and ye shall eat that which is good, and your soul shall feast itself on good things. | ινατί τιμάσθε αργυρίου ουκ εν άρτοις και τον μόχθον υμών ουκ εις πλησμονήν ακούσατέ μου και φάγεσθε αγαθά και εντρυφήσει εν αγαθοίς η ψυχή |
3Give heed with your ears, and follow my ways: hearken to me, and your soul shall live in prosperity; and I will make with you an everlasting covenant, the sure mercies of David. | προσέχετε τοις ωσίν υμών και επακολουθήσατε ταις οδοίς μου εισακούσατέ μου και ζήσεται εν αγαθοίς η ψυχή υμών και διαθήσομαι υμίν διαθήκην αιώνιον τα όσια Δαυίδ τα πιστά |
4Behold I have made him a testimony among the Gentiles, a prince and commander to the Gentiles. | ιδού μαρτύριον έθνεσιν έδωκα αυτόν άρχοντα και προστάσσοντα έθνεσιν |
5Nations which know thee not, shall call upon thee, and peoples which are not acquainted with thee, shall flee to thee for refuge, for the sake of the Lord thy God, the Holy One of Israel; for he has glorified thee. | ιδού έθνη α ουκ οίδασί σε επικαλέσονταί σε και λαοί οι ουκ επίστανταί σε επί σε καταφεύξονται ένεκεν κυρίου του θεού σου και του αγίου Ισραήλ ότι εδόξασέ σε |
6Seek ye the Lord, and when ye find him, call upon him; and when he shall draw nigh to you, | ζητήσατε τον κύριον και εν τω ευρίσκειν αυτόν επικαλέσασθε ηνίκα δ΄ εγγίζη υμίν |
7let the ungodly leave his ways, and the transgressor his counsels: and let him return to the Lord, and he shall find mercy; for he shall abundantly pardon your sins. | απολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού και επιστραφήτω προς κύριον και ελεηθήσεται και προς τον θεόν ημών ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών |
8For my counsels are not as your counsels, nor are my ways as your ways, saith the Lord. | ου γαρ εισιν αι βουλαί μου ώσπερ αι βουλαί υμών ουδ΄ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου λέγει κύριος |
9But as the heaven is distant from the earth, so is my way distant from your ways, and your thoughts from my mind. | αλλ΄ ως απέχει ο ουρανός από της γης ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου |
10For as rain shall come down, or snow, from heaven, and shall not return until it have saturated the earth, and it bring forth, and bud, and give seed to the sower, and bread for food: | ως γαρ αν καταβή ο υετός η χιών εκ του ουρανού και ου αποστραφή έως αν μεθύση την γην και εκτέκη και εκβλαστήση και δω σπέρμα τω σπείροντι και άρτον εις βρώσιν |
11so shall my word be, whatever shall proceed out of my mouth, it shall by no means turn back, until all the things which I willed shall have been accomplished; and I will make thy ways prosperous, and will effect my commands. | ούτως έσται το ρήμά μου ο εαν εξέλθη εκ του στόματός μου ου αποστραφή προς με κενόν έως αν τελεσθή όσα αν ηθέλησα και ευοδώσω τας οδούς σου και τα εντάλματά μου |
12For ye shall go forth with joy, and shall be taught with gladness: for the mountains and the hills shall exult to welcome you with joy, and all the trees of the field shall applaud with their branches. | εν γαρ ευφροσύνη εξελεύσεσθε και εν χαρά αχθήσεσθε τα γαρ όρη και οι βουνοί εξαλούνται προσδεχόμενοι υμάς εν χαρά και πάντα τα ξύλα του αγρού επικροτήσει τοις κλάδοις |
13And instead of the bramble shall come up the cypress, and instead of the nettle shall come up the myrtle: and the Lord shall be for a name, and for an everlasting sign, and shall not fail. | και αντί στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος αντί δε της κονύζης αναβήσεται μυρσίνη και έσται κύριος εις όνομα και εις σημείον αιώνιον και ουκ εκλείψει |
Chapter 56
[edit]1Thus saith the Lord, Keep ye judgment, and do justice: for my salvation is near to come, and my mercy to be revealed. | τάδε λέγει κύριος φυλάσσεσθε κρίσιν και ποιήσατε δικαιοσύνην ήγγικε γαρ το σωτήριόν μου παραγίνεσθαι και το έλεός μου αποκαλυφθήναι |
2Blessed is the man that does these things, and the man that holds by them, and keeps the sabbaths from profaning them, and keeps his hands from doing unrighteousness. | μακάριος ανήρ ο ποιών ταύτα και άνθρωπος ο αντεχόμενος αυτών και φυλάσσων τα σάββατα μη βεβηλούν αυτά και διατηρών τας χείρας αυτού μη ποιείν άδικα |
3Let not the stranger who attaches himself to the Lord, say, Surely the Lord will separate me from his people: and let not the eunuch say, I am a dry tree. | μη λεγέτω ο αλλογενής ο προσκείμενος προς κύριον λέγων αφορισμώ αφοριεί με άρα κύριος από του λαού αυτού και μη λεγέτω ο ευνούχος ότι εγώ ειμι ξύλον ξηρόν |
4Thus saith the Lord to the eunuchs, as many as shall keep my sabbaths, and choose the things which I take pleasure in, and take hold of my covenant; | ότι τάδε λέγει κύριος τοις ευνούχοις όσοι αν φυλάξωνται τα σάββατά μου και εκλέξωνται α εγώ θέλω και αντέχωνται της διαθήκης μου |
5I will give to them in my house and within my walls an honourable place, better than sons and daughters: I will give them an everlasting name, and it shall not fail. | δώσω αυτοίς εν τω οίκω μου και εν τω τείχει μου τόπον ονομαστόν κρείττω υιών και θυγατέρων όνομα αιώνιον δώσω αυτοίς και ουκ εκλείψει |
6And I will give it to the strangers that attach themselves to the Lord, to serve him, and to love the name of the Lord, to be to him servants and handmaids; and as for all that keep my sabbaths from profaning them, and that take hold of my covenant; | και τοις αλλογενέσι τοις προσκειμένοις κυρίω δουλεύειν αυτώ και αγαπάν το όνομα κυρίου του είναι αυτώ εις δούλους και δούλας και πάντας τους φυλασσομένους τα σάββατά μου μη βεβηλούν και αντεχομένους της διαθήκης μου |
7I will bring them to my holy mountain, and gladden them in my house of prayer: their whole-burnt-offerings and their sacrifices shall be acceptable upon mine altar; for my house shall be called a house of prayer for all nations, | εισάξω αυτούς εις το όρος το άγιόν μου και ευφρανώ αυτούς εν τω οίκω της προσευχής μου τα ολοκαυτώματα αυτών και αι θυσίαι αυτών έσονται δεκταί επί το θυσιαστήριόν μου ο γαρ οίκός μου οίκος προσευχής κληθήσεται πάσι τοις έθνεσιν |
8saith the Lord that gathers the dispersed of Israel; for I will gather to him a congregation. | είπε κύριος ο συνάγων τους διεσπαρμένους Ισραήλ ότι συνάξω επ΄ αυτόν συναγωγήν |
9All ye beasts of the field, come, devour, all ye beasts of the forest. | πάντα τα θηρία τα άγρια δεύτε φάγετε πάντα τα θηρία του δρυμού |
10See how they are all blinded: they have not known; they are dumb dogs that will not bark; dreaming of rest, loving to slumber. | ίδετε ότι εκτετύφλωνται πάντες ουκ έγνωσαν πάντες κύνες ενεοί ου δυνήσονται υλακτείν ενυπνιαζόμενοι κοίτην φιλούντες νυστάξαι |
11Yea, they are insatiable dogs, that know not what it is to be filled, and they are wicked, having no understanding: all have followed their own ways, each according to his will. | και οι κύνες αναιδείς τη ψυχή ουκ ειδότες πλησμονήν και εισί πονηροί ουκ ειδότες σύνεσιν πάντες ταις οδοίς αυτών εξηκολούθησαν έκαστος κατά το εαυτού πλεονέκτημα απ΄ άκρου αυτού |
12 | δεύτε λάβωμεν οίνον και οινοφλυγήσωμεν μέθη και έσται τοιαύτη ημέρα αύριον μεγάλη μάλλον σφόδρα |
Chapter 57
[edit]1See how the just man has perished, and no one lays it to heart: and righteous men are taken away, and no one considers: for the righteous has been removed out of the way of injustice. | ίδετε ως ο δίκαιος απώλετο και ουδείς εκδέχεται τη καρδία και άνδρες δίκαιοι αίρονται και ουδείς κατανοεί από γαρ προσώπου αδικίας ήρται ο δίκαιος |
2His burial shall be in peace: he has been removed out of the way. | έσται εν ειρήνη η ταφή αυτού ήρται εκ του μέσου |
3But draw ye near hither, ye lawless children, the seed of adulterers and the harlot. | υμείς δε προσαγάγετε ώδε υιοί άνομοι σπέρμα μοιχών και πόρνης |
