Jump to content

Septuagint (Brenton 1879)/Jeremias

From Wikisource
For other versions of this work, see Jeremiah (Bible).

Chapter 1

[edit]
1The word of God which came to Jeremias the son of Chelcias, of the priests, who dwelt in Anathoth in the land of Benjamin: το ρήμα του θεού ο εγένετο επί Ιερεμίαν τον του Χελκίου εκ των ιερέων ος κατώκει εν Αναθώθ εν γη Βενιαμίν
2accordingly as the word of God came to him in the days of Josias son of Amos king of Juda, in the thirteenth year of his reign. ως εγενήθη λόγος του θεού προς αυτόν εν ταις ημέραις Ιωσίου υιόυ Αμών βασιλέως Ιούδα έτους τρισκαιδεκάτου εν τη βασιλεία αυτού
3And it was in the days of Joakim, son of Josias king of Juda, until the eleventh year of Sedekias king of Juda, even until the captivity of Jerusalem in the fifth month. και εγένετο εν ταις ημέραις Ιωακείμ υιόυ Ιωσίου βασιλέως Ιούδα έως ενδεκάτου έτους Σεδεκίου υιόυ Ιωσίου βασιλέως Ιούδα έως της αιχμαλωσίας Ιερουσαλήμ εν τω πέμπτω μηνί
4And the word of the Lord came to him, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
5Before I formed thee in the belly, I knew thee; and before thou camest forth from the womb, I sanctified thee; I appointed thee a prophet to the nations. προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε προφήτην εις έθνη τέθεικά σε
6And I said, O Lord, thou that art supreme Lord, behold, I know not how to speak, for I am a child. και είπα ο ων δέσποτα κύριε ιδού ουκ επίσταμαι λαλείν ότι νεώτερος εγώ ειμι
7And the Lord said to me, Say not, I am a child: for thou shalt go to all to whomsoever I shall send thee, and according to all the words that I shall command thee, thou shalt speak. και είπε κύριος προς με μη λέγε ότι νεώτερος εγώ ειμι ότι προς πάντας ους εάν εξαποστείλω σε πορεύση και κατά πάντα όσα εάν εντείλωμαί σοι λαλήσεις
8Be not afraid before them: for I am with thee to deliver thee, saith the Lord. μη φοβηθής από προσώπου αυτών ότι μετά σου ειμι του εξαιρείσθαί σε λέγει κύριος
9And the Lord stretched forth his hand to me, and touched my mouth: and the Lord said to me, Behold, I have put my words into thy mouth. και εξέτεινε κύριος την χείρα αυτού προς με και ήψατο του στόματός μου και είπε κύριος προς με ιδού δέδωκα τους λόγους μου εις το στόμα σου
10Behold, I have appointed thee this day over nations and over kingdoms, to root out, and to pull down, and to destroy, and to rebuild, and to plant. ιδού καθέστηκά σε σήμερον επί έθνη και επί βασιλείας εκριζούν και κατασκάπτειν και απολύειν και ανοικοδομείν και καταφυτεύειν
11And the word of the Lord came to me, saying, What seest thou? And I said, A rod of an almond tree. και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων τι συ οράς Ιερεμία και είπα βακτηρίαν καρυϊνην
12And the Lord said to me, Thou hast well seen: for I have watched over my words to perform them. και είπε κύριος προς με καλώς εώρακας διότι εγρήγορα εγώ επί τους λόγους μου του ποιήσαι αυτούς
13And the word of the Lord came to me a second time, saying, What seest thou? And I said, A caldron on the fire; and the face of it is toward the north. και εγένετο λόγος κυρίου εκ δευτέρου προς με λέγων τι συ οράς και είπα λέβητα υποκαιόμενον και το πρόσωπον αυτού από προσώπου βορρά
14And the Lord said to me, From the north shall flame forth evils upon all the inhabitants of the land. και είπε κύριος προς με από προσώπου βορρά εκκαυθήσεται τα κακά επί πάντας τους κατοικούντας την γην
15For, behold, I call together all the kingdoms of the earth from the north, saith the Lord; and they shall come, and shall set each one his throne at the entrance of the gates of Jerusalem, and against all the walls round about her, and against all the cities of Juda. διότι ιδού εγώ συγκαλώ πάσας τας βασιλείας από βορρά λέγει κύριος και ήξουσι και θήσουσιν έκαστος τον θρόνον αυτού επί τα πρόθυρα των πυλών Ιερουσαλήμ και επί πάντα τα τείχη τα κύκλω και επί πάσας τας πόλεις Ιούδα
16And I will speak to them in judgment, concerning all their iniquity, forasmuch as they have forsaken me, and sacrificed to strange gods, and worshipped the works of their own hands. και λαλήσω προς αυτούς μετά κρίσεως περί πάσης της κακίας αυτών ως εγκατέλιπόν με και έθυσαν θεοίς αλλοτρίοις και προσεκύνησαν τοις έργοις των χειρών αυτών
17And do thou gird up thy loins, and stand up, and speak all the words that I shall command thee: be not afraid of their face, neither be thou alarmed before them; for I am with thee to deliver thee, saith the Lord. και συ περίζωσαι την οσφύν σου και ανάστηθι και είπον προς αυτούς πάντα όσα αν εντείλωμαί σοι μη φοβηθής από προσώπου αυτών μηδέ πτοηθής εναντίον αυτών ότι μετά σου εγώ ειμι του εξαιρείσθαί σε λέγει κύριος
18Behold, I have made thee this day as a strong city, and as a brazen wall, strong against all the kings of Juda, and the princes thereof, and the people of the land. ιδου τεθεικά σε εν τη σήμερον ημέρα ως πόλιν οχυράν και ως τείχος χαλκούν οχυρόν άπασι τοις βασιλεύσιν Ιούδα και τοις άρχουσιν αυτού και τω λαώ της γης
19And they shall fight against thee; but they shall by no means prevail against thee; because I am with thee, to deliver thee, saith the Lord. και πολεμήσουσί σε και ου δύνωνται προς σε διότι μετά σου εγώ ειμι του εξαιρείσθαί σε είπε κύριος

Chapter 2

[edit]
1And he said, Thus saith the Lord, και εγένετο ρήμα κυρίου προς με λέγον
2I remember the kindness of thy youth, and the love of thine espousals, πορεύου και βοά εις τα ώτα Ιερουσαλήμ λέγων τάδε λέγει κύριος εμνήσθην ελέους νεότητός σου και αγάπης τελειώσεώς σου του εξακολουθήσαί σε τω αγίω Ισραήλ λέγει κύριος
3in following the Holy One of Israel, saith the Lord, Israel was the holy people to the Lord, and the first-fruits of his increase: all that devoured him shall offend; evils shall come upon them, saith the Lord. άγιος Ισραήλ τω κυρίω αρχή γεννημάτων αυτού πάντες οι έσθοντες αυτόν πλημμελήσουσι κακά ήξει επ΄ αυτούς φησί κύριος
4Hear the word of the Lord, O house of Jacob, and every family of the house of Israel. ακούσατε λόγον κυρίου οίκος Ιακώβ και πάσα πατριά οίκου Ισραήλ
5Thus saith the Lord, What trespass have your fathers found in me, that they have revolted far from me, and gone after vanities, and become vain? τάδε λέγει κύριος τι εύροσαν οι πατέρες υμών εν εμοί πλημμέλημα ότι απέστησαν μακράν απ΄ εμού και επορεύθησαν οπίσω των ματαίων και εματαιώθησαν
6And they said not, Where is the Lord, who brought us up out of the land of Egypt, who guided us in the wilderness, in an untried and trackless land, in a land which no man at all went through, and no man dwelt there? και ουκ είπον που εστι κύριος ο αναγαγών ημάς εκ γης Αιγύπτου ο καθοδηγήσας ημάς εν τη ερήμω εν γη απείρω και αβάτω εν γη ανύδρω και ακάρπω εν γη η ου διώδευσεν εν αυτή ανήρ και ου κατώκησεν άνθρωπος εκεί
7And I brought you to Carmel, that ye should eat the fruits thereof, and the good thereof; and ye went in, and defiled my land, and made mine heritage an abomination. και εισήγαγον υμάς εις τον Κάρμηλον του φαγείν τους καρπούς αυτού και τα αγαθά αυτού και εισήλθετε και εμιάνατε την γην μου και την κληρονομίαν μου έθεσθε εις βδέλυγμα
8The priests said not, Where is the Lord? and they that held by the law knew me not: the shepherds also sinned against me, and the prophets prophesied by Baal, and went after that which profited not. οι ιερείς ουκ είπον που εστι κύριος και οι αντεχόμενοι του νόμου ουκ ηπίσταντό με και οι ποιμένες ησέβουν εις εμέ και οι προφήται προεφήτευσον τη Βάαλ και οπίσω ανωφελούς επορεύθησαν
9Therefore I will yet plead with you, and will plead with your children's children. διά τούτο έτι κριθήσομαι προς υμάς λέγει κύριος και προς τους υιούς των υιών υμών κριθήσομαι
10For go to the isles of the Chettians, and se; and send to Kedar, and observe accurately, and see if such things have been done; έτι διέλθετε εις νήσους Χεττιείμ και ίδετε και εις Κηδάρ αποστείλατε και νοήσατε σφόδρα και ίδετε ει γέγονε τοιαύτα
11if the nations will change their gods, though they are not gods: but my people have changed their glory, for that from which they shall not be profited. ει αλλάξωνται έθνη θεούς αυτών και ούτοι ουκ εισί θεοί ο δε λαός μου ηλλάξατο την δόξαν αυτών εξ ης ουκ ωφεληθήσονται
12The heaven is amazed at this, and is very exceedingly horror-struck, saith the Lord. εξέστη ο ουρανός επί τούτο και έφριξεν επί πλείον σφόδρα λέγει κύριος
13For my people has committed two faults, and evil ones: they have forsaken me, the fountain of water of life, and hewn out for themselves broken cisterns, which will not be able to hold water. ότι δύο και πονηρά εποίησεν ο λαός μου εμέ εγκατέλιπον πηγήν ύδατος ζωής και ώρυξαν εαυτοίς λάκκους συντετριμμένους οι ου δυνήσονται ύδωρ συνέχειν
14Is Israel a servant, or a home-born slave? why has he become a spoil? μη δούλός εστιν Ισραήλ η οικογενής εστι διατί εις προνομήν εγένετο
15The lions roared upon him, and uttered their voice, which have made his land a wilderness: and his cities are broken down, that they should not be inhabited. επ΄ αυτόν ωρύοντο λέοντες και έδωκαν την φωνήν αυτών οι έταξαν την γην αυτού εις αφανισμόν και αι πόλεις αυτού κατεσκάφησαν παρά το μη κατοικείσθαι
16Also the children of Memphis and Taphnas have known thee, and mocked thee. και υιοί Μέμφεως και Τάφνας έγνωσάν σε και κατέπαιζόν σου
17Has not thy forsaking me brought these things upon thee? saith the Lord thy God. ουχί ταύτα εποίησάν σοι του καταλιπείν σε εμέ λέγει κύριος ο θεός σου
18And now what hast thou to do with the way of Egypt, to drink the water of Geon? and what hast thou to do with the way of the Assyrians, to drink the water of rivers? και νυν τι σοι και τη οδώ Αιγύπτου του πιείν ύδωρ Σειώρ και τι σοι τη οδώ Ασσυρίων του πιείν ύδωρ ποταμών
19Thine apostasy shall correct thee, and thy wickedness shall reprove thee: know then, and see, that thy forsaking me has been bitter to thee, saith the Lord thy God; and I have taken no pleasure in thee, saith the Lord thy God. παιδεύσει σε η αποστασία σου και η κακία σου ελέγξει σε και γνώθι και ίδε ότι πικρόν σοι το καταλιπείν σε εμέ λέγει κύριος ο θεός σου και ουκ ευδόκησα εν σοι λέγει κύριος ο θεός σου
20For of old thou hast broken thy yoke, and plucked asunder thy bands; and thou has said, I will not serve thee, but will go upon every high hill, and under every shady tree, there will I indulge in my fornication. ότι απ΄ αιώνος συνέτριψας τον ζυγόν σου και διέρρηξας τους δεσμούς σου και είπας ου δουλεύσω αλλά πορεύσομαι επί πάντα βουνόν υψηλόν και υποκάτω παντός ξύλου κατασκίου εκεί διαχυθήσομαι εν τη πορνεία μου
21Yet I planted thee a fruitful vine, entirely of the right sort: how art thou a strange vine turned to bitterness! εγώ δε εφύτευσά σε άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν πως εστράφης εις πικρίαν η άμπελος η αλλοτρία
22Though thou shouldest wash thyself with nitre, and multiply to thyself soap, still thou art stained by thine iniquities before me, saith the Lord. εάν αποπλύνης εν νίτρω και πληθύνης σεαυτή πόαν κεκηλίδωσαι εν ταις αδικίαις σου εναντίον εμού λέγει κύριος
23How wilt thou say, I am not polluted, and have not gone after Baal? behold thy ways in the burial-ground, and know what thou hast done: her voice has howled in the evening: πως ερείς ουκ εμιάνθην και οπίσω της Βάαλ ουκ επορεύθην ίδε τας οδούς σου εν τω πολυανδρίω και γνώθι τι εποίησας οψέ φωνή αυτής ωλόλυξε
24she has extended her ways over the waters of the desert; she was hurried along by the lusts of her soul; she is given up to them, who will turn her back? none that seek her shall be weary; at the time of her humiliation they shall find her. τας οδούς αυτής επλάτυνεν εφ΄ ύδατα ερήμου εν επιθυμίαις ψυχής αυτής επνευματοφορείτο παρεδόθη τις επιστρέψει αυτήν πάντες οι ζητούντες αυτήν ου κοπιάσουσιν εν τη ταπεινώσει αυτής ευρήσουσιν αυτήν
25Withdraw thy foot from a rough way, and thy throat from thirst: but she said I will strengthen myself: for she loved strangers, and went after them. απόστρεψον τον πόδα σου από οδού τραχείας και τον φάρυγγά σου από δίψους η δε είπεν ανδριούμαι ότι ηγάπησα αλλοτρίους και οπίσω αυτών επορεύετο
26As is the shame of a thief when he is caught, so shall the children of Israel be ashamed; they, and their kings, and their princes, and their priests, and their prophets. ως αισχύνη κλέπτου όταν αλώ ούτως αισχυνθήσονται οι υιοί Ισραήλ αυτοί και οι βασιλείς αυτών και οι άρχοντες αυτών και οι ιερείς αυτών και οι προφήται αυτών
27They said to a stock, Thou art my father; and to a stone, Thou has begotten me: and they have turned their backs to me, and not their faces: yet in the time of their afflictions they will say, Arise, and save us. τω ξύλω είπον ότι πατήρ μου ει συ και τω λίθω συ εγέννησάς με και έστρεψαν επ΄ εμέ νώτα και ου πρόσωπα αυτών και εν τω καιρώ των κακών αυτών ερούσιν ανάστα και σώσον ημάς
28And where are thy gods, which thou madest for thyself? will they arise and save in the time of thine affliction? for according to the number of thy cities were thy gods, O Juda; and according to the number of the streets of Jerusalem they sacrificed to Baal. και που εισιν οι θεοί σου ους εποίησας σεαυτώ ει αναστήσονται και σώσουσί σε εν καιρώ της κακώσεώς σου ότι κατά αριθμόν των πόλεών σου ήσαν θεοί σου Ιούδα και κατά αριθμόν διόδων της Ιερουσαλήμ έθυον τη Βάαλ
29Wherefore do ye speak unto me? ye all have been ungodly, and ye all have transgressed against me, saith the Lord. ινατί λαλείτε προς με πάντες υμείς ησεβήσατε και πάντες υμείς ηνομήσατε εις εμέ λέγει κύριος
30In vain have I smitten your children; ye have not received correction: a sword has devoured your prophets as a destroying lion; yet ye feared not. μάτην επάταξα τα τέκνα υμών παιδείαν ουκ εδέξασθε μάχαιρα κατέφαγε τους προφήτας υμών ως λέων ο ολοθρεύων και ουκ εφοβήθητε
31Hear ye the word of the Lord: thus saith the Lord, Have I been a wilderness or a dry land to Israel? wherefore has my people said, We will not be ruled over, and will not come to thee any more? ακούσατε λόγον κυρίου τάδε λέγει κύριος μη έρημος εγενόμην τω Ισραήλ η γη κεχερσωμένη διατί είπεν ο λαός μου ου κυριευθησόμεθα και ουχ ήξομεν προς σε έτι
32Will a bride forget her ornaments, or a virgin her girdle? but my people has forgotten me days without number. μη επιλήσεται νύμφη τον κόσμον αυτής και παρθένος την στηθοδεσμίδα αυτής ο δε λαός μου επελάθετό μου ημέρας ων ουκ έστιν αριθμός
33What fair device wilt thou yet employ in thy ways, so as to seek love? it shall not be so; moreover thou has done wickedly in corrupting thy ways; τι έτι καλόν επιτηδεύσεις εν ταις οδοίς σου του ζητείν αγάπησιν ουχ ούτως αλλά και συ επονηρεύσω του μιάναι τας οδούς σου
34and in thine hands has been found the blood of innocent souls; I have not found them in holes, but on every oak. και εν ταις χερσί σου ευρέθησαν αίματα ψυχών αθώων ουκ εν διορύγμασιν εύρον αυτούς αλλ΄ επί πάση δρυϊ
35Yet thou saidst, I am innocent: only let his wrath be turned away from me. Behold, I will plead with thee, whereas thou sayest, I have not sinned. και είπας αθώος ειμί αλλά αποστραφήτω ο θυμός αυτού απ΄ εμού ιδού εγώ κρίνομαι προς σε εν τω λέγειν σε ουχ ήμαρτον
36For thou has been so exceedingly contemptuous as to repeat thy ways; but thou shalt be ashamed of Egypt, as thou wast ashamed of Assur. ότι κατεφρόνησας σφόδρα του δευτερώσαι τας οδούς σου και από Αιγύπτου καταισχυνθήση καθώς κατησχύνθης από Ασσούρ
37For thou shalt go forth thence also with thine hands upon thine head; for the Lord has rejected thine hope, and thou shalt not prosper in it. ότι και εντεύθεν εξελεύση και αι χείρές σου επί της κεφαλής σου ότι απώσατο κύριος την ελπίδα σου και ουκ ευοδωθήση εν αυτή

Chapter 3

[edit]
1If a man put away his wife, and she depart from him, and become another man's, shall she return to him any more at all? shall not that woman be utterly defiled? ye thou hast gone a-whoring with many shepherds, and hast returned to me, saith the Lord. εάν εξαποστείλη ανήρ την γυναίκα αυτού και απέλθη απ΄ αυτού και γένηται ανδρί ετέρω μη ανακάμπτουσα ανακάμψει προς αυτόν έτι ου μιαινομένη μιανθήσεται η γυνή εκείνη και συ εξεπόρνευσας εν ποιμέσι πολλοίς και ανέκαμπτες προς με λέγει κύριος
2Lift up thine eyes to look straight forward, and see where thou hast not been utterly defiled. Thou hast sat for them by the wayside as a deserted crow, and hast defiled the land with thy fornications and thy wickedness. άρον τους οφθαλμούς σου εις ευθείαν και ίδε που ουχί εξεφύρθης επί ταις οδοίς εκάθισας αυτοίς ωσεί κορώνη ερημουμένη και εμίανας την γην εν ταις πορνείαις σου και εν ταις κακίαις σου
3And thou didst retain many shepherds for a stumbling-block to thyself: thou hadst a whore's face, thou didst become shameless toward all. και έσχες ποιμένας πολλούς εις πρόσκομμά σου όψις πόρνης εγένετό σοι απηναισχύντησας προς πάντας
4Hast thou not called me as it were a home, and the father and guide of thy virgin-time? ουχ εως νυν με εκάλεσας και πατέρα και αρχηγόν της παρθενίας σου
5Will God's anger continue for ever, or be preserved to the end? Behold, thou hast spoken and done these bad things, and hadst power to do them. μη διαμενεί εις τον αιώνα η φυλαχθήσεται εις νίκος ιδού ελάλησας και εποίησας τα πονηρά ταύτα και ηδυνάσθης
6And the Lord said to me in the days of Josias the king, Hast thou seen what things the house of Israel has done to me? they have gone on every high mountain, and under every shady tree, and have committed fornication there. και είπε κύριος προς με εν ταις ημέραις Ιωσίου του βασιλέως είδες α εποίησε μοι η κατοικία του Ισραήλ επορεύθη επί παν όρος υψηλόν και υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους και επόρνευσεν εκεί
7And I said after she had committed all these acts of fornication, Turn again to me. Yet she returned not. And faithless Juda saw her faithlessness. και είπα μετά το πορνεύσαι αυτήν ταύτα πάντα προς με ανάστρεψον και ουκ ανέστρεψε και είδε την ασυνθεσίαν αυτής η ασύνθετος Ιούδα
8And I saw that (for all the sins of which she was convicted, wherein the house of Israel committed adultery, and I put her away, and gave into her hands a bill of divorcement,) yet faithless Juda feared not, but went and herself also committed fornication. και είδον διότι περί πάντων ανθ΄ ων κατελείφθη εν αυτοίς εμοιχάτο η κατοικία του Ισραήλ και εξαπέστειλα αυτήν και έδωκα αυτή βιβλίον αποστασίου εις τας χείρας αυτής και ουκ εφοβήθη η ασύνθετος Ιούδα και επορεύθη και επόρνευσε και αυτή
9And her fornication was nothing accounted of; and she committed adultery with wood and stone. και εγένετο εις ουδέν η πορνεία αυτής και εμοίχευσε εις το ξύλον και τον λίθον
10And for all these things faithless Juda turned not to me with all her heart, but falsely. και εν πάσι τούτοις ουκ επεστράφη προς με η ασύνθετος Ιούδα εξ όλης της καρδίας αυτής αλλ΄ επί ψεύδει
11And the Lord said to me, Israel has justified himself more than faithless Juda. και είπε κύριος προς με εδικαίωσε την ψυχήν αυτής Ισραήλ από της ασυνθέτου Ιούδα
12Go and read these words toward the north, and thou shalt say, Return to me, O house of Israel, saith the Lord; and I will not set my face against you: for I am merciful, saith the Lord, and I will not be angry with you for ever. πορεύου και ανάγνωθι τους λόγους τούτους προς βορράν και ερείς επιστράφητι προς με η κατοικία του Ισραήλ λέγει κύριος και ου στηρίσω το πρόσωπόν μου εφ΄ υμάς ότι ελεήμων εγώ ειμι λέγει κύριος και ου μηνιώ υμίν εις τον αιώνα
13Nevertheless, know thine iniquity, that thou hast sinned against the Lord thy God, and hast scattered thy ways to strangers under every shady tree, but thou didst not hearken to my voice, saith the Lord. πλην γνώθι την αδικίαν σου ότι εις κύριον τον θεόν σου ησέβησας και διέχεας τας οδούς σου εις αλλοτρίους υποκάτω παντός ξύλου αλσώδους της δε φωνής μου ουχ υπήκουσας λέγει κύριος
14Turn, ye children that have revolted, saith the Lord; for I will rule over you: and I will take you one of a city, and two of a family, and I will bring you in to Sion: επιστράφητε υιοί αφεστηκότες λέγει κύριος διότι εγώ κατακυριεύσω υμών και λήψομαι υμάς ένα εκ πόλεως και δύο εκ πατριάς και εισάξω υμάς εις Σιών
15and I will give you shepherds after my heart, and they shall certainly tend you with knowledge. και δώσω υμίν ποιμένας κατά την καρδίαν μου και ποιμανούσιν υμάς ποιμαίνοντες μετ΄ επιστήμης
16And it shall come to pass that when ye are multiplied and increased upon the land, saith the Lord, in those days they shall say no more, The ark of the covenant of the Holy One of Israel: it shall not come to mind; it shall not be named; neither shall it be visited; nor shall this be done any more. και έσται εάν πληθυνθήτε και αυξηθήτε επί της γης λέγει κύριος εν ταις ημέραις εκείναις ουκ ερούσιν έτι κιβωτός διαθήκης αγίου Ισραήλ ουκ αναβήσεται επί καρδίαν ουδέ ονομασθήσεται ουδέ επισκεφθήσεται και ου ποιηθήσεται έτι
17In those days and at that time they shall call Jerusalem the throne of the Lord; and all the nations shall be gathered to it: and they shall not walk any more after the imaginations of their evil heart. εν ταις ημέραις εκείναις και εν τω καιρώ εκείνω καλέσουσι την Ιερουσαλήμ θρόνος κυρίου και συναχθήσονται εις αυτήν πάντα τα έθνη και ου πορεύσονται έτι οπίσω των ενθυμημάτων της καρδίας αυτών της πονηράς
18In those days the house of Juda, shall come together to the house of Israel, and they shall come, together, from the land of the north, and from all the countries, to the land, which I caused their fathers to inherit. εν ταις ημέραις εκείναις συνελεύσονται ο οίκος Ιούδα επί τον οίκον του Ισραήλ και ήξουσιν επιτοαυτό από γης βορρά και από πασών των χωρών επί την γην ην κατεκληρονόμησα τους πατέρας αυτών
19And I said, So be it, Lord, for thou saidst I will set thee among children, and will give thee a choice land, the inheritance of the Almighty God of the Gentiles: and I said, Ye shall call me Father; and ye shall not turn away from me. και εγώ είπα γένοιτο κύριε ότι τάξω σε εις τέκνα και δώσω σοι γην εκλεκτήν κληρονομίαν θεού παντοκράτορος εθνών και είπα πατέρα καλέσετέ με και απ΄ εμού ουκ αποστραφήσεσθε
20But as a wife acts treacherously against her husband, so has the house of Israel dealt treacherously against me, saith the Lord. πλήν ως αθετεί γυνή εις τον συνόντα αυτή ούτως ηθέτησεν εις εμέ ο οίκος Ισραήλ λέγει κύριος
21A voice from the lips was heard, even of weeping and supplication of the children of Israel: for they have dealt unrighteously in their ways, they have forgotten God their Holy One. φωνή εκ χειλέων ηκούσθη κλαυθμού και δεήσεως υιών Ισραήλ ότι ηδίκησαν εν ταις οδοίς αυτών επελάθοντο θεού αγίου αυτών
22Turn, ye children that are given to turning, and I will heal your bruises. Behold, we will be thy servants; for thou art the Lord our God. επιστράφητε υιοί επιστρέφοντες και ιάσομαι τα συντρίμματα υμών ιδού οίδε ημείς εσόμεθά σοι ότι συ κύριος ο θεός ημών ει
23Truly the hills and the strength of the mountains were a lying refuge: but by the Lord our God is the salvation of Israel. όντως εις ψεύδος ήσαν οι βουνοί και η δύναμις των ορέων πλην διά κυρίου του θεού ημών η σωτηρία του Ισραήλ
24But shame has consumed the labours of our fathers from our youth; their sheep and their calves, and their sons and their daughters. η δε αισχύνη κατηνάλωσε τους μόχθους των πατέρων ημών από νεότητος ημών τα πρόβατα αυτών και τους μόσχους αυτών τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών
25We have lain down in our shame, and our disgrace has covered us: because we and our fathers have sinned before our God, from our youth until this day; and we have not hearkened to the voice of the Lord our God. εκοιμήθημεν εν τη αισχύνη ημών και επέκαλυψεν ημάς η ατιμία ημών διότι έναντίον του θεού ημών ημάρτομεν ημείς και οι πατέρες ημών από νεότητος ημών έως της ημέρας ταύτης και ουχ υπηκούσαμεν της φωνής κυρίου του θεού ημών

Chapter 4

[edit]
1If Israel will return to me, saith the Lord, he shall return: and if he will remove his abominations out of his mouth, and fear before me, and swear, εάν επιστραφή Ισραήλ λέγει κύριος προς με επιστραφήσεται και εάν περιέλη τα βδελύγματα αυτού από του στόματος αυτού και από του προσώπου μου ευλαβηθή
2The Lord lives, with truth, in judgment and righteousness, then shall nations bless by him, and by him they shall praise God in Jerusalem. και ομόση ζη κύριος μετά αληθείας εν κρίσει και εν δικαιοσύνη και ευλογήσουσιν εν αυτώ έθνη και εν αυτώ αινέσουσι τω θεώ εν Ιερουσαλήμ
3For thus saith the Lord to the men of Juda, and to the inhabitants of Jerusalem, Break up fresh ground for yourselves, and sow not among thorns. ότι τάδε λέγει κύριος τοις ανδράσιν Ιούδα και τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ νεώσατε εαυτοίς νεώματα και μη σπείρητε επ΄ ακάνθαις
4Circumcise yourselves to your God, and circumcise your hardness of heart, ye men of Juda, and inhabitants of Jerusalem: lest my wrath go forth as fire, and burn, and there be none to quench it, because of the evil of your devices. περιτμήθητε τω θεώ υμών και περιτέμεσθε την σκληροκαρδίαν υμών άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ μη εξέλθη ως πυρ ο θυμός μου και εκκαυθήσεται και ουκ έσται ο σβέσων από προσώπου πονηρίας επιτηδευμάτων υμών
5Declare ye in Juda, and let it be heard in Jerusalem: say ye, Sound the trumpet in the land; cry ye aloud: say ye, Gather yourselves together, and let us enter into the fortified cities. αναγγείλατε εν τω Ιούδα και ακουσθήτω εν Ιερουσαλήμ είπατε σημάνατε σάλπιγγι επί της γης κεκράξατε μέγα είπατε συνάχθητε και εισέλθωμεν εις τας πόλεις τας τειχήρεις
6Gather up your wares and flee to Sion: hasten, stay not: for I will bring evils from the north, and great destruction. αναλαβόντες φεύγετε εις Σιών σπεύσατε μη στήτε ότι κακά εγώ επάγω από βορρά και συντριβήν μεγάλην
7The lion is gone up from his lair, he has roused himself to the destruction of the nations, and has gone forth out of his place, to make the land desolate; and the cities shall be destroyed, so as to be without inhabitant. ανέβη λέων εκ της μάνδρας αυτού εξολοθρεύων έθνη εξήρε και εξήλθεν εκ του τόπου αυτού του θείναι την γην εις ερήμωσιν και αι πόλεις σου καθαιρεθήσονται παρά το μη κατοικείσθαι αυτάς
8For these things gird yourselves with sackclothes, and lament, and howl: for the anger of the Lord is not turned away from you. επί τούτοις περιζώσασθε σάκκους και κόπτεσθε και αλαλαξατε διότι ουκ απεστράφη ο θυμός οργής κυρίου αφ΄ υμών
9And it shall come to pass in that day, saith the Lord, that the heart of the king shall perish, and the heart of the princes; and the priests shall be amazed, and the prophets shall wonder. και έσται εν εκείνη τη ημέρα λέγει κύριος απολείται η καρδία του βασιλέως και η καρδία των αρχόντων και οι ιερείς εκστήσονται και οι προφήται θαυμάσονται
10And I said, O sovereign Lord, verily thou hast deceived this people and Jerusalem, saying, There shall be peace; whereas behold, the sword has reached even to their soul. και είπα ω δέσποτα κύριε άρα γε απατών ηπάτησας τον λαόν τούτον και την Ιερουσαλήμ λέγων ειρήνη έσται υμίν και άψεται η μάχαιρα έως της ψυχής αυτών
11At that time they shall say to this people and to Jerusalem, There is a spirit of error in the wilderness: the way of the daughter of my people is not to purity, nor to holiness. εν τω καιρώ εκείνω ερούσι τω λαώ τούτω και τη Ιερουσαλήμ πνεύμα πλανήσεως εν τη ερήμω οδός της θυγατρός του λαού μου ουκ εις καθαρόν ουδ΄ εις άγιον
12But a spirit of full vengeance shall come upon me; and now I declare my judgments against them. πνεύμα πληρώσεως ήξει μοι νυν δε εγώ λαλήσω κρίματά μου προς αυτούς
13Behold, he shall come up as a cloud, and his chariots as a tempest: his horses are swifter than eagles. Woe unto us! for we are in misery. ιδού ως νεφέλη αναβήσεται και ως καταιγίς τα άρματα αυτού κουφότεροι αετών οι ίπποι αυτού ουαί ημίν ότι ταλαιπωρούμεν
14Cleanse thine heart from wickedness, O Jerusalem, that thou mayest be saved: how long will thy grievous thoughts be within thee? απόπλυνε από κακίας την καρδίαν σου Ιερουσαλήμ ίνα σωθής έως πότε υπάρχουσιν εν σοι διαλογισμοί πόνων σου
15For a voice of one publishing from Dan shall come, and trouble out of mount Ephraim shall be heard of. διότι φωνή αναγγέλλοντος εκ Δαν ήξει και ακουσθήσεται πόνος εξ όρους Εφραϊμ
16Remind ye the nations; behold, they are come: proclaim it in Jerusalem, that bands are approaching from a land afar off, and have uttered their voice against the cities of Juda. αναμνήσατε έθνη ιδού αναγγείλατε εν Ιερουσαλήμ συστροφαί έρχονται εκ γης μακρόθεν και έδωκαν επί τας πόλεις Ιούδα φωνάς αυτών
17As keepers of a field, they have surrounded her; because thou, saith the Lord, has neglected me. ως φυλάσσοντες αγρόν εγένοντο επ΄ αυτήν κύκλω ότι εμού ημέλησας λέγει κύριος
18Thy ways and thy devices have brought these things upon thee; this is thy wickedness, for it is bitter, for it has reached to thy heart. αι οδοί σου και τα επιτηδεύματά σου εποίησαν ταύτά σοι αύτη η κακία σου ότι πικρά ότι ήψατο έως της καρδίας σου
19I am pained in my bowels, my bowels, and the sensitive powers of my heart; my soul is in great commotion, my heart is torn: I will not be silent, for my soul has heard the sound of a trumpet, the cry of war, and of distress: it calls on destruction; την κοιλίαν μου την κοιλίαν μου αλγώ και τα αισθητήρια της καρδίας μου μαιμάσσει η ψυχή μου σπαράσσεται η καρδία μου ου σιωπήσομαι ότι φωνήν σάλπιγγος ήκουσεν η ψυχή μου κραυγήν πολέμου
20for all the land is distressed: suddenly my tabernacle is distressed, my curtains have been rent asunder. και ταλαιπωρίας συντριμμόν επικαλείται ότι τεταλαιπώρηκε πάσα η γη άφνω τεταλαιπώρηκεν η σκηνή διεσπάσθησαν αι δέρρεις μου
21How long shall I see fugitives, and hear the sound of the trumpet? έως πότε όψομαι φεύγοντας ακούων φωνήν σαλπίγγων
22For the princes of my people have not known me, they are foolish and unwise children: they are wise to do evil, but how to do good they have not known. διότι οι ηγούμενοι του λαού μου εμέ ουκ ήδεισαν υιοί άφρονές εισι και ου συνετοί σοφοί εισι του κακοποιήσαι το δε καλώς ποιήσαι ουκ επέγνωσαν
23I looked upon the earth, and, behold, it was not; and to the sky, an there was no light in it. επέβλεψα επί την γην και ιδού ουθέν και εις τον ουρανόν και ουκ ην τα φώτα αυτού
24I beheld the mountains, and they trembled, and I saw all the hills in commotion. είδον τα όρη και ην τρέμοντα και πάντας τους βουνούς ταρασσομένους
25I looked, and behold, there was no man, and all the birds of the sky were scared. επέβλεψα και ιδού ουκ υπήρχεν άνθρωπος και πάντα τα πετεινά του ουρανού επτόηντο
26I saw, and, behold, Carmel was desert, and all the cities were burnt with fire at the presence of the Lord, and at the presence of his fierce anger they were utterly destroyed. είδον και ιδού ο Κάρμηλος έρημος και πάσαι αι πόλεις εμπεπυρισμέναι πυρί από προσώπου κυρίου και από προσώπου οργής θυμού αυτού ηφανίσθησαν
27Thus saith the Lord, The whole land shall be desolate; but I will not make a full end. τάδε λέγει κύριος έρημος έσται πάσα η γη συντέλειαν δε ου ποιήσω
28For these things let the earth mourn, and let the sky be dark above: for I have spoken, and I will not repent; I have purposed, and I will not turn back from it. επί τούτοις πενθείτω η γη και συσκοτασάτω ο ουρανός άνωθεν διότι ελάλησα και ου μετανοήσω ώρμησα και ουκ αποστρέψω απ΄ αυτής
29The whole land has recoiled from the noise of the horseman and the bent bow; they have gone into the caves, and have hidden themselves in the groves, and have gone up upon the rocks: every city was abandoned, no man dwelt in them. από φωνής ιππέως και εντεταμένου τόξου ανεχώρησε πάσα η χώρα εισέδυσαν εις τα σπήλαια και εις τα άλση εκρύβησαν και επί τας πέτρας ανέβησαν πάσα πόλις εγκατελείφθησαν ου κατοικεί εν αυταίς άνθρωπος
30And what wilt thou do? Though thou clothe thyself with scarlet, and adorn thyself with golden ornaments; though thou adorn thine eyes with stibium, thy beauty will be in vain: thy lovers have rejected thee, they seek thy life. και συ τι ποιήσεις εάν περιβάλη κόκκινον και κοσμήση κόσμω χρυσώ και εάν εγχρίση στίβι τους οφθαλμούς σου εις μάταιον ωραϊσμός σου απώσαντό σε οι ερασταί σου την ψυχήν σου ζητούσιν
31For I have heard thy groaning as the voice of a woman in travail, as of her that brings forth her first child; the voice of the daughter of Zion shall fail through weakness, and she shall lose the strength of her hands, saying, Woe is me! for my soul faints because of the slain. ότι φωνήν ως ωδινούσης ήκουσα του στεναγμού σου ως πρωτοτοκούσης φωνή θυγατρός Σιών εκλυθήσεται και παρήσει τας χείρας αυτής οίμοι εγώ ότι εκλείπει η ψυχή μου επί τοις ανηρημένοις

Chapter 5

[edit]
1Run ye about in the streets of Jerusalem, and see, and know, and seek in her broad places, if ye can find one, if there is any one that does judgment, and seeks faithfulness; and I will pardon them, saith the Lord. περιδράμετε εν ταις οδοίς Ιερουσαλήμ και ίδετε και γνώτε και ζητήσατε εν ταις πλατείαις αυτής εάν εύρητε άνδρα ει έστι ποιών κρίμα και ζητών πίστιν και ίλεως έσομαι αυτοίς λέγει κύριος
2The Lord lives, they say; do they not therefore swear falsely? ζη κύριος λέγουσι διά τούτο ουκ εν ψεύδεσιν ομνύουσι
3O Lord, thine eyes are upon faithfulness: thou hast scourged them, but they have not grieved; thou hast consumed them; but they would not receive correction: they have made their faces harder than a rock; and they would not return. κύριε οι οφθαλμοί σου εις πίστιν εμαστίγωσας αυτούς και ουκ επόνεσαν συνετέλεσας αυτούς και ουκ ηθέλησαν δέξασθαι παιδείαν εστερέωσαν τα πρόσωπα αυτών υπέρ πέτραν και ουκ ηθέλησαν επιστραφήναι
4Then I said, It may be they are poor; for they are weak, for they know not the way of the Lord, or the judgment of God. και εγώ είπα ίσως πτωχοί εισι διότι ουκ ηδυνήθησαν ότι ουκ έγνωσαν οδόν κυρίου και κρίσιν θεού
5I will go to the rich men, and will speak to them; for they have known the way of the Lord, and the judgment of God: but, behold, with one consent they have broken the yoke, they have burst the bonds. πορεύσομαι προς τους αδρούς και λαλήσω αυτοίς ότι αυτοί επέγνωσαν οδόν κυρίου και κρίσιν θεού και ιδού ομοθυμαδόν συνέτριψαν ζυγόν διέρρηξαν δεσμούς
6Therefore has a lion out of the forest smitten them, and a wolf has destroyed them even to their houses, and a leopard has watched against their cities: all that go forth from them shall be hunted: for they have multiplied their ungodliness, they have strengthened themselves in their revoltings. διά τούτο έπαισεν αυτούς λέων εκ του δρυμού και λύκος έως των οικιών ωλόθρευσεν αυτούς και πάρδαλις εγρηγόρησεν επί τας πόλεις αυτών πάντες οι εκπορευόμενοι απ΄ αυτών θηρεύσονται ότι επλήθυναν ασεβείας αυτών ίσχυσαν εν ταις αποστροφαίς αυτών
7In what way shall I forgive thee for these things? Thy sons have forsaken me, and sworn by them that are no gods: and I fed them to the full, and they committed adultery, and lodged in harlots' houses. ποία τούτων ίλεως γένωμαί σοι υιοί σου εγκατέλιπόν με και ώμνυον εν τοις ουκ ούσι θεοίς και εχόρτασα αυτούς και εμοιχώντο και εν οίκοις πορνών κατέλυον
8They became as wanton horses: they neighed each one after his neighbour's wife. ίπποι θηλυμανείς εγενήθησαν έκαστος επί την γυναίκα του πλησίον αυτού εχρεμέτιζεν
9Shall I not visit for these things? saith the Lord: and shall not my soul be avenged on such a nation as this. μη επί τούτοις ουκ επισκέψομαι λέγει κύριος η έθνει τοιούτω ουκ εκδικήσει η ψυχή μου
10Go up upon her battlements, and break them down; but make not a full end: leave her buttresses: for they are the Lord's. ανάβητε επί τους προμαχώνας αυτής και κατασκάψατε συντέλειαν δε μη ποιήσητε απολέσετε τα υποστηρίγματα αυτής ότι του κυρίου ουκ εισίν
11For the house of Israel have indeed dealt treacherously against me, saith the Lord: the house of Juda also ότι αθετών ηθέτησεν εις εμέ λέγει κύριος ο οίκος Ισραήλ και ο οίκος Ιούδα
12have lied to their Lord, and they have said, These things are not so; no evils shall come upon us; and we shall not see sword or famine. εψεύσαντο τω κυρίω αυτών και είπον ουκ έστι ταύτα ουχ ήξει εφ΄ ημάς κακά και μάχαιραν και λιμόν ουκ οψόμεθα
13Our prophets became wind, and the word of the Lord was not in them. οι προφήται ημών ήσαν εις ανέμον και λόγος κυρίου ουχ υπήρχεν εν αυτοίς ούτως έσται αυτοίς
14Therefore thus saith the Lord Almighty, Because ye have spoken this word, behold, I have made my words in thy mouth fire, and this people wood, and it shall devour them. διά τούτο τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ ανθ΄ ελαλήσατε το ρήμα τούτο ιδού εγώ δέδωκα τους λόγους μου εις το στόμα σου πυρ και τον λαόν τούτον ξύλα και καταφάγεται αυτούς
15Behold, I will bring upon you a nation from far, O house of Israel, saith the Lord; a nation the sound of whose language one shall not understand. ιδού επάγω εφ΄ υμάς έθνος πόρρωθεν οίκος Ισραήλ λέγει κύριος έθνος ισχυρόν έθνος απ΄ αιώνος έθνος ου ουκ ακούση της φωνής της γλώσσης αυτού
16They are all mighty men: πάντες ισχυροί φαρέτρα αυτού ως τάφος ανεωγμένος
17and they shall devour your harvest, and your bread; and shall devour your sons, and your daughters; and they shall devour your sheep, and your calves, and devour your vineyards, and your fig-plantations, and your olive yards: and they shall utterly destroy your strong cities, wherein ye trusted, with the sword. και κατέδονται τον θερισμόν υμών και τους άρτους υμών και κατέδονται τους υιούς υμών και τας θυγατέρας υμών και κατέδονται τα πρόβατα υμών και τους μόσχους υμών και κατέδονται τους αμπελώνας υμών και τους συκώνας υμών και τους ελαιώνας υμών και αλοήσουσι τας πόλεις τας οχυράς υμών εφ΄ αις υμείς πεποίθατε επ΄ αυταίς εν ρομφαία
18And it shall come to pass in those days, saith the Lord thy God, that I will not utterly destroy you. και έσται εν ταις ημέραις εκείναις λέγει κύριος ο θεός σου ου ποιήσω υμάς εις συντέλειαν
19And it shall come to pass, when ye shall say, Wherefore has the Lord our God done all these things to us? that thou shalt say to them, Because ye served strange gods in your land, so shall ye serve strangers in a land that is not yours. και έσται όταν είπητε τίνος ένεκεν εποίησε κύριος ο θεός ημών ημίν πάντα ταύτα και ερείς αυτοίς ανθ΄ εγκατελίπετέ με και εδουλεύσατε θεοίς αλλοτρίοις εν τη γη υμών ούτως δουλεύσετε αλλοτρίοις εν γη ουχ υμών
20Proclaim these things to the house of Jacob, and let them be heard in the house of Juda. αναγγείλατε ταύτα εις τον οίκον Ιακώβ και ακουσθήτω εν τω Ιούδα
21Hear ye now these things, O foolish and senseless people; who have eyes, and see not; and have ears, and hear not: ακούσατε δη ταύτα λαός μωρός και ακάρδιος οφθαλμοί αυτοίς και ου βλέπουσιν ώτα αυτοίς και ουκ ακούουσι
22will ye not be afraid of me? saith the Lord; and will ye not fear before me, who have set the sand for a bound to the sea, as a perpetual ordinance, and it shall not pass it: yea, it shall rage, but not prevail; and its waves shall roar, but not pass over it. μη εμέ ου φοβηθήσεσθε λέγει κύριος η από προσώπου μου ουκ ευλαβηθήσεσθε τον τάξαντα άμμον όριον τη θαλάσση πρόσταγμα αιώνιον και ουχ υπερβήσεται αυτό και ταραχθήσεται και ου δυνήσεται και ηχήσουσι τα κύματα αυτής και ουχ υπερβήσεται αυτό
23But this people has a disobedient and rebellious heart; and they have turned aside and gone back: τω δε λαώ τούτω εγενήθη καρδία ανήκοος και απειθής εξέκλιναν και απήλθοσαν
24and they have not said in their heart, Let us fear now the Lord our God, who gives us the early and latter rain, according to the season of the fulfillment of the ordinance of harvest, and has preserved it for us. και ουκ είπαν εν τη καρδία αυτών φοβηθώμεν δη κύριον τον θεόν ημών τον διδόντα ημίν υετόν πρώϊμον και όψιμον κατά καιρόν πληρώσεως προστάγματος θερισμού και εφύλαξεν ημίν
25Your transgressions have turned away these things, and your sins have removed good things from you. αι ανομίαι υμών εξέκλιναν ταύτα και αι αμαρτίαι υμών απέστησαν τα αγαθά αφ΄ υμών
26For among my people were found ungodly men; and they have set snares to destroy men, and have caught them. ότι ευρέθησαν εν τω λαώ μου ασεβείς και παγίδα έστησαν διαφθείραι άνδρας και συνελαμβάνοσαν
27As a snare which has been set is full of birds, so are their houses full of deceit: therefore have they grown great, and become rich: ως παγίς εφεσταμένη πλήρης πετεινών ούτως οι οίκοι αυτών πλήρεις δόλου διά τούτο εμεγαλύνθησαν και επλούτησαν
28and they have transgressed the rule of judgment; they have not judged the cause of the orphan, nor have they judged the cause of the widow. επαχύνθησαν και παρέβησαν κρίσιν ουκ έκριναν κρίσιν ορφανού και κρίσιν χήρας ουκ εκρίνοσαν
29Shall I not visit for these things? saith the Lord: and shall not my soul be avenged on such a nation as this? μη επί τούτοις ουκ επισκέψομαι λέγει κύριος η εν έθνει τοιούτω ουκ εκδικήσει η ψυχή μου
30Shocking and horrible deeds have been done on the land; έκστασις και φρικτά εγενήθη επί της γης
31the prophets utter unrighteous prophecies, and the priests have clapped their hands: and my people has loved to have it thus: and what will ye do for the future. οι προφήται προφητεύουσιν άδικα και οι ιερείς επεκρότησαν ταις χερσίν αυτών και ο λαός μου ηγάπησεν ούτως και τι ποιήσετε εις τα μετά ταύτα

Chapter 6

[edit]
1Strengthen yourselves, ye children of Benjamin, to flee out of the midst of Jerusalem, and sound an alarm with the trumpet in Thecue, and set up a signal over Baethacharma: for evil threatens from the north, and a great destruction is coming. ενισχύσατε υιοί Βενιαμίν εκ μέσου της Ιερουσαλήμ και εν Θεκουέ σημάνατε σάλπιγγι και υπερ Βηθαχάρμα άρατε σημείον ότι κακά εκκέκυφεν από βορρά και συντριβή μεγάλη γινεται
2And thy pride, O daughter of Sion, shall be taken away. και αφαιρεθήσεται το ύψος σου θύγατερ Σιών
3The shepherds and their flocks shall come to her; and they shall pitch their tents against her round about, and shall feed their flocks each with his hand. εις αυτήν ήξουσι ποιμένες και τα ποίμνια αυτών και πήξουσιν επ΄ αυτήν σκηνάς κύκλω και ποιμανούσιν έκαστος τη χειρί αυτού
4Prepare yourselves for war against her; rise up, and let us go up against her at noon. Woe to us! for the day has gone down, for the shadows of the day fail. παρασκευάσασθε επ΄ αυτήν εις πόλεμον ανάστητε και αναβώμεν επ΄ αυτήν μεσημβρίας ουαί ημίν ότι κέκλικεν η ημέρα ότι εκλείπουσιν αι σκιαί της ημέρας
5Rise, and let us go up against her by night, and destroy her foundations. ανάστητε και αναβώμεν εν νυκτί και διαφθείρωμεν το θεμέλια αυτής
6For thus saith the Lord, Hew down her trees, array a numerous force against Jerusalem. O false city; there is all oppression in her. ότι τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων έκκοψον τα ξύλα αυτής έκχεον επί Ιερουσαλήμ δύναμιν ω πόλις ψευδής όλη καταδυναστεία εν αυτή
7As a cistern cools water, so her wickedness cools her, ungodliness and misery shall be heard in her, as continually before her. ως ψύχει λάκκος ύδωρ αυτού ούτως ψύχει κακία αυτής ασέβεια και ταλαιπωρία ακουσθήσεται εν αυτή επί πρόσωπον αυτής διαπαντός
8Thou shalt be chastened, O Jerusalem, with pain and the scourge, lest my soul depart from thee; lest I make thee a desert land, which shall not be inhabited. πόνω και μάστιγι παιδευθήση Ιερουσαλήμ μη αποστή η ψυχή μου από σου μη ποιήσω σε άβατον γην ήτις ου κατοικισθήσεται
9For thus saith the Lord, Glean, glean thoroughly as a vine the remnant of Israel: turn back your hands as a grape-gatherer to his basket. ότι τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων καλαμάσθε καλαμάσθε ως άμπελον τα κατάλοιπα του Ισραήλ επιστρέψατε ως τρυγών επί τον καρτάλλον αυτού
10To whom shall I speak, and testify, that he may hearken? behold, thine ears are uncircumcised, and they shall not be able to hear: behold, the word of the Lord is become to them a reproach, they will not at all desire it. προς τίνα λαλήσω και διαμαρτύρωμαι και εισακούσεται ιδού απερίτμητα τα ώτα αυτών και ου δύνανται ακούειν ιδού το ρήμα κυρίου εγενήθη αυτοίς εις ονειδισμόν ου βουληθώσιν αυτό ακούσαι
11And I allowed my wrath to come to full, yet I kept it in, and did not utterly destroy them: I will pour it out on the children without, and on the assembly of young men together: for man and woman shall be taken together, the old man with him that is full of days. και τον θυμόν μου έπλησα και επέσχον και ου συνετέλεσα αυτούς εκχεώ επί νήπια έξωθεν και επί συναγωγήν νεανίσκων άμα ότι ανήρ και γυνή συλληφθήσονται πρεσβύτερος μετά πλήρους ημερών
12And their houses shall be turned to others, with their fields and their wives together: for I will stretch out my hand upon the inhabitants of this land, saith the Lord. και μεταστραφήσονται αι οικίαι αυτών εις ετέρους αγροί και αι γυναίκες αυτών επιτοαυτό ότι εκτενώ την χείρά μου επί τους κατοικούντας την γην ταύτην λέγει κύριος
13For from the least of them even to the greatest they have all committed iniquity; from the priest even to the false prophet they have all wrought falsely. ότι από μικρού αυτών και έως μεγάλου πάντες συνετελέσαντο άνομα από ιερέως και έως ψευδοπροφήτου πάντες εποίησαν ψευδή
14And they healed the breach of my people imperfectly, making light of it, and saying, Peace, peace, and where is peace? και ιώντο το σύντριμμα του λαού μου εξουθενούντες και λέγοντες ειρήνη και που εστιν ειρήνη
15They were ashamed because they failed; yet they were not ashamed as those who are truly ashamed, and they knew not their own disgrace: therefore shall they utterly fall when they do fall, and in the time of visitation shall they perish, said the Lord. κατησχύνθησαν ότι εξελίποσαν και ουδ΄ ως καταισχυνόμενοι κατησχύνθησαν και την ατιμίαν αυτών ουκ έγνωσαν διά τούτο πεσούνται εν τη πτώσει αυτών και εν καιρώ επισκοπής αυτών απολούνται είπε κύριος
16Thus saith the Lord, Stand ye in the ways, and see, and ask for the old paths of the Lord; and see what is the good way, and walk in it, and ye shall find purification for your souls. But they said, We will not walk in them. τάδε λέγει κύριος στήτε επί ταις οδοίς και ίδετε και ερωτήσατε τρίβους κυρίου αιωνίους και ίδετε ποιά εστιν η οδός η αγαθή και βαδίζετε εν αυτή και ευρήσετε αγνισμόν ταις ψυχαίς υμών και είπαν ου πορευσόμεθα
17I have set watchmen over you, saying, Hear ye the sound of the trumpet. But they said, We will not hear it. κατέστακα εφ΄ υμάς σκοπούς ακούσατε της φωνής σάλπιγγος και είπαν ουκ ακουσόμεθα
18Therefore have the nations heard, and they that feed their flocks. διά τούτο ήκουσαν τα έθνη και οι ποιμαίνοντες τα ποίμνια αυτών
19Hear, O earth: behold, I will bring evils upon this people, even the fruit of their rebellions; for they have not heeded my words, and they have rejected my law. άκουε γη ιδού εγώ επάγω επί τον λαόν τούτον κακά τον καρπόν αποστροφής αυτών ότι τω λόγω μου ου προσέσχον και τον νόμον μου απώσαντο
20Wherefore do ye bring me frankincense from Saba, and cinnamon from a land afar off? your whole-burnt-offerings are not acceptable, and your sacrifices have not been pleasant to me. ινατί μοι λίβανον εκ Σαβά φέρετε και κιννάμωμον εκ γης μακρόθεν τα ολοκαυτώματα υμών ουκ εισί δεκτά και αι θυσίαι υμών ουχ ήδυνάν μοι
21Therefore thus saith the Lord, Behold, I will bring weakness upon this people, and the fathers and sons shall be weak together; the neighbour and his friend shall perish. διά τούτο τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ δίδωμι επί τον λαόν τούτον ασθένειαν και ασθενήσουσι εν αυτή πατέρες και υιοί άμα γείτων και ο πλησίον αυτού απολούνται
22Thus saith the Lord, Behold, a people comes from the north, and nations shall be stirred up from the end of the earth. τάδε λέγει κύριος ιδού λαός έρχεται από βορρά και έθνη εξεγερθήσονται απ΄ εσχάτου της γης
23They shall lay hold on bow and spear; the people is fierce, and will have no mercy; their voice is as the roaring sea; they shall array themselves for war against thee as fire on horses and chariots, O daughter of Sion. τόξον και ζιβύνην κρατήσουσιν ιταμός εστι και ουκ ελεήσει φωνή αυτού ως θάλασσα κυμαίνουσα εφ΄ ίπποις και άρμασι παρατάξεται ως πυρ εις πόλεμον προς σε θυγάτερ Σιών
24We have heard the report of them: our hands are weakened: anguish has seized us, the pangs as of a woman in travail. ηκούσαμεν την ακοήν αυτών παρελύθησαν αι χείρες ημών θλίψις κατέσχεν ημάς ωδίνες ως τικτούσης
25Go not forth into the field, and walk not in the ways; for the sword of the enemy lingers round about. μη εκπορεύεσθε εις αγρόν και εν ταις οδοίς μη βαδίζετε ότι ρομφαία των εχθρών παροικεί κυκλόθεν
26O daughter of my people, gird thyself with sackcloth: sprinkle thyself with ashes; make for thyself pitiable lamentation, as the mourning for a beloved son: for misery will come suddenly upon you. θυγάτηρ λαού μου περίζωσαι σάκκον κατάπασαι σποδόν πένθος αγαπητού ποιήσαι σεαυτή κοπετόν οικτρόν ότι εξαίφνης ήξει ταλαιπωρία εφ΄ υμάς
27I have caused thee to be tried among tried nations, and thou shalt know me when I have tried their way. δοκιμαστήν δέδωκά σε εν λαοίς δεδοκιμασμένοις και γνώση εν τω δοκιμάσαι με την οδόν αυτών
28They are all disobedient, walking perversely: they are brass and iron; they are all corrupted. πάντες ανήκοοι πορευόμενοι σκολιώς χαλκός και σίδηρος πάντες διεφθαρμένοι εισίν
29The bellows have failed from the fire, the lead has failed: the silversmith works at his trade in vain; their wickedness is not consumed. εξέλιπε φυσητήρ από πυρός εξέλιπε μόλιβδος εις κενόν αργυροκόπος αργυροκοπεί πονηρίαι αυτών ουκ ετάκησαν
30Call ye them reprobate silver, because the Lord has rejected them. αργύριον αποδεδοκιμασμένον καλέσατε αυτούς ότι απεδοκίμασεν αυτούς κύριος