4Wherein have ye been rioting? and against whom have ye opened your mouth, and against whom have ye loosed your tongue? are ye not children of perdition? a lawless seed? | εν τίνι ενετρυφήσατε και επί τίνα ηνοίξατε το στόμα υμών και επί τίνα εχαλάσατε την γλώσσαν υμών ουχ υμείς εστέ τέκνα απωλείας σπέρμα άτιμον |
5who call upon idols under the leafy trees, slaying your children in the valleys among the rocks? | οι παρακαλούντες επί τα είδωλα υπό δένδρα δασέα σφάζοντες τα τέκνα αυτών εν ταις φάραγξιν αναμέσον των πετρών |
6That is thy portion, this is thy lot: and to them hast thou poured forth drink-offerings, and to these hast thou offered meat-offerings. Shall I not therefore be angry for these things? | εκείνη σου η μερίς ούτός σου ο κλήρος κακείνοις εξέχεας σπονδάς και τούτοις ανήνεγκας θυσίας επί τούτοις ουν ουκ οργισθήσομαι |
7On a lofty and high mountain, there is thy bed, and thither thou carriedst up thy meat-offerings: | επ΄ όρος υψηλόν και μετέωρον εκεί σου η κοίτη και εκεί ανεβίβασας θύσαι θυσίας σου |
8and behind the posts of thy door thou didst place thy memorials. Didst thou think that if thou shouldest depart from me, thou wouldest gain? thou hast loved those that lay with thee; | και οπίσω των σταθμών της θύρας σου έθηκας μνημόσυνά σου ελογίσθης ότι εάν αποστής απ΄ εμού πλείόν τι έξειν ηγάπησας τους κοιμωμένους μετά σου |
9and thou hast multiplied thy whoredom with them, and thou hast increased the number of them that are far from thee, and hast sent ambassadors beyond thy borders, and hast been debased even to hell. | και επλήθυνας την πορνείαν μετ΄ αυτών και πολλούς εποίησας τους μακράν από σου και απέστειλας πρέσβεις υπέρ τα όριά σου και εταπεινώθης έως άδου |
10Thou has wearied thyself with thy many ways; yet thou saidst not, I will cease to strengthen myself: for thou has done these things; therefore thou has not supplicated me. | ταις πολυοδίαις σου εκοπίασας και ουκ είπας παύσομαι ενισχύουσα ότι έπραξας ταύτα διά τούτο ου κατεδεήθης μου συ |
11Through dread of whom hast thou feared, and lied against me, and has not remembered, nor considered me, nor regarded me, yea, though when I see thee I pass thee by, yet thou has not feared me. | τίνα ευλαβηθείσα εφοβήθης και εψεύσω με και ουκ εμνήσθης μου ουδέ έλαβές με εις την διάνοιάν σου ουδέ εις την καρδίαν σου και εγώ σε ιδών παρορώ και εμέ ουκ εφοβήθης |
12And I will declare thy righteousness, and thy sins, which shall not profit thee. | και εγώ απαγγελώ την δικαιοσύνην σου και τα κακά σου ουκ ωφελήσουσί σε |
13When thou criest out, let them deliver thee in thine affliction: for all these the wind shall take, and the tempest shall carry them away: but they that cleave to me shall possess the land, and shall inherit my holy mountain. | όταν αναβοήσης εξελέσθωσάν σε εν τη θλίψει σου τούτους γαρ πάντας άνεμος λήψεται και αποίσει καταιγίς οι δε αντεχόμενοι εν εμοί κτήσονται γην και κληρονομήσουσι το όρος το άγιόν μου |
14And they shall say, Clear the ways before him, and take up the stumbling-blocks out of the way of my people. | και ερούσι καθαρίσατε από προσώπου αυτού οδούς και άρατε σκώλα από της οδού του λαού μου |
15Thus saith the Most High, who dwells on high for ever, Holy in the holies, is his name, the Most High resting in the holies, and giving patience to the faint-hearted, and giving life to the broken-hearted: | τάδε λέγει ο ύψιστος ο εν υψηλοίς κατοικών τον αιώνα άγιος εν αγίοις όνομα αυτώ κύριος ύψιστος εν αγίοις αναπαυόμενος και ολιγοψύχοις διδούς μακροθυμίαν και διδούς ζωήν τοις συντετριμμένοις την καρδίαν |
16I will not take vengeance on you for ever, neither will I be always angry with you: for my Spirit shall go forth from me, and I have created all breath. | ουκ εις τον αιώνα εκδικήσω υμάς ουδέ διαπαντός οργισθήσομαι υμίν πνεύμα γαρ παρ΄ εμού εξελεύσεται και πνοήν πάσαν εγώ εποίησα |
17On account of sin for a little while I grieved him, and smote him, and turned away my face from him; and he was grieved, and he went on sorrowful in his ways. | δι΄ αμαρτίαν βραχύ τι ελύπησα αυτόν και επάταξα αυτόν και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ΄ αυτού και ελυπήθην και επορεύθη στυγνός εν ταις οδοίς αυτού |
18I have seen his ways, and healed him, and comforted him, and given him true comfort; | τας οδούς αυτού εώρακα και ιασάμην αυτόν και παρεκάλεσα αυτόν και έδωκα αυτώ παράκλησιν αληθινήν |
19peace upon peace to them that are far off, and to them that are nigh: and the Lord has said, I will heal them. | ειρήνην επ΄ ειρήνη τοις μακράν και τοις εγγύς ούσι και είπε κύριος ιάσομαι αυτούς |
20But the unrighteous shall be tossed as troubled waves, and shall not be able to rest. | οι δε άδικοι ούτως κλυδωνισθήσονται και αναπαύσασθαι ου δυνήσονται |
21There is no joy to the ungodly, said God. | ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσιν είπεν ο θεός |
Chapter 58
[edit]1Cry aloud, and spare not; lift up thy voice as with a trumpet, and declare to my people their sins, and to the house of Jacob their iniquities. | αναβόησον εν ισχύϊ και μη φείση ως σάλπιγγα ύψωσον την φωνήν σου και ανάγγειλον τω λαώ μου τα αμαρτήματα αυτών και τω οίκω Ιακώβ τας ανομίας |
2They seek me day by day, and desire to know my ways, as a people that had done righteousness, and had not forsaken the judgment of their God: they now ask of me righteous judgment, and desire to draw nigh to God, | εμέ ημέραν εξ ημέρας ζητήτουσι και γνώναί μου τας οδούς επιθυμούσιν ως λαός δικαιοσύνην πεποιηκώς και κρίσιν θεού αυτού μη εγκαταλελοιπώς αιτούσί με νυν κρίσιν δικαίαν και εγγίζειν θεώ επιθυμούσι |
3saying, Why have we fasted, and thou regardest not? why have we afflicted our souls, and thou didst not know it? Nay, in the days of your fasts ye find your pleasures, and all them that are under your power ye wound. | λέγοντες τι ότι ενηστεύσαμεν και ουκ είδες εταπεινώσαμεν τας ψυχάς ημών και ουκ έγνως εν γαρ ταις ημέραις των νηστειών υμών ευρίσκετε τα θελήματα υμών και πάντας τους υποχειρίους υμών υπονύσσετε |
4If ye fast for quarrels and strifes, and smite the lowly with your fists, wherefore do ye fast to me as ye do this day, so that your voice may be heard in crying? | εις κρίσεις και μαχας νηστεύετε και τύπτετε πυγμαίς ταπεινόν ινατί μοι νηστεύετε ως σήμερον ακουσθήναι εν κραυγή την φωνήν υμών |
5I have not chosen this fast, nor such a day for a man to afflict his soul; neither though thou shouldest bend down thy neck as a ring, and spread under thee sackcloth and ashes, neither thus shall ye call a fast acceptable. | ου ταύτην την νηστείαν εξελεξάμην και ημέραν ταπεινούν άνθρωπον την ψυχήν αυτού ουδ΄ αν κάμψης ως κρίκον τον τράχηλόν σου και σάκκον και σποδόν υποστρώση ουδ΄ ούτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν |
6I have not chosen such a fast, saith the Lord; but do thou loose every burden of iniquity, do thou untie the knots of hard bargains, set the bruised free, and cancel every unjust account. | ουχί τοιαύτην εγώ εξελεξάμην νηστείαν λέγει κύριος αλλά λύε πάντα σύνδεσμον αδικίας διάλυε στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων απόστελλε τεθραυσμένους εν αφέσει και πάσαν συγγραφήν άδικον διάσπα |
7Break thy bread to the hungry, and lead the unsheltered poor to thy house: if thou seest one naked, clothe him, and thou shalt not disregard the relations of thine own seed. | διάθρυπτε πεινώντι τον άρτον σου και πτωχούς αστέγους είσαγε εις τον οίκόν σου εάν ίδης γυμνόν περίβαλε και από των οικείων του σπέρματός σου ουχ υπερόψει |
8Then shall thy light break forth as the morning, and thy health shall speedily spring forth: and thy righteousness shall go before thee, and the glory of God shall compass thee. | τότε ραγήσεται το πρώϊμον το φως σου και τα ιάματά σου ταχύ ανατελεί και προπορεύσεται έμπροσθέν σου η δικαιοσύνη σου και η δόξα του θεού περιστελεί σε |
9Then shalt thou cry, and God shall hearken to thee; while thou art yet speaking he will say, Behold, I am here. If thou remove from thee the band, and the stretching forth of the hands, and murmuring speech; | τότε βοήση και ο κύριος εισακούσεταί σου έτι λαλούντός σου ερεί ιδού πάρειμι εάν αφέλης από σου σύνδεσμον και χειροτονίαν και ρήμα γογγυσμόυ |
10and if thou give bread to the hungry from thy heart, and satisfy the afflicted soul; then shall thy light spring up in darkness, and thy darkness shall be as noon-day: | και δως πεινώντι τον άρτον εκ ψυχής σου και ψυχήν τεταπεινωμένην εμπλήσης τότε ανατελεί εν τω σκότει το φως σου και το σκότος σου ως μεσημβρία |
11and thy God shall be with thee continually, and thou shalt be satisfied according as thy soul desires; and thy bones shall be made fat, and shall be as a well-watered garden, and as a fountain from which the water has not failed. | και έσται ο θεός σου μετά σου διαπαντός και εμπλησθήση καθάπερ επιθυμεί η ψυχή σου και τα οστά σου πιανθήσεται και έσται ως κήπος μεθύων και ως πηγή ην μη εξέλιπεν ύδωρ |
12And thy old waste desert places shall be built up, and thy foundations shall last through all generations; and thou shalt be called a repairer of breaches, and thou shalt cause thy paths between to be in peace. | και οικοδομηθήσονταί σοι αι έρημοι αιώνιοι και έσται τα θεμέλιά σου αιώνια εν γενεαίς γενεών και κληθήση οικοδόμος φραγμών και τους λίθους τους αναμέσον των τρίβων σου παύσεις |
13If thou turn away thy foot from the sabbath, so as not to do thy pleasure on the holy days, and shalt call the sabbaths delightful, holy to God; if thou shalt not lift up thy foot to work, nor speak a word in anger out of thy mouth, | εάν αποστρέψης τον πόδα σου από των σαββάτων του μη ποιείν τα θελήματά σου εν τη ημέρα τη αγία και καλέσεις τα σάββατα τρυφερά άγια τω θεώ σου ουκ αρείς τον πόδα σου επ΄ έργω ουδέ λαλήσεις λόγον εν οργή εκ του στόματός σου |
14then shalt thou trust on the Lord; and he shall bring thee up to the good places of the land, and feed thee with the heritage of Jacob thy father: for the mouth of the Lord has spoken this. | και έση πεποιθώς επί κύριον και αναβιβάσει σε επί τα αγαθά της γης και ψωμιεί σε την κληρονομίαν Ιακώβ του πατρός σου το γαρ στόμα του κυρίου ελάλησε ταύτα |
Chapter 59
[edit]1Has the hand of the Lord no power to save? or has he made his ear heavy, so that he should not hear? | μη ισχύει η χειρ κυρίου του σώσαι η εβάρυνε το ους αυτού μη εισακούσαι |
2Nay, your iniquities separate between you and God, and because of your sins has he turned away his face from you, so as not to have mercy upon you. | αλλά τα αμαρτήματα υμών διϊστώσιν αναμέσον υμών και του θεού και διά τας αμαρτίας υμών απέστρεψε το πρόσωπον αυτού αφ΄ υμών του μη ελεήσαι |
3For your hands are defiled with blood, and your fingers with sins; your lips also have spoken iniquity, and your tongue meditates unrighteousness. | αι γαρ χείρες υμών μεμολυσμέναι αίματι και οι δάκτυλοι υμών εν αμαρτίαις τα δε χείλη υμών ελάλησεν ανομίαν και η γλώσσα υμών αδικίαν εμελέτα |
4None speaks justly, neither is there true judgment: they trust in vanities, and speak empty words; for they conceive trouble, and bring forth iniquity. | ουθείς λαλεί δίκαια ουδέ έστι κρίσις αληθινή πεποίθασιν επί ματαίοις και λαλούσι κενά ότι κύουσι πόνον και τίκτουσιν ανομίαν |
5They have hatched asps' eggs, and weave a spider's web: and he that is going to eat of their eggs, having crushed an addled egg, has found also in it a basilisk. | ωά ασπίδων έρρηξαν και ιστόν αράχνης υφαίνουσι και ο μέλλων των ωών αυτών φαγείν συντρίψας ούριον εύρε και εν αυτώ βασιλίσκον |
6Their web shall not become a garment, nor shall they at all clothe themselves with their works; for their works are works of iniquity. | ο ιστός αυτών ουκ έσται εις ιμάτιον ουδέ περιβάλωνται από των έργων αυτών τα γαρ έργα αυτών έργα ανομίας |
7And their feet run to wickedness, swift to shed blood; their thoughts also are thoughts of murder; destruction and misery are in their ways; | οι δε πόδες αυτών επί πονηρίαν τρέχουσι ταχινοί εκχέαι αίμα και οι δαιλογισμοί αυτών διαλογισμοί από φόνων σύντριμμα και ταλαιπωρία εν ταις οδοίς αυτών |
8and the way of peace they know not, neither is there judgment in their ways; for their paths by which they go are crooked, and they know not peace. | και οδόν ειρήνης ουκ οίδασι και ουκ έστι κρίσις εν ταις οδοίς αυτών αι γαρ τρίβοι αυτών διεστραμμέναι ας διοδεύουσι και ουκ οίδασιν ειρήνην |
9Therefore has judgment departed from them, and righteousness shall not overtake them: while they waited for light, darkness came upon them; while they waited for brightness, they walked in perplexity. | διά τούτο απέστη η κρίσις απ΄ αυτών και ου καταλάβη αυτούς δικαιοσύνη υπομεινάντων αυτών φως εγένετο αυτοίς σκότος μείναντες αυγήν εν αωρία περιεπάτησαν |
10They shall feel for the wall as blind men, and shall feel for it as if they had no eyes: and they shall feel at noon-day as at midnight; they shall groan as dying men. | ψηλαφήσουσιν ως τυφλοί τοίχον και ως ουχ υπαρχόντων οφθαλμών ψηλαφήσουσι πεσούνται εν μεσημβρία ως εν μεσονυκτίω ως αποθνήσκοντες στενάξουσιν |
11They shall proceed together as a bear and as a dove: we have waited for judgment, and there is no salvation, it is gone far from us. | ως άρκος και ως περιστερά άμα πορεύσονται ανεμείναμεν κρίσιν και ουκ έστι σωτηρία μακράν αφέστηκεν αφ΄ ημών |
12For our iniquity is great before thee, and our sins have risen up against us: for our iniquities are in us, and we know our unrighteous deeds. | πολλή γαρ ημών η ανομία εναντίον σου και αι αμαρτίαι ημών αντέστησαν ημίν αι γαρ ανομίαι ημών εν ημίν και τα αδικήματα ημών έγνωμεν |
13We have sinned, and dealt falsely, and revolted from our God: we have spoken unrighteous words, and have been disobedient; we have conceived and uttered from our heart unrighteous words. | ησεβήσαμεν και εψευσάμεθα και απέστημεν από του θεού ημών ελαλήσαμεν άδικα και ηπειθήσαμεν εκύομεν και εμελετήσαμεν από καρδίας ημών λόγους αδίκους |
14And we have turned judgment back, and righteousness has departed afar off: for truth is consumed in their ways, and they could not pass by a straight path. | και απεστήσαμεν οπίσω την κρίσιν και η δικαιοσύνη μακράν αφέστηκεν ότι καταναλώθη εν ταις οδοίς αυτών η αλήθεια και δι΄ ευθείας ουκ ηδύναντο διελθείν |
15And truth has been taken away, and they have turned aside their mind from understanding. And the Lord saw it, and it pleased him not that there was no judgment. | και η αλήθεια ήρται και μετέστησαν την διάνοιαν αυτών του συνιέναι και είδε κύριος και ουκ ήρεσεν αυτώ ότι ουκ ην κρίσις |
16And he looked, and there was no man, and he observed, and there was none to help: so he defended them with his arm, and stablished them with his mercy. | και είδε και ουκ ην ανήρ και κατενόησε και ουκ ην ο αντιληψόμενος και ημύνατο αυτούς τω βραχίονι αυτού και τη ελεημοσύνη εστηρίσατο |
17And he put on righteousness as a breast-plate, and placed the helmet of salvation on his head; and he clothed himself with the garment of vengeance, and with his cloak, | και ενεδύσατο δικαιοσύνην ως θώρακα και περιέθετο περικεφαλαίαν σωτηρίου επί της κεφαλής και περιεβάλετο ιμάτιον εκδικήσεως και το περιβόλαιον |
18as one about to render a recompence, even reproach to his adversaries. | ως ανταποδώσων ανταπόδοσιν όνειδος τοις υπεναντίοις |