Chapter 7

[edit]
1Hear ye the word of the Lord, all Judea. ρήμα ο εγένετο προς Ιερεμίαν παρά κυρίου λέγον ίστα επί την πύλην του οίκου κυρίου και ανάγνωθι εκεί το ρήμα τούτο και ειπέ
2Thus saith the Lord God of Israel, Correct your ways and your devices, and I will cause you to dwell in this place. ακούσατε λόγον κυρίου πάσα Ιουδαία
3Trust not in yourselves with lying words, for they shall not profit you at all, saying, It is the temple of the Lord, the temple of the Lord. τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ διορθώσατε τας οδούς υμών και τα επιτηδεύματα υμών και κατοικιώ υμάς εν τω τόπω τούτω
4For if ye thoroughly correct your ways and your practices, and do indeed execute judgment between a man and his neighbour; μη πεποίθατε εφ΄ εαυτοίς επί λόγοις ψευδέσιν ότι το παράπαν ουκ ωφελήσουσιν υμάς λέγοντες ναός κυρίου ναός κυρίου εστιν
5and oppress not the stranger, and the orphan, and the widow, and shed not innocent blood in this place, and go not after strange gods to your hurt: ότι εάν διορθούντες διορθώσητε τας οδούς υμών και τα επιτηδεύματα υμών και ποιούντες ποιήσητε κρίσιν αναμέσον ανδρός και αναμέσον του πλησίον αυτού
6then will I cause you to dwell in this place, in the land which I gave to your fathers of old and for ever. και προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύσητε και αίμα αθώον μη εκχέητε εν τω τόπω τούτω και οπίσω θεών αλλοτρίων μη πορεύησθε εις κακόν υμιν
7But whereas ye have trusted in lying words, whereby ye shall not be profited; και κατοικιώ υμάς εν τω τόπω υμών εν γη ην έδωκα τοις πατράσιν υμών εξ αιώνος και έως αιώνος
8and ye murder, and commit adultery, and steal, and swear falsely, and burn incense to Baal, and are gone after strange gods whom ye know not, ει δε υμείς πεποίθατε επί λόγοις ψευδέσιν όθεν ουκ ωφεληθήσεσθε
9so that it is evil with you; yet have ye come, and stood before me in the house, whereon my name is called, and ye have said, We have refrained from doing all these abominations. και φονεύετε και μοιχάσθε και κλέπτετε και ομνύετε επ αδίκω και θυμιάτε τη Βάαλ και πορεύεσθε οπίσω θεών αλλοτρίων ων ουκ οίδατε
10Is my house, whereon my name is called, a den of robbers in your eyes? And, behold, I have seen it, saith the Lord. του κακώς είναι υμίν και ήλθετε και έστητε ενώπιόν μου εν τω οίκω ου επικέκληται το όνομά μου επ΄ αυτώ και είπατε απεσχήμεθα του ποιείν πάντα τα βδελύγματα ταύτα
11For go ye to my place with is in Selo, where I caused my name to dwell before, and see what I did to it because of the wickedness of my people Israel. μη σπήλαιον ληστών ο οίκός μου ου επικέκληται το όνομά μου επ΄ αυτώ εκεί ενώπιον υμών και ιδού εγώ εώρακα λέγει κύριος
12And now, because ye have done all these deeds, and I spoke to you, but ye hearkened not to me; and I called you, but ye answered not; ότι πορεύθητε εις τον τόπον μου τον εν Σηλώ ου κατεσκήνωσα το όνομά μου επ΄ αυτώ εκεί έμπροσθεν και ίδετε α εποίησα αυτώ από προσώπου κακίας λαού μου Ισραήλ
13therefore I also will do to the house whereon my name is called, wherein ye trust, and to the place which I gave to you and to your fathers, as I did to Selo. και νυν ανθ΄ εποιήσατε πάντα τα έργα ταύτα και ελάλησα προς υμάς και ουκ ηκούσατέ μου και εκάλεσα υμάς και ουκ απεκρίθητε
14And I will cast you out of my sight, as I cast away your brethren, all the seed of Ephraim. καγώ ποιήσω τω οίκω τούτω ου επικέκληται το όνομά μου επ΄ αυτώ εφ΄ ω υμείς πεποίθατε επ΄ αυτώ και τω τόπω ω έδωκα υμίν και τοις πατράσιν υμών καθώς εποίησα τη Σηλώ
15Therefore pray not thou for this people, and intercede not for them to be pitied, yea, pray not, and approach me not for them: for I will not hearken unto thee. και απορρίψω υμάς από προσώπου μου καθώς απέρριψα τους αδελφούς υμών παν το σπέρμα Εφραϊμ
16Seest thou not what they do in the cities of Juda, and in the streets of Jerusalem? και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου και μη αξίου του ελεηθήναι αυτούς και μη εύχου και μη προσέλθης μοι περί αυτών ότι ουκ εισακούσομαι
17Their children gather wood, and their fathers kindle a fire, and their women knead dough, to make cakes to the host of heaven; and they have poured out drink-offerings to strange gods, that they might provoke me to anger. η ουχ οράς τι αυτοί ποιούσιν εν ταις πόλεσιν Ιούδα και εν ταις οδοίς Ιερουσαλήμ
18Do they provoke me to anger? saith the Lord: do they not provoke themselves, that their faces may be ashamed? οι υιοί αυτών συλλέγουσι ξύλα και οι πατέρες αυτών καίουσι πυρ και αι γυναίκες αυτών τρίβουσι σταις του ποιήσαι χαυώνας τη στρατιά του ουρανού και έσπεισαν σπονδάς θεοίς αλλοτρίοις ίνα παροργίσωσί με
19Therefore thus saith the Lord; Behold, my anger and wrath shall be poured out upon this place, and upon the men, and upon the cattle, and upon every tree of their field, and upon the fruits of the land; and it shall burn, and not be quenched. μη εμέ αυτοί παροργίζουσι λέγει κύριος ουχί εαυτούς όπως καταισχυνθή τα πρόσωπα αυτών
20Thus saith the Lord, Gather your whole-burnt-offerings with your meat-offerings, and eat flesh. διά τούτο τάδε λέγει κύριος ιδού οργή και θυμός μου χείται επί τον τόπον τούτον και επί τους ανθρώπους και επί τα κτήνη και επί παν ξύλον του αγρού και επί τα γεννήματα της γης και καυθήσεται και ου σβεσθήσεται
21For I spoke not to your fathers, and commanded them not in the day wherein I brought them up out of the land of Egypt, concerning whole-burnt-offerings and sacrifice: τάδε λέγει κύριος τα ολοκαυτώματα υμών συναγάγετε μετά των θυσιών υμών και φάγετε κρέα
22but I commanded them this thing, saying, Hear ye my voice, and I will be to you a God, and ye shall be to me a people: and walk ye in all my ways which I shall command you, that it may be well with you. ότι ουκ ελάλησα προς τους πατέρας υμών και ουκ ενετειλάμην αυτοίς εν ημέρα ανήγαγον αυτούς εκ γης Αιγύπτου περί ολοκαυτωμάτων και θυσιών
23But they hearkened not to me, and their ear gave no heed, but they walked in the imaginations of their evil heart, and went backward, and not forward; αλλ΄ το ρήμα τούτο ενετειλάμην αυτοίς λέγων ακούσατε της φωνής μου και έσομαι υμίν εις θεόν και υμείς έσεσθέ μοι εις λαόν και πορεύεσθε εν πάσαις ταις οδοίς μου αις αν εντείλωμαι υμίν όπως αν ευ η υμίν
24from the day that their fathers went forth out of the land of Egypt, even until this day. And I sent to you all my servants, the prophets, by day and early in the morning: yea, I sent them, και ουκ εισήκουσάν μου και ου προσέσχον το ους αυτών αλλά επορεύθησαν εν τοις ενθυμήμασι της καρδίας αυτών της κακής και εγενήθησαν εις τα όπισθεν και ουκ εις τα έμπροσθεν
25but they hearkened not to me, and their ear gave no heed; and they made their neck harder than their fathers. αφ΄ ης ημέρας εξήλθοσαν οι πατέρες αυτών εκ γης Αιγύπτου και έως της ημέρας ταύτης και εξαπέστειλα προς υμάς πάντας τους δούλους μου τους προφήτας ημέρας και όρθρου και απέστειλα
26Therefore thou shalt speak this word to them; και ουκ εισήκουσάν μου και ου προσέσχε το ους αυτών και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών υπέρ τους πατέρας αυτών
27This is the nation which has not hearkened to the voice of the Lord, nor received correction: truth has failed from their mouth. και ερείς αυτοίς τούτον τον λόγον και ουκ ακούσονταί σε και καλέσεις αυτούς και ουκ αποκρινούσι σοι
28Cut off thine hair, and cast it away, and take up a lamentation on thy lips; for the Lord has reprobated and rejected the generation that does these things. και ερείς προς αυτούς τούτο το έθνος ο ουκ ήκουσε της φωνής κυρίου του θεού αυτών ουδέ εδέξατο παιδείαν εξέλιπεν η πίστις εκ στόματος αυτών
29For the children of Juda have wrought evil before me, saith the Lord; they have set their abominations in the house on which my name is called, to defile it. κείραι την κεφαλήν σου και απόρριπτε και ανάλαβε επί χειλέων θρήνον ότι απεδοκίμασε κύριος και απώσατο την γενεάν την ποιούσαν ταύτα
30And they have built the altar of Tapheth, which is in the valley of the son of Ennom, to burn their sons and their daughters with fire; which I did not command them to do, neither did I design it in my heart. ότι εποίησαν οι υιοί Ιούδα το πονηρόν εναντίον εμού λέγει κύριος έταξαν τα βδελύγματα αυτών εν τω οίκω ου επικέκληται το όνομά μου επ΄ αυτόν του μιάναι αυτόν
31Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when they shall no more say, The altar of Tapheth, and the valley of the son of Ennom, but, The valley of the slain; and they shall bury in Tapheth, for want of room. και ωκοδόμησαν τον βωμόν του Ταφέθ ος εστιν εν φάραγγι υιόυ Εννόμ του κατακαίειν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών εν πυρί ο ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ου διενοήθην εν τη καρδία μου
32And the dead bodies of this people shall be for food to the birds of the sky, and to the wild beasts of the earth; and there shall be none to drive them away. διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και ουκ ερούσιν έτι βωμός του Ταφέθ και φάραγξ υιόυ Εννόμ αλλ΄ η φάραγξ των ανηρημένων και θάψουσιν εν τω Ταφέθ διά το μη υπάρχειν τόπον
33And I will destroy out of the cities of Juda, and the streets of Jerusalem, the voice of them that make merry, and the voice of them that rejoice, the voice of the bridegroom, and the voice of the bride; for the whole land shall become a desolation. και έσονται οι νεκροί του λαού τούτου εις βρώσιν τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης και ουκ έσται ο αποσοβών
34 και καταλύσω εκ πόλεων Ιούδα και εκ διόδων Ιερουσαλήμ φωνήν ευφραινομένων και φωνήν χαιρόντων φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης ότι εις ερήμωσιν έσται πάσα η γη

Chapter 8

[edit]
1At that time, saith the Lord, they shall bring out the bones of the kings of Juda, and the bones of his princes, and the bones of the priests, and the bones of the prophets, and the bones of the inhabitants of Jerusalem, out of their graves; εν τω καιρώ εκείνω λέγει κύριος εξοίσουσι τα οστά των βασιλέων Ιούδα και τα οστά των αρχόντων αυτών και τα οστά των ιερέων και τα οστά των προφητών αυτών και τα οστά των κατοικούντων εν Ιερουσαλήμ εκ των τάφων αυτών
2and they shall spread them out to the sun, and the moon, and to all the stars, and to all the host of heaven, which they have loved, and which they have served, and after which they have walked, and to which they have held, and which they have worshipped; they shall not be mourned for, neither shall they be buried; but they shall be for an example on the face of the earth, και ψύξουσιν αυτά προς τον ήλιον και προς την σελήνην και προς πάντας τους αστέρας και προς πάσαν την στρατιάν του ουρανού α ηγάπησαν και οις εδούλευσαν και ων επορεύθησαν οπίσω αυτών και ων αντείχοντο και οις προσεκύνησαν αυτοίς ου κοπήσονται και ου ταφήσονται και έσονται εις παράδειγμα επί προσώπου της γης
3because they chose death rather than life, even to all the remnant that are left of that family, in every place whither I shall drive them out. ότι είλοντο τον θάνατον η την ζωήν και πάσι τοις καταλοίποις τοις καταλειφθείσιν από της γενεάς εκείνης εν παντί τόπω ου αν εξώσω αυτούς εκεί
4For thus saith the Lord, Shall not he that falls arise? or he that turns away, shall he not turn back again? ότι τάδε λέγει κύριος μη ο πίπτων ουκ ανίσταται η ο αποστρέφων ουκ αναστρέφει
5Wherefore has this my people turned away with a shameless revolting, and strengthened themselves in their willfulness, and refused to return? διατί απέστρεψεν ο λαός ούτος αποστροφήν αναιδή και κατεκρατήθησαν τη προαιρέσει αυτών και ουκ ηθέλησαν του επιστρέψαι
6Hearken, I pray you, and hear: will they not speak thus, There is no man that repents of his wickedness, saying, What have I done? the runner has failed from his course, as a tired horse in his neighing. ενωτίσασθε δη και ακούσατε ουχ ορθώς λαλήσουσιν ουκ έστιν άνθρωπος μετανοών από της κακίας αυτού λέγων τι εποίησα διέλιπεν ο τρέχων εκ του δρόμου αυτού ως ίππος κάθιδρος εν χρεμετισμώ αυτού
7Yea, the stork in the heaven knows her time, also the turtle-dove and wild swallow; the sparrows observe the times of their coming in; but this my people knows not the judgments of the Lord. και η ασίδα εν τω ουρανώ έγνω τον καιρόν αυτής τρυγών και χελιδών αγρού στρουθία εφύλαξαν καιρούς εισόδων αυτών ο δε λαός μου ουκ έγνω τα κρίματα κυρίου
8How will ye say, We are wise, and the law of the Lord is with us? In vain have the scribes used a false pen. πως ερείτε ότι σοφοί εσμέν ημείς και νόμος κυρίου μεθ΄ ημών εστίν εις μάτην εγενήθη σχοίνος ψευδής γραμματεύσιν
9The wise men are ashamed, and alarmed, and taken; because they have rejected the word of the Lord; what wisdom is there in them? ησχύνθησαν σοφοί επτοήθησαν και εάλωσαν ότι τον λόγον κυρίου απεδοκίμασαν σοφία τις εστίν εν αυτοίς
10Therefore will I give their wives to others, and their fields to new inheritors; and they shall gather their fruits, saith the Lord. διά τούτο δώσω τας γυναίκας αυτών ετέροις και τους αγρούς αυτών τοις κληρονόμοις ότι από μικρού έως μεγάλου πάντες φιλαργυρίαν αποδιώκουσι και εκ προφήτου έως ιερέως πάντες ποιούσι ψεύδος
11There are no grapes on the vines, and there are no figs on the fig-trees, and the leaves have fallen off. και ιατρεύοντο σύντριμμα θυγατρός του λαού μου προς ατιμίαν λέγοντες ειρήνη ειρήνη και ουκ ην ειρήνη
12Why do we sit still? assemble yourselves, and let us enter into the strong cities, and let us be cast out there: for God has cast us out, and made us drink water of gall, because we have sinned before him. ησχύνθησαν ότι βδέλυγμα εποίησαν και αισχύνη ουκ ησχύνθησαν και αισχυνθήναι ουκ οίδασι διά τούτο πεσούνται αναμέσον πίπτοντες εν καιρώ επισκοπής αυτού πεσούνται λέγει κύριος
13We assembled for peace, but there was no prosperity; for a time of healing, but behold anxiety. και συνάξουσι τα γεννήματα αυτών λέγει κύριος ουκ έστι σταφυλή εν ταις αμπέλοις και ουκ έστι σύκα εν ταις συκαίς και τα φύλλα κατερρύηκεν
14We shall hear the neighing of his swift horses out of Dan: the whole land quaked at the sound of the neighing of his horses; and he shall come, and devour the land and the fullness of it; the city, and them that dwell in it. επί τι ημείς καθήμεθα συνάχθητε και εισέλθωμεν εις τας πόλεις τας οχυράς και απορριφώμεν εκεί ότι ο θεός απέρριψεν ημάς και επότισεν ημάς ύδωρ χολής ότι ημάρτομεν εναντίον αυτού
15For, behold, I send forth against you deadly serpents, which cannot be charmed, and they shall bite you συνήχθημεν εις ειρήνην και ουκ ην αγαθά εις καιρόν ιάσεως και ιδού σπουδή
16mortally with the pain of your distressed heart. εκ Δαν ακουσόμεθα φωνήν οξύτηρος ίππων αυτού από φωνής χρεμετισμού ιππασίας ίππων αυτού εσείσθη πάσα η γη και ήξει και καταφάγεται την γην και το πλήρωμα αυτής πόλιν και τους κατοικούντας εν αυτή
17Behold, there is a sound of the cry of the daughter of my people from a land afar off: Is not the Lord in Sion? is there not a king there? because they have provoked me with their graven images, and with strange vanities. διότι ιδού εγώ εξαποστέλλω εις υμάς όφεις θανατούντας οις ουκ έστιν επάσαι και δήξονται υμάς
18The summer is gone, the harvest is past, and we are not saved. ανίατα μετ΄ οδύνης καρδίας υμών απορουμένης
19For the breach of the daughter of my people I have been saddened: in my perplexity pangs have seized upon me as of a woman in travail. ιδού φωνή κραυγής θυγατρός λαού μου από γης μακρόθεν μη κύριος ουκ έστιν εν Σιών η βασιλεύς ουκ έστιν εκεί διότι παρώργισαν με εν τοις γλυπτοίς αυτών και εν ματαίοις αλλοτρίοις
20And is there no balm in Galaad, or is there no physician there? why has not the healing of the daughter of my people taken place? διήλθε θέρος παρήλθεν αμητός και ημείς ου διεσώθημεν
21 επί συντρίμματι θυγατρός λαού μου εσκοτώθην εν απορία κατίσχυσάν με ωδίνες ως τικτούσης
22 και μη ρητίνη ουκ έστιν εν Γαλαάδ η ιατρός ουκ έστιν εκεί διατί ουκ ανέβη ίασις θυγατρός λαού μου

Chapter 9

[edit]
1Who will give water to my head, and a fountain of tears to my eyes? then would I weep for this my people day and night, even for the slain of the daughter of my people. τις δώσει κεφαλή μου ύδωρ και οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων και κλαύσομαι τον λαόν μου τούτον ημέρας και νυκτός τους τετραυματισμένους θυγατρός λαού μου
2Who would give me a most distant lodge in the wilderness, that I might leave my people, and depart from them? for they all commit adultery, an assembly of treacherous men. τις δώσει μοι εν τη ερήμω σταθμόν έσχατον και καταλείψω τον λαόν μου και απελεύσομαι απ΄ αυτών ότι πάντες μοιχώνται σύνοδος αθετούντων
3And they have bent their tongue like a bow: falsehood and not faithfulness has prevailed upon the earth; for they have gone on from evil to evil, and have not known me, saith the Lord. και ενέτειναν την γλώσσαν αυτών ως τόξον ψεύδος και ου πίστις ενίσχυσεν επί της γης ότι εκ κακών εις κακά εξήλθοσαν και εμέ ουκ έγνωσαν φησί κύριος
4Beware ye each of his neighbour, and trust ye not in your brethren: for every one will surely supplant, and every friend will walk craftily. έκαστος από του πλησίον αυτού φυλάξασθε και επ΄ αδελφοίς αυτών μη πεποίθατε ότι πας αδελφός πτέρνη πτερνιεί και πας φίλος δολίως πορεύσεται
5Every one will mock his friend; they will not speak truth: their tongue has learned to speak falsehoods; they have committed iniquity, they ceased not, so as to return. έκαστος κατά του φίλου αυτού καταπαίξεται αλήθειαν ου λαλήσωσι μεμάθηκεν η γλώσσα αυτών λαλείν ψευδή ηδίκησαν και ου διέλιπον του επιστρέψαι
6There is usury upon usury, and deceit upon deceit: they would not know me, saith the Lord. τόκος επί τόκω δόλος επί δόλω ουκ ηθέλησαν ειδέναι με φησί κύριος
7Therefore thus saith the Lord, Behold, I will try them with fire, and prove them; for I will do thus because of the wickedness of the daughter of my people. διά τούτο τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ιδού εγώ πυρώσω αυτούς και δοκιμώ αυτούς τι ποιήσω από προσώπου πονηρίας θυγατρός λαού μου
8Their tongue is a wounding arrow; the words of their mouth are deceitful: one speaks peaceably to his neighbour, but in himself retains enmity. βολίς τιτρώσκουσα η γλώσσα αυτών δόλια τα ρήματα του στόματος αυτών τω πλησίον αυτού λαλεί ειρηνικά και εν εαυτώ έχει την έχθραν
9Shall I not visit for these things? saith the Lord: and shall not my soul be avenged on such a people as this? μη επί τούτοις ουκ επισκέψομαι λέγει κύριος η εν λαώ τοιούτω ουκ εκδικήσει η ψυχή μου
10Take up a lamentation for the mountains, and a mournful dirge for the paths of the wilderness, for they are desolate for want of men; they heard not the sound of life from the birds of the sky, nor the cattle: they were amazed, they are gone. επί τα όρη λάβετε κοπετόν και επί τας τρίβους της ερήμου θρήνον ότι εξέλιπον παρά το μη είναι ανθρώπους ουκ ήκουσαν φωνήν υπάρξεως από πετεινών του ουρανού και έως κτηνών εξέστησαν ώχοντο
11And I will remove the inhabitants of Jerusalem, and make it a dwelling-place of dragons; and I will utterly waste the cities of Juda, so that they shall not be inhabited. και δώσω την Ιερουσαλήμ εις μετοικίαν και εις κατοικητήριον δρακόντων και τας πόλεις Ιούδα εις αφανισμόν θήσομαι παρά το μη κατοικείσθαι
12Who is the wise man, that he may understand this? and he that has the word of the mouth of the Lord addressed to him, let him tell you wherefore the land has been destroyed, has been ravaged by fire like a desert, so that no one passes through it. τις ο άνθρωπος ο συνετός και συνέτω τούτο και ο λόγος στόματος κυρίου προς αυτόν αναγγειλάτω υμίν ένεκεν τίνος απώλετο η γη ανήφθη ως έρημος παρά το μη διοδεύεσθαι αυτήν
13And the Lord said to me, Because they have forsaken my law, which I set before them, and have not hearkened to my voice; και είπε κύριος προς με διά το εγκαταλιπείν αυτούς τον νόμον μου ον έδωκα προ προσώπου αυτών και ουκ ήκουσαν της φωνής μου
14but went after the lusts of their evil heart, and after the idols which their fathers taught them to worship: αλλα επορεύθησαν οπίσω των αρεστών της καρδίας αυτών της κακής και οπίσω των ειδώλων α εδίδαξαν αυτούς οι πατέρες αυτών
15therefore thus saith the Lord God of Israel, Behold, I will feed them with trouble and will cause them to drink water of gall: διά τούτο τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ ψωμίζω αυτούς ανάγκας και ποτιώ αυτούς ύδωρ χολής
16and I will scatter them among the nations, to them whom neither they nor their fathers knew; and I will send a sword upon them, until I have consumed them with it. και διασκορπιώ αυτούς εν τοις έθνεσιν ους ουκ εγίνωσκον αυτοι και οι πατέρες αυτών και επαποστελώ επ΄ αυτούς την μάχαιραν έως του εξαναλωσαι αυτούς εν αυτή
17Thus saith the Lord, Call ye the mourning women, and let them come; and send to the wise women, and let them utter their voice; τάδε λέγει κύριος καλέσατε τας θρηνούσας και ελθέτωσαν και προς τας σοφάς αποστείλατε και φθεγξάσθωσαν
18and let them take up a lamentation for you, and let your eyes pour down tears, and your eyelids drop water. και λαβέτωσαν εφ΄ υμάς θρήνον και καταγαγέτωσαν οι οφθαλμοί υμών δάκρυα και τα βλέφαρα υμών ρείτω ύδωρ
19For a voice of lamentation has been heard in Sion, How are we become wretched! we are greatly ashamed, for we have forsaken the land, and have abandoned our tabernacles! ότι φωνή οίκτου ηκούσθη εν Σιών πως εταλαιπωρήσαμεν κατησχύνθημεν σφόδρα ότι εγκατελίπομεν την γην και απερρίψαμεν τα σκηνώματα ημών
20Hear now, ye women, the word of God, and let your ears receive the words of his mouth, and teach your daughters lamentation, and every woman her neighbour a dirge. ακούσατε δη γυναίκες λόγον θεού και δεξάσθω τα ώτα υμών λόγους στόματος αυτού και διδάξατε τας θυγατέρας υμών οίκτον και γυνή την πλησίον αυτής θρήνον
21For death has come up through your windows, it has entered into our land, to destroy the infants without, and the young men from the streets. ότι ανέβη θάνατος διά των θυρίδων υμών εισήλθεν εις την γην υμών του εκτρίψαι νήπια έξωθεν και νεανίσκους από των πλατειών
22And the carcases of the men shall be for an example on the face of the field of your land, like grass after the mower, and there shall be none to gather them. και έσονται οι νεκροί των ανθρώπων εις παράδειγμα επί προσώπου του πεδίου της γης υμών και ως χόρτος οπίσω θερίζοντος και ουκ έσται ο συνάγων
23Thus saith the Lord, Let not the wise man boast in his wisdom, and let not the strong man boast in his strength, and let not the rich man boast in his wealth; τάδε λέγει κύριος μη καυχάσθω ο σοφός εν τη σοφία αυτού και μη καυχάσθω ο ισχυρός εν τη ισχύϊ αυτού και μη καυχάσθω ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού
24but let him that boasts boast in this, the understanding and knowing that I am the Lord that exercise mercy, and judgment, and righteousness, upon the earth; for in these things is my pleasure, saith the Lord. αλλ΄ εν τούτω καυχάσθω ο καυχώμενος συνιείν και γινώσκειν με ότι εγώ ειμι κύριος ο ποιών έλεος και κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης ότι εν τούτοις το θέλημά μου λέγει κύριος
25Behold, the days come, saith the Lord, when I will visit upon all the circumcised their uncircumcision; ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και επισκέψομαι επί πάντας περιτετμημένους ακροβυστίας αυτών
26on Egypt, and on Idumea, and on Edom, and on the children of Ammon, and on the children of Moab, and on every one that shaves his face round about, even them that dwell in the wilderness; for all the Gentiles are uncircumcised in flesh, and all the house of Israel are uncircumcised in their hearts. επ΄ Αίγυπτον και επί Ιούδαν και επί Εδώμ και επί υιούς Αμμών και επί υιούς Μωάβ και επί παν περικειρόμενον κατά πρόσωπον αυτού τους κατοικούντας εν τη ερήμω ότι πάντα τα έθνη απερίτμητα σαρκί και πας οίκος Ισραήλ απερίτμητοι καρδίας αυτών

Chapter 10

[edit]
1Hear ye the word of the Lord, which he has spoken to you, O house of Israel. ακούσατε τον λόγον κυρίου ο ελάλησεν εφ΄ υμάς οίκος Ισραήλ
2Thus saith the Lord, Learn ye not the ways of the heathen, and be not alarmed at the signs of the sky; for they are alarmed at them, falling on their faces. τάδε λέγει κύριος κατά τας οδούς των εθνών μη μανθάνετε και από των σημείων του ουρανού μη φοβείσθε ότι φοβούνται αυτά έθνη
3For the customs of the nations are vain; it is a tree cut out of the forest, the work of the carpenter, or a molten image. ότι τα νόμιμα των εθνών μάταια ξύλον εστίν εκ του δρυμού εκκεκομμένον έργον τέκτονος και χώνευμα
4They are beautified with silver and gold, they fix them with hammers and nails; αργυρίω και χρυσίω κεκαλλωπισμένα εστίν εν σφύραις και ήλοις εστερέωσαν αυτά
5they will set them up that they may not move; it is wrought silver, they will not walk, it is forged silver They must certainly be borne, for they cannot ride of themselves. Fear them not; for they cannot do any evil, and there is no good in them. και ου κινηθήσονται αργύριον τορευτόν εστιν ου αιρόμενα αρθήσονται ότι ουκ επιβήσονται μη φοβηθήτε αυτά ότι ου κακοποιήσωσι και αγαθόν ουκ έστιν εν αυτοίς
6Thus shall ye say to them, Let the gods which have not made heaven and earth perish from off the earth, and from under this sky. ουκ έστιν όμοιός σοι κύριε μέγας ει συ και μέγα το όνομά σου εν τη ισχύϊ
7It is the Lord that made the earth by his strength, who set up the world by his wisdom, and by his understanding stretched out the sky, τις ου φοβηθήσεταί σε βασιλεύ εθνών σοι γαρ πρέπει ότι εν πάσι τοις σοφοίς των εθνών και εν πάσαις ταις βασιλείαις αυτών ουκ έστιν όμοιος σοι
8and set abundance of waters in the sky, and brought up clouds from the ends of the earth; he made lightnings for the rain, and brought forth light out of his treasures. άμα άφρονες και ανόητοί εισι διδασκαλία ματαίων αυτών ξύλον εστίν
9Every man is deprived of knowledge, every goldsmith is confounded because of his graven images; for he has cast false gods, there is no breath in them. αργύριον προσβλητόν από Θαρσείς ήξει χρυσίον Μοφάς και χειρ χρυσοχόων έργα τεχνιτών πάντα υάκινθον και πορφύραν ενδύσουσιν αυτά
10They are vain works, wrought in mockery; in the time of their visitation they shall perish. ούτως ερείτε αυτοίς θεοί οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν απολέσθωσαν από της γης και υποκάτωθεν του ουρανού τούτο
11Such is not the portion of Jacob; for he that formed all things, he is his inheritance; the Lord is his name. κύριος ο ποιήσας την γην εν τη ισχύϊι αυτού ανορθώσας την οικουμένην εν τη σοφία αυτού και εν τη φρονήσει αυτού εξέτεινε τον ουρανόν
12He has gathered thy substance from without the lodged in choice vessels. και πλήθος ύδατος εν ουρανώ και ανήγαγε νεφέλας εξ εσχάτου της γης αστραπάς εις υετόν εποίησε και εξήγαγε ανεμούς εκ θησαυρών αυτού
13For thus saith the Lord, Behold, I will overthrow the inhabitants of this land with affliction, that thy plague may be discovered. εμωράνθη πας άνθρωπος από γνώσεως κατησχύνθη πας χρυσοχόος επί τοις γλυπτοίς αυτού ότι ψευδή εχώνευσαν ουκ έστι πνεύμα εν αυτοίς
14Alas for thy ruin! thy plague is grievous: and I said, Surely this is thy wound, and it has overtaken thee. ματαία εστιν έργα εμπεπαιγμένα εν καιρώ επισκοπής αυτών απολούνται
15Thy tabernacle is in a ruinous state, it has perished; and all thy curtains have been torn asunder: my children and my cattle are no more: there is no more any place for my tabernacle, nor place for my curtains. ουκ έστι τοιαύτη η μερίς τω Ιακώβ ότι ο πλάσας τα πάντα αυτός εστι και Ισραήλ ράβδος κληρονομία αυτού κύριος δυνάμεων όνομα αυτώ
16For the shepherds have become foolish, and have not sought the Lord; therefore the whole pasture has failed, and the sheep have been scattered. συνήγαγεν έξωθεν την υπόστασιν αυτου κατοικούσα εν εκλεκτοις
17Behold, there comes a sound of a noise, and a great earthquake from the land of the north, to make the cities of Juda a desolation, and a resting-place for ostriches. ότι τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ σκελίζω τους κατοικούντας την γην ταύτην και εκθλίψω αυτούς όπως ευρεθή
18I know, O Lord, that man's way is not his own; neither shall a man go, and direct his going. ουαί επί συντρίμματί σου αλγηρά η πληγή σου καγώ είπα όντως τούτο το τραύμά μου και κατέλαβέ με
19Chasten us, O Lord, but with judgment; and not in wrath, lest thou make us few. η σκηνή μου εταλαιπώρησεν ώλετο και πάσαι αι δέρρεις μου διεσπάσθησαν οι υιοί μου και τα πρόβατά μου ουκ εισίν ουκ έστιν έτι τόπος της σκηνής μου τόπος των δέρρεών μου
20Pour out thy wrath upon the nations that have not known thee, and upon the families that have not called upon thy name: for they have devoured Jacob, and consumed him, and have made his pasture desolate. ότι οι ποιμένες ηφρονεύσαντο και τον κύριον ουκ εζήτησαν διά τούτο ουκ ενόησε πάσα η νομή και διεσκορπίσθησαν
21 φωνή ακοής ιδού έρχεται και σεισμός μέγας εκ γης βορρά του τάξαι τας πόλεις Ιούδα εις αφανισμόν και κοίτην στρουθών
22 οίδα κύριε ότι ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού ουδέ ανήρ πορεύσεται και κατορθώσει πορείαν αυτού
23 παίδευσον ημάς κύριε πλην εν κρίσει και μη εν θυμώ ίνα μη ολίγους ημάς ποιήσης
24 έκχεον τον θυμόν σου επί έθνη τα μη ειδότα σε και επί βασιλείας αι το όνομά σου ουκ επεκαλέσαντο ότι κατέφαγον τον Ιακώβ και εξανήλωσαν τον Ισραήλ και την νομήν αυτού ηρήμωσαν

Chapter 11

[edit]
1The word that came to Jeremias from the Lord, saying, ο λόγος ο γενόμενος παρά κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων
2Hear ye the words of this covenant, and thou shalt speak to the men of Juda, and to the dwellers in Jerusalem; ακούσατε τους λόγους της διαθήκης ταύτης και λαλήσεις προς άνδρας Ιούδα και προς τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ
3and thou shalt say to them, Thus saith the Lord God of Israel, Cursed is the man, who shall not hearken to the words of this covenant, και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ επικατάρατος ο άνθρωπος ος ουκ ακούσεται των λόγων της διαθήκης ταύτης
4which I commanded your fathers, in the day wherein I brought them up out of the land of Egypt, out of the iron furnace, saying, Hearken to my voice, and do all things that I shall command you; so shall ye be to me a people, and I will be to you a God; ης ενετειλάμην τοις πατράσιν υμών εν η ημέρα ανήγαγον αυτούς εκ γης Αιγύπτου εκ καμίνου της σιδηράς λέγων ακούσατε της φωνής μου και ποιήσατε πάντα όσα αν εγώ εντέλλομαι υμίν και έσεσθέ μοι εις λαόν και εγώ έσομαι υμίν εις θεόν
5that I may confirm mine oath, which I sware to your fathers, to give them a land flowing with milk and honey, as it is this day. Then I answered and said, So be it, O Lord. όπως στήσω τον όρκον μου ον ώμοσα τοις πατράσιν υμών του δούναι αυτοίς γην ρέουσαν γάλα και μέλι καθώς η ημέρα αύτη και απεκρίθην και είπα γένοιτο κύριε
6And the Lord said to me, Read these words in the cities of Juda, and in the streets of Jerusalem, saying, Hear ye the words of this covenant, and do them. και είπεν κύριος προς με ανάγνωθι πάντας τους λόγους τούτους εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ λέγων ακούσατε τους λόγους της διαθήκης ταύτης και ποιήσατε αυτούς
7But they did them not. ότι συμμαρτυρόμενος συνεμαρτυρόμην τοις πατράσι υμών εν ημέρα η εξήγαγον αυτούς εκ γης Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης ορθρίζων συνεμαρτυρόμην λέγων ακούσατε της φωνής μου και ουκ ήκουσαν ου δε έκλιναν το ους αυτών αλλ΄ επορεύοντο έκαστος εν σκολιότητι της καρδίας αυτού της πονηράς και εισήγαγον επ΄ αυτούς πάντα τα ρήματα της διαθήκης ταύτης ης ενετειλάμην του ποιήσαι
8And the Lord said to me, A conspiracy is found among the men of Juda, and among the dwellers in Jerusalem. και ουκ εποίησαν
9They are turned aside to the iniquities of their fathers that were of old, who would not hearken to my words: and, behold, they go after strange gods, to serve them: and the house of Israel and the house of Juda have broken my covenant, which I made with their fathers. και είπε κύριος προς με ευρέθη σύνδεσμος εν ανδράσιν Ιούδα και εν τοις κατοικούσιν εν Ιερουσαλήμ
10Therefore thus saith the Lord, Behold, I bring evils upon this people, out of which they shall not be able to come forth; and they shall presently cry to me, but I will not hearken to them. επεστράφησαν επί τας αδικίας των πατέρων αυτών των πρότερον οι ουκ ηθέλησαν εισακούσαι των λόγων μου και ιδού αυτοί πορεύονται οπίσω θεών αλλοτρίων του δουλεύειν αυτοίς και διεσκέδασεν ο οίκος Ισραήλ και ο οίκος Ιούδα την διαθήκην μου ην διεθέμην προς τους πατέρας αυτών
11And the cities of Juda and the dwellers in Jerusalem shall go, and cry to the gods to whom they burn incense; which shall not deliver them in the time of their troubles. διά τούτο τάδε λέγει κύριος ιδού επάγω επί αυτούς κακά εξ ων ου δυνήσονται εξελθείν εξ αυτών και κεκράξονται προς με και ουκ εισακούσομαι αυτών
12For according to the number of thy cities were thy gods, O Juda; and according to the number of the streets of Jerusalem have ye set up altars to burn incense to Baal. και πορεύσονται πόλεις Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ και κεκράξονται προς τους θεούς αυτών οις αυτοί θυμιώσιν αυτοίς οι μη σώσουσιν αυτούς εν τω καιρώ των κακών αυτών
13And thou, pray not for this people, and intercede not for them in supplication and prayer: for I will not hear in the day in which they call upon me, in the day of their affliction. ότι κατά αριθμόν πόλεών σου ήσαν θεοί σου Ιούδα και κατά αριθμόν εξόδων της Ιερουσαλήμ ετάξατε βωμούς του θυμίαν τη Βάαλ
14Why has my beloved wrought abomination in my house? will prayers and holy offerings take away thy wickedness from thee, or shalt thou escape by these things? και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου και μη αξίου περί αυτών εν δεήσει και προσευχή ότι ουκ εισακούσομαι εν τω καιρώ εν ω επικαλούνταί με εν καιρώ κακώσεως αυτών
15The Lord called thy name a fair olive tree, of a goodly shade in appearance, at the noise of its being lopped, fire was kindled against it; great is the affliction coming upon thee: her branches are become good for nothing. τι η ηγαπημένη εν τω οίκω μου εποίησε βδέλυγμα μη ευχαί και κρέα άγια αφελούσιν από σου τας κακίας σου η τούτοις διαφεύξη
16And the Lord that planted thee has pronounced evils against thee, because of the iniquity of the house of Israel and the house of Juda, whatsoever they have done against themselves to provoke me to anger by burning incense to Baal. ελαίαν ωραίαν εύσκιον τω είδει εκάλεσε κύριος το όνομά σου εις φωνήν περιτομής αυτής ανήφθη πυρ επ΄ αυτήν ηχρειώθησαν οι κλάδοι αυτής
17O Lord, teach me, and I shall know: then I saw their practices. και κύριος των δυνάμεων ο καταφυτεύσας σε ελάλησεν επί σε κακά αντί της κακίας οίκου Ισραήλ και οίκου Ιούδα ότι εποίησαν εαυτοίς του παροργίσαί με εν τω θυμιάν αυτούς τη Βάαλ
18But I as an innocent lamb led to the slaughter, knew not: against me they devised an evil device, saying, Come and let us put wood into his bread, and let us utterly destroy him from off the land of the living, and let his name not be remembered any more. κύριε γνώρισόν μοι και γνώσομαι τότε είδον τα επιτηδεύματα αυτών
19O Lord, that judgest righteously, trying the reins and hearts, let me see thy vengeance taken upon them, for to thee I have declared my cause. εγώ δε ως αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι ουκ έγνων επ΄ εμέ ελογίσαντο λογισμόν λέγοντες δεύτε και εμβάλωμεν ξύλον εις τον άρτον αυτού και εκτρίψωμεν αυτόν από γης ζώντων και το όνομα αυτού ου μνησθή έτι
20Therefore thus saith the Lord concerning the men of Anathoth, that seek my life, that say, Thou shalt not prophesy at all in the name of the Lord, but if thou dost, thou shalt die by our hands: κύριε των δυνάμεων κρίνων δίκαια δοκιμάζων νεφρούς και καρδίας ίδοιμι την παρά σου εκδίκησιν εν αυτοίς ότι προς σε απεκάλυψα το δικαίωμά μου
21behold, I will visit them: their young men shall die by the sword; and their sons and their daughters shall die of famine: διά τούτο τάδε λέγει κύριος επί τους άνδρας Αναθώθ τους ζητούντας την ψυχήν μου τους λέγοντας ου προφητεύσης επί τω ονόματι κυρίου ει αποθάνη εν ταις χερσίν ημών
22and there shall be no remnant left of them; for I will bring evil upon the dwellers in Anathoth, in the year of their visitation. διά τούτο τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ιδού εγώ επισκέψομαι επ΄ αυτούς οι νεανίσκοι αυτών εν μαχαίρα αποθανούνται υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών τελευτήσουσιν εν λιμώ
23 και εγκατάλειμμα ουκ έσται αυτών ότι επάξω κακά επί τους κατοικούντας εν Αναθώθ εν ενιαυτώ επισκέψεως αυτών

Chapter 12

[edit]
1Righteous art thou, O Lord, that I may make my defence to thee, yea, I will speak to thee of judgments. Why is it that the way of ungodly men prospers? that all that deal very treacherously are flourishing? δίκαιος ει κύριε ότι απολογήσομαι προς σε πλην κρίματα λαλήσω προς σε τι ότι οδός ασεβών ευοδούται ευθηνήσαν πάντες οι αθετούντες αθετήματα
2Thou hast planted them, and they have taken root; they have begotten children, and become fruitful; thou art near to their mouth, and far from their reins. εφύτευσας αυτούς και ερριζώθησαν ετεκνοποίησαν και εποίησαν καρπόν εγγύς ει συ του στόματος αυτών και πόρρω από των νεφρών αυτών
3But thou, Lord, knowest me; thou hast proved my heart before thee; purify them for the day of their slaughter. και συ κύριε γινώσκεις με δεδοκίμακας την καρδίαν μου εναντίον σου συνάγαγε αυτούς ως ποιμνίον εις θυσίαν και άγνισον αυτούς εις ημέραν σφαγής
4How long shall the land mourn, and the grass of the field wither, for the wickedness of them, that dwell in it? the beasts and birds are utterly destroyed; because the people said, God shall not see our ways. έως πότε πενθήσει η γη και πας ο χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή ηφανίσθησαν κτήνη και πετεινά ότι είπαν ουκ όψεται ο θεός οδούς ημών
5Thy feet run, and they cause thee to faint; how wilt thou prepare to ride upon horses? and thou hast been confident in the land of thy peace? how wilt thou do in the roaring of Jordan? σου οι πόδες τρέχουσι και εκλύουσί σε πως παρασκευάση εφ΄ ίπποις και εν γη ειρήνης σου πέποιθας πως ποιήσεις εν φρυάγματι του Ιορδάνου
6For even thy brethren and the house of thy father, even these have dealt treacherously with thee; and they have cried out, they are gathered together in pursuit of thee; trust not thou in them, though they shall speak fair words to thee. ότι και οι αδελφοί σου και ο οίκος του πατρός σου και αυτοί ηθέτησάν σε και αυτοί εβόησαν εκ των οπίσω σου επισυνήχθησαν μη πιστεύσης εν αυτοίς ότε λαλήσουσι προς σε καλά
7I have forsaken mine house, I have left mine heritage; I have given my beloved one into the hands of her enemies. εγκαταλέλοιπα τον οίκόν μου αφήκα την κληρονομίαν μου έδωκα την ηγαπημένην ψυχήν μου εις χείρας εχθρών αυτής
8My inheritance has become to me as a lion in a forest; she has uttered her voice against me; therefore have I hated her. εγενήθη η κληρονομία μου εμοί ως λέων εν δρυμώ έδωκεν επ΄ εμέ την φωνήν αυτής διά τούτο εμίσησα αυτήν
9Is not my inheritance to me a hyaena's cave, or a cave round about her? Go ye, gather together all the wild beasts of the field, and let them come to devour her. μη σπήλαιον υαίνης η κληρονομία μου εμοί η σπήλαιον κύκλω αυτής επ΄ αυτήν βαδίσατε συναγάγετε πάντα τα θηρία του αγρού και ελθέτωσαν του φαγείν αυτήν
10Many shepherds have destroyed my vineyard, they have defiled my portion, they have made my desirable portion a trackless wilderness; ποιμένες πολλοί διέφθειραν τον αμπελώνά μου εμόλυναν την μερίδα μου έδωκαν μερίδα επιθυμητήν μου εις έρημον άβατον
11it is made a complete ruin: for my sake the whole land has been utterly ruined, because there is none that lays the matter to heart. ετέθη εις αφανισμόν απωλείας δι΄ εμέ αφανισμώ ηφανίσθη πάσα η γη ότι ουκ έστιν ανήρ τιθέμενος εν καρδία
12The ravagers are come to every passage in the wilderness: for the sword of the Lord will devour from one end of the land to the other: no flesh has any peace. επί πάσαν διεκβολήν εν τη ερήμω ήλθον ταλαιπωρούντες ότι μάχαιρα του κυρίου καταφάγεται απ΄ άκρου της γης έως άκρου της γης ουκ έστιν ειρήνη πάση σαρκί
13Sow wheat, and reap thorns; their portions shall not profit them: be ashamed of your boasting, because of reproach before the Lord. εσπείρατε πυρούς και ακάνθας εθερίσατε οι κλήροι αυτών ουκ ωφελήσουσιν αυτούς αισχύνθητε από καυχήσεως υμών από ονειδισμού εναντίον κυρίου
14For thus saith the Lord, concerning all the evil neighbours that touch mine inheritance, which I have divided to my people Israel; Behold, I will draw them away from their land, and I will cast out Juda from the midst of them. ότι τάδε λέγει κύριος περί πάντων των γειτόνων των πονηρών των απτομένων της κληρονομίας μου ης εμέρισα τω λαώ μου Ισραήλ ιδού εγώ αποσπώ αυτούς από της γης αυτών και τον Ιούδαν εκβαλώ εκ μέσου αυτών
15And it shall come to pass, after I have cast them out, that I will return, and have mercy upon them, and will cause them to dwell every one in his inheritance, and every one in his land. και έσται μετά το εκβαλείν με αυτούς επιστρέψω και ελεήσω αυτούς και κατοικιώ αυτούς έκαστον εις την κληρονομίαν αυτού και έκαστον εις την γην αυτού
16And it shall be, if they will indeed learn the way of my people, to swear by my name, saying, The Lord lives; as they taught my people to swear by Baal; then shall that nation be built in the midst of my people. και έσται εάν μαθόντες μάθωσι την οδόν του λαού μου του ομνύειν τω ονόματί μου ζη κύριος καθώς εδίδαξαν τον λαόν μου ομνύειν τη Βάαλ και οικοδομηθήσονται εν μέσω του λαού μου
17But if they will not return, then will I cut off that nation with utter ruin and destruction. εάν δε μη επιστρέψωσι και εξαρώ έθνος εκείνο εξάρσει και απωλεία λέγει κύριος

Chapter 13

[edit]
1Thus saith the Lord, Go and procure for thyself a linen girdle, and put it about thy loins, and let it not be put in water. τάδε λέγει κύριος βάδισον και κτήσαι σεαυτώ περίζωμα λινούν και περίθου περί την οσφύν σου και εν ύδατι ου διελεύσεται
2So I procured the girdle according to the word of the Lord, and put it about my loins. και εκτησάμην το περίζωμα κατά τον λόγον κυρίου και περιέθηκα περί την οσφύν μου
3And the word of the Lord came to me, saying, και εγενήθη λόγος κυρίου προς με εκ δευτέρου λέγων
4Take the girdle that is upon thy loins, and arise, and go to the Euphrates, and hide it there in a hole of the rock. λάβε το περίζωμα το περί την οσφύν σου και ανάστηθι και βάδισον επί τον Ευφράτην και κατάκρυψον αυτό εκεί εν τη τρυμαλιά της πέτρας
5So I went, and hid it by the Euphrates, as the Lord commanded me. και επορεύθην και έκρυψα αυτό εν τω Ευφράτη καθώς ενετείλατό μοι κύριος
6And it came to pass after many days, that the Lord said to me, Arise, go to the Euphrates, and take thence the girdle, which I commanded thee to hide there. και εγένετο μεθ΄ ημέρας πολλάς και είπε κύριος προς με ανάστηθι βάδισον επί τον Ευφράτην και λάβε εκείθεν το περίζωμα ο ενετειλάμην σοι του κατακρύψαι αυτό εκεί
7So I went to the river Euphrates, and dug, and took the girdle out of the place where I had buried it: and, behold, it was rotten, utterly good for nothing. και επορεύθην επί τον Ευφράτην και ώρυξα και έλαβον το περίζωμα εκ του τόπου ου έκρυψα αυτό εκεί και ιδού διεφθαρμένον ην ο ου χρησθή εις ουθέν
8And the word of the Lord came to me, saying, Thus saith the Lord, και εγενήθη λόγος κυρίου προς με λέγων
9Thus will I mar the pride of Juda, and the pride of Jerusalem; τάδε λέγει κύριος ούτω φθερώ την ύβριν Ιούδα και την ύβριν Ιερουσαλήμ
10even this great pride of the men that will not hearken to my words, and have gone after strange gods, to serve them, and to worship them: and they shall be as this girdle, which can be used for nothing. την πολλήν ταύτην ύβριν τους μη βουλομένους υπακούειν των λόγων μου και πορευθέντας εν ευθύτητι της καρδίας αυτών της πονηράς και πορευθέντας οπίσω θεών αλλοτρίων του δουλεύειν αυτοίς και του προσκυνείν αυτοίς και έσονται ώσπερ το περίζωμα τούτο ο ου χρησθήσεται έτι εις ουθέν
11For as a girdle cleaves about the loins of a man, so have I caused to cleave to myself the house of Israel, and the whole house of Juda; that they might be to me a famous people, and a praise, and a glory: but they did not hearken to me. καθάπερ γαρ κολλάται το περίζωμα περί την οσφύν του ανθρώπου ούτως εκόλλησα προς εμαυτόν τον οίκον του Ισραήλ και πάντα τον οίκον Ιούδα λέγει κύριος του γενέσθαι μοι εις λαόν ονομαστόν και εις καύχημα και εις δόξαν και ουκ εισήκουσάν μου
12And thou shalt say to this people, Every bottle shall be filled with wine: and it shall come to pass, if they shall say to thee, Shall we not certainly know that every bottle shall be filled with wine? that thou shalt say to them, και ερείς προς τον λαόν τον λόγον τούτον τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ πας ασκός πληρωθήσεται οίνου και έσται εάν είπωσι προς σε μη γνόντες ου γνωσόμεθα ότι πας ασκός πληρωθήσεται οίνου
13Thus saith the Lord, Behold, I will fill the inhabitants of this land, and their kings the sons of David that sit upon their throne, and the priests, and the prophets, and Juda and all the dwellers in Jerusalem, with strong drink. και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ πληρώ πάντας τους κατοικούντας την γην ταύτην και τους βασιλείς αυτών τους καθημένους υιούς του Δαυίδ επί του θρόνου αυτών και τους ιερείς και τους προφήτας και τον Ιούδαν και πάντας τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ μεθύσματι
14And I will scatter them a man and his brother, and their fathers and their sons together: I will not have compassion, saith the Lord, and I will not spare, neither will I pity to save them from destruction. και διασκορπιώ αυτούς άνδρα και τον αδελφόν αυτού και τους πατέρας αυτών και τους υιούς αυτών εν τω αυτώ ουκ επιποθήσω λέγει κύριος και ου φείσομαι και ουκ οικτειρήσω από διαφθοράς αυτών
15Hear ye, and give ear, and be not proud: for the Lord has spoken. ακούσατε και ενωτίσασθε και μη επαίρεσθε ότι κύριος ελάλησε
16Give glory to the Lord your God, before he cause darkness, and before your feet stumble on the dark mountains, and ye shall wait for light, and behold the shadow of death, and they shall be brought into darkness. δότε τω κυρίω θεώ υμών δόξαν προ του συσκοτάσαι και προ του προσκόψαι τους πόδας υμών επ΄ όρη σκοτεινά και αναμενείτε εις φως και εκεί σκιά θανάτου και τεθήσονται εις σκότος
17But if ye will not hearken, your soul shall weep in secret because of pride, and your eyes shall pour down tears, because the Lord's flock is sorely bruised. εάν δε μη ακούσητε κεκρυμμένως κλαύσεται η ψυχή υμών από προσώπου ύβρεως και κατάξουσιν οι οφθαλμοί υμών δάκρυα ότι συνετρίβη το ποίμνιον κυρίου
18Say ye to the king and the princes, Humble yourselves, and sit down; for your crown of glory is removed from your head. είπατε τω βασιλεί και τοις δυναστεύουσι ταπεινώθητε και καθίσατε ότι καθηρέθη από κεφαλής υμών στέφανος δόξης υμών
19The cities toward the south were shut, and there was none to open them: Juda is removed into captivity, they have suffered a complete removal. πόλεις αι προς νότον συνεκλείσθησαν και ουκ ην ο ανοίγων αποικίσθη Ιούδας συνετέλεσαν εν αυτή αποικία τελεία
20Lift up thine eyes, O Jerusalem, and behold them that come from the north; where is the flock that was given thee, the sheep of thy glory? ανάλαβε τους οφθαλμούς σου Ιερουσαλήμ και ίδε τους ερχομένους από βορρά που εστί το ποίμνιον ο εδόθη σοι πρόβατα δόξης σου
21What wilt thou say when they shall visit thee, for thou didst teach them lessons for rule against thyself; shall not pangs seize thee as a woman in travail? τι ερείς όταν επισκέπτωνταί σε και συ εδίδαξας αυτούς επί σε μαθήματα εις αρχήν ουκ ωδίνες καθέξουσί σε καθώς γυναίκα τίκτουσαν
22And if thou shouldest say in thine heart, Wherefore have these things happened to me? Because of the abundance of thine iniquity have thy skirts been discovered, that thine heels might be exposed. και εάν είπης εν τη καρδία σου διατί απήντησέ μοι ταύτα διά το πλήθος της αδικίας σου ανεκαλύφθη τα οπίσθιά σου παραδειγματίσθηναι τας πτέρνας σου
23If the Ethiopian shall change his skin, or the leopardess her spots, then shall ye be able to do good, having learnt evil. ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής και υμείς δυνήσεσθε ευ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά
24So I scattered them as sticks carried by the wind into the wilderness. και διέσπειρα αυτούς ως φρύγανα φερουμενα υπό ανέμου εις έρημον
25Thus is thy lot, and the reward of your disobedience to me, saith the Lord; as thou didst forget me, and trust in lies, ούτως ο κλήρός σου και η μερίς του απειθείν υμάς εμοί λέγει κύριος ως επελάθου μου και ήλπισας επί ψεύδεσι
26I also will expose thy skirts upon thy face, and thy shame shall be seen; καγώ αποκαλύψω τα οπίσω σου επί το πρόσωπόν σου και οφθήσεται η ατιμία σου
27thine adultery also, and thy neighing, and the looseness of thy fornication: on the hills and in the fields I have seen thine abominations. Woe to thee, O Jerusalem, for thou hast not been purified so as to follow me; how long yet shall it be? μοιχεία σου και ο χρεμετισμός σου και η απαλλοτρίωσις της πορνείας σου επί των βουνών και εν τοις αγροίς εώρακα τα βδελύγματά σου ουαί σοι Ιερουσαλήμ ότι ουκ εκαθαρίσθης οπίσω μου έως τίνος έτι