19So shall they of the west fear the name of the Lord, and they that come from the rising of the sun his glorious name: for the wrath of the Lord shall come as a mighty river, it shall come with fury. | και φοβηθήσονται οι από δυσμών το όνομα κυρίου και οι απ΄ ανατολών ηλίου το όνομα το ένδοξον ήξει γαρ ως ποταμός βιαίος η οργή παρά κύριον ήξει μετά θυμού |
20And the deliverer shall come for Sion's sake, and shall turn away ungodliness from Jacob. | και ήξει από Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ |
21And this shall be my covenant with them, said the Lord; My Spirit which is upon thee, and the words which I have put in thy mouth, shall never fail from thy mouth, nor from the mouth of thy seed, for the Lord has spoken it, henceforth and for ever. | και αύτη αυτοίς η παρ΄ εμού διαθήκη είπε κύριος το πνεύμα το εμόν ο εστιν επί σοι και τα ρήματά μου α έδωκα εις το στόμα σου ου εκλίπη εκ του στόματός σου και εκ του στόματος του σπέρματός σου είπε κύριος από του νυν και εις τον αιώνα |
Chapter 60
[edit]1 Be enlightened, be enlightened, O Jerusalem, for thy light is come, and the glory of the Lord is risen upon thee. | φωτίζου φωτίζου Ιερουσαλήμ ήκει γαρ σου το φως και η δόξα κυρίου επί σε ανατέταλκεν |
2Behold, darkness shall cover the earth, and there shall be gross darkness on the nations: but the Lord shall appear upon thee, and his glory shall be seen upon thee. | ιδού σκότος καλύψει γην και γνόφος επ΄ έθνη επί δε σε φανήσεται κύριος και η δόξα αυτού επί σε οφθήσεται |
3And kings shall walk in thy light, and nations in thy brightness. | και πορεύσονται έθνη τω φωτί σου και βασιλείς τη λαμπρότητί σου |
4Lift up thine eyes round about, and behold thy children gathered: all thy sons have come from far, and thy daughters shall be borne on men's shoulders. | άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου και ίδε συνηγμένα πάντα τα τέκνα σου ήκασι πάντες οι υιοί σου μακρόθεν και αι θυγατέρες σου επ΄ ώμων αρθήσονται |
5Then shalt thou see, and fear, and be amazed in thine heart; for the wealth of the sea shall come round to thee, and of nations and peoples; and herds of camels shall come to thee, | τότε όψει και φοβηθήση και εκστήση τη καρδία ότι μεταβαλεί εις σε πλούτος θαλάσσης και εθνών και λαών και ήξουσί σοι |
6and the camels of Madiam and Gaepha shall cover thee: all from Saba shall come bearing gold, and shall bring frankincense, and they shall publish the salvation of the Lord. | αγέλαι καμήλων και καλύψουσί σε κάμηλοι Μαδιάμ και Γαιφάρ πάντες εκ Σαβά ήξουσι φέροντες χρυσίον και λίβανον και το σωτήριον κυρίου ευαγγελιούνται |
7And all the flocks of Kedar shall be gathered, and the rams of Nabaeoth shall come; and acceptable sacrifices shall be offered on my altar, and my house of prayer shall be glorified. | και πάντα τα πρόβατα Κηδάρ συναχθήσονταί σοι και κριοί Ναβαιώθ ήξουσί σοι και ανενεχθήσεται δεκτά επί το θυσιαστήριόν μου και ο οίκος της προσευχής μου δοξασθήσεται |
8Who are these that fly as clouds, and as doves with young ones to me? | τίνες οίδε ως νεφέλαι πέτανται και ωσεί περιστεραί συν νοσσοίς |
9The isles have waited for me, and the ships of Tharsis among the first, to bring thy children from afar, and their silver and their gold with them, and that for the sake of the holy name of the Lord, and because the Holy One of Israel is glorified. | εμέ νήσοι υπέμειναν και πλοία Θαρσείς εν πρώτοις αγαγείν τα τέκνα σου μακρόθεν και τον άργυρον και τον χρυσόν αυτών μετ΄ αυτών διά το όνομα κυρίου το άγιον και διά τον άγιον του Ισραήλ ένδοξον είναι |
10And strangers shall build thy walls, and their kings shall wait upon thee: for by reason of my wrath I smote thee, and by reason of mercy I loved thee. | και οικοδομήσουσιν αλλογενείς τα τείχη σου και οι βασιλείς αυτών παραστήσονταί σοι διά γαρ οργήν μου επάταξά σε και διά έλεον ηγάπησά σε |
11And thy gates shall be opened continually; they shall not be shut day nor night; to bring in to thee the power of the Gentiles, and their kings as captives. | και ανοιχθήσονται αι πύλαι σου διαπαντός ημέρας και νυκτός ου κλεισθήσονται εισαγαγείν προς σε δύναμιν εθνών και βασιλείς αυτών αγομένους |
12For the nations and the kings which will not serve thee shall perish; and those nations shall be made utterly desolate. | τα γαρ έθνη και οι βασιλείς οίτινες ου δουλεύσουσί σοι απολούνται και τα έθνη ερημία ερημωθήσονται |
13And the glory of Libanus shall come to thee, with the cypress, and pine, and cedar together, to glorify my holy place. | και η δόξα του Λιβάνου προς σε ήξει εν κυπαρίσσω και πεύκη και κέδρω άμα δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου και τόπον ποδών αυτών δοξάσω |
14And the sons of them that afflicted thee, and of them that provoked thee, shall come to thee in fear; and thou shalt be called Sion, the city of the Holy One of Israel. | και πορεύσονται προς σε δεδοικότες υιοί των ταπεινωσάντων σε και προσκυνούσι τα ίχνη των ποδών σου πάντες οι παρώξυνάν σε και κληθήση πόλις κυρίου Σιών αγίου Ισραήλ |
15Because thou has become desolate and hated, and there was no helper, therefore I will make thee a perpetual gladness, a joy of many generations. | διά το γεγενήσθαι σε εγκαταλελειμμένην και μεμιστημένην και ουκ ην ο βοηθών και θήσω σε αγαλλίαμα αιώνιον ευφροσύνην γενεαίς γενεών |
16And thou shalt suck the milk of the Gentiles, and shalt eat the wealth of kings: and shalt know that I am the Lord that saves thee and delivers thee, the Holy One of Israel. | και θηλάσεις γάλα εθνών και πλούτον βασιλέων φάγεσαι και γνώση ότι εγώ κύριος ο σώζων σε και εξαιρούμενός σε θεός Ιακώβ |
17And for brass I will bring thee gold, and for iron I will bring thee silver, and instead of wood I will bring thee brass, and instead of stones, iron; and I will make thy princes peaceable, and thine overseers righteous. | και αντί χαλκού οίσω σοι χρυσίον αντί δε σιδήρου οίσω σοι αργύριον αντί δε ξύλων οίσω σοι χαλκόν αντί δε λίθων σίδηρον και δώσω τους άρχοντας σου εν ειρήνη και τους επισκόπους σου εν δικαιοσύνη |
18And injustice shall no more be heard in thy land, nor destruction nor misery in thy coasts; but thy walls shall be called Salvation, and thy gates Sculptured Work. | και ουκ ακουσθήσεται έτι αδικία εν τη γη σου ουδέ σύντριμμα ουδέ ταλαιπωρία εν τοις ορίοις σου αλλά κληθήσεται σωτήριον τα τείχη σου και αι πύλαι σου γλύμμα |
19 And thou shalt no more have the sun for a light by day, nor shall the rising of the moon lighten thy night; but the Lord shall be thine everlasting light, and God thy glory. | και ουκ έσται σοι έτι ο ήλιος εις φως ημέρας ουδέ ανατολή σελήνης φωτιεί σοι την νύκτα αλλ΄ έσται σοι κύριος φως αιώνιον και ο θεός δόξα σου |
20For the sun shall no more set, nor shall the moon be eclipsed; for the Lord shall be thine everlasting light, and the days of thy mourning shall be completed. | ου γαρ δύσεται ο ήλιός σοι και η σελήνη σοι ουκ εκλείψει έσται γαρ σοι κύριος φως αιώνιον και αναπληρωθήσονται αι ημέραι του πένθους σου |
21Thy people also shall be all righteous; they shall inherit the land for ever, preserving that which they have planted, even the works of their hands, for glory. | και ο λαός σου πας δίκαιος και δι΄ αιώνος κληρονομήσουσι την γην φυλάσσων το φύτευμα έργα χειρών αυτού εις δόξαν |
22The little one shall become thousands, and the least a great nation; I the Lord will gather them in due time. | ο ολιγοστός έσται εις χιλιάδας και ο ελάχιστος εις έθνος μέγα εγώ κύριος κατά καιρόν συνάξω αυτούς |
Chapter 61
[edit]1The Spirit of the Lord is upon me, because he has anointed me; he has sent me to preach glad tidings to the poor, to heal the broken in heart, to proclaim liberty to the captives, and recovery of sight to the blind; | πνεύμα κυρίου επ΄ εμέ ου είνεκεν έχρισέ με ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με ιάσασθαι τους συντετριμμένους τη καρδία κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν |
2to declare the acceptable year of the Lord, and the day of recompence; to comfort all that mourn; | καλέσαι ενιαυτόν κυρίου δεκτόν και ημέραν ανταποδόσεως παρακαλέσαι πάντας τους πενθούντας |
3that there should be given to them that mourn in Sion glory instead of ashes, the oil of joy to the mourners, the garment of glory for the spirit of heaviness: and they shall be called generations of righteousness, the planting of the Lord for glory. | δοθήναι τοις πενθούσι Σιών δόξαν αντί σποδού άλειμμα ευφροσύνης τοις πενθούσι κατά στολήν δόξης αντί πνεύματος ακηδίας και κληθήσονται γενεαί δικαιοσύνης φύτευμα κυρίου εις δόξαν |
4And they shall build the old waste places, they shall raise up those that were before made desolate, and shall renew the desert cities, even those that had been desolate for many generations. | και οικοδομήσουσιν ερήμους αιωνίας εξηρημωμένας πρότερον εξαναστήσουσι και καινιούσι πόλεις ερήμους εξηρημωμένας εις γενεάς |
5And strangers shall come and feed thy flocks, and aliens shall be thy ploughmen and vine-dressers. | και ήξουσιν αλλογενείς ποιμαίνοντες τα πρόβατά σου και αλλόφυλοι αροτήρες και αμπελουργοί |
6But ye shall be called priests of the Lord, the ministers of God: ye shall eat the strength of nations, and shall be admired because of their wealth. | υμείς δε ιερείς κυρίου κληθήσεσθε λειτουργοί θεού ημών ρηθήσεται υμίν ισχύν εθνών κατέδεσθε και εν τω πλούτω αυτών θαυμασθήσεσθε |
7Thus shall they inherit the land a second time, and everlasting joy shall be upon their head. | ούτως εκ δευτέρας κληρονομήσουσι την γην και ευφροσύνη αιώνιος υπέρ κεφαλής αυτών |
8For I am the Lord who love righteousness, and hate robberies of injustice; and I will give their labour to the just, and will make an everlasting covenant with them. | εγώ γαρ ειμι κύριος ο αγαπών δικαιοσύνην και μισών άρπαγματα εξ αδικίας και δώσω τον μόχθον αυτών δικαίοις και διαθήκην αιώνιον διαθήσομαι αυτοίς |
9And their seed shall be known among the Gentiles, and their offspring in the midst of peoples: every one that sees them shall take notice of them, that they are a seed blessed of God; | και γνωσθήσεται εν τοις έθνεσι το σπέρμα αυτών και τα έκγονα αυτών εν μέσω των λαών πας ορών αυτούς επιγνώσεται αυτούς ότι ούτοί εισι σπέρμα ηυλογημένον υπό θεού |
10and they shall greatly rejoice in the Lord. Let my soul rejoice in the Lord; for he has clothed me with the robe of salvation, and the garment of joy: he has put a mitre on me as on a bridegroom, and adorned me with ornaments as a bride. | και ευφροσύνη ευφρανθήσονται επί κύριον αγαλλιάσθω η ψυχή μου επί τω κυρίω ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης ως νυμφίω περιέθηκε μοι μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω |
11And as the earth putting forth her flowers, and as a garden its seed; so shall the Lord, even the Lord, cause righteousness to spring forth, and exultation before all nations. | και ως γην αύξουσαν το άνθος αυτής και ως κήπος τα σπέρματα αυτού εκβλαστάνει ούτως ανατελεί κύριος κύριος δικαιοσύνην και αγαλλίαμα εναντίον πάντων των εθνών |
Chapter 62
[edit]1For Sion's sake I will not hold my peace, and for Jerusalem's sake I will not rest, until her righteousness go forth as light, and my salvation burn as a torch. | διά Σιών ου σιωπήσομαι και διά Ιερουσαλήμ ουκ ανήσω έως αν εξέλθη ως φως η δικαιοσύνη μου το δε σωτήριόν μου ως λαμπάς καυθήσεται |
2And the Gentiles shall see thy righteousness, and kings thy glory: and one shall call thee by a new name, which the Lord shall name. | και όψονται έθνη την δικαιοσύνην σου και πάντες βασιλείς την δόξαν σου και καλέσει σε το όνομά σου το καινόν ο το στόμα κυρίου ονόμασει αυτο |
3And thou shalt be a crown of beauty in the hand of the Lord, and a royal diadem in the hand of thy God. | και έση στέφανος κάλλους εν χειρί κυρίου και διάδημα βασιλείας εν χειρί θεού σου |
4And thou shalt no more be called Forsaken; and thy land shall no more be called Desert: for thou shalt be called My Pleasure, and thy land Inhabited: for the Lord has taken pleasure in thee, and thy land shall be inhabited. | και ουκέτι κληθήση καταλελειμμένη και η γη σου ου κληθήσεται έρημος σοι γαρ κληθήσεται θέλημα εμόν και τη γη σου οικουμένη ότι ευδόκησε κύριος εν σοι και η γη σου συνοικισθήσεται |
5And as a young man lives with a virgin, so shall thy sons dwell in thee: and it shall come to pass that as a bridegroom will rejoice over a bride, so will the Lord rejoice over thee. | και ως συνοικών νεανίσκος παρθένω ούτω κατοικήσουσιν οι υιοί σου μετά σου και έσται ον τρόπον ευφρανθήσεται νυμφίος επί νύμφη ούτως ευφρανθήσεται κύριος επί σοι |
6And on thy walls, O Jerusalem, have I set watchmen all day and all night, who shall never cease making mention of the Lord. | και επί των τειέχων σου Ιερουσαλήμ κατέστησα φύλακάς όλην την ημέραν και όλην την νύκτα οι διά τέλους ου σιωπήσονται μιμνησκόμενοι κυρίου |
7For there is none like you, when he shall have established, and made Jerusalem a praise on the earth. | ουκ έστι γαρ υμίν όμοιος εάν διορθώση και ποιηση Ιερουσαλήμ γαυρίαμα επί της γης |
8For the Lord has sworn by his glory, and by the might of his arm, I will no more give thy corn and thy provisions to thine enemies; nor shall strangers any more drink thy wine, for which thou has laboured. | ώμοσε κύριος κατά της δεξιάς αυτού και κατά της ισχύος του βραχίονος αυτού ει έτι δώσω τον σίτόν σου και τα βρώματά σου τοις εχθροίς σου και ει έτι πίονται υιοί αλλότριοι τον οίνόν σου εφ΄ ω εμόχθησας |
9But they that have gathered them shall eat them, and they shall praise the Lord; and they that have gathered the grapes shall drink thereof in my holy courts. | αλλ΄ η οι συνάγαγοντες φάγονται αυτά και αινέσουσι τον κύριον και οι συνάγοντες πίονται αυτά εν ταις επαύλεσι ταις αγίαις μου |
10Go through my gates, and make a way for my people; and cast the stones out of the way; lift up a standard for the Gentiles. | πορεύεσθε διά των πυλών μου και οδοποιήσατε τω λαώ μου και τους λίθους τους εκ της οδού διαρρίψατε εξάρατε σύσσημον εις τα έθνη |
11For behold, the Lord has proclaimed to the end of the earth, say ye to the daughter of Sion, Behold, thy Saviour has come to thee, having his reward and his work before his face. | ιδού γαρ κύριος εποίησεν ακουστόν έως εσχάτου της γης είπατε τη θυγατρί Σιών ιδού ο σωτήρ σοι παραγίνεται έχων τον εαυτού μισθόν μετ΄ αυτού και το έργον αυτού προ προσώπου αυτού |
12And one shall call them the holy people, the redeemed of the Lord: and thou shalt be called a city sought out, and not forsaken. | και καλέσει αυτόν λαόν άγιον λελυτρωμένον υπό κυρίου συ δε κληθήση επιζητουμένη πόλις και ουκ εγκαταλελειμμένη |
Chapter 63
[edit]1Who is this that is come from Edom, with red garments from Bosor? thus fair in his apparel, with mighty strength? I speak of righteousness and saving judgment. | τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ ερύθημα ιματίων εκ Βοσόρ ούτος ωραίος εν στολή αυτού βία μετά ισχύος εγώ διαλέγομαι δικαιοσύνην και κρίσιν σωτηρίου |
2Wherefore are thy garments red, and thy raiment as if fresh from a trodden winepress? | διατί σου ερυθρά τα ιμάτια και τα ενδύματά σου ως από πατητού ληνού |
3I am full of trodden grape, and of the nations there is not a man with me; and I trampled them in my fury, and dashed them to pieces as earth, and brought down their blood to the earth. | πλήρους καταπεπατημένης και των εθνών ουκ έστιν ανήρ μετ΄ εμού και κατεπάτησα αυτούς εν θυμώ μου και κατέθλασα αυτούς ως γην και κατήγαγον το αίμα αυτών εις γην και πάντα τα ιμάτια εμίανα |
4For the day of recompence has come upon them, and the year of redemption is at hand. | ημέρα γαρ ανταποδόσεως επήλθεν αυτοίς και ενιαυτός λυτρώσεως πάρεστι |