Chapter 14

[edit]
1AND THE WORD OF THE LORD CAME TO JEREMIAS CONCERNING THE DROUGHT. και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν περί της αβροχίας
2Judea has mourned, and her gates are emptied, and are darkened upon the earth; and the cry of Jerusalem is gone up. επένθησεν η Ιουδαία και αι πύλαι αυτής εκενώθησαν και εσκοτώθησαν επί της γης και η κραυγή της Ιερουσαλήμ ανέβη
3And her nobles have sent their little ones to the water: they came to the wells, and found no water: and brought back their vessels empty. και οι μεγιστάνες αυτής απέστειλαν τους νεωτέρους αυτών εφ΄ ύδωρ ήλθοσαν επί τα φρέατα και ουχ εύροσαν ύδωρ απέστρεψαν τα αγγεία αυτών κενά
4And the labours of the land failed, because there was no rain: the husbandmen were ashamed, they covered their heads. και τα έργα της γης εξέλιπεν ότι ουκ ην υετός ησχύνθησαν οι γεωργοί επεκάλυψαν την κεφαλήν αυτών
5And hinds calved in the field, and forsook it, because there was no grass. και έλαφοι εν αγρώ έτεκον και εγκατέλιπον ότι ουκ ην βοτάνη
6The wild asses stood by the forests, and snuffed up the wind; their eyes failed, because there was no grass. όνοι άγριοι έστησαν επί νάπας και είλκυσαν ανέμον ως δράκοντες εξέλιπον οι οφθαλμοί αυτών ότι ουκ ην χόρτος
7Our sins have risen up against us: O Lord, do thou for us for thine own sake; for our sins are many before thee; for we have sinned against thee. ει αι αμαρτίαι ημών αντέστησαν ημίν Κύριε ποίησον ημίν ένεκεν του ονόματός σου ότι πολλαί αι αμαρτίαι ημών ενώπιόν σου σοι ημάρτομεν
8O Lord, thou art the hope of Israel, and deliverest us in time of troubles; why art thou become as a sojourner upon the land, or as one born in the land, yet turning aside for a resting-place? υπομονή Ισραήλ κύριε σώζων εν καιρώ κακών ινατί εγενήθης ωσεί πάροικος επί της γης και ως αυτόχθων εκκλίνων εις κατάλυμα
9Wilt thou be as a man asleep, or as a strong man that cannot save? yet thou art among us, O Lord, and thy name is called upon us; forget us not. μη έση ώσπερ άνθρωπος υπνών η ως ανήρ ου δυνάμενος σώζεσθαι και συ εν ημίν ει κύριε και το όνομά σου επικέκληται εφ΄ ημάς μη επιλάθη ημών
10Thus saith the Lord to this people, They have loved to wander, and they have not spared, therefore God has not prospered them; now will he remember their iniquity. ούτως λέγει κύριος τω λαώ τούτω ηγάπησαν κινείν πόδας αυτών και ουκ εφείσαντο και ο θεός ουκ ευώδωσεν εν αυτοίς νυν μνησθήσεται της αδικίας και επεσκέψατο τας αμαρτίας αυτών
11And the Lord said to me, Pray not for this people for their good: και είπε κύριος προς με μη προσεύχου περί του λαού τούτου εις αγαθόν
12for though they fast, I will not hear their supplication; and though they offer whole-burnt-offerings and sacrifices, I will take no pleasure in them: for I will consume them with sword, and with famine, and with pestilence. ότι εάν νηστεύσωσιν ουκ εισακούσομαι της δεήσεως αυτών και εάν προσενέγκωσιν ολοκαυτώματα και θυσίας ουκ ευδοκήσω εν αυτοίς ότι εν μαχαίρα και εν λιμώ εν θανάτω εγώ συντελέσω αυτούς
13And I said, O ever living Lord! behold, their prophets prophesy, and say, Ye shall not see a sword, nor shall famine be among you; for I will give truth and peace on the land, and in this place. και είπα ο ων κύριε ιδού οι προφήται προφητεύουσι και λέγουσιν ουκ όψεσθε μάχαιραν ουδέ λιμός έσται εν υμίν ότι αλήθειαν και ειρήνην δώσω επί της γης και εν τω τόπω τούτω
14Then the Lord said to me, The prophets prophesy lies in my name: I sent them not, and I commanded them not, and I spoke not to them: for they prophesy to you false visions, and divinations, and auguries, and devices of their own heart. και είπε κύριος προς με ψευδή οι προφήται προφητεύουσιν επί τω ονόματί μου ουκ απέστειλα αυτούς και ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ουκ ελάλησα προς αυτούς ότι οράσεις ψευδείς και μαντείας και οιωνίσματα και προαιρέσεις καρδίας αυτών αυτοί προφητεύουσιν υμίν
15Therefore thus saith the Lord concerning the prophets that prophesy lies in my name, and I sent them not, who say, Sword and famine shall not be upon this land; they shall die by a grievous death, and the prophets shall be consumed by famine. διά τούτο τάδε λέγει κύριος περί των προφητών των προφητευόντων επί τω ονόματί μου ψευδή και εγώ ουκ απέστειλα αυτούς οι λέγουσι μάχαιρα και λιμός ουκ έσται επί της γης ταύτης εν θανάτω νοσερώ αποθανούνται και εν λιμώ συντελεσθήσονται οι προφήται
16And the people to whom they prophesy, they also shall be cast out in the streets of Jerusalem, because of the sword and famine; and there shall be none to bury them: their wives also, and their sons, and their daughters shall die thus; and I will pour out their wickedness upon them. και ο λαός οις αυτοί προφητεύουσιν αυτοίς και έσονται ερριμμένοι εν ταις οδοίς Ιερουσαλήμ από προσώπου μαχαίρας και του λιμού και ουκ έσται ο θάπτων αυτούς και αι γυναίκες αυτών και οι υιοί αυτών και αι θυγατέρες αυτών και εκχεώ επ΄ αυτούς τα κακά αυτών
17And thou shalt speak this word to them; Let your eyes shed tears day and night, and let them not cease: for the daughter of my people has been sorely bruised, and her plague is very grievous. και ερείς προς αυτούς τον λόγον τούτον καταγάγετε εις τους οφθαλμούς υμών δάκρυα ημέρας και νυκτός και μη διαλιπέτωσαν ότι συντρίμματι μεγάλω συνετρίβη θυγάτηρ λαού μου και πληγή οδυνηρά σφόδρα
18If I go forth into the plain, then behold the slain by the sword! and if I enter into the city, then behold the distress of famine! for priest and prophet have gone to a land which they knew not. εάν εξέλθω εις το πεδίον και ιδού τραυματίαι μαχαίρας και εάν εισέλθω εις την πόλιν και ιδού πόνος λιμού ότι ιερεύς και προφήτης επορεύθησαν εις γην ην ουκ ηδεισαν
19Hast thou utterly rejected Juda? and has thy soul departed from Sion? wherefore has thou smitten us, and there is no healing for us? we waited for peace, but there was no prosperity; for a time of healing, and behold trouble! μη αποδοκιμάζων απεδοκίμασας τον Ιούδαν και από Σιών απέστη η ψυχή σου ινατί έπαισας ημάς και ουκ έστιν ημίν ίασις υπεμείναμεν εις ειρήνην και ουκ ην αγαθόν εις καιρόν ιάσεως και ιδού ταραχή
20We know, O Lord, our sins, and the iniquities of our fathers: for we have sinned before thee. έγνωμεν κύριε αμαρτήματα ημών αδικίας πατέρων ημών ότι ημάρτομεν εναντίον σου
21Refrain for thy name's sake, destroy not the throne of thy glory: remember, break not thy covenant with us. κόπασον διά το όνομά σου μη απολέσης θρόνον δόξης σου μνήσθητι μη διασκεδάσης την διαθήκην σου την μεθ΄ ημών
22Is there any one among the idols of the Gentiles that can give rain? and will the sky yield his fulness at their bidding? Art not thou he? we will even wait on thee, O Lord: for thou hast made all these things. μη έστιν εν ειδώλοις των εθνών υετίζων και ει ο ουρανός δώσει πλησμονήν αυτού ουχί συ ει αυτός κύριε ο θεός ημών και υπομενούμέν σε ότι συ εποίησας πάντα ταύτα

Chapter 15

[edit]
1And the Lord said to me, Though Moses and Samuel stood before my face, my soul could not be toward them: dismiss this people, and let them go forth. και είπε κύριος προς με εάν στη Μωυσής και Σαμουήλ προ προσώπου μου ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς εξαπόστειλον τον λαόν τούτον από προσώπου μου και εξελθέτωσαν
2And it shall be, if they say to thee, Whither shall we go forth? then thou shalt say to them, Thus saith the Lord; As many as are for death, to death; and as many as are for famine, to famine; and as many as are for the sword, to the sword; and as many as are for captivity, to captivity. και έσται εάν είπωσι προς σε που εξελευσόμεθα και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος όσοι εις θάνατον εις θάνατον και όσοι εις μάχαιραν εις μάχαιραν και όσοι εις λιμόν εις λιμόν και όσοι εις αιχμαλωσίαν εις αιχμαλωσίαν
3And I will punish them with four kinds of death, saith the Lord, the sword to slay, and the dogs to tear, and the wild beasts of the earth, and the birds of the sky to devour and destroy. και εκδικήσω επ΄ αυτούς τέσσαρα είδη λέγει κύριος την μάχαιραν εις σφαγήν και τους κύνας εις διασπασμόν και τα θηρία της γης και τα πετεινά του ουρανού εις βρώσιν και διαφθοράν
4And I will deliver them up for distress to all the kingdoms of the earth, because of Manasses son of Ezekias king of Juda, for all that he did in Jerusalem. και παραδώσω αυτούς εις ανάγκας πάσαις ταις βασιλείαις της γης διά Μανασσή υιόν Εζεκίου βασιλέως Ιούδα περί πάντων ων εποίησεν εν Ιερουσαλήμ
5Who will spare thee, O Jerusalem? and who will fear for thee? or who will turn back to ask for thy welfare? τις φείσεται επί σοι Ιερουσαλήμ και τις δειλιάσει επί σοι η τις ανακάμψει εις ειρήνην σοι
6Thou hast turned away from me, saith the Lord, thou wilt go back: therefore I will stretch out my hand, and will destroy thee, and will no more spare them. συ απεστράφης με λέγει κύριος οπίσω πορεύση και εκτενώ την χείρά μου και διαφθερώ σε και ουκέτι ανήσω αυτούς
7And I will completely scatter them; in the gates of my people they are bereaved of children: they have destroyed my people because of their iniquities. και διασπερώ αυτούς εν διασπορά εν πύλαις λαού μου ητεκνώθησαν απώλεσαν τον λαόν μου διά τας κακίας αυτών
8Their widows have been multiplied more than the sand of the sea: I have brought young men against the mother, even distress at noon-day: I have suddenly cast upon her trembling and anxiety. επληθύνθησαν αι χήραι αυτών υπέρ την άμμον της θαλάσσης επήγαγον επί μητέρα νεανίσκους ταλαιπωρίαν εν μεσημβρία επέρριψα επ΄ αυτήν εξαίφνης τρόμον και σπουδήν
9She that bore seven is spent; her soul has fainted under trouble; her sun is gone down while it is yet noon; she is ashamed and disgraced: I will give the remnant of them to the sword before their enemies. εκενώθη η τίκτουσα επτά απεκάκησεν η ψυχή αυτής επέδυ ο ήλιος αυτή έτι μεσούσης της ημέρας κατησχύνθη και ωνειδίσθη τους καταλοίπους αυτών εις μάχαιραν δώσω εναντίον των εχθρών αυτών φησί κύριος
10Woe is me, my mother! thou hast born me as some man of strife, and at variance with the whole earth; I have not helped others, nor has any one helped me; my strength has failed among them that curse me. οίμοι μήτερ ως τίνα με έτεκες άνδρα δικαζόμενον και διακρινόμενον εν πάση τη γη ουκ ωφέλησα ούτε ωφέλησέ με ουδείς η ισχύς μου εξέλιπεν εν τοις καταρωμένοις με
11Be it so, Lord, in their prosperity; surely I stood before thee in the time of their calamities, and in the time of their affliction, for their good against the enemy. γένοιτο κύριε δέσποτα κατευθυνόντων αυτών εν καιρώ θλίψεως αυτών εις αγαθά προς τον εχθρόν
12Will iron be known? whereas thy strength is a brazen covering. ει γνωσθήσεται σίδηρος και περιβόλαιον χαλκούν η ισχύς σου
13Yea, I will give thy treasures for a spoil as a recompence, because of all thy sins and that in all thy borders. και τους θησαυρούς σου δώσω αντάλλαγμα διά πάσας τας αμαρτίας σου και εν πάσι τοις ορίοις σου
14And I will enslave thee to thine enemies round about, in a land which thou hast not known; for a fire has been kindled out of my wrath; it shall burn upon you. καταδουλώσω σε κύκλω τοις εχθροίς σου εν τη γη η ουκ ήδεις ότι πυρ εκκέκαυται εκ του θυμού μου εφ΄ υμάς καυθήσεται
15O Lord, remember me, and visit me, and vindicate me before them that persecute me; do not bear long with them; know how I have met with reproach for thy sake, from those who set at nought thy words; κύριε μνήσθητί μου και επίσκεψαί με και αθώωσόν με από των καταδιωκόντων με μη εις μακροθυμίαν γνώθι ως έλαβον περί σου ονειδισμόν
16consume them; and thy word shall be to me for the joy and gladness of my heart: for thy name has been called upon me, O Lord Almighty. υπό των αθετούντων τους λόγους σου συντέλεσον αυτούς και έσται ο λόγος σου εμοί εις ευφροσύνην και χαράν καρδίας μου ότι επικέκληται το όνομά σου επ΄ εμοί κύριε παντοκράτωρ
17I have not sat in the assembly of them as they mocked, but I feared because of thy power: I sat alone, for I was filled with bitterness. ουκ εκάθισα εν συνεδρίω αυτών παιζόντων αλλ΄ ευλαβούμην από προσώπου χειρός σου κατα μόνας εκαθήμην ότι πικρίας ενεπλήσθην
18Why do they that grieve me prevail against me? my wound is severe; whence shall I be healed? it is indeed become to me as deceitful water, that has no faithfulness. ινατί οι λυπούντές με κατισχύουσί μου η πληγή μου στερεά πόθεν ιαθήσομαι γινομένη εγενήθη μοι ως ύδωρ ψευδές ουκ έχον πίστιν
19Therefore thus saith the Lord, If thou wilt return, then will I restore thee, and thou shalt stand before my face: and if thou wilt bring forth the precious from the worthless, thou shalt be as my mouth: and they shall return to thee; but thou shalt not return to them. διά τούτο τάδε λέγει κύριος εάν επιστρέψης και αποκαταστήσω σε προ προσώπου μου στήση και εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου ως στόμα μου έση και αναστρέψουσιν αυτοι προς σε και συ ουκ αναστρέψεις προς αυτούς
20And I will make thee to this people as a strong brazen wall; and they shall fight against thee, but they shall by no means prevail against thee; και δώσω σε τω λαώ τούτω ως τείχος οχυρόν χαλκούν και πολεμήσουσι προς σε και ου δύνωνται προς σε διότι μετά σου ειμι του σώζειν σε και εξαιρείσθαί σε λέγει κύριος
21for I am with thee to save thee, and to deliver thee out of the hand of wicked men; and I will ransom thee out of the hand of pestilent men. και σώσω σε εκ χειρός πονηρών και λυτρώσομαι σε εκ χειρός λοιμών

Chapter 16

[edit]
1And thou shalt not take a wife, saith the Lord God of Israel: και εγένετο ρήμα κυρίου προς με λέγων
2and there shall be no son born to thee, nor daughter in this place. μη λάβης γυναίκα και ου γεννηθήσεταί σοι υιός ουδέ θυγάτηρ εν τω τόπω τούτω
3For thus saith the Lord concerning the sons and concerning the daughters that are born in this place, and concerning their mothers that have born them, and concerning their fathers that have begotten them in this land; ότι τάδε λέγει κύριος περί των υιών και των θυγατέρων των γεννωμένων εν τω τόπω τούτω και περί των μητέρων αυτών των τετοκυιών αυτούς και περί των πατέρων αυτών των γεγεννηκότων αυτούς εν τη γη ταύτη
4They shall die of grievous death; they shall not be lamented, nor buried; they shall be for an example on the face of the earth; and they shall be for the wild beasts of the land, and for the birds of the sky: they shall fall by the sword, and shall be consumed with famine. εν θανάτω νοσερώ αποθανούνται ου κοπήσονται και ου ταφήσονται εις παράδειγμα επί προσώπου της γης έσονται εν μαχαίρα πεσούνται και εν λιμώ συντελεσθήσονται και έσονται τα πτώματα αυτών εις βρώσιν τοις θηρίοις της γης και τοις πετεινοίς του ουρανού
5Thus saith the Lord, Enter not into their mourning feast, and go not to lament, and mourn not for them: for I have removed my peace from this people. τάδε λέγει κύριος μη εισέλθης εις θίασον αυτών και μη πορευθής του κόψασθαι και μη πενθήσης αυτούς ότι αφέστακα την ειρήνην μου από του λαού τούτου φησί κύριος έλεος και ελεημοσύνας
6They shall not bewail them, nor make cuttings for them, and they shall not shave themselves for them: και αποθανούνται μεγάλοι και μικροί εν τη γη ταύτη ου ταφήσονται και ου θρηνηθήσονται ου κόψονται αυτούς ουδέ εντομίδας ποιήσουσι και ου ξυρηθήσονται
7and there shall be no bread broken in mourning for them for consolation over the dead: they shall not give one to drink a cup for consolation over his father or his mother. και ου κλασθή άρτος εν πένθει αυτών εις παράκλησιν επί τεθνηκότι ου ποτιούσιν αυτούς ποτήριον εις παράκλησιν επί πατρί αυτού η μητρί αυτού
8Thou shalt not enter into the banquet-house, to sit with them to eat and to drink. εις οικίαν πότου ουκ εισελεύση συ συγκαθίσαι μετ΄ αυτών του φαγείν και πιείν
9For thus saith the Lord God of Israel; Behold, I will make to cease out of this place before your eyes, and in your days, the voice of joy, and the voice of gladness, the voice of the bridegroom, and the voice of the bride. διότι τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ καταλύω εκ του τόπου τούτου ενώπιον των οφθαλμών υμών και εν ταις ημέραις υμών φωνήν χαράς και φωνήν ευφροσύνης φωνήν νυμφίου και φωνήν νυμφής
10And it shall come to pass, when thou shalt report to this people all these words, and they shall say to thee, Wherefore has the Lord pronounced against us all these evils? what is our unrighteousness? and what is our sin which we have sinned before the Lord our God? και έσται όταν αναγγείλης τω λαώ τούτω άπαντα τα ρήματα ταύτα και είπωσι προς σε διατί ελάλησε κύριος εφ΄ ημάς πάντα τα κακά ταύτα τις η αδικία ημών και τις η αμαρτία ημών ην ημάρτομεν εναντίον κυρίου του θεού ημών
11Then thou shalt say to them, Because your fathers forsook me, saith the Lord, and went after strange gods and served them, and worshipped them, and forsook me, and kept not my law; και ερείς προς αυτούς ανθ΄ εγκατέλιπόν με οι πατέρες υμών λέγει κύριος και ώχοντο οπίσω θεών αλλοτρίων και εδούλευσαν αυτοίς και προσεκύνησαν αυτοίς και εμέ εγκατέλιπον και τον νόμον μου ουκ εφυλάξαντο
12(and ye sinned worse than your fathers; for, behold, ye walk every one after the lusts of your own evil heart, so as not to hearken to me); και υμείς επονηρεύσασθε υπέρ τους πατέρας υμών και ιδού υμείς πορεύεσθε έκαστος οπίσω των αρεστών της καρδίας υμών της πονηράς του μη υπακούειν μου
13therefore I will cast you off from this good land into a land which neither ye nor your fathers have known; and ye shall serve their other gods, who shall have no mercy upon you. και απορρίψω υμάς από της γης ταύτης εις γην ην ουκ ήδειτε υμείς και οι πατέρες υμών και δουλεύσετε εκεί θεοίς αλλοτρίοις ημέρας και νυκτός οι ου δώσουσιν υμίν έλεος
14Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when they shall no more say, The Lord lives, that brought up the children of Israel out of the land of Egypt; διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και ουκ ερούσιν έτι ζη κύριος ο αναγαγών τους υιούς Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου
15but, The Lord lives, who brought up the house of Israel from the land of the north, and from all countries whither they were thrust out: and I will restore them to their own land, which I gave to their fathers. αλλά ζη κύριος ος ανήγαγε τον οίκον Ισραήλ από γης βορρά και από πασών των χωρών ου εξώσθησαν εκεί και αποκαταστήσω αυτούς εις την γην αυτών ην έδωκα τοις πατράσιν αυτών
16Behold, I will send many fishers, saith the Lord, and they shall fish them; and afterward I will send many hunters, and they shall hunt them upon every mountain, and upon every hill, and out of the holes of the rocks. ιδού εγώ αποστέλλω αλιείς πολλούς λέγει κύριος και αλιεύσουσιν αυτούς και μετά ταύτα αποστελλώ πολλούς θηρευτάς και θηρεύσουσιν αυτούς επάνω παντός όρους και επάνω παντός βουνού και εκ των τρυμαλιών των πετρών
17For mine eyes are upon all their ways; and their iniquities have not been hidden from mine eyes. ότι οι οφθαλμοί μου επί πάσας τας οδούς αυτών και ουκ εκρύβη τα αδικήματα αυτών απέναντι των οφθαλμών μου
18And I will recompense their mischiefs doubly, and their sins, whereby they have profaned my land with the carcases of their abominations, and with their iniquities, whereby they have trespassed against mine inheritance. και ανταποδώσω διπλάς τας αδικίας αυτών και τας αμαρτίας αυτών εφ΄ αις εβεβήλωσαν την γην μου εν τοις θνησιμαίοις των βδελυγμάτων αυτών και εν ταις ανομίαις αυτών εν αις επλήσαν την κληρονομίαν μου
19O Lord, thou art my strength, and mine help, and my refuge in days of evil: to thee the Gentiles shall come from the end of the earth, and shall say, How vain were the idols which our fathers procured to themselves, and there is no help in them. κύριε ισχύς μου και βοήθειά μου και καταφυγή μου εν ημέρα κακών προς σε έθνη ήξουσιν απ΄ εσχάτων της γης και ερούσιν ως ψευδή εκτήσαντο οι πατέρες ημών είδωλα και ουκ έστιν εν αυτοίς ωφέλημα
20Will a man make gods for himself, whereas these are no gods? ει ποιήσει εαυτώ άνθρωπος θεούς και ούτοι ουκ εισί θεοί
21Therefore, behold, I will at this time manifest my hand to them, and will make known to them my power; and they shall know that my name is the Lord. διά τούτο ιδού εγώ δηλώσω αυτοίς εν τω καιρώ τούτω την χείρά μου και γνωριώ αυτοίς την δύναμίν μου και γνώσονται ότι όνομά μοι κύριος

Chapter 17

[edit]
1Cursed is the man who trusts in man, and will lean his arm of flesh upon him, while his heart departs from the Lord. τάδε λέγει κύριος αμαρτία Ιούδα γεγραμμένη εστίν εν γραφίδι σιδηρά εν όνυχι αδαμαντίνω γεγλυμμένη επί πλακός της καρδίας αυτών και επί των κεράτων των βωμών αυτών
2And he shall be as the wild tamarisk in the desert: he shall not see when good comes; but he shall dwell in barren places, and in the wilderness, in a salt land which is not inhabited. εν τω μνημονεύειν τους υιούς αυτών των βωμών αυτών και των αλσών επί ξύλω αλσώδει επί των βουνών των υψηλών
3But blessed is the man who trusts in the Lord, and whose hope the Lord shall be. ω ορεινέ εν τω πεδίω τον πλούτόν σου και πάντας τους θησαυρούς σου τη προνομή δώσω τα υψηλά σου εν αμαρτία εν πάσι τοις ορίοις σου
4And he shall be as a thriving tree by the waters, and he shall cast forth his root toward a moist place: he shall not fear when heat comes, and there shall be upon him shady branches: he shall not fear in a year of drought, and he shall not fail to bear fruit. και καταλειφθήση από της κληρονομίας σου ην έδωκά σοι και δουλεύειν σε ποιήσω τοις εχθροίς σου εν τη γη ην ουκ οίδας ότι πυρ ανήψατε εν τω θυμώ μου έως του αιώνος φλέξει
5The heart is deep beyond all things, and it is the man, and who can know him? τάδε λέγει κύριος επικατάρατος ο άνθρωπος ος την ελπίδα έχει επ΄ άνθρωπον και στηρίσει σάρκα βραχίονος αυτού και από κυρίου αποστή η καρδία αυτού
6I the Lord try the hearts, and prove the reins, to give to every one according to his ways, and according to the fruits of his devices. και έσται ως η αγριομυρίκη η εν τη ερήμω ουκ όψεται όταν έλθη τα αγαθά και κατασκηνώσει εν αλίμοις και εν ερήμω εν γη αλμυρά ήτις ου κατοικείται
7The partridge utters her voice, she gathers eggs which she did not lay; so is a man gaining his wealth unjustly; in the midst of his days his riches shall leave him, and at his latter end he will be a fool. και ευλογημένος ο άνθρωπος ος πέποιθεν επί τω κυρίω και έσται κύριος ελπίς αυτού
8An exalted throne of glory is our sanctuary. και έσται ως ξύλον ευθηνούν παρ΄ ύδατα και επί ικμάδα βάλει ρίζας αυτού και ου φοβηθήσεται όταν έλθη καύμα και έσται επ΄ αυτώ στελέχη αλσώδη εν ενιαυτώ αβροχίας ου φοβηθήσεται και ου διαλείψει ποιών καρπόν
9O Lord, the hope of Israel, let all that have left thee be ashamed, let them that have revolted be written on the earth, because they have forsaken the fountain of life, the Lord. βαθεία η καρδία παρά πάντα και άνθρωπός εστι όστις γνώσεται αυτόν
10Heal me, O Lord, and I shall be healed; save me, and I shall be saved; for thou art my boast. εγώ κύριος ετάζων καρδίας δοκιμάζων νεφρούς του δούναι εκάστω κατά τας οδούς αυτού και κατά τους καρπούς των επιτηδευμάτων αυτών
11Behold, they say to me, Where is the word of the Lord? let it come. εφώνησε πέρδιξ συνήγαγεν α ουκ έτεκε ποιών πλούτον αυτού ου μετά κρίσεως εν ημίσει ημερών αυτού εγκαταλείψουσιν αυτόν και επ΄ εσχάτων αυτού έσται άφρων
12But I have not been weary of following thee, nor have I desired the day of man; thou knowest; the words that proceed out of my lips are before thy face. θρόνος δόξης υψωμένος απ΄ αρχής αγίασμα ημών
13Be not to me a stranger, but spare me in the evil day. υπομονή Ισραήλ κύριε πάντες οι καταλιπόντες σε καταισχυνθήτωσαν αφεστηκότες επί της γης γραφήτωσαν ότι εγκατέλιπον πηγήν ζωής τον κύριον
14Let them that persecute me be ashamed, but let me not be ashamed: let them be alarmed, but let me not be alarmed: bring upon them the evil day, crush them with double destruction. ίασαί με κύριε και ιαθήσομαι σώσόν με και σωθήσομαι ότι καύχημά μου συ ει
15Thus saith the Lord; Go and stand in the gates of the children of thy people, by which the kings of Juda enter, and by which they go out, and in all the gates of Jerusalem: ιδού αυτοί λέγουσι προς με που εστίν ο λόγος κυρίου ελθέτω
16and thou shalt say to them, Hear the word of the Lord, ye kings of Juda, and all Judea, and all Jerusalem, all who go in at these gates: εγώ δε ουκ εκοπίασα κατακολουθών οπίσω σου και ημέραν ανθρώπου ουκ επεθύμησα συ επίστασαι τα εκπορευόμενα διά των χειλέων μου προ προσώπου σου εστί
17thus saith the Lord; Take heed to your souls, and take up no burdens on the sabbath-day, and go not forth through the gates of Jerusalem; μη γενηθής μοι εις αλλοτρίωσιν φειδόμενός μου εν ημέρα πονηρά
18and carry forth no burdens out of your houses on the sabbath-day, and ye shall do no work: sanctify the sabbath-day, as I commanded your fathers. καταισχυνθείησαν οι διώκοντές με και μη καταισχυνθείην εγώ πτοηθείησαν αυτοι και μη πτοηθείην εγώ επάγαγε επ΄ αυτούς ημέραν πονηράν δισσόν σύντριμμα σύντριψον αυτούς
19But they hearkened not, and inclined not their ear, but stiffened their neck more than their fathers did, so as not to hear me, and not to receive correction. τάδε λέγει κύριος προς με βάδισον και στήθι εν ταις πύλαις υιών λαού εν αις εισπορεύονται βασιλείς Ιούδα και εν αις εκπορεύονται εν αυταίς και εν πάσαις ταις πύλαις Ιερουσαλήμ
20And it shall come to pass, if ye will hearken to me, saith the Lord, to carry in no burdens through the gates of this city on the sabbath-day, and to sanctify the sabbath-day, so as to do no work upon it, και ερείς προς αυτούς ακούσατε τον λόγον κυρίου βασιλείς Ιούδα και πάσα Ιουδαία και πάσα Ιερουσαλήμ οι εισπορευόμενοι εν ταις πύλαις ταύταις
21that there shall enter through the gates of this city kings and princes sitting on the throne of David, and riding on their chariots and horses, they, and their princes, the men of Juda, and the dwellers in Jerusalem: and this city shall be inhabited for ever. τάδε λέγει κύριος φυλάσσεσθε τας ψυχάς υμών και μη αίρετε βαστάγματα εν τη ημέρα των σαββάτων και μη εισφέρητε διά των πυλών Ιερουσαλήμ
22And men shall come out of the cities of Juda, and from round about Jerusalem, and out of the land of Benjamin, and out of the plain country, and from the hill country, and from the south country, bringing whole-burnt-offerings, and sacrifices, and incense, and manna, and frankincense, bringing praise to the house of the Lord. και μη εκφέρετε βαστάγματα εξ οικιών υμών εν τη ημέρα των σαββάτων και παν έργον ου ποιήσετε αγιάσατε την ημέραν των σαββάτων καθώς ενετειλάμην τοις πατράσιν υμών
23But it shall come to pass, if ye will not hearken to me to sanctify the sabbath-day, to bear no burdens, nor go in with them by the gates of Jerusalem on the sabbath-day; then will I kindle a fire in the gates thereof, and it shall devour the streets of Jerusalem, and shall not be quenched. και ουκ ήκουσαν και ουκ έκλιναν το ους αυτών και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών υπέρ τους πατέρας αυτών του μη ακούσαί μου και του μη δέξασθαι παιδείαν
24 και έσται εάν εισακούσητέ μου λέγει κύριος του μη εισφέρειν βαστάγματα διά των πυλών της πόλεως ταύτης εν τη ημέρα των σαββάτων και αγιάζειν την ημέραν των σαββάτων του μη ποιείν παν έργον εν αυτή
25 και εισελεύσονται διά των πυλών της πόλεως ταύτης βασιλείς και άρχοντες καθήμενοι επί θρόνου Δαυίδ και επιβεβηκότες εφ΄ άρμασι και ίπποις αυτών αυτοί και οι άρχοντες αυτών άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και κατοικισθήσεται η πόλις αύτη εις τον αιώνα
26 και ήξουσιν εκ των πόλεων Ιούδα και κυκλόθεν Ιερουσαλήμ και εκ γης Βενιαμίν και εκ της πεδινής και εκ του όρους και εκ της προς νότον φέροντες ολοκαυτώματα και θυσίας και θυμιάματα και μαννά και λίβανον φέροντες αίνεσιν εις οίκον κυρίου
27 και έσται εάν μη εισακούσητέ μου του αγιάζειν την ημέραν των σαββάτων του μη αίρειν βαστάγματα και μη εισπορεύεσθαι διά των πυλών Ιερουσαλήμ εν τη ημέρα των σαββάτων και ανάψω πυρ εν ταις πύλαις αυτής και καταφάγεται άμφοδα Ιερουσαλήμ και ου σβεσθήσεται

Chapter 18

[edit]
1The word that came from the Lord to ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά κυρίου λέγων
2Jeremias, saying, Arise, and go down to the potter's house, and there thou shalt hear my words. ανάστηθι και κατάβηθι εις οίκον του κεραμέως και εκεί ακούση τους λόγους μου
3So I went down to the potter's house, and behold, he was making a vessel on the stones. και κατέβην εις τον οίκον του κεραμέως και ιδού αυτός εποίει έργον επί των λίθων
4And the vessel which he was making with his hands fell: so he made it again another vessel, as it seemed good to him to make it. και διέπεσε το αγγείον ο αυτός εποίει εν ταις χερσίν αυτού και πάλιν εποίησεν αυτό αγγείον έτερον καθώς ήρεσεν εναντίον αυτού του ποιήσαι
5And the word of the Lord came to me, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
6Shall I not be able, O house of Israel, to do to you as this potter? behold, as the clay of the potter are ye in my hands. ει καθώς ο κεραμεύς ούτος ου δυνήσομαι του ποιήσαι υμάς οίκος Ισραήλ λέγει κύριος ιδού ως ο πηλός εν τη χειρί του κεραμέως υμείς εστέ εν ταις χερσί μου οίκος Ισραήλ
7If I shall pronounce a decree upon a nation, or upon a kingdom, to cut them off, and to destroy them; πέρας λαλήσω επ΄ έθνος η επί βασιλείαν του εξάραι αυτούς και του απολλύειν
8and that nation turn from all their sins, then will I repent of the evils which I purposed to do to them. και επιστρέψη το έθνος εκείνο από των κακών αυτών και μετανοήσω περί των κακών ων ελογισάμην του ποιήσαι αυτοίς
9And if I shall pronounce a decree upon a nation and kingdom, to rebuild and to plant it; και πέρας λαλήσω επί έθνος και επί βασιλείαν του ανοικοδομείσθαι και του καταφυτεύεσθαι
10and they do evil before me, so as not to hearken to my voice, then will I repent of the good which I spoke of, to do it to them. και ποιήσωσι τα πονηρά εναντίον μου του μη ακούειν της φωνής μου και μετανοήσω περί των αγαθών ων ελάλησα του ποιήσαι αυτοίς
11And now say to the men of Juda, and to the inhabitants of Jerusalem, Behold, I prepare evils against you, and devise a device against you: let every one turn now from his evil way, and amend your practices. και νυν είπον προς άνδρας Ιούδα και προς τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ ούτως λέγει κύριος ιδού εγώ πλάσσω εφ΄ υμάς κακά και λογίζομαι εφ΄ υμάς λογισμόν αποστραφήτω δη έκαστος από οδού αυτού της πονηράς και καλλίονα ποιήσατε τα επιτηδεύματα υμών και τας οδούς υμών
12And they said, We will quit ourselves like men, for we will pursue our perverse ways, and we will perform each the lusts of his evil heart. και είπαν ανδριούμεθα ότι οπίσω των αποστροφών ημών πορευσόμεθα και έκαστος τα αρεστά της καρδίας αυτού της πονηράς ποιήσομεν
13Therefore thus saith the Lord; Enquire now among the nations, who has heard such very horrible things as the virgin of Israel has done? διά τούτο τάδε λέγει κύριος ερωτήσατε δη εν έθνεσι τις ήκουσε τοιαύτα φρικτά α εποίησε σφόδρα παρθένος Ισραήλ
14Will fertilising streams fail to flow from a rock, or snow fail from Libanus? will water violently impelled by the wind turn aside? μη εκλείψουσιν από πέτρας μαστοί η χιών από του Λιβάνου μη εκκλίνη ύδωρ βιαίως ανέμω φερόμενον
15For my people have forgotten me, they have offered incense in vain, and they fail in their ways, leaving the ancient tracks, to enter upon impassable paths; ότι επελάθοντο μου λαός μου εις κενόν εθυμίασαν και ασθενήσουσιν εν ταις οδοίς αυτών τρίβοις αιωνίοις του επιβήναι τρίβους ουκ έχοντας οδόν εις πορείαν
16to make their land a desolation, and a perpetual hissing; all that go through it shall be amazed, and shall shake their heads. του τάξαι την γην αυτών εις αφανισμόν και σύριγμα το αιώνιον πάντες οι διαπορευόμενοι δι΄ αυτής εκστήσονται και κινήσουσι την κεφαλήν αυτών
17I will scatter them before their enemies like an east wind; I will shew them the day of their destruction. ως άνεμον καύσωνα διασπερώ αυτούς κατά πρόσωπον εχθρών αυτών νώτον και μη πρόσωπον δείξω αυτοίς εν ημέραν απωλείας αυτών
18Then they said, Come, and let us devise a device against Jeremias; for the law shall not perish from the priest, nor counsel from the wise, nor the word from the prophet. Come, and let us smite him with the tongue, and we will hear all his words. και είπαν δεύτε λογισώμεθα επί Ιερεμίαν λογισμόν ότι ουκ απολείται νόμος από ιερέως και βουλή από συνετού και λόγος από προφήτου δεύτε και πατάξωμεν αυτόν εν γλώσση και ουκ ακουσόμεθα πάντας τους λόγους αυτού
19Hear me, O Lord, and hear the voice of my pleading. εισάκουσόν μου κύριε και εισάκουσον της φωνής του δικαιώματός μου
20Forasmuch as evil is rewarded for good; for they have spoken words against my soul, and they have hidden the punishment they meant for me; remember that I stood before thy face, to speak good for them, to turn away thy wrath from them. ει ανταποδίδοται αντί αγαθών κακά ότι συνελάλησαν ρήματα κατά της ψυχής μου μνήσθητι εστηκότος μου κατά πρόσωπόν σου του λαλήσαι υπέρ αυτών αγαθά του αποστρέψαι τον θυμόν σου απ΄ αυτών
21Therefore do thou deliver their sons to famine, and gather them to the power of the sword: let their women be childless and widows; and let their men be cut off by death, and their young men fall by the sword in war. διά τούτο δος τους υιούς αυτών εις λιμόν και άθροισον αυτούς εις χείρας μαχαίρας γενέσθωσαν αι γυναίκες αυτών άτεκνοι και χήραι και οι άνδρες αυτών γενέσθωσαν ανηρημένοι θανάτω και οι νεανίσκοι αυτών πεπτωκότες μαχαίρα εν πολέμω
22Let there be a cry in their houses: thou shalt bring upon them robbers suddenly: for they have formed a plan to take me, and have hidden snares for me. γενηθήτω κραυγή εν ταις οικίαις αυτών επάξεις επ΄ αυτούς ληστάς άφνω ότι ενεχείρησαν λόγον εις σύλληψίν μου και παγίδας έκρυψαν επ΄ εμέ
23And thou, Lord, knowest all their deadly counsel against me: account not their iniquities guiltless, and blot not out their sins from before thee: let their weakness come before thee; deal with them in the time of thy wrath. και συ κύριε έγνως άπασαν την βουλήν αυτών επ΄ εμέ εις θάνατον μη αθωώσης τας αδικίας αυτών και τας αμαρτίας αυτών από προσώπου σου μη εξαλείψης γενέσθω η ασθένεια αυτών εναντίον σου εν καιρώ θυμού σου ποίησον εν αυτοίς

Chapter 19

[edit]
1Then said the Lord to me, Go and get an earthen bottle, the work of the potter, and thou shalt bring some of the elders of the people, and of the priests; τότε είπε κύριος προς με βάδισον και κτήσαι βικόν πεπλασμένον οστράκινον από των πρεσβυτέρων του λαού και από των ιερέων
2and thou shalt go forth to the burial-place of the sons of their children, which is at the entrance of the gate of Charsith; and do thou read there all these words which I shall speak to thee: και εξελεύση εις το πολυάνδριον υιών Εννών ο εστιν επί των προθύρων πύλης της Χαρσεί και ανάγνωθι εκεί πάντας τους λόγους ους αν λαλήσω προς σε
3and thou shalt say to them, Hear ye the word of the Lord, ye kings of Juda, and men of Juda, and the dwellers in Jerusalem, and they that enter in by these gates; thus saith the Lord God of Israel; Behold, I will bring evil upon this place, so that the ears of every one that hears it shall tingle. και ερείς αυτοίς ακούσατε τον λόγον κυρίου βασιλείς Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ επάγω επί τον τόπον τούτον κακά ώστε παντός ακούοντος αυτά ηχήσει τα ώτα αυτού
4Because they forsook me, and profaned this place, and burnt incense in it to strange gods, which they and their fathers knew not; and the kings of Juda have filled this place with innocent blood, ανθ΄ εγκατέλιπόν με και απηλλοτρίωσαν τον τόπον τούτον και εθυμίασαν εν αυτώ θεοίς αλλοτρίοις οις ουκ ήδεισαν αυτοί και οι πατέρες αυτών και οι βασιλείς Ιούδα έπλησαν τον τόπον τούτον αιμάτων αθώων
5and built high places for Baal, to burn their children in the fire, which things I commanded not, neither did I design them in my heart: και ωκοδόμησαν υψηλά τη Βάαλ του κατακαίειν τους υιούς αυτών εν πυρί α ουκ ενετειλάμην ουδέ ελάλησα και ου διενοήθην εν τη καρδία μου
6Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when this place shall no more be called, The fall and burial-place of the son of Ennom, but, The burial-place of slaughter. διά τούτο ημέραι έρχονται λέγει κύριος και ου κληθήσεται τω τόπω τούτω έτι διάπτωσις και πολυάνδριον υιού Εννώμ αλλ΄ πολυάνδριον της σφαγής
7And I will destroy the counsel of Juda and the counsel of Jerusalem in this place; and I will cast them down with the sword before their enemies, and by the hands of them that seek their lives: and I will give their dead bodies for food to the birds of the sky and to the wild beasts of the earth. και σφάξω την βουλήν Ιούδα και την βουλήν Ιερουσαλήμ εν τω τόπω τούτω και καταβαλώ αυτούς εν μαχαίρα έναντι των εχθρών αυτών και εν χερσί των ζητούντων τας ψυχάς αυτών και δώσω τους νεκρούς αυτών εις βρώσιν τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης
8And I will bring this city to desolation and make it a hissing; every one that passes by it shall scowl, and hiss because of all her plague. και τάξω την πόλιν ταύτην εις αφανισμόν και εις συρισμόν πας ο πορευόμενος επ΄ αυτής σκυθρωπάσει και συριεί υπέρ πάσης της πληγής αυτής
9And they shall eat the flesh of their sons, and the flesh of their daughters; and they shall eat every one the flesh of his neighbour in the blockade, and in the siege wherewith their enemies shall besiege them. και έδονται τας σάρκας των υιών αυτών και τας σάρκας των θυγατέρων αυτών και έκαστος τας σάρκας του πλησίον αυτού έδονται εν τη περιοχή και εν τη πολιορκία η πολιορκήσουσιν αυτούς οι εχθροί αυτών και οι ζητούντες την ψυχήν αυτών
10And thou shalt break the bottle in the sight of the men that go forth with thee, και συντρίψεις τον βικόν κατ΄ οφθαλμούς των ανδρών των εκπορευομένων μετά σου
11and thou shalt say, Thus saith the Lord, Thus will I break in pieces this people, and this city, even as an earthen vessel is broken in pieces which cannot be mended again. και ερείς προς αυτούς τάδε λέγει κύριος ούτως συντρίψω τον λαόν τούτον και την πόλιν ταύτην καθώς συντρίβεται άγγος οστράκινον ο ου δυνήσεται ιαθήναι έτι και εν τω Τωφέθ θάψουσι ότι ουκ έστι τόπος του ταφήναι
12Thus will I do, saith the Lord, to this place, and to the inhabitants of it, that this city may be given up, as one that is falling to ruin. ούτως ποιήσω λέγει κύριος τω τόπω τούτω και τοις κατοικούσιν εν αυτώ του δοθήναι την πόλιν ταύτην ως την διαπίπτουσαν
13And the houses of Jerusalem, and the houses of the kings of Juda shall be as a ruinous place, because of their uncleannesses in all the houses, wherein they burnt incense upon their roofs to all the host of heaven, and poured drink-offerings to strange gods. και οι οίκοι Ιερουσαλήμ και οι οίκοι βασιλέων Ιούδα έσονται καθώς ο τόπος ο διαπίπτων από των ακαθαρσιών εν πάσαις ταις οικίαις εν αις εθυμίασαν επί των δωμάτων πάση τη στρατιά του ουρανού και έσπεισαν σπονδάς θεοίς αλλοτρίοις
14And Jeremias came from the place of the Fall, whither the Lord had sent him to prophesy; and he stood in the court of the Lord's house: and said to all the people, Thus saith the Lord; και ήλθεν Ιερεμίας από της διαπτώσεως ου απέστειλεν αυτόν κύριος εκεί του προφητεύσαι και έστη εν τη αυλή οίκου του κυρίου και είπε προς πάντα τον λαόν
15Behold I bring upon this city, and upon all the cities belonging to it, and upon the villages of it, all the evils which I have spoken against it, because they have hardened their neck, that they might not hearken to my commands. τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ επάγω επί την πόλιν ταύτην και επί πάσας τας πόλεις αυτής και επί τας κώμας αυτής άπαντα τα κακά α ελάλησα επ΄ αυτήν ότι εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών του μη εισακούσαι των λόγων μου

Chapter 20

[edit]
1Now Paschor the son of Emmer, the priest, who also had been appointed chief of the house of the Lord, heard Jeremias prophesying these words. και ήκουσε Πασχόρ ο υιός Εμμερ ο ιερεύς και ούτος ην καθεστάμενος ηγούμενος οίκου κυρίου του Ιερεμίου προφητεύοντος τους λόγους τούτους
2And he smote him, and cast him into the dungeon which was by the gate of the upper house that was set apart, which was by the house of the Lord. και επάταξεν αυτόν και ενέβαλεν αυτόν εις τον καταράκτην ος ην εν πύλη οίκου Βενιαμίν του υπερώου ος ην εν οίκω κυρίου
3And Paschor brought Jeremias out of the dungeon: and Jeremias said to him, The Lord has not called thy name Paschor, but Exile. και εγένετο τη αύριον και εξήγαγε Πασχόρ τον Ιερεμίαν εκ του καταρράκτου και είπεν αυτώ Ιερεμίας ουχί Πασχόρ εκάλεσε κύριος το όνομά σου αλλ΄ μέτοικον
4For thus saith the Lord, Behold, I will give thee up to captivity with all thy friends: and they shall fall by the sword of their enemies, and thine eyes shall see it: and I will give thee and all Juda into the hands of the king of Babylon, and they shall carry them captives, and cut them in pieces with swords. διότι τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ δίδωμί σε εις μετοικίαν συν πάσι τοις φίλοις σου και πεσούνται εν μαχαίρα εχθρών αυτών και οι οφθαλμοί σου όψονται και σε και πάντα Ιούδα δώσω εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος και μετοικιούσιν αυτούς και κατακόψουσιν αυτούς εν μαχαίραις
5And I will give all the strength of this city, and all the labours of it, and all the treasures of the king of Juda, into the hands of his enemies, and they shall bring them to Babylon. και δώσω την πάσαν ισχύν της πόλεως ταύτης και πάντας τους πόνους αυτής και πάντας τους θησαυρούς του βασιλέως Ιούδα εις χείρας εχθρών αυτού και άξουσιν αυτούς εις Βαβυλώνα
6And thou and all the dwellers in thine house shall go into captivity: and thou shalt die in Babylon, and there thou and all thy friends shall be buried, to whom thou hast prophesied lies. και συ και πάντες οι κατοικούντες εν τω οίκω σου πορεύσεσθε εν αιχμαλωσία και εν Βαβυλώνι αποθανή και εκεί ταφήση συ και πάντες οι φίλοι σου οις επροφήτευσας αυτοίς ψευδή
7Thou hast deceived me, O Lord, and I have been deceived: thou hast been strong, and has prevailed: I am become a laughing-stock, I am continually mocked every day. ηπάτησάς με κύριε και ηπατήθην εκράτησας και ηδυνάσθης εγενόμην εις γέλωτα πάσαν ημέραν διετέλεσα μυκτηριζόμενος
8For I will laugh with my bitter speech, I will call upon rebellion and misery: for the word of the Lord is become a reproach to me and a mockery all my days. ότι πικρώ λόγω μου γελάσομαι αθεσίαν και ταλαιπωρίαν επικαλέσομαι ότι εγενήθη ο λόγος κυρίου εις ονειδισμόν εμοί και εις χλευασμόν πάσαν ημέραν
9Then I said, I will by no means name the name of the Lord, and I will no more at all speak in his name. But it was a burning fire flaming in my bones, and I am utterly weakened on all sides, and cannot bear up. και είπα ου ονομάσω το όνομα κυρίου και ου λαλήσω έτι επί τω ονόματι αυτού και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις οστέοις μου και παρείμαι πάντοθεν και ου δύναμαι φέρειν
10For I have heard the reproach of many gathering round, saying, Conspire ye, and let us conspire together against him, even all his friends: watch his intentions, if perhaps he shall be deceived, and we shall prevail against him, and we shall be avenged on him. ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν επισυστήτε και επισυστώμεν επ΄ αυτώ πάντες άνδρες φίλοι αυτού τηρήσατε την επίνοιαν αυτού ει απατηθήσεται και δυνησόμεθα αυτώ και ληψόμεθα την εκδίκησιν ημών εξ αυτού
11But the Lord was with me as a mighty man of war: therefore they persecuted me, but could not perceive anything against me; they were greatly confounded, for they perceived not their disgrace, which shall never be forgotten. ο δε κύριος μετ΄ εμού καθώς μαχητής ισχύων διά τούτο εδίωξαν και νοήσαι ουκ ηδύναντο ησχύνθησαν σφόδρα ότι ουκ ενόησαν ατιμίας αυτών αι δι΄ αιώνος ουκ επιλησθήσονται
12O Lord, that provest just deeds, understanding the reins and hearts, let me see thy vengeance upon them: for to thee I have revealed my cause. κύριε δοκιμάζων δίκαια συνιών νεφρούς και καρδίας ίδοιμι την παρά σου εκδίκησιν εν αυτοίς ότι προς σε απεκάλυψα τα απολογήματά μου
13Sing ye to the Lord, sing praise to him: for he has rescued the soul of the poor from the hand of evil-doers. άσατε τω κυρίω αινέσατε αυτώ ότι εξείλατο την ψυχήν πένητος εκ χειρός στερεωτέρων
14Cursed be the day wherein I was born: the day wherein my mother brought me forth, let it not be blessed. επικατάρατος η ημέρα εν η ετέχθην εν αυτή η ημέρα εν η έτεκεν με η μήτηρ μου μη έστω επευκτή
15Cursed be the man who brought the glad tidings to my father, saying, A male child is born to thee. επικατάρατος ο άνθρωπος ο ευαγγελισάμενος τω πατρί μου λέγων ετέχθη σοι άρσην ευφραινόμενός εισιν
16Let that man rejoice as the cities which the Lord overthrew in wrath, and repented not: let him hear crying in the morning, and loud lamentation at noon; έστω ο άνθρωπος εκείνος ως αι πόλεις ας κατέστρεψε κύριος εν θυμώ και ου μετεμελήθη ακουσάτω κραυγής τοπρωϊ και αλαλαγμού μεσημβρίας
17because he slew me not in the womb, and my mother became not my tomb, and her womb always great with me. ότι ουκ απέκτεινέ με εν μήτρα μητρός μου και εγένετό μοι η μήτηρ μου τάφος μου και η μήτρα συλλήψεως αιωνίας
18Why is it that I came forth of the womb to see troubles and distresses, and my days are spent in shame? ινατί τούτο εξήλθον εκ μήτρας του βλέπειν κόπους και πόνους και διετέλεσαν εν αισχύνη αι ημέραι μου

Chapter 21

[edit]
1THE WORD THAT CAME FROM THE LORD TO JEREMIAS, WHEN KING SEDEKIAS SENT TO HIM PASCHOR THE SON OF MELCHIAS, AND SOPHONIAS SON OF BASAEAS, THE PRIEST, SAYING, ο λόγος ο γενόμενος παρά κυρίου προς Ιερεμίαν ότε απέστειλε προς αυτόν ο βασιλεύς Σεδεκίας τον Πασχόρ υιόν Μελχίου και τον Σοφονίαν υιόν Μαασαίου τον ιερέα λέγων
2Enquire of the Lord for us; for the king of Babylon has risen up against us; if the Lord will do according to all his wonderful works, and the king shall depart from us. επερώτησον περί ημών τον κύριον ότι βασιλεύς Βαβυλώνος εφέστηκεν εφ΄ ημάς ει ποιήσει κύριος κατά πάντα τα θαυμάσια αυτού και απελεύσεται αφ΄ ημών
3And Jeremias said to them, Thus shall ye say to Sedekias king of Juda, και είπε προς αυτούς Ιερεμίας ούτως ερείτε προς Σεδεκίαν
4Thus saith the Lord; Behold, I will turn back the weapons of war wherewith ye fight against the Chaldeans that have besieged you from outside the wall, and I will gather them into the midst of this city. τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ μεταστρέφω τα όπλα τα πολεμικά α εν ταις χερσίν υμών και εν οις υμείς πολεμείτε εν αυτοίς προς τους Χαλδαίους τους συγκεκλεικότας υμάς έξωθεν του τείχους και συνάξω αυτούς εις το μέσον της πόλεως ταύτης
5And I will fight against you with an outstretched hand and with a strong arm, with wrath and great anger. και πολεμήσω εγώ υμάς εν χειρί εκτεταμένη και εν βραχίονι κραταιώ μετά θυμού και οργής μεγάλης
6And I will smite all the dwellers in this city, both men and cattle, with grievous pestilence: and they shall die. και πατάξω πάντας τους κατοικούντας εν τη πόλει ταύτη ανθρώπους και τα κτήνη εν θανάτω μεγάλω και αποθανούνται
7And after this, thus saith the Lord; I will give Sedekias king of Juda, and his servants, and the people that is left in this city from the pestilence, and from the famine, and from the sword, into the hands of their enemies, that seek their lives: and they shall cut them in pieces with the edge of the sword: I will not spare them, and I will not have compassion upon them. και μετά ταύτα ούτως λέγει κύριος παραδώσω τον Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα και τους παίδας αυτού και τον λαόν τον καταλειφθέντα εν τη πόλει ταύτη από του θανάτου και από του λιμού και από της μαχαίρας εις χείρας εχθρών αυτών των ζητούντων τας ψυχάς αυτών και κατακόψουσιν αυτούς εν στόματι μαχαίρας ου φείσομαι επ΄ αυτοίς και ου οικτειρήσω αυτούς
8And thou shalt say to this people, Thus saith the Lord; Behold, I have set before you the way of life, and the way of death. και προς τον λαόν τούτον ερείς τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ δέδωκα προ προσώπου υμών την οδόν της ζωής και την οδόν του θανάτου
9He that remains in this city shall die by the sword, and by famine: but he that goes forth to advance to the Chaldeans that have besieged you, shall live, and his life shall be to him for a spoil, and he shall live. ο καθήμενος εν τη πόλει ταύτη αποθανείται εν μαχαίρα και εν λιμώ και ο εκπορευόμενος προσχωρήσαι προς τους Χαλδαίους τους συγκεκλεικότας υμάς ζήσεται και έσται η ψυχή αυτού εις σκύλα ζήσεται
10For I have set my face against this city for evil, and not for good: it shall be delivered into the hands of the king of Babylon, and he shall consume it with fire. διότι εστήρικα το πρόσωπόν μου επί την πόλιν ταύτην εις κακά και ουκ εις αγαθά λέγει κύριος εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος παραδοθήσεται και κατακαύσει αυτήν εν πυρί
11O house of the king of Juda, hear ye the word of the Lord. ο οίκος βασιλέως Ιούδα ακούσατε λόγον κυρίου
12O house of David, thus saith the Lord; Judge judgment in the morning, and act rightly, and rescue the spoiled one from the hand of him that wrongs him, lest mine anger be kindled like fire, and it burn, and there be none to quench it. οίκος Δαυίδ τάδε λέγει κύριος κρίνατε τοπρωϊ κρίμα και κατευθύνατε και εξελέσθε διηρπασμένον εκ χειρός αδικούντος αυτόν όπως μη αναφθή ως πυρ η οργή μου και καυθήσεται και ουκ έσται ο σβέσων
13Behold, I am against thee that dwellest in the valley of Sor; in the plain country, even against them that say, Who shall alarm us? or who shall enter into our habitation? ιδού εγώ προς σε τον κατοικούντα την κοιλάδα Σορ την πεδινήν τους λέγοντας τις πτοήσει ημάς η τις εισελεύσεται προς το κατοικητήριον ημών
14And I will kindle a fire in the forest thereof, and it shall devour all things round about it. και σκέψομαι εφ΄ υμάς και ανάψω πυρ εν τω δρυμώ αυτής και έδεται πάντα τα κύκλω αυτής