5And I looked, and there was no helper; and I observed, and none upheld: therefore my arm delivered them, and mine anger drew nigh. | και επέβλεψα και ουκ ην βοηθός και προσενόησα και ουθείς αντελαμβάνετο και ερρύσατο αυτούς ο βραχίων μου και ο θυμός μου επέστη |
6And I trampled them in mine anger, and brought down their blood to the earth. | και κατεπάτησα αυτούς τη οργή μου και κατήγαγον το αίμα αυτών εις γην |
7I remembered the mercy of the Lord, the praises of the Lord in all things wherein he recompenses us. The Lord is a good judge to the house of Israel; he deals with us according to his mercy, and according to the abundance of his righteousness. | τον έλεον κυρίου εμνήσθην τας αρετάς κυρίου εν πάσιν οις ημίν ανταποδίδωσι κύριος κριτής αγαθός τω οίκω Ισραήλ επάγει ημίν κατά το έλεος αυτού και κατά το πλήθος της δικαιοσύνης αυτού |
8And he said, Is it not my people? the children surely will not be rebellious: and he became to them deliverance | και είπεν ο λαός μου τέκνα ου αθετήσωσι και εγένετο αυτοίς εις σωτηρίαν |
9out of all their affliction: not an ambassador, nor a messenger, but himself saved them, because he loved them and spared them: he himself redeemed them, and took them up, and lifted them up all the days of old. | εκ πάσης θλίψεως αυτών ου πρέσβυς ουδέ άγγελος αλλ΄ αυτός ο κύριος έσωσεν αυτούς διά το αγαπάν αυτούς και φείδεσθαι αυτών αυτός ελυτρώσατο αυτούς και ανέλαβεν αυτούς και ύψωσεν αυτούς πάσας τας ημέρας του αιώνος |
10But they disobeyed, and provoked his Holy Spirit: so he turned to be an enemy, he himself contended against them. | αυτοί δε ηπείθησαν και παρώξυναν το πνεύμα το άγιον αυτού και εστράφη αυτοίς κύριος εις έχθραν αυτός επολέμησεν αυτούς |
11Then he remembered the ancient days, saying, Where is he that brought up from the sea the shepherd of the sheep? where is he that put his Holy Spirit in them? | και εμνήσθη ημερών αιωνίων ο αναβιβάσας εκ της γης τον ποιμένα των προβάτων που εστιν ο θεις εν αυτοίς το πνεύμα το άγιον |
12who led Moses with his right hand, the arm of his glory? he forced the water to separate from before him, to make himself an everlasting name. | ο αγαγών τη δεξιά Μωυσήν ο βραχίων της δόξης αυτού κατίσχυσεν ύδωρ από προσώπου αυτού ποιήσαι αυτώ όνομα αιώνιον |
13He led them through the deep, as a horse through the wilderness, and they fainted not, | ήγαγεν αυτούς διά της αβύσσου ως ίππον δι΄ ερήμου και ουκ εκοπίασαν |
14and as cattle through a plain: the Spirit came down from the Lord, and guided them: thus thou leddest thy people, to make thyself a glorious name. | και ως κτήνη διά πεδίου κατέβη πνεύμα παρά κυρίου και ώδηγησεν αυτούς ούτως ήγαγες τον λαόν σου ποιήσαι σεαυτώ όνομα δόξης |
15Turn from heaven, and look from thy holy habitation and from thy glory: where is thy zeal and thy strength? where is the abundance of thy mercy and of thy compassions, that thou hast withholden thyself from us? | επίστρεψον εκ του ουρανού και ίδε εκ του οίκου του αγίου σου και δόξης σου που εστιν ο ζηλός σου και η ισχύς σου που εστι το πλήθος του ελέους σου και οικτιρμών σου ότι ανέσχου ημών |
16For thou art our Father; for though Abraham knew us not, and Israel did not acknowledge us, yet do thou, O Lord, our Father, deliver us: thy name has been upon us from the beginning. | συ γαρ ει πατήρ ημών ότι Αβραάμ ουκ έγνω ημάς και Ισραήλ ουκ επέγνω ημάς αλλά συ κύριε πατήρ ημών ρύσαι ημάς απ΄ αρχής το όνομά σου εφ΄ ημάς εστι |
17Why hast thou caused us to err, O Lord, from thy way? and has hardened our hearts, that we should not fear thee? Return for thy servants' sake, for the sake of the tribes of thine inheritance, | τι επλάνησας ημάς κύριε από της οδού σου εσκλήρυνας τας καρδίας ημών του μη φοβείσθαί σε επίστρεψον διά τους δούλους σου διά τας φυλάς της κληρονομίας σου |
18that we may inherit a small part of thy holy mountain. | ίνα μικρόν κληρονομήσωμεν του όρους του αγίου σου οι υπεναντίοι ημών κατεπάτησαν το αγίασμά σου |
19 We are become as at the beginning, when thou didst not rule over us, and thy name was not called upon us. | εγενόμεθα ως το απ΄ αρχής ότε ουκ ήρξας ημών ουδέ εκλήθη τον όνομά σου εφ΄ ημάς |
Chapter 64
[edit]1If thou wouldest open the heaven, trembling will take hold upon the mountains from thee, and they shall melt, | εάν ανοίξης τον ουρανόν τρόμος λήψεται από σου όρη και τακήσονται |
2as wax melts before the fire; and fire shall burn up the enemies, and thy name shall be manifest among the adversaries: at thy presence the nations shall be troubled, | ως κηρός από πυρός τήκεται και κατακαύσει πυρ τους υπεναντίους και φανερόν έσται το όνομά σου εν τοις υπεναντίοις από προσώπου σου έθνη ταραχθήσονται |
3whenever thou shalt work gloriously; trembling from thee shall take hold upon the mountains. | όταν ποιής τα ένδοξα τρόμος λήψεται όρη |
4From of old we have not heard, neither have our eyes seen a God beside thee, and thy works which thou wilt perform to them that wait for mercy. | από του αιώνος ουκ ηκούσαμεν ουδέ οι οφθαλμοί ημών είδον θεόν πλην σου και τα έργά σου α ποιήσεις τοις υπομένουσιν έλεον |
5For these blessings shall happen to them that work righteousness, and they shall remember thy ways: behold, thou wast angry and we have sinned; therefore we have erred, | συναντήσεται γαρ τοις ποιούσι το δίκαιον και των οδών σου μνησθήσονται ιδού συ ωργίσθης και ημείς ημάρτομεν διά τούτο επλανήθημεν |
6and we are all become as unclean, and all our righteousness as a filthy rag: and we have fallen as leaves because of our iniquities; thus the wind shall carry us away. | και εγενήθημεν ως ακάθαρτοι πάντες ημείς ως ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών και εξερρύημεν ως φύλλα διά τας ανομίας ημών ούτως άνεμος οίσει ημάς |
7And there is none that calls upon thy name, or that remembers to take hold on thee: for thou hast turned thy face away from us, and hast delivered us up because of our sins. | και ουκ έστιν ο επικαλούμενος το όνομά σου και ο μνησθείς αντιλαβέσθαι σου ότι απέστρεψας το πρόσωπόν σου αφ΄ ημών και παρέδωκας διά τας αμαρτίας ημών |
8And now, O Lord, thou art our Father, and we are clay, all of us the work of thine hands. | και νυν κύριε πατήρ ημών συ ημείς δε πηλός έργα των χειρών σου πάντες ημεις |
9Be not very wroth with us, and remember not our sins for ever; but now look on us, for we are all thy people. | μη οργίζου ημίν σφόδρα και μη εν καιρώ μνησθής αμαρτιών ημών και νυν επίβλεψον κύριε ότι λαός σου πάντες ημείς |
10The city of thy holiness has become desolate, Sion has become as a wilderness, Jerusalem a curse. | πόλις του αγίου σου εγενήθη έρημος Σιών ως έρημος εγενήθη Ιερουσαλήμ εις κατάραν |
11The house, our sanctuary, and the glory which our fathers blessed, has been burnt with fire: and all our glorious things have gone to ruin. | ο οίκος το άγιον ημών και η δόξα ην ευλόγησαν οι πατέρες ημών εγενήθη πυρίκαυστος και πάντα τα ένδοξα ημών συνέπεσε |
12And for all these things thou, O Lord, has withholden, thyself, and been silent, and hast brought us very low. | και επί πάσι τούτοις ανέσχου κύριε και εσιώπησας και εταπείνωσας ημάς σφόδρα |
Chapter 65
[edit]1 I became manifest to them that asked not for me; I was found of them that sought me not: I said, Behold, I am here, to a nation, who called not on my name. | εμφανής εγενήθην τοις εμέ μη ζητούσιν ευρέθην τοις εμέ μη επερωτώσιν είπα ιδού ειμι τω έθνει οι ουκ εκάλεσάν μου το όνομα |
2I have stretched forth my hands all day to a disobedient and gainsaying people, to them that walked in a way that was not good, but after their sins. | εξεπέτασα τας χείράς μου όλην την ημέραν προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα οι ουκ επορεύθησαν οδώ αγαθή αλλ΄ οπίσω των αμαρτιών αυτών |
3This is the people that provokes me continually in my presence; they offer sacrifices in gardens, and burn incense on bricks to devils, which exist not. | ο λαός ούτος ο παροξύνων με εναντίον εμού διαπαντός αυτοί θυσιάζουσιν εν τοις κήποις και θυμιώσιν επί ταις πλίνθοις τοις δαιμονίοις α ουκ έστιν |
4They lie down to sleep in the tombs and in the caves for the sake of dreams, even they that eat swine's flesh, and the broth of their sacrifices: all their vessels are defiled: | και εν τοις μνήμασι εν τοις σπηλαίοις κοιμώνται διά ενύπνια οι έσθοντες κρέα ύειον και ζωμόν θυσιών μεμολυμμένα πάντα τα σκεύη αυτών |
5who say, Depart from me, draw not nigh to me, for I am pure. This is the smoke of my wrath, a fire burns with it continually. | οι λέγοντες πόρρω απ΄ εμού μη εγγίσης μοι ότι καθαρός ειμι ούτος καπνός του θυμού μου πυρ καίεται εν αυτώ πάσας τας ημέρας |
6Behold, it is written before me: I will not be silent until I have recompensed into their bosom, | ιδού γέγραπται ενώπιόν μου ου σιωπήσω έως αν αποδώ και ανταποδώσω εις τον κόλπον αυτών |
7their sins and the sins of their fathers, saith the Lord, who have burnt incense on the mountains, and reproached me on the hills: I will recompense their works into their bosom. | τας αμαρτίας αυτών και των πατέρων αυτών λέγει κύριος οι εθυμίασαν επί των ορέων και επί των βουνών ωνείδισάν με αποδώσω τα έργα αυτών εις τον κόλπον αυτών |
8Thus saith the Lord, As a grape-stone shall be found in the cluster, and they shall say, Destroy it not; for a blessing is in it: so will I do for the sake of him that serves me, for his sake I will not destroy them all. | ούτως λέγει κύριος ον τρόπον ευρεθήσεται ο ρωξ εν τω βότρυϊ και ερούσι μη λυμήνη αυτόν ότι ευλογία έστιν εν αυτώ ούτως ποιήσω ένεκεν του δουλεύοντός μοι τούτου ένεκεν ου απολέσω πάντας |
9And I will lead forth the seed that came of Jacob and of Juda, and they shall inherit my holy mountain: and mine elect and my servants shall inherit it, and shall dwell there. | και εξάξω το εξ Ιακώβ σπέρμα και το εξ Ιούδα και κληρονομήσει το όρος το άγιόν μου και κληρονομήσουσιν οι εκλεκτοί μου και οι δούλοί μου και κατοικήσουσιν εκεί |
10And there shall be in the forest folds of flocks, and the valley of Achor shall be for a resting-place of herds for my people, who have sought me. | και έσονται εν τω δρυμώ επαύλεις ποιμνίων και φάραγξ Αχώρ εις ανάπαυσιν βουκολίων τω λαώ μου οι εζήτησάν με |
11But ye are they that have left me, and forget my holy mountain, and prepare a table for the devil, and fill up the drink-offering to Fortune. | υμείς δε οι εγκαταλιπόντες με και επιλανθανόμενοι το όρος το άγιόν μου και ετοιμάζοντες τω δαιμονίω τράπεζαν και πληρούντες τη τύχη κέρασμα |
12I will deliver you up to the sword, ye shall all fall by slaughter: for I called you, and ye hearkened not; I spoke, and ye refused to hear; and ye did evil in my sight, and chose the things wherein I delighted not. | εγώ παραδώσω υμάς εις μάχαιραν πάντες εν σφαγή πεσείσθε ότι εκάλεσα υμάς και ουχ υπηκούσατε ελάλησα και παρηκούσατε και εποιήσατε το πονηρόν εναντίον εμού και α ουκ εβουλόμην εξελέξασθε |
13Therefore thus saith the Lord, Behold, my servants shall eat, but ye shall hunger: behold, my servants shall drink, but ye shall thirst: behold, my servants shall rejoice, but ye shall be ashamed: | διά τούτο τάδε λέγει κύριος ιδού οι δουλεύοντές μοι φάγονται υμείς δε πεινάσετε ιδού οι δουλεύοντές μοι πίονται υμείς δε διψήσετε ιδού οι δουλεύοντές μοι ευφρανθήσονται υμείς δε αισχυνθήσεσθε |
14behold, my servants shall exult with joy, but ye shall cry for the sorrow of your heart, and shall howl for the vexation of your spirit. | ιδού οι δουλεύοντές μοι αγαλλιάσονται εν ευφροσύνη υμείς δε κεκράξεσθε διά τον πόνον της καρδίας υμών και από συντριβής πνεύματος υμών ολολύξετε |
15For ye shall leave your name for a loathing to my chosen, and the Lord shall destroy you: but my servants shall be called by a new name, | καταλείψετε γαρ το όνομα υμών εις πλησμονήν τοις εκλεκτοίς μου υμάς δε ανελεί κύριος τοις δε δουλεύουσί μοι κληθήσεται όνομα καινόν |
16which shall be blessed on the earth; for they shall bless the true God: and they that swear upon the earth shall swear by the true God; for they shall forget the former affliction, it shall not come into their mind. | ο ευλογηθήσεται επί της γης ευλογήσουσι γαρ τον θεόν τον αληθινόν και οι ομνύοντες επί της γης ομούνται τον θεόν τον αληθινόν επιλήσονται γαρ την θλίψιν αυτών την πρώτην και ουκ αναβήσεται επί την καρδίαν αυτών |
17For there shall be a new heaven and a new earth: and they shall not at all remember the former, neither shall they at all come into their mind. | έσται γαρ ο ουρανός καινός και η γη καινή και ου μνησθώσι των προτέρων ουδ΄ ου επέλθη επί την καρδίαν αυτών |
18But they shall find in her joy and exultation; for, behold, I make Jerusalem a rejoicing, and my people a joy. | αλλ΄ ευφροσύνην και αγαλλίαμα ευρήσουσιν εν αυτή ότι ιδού εγώ ποιώ αγαλλίαμα Ιερουσαλήμ και επί τον λαόν μου ευφροσύνην |
19And I will rejoice in Jerusalem, and will be glad in my people: and there shall no more be heard in her the voice of weeping, or the voice of crying. | και αγαλλιάσομαι επί Ιερουσαλήμ και ευφρανθήσομαι επί τω λαώ μου και ουκέτι μη ακουσθή εν αυτή φωνή κλαυθμού ουδέ φωνή κραυγής |
20Neither shall there be there any more a child that dies untimely, or an old man who shall not complete his time: for the youth shall be a hundred years old, and the sinner who dies at a hundred years shall also be accursed: | ουδ΄ ου γένηται έτι άωρος και πρεσβύτης ος ουκ εμπλήσει τον χρόνον αυτού έσται γαρ ο νέος εκατόν ετών ο δε αποθνήσκων αμαρτωλός εκατόν ετών και επικατάρατος έσται |
21and they shall build houses, and themselves shall dwell in them; and they shall plant vineyards, and themselves shall eat the fruit thereof. | και οικοδομήσουσιν οικίας και αυτοί ενοικήσουσι και καταφυτεύσουσιν αμπελώνας και αυτοί φάγονται τα γεννήματα αυτών και τον οίνον πίονται |
22They shall by no means build, and others inhabit; and they shall by no means plant, and others eat: for as the days of the tree of life shall be the days of my people, they shall long enjoy the fruits of their labours. | ου οικοδομήσουσι και άλλοι ενοικήσουσι και ου φυτεύσουσι και άλλοι φάγονται κατά γαρ τας ημέρας του ξύλου της ζωής έσονται αι ημέραι του λαού μου τα γαρ έργα των χειρών αυτών παλαιώσουσιν |
23My chosen shall not toil in vain, neither shall they beget children to be cursed; for they are a seed blessed of God, and their offspring with them. | οι δε εκλεκτοί μου ου κοπιάσουσιν εις κενόν ουδέ τεκνοποιήσουσιν εις κατάραν ότι σπέρμα ευλογημένον υπό θεού εστι και τα έκγονα αυτών μετ΄ αυτών |
24And it shall come to pass, that before they call, I will hearken to them; while they are yet speaking, I will say, What is it? | και έσται πριν η κεκράξαι αυτους εγώ υπακούσομαι αυτών έτι λαλούντων αυτών ερώ τι εστι |
25Then wolves and lambs shall feed together, and the lion shall eat chaff like the ox, and the serpent earth as bread. They shall not injure nor destroy in my holy mountain, saith the Lord. | τότε λύκοι και άρνες βοσκηθήσονται άμα και λέων ως βους φάγεται άχυρα και όφις γην ως άρτον ουκ αδικήσουσιν ουδέ λυμανούνται επί τω όρει τω αγίω μου λέγει κύριος |
Chapter 66
[edit]1Thus saith the Lord, Heaven is my throne, and the earth is my footstool: what kind of a house will ye build me? and of what kind is to be the place of my rest? | ούτως λέγει κύριος ο ουρανός μοι θρόνος και η γη υποπόδιον των ποδών μου ποίον οίκον οικοδομήσετέ μοι και ποίος τόπος της καταπαύσεώς μου |