Chapter 22

[edit]
1Thus saith the Lord; Go thou, and go down to the house of the king of Juda, and thou shalt speak there this word, τάδε λέγει κύριος πορεύου και κατάβηθι εις τον οίκον του βασιλέως Ιούδα και λαλήσεις εκεί τον λόγον τούτον
2and thou shalt say, Hear the word of the Lord, O king of Juda, that sittest on the throne of David, thou, and thy house, and thy people, and they that go in at these gates: και ερείς άκουε τον λόγον κυρίου βασιλεύ Ιούδα ο καθήμενος επί θρόνου Δαυίδ συ και ο παίδές σου και ο λαός σου και οι εισπορευόμενοι ταις πύλαις ταύταις
3thus saith the Lord; Execute ye judgment and justice, and rescue the spoiled out of the hand of him that wrongs him: and oppress not the stranger, and orphan, and widow, and sin not, and shed no innocent blood in this place. τάδε λέγει κύριος ποιείτε κρίμα και δικαιοσύνην και εξαιρείσθε διηρπασμένον εκ χειρός αδικούντος αυτόν και προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύετε και μη ασεβείτε και αίμα αθώον μη εκχέητε εν τω τόπω τούτω
4For if ye will indeed perform this word, then shall there enter in by the gates of this house kings sitting upon the throne of David, and riding on chariots and horses, they, and their servants, and their people. διότι εάν ποιούντες ποιήσητε τον λόγον τούτον και εισελεύσονται εν ταις πύλαις του οίκου τούτου βασιλείς καθήμενοι επί θρόνου Δαυίδ και επιβεβηκότες εφ΄ αρμάτων και ίππων αυτοί και οι παίδες αυτών και ο λαός αυτών
5But if ye will not perform these words, by myself have I sworn, saith the Lord, that this house shall be brought to desolation. εάν δε μη ποιήσητε τους λόγους τούτους κατ΄ εμαυτού ώμοσα λέγει κύριος ότι εις ερήμωσιν έσται ο οίκος ούτος
6For thus saith the Lord concerning the house of the king of Juda; Thou art Galaad to me, and the head of Libanus: yet surely I will make thee a desert, even cities that shall not be inhabited: ότι τάδε λέγει κύριος κατά του οίκου βασιλέως Ιούδα Γαλαάδ συ μοι αρχή του Λιβάνου εάν μη θω σε έρημον πόλεις μη κατοικηθησομένας
7and I will bring upon thee a destroying man, and his axe: and they shall cut down thy choice cedars, and cast them into the fire. και επάξω επί σε ολοθρεύοντα άνδρα και τον πέλεκυν αυτού και εκκόψουσι τας εκλεκτάς κέδρους σου και εμβαλούσιν εις το πυρ
8And nations shall pass through this city, and each shall say to his neighbour, Why has the Lord done thus to this great city? και διελεύσονται έθνη πολλά διά της πόλεως ταύτης και ερούσι έκαστος προς τον πλησίον αυτού διατί εποίησε κύριος ούτως τη πόλει ταύτη τη μεγάλη
9And they shall say, Because they forsook the covenant of the Lord their God, and worshipped strange gods, and served them. και ερούσιν ανθ΄ εγκατέλιπον την διαθήκην κυρίου του θεού αυτών και προσεκύνησαν θεοίς αλλοτρίοις και εδούλευσαν αυτοίς
10Weep not for the dead, nor lament for him: weep bitterly for him that goes away: for he shall return no more, nor see his native land. μη κλαίετε τον τεθνηκότα μηδέ θρηνείτε αυτόν κλαύσατε κλαυθμώ τον εκπορευόμενον ότι ουκ επιστρέψει έτι ουδέ όψεται την γην πατρίδος αυτού
11For thus saith the Lord concerning Sellem the son of Josias, who reigns in the place of Josias his father, who has gone forth out of this place; He shall not return thither any more: διότι τάδε λέγει κύριος επί Σελλήμ υιόν Ιωσία βασιλέα της Ιουδαίας ος εβασίλευσε υπέρ Ιωσία του πατρός αυτού ος εξήλθεν εκ του τόπου τούτου ουκ αναστρέψει εκεί έτι
12but in that place whither I have carried him captive, there shall he die, and shall see this land no more. αλλ΄ εν τω τόπω ου μετώκισα αυτόν εκεί αποθανείται και την γην ταύτην ουκ όψεται έτι
13He that builds his house not with justice, and his upper chambers not with judgment, who works by means of his neighbour for nothing, and will by no means give him his reward. ω ο οικοδομών οικίαν αυτού ου μετά δικαιοσύνης και τα υπερωά αυτού ουκ εν κρίματι παρ΄ αυτώ ο πλησίον εργάται δωρεάν και τον μισθόν αυτού ου αποδώση αυτώ
14Thou hast built for thyself a well-proportioned house, airy chambers, fitted with windows, and wainscoted with cedar, and painted with vermilion. ωκοδόμησας σεαυτώ οίκον σύμμετρον υπερώα ριπιστά διεσταλμένα θυρίσι και εξυλωμένα εν κέδρω και κεχρισμένα εν μίλτω
15Shalt thou reign, because thou art provoked with thy father Achaz? they shall not eat, and they shall not drink: it is better for thee to execute judgment and justice. μη βασιλεύσης ότι συ παροξυνή εν Αχάζ τω πατρί σου ου φάγονται και ου πίονται βέλτιον σε ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην καλήν
16They understood not, they judged not the cause of the afflicted, nor the cause of the poor: is not this thy not knowing me? saith the Lord. ουκ έγνωσαν ουκ έκριναν κρίσιν ταπεινώ ουδέ κρίσιν πένητος ου τούτό εστι το μη γνώναί σε εμέ λέγει κύριος
17Behold, thine eyes are not good, nor thine heart, but they go after thy covetousness, and after the innocent blood to shed it, and after acts of injustice and slaughter, to commit them. ιδού ουκ εισίν οι οφθαλμοί σου ουδέ η καρδία σου καλή αλλ΄ εις την πλεονεξίαν σου και εις το αίμα το αθώον του εκχέαι και εις αδικήματα και εις φόνον του ποιείν αυτά
18Therefore thus saith the Lord concerning Joakim son of Josias, king of Juda, even concerning this man; they shall not bewail him, saying, Ah brother! neither shall they at all weep for him, saying, Alas Lord. διά τούτο τάδε λέγει κύριος επί Ιωακείμ υιόν Ιωσία βασιλέα Ιούδα ουαί επί τον άνδρα τούτον ου κόψονται αυτόν ω αδελφέ ουδέ κλαύσονται αυτόν οίμοι κύριε
19He shall be buried with the burial of an ass; he shall be dragged roughly along and cast outside the gate of Jerusalem. ταφήν όνου ταφήσεται συμψησθείς ριφήσεται επέκεινα της πύλης Ιερουσαλήμ
20Go up to Libanus, and cry; and utter thy voice to Basan, and cry aloud to the extremity of the sea: for all thy lovers are destroyed. ανάβηθι εις τον Λίβανον και κέκραξον και εις την Βασάν δος την φωνήν σου και βόησον εις το πέραν της θαλάσσης ότι συνετρίβησαν πάντες οι ερασταί σου
21I spoke to thee on occasion of thy trespass, but thou saidst, I will not hearken. This has been thy way from thy youth, thou hast not hearkened to my voice. ελάλησα προς σε εν τη παραπτώσει σου και είπας ουκ ακούσομαι αύτη η οδός σου εκ νεότητός σου ουκ ήκουσας της φωνής μου
22The wind shall tend all thy shepherds, and thy lovers shall go into captivity; for then shalt thou be ashamed and disgraced because of all thy lovers. πάντας τους ποιμένας σου ποιμανεί άνεμος και οι ερασταί σου εν αιχμαλωσία εξελεύσονται ότι τότε αισχυνθήση και ατιμωθήση από πάντων των φιλούντων σε
23O thou that dwellest in Libanus, making thy nest in the cedars, thou shalt groan heavily, when pangs as of a travailing woman are come upon thee. κατοικούσα εν τω Λιβάνω εννοσσεύουσα εν ταις κέδροις καταστενάξεις εν τω ελθείν σοι οδύνας ωδίνας ως τικτούσης
24As I live, saith the Lord, though Jechonias son of Joakim king of Juda were indeed the seal upon my right hand, thence would I pluck thee; ζω εγώ λέγει κύριος εάν γενόμενος γένηται Ιεχονίας υιός Ιωακίμ βασιλεύς Ιούδα αποσφράγισμα επί της χειρός της δεξιάς μου εκείθεν εκσπάσω σε
25and I will deliver thee into the hands of them that seek thy life, before whom thou art afraid, into the hands of the Chaldeans. και παραδώσω σε εις χείρας των ζητούντων την ψυχήν σου ων συ ευλαβή από προσώπου αυτών και εις χείρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως της Βαβυλώνος και εις χείρας των Χαλδαίων
26And I will cast forth thee, and thy mother that bore thee, into a land where thou wast not born; and there ye shall die. και απορρίψω σε και την μητέρα σου την τεκούσάν σε εις γην ου ουκ ετέχθης εκεί και εκεί αποθανείσθε
27But they shall by no means return to the land which they long for in their souls. εις δε την γην ην αυτοί εύχονται ταις ψυχαίς αυτών εκεί ου αποστρέψουσιν
28Jechonias is dishonoured as a good-for-nothing vessel; for he is thrown out and cast forth into a land which he knew not. ητιμώθη Ιεχονίας ως σκεύος ου ουκ έστι χρεία αυτού ότι εξερρίφη και εξεβλήθη εις γην ην ουκ ήδει
29Land, land, hear the word of the Lord. γη γη άκουε λόγον κυρίου
30Write ye this man an outcast: for there shall none of his seed at all grow up to sit on the throne of David, or as a prince yet in Juda. τάδε λέγει κύριος γράψον τον άνδρα τούτον εκκήρυκτον άνθρωπον ότι ου αυξηθή εκ του σπέρματος αυτού ανήρ καθήμενος επί θρόνου Δαυίδ άρχων έτι εν τω Ιούδα

Chapter 23

[edit]
1Woe to the shepherds that destroy and scatter the sheep of their pasture! ω οι ποιμένες οι διασκορπίζοντες και απολλύοντες τα πρόβατα της νομής μου
2Therefore thus saith the Lord against them that tend my people; Ye have scattered my sheep, and driven them out, and ye have not visited them: behold, I will take vengeance upon you according to your evil practices. διά τούτο τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ επί τους ποιμένας τους ποιμαίνοντας τον λαόν μου υμείς διεσκορπίσατε τα πρόβατά μου και εξώσατε αυτά και ουκ επεσκέψασθε αυτά ιδού εγώ εκδικώ εφ΄ υμάς κατά τα πονηρά επιτηδεύματα υμών
3And I will gather in the remnant of my people in every land, whither I have driven them out, and will set them in their pasture; and they shall increase and be multiplied. και εγώ εισδέξομαι τους καταλοίπους του λαού μου από πάσης της γης ου έξωσα αυτούς εκεί και καταστήσω αυτούς εις την νομήν αυτών και αυξηθήσονται και πληθυνθήσονται
4And I will raise up shepherds to them, who shall feed them: and they shall fear no more, nor be alarmed, saith the Lord. και αναστήσω αυτοίς ποιμένας οι ποιμανούσιν αυτούς και ου φοβηθήσονται έτι ουδέ πτοηθήσονται ουδέ εκζητηθήσονται λέγει κύριος
5Behold, the days come, saith the Lord, when I will raise up to David a righteous branch, and a king shall reign and understand, and shall execute judgment and righteousness on the earth. ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και αναστήσω τω Δαυίδ ανατολήν δικαίαν και βασιλεύσει βασιλεύς και συνήσει και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης
6In his days both Juda shall be saved, and Israel shall dwell securely: and this is his name, which the Lord shall call him, Josedec among the prophets. εν ταις ημέραις αυτού σωθήσεται Ιούδας και Ισραήλ κατασκηνώσει πεποιθώς και τούτο το όνομα αυτού ο καλέσει αυτόν κύριος Ιωσεδέκ
7Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when they shall no more say, The Lord lives, who brought up the house of Israel out of the land of Egypt; διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και ουκ ερούσιν έτι ζη κύριος ος ανήγαγε τον οίκον Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου
8but The Lord lives, who has gathered the whole seed of Israel from the north land, and from all the countries whither he had driven them out, and has restored them into their own land. αλλά ζη κύριος ος ανήγαγε και συνήγαγε άπαν το σπέρμα Ισραήλ από γης βορρά και από πασών των χωρών ου εξώθησαν εκεί και απεκατέστησεν αυτούς εις την γην αυτών
9My heart is broken within me; all my bones are shaken: I am become as a broken-down man, and as a man overcome with wine, because of the Lord, and because of the excellence of his glory. εν τοις προφήταις συνετρίβη η καρδία μου εν εμοί εσαλεύθη πάντα τα οστά μου εγενήθην ως ανήρ συντετριμμένος και ως άνθρωπος συνεχόμενος από οίνου από προσώπου κυρίου και από προσώπου ευπρεπείας δόξης αυτού
10For because of these things the land mourns; the pastures of the wilderness are dried up; and their course is become evil, and so also their strength. ότι μοιχών επλήσθη η γη ότι από προσώπου τούτων επένθησεν η γη εξηράνθησαν αι νομαί της ερήμου και εγένετο ο δρόμος αυτών πονηρός και η ισχύς αυτών ουκ ούτως
11For priest and prophet are defiled; and I have seen their iniquities in my house. ότι ιερεύς και προφήτης εμολύνθησαν και εν τω οίκω μου είδον πονηρίας αυτών λέγει κύριος
12Therefore let their way be to them slippery and dark: and they shall be tripped up and fall in it: for I will bring evils upon them, in the year of their visitation. διά τούτο γενέσθω η οδός αυτών αυτοίς εις ολίσθημα εν γνόφω και υποσκελισθήσονται και πεσούνται εν αυτή διότι επάξω επ΄ αυτούς κακά εν ενιαυτώ επισκέψεως αυτών λέγει κύριος
13And in the prophets of Samaria I have seen lawless deeds; they prophesied by Baal, and led my people Israel astray. και εν τοις προφήταις Σαμαρείας είδον ανομήματα προεφήτευσαν επι Βάαλ και επλάνησαν τον λαόν μου τον Ισραήλ
14Also in the prophets of Jerusalem I have seen horrible things: as they committed adultery, and walked in lies, and strengthened the hands of many, that they should not return each from his evil way: they are all become to me as Sodom, and the inhabitants thereof as Gomorrha. και εν τοις προφήταις Ιερουσαλήμ εώρακα φρικτά μοιχωμένους και πορευομένους εν ψευδέσι και αντιλαμβανομένους χειρών πονηρών του μη αποστραφήναι έκαστον από της οδού αυτού της πονηράς εγενήθησάν μοι πάντες ως Σόδομα και οι κατοικούντες αυτήν ώσπερ Γόμορρα
15Therefore thus saith the Lord; Behold, I will feed them with pain, and give them bitter water to drink: for from the prophets of Jerusalem has defilement gone forth into all the land. διά τούτο τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων προς τους προφήτας ιδού εγώ ψωμίζω αυτούς οδύνην και ποτιώ αυτούς ύδωρ πικρόν ότι από των προφητών Ιερουσαλήμ εξήλθε μολυσμός πάση τη γη
16Thus saith the Lord Almighty, Hearken not to the words of the prophets: for they frame a vain vision for themselves; they speak from their own heart, and not from the mouth of the Lord. ούτως λέγει κύριος το παντοκράτωρ μη ακούετε τους λόγους των προφητών των προφητευόντων υμίν ότι ματαιούσιν εαυτοίς όρασιν από καρδίας αυτών λαλούσι και ουκ από στόματος κυρίου
17They say to them that reject the word of the Lord, There shall be peace to you; and to all that walk after their own lusts, and to everyone that walks in the error of his heart, they have said, No evil shall come upon thee. λέγουσι τοις απωθουμένοις τον λόγον κυρίου ειρήνη έσται υμίν και πάσι τοις πορευομένοις τοις θελήμασιν αυτών και παντί τω πορευομένω εν πλάνη καρδίας αυτού ουχ ήξει επί σε κακά
18For who has stood in the counsel of the Lord, and seen his word? who has hearkened, and heard? ότι τις έστη εν υποστήματι κυρίου και είδε και ήκουσε τον λόγον αυτού τις ενωτίσατο και ήκουσεν
19Behold, there is an earthquake from the Lord, and anger proceeds to a convulsion, it shall come violently upon the ungodly. ιδού σεισμός παρά κυρίου και οργή εκπορεύεται εις συσσεισμόν συστρεφομένη επί τους ασεβείς ήξει
20And the Lord's wrath shall return no more, until he have accomplished it, and until he have established it, according to the purpose of his heart: at the end of the days they shall understand it. και ουκ αποστρέψει ο θυμός κυρίου έως αν ποιήση αυτό και έως αν στήση αυτό από εγχειρήματος καρδίας αυτού επ΄ εσχάτων των ημερών νοήσουσιν αυτά
21I sent not the prophets, yet they ran: neither spoke I to them, yet they prophesied. ουκ απέστελλον τους προφήτας και αυτοί έτρεχον ουκ ελάλησα προς αυτούς και αυτοί προεφήτευον
22But if they had stood in my counsel, and if they had hearkened to my words, then would they have turned my people from their evil practices. και ει έστησαν εν υποστάσει μου και ήκουσαν των λόγων μου και τον λαόν μου αν απέστρεφον από των πονηρών επιτηδεύματων αυτών
23I am a God nigh at hand, saith the Lord, and not a God afar off. θεός εγγίζων εγώ ειμι λέγει κύριος και ουχί θεός πόρρωθεν
24Shall any one hide himself in secret places, and I not see him? Do I not fill heaven and earth? saith the Lord. ει κρυβήσεταί τις εν κρυφαίοις και εγώ ουκ όψομαι αυτόν λέγει κύριος μη τον ουρανόν και την γην εγώ πληρώ λέγει κύριος
25I have heard what the prophets say, what they prophesy in my name, saying falsely, I have seen a night vision. ήκουσα α λαλούσιν οι προφήται α προφητεύουσιν επί τω ονόματί μου ψευδή λέγοντες ηνυπνιασάμην ενύπνιον
26How long shall these things be in the heart of the prophets that prophesy lies, when they prophesy the purposes of their own heart? έως πότε έσται εν καρδία των προφητών των προφητευόντων ψευδή και εν τω προφητεύειν αυτούς τα θελήματα της καρδίας αυτών
27who devise that men may forget my law by their dreams, which they have told every one to his neighbour, as their fathers forgot my name in the worship of Baal. των λογιζομένων του επιλαθέσθαι του ονόματός μου εν τοις ενυπνίοις αυτών α διηγούντο έκαστος προς τον πλησίον αυτού καθάπερ επελάθοντο οι πατέρες αυτών του ονόματός μου εν τη Βάαλ
28The prophet who has a dream, let him tell his dream; and he in whom is my word spoken to him, let him tell my word truly: what is the chaff to the corn? so are my words, saith the Lord. ο προφήτης εν ω το ενύπνιόν εστι διηγησάσθω το ενύπνιον αυτού και εν ω ο λόγος μου προς αυτόν διηγησάσθω τον λόγον μου επ΄ αληθείας τι το άχυρον προς τον σίτον ούτως οι λόγοι μου λέγει κύριος
29Behold, are not my words as fire? saith the Lord; and as an axe cutting the rock? ουχ οι λογοι μου ώσπερ πυρ φλέγον λέγει κύριος και ως πέλεκυς κόπτων πέτραν
30Behold, I am therefore against the prophets, saith the Lord God, that steal my words every one from his neighbour. ιδού εγώ προς τους προφήτας λέγει κύριος ο θεός τους κλέπτοντας τους λόγους μου έκαστος παρά του πλησίον αυτού
31Behold, I am against the prophets that put forth prophecies of mere words, and slumber their sleep. ιδού εγώ προς τους προφήτας λέγει κύριος τους εκβάλλοντας προφητείας γλώσσης και νυστάζοντας νυσταγμόν εαυτών
32Therefore, behold, I am against the prophets that prophesy false dreams, and have not told them truly, and have caused my people to err by their lies, and by their errors; yet I sent them not, and commanded them not; therefore, they shall not profit this people at all. ιδού εγώ προς τους προφήτας τους προφητεύοντας ενύπνια ψευδή και ου διηγούντο αυτά και επλάνησαν τον λαόν μου εν τοις ψεύδεσιν αυτών και εν τοις πλάνοις αυτών και εγώ ουκ απέστειλα αυτούς και ουκ ενετειλάμην αυτοίς και ωφέλειαν ουκ ωφελήσουσι τον λαόν τούτον λέγει κύριος
33And if this people, or the priest, or the prophet, should ask, What is the burden of the Lord? then thou shalt say to them, Ye are the burden, and I will dash you down, saith the Lord. και εάν ερωτήση σε ο λαός ούτος η ιερεύς η προφήτης λέγων τι το λήμμα κυρίου και ερείς αυτοίς υμείς εστέ το λήμμα και ράξω υμάς λέγει κύριος
34As for the prophet, and the priests, and the people, who shall say, The burden of the Lord, I will even take vengeance on that man, and on his house. και ο προφήτης και ο ιερεύς και ο λαός οι αν είπωσι λήμμα κυρίου και εκδικήσω τον άνθρωπον εκείνον και τον οίκον αυτού
35Thus shall ye say every one to his neighbour, and every one to his brother, What has the Lord answered? and, what has the Lord said? ούτως ερείτε έκαστος προς τον πλησίον αυτού και έκαστος προς τον αδελφόν αυτού τι απεκρίθη κύριος και τι ελάλησε κύριος
36And do ye name no more the burden of the Lord; for his own word shall be a man's burden. και λήμμα κυρίου μη ονομάζετε έτι ότι το λήμμα τω ανθρώπω έσται ο λόγος αυτού και εξεστρέψατε τους λόγους θεού ζώντος
37But wherefore, say ye, has the Lord our God spoken? ούτως ερείτε προς τον προφήτην τι ελάλησε κύριος ο θεός ημών
38Therefore thus saith the Lord our God; Because ye have spoken this word, The burden of the Lord, and I sent to you, saying, ye shall not say, The burden of the Lord; διά τούτο τάδε λέγει κύριος ανθ΄ είπατε τον λόγον τούτον λήμμα κυρίου και απέστειλα προς υμάς λέγων ουκ ερείτε λήμμα κυρίου
39therefore, behold, I will seize, and dash down you and the city which I gave to you and your fathers. διά τούτο ιδού εγώ λαμβάνω και ράσσω υμάς και την πόλιν ην δέδωκα υμίν και τοις πατράσιν υμών
40And I will bring upon you an everlasting reproach, and everlasting disgrace, which shall not be forgotten. και δώσω εφ΄ υμάς ονειδισμόν αιώνιον και ατιμίαν αιώνιον ήτις ουκ επιλησθήσεται

Chapter 24

[edit]
1The Lord shewed me two baskets of figs, lying in front of the temple of the Lord, after Nabuchodonosor king of Babylon had carried captive Jechonias son of Joakim king of Juda, and the princes, and the artificers, and the prisoners, and the rich men out of Jerusalem, and had brought them to Babylon. έδειξέ μοι κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους κατά πρόσωπον ναού κυρίου μετά το αποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος τον Ιεχονίαν υιόν Ιωακείμ βασιλέα Ιούδα και τους άρχοντας και τους τεχνίτας και τους δεσμώτας εξ Ιερουσαλήμ και ήγαγεν αυτούς εις Βαβυλώνα
2The one basket was full of very good figs, as the early figs; and the other basket was full of very bad figs, which could not be eaten, for their badness. ο κάλαθος ο εις σύκων χρηστών σφόδρα ως τα σύκα τα πρώϊμα και ο κάλαθος ο έτερος σύκων πονηρών σφόδρα α ου βρωθήσεται από πονηρίας αυτών
3And the Lord said to me, What seest thou, Jeremias? and I said, Figs; the good figs, very good; and the bad, very bad, which cannot be eaten, for their badness. και είπε κύριος προς με τι συ οράς Ιερεμία και είπα σύκα τα σύκα τα χρηστά χρηστά λίαν και τα πονηρά πονηρά λίαν α ου βρωθήσεται από πονηρίας αυτών
4And the word of the Lord came to me, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
5Thus saith the Lord, the God of Israel; As these good figs, so will I acknowledge the Jews that have been carried away captive, whom I have sent forth out of this place into the land of the Chaldeans for good. τάδε λέγει κύριος ο θεός Ισραήλ ως τα σύκα τα χρηστά ταύτα ούτως επιγνώσομαι τους αποικισθέντας Ιουδαίους ους εξαπέσταλκα εκ του τόπου τούτου εις γην Χαλδαίων εις αγαθά
6And I will fix mine eyes upon them for good, and I will restore them into this land for good: and I will build them up, and not pull them down; and I will plant them, and not pluck them up. και στηριώ τους οφθαλμούς μου επ΄ αυτούς εις αγαθά και αποκαταστήσω αυτούς εις την γην ταύτην και ανοικοδομήσω αυτούς και ου καθελώ και καταφυτεύσω αυτούς και ου εκτίλω
7And I will give them a heart to know me, that I am the Lord: and they shall be to me a people, and I will be to them a God: for they shall turn to me with all their heart. και δώσω αυτοίς καρδίαν του ειδέναι αυτούς εμέ ότι εγώ ειμι κύριος και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις θεόν ότι επιστραφήσονται επ΄ εμέ εξ όλης καρδίας αυτών
8And as the bad figs, which cannot be eaten, for their badness; thus saith the Lord, So will I deliver Sedekias king of Juda, and his nobles, and the remnant of Jerusalem, them that are left in this land, and the dwellers in Egypt. και ως τα σύκα τα πονηρά α ου βρωθήσονται από πονηρίας αυτών τάδε λέγει κύριος ούτω παραδώσω τον Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα και τους μεγιστάνας αυτού και το κατάλοιπον Ιερουσαλήμ τους υπολελειμμένους εν τη γη ταύτη και τους κατοικούντας εν Αιγύπτω
9And I will cause them to be dispersed into all the kingdoms of the earth, and they shall be for a reproach, and a proverb, and an object of hatred, and a curse, in every place whither I have driven them out. και δώσω αυτούς εις διασκορπισμόν εις πάσας τας βασιλείας της γης και έσονται εις ονειδισμόν και εις παραβολήν και εις μίσος και εις κατάραν εν παντί τόπω ου εξώσω αυτούς εκεί
10And I will send against them famine, and pestilence, and the sword, until they are consumed from off the land which I gave them. και αποστελώ εις αυτούς τον λιμόν και τον θάνατον και την μάχαιραν έως αν εκλείπωσιν από της γης ην έδωκα αυτοίς και τοις πατράσιν αυτών

Chapter 25

[edit]
1THE WORD THAT CAME TO JEREMIAS concerning all the people of Juda in the fourth year of Joakim, son of Josias, king of Juda; ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν επί πάντα τον λαόν Ιούδα εν τω έτει τω τετάρτω του Ιωακείμ υιόυ Ιωσία βασιλέως Ιούδα αυτός ενιαυτός πρώτος τω Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος
2which he spoke to all the people of Juda, and to the inhabitants of Jerusalem, saying, ον ελάλησεν Ιερεμίας ο προφήτης προς πάντα τον λαόν Ιούδα και προς τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ λέγων
3In the thirteenth year of Josias, son of Amos, king of Juda, even until this day for three and twenty years, I have both spoken to you, rising early and speaking, εν τρισκαιδεκάτω έτει Ιωσία υιόυ Αμώς βασιλέως Ιούδα και έως της ημέρας ταύτης είκοσι και τρία έτη και εγένετο ρήμα κυρίου προς με και ελάλησα προς υμάς ορθρίζων και λέγων και ουκ ηκούσατε
4and I sent to you my servants the prophets, sending them early; (but ye hearkened not, and listened not with your ears;) saying, και απέστελλον προς υμάς τους δούλους μου τους προφήτας όρθρου αποστέλλων και ουκ εισηκούσατε και ου προσέσχετε τοις ωσίν υμών
5Turn ye every one from his evil way, and from your evil practices, and ye shall dwell in the land which I gave to you and your fathers, of old and for ever. λέγων αποστράφητε δη έκαστος από της οδού αυτού της πονηράς και από των πονηρών επιτηδευμάτων υμών και κατοικήσατε επί της γης ης έδωκα υμίν και τοις πατράσιν υμών απ΄ αιώνος και έως αιώνος
6Go ye not after strange gods, to serve them, and to worship them, that ye provoke me not by the works of your hands, to do you hurt. μη πορεύεσθε οπίσω θεών αλλοτρίων του δουλεύειν αυτοίς και του προσκυνείν αυτοίς όπως μη παροργίζητέ με εν τοις έργοις των χειρών υμών του κακώσαι υμάς
7But ye hearkened not to me. και ουκ εισηκούσατέ μου
8Therefore thus saith the Lord; Since ye believed not my words, διά τούτο τάδε λέγει κύριος επειδή ουκ επιστεύσατε τοις λόγοις μου
9behold I will send and take a family from the north, and will bring them against this land, and against the inhabitants of it, and against all the nations round about it, and I will make them utterly waste, and make them a desolation, and a hissing, and an everlasting reproach. ιδού εγώ αποστέλλω και λήψομαι την πατριάν του βορρά και άξω αυτούς επί την γην ταύτην και επί τους κατοικούντας αυτήν και επί πάντα τα έθνη τα κύκλω αυτής και εξερημώσω αυτούς και δώσω αυτούς εις αφανισμόν και εις συρισμόν και εις ονειδισμόν αιώνιον
10And I will destroy from among them the voice of joy, and the voice of gladness, the voice of the bridegroom, and the voice of the bride, the scent of ointment, and the light of a candle. και απολώ απ΄ αυτών φωνήν χαράς και φωνήν ευφροσύνης φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης οσμήν μύρου και φως λύχνου
11And all the land shall be a desolation; and they shall serve among the Gentiles seventy years. και έσται πάσα η γη εις αφανισμόν και δουλεύσουσιν τα έθνη ταύτα τω βασιλεί της Βαβυλώνος εβδομήκοντα έτη
12And when the seventy years are fulfilled, I will take vengeance on that nation, and will make them a perpetual desolation. και εν τω πληρωθήναι τα εβδομήκοντα έτη εκδικήσω επί τον βασιλέα Βαβυλώνος και επί το έθνος εκείνο την αδικίαν αυτών φησίν ο κύριος και επί την γην Χαλδαίων και θήσομαι αυτούς εις αφανισμόν αιώνιον
13And I will bring upon that land all my words which I have spoken against it, even all things that are written in this book. και επάξω επί την γην εκείνην πάντας τους λόγους μου ους ελάλησα κατ΄ αυτής πάντα τα γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω
14 όσα προεφήτευσεν Ιερεμίας επί πάντα τα έθνη ότι εδούλευσαν αυτοίς ότε ήσαν έθνη πολλά και βασιλείς μεγάλοι και αποδώσω αυτοίς κατά τα έργα αυτών και κατά τα ποιήματα των χειρών αυτών
15 ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ λάβε το ποτήριον του οίνου του ακράτου τούτου εκ χειρός μου και ποτιείς πάντα τα έθνη προς α αποστελλώ σε επ αυτούς
16 και πίονται και εξεμούνται και εκμανήσονται από προσώπου της μαχαίρας ης εγώ αποστέλλω αναμέσον αυτών
17 και έλαβον το ποτήριον εκ χειρός κυρίου και επότισα πάντα τα έθνη προς α απέστειλέν με ο κύριος επ΄ αυτά
18 την Ιερουσαλήμ και τας πόλεις Ιούδα και βασιλείς Ιούδα και άρχοντας αυτού του θείναι αυτάς εις ερήμωσιν και εις άβατον και εις συριγμόν και εις κατάραν ως η ημέρα
19 και τον Φαραώ βασιλέα Αιγύπτου και τους παίδας αυτού και τους μεγιστάνας αυτού και πάντα τον λαόν αυτού
20 και πάντας τους συμμίκτους αυτού και πάντας τους βασιλείς της γης Ους και πάντας τους βασιλείς αλλοφύλων και την Ασκαλώνα και την Γάζαν και την Ακκαρών και το επίλοιπον Αζώτου
21 και την Ιδουμαίαν και την Μωαβίτιν και τους υιούς Αμμών
22 και πάντας βασιλείς Τύρου και βασιλείς Σιδώνος και βασιλείς τους εν τω πέραν της θαλάσσης
23 και την Δαιδάν και Θαιμάν και Βουζ και πάντα περικεκαρμένον κατά πρόσωπον αυτού
24 και πάντας τους βασιλέας της Αραβίας και πάντας τους συμμίκτους τους καταλύοντας εν τη ερήμω
25 και πάντας τους βασιλείς Ζαμρί και πάντας βασιλείς Ηλάμ και πάντας βασιλείς Μηδων
26 και πάντας βασιλείς από απηλιώτου τους πόρρω και τους εγγύς έκαστον προς τον αδελφόν αυτού και πάσας βασιλείας τας επί προσώπου της γης και βασιλεύς Σησάχ πίεται μετ΄ αυτούς
27 και ερείς αυτοίς ούτως είπε κύριος παντοκράτωρ πίετε μεθύσθητε και εξεμέσετε και πεσείσθε και ου αναστήτε από προσώπου της μαχαίρας ης εγώ αποστέλλω αναμέσον υμών
28 και έσται όταν μη βούλωνται δέξασθαι το ποτήριον εκ της χειρός σου ώστε πιείν και ερείς ούτως είπε κύριος των δυνάμεων πιόντες πίεσθε
29 ότι εν πόλει επ΄ η ωνομάσθη το όνομά μου επ΄ αυτήν εγώ άρχομαι κακώσαι και υμείς καθάρσει ου καθαρισθήτε ότι μάχαιραν εγώ καλώ επί πάντας τους καθημένους επί της γης λέγει κύριος των δυνάμεων
30 και συ προφητεύσεις επ΄ αυτούς πάντας τους λόγους τούτους και ερείς κύριος αφ΄ υψηλού χρηματιεί από του τόπου του αγίου αυτού δώσει φωνήν αυτού λόγον χρηματιεί επί του τόπου αυτού και οίδε ώσπερ τρυγώντες αποκριθήσονται και επί τους καθημένους επί την γην ήκει όλεθρος
31 επί μέρος της γης ότι κρίσις τω κυρίω εν τοις έθνεσι κρίνεται αυτος προς πάσαν σάρκα οι δε ασεβείς εδόθησαν εις μάχαιραν λέγει κύριος
32 ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ιδού κακά έρχεται από έθνους επί έθνους και λαίλαψ μεγάλη εκπορεύεται απ΄ εσχάτου της γης
33 και έσονται τραυματίαι υπό κυρίου εν ημέρα εκείνη εκ μέρους της γης και έως εις μέρος της γης ου θρηνηθήσονται και ου συναχθήσονται και ου κατορυγώσιν εις κόπρια επί προσώπου της γης έσονται
34THE PROPHECIES OF JEREMIAS AGAINST THE NATIONS OF AeLAM. αλαλάξατε ποιμένες και κεκράξατε και κόπτεσθε οι κριοί των προβάτων ότι επληρώθησαν αι ημέραι υμών εις σφαγήν και πεσείσθε ώσπερ οι κριοί οι εκλεκτοί
35Thus saith the Lord, The bow of Aelam is broken, even the chief of their power. και απολείται φυγή από των ποιμένων και σωτηρία από των κριών των προβάτων
36And I will bring upon Aelam the four winds from the four corners of heaven, and I will disperse them toward all these winds; and there shall be no nation to which they shall not come—even the outcasts of Aelam. φωνή κραυγής των ποιμένων και αλαλαγμός των κριών ότι ωλόθρευσε κύριος τα βοσκήματα αυτών
37And I will put them in fear before their enemies that seek their life; and I will bring evils upon them according to my great anger; and I will send forth my sword after them, until I have utterly destroyed them. και παύσεται τα κατάλοιπα της ειρήνης από προσώπου οργής θυμού κυρίου
38And I will set my throne in Aelam, and will send forth thence king and rulers. εγκατέλιπεν ώσπερ λέων κατάλυμα αυτού ότι εγενήθη η γη αυτών εις άβατον από προσώπου της μαχαίρας της μεγάλης
39But it shall come to pass at the end of days, that I will turn the captivity of Aelam, saith the Lord.

Chapter 26

[edit]
1In the beginning of the reign of king Sedekias, there came this word concerning Aelam. εν αρχή βασιλέως Ιωακείμ υιόυ Ιωσίου εγενήθη ο λόγος ούτος παρά κυρίου
2FOR EGYPT, AGAINST THE POWER OF PHARAO NECHAO KING OF EGYPT, who was by the river Euphrates in Charmis, whom Nabuchodonosor king of Babylon smote in the fourth year of Joakim king of Juda. ούτως είπε κύριος στήθι εν αυλή οίκου κυρίου και χρηματιείς παντί Ιούδα τοις ερχομένοις προσκυνείν εν οίκω κυρίου άπαντας τους λόγους ους συνέταξά σοι χρημάτισαι αυτοίς μη αφελής ρήμα
3Take up arms and spears, and draw nigh to battle; ίσως ακούσονται και αποστραφήσονται έκαστος από της οδού αυτού της πονηράς και παύσομαι από των κακών ων εγώ λογίζομαι του ποιήσαι αυτοίς ένεκεν των πονηρών επιτηδευμάτων αυτών
4and harness the horses: mount, ye horsemen, and stand ready in your helmets; advance the spears, and put on your breast-plates. και ερείς ούτως είπε κύριος εάν μη ακούσητέ μου του πορεύεσθαι εν τοις νομίμοις μου οις έδωκα προ προσώπον υμών
5Why do they fear, and turn back? even because their mighty men shall be slain: they have utterly fled, and being hemmed in they have not rallied, saith the Lord. εισακούειν των λόγων των παίδων μου των προφητών ους εγώ αποστέλλω προς υμάς όρθρου και απέστειλα και ουκ εισηκούσατε μου
6Let not the swift flee, and let not the mighty man escape to the north: the forces at Euphrates are become feeble, and they have fallen. και δώσω τον οίκον τούτον ώσπερ Σηλώ και την πόλιν ταύτην δώσω εις κατάραν πάσι τοις έθνεσι της γης
7Who is this that shall come up as a river, and as rivers roll their waves? και ήκουσαν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται και πας ο λαός του Ιερεμίου λαλούντος τους λόγους τούτους εν οίκω κυρίου
8The waters of Egypt shall come up like a river: and he said, I will go up, and will cover the earth, and will destroy the dwellers in it. και εγένετο Ιερεμίου παυσαμένου λαλούντος πάντα α συνέταξε κύριος αυτώ λαλήσαι παντί τω λαώ και συνέλαβοσαν αυτόν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται και πας ο λαός λέγων θανάτω αποθάνη
9Mount ye the horses, prepare the chariots; go forth, ye warriors of the Ethiopians, and Libyans armed with shields; and mount, ye Lydians, bend the bow. ότι προεφήτευσας τω ονόματι κυρίου λέγων ώσπερ Σηλώ έσται ο οίκος ούτος και η πόλις αύτη ερημωθήσεται από κατοικούντων και εξεκκλησιάσθη πας ο λαός επί Ιερεμίαν εν οίκω κυρίου
10And that day shall be to the Lord our God a day of vengeance, to take vengeance on his enemies: and the sword of the Lord shall devour, and be glutted, and be drunken with their blood: for the Lord has a sacrifice from the land of the north at the river Euphrates. και ήκουσαν οι άρχοντες Ιούδα των λόγων τούτων και ανέβησαν εξ οίκου του βασιλέως εις οίκον κυρίου και εκάθισαν εν προθύροις πύλης κυρίου της καινής
11Go up to Galaad, and take balm for the virgin daughter of Egypt: in vain hast thou multiplied thy medicines; there is no help in thee. και είπαν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται προς τους άρχοντας και παντί τω λαώ κρίσις θανάτου τω ανθρώπω τούτω ότι προεφήτευσε κατά της πόλεως ταύτης καθώς ηκούσατε εν τοις ωσίν υμών
12The nations have heard thy voice, and the land has been filled with thy cry: for the warriors have fainted fighting one against another, and both are fallen together. και είπεν Ιερεμίας προς πάντας τους άρχοντας και παντί τω λαώ λέγων κύριος απέστειλέ με προφητεύσαι επί τον οίκον τούτον και επί την πόλιν ταύτην πάντας τους λόγους ους ηκούσατε
13THE WORDS WHICH THE LORD SPOKE by Jeremias, concerning the coming of the king of Babylon to smite the land of Egypt. και νυν βελτίους ποιήσατε τας οδούς υμών και τα έργα υμών και ακούσατε της φωνής κυρίου του θεού υμών και παύσεται κύριος από των κακών ων ελάλησεν εφ΄ υμάς
14Proclaim it at Magdol, and declare it at Memphis: say ye, Stand up, and prepare; for the sword has devoured thy yew-tree. και ιδού εγώ εν χερσίν υμών ποιήσατέ μοι ως συμφέρει υμίν και ως βέλτιον υμίν
15Wherefore has Apis fled from thee? thy choice calf has not remained; for the Lord has utterly weakened him. αλλ΄ γνόντες γνώσεσθε ότι ει αναιρείτέ με αίμα αθώον υμείς δίδοτε εφ΄ υμάς και επί την πόλιν ταύτην και επί τους κατοικούντας εν αυτή ότι εν αληθεία απέσταλκέ με κύριος προς υμάς λαλήσαι εις τα ώτα υμών πάντας τους λόγους τούτους
16And thy multitude has fainted and fallen; and each one said to his neighbour, Let us arise, and return into our country to our people, from the Grecian sword. και είπαν οι άρχοντες και πας ο λαός προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας ουκ έστι τω ανθρώπω τούτω κρίσις θανάτου ότι επί τω ονόματι κυρίου του θεού ημών ελάλησε προς ημάς
17Call ye the name of Pharao Nechao king of Egypt, Saon esbeie moed. και ανέστησαν άνδρες των πρεσβυτέρων της γης και είπαν πάση τη συναγωγή του λαού λέγοντες
18As I live, saith the Lord God, he shall come as Itabyrion among the mountains, and as Carmel that is on the sea. Μιχαίας ο Μωρασθίτης ην προφήτης εν ταις ημέραις Εζεκίου βασιλέως Ιούδα και είπε παντί τω λαώ Ιούδα λέγων ούτως είπε κύριος των δυνάμεων Σιών ως αγρός αροτριαθήσεται και Ιερουσαλήμ εις οπωροφυλάκιον έσται και το όρος του οίκου εις άλσος δρυμού
19O daughter of Egypt dwelling at home, prepare thee stuff for removing: for Memphis shall be utterly desolate, and shall be called Woe, because there are no inhabitants in it. μη αναίρων ανείλεν αυτόν Εζεκίας βασιλεύς Ιούδα και πας Ιούδα ουχ εφοβήθησαν τον κύριον και εδεήθησαν του προσώπου κυρίου και επαύσατο κύριος από των κακών ων ελάλησεν επ΄ αυτούς και ημείς εποιήσαμεν κακά μεγάλα επί ψυχάς ημών
20Egypt is a fair heifer, but destruction from the north is come upon her. και άνθρωπος ην προφητεύων τω ονόματι κυρίου Ουρίας υιός Σαμαίου εκ Καριαθιαρείμ και προεφήτευσε περί της πόλεως ταύτης και περί της γης ταύτης κατά πάντας τους λόγους Ιερεμίου
21Also her hired soldiers in the midst of her are as fatted calves fed in her; for they also have turned, and fled with one accord: they stood not, for the day of destruction was come upon them, and the time of their retribution. και ήκουσεν ο βασιλεύς Ιωακείμ και πάντες οι άρχοντες πάντας τους λόγους αυτού και εζήτουν αποκτείναι αυτόν και ήκουσεν Ουρίας και εφοβήθη και έφυγε και εισήλθεν εις Αίγυπτον
22Their voice is as that of a hissing serpent, for they go upon the sand; they shall come upon Egypt with axes, as men that cut wood. και εξαπέστειλεν ο βασιλεύς άνδρας εις Αίγυπτον Ελιακίμ υιόν Αχοβώρ και άνδρας μετ΄ αυτού εις τον Αίγυπτον
23They shall cut down her forest, saith the Lord, for their number cannot at all be conjectured, for it exceeds the locust in multitude, and they are innumerable. και εξήγαγον αυτόν εκείθεν και εισήγαγον αυτόν προς τον βασιλέα και επάταξεν αυτόν εν μαχαίρα και έρριψεν αυτόν εις το μνήμα υιών λαού αυτού
24The daughter of Egypt is confounded; she is delivered into the hands of a people from the north. πλην χειρ Αχεικάμ υιόυ Σαφάν ην μετά Ιερεμίου του μη παραδούναι αυτόν εις χείρας του λαού του μη ανελείν αυτόν
25Behold, I will avenge Ammon her son upon Pharao, and upon them that trust in him.
26But fear not thou, my servant Jacob, neither be thou alarmed, Israel: for, behold, I will save thee from afar, and thy seed from their captivity; and Jacob shall return, and be at ease, and sleep, and there shall be no one to trouble him.
27Fear not thou, my servant Jacob, saith the Lord; for I am with thee: she that was without fear and in luxury, has been delivered up: for I will make a full end of every nation among whom I have thrust thee forth; but I will not cause thee to fail: yet will I chastise thee in the way of judgment, and will not hold thee entirely guiltless.

Chapter 27

[edit]
1THE WORD OF THE LORD WHICH HE SPOKE AGAINST BABYLON. εν αρχή της βασιλείας Ιωακίμ υιόυ Ιωσίου βασιλέως Ιούδα εγένετο το ρήμα τούτο προς Ιερεμίαν παρά κυρίου λέγων
2Proclaim ye among the Gentiles, and cause the tidings to be heard, and suppress them not: say ye, Babylon is taken, Belus is confounded; the fearless, the luxurious Maerodach is delivered up. ούτως είπε κύριος ποίησον σεαυτώ δεσμούς και κλοιούς και περίθου περί τον τράχηλόν σου
3For a nation has come up against her from the north, he shall utterly ravage her land, and there shall be none to dwell in it, neither man nor beast. και αποστελείς αυτούς προς τον βασιλέα Ιδουμαίας και προς βασιλέα Μωάβ και προς τον βασιλέα υιών Αμμών και προς τον βασιλέα Τύρου και προς βασιλέα Σιδώνος εν χερσίν αγγέλων αυτών των ερχομένων εν Ιερουσαλήμ προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα
4In those days, and at that time, the children of Israel shall come, they and the children of Juda together; they shall proceed, weeping as they go, seeking the Lord their God. και συντάξεις αυτοίς προς τους κυρίους αυτών ειπείν ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ούτως ερείτε προς τους κυρίους υμών
5They shall ask the way till they come to Sion, for that way shall they set their face; and they shall come and flee for refuge to the Lord their God; for the everlasting covenant shall not be forgotten. εγώ εποίησα την γην και τους ανθρώπους και τα κτήνη τα επί πρόσωπον της γης εν τη ισχύϊ μου τη μεγάλη και εν τω βραχίονί μου τω υψηλώ και δώσω αυτήν ω αν δόξη εν οφθαλμοίς μου
6My people have been lost sheep: their shepherds thrust them out, they caused them to wander on the mountains: they went from mountain to hill, they forgot their resting-place. και νυν εγώ έδωκα πάσαν την γην τω Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος δουλεύειν αυτώ και τα θηρία του αγρού εργάζεσθαι αυτώ
7All that found them consumed them: their enemies said, Let us not leave them alone, because they have sinned against the Lord: he that gathered their fathers had a pasture of righteousness. και τω υιώ και τω υιώ του υιού αυτού έως του ελθείν καιρόν της γης και γε αυτού και δουλεύσουσιν αυτώ έθνη πολλά και βασιλείς μεγάλοι
8Flee ye out of the midst of Babylon, and from the land of the Chaldeans, and go forth, and be as serpents before sleep. και το έθνος και η βασιλεία όσοι αν μη εδούλευσαν Ναβουχοδονόσορ βασιλεί της Βαβυλώνος και όσοι αν μη εμβάλωσι τον τράχηλον αυτών υπό τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος εν μαχαίρα και εν λοιμώ και εν λιμώ επισκέψομαι αυτούς είπε κύριος έως εκλίπωσιν εν χειρί
9For, behold, I stir up against Babylon the gatherings of nations out of the land of the north; and they shall set themselves in array against her: thence shall she be taken, as the dart of an expert warrior shall not return empty. και υμείς μη ακούετε των ψευδοπροφητών υμών και των μαντευομένων υμίν και των ενυπνιαζομένων υμίν και των οιωνισμάτων υμών και των φαρμακών υμών λεγόντων ου εργάσησθε τω βασιλεί Βαβυλώνος
10And Chaldea shall be a spoil: all that spoil her shall be satisfied. ότι ψευδή αυτοί προφητεύουσιν υμίν προς το μακρύναι υμάς από της γης υμών και ίνα εκβάλω υμάς και απολείσθε
11Because ye rejoiced, and boasted, while plundering mine heritage; because ye exulted as calves in the grass, and pushed with the horn as bulls. και το έθνος ο αν εισαγάγη τον τράχηλον αυτού υπό τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος και εργάσηται αυτώ καταλείψω αυτο επί της γης αυτού λέγει κύριος και εργάται αυτήν και ενοικήσει εν αυτή
12Your mother is greatly ashamed; your mother that bore you for prosperity is confounded: she is the last of the nations, desolate, και προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα ελάλησα κατά πάντας τους λόγους τούτους λέγων εισαγάγετε τον τράχηλον υμών υπό ζυγώ του βασιλέως Βαβυλώνος
13by reason of the Lord's anger: it shall not be inhabited, but it shall be all a desolation; and every one that passes through Babylon shall scowl, and they shall hiss at all her plague. και εργάσεσθε αυτώ και τω λαώ αυτού και ζήτε ινατί αποθνήξεσθε συ και ο λαός σου εν μαχαίρα και εν λιμώ και εν λοιμώ ως ελάλησε κύριος κατά έθνους ο ουκ εδούλευσεν τω βασιλεί Βαβυλώνος
14Set yourselves in array against Babylon round about, all ye that bend the bow; shoot at her, spare not your arrows, μη ακούσητε τα ρήματα των προφητών λεγόντων υμίν μη δουλεύητε τω βασιλεί Βαβυλώνος ότι άδικα αυτοί προφητεύουσιν υμίν
15and prevail against her: her hands are weakened, her bulwarks are fallen, and her wall is broken down: for it is vengeance from God: take vengeance upon her; as she has done, do to her. ουκ απέστειλα αυτούς φησι κύριος και προφητεύουσι τω ονόματί μου επ΄ αδίκω προς το απολέσαι υμάς και απολείσθε υμείς και οι προφήται υμών οι προφητεύοντες υμίν επ΄ αδίκω ψευδή
16Utterly destroy seed out of Babylon, and him that holds a sickle in time of harvest: for fear of the Grecian sword, they shall return every one to his people, and every one shall flee to his own land. και τοις ιερεύσιν και παντί τω λαώ τούτω ελάλησα λέγων ούτως είπε κύριος μη ακούετε των λόγων των προφητών των προφητευόντων υμίν λεγόντων ιδού σκεύη οίκου κυρίου επιστρέψει εκ Βαβυλώνος νυν ταχέως ότι άδικα αυτοί προφητεύουσιν υμίν
17Israel is a wandering sheep; the lions have driven him out: the king of Assyria first devoured him, and afterward this king of Babylon has gnawed his bones. μη ακούετε αυτών αλλά δουλεύετε τω βασιλεί της Βαβυλώνος και ζήτε ινατί έσται αυτή η πόλις εις ερήμωσιν
18Therefore thus saith the Lord; Behold, I will take vengeance on the king of Babylon, and upon his land, as I took vengeance on the king of Assyria. ει προφήται εισί και ει έστι λόγος κυρίου εν αυτοίς απαντησάτωσάν μοι ίνα μη εισενεχθήσωνται τα σκεύη τα καταλειφθέντα εν οίκω κυρίου και εν οίκω του βασιλέως Ιούδα και Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα
19And I will restore Israel to his pasture, and he shall feed on Carmel and on mount Ephraim and in Galaad, and his soul shall be satisfied. ότι ούτως είπεν κύριος περί των στήλων και περί της θαλάσσης και περί των μεχωνώθ και προς τα επίλοιπα σκευών τα καταλειφθέντα εν τη πόλει ταύτη
20In those days, and at that time, they shall seek for the iniquity of Israel, and there shall be none; and for the sins of Juda, and they shall not be found: for I will be merciful to them that are left ων ουκ έλαβεν βασιλεύς Βαβυλώνος ότε απώκισε τον Ιεχονίαν υιόν Ιωακίμ βασιλέως Ιούδα εξ Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα και πάντας τους άρχοντας Ιούδα και Ιερουσαλήμ
21on the land, saith the Lord. Go up against it roughly, and against them that dwell on it: avenge, O sword, and destroy utterly, saith the Lord, and do according to all that I command thee. ότι τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ περί των σκευών των καταλειφθέντων εν οίκω κυρίου και εν οίκω βασιλέως Ιούδα και Ιερουσαλήμ
22A sound of war, and great destruction in the land of the Chaldeans! εις Βαβυλώνα εισελεύσονται και εκεί έσονται έως της ημέρας της επισκέψεως αυτών και ανάξω αυτά και αναστρέψω αυτά εις τον τόπον τούτον
23How is the hammer of the whole earth broken and crushed! How is Babylon become a desolation among the nations!
24They shall come upon thee, and thou shalt not know it, Babylon, that thou wilt even be taken captive: thou art found and taken, because thou didst resist the Lord.
25The Lord has opened his treasury, and brought forth the weapons of his anger: for the Lord God has a work in the land of the Chaldeans.
26For her times are come: open ye her storehouses: search her as a cave, and utterly destroy her: let there be no remnant of her.
27Dry ye up all her fruits, and let them go down to the slaughter: woe to them! for their day is come, and the time of their retribution.
28A voice of men fleeing and escaping from the land of Babylon, to declare to Sion the vengeance that comes from the Lord our God.
29Summon many against Babylon, even every one that bends the bow: camp against her round about; let no one of her people escape: render to her according to her works; according to all that she has done, do to her: for she has resisted the Lord, the Holy God of Israel.
30Therefore shall her young men fall in the streets, and all her warriors shall be cast down, saith the Lord.
31Behold, I am against thee the haughty one, saith the Lord: for thy day is come, and the time of thy retribution.
32And thy pride shall fail, and fall, and there shall be no one to set it up again: and I will kindle a fire in her forest, and it shall devour all things round about her.
33Thus saith the Lord; The children of Israel and the children of Juda have been oppressed: all they that have taken them captive have oppressed them together; for they would not let them go.
34But their Redeemer is strong; the Lord Almighty is his name: he will enter into judgment with his adversaries, that he may destroy the earth;
35and he will sharpen a sword against the Chaldeans, and against the inhabitants of Babylon, and upon her nobles and upon her wise men;
36a sword upon her warriors, and they shall be weakened: a sword upon their horses, and upon their chariots:
37a sword upon their warriors and upon the mixed people in the midst of her; and they shall be as women: a sword upon the treasures, and they shall be scattered upon her water,
38and they shall be ashamed: for it is a land of graven images; and in the islands, where they boasted.
39Therefore shall idols dwell in the islands, and the young of monsters shall dwell in it: it shall not be inhabited any more for ever.
40As God overthrew Sodom and Gomorrha, and the cities bordering upon them, saith the Lord: no man shall dwell there, and no son of man shall sojourn there.
41Behold, a people comes from the north, and a great nation, and many kings shall be stirred up from the end of the earth; holding bow and dagger:
42the people is fierce, and will have no mercy: their voices shall sound as the sea, they shall ride upon horses, prepared for war, like fire, against thee, O daughter of Babylon.
43The king of Babylon heard the sound of them, and his hands were enfeebled: anguish overcame him, pangs as of a woman in travail.
44Behold, he shall come up as a lion from Jordan to Gaethan; for I will speedily drive them from her, and I will set all the youths against her: for who is like me? and who will resist me? and who is this shepherd who will stand before me?
45Therefore hear ye the counsel of the Lord, which he has taken against Babylon; and his devices, which he has devised upon the Chaldeans inhabiting it: surely lambs of their flock shall be destroyed: surely pasture shall be cut off from them.
46For at the sound of the taking of Babylon the earth shall quake, and a cry shall be heard among the nations.