2For all these things are mine, saith the Lord: and to whom will I have respect, but to the humble and meek, and the man that trembles at my words? | πάντα γαρ ταύτα εποίησεν η χειρ μου και έστιν εμά πάντα ταύτα λέγει κύριος και επί τίνα επιβλέψω αλλ΄ επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου |
3But the transgressor that sacrifices a calf to me, is as he that kills a dog; and he that offers fine flour, as one that offers swine's blood; he that gives frankincense for a memorial, is as a blasphemer. Yet they have chosen their own ways, and their soul has delighted in their abominations. | ο δε άνομος ο θύων μοι μόσχον ως ο τύπτων άνδρα και ο θυσιάζων ποιμνίου ως ο αποκτείνων κύνα ο δε αναφέρων σεμίδαλιν ως αίμα ύειον ο διδούς λίβανον εις μνημόσυνον ως βλάσφημος και αυτοί εξελέξαντο τας οδούς αυτών και τα βδελύγματα αυτών α η ψυχή αυτών ηθέλησε |
4I also will choose their mockeries, and will recompense their sins upon them; because I called them, and they did not hearken to me; I spoke, and they heard not: and they did evil before me, and chose the things wherein I delighted not. | και εγώ εκλέξομαι τα εμπαίγματα αυτών και τας αμαρτίας αυτών ανταποδώσω αυτοίς ότι εκάλεσα αυτούς και ουχ υπήκουσάν μου ελάλησα και ουκ ήκουσαν και εποίησαν το πονηρόν εναντίον μου και α ουκ εβουλόμην εξελέξαντο |
5Hear the words of the Lord, ye that tremble at his word; speak ye, our brethren, to them that hate you and abominate you, that the name of the Lord may be glorified, and may appear their joy; but they shall be ashamed. | ακούσατε λόγον κυρίου οι τρέμοντες τον λόγον αυτού είπατε αδελφοί υμών τοις μισούσιν υμάς και βδελυσσομένοις ίνα το όνομα κυρίου δοξασθή και οφθή εν τη ευφροσύνη αυτών και εκείνοι αισχυνθήσονται |
6A voice of a cry from the city, a voice from the temple, a voice of the Lord rendering recompence to his adversaries. | φωνή κραυγής εκ πόλεως φωνή εκ ναού φωνή κυρίου ανταποδιδόντος ανταπόδοσιν τοις αντικειμένοις |
7Before she that travailed brought forth, before the travail-pain came on, she escaped it and brought forth a male. | πριν την ωδίνουσαν τεκείν πριν ελθείν τον πόνον των ωδίνων εξέφυγε και έτεκεν άρσεν |
8Who has heard such a thing? and who has seen after this manner? Has the earth travailed in one day? or has even a nation been born at once, that Sion has travailed, and brought forth her children? | τις ήκουσε τοιούτο και τις εώρακεν ούτως ει ώδινε γη εν μία ημέρα η και ετέχθη έθνος εισάπαξ ότι ώδινε και έτεκε Σιών τα παιδία αυτής |
9But I have raised this expectation, yet thou hast not remembered me, saith the Lord: behold, have not I made the bearing and barren woman? saith thy God. | εγώ δε έδωκα την προσδοκίαν ταύτην και ουκ εμνήσθης μου είπε κύριος και ιδού εγώ γεννώσαν και στείραν εποίησα είπεν ο θεός σου |
10Rejoice, O Jerusalem, and all ye that love her hold in her a general assembly: rejoice greatly with her, all that now mourn over her: | ευφράνθητι Ιερουσαλήμ και πανηγυρίσατε εν αυτή πάντες οι αγαπώντες αυτήν και οι κατοικούντες αυτήν χάρητε χαρά πάντες όσοι πενθείτε επ΄ αυτή |
11that ye may suck, and be satisfied with the breast of her consolation; that ye may milk out, and delight yourselves with the influx of her glory. | ίνα θηλάσητε και εμπλησθήτε από μαστού παρακλήσεως αυτής ίνα εκθηλάσαντες τρυφήσητε από εισόδου δόξης αυτής |
12For thus saith the Lord, Behold, I turn toward them as a river of peace, and as a torrent bringing upon them in a flood the glory of the Gentiles: their children shall be borne upon the shoulders, and comforted on the knees. | ότι τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ εκκλινώ εις αυτούς ως ποταμός ειρήνης και ως χειμάρρους επικλύζων δόξαν εθνών τα παιδία αυτών επ΄ ώμων αρθήσονται και επί γονάτων παρακληθήσονται |
13As if his mother should comfort one, so will I also comfort you; and ye shall be comforted in Jerusalem. | ως ει μήτηρ παρακαλέσει ούτως καγώ παρακαλέσω υμάς και εν Ιερουσαλήμ παρακληθήσεσθε |
14And ye shall see, and your heart shall rejoice, and your bones shall thrive like grass: and the hand of the Lord shall be known to them that fear him, and he shall threaten the disobedient. | και όψεσθε και χαρήσεται η καρδία υμών και τα οστά υμών ως βοτάνη ανατελεί και γνωσθη έσται η χειρ κυρίου τοις φοβουμενοις αυτόν και απειλήσει τοις απειθούσιν |
15For, behold, the Lord will come as fire, and his chariots as a storm, to render his vengeance with wrath, and his rebuke with a flame of fire. | ιδού γαρ κύριος ως πυρ ήξει και ως καταιγίς τα άρματα αυτού αποδούναι εν θυμώ εκδίκησιν και αποσκορακισμόν εν φλογί πυρός |
16For with the fire of the Lord all the earth shall be judged, and all flesh with his sword: many shall be slain by the Lord. | εν γαρ τω πυρί κυρίου κριθήσεται πάσα η γη και εν τη ρομφαία αυτού πάσα σαρξ πολλοί τραυματίαι έσονται υπό κυρίου |
17They that sanctify themselves and purify themselves in the gardens, and eat swine's flesh in the porches, and the abominations, and the mouse, shall be consumed together, saith the Lord. | οι αγνιζόμενοι και καθαριζόμενοι εις τους κήπους και εν τοις προθύροις έσθοντες κρέας ύειον και τα βδελύγματα και τον μυν επιτοαυτό αναλωθήσονται είπε κύριος |
18And I know their works and their imagination. I am going to gather all nations and tongues; and they shall come, and see my glory. | καγώ τα έργα αυτών και τον λογισμόν αυτών επίσταμαι και εγώ έρχομαι συναγαγείν πάντα τα έθνη και τας γλώσσας και ήξουσι και όψονται την δόξαν μου |
19And I will leave a sign upon them, and I will send forth them that have escaped of them to the nations, to Tharsis, and Phud, and Lud, and Mosoch, and to Thobel, and to Greece, and to the isles afar off, to those who have not heard my name, nor seen my glory; and they shall declare my glory among the Gentiles. | και καταλείψω επ΄ αυτών σημείον και εξαποστελώ εξ αυτών σεσωσμένους εις τα έθνη εις Θαρσείς και Φουδ και Λουδ και Μοσόχ και Θοβέλ και εις την Ελλάδα και εις τας νήσους τας πόρρω οι ουκ ακηκόασί μου το όνομα ούτε εωράκασι την δόξαν και αναγγελούσι την δόξαν μου εν τοις έθνεσι |
20And they shall bring your brethren out of all nations for a gift to the Lord with horses, and chariots, in litters drawn by mules with awnings, to the holy city Jerusalem, said the Lord, as though the children of Israel should bring their sacrifices to me with psalms into the house of the Lord. | και άξουσι τους αδελφούς υμών εκ πάντων των εθνών δώρον κυρίω μεθ΄ ίππων και αρμάτων εν λαμπήναις ημιόνων μετά σκιαδίων εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και είπεν κύριος ως αν ενέγκαισαν οι υιοί Ισραήλ τας θυσίας αυτών εμοί μετά ψαλμών εις τον οίκον κυρίου |
21And I will take of them priests and Levites, saith the Lord. | και απ΄ αυτών λήψομαι ιερείς και Λευίτας είπε κύριος |
22For as the new heaven and the new earth, which I make, remain before me, saith the Lord, so shall your seed and your name continue. | ον τρόπον γαρ ο ουρανός καινός και η γη καινή α εγώ ποιώ μένει ενώπιόν μου λέγει κύριος ούτω στήσεται το σπέρμα υμών και το όνομα υμών |
23And it shall come to pass from month to month, and from sabbath to sabbath, that all flesh shall come to worship before me in Jerusalem, saith the Lord. | και έσται μην εκ μηνός και σάββατον εκ σαββάτου ήξει πάσα σαρξ του προσκυνήσαι ενώπιόν μου εν Ιερουσαλήμ είπε κύριος |
24And they shall go forth, and see the carcasses of the men that have transgressed against me: for their worm shall not die, and their fire shall not be quenched; and they shall be a spectacle to all flesh. | και εξελεύσονται και όψονται τα κώλα των ανθρώπων των παραβεβηκότων εν εμοί ο γαρ σκώληξ αυτών ου τελευτήσει και το πυρ αυτών ου σβεσθήσεται και έσονται εις όρασιν πάση σαρκί |