Chapter 28

[edit]
1Thus saith the Lord; Behold, I stir up against Babylon, and against the Chaldeans dwelling therein, a deadly burning wind. και εγένετο εν τω τετάρτω έτει βασιλεύοντος Σεδεκίου βασιλέως Ιούδα εν μηνί τω πέμπτω είπέ μοι Ανανίας υιός Αζώρ ο ψευδοπροφήτης ο από Γαβαών εν οίκω κυρίου κατ΄ οφθαλμούς των ιερέων και παντός του λαού λέγων
2And I will send forth against Babylon spoilers, and they shall spoil her, and shall ravage her land. Woe to Babylon round about her in the day of her affliction. ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ συνέτριψα τον ζυγόν του βασιλέως Βαβυλώνος
3Let the archer bend his bow, and him that has armour put it on: and spare ye not her young men, but destroy ye all her host. έτι δύο έτη ημερών εγώ αποστρέψω εις τον τόπον τούτον πάντα τα σκεύη οίκου κυρίου
4And slain men shall fall in the land of the Chaldeans, and men pierced through shall fall without it. και Ιεχονίαν και την αποικίαν Ιούδα ότι συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος
5For Israel and Juda have not been forsaken of their God, of the Lord Almighty; whereas their land was filled with iniquity against the holy things of Israel. και είπεν Ιερεμίας ο προφήτης προς Ανανίαν κατ΄ οφθαλμούς των ιερέων και κατ΄ οφθαλμούς παντός του λαού των εστηκότων εν οίκω κυρίου
6Flee ye out of the midst of Babylon, and deliver every one his soul: and be not overthrown in her iniquity; for it is the time of her retribution from the Lord; he is rendering to her a recompence. και είπεν Ιερεμίας αληθώς ούτως ποιήσαι κύριος στήσαι κύριος τον λόγον σου ον συ προφητεύεις του επιστρέψαι τα σκεύη οίκου κυρίου και πάσαν την αποικίαν εκ Βαβυλώνος εις τον τόπον τούτον
7Babylon has been a golden cup in the Lord's hand, causing all the earth to be drunken: the nations have drunk of her wine; therefore they were shaken. πλην ακούσατε τον λόγον τούτον ον εγώ λέγω εις τα ώτα υμών και εις τα ώτα παντός του λαού
8And Babylon is fallen suddenly, and is broken to pieces: lament for her; take balm for her deadly wound, if by any means she may be healed. οι προφήται οι γεγονότες πρότεροι μου και πρότεροι υμών από του αιώνος και προεφήτευσαν επί γης πολλής και επί βασιλείας μεγάλας περί πολέμου και περί θλίψεως και περί λοιμού
9We tried to heal Babylon, but she was not healed: let us forsake her, and depart every one to his own country: for her judgment has reached to the heaven, it has mounted up to the stars. ο προφήτης ο προφητεύσας εις ειρήνην ελθόντος του λόγου γνώσονται τον προφήτην ον απέστειλεν αυτοίς κύριος εν πίστει
10The Lord has brought forth his judgment: come, and let us declare in Sion the works of the Lord our God. και έλαβεν Ανανίας τους κλοιούς από του τραχήλου Ιερεμίου και συνέτριψεν αυτούς
11Prepare the arrows; fill the quivers: the Lord has stirred up the spirit of the king of the Medes: for his wrath is against Babylon, to destroy it utterly; for it is the Lord's vengeance, it is the vengeance of his people. και είπεν Ανανίας κατ΄ οφθαλμούς παντός του λαού λέγων ούτως είπε κύριος ούτως συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Βαβυλώνος δύο έτη ημερών από των τραχήλων πάντων των εθνών και ώχετο Ιερεμίας εις την οδόν αυτού
12Lift up a standard on the walls of Babylon, prepare the quivers, rouse the guards, prepare the weapons: for the Lord has taken the work in hand, and will execute what he has spoken against the inhabitants of Babylon, και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν μετά το συντρίψαι Ανανίαν τους κλοιούς από του τραχήλου αυτού λέγων
13dwelling on many waters, and amidst the abundance of her treasures; thine end is come verily into thy bowels. βάδιζε και είπον προς Ανανίαν λέγων ούτως είπε κύριος κλοιούς ξυλίνους συνέτριψας και ποιήσω αντί τούτων κλοιούς σιδηρούς
14For the Lord has sworn by his arm, saying, I will fill thee with men as with locusts; and they that come down shall cry against thee. ότι ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ζυγόν σιδηρούν τέθεικα επί τον τράχηλον πάντων των εθνών εργάζεσθαι τω βασιλεί Βαβυλώνος του δουλεύειν αυτώ και γε τα κτήνη της γης έδωκα αυτώ
15The Lord made the earth by his power, preparing the world by his wisdom, by his understanding he stretched out the heaven. και είπεν Ιερεμίας τω Ανανία άκουε Ανανία ουκ απέσταλκέ σε κύριος και συ πεποιθέναι εποίησας τον λαόν τούτον επ΄ αδίκω
16At his voice he makes a sound of water in the heaven, and brings up clouds from the extremity of the earth; he makes lightnings for rain, and brings light out of his treasures. διά τούτο ούτως είπε κύριος ιδού εγώ εξαποστέλλω σε από προσώπου της γης τούτω τω ενιαυτώ αποθάνη ότι κατά του κυρίου ελάλησας
17Every man has completely lost understanding; every goldsmith is confounded because of his graven images: for they have cast false gods, there is no breath in them. και απέθανεν τω μηνί τω εβδόμω
18They are vain works, objects of scorn; in the time of their visitation they shall perish.
19Not such is Jacob's portion; for he that formed all things, he is his inheritance; the Lord is his name.
20Thou scatterest for me the weapons of war: and I will scatter nations by thee, and will destroy kings by means of thee.
21And by thee I will scatter the horse and his rider; and by thee I will scatter chariots and them that ride in them.
22And by thee I will scatter youth and maid; and by thee I will scatter man and woman.
23And by thee I will scatter the shepherd and his flock; and by thee I will scatter the husbandman and his husbandry; and by thee I will scatter leaders and the captains.
24And I will recompense to Babylon and to all the Chaldeans that dwell there all their mischiefs that they have done to Sion before your eyes, saith the Lord.
25Behold, I am against thee, the ruined mountain, that destroys the whole earth; and I will stretch out mine hand upon thee, and will roll thee down upon the rocks, and will make thee as a burnt mountain.
26And they shall not take from thee a stone for a corner, nor a stone for a foundation: for thou shalt be a desolation for ever, saith the Lord.
27Lift up a standard in the land, sound the trumpet among the nations, consecrate the nations against her, raise up kings against her by me, and that for the people of Achanaz; set against her engines of war; bring up against her horses as a multitude of locusts.
28Bring up nations against her, even the king of the Medes and of the whole earth, his rulers, and all his captains.
29The earth has quaked and been troubled, because the purpose of the Lord has risen up against Babylon, to make the land of Babylon a desolation, and uninhabitable.
30The warrior of Babylon has failed to fight; they shall sit there in the siege; their power is broken; they are become like women; her tabernacles have been set on fire; her bars are broken.
31One shall rush, running to meet another runner, and one shall go with tidings to meet another with tidings, to bring tidings to the king of Babylon, that his city is taken.
32At the end of his passages they were taken, and his cisterns they have burnt with fire, and his warriors are going forth.
33For thus saith the Lord, The houses of the king of Babylon shall be threshed as a floor in the season; yet a little while, and her harvest shall come.
34He has devoured me, he has torn me asunder, airy darkness has come upon me; Nabuchodonosor king of Babylon has swallowed me up, as a dragon has he filled his belly with my delicacies.
35My troubles and my distresses have driven me out into Babylon, shall she that dwells in Sion say; and my blood shall be upon the Chaldeans dwelling there, shall Jerusalem say.
36Therefore thus saith the Lord, Behold, I will judge thine adversary, and I will execute vengeance for thee; and I will waste her sea, and dry up her fountain.
37And Babylon shall be a desolation, and shall not be inhabited.
38For they rose up together as lions, and as lions' whelps.
39In their heat I will give them a draught, and make them drunk, that they may be stupified, and sleep an everlasting sleep, and not awake, saith the Lord.
40And bring thou them down as lambs to the slaughter, and rams with kids.
41How has the boast of all the earth been taken and caught in a snare! how has Babylon become a desolation among the nations!
42The sea has come up upon Babylon with the sound of its waves, and she is covered.
43Her cities are become like a dry and trackless land; not so much as one man shall dwell in it, neither shall a son of man lodge in it.
44And I will take vengeance on Babylon, and bring forth out of her mouth what she has swallowed down, and the nations shall no more be gathered to her:
45and in Babylon the slain men of all the earth shall fall.
46Go forth of the land, ye that escape, and stay not; ye that are afar off, remember the Lord, and let Jerusalem come into your mind.
47We are ashamed, because we have heard our reproach; disgrace has covered our face; aliens are come into our sanctuary, even into the house of the Lord.
48Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when I will take vengeance upon her graven images: and slain men shall fall in all her land.
49For though Babylon should go up as the heaven, and though she should strengthen her walls with her power, from me shall come they that shall destroy her, saith the Lord.
50A sound of a cry in Babylon, and great destruction in the land of the Chaldeans:
51for the Lord has utterly destroyed Babylon, and cut off from her the great voice sounding as many waters: he has consigned her voice to destruction.
52For distress has come upon Babylon, her warriors are taken, their bows are useless: for God recompenses them.
53The Lord recompenses, and will make her leaders and her wise men and her captains completely drunk, saith the King, the Lord Almighty is his name.
54Thus saith the Lord, The wall of Babylon was made broad, but it shall be completely broken down, and her high gates shall be burnt with fire; and the peoples shall not labour in vain, nor the nations fail in their rule.
55THE WORD WHICH THE LORD COMMANDED THE PROPHET JEREMIAS to say to Saraeas son of Nerias, son of Maasaeas, when he went from Sedekias king of Juda to Babylon, in the fourth year of his reign. And Saraeas was over the bounties.
56And Jeremias wrote in a book all the evils which should come upon Babylon, even all these words that are written against Babylon.
57And Jeremias said to Saraeas, When thou art come to Babylon, and shalt see and read all these words;
58then thou shalt say, O Lord God, thou hast spoken against this place, to destroy it, and that there should be none to dwell in it, neither man nor beast; for it shall be a desolation for ever.
59And it shall come to pass, when thou shalt cease from reading this book, that thou shalt bind a stone upon it, and cast it into the midst of Euphrates;
60and shalt say, Thus shall Babylon sink, and not rise, because of the evils which I bring upon it.

Chapter 29

[edit]
1THUS SAITH THE LORD AGAINST THE PHILISTINES; και ούτοι οι λόγοι της βίβλου ους απέστειλεν Ιερεμίας προφήτης εξ Ιερουσαλήμ προς τους πρεσβυτέρους της αποικίας και προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας και προς πάντα τον λαόν ον απώκισε Ναβουχοδονόσορ εξ Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα
2Behold, waters come up from the north, and shall become a sweeping torrent, and it shall sweep away the land, and its fulness; the city, and them that dwell in it: and men shall cry and all that dwell in the land shall howl, ύστερον εξελθόντος Ιεχονίου του βασιλέως και της βασιλίσσης και των ευνούχων και παντός ελευθέρου και δεσμώτου και τεχνίτου εξ Ιερουσαλήμ
3at the sound of his rushing, at the sound of his hoofs, and at the rattling of his chariots, at the noise of his wheels: the fathers turned not to their children because of the weakness of their hands, εν χειρί Ελέασα υιόυ Σαφάν και Γαμαρίου υιόυ Χελκίου ον απέστειλε Σεδεκίας βασιλεύς Ιούδα προς βασιλέα Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα λέγων
4in the day that is coming to destroy all the Philistines: and I will utterly destroy Tyre and Sidon and all the rest of their allies: for the Lord will destroy the remaining inhabitants of the islands. ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ επί την αποικίαν ην απώκισεν από Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα
5Baldness is come upon Gaza; Ascalon is cast away, and the remnant of the Enakim. οικοδομήσατε οικίας και κατοικήσατε και φυτεύσατε παραδείσους και φάγεσθε τους καρπούς αυτών
6How long wilt thou smite, O sword of the Lord? how long will it be ere thou art quiet? return into thy sheath, rest, and be removed. και λάβετε γυναίκας και τεκνοποιήσατε υιούς και θυγατέρας και λάβετε τοις υιοίς υμών γυναίκας και τας θυγατέρας υμών δότε ανδράσι και τέξονται υιούς και θυγατέρας και πληθύνεσθε και μη σμικρυνθήτε
7How shall it be quiet, whereas the Lord has given it a commission against Ascalon, and against the regions on the sea-coast, to awake against the remaining countries! CONCERNING IDUMEA, thus saith the Lord; There is no longer wisdom in Thaeman, counsel has perished from the wise ones, their wisdom is gone, και ζητήσατε εις ειρήνην της γης εις ην απώκισα υμάς εκεί και προσεύξασθε περί αυτών προς κύριον ότι εν τη ειρήνη αυτών έσται ειρήνη υμίν
8their place has been deceived. Dig deep for a dwelling, ye that inhabit Daedam, for he has wrought grievously: I brought trouble upon him in the time at which I visited him. ότι ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ μη αναπειθέτωσαν υμάς οι ψευδοπροφήται οι εν υμίν και μη αναπειθέτωσαν υμάς οι μάντεις υμών και μη ακούετε εις τα ενύπνια υμών α υμείς ενυπνιάζεσθε
9For grape-gatherers are come, who shall not leave thee a remnant; as thieves by night, they shall lay their hand upon thy possessions. ότι άδικα αυτοί προφητεύουσιν υμίν επί τω ονόματί μου και ουκ απέστειλα αυτούς λέγει κύριος
10For I have stripped Esau, I have uncovered their secret places; they shall have no power to hide themselves, they have perished each by the hand of his brother, my neighbour, and it is impossible ότι ούτως είπε κύριος όταν μέλλη πληρούσθαι εν Βαβυλώνι εβδομήκοντα έτη επισκέψομαι υμάς και επιστήσω τους λόγους μου εφ΄ υμάς του επιστρέψαι τον λαόν υμών εις τον τόπον τούτον
11for thy fatherless one to be left to live, but I shall live, and the widows trust in me. και λογιούμαι εφ΄ υμάς λογισμόν ειρήνης και ου κακά του δούναι υμίν ταύτα
12For thus saith the Lord; They who were not appointed to drink the cup have drunk it; and thou shalt by no means be cleared: και προσεύξασθε προς με και εισακούσομαι υμών
13for by myself I have sworn, saith the Lord, that thou shalt be in the midst of her an impassable land, and a reproach, and a curse; and all her cities shall be desert for ever. και εκζητήσετέ με και ευρήσετέ με ότι όταν εκζητήσητέ με εν όλη καρδία υμών
14I have heard a report from the Lord, and he has sent messengers to the nations, saying, Assemble yourselves, and come against her; rise ye up to war. και επιφανούμαι υμίν
15I have made thee small among the nations, utterly contemptible among men. ότι είπατε κατέστησεν ημίν κύριος προφήτας εν Βαβυλώνι
16Thine insolence has risen up against thee, the fierceness of thine heart has burst the holes of the rocks, it has seized upon the strength of a lofty hill; for as an eagle he set his nest on high: thence will I bring thee down. ούτω λέγει κύριος προς τον βασιλέα τον καθήμενον επί θρόνου Δαυίδ και προς πάντα τον λαόν τον κατοικούντα εν τη πόλει ταύτη και προς τους αδελφούς υμών οι ουκ εξεπορεύθησαν μεθ΄ υμών εις αιχμαλωσίαν
17And Idumea shall be a desert: every one that passes by shall hiss at it. ούτω λέγει κύριος των δυνάμεων ιδού εγώ αποστελώ εις αυτούς μάχαιραν και λιμόν και λοιμόν και θήσω αυτούς ως σύκα πονηρά α ουκ έδεσθαι δύνανται υπό της πονηρίας
18As Sodom was overthrown and Gomorrha and they that sojourned in her, saith the Lord Almighty, no man shall dwell there, nor shall any son of man inhabit there. και διώξω αυτούς εν μαχαίρα και λιμώ και λοιμώ και δώσω αυτούς εις κίνησιν εν πάσαις ταις βασιλείαις της γης και εις κατάραν και εις απορίαν και εις συρισμόν και εις ονειδισμόν πάσι τοις έθνεσι προς ους εγώ εκβάλλω αυτούς
19Behold, he shall come up as a lion out of the midst of Jordan to the place of Aetham: for I will speedily drive them from it, and do ye set the young men against her: for who is like me? and who will withstand me? and who is this shepherd, who shall confront me? διότι ουκ ήκουσαν τα ρήματά λέγει κύριος α άπεσταλκα προς αυτούς διά τους δούλους μου τους προφήτας ορθρίζων και αποστέλλων και ουκ ηκούσατε λέγει κύριος
20Therefore hear ye the counsel of the Lord, which he has framed against Idumea; and his device, which he has devised against the inhabitants of Thaeman: surely the least of the sheep shall be swept off; surely their dwelling shall be made desolate for them. υμείς ουν ακούσατε των λόγων κυρίου πάσα η μετοικεσία ην απέσταλκα από Ιερουσαλήμ εις Βαβυλώνα
21For at the sound of their fall the earth was scared, and the cry of the sea was not heard. ούτως είπε κύριος επί Αχάβ υιός Κωλιά και επί Σεδεκίαν υιός Μαασία τους προφητεύοντας υμίν εν ονόματί μου ψευδώς ιδού εγώ δίδωμι αυτούς εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος και πατάξει αυτούς κατ΄ οφθαλμούς υμών
22Behold, he shall look upon her as an eagle, and spread forth his wings over her strongholds; and the heart of the mighty men of Idumea shall be in that day as the heart of a woman in her pangs. και λήψονται απ΄ αυτών κατάραν εν πάση τη αποικία Ιούδα εν Βαβυλώνι λέγοντες ποιήσαι σε κύριος ως Σεδεκίαν εποίησε και ως Αχάβ ους απετηγάνισε βασιλεύς Βαβυλώνος εν πυρί
23 δι΄ ην εποίησαν ανομίαν εν Ιερουσαλήμ και εμοιχώντο τας γυναίκας των πολιτών αυτών και λόγον εχρημάτισαν επι τω ονόματί μου ον ου συνέταξα αυτοίς και εγώ μάρτυς φησί κύριος
24 και προς Σαμάϊαν τον Νεελαμίτην ερείς
25 ουκ απέστειλά σε τω ονόματί μου και προς Σοφονίαν υιόν Μαασαίου τον ιερέα είπε
26 κύριος έδωκέ σε ιερέα αντί Ιωδάε του ιερέως γενέσθαι επιστάτην εν τω οίκω κυρίου παντί ανθρώπω προφητεύοντι και παντί ανθρώπω μαινομένω και δώσεις αυτόν εις το απόκλεισμα και εις τον καταράκτην
27 και νυν διατί ουκ συνελοιδορήσατε Ιερεμίαν τον εξ Αναθώθ τον προφητεύσαντα υμίν
28 ότι διά τούτο απέστειλεν προς ημάς εν Βαβυλώνι λέγων μακραν εστιν οικοδομήσατε οικίας και κατοικήσατε και φυτεύσατε κήπους και φάγεσθε των καρπών αυτών
29 και ανέγνω Σοφονίας το βιβλίον εις τα ώτα Ιερεμίου του προφήτου
30 και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων
31 απόστειλον προς πάσαν την αποικίαν λέγων ούτως είπε κύριος επί Σαμαϊαν τον Νεελαμίτην επειδή προεφήτευσεν υμίν Σαμαϊας και εγώ ουκ απέστειλα αυτόν και πεποιθέναι εποίησεν υμάς επ΄ αδικω
32 διά τούτο ούτως είπε κύριος ιδού εγώ επισκέψομαι επί Σαμαίαν και επί το γένος αυτού και ουκ έσται αυτώ άνθρωπος εν μέσω υμών του ειδείν τα αγαθά α εγώ ποιήσω υμίν λέγει κύριος ότι αποστασίαν ελάλησεν κατά του κυρίου

Chapter 30

[edit]
1CONCERNING THE SONS OF AMMON thus saith the Lord, Are there no sons in Israel? or have they no one to succeed them? wherefore has Melchol inherited Galaad, and why shall their people dwell in their cities? ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά κυρίου ειπείν
2Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when I will cause to be heard in Rabbath a tumult of wars; and they shall become a waste and ruined place, and her altars shall be burned with fire; then shall Israel succeed to his dominion. ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ λέγων γράψον πάντας τους λόγους ους εχρημάτισα προς σε επί βιβλίω
3Howl, O Esebon, for Gai has perished; cry, ye daughters of Rabbath, gird yourselves with sack-clothes, and lament; for Melchol shall go into banishment, his priests and his princes together. ότι ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και αποστρέψω την αποικίαν λαού μου Ισραήλ και Ιούδα είπε κύριος και αποστρέψω αυτούς εις την γην ην έδωκα τοις πατράσιν αυτών και κυριεύσουσιν αυτής
4Why do ye exult in the plains of the Enakim, thou haughty daughter, that trustest in thy treasures, that sayest, Who shall come in to me? και ούτοι οι λόγοι ους ελάλησε κύριος επί Ισραήλ και Ιούδα
5Behold, I will bring terror upon thee, saith the Lord, from all the country round about thee; and ye shall be scattered every one right before him, and there is none to gather you. ούτως είπε κύριος φωνήν φόβου ακούσεσθε φόβος και ουκ έστιν ειρήνη
6CONCERNING DAMASCUS. Emath is brought to shame, and Arphath: for they have heard an evil report: they are amazed, they are angry, they shall be utterly unable to rest. ερωτήσατε και ίδετε ει έτεκεν άρσεν διότι εώρακα πάντα άνθρωπον και αι χείρες αυτού επί της οσφύος αυτού ως τικτούσης και εστράφησαν πρόσωπα εις ίκτερον
7Damascus is utterly weakened, she is put to flight; trembling has seized upon her. ουαί ότι μεγάλη η ημέρα εκείνη και ουκ έστι τοιαύτη και χρόνος στενός εστι τω Ιακώβ και από τούτου σωθήσεται
8How has she not left my city, they have loved the village? εν τη ημέρα εκείνη είπε κύριος των δυνάμεων συντρίψω τον ζυγόν από του τραχήλου αυτών και τους δεσμούς αυτών διαρρήξω και ουκ εργώνται αυτοί έτι αλλοτρίοις
9Therefore shall the young men fall in thy streets, and all thy warriors shall fall, saith the Lord. και εργώνται τω κυρίω θεώ αυτών και τον Δαυίδ βασιλέα αυτών αναστήσω αυτοίς
10And I will kindle a fire in the wall of Damascus, and it shall devour the streets of the son of Ader. συ δε μη φοβού δουλέ μου Ιακώβ λέγει κύριος ου δε μη πτοηθής Ισραήλ ότι ιδού εγώ σώσω σε εκ γης μακρόθεν και το σπέρμα σου εκ γης της αιχμαλωσίας αυτών και αποστραφήσεται Ιακώβ και αναπαύσει και περισσεύσει πάσι τοις αγαθοίς και ουκ έσται ο φοβούμενος
11CONCERNING KEDAR THE QUEEN OF THE PALACE, WHOM NABUCHODONOSOR KING OF BABYLON SMOTE, thus saith the Lord; Arise ye, and go up to Kedar, and fill the sons of Kedem. ότι μετά σου ειμί λέγει κύριος του σώζειν σε ποιήσω συντέλειαν εν πάσι τοις έθνεσι εν αις διέσπειρά σε σε δε ου ποιήσω εις συντέλειαν αλλά παιδεύσω σε εν κρίσει και καθαρίζων ου καθαριώ σε
12They shall take their tents and their sheep, they shall take for themselves their garments, and all their baggage and their camels; and summon ye destruction against them from every side. ούτως είπε κύριος ανέστησα σύντριμμα αλγηρά η πληγή σου
13Flee ye, dig very deep for a dwelling-place, ye that dwell in the palace; for the king of Babylon has framed a counsel, and devised a device against you. ουκ έστι κρίνων κρίσιν σου εις αλγηρόν ιατρεύθης ωφέλεια σοι ουκ έστι
14Rise up, and go up against a nation settled and dwelling at ease, who have no doors, nor bolts, nor bars, who dwell alone. πάντες οι φίλοι σου επελάθοντό σε ου επερωτήσουσιν ότι πληγήν εχθρού έπαισά σε παιδείαν στερεάν επί πάσαν αδικίαν σου επλήθυναν αι αμαρτίαι σου
15And their camels shall be a spoil, and the multitude of their cattle shall be destroyed: and I will scatter them as chaff with every wind, having their hair cut about their foreheads, I will bring on their overthrow from all sides, saith the Lord. τι βόας επί συντρίμματί σου ανίατος ο πόνος σου διά του πλήθους της αδικίας σου και διά των αμαρτιών σου των σκληρών εποίησά σοι ταύτα
16And the palace shall be a resting-place for ostriches, and desolate for ever: no man shall abide there, and no son of man shall dwell there. διά τούτο πάντες οι εσθίοντές σε βρωθήσονται και πάντες οι εχθροί σου εις αιχμαλωσίαν ήξουσιν και έσονται οι διαφορούντές σε εις διαφόρημα και πάντας τους προνομεύσαντάς σε δώσω εις προνομήν
17 ότι ανάξω το ίαμά σου από πληγής οδυνηράς ιατρεύσω σε φησί κύριος ότι εσπαρμένη εκλήθης Σιών ότι ζητών ουκ έστιν αυτήν
18 ούτως είπε κύριος ιδού εγώ αποστρεψω την αποικίαν Ιακώβ και την αιχμαλωσίαν αυτού ελεήσω και οικοδομηθήσεται πόλις επί το ύψος αυτής και ο λαός κατά το κρίμα αυτού καθεδείται
19 και εξελεύσονται απ΄ αυτών άδοντες και φωνή παιζόντων και πλεονάσω αυτούς και ου ελαττωθώσι
20 και εισελεύσονται οι υιοί αυτού ως το πρότερον και τα μαρτύρια αυτών κατά πρόσωπόν μου ορθωθήσεται και επισκέψομαι επί πάντας τους θλίβοντας αυτούς
21 και έσονται ισχυρότεροι αυτού επ΄ αυτούς και ο άρχων αυτού εξ αυτού εξελεύσεται και συνάξω αυτούς και αποστρέψουσι προς με ότι τις εστίν ούτος ος έδωκε την καρδίαν αυτού αποστρέψαι προς με φησι κύριος
22 και έσεσθέ μοι εις λαόν καγώ έσομαι υμίν εις κύριον
23 ότι οργή κυρίου εξήλθε θυμώδης εξήλθεν οργή στρεφομένη επ΄ ασεβείς ήξει
24 ου αποστραφή οργή θυμού κυρίου έως ποιήση και έως καταστήση εγχείρημα καρδίας αυτού επ΄ εσχάτου των ημερών γνώσεσθε αυτά

Chapter 31

[edit]
1Thus has the Lord said concerning MOAB, Woe to Nabau! for it has perished: Cariathaim is taken: Amath and Agath are put to shame. εν τω χρόνω εκείνω είπε κύριος έσομαι εις θεόν τω γένει Ισραήλ και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν
2There is no longer any healing for Moab, nor glorying in Esebon: he has devised evils against her: we have cut her off from being a nation, and she shall be completely still: after thee shall go a sword; ούτως είπε κύριος εύρον θερμόν εν ερήμω μετά ολωλότων εν μαχαίρα βαδίσατε και μη ολέσητε τον Ισραήλ
3for there is a voice of men crying out of Oronaim, destruction and great ruin. κύριος πόρρωθεν οφθήσεται αυτώ αγαπησιν αιώνιον ηγάπησά σε διά τούτο είλκυσά σε εις οικτείρημα
4Moab is ruined, proclaim it to Zogora: ότι οικοδομήσω σε και οικοδομηθήση παρθένος Ισραήλ έτι λήψη τύμπανόν σου και εξελεύση μετά συναγωγής παιζόντων
5for Aloth is filled with weeping: one shall go up weeping by the way of Oronaim; ye have heard a cry of destruction. ότι εφυτεύσατε αμπελώνας εν όρεσι Σαμαρείας φυτεύσαντες φυτεύσατε και αινέσαντες αινέσατε
6Flee ye, and save your lives, and ye shall be as a wild ass in the desert. ότι έστιν ημέρα κλήσεως απολογουμένων εν όρεσιν Εφραϊμ ανάστητε και ανάβητε εν Σιών προς κύριον τον θεόν υμών
7Since thou hast trusted in thy strong-hold, therefore thou shalt be taken: and Chamos shall go forth into captivity, and his priests, and his princes together. ότι ούτως είπε κύριος τω Ιακώβ ευφράνθητε και χρεμετίσατε επί κεφαλήν εθνών ακουστά ποιήσατε και αινέσατε είπατε έσωσε κύριος τον λαόν αυτού το κατάλοιπον Ισραήλ
8And destruction shall come upon every city, it shall by no means escape; the valley also shall perish, and the plain country shall be completely destroyed, as the Lord has said. ιδού εγώ άγω αυτούς από βορρά και συνάξω αυτούς απ΄ εσχάτου της γης εν εορτή φασέκ και τεκνοποιήσει όχλον πολύν και αποστρέψουσιν ώδε
9Set marks upon Moab, for she shall be touched with a plague-spot, and all her cities shall become desolate; whence shall there be an inhabitant for her? εν κλαυθμώ εξήλθον και εν παρακλήσει άξω αυτούς αυλίζων επί διώρυγας υδάτων εν οδώ ορθή και ου πλανηθώσιν εν αυτή ότι εγενόμην τω Ισραήλ εις πατέρα και Εφραϊμ πρωτότοκός μου εστίν
10Cursed is the man that does the works of the Lord carelessly, keeping back his sword from blood. ακούσατε λόγους κυρίου έθνη και αναγγείλατε εις νήσους τας μακρόθεν είπατε ο λικμήσας τον Ισραήλ συνάξει αυτόν και φυλάξει αυτόν ως ο βόσκων ποίμνιον αυτού
11Moab has been at ease from a child, and trusted in his glory; he has not poured out his liquor from vessel to vessel, and has not gone into banishment, therefore his taste remained in him, and his smell departed not. ότι ελυτρώσατο κύριος τον Ιακώβ και εξείλετο αυτόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού
12Therefore, behold, his days come, saith the Lord, when I shall send upon him bad leaders, and they shall lead him astray, and they shall utterly break in pieces his possessions, and shall cut his horns asunder. και ήξουσι και ευφρανθήσονται εν τω όρει Σιών και ήξουσιν επ΄ αγαθά κυρίου επί γην σίτου και οίνου και ελαίου και καρπών και κτηνών και προβάτων και έσται η ψυχή αυτών ώσπερ ξύλον έγκαρπον και ου πεινάσουσιν έτι
13And Moab shall be ashamed of Chamos, as the house of Israel was ashamed of Baethel their hope, having trusted in them. τότε χαρήσονται παρθένοι εν συναγωγή νεανίσκων και πρεσβύται χαρήσονται και στρέψω το πένθος αυτών εις χαρμοσύνην και παρακληθήσομαι αυτούς και ποιήσω αυτούς ευφραινομένους
14How will ye say, We are strong, and men strong for war? μεγαλυνώ και μεθύσω την ψυχήν των ιερέων υιών Λευί και ο λαός μου των αγαθών μου εμπλησθήσεται ούτως είπε κύριος
15Moab is ruined, even his city, and his choice young men have gone down to slaughter. φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός Ραχήλ αποκλαιομένη τους υιούς αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ εισίν
16The day of Moab is near at hand, and his iniquity moves swiftly to vengeance. ούτως είπε κύριος διαλειπέτω η φωνή σου από κλαυθμού και οι οφθαλμοί σου από δακρύων ότι έστι μισθός τοις σοις έργοις λέγει κύριος και επιστρέψουσιν εκ γης εχθρών
17Shake the head at him, all ye that are round about him; all of you utter his name; say ye, How is the glorious staff broken to pieces, the rod of magnificence! και έσται ελπίς τοις εσχάτοις σου λέγει κύριος και επιστρέψονται οι υιοί εις τα όρια αυτών
18Come down from thy glory, and sit down in a damp place: Daebon shall be broken, because Moab is destroyed: there has gone up against thee one to ravage thy strong-hold. ακούων ήκουσα Εφραϊμ οδυρομένου επαίδευσάς με και επαιδεύθην εγώ ώσπερ μόσχος ουκ εδιδάχθην επίστρεψόν με και επιστρέψω ότι συ κύριος ο θεός μου
19Stand by the way, and look, thou that dwellest in Arer; and ask him that is fleeing, and him that escapes, and say, What has happened? ότι ύστερον αιχμαλωσίας μου μετενόησα και ύστερον του γνώναί με εστέναξα εφ΄ ημέρας αισχύνης και υπέδειξά σε ότι έλαβον ονειδισμόν εκ νεότητός μου
20Moab is put to shame, because he is broken: howl and cry; proclaim in Arnon, that Moab has perished. υιός αγαπητός Εφραϊμ εμοί παιδίον εντρυφών ότι ανθ΄ οι λόγοι μου εν αυτώ μνεία μνησθήσομαι αυτού διά τούτο έσπευσα επ΄ αυτώ ελεών ελεήσω αυτόν φησί κύριος
21And judgment is coming against the land of Misor, upon Chelon, and Rephas, and Mophas, στήσον σεαυτή επισκόπους ποίησον τιμωρίαν δος καρδίαν σου εις τους ώμους σου εν οδόν η επορεύθης αποστράφηθι παρθένος Ισραήλ αποστράφηθι εις τας πόλεις σου πενθούσα
22and upon Daebon, and upon Nabau, and upon the house of Daethlathaim, έως πότε αποστρέψεις θυγάτηρ ητιμωμένη ότι έκτισε κύριος σωτηρίαν εις καταφύτευσιν καινήν εν σωτηρία σου περιελεύσονται άνθρωποι
23and upon Cariathaim, and upon the house of Gaemol, and upon the house of Maon, ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ έτι ερούσι τον λόγον τούτον εν γη Ιούδα και εν πόλεσιν αυτού όταν αποστρέψω την αποικίαν αυτού ευλογημένος κύριος επί δίκαιον όρος το άγιον αυτού
24and upon Carioth, and upon Bosor, and upon all the cities of Moab, far and near. και οι ενοικούντες εν ταις πόλεσιν Ιούδα και εν πάση τη γη αυτού άμα γεωργώ και αρθήσεται εν ποιμνίω
25The horn of Moab is broken, and his arm is crushed. ότι εμέθυσα ψυχήν διψώσαν και πάσαν ψυχήν πεινώσαν ενέπλησα
26Make ye him drunk; for he has magnified himself against the Lord: and Moab shall clap with his hand, and shall be also himself a laughing-stock. διά τούτο εξηγέρθην και είδον και ο ύπνος μου ηδύς μοι εγενήθη
27For surely Israel was to thee a laughing-stock, and was found among thy thefts, because thou didst fight against him. ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και σπερώ τον Ισραήλ και τον Ιούδαν σπέρμα ανθρώπου και σπέρμα κτήνους
28The inhabitants of Moab have left the cities, and dwelt in rocks; they have become as doves nestling in rocks, at the mouth of a cave. και έσται ώσπερ εγρηγόρουν επ΄ αυτούς και καθαιρείν και κακούν ούτως γρηγορήσω επ΄ αυτούς του οικοδομείν και καταφυτεύειν φησί κύριος
29And I have heard of the pride of Moab, he has greatly heightened his pride and his haughtiness, and his heart has been lifted up. εν ταις ημέραις εκείναις ου είπωσιν οι πατέρες έφαγον όμφακα και οι οδόντες των τέκνων ημωδίασαν
30But I know his works: is it not enough for him? has he not done thus? αλλ΄ έκαστος εν τη εαυτού αμαρτία αποθανείται και του φαγόντος τον όμφακα αιμωδιάσουσιν οι οδόντες
31Therefore howl ye for Moab on all sides; cry out against the shorn men in a gloomy place. I will weep for thee, ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και διαθήσομαι τω οίκω Ισραήλ και τω οίκω Ιούδα διαθήκην καινήν
32O vine of Aserema, as with the weeping of Jazer: thy branches are gone over the sea, they reached the cities of Jazer: destruction has come upon thy fruits, and upon thy grape-gatherers. ου κατά την διαθήκην ην διεθέμην τοις πατράσιν αυτών εν ημέρα εν η επελαβόμην της χειρός αυτών εξαγαγείν αυτούς εκ γης Αιγύπτου ότι αυτοί ουκ ενέμειναν εν τη διαθήκη μου και εγώ ημέλησα αυτών φησί κύριος
33Joy and gladness have been utterly swept off the land of Moab: and though there was wine in thy presses, in the morning they trod it not, neither in the evening did they raise the cry of joy. ότι αύτη η διαθήκη μου ην διαθήσομαι τω οίκω Ισραήλ μετά τας ημέρας εκείνας φησί κύριος δώσω νόμους μου εις την διάνοιαν αυτών και επί καρδίας αυτών γράψω αυτούς και έσομαι αυτοίς εις θεόν και αυτοί έσονταί μοι εις λαόν
34From the cry of Esebon even to Aetam their cities uttered their voice, from Zogor to Oronaim, and their tidings as a heifer of three years old, for the water also of Nebrin shall be dried up. και ου διδάξωσιν έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος τον αδελφόν αυτού λέγων γνώθι τον κύριον ότι πάντες ειδήσουσί με από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών λέγει κύριος ότι ίλεως έσομαι ταις αδικίαις αυτών και των αμαρτιών αυτών ου μνησθώ έτι
35And I will destroy Moab, saith the Lord, as he comes up to the altar, and burns incense to his gods. ούτως είπε κύριος ο δους τον ήλιον εις φως της ημέρας σελήνην και αστέρας εις φως της νυκτός και κραυγήν εν θαλάσση και εβόμβησαν τα κύματα αυτής κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ
36Therefore the heart of Moab shall sound as pipes, my heart shall sound as a pipe for the shorn men; forasmuch as what every man has gained has perished from him. εάν παύσωνται οι νόμοι ούτοι από προσώπου μου φησί κύριος και το γένος Ισραήλ παύσεται γενέσθαι έθνος κατά πρόσωπόν μου πάσας τας ημέρας
37They shall all have their heads shaved in every place, and every beard shall be shaved; and all hands shall beat the breasts, and on all loins shall be sackcloth. τάδε λέγει κύριος εάν υψωθή ο ουρανός εις το μετέωρον και εάν ταπεινωθή το έδαφος της γης κάτω και εγώ ουκ αποδοκιμώ το γένος Ισραήλ λέγει κύριος περί πάντων ων εποίησαν
38And on all the housetops of Moab, and in his streets shall be mourning: for I have broken him, saith the Lord, as a vessel, which is useless. ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και οικοδομηθήσεται πόλις τω κυρίω από πύργου Ανανεήλ έως πύλης της γωνίας
39How has he changed! how has Moab turned his back! Moab is put to shame, and become a laughing-stock, and an object of anger to all that are round about him. και εξελεύσεται η διαμέτρησις αυτής απέναντι αυτής έως βουνών Γαρείβ και περικυκλωθήσεται κύκλω εξ εκλεκτών λίθων
40For thus said the Lord; και πάσαν φάραγγα Φαγαρίμ και σποδού και πάσαν Ασαρημώθ έως χειμάρρου Κεδρών έως γωνίας πύλης ίππων ανατολής αγίασμα τω κυρίω και ουκέτι εκτίλη και ου καθαιρεθή έως του αιώνος
41Carioth is taken, and the strong-holds have been taken together.
42And Moab shall perish from being a multitude, because he has magnified himself against the Lord.
43A snare, and fear, and the pit, are upon thee, O inhabitant of Moab.
44He that flees from the terror shall fall into the pit, and he that comes up out of the pit shall even be taken in the snare: for I will bring these things upon Moab in the year of their visitation.

Chapter 32

[edit]
1Thus said the Lord God of Israel; Take the cup of this unmixed wine from mine hand, and thou shalt cause all the nations to drink, to whom I send thee. ο λόγος ο γενόμενος παρά κυρίου προς Ιερεμίαν εν τω ενιαυτώ τω δεκάτω Σεδεκία βασιλεί Ιούδα ούτος ενιαυτός οκτωκαιδέκατος Ναβουχοδονόσορ βασιλεί Βαβυλώνος
2And they shall drink, and vomit, and be mad, because of the sword which I send among them. και δύναμις βασιλέως Βαβυλώνος εχαράκωσεν επί Ιερουσαλήμ και Ιερεμίας εφυλάσσετο εν αυλή της φυλακής η εστιν εν οίκω του βασιλέως Ιούδα
3So I took the cup out of the Lord's hand, and caused the nations to whom the Lord sent me to drink: εν η κατέκλεισεν αυτόν ο βασιλεύς Σεδεκίας λέγων διατί συ προφητεύεις λέγων ούτως είπε κύριος ιδού εγώ δίδωμι την πόλιν ταύτην εν χειρί βασιλέως Βαβυλώνος και λήψεται αυτήν
4Jerusalem, and the cities of Juda, and the kings of Juda, and his princes, to make them a desert place, a desolation, and a hissing; και Σεδεκίας ου σωθή εκ χειρός των Χαλδαίων ότι παραδόσει παραδοθήσεται εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος και λαλήσει στόμα αυτού προς στόμα αυτού και οι οφθαλμοί αυτού τους οφθαλμούς αυτού όψονται
5and Pharao king of Egypt, and his servants, and his nobles, and all his people; και εισελεύσεται Σεδεκίας εις Βαβυλώνα και εκεί καθίείται έως ου σκέψωμαι αυτόν λέγει κύριος εάν δε πολεμήσητε κατά των Χαλδαίων ουκ ευοδωθήσεσθε
6and all the mingled people, and all the kings of the Philistines, and Ascalon, and Gaza, and Accaron, and the remnant of Azotus, και είπεν και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων
7and Idumea, and the land of Moab, and the children of Ammon, ιδού Αναμεήλ υιός Σαλώμ αδελφού πατρός σου έρχεται προς σε λέγων κτήσαι σεαυτώ τον αγρόν μου τον εν Αναθώθ ότι σοι κρίσις παραλαβείν εις κτήσιν
8and the kings of Tyre, and the kings of Sidon, and the kings in the country beyond the sea, και ήλθε προς με Αναμεήλ υιός Σαλώμ αδελφού πατρός μου κατά τον λόγον κυρίου εις την αυλήν της φυλακής και είπέ μοι κτήσαι σεαυτώ τον αγρόν μου τον εν Αναθώθ εν γη Βενιαμίν ότι σοι κρίμα κτήσασθαι και συ πρεσβύτερος και έγνων ότι λόγος κυρίου εστί
9and Daedan, and Thaeman, and Ros, and every one that is shaved round about the face, και εκτησάμην τον αγρόν Αναμεήλ υιόυ αδελφού πατρός μου τον εν Αναθώθ και έστησα αυτώ επτά σίκλους και δέκα αργυρίου
10and all the mingled people lodging in the wilderness, και έγραψα εις βιβλίον και εσφραγισάμην και διεμαρτυράμην μάρτυρας και έστησα το αργύριον εν ζυγώ
11and all the kings of Aelam, and all the kings of the Persians, και έλαβον το βιβλίον της κτήσεως το ανεγνωσμένον και εσφραγισμένον
12and all the kings from the north, the far and the near, each one with his brother, and all the kingdoms which are on the face of the earth. και έδωκα αυτό τω Βαρούχ υιώ Νηρίου υιώ Μαασαίου κατ΄ οφθαλμούς Αναμεήλ υιόυ αδελφού πατρός μου και κατ΄ οφθαλμούς των εστηκότων μαρτύρων και γραφόντων εν τω βιβλίω της κτήσεως και κατ΄ οφθαλμούς πάντων των Ιουδαίων των καθημένων εν τη αυλή της φυλακής
13And thou shalt say to them, Thus said the Lord Almighty; Drink ye, be ye drunken; and ye shall vomit, and shall fall, and shall in nowise rise, because of the sword which I send among you. και συνέταξα τω Βαρούχ κατ΄ οφθαλμούς αυτών λέγων
14And it shall come to pass, when they refuse to take the cup out of thine hand, to drink it, that thou shalt say, Thus said the Lord; Ye shall surely drink. ούτως είπε κύριος παντοκράτωρ ο θεός Ισραήλ λάβε το βιβλίον της κτήσεως τούτο και το βιβλίον το εσφραγισμένον και ανεγωνσμένον και θήσεις εις αγγείον οστράκινον ίνα διαμείνη ημέρας πλείονας
15For I am beginning to afflict the city whereon my name is called, and ye shall by no means be held guiltless: for I am calling a sword upon all that dwell upon the earth. ότι ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ έτι κτισθήσονται αγροί και οικίαι και αμπελώνες εν τη γη ταύτη
16And thou shalt prophesy against them these words, and shalt say, The Lord shall speak from on high, from his sanctuary he will utter his voice; he will pronounce a declaration on his place; and these shall answer like men gathering grapes: and destruction is coming on them that dwell on the earth, και προσευξάμην προς κύριον μετά το δούναί με το βιβλίον της κτήσεως προς Βαρούχ υιόν Νηρίου λέγων
17even upon the extreme part of the earth; for the Lord has a controversy with the nations, he is pleading with all flesh, and the ungodly are given to the sword, saith the Lord. ο ων κύριε θεός συ εποίησας τον ουρανόν και την γην τη ισχύϊ σου τη μεγάλη και τω βραχίονί σου τω υψηλώ και τω μετεώρω ου αποκρυβή από σου ουδέν
18Thus said the Lord; Behold, evils are proceeding from nation to nation, and a great whirlwind goes forth from the end of the earth. ποιών έλεος εις χιλιάδας και αποδιδούς αμαρτίας πατέρων εις κόλπον τέκνων αυτών μετ΄ αυτούς ο θεός ο μέγας και ισχυρός κύριος των δυνάμεων όνομα αυτώ
19And the slain of the Lord shall be in the day of the Lord from one end of the earth even to the other end of the earth: they shall not be buried; they shall be as dung on the face of the earth. μεγάλης βουλης και δυνατός τοις έργοις οι οφθαλμοί σου ανεώχθησαν επί πάσας τας οδούς των υιών των ανθρώπων δούναι εκάστω κατά την οδόν αυτού και κατά τον καρπόν των επιτηδευμάτων αυτού
20Howl, ye shepherds, and cry; and lament, ye rams of the flock: for your days have been completed for slaughter, and ye shall fall as the choice rams. ος εποίησας σημεία και τέρατα εν γη Αιγύπτω έως της ημέρας ταύτης και εν Ισραήλ και εν τοις γηγένεσι και εποίησας σεαυτώ όνομα ως η ημέρα αύτη
21And flight shall perish from the shepherds, and safety from the rams of the flock. και εξήγαγες τον λαόν σου Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου εν σημείοις και εν τέρασιν εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ και εν οράμασι μεγάλοις
22A voice of the crying of the shepherds, and a moaning of the sheep and the rams: for the Lord has destroyed their pastures. και έδωκας αυτοίς την γην ταύτην ην ώμοσας τοις πατράσιν αυτών γην ρέουσαν γάλα και μέλι
23And the peaceable abodes that remain shall be destroyed before the fierceness of my anger. και εισήλθον και έλαβον αυτήν και ουκ ήκουσαν της φωνής σου και εν τοις προστάγμασί σου ουκ επορεύθησαν πάντα α ενετείλω αυτοίς ουκ εποίησαν και εποίησαν συμβήναι αυτοίς πάντα τα κακά ταύτα
24He has forsaken his lair, as a lion: for their land is become desolate before the great sword. ιδού όχλος ήκει επι την πόλιν συλλαβείν αυτήν και η πόλις εδόθη εις χείρας Χαλδαίων των πολεμούντων αυτήν από προσώπου μαχαίρας και λιμού και λοιμού ως ελάλησας ούτως εγένετο και ιδού συ βλέπεις
25 και συ λέγεις προς με κτήσαι σεαυτώ τον αγρόν αργυρίου και επιμαρτύρισαι μάρτυρας και η πόλις εδόθη εις χείρας Χαλδαίων
26 και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
27 εγώ κύριος ο θεός πάσης σαρκός μη απ΄ εμού κρυβήσεταί τι
28 διά τούτο ούτως είπε κύριος δοθείσα παραδοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας Χαλδαίων και εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος και λήψεται αυτήν
29 και ήξουσιν οι Χαλδαίοι πολεμούντες επί την πόλιν ταύτην και καύσουσι την πόλιν ταύτην εν πυρί και κατακαύσουσι τας οικίας αις εθυμίασαν επί των δωμάτων αυτών τη Βάαλ και έσπενδον σπονδάς θεοίς ετέροις προς το παραπικράναί με
30 ότι ήσαν οι υιοί Ισραήλ και οι υιοί Ιούδα μόνοι ποιούντες το πονηρόν κατ΄ οφθαλμούς μου εκ νεότητος αυτών υιοί Ισραήλ οι παραπικραίνουσί με εν τοις έργοις των χειρών αυτών λέγει κύριος
31 ότι επί οργήν μου και επί θυμόν μου ην η πόλις αύτη αφ΄ ης ημέρας ωκοδόμησαν αυτήν και έως της ημέρας ταύτης απαλλάξαι αυτήν από προσώπου μου
32 διά πάσας τας πονηρίας των υιών Ισραήλ και Ιούδα ων εποίησαν πικράναί με αυτοί και οι βασιλείς αυτών και οι άρχοντες αυτών και οι ιερείς αυτών και οι προφήται αυτών άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ
33 και απέστρεψαν προς με νώτον και ου πρόσωπον αυτών και εδίδαξα αυτούς όρθρου και ουκ ήκουσαν λαβείν παιδείαν
34 και έθηκαν τα μιάσματα αυτών εν τω οίκω ου επεκλήθη το όνομά μου επ΄ αυτώ εν ακαθαρσίαις αυτών
35 και ωκοδόμησαν τους βωμούς τη Βάαλ τους εν φάραγγι υιόυ Εννόμ του αναφέρειν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τω Μολόχ α ου συνέταξα αυτοίς και ουκ ανέβη επί καρδίαν μου του ποιήσαι το βδέλυγμα τούτο προς το εφαμαρτείν τον Ιούδαν
36 και νυν ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ επί την πόλιν ταύτην ην συ λέγεις παραδοθήσεται εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος εν μαχαίρα και εν λιμώ και εν λοιμώ
37 ιδού εγώ συνάγω αυτούς εκ πάσης της γης ου διέσπειρα αυτούς εκεί εν οργή μου και εν τω θυμώ μου και παροξυσμώ μεγάλω και επιστρέψω αυτούς εις τον τόπον τούτον και καθιώ αυτούς πεποιθότας
38 και έσονταί μοι εις λαόν και εγώ έσομαι αυτοίς εις θεόν
39 και δώσω αυτοίς οδόν ετέραν και καρδίαν ετέραν φοβηθήναί με πάσας τας ημέρας και εις αγαθόν αυτοίς και τοις τέκνοις αυτών μετ΄ αυτούς
40 και διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην αιώνιον ην ου αποστρέψω όπισθεν αυτών και τον φόβον μου δώσω εις την καρδίαν αυτών προς το μη αποστήναι αυτούς απ΄ εμού
41 και επισκέψομαι αυτούς του αγαθώσαι αυτούς και φυτεύσω αυτούς εν τη γη ταύτη εν πίστει και εν πάση καρδία μου και εν πάση ψυχή μου
42 ότι ούτως είπε κύριος καθά επήγαγον επί τον λαόν τούτον πάντα τα κακά τα μεγάλα ταύτα ούτως εγώ επάξω επ΄ αυτούς πάντα τα αγαθά α εγώ ελάλησα επ΄ αυτούς
43 και κτηθήσονται έτι αγροί εν τη γη η συ λέγεις άβατός εστιν από ανθρώπου και κτήνους και παρεδόθησαν εις χείρας Χαλδαίων
44 και κτήσονται αγρούς εν αργυρίω και γράψεις εις βιβλίον και σφραγιή και διαμαρτύρη μάρτυρας εν γη Βενιαμίν και κύκλω της Ιερουσαλήμ και εν πόλεσιν Ιούδα και εν πόλεσι του όρους και εν πόλεσι της Σεφηλά και εν πόλεσι της Ναγέβ ότι αποστρέψω τας αποικίας αυτών λέγει κύριος

Chapter 33

[edit]
1IN THE BEGINNING OF THE REIGN OF KING JOAKIM SON OF JOSIAS THERE CAME THIS WORD FROM THE LORD. και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν δεύτερον και αυτός ην έτι δεδεμένος εν τη αυλή της φυλακής λέγων
2Thus said the Lord; Stand in the court of the Lord's house, and thou shalt declare to all the Jews, and to all that come to worship in the house of the Lord, all the words which I commanded thee to speak to them; abate not one word. ούτως είπε κύριος ποιών γην και πλάσσων αυτήν του ανορθώσαι αυτήν κύριος όνομα αυτώ
3Peradventure they will hear, and turn every one from his evil way: then I will cease from the evils which I purpose to do to them, because of their evil practices. κέκραξον προς με και αποκριθήσομαί σοι και απαγγελώ σοι μεγάλα και ισχυρά α ουκ έγνως αυτά
4And thou shalt say, Thus said the Lord; If ye will not hearken to me, to walk in my statutes which I set before you, ότι ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ περί οίκων της πόλεως ταύτης και περί οίκων βασιλέως Ιούδα των καθηρημένων εις χάρακα και προμαχώνας
5to hearken to the words of my servants the prophets, whom I send to you early in the morning; yea, I sent them, but ye hearkened not to me; του μάχεσθαι προς τους Χαλδαίους και πληρώσαι αυτήν νεκρών των ανθρώπων ους επάταξα εν οργή μου και εν θυμώ μου και απέστρεψα το πρόσωπόν μου απ΄ της πόλεως ταύτης περί πασών των πονηριών αυτών
6then will I make this house as Selo, and I will make this city a curse to all the nations of all the earth. ιδού εγώ ανάγω αυτή συνούλωσιν και ίαμα και ιατρεύσω αυτούς και φανερώσω αυτοίς εισακούειν και ποιήσω αυτοίς ειρήνην και πίστιν
7And the priests, and the false prophets, and all the people heard Jeremias speaking these words in the house of the Lord. και αποστρεψω την αποικίαν Ιούδα και αποικίαν Ισραήλ και οικοδομήσω αυτούς ως το πρότερον
8And it came to pass, when Jeremias had ceased speaking all that the Lord had ordered him to speak to all the people, that the priests and the false prophets and all the people took him, saying, και καθαριώ αυτούς από πασών των αδικιών αυτών ων ημαρτόν μοι και ου μνησθήσομαι αμαρτιών αυτών ων ήμαρτόν μοι και απέστησαν απ΄ εμού
9Thou shalt surely die, because thou hast prophesied in the name of the Lord, saying, This house shall be as Selo, and this city shall be made quite destitute of inhabitants. And all the people assembled against Jeremias in the house of the Lord. και έσται μοι εις όνομα εις ευφροσύνην και εις αίνεσιν και εις μεγαλειότητα παντί τω λαώ της γης οίτινες ακούσονται πάντα τα αγαθά α εγώ ποιώ αυτοίς και φοβηθήσονται και πικρανθήσονται περί πάντων των αγαθών και περί πάσης της ειρήνης ης εγώ ποιώ αυτοίς
10And the princes of Juda heard this word, and they went up out of the house of the king to the house of the Lord, and sat in the entrance of the new gate. ούτως είπε κύριος έτι ακουσθήσεται εν τω τόπω τούτω ω υμείς λέγετε έρημός εστιν από ανθρώπων και κτηνών εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ ταις ηρημωμέναις παρά το μη είναι άνθρωπον και κτήνος
11Then the priests and the false prophets said to the princes and to all the people, The judgment of death is due to this man; because he has prophesied against this city, as ye have heard with your ears. φωνή ευφροσύνης και φωνή χαρμοσύνης φωνή νυμφίου και φωνή νύμφης φωνή λεγόντων εξομολογείσθε κυρίω παντοκράτορι ότι χρηστός κύριος ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού και εισοίσουσι δώρα εις οίκον κυρίου ότι επιστρέψω πάσαν την αποικίαν της γης εκείνης κατά το πρότερον είπε κύριος
12Then Jeremias spoke to the princes, and to all the people, saying, The Lord sent me to prophesy against this house and against this city, all the words which ye have heard. ούτως είπε κύριος των δυνάμεων έτι έσται εν τω τόπω τω ερήμω τούτο παρά το μη είναι άνθρωπον και κτήνη εν πάσαις ταις πόλεσιν αυτού καταλύματα ποιμένων κοιταζόντων ποίμνια
13And now amend your ways and your works, and hearken to the voice of the Lord; and the Lord shall cease from the evils which he has pronounced against you. εν πόλεσι της ορεινής και εν πόλεσι της Σεφηλά και εν πόλεσι της Ναγέβ και εν γη Βενιαμίν και εν ταις κύκλω Ιερουσαλήμ και εν πόλεσιν Ιούδα έτι παρελεύσεται πρόβατα επί χείρα αριθμούντος είπε κύριος
14And behold, I am in your hands; do to me as is expedient, and as it is best for you. ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και αναστήσω το ρήμα το αγαθόν ο ελάλησα επί τον οίκον Ισραήλ και επί τον οίκον Ιούδα
15But know for a certainty, that if ye slay me, ye bring innocent blood upon yourselves, and upon this city, and upon them that dwell in it; for in truth the Lord has sent me to you to speak in your ears all these words. εν εκείναις ταις ημέραις και εν τω καιρώ εκείνω βλαστήσαι ποιήσω τω Δαυίδ βλαστόν δικαιοσύνης και βασιλεύσει βασιλεύς και συνήσεται και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην εν τη γη
16Then the princes and all the people said to the priests and to the false prophets; Judgment of death is not due to this man; for he has spoken to us in the name of the Lord our God. εν ταις ημέραις εκείναις σωθήσετα Ιούδας και Ιερουσαλήμ κατοικήσει πεποιθότως και τούτό εστιν το όνομα ο καλέσουσιν αυτώ κύριος δίκαιος ημών
17And there rose up men of the elders of the land, and said to all the assembly of the people, ότι ούτω λέγει κύριος ουκ επιλείψει τω Δαυίδ ανήρ καθήμενος επί του θρόνου Ισραήλ
18Michaeas the Morathite lived in the days of Ezekias king of Juda, and said to all the people of Juda, Thus saith the Lord; Sion shall be ploughed as a field, and Jerusalem shall become a desolation, and the mountain of the house shall be a thicket of trees. και εκ των ιερέων και Λευιτών ουκ επιλείψει ανήρ ενώπιόν μου προσφέρων ολοκαύτωμα και θυμιών δώρον και ποιών θυσίαν πάσας τας ημέρας
19Did Ezekias and all Juda in any way slay him? Was it not that they feared the Lord, and they made supplication before the Lord, and the Lord ceased from the evils which he had pronounced against them? whereas we have wrought great evil against our own souls. και εγένετο ρήμα κυρίου προς Ιερεμίαν λεγον
20And there was another man prophesying in the name of the Lord, Urias the son of Samaeas of Cariathiarim; and he prophesied concerning this land according to all the words of Jeremias. ούτω λέγει κύριος εάν ηθετημένην ποιήσητε την διαθήκην μου την μετά της ημέρας και την διαθήκην μου την μετά της νυκτός ώστε μη είναι ημέραν και νύκτα εν τω καιρώ αυτών
21And king Joakim and all the princes heard all his words, and sought to slay him; and Urias heard it and went into Egypt. και η διαθήκη μου ηθετημένην έσται μετά του Δαυίδ του δούλου μου ώστε μη είναι εξ αυτού υιός βασιλεύων επί τον θρόνον αυτού και μετά των Λευιτών και ιερέων των λειτουργών μου
22And the king sent men into Egypt; ώσπερ ουκ αριθμηθήσεται η στρατιά του ουρανού και ου μετρηθήσεται η άμμος της θαλάσσης ούτως πληθυνώ το σπέρμα του Δαυίδ του δάλου μου και τους Λευίτας τους λειτουργούς μου
23and they brought him thence, and brought him into the king; and he smote him with the sword, and cast him into the sepulchre of the children of his people. και εγένετο ρήμα κυρίου προς Ιερεμίαν λέγον
24Nevertheless the hand of Achicam son of Saphan was with Jeremias, to prevent his being delivered into the hands of the people, or being killed. ουκ είδες τι ο λαός ούτος ελάλησε λέγων δύο συγγενείας ας εξελέξατο ο κύριος εξώσεν αυτάς και τον λαόν μου παρώξυναν ίνα μη η έθνος ενώπιον αυτών
25 ούτω λέγει κύριος εάν μη είεν η διαθήκη μου τη ημέρα και τη νυκτί και νόμους του ουρανού και της γης μη εθέμην
26 ούτως το σπέρμα του Ιακώβ και Δαυίδ του δούλου μου έξωσα αν ώστε μη λαβείν εμέ από του σπέρματος αυτού άρχοντας εν τω σπέρματι του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ ότι αναστρέψω την αιχμαλωσίαν αυτών και ελεήσω αυτούς

Chapter 34

[edit]
1Thus said the Lord; Make to thyself bonds and yokes, and put them about thy neck, ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά κυρίου και Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και παν το στρατόπεδον αυτού και πάσαι αι βασιλείαι της γης αι υπό την δυναστείαν της χειρός αυτού πάντες οι λαοί επολέμουν επί Ιερουσαλήμ και επί πάσας τας πόλεις Ιούδα λέγων
2and thou shalt send them to the king of Idumea, and to the king of Moab, and to the king of the children of Ammon, and to the king of Tyre, and to the king of Sidon, by the hands of their messengers that come to meet them at Jerusalem to Sedekias king of Juda. ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ βάδισον προς Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα και ερείς αυτώ ούτως είπε κύριος παραδόσει παραδοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος και συλλήψεται αυτήν και καύσει αυτήν εν πυρί
3And thou shalt commission them to say to their lords, Thus said the Lord God of Israel; Thus shall ye say to your lords; και συ ου σωθής εκ χειρός αυτού και συλλήψει συλληφθήση και εις χείρας αυτού δοθήση και οι οφθαλμοί σου τους οφθαλμούς αυτού όψονται και το στόμα αυτού μετά του στόματός σου λαλήσει και εις Βαβυλώνα εισελεύση
4I have made the earth by my great power, and with my high arm, and I will give it to whomsoever it shall seem good in mine eyes. αλλ΄ άκουσον τον λόγον κυρίου Σεδεκία βασιλεύ Ιούδα ούτως λέγει κύριος προς συ ουκ αποθανή εν ρομφαία
5I gave the earth to Nabuchodonosor king of Babylon to serve him, and the wild beasts of the field to labour for him. εν ειρήνη αποθανή και ως έκαυσαν τους πατέρας σου τους βασιλεύσαντας πρότερόν σου καύσονται και σε ω κύριε και κόψονταί σε ότι λόγον εγώ ελάλησα είπε κύριος
6And the nation and kingdom, all that shall not put their neck under the yoke of the king of Babylon, with sword and famine will I visit them, saith the Lord, until they are consumed by his hand. και ελάλησεν Ιερεμίας προς τον βασιλέα Σεδεκίαν πάντας τους λόγους τούτους εν Ιερουσαλήμ
7And hearken ye not to your false prophets, nor to them that divine to you, nor to them that foretell events by dreams to you, nor to your auguries, nor your sorcerers, that say, Ye shall by no means work for the king of Babylon: και η δύναμις βασιλέως Βαβυλώνος επολέμει επί Ιερουσαλήμ και επί τας πόλεις Ιούδα τας καταλελειμένας και επί Λαχείς και επί Αζηκά ότι αύται κατελείφθησαν εν πόλεσιν Ιούδα πόλεις οχυραί
8for they prophesy lies to you, to remove you far from your land. ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά κυρίου μετά το συντελέσαι τον βασιλέα Σεδεκίαν διαθήκην προς τον λαόν τον εν Ιερουσαλήμ του καλέσαι δη άφεσιν
9But the nation which shall put its neck under the yoke of the king of Babylon, and serve him, I will even leave it upon its land, and it shall serve him, and dwell in it. του εξαποστείλαι έκαστον τον παίδα αυτού και έκαστον την παιδίσκην αυτού τον Εβραίον και την Εβραίαν ελευθέρους προς το μη δουλεύειν άνδρα εξ Ιούδα
10I spoke also to Sedekias king of Juda according to all these words, saying, Put your neck into the yoke, and serve the king of Babylon. και επήκουσαν πάντες οι μεγιστάνες και πας ο λαός οι εισελθόντες εις την διαθήκην του αποστείλαι έκαστον τον παίδα αυτού και έκαστον την παιδίσκην αυτού ελευθέρους του μη δουλεύειν έτι εν αυτοίς και ήκουσαν και αφήκαν
11For they prophesy unrighteous words to you, και επεστράφησαν μετά ταύτα και ανήγαγον τους δούλους και τας παιδίσκας ους απέστειλαν ελευθέρους και υπέταξαν αυτούς εις παίδας και παιδίσκας
12for I sent them not, saith the Lord; and they prophesy in my name unjustly, that I might destroy you, and ye should perish, and your prophets, who unrighteously prophesy lies to you. και εγενήθη λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων
13I spoke to you, and to all this people, and to the priests, saying, Thus said the Lord; Hearken not to the words of the prophets that prophesy to you, saying, Behold, the vessels of the Lord's house shall return from Babylon: for they prophesy to you unrighteous words. ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ εγώ διεθέμην διαθήκην προς τους πατέρας υμών εν τη ημέρα η εξειλάμην αυτούς εκ γης Αιγύπτου εκ οίκου δουλείας λέγων
14I sent them not. όταν πληρωθή εξ έτη αποστελείς τον αδελφόν σου τον Εβραίον ος πραθήσεταί σοι και εργάσεταί σοι εξ έτη και εξαποστελείς αυτόν ελεύθερον και ουκ ήκουσάν μου και ουκ έκλιναν το ους αυτών
15If they are prophets, and if the word of the Lord is in them, let them meet me, for thus has the Lord said. και επέστρεψαν σήμερον ποιήσαι το ευθές προ οφθαλμών μου του καλέσαι άφεσιν έκαστον του πλησίον αυτού και συνετέλεσαν διαθήκην κατά πρόσωπόν μου εν τω οίκω ου επεκλήθη το όνομά μου επ΄ αυτώ
16And as for the remaining vessels, και επεστρέψατε και εβεβηλώσατε την διαθήκην μου του επιστρέψαι έκαστον τον παίδα αυτού και έκαστον την παιδίσκην αυτού ους εξαπεστείλατε ελευθέρους τη ψυχή αυτών και υπετάξατε αυτούς του είναι υμίν εις παίδας και παιδίσκας
17which the king of Babylon took not, when he carried Jechonias prisoner out of Jerusalem, διά τούτο ούτως είπε κύριος υμείς ουκ ηκούσατέ μου του καλέσαι άφεσιν έκαστος προς τον αδελφόν αυτού και έκαστον προς τον πλησίον αυτού ιδού εγώ καλώ άφεσιν υμίν εις μάχαιραν και εις τον θάνατον και εις τον λιμόν και δώσω υμάς εις διασποράν πάσαις ταις βασιλείαις της γης
18they shall go into Babylon, saith the Lord. και δώσω τους άνδρας τους παρεληλυθότας την διαθήκην μου τους μη στήσαντας την διαθήκην μου ην εποίησαν κατά πρόσωπόν μου τον μόσχον ον έκοψαν εις δύο μέρη και διήλθον εν μέσω των μερών αυτού
19 τους άρχοντας Ιούδα και άρχοντας Ιερουσαλήμ και δυνάσται και ιερείς και πας ο λαός της γης
20 και δώσω αυτούς τοις εχθροίς αυτών και εις χείρα ζητούντων την ψυχήν αυτών και έσται τα θνησιμαία αυτών βρώσις τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης
21 και τον Σεδεκίαν βασιλέα της Ιουδαίας και τους άρχοντας αυτού δώσω εις χείρας εχθρών αυτών και εις χείρας ζητούντων την ψυχήν αυτών και εις χείρας δύναμεως βασιλέως Βαβυλώνος τοις αποτρέχουσιν απ΄ αυτών
22 ιδού εγώ συντάσσω φησί κύριος και επιστρέψω αυτούς εις την πόλιν ταύτην και πολεμήσουσιν επ΄ αυτήν και λήψονται αυτήν και κατακαύσουσιν αυτήν εν πυρί και τας πόλεις Ιούδα δώσω αυτάς εις άβατον από κατοικούντων

Chapter 35

[edit]
1And it came to pass in the fourth year of Sedekias king of Juda, in the fifth month, that Ananias the false prophet, the son of Azor, from Gabaon, spoke to me in the house of the Lord, in the sight of the priests and all the people, saying, ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά κυρίου εν ημέραις Ιωακείμ υιόυ Ιωσίου βασιλέως Ιούδα λέγων
2Thus saith the Lord; I have broken the yoke of the king of Babylon. βάδιζον εις οικίαν Ραχαβείν και κάλεσον αυτούς και άξεις αυτούς εις οίκον κυρίου εις μίαν των αυλών και ποτιείς αυτούς οίνον
3Yet two full years, and I will return into this place the vessels of the house of the Lord, και ήγαγον τον Ιεζονίαν υιόν Ιερεμίου υιόυ Χαβασείν και τους αδελφούς αυτού και τους υιούς αυτού και πάσαν την οικίαν Ραχαβείν
4and Jechonias, and the captivity of Juda: for I will break the yoke of the king of Babylon. και εισήγαγον αυτούς εις οίκον κυρίου εις το παστοφόριον υιών Ανανίου υιόυ Γοδολίου ανθρώπου του θεού ο εστιν εγγύς του οίκου των αρχόντων επάνω του οίκου Μαασίου υιόυ Σελώμ του φυλάσσοντος την οδόν
5Then Jeremias spoke to Ananias in the sight of all the people, and in the sight of the priests that stood in the house of the Lord, και έστησα κατά πρόσωπον αυτών κεράμιον οίνου και ποτήρια και είπα πίετε οίνον
6and Jeremias said, May the Lord indeed do thus; may he confirm thy word which thou dost prophesy, to return the vessels of the house of the Lord, and all the captivity, out of Babylon to this place. και είπαν ου πίωμεν οίνον ότι Ιωναδάβ υιός Ρηχάβ ο πατήρ ημών ενετείλατο ημίν λέγων ου πίητε οίνον υμείς και οι υιοί υμών έως του αιώνος
7Nevertheless hear ye the word of the Lord which I speak in your ears, and in the ears of all the people. και οικίας ου οικοδομήσητε και σπέρμα ου σπείρητε και αμπελών ουκ έσται υμίν ότι εν σκηναίς κατοικήσετε πάσας τας ημέρας υμών όπως αν ζήτε ημέρας πολλάς επί της γης εφ΄ ης διατρίβετε υμείς επ΄ αυτής
8The prophets that were before me and before you of old, also prophesied over much country, and against great kingdoms, concerning war. και εισηκούσαμεν της φωνής Ιωναδάβ υιόυ Ραχάβ του πατρός ημών εν πάσιν οις ενετείλατο ημίν προς το μη πιείν οίνον πάσας τας ημέρας της ζωής ημών ημείς και αι γυναίκες ημών και οι υιοί ημών και αι θυγατέρες ημών
9As for the prophet that has prophesied for peace, when the word has come to pass, they shall know the prophet whom the Lord has sent them in truth. προς το μη οικοδομείν οικίας του κατοικείν εκεί και αμπελών και αγρός και σπέρμα ουκ εγένετο ημίν
10Then Ananias took the yokes from the neck of Jeremias in the sight of all the people, and broke them to pieces. και ωκήσαμεν εν σκηναίς και ηκούσαμεν και εποιήσαμεν κατά πάντα όσα ενετείλατο ημίν Ιωναδάβ ο πατήρ ημών
11And Ananias spoke in the presence of all the people, saying, Thus said the Lord; Thus will I break the yoke of the king of Babylon from the necks of all the nations. And Jeremias went his way. και εγενήθη ότε ανέβη Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς της Βαβυλώνος επί την γην και είπαμεν αναβάντες εισελευσόμεθα εις Ιερουσαλήμ από προσώπου των Χαλδαίων και από προσώπου της δυνάμεως των Ασσυρίων και ωκήσαμεν εκεί
12And the word of the Lord came to Jeremias, after that Ananias had broken the yokes off his neck, saying, και εγένετο λόγος κυρίου προς με λέγων
13Go and speak to Ananias, saying, Thus saith the Lord; Thou hast broken the yokes of wood; but I will make instead of them yokes of iron. ούτως λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ πορεύου και είπον ανθρώπω Ιούδα και τοις κατοικούσιν Ιερουσαλήμ ου λάβητε παιδείαν ακούειν τους λόγους μου λέγει κύριος
14For thus said the Lord, I have put a yoke of iron on the neck of all the nations, that they may serve the king of Babylon. έστησαν ρήμα υιοί Ιωναδάβ υιόυ Ρηχάβ ο ενετείλατο τοις τέκνοις αυτού προς το μη πιείν οίνον και ουκ έπιον έως της ημέρας ταύτης ότι ήκουσαν την εντολήν του πατρός αυτών και εγώ ελάλησα προς υμάς όρθρου και ελάλησα και ουκ ηκούσατε
15And Jeremias said to Ananias, The Lord has not sent thee; and thou hast caused this people to trust in unrighteousness. και απέστειλα προς υμάς τους παίδάς μου τους προφήτας ορθρίζων τοπρωϊ και αποστέλλων λέγων αποστράφητε έκαστος από της οδού αυτού της πονηράς και βελτίω ποιήσατε τα επιτηδεύματα υμών και ου πορεύσεσθε οπίσω θεών ετέρων του δουλεύειν αυτοίς και οικήσετε επί της γης ης έδωκα υμίν και τοις πατράσιν υμών και ουκ εκλίνατε το ώτα υμών και ουκ εισηκούσατε
16Therefore thus said the Lord: Behold, I will cast thee off from the face of the earth: this year thou shalt die. και έστησαν υιοί Ιωναδάβ υιόυ Ρηχάβ την εντολήν του πατρός αυτών ην ενετείλατο αυτοίς ο δε λαός ούτος ουκ ήκουσέ μου
17So he died in the seventh month. διά τούτο ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ φέρω επί Ιούδαν και επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ πάντα τα κακά α ελάλησα επ΄ αυτούς διότι ελάλησα αυτοίς και ουκ ήκουσαν και εκάλεσα αυτούς και ουκ απεκρίθησαν
18 και τω οίκω των Ραχαβίμ είπεν Ιερεμίας ούτως είπεν κύριος επειδή ήκουσαν υιοί Ιωναδάβ υιόυ Ρηχάβ την εντολήν του πατρός αυτών ποιείν καθότι ενετείλατο αυτοίς ο πατήρ αυτών διά τούτο ούτως λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ
19 ου εκλείπη ανήρ των υιών Ιωναδάβ υιόυ Ρηχάβ παρεστηκώς κατά πρόσωπόν μου πάσας τας ημέρας

Chapter 36

[edit]
1And these are the words of the book which Jeremias sent from Jerusalem to the elders of the captivity, and to the priests, and to the false prophets, even an epistle to Babylon for the captivity, and to all the people; και εν τω ενιαυτώ τω τετάρτω Ιωακείμ υιόυ Ιωσίου βασιλέως Ιούδα εγενήθη λόγος κυρίου προς με λέγων
2(after the departure of Jechonias the king and the queen, and the eunuchs, and every freeman, and bondman, and artificer, out of Jerusalem;) λάβε σεαυτώ χάρτην βιβλίου και γράψον επ΄ αυτού πάντας τους λόγους ους ελάλησα προς σε επί Ισραήλ και επί Ιούδα και επί πάντα τα έθνη αφ΄ ης ημέρας ελάλησα προς σε αφ΄ ημερών Ιωσίου βασιλέως Ιούδα και έως της ημέρας ταύτης
3by the hand of Eleasan son of Saphan, and Gamarias son of Chelcias, (whom Sedekias king of Juda sent to the king of Babylon to Babylon) saying, ίσως ακούσεται ο οίκος Ιούδα πάντα τα κακά α εγώ λογίζομαι ποιήσαι αυτοίς ίνα αποστρέψωσιν από οδού αυτών της πονηράς και ίλεως έσομαι ταις αδικίαις αυτών και ταις αμαρτίαις αυτών
4Thus said the Lord God of Israel concerning the captivity which I caused to be carried away from Jerusalem; και εκάλεσεν Ιερεμίας τον Βαρούχ υιόν Νηρίου και έγραψεν Βαρούχ από στόματος Ιερεμίου πάντας τους λόγους κυρίου ους εχρημάτισε προς αυτόν εις χαρτίον βιβλίου
5Build ye houses, and inhabit them; and plant gardens, and eat the fruits thereof; και ενετείλατο Ιερεμίας τω Βαρούχ λέγων εγώ φυλάσσομαι και ου δύναμαι εισελθείν εις οίκον κυρίου
6and take ye wives, and beget sons and daughters; and take wives for your sons, and give your daughters to husbands, and be multiplied, and be not diminished. και συ εισελεύση και αναγνώση εν τω χαρτίω τούτω εις τα ώτα του λαού εν οίκω κυρίου εν ημέρα νηστείας και εις τα ώτα παντός Ιούδα των ερχομένων εκ πόλεων αυτών αναγνώση αυτοίς
7And seek the peace of the land into which I have carried you captive, and ye shall pray to the Lord for the people: for in its peace ye shall have peace. ίσως πεσείται έλεος αυτών κατά πρόσωπον κυρίου και αποστρέψουσιν απο της οδού αυτών της πονηράς ότι μέγας ο θυμός και η οργή κυρίου ην ελάλησεν επί τον λαόν τούτον
8For thus saith the Lord; Let not the false prophets that are among you persuade you, and let not your diviners persuade you, and hearken not to your dreams which ye dream. και εποίησε Βαρούχ υιός Νερίου κατά πάντα α ενετείλατο αυτώ Ιερεμίας του αναγνώναι εν τω βιβλίω τους λόγους κυρίου εν οίκω κυρίου
9For they prophesy to you unrighteous words in my name; and I sent them not. και εγενήθη εν τω έτει πέμπτω Ιωακείμ υιόυ Ιεσίου βασιλέως Ιούδα εν τω μηνί τω εννάτω εξεκκλησίασαν νηστείαν κατά πρόσωπον κυρίου πας ο λαός Ιερουσαλήμ και οίκος Ιούδα
10For thus said the Lord; When seventy years shall be on the point of being accomplished at Babylon, I will visit you, and will confirm my words to you, to bring back your people to this place. και ανεγίνωσκε Βαρούχ εν τω βιβλίω τους λόγους Ιερεμίου εν οίκω κυρίου εν οίκω Γαμαρίου υιόυ Σαφάν του γραμματέως εν τη αυλή τη επάνω εν προθύροις πύλης του οίκου κυρίου της καινής εν ωσί παντός του λαού
11And I will devise for you a device of peace, and not evil, to bestow upon you these good things. και ήκουσε Μιχαίας υιός Γαμαρίου υιόυ Σαφάν πάντας τους λόγους κυρίου εκ του βιβλίου
12And do ye pray to me, and I will hearken to you: and do ye earnestly seek me, and ye shall find me; και κατέβη εις οίκον του βασιλέως εις τον οίκον του γραμματέως και ιδού εκεί πάντες οι άρχοντες εκάθηντο Ελισαμά ο γραμματεύς και Δαλαίας υιός Σελμϊου και Νάθαν υιός Χοβώρ και Γαμαρίας υιός Σαφάν και Σεδεκίας υιός Ανανίου και πάντες οι άρχοντες
13for ye shall seek me with your whole heart. και ανήγγειλεν αυτοίς Μιχαίας πάντας τους λόγους ους ήκουσεν αναγινώσκοντος του Βαρούχ εν βιβλίω εις τα ώτα του λαού
14And I will appear to you: και απέστειλαν πάντες οι άρχοντες προς Βαρούχ υιόν Νηρίου τον Ιουδείν υιόν Ναθανίου υιόυ Σελεμίου υιόυ Χουσί λέγοντες το βιβλίον εν ω συ αναγινώσκεις εν αυτώ εις τα ώτα του λαού λάβε αυτό εις την χείρά σου και ήκε και έλαβε Βαρούχ υιός Νηρίου το βιβλίον εν τη χειρί αυτού και κατέβη προς αυτούς
15whereas ye said, The Lord has appointed for us prophets in Babylon: και είπαν αυτώ πάλιν ανάγνωθι εις τα ώτα ημών και ανέγνω Βαρούχ εις τα ώτα αυτών
16Thus saith the Lord concerning Achiab, and concerning Sedekias; Behold, I will deliver them into the hands of the king of Babylon; and he shall smite them in your sight. και εγενήθη ως ήκουσαν πάντας τους λόγους συνεβουλεύσαντο έκαστος προς τον πλησίον αυτού και είπαν προς τον Βαρούχ αναγγέλλοντες αναγγείλωμεν τω βασιλεί πάντας τους λόγους τούτους
17And they shall make of them a curse in all the captivity of Juda in Babylon, saying, The Lord do to thee as he did to Sedekias, and as he did to Achiab, whom the king of Babylon fried in the fire; και τον Βαρουχ ηρώτησαν λέγοντες πόθεν έγραψας πάντας τους λόγους τούτους
18because of the iniquity which they wrought in Israel, and because they committed adultery with the wives of their fellow-citizens; and spoke a word in my name, which I did not command them to speak, and I am witness, saith the Lord. και είπε Βαρουχ από στόματος Ιερεμίου ανήγγειλέ μοι πάντας τους λόγους τούτους και έγραφον επί βιβλίου
19And to Samaeas the Aelamite thou shalt say, και είπαν οι άρχοντες τω Βαρούχ βάδισον και κατακρύβηθι συ και Ιερεμίας άνθρωπος μη γνώτω που υμείς
20I sent thee not in my name: and to Sophonias the priest the son of Maasaeas say thou, και εισήλθον προς τον βασιλέα εις την αυλήν και το βιβλίον έδωκαν φυλάσσειν εν οίκω Ελισαμά του γραμματέως και ανήγγειλαν τω βασιλεί πάντας τους λόγους τουτους
21The Lord has made thee priest in the place of Jodae the priest, to be ruler in the house of the Lord over every prophet, and to every madman, and thou shalt put them in prison, and into the dungeon. και απέστειλεν ο βασιλεύς τον Ιουδί λαβείν το βιβλίον και έλαβεν αυτό εξ οίκου Ελισαμά του γραμματέως και ανέγνω Ιουδί εις τα ώτα του βασιλέως και εις τα ώτα πάντων των αρχόντων των εστηκότων περί τον βασιλέα
22And now wherefore have ye reviled together Jeremias of Anathoth, who prophesied to you? και ο βασιλεύς εκάθητο εν οίκω χειμερινώ εν μηνί εννάτω και εσχάρα πυρός κατά πρόσωπον αυτού
23Did he not send for this purpose? for in the course of this month he sent to you to Babylon, saying, It is far off: build ye houses, and inhabit them; and plant gardens, and eat the fruit of them. και εγενήθη αναγινώσκοντος Ιουδί τρεις σελίδας και τέσσαρας απέτεμεν αυτάς τω ξυρώ του γραμματέως και έρριπτεν εις το πυρ το επί της εσχάρας έως εξέλιπε πας ο χάρτης εις το πυρ το επί της εσχάρας
24And Sophonias read the book in the ears of Jeremias. και ουκ εξέστησαν και ου διέρρηξαν το ιμάτια αυτών ο βασιλεύς και πάντες οι παίδες αυτού οι ακούοντες πάντας τους λόγους τούτους
25Then the word of the Lord came to Jeremias, saying, και Ελναθάν και Δαλαϊας και Γαμαρίας υπέθεντο τω βασιλεί προς το μη κατακαύσαι το χαρτίον
26Send to the captivity, saying, Thus saith the Lord concerning Samaeas the Aelamite, Since Samaeas has prophesied to you, and I sent him not, and he has made you to trust in iniquity, και ουκ ήκουσεν αυτών και ενετείλατο ο βασιλεύς τω Ιερεμεήλ υιώ του βασιλέως και τω Σαραία υιώ Εσριήλ και Σελελία υιώ Αβδεήλ συλλαβείν τον Βαρούχ τον γραμματέα και τον Ιερεμίαν τον προφήτην και κατεκρύβησαν
27therefore thus saith the Lord; Behold, I will visit Samaeas, and his family: and there shall not be a man of them in the midst of you to see the good which I will do to you: they shall not see it. και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν μετά το κατακαύσαι τον βασιλέα το χαρτίον πάντας τους λόγους ους έγραψε Βαρούχ από στόματος Ιερεμίου λέγων
28 πάλιν λάβε συ χαρτίον έτερον και γράψον άπαντας τους λόγους τους όντας επί του χαρτίου ους κατέκαυσεν ο βασιλεύς Ιωακείμ
29 και προς Ιωακείμ τον βασιλέα Ιούδα ερείς ούτως είπε κύριος συ κατέκαυσας το βιβλίον τούτο λέγων διατί έγραψας επ΄ αυτώ λέγων εισπορευόμενος εισελεύσεται βασιλεύς Βαβυλώνος και εξολοθρεύσει την γην ταύτην και εκτρίψει απ΄ αυτής άνθρωπον και κτήνη
30 διά τούτο ούτως είπε κύριος επί Ιωακείμ βασιλέα Ιούδα ουκ έσται αυτώ καθήμενος επί θρόνου Δαυίδ και το θνησιμαίον αυτού έσται ερριμμένον εν τω καύματι της ημέρας και εν τω παγετώ της νυκτός
31 και επισκέψομαι επ΄ αυτόν και επί το γένος αυτού και επί τους παίδας αυτού τας ανομίας αυτών και επάξω επ΄ αυτούς και επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ και επί γην Ιούδα πάντα τα κακά α ελάλησα προς αυτούς και ουκ ήκουσαν
32 και έλαβε Ιερεμίας χαρτίον έτερον και έδωκεν αυτό τω Βαρούχ υιώ Νερίου του γραμματέως και έγραψεν επ΄ αυτού από στόματος Ιερεμίου άπαντας τους λόγους του βιβλίου ου κατέκαυσεν Ιωακείμ βασιλεύς Ιούδα πυρί και έτι προσετέθησαν αυτώ λόγοι πλείονες ως ούτοι

Chapter 37

[edit]
1THE WORD THAT CAME TO JEREMIAS FROM THE LORD, SAYING, και εβασίλευσε Σεδεκίας υιός Ιωσίου αντί Ιεχονίου υιόυ Ιωακείμ ον εβασίλευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος βασιλεύειν εν γη Ιούδα
2Thus speaks the Lord God of Israel, saying, Write all the words which I have spoken to thee in a book. και ουκ ήκουσεν αυτός και οι παίδες αυτού και ο λαός της γης τους λόγους κυρίου ους ελάλησεν εν χειρί Ιερεμίου
3For, behold, the days come, saith the Lord, when I will bring back the captivity of my people Israel and Juda, said the Lord: and I will bring them back to the land which I gave to their fathers, and they shall be lords of it. και απέστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας τον Ιωαχάλ υιόν Σελεμίου και τον Σοφονίαν υιόν Μαασαίου τον ιερέα προς Ιερεμίαν λέγων πρόσευξαι περί ημών προς κύριον τον θεόν ημών
4AND THESE ARE THE WORDS WHICH THE LORD SPOKE CONCERNING ISRAEL AND JUDA; και Ιερεμίας ήλθε και διήλθε διά μέσου της πόλεως και ου έδωκαν αυτόν εις φυλακήν
5Thus said the Lord: Ye shall hear a sound of fear, there is fear, and there is not peace. και δύναμις Φαραώ εξήλθεν εξ Αιγύπτου και ήκουσαν οι Χαλδαίοι την ακοήν αυτών και ανέβησαν επί Ιερουσαλήμ
6Enquire, and see if a male has born a child? and ask concerning the fear, wherein they shall hold their loins, and look for safety: for I have seen every man, and his hands are on his loins; their faces are turned to paleness. και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν λέγων
7For that day is great, and there is not such another; and it is a time of straitness to Jacob; but he shall be saved out of it. ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ ούτως ερείς προς τον βασιλέα Ιούδα τον αποστείλαντα προς σε του εκζητήσαί με ιδού δύναμις Φαραώ η εξελθούσα υμίν εις βοήθειαν αποστρέψουσιν εις γην Αιγύπτου
8In that day, said the Lord, I will break the yoke off their neck, and will burst their bonds, and they shall no longer serve strangers: και αναστρέψουσιν αυτοί οι Χαλδαίοι και πολεμήσουσιν επί την πόλιν ταύτην και συλλήψονται αυτήν και καύσουσιν αυτήν εν πυρί
9but they shall serve the Lord their God; and I will raise up to them David their king. ότι ούτως είπε κύριος μη υπολάβητε ταις ψυχαίς υμών λέγοντες αποτρέχοντες απελεύσονται αφ΄ ημών οι Χαλδαίοι ότι ου απέλθωσι
10Thus saith the Lord; I have brought on thee destruction; thy stroke is painful. και εάν πατάξητε πάσαν την δύναμιν των Χαλδαίων τους πολεμούντας υμάς και καταλειφθώσί τινες εκκεκεντημένοι έκαστος εν τω τόπω αυτού ούτοι αναστήσονται και καύσουσι την πόλιν ταύτην εν πυρί
11There is none to judge thy cause: thou hast been painfully treated for healing, there is no help for thee. και εγένετο ότε ανέβη η δύναμις των Χαλδαίων από Ιερουσαλήμ από προσώπου της δυνάμεως Φαραώ
12All thy friends have forgotten thee; they shall not ask about thee at all, for I have smitten thee with he stroke of an enemy, even severe correction: thy sins have abounded above all thine iniquity. εξήλθεν Ιερεμίας από Ιερουσαλήμ πορευθήναι εις γην Βενιαμίν του αγοράσαι εκείθεν εν μέσω του λαού
13Thy sins have abounded beyond the multitude of thine iniquities, therefore they have done these things to thee. Therefore all that devour thee shall be eaten, and all thine enemies shall eat all their own flesh. και εγένετο αυτός εν πύλη Βενιαμίν και εκεί άνθρωπος παρ΄ ω κατέλυσεν Ιαρουϊας υιός Σελεμίου υιόυ Ανανίου και συνέλαβε τον Ιερεμίαν λέγων προς τους Χαλδαίους συ φεύγεις
14And they that spoil thee shall become a spoil, and I will give up to be plundered all that have plundered thee. και είπε ψεύδος ουχί προς τους Χαλδαίους εγώ φεύγω και ουκ εισήκουσεν αυτού και συνέλαβε Ιαρουϊας τον Ιερεμίαν και εισήγαγεν αυτόν προς τους άρχοντας
15For I will bring about thy healing, I will heal thee of thy grievous wound, saith the Lord; for thou art called Dispersed: she is your prey, for no one seeks after her. και επικράνθησαν οι άρχοντες επί Ιερεμίαν και επάταξαν αυτόν και απέστειλαν αυτόν εις την οικίαν φυλακής Ιωναθάν του γραμματέως ότι ταύτην εποίησαν εις οικίαν φυλακής
16Thus said the Lord; Behold, I will turn the captivity of Jacob, and will have pity upon his prisoners; and the city shall be built upon her hill, and the people shall settle after their manner. και ήλθεν Ιερεμίας εις τον οικίαν του λάκκου και εις τον συγκλεισμόν και εκάθισεν εκεί ημέρας πολλάς
17And there shall go forth from them singers, even the sound of men making merry: and I will multiply them, and they shall not at all be diminished. και απέστειλε Σεδεκίας και εκάλεσεν αυτόν και ηρώτα αυτόν ο βασιλεύς κρυφαίως και είπεν αύτω ει έστιν ο λόγος παρά κυρίου και είπεν έστιν εις χείρας βασιλέως Βαβυλώνος παραδοθήση
18And their sons shall go in as before, and their testimonies shall be established before me, and I will visit them that afflict them. και είπεν Ιερεμίας τω βασιλεί τι ηδίκησά σε και τους παίδάς σου και τον λαόν τούτον ότι συ δίδως με εις οικίαν φυλακής
19And their mighty ones shall be over them, and their prince shall proceed of themselves; and I will gather them, and they shall return to me: for who is this that has set his heart to return to me? saith the Lord. και που εισίν οι προφήται υμών οι προφητεύσαντες υμίν λέγοντες ότι ου έλθη βασιλεύς Βαβυλώνος επί την γην ταύτην
20For the wrathful anger of the lord has gone forth, even a whirlwind of anger has gone forth: it shall come upon the ungodly. και νυν άκουσον δη κύριε βασιλεύ πεσέτω το έλεός μου κατά πρόσωπόν σου και ου αποστρέφης με εις οικίαν Ιωνάθαν του γραμματέως και ου αποθάνω εκεί
21The fierce anger of the Lord shall not return, until he shall execute it, and until he shall establish the purpose of his heart: in the latter days ye shall know these things. και συνέταξεν ο βασιλεύς και ενεβάλοσαν αυτόν εις οικίαν της φυλακής και εδίδοσαν αυτώ άρτον ένα της ημέρας έξωθεν ου πέσσουσιν έως εξέλιπον οι άρτοι εκ της πόλεως και εκάθισεν Ιερεμίας εν τη αυλή της φυλακής

Chapter 38

[edit]
1At that time, saith the Lord, I will be a God to the family of Israel, and they shall be to me a people. και ήκουσε Σαφάν υιός Μαθάν και Γοδολίας υιός Πασχώρ και Ιωαχάλ υιός Σεμελίου και Πασχώρ υιός Μελχίου τους λόγους ους Ιερεμίας ελάλει επί τον λαόν λέγων
2Thus saith the Lord, I found him warm in the wilderness with them that were slain with the sword: go ye and destroy not Israel. ούτως είπε κύριος ο κατοικών εν τη πόλει ταύτη αποθανείται εν ρομφαία και εν λιμώ και εν λοιμώ και ο εκπορευόμενος προς τους Χαλδαίους ζήσεται και έσται η ψυχή αυτού εις εύρεμα και ζήσεται
3The Lord appeared to him from afar, saying, I have loved thee with an everlasting love: therefore have I drawn thee in compassion. ότι ούτως είπε κύριος παραδιδομένη παραδοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας δυνάμεως βασιλέως Βαβυλώνος και συλλήψεται αυτήν
4For I will build thee, and thou shalt be built, O virgin of Israel: thou shalt yet take thy timbrel, and go forth with the party of them that make merry. και είπαν οι άρχοντες τω βασιλεί αναιρεθήτω δη ο άνθρωπος εκείνος ότι αυτός εκλύει τας χείρας των ανθρώπων των πολεμούντων των καταλειπομένων εν τη πόλει ταύτη και τας χείρας παντός του λαού λαλών προς αυτούς κατά τους λόγους τούτους ότι ο άνθρωπος ούτος ου χρησμολογεί ειρήνην τω λαώ τούτω αλλ΄ πονηρά
5For ye have planted vineyards on the mountains of Samaria: plant ye, and praise. και είπεν ο βασιλεύς Σεδεκίας ιδού αυτός εν χερσίν υμών ότι ουκ ηδύνατο ο βασιλεύς προς αυτούς
6For it is a day when those that plead on the mountains of Ephraim shall call, saying, Arise ye, and go up to Sion to the Lord your God. και έλαβον τον Ιερεμίαν και έρριψαν αυτόν εις τον λάκκον Μελχίου υιόυ του βασιλέως ος ην εν τη αυλή της φυλακής και εχάλασαν αυτόν εν σχοινίοις εις τον λάκκον και εν τω λάκκω ουκ ην ύδωρ αλλ΄ βόρβορος και ην εν τω βορβόρω
7For thus saith the Lord to Jacob; Rejoice ye, and exult over the head of the nations: make proclamation, and praise ye: say, The Lord has delivered his people, the remnant of Israel. και ήκουσεν Αβδεμέλεχ ο Αιθίοψ ανήρ ευνούχος και ην αυτός εν τη αυλή του βασιλέως ότι ενέβαλον τον Ιερεμίαν εις τον λάκκον και ο βασιλεύς εκάθητο εν τη πύλη Βενιαμίν
8Behold, I bring them from the north, and will gather them from the end of the earth to the feast of the passover: and the people shall beget a great multitude, and they shall return hither. και εξήλθε Αβδεμέλεχ εκ της οικίας βασιλέως και ελάλησε προς τον βασιλέα και είπεν
9They went forth with weeping, and I will bring them back with consolation, causing them to lodge by the channels of waters in a straight way, and they shall not err in it: for I am become a father to Israel, and Ephraim is my first-born. κύριέ μου βασιλεύ επονήρευσαν οι άνδρες εκείνοι πάντα α εποίησαν κατά του Ιερεμίου του προφήτου ρίψαντες αυτόν εις τον λάκκον ίνα αποθάνη εν αυτώ από προσώπου του λιμού ότι ουκ εισίν έτι άρτοι εν τη πόλει
10Hear the words of the Lord, ye nations, and proclaim them to the islands afar off; say, He that scattered Israel will also gather him, and keep him as one that feeds his flock. και ενετείλατο ο βασιλεύς τω Αβδεμέλεχ λέγων λάβε μετά σεαυτού εντεύθεν τριάκοντα άνδρας και ανάγαγε αυτόν εκ του λάκκου ίνα μη αποθάνη
11For the Lord has ransomed Jacob, he has rescued him out of the hand of them that were stronger than he. και έλαβεν Αβδεμέλεχ τους ανθρώπους και εισήλθεν εις την οικίαν του βασιλέως την υπόγαιον και έλαβεν εκείθεν παλαιά ράκη και παλαιά σχοινία και έρριψεν αυτά προς Ιερεμίαν εις τον λάκκον
12And they shall come, and shall rejoice in the mount of Sion, and shall come to the good things of the Lord, even to a land of corn, and wine, and fruits, and cattle, and sheep: and their soul shall be as a fruitful tree; and they shall hunger no more. και είπε προς αυτόν θες ταύτα υποκάτω των σχοινίων και εποίησεν Ιερεμίας ούτως
13Then shall the virgins rejoice in the assembly of youth, and the old men shall rejoice; and I will turn their mourning into joy, and will make them merry. και είλκυσαν αυτόν εν τοις σχοινίοις και ανήγαγον αυτόν εκ του λάκκου και εκάθισεν Ιερεμίας εν τη αυλή της φυλακής
14I will expand and cheer with wine the soul of the priests the sons of Levi, and my people shall be satisfied with my good things: thus saith the Lord. και απέστειλεν ο βασιλεύς και εκάλεσεν αυτόν προς εαυτόν εις οικίαν Ασαλισιήλ την εν οίκω κυρίου και είπεν αυτώ ο βασιλεύς ερωτήσω σε λόγον και μη κρύψης απ΄ εμού ρήμα
15A voice was heard in Rama, of lamentation, and of weeping, and wailing; Rachel would not cease weeping for her children, because they are not. και είπεν Ιερεμίας τω βασιλεί εάν αναγγείλω σοι ουχί θανάτω με θανατώσεις και εάν συμβουλεύσω σοι ου ακούσης μου
16Thus saith the Lord; Let thy voice cease from weeping, and thine eyes from thy tears: for their is a reward for thy works; and they shall return from the land of thine enemies. και ώμοσεν ο βασιλεύς αυτώ κρυφή λέγων ζη κύριος ος εποίησεν ημίν την ψυχήν ταύτην ει αποκτενώ σε και ει δώσω σε εις χείρας των ανθρώπων τούτων των ζητούντων την ψυχήν σου
17There shall be an abiding home for thy children. και είπεν αυτώ Ιερεμίας ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ εάν εξελθών εξέλθης προς ηγεμόνας βασιλέως Βαβυλώνος ζήσεται η ψυχή σου και η πόλις αύτη ου κατακαυθή εν πυρί και ζήση συ και η οικία σου
18I have heard the sound of Ephraim lamenting, and saying, Thou hast chastened me, and I was chastened; I as a calf was not willingly taught: turn thou me, and I shall turn; for thou art the Lord my God. και εάν μη εξέλθης δοθήσεται η πόλις αύτη εις χείρας των Χαλδαίων και καύσουσιν αυτήν εν πυρί και συ ου σωθής από χειρών αυτών
19For after my captivity I repented; and after I knew, I groaned for the day of shame, and shewed thee that I bore reproach from my youth. και είπεν ο βασιλεύς τω Ιερεμία εγώ λόγον έχω των Ιουδαίων των πεφευγότων προς τους Χαλδαίους μη δώσειν με εις χείρας αυτών και καταμωκήσονταί μου
20Ephraim is a beloved son, a pleasing child to me: for because my words are in him, I will surely remember him: therefore I made haste to help him; I will surely have mercy upon him, saith the Lord. και είπεν Ιερεμίας ου παραδώσί σε άκουσον τον λόγον κυρίου ον εγώ λέγω προς σε και βέλτιον έσται σοι και ζήσεται η ψυχή σου
21Prepare thyself, O Sion; execute vengeance; look to thy ways: return, O virgin of Israel, by the way by which thou wentest, return mourning to thy cities. και ει θέλης συ εξελθείν ούτος ο λόγος ον έδειξέ μοι κύριος
22How long, O disgraced daughter, wilt thou turn away? for the Lord has created safety for a new plantation: men shall go about in safety. ιδού πάσαι αι γυναίκες αι καταλειφθείσαι εν οικία βασιλέως Ιούδα εξήγοντο προς άρχοντας βασιλέως Βαβυλώνος και αύται έλεγον ηπάτησάν σε και ηδυνάσθησάν σοι άνδρες ειρηνικοί σου και καταλύσουσιν εν ολισθήμασι πόδας σου απέστρεψαν από σου
23For thus saith the Lord; They shall yet speak this word in the land of Juda, and in the cities thereof, when I shall turn his captivity; blessed be the Lord on his righteous holy mountain! και τας γυναίκάς σου και τα τέκνα σου εξάξουσι προς τους Χαλδαίους και συ ου σωθής ότι εν χειρί βασιλέως Βαβυλώνος συλληφθήση και η πόλις αύτη κατακαυθήσεται
24And there shall be dwellers in the cities of Juda, and in all his land, together with the husbandman, and the shepherd shall go forth with the flock. και είπεν αυτώ ο Σεδεκίας προς τον Ιερεμίαν άνθρωπος μη γνώτω εκ των λόγων τούτων και συ ου αποθάνης
25For I have saturated every thirsting soul, and filled every hungry soul. και εάν οι άρχοντες ακούσωσιν ότι ελάλησά σοι και έλθωσι προς σε και είπωσί σοι ανάγγειλον ημίν τι ελάλησας προς τον βασιλέα μη κρύψης αφ΄ ημών και ου ανέλωμέν σε και τι ελάλησε προς σε ο βασιλεύς
26Therefore I awake, and beheld; and my sleep was sweet to me. και ερείς αυτοίς ρίπτω εγώ το έλεος μου κατ΄ οφθαλμούς του βασιλέως προς το μη αποστρέψαι με εις οικίαν Ιωνάθαν αποθανείν με εκεί
27Therefore, behold, the days come, saith the Lord, when I will sow the house of Israel and the house of Juda with the seed of man, and the seed of beast. και ήλθον πάντες οι άρχοντες προς Ιερεμίαν και ηρώτησαν αυτόν και ανήγγειλεν αυτοίς κατά πάντας τους λόγους τούτους ους ενετείλατο αυτώ ο βασιλεύς και απεσιώπησαν ότι ουκ ηκούσθη ο λόγος
28And it shall come to pass, that as I watched over them, to pull down, and to afflict, so will I watch over them, to build, and to plant, saith the Lord. και εκάθισεν Ιερεμίας εν τη αυλή της φυλακής έως χρόνου ου συνελήφθη Ιερουσαλήμ
29In those days they shall certainly not say, The fathers ate a sour grape, and the children's teeth were set on edge.
30But every one shall die in his own sin; and the teeth of him that eats the sour grape shall be set on edge.
31Behold, the days come, saith the Lord, when I will make a new covenant with the house of Israel, and with the house of Juda:
32not according to the covenant which I made with their fathers in the day when I took hold of their hand to bring them out of the land of Egypt; for they abode not in my covenant, and I disregarded them, saith the Lord.
33For this is my covenant which I will make with the house of Israel; after those days, saith the Lord, I will surely put my laws into their mind, and write them on their hearts; and I will be to them a God, and they shall be to me a people.
34And they shall not at all teach every one his fellow citizen, and every one his brother, saying, Know the Lord: for all shall know me, from the least of them to the greatest of them: for I will be merciful to their iniquities, and their sins I will remember no more.
35Thus saith the Lord, who gives the sun for a light by day, the moon and the stars for a light by night, and makes a roaring in the sea, so that the waves thereof roar; the Lord Almighty is his name:
36if these ordinances cease from before me, saith the Lord, then shall the family of Israel cease to be a nation before me forever.
37Though the sky should be raised to a greater height, saith the Lord, and though the ground of the earth should be sunk lower beneath, yet I will not cast off the family of Israel, saith the Lord, for all that they have done.
38Behold, the days come, saith the Lord, when the city shall be built to the Lord from the tower of Anameel to the gate of the corner.
39And the measurement of it shall proceed in front of them as far as the hills of Gareb, and it shall be compassed with a circular wall of choice stones.
40And all the Asaremoth even to Nachal Kedron, as far as the corner of the horse-gate eastward, shall be holiness to the Lord; and it shall not fail any more, and shall not be destroyed for ever.

Chapter 39

[edit]
1The word that came from the Lord to Jeremias in the tenth year of king Sedekias, this is the eighteenth year of king Nabuchodonosor king of Babylon. και εγένετο εν τω έτει τω εννάτω του Σεδεκίου βασιλέως Ιούδα εν τω μηνί τω δεκάτω παρεγένετο Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και πάσα η δύναμις αυτού επί Ιερουσαλήμ και επολιόρκουν αυτήν
2And the host of the king of Babylon had made a rampart against Jerusalem: and Jeremias was kept in the court of the prison, which is in the king's house; και εν τω ενδεκάτω έτει του Σεδεκίου εν τω μηνί τω τετάρτω εννάτη του μηνός ερράγη η πόλις
3in which king Sedekias had shut him up, saying, Wherefore dost thou prophesy, saying, Thus saith the Lord, Behold, I will give this city into the hands of the king of Babylon, and he shall take it; και εισήλθον πάντες οι ηγεμόνες βασιλέως Βαβυλώνος και εκάθισαν εν πύλη τη μέση Νήργελ Σαμαγάρ και Ναβουσαρσαχίμ και Ναβουσάρκης και Νηργέλ Σαρασάρ Ραβαμάγ και οι κατάλοιποι ηγεμόνες βασιλέως Βαβυλώνος
4and Sedekias shall by no means be delivered out of the hand of the Chaldeans, for he shall certainly be given up into the hands of the king of Babylon, and his mouth shall speak to his mouth, and his eyes shall look upon his eyes; και εγένετο ως είδεν αυτούς Σεδεκίας βασιλεύς Ιούδα και πάντες οι άνδρες πολεμισταί και έφυγον και εξήλθον νυκτός εκ της πόλεως κατά την οδόν κήπου του βασιλέως διά την πύλην αναμέσον του τείχους και του προτειχίσματος και εξήλθον διά την οδόν Αραβά
5and Sedekias shall go into Babylon, and dwell there? και κατεδίωξεν η δύναμις των Χαλδαίων οπίσω αυτών και συνέλαβον τον Σεδεκίαν εν τω πέραν Ιεριχώ και ήγαγον αυτόν προς Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος εις Ρεβλάθα την εν τη γη Αιμάθ και ελάλησεν αυτώ μετά κρίσεως
6AND THE WORD OF THE LORD CAME TO JEREMIAS, SAYING, και έσφαξεν ο βασιλεύς Βαβυλώνος τους υιούς Σεδεκίου εν Ρεβλάθα κατ΄ οφθαλμούς αυτού και πάντας τους άρχοντας Ιούδα έσφαξεν
7Behold, Anameel the son of Salom thy father's brother is coming to thee, saying, Buy thee my field that is in Anathoth: for thou hast the right to take it as a purchase. και τους οφθαλμούς Σεδεκίου εξετύφλωσεν και έδησεν αυτόν εν πέδαις και ήγαγεν αυτόν εις Βαβυλώνα
8So Anameel the son of Salom my father's brother came to me into the court of the prison, and said, Buy thee my field that is in the land of Benjamin, in Anathoth: for thou hast a right to buy it, and thou art the elder. So I knew that it was the word of the Lord. και τον οίκον του βασιλέως και τας οικίας του λαού ενέπρησαν οι Χαλδαίοι εν πυρί και το τείχος Ιερουσαλήμ καθείλαν
9And I bought the field of Anameel the son of my father's brother, and I weighed him seventeen shekels of silver. και το περισσόν του λαού και τους καταλειφθέντας εν τη πόλει και τους εμπεπτωκότας οι ενέπεσαν προς τον βασιλέα Βαβυλώνος
10And I wrote it in a book, and sealed it, and took the testimony of witnesses, and weighed the money in the balance. και το λοιπόν του λαού και τους καταλειφθέντας μετήρεν Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος εις Βαβυλώνα και εκ των πτωχών του λαού οις ουκ ην ουθέν κατέλειπεν Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος εν γη Ιούδα και έδωκεν αυτοίς αμπελώνας και αγρούς εν τη ημέρα εκείνη
11And I took the book of the purchase that was sealed; και ενετείλατο Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος υπέρ του Ιερεμίου εν χειρί Ναβουζαρδάν του αρχιμαγείρου λέγων
12and I gave it to Baruch son of Nerias, son of Maasaeas, in the sight of Anameel my father's brother's son, and in the sight of the men that stood by and wrote in the book of the purchase, and in the sight of the Jews that were in the court of the prison. λάβε αυτόν και θες τους οφθαλμούς σου επ΄ αυτόν και μη ποιήσης αυτώ ουθέν κακόν αλλά καθώς λαλήση προς σε ούτω ποιήσεις αυτώ
13And I charged Baruch in their presence, saying, Thus saith the Lord Almighty; και απέστειλε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος και Ναβουσεζβάν και Ραψαρής και Νηργέλ και Σαρασάρ και Ραβμάγ και πάντες οι ηγεμόνες βασιλέως Βαβυλώνος
14Take this book of the purchase, and the book that has been read; and thou shalt put it into an earthen vessel, that it may remain many days. και απέστειλαν και έλαβον τον Ιερεμίαν εξ αυλής της φυλακής και έδωκαν αυτόν προς τον Γοδολίαν υιόν Αχικάμ υιόυ Σαφάν και εξήγαγον αυτόν και εκάθισεν εν μέσω του λαού
15For thus saith the Lord; There shall yet be bought fields and houses and vineyards in this land. και προς Ιερεμίαν εγένετο λόγος κυρίου εν τη αυλή της φυλακής λέγων
16And I prayed to the Lord after I had given the book of the purchase to Baruch the son of Nerias, saying, πορεύου και είπε προς Αβδεμέλεχ τον Αιθίοπα λέγων ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ φέρω τους λόγους μου επί την πόλιν ταύτην εις κακά και ουκ εις αγαθά και έσονται ενώπιόν σου εν τη ημέρα εκείνη
17O ever living Lord! thou hast made the heaven and the earth by thy great power, and with thy high and lofty arm: nothing can be hidden from thee. και σώσω σε εν τη ημέρα εκείνη λέγει κυρίου και ου δώσω σε εις χείρας των ανθρώπων ων συ φοβή από προσώπου αυτών
18Granting mercy to thousands, and recompensing the sins of the fathers into the bosoms of their children after them: the great, the strong God; ότι σώζων σώσω σε και εν ρομφαία ου πέσης και έσται η ψυχή σου εις ευρημά ότι επεποίθεις επ΄ εμοί φησί κύριος
19the Lord of great counsel, and mighty in deeds, the great Almighty God, and Lord of great name: thine eyes are upon the ways of the children of men, to give to every one according to his way:
20who hast wrought signs and wonders in the land of Egypt even to this day, and in Israel, and among the inhabitants of the earth; and thou didst make for thyself a name, as at this day;
21and thou didst bring out thy people Israel out of the land of Egypt with signs, and with wonders, with a mighty hand, and with a high arm, and with great sights;
22and thou gavest them this land, which thou didst swear to give to their fathers, a land flowing with milk and honey;
23and they went in, and took it; but they hearkened not to thy voice, and walked not in thine ordinances; they did none of the things which thou didst command them, and they caused all these calamities to happen to them.
24Behold, a multitude is come against the city to take it; and the city is given into the hands of the Chaldeans that fight against it, by the power of the sword, and the famine: as thou hast spoken, so has it happened.
25And thou sayest to me, Buy thee the field for money; and I wrote a book, and sealed it, and took the testimony of witnesses: and the city is given into the hands of the Chaldeans.
26And the word of the Lord came to me, saying,
27I am the Lord, the God of all flesh: shall anything be hidden from me!
28Therefore thus saith the Lord God of Israel; This city shall certainly be delivered into the hands of the king of Babylon, and he shall take it:
29and the Chaldeans shall come to war against this city, and they shall burn this city with fire, and shall burn down the houses wherein they burnt incense on the roofs thereof to Baal, and poured drink-offerings to other gods, to provoke me.
30For the children of Israel and the children of Juda alone did evil in my sight from their youth.
31For this city was obnoxious to my anger and my wrath, from the day that they built it even to this day; that I should remove it from my presence,
32because of all the wickedness of the children of Israel and Juda, which they wrought to provoke me, they and their kings, and their princes, and their priests, and their prophets, the men of Juda, and the dwellers in Jerusalem.
33And they turned the back to me, and not the face: whereas I taught them early in the morning, but they hearkened no more to receive instructions.
34And they set their pollutions in the house, on which my name was called, by their uncleannesses.
35And they built to Baal the altars that are in the valley of the son of Ennom, to offer their sons and their daughters to king Moloch; which things I commanded them not, neither came it into my mind that they should do this abomination, to cause Juda to sin.
36And now thus has the Lord God of Israel said concerning this city, of which thou sayest, it shall be delivered into the hands of the king of Babylon by the sword, and by famine, and banishment.
37Behold, I will gather them out of every land, where I have scattered them in my anger, and my wrath, and great fury; and I will bring them back into this place, and will cause them to dwell safely:
38and they shall be to me a people, and I will be to them a god.
39And I will give them another way, and another heart, to fear me continually, and that for good to them and their children after them.
40And I will make with them an everlasting covenant, which I will by no means turn away from them, and I will put my fear into their heart, that they may not depart from me.
41And I will visit them to do them good, and I will plant them in this land in faithfulness, and with all my heart, and with all my soul.
42For thus saith the Lord; As I have brought upon this people all these great evils, so will I bring upon them all the good things which I pronounced upon them.
43And there shall yet be fields bought in the land, of which thou sayest, it shall be destitute of man and beast; and they are delivered into the hands of the Chaldeans.
44And they shall buy fields for money, and thou shalt write a book, and seal it, and shalt take the testimony of witnesses in the land of Benjamin, and round about Jerusalem, and in the cities of Juda, and in the cities of the mountain, and in the cities of the plain, and in the cities of the south: for I will turn their captivity.

Chapter 40

[edit]
1And the word of the Lord came to Jeremias the second time, when he was yet bound in the court of the prison, saying, ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν παρά κυρίου ύστερον μετά το αποστείλαι αυτόν Ναβουζαρδάν τον αρχιμάγειρον εκ Ραμά εν τω λαβείν αυτόν εν χειροπέδαις εν μέσω αποικίας Ιούδα των αγομένων εις Βαβυλώνα
2Thus saith the Lord, who made the earth and formed it, to establish it; the Lord is his name; και έλαβεν αυτόν ο αρχιμάγειρος και είπεν αυτώ κύριος ο θεός σου ελάλησε τα κακά ταύτα επί τον τόπον τούτον
3Cry to me, and I will answer thee, and I will declare to thee great and mighty things, which thou knowest not. και εποίησε κύριος καθώς ελάλησεν ότι ημάρτετε αυτώ και ουκ ηκούσατε της φωνής αυτού και εγένετο υμίν ο λόγος ούτος
4For thus saith the Lord concerning the houses of this city, and concerning the houses of the king of Juda, which have been pulled down for mounds and fortifications, νυν δε ιδού έλυσά σε από των χειροπεδών των επί τας χείράς σου ει καλόν εναντίον σου ελθείν μετ΄ εμού εις Βαβυλώνα ήκε και θήσω τους οφθαλμούς μου επί σε ει δε μη απότρεχε ιδού πάσα η γη ενώπιόν σου εις καλόν και εις αρεστόν εν οφθαλμοίς σου του πορευθήναι εκεί πορεύου
5to fight against the Chaldeans, and to fill it with the corpses of men, whom I smote in mine anger and my wrath, and turned away my face from them, for all their wickedness: και ανάστρεψον προς τον Γοδολίαν υιόν Αχικάμ υιόυ Σαφάν ον κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος εν γη Ιούδα και οίκησον μετ΄ αυτού εν μέσω του λαού εις πάντα τα αγαθά εν οφθαλμοίς σου του πορευθήναι πορεύου και έδωκεν αυτώ ο αρχιμάγειρος εστιατορίαν και δώρα και απέστειλεν αυτόν
6Behold, I bring upon her healing and cure, and I will show myself to them, and will heal her, and make both peace and security. και ήλθε προς Γοδολίαν εις Μασσηφάθ και εκάθισεν εν μέσω του λαού του καταλειφθέντος εν τη γη
7And I will turn the captivity of Juda, and the captivity of Israel, and will build them, even as before. και ήκουσαν πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως της εν αγρώ αυτοί και οι δύναμις αυτών ότι κατέστησε βασιλεύς Βαβυλώνος τον Γοδολίαν εν τη γη και ότι παρακατέθετο αυτώ άνδρας και γυναίκας αυτών και τα νήπια και περί των πενήτων της γης ους ουκ απώκισεν εις Βαβυλώνα
8And I will cleanse them from all their iniquities, whereby they have sinned against me, and will not remember their sins, whereby they have sinned against me, and revolted from me. και ήλθον προς Γοδολίαν εις Μασσηφάθ και Ισμαήλ υιός Ναθανίου και Ιωάναν υιός Καρεέ και Σαραϊας υιός Θαναεμέθ και υιοί Οφεί του Νετοφατί και Ιεζωνίας υιός του Μααχαθί αυτοί και οι άνδρες αυτών
9And it shall be for joy and praise, and for glory to all the people of the earth, who shall hear all the good that I will do: and they shall fear and be provoked for all the good things and for all the peace which I will bring upon them. και ώμοσεν αυτοίς Γοδολίας και τοις ανδράσιν αυτών λέγων μη φοβηθήτε από προσώπου των παίδων των Χαλδαίων κατοικήσατε εν τη γη και εργάζεσθε τω βασιλεί Βαβυλώνος και βέλτιον έσται υμίν
10Thus saith the Lord; There shall yet be heard in this place, of which ye say, it is destitute of men and cattle, in the cities of Juda, and in the streets of Jerusalem, the places that have been made desolate for want of men and cattle, και ιδού εγώ κάθημαι εις Μασσηφάθ στήναι κατά πρόσωπον των Χαλδαίων οι αν έλθωσιν εφ΄ ημάς και υμείς συναγάγετε οίνον και οπώραν και έλαιον και βαλετε εις τα αγγεία υμών και οικήσατε εν ταις πόλεσιν αις κατεκρατήσατε
11the voice of gladness, and the voice of joy, the voice of the bridegroom, and the voice of the bride, the voice of men saying, Give thanks to the Lord Almighty: for the Lord is good; for his mercy endures fore ever: and they shall bring gifts into the house of the Lord; for I will turn all the captivity of that land as before, said the Lord. και πάντες οι Ιουδαίοι οι εν Μωάβ και εν υιοίς Αμμών και οι εν τη Ιδουμαία και οι εν πάση τη γη ήκουσαν ότι έδωκε βασιλεύς Βαβυλώνος κατάλειμμα τω Ιούδα και ότι κατέστησεν επ΄ αυτούς τον Γοδολίαν υιόν Αχικάμ
12Thus saith the Lord of hosts; There shall yet be in this place, that is desert for want of man and beast, in all the cities thereof, resting-places for shepherds causing their flocks to lie down. και εστράφησαν πάντες οι Ιουδαίοι από παντός τόπου εις ον διεσπάρησαν και ήλθον προς Γοδολίαν εις γην Ιούδα εις Μασσηφάθ και συνήγαγον οίνον και οπώραν πολλήν σφόδρα και έλαιον
13In the cities of the hill country, and in the cities of the valley, and in the cities of the south, and in the land of Benjamin, and in the cities round about Jerusalem, and in the cities of Juda, flocks shall yet pass under the hand of him that numbers them, saith the Lord. και Ιωανάν υιός Καριέ και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως οι εν τοις αγροίς ήλθον προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφάθ
14 και είπαν αυτώ ει γνώσει γινώσκεις ότι Βελεισσά βασιλεύς υιών Αμμών απέστειλε προς σε τον Ισμαήλ υιόν Ναθανία πατάξαι ψυχήν σου και ουκ επίστευσεν αυτοίς Γοδολίας υιός Αχικάμ
15 και Ιωανάν υιός Καριέ είπεν τω Γοδολία κρυφαίως εν Μασσηφάθ πορεύσομαι δη και πατάξω τον Ισμαήλ υιόν Ναθανία και μηθείς γνώτω μη πατάξη σου ψυχήν και διασπαρή πας Ιούδας οι συνηγμένοι προς σε και απολούνται οι επίλοιποι Ιούδα
16 και είπε Γοδολίας προς Ιωάναν υιόν Καριέ μη ποιήσης το πράγμα τουτο ότι ψευδή συ λέγεις υπέρ Ισμαήλ

Chapter 41

[edit]
1The word that came to Jeremias from the Lord (now Nabuchodonosor king of Babylon, and all his army, and all the country of his dominion, were warring against Jerusalem, and against all the cities of Juda,) saying, και εγένετο τω μηνί τω εβδόμω ήλθεν Ισμαήλ υιός Ναθανίου υιόυ Ελισαμά από γένους του βασιλέως και ηγούμενοι του βασιλέως και δέκα άνδρες μετ΄ αυτού προς Γοδολίαν εις Μασσηφάθ και έφαγον εκεί άρτον άμα
2Thus has the Lord said; Go to Sedekias king of Juda, and thou shalt say to him, Thus has the Lord said, This city shall certainly be delivered into the hands of the king of Babylon, and he shall take it, and shall burn it with fire: και ανέστη Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες οι ήσαν μετ΄ αυτού και επάταξαν τον Γοδολίαν μαχαίρα και εθανάτωσαν αυτόν ον κατέστησε ο βασιλεύς Βαβυλώνος επί της γης
3and thou shalt not escape out of his hand, but shalt certainly be taken, and shalt be given into his hands; and thine eyes shall see his eyes, and thou shalt enter into Babylon. και πάντας τους Ιουδαίους τους όντας μετ΄ αυτού εν Μασσηφάθ και πάντας τους Χαλδαίους τους ευρεθέντας εκεί και τους άνδρας πολεμιστάς επάταξεν Ισμαήλ
4But hear the word of the Lord, O Sedekias king of Juda; Thus saith the Lord, και εγένετο τη ημέρα τη δευτέρα πατάξαντος αυτού τον Γοδολίαν και άνθρωπος ουκ έγνω
5Thou shalt die in peace: and as they wept for thy fathers that reigned before thee, they shall weep also for thee, saying, Ah lord! and they shall lament for thee down to the grave: for I have spoken the word, said the Lord. και ήλθοσαν άνδρες από Συχέμ από Συλώμ και από Σαμαρείας ογδοήκοντα άνδρες εξυρημένοι πώγωνας και διερρηχότες τα ιμάτια και κοπτόμενοι και δώρον και λίβανος εν ταις χερσίν αυτών του εισενέγκειν εις οίκον κυρίου
6And Jeremias spoke to king Sedekias all these words in Jerusalem. και εξήλθεν εις απάντησιν αυτοίς Ισμαήλ υιός Ναθανίου από Μασσηφά αυτοί επορεύοντο και έκλαιον και είπεν αυτοίς εισέλθετε προς Γοδολίαν
7And the host of the king of Babylon warred against Jerusalem, and against the cities of Juda, and against Lachis, and against Azeca: for these strong cities were left among the cities of Juda. και εγένετο εισελθόντων αυτών εις μέσον της πόλεως έσφαξεν αυτούς εις το φρέαρ αυτός και οι άνδρες οι μετ΄ αυτού
8The word that came from the Lord to Jeremias, after king Sedekias had concluded a covenant with the people, to proclaim a release; και δέκα άνδρες ευρέθησαν εκεί και είπαν τω Ισμαήλ μη ανέλης ημάς ότι εισίν ημίν θησαυροί εν αγρώ πυροί και κριθαί και μέλι και έλαιον και παρήλθε και ουκ ανείλεν αυτούς εν μέσω των αδελφών αυτών
9That every one should set at liberty his servant, and every one has handmaid, the Hebrew man and Hebrew woman, that no man of Juda should be a bondman. και το φρέαρ εις ο έρριψεν Ισμαήλ πάντας ους επάταξε φρέαρ μέγα τούτό εστιν ο εποίησεν ο βασιλεύς Ασά από προσώπου Βαασά βασιλέως Ισραήλ τούτο έπλησεν Ισμαήλ υιός Ναθανίου τραυματιών
10Then all the nobles, and all the people who had entered into the covenant, engaging to set free every one his man-servant, and every one his maid, turned, και απέστρεψεν Ισμαήλ πάντα τον λαόν τον καταλειφθέντα εις Μασσηφάθ και τας θυγατέρας του βασιλέως ας παρακατέθετο ο αρχιμάγειρος τω Γοδολία υιώ Αχικάμ και ώχετο εις το πέραν υιών Αμμών
11and gave them over to be men-servants and maid-servants. και ήκουσεν Ιωάναν υιός Καριέ και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως οι μετ΄ αυτού πάντα τα κακά α εποίησεν Ισμαήλ υιός Ναθανίου
12And the word of the Lord came to Jeremias, saying, και ήγαγον άπαν το στρατόπεδον αυτών και ώχοντο πολεμείν αυτόν και εύρον αυτόν επί ύδατος πολλού εν Γαβαών
13Thus saith the Lord; I made a covenant with your fathers in the day wherein I took them out of the land of Egypt, out of the house of bondage, saying, και εγένετο ότε είδε πας ο λαός ο μετά Ισμαηλ τον Ιωάναν υιόν Καριέ και πάντας τους ηγεμόνας της δυνάμεως τους μετ΄ αυτού ηυφράνθησαν
14When six years are accomplished, thou shalt set free thy brother the Hebrew, who shall be sold to thee: for he shall serve thee six years, and then thou shalt let him go free: but they hearkened not to me, and inclined not their ear. και ανέστρεψαν προς Ιωάναν
15And this day they turned to do that which was right in my sight, to proclaim every one the release of his neighbour; and they had concluded a covenant before me, in the house whereon my name is called. ο δε Ισμαήλ εσώθη συν οκτώ ανθρώποις και ώχετο προς τους υιούς Αμμών
16But ye turned and profaned my name, to bring back every one his servant, and every one his handmaid, whom ye had sent forth free and at their own disposal, to be to you men-servants and maid-servants. και έλαβεν Ιωάναν και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως οι μετ΄ αυτού πάντας τους καταλοίπους του λαού ους απέστρεψεν από Ισμαήλ υιόυ Ναθανίου από Μασσηφάθ μετά το πατάξαι αυτόν Γοδολίαν υιόν Αηικάμ δυνατούς άνδρας εν πολέμω και τας γυναίκας και τα λοιπά και τους ευνούχους ους απέστρεψεν από Γαβαών
17Therefore thus said the Lord; Ye have not hearkened to me, to proclaim a release every one to his neighbour: behold, I proclaim a release to you, to the sword, and to the pestilence, and to the famine; and I will give you up to dispersion among all the kingdoms of the earth. και ώχοντο και εκάθισαν εν Βαρώθ την προς Βηθλεέμ του πορευθήναι εις Αίγυπτον
18And I will give the men that have transgressed my covenant, who have not kept my covenant, which they made before me, the calf which they prepared to sacrifice with it, από προσώπου των Χαλδαίων ότι εφοβήθησαν από προσώπου αυτών ότι επάταξεν Ισμαήλ τον Γοδολίαν ον κατέστησεν ο βασιλεύς Βαβυλώνος εν τη γη
19the princes of Juda, and the men in power, and the priests, and the people;
20I will even give them to their enemies, and their carcases shall be food for the birds of the sky and for the wild beasts of the earth.
21And I will give Sedekias king of Judea, and their princes, into the hands of their enemies, and the host of the king of Babylon shall come upon them that run away from them.
22Behold, I will give command, saith the Lord, and will bring them back to this land; and they shall fight against it, and take it, and burn it with fire, and the cities of Juda; and I will make them desolate without inhabitants.

Chapter 42

[edit]
1THE WORD THAT CAME TO JEREMIAS from the Lord in the days of Joakim, king of Juda, saying, και προσήλθον πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως και Ιωάναν υιός Καριέ και Ιεζονίας υιός Ωσαίου και πας ο λαός από μικρού και έως μεγάλου
2Go to the house of the Archabin, and thou shalt bring them to the house of the Lord, into one of the courts, and give them wine to drink. και είπον προς Ιερεμίαν τον προφήτην πεσέτω δη το έλεος ημών κατά πρόσωπόν σου και πρόσευξαι προς κύριον τον θεόν σου περί των καταλοίπων τούτων ότι κατελείφθημεν ολίγοι από πολλών καθώς οι οφθαλμοί σου βλέπουσι
3So I brought forth Jechonias the son of Jeremin the son of Chabasin, and his brethren, and his sons, and all the family of the Archabin; και αναγγειλάτω ημίν κύριος ο θεός σου την οδόν η πορευσόμεθα εν αυτή και λόγον ον ποιήσομεν
4and I brought them into the house of the Lord, into the chamber of the sons of Joanan, the son of Ananias, the son of Godolias, a man of God, who dwells near the house of the princes that are over the house of Maasaeas the son of Selom, who kept the court. και είπεν αυτοίς Ιερεμίας ο προφήτης ήκουσα ιδού προσεύξομαι προς κύριον τον θεόν ημών κατά τους λόγους υμών και έσται ο λόγος ον αποκριθήσεται κύριος αναγγελώ υμίν ου κρύψω αφ΄ υμών ρήμα
5And I set before them a jar of wine, and cups, and I said, Drink ye wine. και αυτοί είπαν τω Ιερεμία έστω κύριος εν ημίν εις μάρτυρα δίκαιον και πιστόν ει κατά πάντα τον λόγον ον αν αποστείλη σε κύριος ο θεός σου προς ημάς ούτως ποιήσωμεν
6But they said, We will on no account drink wine, for our father Jonadab the son of Rechab commanded us, saying, Ye shall on no account drink wine, neither ye, nor your sons for ever: και εάν αγαθόν και εάν κακόν της φωνής κυρίου του θεού ημών ου ημείς αποστέλλομέν σε προς αυτόν ακουσόμεθα ίνα βέλτιον ημίν γένηται ότι ακουσόμεθα της φωνής κυρίου του θεού ημών
7nor shall ye at all build houses, nor sow any seed, nor shall ye have a vineyard: for ye shall dwell in tents all your days; that ye may live many days upon the land, in which ye sojourn. και εγενήθη μετά δέκα ημέρας εγενήθη λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν
8And we hearkened to the voice of Jonadab our father, so as to drink no wine all our days, we, and our wives, and our sons, and our daughters; και εκάλεσε τον Ιωάναν υιόν Καριέ και τους ηγεμόνας της δυνάμεως και πάντα τον λαόν από μικρού και έως μεγάλου
9and so as to build no houses to dwell in: and we have had no vineyard, nor field, nor seed: και είπεν αυτοίς ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ ου απεστάλκατέ με προς αυτόν ίνα πέση η δέησις υμών έμπροσθεν αυτού
10but we have dwelt in tents, and have hearkened, and done according to all that Jonadab our father commanded us. εάν καθίσαντες καθίσητε εν τη γη ταύτη και οικοδομήσω υμάς και ου καθελώ και φυτεύσω υμάς και ου εκτίλω ότι αναπέπαυμαι επί τοις κακοίς οις εποίησα υμίν
11And it came to pass, when Nabuchodonosor came up against the land, that we said we would come in; and we entered into Jerusalem, for fear of the host of the Chaldeans, and for fear of the host of the Assyrians: and we dwelt there. μη φοβηθήτε από προσώπου του βασιλέως Βαβυλώνος ου υμείς φοβείσθε από προσώπου αυτού μη φοβηθήτε φησί κύριος ότι μεθ΄ υμών εγώ του εξαιρείσθαι υμάς και σώζειν υμάς εκ χειρός αυτού
12And the word of the Lord came to me, saying, και δώσω υμίν έλεος και ελεήσω υμάς και επιστρέψω υμάς εις την γην υμών
13Thus saith the Lord, Go, and say to the men of Juda, and to them that dwell in Jerusalem, Will ye not receive correction to hearken to my words? και ει λέγετε υμείς ου καθίσωμεν εν τη γη ταύτη προς το μη ακούσαι της φωνής κυρίου του θεού υμών
14The sons of Jonadab the son of Rechab have kept the word which he commanded his children, that they should drink no wine; and they have not drunk it: but I spoke to you early, and ye hearkened not. λέγοντες μηδαμώς ότι εις γην Αιγύπτου εισελευσόμεθα και ου είδωμεν πόλεμον και φωνήν σάλπιγγος ου ακούσωμεν και εν άρτοις ου πεινάσωμεν και εκεί οικήσομεν
15And I sent to you my servants the prophets, saying, Turn ye every one from his evil way, and amend your practices, and go not after other gods to serve them, and ye shall dwell upon the land which I gave to you and to your fathers: but ye inclined not your ears, and hearkened not. διά τούτο ακούσατε λόγον κυρίου κατάλοιποι Ιούδα ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ εάν υμείς δώτε το πρόσωπον υμών εις Αίγυπτον και εισέλθητε εκεί κατοικείν
16But the sons of Jonadab the son of Rechab have kept the command of their father; but this people has not hearkened to me. και έσται η ρομφαία ην υμείς φοβείσθε από προσώπου αυτής ευρήσει υμάς εν Αιγύπτου και ο λιμός ου υμείς λόγον έχετε από προσώπου αυτού καταλήψεται υμάς εν Αιγύπτω και εκεί αποθανείσθε
17Therefore thus saith the Lord; Behold, I will bring upon Juda and upon the inhabitants of Jerusalem all the evils which I pronounced against them. και έσονται πάντες οι άνθρωποι οι θέντες το πρόσωπον αυτών του εισελθείν εις γην Αιγύπτου ενοικείν εκεί εκλείψουσιν εν τη ρομφαία και εν τω λιμώ και λοιμώ και ουκ έσται αυτών ουδείς σωζόμενος από των κακών ων εγώ επάγω επ΄ αυτούς
18Therefore thus saith the Lord; Since the sons of Jonadab the son of Rechab have hearkened to the command of their father, to do as their father commanded them: ότι ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ καθώς έσταξεν ο θυμός μου επί τους κατοικούντας Ιερουσαλήμ ούτως στάξει ο θυμός μου εφ΄ υμάς εισελθόντων υμών εις Αίγυπτον και έσεσθε εις άβατον και υποχείριοι και εις αράν και εις ονειδισμόν και ου ίδητε ουκέτι τον τόπον τούτον
19there shall never be wanting a man of the sons of Jonadab the son of Rechab to stand before my face while the earth remains. α ελάλησε κύριος εφ΄ υμάς τους καταλοίπους Ιούδα μη εισέλθητε εις Αίγυπτον και νυν γνόντες γνώσεσθε ότι εμαρτυρησάμην υμίν σήμερον
20 ότι επονηρεύσασθε εν ψυχαίς υμών αποστείλαντές με προς κύριον τον θεόν υμών λέγοντες πρόσευξαι περί ημών προς κύριον και κατά πάντα α αν λαλήση σοι κύριος ο θεός ημών ούτως απάγγειλον ημίν και ποιήσομεν
21 και απήγγειλα υμίν και ουκ εισηκούσατε της φωνής κυρίου του θεού υμών κατά πάντα όσα απέστειλε προς υμάς
22 και νυν εν ρομφαία και εν λιμώ και εν λοιμώ εκλείψετε εν τω τόπω ω υμείς βούλεσθε εισελθείν κατοικείν εκεί

Chapter 43

[edit]
1IN THE FOURTH YEAR OF JOAKIM son of Josias king of Juda, the word of the Lord came to me, saying, και εγένετο ως επαύσατο Ιερεμίας λαλών προς τον λαόν πάντας τους λόγους κυρίου του θεού αυτών ους απέστειλεν κύριος ο θεός προς αυτούς πάντας τους λόγους τούτους
2Take thee a roll of a book, and write upon it all the words which I spoke to thee against Jerusalem, and against Juda, and against all the nations, from the day when I spoke to thee, from the days of Josias king of Juda, even to this day. και είπεν Αζαρίας υιός Ωσαίου και Ιωάναν υιός Καριέ και πάντες οι άνδρες οι υπερήφανοι οι ειπόντες τω Ιερεμία ψευδή συ λαλείς ουκ απέστειλέ σε κύριος ο θεός ημών προς ημάς ειπείν μη εισέλθητε εις Αίγυπτον οικείν εκεί
3Perhaps the house of Juda will hear all the evils which I purpose to do to them; that they may turn from their evil way; and so I will be merciful to their iniquities and their sins. αλλα Βαρουχ υιός Νηρίου συμβάλλει σε προς ημάς ίνα δως ημάς εις χείρας των Χαλδαίων του θανατώσαι ημάς και αποικίσαι ημάς εις Βαβυλώνα
4So Jeremias called Baruch the son of Nerias: and he wrote from the mouth of Jeremias all the words of the Lord, which he had spoken to him, on a roll of a book. και Ιωάναν υιός Καριέ και πάντες ηγεμόνες της δυνάμεως και πας ο λαός ουκ ήκουσαν της φωνής κυρίου κατοικήσαι εν γη Ιούδα
5And Jeremias commanded Baruch, saying, I am in prison; I cannot enter into the house of the Lord: και έλαβεν Ιωάναν και πάντες οι ηγεμόνες της δυνάμεως άπάντας τους καταλοίπους Ιούδα τους αποστραφέντας εκ πάντων των εθνών α διεσκορπίσθησαν εκεί κατοικείν εν τη γη Ιούδα
6so thou shalt read in this roll in the ears of the people in the house of the Lord, on the fast day; and in the ears of all Juda that come out of their cities, thou shalt read to them. τους δυνατούς άνδρας και τας γυναίκας και τα νήπια λοιπά και τας θυγατέρας του βασιλέως και τας ψυχάς ας κατέλιπε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος μετά Γοδολίου υιόυ Αχικάμ και Ιερεμίαν τον προφήτην και Βαρούχ υιόν Νηρίου
7Peradventure their supplication will come before the Lord, and they will turn from their evil way: for great is the wrath and the anger of the Lord, which he has pronounced against this people. και εισήλθον εις Αίγυπτον ότι ουκ ήκουσαν της φωνής κυρίου και εισήλθον εις Τάφνας
8And Baruch did according to all that Jeremias commanded him—reading in the book the words of the Lord in the Lord's house. και εγένετο λόγος κυρίου προς Ιερεμίαν εν Τάφναις λέγων
9And it came to pass in the eighth year of king Joakim, in the ninth month, all the people in Jerusalem, and the house of Juda, proclaimed a fast before the Lord. λάβε σεαυτώ λίθους μεγάλους και κατάκρυψον αυτούς εν προθύροις εν πύλη της οικίας Φαραώ εν Τάφναις κατ΄ οφθαλμούς ανδρών Ιούδα
10And Baruch read in the book the words of Jeremias in the house of the Lord, in the house of Gamarias son of Saphan the scribe, in the upper court, in the entrance of the new gate of the house of the Lord, and in the ears of all the people. και ερείς ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ αποστέλλω και άξω Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος τον δούλόν μου και θήσει τον θρόνον αυτού επάνω των λίθων τούτων ων κατέκρυψας και αρεί τα όπλα επ΄ αυτούς
11And Michaeas the son of Gamarias the son of Saphan heard all the words of the Lord, out of the book. και εισελεύσεται και πατάξει γην Αιγύπτου ους εις θάνατον εις θάνατον και ους εις αποικισμόν εις αποικισμόν και ους εις ρομφαίαν εις ρομφαίαν
12And he went down to the king's house, into the house of the scribe: and, behold, there were sitting there all the princes, Elisama the scribe, and Dalaeas the son of Selemias, and Jonathan the son of Acchobor, and Gamarias the son of Saphan, and Sedekias the son of Ananias, and all the princes. και καύσει πυρ εν οικίαις των θεών αυτών και εμπυριεί αυτάς και αποικιεί αυτούς και φθειριεί γην Αιγύπτου ως φθειρίζει ποιμήν το ιμάτιον αυτού και εξελεύσεται εν ειρήνη
13And Michaeas reported to them all the words which he had heard Baruch reading in the ears of the people. και συντρίψει τους στύλους Ηλιουπόλεως τους εν Αιγύπτω και τας οικίας των θεών Αιγύπτου κατακαύσει εν πυρί
14And all the princes sent to Baruch son of Nerias Judin the son of Nathanias, the son of Selemias, the son of Chusi, saying, Take in thine hand the roll in which thou readest in the ears of the people, and come. So Baruch took the roll, and went down to them.
15And they said to him, Read it again in our ears. And Baruch read it.
16And it came to pass, when they had heard all the words, that they took counsel each with his neighbour, and said, Let us by all means tell the king all these words.
17And they asked Baruch, saying, Where didst thou write all these words?
18And Baruch said, Jeremias told me from his own mouth all these words, and I wrote them in a book.
19And they said to Baruch, Go, and hide, thou and Jeremias; let no man know where ye are.
20And they went in to the king into the court, and gave the roll to one to keep in the house of Elisama; and they told the king all these words.
21And the king sent Judin to fetch the roll: and he took it out of the house of Elisama: and Judin read in the ears of the king, and in the ears of all the princes who stood round the king.
22Now the king was sitting in the winter house: and there was a fire on the hearth before him.
23And it came to pass when Judin had read three or four leaves, he cut them off with a penknife, and cast them into the fire that was on the hearth, until the whole roll was consumed in the fire that was on the hearth.
24And the king and his servants that heard all these words sought not the Lord, and rent not their garments.
25But Elnathan and Godolias suggested to the king that he should burn the roll.
26And the king commanded Jeremeel the king's son, and Saraeas the son of Esriel, to take Baruch and Jeremias: but they were hidden.
27Then the word of the Lord came to Jeremias, after the king had burnt the roll, even all the words which Baruch wrote from the mouth of Jeremias, saying,
28Again take thou another roll, and write all the words that were on the roll, which king Joakim has burnt.
29And thou shalt say, Thus saith the Lord; Thou hast burnt this roll, saying, Why hast thou written therein, saying, The king of Babylon shall certainly come in, and destroy this land, and man and cattle shall fail from off it?
30Therefore thus saith the Lord concerning Joakim king of Juda; He shall not have a man to sit on the throne of David: and his carcass shall be cast forth in the heat by day, and in the frost by night.
31And I will visit him, and his family, and his servants: and I will bring upon him, and upon the inhabitants of Jerusalem, and upon the land of Juda, all the evils which I spoke of to them; and they hearkened not.
32And Baruch took another roll, and wrote upon it from the mouth of Jeremias all the words of the book which Joakim had burnt: and there were yet more words added to it like the former.

Chapter 44

[edit]
1And Sedekias the son of Josias reigned instead of Joakim, whom Nabuchodonosor appointed to reign over Juda. ο λόγος ο γενόμενος προς Ιερεμίαν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατοικούσιν εν γη Αιγύπτου και τοις καθημένοις εν Μαγδαλώ και εν Τάφνας και εν Μέμφοις και εν γη Παθουρής λέγων
2And he and his servants and the people of the land hearkened not to the words of the Lord, which he spoke by Jeremias. ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ υμείς εωράκατε πάντα τα κακά α επήγαγον επί Ιερουσαλήμ και επί τας πόλεις Ιούδα και ιδού εισίν έρημοι σήμερον από ενοικούντων
3And king Sedekias sent Joachal son of Selemias and Sophonias the priest son of Maasaeas to Jeremias, saying, Pray now for us to the Lord. από προσώπου πονηρίας αυτών ης εποίησαν παραπικράναί με πορευθέντες θυμιάν θεοίς ετέροις οις ουκ έγνων αυτοί και υμεις και οι πατέρες υμών
4Now Jeremias came and went through the midst of the city: for they had not put him into the house of the prison. και απέστειλα προς υμάς τους παίδάς μου τους προφήτας όρθρου και απέστειλα λέγων μη ποιήσητε το πράγμα της μολύνσεως ταύτης ης εμίσησα
5And the host of Pharao was come forth out of Egypt; and the Chaldeans heard the report of them, and they went up from Jerusalem. και ουκ ήκουσάν μου και ουκ έκλιναν το ους αυτών αποστρέψαι από των κακών αυτών προς το μη θυμίαν θεοίς ετέροις
6And the word of the Lord came to Jeremias, saying, και έσταξεν η οργή μου και ο θυμός μου και εξεκαύθη εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ και εγενήθησαν εις ερήμωσιν και εις άβατον ως ημέρα αύτη
7Thus said the Lord; Thus shalt thou say to the king of Juda who sent to thee, to seek me; Behold, the army of Pharao which is come forth to help you: they shall return to the land of Egypt: και νυν ούτως είπε κύριος παντοκράτωρ ο θεός Ισραήλ ινατί υμείς ποιείτε κακά μεγάλα επί ψυχαίς υμών εκκόψαι υμών άνδρα και γυναίκα νήπιον και θηλάζοντα εκ μέσου Ιούδα προς το μη καταλειφθήναι υμών μηδένα
8and the Chaldeans themselves shall turn again, and fight against this city, and take it, and burn it with fire. παραπικράναι με εν τοις έργοις των χειρών υμών θυμιάν θεοίς ετέροις εν γη Αιγύπτω εις ην εισήλθετε κατοικείν εκεί ίνα εκκοπήτε και ίνα γένησθε εις κατάραν και εις ονειδισμόν εν πάσι τοις έθνεσι της γης
9For thus saith the Lord; Suppose not in your hearts, saying, The Chaldeans will certainly depart from us: for they shall not depart. μη επιλέλησθε υμείς των κακών των πατέρων υμών και των κακών των βασιλέων Ιούδα και των κακών των αρχόντων υμών και των κακών των γυναικών υμών ων εποίησαν εν γη Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ
10And though ye should smite the whole host of the Chaldeans that fight against you, and there should be left a few wounded men, these should rise up each in his place, and burn this city with fire. και ουκ επαύσαντο έως της ημέρας ταύτης και ουκ εφοβήθησαν και ουκ αντείχοντο των προσταγμάτων μου ων έδωκα κατά πρόσωπον αυτών και κατά πρόσωπον των πατέρων αυτών
11And it came to pass, when the host of the Chaldeans had gone up from Jerusalem for fear of the host of Pharao, διά τούτο ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ εφίστημι το πρόσωπόν μου εφ΄ υμάς εις κακόν του απολέσαι πάντα Ιούδα
12that Jeremias went forth from Jerusalem to go into the land of Benjamin, to buy thence a property in the midst of the people. και λήψομαι τους καταλοίπους Ιούδα οι έθεντο το πρόσωπον αυτών του εισελθείν εις γην Αιγύπτου του κατοικήσαι εκεί και εκλείψουσι πάντες εν γη Αιγύπτωου και πεσούνται εν ρομφαία και εν λιμώ εκλείψουσιν από μικρού έως μεγάλου και έσονται εις ονειδισμόν και εις απώλειαν και εις κατάραν
13And he was in the gate of Benjamin, and there was there a man with whom he lodged, Saruia the son of Selemias, the son of Ananias; and he caught Jeremias, saying, Thou art fleeing to the Chaldeans. και επισκέψομαι επί τους καθημένους εν γη Αιγύπτω ως επεσκεψάμην επί Ιερουσαλήμ εν ρομφαία και εν λιμώ και εν θανάτω
14And he said, It is false; I do not flee to the Chaldeans. But he hearkened not to him; and Saruia caught Jeremias, and brought him to the princes. και ουκ έσται σεσωσμένος ουδείς των επιλοίπων Ιούδα των παροικούντων εν γη Αιγύπτω του επιστρέψαι εις γην Ιούδα εφ΄ ην αυτοί ελπίζουσι ταις ψυχαίς αυτών του επιστρέψαι εκεί ου επιστρέψουσιν ει οι ανασωζόμενοι
15And the princes were very angry with Jeremias, and smote him, and sent him into the house of Jonathan the scribe: for they had made this a prison. και απεκρίθησαν τω Ιερεμία πάντες οι άνδρες οι γνόντες ότι θυμιώσιν αι γυναίκες αυτών θεοίς ετέροις και πάσαι αι γυναίκες συναγωγή μεγάλη και πας ο λαός οι καθήμενοι εν γη Αιγύπτου εν γη Παθούρης λέγοντες
16So Jeremias came into the dungeon, and into the cells, and he remained there many days. τον λόγον ον ελάλησας προς ημάς τω ονόματι κυρίου ουκ ακουσόμεθά σου
17Then Sedekias sent, and called him; and the king asked him secretly, saying, Is there a word from the Lord? and he said, There is: thou shalt be delivered into the hands of the king of Babylon. ότι ποιούντες ποιήσομεν πάντα τον λόγον ος εξελεύσεται εκ του στόματος ημών θυμιάν τη βασιλίσση του ουρανού και σπένδειν αυτή σπονδάς καθά εποίησαμεν ημείς και οι πατέρες ημών και οι βασιλείς ημών και οι άρχοντες ημών εν πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ και επλήσθημεν άρτων και εγενόμεθα χρηστοί και κακά ουκ είδομεν
18And Jeremias said to the king, Wherein have I wronged thee, or thy servants, or this people, that thou puttest me in prison? και ως διελίπομεν θυμιώντες τη βασιλίσση του ουρανού και σπένδοντες αυτή σπονδάς ηλαττώθημεν πάντες ημείς και εν ρομφαία και εν λιμώ εξελίπομεν
19And where are your prophets who prophesied to you saying, The king of Babylon shall not come against this land? και ότι ημείς εθυμιώμεν τη βασιλίσση του ουρανού και εσπείσαμεν αυτή σπονδάς μη άνευ των ανδρών ημών εποιήσαμεν αυτή χαυώνας και εσπείσαμεν σπονδάς αυτή
20Now therefore, my lord the king, let my supplication come before thy face: and why dost thou send me back to the house of Jonathan the scribe? and let me not on any account die there. και είπεν Ιερεμίας παντί τω λαώ τοις δυνατοίς και ταις γυναιξί και παντί τω λαώ τοις αποκριθείσιν αυτώ λόγους λέγων
21Then the king commanded, and they cast him into the prison, and gave him a loaf a day out of the place where they bake, until the bread failed out of the city. So Jeremias continued in the court of the prison. ουχί του θυμιάματος ου εθυμιάσατε εν ταις πόλεσιν Ιούδα και έξωθεν Ιερουσαλήμ υμείς και οι πατέρες υμών και οι βασιλείς υμών και οι άρχοντες υμών και ο λαός της γης εμνήσθη κύριος και ανέβη επί την καρδίαν αυτού
22 και ουκ ηδύνατο κύριος έτι φέρειν από προσώπου πονηρίας πραγμάτων υμών και από των βδελυγμάτων υμών ων εποιήσατε και εγενήθη η γη υμών εις ερήμωσιν και εις άβατον και εις αράν ως η ημέρα αύτη
23 από προσώπου ων εθυμιάτε και ων ημάρτετε τω κυρίω και ουκ εισηκούσατε της φωνής κυρίου και εν τοις προστάγμασιν αυτού και εν τω νόμω αυτού και εν τοις μαρτυρίοις αυτού ουκ επορεύθητε και επελάβετο υμών τα κακά ταύτα ως η ημέρα αύτη
24 και είπεν Ιερεμίας τω λαώ και ταις γυναιξίν ακούσατε τον λόγον κυρίου πάσα Ιούδα οι εν γη Αιγύπτου
25 ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ υμείς και αι γυναίκες τω στόματι υμών ελαλήσατε και ταις χερσίν υμών επληρώσατε λέγουσαι ποιούσαι ποιήσομεν τας ομολογίας ημών ας ωμολογήσαμεν θυμίαν τη βασιλίσση του ουρανού και σπένδειν αυτή σπονδάς εμμείνασαι ενεμείνατε ταις ομολογίαις υμών και ποιούσαι εποιήσατε
26 διά τούτο ακούσατε λόγον κυρίου πας Ιούδα οι καθήμενοι εν γη Αιγύπτω ιδού ώμοσα τω ονόματί μου τω μεγάλω είπε κύριος εάν γένηται έτι όνομά μου εν τω στόματι παντός Ιούδα ειπείν ζη κύριος κύριος εν πάση γη Αιγύπτου
27 ότι ιδού εγώ εγρήγορα επ΄ αυτούς του κακώσαι αυτούς και ουκ αγαθώσαι και εκλείψουσι πας Ιούδα οι κατοικούντες εν γη Αιγύπτω εν ρομφαία και εν λιμώ έως αν εκλείπωσι
28 και οι σεσωσμένοι από ρομφαίας επιστρέψουσιν εις γην Ιούδα ολίγοι αριθμώ και γνώσονται πάντες οι κατάλοιποι Ιούδα οι παροικούντες εν γη Αιγύπτου παροικήσαι εκεί λόγος τίνος εμμένει ο εμός η ο αυτών
29 και τούτο το σημείον λέγει κύριος υμίν ότι επισκέψομαι εγώ εφ΄ υμάς εν τω τόπω τούτω ίνα γνώτε ότι εμμενούσιν οι λόγοι μου εφ΄ υμάς εις κακά
30 ούτως είπε κύριος ιδού εγώ δίδωμι τον Φαραώ Ουαφρή βασιλέα Αιγύπτου εις χείρας εχθρού αυτού και εις χείρας ζητούντος την ψυχήν αυτού καθά δέδωκα τον Σεδεκίαν βασιλέα Ιούδα εις χείρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος εχθρού αυτού και ζητούντος την ψυχήν αυτού

Chapter 45

[edit]
1And Saphanias the son of Nathan, and Godolias the son of Paschor, and Joachal the son of Semelias, heard the words which Jeremias spoke to the people, saying, ο λόγος ον ελάλησεν Ιερεμίας ο προφήτης προς Βαρούχ υιόν Νηρίου ότε έγραψε τους λόγους τούτους εν τω βιβλίω από στόματος Ιερεμίου εν τω ενιαυτώ τω τετάρτω Ιωακείμ υιώ Ιωσία βασιλέως Ιούδα λέγων
2Thus saith the Lord; He that remains in this city shall die by the sword, and by the famine: but he that goes out to the Chaldeans shall live; and his soul shall be given him for a found treasure, and he shall live. ούτως είπε κύριος ο θεός Ισραήλ επί σοι Βαρούχ
3For thus saith the Lord; This city shall certainly be delivered into the hands of the host of the king of Babylon, and they shall take it. ότι είπας οίμοι ότι προσέθηκε κύριος κόπον επι πόνον μου εκοιμήθην εν στεναγμοίς μου ανάπαυσιν ουχ εύρον
4And they said to the king, Let that man, we pray thee, be slain, for he weakens the hands of the fighting men that are left in the city, and the hands of all the people, speaking to them according to these words: for this man does not prophesy peace to this people, but evil. είπον αυτώ ούτως είπε κύριος ιδού ους εγώ ωκοδόμησα εγώ καθαίρω και ους εφύτευσα εγώ εκτίλλω και πάσαν γην την εμού
5Then the king said, Behold, he is in your hands. For the king could not resist them. και συ ζητείς σεαυτώ μεγάλα μη ζητήσης ότι ιδού εγώ επάγω κακά επί πάσαν σάρκα λέγει κύριος και δώσω σοι την ψυχήν σου εις εύρημα εν παντί τόπω ου εάν βαδίσης εκεί
6And they cast him into the dungeon of Melchias the king's son, which was in the court of the prison; and they let him down into the pit: and there was no water in the pit, but mire: and he was in the mire.
7And Abdemelech the Ethiopian heard, (now he was in the king's household,) that they had put Jeremias into the dungeon; and the king was in the gate of Benjamin:
8and he went forth to him, and spoke to the king and said,
9Thou hast done evil in what thou hast done to slay this man with hunger: for there is no more bread in the city.
10And the king commanded Abdemelech, saying, Take with thee hence thirty men, and bring him up out of the dungeon, that he die not.
11So Abdemelech took the men and went into the underground part of the king's house, and took thence old rags and old ropes, and threw them to Jeremias into the dungeon.
12And he said, Put these under the ropes. And Jeremias did so.
13And they drew him with the ropes, and lifted him out of the dungeon: and Jeremias remained in the court of the prison.
14Then the king sent, and called him to himself into the house of Aselisel, which was in the house of the Lord: and the king said to him, I will ask thee a question, and I pray thee hide nothing from me.
15And Jeremias said to the king, If I tell thee, wilt thou not certainly put me to death? and if I give thee counsel, thou wilt not at all hearken to me.
16And the king swore to him, saying, As the Lord lives who gave us this soul, I will not slay thee, neither will I give thee into the hands of these men.
17And Jeremias said to him, Thus saith the Lord; If thou wilt indeed go forth to the captains of the king of Babylon, thy soul shall live, and this city shall certainly not be burnt with fire; and thou shalt live, and thy house.
18But if thou wilt not go forth this city shall be delivered into the hands of the Chaldeans, and they shall burn it with fire, and thou shalt by no means escape.
19And the king said to Jeremias, I consider the Jews that have gone over to the Chaldeans, lest they deliver me into their hands, and they mock me.
20And Jeremias said, They shall in no wise deliver thee up. Hear the word of the Lord which I speak to thee; and it shall be better for thee, and thy soul shall live.
21But if thou wilt not go forth, this is the word which the Lord has shewn me.
22And, behold, all the women that are left in the house of the king of Juda were brought forth to the princes of the king of Babylon; and they said, The men who were at peace with thee have deceived thee, and will prevail against thee; and they shall cause thy foot to slide and fail, they have turned back from thee.
23And they shall bring forth thy wives and thy children to the Chaldeans: and thou shalt by no means escape, for thou shalt be taken by the hand of the king of Babylon, and this city shall be burnt.
24Then the king said to him, Let no man know any of these words, and certainly thou shalt not die.
25And if the princes shall hear that I have spoken to thee, and they come to thee, and say to thee, Tell us, what said the king to thee? hide it not from us, and we will in no wise slay thee, and what said the king to thee?
26Then thou shalt say to them, I brought my supplication before the presence of the king, that he would not send me back into the house of Jonathan, that I should die there.
27And all the princes came to Jeremias, and asked him: and he told them according to all these words, which the king had commanded him. And they were silent, because the word of the Lord was not heard.
28And Jeremias remained in the court of the prison, until the time when Jerusalem was taken.

Chapter 46

[edit]
1And it came to pass in the ninth month of Sedekias king of Juda, that Nabuchodonosor king of Babylon came, and all his host, against Jerusalem, and they besieged it. και εγένετο ρήμα κυρίου προς Ιερεμίαν τον προφήτην επί πάντα έθνη
2And in the eleventh year of Sedekiass, in the fourth month, on the ninth day of the month, the city was broken up. εις Αιγύπτον επί δυνάμει Φαραώ Νεχαώ βασιλέως Αιγύπτου ος ην επί τω ποταμώ Ευφράτη εν Καρχάμης ον επάταξε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος ο εν τω έτει τω τετάρτω του Ιωακείμ υιόυ Ιωσίου βασιλέως Ιούδα
3And all the leaders of the king of Babylon went in, and sat in the middle gate, Marganasar, and Samagoth, and Nabusachar, and Nabusaris, Nagargas, Naserrabamath, and the rest of the leaders of the king of Babylon, αναλάβετε όπλα και ασπίδας και προσαγάγετε εις πόλεμον
4and they sent, and took Jeremias out of the court of the prison, and gave him in charge to Godolias the son of Achicam, the son of Saphan: and they brought him out, and he sat in the midst of the people. επισάξατε τους ίππους επίβητε οι ιππείς και κατάστητε εν ταις περικεφαλαίαις υμών προβάλλετε τα δόρατα και ενδύσασθε τους θώρακας υμών
5And the word of the Lord came to Jeremias in the court of the prison, saying, τι ότι αυτοί πτοούνται και αποχωρούσιν εις το οπίσω διότι οι ισχυροί αυτών κοπήσονται φυγή έφυγον και ουκ ανέστρεψαν περιεχόμενοι κυκλόθεν λέγει κύριος
6Go and say to Abdemelech the Ethiopian, Thus said the Lord God of Israel; Behold, I will bring my words upon this city for evil, and not for good. μη φευγέτω ο κούφος και μη ανασωζέσθω ο ισχυρός επί βορράν τα παρά τον ποταμόν Ευφράτην ησθένησαν και πεπτώκασι
7But I will save thee in that day, and I will by no means deliver thee into the hands of the men before whom thou art afraid. τι ούτος ως ποταμός αναβήσεται και ως ποταμοί κυμαίνουσιν ύδωρ
8For I will surely save thee, and thou shalt by no means fall by the sword; and thou shalt find thy life, because thou didst trust in me, saith the Lord. ύδατα Αιγύπτου ως ποταμός αναβήσεται και είπεν αναβήσομαι και κατακαλύψω την γην και απολώ πόλιν και τους κατοικούντας εν αυτή
9 επίβητε επί τους ίππους και παρασκευάσατε τα άρματα εξέλθετε οι μαχηταί Αιθυιόπων και Λιβύες καθωπλισμένοι όπλοις και Λυδοί ανάβητε εντείνατε τόξον
10 και η ημέρα εκείνη τω κυρίω θεώ των δυνάμεων ημέρα εκδικήσεως του εκδικήσαι τους εχθρούς αυτού και καταφάγεται η μάχαιρα και εμπλησθήσεται και μεθυσθήσεται από του αίματος αυτών ότι θυσία τω κυρίω σαβαώθ επί γην βορρά επί ποταμώ Ευφράτη
11 ανάβηθι Γαλαάδ και λάβε ρητίνην τη παρθένω θυγατρί Αιγύπτου εις κενόν επλήθυνας ιάματά σου ωφέλεια ουκ έστιν σοι
12 ήκουσαν έθνη φωνήν σου και της κραυγής σου επλήσθη η γη ότι μαχητής προς μαχητήν ησθένησεν επιτοαυτό έπεσον αμφότεροι
13 α ελάλησε κύριος εν χειρί Ιερεμίου του προφήτου του ελθείν Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλώνος του κόψαι την γην Αιγύπτου
14 αναγγείλατε εις Αίγυπτον και ακουστόν ποιήσατε εις Μαγδωλόν και παραγγείλατε εις Μεμφίν και εν Τάφναις είπατε επίστηθι και ετοίμασον ότι κατέφαγε μάχαιρα την σμίλακά σου
15 διατί έφυγεν οπίσω ο μόσχος ο εκλεκτός σου ουκ έμεινεν ότι κύριος παρέλυσεν αυτόν
16 και το πλήθός σου ησθένησε και έπεσε και έκαστος προς τον πλησίον αυτού ελάλει αναστώμεν και αναστρέψωμεν προς τον λαόν ημών και εις την πατρίδα ημών από προσώπου μαχαίρας Ελληνικής
17 καλέσατε το όνομα Φαραώ Νεχαώ βασιλέως Αιγύπτου σαών εσβειέ μωήδ
18 ζω εγώ λέγει ο βασιλεύς κύριος των δυνάμεων ότι ως το Θαβώρ εν τοις όρεσι και ως ο Κάρμηλος ο εν τη θαλάσση ήξει
19 σκεύη αποικισμού ποίησον σεαυτή κατοικούσα θυγάτηρ Αιγύπτου ότι Μεμφίς εις αφανισμόν έσται και κληθήσεται ουαί παρά το μη υπάρχειν κατοικούντας εν αυτή
20 δάμαλις κεκαλλωπισμένη Αίγυπτος απόσπασμα από βορρά ήλθεν επ΄ αυτήν
21 και οι μισθωτοί αυτής εν αυτή ώσπερ μόσχοι σιτευτοί τρεφόμενοι εν αυτή διότι και αυτοί απεστράφησαν και έφυγον ομοθυμαδόν ουκ έστησαν ότι ημέρα απωλείας ήλθεν επ΄ αυτούς και καιρός εκδικήσεως αυτών
22 φωνή αυτής ως όφεως συρίζοντος ότι εν άμμω πορεύσονται εν αξίναις ήξουσιν επ΄ αυτήν ως κόπτοντες ξύλα
23 εκκόψατε τον δρυμόν αυτής λέγει κύριος ότι ου εικασθή ότι πληθυνεί υπέρ ακρίδα και ουκ έστιν αυτοίς αριθμός
24 κατησχύνθη η θυγάτηρ Αιγύπτου παρεδόθη εις χείρας λαού από βορρά
25 λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ εκδικώ τον Αμμών υιόν αυτής επί Αίγυπτον και επί τους θεού αυτής και επί τους βασιλείς αυτής και επί Φαραώ και επί τους πεποιθότας επ΄ αυτώ
26 και δώσω αυτούς εις χείρα των ζητούντων την ψυχήν αυτών και εις χείρα Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος και εις χείρα των δούλων αυτού και μετά ταύτα κατοικηθήσεται ώσπερ εν ταις ημέραις ταις αρχαίαις λέγει κύριος
27 συ δε μη φοβηθής δούλός μου Ιακώβ μηδέ πτοηθής Ισραήλ ότι ιδού σώζω σε μακρόθεν και το σπέρμα σου εκ της αιχμαλωσίας αυτών και αναστρέψει Ιακώβ και ησυχάσει και υπνώσει και ουκ έσται ο παρενοχλών αυτόν
28 μη φοβού παις μου Ιακώβ λέγει κύριος ότι μετά σου ειμί εγώ ότι ποιήσω συντέλειαν εν παντί έθνει εις ους έξωσά σε εκεί σε δε ου ποιήσω εκλείπειν και παιδεύσω σε εις κρίμα και αθώον ουκ αθωώσω σε

Chapter 47

[edit]
1The word that came from the Lord to Jeremias, after that Nabuzardan the captain of the guard had let him go out of Rama, when he had taken him in manacles in the midst of the captivity of Juda, even those who were carried to Babylon. και εγένετο ρήμα κυρίου προς Ιερεμίαν τον προφήτην επί τους αλλοφύλους προ του πατάξαι Φαραώ την Γάζαν
2And the chief captain of the guard took him, and said to him, The Lord thy God has pronounced all these evils upon this place: τάδε λέγει κύριος ιδού ύδατα αναβαίνει από βορρά και έσται εις χειμάρρουν κατακλύζοντα και κατακλύσει γην και το πλήρωμα αυτής πόλιν και τους κατοικούντας εν αυτή και κεκράξονται οι άνθρωποι και αλαλάξουσιν άπαντες οι κατοικούντες την γην
3and the Lord has done it; because ye sinned against him, and hearkened not to his voice. από φωνής ορμής αυτού από των όπλων των ποδών αυτού και από σεισμόυ των αρμάτων αυτού ήχου τροχών αυτού ουκ επέστρεψαν πατέρες επί υιούς αυτών από εκλύσεως χειρών αυτών
4Behold, I have loosed thee from the manacles that were upon thine hands. If it seem good to thee to go with me to Babylon, then will I set mine eyes upon thee. εν τη ημέρα τη ερχομένη του απολέσαι πάντας τους αλλοφύλους και αφανιώ την Τύρον και Σιδώνα και πάντας τους καταλοίπους της βοηθείας αυτών ότι εξολοθρεύσει κύριος τους αλλοφύλους τους καταλοίπους των νήσων της Καππαδοκίας
5But if not, depart; return to Godolias the son of Achicam, the son of Saphan, whom the king of Babylon has appointed governor in the land of Juda, and dwell with him in the midst of the people in the land of Juda: to whatsoever places it seems good in thine eyes to go, do thou even go. And the captain of the guard made him presents, and let him go. ήκει φαλάκρωμα επί Γάζαν απερρίφη Ασκαλών και οι κατάλοιποι Ενακίμ
6And he came to Godolias to Massepha, and dwelt in the midst of his people that was left in the land. έως τίνος κόψεις μάχαιρα του κυρίου έως τίνος ουκ ησυχάσεις αποκατάστηθι εις τον κολεόν σου ανάπαυσαι και επάρθητι
7And all the leaders of the host that was in the country, they and their men, heard that the king of Babylon had appointed Godolias governor in the land, and they committed to him the men and their wives, whom Nabuchodonosor had not removed to Babylon. πως ησυχάσει και κύριος ενετείλατο αυτήν επί την Ασκαλώνα και επί τας παραθαλασσίους επί τας καταλοίπους επεγερθήναι
8And there came to Godolias to Massepha Ismael the son of Nathanias, and Joanan son of Caree, and Saraeas the son of Thanaemeth, and the sons of Jophe the Netophathite, and Ezonias son of the Mochathite, they and their men.
9And Godolias swore to them and to their men, saying, Be not afraid before the children of the Chaldeans: dwell in the land, and serve the king of Babylon, and it shall be better for you.
10And, behold, I dwell in your presence at Massepha, to stand before the Chaldeans who shall come against you: and do ye gather grapes, and fruits, and oil, and put them into your vessels, and dwell in the cities which ye have obtained possession of.
11And all the Jews that were in Moab, and among the children of Ammon, and those that were in Idumea, and those that were in all the rest of the country, heard that the king of Babylon had granted a remnant to Juda, and that he had appointed over them Godolias the son of Achicam.
12And they came to Godolias into the land of Juda, to Massepha, and gathered grapes, and very much summer fruit, and oil.
13And Joanan the son of Caree, and all the leaders of the host, who were in the fields, came to Godolias to Massepha,
14and said to him, Dost thou indeed know that king Beleissa son of Ammon has sent Ismael to thee to slay thee? But Godolias believed them not.
15And Joanan said to Godolias secretly in Massepha, I will go now and smite Ismael, and let no man know it; lest he slay thee, and all the Jews that are gathered to thee be dispersed, and the remnant of Juda perish.
16But Godolias said to Joanan, Do not the thing, for thou speakest lies concerning Ismael.

Chapter 48

[edit]
1Now it came to pass in the seventh month that Ismael the son of Nathanias the son of Eleasa of the seed royal, came, and ten men with him, to Godolias to Massepha: and they ate bread there together. τη Μωάβ ούτως είπε κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ουαί επί Ναβώ ότι ώλετο ελήφθη Καριαθαϊμ ησχύνθη το κραταίωμα ηττήθη
2And Ismael rose up, and the ten men that were with him, and smote Godolias, whom the king of Babylon had appointed governor over the land, ουκ έστιν έτι γαυρίαμα Μωάβ εν Εσεβών ελογίσατο επ΄ αυτήν κακά δεύτε και εκκόψωμεν αυτήν από έθνους και παύσιν παύσεται όπισθέν σου βαδιείται μάχαιρα
3and all the Jews that were with him in Massepha, and all the Chaldeans that were found there. ότι φωνή κεκραγότων εξ Ορωναϊμ όλεθρος και σύντριμμα μέγα
4And it came to pass on the second day after he had smitten Godolias, and no man knew of it, συνετρίβη Μωάβ αναγγείλατε εις Ζόγορα
5that there came men from Sychem, and from Salem, and from Samaria, even eighty men, having their beards shaven, and their clothes rent, and beating their breasts, and they had manna and frankincense in their hands, to bring them into the house of the Lord. ότι επλήσθη Αλούθ εν κλαυθμώ αναβήσεται κλαίων εν οδώ Ωρωναϊμ κραυγήν συντρίμματος ηκούσατε
6And Ismael went out to meet them; and they went on and wept: and he said to them, Come in to Godolias. φεύγετε και σώσατε τας ψυχάς υμών και έσεσθε ώσπερ όνος άγριος εν ερήμω
7And it came to pass, when they had entered into the midst of the city, that he slew them and cast them into a pit. επειδή επεποίθεις εν οχυρώμασί σου και εν τοις θησαυροίς σου και συ συλληφθήση και εξελεύσεται Χαμώς εν αποικία οι ιερείς αυτού και οι άρχοντες αυτού άμα
8But ten men were found there, and they said to Ismael, Slay us not: for we have treasures in the field, wheat and barley, honey and oil. So he passed by, and slew them not in the midst of their brethren. και ήξει όλεθρος επί πάσαν πόλιν και πόλις ου σωθή και απολείται ο αύλων και εξολοθρευθήσεται η πεδινή καθώς είπε κύριος
9Now the pit into which Ismael cast all whom he smote, is the great pit, which king Asa had made for fear of Baasa king of Israel: even this Ismael filled with slain men. δότε σημεία τη Μωάβ ότι αφή αναφθήσεται και πάσαι αι πόλεις αυτής εις άβατον έσονται παρά το μη είναι οικούντα εν αυτή
10And Ismael brought back all the people that were left in Massepha, and the king's daughter, whom the captain of the guard had committed in charge to Godolias the son of Achicam: and he went away beyond the children of Ammon. επικατάρατος ο ποιών τον έργον κυρίου αμελώς και επικατάρατος ο εξαίρων μάχαιραν αυτού αφ΄ αίματος
11And Joanan the son of Caree, and all the leaders of the host that were with him, heard of all the evil deeds which Ismael had done. ανεπαύσατο Μωαβ εκ παιδαρίου και πεποιθώς επί τη δόξη αυτού ουκ ενέχεεν εξ αγγείου εις αγγείον και εις αποικισμόν ουκ ωχετο διά τούτο έστη γεύμα αυτού εν αυτώ και οσμή αυτού ουκ εξέλιπε
12And they brought all their army, and went to fight against him, and found him near much water in Gabaon. διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και αποστελώ αυτώ κλίνοντας και κλίνουσιν αυτόν και τα σκεύη αυτού λεπτύνουσι και τα κέρατα αυτού συντρίψουσι
13And it came to pass, when all the people that was with Ismael saw Joanan, and the leaders of the host that was with him, και καταισχυνθήσεται Μωαβ από Χαμώς ώσπερ κατησχύνθη ο οίκος Ισραήλ από Βαιθήλ ελπίδος αυτών πεποιθότες εφ΄ εαυτοίς
14that they returned to Joanan. πως ερείτε ισχυροί εσμέν και άνθρωπος ισχύων εις πόλεμον
15But Ismael escaped with eight men and went to the children of Ammon. ώλετο Μωαβ πόλις αυτού και εκλεκτοί νεανίσκοι αυτού κατέβησαν εις σφαγήν λέγει βασιλεύς κύριος των δυνάμεων όνομα
16And Joanan, and all the leaders of the host that were with him, took all the remnant of the people, whom he had brought back from Ismael, mighty men in war, and the women, and the other property, and the eunuchs, whom they had brought back from Gabaon: εγγύς η ημέρα Μωάβ ελθείν και πονηρία αυτού ταχεία σφόδρα
17and they departed, and dwelt in Gaberoch-amaa, that is by Bethleem, to go into Egypt, for fear of the Chaldeans: κινήσατε αυτόν πάντες κυκλόθεν αυτού πάντες ειδότες όνομα αυτού είπατε πως συνετρίβη βακτηρία ευκλεής ράβδος μεγαλώματος
18for they were afraid of them, because Ismael had smitten Godolias, whom the king of Babylon made governor in the land. κατάβηθι από δόξης και κάθισον εν υγρασία καθημένη θυγάτηρ Δεβών ότι ώλετο Μωάβ ανέβη εις σε λυμαινόμενος οχύρωμά σου
19 εφ΄ οδού στήθι και έπιδε καθημένη εν Αροήρ και ερώτησον φεύγοντα και σωζόμενον και είπον τι εγένετο
20 κατησχύνθη Μωάβ ότι συνετρίβη ολόλυξον και κέκραξον ανάγγειλον εν Αρνών ότι ώλετο Μωάβ
21 και κρίσις έρχεται εις την γην Μισώρ επί Χαιλών και επί Ιασσά και επί Μωφάθ
22 και επί Δεβών και επί Ναβαύ και επί οίκον Δεβλαθαϊμ
23 και επί Καριαθαϊμ και επί οίκον Γαμώλ και επί οίκον Μαών
24 και επί Καριώθ και επί Βοσόρ και επί πάσας τας πόλεις Μωάβ τας πόρρω και τας εγγύς
25 κατεάχθη κέρας Μωάβ και το επίχειρον αυτού συνετρίβη λέγει κύριος
26 μεθύσατε αυτόν ότι επί κύριον εμεγαλύνθη και επικρούσει Μωάβ εν χειρί αυτού και έσται εις γέλωτα και αυτός
27 και ημίν εις γελοιασμόν ην σοι Ισραήλ και εν κλοπαίς σου ευρέθη ότι επολέμεις αυτόν
28 κατέλιπον τας πόλεις και ώκησαν εν πέτραις οι κατοικούντες Μωάβ εγενήθησαν ως περιστεραί νοσσεύουσαι εν πέτραις στόματι βοθύνου
29 ήκουσα ύβριν Μωάβ ύβρισεν λίαν και ύβριν αυτού και υπερηφανίαν αυτού και υψώθη η καρδία αυτού
30 εγώ δε έγνων λέγει κύριος έργα αυτού ουχί το ικανόν αυτού ουχ ούτως εποίησε
31 διά τούτο επί Μωάβ ολολύξατε πάντοθεν βοήσατε επ΄ άνδρας Κειρ Αράς αυχμού
32 ως κλαυθμόν Ιαζήρ αποκλαύσομαί σοι άμπελος Σαβαμά κλήματά σου διήλθε θάλασσαν πόλις Ιαζήρ ήψαντο επί οπώραν σου και επί τρυγηταίς σου όλεθρος επέπεσε
33 συνελήφθη χαρμονή και ευφροσύνη εκ Καρμήλου και εκ γης Μωαβίτιδος και οίνον επί ληνοίς σου πρωϊ ουκ επάτησαν ουδέ δείλης ουκ εποίησαν αιδέδ
34 από κραυγής Εσεβών έως Ελεαλή και έως Ιασσά έδωκαν φωνήν αυτών από Ζηγώρ έως Ωρωναϊμ και εγγελά σελισία ότι και το ύδωρ Νεμβρείμ εις κατάκαυμα έσται
35 και απολώ τον Μωάβ φησί κύριος αναβαίνοντα επί τον βωμόν και θυμιώντα θεοίς αυτού
36 διά τούτο καρδία του Μωάβ ώσπερ αυλοί βομβήσουσι και καρδία μου επ΄ ανθρώπους Κειρ Αράς ώσπερ αυλός βομβήσει διά τούτο α περιεποιήσατο απώλετο από ανθρώπου
37 πάσαν κεφαλήν εν παντί τόπω ξυρηθήσονται και πας πώγων ξυρήσονται και πάσαι χείρες κόψονται και επί πάσης οσφύος σάκκος
38 και επί πάντων των δωμάτων Μωάβ και επί ταις πλατείαις αυτής ότι συνέτριψα τον Μωάβ φησί κύριος ως αγγείον ου ουκ έστι χρεία αυτού
39 πως κατήλλαξε πως έστρεψε νώτον Μωάβ ησχύνθη και εγένετο Μωάβ εις γέλωτα και εγκότημα πάσι τοις κύκλω αυτής
40 ότι ούτως είπε κύριος ως αετός πετάσεται και εκτενεί τας πτέρυγας αυτού εις Μωάβ
41 ελήφθη Καριώθ και τα οχυρώματα συνελήφθη και έσται η καρδία των δυνατών Μωάβ εν τη ημέρα εκείνη ωσεί καρδία γυναικός ωδινούσης
42 και απολείται Μωαβ από όχλου ότι επί τον κύριον εμεγαλύνθη
43 παγίς και φόβος και βόθυνος επί σε καθήμενος Μωάβ λέγει κύριος
44 ο φεύγων από προσώπου του φόβου εμπεσείται εις τον βόθυνον και ο αναβαίνων εκ του βοθύνου και συλληφθήσεται εν τη παγίδι ότι επάξω ταύτα επί Μωάβ εν ενιαυτώ επισκέψεως αυτής λέγει κύριος
45 εν σκιά Εσεβών εστάθησαν από δυνάμεως φυγόντες ότι πυρ εξήλθεν από Εσεβών και φλοξ από μέσου Σεών και κατέφαγεν το κλίτος Μωάβ και την κορυφήν υιών Σαών
46 ουαί σοι Μωάβ απώλετο ο λαός Καμώς ότι έλαβον τους υιούς σου και τας θυγατέρας σου εις αιχμαλωσίαν
47 και επιστρέψω αιχμαλωσίαν του Μωάβ εν ταις εσχάταις ημέραις λέγει κύριος έως τούτου το κρίμα του Μωάβ

Chapter 49

[edit]
1Then came all the leaders of the host, and Joanan, and Azarias the son of Maasaeas, and all the people great and small, τοις υιοίς Αμμών ούτως είπε κύριος μη υιοί ουκ εισίν εν Ισραήλ η παραληψόμενος ουκ έστιν αυτών διατί παρέλαβε Μολχόμ τον Γαδ και ο λαός αυτών εν πόλεσιν αυτών ενοικεί
2to Jeremias the prophet, and said to him, Let now our supplication come before thy face, and pray thou to the Lord thy God for this remnant; for we are left few out of many, as thine eyes see. διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται φησί κύριος και ακουτιώ επί Ραββάθ υιών Αμμών θόρυβον πολέμου και έσονται εις άβατον και εις απώλειαν και οι βωμοί αυτής εν πυρί κατακαυθήσονται και παραλήψεται Ισραήλ την αρχήν αυτού λέγει κύριος
3And let the Lord thy God declare to us the way wherein we should walk, and the thing which we should do. αλάλαξον Εσεβών ότι ώλετο Γαϊ κεκράξατε θυγατέρες Ραββάθ περιζώσασθε σάκκους επιληπτεύεσθε και κόψασθε επί Μολχόμ ότι εν αποικία βαδιούνται οι ιερείς αυτού και οι άρχοντες αυτού άμα
4And Jeremias said to them, I have heard you; behold, I will pray for you to the Lord our God, according to your words; and it shall come to pass, that whatsoever word the Lord God shall answer, I will declare it to you; I will not hide anything from you. τι αγαλλιάσθε εν Εμακείμ θυγάτηρ της ιταμίας η πεποιθύια επί τοις θησαυροίς αυτής η λέγουσα τις ελεύσεται εις εμέ
5And they said to Jeremias, Let the Lord be between us for a just and faithful witness, if we do not according to every word which the Lord shall send to us. ιδού εγώ φέρω επί σε φόβον είπε κύριος των δυνάμεων από πάσης της περιοίκου σου και διασπαρήσεσθε έκαστος εις πρόσωπον αυτού και ουκ έσται ο συνάγων τους αλωμένους
6And whether it be good, or whether it be evil, we will hearken to the voice of the Lord our God, to whom we send thee; that it may be well with us, because we shall hearken to the voice of the Lord our God. και μετά ταύτα επιστρέψω την αιχμαλωσίαν υιών Αμμών λέγει κύριος
7And it came to pass after ten days, that the word of the Lord came to Jeremias. τη Ιδουμαία τάδε λέγει κύριος ουκ έστιν έτι σοφία εν Θαιμάν απώλετο βουλή εκ συνετών ώχετο σοφία αυτών
8And he called Joanan, and the leaders of the host, and all the people from the least even to the greatest, ηπατήθη ο τόπος αυτών βαθύνατε εαυτοίς εις κάθισιν οι κατοικούντες εν Δαιδάν ότι δύσκολα εποίησεν ήγαγον αυτόν εν χρόνω ω επεσκεψάμην επ΄ αυτόν
9and he said to them, Thus saith the Lord; ότι τρυγηταί ήλθόν σοι οι ου καταλείψουσί σοι καταλείμματα ωσεί κλέπται εν νυκτί επιθήσουσι χείρας αυτών
10If ye will indeed dwell in this land, I will build you, and will not pull you down, but will plant you, and in no wise pluck you up: for I have ceased from the calamities which I brought upon you. ότι εγώ κατέσυρα τον Ησαύ ανεκάλυψα τα κρυπτά αυτών κρυβήναι ου δύνωνται ώλοντο διά χείρα αδελφού αυτού και γείτονος αυτού και ουκ έστιν
11Be not afraid of the king of Babylon, of whom ye are afraid; be not afraid of him, saith the Lord: for I am with you, to deliver you, and save you out of their hand. υπολειπέσθαι ορφανόν σου ίνα ζήσηται και εγώ ζήσομαι και χήραι σου επ΄ εμέ ελπιούσιν
12And I will grant you mercy, and pity you, and will restore you to your land. ότι τάδε λέγει κύριος ιδού οις ουκ ην νόμος πιείν το ποτήριον έπιον και συ αθωωμένη ου αθωωθής ότι πιών πίεσαι
13But if ye say, We will not dwell in this land, that we may not hearken to the voice of the Lord; ότι κατ΄ εμαυτού ώμοσα λέγει κύριος ότι εις άβατον και εις ονειδισμόν και εις κατάρασιν έση εν μέσω αυτής και πάσαι αι πόλεις αυτής έσονται έρημοι εις τον αιώνα
14for we will go into the land of Egypt, and we shall see no war, and shall not hear the sound of a trumpet, and we shall not hunger for bread; and there we will dwell: ακοήν ήκουσα παρά κυρίου και αγγέλους εις έθνη απέστειλε συνάχθητε και παραγένεσθε εις αυτήν ανάστητε εις πόλεμον
15then hear the word of the Lord; thus saith the Lord; ιδού μικρόν δέδωκά σε εν έθνεσιν ευκαταφρόνητον εν ανθρώποις
16If ye set your face toward Egypt, and go in there to dwell; then it shall be, that the sword which ye fear shall find you in the land of Egypt, and the famine to which ye have regard, shall overtake you, coming after you in Egypt; and there ye shall die. η παιγνία σου ενεχείρησέ σοι ιταμία καρδίας σου κατέλυσε τρυμαλιάς πετρών συνέλαβεν ισχύν βουνού υψηλού ότι εάν υψώσης ώσπερ αετός νοσσιάν σου λέγει κύριος εκείθεν καθελώ σε
17And all the men, and all the strangers who have set their face toward the land of Egypt to dwell there, shall be consumed by the sword, and by the famine: and there shall not one of them escape from the evils which I bring upon them. και έσται η Ιδουμαία εις άβατον πας ο παραπορευόμενος επ΄ αυτήν εκστήσεται και συριεί επί πάσαν την πληγήν
18For thus saith the Lord; As my wrath has dropped upon the inhabitants of Jerusalem, so shall my wrath drop upon you, when ye have entered into Egypt: and ye shall be a desolation, and under the power of others, and a curse and a reproach: and ye shall no more see this place. ώσπερ κατεστράφη Σόδομα και Γόμαρρα και αι πάροικοι αυτής είπε κύριος ου καθίσει εκεί άνθρωπος και ου κατοικήσει εκεί υιός ανθρώπου
19These are the words which the Lord has spoken concerning you the remnant of Juda; Enter ye not into Egypt: and now know ye for a certainty, ιδού ώσπερ λέων αναβήσεται εκ μέσου του Ιορδάνου εις τόπον Αιθάμ ότι ταχύ εκδιώξω αυτούς απ΄ αυτής και τους νεανίσκους επ΄ αυτής επιστήσατε ότι τις ώσπερ εγώ και τις αντιστήσεταί μοι και τις ούτος ποιμήν ος στήσεται κατά προσωπόν μου
20that ye have wrought wickedness in your hearts, when ye sent me, saying, Pray thou for us to the Lord; and according to all that the Lord shall speak to thee we will do. διά τούτο ακούσατε βουλήν κυρίου ην εβουλεύσατο επί την Ιδουμαίαν και λογισμόν αυτού ον ελογίσατο επί τους κατοικούντας Θαιμάν εάν μη συμψησθώσι τα ελάχιστα των προβάτων εάν μη αβατωθή επ΄ αυτούς κατάλυσις αυτών
21And ye have not hearkened to the voice of the Lord, with which he sent me to you. από φωνής πτώσεως αυτών εσείσθη η γη κραυγή σου εν θαλάσση ηκούσθη
22Now therefore ye shall perish by sword and by famine, in the place which ye desire to go into to dwell there. ιδού ώσπερ αετός αναβήσεται και όψεται και εκτενεί τας πτέρυγας επ΄ οχυρώματα αυτής και έσται η καρδία των ισχυρών της Ιδουμαίας εν τη ημέρα εκείνη ως καρδία γυναικός ωδινούσης
23 τη Δαμασκώ κατησχύνθη Ημάθ και Αρφάδ ότι ήκουσαν ακοήν πονηράν εξέστησαν εθυμώθησαν αναπαύσασθαι ου δύνωνται
24 εξελύθη Δαμασκός απεστράφη εις φυγήν τρόμος επελάβετο αυτής στένωσις και οδύναι κατείχον αυτήν ωσεί ωδίνουσαν
25 πως ουχί εγκατέλιπε πόλιν αινήν κώμην ηγάπημενην
26 διά τούτο πεσούνται νεανίσκοι εν πλατείαις σου και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί σου πεσούνται εν τη ημέρα εκείνη φησί κύριος των δυνάμεων
27 και καύσω πυρ εν τείχει Δαμασκού και καταφάγεται άμφοδα υιόυ Άδερ
28 τη Κηδάρ και τη βασιλίσση της αυλής ην επάταξε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος ούτως είπε κύριος ανάστητε και ανάβητε επί Κηδάρ και πλήξατε τους υιούς Κεδέμ
29 σκηνάς αυτών και τα πρόβατα αυτών λήψονται ιμάτια αυτών και πάντα τα σκεύη αυτών και καμήλους αυτών λήψονται εαυτοίς και καλέσατε επ΄ αυτούς απώλειαν κυκλόθεν
30 φεύγετε λίαν εβαθύνατε εις κάθισιν καθήμενοι εν τη αυλή λέγει κύριος ότι εβουλεύσατο εφ΄ υμάς Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος βουλήν και ελογίσατο εφ΄ υμάς λογισμόν
31 ανάστηθι και ανάβηθι επί έθνος ευσταθούν καθήμενον εις αναψυχήν οις ουκ εισί θύραι ου μοχλοί μόνοι καταλύουσι
32 και έσονται οι κάμηλοι αυτών εις προνομήν και πλήθος κτηνών αυτών εις απώλειαν και λικμήσω αυτούς παντί πνεύματι κεκαρμένους προ προσώπου αυτών εκ παντός πέραν αυτών οίσω την τροπήν αυτών είπε κύριος
33 και έσται η αυλή διατριβή στρουθών και άβατος έως αιώνος ου καθίση εκεί άνθρωπος και ου κατοικήση εκεί υιός ανθρώπου
34 και εγένετο ρήμα κυρίου προς Ιερεμίαν τον προφήτης κατά της Αιλάμ εν αρχή βασιλείας Σεδεκίας βασιλέως Ιούδα λέγων
35 τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ιδού εγώ συνετρίψω το τόξον Αιλάμ αρχή δυναστείας αυτών
36 και επάξω επί Αιλάμ τέσσαρας ανέμους εκ των τεσσάρων άκρων του ουρανού και διασπερώ αυτούς εν πάσι τοις ανέμοις τούτοις και ουκ έσται έθνος ο ουχ ήξει οι εξωσμένοι Αιλάμ
37 και πτοήσω αυτούς εναντίον των εχθρών αυτών των ζητούντων την ψυχήν αυτών και επάξω επ΄ αυτούς κακόν κατά την οργήν του θυμού μου λέγει κύριος και επαποστελώ οπίσω αυτών την μάχαιραν μου έως του εξαναλώσαι αυτούς
38 και θήσω τον θρόνον μου εν Αιλάμ και εξαποστελώ εκείθεν βασιλέα και μεγιστάνας λέγει κύριος
39 και έσται επ΄ εσχατών των ημερών αποστρέψω την αιχμαλωσίαν Αιλάμ λέγει κύριος

Chapter 50

[edit]
1And it came to pass, when Jeremias ceased speaking to the people all the words of the Lord, for which the Lord had sent him to them, even all these words, ο λόγος κυρίου ον ελάλησεν επί Βαβυλώνα και επί γην Χαλδαίων εν χειρί Ιερεμίου του προφήτου
2that Azarias son of Maasaeas spoke, and Joanan, the son of Caree, and all the men who had spoken to Jeremias, saying, It is false: the Lord has not sent thee to us, saying, Enter not into Egypt to dwell there: αναγγείλατε εν τοις έθνεσι και ακουστά ποιήσατε άρατε σημείον και ακουστόν ποιήσατε και μη κρύψητε είπατε εάλωκε Βαβυλών κατησχύνθη Βήλ παρεδόθη Μαιρωδάχ ησχύνθησαν τα γλυπτά αυτών παρεδόθη τα είδωλα αυτών
3but Baruch the son of Nerias sets thee against us, that thou mayest deliver us into the hands of the Chaldeans, to kill us, and that we should be carried away captives to Babylon. ότι ανέβη επ΄ αυτήν έθνος από βορρά ούτος θήσει την γην αυτής εις αφανισμόν και ουκ έσται ο κατοικών εν αυτή από ανθρώπου και κτηνους
4So Joanan, and all the leaders of the host, and all the people, refused to hearken to the voice of the Lord, to dwell in the land of Juda. εσαλεύθησαν και επορεύθησαν εν ταις ημέραις εκείναις και εν τω καιρώ εκείνω λέγει κύριος ήξουσιν οι υιοί Ισραήλ αυτοί και οι υιοί Ιούδα επί βαδίζοντες και κλαίοντες πορεύσονται τον κύριον θεόν αυτών ζητούντες
5And Joanan, and all the leaders of the host, took all the remnant of Juda, who had returned to dwell in the land; έως Σιών ερωτήσουσι την οδόν ώδε γαρ το πρόσωπον αυτών δώσουσι και ήξουσι και καταφεύξονται προς κύριον διαθήκη γαρ αιώνιος ουκ επιλησθήσεται
6the mighty men, and the women, and the children that were left, and the daughters of the king, and the souls which Nabuzardan had left with Godolias the son of Achicam and Jeremias the prophet, and Baruch the son of Nerias. πρόβατα απολωλότα εγενήθη ο λαός μου οι ποιμένες αυτών έξωσαν αυτούς επί τα όρη απεπλάνησαν αυτούς εξ όρους επί βουνόν ώχοντο επελάθοντο κοίτης αυτών
7And they came into Egypt: for they hearkened not to the voice of the Lord: and they entered into Taphnas. πάντες οι ευρίσκοντες αυτούς ανήλισκον αυτούς οι εχθροί αυτών είπον μη ανώμεν αυτούς ανθ΄ ήμαρτον τω κυρίω νομή δικαιοσύνης τω συναγαγόντι τους πατέρας αυτών ο κύριος
8And the word of the Lord came to Jeremias in Taphnas, saying, απαλλοτριώθητε εκ μέσου Βαβυλώνος και από γης Χαλδαίων και εξέλθετε και γένεσθε ώσπερ δράκοντες κατά πρόσωπον προβάτων
9Take thee great stones, and hide them in the entrance, at the gate of the house of Pharao in Taphnas, in the sight of the men of Juda: ότι ιδού εγώ εγείρω επί Βαβυλώνα συναγωγάς εθνών μεγάλων εκ γης βορρά και παρατάξονται αυτή εκείθεν αλώσεται ως βολίς μαχητού συνετού ουκ επιστρέψει κενή
10and thou shalt say, Thus has the Lord said; Behold, I will send, and will bring Nabuchodonosor king of Babylon, and he shall place his throne upon these stones which thou hast hidden, and he shall lift up weapons against them. και έσται η Χαλδαία εις προνομήν πάντες οι προνομεύοντες αυτήν εμπλησθήσονται λέγει κύριος
11And he shall enter in, and smite the land of Egypt, delivering some for death to death; and some for captivity to captivity; and some for the sword to the sword. ότι ηυφραίνεσθε και κατεκαυχάσθε διαρπάζοντες την κληρονομίαν μου διότι εσκιρτάτε ως βοϊδια εν βοτάνη και εκερατίζετε ως ταύροι
12And he shall kindle a fire in the houses of their gods, and shall burn them, and shall carry them away captives: and shall search the land of Egypt, as a shepherd searches his garment; and he shall go forth in peace. ησχύνθη η μήτηρ υμών σφόδρα ενετράπη η τεκούσα υμάς ιδού εσχάτη εθνών έρημος και άβατος
13And he shall break to pieces the pillars of Heliopolis that are in On, and shall burn their houses with fire. από οργής κυρίου ου κατοικηθήσεται και έσται εις αφανισμόν πάσα και πας ο διοδεύων διά Βαβυλώνος σκυθρωπάσει και συριεί επί πάσαν την πληγήν αυτής
14 παρατάξασθε επί Βαβυλώνα κύκλοθεν πάντες τείνοντες τόξον τοξεύσατε επ΄ αυτήν μη φείσησθε επί τοις τοξεύμασιν υμων οτι τω κυριω ημαρτεν
15 και κατακρατήσατε αυτήν παρελύθησαν αι χείρες αυτής έπεσον αι επάλξεις αυτής κατεσκάφη το τείχος αυτής ότι εκδίκησις παρά του θεού εστιν εκδικήσατε επ΄ αυτήν καθώς εποίησε ποιήσατε αυτή
16 εξολοθρεύσατε σπέρμα εκ Βαβυλώνος κατέχοντα δρέπανον εν καιρώ θερισμού από προσώπου μαχαίρας Ελληνικής έκαστος εις τον λαόν αυτού αποστρέψουσι και έκαστος εις την γην αυτού φεύξεται
17 πρόβατον πλανώμενον Ισραήλ λέοντες έξωσαν αυτόν ο πρώτος έφαγεν αυτόν βασιλεύς Ασσούρ και ούτος ύστερον τα οστά αυτού βασιλεύς Βαβυλώνος
18 διά τούτο τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ ιδού εγώ εκδικώ επί τον βασιλέα Βαβυλώνος και την γην αυτού καθώς εξεδίκησα επί τον βασιλέα Ασσούρ
19 και αποκαταστήσω τον Ισραήλ εις την νομήν αυτού και νεμήσεται εν τω Καρμήλω και εν Βασάν και εν όρει Εφραϊμ και εν τω Γαλαάδ και εμπλησθήσεται η ψυχή αυτού
20 εν ταις ημέραις εκείναις και εν τω καιρώ εκείνω λέγει κύριος ζητήσουσι την αδικίαν Ισραήλ και ουχ υπάρξει και τας αμαρτίας Ιούδα και ου ευρεθώσιν ότι ίλεως έσομαι τοις υπολελειμμένοις
21 επί της γης πικρώς επίβηθι επ΄ αυτήν και επί τους κατοικούντας εν αυτή εκδίκησον μαχαίρα και αφάνισον λέγει κύριος και ποίει κατά πάντα όσα εντέλλομαί σοι
22 φωνή πολέμου και συντριβή μεγάλη εν γη Χαλδαίων
23 πως συνεκλάσθη και συνετρίβη η σφύρα πάσης της γης πως εγενήθη εις αφανισμόν Βαβυλών εν έθνεσιν
24 επιθήσονταί σοι και αλώση Βαβυλών και ου γνώση ευρέθης και ελήφθης ότι τω κυρίω αντέστης
25 ήνοιξε κύριος τον θησαυρόν αυτού και εξήνεγκε τα σκεύη οργής αυτού ότι έργον τω κυρίω θεώ των δυνάμεων εν γη Χαλδαίων
26 ότι εληλύθασιν οι καιροί αυτής ανοίξατε τας αποθήκας αυτής ερευνήσατε αυτήν ως σπήλαιον και εξολοθρεύσατε αυτήν μη γενέσθω αυτής κατάλειμμα
27 αναξηράνατε πάντας τους καρπούς αυτής και καταβήτωσαν εις σφαγήν ουαί αυτοίς ότι ήκει η ημέρα αυτών και καιρός εκδικήσεως αυτών
28 φωνή φευγόντων και ανασωζομένων εκ γης Βαβυλώνος του αναγγείλαι εν Σιών την εκδίκησιν παρά κυρίου θεού ημών εκδίκησιν ναού αυτού
29 παραγγείλατε επί Βαβυλώνα πολλοίς παντί εντείνοντι τόξον παρεμβάλλετε επ΄ αυτήν κυκλόθεν μη έστω αυτής ανασωζόμενος ανταπόδοτε αυτή κατά τα έργα αυτής κατά πάντα όσα εποίησε ποιήσατε αυτή ότι προς τον κύριον αντέστη θεόν άγιον Ισραήλ
30 διά τούτο πεσούνται οι νεανίσκοι αυτής εν ταις πλατείαις αυτής και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί αυτής ριφήσονται εν τη ημέρα εκείνη λέγει κύριος
31 ιδού εγώ προς σε υπερήφανε λέγει κύριος ο θεός των δυνάμεων ότι ήκει η ημέρα σου και ο καιρός εκδικήσεώς σου
32 και ασθενήσει η ύβρις σου και πεσείται και ουκ έσται ο ανιστών αυτήν και ανάψω πυρ εν τω δρυμώ αυτής και καταφάγεται πάντα τα κύκλω αυτής
33 τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων καταδεδυνάστευνται οι υιοί Ισραήλ και οι υιοί Ιούδα άμα πάντες οι αιχμαλωτεύσαντες αυτούς κατεδυνάστευσαν αυτούς ότι ουκ ηθέλησαν εξαποστείλαι αυτούς
34 και ο λυτρούμενος αυτούς ισχυρός κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ κρίσιν κρινεί προς τους αντιδίκους αυτού όπως εξάρη την γην και παροξύνει τοις κατοικούσι Βαβυλώνα
35 μάχαιραν επί τους Χαλδαίους λέγει κύριος και επί τους κατοικούντας Βαβυλώνα και επί τους μεγιστάνας αυτής και επί τους συνετούς αυτής
36 μάχαιραν επί τους μάντεις αυτής και άφρονες έσονται μάχαιραν επί τους μαχητάς αυτής και παραλυθήσονται
37 μάχαιραν επί τους ίππους αυτών και επί τα άρματα αυτών και επί τον σύμμικτον τον εν μέσω αυτής και έσονται ως γυναίκες μάχαιραν επί τους θησαυρούς αυτής και διαρπαγήσονται
38 επί τω ύδατι αυτής επεποίθει και καταισχυνθήσονται ότι γη των γλυπτών εστι και εν ταις νήσοις κατεκαυχώντο
39 διά τούτο κατοικήσουσιν ινδάλματα εν ταις νήσοις και κατοικήσουσιν εν αυταίς θυγατέρες σειρήνων ου κατοικηθή ουκέτι εις τον αιώνα ου κατασκηνωθήσεται έως γενεάς και γενεάς
40 καθώς κατέστρεψεν ο θεός Σόδομα και Γόμορρα και τας ομορούσας αυταίς είπε κύριος ου κατοικήσει εκεί άνθρωπος και ου παροικήσει εκεί υιός ανθρώπου
41 ιδού λαός έρχεται από βορρά και έθνος μέγα και βασιλείς πολλοί εξεγερθήσονται απ΄ εσχάτου της γης
42 τόξον και εγχειρίδιον έχοντες ιταμός εστι και ου ελεήση η φωνή αυτών ως θάλασσα ηχήσει εφ΄ ίπποις ιππάσονται παρεσκευασμένοι ώσπερ πυρ εις πόλεμον προς σε θυγάτηρ Βαβυλώνος
43 ήκουσε βασιλεύς Βαβυλώνος την ακοήν αυτών και παρελύθησαν αι χείρες αυτού θλιψις κατεκράτησεν αυτού ωδίνες ως τικτούσης
44 ιδού ώσπερ λέων αναβήσεται από του Ιορδάνου εις τόπον Αιθάν ότι ταχέως εκδιώξω αυτούς απ΄ αυτής και πάντα νεανίσκον επ΄ αυτήν επιστήσω ότι τις ώσπερ εγώ και τις αντιστήσεταί μοι και τις ούτος ο ποιμήν ος στήσεται κατά πρόσωπόν μου
45 διά τούτο ακούσατε την βουλήν κυρίου ην βεβούλευται επί Βαβυλώνα και λογισμούς αυτού ους ελογίσατο επί τους κατοικούντας γην των Χαλδαίων εάν μη διαφθαρή τα αρνία των προβάτων αυτών εάν μη αφανισθή νομή απ΄ αυτών
46 διοτι από φωνής αλώσεως Βαβυλώνος σεισθήσεται η γη και κραυγή αυτής εν έθνεσιν ακουσθήσεται

Chapter 51

[edit]
1THE WORD THAT CAME TO JEREMIAS for all the Jews dwelling in the land of Egypt, and for those settled in Magdolo and in Taphnas, and in the land of Pathura, saying, τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ εξεγείρω επί Βαβυλώνα και επί τους κατοικούντας Χαλδαίους άνεμον καύσωνα διαφθείροντα
2Thus has the Lord God of Israel said; Ye have seen all the evils which I have brought upon Jerusalem, and upon the cities of Juda; and, behold, they are desolate without inhabitants, και εξαποστελώ επί Βαβυλώνα υβριστάς και καθυβρίσουσιν αυτήν και λυμανούνται την γην αυτής ουαί επί Βαβυλώνα κυκλόθεν εν ημέρα κακώσεως αυτής
3because of their wickedness, which they have wrought to provoke me, by going to burn incense to other gods, whom ye knew not. επ΄ αυτή τεινέτω ο τείνων το τόξον αυτού και περιθέσθω α εστιν όπλα αυτού και μη φείσησθε επί τους νεανίσκους αυτής και αφανίσατε πάσαν την δύναμιν αυτής
4yet I sent to you my servants the prophets early in the morning, and I sent, saying, Do not ye this abominable thing which I hate. και πεσούνται τραυματίαι εν γη Χαλδαίων και κατακεκεντημένοι έξωθεν αυτής
5But they hearkened not to me, and inclined not their ear to turn from their wickedness, so as not to burn incense to strange gods. διότι ουκ εχήρευσεν Ισραήλ και Ιούδας από θεού αυτών από κυρίου παντοκράτορος ότι η γη αυτών επλήσθη αδικίας από των αγίων Ισραήλ
6So mine anger and my wrath dropped upon them, and was kindled in the gates of Juda, and in the streets of Jerusalem; and they became a desolation and a waste, as at this day. φεύγετε εκ μέσου Βαβυλώνος και ανασώζετε έκαστος την ψυχήν αυτού μη απορριφήτε εν τη αδικία αυτής ότι καιρός εκδικήσεως αυτής εστι παρά κυρίου ανταπόδομα αυτός ανταποδίδωσιν αυτή
7And now thus has the Lord Almighty said, Wherefore do ye commit these great evils against your souls? to cut off man and woman of you, infant and suckling from the midst of Juda, to the end that not one of you should be left; ποτήριον χρυσούν Βαβυλών εν χειρί κυρίου μεθύσκον πάσαν την γην από του οίνου αυτής επίοσαν έθνη διά τούτο εσαλεύθησαν
8by provoking me with the works of your hands, to burn incense to other gods in the land of Egypt, into which ye entered to dwell there, that ye might be cut off, and that ye might become a curse and a reproach among all the nations of the earth? και άφνω έπεσε Βαβυλών και συνετρίβη θρηνείτε αυτήν λάβετε ρητίνην τη διαφθορά αυτής είπως ιαθήσεται
9Have ye forgotten the sins of your fathers, and the sins of the kings of Juda, and the sins of your princes, and the sins of your wives, which they wrought in the land of Juda, and in the streets of Jerusalem? ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα και ουκ ιάθη εγκαταλίπωμεν αυτήν και απέλθωμεν έκαστος εις την γην αυτού ότι ήγγικεν εις ουρανόν το κρίμα αυτής εξήρεν έως των άστρων
10And have not ceased even to this day, and they have not kept to my ordinances, which I set before their fathers. εξήνεγκε κύριος το κρίμα αυτού δεύτε και αναγγείλωμεν εν Σιών τα έργα κυρίου του θεού ημών
11Therefore thus saith the Lord; Behold I do set my face against you παρασκευάζετε τα τοξεύματα πληρούτε τας φαρέτρας ήγειρε κύριος το πνεύμα βασιλέως Μήδων ότι εις Βαβυλώνα η οργή αυτού εξολοθρεύσαι αυτήν ότι εκδίκησις παρά κυρίου εστιν εκδίκησις λαού αυτού
12to destroy all the remnant that are in Egypt; and they shall fall by the sword, and by famine, and shall be consumed small and great: and they shall be for reproach, and for destruction, and for a curse. επί τειχέων Βαβυλώνος άρατε σημείον επιστήσατε φυλακάς ετοιμάσατε όπλα ότι ενεχείρησεν και ποιήσει κύριος όσα ελάλησεν επί τους κατοικούντας Βαβυλώνα
13And I will visit them that dwell in the land of Egypt, as I have visited Jerusalem, with sword and with famine: κατασκηνούντας εφ΄ ύδασι πολλοίς και επί πλήθει θησαυρών αυτής ήκει το πέρας σου αληθώς εις τα σπλάγχνα σου
14and there shall not one be preserved of the remnant of Juda that sojourn in the land of Egypt, to return to the land of Juda, to which they hope in their hearts to return: they shall not return, but only they that escape. ότι ώμοσε κύριος κατά του βραχίονος αυτού διότι πληρώσω σε ανθρώπων ωσεί ακρίδων και φθέγξονται επί σε οι καταβαίνοντες
15Then all the men that knew that their wives burned incense, and all the women, a great multitude, and all the people that dwelt in the land of Egypt, in Pathura, answered Jeremias, saying, ο ποιών γην εν τη ισχύϊ αυτού ετοιμάζων οικουμένην εν τη σοφία αυτού εν τη συνέσει αυτού εξέτεινε τον ουρανόν
16As for the word which thou hast spoken to us in the name of the Lord, we will not hearken to thee. εις φωνήν έθετο πλήθος ήχους ύδατος εν ουρανώ και ανήγαγε νεφέλας απ΄ εσχάτου της γης αστραπάς εις υετόν εποίησε και εξήγαγε φως εκ θησαυρών αυτού
17For we will surely perform every word that shall proceed out of our mouth, to burn incense to the queen of heaven, and to pour drink-offerings to her, as we and our fathers have done, and our kings and princes, in the cities of Juda, and in the streets of Jerusalem: and so we were filled with bread, and were well, and saw no evils. εμωράνθη πας άνθρωπος από γνώσεως κατησχύνθη πας χρυσοχόος από των γλυπτών αυτών ότι ψευδή εχώνευσαν ουκ έστι πνεύμα εν αυτοίς
18But since we left off to burn incense to the queen of heaven, we have all been brought low, and have been consumed by sword and by famine. μάταιά εστιν έργα μεμωκημένα εν καιρώ επισκέψεως αυτών απολούνται
19And whereas we burned incense to the queen of heaven, and poured drink-offerings to her, did we make cakes to her, and pour drink-offerings to her, without our husbands? ου τοιαύτη μερίς τω Ιακώβ ότι ο πλάσας τα πάντα αυτός εστι κληρονομία αυτού κύριος των δυνάμεων όνομα αυτώ
20Then Jeremias answered all the people, the mighty men, and the women, and all the people that returned him these words for answer, saying, διασκορπίζεις συ μοι σκεύη πολέμου και διασκορπιώ εν σοι έθνη και εξαρώ εκ σου βασιλείς
21Did not the Lord remember the incense which ye burned in the cities of Juda, and in the streets of Jerusalem, ye, and your fathers, and your kings, and your princes, and the people of the land? and came it not into his heart? και διασκορπιώ εν σοι ίππον και επιβάτην αυτού και διασκορπιώ εν σοι άρματα και αναβάτας αυτών
22And the Lord could no longer bear you, because of the wickedness of your doings, and because of your abominations which ye wrought; and so your land became a desolation and a waste, and a curse, as at this day; και διασκορπιώ εν σοι άνδρα και γυναίκα και διασκορπιώ εν σοι πρεσβύτην και παιδίον και διασκορπιώ εν σοι νεανίσκον και παρθένον
23because of your burning incense, and because of the things wherein ye sinned against the Lord: and ye have not hearkened to the voice of the Lord, and have not walked in his ordinances, and in his law, and in his testimonies; and so these evils have come upon you. και διασκορπιώ εν σοι ποιμένα και το ποίμνιον αυτού και διασκορπιώ εν σοι γεωργόν και το γεώργιον αυτού και διασκορπιώ εν σοι ηγεμόνας και στρατηγούς σου
24And Jeremias said to the people, and to the women, Hear ye the word of the Lord. και ανταποδώσω τη Βαβυλώνι και πάσι τοις κατοικούσι Χαλδαίοις πάσας τας κακίας αυτών ας εποίησαν επί Σιών κατ΄ οφθαλμούς υμών λέγει κύριος
25Thus has the Lord God of Israel said; Ye women have spoken with your mouth, and ye fulfilled it with your hands, saying, We will surely perform our vows that we have vowed, to burn incense to the queen of heaven, and to pour drink-offerings to her: full well did ye keep to your vows, and ye have indeed performed them. ιδού εγώ προς σε το όρος το διεφθαρμένον το διαφθείρον πάσαν την γην και εκτενώ την χείρα μου επί σε και κατακυλίω σε από των πετρών και δώσω σε ως όρος εμπεπυρισμένον
26Therefore hear ye the word of the Lord, all Jews dwelling in the land of Egypt; Behold, I have sworn by my great name, saith the Lord, my name shall no longer be in the mouth of every Jew to say, The Lord lives, in all the land of Egypt. και ου λάβωσιν από σου λίθον εις γωνίαν και λίθον εις θεμέλιον ότι εις αφανισμόν αιώνιον έση λέγει κύριος
27For I have watched over them, to hurt them, and not to do them good: and all the Jews dwelling in the land of Egypt shall perish by sword and by famine, until they are utterly consumed. άρατε σημείον επί της γης σαλπίσατε εν έθνεσι σάλπιγγι αγιάσατε επ΄ αυτήν έθνη παραγγείλατε επ΄ αυτήν βασιλείαις Αραράτ παρ΄ εμού και τοις Ασκαναζαίοις επιστήσατε επ΄ αυτήν βελοστάσεις αναβιβάσατε επ΄ αυτήν ίππων ως ακρίδων πλήθος
28And they that escape the sword shall return to the land of Juda few in number, and the remnant of Juda, who have continued in the land of Egypt to dwell there, shall know whose word shall stand. αναβιβάσατε επ΄ αυτήν έθνη τον βασιλέα των Μήδων και πάσης της γης τους ηγουμένους αυτού και πάντας τους στρατηγούς αυτού
29And this shall be a sign to you, that I will visit you for evil. εσείσθη η γη και επόνεσε διότι εξανέστη επί Βαβυλώνα λογισμός κυρίου του θείναι την γην Βαβυλώνος εις αφανισμόν και μη κατοικείσθαι αυτήν
30Thus said the Lord; Behold, I will give Uaphres king of Egypt into the hands of his enemy, and into the hands of one that seeks his life; as I gave Sedekias king of Juda into the hands of Nabuchodonosor king of Babylon, his enemy, and who sought his life. εξέλιπε μαχητής Βαβυλώνος του πολεμείν καθήσονται εκεί εν περιοχή εθραύσθη η δυναστεία αυτών εγενήθησαν ωσεί γυναίκες ενεπυρίσθη τα σκηνώματα αυτής συνετρίβησαν οι μοχλοί αυτής
31THE WORD WHICH JEREMIAS THE PROPHET spoke to Baruch son of Nerias, when he wrote these words in the book from the mouth of Jeremias, in the fourth year of Joakim the son of Josias king of Juda. διώκων εις απάντησιν διώκοντος διώξεται και αναγγέλλων εις απάντησιν αναγγέλλοντος του αναγγείλαι τω βασιλεί Βαβυλώνος ότι εάλωκεν η πόλις αυτού
32Thus has the Lord said to thee, O Baruch. απ΄ εσχάτου των διαβάσεων αυτού ελήφθησαν και τα συστηματα αυτού ενεπυρίσθησαν εν πυρί και άνδρες αυτού οι πολεμισταί εξέρχονται
33Whereas thou hast said, Alas! alas! for the Lord has laid a grievous trouble upon me; I lay down in groaning, I found no rest; διότι τάδε λέγει κύριος των δυνάμεων ο θεός Ισραήλ οίκοι βασιλέως Βαβυλώνος ως άλων ώριμος αλοηθήσεται έτι μικρόν και ήξει ο αμητός αυτής
34say thou to him, Thus saith the Lord; Behold, I pull down those whom I have built up, and I pluck up those whom I have planted. κατέφαγέ με εμερίσατό με Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος κατέλαβέ με σκότος λεπτόν κατέπιέ με ως δράκων έπλησε την κοιλίαν αυτού από της τρυφής μου
35And wilt thou seek great things for thyself? seek them not: for, behold, I bring evil upon all flesh, saith the Lord: but I will give to thee thy life for a spoil in every place whither thou shalt go. έξωσάν με οι μόχθοι μου και αι ταλαιπωρίαι μου εις Βαβυλώνα ερεί κατοικούσα Σιών και το αίμα μου επί τους κατοικούντας Χαλδαίους ερεί Ιερουσαλήμ
36 διά τούτο τάδε λέγει κύριος ιδού εγώ κρινώ την αντίδικόν σου και εκδικήσω την εκδίκησίν σου και ερημώσω την θάλασσαν αυτής και ξηρανώ την πηγήν αυτής
37 και έσται Βαβυλών εις αφανισμόν κατοίκησις δρακόντων αφανισμός συριγμός και ου κατοικηθήσεται
38 ως λέοντες εξηγέρθησαν άμα και ως σκύμνοι λεόντων
39 εν τη θερμασία αυτών δώσω πότημα αυτοίς και μεθύσω αυτούς όπως καρωθώσι και υπνώσωσιν ύπνον αιώνιον και ου εγερθώσι λέγει κύριος
40 καταβίβασον αυτούς ως άρνας εις σφαγήν και ως κριούς μετ΄ ερίφων
41 πως εάλω Σεσάκ και εθηρεύθη το καύχημα πάσης της γης πως εγένετο Βαβυλών εις αφανισμόν εν τοις έθνεσιν
42 ανέβη επί Βαβυλώνα η θάλασσα εν ήχω κυμάτων αυτής και κατεκαλύφθη
43 εγενήθησαν αι πόλεις αυτής εις αφανισμόν γη άνυδρος και άβατος ου κατοικήσει εν αυτή ουδείς ουδέ καταλυσή εν αυτή υιός ανθρώπου
44 και εκδικήσω επί Βαβυλώνα και εξοίσω α κατέπιεν εκ του στόματος αυτής και ου συναχθώσι προς αυτήν έτι τα έθνη και γε τείχος Βαβυλώνος πεσείται
45 εξέλθετε από μέσου αυτού λαός εμός και σώσατε την εαυτού ψυχήν από οργής θυμού κυρίου
46 μήποτε απαλωθή η καρδία υμών και φοβηθήτε διά την ακοήν η ακουσθήσεται εν τη γη και ήξει εν ενιαυτώ ακοή και μετά τον ενιαυτόν ακοή ταλαιπωρία και αδικία επί της γης και κυριεύων επί κυριεύοντα
47 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται και εκδικήσω επί τα γλυπτά Βαβυλώνος και πάσα η γη αυτών αισχυνθήσεται πάντες τραυματίαι αυτής πεσούνται εν μέσω αυτής
48 και ευφρανθήσονται επί Βαβυλώνα οι ουρανοί και η γη και πάντα τα εν αυτοίς ότι από βορρά έρχονται προς αυτόν εξολοθρεύοντες λέγει κύριος
49 και γε Βαβυλών πεσείν εποίησε τους τραυματίας Ισραήλ και εν Βαβυλώνι πεσούνται τραυματίαι πάσης της γης
50 ανασωζόμενοι από ρομφαίας πορεύεσθε και μη ιστάσθε μνήσθητε οι μακρόθεν του κυρίου και Ιερουσαλήμ αναβήτω επί την καρδίαν υμών
51 ησχύνθημεν ότι ηκούσαμεν ονειδισμόν ημών κατεκάλυψέν ατιμία το πρόσωπον ημών ότι εισήλθον αλλογενείς εις τα άγια ημών εις οίκον κυρίου
52 διά τούτο ιδού ημέραι έρχονται λέγει κύριος και εκδικήσω επί τα γλυπτά αυτής και εν πάση τη γη αυτής πεσούνται τραυματίαι
53 ότι εάν αναβή Βαβυλών ως ο ουρανός και ότι εάν οχυρώση ύψος ισχύος αυτής παρ΄ εμού ήξουσιν εξολοθρεύοντες αυτήν λέγει κύριος
54 φωνή κραυγής εν Βαβυλώνι και συντριβή μεγάλη εν γη Χαλδαίων
55 ότι εξωλόθρευσε κύριος την Βαβυλώνα και απώλεσεν απ΄ αυτής φωνήν μεγάλην ηχούσαν ως ύδατα πολλά έδωκεν εις όλεθρον φωνήν αυτής
56 ότι ήλθεν επί Βαβυλώνα ταλαιπωρία εάλωσαν οι μαχηταί αυτής επτοήται τόξον αυτών ότι ο θεός ανταποδίδωσιν αυτοίς
57 κύριος ανταποδίδωσιν αυτή την ανταπόδοσιν και μεθύσει μέθη τους ηγεμόνας αυτής και τους σοφούς αυτής και τους στρατηγούς αυτής λέγει ο βασιλεύς κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ
58 τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ τείχος Βαβυλώνος επλατύνθη κατασκαπτόμενον κατασκαφήσεται και αι πύλαι αυτής αι υψηλαί εν πυρί εμπυρισθήσονται και κοπιάσουσι λαοί εις κενόν και έθνη εν αρχή εκλείψουσιν
59 ο λόγος ον ενετείλατο κύριος Ιερεμία τω προφήτη ειπείν τω Σαραϊα υιώ Νηρίου υιόυ Μαασαίου ότε επορεύετο παρά Σεδεκίου βασιλέως Ιούδα εις Βαβυλώνα εν τω έτει τω τετάρτω της βασιλείας αυτού και Σαραϊας άρχων δώρων
60 και έγραψεν Ιερεμίας πάντα τα κακά α ήξει επί Βαβυλώνα εν βιβλίω πάντας τους λόγους τούτους τους γεγραμμένους επί Βαβυλώνα
61 και είπεν Ιερεμίας προς Σαραϊαν όταν έλθης εις Βαβυλώνα και όψη και αναγνώση πάντας τους λόγους τούτους
62 και ερείς κύριε συ ελάλησας επί τον τόπον τούτον του εξολοθρεύσαι αυτόν και του μη είναι εν αυτώ κατοικούντας από ανθρώπου έως κτήνους ότι αφανισμός εις τον αιώνα έσται
63 και έσται όταν παύση του αναγινώσκειν το βιβλίον τούτο και επιδήσεις επ΄ αυτό λίθον και ρίψεις αυτόν εις μέσον του Ευφράτου
64 και ερείς ούτως καταδύσεται Βαβυλών και ου αναστή από προσώπου των κακών ων εγώ επάγω επ΄ αυτήν και εκλείψει έως τούτου τα ρήματα του Ιερεμίου

Chapter 52

[edit]
1It was the twenty-first year of Sedekias, when he began to reign, and he reigned eleven years in Jerusalem. And his mother's name was Amitaal, the daughter of Jeremias, of Lobena. όντος εικοστού και ενός έτους Σεδεκίου εν τω βασιλεύειν αυτόν και ένδεκα έτη εβασίλευσεν εν Ιερουσαλήμ και όνομα τη μητρί αυτού Αμίταλ θυγάτηρ Ιερεμίου εκ Λοβενά
2And it came to pass in the ninth year of his reign, in the ninth month, on the tenth day of the month, that Nabuchodonosor king of Babylon came, and all his host, against Jerusalem, and they made a rampart round it, and built a wall round about it with large stones. και εποίησε το πονηρόν ενώπιον κυρίου κατά πάντα όσα εποίησε Ιωακίμ
3So the city was besieged, until the eleventh year of king Sedekias, ότι οργή κυρίου ην εν Ιερουσαλήμ και εν Ιούδα έως ου του αποβαλείν αυτούς από προσώπου αυτού και αφέστησε Σεδεκίας επί τον βασιλέα Βαβυλώνος
4on the ninth day of the month, and then the famine was severe in the city, and there was no bread for the people of the land. και εγένετο εν τω έτει τω εννάτω της βασιλείας αυτού εν μηνί τω δεκάτω δεκάτη του μηνός ήλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύς Βαβυλώνος και πάσα η δύναμις αυτού επί Ιερουσαλήμ και παρενέβαλον επ΄ αυτήν και ωκοδόμησαν απ΄ αυτήν περίτειχος κύκλω
5And the city was broken up, and all the men of war went out by night by the way of the gate, between the wall and the outworks, which were by the king's garden; and the Chaldeans were by the city round about; and they went by the way leading to the wilderness. και ήλθεν η πόλις εις συνοχήν έως ενδεκάτου έτους τω βασιλεί Σεδεκία
6But the host of the Chaldeans pursued after the king, and overtook him in the country beyond Jericho; and all his servants were dispersed from about him. εν μηνί τω τετάρτω εννάτη του μηνός και εστερεώθη ο λιμός εν τη πόλει και ουκ ήσαν άρτοι τω λαώ της γης
7And they took the king, and brought him to the king of Babylon to Deblatha, and he judged him. και διεκόπη η πόλις και πάντες οι άνδρες οι πολεμισταί έφυγον και εξήλθον νυκτός κατά την οδόν της πύλης αναμέσον του τείχους και του προτειχίσματος ο ην κατά τον κήπον του βασιλέως και οι Χαλδαίοι επί της πόλεως κύκλω και επορεύθησαν οδόν εις άραβα
8And the king of Babylon slew the sons of Sedekias before his eyes; and he slew all the princes of Juda in Deblatha. και κατεδίωξεν η δύναμις των Χαλδαίων οπίσω του βασιλέως και κατέλαβον αυτόν εν τω πέραν Ιεριχώ και πάντες οι παίδες αυτού διεσπάρησαν απ΄ αυτού
9And he put out the eyes of Sedekias, and bound him in fetters; and the king of Babylon brought him to Babylon, and put him into the grinding-house, until the day when he died. και συνέλαβον τον βασιλέα και ήγαγον αυτόν προς τον βασιλέα Βαβυλώνος εις Δεβλαθά εν γη Αιμάθ και ελάλησεν αυτώ μετά κρίσεως
10And in the fifth month, on the tenth day of the month, Nabuzardan the captain of the guard, who waited on the king of Babylon, came to Jerusalem; και έσφαξε ο βασιλεύς Βαβυλώνος τους υιούς Σεδεκίου κατ΄ οφθαλμούς αυτού και πάντας τους άρχοντας Ιούδα έσφαξεν εν Δεβλαθά
11and he burnt the house of the Lord, and the king's house; and all the houses of the city, and every great house he burnt with fire. και τους οφθαλμούς Σεδεκίου εξετύφλωσε και έδησεν αυτόν εν πέδαις και ήγαγεν αυτόν ο βασιλεύς Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα και έδωκεν αυτόν εις οικίαν μύλωνος έως ημέρας ης απέθανε
12And the host of the Chaldeans that was with the captain of the guard pulled down all the wall of Jerusalem round about. και εν τω μηνί τω πέμπτω δεκάτη του μηνός ήλθε Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος ο εστώς κατά πρόσωπον του βασιλέως Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ
13But the captain of the guard left the remnant of the people to be vinedressers and husbandmen. και ενέπρησε τον οίκον κυρίου και τον οίκον του βασιλέως και πάσας τας οικίας της πόλεως και πάσαν οικίαν μεγάλην ενέπρησεν εν πυρί
14And the Chaldeans broke in pieces the brazen pillars that were in the house of the Lord, and the bases, and the brazen sea that was in the house of the Lord, and they took the brass thereof, and carried it away to Babylon. και παν τείχος Ιερουσαλήμ κύκλω καθείλεν η δύναμις των Χαλδαίων η μετά του αρχιμαγείρου
15Also the rim, and the bowls, and the flesh-hooks, and all the brazen vessels, wherewith they ministered; και από των πενήτων του λαού και το λοιπόν του λαού και τους καταλειφθέντας εν τη πόλει και τους εμπεπτωκότας οι ενέπεσαν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος και το περισσόν του όχλου μετηρεν ο αρχιμάγειρος
16and the basons, and the snuffers, and the oil-funnels, and the candlesticks, and the censers, and the cups, the golden, of gold, and the silver, of silver, the captain of the guard took away. και από των πενήτων της γης κατέλιπεν ο αρχιμάγειρος εις αμπελουργούς και εις γεωργούς
17And the two pillars, and the one sea, and the twelve brazen oxen under the sea, which things king Solomon made for the house of the Lord; the brass of which articles was without weight. και τους στύλους τους χαλκούς τους εν οίκω κυρίου και τας βάσεις και την θάλασσαν την χαλκήν την εν οίκω κυρίου συνέτριψαν οι Χαλδαίοι και έλαβον τον χαλκόν αυτών εις Βαβυλώνα
18And as for the pillars, the height of one pillar was thirty-five cubits; and a line of twelve cubits compassed it round; and the thickness of it all round was four fingers. και την στεφάνην και τας φιάλας και τας κρεάγρας και πάντα τα σκεύη χαλκά εν οις ελειτούργουν εν αυτοίς
19And there was a brazen chapiter upon them, and the length was five cubits, even the height of one chapiter; and there were on the chapiter round about network and pomegranates, all of brass: and correspondingly the second pillar had eight pomegranates to a cubit for the twelve cubits. και τας απφώθ και τας μασμαρώθ και τους υποχυτήρας και τας λυχνίας και τας θυϊσκας και τους κυάθους α ην χρυσά χρυσά και α ην αργυρά αργυρά έλαβεν ο αρχιμάγειρος
20And the pomegranates were ninety-six on a side; and all the pomegranates on the network round about were a hundred. και οι στύλοι δύο και η θάλασσα μία και οι μόσχοι δώδεκα χαλκοί υποκάτω της θαλάσσης α εποίησεν ο βασιλεύς Σολομών εις οίκον κυρίου ουκ ην σταθμός του χαλκού αυτών
21And the captain of the guard took the chief priest, and the second priest, and those that kept the way; και οι στύλοι οκτωκαίδεκα πηχέων ύψος του στύλου του ενός και σπαρτίον δώδεκά πηχεών περιεκύκλου αυτόν και το πάχος αυτού δακτύλων τεσσάρων κύκλω
22and one eunuch, who was over the men of war, and seven men of renown, who were in the king's presence that were found in the city; and the scribe of the forces, who did the part of a scribe to the people of the land; and sixty men of the people of the land, who were found in the midst of the city. και γήσσος επ΄ αυτοίς χαλκού και πέντε πηχεών το μήκος υπεροχή του γήσσου του ενός και δίκτυον και ροαί επί του γήσσου κύκλω τα πάντα χαλκά κατά ταύτα τω στύλω τω δευτέρω και ροαί
23And Nabuzardan the captain of the king's guard took them, and brought them to the king of Babylon to Deblatha. και ήσαν αι ροαί εννενηκονταέξ το εν μέρος και ήσαν πάσαι αι ροαί επί του δικτύου κύκλω εκατόν
24And the king of Babylon smote them in Deblatha, in the land of Aemath. και έλαβεν ο αρχιμάγειρος τον Σαραϊαν τον ιερέα τον πρώτον και τον Σοφωνίαν τον ιερέα τον δευτερεύοντα και τους τρεις τους φυλάσσοντας την οδόν
25And it came to pass in the thirty-seventh year after that Joakim king of Juda had been carried away captive, in the twelfth month, on the four and twentieth day of the month, that Ulaemadachar king of Babylon, in the year in which he began to reign, raised the head of Joakim king of Juda, and shaved him, and brought him out of the house where he was kept, και εκ της πόλεως έλαβεν ευνούχον ένα ος ην επιστάτης των ανδρών των πολεμιστών και επτά άνδρας ονομαστούς τους εν προσώπω του βασιλέως τους ευρεθέντας εν τη πόλει και τον γραμματέα των δυνάμεων τον γραμματεύοντα τω λαώ της γης και εξήκοντα ανθρώπους εκ του λαού της γης τους ευρεθέντας εν μέσω της πόλεως
26and spoke kindly to him, and set his throne above the kings that were with him in Babylon, και έλαβεν αυτούς Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος και ήγαγεν αυτούς προς βασιλέα Βαβυλώνος εις Δεβλαθά
27and changed his prison garments: and he ate bread continually before him all the days that he lived. και επάταξεν αυτούς βασιλεύς Βαβυλώνος εν Δεβλαθά εν γη Ημάθ και μετετέθη Ιούδα από της γης αυτού
28And his appointed portion was given him continually by the king of Babylon from day to day, until the day when he died. ούτός εστιν ο λαός ον μετέθηκεν Ναβουχοδονόσορ εν έτει εβδόμω Ιουδαίους τρεις χιλιάδας και εικοσιτρείς
29 εν έτει ογδόω και δεκάτω Ναβουχοδονόσορ μετέθηκεν από Ιερουσαλήμ ψυχάς οκτακοσίας τριάκοντα δύο
30 εν έτει τρίτω και εικοστώ Ναβουχοδονόσορ μετέθηκεν ο αρχιμάγειρος Ιουδαίων ψυχάς επτακοσίας τεσσαρακονταπέντε πάντες αι ψυχαί τέσσαρες χιλιάδες και εξακόσιαι
31 και εγένετο εν τω τριακοστώ και εβδόμω έτει αποικισθέντος του Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα εν τω δωδεκάτω μηνί εν τη πέμπτη και εικάδι του μηνός έλαβεν Ουλαιμαδαράχ βασιλεύς Βαβυλώνος εν τω ενιαυτώ ω εβασίλευσε την κεφαλήν Ιωακείμ βασιλέως Ιούδα και εξήγαγεν αυτόν εξ οικίας ης εφυλάσσετο
32 και ελάλησεν αυτώ χρηστά και έδωκε τον θρόνον αυτού επάνω των θρόνων των βασιλέων των μετ΄ αυτού εν Βαβυλώνι
33 και ήλλαξε την στολήν της φυλακής αυτού και ήσθιεν άρτον διαπαντός κατά πρόσωπον αυτού πάσας τας ημέρας ας έζησε
34 και η σύνταξις αυτώ εδίδοτο διαπαντός παρά του βασιλέως Βαβυλώνος εξ ημέρας εις ημέραν έως ημέρας ης απέθανε